ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
Π. Σαββίδης, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 14043/2023
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
1. RAEED ALBASET
2. L.K
3. S.H.
Κατηγορούμενοι
27 Ιουνίου, 2024.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Β. Μπίσσας
Για τον Κατηγορούμενο 1: κα Χλ. Κωνσταντίνου
Κατηγορούμενος 1 παρών
_________________________________
Π Ο Ι Ν Η
Στην παρούσα υπόθεση, ο Κατηγορούμενος 1 (στο εξής «ο Κατηγορούμενος») κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε πέντε (5) κατηγορίες, οι οποίες αφορούν τα ακόλουθα αδικήματα:
Ø Συνωμοσία προς διάπραξη του κακουργήματος της διάρρηξης και κλοπής, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (1η κατηγορία).
Ø Διάρρηξη κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη του κακουργήματος της κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 20, 21, 291 και 292 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (2η κατηγορία).
Ø Απόπειρα ληστείας, κατά παράβαση των άρθρων 20, 21 και 284 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (3η κατηγορία).
Ø Επίθεση με σκοπό ματαίωση της νόμιμης σύλληψης, κατά παράβαση των άρθρων 20 και 244 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (4η κατηγορία).
Ø Επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των άρθρων 20 και 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (5η κατηγορία).
Παρενθετικά, σημειώνουμε ότι εναντίον των Κατηγορουμένων 2 και 3, οι κατηγορίες 1, 2 και 3, τις οποίες αντιμετώπιζαν από κοινού με τον Κατηγορούμενο, αναστάληκαν και αυτοί απαλλάγηκαν από τις εν λόγω κατηγορίες στις 11.04.2024, μετά από απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, για διακοπή της ποινικής δίωξης εναντίον τους, «λόγω έλλειψης μαρτυρίας στο επίπεδο που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις».
Γεγονότα
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, ως τούτα προκύπτουν από το περιεχόμενο του Εγγράφου 1, στις 31.08.2023 και περί ώρα 18:00, η S.D.C. (στο εξής η «παραπονούμενη») βρισκόταν στον εξωτερικό χώρο της οικίας του H.C., στο Γέρι, στην οποία εργαζόταν ως οικιακή βοηθός. Συγκεκριμένα, βρισκόταν έξω από τον περιφραγμένο χώρο της εν λόγω οικίας. Ο Κατηγορούμενος, μαζί με άλλα πρόσωπα, αφού στάθμευσαν το όχημα στο οποίο επέβαιναν, έξω από την εν λόγω οικία, κατέβηκαν από αυτό φορώντας μαύρα ρούχα, γάντια και κουκούλες στα πρόσωπα τους. Η παραπονούμενη, όταν αντιλήφθηκε την παρουσία των εν λόγω προσώπων, έτρεξε να εισέλθει εντός του περιφραγμένου χώρου και ενώ προσπαθούσε να κλείσει και να κλειδώσει το κάγκελο, ο Κατηγορούμενος, μαζί με τα άλλα πρόσωπα, πρόλαβαν και έσπρωξαν το κάγκελο, εισήλθαν εντός του περιφραγμένου χώρου της οικίας και άρπαξαν την παραπονούμενη. Η παραπονούμενη φώναζε συνέχεια προς βοήθεια και ο Κατηγορούμενος, της έκλεισε το στόμα, με κολλητική ταινία, ενώ άλλα δύο πρόσωπα την κρατούσαν στο έδαφος. Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος μαζί με τα άλλα πρόσωπα, έσυραν την παραπονούμενη στο γκαράζ και εκεί της έδεσαν τα χέρια με κολλητική ταινία και της έβαλαν ξανά κολλητική ταινία στο στόμα. Στη συνέχεια, την τράβηξαν μέσα στο σπίτι προκαλώντας της τραύματα, ανοίγοντας την πόρτα της κουζίνας, η οποία εκείνη τη στιγμή ήταν κλειστή.
Ο Κατηγορούμενος μαζί με τα άλλα πρόσωπα εντόπισαν το κλειδί του οχήματος μάρκας Range Rover, το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο στο γκαράζ της οικίας, ιδιοκτησίας του H.C.. Σε μεταγενέστερο στάδιο, τα κλειδιά του εν λόγω οχήματος το οποίο βρέθηκε σταθμευμένο στον εν λόγω χώρο στάθμευσης, εντοπίστηκαν από την Αστυνομία, εκτεθειμένα στο μπροστινό καπό του.
Κατά την εξέλιξη των προαναφερόμενων γεγονότων, ο Αστ. [ ] Μ.Χ. (στο εξής ο «παραπονούμενος»), ο οποίος βρισκόταν εκτός υπηρεσίας και ο οποίος διαμένει πλησίον της οικίας όπου διαπράχθηκαν τα αδικήματα, ενημερώθηκε από την ανήλικη κόρη του ότι είδε όχημα να βρίσκεται σταθμευμένο έξω από την προαναφερόμενη οικία και από μέσα κατέβηκαν ο Κατηγορούμενος με άλλα πρόσωπα. Αμέσως, ο παραπονούμενος εξήλθε της οικίας του και κατευθύνθηκε προς την οικία όπου βρισκόταν η παραπονούμενη, όπου και άκουσε θορύβους σαν μουγκρητά. Ο παραπονούμενος κάλεσε αμέσως την αστυνομία προς ενίσχυση του και παρέμεινε εξωτερικά της οικίας προς επίβλεψη της. Ενώ ο παραπονούμενος ανέμενε τις ενισχύσεις, είδε τέσσερα πρόσωπα, εκ των οποίων, ως διαφάνηκε στη συνέχεια ένας ήταν ο Κατηγορούμενος, τα οποία είχαν καλυμμένα τα πρόσωπα τους, να πηδούν από την οικία και να τρέχουν. Αμέσως τους φώναξε «Αστυνομία σταμάτα», αλλά τα εν λόγω πρόσωπα συνέχισαν να τρέχουν. Ο παραπονούμενος τους ακολούθησε τρέχοντας, ενώ ταυτόχρονα ενημέρωνε την Αστυνομία για την κατεύθυνση που ακολουθούσαν τα πρόσωπα αυτά. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, τα εν λόγω πρόσωπα χωρίστηκαν σε ομάδες των δύο, και ο παραπονούμενος ακολούθησε τον Κατηγορούμενο, που έτρεχε μαζί με άλλο ένα πρόσωπο.
Ο Κατηγορούμενος, μόλις αντιλήφθηκε ότι τον πλησίασε ο παραπονούμενος, ανέσυρε μαχαίρι, τύπου σουγιά και το πρόταξε απειλητικά προς αυτόν. Μόλις ο παραπονούμενος αντιλήφθηκε την πιο πάνω κίνηση, φώναξε στον Κατηγορούμενο «Αστυνομία σταμάτα» και «Police Stop», χωρίς όμως αυτός να ανταποκρίνεται και να ξεκινά να τρέχει ξανά. Ο παραπονούμενος τον ακολούθησε και χρησιμοποιώντας την ανάλογη βία, κατάφερε να τον αφοπλίσει, με αποτέλεσμα να χάσουν και οι δύο την ισορροπία τους και να πέσουν στο έδαφος, με τον Κατηγορούμενο να προσπαθεί να αποφύγει τον παραπονούμενο, χτυπώντας τον σε διάφορα μέρη του σώματος του. Ταυτόχρονα, άλλοι αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο και περιόρισαν τον Κατηγορούμενο. Αμέσως, ενημέρωσαν τον Κατηγορούμενο για τα αυτόφωρα αδικήματα τα οποία διέπραξε και αυτός απάντησε «Πρώτη φορά το κάνω» στην Ελληνική γλώσσα, την οποία έδειξε να αντιλαμβάνεται και να ομιλεί πολύ καλά.
Στον Κατηγορούμενο διενεργήθηκε σωματική έρευνα στο μέρος όπου συνελήφθηκε και παραλήφθηκαν από αυτόν ένα μαχαίρι τύπου σουγιά χρώματος πορτοκαλί με μυτερή άκρη, μία ρούχινη κουκούλα προσώπου, χρώματος μαύρου καθώς επίσης ένα τσαντάκι, χρώματος μπλε αργυρό, μάρκας sofar, το οποίο ο Κατηγορούμενος έφερε χιαστί στο σώμα του, εντός του οποίου εντοπίστηκαν μία κολλητική ταινία, χρώματος αργυρού γκρίζου, η οποία προσομοιάζει τόσο στο χρώμα όσο και στον τύπο της κολλητικής ταινίας που χρησιμοποιήθηκε για να φιμωθεί η παραπονούμενη, ένα κινητό τηλέφωνο και ένα ζευγάρι γάντια βινυλίου χρώματος μαύρο.
Ο Κατηγορούμενος ανακρίθηκε τόσο προφορικά όσο και γραπτώς και έδωσε τους δικούς του ισχυρισμούς, παραδεχόμενος τη διάπραξη των αδικημάτων της 1ης, 2ης και 3ης κατηγορίας.
Στην παραπονούμενη έγινε ιατροδικαστική εξέταση την ίδια ημέρα και εντοπίστηκε ερυθρότητα στην καρπιαία και γλουτιαία χώρα, πολλαπλές παλαιές εκχυμώσεις σε διάφορα μέρη του σώματος της καθώς και εκδορά εντριβής στο αριστερό γόνατο.
Στον παραπονούμενο, κατόπιν ιατρικής εξέτασης που έτυχε στις Πρώτες Βοήθειες την ίδια ημέρα, εντοπίστηκαν πολλαπλές εκδορές στις κνήμες, μικρή εκδορά στον αντιβραχίονα δεξιά και αιμάτωμα πάνω από το δεξί γόνατο.
Προηγούμενη Καταδίκη
Εν σχέσει με το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη στην Υπόθεση Αρ. 11242/21 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (βλ. Έγγραφο Γ). Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε το αδίκημα πράξεων που σκοπεύουν στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Στις 15.04.2022 επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο, ποινή φυλάκισης 3 χρόνων και διατάχθηκε όπως ο χρόνος έκτισης της ποινής υπολογιστεί από τις 29.07.2021. Στις 20.03.2023 δόθηκε στον Κατηγορούμενο προεδρική χάρη, με αναστολή της ποινής για περίοδο 3 χρόνων, αφού εξέτισε μέρος της ποινής που του επιβλήθηκε και υπό τον όρο ότι εάν οποτεδήποτε πριν από την αποφυλάκιση, ή πριν την πάροδο της περιόδου αναστολής, διαπράξει νέο αδίκημα και καταδικαστεί γι’ αυτό, είτε μετά τη λήξη της περιόδου των 3 χρόνων, σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα ποινή, θα ενεργοποιηθεί αυτόματα με τρόπο ώστε μετά την έκτιση της οποιασδήποτε τέτοιας νέας ποινής, ο Κατηγορούμενος να εκτίσει στη συνέχεια το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής (βλ. Έγγραφο Β). Ο χρόνος της εναπομείνασας ποινής που έχει να εκτίσει ο Κατηγορούμενος καθορίστηκε σε 202 ημέρες. Τελεί δε υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης από τις 15.09.2023.
Αγόρευση προς Μετριασμό της Ποινής
Η ευπαίδευτη συνήγορος του Κατηγορουμένου, κάνοντας αρχή από τις προσωπικές περιστάσεις του, ανέφερε ότι κατάγεται από τη Συρία, είναι ηλικίας 24 ετών και στην ηλικία των 10 ετών βίωσε τη βία του πολέμου που ξέσπασε στη χώρα του, αποστερώντας από τον Κατηγορούμενο να μεγαλώσει με την παιδικότητα που άρμοζε για την ηλικία του, ακούγοντας καθημερινά για άτομα που έχαναν τη ζωή τους. Ο θάνατος 240 ανθρώπων σε διάστημα 24ων ωρών σε γειτονικό χωριό από την περιοχή στην οποία διέμενε, ήταν ο λόγος που ώθησε αυτόν να εγκαταλείψει τη χώρα του, αφού ήταν σε κίνδυνο και η δική του ζωή. Το 2019, αποφάσισε να έρθει στην Κύπρο, λόγω του ότι εδώ έμεναν από το 2000 τα δύο από τα έξι αδέλφια του. Ερχόμενος στην Κύπρο, άρχισε να εργάζεται στις οικοδομές, αποποιούμενος ουσιαστικά του δικαιώματος του να λαμβάνει επίδομα ως πρόσφυγας, έχοντας όνειρο να δημιουργήσει τη δική του εργασία.
Περαιτέρω, η συνήγορος Υπεράσπισης, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι κατά τη χρονική περίοδο που ο Κατηγορούμενος εξέτιε την ποινή φυλάκισης, η οποία του είχε επιβληθεί στα πλαίσια της Υπόθεσης Αρ. 11242/21 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, νοσηλεύτηκε δύο φορές στο ψυχιατρείο Αθαλάσσας. Σε συνάφεια με τα ανωτέρω, παρουσίασε επιστολή Ψυχιάτρου των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Τμήματος Φυλακών (βλ. Έγγραφο Δ), σύμφωνα με την οποία ο Κατηγορούμενος παρακολουθείται λόγω προηγούμενων επεισοδίων ψυχωτικής συμπτωματολογίας και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.
Όσον δε αφορά τις προσωπικές και/ή άλλες περιστάσεις του Κατηγορούμενου, η συνήγορος Υπεράσπισης υιοθέτησε περαιτέρω και το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε για αυτόν, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης. Από αυτήν, πέραν όσων ανέφερε στην αγόρευση της η συνήγορος Υπεράσπισης, προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος είναι άγαμος και άτεκνος. Προέρχεται από πολυμελή οικογένεια. Οι γονείς του διαμένουν στη Συρία. Σε ηλικία 18 ετών διέκοψε τη φοίτηση του στο σχολείο και μετέβηκε στο Λίβανο για σκοπούς εργασίας. Ως εκ τούτου, δεν εξέτισε τη στρατιωτική του θητεία στη χώρα του. Ερχόμενος στην Κύπρο, όπου διέμεναν ήδη τα δύο του αδέλφια, υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση πολιτικού ασύλου και άρχισε να εργάζεται με τα αδέλφια του στις οικοδομές. Την περίοδο Ιουλίου 2021 με Μαΐου 2023 εξέτισε ποινή φυλάκισης. Μετά την αποφυλάκιση του, δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση εργασίας και συντηρείτο από τα αδέλφια του. Λόγω της ευαλωτότητας της κατάστασης του, στην παρούσα φάση, κρατείται σε ειδική πτέρυγα και παρακολουθείται συστηματικά από επαγγελματίες ψυχικής υγείας και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.
Περαιτέρω, η συνήγορος Υπεράσπισης, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη την παραδοχή του Κατηγορούμενου ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και τη συνεργασία του σε κάποιο βαθμό με τις αστυνομικές αρχές, η οποία συνίστατο στην εξιστόρηση κάποιων γεγονότων σε σχέση με το πώς διαπράχθηκε το αδίκημα, ως αυτά εμφαίνονται στο ημερολόγιο ενεργείας (Έγγραφο Ε), από τα οποία, ήταν η θέση της ότι φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Κατηγορούμενος κλήθηκε από κάποια άγνωστα του άτομα, να μεταβεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο για να διαπράξει μία δουλειά, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε προσχεδιασμός και επισημαίνοντας ότι δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός της ληστείας.
Επιπλέον, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι δεν βρέθηκαν τα υπόλοιπα άτομα που πήγαν μαζί με τον Κατηγορούμενο και διέπραξαν τα αδικήματα, επισημαίνοντας το αίσθημα αδικίας το οποίο αισθάνεται ο Κατηγορούμενος. Μετριαστικά κλήθηκε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη και το γεγονός ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρχαν άλλοι δύο κατηγορούμενοι, για τους οποίους όμως αναστάληκε η ποινική δίωξη. Στη βάση όλων των πιο πάνω, η συνήγορος Υπεράσπισης κάλεσε το Δικαστήριο να δείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια προς τον Κατηγορούμενο, εκφράζοντας την απολογία του.
Νομική Πτυχή
Τα αδικήματα τα οποία παραδέχθηκε ο Κατηγορούμενος είναι αναντίλεκτα σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται, πρωτίστως, από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από τον Νομοθέτη, μέσα από το ανώτατο όριο ποινής που προνοείται για κάθε αδίκημα και αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, συνεκτιμώντας το με τα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/2021, ημερ.08.03.2022), ECLI:CY:AD:2022:D89. Στα πλαίσια αυτά σημειώνουμε ότι για τα αδικήματα, συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος (1η κατηγορία) και διάρρηξης κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος (2η κατηγορία), προβλέπεται ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών. Για το αδίκημα της απόπειρας ληστείας, (3η κατηγορία) προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι επτά (7) ετών, ενώ η προβλεπόμενη ποινή αυξάνεται σε φυλάκιση διά βίου όταν, μεταξύ άλλων, ο υπαίτιος είναι οπλισμένος με επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή όργανο ή αν κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά τον χρόνο της επίθεσης, τραυματίσει, κτυπήσει, πλήξει ή χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε άλλη μορφή σωματικής βίας εναντίον άλλου. Δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Κατηγορούμενος, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, κατά τον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, επιτέθηκε, μαζί με άλλα πρόσωπα, εναντίον της παραπονούμενης, και κατά τον χρόνο της επίθεσης με τη χρήση κολλητικής ταινίας της έκλεισε το στόμα και της έδεσε τα χέρια, προκαλώντας της τραύματα, είναι προφανές ότι η προβλεπόμενη ποινή που τυγχάνει εφαρμογής για την εν λόγω κατηγορία, είναι η δια βίου φυλάκιση. Για το αδίκημα της επίθεσης με σκοπό την ματαίωση νόμιμης σύλληψης (4η κατηγορία) προβλέπεται ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και για το αδίκημα της επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης (5η κατηγορία) προβλέπεται ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών.
Υποδεικνύουμε ότι με βάση τη σχετική νομολογία, οι προβλεπόμενες στον Νόμο ποινές συνιστούν τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο την επιμέτρηση της ποινής που θα επιβάλει, με στόχο την εξεύρεση των κατάλληλων ποινών σε κάθε περίπτωση (βλ. Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632).
Η σοβαρότητα όμως των αδικημάτων που διέπραξε ο Κατηγορούμενος διαφαίνεται αναμφίβολα και από την ίδια τη φύση τους. Αρχίζοντας από το αδίκημα της απόπειρας ληστείας, πέραν της εγγενούς σοβαρότητας του, επισημαίνουμε ότι, ως προκύπτει μέσα από τη νομολογία που πραγματεύεται το αδίκημα της ληστείας, πρόκειται για ένα αποτρόπαιο έγκλημα που προκαλεί κυρίως αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες. Παράλληλα, δημιουργεί ανησυχία, αγωνία και προβληματισμό στην κυπριακή κοινωνία, αφού προσλαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις. Είναι αδίκημα, το οποίο ενέχει στοιχεία επικινδυνότητας και βλάβης στο θύμα. Η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος έγκειται στο ότι στρέφεται τόσο εναντίον της περιουσίας όσο και εναντίον της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου. Το θύμα καθίσταται έρμαιο στις διαθέσεις του εγκληματία, o οποίος ενεργεί από θέση ισχύος. Είναι αδίκημα που ενέχει επίδειξη βίας με σκοπό τον εκφοβισμό και εξαναγκασμό του θύματος και παραβιάζει κάθε έννοια πολιτισμένης συμπεριφοράς, προκαλεί ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνει συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (βλ. Krzysztof Dygdalowicz ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.11/2021, ημερ. 04.11.2022, Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15, Φανάρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ.50). Το γεγονός ότι το αδίκημα της ληστείας δεν έχει ολοκληρωθεί, δεν διαφοροποιεί τη σοβαρότητα του αδικήματος της απόπειρας ληστείας. Εγκλήματα του είδους αυτού, άσχετα από την επακριβή μορφή που παίρνουν σε κάθε περίπτωση, βρίσκονται σε έξαρση και με αυξητική τάση, γεγονός που καθιστά εντονότερο το στοιχείο της αποτροπής στον καθορισμό της ποινής (βλ. Rangajeeva v. Αστυνομίας, (2006) 2 ΑΑΔ 485 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, (2003) 2 Α.Α.Δ. 83). Ο βαθμός βίας που χρησιμοποιείται και η έκθεση ή μη σε κίνδυνο ανθρώπινης ζωής, ο προσχεδιασμός, όπως και το ύψος του ποσού ή η αξία της κλαπείσας περιουσίας, είναι παράγοντες που, ανάλογα με την περίπτωση, συντείνουν στον καθορισμό του ύψους της ποινής, η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα (βλ. μεταξύ άλλων Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.α. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304 και Σταύρου «Φάντης» ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 61).
Αρκετές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταπιάνονται με την επιβολή ποινών για το αδίκημα της ληστείας. Επισημαίνουμε ωστόσο ότι δεν έχουμε εντοπίσει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία να αφορά αποκλειστικά και μόνο με το αδίκημα της απόπειρας ληστείας. Θα αναφερθούμε σε ορισμένες από αυτές, γνωρίζοντας ότι οι προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, χωρίς να αποτελούν ένα σταθερό δείκτη καθορισμού ποινής, καθότι η ποινή που επιβάλλεται εξατομικεύεται. Η ποινή είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν εφόσον η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων γεγονότων που αφορούν στις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 208/2018, ημερ. 27/11/2019 και Χαραλάμπους κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 127/19 και 130/19, ημερ. 10/03/2021). Δεν υπάρχουν όμοιες υποθέσεις για να υπάρχουν και όμοιες ποινές. Συνεπώς η όποια αναφορά σε παρόμοιες υποθέσεις γίνεται προς εμπέδωση – στον βαθμό του δυνατού - του αισθήματος ίσης μεταχείρισης στην αντιμετώπιση των δραστών (βλ. Μαυρολουκά ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 30 και Δημοκρατία ν. Ανδρέου, Ποιν. Έφ. Αρ. 135/19, ημερ. 04/10/2022).
Στην υπόθεση Φανάρας (ανωτέρω), οι κατηγορούμενοι ηλικίας 19 και 23 ετών, παραδέχθηκαν ενοχή σε δύο κατηγορίες ληστείας. Οι δύο κατηγορούμενοι, κουκουλοφόροι και οπλισμένοι με μαχαίρια, εισέβαλαν σε διαμέρισμα δύο αλλοδαπών γυναικών και υπό την απειλή βίας και αφού τις κτύπησαν, απέσπασαν το ποσό των £65. Τα γεγονότα της υπόθεσης κρίθηκαν ως εξαιρετικά σοβαρά. Στους κατηγορούμενους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 8 ετών, η οποία επικυρώθηκε από το Εφετείο. Σημειώνεται ότι οι κατηγορούμενοι είχαν λευκό ποινικό μητρώο και παραδέχθηκαν ενοχή στο Κακουργιοδικείο μετά από μερική ακρόαση.
Στην υπόθεση Παπέττας ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 236, ο εφεσείων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 3½ ετών, σε κατηγορία ληστείας και φυλάκιση 3 ετών, σε κατηγορία απόπειρας ληστείας. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη και άλλες έξι υποθέσεις, οι οποίες αφορούσαν, η μία κλοπή, η άλλη κλεπταποδοχή και οι υπόλοιπες κατοχή κάνναβης. Οι ποινές συνέτρεχαν. Η υπόθεση της ληστείας αφορούσε κλοπή, υπό την απειλή μαχαιριού, €583 από αρτοποιείο, η δε υπόθεση απόπειρας αφορούσε άλλη περίπτωση αρτοποιείου την ίδια ημέρα, η οποία δεν απέδωσε τελικά και η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε. Η υπόθεση της κλοπής και της κλεπταποδοχής αφορούσε μικροποσά, οι δε υποθέσεις της κατοχής κάνναβης αφορούσαν τον εφεσείοντα ως χρήστη. Όλες οι υποθέσεις προέκυψαν σε διάστημα 12 μηνών και η συμπεριφορά του εφεσείοντα αποδόθηκε στην εξάρτησή του από την κάνναβη και τις παρενέργειές της. Οι πιο πάνω ποινές αντικαταστάθηκαν από το Εφετείο με ποινή φυλάκισης 2 ετών, καθότι δεν υπήρξε ίση μεταχείριση μεταξύ του εφεσείοντα και συγκατηγορούμενού του, του οποίου η ποινική δίωξη αναστάληκε χωρίς καταγραφή των λόγων αναστολής. Το Ανώτατο Δικαστήριο μείωσε την πιο πάνω ποινή «όχι ως εκ του ότι η ποινή των 3½ ετών θα ήταν αυτή καθ’ εαυτή υπερβολική βάσει της νομολογίας, αλλά ως εκ της ανισότητας που έχει προκύψει».
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην πιο πρόσφατη υπόθεση XXX Iulian Cotorceanu ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 84/2020 και 87/2020, ημερ. 17.02.2021, στην οποία επικυρώθηκαν οι επιβληθείσες πρωτοδίκως ποινές άμεσης φυλάκισης που επιβλήθηκαν στου Εφεσίβλητους, οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν παραδοχής, τους. Συγκεκριμένα στον 1ον Εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 17 μηνών για το αδίκημα της ληστείας και ποινή φυλάκισης 6 μηνών για το αδίκημα της κακόβουλης ζημίας, και στον 2ον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 4 ετών για το αδίκημα της ληστείας και ποινή φυλάκισης 17 μηνών για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, ενώ δεν επιβλήθηκε ποινή για το αδίκημα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος. Στην εν λόγω υπόθεση ο 1ος Εφεσείοντας ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ηλικίας 21 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, είχαν παρέλθει 3 χρόνια και 8 μήνες από τη διάπραξη των αδικημάτων, λήφθηκε επίσης υπόψη η καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης και οι προσωπικές περιστάσεις αυτού.
Σοβαρό είναι βεβαίως και το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας με σκοπό την κλοπή. Η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος, πέραν της προβλεπόμενης ποινής, υπογραμμίσθηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες τονίζεται ότι οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Αντίθετα, σημειώνεται έξαρση, γι’ αυτό και τα Δικαστήρια τα αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (βλ. Παναγίδη ν. Δημοκρατία (1997) 2 Α.Α.Δ.104 Παναγιώτου (Αντάρτη) ν. Δημοκρατίας, (1997) 2 Α.Α.Δ.138 και Θεοδώρου Θεοδώρου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 163/2016, ημερ. 01.11.2017), ECLI:CY:AD:2017:B383.
Δυστυχώς η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα και παρόμοιες διαπιστώσεις εξακολουθούν και σε άλλες μεταγενέστερες υποθέσεις όπως η Τζιαμάς v. Δημοκρατία, Ποιν. Εφέση17/17, ημερ. 18.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B468, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, προκειμένου περί αδικημάτων τα οποία ευρίσκονται σε έξαρση, όπως είναι τα αδικήματα στα οποία παραδέχθηκε ενοχή ο εφεσείων, θα πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές, είναι ορθή. Όπως τονίστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Saadi v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 308/2014, ημερομηνίας 24.6.2016, «η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα, (Φραντζίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 77, Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785 και Georghe κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 824).»
Η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα επαναλήφθηκε και σε πιο πρόσφατη νομολογία όπως η Barek v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 178/2018, ημερ. 20.01.2020, ECLI:CY:AD:2020:B22, xxx Hussein v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/2018 ημερ. 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B206 και Balampanidis v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 210/2018 ημερ. 10.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B178.
Ενδεικτικές της προσέγγισης της νομολογίας σε σχέση με τη σοβαρότητα των αδικημάτων των διαρρήξεων και κλοπών και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινώνστις είναι και οι ποινές που, κατά καιρούς, έχουν επιβληθεί, η αναφορά στις οποίες, βεβαίως, δεν γίνεται για σκοπούς δικαστικού προηγούμενου. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τις ακόλουθες υποθέσεις:
Στην υπόθεση Pilev v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ.587 όπου για δύο διαρρήξεις κατοικιών και κλοπές αντικειμένων και χρημάτων ύψους περίπου Λ.Κ.7.000 (€12.000) από τα οποία ανευρέθηκαν αντικείμενα αξίας Λ.Κ.900 περίπου (€1.500 περίπου), επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ποινή φυλάκισης 2 χρόνων σε πρόσωπο με λευκό μητρώο που είχε παραδεχθεί.
Στην υπόθεση Ανδρέας Αρέστη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 195/2016, ημερ. 06.03.2017, ECLI:CY:AD:2017:B71, η οποία αφορούσε τη διάρρηξη ενός εστιατορίου, από όπου ο εφεσείων έκλεψε το χρηματικό ποσό των €300 καθώς και τη διάρρηξη μίας καφετέριας από όπου δεν έκλεψε οτιδήποτε, 31 ετών, βαρύνετο με προηγούμενες καταδίκες που αφορούσαν αδικήματα κατά της περιουσίας, αλλά και σοβαρότερα αδικήματα, παραδέχθηκε στην Αστυνομία και στο Δικαστήριο, και είχε πολύ τραυματικές εμπειρίες κατά την παιδική του ηλικία, προσφάτως είχαν αλλάξει οι προσωπικές του περιστάσεις, εφόσον διατηρούσε σοβαρό δεσμό, το πρωτόδικο Δικαστήριο, επέβαλε συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 9 και 6 μηνών και με τον τρόπο αυτό ενεργοποίησε αυτόματα και ανασταλείσα ποινή φυλάκισης 11 μηνών από τη συνολική ποινή φυλάκισης των δύο ετών που του είχε επιβληθεί στα πλαίσια προηγούμενης υπόθεσης, για την οποία είχε αποφυλακιστεί με προεδρική χάρη, με αναστολή για τρία χρόνια. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση, χαρακτηρίζοντας μάλιστα αρμόζουσα την ποινή, χωρίς να παρέχεται περιθώριο για αναστολή της ποινής.
Επίσης, στην υπόθεση Θεοδώρου (ανωτέρω), ημερομηνίας 01.11.2017, όπου ο εφεσείων παραδέχθηκε το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και το αδίκημα της διάρρηξης και κλοπής ενός καταστήματος πώλησης ηλεκτρονικών εργαλείων, από όπου έκλεψε διάφορα εργαλεία συνολικής αξίας €14.115,39, ο οποίος βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες οι οποίες αφορούσαν σε παρόμοιας φύσης αδικήματα, είχε υπέρ του την άμεση παραδοχή, τη συνεργασία του με την αστυνομία και λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες περιελάμβαναν το πρόβλημα υγείας του, ότι ήταν οικογενειάρχης με τρία παιδιά, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των δύο ετών που επιβλήθηκαν σε έκαστη κατηγορία χωρίς την ενεργοποίηση της ποινής φυλάκισης με αναστολή που βάρυνε τον εφεσείοντα, χαρακτηρίστηκε ως επιεικής, δεδομένης της μη ενεργοποίησης της ποινής φυλάκισης των τεσσάρων μηνών με αναστολή που βάρυνε τον εφεσείοντα, διαδοχικά προς την εκτέλεση της ποινής των δύο ετών.
Ιδιαίτερα σοβαρά είναι και τα αδικήματα επίθεσης με σκοπό τη ματαίωση της νόμιμης σύλληψης και επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, αφού στην ουσία, τα εν λόγω αδικήματα εμπεριέχουν το στοιχείο της ηθελημένης χρήσης βίας και μάλιστα, στην προκειμένη περίπτωση, εναντίον αστυνομικού οργάνου, ο οποίος βρέθηκε αντιμέτωπος με τη βία κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε τη σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων στην υπόθεση Χρίστου Φιλίππου άλλως Φαλκονέτι ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245, όπου ανέφερε τα ακόλουθα:
«Οι αστυνομικές Αρχές στην εκτέλεση του καθήκοντος τους είναι φορείς της εξουσίας του δικαίου. Αντιστράτευση και υπονόμευση του έργου τους κάτω από τις συνθήκες που είχε διαρπαχθεί το αδίκημα δε μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως πράξει εξαιρετικής σοβαρότητας.».
Τέτοιου είδους αδικήματα, εκτός από το στοιχείο της βίας που έντονα προβάλλουν, βλάπτουν και την ίδια την πολιτεία και πλήττουν ευθέως το κράτος καθώς και το κοινωνικό σύνολο, γι’ αυτό και πρέπει να αποδοκιμάζονται έντονα, αφού η οποιουδήποτε είδους ανοχή σε αυτά θα οδηγούσε σε εκτροπή και αναρχία. Για το αδίκημα της επίθεσης εναντίον αστυνομικού κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του, παραπέμπουμε στις υποθέσεις Rock v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 251 και Zak & others v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17, στις οποίες επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης.
Η σοβαρότητα του αδικήματος της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης έγκειται στο γεγονός ότι ενέχει πράξεις που προκαλούν βία και πόνο στο θύμα και ταυτόχρονα δημιουργούν αίσθημα φόβου και ανασφάλειας σ’ αυτό, καταρρακώνουν την προσωπικότητα και αξιοπρέπεια ατόμων και πλήττουν το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τόκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95, αναφέρθηκε ότι:
«Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσω τιμωρίας, δεν έχει καμία θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωση της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για την γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.»
Θεώρηση της νομολογίας επισημαίνει ότι η ποινή που επιβάλλεται είναι ανάλογη της σοβαρότητας που χαρακτηρίζει την κάθε υπόθεση ξεχωριστά στη βάση των γεγονότων και περιστατικών που την περιβάλουν. Ο βαθμός της σοβαρότητας αυξάνεται όταν η επίθεση είναι σφοδρή, ή διεξαχθεί σε δημόσιο χώρο και στην παρουσία άλλων προσώπων, ή στην παρουσία άλλων μελών της οικογένειας. Σε τέτοιες περιπτώσεις ενδεικνυόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.
Με τα πιο πάνω κατά νου, επιστρέφουμε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ειδικά στους παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση της ποινής που θα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο.
Για προσδιορισμό, λοιπόν, της ποινής, πρώτα και πάνω απ’ όλα λαμβάνουμε υπόψη αφενός τη σοβαρότητα όλων των αδικημάτων, ως προκύπτει από τις προβλεπόμενες στον Νόμο ποινές, την αναφερθείσα νομολογία και τα γεγονότα και αφετέρου την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τους. Δυστυχώς, όλα τα αδικήματα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος παρουσιάζουν έξαρση, κάτι το οποίο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εντός των πλαισίων της δικαστικής μας γνώσης από τις υποθέσεις που επιλαμβανόμαστε. Αδικήματα του είδους που ο Κατηγορούμενος διέπραξε αποτελούν συχνό φαινόμενο. Εξ ου και τα Δικαστήρια οφείλουν να αντιμετωπίζουν τέτοιες απαράδεκτες και επικίνδυνες συμπεριφορές με αυστηρότητα, σε μία προσπάθεια αφενός να προστατεύσουν την κοινωνία και αφετέρου να στείλουν το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Εξετάζοντας τώρα την εγκληματική δραστηριότητα του Κατηγορούμενου, έχοντας κατά νου το σύνολο των γεγονότων που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, επισημαίνουμε ευθύς εξαρχής ότι οι συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές. Δεν παραβλέπουμε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ο ιθύνων νους πίσω από τα αδικήματα που τέλεσε σε σχέση με τις κατηγορίες 1, 2 και 3. Είναι όμως προφανές ότι ο Κατηγορούμενος μαζί με άλλα πρόσωπα, συμφώνησαν να διαπράξουν διάρρηξη και κλοπή, θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο που, προφανώς, είχαν εκ των προτέρων καταστρώσει. Επισημαίνουμε βεβαίως πως το ότι τελικώς τα γεγονότα εξελίχθηκαν, σε απόπειρα ληστείας και όχι στο αρχικώς προσχεδιασμένο αδίκημα της διάρρηξης και κλοπής, λαμβάνεται βέβαια, σε κάποιο βαθμό, υπόψη, αλλά, την ίδια ώρα, δεν διαλανθάνει της προσοχή μας ότι οι δράστες ήταν προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο, για να επιτύχουν τον στόχο τους. Το γεγονός ότι τόσο ο Κατηγορούμενος, όσο και τα άλλα τρία πρόσωπα με τα οποία μετέβηκε στην επίδικη οικία φορούσαν κουκούλα στο πρόσωπο όταν αποβιβάστηκαν από το όχημα με το οποίο μετέβηκαν στο μέρος, ότι ο Κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του κολλητική ταινία, και μαχαίρι τύπου σουγιά με μυτερή άκρη και η άμεση χρήση βίας εναντίον της παραπονούμενης όταν αυτή προσπάθησε να κλείσει και να κλειδώσει το κάγκελο, με τον Κατηγορούμενο στη συνέχεια να της κλείνει το στόμα με κολλητική ταινία και μαζί με άλλα δύο πρόσωπα να την σέρνουν στο γκαράζ όπου της έδεσαν τα χέρια με κολλητική ταινία και της έκλεισαν, ξανά, το στόμα και πάλι με κολλητική ταινία, τραβώντας την στη συνέχεια μέσα στο σπίτι, σαφέστατα δεν μπορεί να σημαίνουν οτιδήποτε λιγότερο από προσχεδιασμένη, οργανωμένη και συντονισμένη δράση με προφανή στόχο την εξασφάλιση, με παράνομο τρόπο, ξένης περιουσίας. Το γεγονός ότι τελικά δεν υλοποιήθηκε ο σκοπός, ήτοι της κλοπής του οχήματος, ουδόλως υποβαθμίζει τη σοβαρότητα της πράξης του και των εν γένει συνθηκών των αδικημάτων της διάρρηξης κατοικίας με σκοπό την κλοπή και της απόπειρας ληστείας. Δεν επρόκειτο για μια αυθόρμητη πράξη και ενέργεια υποκινούμενη από επιπολαιότητα, αλλά για οργανωμένο και προγραμματισμένο σχέδιο που τέθηκε σε εφαρμογή. Έχοντας επίσης υπόψη τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα εν λόγω αδικήματα, παρατηρούμε ότι δεν μπορεί ο ρόλος του Κατηγορούμενου να χαρακτηρισθεί ούτε μικρότερος, αλλά ούτε και λιγότερο ουσιαστικός από τον ρόλο των άλλων τριών προσώπων. Αυτό που προκύπτει από τα γεγονότα είναι ότι ο Κατηγορούμενος, μαζί με τα άλλα τρία πρόσωπα, είχαν ουσιαστικά ένα κοινό σκοπό και ο κάθε ένας από αυτούς διαδραμάτισε τον δικό του ρόλο για να τον πετύχουν. Υπάρχει και μια άλλη σημαντική παράμετρος στην παρούσα υπόθεση που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε καθ’ όσον αφορά την απόπειρα ληστείας. Θεωρούμε εντελώς απαράδεκτο το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος, ως προκύπτει από τα γεγονότα που αφορούν την εν λόγω κατηγορία, δε δίστασε, μαζί με τα άλλα πρόσωπα, να επιδιώξει την εξασφάλιση οικονομικού οφέλους με την άσκηση έντονης βίας κατά ενός ανυπεράσπιστου και αδύναμου προσώπου. Η δε βία που άσκησε ο Κατηγορούμενος μαζί με τα άλλα πρόσωπα στην γυναίκα αυτή, μόνο αποτροπιασμό και απέχθεια μπορεί να προκαλέσει στο άκουσμα της. Δεν μας διαφεύγει ότι δεν προκλήθηκαν σοβαρές σωματικές βλάβες στην παραπονούμενη, πλην όμως αυτό δεν δύναται να εξαλείψει τα συναισθήματα τρόμου και πανικού που προφανώς προκλήθηκαν σε αυτήν, στη θέα τεσσάρων ανδρών που έφεραν κουκούλες στα πρόσωπα τους, τα οποία με τη χρήση βίας εισήλθαν εντός του περιφραγμένου χώρου της οικίας όπου εργαζόταν και ακολούθως την άρπαξαν, της έκλεισαν το στόμα με κολλητική ταινία, της έδεσαν τα χέρια και στη συνέχεια την τράβηξαν μέσα στο σπίτι (βλ. Φανάρας (ανωτέρω) και Giannakov v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 137). Βεβαίως, δεν διαλανθάνει της προσοχή μας ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχε τελικά οποιοδήποτε όφελος από τη διάπραξη των αδικημάτων αλλά ούτε κλάπηκε οτιδήποτε από την οικία.
Εξίσου σοβαρές είναι και οι περιστάσεις που περιβάλουν τη διάπραξη των αδικημάτων της επίθεσης με σκοπό τη ματαίωση της νόμιμης σύλληψης και επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης. Από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων, επισημαίνουμε ότι ελλείπει παντελώς οποιαδήποτε ενέργεια από πλευράς του παραπονούμενου που να προκάλεσε την όλη απαράδεκτη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου. Αντίθετα η συνολική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου ήταν άκρως επικίνδυνη και καταδικαστέα. Δε διαλανθάνει βεβαίως της προσοχής μας ότι ελλείπει παντελώς οποιοσδήποτε προσχεδιασμός στις ενέργειες του που αποτέλεσαν την αξιόποινη συμπεριφορά του κατά του παραπονούμενου και ότι ενήργησε στιγμιαία, αντιδρώντας στην καταδίωξη του από τον παραπονούμενο, χωρίς βέβαια να σκεφτεί τις συνέπειες των πράξεων του. Άλλο στοιχείο το οποίο επιβαρύνει τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, είναι το γεγονός ότι η βία ασκήθηκε σε δημόσιο χώρο, προσδίδουσα ειδικότερα στο αδίκημα της επίθεσης έντονο αντικοινωνικό χαρακτήρα. Η δε βία που ασκήθηκε προκάλεσε τραυματισμό στον παραπονούμενο, έστω και αν αυτός δεν ήταν ιδιαίτερα σοβαρός. Το γεγονός ότι εν τέλει, και ίσως από ευτυχείς συγκυρίες, δεν υπήρξαν σοβαρότερες σωματικές βλάβες στον παραπονούμενο, με δεδομένο ότι ο Κατηγορούμενος πρόταξε απειλητικά προς τον παραπονούμενο μαχαίρι τύπου σουγιά, αυτό δεν μπορεί να μειώσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων.
Όλα τα ανωτέρω, σε συνάρτηση με την έξαρση που παρουσιάζουν τα αδικήματα αυτού του είδους, συνηγορούν υπέρ της επιβολής αυστηρής τιμωρίας που να ενέχει και το στοιχείο της αποτροπής.
Παρά τη διαπιστωθείσα σοβαρότητα και την ανάγκη για αποτρεπτική ποινή, υπάρχει πάντοτε και το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της, ούτως ώστε αυτή να προσιδιάζει στις περιστάσεις της υπόθεσης και του κατηγορούμενου, το οποίο δεν ατονεί, νοουμένου ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί στην εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλουν η φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.245). Στα πλαίσια του καθήκοντος μας αυτού λαμβάνουμε υπόψη προς όφελος του Κατηγορούμενου τα ακόλουθα:
Καταρχήν, δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στην παραδοχή του ενώπιον των Αστυνομικών Αρχών στις κατηγορίες 1, 2 και 3, καθώς επίσης και στην παραδοχή του σε όλες τις κατηγορίες ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία παρ’ ότι δεν ήταν άμεση, εντούτοις έλαβε χώρα πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Χωρίς την παραδοχή του, τα περιθώρια επιείκειας θα ήταν στενά. Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με αποτέλεσμα να μη σπαταλείται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28).
Επίσης λαμβάνουμε υπόψη τη μεταμέλεια του ως προκύπτει από την παραδοχή και την απολογία του μέσω της συνηγόρου του.
Λαμβάνουμε επίσης υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις ως έχουν αναφερθεί από την συνήγορο του και καταγράφονται ανωτέρω. Ειδικότερα το νεαρό της ηλικίας του και ότι βίωσε δύσκολα παιδικά χρόνια ένεκα του πολέμου στη χώρα του. Όσον αφορά την κατάσταση της ψυχικής υγείας του Κατηγορούμενου, λαμβάνουμε υπόψη ότι παρακολουθείται από Ψυχίατρο λόγω προηγούμενων επεισοδίων ψυχωτικής συμπτωματολογίας. Σημειώνουμε ωστόσο ότι ενόψει της σοβαρότητας τέτοιας φύσης αδικημάτων και της επιτακτικής ανάγκης για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι οι προσωπικές περιστάσεις κατηγορούμενου και τα προβλήματα υγείας λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά στο βαθμό και την έκταση που δεν εξουδετερώνουν το χαρακτήρα αυτό (βλ. Balampanidis (ανωτέρω) και Χρυσοστόμου ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ.18 και Ψύλλας ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ.430).
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας επίσης ότι ο Κατηγορούμενος δεν έχει προς όφελος του λευκό ποινικό μητρώο, εφόσον βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη η οποία αφορά το αδίκημα πράξεων που σκοπεύουν στην πρόκληση βαρείας σωματικής βλάβης, αδίκημα το οποίο ενέχει βεβαίως το στοιχείο της βίας, που ενυπάρχει και στα αδίκημα των κατηγοριών 3, 4 και 5 της παρούσας υπόθεσης. Αυτό, βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως θα τιμωρηθεί για δεύτερη φορά για το παλαιότερο αδίκημα του. Όμως, όπως προκύπτει από τη Νομολογία, οι προηγούμενες καταδίκες αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού ενός κατηγορουμένου στους Νόμους της πολιτείας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γεωργίου, άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565) και η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, μικρό ή μεγάλο, ανάλογα με τον αριθμό, τον χρόνο και τη φύση των παλαιών αδικημάτων και την επιείκεια που δύναται να επιδειχθεί (βλ. Αεροπόρου (ανωτέρω).
Είναι λοιπόν μέσα σε αυτά τα πλαίσια που θα ληφθεί υπόψη η προηγούμενη καταδίκη του Κατηγορούμενου, δηλαδή του περιορισμού του βαθμού επιείκειας που θα μπορούσε να επιδειχθεί στην περίπτωση κατηγορούμενου με λευκό ποινικό μητρώο. Η προηγούμενη καταδίκη του Κατηγορούμενου για αδίκημα που ενέχει επίσης το στοιχείο της βίας, ως και τα υπό κρίση αδικήματα των κατηγοριών 3, 4 και 5, καταδεικνύει ροπή προς συγκεκριμένη εγκληματική συμπεριφορά. Περαιτέρω, διαφαίνεται, δυστυχώς, ότι η στάση του απέναντι στην τήρηση των Νόμων είναι περιφρονητική και ότι η ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί δεν έχει πετύχει τον σκοπό της αναμόρφωσης του, αφού παρά τον χρόνο που είχε ο Κατηγορούμενος στις Φυλακές για να αναλογιστεί τις πράξεις του και να αναμορφώσει τη συμπεριφορά του, σύντομα, μετά την αποφυλάκιση του και εντός της περιόδου αναστολής δυνάμει της προεδρικής χάρης, διέπραξε σοβαρότερα αδικήματα, αυτά της παρούσας. Συνεπώς, στη βάση των ανωτέρω η προηγούμενη καταδίκη, αναπόφευκτα, μειώνει την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί σε αυτόν.
Επίσης λαμβάνουμε υπόψη ότι οι σωματικές βλάβες που προκλήθηκαν τόσο στην παραπονούμενη όσο και στον παραπονούμενο δεν ήταν σοβαρής φύσης, ήτοι σε βαθμό που να τους έχουν αφήσει μόνιμες σωματικές βλάβες, καθώς επίσης και ότι οι επιθέσεις εναντίον τους δεν ήταν τέτοιας σοβαρότητας, όπως σε άλλες περιπτώσεις που συναντώνται σε αδικήματα αυτής της φύσεως.
Ως προς την εισήγηση της συνηγόρου Υπεράσπισης όπως προσμετρήσουμε προς όφελος του Κατηγορούμενου το γεγονός ότι τα άλλα τρία πρόσωπα που εμπλέκονται στο συμβάν δεν έχουν διωχθεί, καθώς επίσης ότι η υπόθεση αναστάλθηκε εναντίον των άλλων δύο προσώπων που κατηγορούνταν στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, με τον Κατηγορούμενο να αισθάνεται αδικία, αφού είναι το μόνο άτομο που εν τέλει θα τιμωρηθεί για τα αδικήματα των κατηγοριών 1, 2 και 3, σημειώνουμε τα ακόλουθα. Στην Xiaojin κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ 104, λέχθηκε πως η μη δίωξη συγκατηγορούμενου αποτελεί μετριαστικό παράγοντα στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης, αλλά μόνο όπου οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την Κατηγορούσα Αρχή (βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104). Στην προαναφερόμενη υπόθεση, η μη δίωξη του εγκεφάλου κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί μετριαστικός παράγοντας, λόγω του ότι δεν ήταν σκόπιμη και ηθελημένη, δεδομένου του ότι αυτός συνελήφθη την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων ως παράνομος αλλοδαπός και απελάθηκε χωρίς η Αστυνομία να γνωρίζει οτιδήποτε για την εμπλοκή του στην υπόθεση, ενώ προσπάθειες για εντοπισμό του μέσω της Interpol, απέβησαν άκαρπες. Επίσης κρίθηκε ότι η διακοπή της διαδικασίας εναντίον πρώην συγκατηγορούμενου δεν οφειλόταν σε σκόπιμη ενέργεια, αλλά διότι αυτό το πρόσωπο παραβαίνοντας τους όρους της απόλυσης του εγκατέλειψε την Κύπρο χωρίς να είναι δυνατό να εντοπισθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση ό,τι προκύπτει από όσα τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, είναι πως η Αστυνομία, μετά τον εντοπισμό γενετικού υλικού, εξακρίβωσε τα στοιχεία ενός εκ των τριών άλλων προσώπων που φέρεται να εμπλέκεται στα ανωτέρω αδικήματα και εναντίον του εξέδωσε ένταλμα σύλληψης. Σε σχέση με τους πρώην συγκατηγορούμενους του Κατηγορούμενου (Κατηγορούμενοι 2 και 3), ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε τη διακοπή της ποινικής δίωξης εναντίον τους, λόγω έλλειψης μαρτυρίας στο επίπεδο που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις. Συνεπώς, στη βάση των ανωτέρω, δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε προσπάθεια ευνοϊκότερης μεταχείρισης είτε των πρώην συγκατηγορούμενων του Κατηγορούμενου, είτε άλλων προσώπων, ούτε και κατ’ επέκταση τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης αδικοπραγούντων, για απόδοση προς τον Κατηγορούμενο του αντίστοιχου ελαφρυντικού.
Με δεδομένο ότι σε περίπτωση επιβολής φυλάκισης, οποιουδήποτε ύψους, τότε αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί και η ανασταλείσα υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας ποινή των 202 ημερών, οφείλουμε να σημειώσουμε πως καθηκόντως έχουμε υπόψη μας και τις εφαρμοστέες σε τέτοιες περιπτώσεις αρχές της συνολικότητας και της αναλογικότητας. Για ό,τι ενδιαφέρει στην παρούσα, οι αρχές αυτές ορίζουν ότι όταν επιβάλλεται ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την πρώτη, το Δικαστήριο έχει καθήκον αφενός να βεβαιωθεί ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό και αφετέρου ότι αυτό το σύνολο ποινών είναι ανάλογο προς το διαπραχθέν αδίκημα, ούτως ώστε η συνολική ποινή να είναι δίκαιη για τον κατηγορούμενο. Πρόκειται για αρχές οι οποίες έχουν αναλυθεί σε πάρα πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις οποίες και έχουμε υπόψη. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ.62, Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327, Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ.356, Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ.628 και Γλυκερίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.171/20, ημερ. 08.07.2022, ECLI:CY:AD:2022:B287.
Λαμβάνουμε λοιπόν υπόψη ότι σε περίπτωση επιβολής φυλάκισης στην παρούσα, τότε αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί και η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης την οποία ο Κατηγορούμενος υποχρεωτικά θα εκτίσει διαδοχικά με την επιβληθείσα για τα νέα αδικήματα ποινή, ήτοι τις 202 ημέρες φυλάκισης που είχαν απομείνει κατά την αναστολή της. Επομένως λαμβάνουμε υπόψη, ως έχουμε καθήκον, τις σωρευτικές επιπτώσεις που θα προκύψουν από το συνδυασμό των δύο ποινών και συγκεκριμένα ότι σε οποιαδήποτε τυχόν ποινή φυλάκισης επιλέξουμε, θα προστεθεί διαδοχικά φυλάκιση 202 ημερών, συνεπεία της ενεργοποίησης.
Με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω καταλήγουμε ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο Κατηγορούμενος και το στοιχείο της αποτροπής που προέχει σε τέτοιες υποθέσεις καθιστούν την ποινή φυλάκισης αναπόφευκτη. Οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν αναφερθεί, είναι δυνατό να επηρεάσουν μόνο την έκταση και όχι το είδος της ποινής που θα επιβληθεί. Τονίζεται ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας ούτε του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά των αδικημάτων τόσο για τον ίδιο τον Κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Ιωάννου κ.ά ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ.171).
Στη βάση λοιπόν όλων των πιο πάνω επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:
Στην 1η κατηγορία, για το αδίκημα της συνωμοσίας, κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως μην επιβληθεί ποινή καθότι θα επιβληθεί ποινή στο ουσιαστικό αδίκημα.
Στην 2η κατηγορία, για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, 2 χρόνια φυλάκιση.
Στην 3η κατηγορία, για το αδίκημα της απόπειρας ληστείας, 4 χρόνια φυλάκιση.
Στην 4η κατηγορία, για το αδίκημα της επίθεσης με σκοπό ματαίωση της νόμιμης σύλληψης, 8 μήνες φυλάκιση
Στην 5η κατηγορία, για το αδίκημα της επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης, 10 μήνες φυλάκιση.
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν και ξεκινούν από σήμερα, αλλά μειώνονται για όση περίοδο ο Κατηγορούμενος τελούσε υπό κράτηση για την παρούσα υπόθεση, ήτοι από τις 15.09.2023 (βλ. άρθρο 117 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155).
(Υπ.) …………………………………………
Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………………
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………………
Π. Σαββίδης, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο