Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας ν. Μ. Κ., Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 10746/24, 25/10/2024
print
Τίτλος:
Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας ν. Μ. Κ., Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 10746/24, 25/10/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε. Δ

Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 10746/24

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας

 

και

 

Μ. Κ.    

                                                           

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 25 Οκτωβρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους   

Για τον Κατηγορούμενο: κα. Θ. Αντωνίου    

Κατηγορούμενος Παρών

ΠΟΙΝΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

 

Α. Εισαγωγή

Η παρούσα ποινική υπόθεση, η οποία αφορά βία στην οικογένεια, καταχωρήθηκε εκτάκτως την 5.6.24. Το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) κατόπιν σχετικών αιτημάτων που υποβλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή, αποφάσισε δια αιτιολογημένης αποφάσεως του την κράτηση του κατηγορούμενου, εγκρίνοντας τα ενώπιον του αιτήματα. Με δεδομένο ότι η ελευθερία του ατόμου αποτελεί ύψιστο αγαθό, το Δικαστήριο υπό την παρούσα σύνθεση όρισε την υπόθεση για ακρόαση σε τακτές ημερομηνίες. Η κατηγορία παρουσίασε προς απόδειξη της υπόθεσης της εννέα (9) μάρτυρες. Μετά το πέρας της παρουσίασης της υπόθεσης εκ μέρους της κατηγορίας, ο κατηγορούμενος ζήτησε άδεια του Δικαστηρίου όπως αλλάξει απάντηση από μη παραδοχή σε παραδοχή στις κατηγορίες 1 μέχρι 4, 6 μέχρι 8 και 10 με 11. Κατόπιν παραδοχής στις προαναφερθείσες κατηγορίες, η κατηγορούσα αρχή διέκοψε τις κατηγορίες 5 και 9.  

 

Οι κατηγορίες αφορούν στα αδικήματα της κοινής επίθεσης[1], της επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη[2], της απειλής[3] και της άσκησης ψυχολογικής βίας σε γυναίκα[4].Ο σαρανταπεντάχρονος κατηγορούμενος και η εικοσιτριάχρονη παραπονούμενη διατηρούσαν ερωτικό δεσμό διαμένοντας μαζί, στο σπίτι του κατηγορούμενου από τον Οκτώβριο του 2023. Η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του κατηγορούμενου έλαβε χώρα μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2023 και Μαΐου 2024.

 

Τα Γεγονότα

Την 17.12.2023 η παραπονούμενη ρώτησε τον κατηγορούμενο πού είναι τα βιβλία και τα πράγματα της δουλειάς του επειδή της είχε πει ότι είναι δικηγόρος όμως δεν διατηρούσε δικό του γραφείο. Ο κατηγορούμενος είπε στην παραπονούμενη ότι τον αμφισβητεί και ότι τον βγάζει ψεύτη και μετά της επιτέθηκε. Συγκεκριμένα την έσπρωξε στον τοίχο, την έριξε στο πάτωμα και την κτυπούσε με τα χέρια του σε όλο της το σώμα, καθώς και στο κεφάλι (κατηγορία 1).Την 18.12.2023 ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στην παραπονούμενη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μετά από συζήτηση που είχαν, δηλαδή την έσπρωξε στον τοίχο, την έριξε στο έδαφος και κτυπούσε με τα χέρια του (κατηγορία 2). Ακολούθως ο κατηγορούμενος πέταξε την παραπονούμενη έξω από το διαμέρισμα του, ενώ η ίδια φορούσε μόνο το εσώρουχο της μη ενθυμούμενη αν φορούσε κάτι από πάνω. Γειτονικό πρόσωπο που άκουσε φωνές από το διαμέρισμα του έστειλε μήνυμα στην παραπονούμενη, ρωτώντας την γιατί κλαίει και αν χρειάζεται να μείνει σπίτι του. H παραπονούμενη ανάφερε ότι o κατηγορούμενος της επιτέθηκε ακόμα δύο συνεχόμενες φορές, με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, κατά τον Ιανουάριο του 2024 (κατηγορίες 3 και 4).  

 

Το βράδυ της 18.3.2024 ο κατηγορούμενος κτύπησε πολύ δυνατά την παραπονούμενη στο σώμα, αφήνοντας της σημάδια (κατηγορία 6). Η παραπονούμενη επικοινώνησε με φιλικό της πρόσωπο, τον Γ.Θ.Α. (Μ2) στον οποίο ανάφερε τι έγινε. O M2 παρέλαβε την παραπονούμενη και την συνόδευσε στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό όπου παρέλαβε ιατρικό έντυπο από τον Αστ.141 για να εξεταστεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Το ίδιο βράδυ εξετάστηκε από την επί καθήκοντι ιατρικό λειτουργό στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, Δρ. Χάρις Σατραζάμη, (Μ4) όπου διαπιστώθηκαν εκχυμώσεις στα άνω άκρα και στο αριστερό κάτω άκρο.

 

Κατατέθηκε χωρίς αμφισβήτηση στα πλαίσια της παρούσας ως ‘Έγγραφο Β’ Ιατρικό Πιστοποιητικό ημερ.19.3.24 όπου αναφορά γίνεται σε «Αναφερόμενος ξυλοδαρμός από το σύντροφο με χτυπήματα στο κεφάλι, κορμό, πλάτη και άκρα. Αναφέρει ζάλη και κεφαλαλγία. Φέρει πολλαπλές εκχυμώσεις στα άνω άκρα άμφω και στο αριστερό κάτω άκρο, Δόθηκε αγωγή και άδεια ασθενείας. Μετά τη βελτίωση των συμπτωμάτων απελύθη με οδηγίες. Στο παρόν στάδιο δεν επιθυμεί ακτινολογικό ή εργαστηριακό έλεγχο».  

 

Την 25.3.2024 η παραπονούμενη στο ΤΑΕ Λευκωσίας σε γραπτή της κατάθεση ανάφερε ότι δεν έχει παράπονο από τον κατηγορούμενο και δεν επιθυμεί την ανάμειξη της Αστυνομίας. Την 18.4.2024 o κατηγορούμενος πέτυχε στον δρόμο την παραπονούμενη ενώ αυτή επέστρεφε πεζή από το Πανεπιστήμιο Κύπρου στο σπίτι της σε μία πάροδο επί της Λεωφόρου Λάρνακος. Σταμάτησε δίπλα της, κατέβηκε, την έσπρωξε και την κτύπησε με τα χέρια του (κατηγορία 7). Την ίδια μέρα o κατηγορούμενος απείλησε την παραπονούμενη λέγοντας της «θα σου κλέψω το λαπτοπ και τα πράγματα σου για να μην μπορείς να φύγεις από εμένα» (κατηγορία 8).

 

Την 28.5.2024 και περί ώρα 20:00 η παραπονούμενη μετέβηκε στο διαμέρισμα του κατηγορούμενου για να του πάρει φαγητό. Στα πλαίσια μιας συζήτησης που είχαν, ο κατηγορούμενος της είπε «πάλι με βγάζεις ψεύτη» και ακολούθως της επιτέθηκε. Συγκεκριμένα ενώ ήταν στην τραπεζαρία, ο κατηγορούμενος τράβηξε την παραπονούμενη από τα δύο της μπράτσα και την μετέφερε μέσα στο δωμάτιο. Έκλεισε την πόρτα και ενώ η παραπονούμενη ήταν όρθια, ο κατηγορούμενος άρχισε να την κτυπά με τα χέρια του στο σώμα της και με μία σακούλα που βρήκε μπροστά του, η οποία είχε μέσα κάτι σκληρό και βαρύ, στο πρόσωπο και στον θώρακα της. Μετά έπιασε το κεφάλι της και την κτύπησε πρώτα στον τοίχο και μετά στην ντουλάπα. Ακολούθως την έριξε κάτω, συνέχισε να την κτυπά στο κεφάλι και την κλωτσούσε με τα πόδια στην κοιλιά και στην πλάτη. Ενώ η παραπονούμενη ήταν στο έδαφος ο κατηγορούμενος την έπιασε από τον λαιμό για κάποια δευτερόλεπτα με τα δύο του χέρια, την έσφιγγε πάρα πολύ και προσπαθούσε να την πνίξει. Στο μεταξύ η παραπονούμενη προσπάθησε να διαφύγει πολλές φορές αλλά ο κατηγορούμενος δεν την άφηνε, έκλεινε την πόρτα και συνέχιζε να την κτυπάει. Κάποια στιγμή η παραπονούμενη κλώτσησε τον κατηγορούμενο και κατάφερε να ξεφύγει. Έτρεξε, βγήκε έξω από το διαμέρισμα φωνάζοντας για βοήθεια, κατέβηκε από τις σκάλες στον 1ο όροφο και κρύφτηκε στον διάδρομο. H παραπονούμενη κτύπησε τα τρία κουδούνια του πρώτου ορόφου με αρνητικό αποτέλεσμα. O κατηγορούμενος την έπαιρνε τηλέφωνο και της έστελνε μηνύματα, αλλά η παραπονούμενη είχε βάλει το κινητό της στο αθόρυβο για να μην την βρει.

 

Η παραπονούμενη έστειλε μήνυμα στον φίλο της Σ.Γ (Μ3), ζητώντας του βοήθεια ο οποίος μετά από πάροδο 10 λεπτών μετέβη στο σημείο και την παρέλαβε. Η παραπονούμενη μετέβη στο ΤΑΕ Λευκωσίας όπου παρέλαβε ιατρικό έντυπο από την Αστ. 4224. Το ίδιο βράδυ η παραπονούμενη εξετάστηκε από την Μ4. Το δεύτερο στη σειρά Ιατρικό Πιστοποιητικό ημερ. 28.5.24 (Μέρος του Εγγράφου Β), καταγράφει τα ακόλουθα:

«Αναφερόμενος ξυλοδαρμός με κτυπήματα στο κεφάλι και άνω άκρα έπειτα πτώση στο πάτωμα και ξανά κτυπήματα με τα πόδια, κλωτσιές. Αναφέρει ζάλη, κεφαλαλγία και αναγούλα. Κοιλιακό άλγος και άλγος σπονδύλου, αυχενικής και θωρακικής μοίρας και κατωτέρω πλευρών άμφω. Έγινε αξονική εγκεφάλου και ακτινογραφίες χωρίς μετατραυματικές αλλοιώσεις. Από την υπέρηχο κοιλίας βρέθηκε μικρή ποσότητα ελευθέρου υγρού και κυστικές αλλοιώσεις στις ωοθήκες. Έγινε εκτίμηση και δόθηκε ραντεβού για επανεκτίμηση στα εξωτερικά ιατρεία. Δόθηκε αγωγή και απολύθηκε με οδηγίες».

 

Μέρος του Εγγράφου Β’ αποτελούν επίσης η Αξονική Τομογραφία της παραπονούμενης και τα δύο έντυπα, που συμπληρώθηκαν από τους επί καθήκοντι ιατρούς που την εξέτασαν αντίστοιχα στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών (Τ.Α.Ε.Π) στις 19.3.24 και 28.5.24. Το περιεχόμενο της επίσης κατατεθειμένης ενώπιον του Δικαστηρίου Έκθεσης Ψυχολογικής Αξιολόγησης ημερ. 3.9.24 (Έγγραφο Γ’) δεν έτυχε αμφισβήτησης. Υπό τον τίτλο «Τρέχουσα Ψυχική Κατάσταση» καταγράφονται μεταξύ άλλων τα εξής:

 

«Κατά την παρούσα φάση η εξεταζόμενη ανέφερε να έχει καλή ψυχική κατάσταση με συναισθήματα ανησυχίας και φόβου όμως για το ενδεχόμενο αποφυλάκισης του καταγγελλόμενου στο μέλλον. Ως μηχανισμούς αντιμετώπισης περιέγραψε να αποφεύγει να το σκέφτεται και να απασχολείται συνεχώς με δραστηριότητες προσπαθώντας να μη μένει μόνο καθώς όταν το σκέφτεται φορτίζεται συναισθηματικά ενώ δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους που ήταν ανεκτική και παρέμεινε στη σχέση».

 

Στα Συμπεράσματα της έκθεσης καταγράφονται αυτολεξεί τα ακόλουθα:

«Η εξεταζόμενη ήταν πρόσωπο που κατά την περίοδο που εξετάστηκε δεν πληρούσε τα κριτήρια οποιασδήποτε ψυχικής διαταραχής. Ωστόσο, καταγράφηκε άγχος και ανησυχία που αφορά σε γεγονότα που μπορεί να προκύψουν και σχετίζονται με τα καταγγελλόμενα συμβάντα. Οι αναφερόμενες δυσκολίες αφορούσαν προβλήματα στη σχέση με τον πρώην σύντροφο της, σύμφωνα με τις αναφορές της. Με βάση τα παραπάνω, συστήνεται όπως λάβει συμβουλευτική ψυχολογική στήριξη για τη διαχείριση των συναισθημάτων της και προσαρμογή στα νέα δεδομένα ζωής που ακολούθησαν μετά την καταγγελία».

 

Σημειώνεται ότι η παραπονούμενη φιλοξενήθηκε σε ασφαλή χώρο διαμονής μέχρι την 30.5.2024 όταν και αποχώρησε οικειοθελώς. Εναντίον του κατηγορούμενου εκδόθηκε Δικαστικό ένταλμα σύλληψης. Την 2.6.2024 και ώρα 09:30 στο ΤΑΕ Λευκωσίας ο κατηγορούμενος συνελήφθη από τον Αστ.4023. Αφού του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, απάντησε: «Δεν στέκει τίποτε».

 

Στη συνέχεια την ίδια ημέρα και μεταξύ των ωρών 09:40-15:40 ο Μ8 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο ο οποίος αρνήθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων, δίδοντας τους δικούς του ισχυρισμούς. Την ίδια ημέρα και ώρα 16:48 ο κρατούμενος απολύθηκε από την αστυνομική κράτηση. Την ίδια ημέρα και ώρα 16:50 συνελήφθη από μέλη του ΤΑΕ Λευκωσίας δυνάμει δικαστικού εντάλματος που εκκρεμούσε από το ΤΑΕ Αμμοχώστου.         

Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες. Είναι δέον όπως σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση από την 5.6.24. 

 

Β. Προσωπικές Περιστάσεις Κατηγορούμενου   

Η συνήγορος υπεράσπισης, για σκοπούς μετριασμού της ποινής υιοθέτησε το περιεχόμενο του γραπτού κειμένου της αγόρευσης που παρέδωσε στον Δικαστήριο, Έγγραφο Δ’. Σύμφωνα με την κα. Αντωνίου ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού, την επιμέλεια του οποίου έχει η μητέρα, πρώην σύζυγος του. Με τη μητέρα του παιδιού, ως επίσης και με το ίδιο το παιδί διατηρεί άριστες σχέσεις. Ο κατηγορούμενος παρέχει, δια τα προς το ζην, υπηρεσίες σε τρίτα πρόσωπα που σε θέματα του αφορούν το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ως επίσης ζητημάτων που άπτονται αιτημάτων ασύλου. Ο κατηγορούμενος πρόσθεσε, αποτελεί τον μοναδικό προστάτη της ευρύτερης οικογένειας του αφού καλείται, όπως βοηθά οικονομικά τον ηλικιωμένο πατέρα του ο οποίος αντιμετωπίζει όχι μόνο πολλαπλά κινητικά προβλήματα αλλά νοσεί (και) από Πάρκινσον, ενώ παράλληλα συντηρεί και τον τετραπληγικό αδελφό του. Η συνήγορος ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος, αντιλαμβανόμενος το λάθος του, συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές, προβαίνοντας στις «απαραίτητες καταθέσεις και αναφορές» σχετικά με τα συμβάντα.

 

Η συνήγορος υπεράσπισης υπενθύμισε ότι το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί, καλώντας όπως επιδείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια στο πρόσωπο του κατηγορούμενου ο οποίος στα 45 χρόνια ζωής του δεν έχει απασχολήσει με τη συμπεριφορά του τη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τις αναφορές της, η μεταμέλεια του αδικοπραγούντος έχει εκδηλωθεί εμπράκτως δια των ακόλουθων ενεργειών του, ενέργειες τις οποίες το Δικαστήριο παραθέτει αυτούσιες, ως καταγράφονται στο σημείο Ζ του Εγγράφου Δ’:

         «(α) Η παραδοχή ενοχής τόσον εις την αστυνομία όσον και εις το Δικαστήριο

(β) Η ειλικρινής ομολογία διαπράξεως άλλων αδικημάτων που δεν λαμβάνουν γνώσιν οι διωκτικές αρχές.

(γ) Η βοήθεια του εις το ανακριτικό έργον της αστυνομίας.

(δ) Η επανόρθωση της προκληθείσας ζημίας.

(ε)  Η ειλικρινής υπόσχεση του, στηριζόμενη εις γεγονότα, ότι θα αλλάξει τρόπον ζωής και θα απόσχει από επανάληψη της εγκληματικής του συμπεριφοράς».

 

Οποιαδήποτε ποινή στερητικής της ελευθερίας στο πρόσωπο του κατηγορούμενου δήλωσε η συνήγορος, θα έχει καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο στο πρόσωπο του ιδίου αλλά και της οικογένειας του, περιλαμβανομένης της θυγατέρας του. Δυνάμει των πιο πάνω, η συνήγορος κάλεσε το Δικαστήριο όπως κρίνει ότι ο χρόνος που έχει ήδη διαρρεύσει, ήτοι το χρονικό διάστημα των πέντε (5) μηνών, στο οποίο ο πελάτης της τελεί υπό κράτηση, θεωρηθεί ικανοποιητικός χρόνος δια συμπλήρωση της ποινής του. Κάλεσε περαιτέρω το Δικαστήριο όπως, σε περίπτωση που αυτό προσανατολίζεται σε ποινή στερητικής της ελευθερίας, αυτή ανασταλεί.

 

Γ. Νομική Πτυχή

Η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων αναδεικνύεται από τη φύση τους, αλλά και από τις νομοθετικώς ανώτατες προβλεπόμενες ποινές. Σημείο αναφοράς αποτελεί πάντοτε, η προβλεπόμενη από τον νόμο μέγιστη ποινή (βλ. Παπαγεωργίου ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646, Κώστας Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Αυτή αποτελεί τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου, Ποινική Έφεση Αρ. 276/2015, 18/09/2017), με την ανώτατη προβλεπόμενη στο νόμο ποινή να αποτελεί την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της (βλ. Βραχίμης ν Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Λεβέντης ν Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 632.) Υπενθυμίζεται ότι το αδίκημα της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης επισύρει δυνάμει των προνοιών του Νόμου 119(Ι)/2000 ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, το αδίκημα της κοινής επίθεσης ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, ενώ το αδίκημα της απειλής επισύρει ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών. Αντίστοιχα, αδικήματα βίας κατά των γυναικών επισύρουν ποινές φυλάκισης πέντε (5) ετών ή χρηματικές ποινές μη υπερβαίνουσες τις €10.000 ή και τις δύο αυτές ποινές.

 

Των ως άνω λεχθέντων, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα αδικήματα στα οποία έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμούνται. Η σοβαρότητα των έγκειται στο γεγονός ότι ενέχουν πράξεις που δημιουργούν αίσθημα φόβου και ανασφάλειας, καταρρακώνουν την προσωπικότητα ατόμων και γενικότερα, διασαλεύουν την ειρηνική διαβίωση πολιτών, διασπώντας δε παράλληλα τον οικογενειακό ιστό. Παραβατικές συμπεριφορές οι οποίες απολήγουν στον άμεσο επηρεασμό του θύματος σημειώνουν (δυστυχώς) ιδιαίτερη έξαρση. Πλειάδα υποθέσεων της φύσεως αυτής, ήτοι βίας εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, κατακλύζουν τις αίθουσες των ποινικών Δικαστηρίων, γεγονός για το οποίο λαμβάνω Δικαστική γνώση.

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτού του τύπου είναι επιβεβλημένη καθότι η διάπραξη των έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα, την αξιοπρέπεια, το ψυχισμό και ψυχολογική ακεραιότητα των θυμάτων, τα οποία υφίστανται ιδιαίτερη ταλαιπωρία από τις πράξεις των αδικοπραγούντων, αντίκτυπο το οποίο δεν είναι (πάντοτε), οφθαλμοφανές. Συμπεριφορές αυτού του είδους, όπως οι απειλές σε συνδυασμό με εναντίον τους (κατ΄ εξακολούθηση) σωματικές επιθέσεις, αποτελούν πλέον μια μάστιγα που ταλανίζει ευρύτερα την κοινωνία μας, με τη συμπεριφορά αυτή να εντοπίζεται ότι εκδηλώνεται εντονότερα, ακόμη και σε ακραίο βαθμό, αναμεταξύ πρώην συζύγων ή ζευγαριών.

 

Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι συμπεριφορές αυτού του είδους αποτελούν τη ρίζα ενός πολυδιάστατου κοινωνικού πλέον, προβλήματος. Η όποια εγγύτητα είχαν ή έχουν δύο πρόσωπα μεταξύ τους, δεν τους δίδει επ’ ουδενί το δικαίωμα όπως, (είτε εντός της σχέσης είτε μετά την ολοκλήρωση αυτής), συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να καταρρακώνει την αξιοπρέπεια ενός ατόμου, καθιστώντας το θύμα υποχείριο στα χέρια τους ένεκα της συμπεριφοράς τους.

 

Τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και τα οποία δεν έχουν τύχει αμφισβήτησης από την υπεράσπιση, δεικνύουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εναντίον της παραπονούμενης, ως αυτή εκδηλώθηκε εντός της περιόδου Δεκεμβρίου 2023 - Μαΐου 2024, φανερώνει ένα (σταθερό) μοτίβο συμπεριφοράς μέσα στο χρόνο εναντίον της, η οποία οδήγησε μάλιστα πέραν της μίας φοράς, στην λήψη ενδονοσοκομειακής φροντίδας και περίθαλψης. Οι εν λόγω δε πράξεις του, οι οποίες λάμβαναν χώρα σε σύντομο αναμεταξύ τους χρονικό διάστημα, προκάλεσαν συναισθήματα αναστάτωσης, φόβου, ανησυχίας και τρόμου στο πρόσωπο της παραπονούμενης.

 

Δυνάμει των γεγονότων που παρουσιάστηκαν από την κατηγορούσα αρχή καθίσταται σαφές ότι ο κατηγορούμενος ασκούσε σωματική βία στο πρόσωπο της παραπονούμενης για πέντε (5) συναπτούς μήνες, με εξαίρεση τον μήνα Φεβρουάριο του 2024. Το γεγονός ότι συνέχισε να αδικοπραγεί εναντίον της και δη, έξι (6) ακόμη φορές μετά το πρώτο περιστατικό Δεκεμβρίου 2023, με κορύφωση την πρόκληση σε αυτήν σε δύο περιπτώσεις, πραγματικής σωματικής βλάβης, δεν μπορεί παρά να δείχνει ότι οι πράξεις του αυτές ήταν όχι μόνο σκόπιμες και επαναλαμβανόμενες, αλλά ότι προέβαινε σε αυτές έχοντας πλήρη επίγνωση, αφήνοντας με κάθε του πράξη, ένα ακόμη αποτύπωμα στον ψυχισμό της παραπονούμενης.

 

Στην παρούσα ότι ο κατηγορούμενος δεν περιορίστηκε σε φραστικές απειλές στο πρόσωπο της (νεαρής) παραπονούμενης αλλά αντίθετα, χειροδικούσε εναντίον της με μένος, κάθε φορά που αυτή εξέφραζε αμφιβολίες ή ζητούσε εξηγήσεις εν σχέση με την επαγγελματική του ενασχόληση. Δεν μπορεί επίσης στην παρούσα να μην γίνει αναφορά και στον εξευτελιστικό μεταξύ άλλων, τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο κατηγορούμενος στη συνάνθρωπο και τότε σύντροφο του, βγάζοντας την έξω από το σπίτι μετά από ξυλοδαρμό της ούσα ημίγυμνη, ενώ σε άλλη περίπτωση αφού την κτύπησε, έψαχνε εντός των ορόφων της πολυκατοικίας όπου διέμεναν, όπου αυτή κρύφτηκε μετά τον απεγκλωβισμό της από τα χέρια του.     

 

Σε ότι αφορά δε το νεοσυσταθέν Νομοθέτημα που άπτεται αδικημάτων εκδηλωθείσας βίας κατά των γυναικών, καθίσταται σαφές από το προοίμιο του Νόμου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ψήφισε το εν λόγω Νομοθέτημα σε εναρμόνιση με τις ρυθμίσεις των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης με σκοπό την παροχή (περαιτέρω), προστασίας ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, ειδικότερα σε θύματα ενδοοικογενειακής και όχι μόνο, βίας. Τα εν λόγω αδικήματα έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα της κοινωνίας μας, η οποία δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των Δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρεί, αλλά επιδεινώνεται ραγδαία, οδηγώντας πολλές φορές σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Η άσκηση ψυχολογικής και άλλης μορφής βίας σε οιοδήποτε πρόσωπο δεν είναι ανεκτή ως συμπεριφορά και πρέπει να εκριζωθεί από την κοινωνία. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει όπως τα Δικαστήρια, δια των ποινών που θα επιβάλλουν, διακηρύξουν την αποφασιστικότητα να πατάξουν το συγκεκριμένο φαινόμενο, συνδράμοντας έστω, κατασταλτικά.    

 

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, υπενθυμίζεται ότι κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά, ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που την περιβάλλουν, σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση και των προσωπικών συνθηκών έκαστου παραβάτη. Η διεργασία αυτή, εμπεριέχει την άσκηση διακριτικών εξουσιών η οποία δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται καθορισμένη (standardized) καθότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει ποτέ να είναι τυφλή στο μονοπάτι της (βλ. Pikis: Sentencing in Cyprus, 2nd Edition σελ. 2).

 

Επομένως, το Δικαστήριο σε ότι αφορά την επιβολή ποινής, έχει υποχρέωση όπως προβεί στην κατάλληλη διεργασία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί ούτως ώστε, η επιβαλλόμενη ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του ενώπιον του Δικαστηρίου, παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Των ως άνω λεχθέντων, είναι ορθό όπως γίνει μνεία στο ότι, η εξατομίκευση της ποινής, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγεί στην εξουδετέρωση της σοβαρότητας του αδικήματος και του στοιχείου της αποτροπής, ειδικότερα, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, αφού η εξατομίκευση της έχει λόγο στον συσχετισμό της τιμωρίας με το άτομο του παραβάτη, δεν συναρτάται όμως αποκλειστικά με τις προσωπικές συνθήκες αυτού (βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135). Η παρούσα περίπτωση ακριβώς λόγω των ιδιαίτερων περιστατικών που την περιβάλλουν αποτελεί μια τέτοια περίπτωση δια τους λόγους που καταγράφηκαν ανωτέρω.

 

Υπενθυμίζεται ότι η ποινή της φυλάκισης πρέπει να επιβάλλεται όταν η φύση του αδικήματος, οι συνθήκες και η ένταση διάπραξής του, σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά του αδικοπραγούντος, την καθιστούν ως την καταλληλότερη ποινή. Τέτοια ποινή, επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που οποιαδήποτε άλλη, κρίνεται ακατάλληλη (βλ. Θεοχάρους ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575, Yeats v Constantin (2000) 2 Α.Α.Δ. 320, Κοσασβίλη ν Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 606). Έχοντας υπόψη τις ποινές που προβλέπουν τα προαναφερόμενα νομοθετήματα για τα αδικήματα του κατηγορητηρίου αυτής της υπόθεσης και τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο φρονεί ότι τα ακόλουθα επενεργούν επιβαρυντικά σε σχέση με τον κατηγορούμενο: 

 

1.    Η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως αυτή διαφαίνεται από τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές.

 

2.    Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε επί σκοπώ και κατ’ επανάληψη, για μακρά περίοδο χρόνου, ήτοι μισού έτους περίπου, προκαλώντας δια της συμπεριφοράς του αναστάτωση, φόβο και σωματικές βλάβες στο θύμα.   

 

3.    Ο κατηγορούμενος χρησιμοποιώντας τη δύναμη του λόγου (πραγματικές απειλές), σε συνδυασμό με την επίδειξη μιας καθ’ όλα επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς στο πρόσωπο του θύματος, ενήργησε με μένος και χωρίς δισταγμό. Τούτο γιατί δεν μπορούσε αφενός να αποδεχθεί τις αλλεπάλληλες ερωτήσεις ή αμφισβήτηση που δεχόταν από τη σύντροφο του σε ότι αφορούσε τα επαγγελματικά του ενώ αφετέρου, δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί από τη σχέση, απειλώντας την παραπονούμενη με κατακράτηση προσωπικών της αντικειμένων για να μην μπορεί να τον αφήσει (ως η κατηγορία 8)

4.    Στην παρούσα περίπτωση, οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και η πλήρης αδιαφορία του κατηγορούμενου για τις συνέπειες των πράξεων του επί της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας της παραπονούμενης, καθιστούν την εγκληματική του δράση ιδιαίτερα σοβαρή. Οι δε συνέπειες των εγκλημάτων του κατηγορούμενου, ήταν προβλεπτές σε όλη την έκταση τους, με τις πράξεις του να είναι κλιμακωτές και να οδηγούνται σε κορύφωση με την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στο πρόσωπο της παραπονούμενης σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις. Ο κατηγορούμενος επέδειξε βία εναντίον ενός ανθρώπου χωρίς κανένα δικαίωμα, άνευ λόγου, επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να αποδεχθεί τη πίεση που δεχόταν δια των ερωτήσεων της συντρόφου του.

 

5.    Σημειώνεται εδώ ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα διαπράχθηκαν εναντίον γυναίκας, από πρώην σύντροφο, κατά συρροή, προκαλώντας βλάβες στο θύμα. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία γενικά συνιστούν επιβαρυντικούς παράγοντες, λαμβάνουν ιδιαίτερη επιβαρυντική σημασία σε σχέση με τα αδικήματα που εμπίπτουν και στην εμβέλεια του Ν.115(Ι)/21 (βλ. αρ.11) .

 

6.    Ανέφερε η συνήγορος υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος «έχει επανορθώσει σε σχέση με την προκληθείσα ζημιά»[5]. Παρά την πιο πάνω δήλωση, σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος καμία μεταμέλεια δεν επέδειξε για τις πράξεις του, μήτε και απολογήθηκε ποτέ στην παραπονούμενη (μέχρι σήμερα), είτε για τη συμπεριφορά του είτε για τις επιπτώσεις που αυτή επέφερε στο πρόσωπο της. Σύμφωνα με τη Νομολογία, η χρήση οποιασδήποτε μορφής βίας, «… είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς».[6] Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει το «στοιχείο της αυθαιρεσίας, της αυτοδικίας και (….) επιθετικότητας έναντι συνανθρώπου, η οποία συνιστά παράλληλα, βάναυση προσβολή της προσωπικότητας (…), θα πρέπει (οι αδικοπραγούντες) να τιμωρούνται αυστηρά και αποτρεπτικά, ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθεί έμπρακτη μεταμέλεια» (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95, Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 221/17, 15.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B428). 

7.    Αναφορά έκανε επίσης η κα. Αντωνίου στην «άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει» καθώς και τα «περί παραδοχής του σε σχέση με άλλα αδικήματα για τη διάπραξη των οποίων οι διωκτικές αρχές δεν ήταν κοινωνοί». Οι εν λόγω αναφορές της συνηγόρου όμως δεν υποστηρίζονται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. Ο κατηγορούμενος (ως είχε άλλωστε δικαίωμα), δεν παραδέχθηκε τα όσα του καταλογίζονταν ανακρινόμενος, μήτε και παραδέχθηκε την διάπραξη των αδικημάτων κατά την εμφάνιση του στο Δικαστήριο, οδηγώντας την υπόθεση σε ακρόαση. Τούτο βεβαίως ουδόλως μπορεί να επενεργήσει εναντίον του. Η παραδοχή του σε κατοπινό στάδιο της διαδικασίας θα ληφθεί δεόντως υπόψιν ως μετριαστικός παράγοντας από το Δικαστήριο, όμως, δεν μπορεί να φέρει τη βαρύτητα που εισηγείται η υπεράσπιση, λόγω και της φύσης της παρούσας υπόθεσης, αφού το θύμα αναγκάστηκε να αναβιώσει τα όσα έζησε από τον κατηγορούμενο, ερχόμενο στο Δικαστήριο (βλ Γ.Α. ν Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 178/2017 ημερ. 24.10.18, ECLI:CY:AD:2018:B457, Νικολάου ν Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 2/2022 ημερ. 19.12.22).

8.    Απουσιάζουν δε από τα δεδομένα της παρούσας τα στοιχεία της πρόκλησης ή το στοιχείο της μέθης ή άλλης επήρειας τα οποία έχουν αναγνωριστεί από τη Νομολογία ως ελαφρυντικά στοιχεία σε τέτοιας φύσης αδικήματα[7].

 

 

Τα ακόλουθα, προσμετρούν υπέρ του κατηγορούμενου, ως ελαφρυντικά στοιχεία.

 

  1. Το λευκό του ποινικό μητρώο. Το ποινικό μητρώο ενός κατηγορουμένου, ως μία πτυχή του χαρακτήρα και του ιστορικού του, έχει σημασία και πρέπει, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις, να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική, Sentencing in Cyprus, 2η εκ. σελ.59). Το λευκό ποινικό μητρώου των συνεπώς, οφείλει όπως μη διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου, χωρίς αυτό να σημαίνει, σε οιανδήποτε περίπτωση ότι υπερφαλαγγίζει την σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων.
  2. Η αλλαγή απάντησης του κατηγορούμενου από μη παραδοχή σε παραδοχή μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης της υπόθεσης από την κατηγορούσα αρχή.

3.    Τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές του περιστάσεις, περιλαμβανομένων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικογένεια του και συγκεκριμένα ο αδελφός και πατέρας του, με τον κατηγορούμενο να αποτελεί μεταξύ άλλων βασικό κύτταρο στην οικονομική ενίσχυση των πιο πάνω προσώπων.   

 

Ε. Ποινή- Κατάληξη

Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες προχωρώ στην επιβολή ποινής, δηλώνοντας ότι, παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες οφείλουν όπως λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις, δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής.

 

Μπορούν να επηρεάσουν ενδεχομένως το ύψος, όχι όμως και το είδος της ποινής, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από την ποινή φυλάκισης. Η οποιαδήποτε άλλη ποινή φρονεί το Δικαστήριο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της επιβαλλόμενης ποινής με αναφορά και στην απαραίτητη αποτρεπτικότητα που θα πρέπει να περιβάλλει αυτή. Έχοντας πάντοτε κατά νου δε τις πιο πάνω κατευθυντήριες οδηγίες και νομολογία επιβάλω στους κατηγορούμενους, τις ακόλουθες ποινές:

 

  • Στην 1η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 12 μηνών.
  •  Στην 2η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 12 μηνών.
  • Στην 3η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 12 μηνών.
  •  Στην 4η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 12 μηνών.
  • Στην 6η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 2 ετών.
  • Στην 7η  Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 12 μηνών.
  • Στην 8η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 12 μηνών.
  • Στην 10η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 2 ετών.
  • Στην 11η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 18 μηνών.

 

‘Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Επισημαίνω εξαρχής ότι μετά την αλλαγή την οποία επέφερε ο Ν.186(Ι)/03 στον περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72, έχει διευρυνθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο πλέον διατάσσει την αναστολή αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά έκαστου κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα το νέο Άρθρο 3(2) προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου».

 

Σύμφωνα με την Νομολογία, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Τζαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 930) το Δικαστήριο οφείλει κατά την εξέταση του ζητήματος όπως απαντήσει το ερώτημα του κατά πόσον η ενδεχομένως ανασταλείσα ποινή φυλάκισης, αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Μεταξύ των παραγόντων οφείλει όπως λάβει υπόψιν του την σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος, το μητρώο του κατηγορουμένου, ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής, και την διαγωγή του μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ήτοι, αν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία μεταμέλειας.

 

Μνημονεύεται στο στάδιο αυτό, παρότι είναι γνωστό τοις πάσι εις τον νομικό κόσμο ότι, η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης, με μόνη διαφοροποίηση της το γεγονός ότι δεν τίθεται σε άμεση ισχύ ο εγκλεισμός ενός κατηγορούμενου στις κεντρικές φυλακές. Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης σε ότι αφορά τον κατηγορούμενους και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, οι μετριαστικοί παράγοντες του κατηγορούμενου θα μπορούσαν να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογείται η φυλάκιση του με αναστολή.

 

Στην περίπτωσή του κατηγορούμενου κρίνω, ότι δεν συντρέχουν τέτοιοι παράγοντες, οι οποίοι συνηγορούν υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του έχει επιβληθεί, η οποία θα είναι άμεση. Ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της παρούσας κρίνω, ότι η οποιαδήποτε διαταγή αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης θα υπονόμευε τον επιβαλλόμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα των ποινών σε σχέση με τ’ αδικήματα της υπό κρίση φύσης και θα έστελνε τόσο στον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και σε επίδοξους παραβάτες λανθασμένα μηνύματα. Eπομένως, έχοντας κατά νουν όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι δεν έχει αναφερθεί οτιδήποτε το οποίο θα με οδηγούσε στην αναστολή των επιβληθέντων στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, ποινών.

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο θα συντρέχουν. Αυτές να εκτελεστούν άμεσα, η δε έκτιση της ποινής θα αρχίζει από την 5.6.24, ημερομηνία από την οποία ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση σε σχέση με την υπόθεση.

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

            Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Κατά Παράβαση των άρθρων 2,4,15,16,21-23 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000- (Κατηγορίες 1,2,3,4 και 7).

[2] Κατά Παράβαση των άρθρων 2,3, 15,16,22,23 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 –(Κατηγορίες 6 και 10).

[3] Κατά Παράβαση του άρθρου 91(A) του Ποινικού Κώδικα- (Κατηγορία 8).

[4]   Κατά Παράβαση του άρθρου 6 του  Περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και Περί Συναφών Θεμάτων Νόμου, Νόμος 115/21 – (Κατηγορία 11).

[5] Σημείο Ζ Αγόρευσης δια Μετριασμό.

[6] Σακαρίδης Κυριάκος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 272.

[7] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. David William Evans (2005) 2 Α.Α.Δ.639.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο