ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΡΡΟΥ, Αρ. Υπόθεσης: 14156/2023, 13/9/2024

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

                           Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

                           Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

                                                  

Αρ. Υπόθεσης:  14156/2023

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ν.

 

                                                               ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΑΡΡΟΥ

 

Κατηγορούμενος

 

13 Σεπτεμβρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Β. Μπίσσας

Για τον Κατηγορούμενο: κος Μ. Κιτρομηλίδης

 

Κατηγορούμενος παρών

 

---------------------------------------

 

Π Ο Ι Ν Η

 

Ο Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε τέσσερεις κατηγορίες και συγκεκριμένα στις κατηγορίες 1 και 2, οι οποίες αφορούν το αδίκημα του εμπρησμού, κατά παράβαση του άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, στην κατηγορία 4, η οποία αφορά το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και στην κατηγορία 5, η οποία αφορά το αδίκημα της κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

 

Α. Γεγονότα

 

Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων, όπως εκτέθηκαν από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής και έγιναν αποδεκτά από την Υπεράσπιση, είναι τα ακόλουθα:

 

Από τα μέσα Μαΐου 2023, ο παραπονούμενος ξεκίνησε να έχει διαφορές με τον Κατηγορούμενο για ασήμαντο χρηματικό ποσό. Έκτοτε ο Κατηγορούμενος σταμάτησε να έχει επικοινωνία με τον παραπονούμενο καθώς επίσης και να επισκέπτεται το σωματείο, το οποίο διαχειριζόταν ο παραπονούμενος.

 

   Στις 29.07.2023 και περί ώρα 18:30, ενώ ο παραπονούμενος βρισκόταν εντός του αυτοκινήτου του, τον πλησίασε ο Κατηγορούμενος, ο οποίος του ζήτησε να κατέβει από το αυτοκίνητο για να συζητήσουν. Ενώ ο παραπονούμενος και ο Κατηγορούμενος ξεκίνησαν να περπατούν, ο τελευταίος άρπαξε μία πέτρα και κατευθύνθηκε προς το μέρος του παραπονούμενου για να τον κτυπήσει. Ο παραπονούμενος, στην προσπάθεια του να αποφύγει τον Κατηγορούμενο, έπεσε στο έδαφος.

 

   Στις 08.08.2023 και ενώ εντός του προαναφερόμενου σωματείου δεν βρισκόταν κανένα πρόσωπο, ο Κατηγορούμενος εισήλθε εντός αυτού, σπάζοντας διάφορα αντικείμενα, περιλαμβανομένων δύο τηλεοράσεων, ενός μπιλιάρδου, μπουκάλες ποτών και ποτήρια, συνολικής αξίας €1.000. Η αναφερόμενη κακόβουλη ζημιά από τον Κατηγορούμενο, καταγράφηκε από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης.

 

   Στις 27.09.2023 και περί ώρα 12:30, λήφθηκε μήνυμα στον Αστυνομικό Σταθμό Λακατάμειας ότι είχε ξεσπάσει φωτιά στο προαναφερόμενο σωματείο. Μέλος της Αστυνομίας μετέβηκε στο εν λόγω σημείο για επιτόπιες εξετάσεις, όπου διαπίστωσε ότι πράγματι υπήρχε φωτιά. Από εξετάσεις που έγιναν στη σκηνή από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, διαπιστώθηκε ότι η φωτιά τέθηκε κακόβουλα με τη χρήση εύφλεκτης ύλης, με αποτέλεσμα να καεί ολοσχερώς μία μοτοσυκλέτα αξίας €3.500, ιδιοκτησίας του παραπονούμενου. Η εν λόγω μοτοσυκλέτα ήταν σταθμευμένη έξω από το σωματείο, ενώ προκλήθηκαν ζημιές και εξωτερικά του κτιρίου. Συγκεκριμένα προκλήθηκαν ζημιές σε ξύλινη πέργκολα, σε πολυθρόνες, καρέκλες, τραπέζια και καναπέδες που βρίσκονταν εξωτερικά της αυλής του κτιρίου, ως επίσης και στην οροφή αυτού. Επίσης, καταστράφηκε η βαφή στους τοίχους και στο ταβάνι, ενώ έσπασαν και οι υαλοπίνακες της πισινής δίφυλλης μεταλλικής πόρτας εισόδου και του πισινού παραθύρου. Από εξετάσεις που έγιναν, συλλέχθηκαν μαρτυρίες, οι οποίες θέτουν τον Κατηγορούμενο στη σκηνή του εμπρησμού, τόσο αμέσως πριν, όσο και αμέσως μετά την έκρηξη της φωτιάς. 

 

   Στις 28.09.2023 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, στην οποία μεταξύ άλλων, παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων της κοινής επίθεσης και της κακόβουλης ζημιάς. Αναφορικά με τις κατηγορίες του εμπρησμού στο σωματείο και τη μοτοσυκλέτα, ο Κατηγορούμενος, αρνήθηκε εμπλοκή, θέτοντας ωστόσο τον εαυτό του στη σκηνή.

 

Β. Προηγούμενες Καταδίκες

 

   Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, κος Μπίσσας, πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με τις εξής  προηγούμενες καταδίκες:

 

1.               Ποινική Υπόθεση Αρ. 742/2021, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία αφορούσε αδικήματα, κακόβουλης ζημιάς, εκβίασης, κοινής επίθεσης, κλοπής και απειλής, όπου του επιβλήθηκαν, στις 18.02.2021, ποινές φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 12 μηνών με τριετή αναστολή. Η ημερομηνία αποκατάστασης της εν λόγω καταδίκης είναι η 19.04.2025.  

 

2.               Ποινική Υπόθεση Αρ. 17550/2021, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία αφορούσε αδικήματα απειλής, ανυπακοής σε ένταλμα ή διαταγή Δικαστηρίου, κοινής επίθεσης, παράνομης εισόδου σε ξένη περιουσία, στην οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 μηνών σε έκαστη κατηγορία. Επίσης το Δικαστήριο διέταξε την ενεργοποίηση 6 μηνών της ποινής φυλάκισης που του είχε επιβληθεί στην Ποινική Υπόθεση 742/2021, ενόψει του ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 25.08.2021, δηλαδή εντός της περιόδου αναστολής της ποινής φυλάκισης που του είχε επιβληθεί στην Ποινική Υπόθεση 742/2021. Αποφυλακίστηκε στις 18.08.2022. Η ημερομηνία αποκατάστασης της καταδίκης αυτής είναι η 18.03.2025.

 

Γ. Αγόρευση προς Μετριασμό

 

   Στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής ο ευπαίδευτος συνήγορος Υπεράσπισης, κος Κιτρομηλίδης, αφού αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο Κατηγορούμενος και ειδικότερα του αδικήματος του εμπρησμού, που αφορούν οι κατηγορίες 1 και 2, εστίασε στο γεγονός ότι οι κατηγορίες αυτές είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα μίας και μόνο ενέργειας του Κατηγορούμενου, ήτοι της φωτιάς που έθεσε στη μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας του παραπονούμενου, η οποία επεκτάθηκε σε ξύλινη πέργκολα και έπιπλα που βρίσκονταν στην αυλή του κτιρίου, στο πίσω μέρος, όπου βρισκόταν και η μοτοσυκλέτα, με αποτέλεσμα, την πρόκληση ζημιών στο εξωτερικό και εσωτερικό μέρος του κτιρίου. Διευκρίνισε, στην προφορική του αγόρευση, ότι οι ουσιαστικές ζημιές προκλήθηκαν εξωτερικά του κτιρίου, ενώ εσωτερικά οι ζημιές προκλήθηκαν από τους καπνούς και μόνο. Περαιτέρω ο συνήγορος, απέδωσε την ενέργεια αυτή του Κατηγορούμενου, στον θυμό που αυτός αισθάνθηκε, όταν λίγες ημέρες πριν, είχε ενημερωθεί από γείτονες ότι, άτομα που φορούσαν μαύρα ρούχα και κουκούλες, γύρω στα μεσάνυχτα, χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού της μητέρας του, όπου διέμενε και ο Κατηγορούμενος, αναζητώντας τον για να τον κτυπήσουν.

 

Για τα αδικήματα της κακόβουλης ζημιάς και της κοινής επίθεσης, ο κος Κιτρομηλίδης, επικεντρώθηκε κυρίως στο γεγονός ότι, ο παραπονούμενος προέβηκε σε καταγγελία για τα περιστατικά που περιβάλλουν τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων, μετά τον εμπρησμό που έλαβε χώρα στις 27.09.2023. Σε κατάθεση που είχε δώσει στις 11.08.2023 στην Αστυνομία, είχε αναφέρει ότι ήθελε απλώς τα περιστατικά αυτά να καταγραφούν για μελλοντική χρήση, αναφέροντας περαιτέρω ότι γνωρίζει τον Κατηγορούμενο αρκετά χρόνια και ότι ο τελευταίος παρουσιάζει ψυχολογικά προβλήματα. Ο συνήγορος Υπεράσπισης αποδίδει τη διάπραξη των αδικημάτων στη διασάλευση των σχέσεων Κατηγορούμενου και παραπονούμενου. Ειδικότερα σε σχέση με τα αδικήματα του εμπρησμού και της κακόβουλης ζημιάς, προέβαλε περαιτέρω την ευαλωτότητα του στα εξωτερικά ερεθίσματα και προκλήσεις που δέχθηκε από τον παραπονούμενο, που είχαν ως αποτέλεσμα, λόγω της κακής ψυχικής του υγείας εξαιτίας της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, να αντιδράσει ως αντέδρασε. Ο κος Κιτρομηλίδης διευκρίνισε ότι η πρόκληση από πλευράς του παραπονούμενου συνίστατο στο γεγονός ότι σπρώχθηκαν μεταξύ τους κατά τον χρόνο που εκτυλίχθησαν τα γεγονότα που περιβάλουν το αδίκημα της κοινής επίθεσης, ενώ για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο σπίτι της μητέρας του από ομάδα κουκουλοφόρων, τα οποία ο Κατηγορούμενος θεώρησε ότι έγιναν από τον παραπονούμενο, με τη διευκρίνηση ότι η εμπλοκή του παραπονούμενου σε αυτά ήταν εικασία του Κατηγορούμενου, προέβαλε ουσιαστικά ότι οδήγησαν στην στιγμιαία αντίδραση του.    

 

Ως μετριαστικούς παράγοντες, τους οποίους παρακάλεσε να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, ο συνήγορος Υπεράσπισης επικαλέστηκε:

 

·   Τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, υιοθετώντας προς τούτο την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Απ’ αυτήν, αλλά και από τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του, προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος είναι σήμερα ηλικίας 33 ετών, άγαμος και συντηρείται οικονομικά από το επίδομα που λαμβάνει από το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα. Διαμένει με τη μητέρα του, ενώ ο πατέρας του απεβίωσε το 2014. Ο Κατηγορούμενος είναι το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Οι σχέσεις του με την μητέρα του και τα δύο αδέλφια του περιγράφονται καλές, σημειώνοντας ότι υπάρχει ανάμεσα τους αλληλοϋποστήριξη. Ο Κατηγορούμενος φοίτησε μέχρι την Α’ τάξη Γυμνασίου τόσο λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος, όσο και λόγω της οικονομικής ανάγκης για στήριξη της οικογένειας του , συνεπεία  του διαζυγίου των γονιών του. Εργάστηκε για 5 χρόνια στις οικοδομές. Το 2011 ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία και στη συνέχεια εργάστηκε για 2 χρόνια ως οδηγός. Σε ηλικία 17 ετών άρχισε τη χρήση ναρκωτικών. Το 2020 εντάχθηκε στο πρόγραμμα απεξάρτησης της Αγίας Σκέπης, χωρίς ωστόσο να το ολοκληρώσει. Σήμερα, δηλώνει πρόθυμος να ενταχθεί σε ανοιχτό πρόγραμμα απεξάρτησης. Σε συνάφεια με αυτό, ο κος Κιτρομηλίδης, ανέφερε περαιτέρω ότι ο Κατηγορούμενος είναι καθαρός από ναρκωτικές ουσίες τους τελευταίους 2 μήνες, λαμβάνοντας σχετική φαρμακευτική υποστήριξη εντός των Κεντρικών Φυλακών. Ωστόσο, έχει υποβάλει αίτηση στις Φυλακές για ένταξη του σε πρόγραμμα απεξάρτησης της Αγίας Σκέπης, παρά το γεγονός ότι σε προηγούμενη προσπάθεια του εγκατέλειψε το εν λόγω πρόγραμμα απεξάρτησης

 

·   Το νεαρό της ηλικίας του Κατηγορούμενου και τον εθισμό του στα ναρκωτικά. Η χρήση σκληρών ναρκωτικών από τον Κατηγορούμενο στο παρελθόν, ως ανέφερε και ο ίδιος, τον επηρέασε ψυχολογικά με αποτέλεσμα η ψυχική του υγεία να παρουσιάζει αστάθειες και να είναι προβληματική. Ειδικότερα, όταν βρίσκεται κάτω από έντονη συναισθηματική πίεση ή όταν χάσει τη ψυχραιμία του, δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του και τα νεύρα του, με αποτέλεσμα η αντίδραση του είναι απρόβλεπτη. Ο κος Κιτρομηλίδης, διευκρίνισε ότι κατά την περίοδο 2019 – 2020, ο Κατηγορούμενος νοσηλεύτηκε στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας, για ενάμιση μήνα δυνάμει σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου, το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια αίτησης που υπέβαλε η οικογένεια του. Σημείωσε δε ότι εντός των Κεντρικών Φυλακών του χορηγείται σχετική φαρμακευτική αγωγή για ψυχολογικούς σκοπούς.

 

·   Την πρόκληση την οποία δέχθηκε από τον παραπονούμενο, χωρίς αυτό να προβάλλεται ως δικαιολογία για τις πράξεις του. Ο κος Κιτρομηλίδης προέβαλε ότι η αντίδραση του Κατηγορούμενου ήταν αντίδραση της στιγμής, βασιζόμενη αποκλειστικά στην πρόκληση που δέχθηκε στο σπίτι της μητέρας του, από ομάδα κουκουλοφόρων,  κάτι το οποίο επιδείνωσε την όλη ψυχική του κατάσταση, αφού ένιωσε ότι δεν κινδύνευε μόνο ο ίδιος, αλλά και η μητέρα του. Διευκρίνισε ωστόσο ότι  ο Κατηγορούμενος δεν γνωρίζει εάν όντως ο παραπονούμενος έβαλε αυτά τα άτομα να προβούν στις εν λόγω ενέργειες ή αν μεταξύ αυτών ήταν και ο παραπονούμενος. Παραταύτα, ο ίδιος υπέθεσε ότι πίσω από το περιστατικό αυτό ήταν ο παραπονούμενος καθότι δεν είχε διαφορές με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

 

·   Σε σχέση με τις προηγούμενες καταδίκες, ο συνήγορος ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος δεν είναι εγκληματικό στοιχείο, επισημαίνοντας ότι αφορούσαν υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας και για εκείνες τις πράξεις του τιμωρήθηκε. Επισήμανε περαιτέρω ότι τα αδικήματα που αφορούν τις εν λόγω υποθέσεις συνέβησαν την περίοδο 2019 με 2021, όταν οι σχέσεις του Κατηγορούμενου με την οικογένεια του ήταν πολύ άσχημες, λόγω της κακής ψυχολογικής και ψυχικής κατάστασης της υγείας του.

 

Τέλος, αν και αναγνώρισε τη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, παρακάλεσε όπως ο Κατηγορούμενος κριθεί με κάθε δυνατή επιείκεια, στη βάση όλων όσων προαναφέρονται.

 

Δ. Νομική Πτυχή

 

Από πλευράς Δικαστηρίου, η πρώτη μας επισήμανση αφορά τη  σοβαρότητα των αδικημάτων που έχει διαπράξει ο Κατηγορούμενος. Η σοβαρότητα των αδικημάτων εμφαίνεται κατ’ αρχάς από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται στον Νόμο, η οποία με βάση και τη σχετική επί του θέματος νομολογία αποτελεί την αφετηρία για σκοπούς προσδιορισμού και επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής (βλ. Δημοκρατία v. Ομήρου, Ποιν. Έφ. 351/18, ημερ. 20.01.2020 και Δημοκρατία v. Hunganu. Ποιν. Εφ. 130/20, ημερ. 20.07.2021). Για το αδίκημα του εμπρησμού, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 14 χρόνια (κατηγορίες 1 και 2), ενώ για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 2 χρόνια ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €2.562 ή και οι δυο αυτές ποινές (κατηγορία 4) και για το αδίκημα της κοινής επίθεσης, προβλέπεται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τον 1 χρόνο ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €1.708 ή και οι δύο αυτές ποινές (κατηγορία 5).

 

Πέραν όμως της προβλεπόμενης ποινής, η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, με προεξάρχων βεβαίως το αδίκημα του εμπρησμού, προκύπτει και από τη φύση τους, λόγω των εγγενών κινδύνων και των ολέθριων συνεπειών που δυνατό να προκύψουν, τόσο σε περιουσίες όσο και στη ζωή ανυποψίαστων πολιτών.

 

Αυτή ακριβώς η σοβαρότητα του αδικήματος του εμπρησμού σκιαγραφήθηκε περιεκτικά από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 125, στην οποία  το Εφετείο ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα και  τα ακόλουθα:

 

«Το κοινό πρέπει να προστατευθεί από τέτοια εγκλήματα που προκαλούν ζημιά όχι μόνο στα θύματα τους, αλλά δημιουργούν και στους πολίτες αίσθημα ανασφάλειας και φόβο για την επικράτηση της παρανομίας. Δεν μπορεί τέτοιου είδους εγκλήματα να οργιάζουν και να μένουν ατιμώρητα».

 

Θα πρέπει δε να υποδειχθεί ότι η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος έγκειται επιπλέον στην ανησυχητικά διαχρονική έξαρση που η διάπραξη του παρουσιάζει, πράγμα που αποτέλεσε αντικείμενο σχολιασμού σε διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Μελανίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 309 λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα σχετικά:

 

   «Η διάπραξη του αδικήματος του εμπρησμού ευρίσκεται σε έξαρση τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν καθημερινά διαπράττονται τέτοια αδικήματα εμπρησμού ως μέσο επίτευξης παρανόμων στόχων. Η έξαρση αυτή στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιβάλλει στα Δικαστήρια την υποχρέωση επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε μια προσπάθεια περιορισμού της εγκληματικής δράσης των παρανόμων και για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών».

 

Επίσης στην Malkhaz Gaprindashvili v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 424, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Όπως πολύ σωστά παρατηρεί και το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, διαχρονικά παρατηρείται έξαρση στη διάπραξη της μορφής αυτής αδικημάτων. Συνακόλουθα των πιο πάνω είναι ότι η επιβολή αποτρεπτικών ποινών καθίσταται αναγκαία, ώστε ν’ ανακοπεί η έξαρση των εγκληματικών ενεργειών της φύσεως αυτής. Είναι κοινωνικά επιβεβλημένη η προσπάθεια αυτή των δικαστηρίων για αποτροπή μέσω της ποινής που αυτά επιβάλλουν. Πάντοτε βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι κάθε υπόθεση κρίνεται στα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και ανάλογα με αυτά θα πρέπει να είναι και η ποινή.»

 

Θεώρηση της νομολογίας για υποθέσεις που αφορούν το αδίκημα του εμπρησμού, καταδεικνύει την αυστηρή αντιμετώπιση αυτού του αδικήματος. Στο πλαίσιο  άντλησης καθοδήγησης, από τη νομολογία αναφορικά με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν, στο παρελθόν, αδικοπραγούντες του εν λόγω αδικήματος, παραπέμπουμε στις πιο κάτω αποφάσεις στις οποίες και θα γίνει συνοπτική αναφορά.

 

Στην Μελανίτης (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτοδίκως επιβληθείσα  ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών  που επιβλήθηκε, μετά από παραδοχή, στον Εφεσείοντα, ο οποίος βαρύνετο με τρεις προηγούμενες καταδίκες. Ο Εφεσείων είχε θέσει φωτιά σε σταθμευμένο όχημα επειδή ήταν μεθυσμένος και κάτω από συναισθηματική φόρτιση.

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο αντικατέστησε την ποινή τριετούς φυλάκισης που επιβλήθηκε πρωτοδίκως στον Κατηγορούμενο, μετά από παραδοχή με ποινή φυλάκισης 5 ετών. Ο Κατηγορούμενος ήταν λευκού ποινικού μητρώου, χρήστης ναρκωτικών και αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα.

 

Στην Gaprindashvili (ανωτέρω) επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 7 ετών, που επιβλήθηκε πρωτοδίκως στον Εφεσείοντα, μετά από ακρόαση, αν και κρίθηκε αυστηρή, δεν θεωρήθηκε έκδηλα υπερβολική.

  

   Στην Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 175/16, ημερ. 23.11.2018, για τον εμπρησμό ενός πρακτορείου στοιχημάτων επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών που επιβλήθηκε σε Κατηγορούμενο μετά τη διεξαγωγή ακρόασης. Ο Κατηγορούμενος βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες για όμοιο αδίκημα.

 

Τέλος, στην Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 2/2019, ημερομηνίας 15.02.2021, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την ποινή φυλάκισης των 6 ετών, που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα, μετά από παραδοχή, για τον εμπρησμό πλυντηρίου αυτοκινήτων. Στην επιβολή ποινής λήφθηκαν υπόψιν και άλλες εκκρεμείς υποθέσεις, οι οποίες αφορούσαν σε διαρρήξεις, κλοπές, κλεπταποδοχή, επίθεση εναντίον οργάνου της τάξης, μεταφορά κυνηγετικού όπλου χωρίς άδεια και κατοχή μικρής ποσότητας κάνναβης. Ο Εφεσείων βαρύνετο με 4 προηγούμενες καταδίκες.

Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι η αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με τις επιβληθείσες ποινές είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας, αλλά δεν αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού της ποινής, καθότι η ποινή, σε κάθε υπόθεση, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και τα δεδομένα του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.1) και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123). Δεν υπάρχουν όμοιες υποθέσεις για να υπάρχουν όμοιες ποινές. Στην Μαυρολουκά ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 30, τονίστηκε ωστόσο ότι η προηγηθείσα νομολογιακή προσέγγιση είναι χρήσιμη προς την κατεύθυνση ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και καθορισμού του γενικότερου πλαισίου της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιανδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα.

 

Δεσπόζουσα θέση σοβαρότητας κατέχει και το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς. H σοβαρότητα του αδικήματος αυτού, πέραν από την προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή, έγκειται στο γεγονός ότι στρέφεται εναντίον περιουσίας άλλων προσώπων. Με τη διάπραξη αυτού του αδικήματος πλήττεται ευθέως το δικαίωμα του κάθε ατόμου ως προς την απόλαυση και τον σεβασμό της περιουσίας του (βλ. Charitou ν. The Republic (1987) 2 C.L.R. 170).

 

Θεώρηση της νομολογίας για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, καταδεικνύει ότι, συνήθως η ποινή που επιβάλλεται είναι αυτή της φυλάκισης. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Χαρίτου v. Αστυνομίας (1987) 2 Α.Α.Δ. 170, Francis Kenneth Smith and another v. Αστυνομίας (1969) 2 Α.Α.Δ. 189 και Νικολάου v. Αστυνομίας (1982) 2 Α.Α.Δ. 156.

 

Εξίσου σοβαρό είναι και το αδίκημα της κοινής επίθεσης. Η άσκηση παράνομης βίας κατά των συνανθρώπων μας και κατ’ επέκταση η ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών έχει, διαχρονικά και σταθερά, τονιστεί από τη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95, αναφέρθηκαν τα  εξής:

 

«Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 7.1 του συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.»

 

Όλη η κοινωνία, αλλά και τα Δικαστήρια γίνονται, καθημερινώς, μάρτυρες υποθέσεων βίας. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως το μεγαλύτερο μέρος του δικαστικού χρόνου, καθημερινά, αναλώνεται σε τέτοιου είδους υποθέσεις, δηλαδή πάσης φύσεως βίας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Εξ ου και τα Δικαστήρια οφείλουν να αντιμετωπίζουν τέτοιες απαράδεκτες και επικίνδυνες συμπεριφορές με αυστηρότητα σε μια προσπάθεια αφενός να προστατεύσουν την κοινωνία από την ανεξέλεγκτη και παράνομη χρήση ωμής βίας και αφετέρου να στείλουν το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, στην παρούσα υπόθεση, θεωρούμε ότι προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα. Το στοιχείο της γενικής αποτροπής είναι έντονο και προκειμένου τα Δικαστήρια να επιτελέσουν το σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνία, αλλά και να στείλουν τα σωστά μηνύματα, οφείλουν να επιβάλλουν, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 74/2020, ημερ. 31.07.2020).

 

Κατόπιν των πιο πάνω, επιστρέφουμε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ειδικά στους παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση της ποινής που θα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο.

 

Για προσδιορισμό, λοιπόν, της ποινής, πρώτα και πάνω απ’ όλα λαμβάνουμε υπόψη αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ως προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές, που ως έχουμε προαναφέρει, αποτελούν και την αφετηρία από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο προς αναζήτηση της αρμόζουσας ποινής για τον Κατηγορούμενο που έχει ενώπιον του και αφετέρου την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τους. Έπειτα, έχοντας εξετάσει με πολλή προσοχή τα γεγονότα που περιστοιχίζουν τα επίδικα αδικήματα, λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, προχώρησε στη διάπραξη αδικημάτων τόσο κατά του παραπονούμενου όσο και κατά της περιουσίας αυτού, προκαλώντας υλικές ζημιές, σημαντικής αξίας. Η δε απόφαση του Κατηγορούμενου να θέσει φωτιά στη μοτοσυκλέτα του παραπονούμενου, η οποία βρισκόταν έξω από κτίριο επί του οποίου στεγάζεται το σωματείο όπου ο τελευταίος διαχειρίζεται, είναι ασφαλώς πράξη κατακριτέα και εκτός του πλαισίου μίας ευνομούμενης κοινωνίας. Το γεγονός ότι, τελικώς, η φωτιά επεκτάθηκε και στο κτίριο επί του οποίου στεγαζόταν το σωματείο που διαχειριζόταν ο παραπονούμενος, παρά τον αδιαμφισβήτητο  ισχυρισμό της Υπεράσπισης ότι στόχος του Κατηγορούμενου ήταν η μοτοσυκλέτα, επ' ουδενί λόγο μειώνει τη σοβαρότητα των έκνομων πράξεων του, η οποία καταδεικνύει, θα λέγαμε, την αδιαφορία που επέδειξε ο Κατηγορούμενος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αντιλαμβανόμαστε τη συναισθηματική κατάσταση του Κατηγορούμενου συνεπεία των γεγονότων που έλαβαν χώρα από κουκουλοφόρους στο σπίτι της μητέρας του, πλην όμως θεωρούμε πως εκδηλώθηκε με εντελώς λανθασμένο και απαράδεκτο τρόπο, εναντίον του παραπονούμενου εικάζοντας ότι πίσω από αυτό το περιστατικό ήταν ο παραπονούμενος. Ακόμα και αν αυτό ίσχυε, δεν είχε κανένα δικαίωμα να αυτοδικήσει.

 

Δεν μας διαφεύγει επίσης της προσοχής ότι περίπου δύο μήνες πριν τον εμπρησμό, ο Κατηγορούμενος επιτέθηκε στον παραπονούμενο, προσπαθώντας να τον κτυπήσει με πέτρα. Παρόλο που, ευτυχώς, τελικώς αποφεύχθηκε τούτο ένεκα της πτώσης του παραπονούμενου στο έδαφος, εντούτοις δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπόψη, επιβαρυντικά για τον Κατηγορούμενο, ότι η ενέργεια του ήταν άκρως επικίνδυνη, ένεκα των απρόβλεπτων συνεπειών που ελλόχευαν λόγω της χρήσης της πέτρας. Δέκα ημέρες μετά, ο Κατηγορούμενος προχώρησε σε  νέα εγκληματική συμπεριφορά, εισερχόμενος στο σωματείο που διαχειρίζεται ο παραπονούμενος σπάζοντας διάφορα αντικείμενα που υπήρχαν εντός αυτού, προκαλώντας ζημιές ανερχόμενες στο ποσό των €1.000.

 

Αυτό που αναδύεται από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, είναι πως ο Κατηγορούμενος σε μία χρονική περίοδο δύο μηνών επέδειξε απαράδεκτη εγκληματική συμπεριφορά έναντι του παραπονούμενου. Δεν παραγνωρίζουμε  ωστόσο, ότι από τις πράξεις του Κατηγορούμενου δεν τραυματίστηκε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, αλλά προκλήθηκαν μόνον υλικές ζημιές.

 

Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί, αναφορικά με την πρόκληση που επικαλέστηκε η Υπεράσπιση ως μετριαστικό παράγοντα, ότι η αξιόποινη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, που αφορά στο αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς και του εμπρησμού, αποδόθηκε στην πρόκληση που δέχθηκε από τον παραπονούμενο, η οποία αφορούσε το γεγονός ότι σπρώχθηκαν όταν έλαβαν χώρα τα γεγονότα της επίθεσης. Ενώ σε σχέση με το εμπρησμό επικαλέστηκε τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο σπίτι της μητέρας του Κατηγορούμενου από άγνωστα σε αυτόν πρόσωπα. Η έννοια της πρόκλησης περιγράφεται στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ.17, με αναφορά στην υπόθεση Duffy [1949] 1 All E.R.932, όπου αναφέρεται ότι πρόκληση είναι πράξη ή σειρά πράξεων τελουμένων από το «θύμα» προς τον κατηγορούμενο οι οποίες θα προκαλούσαν σε κάθε λογικό άνθρωπο, και στην πραγματικότητα προκαλούν στον κατηγορούμενο, ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου του, καθιστώντας τον σε τέτοιο βαθμό υποκείμενον στο πάθος ώστε στιγμιαία να μην είναι κύριος του μυαλού του (βλ. Σακαρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 272).

 

Η εισήγηση της Υπεράσπισης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους, αφού αδυνατούμε να δεχθούμε πως το γεγονός ότι σπρώχθηκαν κατά την επίθεση του ίδιου του Κατηγορούμενου προς τον παραπονούμενο, η οποία έλαβε χώρα 10 ημέρες πριν τη διάπραξη του αδικήματος της κακόβουλης ζημίας και 2 μήνες πριν τη διάπραξη του αδικήματος του εμπρησμού, ήταν τέτοια που θα προκαλούσε σε κάθε λογικό άνθρωπο, ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου του, καθιστώντας τον σε τέτοιο βαθμό υποκείμενον στο πάθος ώστε στιγμιαία να μην είναι κύριος του μυαλού του. Ούτε βεβαίως αποδεχόμαστε πως είχε αυτή την επίπτωση στον Κατηγορούμενο. Περαιτέρω, σημειώνουμε πως παρόλο που δεχόμαστε τη συναισθηματική αναστάτωση που προκλήθηκε στον Κατηγορούμενο ένεκα των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο σπίτι της μητέρας του 1 με 2 ημέρες πριν τον εμπρησμό, εντούτοις με δεδομένο ότι η ανάμιξη του παραπονούμενου σε αυτό το περιστατικό, στηριζόταν σε εικασία του Κατηγορούμενου, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι υπήρξε πρόκληση σχετιζόμενη με την αξιόποινη συμπεριφορά του, θέση την οποία υποστήριξε και η Κατηγορούσα Αρχή. Εν πάση περιπτώσει, η όλη εγκληματική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, δεν αφορούσε σε μία μεμονωμένη παράνομη συμπεριφορά, ώστε να θεωρηθεί ως στιγμιαία αντίδραση ως ο κος Κιτρομηλίδης υποστήριξε.

 

Δεν διαφεύγει ωστόσο της προσοχής μας το γεγονός, που δεν αμφισβητείται, ότι ο Κατηγορούμενος κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν χρόνια εξαρτημένος στα ναρκωτικά και αντιμετώπιζε προβλήματα ψυχικής υγείας ως επακόλουθο της χρόνιας χρήσης. Στα πλαίσια αυτά, λαμβάνουμε υπόψη τα όσα αναντίλεκτα έχει αναφέρει ο συνήγορος Υπεράσπισης για τις συνέπειες των ναρκωτικών, τα οποία ενέτειναν την ανικανότητα αυτοελέγχου, δείγματα της οποίας είναι η επαναλαμβανόμενη εγκληματική συμπεριφορά που επέδειξε ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση.

 

Παρά τη διαπιστωθείσα σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτρεπτική ποινή, υπάρχει πάντοτε και το καθήκον για εξατομίκευση της, ούτως ώστε αυτή να προσιδιάζει στις περιστάσεις της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου, το οποίο δεν ατονεί. Στα πλαίσια του καθήκοντος μας αυτού σημειώνουμε και συνεκτιμούμε τα ακόλουθα:

 

Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδουμε στην παραδοχή του Κατηγορουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου παρόλο που δεν ήταν άμεση. Έχει επανειλημμένα υποδειχθεί ότι η παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην αναλώνεται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση των υποθέσεων (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας, (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Επίσης εκλαμβάνουμε την παραδοχή του και ως ένδειξη της μεταμέλειας του, την οποία και λαμβάνουμε υπόψη.

 

Υπόψη μας λαμβάνουμε τα όσα αφορούν στις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του Κατηγορούμενου, όπως λεπτομερώς έχουν σκιαγραφηθεί ανωτέρω, περιλαμβανομένων βεβαίως και των όσων αφορούν στα προβλήματα της ψυχικής του υγείας. Ομοίως, υπόψη λαμβάνουμε την εξάρτηση του Κατηγορούμενου από ναρκωτικές ουσίες. Σε συνάφεια με αυτό λαμβάνουμε υπόψη προς όφελος του και την εκδηλωθείσα προθυμία  του να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, επικροτώντας με αυτό τον τρόπο την όποια προσπάθεια καταβάλει το τελευταίο χρονικό διάστημα ενόσω βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές και ευελπιστώντας ότι αυτή θα συνεχιστεί.

 

Τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, τα οποία είναι απότοκο ως φαίνεται της χρόνιας χρήσης ναρκωτικών, λαμβάνονται υπόψη αφού αποτελούν μετριαστικό παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, διευκρινίζοντας βεβαίως ότι ο παράγοντας αυτός είναι ήσσονος σημασίας. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Γιαννάκη Δημητρίου Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 382, «Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σε σοβαρά όμως αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής ποινής, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.

 

Σε σχέση με την ηλικία του Kατηγορουμένου, δεν παραγνωρίζουμε καθόλου ότι είναι 33 ετών και πως σε ποινικές υποθέσεις άτομα πλησίον αυτής της ηλικίας έχουν αντιμετωπιστεί ως σχετικά νεαρής ηλικίας.  Οφείλουμε όμως από την άλλη να επαναλάβουμε ότι παρότι η ηλικία λαμβάνεται υπόψιν εντούτοις δεν αφήνεται να εξουδετερώσει την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας. Σημειώνουμε βέβαια ότι το νεαρό της ηλικίας ενός παραβάτη αποτελεί, σύμφωνα με την νομολογία, παράμετρο, που το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του στην επιμέτρηση της ποινής. Σε άτομα νεαρής ηλικίας πρέπει να δίδεται έμφαση στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία (βλ. Sentencing in Cyprus, σελ. 88). Η νομολογία δεν καθορίζει όριο ηλικίας για κατάταξη ατόμου ως νεαρού. Αυτό πιθανόν να οφείλεται, στο γεγονός, ότι, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, εκτός της ηλικίας, που μπορούν να καθορίσουν το ζήτημα. Όπως είναι, για παράδειγμα, οι, ανεξαρτήτως ηλικίας, εμπειρίες ενός ατόμου της ζωής (βλ. Sentencing in Cyprus, σελ. 89[[1]]). Το βέβαιο είναι, ότι, όσο μεγαλώνει κάποιος ηλικιακά, η σημασία του νεαρού της ηλικίας, ως μετριαστικού παράγοντα, μειώνεται (βλ. Akkarkili v R (1987) 2 CLR 125 και Chanine v R (1987) 2 CLR 183). Εν προκειμένω, έχουμε την άποψη ότι, ένα πρόσωπο ηλικίας 33 ετών πρέπει να έχει αντίληψη της σοβαρότητας και των συνεπειών που συνεπάγεται η διάπραξη της φύσης των αδικημάτων που διέπραξε.

 

Τέλος, σε ότι αφορά τις προηγούμενες καταδίκες, καταρχάς επισημαίνουμε ότι δεν αποτελούν επιβαρυντικό στοιχείο και  ουδόλως θα επενεργήσουν ως τέτοιο. Την ίδια ώρα όμως αποτελούν ένδειξη της στάσης του Κατηγορούμενου στους Νόμους του κράτους και του αποστερούν το δικαίωμα να έχει απαίτηση επιείκειας, όπως θα δικαιούτο να έχει άτομο καθαρού ποινικού μητρώου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος v. Aστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Τσιάκκα κ.α. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282). Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός επίσης ότι οι προηγούμενες καταδίκες του Κατηγορούμενου αφορούν σε αδικήματα μεταξύ άλλων κακόβουλης ζημιάς και κοινής επίθεσης, δεικνύοντας ροπή του ιδίου προς τέτοιας φύσεως αδικημάτων. Υπό αυτά τα δεδομένα θεωρούμε πως δικαιολογούν τη σε κάποιο βαθμό μείωση της επιείκειας που θα μπορούσε να επιδειχθεί στον Κατηγορούμενο, λόγω και της ροπής που έχουμε προαναφέρει.

 

Συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων σε συνάρτηση με τις προβλεπόμενες ποινές και αφετέρου όλες τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του Κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με όλους τους παράγοντες που έχουμε αναπτύξει πιο πάνω, μη παραγνωρίζοντας την ανάγκη για αποτροπή, κρίνουμε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Ως εκ τούτου κρίνουμε κατάλληλες και επιβάλλουμε τις εξής ποινές:

 

Στις κατηγορίες 1 και 2 ποινή φυλάκισης 4 ½ ετών σε κάθε κατηγορία.

Στην κατηγορία 4 ποινή φυλάκισης 8 μηνών.

Στην κατηγορία 5 ποινή φυλάκισης 2 μηνών.

 

Μας έχει απασχολήσει το κατά πόσον οι επιβληθείσες ποινές ή κάποιες εξ αυτών, θα πρέπει να είναι συντρέχουσες ή διαδοχικές, πλην όμως έχοντας υπόψη τη σχετική νομολογία (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά, Ποιν. Εφ. Αρ. 136/2017 και 132/2017, ημερ. 26.06.2019) και την αρχή ότι κατά γενικό κανόνα δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας καταλήγουμε, με κάποιο δισταγμό, στο ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου παρά την έκταση που καταλαμβάνει χρονικά, εντούτοις δεν είναι τέτοια που να μην μπορεί να ενταχθεί στην έννοια της ενιαίας συμπεριφοράς. Τα αδικήματα των κατηγοριών 2, 4 και 5 στρέφονται εναντίον του ίδιου προσώπου, τα δε αδικήματα των κατηγοριών 1 και 2 ήταν αποτέλεσμα μίας αξιόποινης πράξης του Κατηγορούμενου και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το ύψος των ποινών που έχουν επιβληθεί για τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 2, κρίνουμε ότι η συνολική ποινή που θα κληθεί να εκτίσει είναι ικανοποιητική κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται η επιβολή διαδοχικών ποινών. Ως εκ τούτου όλες οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, οι επιβληθείσες ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος τελούσε σε προφυλάκιση, (ήτοι από τις 04.10.2023).

 

 

(Υπ.)      …………………………………………

  Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

 

 

 

(Υπ.)      …………………………………………

Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

 

 

 

(Υπ.)      …………………………………………

Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] There is no authority establishing the age limit of individuals qualifying as young persons; probably because considerations other than the number of years enter into equation, such as a person’s experience in life.’


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο