ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
Π. Σαββίδης, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 13751/2023
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
ΙΩΣΗΦ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Κατηγορούμενος
21 Δεκεμβρίου, 2023.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Ματθαίου (κα)
Για τον Κατηγορούμενο: Ρ. Βραχίμης (κος)
Κατηγορούμενος παρών
…………………….
Π Ο Ι Ν Η
Ο κατηγορούμενος, μετά από δική του παραδοχή, βρέθηκε ένοχος σε τέσσερις (4) κατηγορίες. Η 1η και 2η Κατηγορία αφορούν το αδίκημα της τέλεσης πράξεων που σκοπεύουν στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154[[i]], η 3η Κατηγορία το αδικημα της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Κεφ.154[[ii]] και η 4η Κατηγορία το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Κεφ. 154[[iii]].
Σύμφωνα με τα αδιαμφησβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, ως τούτα προκύπτουν από το περιεχόμενο του Εγγράφου 1[[iv]], στις 24.07.2023 και περί ώρα 20:40, ο παραπονούμενος, ηλικίας 35 ετών, αφότου αντιλήφθηκε ότι κλάπηκε το όχημα του από το σημείο που τούτο ήταν σταθμευμένο, κάλεσε την Αστυνομία. Κατά την άφιξη του Αστ.3043 στο σημείο, ο παραπονούμενος του ανέφερε ότι αμέσως προηγουμένως καθόταν μαζί με τον κατηγορούμενο, τον οποίο γνώριζε, σε καφενείο κοντά στο σημείο όπου ήταν σταθμευμένο το όχημα του. Την στιγμή που αντιλήφθηκε ότι από το σημείο απουσίαζε το όχημα του, παράλληλα, αντιλήφθηκε ότι απουσίαζε και ο κατηγορούμενος. Ενώ στο εν λόγω σημείο βρισκόταν, ακόμα, ο Αστ.3043 μαζί με τον παραπονούμενο, αφίχθη ο κατηγορούμενος οδηγώντας το όχημα του παραπονούμενου. Ο κατηγορούμενος ζήτησε συγνώμη από τον παραπονούμενο, με τον τελευταίο να αναφέρει στον Αστ.3043 ότι δεν έχει οποιοδήποτε παράπονο από τον κατηγορούμενο και ότι μπορούσε να αποχωρήσει. Στη συνέχεια, αφότου αποχώρησε από το σημείο ο Αστ.3043, ο κατηγορούμενος ζήτησε από τον παραπονούμενο όπως τον μεταφέρει σε άλλο σημείο, στα Λατσιά. Ο παραπονούμενος αρνήθηκε. Τότε ο κατηγορούμενος κάθισε στη θέση του οδηγού του οχήματος του παραπονούμενου, λέγοντας του «κάτσε δίπλα τζαι εννα σε σκοτώσω», προκαλώντας στον τελευταίο τρόμο και ανησυχία. Αφότου ο παραπονούμενος εισήλθε στο όχημα του, στη θέση του συνοδηγού, έφυγαν από το σημείο. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, ως ήταν η πορεία τους, ο κατηγορούμενος ακινητοποίησε το όχημα και άλλαξε θέση με τον παραπονούμενο, με τούτον, πλέον, να βρίσκεται στη θέση του οδηγού. Ακολούθως ο παραπονούμενος, κατευθύνθηκε προς συγκεκριμένη υπεραγορά στα Λατσιά, κατόπιν οδηγιών του κατηγορούμενου. Αφότου έφτασαν στο εν λόγω σημείο, ο κατηγορούμενος είπε στον παραπονούμενο «τους ρουφτζιάνους εγώ σκοτώνω τους» και άρχισε να τον γρονθοκοπά στο πρόσωπο. Έπειτα, ο Κατηγορούμενος κατέβηκε από το αυτοκίνητο, τράβηξε τον παραπονούμενο έξω από αυτό και αφότου τον έριξε στο έδαφος, συνέχισε να τον γρονθοκοπά και να τον κλωτσά στο πρόσωπο και στο σώμα. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος επιβιβάστηκε, εκ νέου, στο όχημα του παραπονούμενου με σκοπό να φύγει από το σημείο. Ο παραπονούμενος προσπάθησε να τον αποτρέψει, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να τον παρασύρει και να οδηγήσει το όχημα, πάνω από το χέρι του.
Περί η ώρα 21:40, της ίδια ημέρας, πολίτες που βρίσκονταν στο σημείο, ειδοποίησαν την Αστυνομία. Ο Αστ.6081 μετέβη στο σημείο και εντόπισε τον παραπονούμενο τραυματισμένο στο έδαφος. Ο παραπονούμενος ανέφερε στον Αστ.6081 ότι τον τραυμάτισε ο κατηγορούμενος, ο οποίος διέφυγε με το όχημα του. Στη σκηνή αφίχθη ασθενοφόρο. Μέλος του πληρώματος, διαπίστωσε ότι στο δεξί χέρι του παραπονούμενου υπήρχε αποτύπωμα, από ελαστικό αυτοκινήτου.
Ο παραπονούμενος διακομίστηκε στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Περί η ώρα 22:25 της ίδιας ημέρας, ο παραπονούμενος εξετάστηκε από την Δρ. Καραϊσκάκη η οποία διαπίστωσε ότι ο τελευταίος έφερε πολλαπλές εκδορές σε διάφορα σημεία του σώματος του, ήτοι στην πλάτη, θώρακα, πρόσωπο, άνω άκρα και γόνατα, κάταγμα αριστερού παράμεσου δακτύλου χεριού καθώς επίσης και κάταγμα ρινός.
Στις 25.07.2023 και περί ώρα 2:38 π.μ., εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου, το οποίο αφότου εκτελέστηκε και τούτος πληροφορήθηκε τους λόγους της σύλληψης του, απάντησε « Εν με κόφτει. Θα πάω οκταήμερη και άντε νιάου». Από σωματικό έλεγχο που του διενεργήθηκε, εντοπίστηκε στο τσαντάκι του ένα κινητό τηλέφωνο, αξίας €450, το οποίο ανήκε στον παραπονούμενο. Ο κατηγορούμενος εσκεμμένα και παράνομα προκάλεσε ζημιά στο εν λόγω κινητό τηλέφωνο του παραπονούμενου, με αποτέλεσμα τούτο, πλέον, να μην λειτουργεί.
Στις 29.07.2023 μεταξύ των ωρών 10:38 – 12:05 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος αφού παραδέχθηκε ότι κτύπησε τον παραπονούμενο, έδωσε τη δική του εκδοχή.
Στην παρούσα υπόθεση, κατόπιν αιτήματος της υπεράσπισης και σχετικής συγκατάθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, λαμβάνονται υπόψη[[1]], για σκοπούς επιβολής ποινής, ακόμα πέντε (5) υποθέσεις, ήτοι η υπόθεση 13230/21 του Ε.Δ. Λεμεσού, οι υποθέσεις 8885/2023, 9008/2023 και 13756/2023 του Ε.Δ. Λευκωσίας και ο Αρ. Μητρώου Εγκλήματος (RCI) Λεμεσού ΤΑΕ Σ/515/2016. Συγκεκριμένα:
- Η ποινική υπόθεση με αρ. 13230/2021 του Ε. Δ. Λεμεσού, αφορά σε 5 κατηγορίες και δη τα αδικήματα της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ (1η κατηγορία), παράνομης κατοχής φαρμάκου τάξεως Β (3η κατηγορία), παράνομης κατοχής φαρμάκου τάξεως Α (2η και 4η κατηγορία) και κάπνισμα φυτού κάνναβη (5η κατηγορία). Ειδικότερα, σύμφωνα με τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης, ο κατηγορούμενος στις 28.03.2019 ενώ ήταν συνεπιβάτης σε αυτοκίνητο άλλου προσώπου, στην επαρχία Λεμεσού, είχε στη κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α΄, δηλαδή άγνωστη ποσότητα μεθαμφεταμίνης και ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β΄ δηλαδή 3 γραμμάρια κάνναβης. Την ίδια ημέρα, στον ίδιο τόπο, ο κατηγορούμενος, παράνομα, χρησιμοποίησε την προαναφερθείσα ποσότητα μεθαμφεταμίνης. Στη συνέχεια και μεταξύ των ημερομηνιών 28.03.2019 και 29.03.2019, προμήθευσε το τρίτο πρόσωπο με την προαναφερθείσα ποσότητα κάνναβης και ενώ βρισκόταν στο αυτοκίνητο του τελευταίου, ο κατηγορούμενος κάπνισε φυτό κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη. Σε ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο στις 12.06.2019, παραδέχτηκε τη διάπραξη των αδικημάτων αναφέροντας ότι είναι χρήστης μεθαμφεταμίνης και κάνναβης, ενώ η ποσότητα μεθαμφεταμίνης που είχε στην κατοχή του ήταν 0,2 γραμμάρια.
- Η ποινική υπόθεση με αρ. 8885/2023 του Ε. Δ. Λευκωσίας, αφορά σε 1 κατηγορία και δη της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς την άδεια από τον Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών (1η κατηγορία). Σύμφωνα με τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης, ο κατηγορούμενος στις 15.03.2021, το βράδυ, μετέβη στις Α’ Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, έχοντας στην κατοχή του ένα έμφορτο φυσίγγιο πυροβόλου όπλου, το οποίο παρέδωσε στον επί καθήκοντι Ε/Αστ. 5159 Χ. Θεοδώρου. Αφού ο τελευταίος τον πληροφόρησε ότι διαπράττει αδίκημα, του επέστησε την προσοχή του στο νόμο και απάντηση «τούτην εβάλαν μου την ως απειλή για να την έβρω». Ο κατηγορούμενος συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα που διέπραξε. Στις 16.03.2021, στο ΤΑΕ Λευκωσίας, κατά την ανακριτική του κατάθεση παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος, δίνοντας, παράλληλα, τη δική του εκδοχή. Την ίδια ημέρα, κατηγορήθηκε για το αδίκημα που διέπραξε και απάντησε «παραδέχομαι».
- Η ποινική υπόθεση με αρ. 9008/2023 του Ε. Δ. Λευκωσίας, αφορά σε 1 κατηγορία και δη αυτήν της μεταφοράς μαχαιριού εκτός της οικίας ή της αυλής της. Συγκεκριμένα στις 31.05.2023 και περί ώρα 13:40 λήφθηκε πληροφορία από το επαρχιακό γραφείο ευημερίας στη Λακατάμεια της επαρχίας Λευκωσίας, ότι νεαρό πρόσωπο βρίσκεται στο μέρος και έχει στη κατοχή του μαχαίρι. Την ίδια ημέρα και περί η ώρα 13:45, ο Αστ.372 μετέβηκε στο μέρος μαζί με μέλη της πρόληψης τρομοκρατικών ενεργειών και περίπολο του ΚΕΜ. Ακολούθως και περί η ώρα 13:50 ο Αστ.372 εντόπισε στο δεύτερο όροφο του κτιρίου τον κατηγορούμενο και τον πληροφόρησε ότι θα προβεί σε σωματική έρευνα αφού έχει μαρτυρία ότι έχει στην κατοχή του μαχαίρι. Ο κατηγορούμενος του ανέφερε «κάμε την δουλειά σου». Κατά τη σωματική έρευνα που διενέργησε ο Αστ.372, εντόπισε στη δεξιά τσέπη της φόρμας που φορούσε ο κατηγορούμενος ένα μαχαίρι κλειστό, τύπου σουγιά με λεπίδα μήκους 10 εκατοστών η οποία κατέληγε σε μυτερή άκρη. Ο κατηγορούμενος αφού πληροφορήθηκε ότι διαπράττει το αυτόφωρο αδίκημα της μεταφορά μαχαιριού εκτός οικίας και ότι βρίσκεται υπό σύλληψη, απάντησε «έχω το για την ασφάλεια μου».
- Η ποινική υπόθεση με αρ. 13756/2023 του Ε. Δ. Λευκωσίας, αφορά στην κατηγορία της κατοχής επιθετικού όπλου. Σύμφωνα με τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης, ο κατηγορούμενος στις 20.04.2021 περί ώρα 00:30, εισήλθε εντός περιπτέρου, επί της Λεωφόρου Λάρνακος, κρατώντας τσεκούρι και φορώντας κουκούλα. Αφού πήρε κάποια προϊόντα, κατευθύνθηκε προς το ταμείο του περιπτέρου, έχοντας πάντα το τσεκούρι στο χέρι, ζητώντας από τον υπάλληλο, όπως τα λάβει χωρίς να πληρώσει. Ο τελευταίος αρνήθηκε, με τον κατηγορούμενο να του αναφέρει ότι θα του πάρει την επόμενη ημέρα τα χρήματα της αξίας των προϊόντων που έπιασε. Εντέλει, ο κατηγορούμενος φύλαξε το τσεκούρι στην τσάντα του, έβγαλε την κουκούλα από το πρόσωπο του και αποχώρησε από το περίπτερο χωρίς να πάρει οποιοδήποτε προϊόν. Μετά από επιθεώρηση του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης από την Αστυνομία, διαπιστώθηκε ότι το πρόσωπο που είχε στη κατοχή του το τσεκούρι ήταν ο κατηγορούμενος. Στις 22.06.2022, λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, στην οποία και παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος, αναφέροντας, ωστόσο, ότι το τσεκούρι το είχε στη κατοχή του επειδή είναι άστεγος και κόβει ξύλα για να ζεσταθεί.
- Αρ. Μητρώου Εγκλήματος (RCI) ΤΑΕ Σ/515/2016 – Λεμεσός. Η εν λόγω υπόθεση αφορά σε αδικήματα κλοπής και κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων εν καιρώ νυκτός. Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, στις 18.05.2016, ο κατηγορούμενος με άλλα πρόσωπα έκλεψαν ένα όχημα, από τον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου διέμενε η ιδιοκτήτρια αυτού, στη Λεμεσό, αξίας €3.000, με τη χρήση διαρρηκτικών οργάνων. Το εν λόγω όχημα, εντοπίστηκε στις 21.05.2016 σε ανοικτό χώρο πίσω από το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού Μαρκί της Επαρχίας Λευκωσίας. Από το όχημα λήφθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα, τα οποία μετά από εξεργασία, ταυτίστηκαν με τα αποτυπώματα ανήκουν στον κατηγορούμενο και σε άλλα, τρίτα, πρόσωπα. Στις 29.07.2016, ο κατηγορούμενος, αφότου συνελήφθη, απάντησε «Εγώ έτσι πράμα δεν έκαμα. Δεν γνωρίζω τίποτε.».
Επίσης, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου [βλ. Έγγραφο 2], από το οποίο προκύπτει ότι τούτος βαρύνεται με τις εξής προηγούμενες καταδίκες:
- Ποινική Υπόθεση με αρ. 623/2017 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία στις 28.04.2017 καταδικάστηκε για τα αδικήματα της κλοπής, ληστείας και μεταφορά μαχαιριού που καταλήγει σε μυτερή άκρη, όπου και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης, με μέγιστη αυτή των 18 μηνών.
- Ποινική υπόθεση με αρ. 14843/2017 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία στις 06.02.2018 καταδικάστηκε για τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ και Β΄, όπου του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 1 μηνός σε έκαστη κατηγορία.
- Ποινική Υπόθεση με αρ. 9946/2019 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία στις 25.04.2019 καταδικάστηκε για τα αδικήματα της ληστείας και απόπειρας ληστείας, όπου του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 18 μηνών σε έκαστη κατηγορία. Στην πιο πάνω ποινική υπόθεση, λήφθηκε υπόψη, για σκοπούς επιβολής ποινής και η ποινική υπόθεση με αρ. 12253/2018 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία καταδικάστηκε για το αδίκημα της κατοχής εκρηκτικών υλών (κροτίδες).
- Ποινική Υπόθεση με αρ. 8997/2017 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία στις 08.11.2019 καταδικάστηκε για τα αδικήματα συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, ανησυχίας, πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, όπου επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης, με μέγιστη αυτή των 9 μηνών.
- Ποινική Υπόθεση με αρ. 10410/2019 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία στις 13.02.2020 καταδικάστηκε για τα αδικήματα της επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης, όπου του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 45 ημερών.
- Ποινική Υπόθεση με αρ. 20870/2021 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποίας τις 10.06.2022 καταδικάστηκε για τα αδικήματα της ληστείας, διάρρηξης κτιρίου και κλοπής και κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία, όπου του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης, με μέγιστη ποινή αυτή των 12 μηνών. Στην πιο πάνω υπόθεση, λήφθηκε υπόψη η ποινική υπόθεση με αρ. 10884/2021 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία καταδικάστηκε για το αδίκημα της κλεπταποδοχής, η ποινική υπόθεση 23960/2019 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία καταδικάστηκε για τα αδικήματα της επίθεσης προκαλούσας πραγματικής σωματικής βλάβης σε 3 κατηγορίες και της κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία, η ποινική υπόθεση 538/2021 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία καταδικάστηκε για το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης, η ποινική υπόθεση 8244/2022 του Ε. Δ. Λευκωσίας, στην οποία στις 10.06.2022 καταδικάστηκε για το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ καθώς επίσης και ποινική υπόθεση 10085/2021 του Ε. Δ. Λεμεσού, στην οποία στις 10.06.2022 καταδικάστηκε για το αδίκημα της κλοπής από κατοικία.
Οι προηγούμενες καταδίκες του κατηγορούμενου, δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την υπεράσπιση.
Για μετριασμό της ποινής του κατηγορούμενου ο ευπαίδευτος συνήγορος του υιοθέτησε και κατέθεσε στο Δικαστήριο γραπτή αγόρευση μέσω της οποίας μας παρέπεμψε σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εν σχέσει, ειδικότερα, με το αδίκημα της 1ης και 2ης κατηγορίας, που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος. Όσον δε αφορά τις προσωπικές και/ή άλλες περιστάσεις του κατηγορούμενου, τούτος υιοθέτησε το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε για τον κατηγορούμενο, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.
Ξεκινώντας από τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, ως προκύπτουν από το περιεχόμενο της εν λόγω Έκθεσης, σημειώνουμε ότι αυτός είναι ηλικίας 28 ετών, άγαμος και άτεκνος. Είναι το πρώτο παιδί από τα δύο παιδιά που απέκτησαν από το γάμο τους οι γονείς του. Ήταν χρήστης κάνναβης από την ηλικία των 13 ετών, κοκαΐνης από την ηλικία των 22 ετών, καθώς επίσης και χρόνιος χρήστης αλκοόλης. Σε ηλικία 18 ετών διέκοψε τη φοίτηση του στην Α΄ Τεχνική Σχολή Λευκωσίας, όπου ήταν ενταγμένος στον κλάδο Μηχανολογίας. Δεν ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Από την εφηβική του ηλικία ο κατηγορούμενος μυήθηκε στις παράνομες επιχειρήσεις του πατέρα του (αναφορά σε αυτές γίνεται κατωτέρω), δηλώνοντας ως το «δεξί του χέρι». Η απώλεια του πατέρα του, περί το έτος 2016, επηρέασε αρνητικά την ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση και έκτοτε διατηρεί συνεργασία με ψυχίατρο, λαμβάνοντας, προς τούτο, φαρμακευτική αγωγή. Έπειτα ο κατηγορούμενος, κατά καιρούς, εργάστηκε ως μεταφορέας εμπορευμάτων, μηχανικός κ.α, όμως από την ηλικία των 24 ετών, σταμάτησε να εργάζεται, λαμβάνοντας εισοδήματα από παράνομες δραστηριότητες και κρατικά επιδόματα. Επίσης, πέραν των προβλημάτων ψυχικής υγείας και του ιστορικού ουσιοεξάρτησης, ο κατηγορούμενος, το έτος 2016 διαγνώστηκε με ηπατίτιδα Γ΄ και αφού έτυχε της ανάλογης θεραπείας, η υγεία του αποκαταστάθηκε. Ο κατηγορούμενος εντάχθηκε σε διάφορα προγράμματα απεξάρτησης, ανοιχτά και κλειστά, αλλά δεν κατόρθωσε να τα ολοκληρώσει, με αποτέλεσμα να υποτροπιάζει. Την περίοδο από 14.12.2021 – 02.05.22, ενώ βρισκόταν υπόδικος στις Κεντρικές Φυλακές, ο κατηγορούμενος απολύθηκε με σκοπό να ενταχθεί στην κλειστή θεραπευτική κοινότητα «Αγία Σκέπη». Ωστόσο, αποχώρησε από το εν λόγω πρόγραμμα οικειοθελώς, επιστρέφοντας, περί τον Ιούνιο του 2022, στις Κεντρικές Φυλακές, ως κατάδικος, για την ίδια ποινική υπόθεση που έκτιε ποινή φυλάκισης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου, πρόσθεσε ότι ο κατηγορούμενος, πλέον, παρακολουθεί το πρόγραμμα «Δανάη», το οποίο διενεργείται στις Κεντρικές Φυλακές με τη βοήθεια ειδικών.
Η μητέρα του κατηγορούμενου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σουδάν. Κατάγεται κατά ¼ από την Κύπρο και σε ηλικία 14 ετών εγκαταστάθηκε, οικογενειακώς, στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τότε γνώρισε τον πρώτο της σύζυγο, πατέρα του κατηγορούμενου, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά, τα οποία γεννήθηκαν στη Λευκωσία. Από νεαρή ηλικία η μητέρα του κατηγορούμενου άρχισε τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Ο δε πατέρας του, ασχολείτο με διάφορες παράνομες δραστηριότητες, όπως εμπόριο ναρκωτικών καθώς επίσης και με την εκμετάλλευση γυναικών μέσω μπυραρίας που διατηρούσε. Κατά το έτος 2000, έπειτα από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του πατέρα του κατηγορούμενου, ο τελευταίος έμεινε τετραπληγικός.
Μετά από το πιο πάνω συμβάν, οι γονείς του κατηγορούμενου χώρισαν, όταν ο ίδιος ήταν, περίπου, 6 ετών, με τη μητέρα του να αναλαμβάνει, αρχικώς, τη φύλαξη και τη φροντίδα αυτού και του αδελφού του. Ωστόσο, λόγω της ουσιοεξάρτησης της μητέρας του κατηγορούμενου, ο τελευταίος μαζί με τον αδελφό του μετακινήθηκαν στην οικία του πατέρα τους στο Μαρκί, μέχρις ότου ο τελευταίος απεβίωσε. Η μητέρα του κατηγορούμενου, απέκτησε ακόμα ένα παιδί, εκτός γάμου. Ο πατέρας της ετεροθαλούς αδελφής του κατηγορούμενου, σήμερα εκτίει ποινή στις Κεντρικές Φυλακές.
Οι σχέσεις του κατηγορούμενου με την μητέρα του είναι χρόνια διασαλευμένες, ενώ με τα δύο μικρότερα αδέλφια του, τούτες, χαρακτηρίζονται καλές. Η 7χρονή ετεροθαλής αδελφή του διαμένει με τη μητέρα τους στη Λευκωσία και διατηρούν συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, στα πλαίσια του προγράμματος «Προληπτικής εργασίας και Στήριξης σε οικογένειες με ανήλικα παιδιά». Ο 26χρονος αδελφός του κατηγορούμενου, διέμενε με τη συμβία του στα Λατσιά, ωστόσο από τις αρχές του 2023 τελεί υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές.
Ως προς τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων της παρούσας υπόθεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης, ανέφερε ότι κατηγορούμενος και παραπονούμενος, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, δεν υπήρξε προσχεδιασμός ή προμελέτη για διάπραξη των αδικημάτων που παραδέχθηκε, η μεταξύ τους συμπλοκή δεν έθεσε σε κίνδυνο οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, με τον βαθμό επικινδυνότητας των ενεργειών του κατηγορούμενου να είναι αντικειμενικά περιορισμένος. Επίσης, υπογράμμισε ότι ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποίησε οποιοδήποτε εργαλείο ή άλλο φονικό όργανο, πάρα μόνο τα χέρια του καθώς επίσης ότι πρόθεση του ήταν να μην προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στον παραπονούμενο, εξού και με το αυτοκίνητο πέρασε πάνω από το χέρι και όχι από το σώμα του.
Περαιτέρω σημείωσε ότι το έναυσμα της μεταξύ τους συμπλοκής, αποτέλεσε η μεγάλη, σε χρόνο, αναμονή του παραπονούμενου από τον κατηγορούμενο, σε χρόνο προγενέστερο του επίδικου συμβάντος, γεγονός που προκάλεσε στον κατηγορούμενο συναισθηματική φόρτιση.
Εν κατακλείδι, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου, ζήτησε από το Δικαστήριο όπως προσμετρήσει υπέρ του τελευταίου το νεαρό της ηλικίας του, τα αίτια και τις συνθήκες τέλεσης των αδικημάτων, τη συναισθηματική φόρτιση υπό την οποία έδρασε ο κατηγορούμενος – πολύωρη αναμονή του παραπονούμενου-, την έλλειψη προσχεδιασμού ή προσυνεννόησης, τις περιορισμένες σωματικές βλάβες που προκλήθηκαν στον παραπονούμενο, το ότι δεν χρησιμοποίησε φονικό όπλο, τη συνεργασία του με τις ανακριτικές αρχές, την άμεση παραδοχή του τόσο στην Αστυνομία όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, δεικνύοντας έτσι τη μεταμέλεια και μετάνοια του για το συμβάν, καθώς επίσης και την απολογία του προς τον παραπονούμενο, με τον οποίο έχει ήδη συνομιλήσει τηλεφωνικώς και του έχει απολογηθεί προσωπικά. Τέλος, σύμφωνα με δήλωση του συνηγόρου του κατηγορουμένου, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, κατηγορούμενος και παραπονούμενος έχουν συμφιλιωθεί.
Η επιβολή ποινής αποτελεί ουσιώδες μέρος της ποινικής διαδικασίας, το μέγιστο εργαλείο στα χέρια του Δικαστηρίου για την προώθηση των αρχών του ποινικού δικαίου. Είναι πράγματι ένα πολύ δύσκολο και λεπτό καθήκον το οποίο θα πρέπει να ασκείται με τη μέγιστη προσοχή. Όταν το Δικαστήριο αποφασίζει για το είδος και το ύψος της ποινής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του μεγάλο αριθμό παραγόντων, οι οποίοι πολλές φορές συγκρούονται μεταξύ τους και θα πρέπει να ζυγίζει αυτούς με τέτοιο τρόπο που να καθιστά την ποινική διαδικασία κοινωνικά αποδεκτή διατηρώντας έτσι την πίστη του κοινού στον νόμο και στην απονομή της δικαιοσύνης. Είναι πρωτίστως μια διαδικασία η οποία εμπεριέχει την άσκηση διακριτικών εξουσιών η οποία δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται καθορισμένη (standardised) καθότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει ποτέ να είναι τυφλή στο μονοπάτι της [βλ. Sentencing in Cyprus, Γεώργιου Π. Πική 2nd edition, σελ. 2].
Τα αδικήματα που έχουν διαπραχθεί στην προκειμένη περίπτωση, είτε αυτά ήθελαν ιδωθούν χωριστά, είτε ως σύνολο, είναι αναμφίβολα από τη φύση τους σοβαρά, όπως άλλωστε επιμαρτυρείται από τις προβλεπόμενες στο Νόμο, αντίστοιχες, μέγιστες ποινές, οι οποίες υπενθυμίζουμε ότι συνιστούν τη «…βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή» [βλ. Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 63].
Από ανασκόπηση της σχετικής με τα αδικήματα, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, νομολογίας, το αδίκημα του άρθρου 228(α) του Κεφ. 154, είναι πολύ σοβαρό και δη πιο σοβαρό από το αδίκημα του άρθρου 231 του Κεφ.154. Οι επιπτώσεις στο θύμα μπορεί να είναι οι ίδιες, δηλαδή η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, όμως υπάρχει ειδοποιός διαφορά ως προς την πρόθεση του παραβάτη. Στην περίπτωση του άρθρου 231, η πρόκληση της βλάβης παραπέμπει σε ηθελημένη ενέργεια, αλλά δεν περιλαμβάνει πρόθεση του κατηγορούμενου να επιφέρει το αποτέλεσμα. Προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι και 7 χρόνια. Στην περίπτωση του άρθρου 228, υπάρχει σκοπός, δηλαδή πρόθεση πρόκλησης της βαριάς σωματικής βλάβης, που διαφοροποιεί άρδην τα δεδομένα. Σε αυτή την περίπτωση ο νομοθέτης προνόησε τη δια βίου φυλάκιση [βλ. σχετ. Achraf κ.ά. v. Δημοκρατίας Ποινικές Εφέσεις 156/2021 (Σχ. με 157/2021) ημερ. 15.4.2022].
Όπως εύστοχα διατυπώθηκαν και στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272 «Τα εγκλήματα βίας είναι εξ αντικειμένου σοβαρά και ανάλογη είναι η αντιμετώπιση των ενόχων τέτοιων αδικημάτων από τα δικαστήρια. Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Τόκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95, εκφράσαμε την αποδοκιμασία μας στη χρήση βίας εναντίον συνανθρώπων με τα πιο κάτω λόγια: "Η χρήση βίας κατά των συνανθρώπων συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης είτε ως μέσο εκδίκησης είτε ως μέσο τιμωρίας δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς." ». Επομένως, η χρήση βίας για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού, άλλου από αμυντικό σκοπό, είναι απαράδεκτη καθότι αψηφά τον αντικειμενικό σκοπό κάθε πολιτισμένης κοινωνίας, να έχει τη λογική ως το μέτρο των δικαιωμάτων των ατόμων και το όργανο με το οποίο να τα επιδιώκει.
Θα πρέπει δε να υποδειχθεί ότι γενικότερα τα αδικήματα που στρέφονται εναντίον προσώπων, βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε έξαρση, γεγονός που επισημάνθηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου [βλ. Φαναρτζής ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 43, Γενικός Εισαγγελέας ν. Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολόπουλου - Βασιλείου κ.α. (2007) 2 Α.Α.Δ. 84 και ]. Ειδικότερα, ως λέχθηκε στην Urgur ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ 189, τα «φαινόμενα βίας που συχνά παρατηρούνται τον τελευταίο καιρό σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. […] Προτού αυτά τα φαινόμενα προσλάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις και με ολέθριες συνέπειες, κάποιοι πρέπει να προβληματιστούν ώστε εγκαίρως και με τα κατάλληλα μέτρα να αντιμετωπιστεί όσο μπορεί πιο αποτελεσματικά η κατάσταση. Τα Δικαστήρια από τη δική τους πλευρά, οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι υποθέσεις αυτού του είδους να εκδικάζονται χωρίς καθυστέρηση και να επιβάλλονται στους δράστες αποτρεπτικές ποινές, στέλλοντας έτσι μήνυμα μηδενικής ανοχή». Επομένως, όπως αναφέρθηκε και στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 221/17, 15.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B428, τέτοιας φύσεως αδικήματα «τα οποία διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα και τα οποία ενέχουν το στοιχείο της αυθαιρεσίας, της αυτοδικίας και της βίαιης επιθετικότητας έναντι συνανθρώπου, η οποία συνιστά παράλληλα βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του, θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά και αποτρεπτικά, ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθεί έμπρακτη μεταμέλεια.» [βλ. επίσης Αστυνομία v. Μ.Ι. Μιχαήλ, Ποινική Έφεση Αρ. 78/2019, 15/10/2020]. Γενικότερα, ενέργειες άσκησης βίας με σκοπό την επικράτηση ή για λόγους εκδίκησης ή τιμωρίας, δεν γίνονται αποδεκτές από τον κοινωνία μας και θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά [βλ. Τόκκαλου (ανωτέρω)].
Στην υπόθεση Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, η οποία αφορούσε στο αδίκημα του αρ. 228(α) του Κεφ. 154, ως και η παρούσα, αναφέρθηκε ότι «η αποτροπή ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής έχει δύο παραμέτρους. Η μια έχει ως λόγο την αποτροπή του ιδίου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνιστάμενες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas «Principles of Sentencing», και δεύτερο, στην αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που βρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων, το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους».
Αδικήματα βίας, όπως αυτά που διέπραξε ο κατηγορούμενος, αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών ακόμη και σε άτομα λευκού ποινικού μητρώου για να δοθεί έμφαση στο στοιχείο της αποτρεπτικότητας. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Θ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ., Γεώργιος Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 463 και Γενικού Εισαγγελέα v. Μάστρου (2003) 2 Α.Α.Δ. 166. Και τούτο αναφέρεται απλά και μόνον για να καταδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο τα Δικαστήρια καλούνται να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους συμπεριφορές, ανεξάρτητα και μακριά από τον πρότερο βίο του κατηγορουμένου.
Προέχει, συνεπώς, η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, σε μια προσπάθεια αναχαίτισης της έξαρσης που παρατηρείται σε τέτοιας φύσεως αδικήματα, ώστε οι πολίτες να συνεχίσουν να απολαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το συνταγματικό κατοχυρωμένο δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας και αξιοπρέπειας.
Στο πλαίσιο άντλησης καθοδήγησης από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν, στο παρελθόν, αδικοπραγούντες των αδικημάτων της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, παραπέμπουμε στις πιο κάτω αποφάσεις στις οποίες και θα γίνει συνοπτική αναφορά. Σημειώνουμε βέβαια, προτού αναφερθούμε ξεχωριστά σε αυτές, ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν κατά καιρούς από τα Δικαστήρια, συναρτώνται με τη φύση της εκδηλωθείσας επίθεσης, τη σοβαρότητα και έκταση των κακώσεων του θύματος, τα κίνητρα του δράστη, τυχόν προσχεδιασμό και τις εν γένει συνθήκες διάπραξης του εγκλήματος [βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639, Σακαρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 272 και Πισκόπου (ανωτέρω) Αχτάρ (ανωτέρω) και Νικολάου ν. Αστυνομίας (2016) 2Α Α.Α.Δ. 268)].
Στην υπόθεση Πισκόπου (ανωτέρω), στον κατηγορούμενο, ηλικίας 48 ετών με λευκό ποινικό μητρώο, με απουσία προσχεδιασμού ή προμελέτης, και κατόπιν παραδοχής του αδικήματος αμέσως μετά τη διάπραξη του, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών, η οποία δεν κρίθηκε ως έκδηλα υπερβολική από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κρίνεται, φυσικά, σημαντικό να αναφερθεί ότι, συνεπεία του τραύματος από σουγιά στον λαιμό και στον μηρό του παραπονούμενου, τραυματίστηκε ο νωτιαίος μυελός του με αποτέλεσμα να προκληθεί σ’ αυτόν τετραπληγία.
Στην υπόθεση Χατζηπέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 468, στον κατηγορούμενο ο οποίος με μαχαίρι τραυμάτισε φρουρό ασφάλειας σε κέντρο αναψυχής όταν ο τελευταίος, κατόπιν οδηγιών του εργοδότη του, τον απέβαλε από το κέντρο, στη βάση της απουσίας οργάνωσης και σχεδιασμού, αλλά και της παραδοχής του, έστω και σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, καθώς επίσης και προγενέστερης της διάπραξης του αδικήματος κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3½ ετών, η οποία δεν κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως έκδηλα υπερβολική.
Στην υπόθεση Πέτρου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 800, στον κατηγορούμενο, ηλικίας 17 ετών, ο οποίος εντελώς απρόκλητα έπληξε επανειλημμένα με μαχαίρι τον παραπονούμενο καθ' ον χρόνο ο τελευταίος τον μετέφερε, ως πελάτη, στο ταξί του, προκαλώντας του τραύματα στον αριστερό αντιβραχίονα, στον αριστερό ώμο, στον αριστερό βραχίονα, στο ημιθωράκιο και στον τράχηλο, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών, η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση. Σημειώνεται, φυσικά, ότι η ηλικία του κατηγορούμενου αποτέλεσε σοβαρότατο μετριαστικό παράγοντα.
Στην Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 446, σε κατηγορία με βάση το άρθρο 228(α) του Κεφ. 154, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και 2 χρόνων σε κατηγορία με βάση το άρθρο 231 του Κεφ. 154, για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης που επιβλήθηκε στην κατηγορουμένη μετά από ακρόαση. Η εφεσείουσα επιτέθηκε στην παραπονουμένη προκαλώντας της τραύματα στο σώμα, στο πρόσωπο και στην κεφαλή, ανάμεσα στα οποία ήταν κτύπημα με βέλος ψαροτούφεκου, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο 12ο θωρακικό σπόνδυλο.
Στην υπόθεση Αχτάρ κ.α. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397, στους τρεις κατηγορουμένους, ηλικίας 56, 29 και 24 ετών, για αδικήματα, μεταξύ άλλων, και αυτού της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας της παρούσας υπόθεσης, με θύματα αστυνομικούς, όταν οι τελευταίοι, με πολιτική περιβολή, εισήλθαν νόμιμα στην οικία των κατηγορουμένων με σκοπό την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, το Ανώτατο Δικαστήριο, συνυπολογίζοντας και την απουσία οποιουδήποτε προσχεδιασμού, μείωσε τις ποινές που τους επιβλήθηκαν πρωτοδίκως, περιορίζοντάς τις, για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, σε φυλάκιση 1 έτους, 3 ετών και 2 ½ ετών, αντίστοιχα. Λήφθηκε υπόψη η απουσία προσχεδιασμού, τα προβλήματα υγείας τους και η ψυχολογική αναστάτωση τους.
Πρόσφατα, στη Δημοκρατία v. Λαζαρή Ποινική Έφεση 25/2021, ημερ. 8.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:D89, το Ανώτατο Δικαστήριο αύξησε την επιβληθείσα ποινή από 2 ½ σε 7 χρόνια, σημειώνοντας ότι το αδίκημα της εκ προθέσεως πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 228(α), δεν υστερεί από απόψεως σοβαρότητας από το αδίκημα της απόπειρας φόνου κατά παράβαση του άρθρου 214. Για αμφότερα, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου, η οποία, ως γνωστόν θα πρέπει να αποτελεί την αφετηρία για αναζήτηση της σωστής ποινής για τον εκάστοτε κατηγορούμενο. Εκεί που διαφέρουν τα αδικήματα είναι στην πρόθεση. Για το μεν αδίκημα της απόπειρας φόνου απαιτείται ειδική πρόθεση θανάτωσης, ενώ για το αδίκημα του άρθρου 228(α) ειδική πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης.
Είναι βέβαια γνωστό πως οι προηγούμενες – παρόμοιας φύσεως υποθέσεις- δεν προσδιορίζουν το ορθό μέτρο τιμωρίας σε κάθε μεταγενέστερη υπόθεση. Η αναφορά σε παρόμοιες υποθέσεις γίνεται για να υπάρχει, κατά το δυνατό, κοινή προσέγγιση στην αντιμετώπιση των παραβατών [βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123]. Όπως υποδεικνύεται στην απόφαση Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100 «… δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως των προηγούμενων αποφάσεων». Τούτο γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση, είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.
Των πιο πάνω λεχθέντων σημειώνουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μας διαφεύγει ότι, όπως αναδύεται από το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης αλλά και από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, τα αδικήματα που παραδέχθηκε ότι διέπραξε ο κατηγορούμενος αποτελούσαν στην ουσία ένα ενιαίο περιστατικό με τα εμπλεκόμενα μέρη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, να βρίσκονται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Ωστόσο, σημειώνουμε ότι ο κατηγορούμενος δεν περιορίστηκε στο να γρονθοκοπήσει τον παραπονούμενο στο πρόσωπο σταματώντας εκεί την όποια εγκληματική του συμπεριφορά, αλλά τράβηξε τον παραπονούμενο έξω από το αυτοκίνητο, συνέχισε να τον γρονθοκοπά και να τον κλωτσά στο πρόσωπο και στο σώμα, και όταν ο τελευταίος προσπάθησε να του ανακόψει την πορεία του, αφότου ο κατηγορούμενος του πήρε το όχημα του για να φύγει, τον παρέσυρε, οδηγώντας το όχημα πάνω από το χέρι του, με αποτέλεσμα να προκληθούν στον παραπονούμενο πολλαπλές εκδορές σε διάφορα σημεία του σώματος του, ήτοι στην πλάτη, θώρακα, πρόσωπο, άνω άκρα και γόνατα, κάταγμα αριστερού παράμεσου δακτύλου του χεριού καθώς επίσης και κάταγμα ρινός. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν προκάλεσε μεγαλύτερου βαθμού τραυματισμούς στον παραπονούμενο, θεωρούμε ότι δεν είναι τέτοιας μειωμένης σημασίας, ως ήθελε ο συνήγορος του, να το παρουσιάσει. Όπως αναφέρθηκε σχετικά στη Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) «το πόσο επικίνδυνη είναι μια ενέργεια δεν συναρτάται μόνο από το τελικό αποτέλεσμα, αλλά και από τα αντικειμενικά στοιχεία που την περιβάλλουν.». Εδώ ο κατηγορούμενος, χωρίς δισταγμό μετέτρεψε το όχημα του παραπονούμενου σε εργαλείο, το οποίο, θα μπορούσε, δυνητικά, να επιφέρει έως και το θάνατο του παραπονούμενου.
Επομένως, είμαστε της άποψης ότι η όλη συμπεριφορά του κατηγορούμενου συνιστά πράξη ωμής βίας. Ο κατηγορούμενος προέβη σε εγκληματικές πράξεις εναντίον του παραπονούμενου, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε συμπεριφορά από πλευράς του τελευταίου που να συνηγορεί έστω και σε ελάχιστο βαθμό, σε πρόκληση, σύμφωνα πάντοτε με την νομική έννοια του όρου. Ακόμα και στη περίπτωση που ο κατηγορούμενος βρισκόταν υπό το καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, ενόψει της πολύωρης αναμονής του παραπονούμενου στο σημείο – πάντα όμως για σκοπούς εξυπηρέτησης των αναγκών του ίδιου του κατηγορούμενου, χωρίς ο παραπονούμενος να φαίνεται ότι είχε συναινέσει περί τούτου- και πάλι δεν προκύπτει, έστω και στον ελάχιστο βαθμό, πρόκληση του κατηγορούμενου. Ο δε τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος ενήργησε, δημιουργεί, πασιφανώς, την ισχυρή πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε εκδικητικά εναντίον του παραπονούμενου, και τούτο γιατί ο τελευταίος προηγουμένως ειδοποίησε την αστυνομία για την κλοπή του οχήματος του, καταδεικνύοντας τον κατηγορούμενο ως ύποπτο.
Είναι επίσης πρόδηλο από τα γεγονότα της υπόθεσης, ότι ο κατηγορούμενος άνευ λόγου η νόμιμης αιτίας, παράνομα, και εσκεμμένα προκάλεσε ζημιά στο κινητό τηλέφωνο του παραπονούμενου.
Περιπλέον, τη δική τους σημασία διαδραματίζουν και οι άλλες πέντε (5) υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη στην υπό κρίση υπόθεση, για σκοπούς επιβολής ποινής στον κατηγορούμενο. Πρόκειται για εξίσου σοβαρά αδικήματα. Η υπόθεση 13230/2021 αφορά αδικήματα κατοχής, προμήθειας και χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ καθώς επίσης και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, αδικήματα τα οποία, δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε, από τη συχνότητα των υποθέσεων που επιλαμβανόμαστε, βρίσκονται σε έξαρση και πρέπει να αντιμετωπίζονται σοβαρά από τα Δικαστήρια [βλ. Berne v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 467, Sikaf v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 467, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538 και Ελ Χαπίρ Ναζίπ v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 6/14, ημερ. 21.11.2014]. Επίσης, ιδιαίτερα σοβαρό είναι και το αδίκημα της υπόθεσης 8885/2023, ήτοι της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς την άδεια από τον Επιθεωρητή Εκρηκτικών υλών αλλά και αυτό της κατοχής μαχαιριού [βλ. σχετικά Hassan Dourmoush v. The Police (1963) 1 C.L.R.39, Panayiotis Georghiou Alexandrou "Vrakas" "Patitoutsis" v. The Police (1966) 2 C.L.R. 77 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαράλαμπου Πέτρου (1993) 2 AAΔ.9] και επιθετικού όπλου, των υποθέσεων 9008/23 και 13756/23, αντίστοιχά. Σε έξαρση βρίσκονται και τα αδικήματα της κλοπής και κατοχής διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυκτός, αδικήματα τα οποία αφορούν την υπόθεση με αρ. μητρώου εγκλήματος (RCI) TAE Σ/515/2016 Λεμεσός [βλ. σχετικά Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47, Παναγίδη v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104, Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 77 και Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565].
Τα ανωτέρω, σε συνάρτηση με την έξαρση που παρουσιάζουν τα αδικήματα του είδους της παρούσας υπόθεσης, συνηγορούν υπέρ της επιβολής αυστηρής τιμωρίας που να ενέχει και το στοιχείο της αποτροπής.
Βεβαίως, παρά τη σοβαρότητα των πιο πάνω αδικημάτων της παρούσας υπόθεσης και την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τους, δεν μειώνεται σε καμία περίπτωση η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής, ούτως ώστε αυτή να αρμόζει στις προσωπικές συνθήκες του κάθε κατηγορούμενου. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής, δεν ατονεί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής [βλ. Φιλίππου .ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113]. Τονίζεται όμως ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας, ούτε του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος, τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα.
Κατ’ εφαρμογή λοιπόν της πιο πάνω Νομολογιακής αρχής, λαμβάνουμε υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, προς όφελος του κατηγορούμενου, τα πιο κάτω:
Την άμεση παραδοχή του κατηγορουμένου τόσον ενώπιον των ανακριτικών αρχών όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία δείχνει την μεταμέλεια του. Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, η παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή, καθ’ ότι αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με αποτέλεσμα να μην σπαταλιέται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων [βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28]. Μεταμέλεια επίσης δείχνει και το ότι ο κατηγορούμενος συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές.
Ότι κατηγορούμενος και παραπονούμενος, κατά τον επίδικο χρόνο, τελούσαν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Επίσης, ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός για τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων, καθώς επίσης και ότι δεν προκλήθηκαν στον παραπονούμενο ιδιαίτερα σοβαρές σωματικές βλάβες, αφήνοντας του, ουσιαστικά, κάποιο κατάλοιπο. Ωστόσο, ως και άνωθι αναφέρουμε, δεν μας διαφεύγει, πώς είναι μόνο από ευτυχείς συγκυρίες που δεν προκλήθηκαν στον παραπονούμενο, σοβαρότεροι τραυματισμοί. Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη την απολογία του κατηγορούμενου τόσο προς τον παραπονούμενο όσο και προς το Δικαστήριο καθώς επίσης και το γεγονός ότι μετά την επέλευση των επίδικων γεγονότων υπήρξε συμφιλίωση μεταξύ των μερών.
Δεόντως λαμβάνουμε επίσης υπόψη, τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του κατηγορούμενου ως αυτές περιγράφονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Ιδιαίτερη βαρύτητα προσδίδουμε στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος από νεαρή ηλικία ήταν ουσιοεξαρτημένος, χωρίς ιδιαίτερο υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, γεγονός το οποίο τον οδήγησε, από νωρίς, στη διάπραξη εγκληματικών πράξεων. Επίσης, δεν μας διαφεύγει ότι η απώλεια του πατέρα του, σε νεαρή ηλικία, τον στιγμάτισε, σε βαθμό που τούτο του δημιούργησε ψυχολογικά προβλήματα, για τα οποία τυγχάνει υποστήριξης από ειδικούς. Περιπλέον, ιδιαίτερη βαρύτητα προσδίδουμε και στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, ανά διαστήματα, προσπάθησε να απεξαρτηθεί από τη χρήση ουσιών με την εισδοχή του σε διάφορα προγράμματα απεξάρτησης, χωρίς, ωστόσο να κατορθώσει να τα ολοκληρώσει. Προς όφελος του λαμβάνουμε υπόψη και τις νέες προσπάθειες του μέσω του προγράμματος «Δανάη» στις Κεντρικές Φυλακές.
Όσον αφορά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στη παρούσα υπόθεση, βαρύνεται με σειρά προηγούμενων καταδικών, σημειώνουμε ότι τούτο δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο ως επιβαρυντικός παράγοντας, από την άλλη, όμως, αφαιρεί και αποστερεί από τον κατηγορούμενο τον ελαφρυντικό παράγοντα του λευκού ποινικού μητρώου. Σημειώνεται, βέβαια, ότι ο κατηγορούμενος, σχετικά πρόσφατα, ήτοι τον Ιούνιο του 2022, καταδικάστηκε, μεταξύ άλλων, και για αδικήματα που έχουν επίσης σχέση με την άσκηση βίας. Επίσης, στη παρούσα, λαμβάνονται υπόψη υποθέσεις των οποίων τα αδικήματα βρίσκονται, τα τελευταία χρόνια, σε έξαρση. Τούτα, λοιπόν, δείχνουν, χωρίς καμία αμφιβολία, την ασέβεια του κατηγορούμενου προς την έννομη τάξη αλλά και τη ροπή του προς εγκληματική συμπεριφορά, τα οποία, εν προκειμένω, περιορίζουν την δυνατότητα ένδειξης από το Δικαστηριο σχετικής επιείκειας στο πρόσωπο του.
Έχοντας λοιπόν συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μας, κρίνουμε πως η μόνη αρμόζουσα ποινή για τον κατηγορούμενο είναι αυτή της φυλάκισης. Η επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής θα ήταν ατελέσφορη και αναποτελεσματική και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα τόσο στον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και σε επίδοξους νέους παραβάτες.
Επομένως, επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο τις πιο κάτω ποινές:
Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκιση 5 ½ ετών.
Στην 2η κατηγορία ποινή φυλάκισης 5 ½ ετών
Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών.
Στην 4η κατηγορία, ποινή φυλάκισης 6 μηνών
Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης να συντρέχουν, μειώνονται δε κατά το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, ήτοι από τις 02.08.2023.
Κατά την επιβολή της ποινής, λήφθηκαν υπόψη οι ποινικές υποθέσεις με αρ. 13230/2021 του Ε.Δ. Λεμεσού, 8885/2023, 9008/2023 και 13756/2023 του Ε.Δ. Λευκωσίας και αρ. μητρώου εγκλήματος (RCI) TAE Σ/515/2016/Λεμεσός.
Τέλος, όσον αφορά το τεκμήριο της παρούσας υπόθεσης ήτοι, το κινητό τηλέφωνο, ιδιοκτησίας του παραπονούμενου, να του επιστραφεί. Όσον δε αφορά τα λοιπά τεκμήρια των υποθέσεων που λήφθηκαν υπόψη, αυτά να κατασχεθούν και να καταστραφούν.
(Υπ.) …………………………………………
Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………………
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………………
Π. Σαββίδης, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[[1]] βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Cham & άλλων (1993) 2 Α.Α.Δ 129, Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 382 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ 194. Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ 598, αναφορικά με το θέμα αυτό υπεδείχθη το εξής « […] παρατηρούμε ότι εκείνο το οποίο είπε ο Lord Goddard C.J. στην υπόθεση R. v. Batchelor, 36 Cr. Ap. Rep. στις σελ. 67-68, είναι ότι, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιόν του μόνο τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, αυτό έπραξε το Κακουργιοδικείο. Σύμφωνα και με το άρθρο 81 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155».
[[i]] 228. Όποιος, με σκοπό ακρωτηριασμού, παραμόρφωσης, πρόκλησης αναπηρίας ή βαριάς σωματικής βλάβης σε άλλο ή με σκοπό αντίστασης εναντίον της νόμιμης σύλληψης ή κράτησης οποιουδήποτε προσώπου ή αποτροπής αυτής - (α) με οποιοδήποτε μέσο τραυματίζει παράνομα ή προκαλεί βαριά σωματική βλάβη σε άλλο είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
[[ii]] 91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.
[[iii]] 324.-(1) Όποιος εσκεμμένα και παράνομα καταστρέφει ή προξενεί ζημιά σε περιουσία, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος, το οποίο εκτός αν προνοείται διαφορετικά είναι πλημμέλημα, αυτός αν δεν προβλέπεται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο