Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Αργύρη Δράκο, Aρ. Υπόθεσης:13938/2023, 18/11/2024
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Αργύρη Δράκο, Aρ. Υπόθεσης:13938/2023, 18/11/2024

EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Aρ. Υπόθεσης:13938/2023

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας                                                                                                     

-και-

    Αργύρη Δράκο  

  Κατηγορούμενoς

Ημερομηνία: 18 Νοεμβρίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Χατζηγεωργίου

Για Κατηγορούμενο: κ. Γ.Β. Μούσκος   

Κατηγορούμενος: Παρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Το ερώτημα που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει στην παρούσα είναι κατά πόσον ο κατηγορούμενος, την 22.5.23 προκάλεσε τρόμο και ανησυχία μέσω τηλεφώνου στον Χαράλαμπο Χριστοφίδη, απειλώντας τον με τη βία, και δη απειλώντας τον με τη φράση «πες μου που βρίσκεσαι για να έρθω να σε σκοτώσω». Η εν λόγω πράξη ποινικοποιείται δυνάμει των προνοιών του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε δύο μάρτυρες. Ο κατηγορούμενος κληθείς σε απολογία κατέθεσε ενόρκως. Κρίνεται σκόπιμο όπως σημειωθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι η θυγατέρα του κατηγορούμενου (Έλενα Δράκου), υπήρξε πρώην σύζυγος του αδελφού του παραπονούμενου. Από τον γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά. Αφετηρία για τα όσα κατ΄ισχυρισμόν ακολούθησαν μεταξύ των δύο ανδρών υπήρξε μήνυμα που απέστειλε ο παραπονούμενος στην Έλενα την 22.5.23 το οποίο διάβαζε ως ακολούθως:

«Ένα εν να σου πω, να μεν πάθουν τίποτε οι δικοί μου με τα αρρωστημένα πράματα που κάμνεις τζιαι που λαλείς των μωρών που σου έκαμε πράματα η μάμα μου, τόσα χρόνια τι σου έκαμε κόρη η μάμα μου τζιαι κατηγοράς την; Αντράπου λλίο. Περιπαίζεις σας ο κόσμος. Ρεζιλίκια, έσιει θκιο χρόνια. Τουλάχιστον κρύψετε στα πετσιά σας με τα ρεζιλίκια που μας έκαμες. Μεν ξαναπιάσεις τη μάνα μου τζιαι τον παπά μου στο στόμα σου. Τούτο που σου λαλώ τζιαι μην διανοηθείς να ξαναπείς των μωρών τίποτε για εμάς, τέλος».

 

Για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των γεγονότων που αφορούν την παρούσα κρίνεται σκόπιμο όπως πρώτα παρατεθεί η μαρτυρία του παραπονούμενου, ΜΚ2 στη διαδικασία και ακολούθως, της ανακρίτριας (MK1).

 

Στη γραπτή του κατάθεση (Τεκμήριο 5) αναφέρει ότι την εν λόγω ημερομηνία έλαβε κλήση στο κινητό του τηλέφωνο από τον κατηγορούμενο. Ενοχλημένος ο κατηγορούμενος από το μήνυμα που έστειλε ο πρώτος στη θυγατέρα του, ζήτησε το λόγο για την αποστολή του. Παρά τις εξηγήσεις που του έδωσε ο παραπονούμενος, ο κατηγορούμενος ξεκίνησε να κατηγορεί την οικογένεια του πρώτου ζητώντας του να αναφέρει πού βρίσκεται για να πάει να τον βρει, λέγοντας του ότι θα τον σκοτώσει. Με το πέρας της κλήσης ο κατηγορούμενος κάλεσε εκ νέου τον παραπονούμενο ζητώντας του όπως ο τελευταίος μεταβεί στην εργασία του στο Δάλι. Ο παραπονούμενος μετά και το τηλεφώνημα πήγε απευθείας στον αστυνομικό σταθμό για να υποβάλει καταγγελία, δηλώνοντας τρομοκρατημένος. Στη σκέψη του ήταν μήπως ο κατηγορούμενος κάνει κακό στην επιχείρηση που διατηρεί, ήτοι καφετέρια. Προ έξι μηνών είχε ακούσει τον κατηγορούμενο να απειλεί τον αδελφό του και πρώην σύζυγο της Έλενας Δράκου εκτοξεύοντας απειλές για τη ζωή του. Τις εν λόγω απειλές άκουσε καθότι το τηλέφωνο του αδελφού του ήταν σε ανοικτή ακρόαση.

 

Κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι ο λόγος που έστειλε το μήνυμα στη Έλενα ήταν γιατί έμαθαν από ένα εκ των παιδιών, το οποίο τυγχάνει βαφτιστήρι του, ότι η μητέρα του (Έλενα) κακολογούσε την πρώην πεθερά της, μητέρα του παραπονούμενου. Ο λόγος που απέστειλε το μήνυμα ήταν γιατί ανησυχούσε κυρίως για την υγεία, ψυχική και σωματική των γονέων του, και ειδικότερα της μητέρας του η οποία είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο στο παρελθόν. Έβλεπε δε τη ψυχολογική κατάσταση των παιδιών και πώς αυτή είχε επηρεαστεί από το χωρισμό και τσακωμούς των γονέων τους και προσπαθούσε ανά διαστήματα να βοηθήσει, συμβουλεύοντας αμφότερους ως προς τον χειρισμό των ζητημάτων που προέκυπταν. Όταν ο κατηγορούμενος άρχισε τις απειλές, ο παραπονούμενος έκλεισε το τηλέφωνο, τρομοκρατημένος. Ο λόγος που απάντησε και τη δεύτερη φορά στο τηλεφώνημα ήταν γιατί πίστευε ότι ο κατηγορούμενος θα έλεγε κάτι θετικό για να κατευνάσει τα πνεύματα, όμως συνέχισε, λέγοντας του: «έλα έβρε με τωρά στη δουλειά μου». Ο λόγος που σκέφτηκε ότι ο κατηγορούμενος θα επενέβαινε στη δουλειά του είναι γιατί δεν έχει δημιουργήσει ακόμη τη δική του οικογένεια, μήτε και έχει δικό του σπίτι, αφού διαμένει στο ισόγειο της πατρικής του οικίας. Σε ερωτήσεις της κατηγορούσας αρχής κατά πόσον ο κατηγορούμενος είχε αποθηκευμένο τον αριθμό κινητής τηλεφωνίας του ή κατά πόσον το μήνυμα προώθησε (ο κατηγορούμενος) στον πατέρα του παραπονούμενου, ο μάρτυρας δήλωσε άγνοια, προσθέτοντας ότι υπήρξε στο παρελθόν επικοινωνία μεταξύ τους καθότι ο κατηγορούμενος έκανε κάποιες δουλειές στην καφετέρια που διατηρεί. Παραδέχτηκε κατά την κυρίως εξέτασή του ότι κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος είπε στον κατηγορούμενο: «πιάστην κόρη σου την ψυχοπαθή, γιατί τόσα χρόνια την είχαμε σαν την αδελφή μας και τωρά μας κατέστρεψε την οικογένειά μας», αρνούμενος όμως ότι εξύβρισε τον κατηγορούμενο με τις λέξεις «ξυμαρισμένε, βρωμόσσιλλε, σιλλομπάσταρτε». Στις λοιπές κλήσεις του κατηγορουμένου δεν απάντησε, αφού βρισκόταν ήδη καθοδόν προς την Αστυνομία.

 

            Αντεξετασθείς συμφώνησε ότι από το 2021 περίπου, ήτοι όταν χώρισε ο αδελφός του με την Έλενα, δεν έχει επαφές με τον κατηγορούμενο. Κληθείς να απαντήσει με ποιο δικαίωμα ενοχλεί την Έλενα δια της αποστολής μηνυμάτων, απάντησε ότι σε καμία περίπτωση δεν ενοχλεί αφού μέσα στα 3 χρόνια χωρισμού του ζευγαριού μπορεί να της έστειλε 3 μηνύματα για να βοηθήσει την όλη κατάσταση. Πρόσθεσε ότι:  

«…πριν έναν μήνα μπήκα στο αυτοκίνητό της και τα μωρά δεν θέλουν να τη δουν μπροστά τους τζιαι έκλαιεν μου εμένα τζιαι εγώ εβρέθηκα να είμαι κατηγορούμενος, ότι εγώ κατηγορώ την κόρη του που είχε τα μηνύματα. Μου είπε «ευχαριστώ σε» πριν  ενάμιση μήνα η κουβέντα, τζιαι εβρέθηκα να είμαι εγώ ο κατηγορούμενος στις κατηγορίες».

 

Σύμφωνα με τον ίδιο είναι αδιανόητο από τη μία η Έλενα να αναστατώνει την οικογένεια καταγγέλλοντας τον αδελφό του και την επομένη ημέρα να «πίνει καφέ με τη πρώην πεθερά της». Αυτό εννοούσε με τη φράση «αρρωστημένες καταστάσεις» που είχε αποτυπώσει στο μήνυμα. Αυτή η κατάσταση, την οποία βίωνε και ο ίδιος, επειδή μένει στο ισόγειο της πατρικής του οικίας, αναστάτωνε ψυχολογικά όλη την οικογένεια, περιλαμβανομένων και των παιδιών και έτσι ως δήλωσε: «…έπρεπε κάποιος να λάβει κάποια μέτρα».

Στη θέση της υπεράσπισης ότι η θυγατέρα του κατηγορουμένου προσπαθούσε να διατηρήσει τις σχέσεις που είχε με τη πρώην πεθερά της για το καλό της οικογένειας, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν είναι φυσιολογικά πράγματα να απειλεί τη μια μέρα τον πρώην σύζυγο της με καταγγελίες και την επόμενη να συμπεριφέρεται στα πρώην πεθερικά της, ωσάν να μη συμβαίνει τίποτα. Στη θέση της υπεράσπισης ότι την ημέρα αποστολής του μηνύματος είχε προηγηθεί η επίσκεψη του αδελφού του στο σπίτι της Έλενας όπου ( ο αδελφός του) πέταξε μπροστά από τα παιδιά τα κλειδιά του σπιτιού και του αυτοκινήτου στον υπόνομο, ο ΜΚ2 απάντησε ότι «δεν επιθυμεί να επεκταθεί στο τί κάνουν οι ίδιοι» δηλώνοντας ότι αυτό που ο ίδιος γνωρίζει είναι ότι:

«…τη συγκεκριμένη μέρα πήγε ( ο αδελφός του) στο σπίτι τους που είχαν μαζί δεν ξέρω τι έγινε μεταξύ τους τζαι το μόνο που κράτησα ήταν ότι ήρτεν η πρόνοια τζαι η αστυνομία τζαι η Ελενα ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, κατέβηκε η μάνα μου τζαι ο πατέρας μου τζαι εχτέρνετουν εμελάνιαζε τα χέρια της μόνη της τζαι ελαλούσε «εγώ εννα τον κάτσω φυλακή τον γιο σας να χάσει τη δουλειά του» επειδή ο αδελφός μου εν αστυνομικός τζαι εγώ μετά που τούτα ούλλα λαλώ εν έσσιει σωτηρία που την πλευρά μας εν καθαρά θέμα δικό τους πλέον».

 

Στη θέση της υπεράσπισης ότι η καταγγελία έγινε εκ του πονηρού, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν είχε κάτι να κερδίσει αλλά αντίθετα, κατήγγειλε το γεγονός από τρόμο και μόνο. Συμπλήρωσε ότι όντως ο κατηγορούμενος τον είχε ρωτήσει γιατί έστειλε αυτό το μήνυμα στην Έλενα, όμως ο κατηγορούμενος επέλεξε, ακόμη και μετά που του εξήγησε, όπως τον απειλεί, μιλώντας αρνητικά για τον ίδιο και την οικογένεια του. Στη θέση δε ότι η καταγγελία έγινε επί σκοπού γιατί γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος θα πήγαινε στο σταθμό για να καταγγείλει τον αδελφό του για όσα προηγήθηκαν, ο μάρτυρας απάντησε ότι είναι η πρώτη φορά που ακούει για την πρόθεση αυτή του κατηγορούμενου.   

 

ΜΚ1, η Αστυφύλακας 2402, η οποία υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Λακατάμειας. Στην κατάθεσή της, Τεκμήριο 1, την οποία αναγνώρισε καταγράφονται τα ακόλουθα. Την 22.5.23 ανάλαβε καθήκοντα μεταξύ των ωρών 19:00 - 07:00 της επόμενης μέρας. Στις 19:45 προσήλθε στον Σταθμό ο παραπονούμενος από τον οποίο έλαβε γραπτό παράπονο. Την ίδια μέρα και περί ώρα 20:35 κλήθηκε στον αστυνομικό σταθμό ο κατηγορούμενος όπου και ενημερώθηκε για τα δικαιώματά του ως ύποπτος.

Από τον κατηγορούμενο έλαβε ανακριτική κατάθεση, αφού πρώτα τον πληροφόρησε για το αδίκημα που διερευνούσε. Αφού του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο απάντησε:  «δεν παραδέχομαι, γιατί δεν είναι του χαρακτήρα μου να απειλώ, δεν έχω τσακωθεί με κανέναν στη ζωή μου». Κατέθεσε ως Τεκμήρια 2, 3 και 4 αντίστοιχα, τα έγγραφα δικαιώματα που του παρέδωσε, την κατάθεσή και τη γραπτή κατηγορία που του απέδωσε. Η κατάθεση των πιο πάνω τεκμηρίων σήμανε και την ολοκλήρωση της κυρίως εξέτασής της μάρτυρος.

 

            Αντεξετασθείσα ανάφερε ότι μετά το πέρας της λήψης του παραπόνου του παραπονούμενου στον αστυνομικό σταθμό προσήλθε ο κατηγορούμενος συνοδεύοντας τη κόρη του, για να καταγγείλει η τελευταία ότι «ο πρώην άνδρας της τους έπιασε τα κινητά». Στη θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος μετέβη στον αστυνομικό σταθμό για να καταγγείλει την εξύβριση που δέχθηκε από τον παραπονούμενο, η μάρτυρας απάντησε ότι τίποτα σχετικό δεν της ανάφερε ο ίδιος. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι η καταγγελία που θα υποβαλλόταν αφορούσε την Έλενα Δράκου και συγκεκριμένα ότι ο πρώην σύζυγός της είχε πιάσει τα κινητά των παιδιών της, τα κλειδιά του σπιτιού και τα είχε ρίξει στον υπόνομο, γεγονός που οδήγησε στη παρέμβαση της πυροσβεστικής και της αστυνομίας στο μέρος. Η μάρτυρας συμφώνησε ότι ο κατηγορούμενος εξέφρασε παράπονο για την εξύβριση που ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε από τον παραπονούμενο, με τη μάρτυρα όμως να δηλώνει ότι «στο σταθμό τους δεν κάνουν τέτοιου είδους υποθέσεις» αφού «η εξύβριση δια τηλεφώνου δεν είναι ποινικό αδίκημα». Δεν θυμάται αν ζήτησε να δει αυτούσιο το μήνυμα που στάλθηκε, μήτε έκρινε σκόπιμο να επικοινωνήσει με άλλα μέλη της οικογένειας του κατηγορούμενου ή του παραπονούμενου προς επιβεβαίωση των αναφορών του κ. Δράκου. Συμφώνησε ότι σε ό,τι αφορά το τελευταίο μέρος, ενδεχομένως η έρευνα της να μην ήταν ολοκληρωμένη, λέγοντας ότι στην τελική, είναι ο λόγος του ενός, εναντίον του άλλου.

 

Μαρτυρία Κατηγορούμενου

Εκ διαμέτρου αντίθετη η εκδοχή του κατηγορούμενου ο οποίος αρνείται ότι απείλησε τον παραπονούμενο σε οποιοδήποτε στάδιο της συνομιλίας. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της κατάθεσης του, Τεκμήριο 3 η ώρα 17:00 του προωθήθηκε μήνυμα από την κόρη του Έλενα, μήνυμα το οποίο της είχε στείλει ο παραπονούμενος, στο οποίο γινόταν αναφορά σε «αρρωστημένες καταστάσεις».

Το μήνυμα κοινοποίησε στον πατέρα του παραπονούμενου ζητώντας εξηγήσεις και συγκεκριμένα όπως του απαντήσει «τί λάθος έκανε η κόρη του».  Μετά την πάροδο 15 λεπτών τηλεφώνησε στον πατέρα του παραπονούμενου, παρακαλώντας τον να μιλήσει με την οικογένεια του και να του απαντήσει σε σχέση με τα όσα καταγράφονταν στο μήνυμα. Ο πρώην συμπέθερος του εξεπλάγην με το περιεχόμενο του μηνύματος και του ανέφερε ότι θα μιλούσε με την οικογένεια και θα επικοινωνούσε μαζί του εκ νέου. Με την πάροδο της ώρας, και με γνώμονα ότι δεν έλαβε καμία απάντηση από τον πατέρα του παραπονούμενου, αποφάσισε όπως η ώρα 19:00 καλέσει τον ίδιο τον Χαράλαμπο αφού πρώτα ζήτησε τον αριθμό τηλεφώνου του από την κόρη του, Έλενα.  Τον ρώτησε «με τον πιο ήρεμο του τρόπο τί είχε κάνει η κόρη του για να της στείλει αυτό το μήνυμα» με τον παραπονούμενο να του λέει όπως «πιάσει την κόρη του τη ψυχοπαθή γιατί τόσα χρόνια την είχαν σαν αδελφή του και τώρα έχει καταστρέψει την οικογένεια» διερωτώμενος «τί είχε κάνει η μάμμα του και την κατηγορεί η Έλενα, που τόσα χρόνια την είχαν σαν αδελφή τους». Επανήλθε ο κατηγορούμενος ρωτώντας «δηλαδή τι έκανε», με τον παραπονούμενο να τον βρίζει με τις φράσεις «ξημαρισμένε, βρμόσσυιλλε και σσιύλομπάσταρτε», κλείνοντας του το τηλέφωνο. Ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε μέχρι και 5 φορές πίσω αλλά δεν του απαντούσε. Ποτέ δεν απείλησε τον παραπονούμενο «αφού δεν τον άφησε να μιλήσουν, και παρόλο που τον κάλεσε πίσω για να μιλήσουν ο παραπονούμενος δεν απάντησε». 

 

Κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του γραπτή δήλωση, Έγγραφο Χ’, δηλώνοντας ότι επιθυμεί όπως διευκρινίσει ορισμένα ζητήματα που ανέπτυξε ο παραπονούμενος κατά τη ζώσα μαρτυρία του. Ο πρώην γαμπρός του ανέφερε είναι δεσμοφύλακας. Υπήρξαν πολλές φορές που ο πρώην γαμπρός του δημιούργησε προβλήματα στην κόρη του, εκδηλώνοντας μεταξύ άλλων βίαιες συμπεριφορές, όμως με προτροπές του ιδίου, η θυγατέρα του απέσυρε τα όποια παράπονα και αυτό γιατί αν τα προωθούσε, σε περίπτωση καταδίκης, ο πατέρας των εγγονών του, θα έχανε τη δουλειά του. Όποτε γινόταν κάποιο περιστατικό μεταξύ του πρώην ζευγαριού ο παραπονούμενος θα έστελνε μήνυμα στην Έλενα λέγοντας πάντοτε ότι «έφταιγαν και οι δύο». Κατά τον παραπονούμενο το να κατεβαίνει η Έλενα στο σπίτι της πρώην πεθεράς της όταν της έπαιρνε τα μωρά «ήταν αρρωστημένο». Ο λόγος που η κόρη του το έκανε αυτό ήταν για να δείξει στην πρώην πεθερά της ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα ή παράπονο από την ίδια. Ποτέ δεν απείλησε τον κατηγορούμενο. Το μόνο που πρόλαβε να κάνει όταν του τηλεφώνησε ήταν «τί ήταν αυτό που έκανε η κόρη του» για να της στείλει αυτό το μήνυμα. Ούτε πρόλαβε να του πει οτιδήποτε άλλο. Ο παραπονούμενος ξεκίνησε να τον βρίζει, κλείνοντας του το τηλέφωνο. Παρά τις προσπάθειες του να επικοινωνήσει εκ νέου μαζί του, ο τελευταίος δεν απαντούσε. Την ίδια ημέρα συνόδευσε την κόρη του στο σταθμό για να καταγγείλει η ίδια ένα άλλο περιστατικό, όταν ενημερώθηκε από την επί καθήκοντι αστυνομικό για την εναντίον του καταγγελία. Ο ίδιος της εξήγησε τί έγινε και προσπάθησε να της δείξει το κινητό του για να διαπιστώσει και η ίδια πόση ώρα είχε διαρκέσει η κλήση, με την τελευταία να του λέει ότι δεν χρειάζεται. Δηλώνει τέλος ότι, είναι 65 ετών και δεν έχει μπλέξει ποτέ στο παρελθόν με την αστυνομία ή το Δικαστήριο, αφού δεν είναι του χαρακτήρα του να απειλεί.     

 

Αντεξετασθείς διαφώνησε με τη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι τον αριθμό κινητής τηλεφωνίας του παραπονούμενου είχε καταχωρημένο λόγω εργασιών που έκανε στο χώρο του. Κληθείς να υποδείξει επί του κινητού του τηλεφώνου το μήνυμα που προώθησε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του στον πατέρα του παραπονούμενου, υπέδειξε μήνυμα στο οποίο υπήρχε η καταγραφή: «θέλω να μου πεις τί έλεγε η Έλενα για εσάς». Αποτέλεσε θέση του κατηγορούμενου ότι η εναντίον του καταγγελία έγινε «για σκοπούς αντιπερισπασμού» επειδή παραπονούμενος γνώριζε ότι ο ίδιος θα συνόδευε την Έλενα στο σταθμό για να καταγγείλει τον αδελφό του για τα όσα προηγήθηκαν με τα κλειδιά και ήθελε κατ’ αυτόν τον τρόπο, να προλάβει την κατάσταση. Στην υποβολή της κατηγορίας ότι η καταγγελία για τα κλειδιά έλαβε χώρα την 7.6.23 και όχι την 22.5.23 ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τη θέση αυτή, δηλώνοντας ότι δεν υπήρχε κανένας (άλλος) λόγος να τον καταγγείλει ο παραπονούμενος αφού δεν απειλήθηκε ποτέ από τον ίδιο. Αποτέλεσε θέση της κατηγορούσας αρχής ότι όταν ο κατηγορούμενος κάλεσε τον παραπονούμενο ήταν ήδη συναισθηματικά φορτισμένος τόσο από το περιεχόμενο του μηνύματος αλλά και από την μη ανταπόκριση του πρώην συμπέθερου του, από τον οποίο ανέμενε μία απάντηση, με τον μάρτυρα να επιμένει ότι ουδέν μεμπτό υπήρχε στην συμπεριφορά της θυγατέρας του που να δικαιολογεί την αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος από τον παραπονούμενο.  

 

 

 

Βάρος Απόδειξης/Αξιολόγηση Μαρτυρίας

  Είναι γνωστό τοις πάσι στον νομικό κόσμο ότι το βάρος απόδειξης του συνόλου των λεπτομερειών του αδικήματος όπως αυτές καταγράφονται στο κατηγορητήριο οφείλει να αποδείξει η κατηγορούσα αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η υπεράσπιση επουδενί δεν φέρει οποιοδήποτε βάρος για απόδειξη της αθωότητάς του κατηγορούμενου, ή συμπλήρωσης τυχόν κενών στην μαρτυρία της πρώτης (Woolmington v DPP 25 Cr. App.R.72, Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.459). Ο Δικαστικός Λόγος στην Θεοχάρους ν Δημοκρατίας (2008) 1 Α.Α.Δ.22 μας υπενθυμίζει ότι:

«Ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας ενός κατηγορούμενου και της υποχρέωσης της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αυτό που εξετάζεται είναι: (α) αν η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή είναι αξιόπιστη και (β) αν ναι, κατά πόσον είναι ικανοποιητική για να αποδείξει τις κατηγορίες».

 

Με δεδομένη την πιο πάνω αρχή, προχωρώ στην αξιολόγηση της ενώπιον νου μαρτυρίας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο είναι επιβεβλημένη για την εξαγωγή συμπερασμάτων με τον Δικαστή να:

«…καλείται κατ’ αντικειμενικό τρόπο να κρίνει τους συνανθρώπους του, αποστασιωποιημένος βέβαια από την υπόθεση και ενσωματώνοντας το μέτρο εκείνο της αμερόληπτης και λογικής κρίσης που διατρέχει ολόκληρη  κοινωνία με πρόσθετη βέβαια τη νομική κατάρτιση του» (βλ. P & Chr. Seafood Express Ltd κ.α ν Αρχής Ηλλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1945).  

 

Έχω ως γνώμονά μου την ευρεία νομολογία επί του ζητήματος που άπτεται την  αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγησή της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Είναι γεγονός ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ήτοι, όπου υπάρχουν δύο αντικρουόμενες ουσιαστικά εκδοχές το Δικαστήριο, το Δικαστήριο παρακολουθεί τους μάρτυρες με ιδιαίτερη προσοχή αφού, η εντύπωση:

«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275[1] .

 

Η μαρτυρία του παραπονούμενου (ΜΚ2), γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο ως ειλικρινής και αξιόπιστη. Ο ΜΚ2 απαντούσε άμεσα και χωρίς περιστροφές σε έκαστο συνήγορο, ενώ η ειλικρίνειά του όταν κατέθετε στο εδώλιο του μάρτυρα ήταν διάχυτη. Υπήρξε περιγραφικός σε ότι αφορά στην εξέλιξη των γεγονότων, παραθέτοντας λεπτομέρειες ως προς το τί είχε προηγηθεί της κλήσης του κατηγορούμενου αλλά και γιατί ένιωσε την ανάγκη να αποστείλει στην Έλενα το συγκεκριμένο μήνυμα.  Το πώς και γιατί έλαβε κλήση από τον κατηγορούμενο, το περιεχόμενο της, η αντίδραση του και η άμεση μετάβαση του στον αστυνομικό σταθμό για σκοπούς υποβολής καταγγελίας, σε συνδυασμό με την ετοιμότητα του όπως παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τί ακριβώς ανέφερε στην Έλενα δια της αποστολής γραπτού μηνύματος, αποτελούν σημεία που δεικνύουν την φιλαλήθεια και ειλικρίνεια του παραπονούμενου. Όχι μόνο δεν εντοπίζεται προσπάθεια αλλοίωσης γεγονότων από μέρους του αλλά αντίθετα, κάθε θέση που πρόβαλε, ανέπτυσσε, σε τέτοια έκταση και με συγκεκριμένες αναφορές, οι οποίες δεν μπορούν παρά να προσθέτουν στο αληθές της μαρτυρίας του. Περιπλέον, παρά την αντεξέταση του σε σχέση με τις υπό κρίση κατηγορίες, ο μάρτυρας δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση σε σχέση με τα όσα ανέφερε ανακρινόμενος στην αστυνομία. Η θέση του μάρτυρα ότι φοβήθηκε ένεκα της απειλής επίσης γίνεται αποδεκτή και φανερώνεται τόσο από την άμεση μετάβαση του στην αστυνομία, ήτοι ευθύς μετά το πέρας του τηλεφωνήματος αλλά και από τις αναφορές του κατά τη ζώσα μαρτυρία του ότι «επειδή δεν έχει αποκτήσει τη δική του οικογένεια, η σκέψη του στράφηκε σε ότι αφορά το άτομο του και την επιχείρηση του». Ειλικρινέστατη επίσης κρίνεται η απάντηση του μάρτυρα ότι δεν γνώριζε ότι την ημέρα που ο ίδιος υπέβαλε την καταγγελία στον σταθμό, είχε μεταβεί στο σταθμό και η Έλενα, συνοδεία του κατηγορούμενου με σκοπό την υποβολή παραπόνου εναντίον του αδελφού του, αλλά ειδικότερα η μη απόκρυψη του από το Δικαστήριο ότι και ο ίδιος είχε μιλήσει με σκληρή γλώσσα στον κατηγορούμενο σε ότι αφορούσε τη θυγατέρα του τελευταίου, χαρακτηρίζοντας την «ψυχοπαθή». Τη μαρτυρία του παραπονούμενου αποδέχομαι στην ολότητα της ως ειλικρινή και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.

 

Η μαρτυρία της ΜΚ1 ουδόλως διαφώτισε το Δικαστήριο ως προς τα πεπραγμένα. Πέραν από την λήψη της κατάθεσης του ΜΚ2 και του κατηγορούμενου, τίποτα άλλο δεν έπραξε που να αφορά στην διερεύνηση της παρούσας. Δεν κρίθηκε σκόπιμο όπως συνομιλήσει με τον πατέρα του παραπονούμενου προς επιβεβαίωση των αναφορών του κατηγορούμενου ότι είχε προηγηθεί συνομιλία μεταξύ των δύο ανδρών, συνομιλία η οποία έλαβε χώρα προ της κλήσης του κατηγορούμενου προς τον παραπονούμενο, μήτε έκρινε σκόπιμο όπως γίνει κοινωνός του μηνύματος που απέστειλε ο παραπονούμενος στην Έλενα ή της προώθησης του από τον κατηγορούμενο σε τρίτο πρόσωπο. Με γνώμονα τα πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι επί αυτής δεν μπορεί να βασιστεί για την εξαγωγή οποιονδήποτε συμπερασμάτων.

 

Ερχόμενη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου, το Δικαστήριο καταλήγει, κρίνοντας συνολικά και όχι αποσπασματικά την μαρτυρία του,  ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται. Αποτέλεσε θέση του κατηγορούμενου κατά τη ανακριτική του κατάθεση ότι ποτέ δεν απείλησε τον παραπονούμενο επειδή ο τελευταίος δεν του έδωσε ουσιαστικά το χρόνο για να μιλήσουν, κλείνοντας του το τηλέφωνο. Η θέση του αυτή καταρρίπτεται από τις αναφορές του τόσο εντός της καταθέσεως του, Τεκμήριο 3 αλλά και μέσω της ζώσας μαρτυρίας του. Προσεκτική ανάγνωση της κατάθεσης του φανερώνει την κλήση του προς τον αριθμό κινητής τηλεφωνίας του παραπονούμενου αλλά και τη διεξαγωγή συζήτησης μεταξύ των δύο ανδρών. Αφού τον ρώτησε τί είχε κάνει η Έλενα που δικαιολογούσε την αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος στο πρόσωπο της και αφού έλαβε εξηγήσεις (ως άλλωστε αυτές απαιτούσε) από τον παραπονούμενο, ο κατηγορούμενος επανήλθε επιμένοντας όπως του δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις, τις οποίες δεν λάμβανε, προχωρώντας στην εκστόμιση της συγκεκριμένης απειλής στο πρόσωπο του παραπονούμενου. Η αναστάτωση αλλά συνάμα και απαίτηση του κατηγορούμενου όπως του δοθούν εξηγήσεις από τον παραπονούμενο διαπιστώνεται από την παραδοχή του ότι μετά που ο τελευταίος του «έκλεισε το τηλέφωνο» καλούσε αυτόν επανειλημμένως, ήτοι ακόμη πέντε (5) φορές. Η απώλεια αυτοελέγχου του κατηγορούμενου και η συναισθηματική του φόρτιση από την στιγμή που έγινε κοινωνός του περιεχομένου του μηνύματος μέχρι τη στιγμή που τηλεφώνησε στον παραπονούμενο, εύκολα διαπιστώνεται μέσα από τα γεγονότα που ο ίδιος περιέγραψε, τόσο στην κατάθεση του αλλά και κατά τη ζώσα μαρτυρία του. Αφού έλαβε γνώση για το περιεχόμενο του μηνύματος η ώρα 17:00 της 22.5.23 προώθησε το μήνυμα στον πατέρα του παραπονούμενου, ζητώντας απαντήσεις ως προς το περιεχόμενο του. Μη έχοντας λάβει απάντηση, προχώρησε εντός 15 λεπτών στη διενέργεια τηλεφωνικής κλήσης  προς τον πατέρα του παραπονούμενου, «ζητώντας του όπως μιλήσει με την οικογένεια του και να του απαντήσει εν σχέσει με το μήνυμα». Με τη πάροδο δύο ωρών και μη έχοντας απάντηση δια τα ως άνω αποφάσισε όπως τηλεφωνήσει στον παραπονούμενο, ήτοι τον αποστολέα του μηνύματος για να λάβει επιτέλους απάντηση για το τί ήταν το τόσο τραγικό ή αρρωστημένο που είχε κάνει η κόρη του. Αφού δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις απαντήσεις που λάμβανε και αφού ο παραπονούμενος εκφράστηκε με τη χρήση επιθέτων στο πρόσωπο της παραπονούμενης, ο κατηγορούμενος, χάνοντας κάθε αυτοέλεγχο απείλησε αυτόν με τη φράση που καταγράφεται στη κατηγορία. Μήτε η θέση του κατηγορούμενου ότι η καταγγελία έγινε «για να προλάβει» ο παραπονούμενος την καταγγελία της Έλενας γίνεται αποδεκτή αφού η εισήγηση δεν τέθηκε από την υπεράσπιση στον κύριο μάρτυρα κατηγορίας για να τοποθετηθεί, αφήνοντας αυτή μετέωρη και απογυμνωμένη από οποιαδήποτε στοιχεία. Μήτε και κατάφερε η υπεράσπιση να αποδώσει κίνητρο (ως η προσπάθεια της) στον παραπονούμενο ως προς το λόγο που ο καταγγέλλων αποφάσισε κάποια λεπτά μετά το πέρας του τηλεφωνήματος του με τον κατηγορούμενο να καταγγείλει αυτόν. Η θέση ότι η καταγγελία έγινε εκ μέρους του παραπονούμενου εναντίον ενός προσώπου με τον οποίο είχε να μιλήσει τρία χρόνια, στην προσπάθεια του να μην καταγγελθεί ο αδελφός του, είναι έκθετη σε απόρριψη μη αντέχοντας τη βάσανο της λογικής. Εντύπωση δε προκαλεί ότι, παρά τις θέσεις της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος πήγε εκεί (ήτοι από μόνος του στο σταθμό), για να καταγγείλει την εξύβριση που δέχθηκε από τον παραπονούμενο κατά τη συνομιλία τους, ο  κατηγορούμενος δεν υιοθέτησε κατά τη μαρτυρία του τη γραμμή αυτή, δηλώνοντας ότι ο λόγος που μετέβη στο σταθμό εκείνη την ημέρα ήταν για να συνοδεύσει την κόρη του για δική της υπόθεση, μη ζητώντας ποτέ ουσιαστικά την καταγραφή επίσημου παραπόνου εναντίον του παραπονούμενου. Κατά τα λοιπά, η θέση του ότι, ποτέ δεν έχασε την ψυχραιμία του και ποτέ δεν καταφέρθηκε εναντίον του ΜΚ2 με τη φράση της κατηγορίας, όχι μόνο δεν πείθει, αλλά καταρρίπτεται από την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΚ1. Το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμία αμφιβολία, εξετάζοντας τη μαρτυρία του συνολικά ότι, ο κατηγορούμενος έχασε την ψυχραιμία και αυτοέλεγχο του, εκφράζοντας το παράπονο του για το περιεχόμενο του μηνύματος, με απειλές. Δια τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία του κατηγορούμενου δεν έπεισε, και απορρίπτεται.

 

Νομική Πτυχή:

Σύμφωνα με το άρθρο 91(Α) του Κεφ. 154, απειλή διαπράττεται όταν: «Πρόσωπο (…) προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη».

 

Η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει, ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που απείλησε τον παραπονούμενο συμφώνως των λεπτομερειών που καταγράφονται στην κατηγορία.   Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου του Νόμου, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που οφείλουν όπως αποδειχθούν αφορούν στην ύπαρξη απειλής για βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη η οποία να προκαλεί στον άλλον, τρόμο ή ανησυχία.  Στην υπόθεση Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 1, η οποία αφορούσε συναφές αδίκημα, ήτοι της απειλής βιοπραγίας δυνάμει του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, λέχθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ' αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού. Λέχθηκε επίσης ότι, το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό, αλλά αντικειμενικό. Με παραπομοπή στην απόφαση Kallenos v Police (1969) 2 C.L.R. 210, το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν απαιτείται να προκληθεί στην πραγματικότητα φόβος στον παραπονούμενο ότι οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Αρκεί η απειλή να δημιουργεί εξ' αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Οι θέσεις της υπεράσπισης ότι ο παραπονούμενος ουδέποτε φοβήθηκε από την απειλή που δέχθηκε ή ότι αυτή ήταν κενή περιεχομένου, απορρίπτεται. Η ανησυχία και ο φόβος που ένιωσε ο παραπονούμενος από τα όσα εκστόμισε ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνονται από την άμεση μετάβαση του στην αστυνομία, ζητώντας όπως καταγγείλει το περστατικό. Η απειλή του κατηγορούμενου ότι θα σκότωνε τον παραπονούμενο, ζητώντας του επιτακτικά όπως του αναφέρει τη τοποθεσία, με δεδομένο τον εκνευρισμό και συναισθηματική αναστάτωση του κατηγορούμενου ως αυτή έχει αποτελέσει κατάληξη του Δκαστηρίου, ουδόλως μπορεί να συνηγορήσει υπέρ της εισήγησης ότι η απειλή ήταν κενή περιεχομένου. Το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υπόθεσης (βλ. Ιωσήφ ν Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 119/21 ημερ. 20.1.22), ECLI:CY:AD:2022:B13 Η απειλή του κατηγορούμενου προκάλεσε όχι μόνο τρόμο και ανησυχία στον παραπονούμενο, αλλά ως ο ίδιος μαρτύρησε, άφησε αυτόν με κάποια αγωνία για το τι θα ακολουθούσε, εξ’ ου και η καταγγελία του.

 

Δυνάμει των πιο πάνω το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου (έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας στο πρόσωπο του το δεδομένο χρόνο), με τον τελευταίο να τρομοκρατείται (βλ. DPP v Ramos [2000] All E.R.(D) 544 και Public Order Act 1986 s.4).

Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στη κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

 

                                                                                      (Υπογρ.)……………………………….

                                                                                      M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 



[1] Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).             

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο