Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Ρ. Ε. Α., Αρ. Υπόθεσης:19744/21, 30/9/2024
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Ρ. Ε. Α., Αρ. Υπόθεσης:19744/21, 30/9/2024

                      EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

                      ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

                                                                                                                                    Αρ. Υπόθεσης:19744/21

                                                            Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας                                                                                                       

                                                                                    -και-

                                                                        Ρ. Ε. Α.

                                                                                                                                                Κατηγορούμενoς

                      Ημερομηνία: 30 Σεπτεμβρίου 2024

                      Εμφανίσεις:

                      Για Κατηγορούσα Αρχή: Κα. Ε. Θεοδότου

                      Για Κατηγορούμενο: Κ. Α. Πλαστήρας με κ. Αλεξίου  

                      Κατηγορούμενος: Παρών

                                                                                    ΑΠΟΦΑΣΗ

              

H λύση του γάμου μεταξύ της μητέρας του ανήλικου παραπονούμενου και του κατηγορούμενου πατέρα του, οδήγησε στην έκδοση σχετικών Διαταγμάτων Επικοινωνίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο το 2015[1]. Παρά την αρχική τήρηση του Διατάγματος, ο ανήλικος από τον Σεπτέμβριο του 2020 μέχρι και σήμερα δεν έχει συναντήσει ξανά τον πατέρα του, γεγονός που οδήγησε τον κατηγορούμενο στην υποβολή αριθμού καταγγελιών δια παρακοή Διατάγματος Δικαστηρίου[2] και την μητέρα του ανηλίκου στην υποβολή αιτήματος για αναστολή του δικαιώματος Eπικοινωνίας του πατέρα με τον ανήλικο.[3]

 

 

Ενώ τα πιο πάνω ήταν σε εξέλιξη, τον Οκτώβριο του 2021 καταχωρήθηκε η παρούσα ποινική υπόθεση αφού το παιδί, σύμφωνα με την μητέρα, αποκάλυψε ότι ο πατέρας τον Σεπτέμβριο του 2020, χειροδίκησε εναντίον του. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει, δύο κατηγορίες. Καταλογίζεται λοιπόν στον κατηγορούμενο ότι τον Σεπτέμβριο του 2020 στη Λευκωσία, επιτέθηκε εναντίον του τέκνου του (1η κατηγορία- κοινή επίθεση), προκαλώντας του παράλληλα, μεταξύ των ετών Σεπτεμβρίου 2019 και Οκτωβρίου 2020 με την συμπεριφορά του, ψυχική βλάβη (2η κατηγορία). Νομική βάση των κατηγοριών αποτελούν τα άρθρα 2, 3, 4(1)(2)(ιβ), 15,16, 22, 23 και 24 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000, ως αυτός τροποποιήθηκε.

 

                      Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

Η Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη των κατηγοριών, παρουσίασε τέσσερις (4) μάρτυρες, ενώ ο κατηγορούμενος κληθείς σε απολογία, επέλεξε όπως καταθέσει ενόρκως.

                     

                      Ζώσα Μαρτυρία

 Με γνώμονα ότι δεν υπάρχουν στεγανά στην συγγραφή Δικαστικών αποφάσεων[4],  το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο για σκοπούς καλύτερης ακολουθίας των γεγονότων, όπως παραθέσει πρώτα την μαρτυρία του ανήλικου, ακολουθούμενη από την μαρτυρία της μητέρας και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας.

 

                      Ο ανήλικος Λ. (ΜΚ2) είναι σήμερα ηλικίας 15 ετών. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι το 2021 ήταν ηλικίας 12 ετών. Κατόπιν αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής και σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου, ο ανήλικος κατάθεσε από το «Σπίτι του Παιδιού». Η κυρίως εξέταση του ανήλικου περιορίστηκε στην ανάγνωση της κατάθεσης του, την οποίαν και αναγνώρισε, Τεκμήριο 6. Η κατάθεση λήφθηκε τον Ιούλιο του 2021. Εκεί αναφέρει ότι οι γονείς του χώρισαν πριν από περίπου 8 χρόνια. Έκτοτε, διαμένει με τη μητέρα του.

Ο πατέρας του συζεί με τη σύντροφο του, Ά., σε άλλο σπίτι. Μετά που χώρισαν οι γονείς του εκδόθηκε Διάταγμα που καθόριζε τις μέρες που θα έβλεπε τον πατέρα του. Από το χωρισμό των γονέων του και εντεύθεν, η σχέση του με τον πατέρα του δεν ήταν καλή αφού ο κατηγορούμενος δεν ασχολείτο ποτέ μαζί του. Όταν πήγαινε στο σπίτι του πατέρα του, ο κατηγορούμενος  ασχολείτο με την κιθάρα και το κινητό του τηλέφωνο και δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου στον νεαρό, ο οποίος πολλές φορές έμενε και νηστικός, αφού ο κατηγορούμενος δεν μαγείρευε. Ούτε η σύντροφος του πατέρα του «είναι καλή μαζί του». Αντίθετα, του μιλά δυνατά και τον διατάζει. Ο κατηγορούμενος δεν του αγοράζει ποτέ δώρα, όμως το κυριότερο αναφέρει, είναι ότι τον φοβάται και νιώθει ότι κινδυνεύει. Η μητέρα, του δίνει τη σημασία και αγάπη που χρειάζεται. Παραθέτω επιλέξει τις αναφορές του ως προς την εξέλιξη των γεγονότων που αφορούν στην 1η κατηγορία:

                     

                      «Μια φορά που ήμουν 11 χρονών, δεν θυμούμαι όμως πότε ακριβώς, ήμουν στο σπίτι του φίλου μου του Time και επειδή ήταν η μέρα που θα έπρεπε να ήμουν με τον παπά, ήρτε να με πιάσει. Εγώ του είπα ότι δεν ήθελα να πάω μαζί του και άρχιζε να μου φωνάζει να φύγουμε. Εγώ τότε μπήκα στο αυτοκίνητο του παπά μου και πήγαμε σπίτι του. Αφού μπήκαμε σπίτι, άρχισε να μου φωνάζει ότι δεν τον ακούω και ότι πρέπει να τον ακούω και μετά έδωσε μου έναν πάτσο με το δεξί του χέρι στο δεξί μάγουλο. Εγώ αμέσως έτρεξα στο δωμάτιό μου μου και έκλεισα την πόρτα. Ήρτε μετά ο παπάς μου, άνοιξε την πόρτα του δωματίου μου, ήρτε προς το μέρος μου κρατώντας μια ζώνη δική του χρώματος καφέ και με κτύπησε με τούτην τη ζώνη πάνω στην πλάτη 3 συνεχόμενες φορές. Εγώ έμεινα στο δωμάτιό μου πονούσα και έκλαιγα και περίμενα την ώρα, για να γυρίσω στη μάμα μου. Μετά από δύο ώρες περίπου με πήρε ο παπάς πίσω στη μάμα μου αλλά δεν της είπα τίποτε, γιατί μου είπε ο παπάς μου μετά που με εκτύπησε να μην πω σε κανέναν τούτο που έγινε. Δεν είπα τίποτε και πήγα στο μπάνιο, έκαμα πάνω τη φανέλα και είδα στον καθρέφτη ότι είχα μια κόκκινη γραμμή πίσω στην πλάτη μου. Τον Γενάρη σε μια κουβέντα που είχα με τη μάμα μου αυτή με ρώτησε, αν με κτύπησε ποτέ ο παπάς μου. Τότε εγώ της είπα την αλήθεια, ότι εκείνη τη μέρα με είχε κτυπήσει ο παπάς μου με τη ζώνη. Η μάμα με ρώτησε γιατί δεν της το είπα πιο νωρίς και εγώ της είπα ότι  μου είπε ο παπάς να μην το πω. Δεν μίλησε καθόλου με τον παπά μου απ' όσο ξέρω, γιατί τον είχε block από όλες τις συσκευές. Δεν έχουν επικοινωνία. Μέσα στον Μάη του 2021, μιλούσα με την ξαδέρφη μου, τη Δ., η οποία είναι 10 ετών και της είχα πει απλά, ότι δεν θέλω να βλέπω τον παπά μου και αόριστες κουβέντες για πατεράδες που κτυπούν τα παιδιά τους με ζώνες».

                     Δηλώνει στην κατάθεση του ότι, τις φορές που δεν πηγαίνει στον πατέρα του είναι επειδή ο ίδιος δεν επιθυμεί και όχι επειδή η μητέρα (του) τον αποτρέπει. Τις φορές που δεν πηγαίνει με τον πατέρα του ο τελευταίος την καταγγέλλει στην αστυνομία ότι δεν υπακούει στο Διάταγμα του Δικαστηρίου.

                      Αντεξετασθείς συμφώνησε με τον κ Πλαστήρα ότι πριν το κατ΄ισχυρισμόν περιστατικό, πήγαινε στον πατέρα του τακτικά, και δη περί τις δύο φορές την εβδομάδα. Συμφώνησε ότι υπήρξαν φορές που μετέβησαν με τον κατηγορούμενο στο πάρκο για τρέξιμο, ποδηλασία ακόμη και για ποδόσφαιρο. Μερικές φορές εκεί τους συναντούσαν και φίλοι του ανήλικου. Άλλες φορές πήγαιναν στον κινηματογράφο ή για ψώνια σε εμπορικά κέντρα, ενώ το καλοκαίρι πήγαιναν είτε σε θάλασσες είτε σε πισίνες. Συμφώνησε επίσης ο πατέρας του τον έπαιρνε μαζί του για να παρακολουθήσει μαθήματα Ταγκό, ενώ είχαν κανονίσει και ταξίδια στην Πάφο και στην Ισπανία όπου και διανυκτέρευσαν. Ο ανήλικος συμφώνησε με την τοποθέτηση της υπεράσπισης ότι τη σύντροφο του πατέρα του την αποκαλούσε συχνά ως «δεύτερη μητέρα» αναγνωρίζοντας το γραφικό του χαρακτήρα επί σημειώματος (Τεκμήριο 7) απευθυνόμενο στο πρόσωπο της όπου καταγράφεται η ακόλουθη φράση: «Dear A., I hope you have a happy Mother's Day and i love you so much. Love, L.». Στο πίσω μέρος του σημειώματος αναγνώρισε ως ζωγραφισμένη από τον ίδιο, μια καρδιά.

 

                     Κληθείς να απαντήσει το παιδί ως προς το ποια τελικά είναι η σχέση του με την Άννα ή με τον πατέρα του, με δεδομένη την αναντιστοιχία που παρατηρείται μεταξύ των όσων ανέφερε στην κατάθεση του και επί των εδωλίου αναφορών του, ο μάρτυρας δεν απάντησε. Συμφώνησε ότι τον πατέρα του έχει να δει τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ανακάλεσε αντεξετασθείς την (προηγούμενη) αναφορά του ότι, «δεν έχει καλή σχέση με τον πατέρα του από την ημέρα που χώρισαν οι γονείς του», σημειώνοντας ότι προ του 2020 υπήρχαν ευχάριστες στιγμές, όπου περνούσαν όμορφα μαζί. Ρωτήθηκε από την υπεράσπιση πότε ήταν που ανάφερε στην μητέρα τα περί του «συμβάντος», με τον μάρτυρα να απαντά ότι δεν θυμάται.  Την ημέρα του περιστατικού βρισκόταν στον φίλο του Time, όμως δεν μπορεί να θυμηθεί, εάν πήγε εκεί με το ποδήλατο ή με τα πόδια. Ο πατέρας του ήρθε να τον παραλάβει. Ο ανήλικος του είπε ότι δεν ήθελε να πάει μαζί του και ο κατηγορούμενος άρχισε να φωνάζει «τελείωνε, μπες μέσα». Η ακόλουθη στιχομυθία κατά την αντεξέταση του μάρτυρος κρίνεται ως απολύτως σχετική:

 

                                   

                      «E.      Τζιαι εσύ έπιασες το ποδήλατο τζιαι επήγες πίσω στο σπίτι της μάμας;

             A.      Ε, βασικά δεν ήθελα να πάω με το ποδήλατο, απλώς πήγα στην ανηφόρα νομίζω. Επήγα    στην ανηφόρα, μετά εγύρισα στο σπίτι τζιαι εγέλασα του.

                      E.         Εγέλασες του; Άρα, έπιασες το ποδήλατο να τρέξεις να μην πάεις με τον παπά;

                      A.         Ε, ναι.

                      E.         Τζιαι επήγες τζιαι μπήκες σπίτι;

                      A.         Ε, ναι, επήγα και μπήκα σπίτι τζιαι έμεινα.

                      Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Της μητέρας;

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

                      A.           Ναι.

                                    Τζιαι εν αλήθεια ότι ήρθε τζιαμέ ο παπάς σου τζιαι ήθελε να κατεβείς να πάεις μαζί του;

                      A.           Ναι.

                      E.           Τζιαι εβγήκε η μάμα τζιαι είπε ότι δεν θέλεις να πάεις;

                      A.           Ναι.

                      E.           Τζιαι ο παπάς σου έφυγε, ένεν;

                      A.           Όι, δεν έφυγε.

                      E.           Τι εγίνηκε;

                      A.           Έκατσε τζιαμέ, επερίμενε τζιαι εγώ δεν έβγαινα έξω μετά που κανένα σαραντάλεπτο,         πενηντάλεπτο έφυγε.

                      E.           Τζιαι μετά δεν ξαναπήγες στον παπά;

                      A.           Ε...

                      (Ολιγόλεπτη παύση από πλευράς του μάρτυρα)

                      A.           Όι, δεν θυμούμαι. Μπορεί να επήγα, μπορεί να μεν επήγα. Δεν θυμούμαι.

                      E.           Άρα, εκείνη τη μέρα δεν πήγες στον παπά σου;

                      Ο μάρτυρας συνεχίζει:

                      A.           Για ποια μέρα; Την ίδια μέρα που με εκτύπησε ή άλλη μέρα;

                      E.           Για τη μέρα που ήσουν στον Time είπες. 

                      A.           Ναι.

                      E.           Δεν επήγες;

                      A.           Επία, ναι.

                      E.           Πριν είπες μας, ., ότι δεν επήγες. Τωρά, επήγες;

                      A.           Εσυγχύστηκα με άλλη μέρα.

                      E.           Εγώ λέω σου ότι εκείνη τη μέρα δεν πήγες στον παπά. 

                      A.           Επήγα εκείνη τη μέρα, απλώς εσυγχύστηκα με άλλη μέρα.

                      Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Ερχόταν πολλές φορές ο πατέρας σου και σε έπιανε από το σπίτι του Time; 

Μάρτυρας: Όι, από το σπίτι του Time εν μια φορά νομίζω που ήρθε να με πιάσει»[5].

 

                      Σε ερώτηση της υπεράσπισης κατά πόσον ήταν μητέρα του τον ενημέρωνε ότι ο «πατέρας την κατήγγειλε στην αστυνομία», ο ανήλικος απάντησε θετικά, μην μπορώντας να συγκεκριμενοποιήσει τον αριθμό των φορών που έγινε δέκτης μιας τέτοιας πληροφορίας.

                      Πρόσθεσε ότι τα όσα ανέφερε στην κατάθεση του περί «ανυπακοής στο Διάταγμα του Δικαστηρίου», του τα εξήγησε η μητέρα του. Η Αστυνομία δήλωσε, ποτέ δεν τον ρώτησε κάτι συγκεκριμένο για το ταξίδι που προγραμμάτισε με την μητέρα του το 2019 στο εξωτερικό, μήτε και του έγινε οποιαδήποτε αναφορά από τον πατέρα του για το ζήτημα.

                     

                      Στις ακόλουθες θέσεις του κ.Πλαστήρα ο μάρτυρας δήλωσε ότι δεν είχε τύχει ενημέρωσης για τα εν λόγω δεδομένα. Συγκεκριμένα ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν γνώριζε ότι ο πατέρας του απευθύνθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο ζητώντας την παρέμβαση του για να μπορεί να τον δει το 2021. Ποτέ δήλωσε δεν ενημερώθηκε από τη μητέρα του ότι είχαν προγραμματιστεί συναντήσεις με τον πατέρα του, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, παρουσία του Γραφείου Ευημερίας. Εάν το γνώριζε, και νοουμένου ότι ο πατέρας του «άλλαζε συμπεριφορά» δεν θα ήταν αρνητικός στο να τον συναντήσει. Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται και η ακόλουθη στιχομυθία :

 

 

      «Ε:   Δαμέ στην κατάθεση σου στις τελευταίες δύο γραμμές λέεις ότι, η τελευταία γραμμή «επειδή κάποιες φορές όντως δεν πάω ο παπάς … δεν υπακούει στο διάταγμα του Δικαστηρίου»

                      Α:   Ναι.

                      Ε.   Τούτο εν η μάμα που σου το εξήγησε δηλαδή;

                      A:    Ναι»[6].        

                      ……….

      

        «Ε:  Λούκας μου εγώ λέω σου ότι δεν έγιναν έτσι τα πράγματα με τον παπά σου όπως μας λαλείς.

                     

                       (Ολιγόλεπτη παύση από πλευράς του μάρτυρα)

                     

                       Ε.   Είναι αλήθεια αυτό;

                       A.   E, εσύ γιατί πιστεύεις έτσι;

                       E Eγώ σε ρωτώ Λ. μου. Πε μου την απάντηση σου.

                     

                       (Ολιγόλεπτη παύση από πλευράς του μάρτυρα)

                     

                    Α. Εγίνασιν.

                      (Ο μάρτυρας κτυπά τα χέρια του στο τραπέζι και κρατά το κεφάλι του)

                      ……

                    «E.        Τζιαι λέω σου ότι ο παπάς σου πάντα ενδιαφέρετουν για εσένα τζιαι ενδιαφέρεται τζιαι πάντα προσπαθά να σου δώκει το καλύτερο. 

                      A.           Ε...

                     

                      (Ολιγόλεπτη παύση από πλευράς του μάρτυρα) 

                      A.           Ε, τσου!

                     

                      …….

                      (Ολιγόλεπτη παύση από πλευράς του μάρτυρα)

                     A.         Εγώ πιστεύω ότι προσπαθούσε που προσπαθούσε αλλά δεν πλήρωνε διατροφή, δεν  πλήρωνε τα… Πώς τα λαλούν; Ξέρω το στα αγγλικά. Ξέρω τα που τούτα, πώς το λαλούν πάλε; Γενικά δεν έδινε λεφτά για διατροφή τζιαι άλλα πράγματα.

                      E.        Εν η μάμα σου που σου το είπε τζιαι τούτο, Λ. μου;

                      A.        Είπε μου το, ναι, ότι δεν πληρώνει διατροφή τζιαι γενικά δεν τον έκοφτε.

                      E.       Αν σου έλεγα ότι ο παπάς σου επλήρωνε πάντα τη διατροφή τζιαι με το παραπάνω ξέρεις το τούτο;

                      A.           Οι.

                      E.           Αν σου ελάλουν τζιαι τωρά ακόμα που δεν σε θωρεί τζιαι θέλει τόσο πολλά να σε δει, πληρώνει διατροφή, ξέρεις το;

                      A.        Όι, αφού δεν πληρώνει.

                     E.         Πληρώνει! Αν σου ελάλουν ότι έχει ασφάλεια, για να σπουδάσεις τζιαι βάλλει σου λεφτά τζιαι δεν εσταμάτησε παρόλο που δεν έρχεσαι να τον δεις, ξέρεις το τούτο;

                      A.           Όι»[7].

                     

                      Οι πιο πάνω ερωτήσεις ήταν το τέλος της αντεξέτασης του μάρτυρα.

 

                      Στη διαδικασία κατέθεσε και η μητέρα του ανήλικου (ΜΚ1). Σύμφωνα με την κατάθεση της Τεκμήριο 1 ο παραπονούμενος γεννήθηκε το 2008. Με τον κατηγορούμενο παντρεύτηκαν το 2004. Ο γάμος τους λύθηκε το 2015. Δυνάμει Διατάγματος Γονικής Μέριμνας ο κατηγορούμενος δικαιούτο να βλέπει το παιδί 2 φορές την εβδομάδα και κάθε δεύτερο Σαββατοκυρίακο τον μήνα. Η ίδια ήταν πάντοτε ενθαρρυντική στο να υπάρχει μια καλή σχέση μεταξύ πατέρα και παιδιού. Τον Σεπτέμβριο του 2019 ζητήθηκε η συγκατάθεση του κατηγορουμένου για την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού το εξωτερικό, με τον κατηγορούμενο να μην συνεργάζεται. Για την πραγματοποίηση του χρειάστηκε η έκδοση σχετικού Διατάγματος Δικαστηρίου. Η συμπεριφορά του ανηλίκου άλλαξε το Σεπτέμβριο του 2020. Περί τα μέσα του μήνα το παιδί εκφράστηκε αρνητικά για τον πατέρα του δηλώνοντας ότι δεν επιθυμεί την όποια επικοινωνία μαζί του. Η μη τήρηση του Διατάγματος οδήγησε τον κατηγορούμενο στην υποβολή καταγγελιών εναντίον της στον Αστυνομικό Σταθμό Ομορφίτας. Τον Οκτώβριο του 2020 ο ανήλικος επέδειξε βία στο σχολείο, με τον Διευθυντή να καλεί τους γονείς σε συνάντηση. Στη συνάντηση μεταξύ γονέων και Διευθυντή (εν τη απουσία του ανηλίκου) ο κατηγορούμενος ανέφερε ρητά ότι, είπε στο παιδί ότι, εάν δεν πηγαίνει μαζί του τις μέρες που πρέπει, θα καταγγέλλει τη μητέρα στην αστυνομία. Ο ανήλικος μετά το εν λόγω περιστατικό ξεκίνησε να παρακολουθείται από ειδικούς σε θέματα ψυχικής υγείας. Την 18.3.21 ο Λούκας εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα του ότι τον Σεπτέμβρη του 2020 και αφού ο κατηγορούμενος τον παρέλαβε από το σπίτι του Time, «τον χαστούκισε, αρπάζοντας τον από το πηγούνι, λέγοντας του όπως μην τολμήσει να αναφέρει οτιδήποτε». Την 23.6.21 η μάρτυρας δέχθηκε τηλεφώνημα από τη μητέρα της ξαδέλφης του Λ., η οποία την ενημέρωσε ότι ο ανήλικος είπε στη δεκάχρονη κόρη της τον Μάϊο του 2021, ότι «δεν θέλει τον πατέρα του», κάνοντας αναφορά «σε πατεράδες  που χτυπούν τα παιδιά τους με ζώνη». Ρωτώντας σχετικά τον υιό της, ο ανήλικος απάντησε θετικά. Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, το περιστατικό έλαβε χώρα τη μέρα που ο κατηγορούμενος τον παρέλαβε από το σπίτι του Time. Ανέφερε ότι  η ζώνη ήταν χρώματος καφέ και ότι χτυπήθηκε με αυτήν 2 φορές στην πλάτη. Το παιδί δεν έκλαψε αλλά πήγε αμέσως στο δωμάτιο του. Η μητέρα ρώτησε γιατί δεν της τηλεφώνησε, με τον ανήλικο να απαντά ότι το τηλέφωνο του δεν είχε μπαταρία. Σκέφτηκε είπε «να πέσει από το παράθυρο».

                     

                      Κατά την κυρίως εξέταση η ΜΚ1 παρέδωσε δύο Εκθέσεις Κλινικών Ψυχολόγων (Τεκμήριο 2- Δέσμη) που παρακολούθησαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, τον ανήλικο. Ο κατηγορούμενος είχε επικοινωνία με τον ανήλικο μέχρι την ημέρα που ο τελευταίος άσκησε βία στο σχολείο. Εκείνο το διάστημα ο ανήλικος αρνείτο πολλές φορές να δει τον πατέρα του. Η ίδια διαισθάνθηκε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε, διατηρώντας την πεποίθηση ότι μοναδικός λόγος που ο νεαρός επισκεπτόταν τον πατέρα του ήταν γιατί σε αντίθετη περίπτωση, ο κατηγορούμενος θα την κατήγγειλε στην αστυνομία, γεγονός το οποίο ο ανήλικος γνώριζε, εξ’ ου και οι αναφορές του στις συνεδρίες με τους ειδικούς ότι «θα προστατεύσει τη μητέρα του». Σύμφωνα με την μαρτυρία της, ο κατηγορούμενος την κατήγγελλε στην αστυνομία για παρακοή διατάγματος σε 24 διαφορετικές περιπτώσεις.

 

                      Συμφώνησε αντεξεταζόμενη ότι την 4.3.21 καταχώρισε την υπ’ αριθμόν 75/21 αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο αιτούμενη την αναστολή της όποιας επικοινωνίας του παιδιού με τον κατηγορούμενο. Ρωτήθηκε επιστάμενά από την υπεράσπιση γιατί, δεν επικοινώνησε με τον πατέρα του παιδιού μετά τις φερόμενες αποκαλύψεις του ανήλικου, με την τελευταία να απαντά ότι «δεν υπήρχε λόγος» αφού ο κατηγορούμενος «απλά θα αρνείτο τόσο την άσκηση σωματικής αλλά και ψυχικής βίας στο πρόσωπο του ανηλίκου». Θεώρησε ορθό να μεταβεί άμεσα στο Γραφείο Ευημερίας στο Καϊμακλί, το οποίο ανέλαβε να επικοινωνήσει με τον κατηγορούμενο. Επανήλθε ο κ. Πλαστήρας ρωτώντας γιατί, ενώ κατήγγειλε στο Γραφείο Ευημερίας τον Μάρτιο του 2021 τη φερόμενη βία στον Λούκας, δεν ανέφερε τίποτα από όλα αυτά ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου μεταξύ των μηνών Απριλίου και Ιουνίου 2021 ήτοι, κατά την εκδίκαση αμφότερων αιτημάτων παρακοής και αναστολής της επικοινωνίας του πατέρα με τον ανήλικο, με δεδομένη την παρουσία της στις ενώπιον του Δικαστηρίου εμφανίσεις, με την μάρτυρα να απαντά ότι δεν της είχε δοθεί ο λόγος. Στη θέση της υπεράσπισης ότι μοναδικός λόγος που προέβη στην επίδικη καταγγελία ήταν γιατί «είχε στενέψει πραγματικά ο κλοιός» σε ό,τι αφορούσε τις καταγγελίες του πατέρα για παρακοή διατάγματος, η μάρτυρας απάντησε ότι δεν είχε υποβάλει οποιοδήποτε αίτημα στο Οικογενειακό Δικαστήριο προ της επίδοσης της αίτησης παρακοής. Για τα περί καταγγελιών στην αστυνομία ο ανήλικος έμαθε «από το περιβάλλον του» δήλωσε η μάρτυρας, προσθέτοντας ότι, αφού το παιδί ήταν παρών όταν τηλεφωνούσε η αστυνομία «έπρεπε να του πει» και «όφειλε να εξηγήσει του Λούκας» ότι «ο πατέρας του έκανε πράξη την απειλή του»[8].

 

                      Παράλληλα δήλωσε, ο πατέρας απειλούσε σχετικά τον ανήλικο, γεγονός που κατά τη θέση της ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενώπιον του Διευθυντή του σχολείου, παραδεχόμενος ότι είχε αναφέρει στον ανήλικο ότι αν πήγαινε ταξίδι με τη μητέρα του στο εξωτερικό το 2019, θα την προέβαινε σε καταγγελία εναντίον της στην αστυνομία. Στη θέση της υπεράσπισης ότι η ίδια δεν παρουσίασε το παιδί σε συναντήσεις που είχαν διαταχθεί όπως διεξαχθούν από το Οικογενειακό Δικαστήριο παρουσία του Γραφείου Ευημερίας προς εξομάλυνση της όλης κατάστασης και οι οποίες στόχο είχαν την εκ νέου επαφή του ανήλικου με τον κατηγορούμενο, η μάρτυρας απάντησε ότι το παιδί δεν ήθελε να πάει. Η μάρτυρας έκανε αναφορά σε μηνύματα που κατείχε τα οποία αποδείκνυαν ότι ο πατέρας εκφόβιζε το παιδί ότι αν δεν πάει μαζί του, η μητέρα θα καταγγελθεί. Αυτά παρέδωσε στο Δικαστήριο- Τεκμήριο 5.

 

                      Προτελευταία μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ3), η Αστυφύλακας 3429, ανακριτής της υπόθεσης. Αναγνώρισε την κατάθεση της, Τεκμήριο 8 δηλώνοντας ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο Κλιμάκιο Βίας στην Οικογένεια του ΤΑΕ Λευκωσίας. Την 31.8.21 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο με τη βοήθεια διερμηνέως, κατηγορώντας τον με το πέρας αυτής για τη διάπραξη των επί του κατηγορητηρίου, αδικημάτων, Τεκμήριο 9. Η απάντηση του κατηγορούμενου στις κατηγορίες ήταν ότι: «Δεν έκανα τίποτε από όλα αυτά». Στη διαδικασία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 11 η γραπτή κατάθεση του κατηγορούμενου. Ερωτηθείσα ως προς τις ενέργειες της από την κατηγορούσα αρχή η μάρτυρας απάντησε ότι απέστειλε επιστολή στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας ζητώντας την ετοιμασία σχετικής έκθεσης, αναγνωρίζοντας το Τεκμήριο 4 ως την Έκθεση που παρέλαβε εις απάντηση του αιτήματος του κλιμακίου. Για σκοπούς κατηγορίας του κατηγορούμενου, η μάρτυρας συμβουλεύθηκε την έκθεση.

                     

                      Η αντεξέταση της μάρτυρος επικεντρώθηκε κυρίως στη διαμόρφωση της 2ης κατηγορίας και δη αυτή της πρόκλησης ψυχικής βλάβης στον ανήλικο. Η μάρτυρας συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι κατά το χρόνο που απέδωσε στον κατηγορούμενο την εν λόγω κατηγορία, δεν είχε προλάβει να παραδοθεί στο Κλιμάκιο η Έκθεση της Δρ. Κότσαπα. Στη θέση της υπεράσπισης ότι η αστυνομία με αυτή της ενέργεια «έβαλε το κάρο μπροστά από το άλογο», η μάρτυρας απάντησε:

                      «Επειδή αργούν από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας δεν μπορεί κανένας άλλος, κάμνουν 8 μήνες, δεν μπορώ να έχω μια υπόθεση εκεί τελειωμένη και να περιμένω απλά για να ένα αδίκημα που περιμένω μια έκθεση. Θα προχωρήσει η υπόθεση τζαι μπορεί να αφαιρεθεί μετά το συγκεκριμένο αδίκημα»[9].  

                      Σύμφωνα με τη μάρτυρα κανένα δικαίωμα του κατηγορούμενου δεν παραβιάστηκε από την εν λόγω ενέργεια, αφού διατηρούσε πάντοτε τη δυνατότητα όπως αρνηθεί ανακρινόμενος, όσα του αποδίδονταν. Η 2η κατηγορία συνέχισε, είναι απότοκο της άσκησης σωματικής βίας επί του ανηλίκου, και αφορά επίσης πρόσθεσε, τις φερόμενες απειλές ότι δεν θα επέτρεπε στο παιδί να μεταβεί στο εξωτερικό με την μητέρα του το 2019 και ότι θα κατάγγειλε αυτήν.

 

Η Δρ. Σοφία Κότσαπα, Ειδική Ψυχολόγος στη Διεύθυνση των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του ΟΚΥΠΥ, (ΜΚ4) αναγνώρισε την έκθεση που συνέταξε κατόπιν συνεδριών που είχε με τον ανήλικο, Τεκμήριο 4. Εξέτασε τον παραπονούμενο στην ηλικία των 12 ετών και 11 μηνών, ως μαθητή (τότε), της Β’ Γυμνασίου. Η Έκθεση ετοιμάστηκε κατόπιν γραπτών αιτημάτων του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λευκωσίας, Κλιμάκιο Βίας στην Οικογένεια και του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας. Με το παιδί διενεργήθηκαν τρεις συνεντεύξεις κατά την διεξαγωγή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν ψυχοδιαγνωστικές εξετάσεις. Συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν και με τους γονείς του ανηλίκου. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 4 ο πατέρας κατάγεται από την Αργεντινή και η μητέρα από την Κύπρο. Ο κατηγορούμενος έχει ακόμη 3 παιδιά από προηγούμενο γάμο. Το 2013 οι γονείς έλαβαν διαζύγιο και η επικοινωνία του ανηλίκου με τον πατέρα ορίστηκε μέσω Διατάγματος Επικοινωνίας. Αυτή ήταν τακτική παρόλο που ο ανήλικος εξέφραζε επιθυμία όπως μη διανυκτερεύει στην οικία του πατέρα. Τον τελευταίο χρόνο ο ανήλικος αρνιόταν οποιαδήποτε επικοινωνία με τον πατέρα του, επικαλούμενος περιστατικά σωματικής και ψυχολογικής βίας. Ο ανήλικος είχε εκφράσει μεταξύ άλλων, φόβο για το σκοτάδι, διαταραχές ύπνου (ειδικά όταν βρισκόταν στο σπίτι του πατέρα του), και δυσκολία στο να κοιμηθεί μόνος του. Κατά το χρόνο αξιολόγησης του κοιμόταν (ακόμη) με τη μητέρα του. Ο ανήλικος είχε αξιολογηθεί και στο παρελθόν από δύο άλλους, Ιδιώτες ψυχολόγους κατόπιν αιτημάτων της μητέρας (Τεκμήριο 2).  Σύμφωνα πάντοτε με την Έκθεση:

 

«Ο παραπονούμενος αναφέρθηκε σε περιστατικό όπου ο πατέρας του τον κτύπησε με την ζώνη στην πλάτη καλώντας τον να μην το πει πουθενά, και γενικότερα ότι αισθάνεται ότι ο πατέρας του δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για τον ίδιο αφού δεν του έδινε σημασία και δεν ενδιαφερόταν για τις ανάγκες του. Η αφήγηση του όταν αναφερόταν στον πατέρα του παρουσιαζόταν με επίπεδο συναίσθημα παρότι ανέφερε πως οι σχετικές αναφορές του προκαλούσαν φόβο και θυμό. Το νοητικό επίπεδο του ανήλικου κυμαινόταν εντός του αναμενόμενου για την ηλικία του, ενώ παρατηρήθηκε καλός ρυθμός ομιλίας, ανεμπόδιστη ροή και περιεχόμενο σκέψεων απαλλαγμένων από παθολογικά στοιχεία».

 

Σε ό,τι αφορά τους γονείς καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«Κατά την ενημερωτική συνάντηση παρατηρήθηκε η τάση (της μητέρας) για πλήρη επίρριψη ευθυνών στον πατέρα για τις συναισθηματικές δυσκολίες του εξεταζόμενου και η δυσκολία της να αναγνωρίσει τη δική της συμβολή στη διατήρηση της εξαρτητικής σχέσης με τον εξεταζόμενο. Σύμφωνα με πληροφόρηση που λήφθηκε από τον πατέρα και τη σύντροφο του, οι ίδιοι προσπαθούσαν να τον οριοθετήσουν, να θέσουν πρόγραμμα και κανόνες ενώ περιέγραψαν τη μητέρα ως παρεμβατική, υπερπροστατευτική και χωρίς να οριοθετεί τον εξεταζόμενο».

 

Παραθέτω αυτούσια τα συμπεράσματα και εισηγήσεις της μάρτυρος, ως αυτά αποτυπώνονται στην τελευταία σελίδα του Τεκμηρίου 4:  

 

«Από την αξιολόγηση διαφάνηκαν συναισθήματα άγχους, φοβικές συμπεριφορές και συναισθηματικές δυσκολίες τα οποία σχετίζονταν κυρίως με άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα του αλλά και με άγχος επίδοσης. Ο εξεταζόμενος φάνηκε να μην έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια υγιή σχέση με τους γονείς του με αποτέλεσμα την ύπαρξη μιας εξαρτητικής σχέσης με τη μητέρα του η οποία ενδεχομένως να ενισχύθηκε έπειτα από ορισμένα περιστατικά με τον πατέρα, καθώς ενδεχομένως και λόγω του τρόπου οριοθέτησης και διαπαιδαγώγησης του εξεταζόμενου από τον πατέρα του, τα οποία δύναται να οδήγησαν και στην άρνηση του εξεταζόμενου για οποιαδήποτε επικοινωνία με τον πατέρα του. (…) Συνίσταται η προστασία του ανήλικου από ενδεχόμενη έκθεση του σε ακατάλληλες πληροφορίες καθώς (αυτή) δύναται να επιβαρύνει περαιτέρω τη ψυχική του κατάσταση».

 

Η μάρτυρας υιοθέτησε πλήρως το περιεχόμενο της Έκθεσης, το περιεχόμενο της οποίας αποτέλεσε και την κυρίως εξέταση της. Εξήγησε στο Δικαστήριο κατά τη ζώσα μαρτυρία της την ορολογία που χρησιμοποίησε, τις εξετάσεις και τον τρόπο που διενήργησε αυτές και τα συμπεράσματα της. Κοντολογίς δήλωσε, οποτεδήποτε το παιδί καλείται να αποχωριστεί τη μητέρα, εκδηλώνει έντονο άγχος. Αυτό γιατί έχει εξιδανικεύσει τη μητέρα θεωρώντας ότι η ίδια αποτελεί το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να του παρέχει ασφάλεια. Υποβόσκει σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ένα γενικότερο άγχος το οποίο φανερώνεται οποτεδήποτε το παιδί καλείται να μείνει μόνο του σπίτι ή να μεταβεί στον πατέρα του, ενώ υπάρχει χαμηλή ανοχή στην ματαίωση, γεγονός που οδηγεί σε ξεσπάσματα θυμού. Σύμφωνα με το ιστορικό που λήφθηκε, οι γονείς είχαν έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο διαπαιδαγώγησης του ανηλίκου, περιλαμβανομένης και της οριοθέτησης του, σε βαθμό που ο πατέρας, ο οποίος επιθυμούσε την τήρηση ενός προγράμματος και κανόνων να αποτυπώνεται στα μάτια του ανηλίκου ως ο αυστηρός, ενισχύοντας καθ’ αυτόν τον τρόπο την αρνητική εικόνα που είχε το παιδί για τον πατέρα. Με κανένα εκ των δύο γονέων η σχέση του, δήλωσε η μάρτυρας δεν ήταν υγιής. Με τον έναν αισθανόταν ανασφάλεια και με τον άλλον υπήρχε σχέση εξάρτησης. Ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση κατά πόσον η σχέση εξάρτησης μεταξύ μητέρας- παιδιού συνέτεινε στη δημιουργία μιας αρνητικής εντύπωσης για τον πατέρα, με τη μάρτυρας να απαντά «ότι αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα». Δήλωσε περαιτέρω ότι:

 

«Εάν ένα παιδί γνωρίζει λεπτομέρειες, την οποιαδήποτε διαμάχη στη σχέση των γονέων αυτό σίγουρα επιβαρύνει την ψυχοσυναισθηματική του κατάσταση γι’ αυτό εισηγούμαστε τα παιδιά να μην εμπλέκονται στις διαδικασίες, δηλαδή να μην γνωρίζουν ιδιαίτερες πληροφορίες αναλόγως και την ηλικία τους, αν υπάρχουν δικαστικές διαμάχες, τι συμβαίνει μεταξύ των γονέων. Καλύτερα το παιδί να προστατεύεται. (…) Το συγκεκριμένο παιδί είχε αξιολογηθεί άλλες δύο φορές. Το λέω γιατί θεωρώ ότι είναι σημαντικό. Είχε μπει ξανά και ξανά σε αυτή τη διαδικασία και ήταν η τρίτη φορά που τον αξιολογούσαν. Με αυτό τον τρόπο θεωρούσα ότι το παιδί είχε εμπλακεί στη διαδικασία που συνέβαινε.(…) Θέλω να το ξεκαθαρίσω, αλλά σίγουρα αν το παιδί εκτίθεται στις διαμάχες κτλ σίγουρα θα προσπαθήσει να προστατεύσει σε εισαγωγικά πάντοτε τον γονιό τον οποίο έχει μια πιο στενή σχέση, μια σχέση εξάρτησης. Γνώριζε κάποια πράγματα που συνέβαιναν μεταξύ των γονέων και αυτό θεωρώ δεν είναι υπέρ της καλής ψυχοσυναισθηματικής του κατάστασης …».

 

Μαρτυρία Υπεράσπισης

      Μοναδικός μάρτυρας εκ μέρους της υπεράσπισης ο κατηγορούμενος. Στην κατάθεση του ημερ. 31.8.21 (Τεκμήριο 11), ο αναφέρει ότι διαμένει στην Κύπρο τα τελευταία 17 χρόνια και είναι καθηγητής σε Ιδιωτικό Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας, διδάσκοντας Λογιστική. Αν και υπάρχει Διάταγμα Επικοινωνίας με το παιδί, αυτό δεν τηρείται καθότι έχει να δει το παιδί από τον Οκτώβριο του 2020. Σύμφωνα με τον ίδιο, έκανε προσπάθειες για να δει τον ανήλικο όμως όλες του οι προσπάθειες έπεσαν στο κενό αφού η μητέρα δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα του. Η σχέση του με το παιδί ήταν φυσιολογική στο παρελθόν διευκρινίζοντας όμως ότι στον Λ. δεν άρεσε η όποια προσπάθεια οριοθέτησης του όπως παραδείγματος χάριν, «να παίζει πιο λίγες ώρες Playstation ή να κάνει μπάνιο μετά που έπαιζε ποδόσφαιρο ή να μην τρώει ανθυγιεινά». Ποτέ δεν χειροδίκησε πάνω στο παιδί. Ποτέ δεν απείλησε τον νεαρό ότι «θα κατήγγειλε τη μητέρα του στην Αστυνομία αν έφευγε μαζί της για ταξίδι ή ότι δεν θα υπέγραφε την απαραίτητη συγκατάθεση». Η μόνη αναφορά σε ότι αφορούσε το ταξίδι ήταν προς τη μητέρα του ανήλικου ότι «δεν θα της υπέγραφε τη συγκατάθεση για να ταξιδέψει με το νεαρό όμως ο ίδιος συναίνεσε αφού είχαν μιλήσει οι δικηγόροι των μερών μεταξύ τους, με τη συμφωνία ότι το παιδί θα περνούσε 5 ημέρες μαζί του τα Χριστούγεννα του 2019»[10]. Ανακριθείς αρνήθηκε την τοποθέτηση της αστυνομίας ότι την 27.10.20 διενήργησε συμπεριφορά η οποία προκάλεσε ψυχική βλάβη στον ανήλικο, απειλώντας τον ότι «εάν δεν έρχεσαι μαζί μου τις ημέρες που πρέπει να σε πιάνω θα καταγγείλω την μητέρα σου στην Αστυνομία».

 

Σύμφωνα με τα λεγόμενα του και ενώ το Διάταγμα τηρείτο αρχικά, μια μέρα εντός Σεπτεμβρίου 2020 που πήγε να παραλάβει το παιδί, η μητέρα του είπε ότι «το παιδί δεν θα πάει μαζί του» χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση. Ο ίδιος συνέχισε να μεταβαίνει κανονικά κατά τις καθορισμένες ώρες και ημέρες για παραλαβή του παιδιού, το οποίο έκτοτε δεν του παραδόθηκε.  Μεταξύ των μηνών Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2020 μετέβη περί τις 20 φορές στον Αστυνομικό Σταθμό ζητώντας τους όπως μεσολαβήσουν. Δυνάμει των πιο πάνω αναγκάστηκε, όπως το Δεκέμβριο του 2020 καταχωρήσει αίτηση για παρακοή Διατάγματος ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο συνέχισε, είχε προγραμματίσει όπως λάβουν χώρα συναντήσεις μεταξύ του ιδίου και του παιδιού, παρουσία του Γραφείου Ευημερίας, όμως το παιδί ποτέ δεν εμφανίστηκε. Η μητέρα είχε δηλώσει ότι το παιδί δεν επιθυμούσε να παρευρεθεί. Πρόσθεσε ότι κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου το Γραφείο Ευημερίας επισκέφθηκε την οικία του, ετοιμάζοντας σχετική Έκθεση ως προς την καταλληλόλητα τόσο του ιδίου αλλά και των συνθηκών διαβίωσης του παιδιού στο χώρο, καταλήγοντας ότι δεν υπήρχε κάποιος λόγος που να δικαιολογεί την μην εφαρμογή του Διατάγματος. Τα πιο πάνω ευρήματα σύμφωνα με τον ίδιο, οδήγησαν τη μητέρα όπως καταγγείλει και το Γραφείο Ευημερίας.

 

Μετά την ολοκλήρωση της πιο πάνω έρευνας, του επιδόθηκε η παρούσα καταγγελία. Σε κανένα στάδιο ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου δεν έγινε λόγος για το υποτιθέμενο περιστατικό. Τόνισε ότι την ημέρα που πήγε να τον παραλάβει τον γιο του από το σπίτι του φίλου του, ο Λούκας δεν τον ακολούθησε αλλά αντίθετα, ενώ του είχε υποσχεθεί ότι θα τον ακολουθούσε, μετέβη με το ποδήλατο στο σπίτι της μητέρας όπου και έμεινε. Σε ότι αφορά τα περί απειλών για το ταξίδι του 2019 αποκρίθηκε ως ακολούθως:

 

«Το θέμα αυτό, πρώτον, εγώ ήθελα να πάω στην Ισπανία τον Δεκέμβρη με τον Λούκας να δω τον αδελφό μου. Η μάνα του Λ. απάντησε «όχι είναι πολύ επικίνδυνο, είναι πολύ κρύο». «Ok  δεν θα πάμε». Μετά εμφάνισε το θέμα με τα Χριστούγεννα με ποιόν θα περάσει χρόνο ο Λούκας. Έπρεπε να έρθει μαζί μου, όπως λέει το Διάταγμα. Η μάνα του Λ. είπε ότι δεν θα περάσει 5 μέρες μαζί μου, επειδή είναι πολλές μέρες. Εγώ είπα «ποιος είπε αυτό;». Τότε επίσης είπε «Θέλουμε να πάμε Λίβερπουλ να κάνουμε ένα ταξίδι με τον Λούκας» Εγώ της είπα μετά «Δεν θα υπογράψω ο Λ. να πάει στο εξωτερικό, αν δεν θα περάσει μαζί μου 5 μέρες στα Χριστούγεννα» και μεταξύ τους οι δικηγόροι κανόνισαν να υπογράψω το χαρτί αυτό αλλά να έρθει ο Λ. και μεταξύ αυτής της κουβέντας, η μάνα του πήρε τα tickets, χωρίς να μου πει εμένα τίποτε. Είπε ο Λ. «έχουμε τα tickets». Μετά εγώ τί; Δεν θα υπογράψω το χαρτί; Πήγα, υπόγραψα το χαρτί, περάσαμε 5 μέρες με τον Λ. και τελείωσε, αλλά ποτέ δεν είπα του Λούκας να κάνω αυτό και όλες οι κουβέντες στο Δικαστήριο ήταν με τη μητέρα του Λούκας και εμένα. Ποτέ στη μέση δεν έπρεπε να πω τίποτε».

 

Ποτέ δεν είπε στο Λ. ότι θα κατήγγειλε την μητέρα του στην Αστυνομία, μήτε και παραδέχθηκε κάτι σχετικό μπροστά στο Διευθυντή του σχολείου. Στις θέσεις της κατηγορούσας αρχής ότι δεν ενδιαφερόταν ουσιαστικά για το παιδί, μήτε και επέδειξε εμπράκτως την επιθυμία του όπως συναντηθούν, ο κατηγορούμενος όχι μόνο αρνήθηκε τις εν λόγω τοποθετήσεις αλλά έκανε λόγο για αριθμό μηνυμάτων που απέστελλε στην μητέρα αλλά και στο παιδί ενώ βρισκόταν έξω από την οικία, αναμένοντας την παρουσία του. Υπήρξαν δήλωσε φορές που περίμενε έξω από το σπίτι μέχρι και 45 λεπτά, ενώ άλλες, αναγκάστηκε να τηλεφωνήσει του αδελφού της μητέρας για να μεσολαβήσει, σε μια ύστατη προσπάθεια να δει το παιδί.

 

 

 

Δήλωσε ότι αισθανόταν ανήμπορος διερωτώμενος:

«Tι άλλο μπορούσα να κάνω, ο οποίος είχα δύο ώρες την εβδομάδα, δύο φορές και δεν είχα κανέναν να μιλήσει, ούτε τη μάνα ούτε το παιδί»[11]

 

Ποτέ δεν απείλησε τον Λ., ότι θα κατήγγειλε τη μητέρα, ενώ ενδεχομένως οτιδήποτε άκουσε να άκουσε από την μητέρα του, «αφού του ίδιου ποτέ δεν του απαντούσε τα τηλέφωνα». Σύμφωνα με τον ίδιο, το Διάταγμα Επικοινωνίας καθόριζε τον τρόπο μέσω του οποίου θα προστατεύονταν αμφότεροι γονείς, με τον ίδιο να μην θέτει ποτέ στη μέση τον ανήλικο, θεωρώντας ότι αυτή η καταγγελία έγινε επί σκοπού. Τέλος, πίστωσε τον ανήλικο αναφέροντας ότι ως έφηβος ενδέχεται να «έπλασε» αυτή την ιστορία. Αν ποτέ κτυπούσε το παιδί οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές προσθέτοντας με δάκρυα στα μάτια ότι το γεγονός ότι έχει 4 χρόνια να δει το παιδί αποτελεί την χειρότερη συνέπεια που θα μπορούσε να υπάρξει, τόσο για το παιδί, όσο και για τον ίδιο.

                     

                      Αξιολόγηση Μαρτυρίας

                                     Έχω ως γνώμονα μου τη νομολογία που αφορά στο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγηση της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Το Δικαστήριο παρακολούθησε όλους τους μάρτυρες της διαδικασίας με ιδιαίτερη προσοχή αφού, η εντύπωση,:

                      «…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων.[12]

 

                      Μέσω της αξιολόγησης ενός μάρτυρα το Δικαστήριο καλείται ουσιαστικά, να αναλύσει τα λεγόμενα του, τις αντιδράσεις και συμπεριφορά του επί του εδωλίου, και να αναδείξει υπό το πρίσμα της ανθρώπινης πείρας και φύσης το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής που παρουσιάζεται.

 

                      Το Δικαστήριο θα αξιολογήσει πρώτα την μαρτυρία του βασικότερου μάρτυρα κατηγορίας, ήτοι του νεαρού Λ. (ΜΚ2). Υπενθυμίζεται στο στάδιο αυτό ότι το παιδί μαρτύρησε κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου από το Σπίτι του Παιδιού προστατεύοντας κατά αυτό τον τρόπο την ποιότητα της μαρτυρίας του από εξωγενείς παράγοντες και κινδύνους, οι οποίοι κανονικά, δεν πρέπει να επηρεάζουν την ποιότητα της, όπως ο φόβος, η ντροπή ή το άγχος. Οι παράγοντες αυτοί, έστω και υποκειμενικοί, κρίθηκαν εύλογοι, με το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη τη φύση των αδικημάτων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο και τη σχέση των μεταξύ των παραγόντων της δίκης. Δόθηκαν λοιπόν στον παραπονούμενο τα κατάλληλα εφόδια, επιτρέποντας του όπως δώσει τη μαρτυρία του απρόσκοπτα, υπό την επίβλεψη κατάλληλου προσωπικού, διασφαλίζοντας με κάθε δυνατό τρόπο τόσο την ψυχολογική αλλά και συναισθηματική του κατάσταση από οποιαδήποτε συναισθήματα θα του απέτρεπαν από το να αποδώσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα όσα έλαβαν χώρα.   

                     

                      Η μαρτυρία του ανήλικου κρινόμενη συνολικά και όχι αποσπασματικά, άφησε το Δικαστήριο ιδιαίτερα προβληματισμένο ως προς το κατά πόσον το περιστατικό που περιέγραψε στην κατάθεση του έλαβε πράγματι, χώρα. Ενώ στην κατάθεση του περιγράφει την ημέρα και τον τρόπο που επεσυνέβη το περιστατικό της πρώτης κατηγορίας, κατέστη φανερό κατά την αντεξέταση του ότι αδυνατούσε πραγματικά, είτε όπως περιγράψει το εν λόγω συμβάν, είτε όπως τοποθετήσει αυτό χρονικά παρά των ευκαιριών και χρόνου που του δόθηκε.

                      Ο μάρτυρας όχι μόνο αδυνατούσε όπως δώσει την δική του εκδοχή ως προς τα γεγονότα, αλλά αντίθετα, αναίρεσε με τις απαντήσεις του όσα καταλογίζονται στον πατέρα του, απαντώντας ότι τη μοναδική φορά που ο πατέρας του πήγε να τον παραλάβει από το σπίτι του φίλου του, τον ξεγέλασε, μη επιθυμώντας να τον ακολουθήσει, μεταβαίνοντας κρυφά στο σπίτι της μητέρας του, όπου και παρέμεινε. Δήλωσε ευθαρσώς στο Δικαστήριο ότι την επίμαχη ημέρα, ποτέ δεν ακολούθησε τον πατέρα του στην οικία του, συμφώνως των προνοιών του Διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αφαιρώντας έτσι ουσιαστικά το οποιοδήποτε βάθρο σύνδεσης του κατηγορούμενου με τα υπό κρίση αδικήματα. Κοντολογίς, τα όσα ανέφερε ανακρινόμενος ο ανήλικος επί του προκειμένου, δεν υποστήριξε ενόρκως.

                     

                      Δεν διέλαθαν βεβαίως της προσοχής του Δικαστηρίου το νεαρό της ηλικίας του μάρτυρα και οι ιδιαιτερότητες της παρούσας υπόθεσης, όπως επίσης και οι αναφορές της ΜΚ4 ότι το νοητικό επίπεδο του ανηλίκου ανταποκρίνετο στην ηλικία του, με το περιεχόμενο των σκέψεων του να είναι απαλλαγμένο από παθολογικά στοιχεία. Σημειώνεται δυνάμει των πιο πάνω ότι αυτός ήταν και ο λόγος που δόθηκε στον μάρτυρα περίσσιος χρόνος κατά την αντεξέταση του, αφού σκοπός ήταν όπως τοποθετηθεί επί των κατηγοριών στο δικό του χρόνο. Έχοντας τις πιο πάνω επισημάνσεις κατά νου θα ανέμενε κανείς όπως, τα όσα βαρυσήμαντα ανέφερε στην κατάθεση του, και τα οποία εκεί περιέγραψε με κάποια λεπτομέρεια, θα ήταν σε θέση να υποστηρίξει ενόρκως, δίδοντας μια εικόνα στο Δικαστήριο ως προς το τί, συνέβη. Αντίθετα όμως, καμία λεπτομέρεια ή περιγραφή δεν παρατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με το συμβάν, με τον μάρτυρα να επιλέγει όπως μην κάνει καμία αναφορά στο περιστατικό. Μήτε και τοποθέτησε χρονικά το περιστατικό σε κάποια άλλη ημερομηνία, εντός Σεπτεμβρίου 2020, συμφώνως των Λεπτομερειών της κατηγορίας. Οι απαντήσεις του ανήλικου ήταν συγκεχυμένες και συνάμα αντικρουόμενες μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό που το Δικαστήριο δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία του για σκοπούς καταδίκης του κατηγορούμενου.

 

 

 

                      Το ασαφές του κατά πόσον το συμβάν της 1ης κατηγορίας όντως έλαβε χώρα συμφώνως των αναφορών του μάρτυρα, δεν μπορεί παρά να συμπαρασύρει σε απόρριψη και την 2η κατηγορία, στο βαθμό που αυτή αφορά την πρόκληση ψυχικής βλάβης στον ανήλικο ένεκα του φερόμενου ξυλοδαρμού του από τον κατηγορούμενο. 

                     

                      Σε ότι αφορά τη 2η κατηγορία και δη, την πρόκληση ψυχικής βλάβης ένεκα των  φερόμενων απειλών που εκστόμιζε ο πατέρας στο πρόσωπο του νεαρού ότι, «αν δεν πάει μαζί του θα καταγγείλει την μητέρα του στην αστυνομία» ή «ότι δεν θα υπογράψει (ο πατέρας) για να πάει ταξίδι στο εξωτερικό με τη μητέρα του», δεν μπορεί παρά να σημειωθεί ότι, ούτε η αστυνομία, ούτε η κατηγορούσα αρχή ρώτησε οτιδήποτε σχετικό επί τούτο τον ανήλικο, προς υποστήριξη ή απόδειξη της κατηγορίας, είτε κατά το στάδιο της ανάκρισης ή έστω, μετέπειτα. Στις ερωτήσεις δε της υπεράσπισης επί του προκείμενου, η θέση του νεαρού ήταν ξεκάθαρη. Τα όσα γνώριζε περί καταγγελιών στο πρόσωπο της μητέρας, δεν προήλθαν από τον κατηγορούμενο αλλά από την μητέρα του, γεγονός το οποίο έρχεται σε πλήρη αντίθεση τα όσα η αστυνομία επέλεξε να καταλογίσει στον κατηγορούμενο ως «ψυχική βλάβη» δια των λεπτομερειών της κατηγορίας. Σε ότι αφορά δε το προγραμματισμένο ταξίδι το 2019, τίποτα σχετικό δεν ρωτήθηκε από την αστυνομία για να μπορεί ο μάρτυρας να τοποθετηθεί είτε θετικά είτε αρνητικά, επί του κατά πόσον όντως λέχθηκε κάτι τέτοιο, και αν ναι, τί συνέπειες, αν οποιεσδήποτε, υπήρξαν στο άτομο του. Η στιχομυθία που παρέθεσε το Δικαστήριο ανωτέρω, ως προς το είδος και φύση των πληροφοριών που (επιλεκτικά) λάμβανε ο ανήλικος από τη μητέρα, ως εξάλλου ο ίδιος υποστήριξε, επιβεβαιώνουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τις αναφορές της ΜΚ4 επί του προκείμενου, ως προς το εύπλαστο (ακόμη) του χαρακτήρα του, και των ενδεχόμενων επιπτώσεων που μπορεί αυτές να επιφέρουν στο ψυχισμό του. Και αυτό γιατί, ο ανήλικος στο άκουσμα συγκεκριμένων (θετικών) πληροφοριών από την υπεράσπιση κατά την επί ακροατηρίω διαδικασία που αφορούν στις προσπάθειες και διαβήματα που έκανε ο πατέρας για να δει το παιδί, άλλαξε στάση, αναφέροντας ότι, όχι μόνο δεν ήταν γνώστης των συγκεκριμένων δεδομένων, αλλά, αν αυτά (τα δεδομένα) όντως ευσταθούν, ο ίδιος ενδέχεται να ήταν θετικός σε μια εκ νέου συνάντηση με το γονέα, ενθυμούμενος τελικά ότι, δεν ήταν ανέκαθεν κακές οι σχέσεις του με τον κατηγορούμενο, αλλά αντίθετα, μαζί προέβαιναν και σε αριθμό δραστηριοτήτων. Για όλους τους λόγους που έχουν καταγραφεί ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η οικοδόμηση οποιονδήποτε συμπερασμάτων προερχόμενων από τη μαρτυρία του ανήλικου θα ήταν άκρως επισφαλή και ως εκ τούτου καταλήγει ότι επί αυτής δεν μπορεί να βασιστεί.   

 

                      Αναφορικά με τη μαρτυρία της ΜΚ1 είναι σημαντικό να λεχθεί ότι αποδέχομαι τη θέση ότι έγινε δέκτης συγκεκριμένων πληροφοριών από τον ανήλικο, με τον τελευταίο να της αποκαλύπτει κατόπιν σχετικών ερωτήσεων που προήλθαν από την ίδια, τα όσα κατ’ ισχυρισμόν έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο του 2020. Σημειώνεται όμως ότι παρά την αποδοχή της πιο πάνω θέσης της, έχει εντοπιστεί αναντιστοιχία μεταξύ της μαρτυρίας της μητέρας με αυτή του ανηλίκου, τόσο ως προς την περιγραφή του περιστατικού αλλά και ως προς τον χρόνο που αυτό αποκαλύφθηκε. Ο ανήλικος υποστήριξε ότι κτυπήθηκε από τον  πατέρα στο δεξί μάγουλο, γεγονός που τον οδήγησε στο δωμάτιο του. Εκεί τον ακολούθησε ο πατέρας κτυπώντας τον τρείς φορές με τη ζώνη στην πλάτη. Ο ίδιος έμεινε στο δωμάτιο και έκλαιγε. Δήλωσε στην κατάθεση του ότι τα πιο πάνω αποκάλυψε στη μητέρα τον Ιανουάριο του 2021. Η μητέρα ανέφερε ότι ο ανήλικος κτυπήθηκε στο μάγουλο και ότι ο πατέρας τον «έπιασε από το πιγούνι» λέγοντας του να μην το πει πουθενά. Πήγε στο δωμάτιο του όπου κτυπήθηκε από τον κατηγορούμενο με ζώνη δύο φορές. Της είπε ότι δεν έκλαιγε. Τα περί χαστουκιού της αποκάλυψε την 18 Μαρτίου 2021. Η μητέρα έγινε γνώστης της πλήρους έκτασης του περιστατικού τον Ιούνιο του 2021. Οι πιο πάνω θέσεις της μάρτυρος έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ανέφερε το ίδιο το παραπονούμενο πρόσωπο ενώπιον του Δικαστηρίου. Με δεδομένη δε τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του ανήλικου, αλλά και της αναντιστοιχίας των λεγομένων των όσων η μητέρα μετέφερε στο Δικαστήριο ως εξ’ ακοής μαρτυρία, ως προς το φερόμενο ξυλοδαρμό, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα επί του προκείμενου στη μαρτυρία της. Σε ό,τι αφορά δε τις αναφορές της μάρτυρος εν σχέση με το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας υπενθυμίζεται, ότι κανένα παράπονο δεν εκφράστηκε (ουσιαστικά), μήτε προωθήθηκε κατά την επί ακροατηρίω διαδικασία από το φερόμενο ως δέκτη των «απειλών», παραπονούμενο.

 

                      Το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 το οποίο παρέδωσε η μάρτυρας προς υποστήριξη των αναφορών της περί «απειλών» και «εκβιασμών» στο πρόσωπο του ανήλικου, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνουν τις αναφορές της αλλά αντίθετα, εντοπίζονται μηνύματα μεταξύ πατέρα και υιού αλλά και πατέρα με μητέρα με τα οποία ο πρώτος κυριολεκτικά παρακαλεί να δει το παιδί, προτείνοντας διάφορες εναλλακτικές επιλογές ως προς το πώς θα μπορούσαν να περάσουν τη λίγη ώρα που είχαν μαζί. Οι όποιες εντάσεις μεταξύ μάρτυρος και πατέρα, ή διαφωνίες που ενδεχομένως είχαν ή έχουν ως προς τα ζητήματα που άπτονταν/αι της επικοινωνίας με το παιδί δεν αποτελούν, σε καμία περίπτωση, επίδικα ως προς την υπό κρίση υπόθεση, ζητήματα. Αναρμόδιο θα ήταν το παρόν Δικαστήριο όπως αποφανθεί επί οποιουδήποτε επιμέρους ζητήματος που αφορά στις μεταξύ των γονέων διαφορές, οι οποίες, με γνώμονα την ένταση τους, μόνο (επιπλέον) πληγές ενδέχεται να επιφέρουν στο ψυχισμό του ανηλίκου. Επί της μαρτυρίας της ΜΚ1 το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί με ασφάλεια για την εξαγωγή στέρεων συμπερασμάτων και συνακόλουθα, ευρημάτων.   

 

                                    Η μαρτυρία της ΜΚ3 σε ότι αφορά τις ενέργειες της ως ανακριτής της υπόθεσης γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο. Η μαρτυρία της όμως στο σύνολο της, δεν κατάφερε να διασαφηνίσει τα όσα αφορούν τις υπό κρίση κατηγορίες αφού, δεν είχε να προσδώσει οτιδήποτε σε ότι αφορά τα επίδικα γεγονότα. Δεν μπορεί εδώ να μην σημειωθεί βεβαίως το απαράδεκτο της θέσης της μάρτυρος ότι προχώρησε αποδίδοντας κατηγορίες στον ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενο χωρίς να έχει ενώπιον της επί του προκείμενου, είτε την Έκθεση των αρμοδίων Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, στους οποίους αποτάθηκε προς διερεύνηση της υπόθεσης  ή έστω, τη θέση του παραπονούμενου. Ουδέποτε ρωτήθηκε ο ανήλικος από την αστυνομία κατά πόσον ο πατέρας του εκφράστηκε εναντίον της μητέρας του κατά τρόπον που να επηρέασε δυσμενώς τη ψυχική του κατάσταση ή οτιδήποτε που να αφορά στο ταξίδι που είχε πραγματοποιηθεί το 2019 στο εξωτερικό.

 

                     

 

                      Αποδέχομαι ως ειλικρινή και αξιόπιστη την μαρτυρία της ΜΚ4, που εξέτασε τον παραπονούμενο, Δρ. Κότσαπα. Υπενθυμίζεται στο στάδιο αυτό η ευθυγραμμισμένη νομολογιακή προσέγγιση ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, γίνεται δυνάμει των ίδιων αρχών βάση των οποίων κρίνονται οι μαρτυρίες κοινών μαρτύρων (βλ. Κώστας Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113). Σύμφωνα με τη νομολογία, έκαστος εμπειρογνώμονας που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο έχει την υποχρέωση όπως εφοδιάσει αυτό δια της μαρτυρίας του, με τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια τα οποία, το Δικαστήριο αφού ακούσει και λάβει υπόψιν του, χρησιμοποιήσει κατά τρόπον που να του επιτρέπει όπως σχηματίσει τη δική του, ανεξάρτητη κρίση ως προς την ορθότητα των συμπερασμάτων του. Καλείται επίσης όπως με την εφαρμογή των κριτηρίων που παρουσιάστηκαν, εφαρμόσει αυτά, στα γεγονότα που παρουσιάστηκαν και απαρτίζουν την ενώπιον του υπόθεση. Η ιδιότητα και προσόντα της ΜΚ4 ουδόλως έτυχαν αμφισβήτησης από την υπεράσπιση. Η ΜΚ4 ήταν το πρόσωπο που εξέτασε και αξιολόγησε τον παραπονούμενο, ετοιμάζοντας το Τεκμήριο 4. Παρέθεσε στο Δικαστήριο τα επιστημονικά της συμπεράσματα κατά τρόπον που να επιτρέπουν στο Δικαστήριο τη διαμόρφωση της δικής του ανεξάρτητης κρίσης, σε σχέση με την εφαρμογή τους επί των γεγονότων που αναδεικνύονται μέσα από τη μαρτυρία. Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον τα κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα των κατηγοριών διαπράχθηκαν, ούτε και άποψη μπορούσε να εκφέρει στο κατά πόσον οι αναφορές του ανήλικου ήταν αληθείς, ή όχι. Ούτε και αυτός άλλωστε είναι ο ρόλος της. Σκοπός της Έκθεσης της ήταν όπως παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου μια ολοκληρωμένη εικόνα που αφορά στην ψυχολογική κατάσταση του εξεταζόμενου. Με την πιο πάνω σημαντική επισήμανση, η μαρτυρία της ΜΚ4 γίνεται αποδεκτή στην ολότητα της.

 

                      Στρέφομαι τώρα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή στην ολότητα της ως αξιόπιστη, χωρίς ενδοιασμό. Ο κατηγορούμενος απαντούσε άμεσα και χωρίς περιστροφές σε έκαστο συνήγορο, ενώ η ειλικρίνειά του όταν κατέθετε από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν διάχυτη.

                      Υπήρξε περιγραφικός σε ότι αφορά στην εξέλιξη των γεγονότων, παραθέτοντας λεπτομέρειες ως προς τις κινήσεις του την ημέρα που πήγε να παραλάβει τον ανήλικο από την οικία του φίλου του, εξηγώντας πώς και γιατί τελικώς, ο ανήλικος δεν πήγε μαζί του, ξεγελώντας τον, θέσεις οι οποίες υπενθυμίζεται, επιβεβαίωσε κατά τη ζώσα μαρτυρία του ο ίδιος ο ανήλικος. Εξετάζοντας τη μαρτυρία του συνολικά και όχι αποσπασματικά το Δικαστήριο καταλήγει ότι, δεν εντοπίζεται προσπάθεια αλλοίωσης ή παραποίησης των γεγονότων από μέρους του κατηγορούμενου, αλλά αντίθετα δεικνύουν τόσο τη φιλαλήθεια όσο και την ειλικρίνεια του. Περιπλέον, παρά την αντεξέταση του σε σχέση με τις υπό κρίση κατηγορίες, ο μάρτυρας δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση σε σχέση με τα όσα ανέφερε ανακρινόμενος στην Αστυνομία προ μιας τριετίας, Αντίθετα, κάθε θέση που πρόβαλε, ανέπτυσσε σε τέτοια έκταση, με συγκεκριμένες αναφορές οι οποίες προσθέτουν στο αληθές της μαρτυρίας του και αντανακλούν τις αρχικές του θέσεις. Τη μαρτυρία του αποδέχομαι στην ολότητα της ως πλήρως αξιόπιστη.

 

                      Νομική Πτυχή:

                                    Ως καταγράφηκε ανωτέρω, νομική βάση της 1ης κατηγορίας αποτελούν τα άρθρα 2,3, 4(1)(2)(ιβ),15,16 και 22-24 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, 119(Ι)/2000. Ο όρος «επίθεση» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με πρόθεση ή με μεγάλη αδιαφορία (recklessly) και προκαλεί ή σκοπό έχει να προκαλέσει σε ένα άλλο πρόσωπο το φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση ή παράνομη βία εναντίον του (βλ. R. v. Venna (1975) 3 All ER 788). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης (intended) χρήσης παράνομης βίας σε κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του. Ως έχει νομολογηθεί, επίθεση μπορεί να διαπραχθεί χωρίς ο κατηγορούμενος να αγγίξει το άλλο πρόσωπο.

 

                      Τα συστατικά στοιχεία της 2ης κατηγορίας, ως αυτά προκύπτουν από το άρθρο 3 του Νόμου 119(Ι)/2000 αφορούν στην απόδειξη οποιαδήποτε πράξης, παράλειψης ή συμπεριφοράς από κατηγορούμενο πρόσωπο η οποία προκάλεσε στο θύμα σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη.  

 

                      Η κατηγορούσα αρχή όφειλε να αποδείξει, ότι ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στον ανήλικο, χαστουκίζοντας και κτυπώντας τον με τη ζώνη συμφώνως των όσων του αποδίδονται μέσω της 1ης κατηγορίας. Αντίστοιχα, η κατηγορία έφερε το βάρος όπως αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος κτύπησε ή εκφράστηκε στον ανήλικο κατά τρόπο που να δημιούργησε στον τελευταίο, ψυχική βλάβη, μεταξύ των ετών 2019-2020.

 

                      Σε κάθε ποινική υπόθεση το βάρος απόδειξης είναι αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος να αποδείξει οτιδήποτε, ούτε ότι είναι αθώος (βλ. Woolmington v. DPP [1935] AC 462 HL, R. v. Majid [2009] EWCA Crim 2563). Υπενθυμίζεται στο στάδιο αυτό ότι, εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με έστω, υποβόσκουσα, αμφιβολία, η αθώωση του κατηγορούμενου είναι αναπόφευκτη (βλ.Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459). Η κατηγορούσα αρχή είναι αυτή που οφείλει, με την προσκόμιση αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας να αποδείξει την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου των κατηγοριών. Ο Δικαστικός λόγος στην Γενικός Εισαγγελέας ν Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ.246, επισημαίνει ότι:

                      «Οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατόν να καταδικασθεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής».

 

                      Έχει γίνει μνεία ανωτέρω ως προς του λόγους που η μαρτυρία του παραπονούμενου, επί της οποίας στηρίχθηκε η υπόθεση δεν μπορεί να  γίνει αποδεκτή.  Δυνάμει τούτου, προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτήν ώστε να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα ως προς το τι ακριβώς έγινε κατά τους επίδικους χρόνους και στη συνέχεια σε σχετικά συμπεράσματα. Δεν υπάρχει υπόβαθρο εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα που του αποδίδονται με το παρόν κατηγορητήριο. Αυτό, στα πλαίσια του τεκμηρίου της αθωότητας δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο υπέρ του κατηγορούμενου.

 

                      Με την απόρριψη της μαρτυρίας του παραπονούμενου η απόδειξη των κατηγοριών δεν έχει στοιχειοθετηθεί, αφού με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν προκύπτουν τα αδικήματα για τα οποία αυτός κατηγορείται. Κρίνοντας την μαρτυρία του παραπονούμενου συνολικά, είναι αβέβαιο αν τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν ως η περιγραφή του, ενώ η απόρριψη της μαρτυρίας του κρίνει και την έκβαση της υπόθεσης, αφού είναι δεδομένη η αρχή ότι Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής, δεν μπορεί μέσα από τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου να αντλήσει συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να στοιχειοθετούσαν την ενοχή του (βλ. Γ.Ε ν. Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246). 

 

                      Δυνάμει όλων των πιο πάνω, και με γνώμονα ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν έχει γίνει αποδεκτή, καταλήγω ότι η διάπραξη των αδικημάτων δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

                      Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

                                                                                                           

                                                                                                           

                                                                                                            (Υπογρ.)……………………………….

                                                                                                            M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

                      Πιστό Αντίγραφο

                      Πρωτοκολλητής             



[1] Διάταγμα στα πλαίσια Αίτησης Γονικής Μέριμνας 313/14 ημερ. 21.5.15.

[2] Ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

[3] Αίτηση υπ’ αριθμόν 75/2021 ημερ. 4.3.21 (Οικογενειακό Δικαστήριο).

[4] Χριστοδουλίδης ν Αστυνομίας (2015) 2Α Α.Α.Δ 49.

[5] Βλέπε Πρακτικά ημερ. 22.4.24 σελ. 12-13

[6] ¨Βλέπε Πρακτικά ημερ. 22.4.24 σελ. 14

[7] Βλέπε Πρακτικά ημερ. 22.4.24 σελ. 16-17

[8] Βλέπε πρακτικά ημερ. 4.4.24 σελ. 29.

[9] Βλέπε Πρακτικά ημερ. 16.5.24 σελ. 6.

[10] Βλέπε Τεκμήριο 11.

[11] Βλέπε Πρακτικά ημερ. 18.7.24 σελ. 12

[12] Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015)..


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο