
EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Αρ.Υπόθεσης: 20742/21
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας
εναντίον
Ivo Avramov
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 29.10.24
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Π. Χριστοδουλίδης
Κατηγορούμενος: Απών
AΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της δημόσιας εξύβρισης, πράξη η οποία ποινικοποιείται δυνάμει του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με τα πρωτογενή γεγονότα της κατηγορίας, ο κατηγορούμενος «κατά την 5.11.21 στο Γέρι της Επαρχίας Λευκωσίας, σε μη δημόσιο χώρο, δηλαδή στην βεράντα της οικίας της Γεωργίας Λαππά, εξύβρισε την Κυπρούλα Κυπριανού από το Γέρι με τη φράση «σκάσε μαλακισμένη φκάλε φάουσα να πάεις στα ανάθεμα, μαλακισμένη» κατά τρόπο ή υπό συνθήκες ώστε να ήταν ενδεχόμενο να ακουστεί από οποιονδήποτε πρόσωπο που βρισκόταν σε δημόσιο χώρο, προκαλώντας αυτό (ήτοι το παρευρισκόμενο πρόσωπο), σε επίθεση».
Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής:
Τρείς μάρτυρες κατέθεσαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής. Μετά το πέρας της μαρτυρίας της Kατηγορούσας Aρχής, το Δικαστήριο με απόφαση του, κάλεσε τον κατηγορούμενο σε απολογία, εξηγώντας του ταυτοχρόνως τα δικαιώματα του. Ο κατηγορούμενος επέλεξε όπως καταθέσει ενόρκως.
ΜΚ1 η παραπονούμενη στην παρούσα, Κυπρούλα Κυπριανού. Η μάρτυρας αναγνώρισε και κατέθεσε το περιεχόμενο επιστολής/κατάθεσης ως αυτήν είχε ετοιμάσει σε δικό της χρόνο, ήτοι δύο ημέρες μετά το περιστατικό και την οποία παρέδωσε στην αστυνομία -Τεκμήριο 1. Το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου παρατίθεται αυτούσιο:
«Διαμένω στην πιο πάνω οδό με την οικογένεια μου. Στις 5.11.21 γύρω στις 06:00 το απόγευμα βρισκόμουν στο πίσω μέρος της οικίας μου κα άκουσα από το διπλανό σπίτι, που βρίσκεται στην Οδό [ ] 12, τον πρώην άντρα της γειτόνισσας μου, Γεωργίας Λάππα, ‘Ιβο το όνομα του, να φωνάζει προς την πρώην σύζυγο του, να βρίζει τη μητέρα της Γεωργίας, Κυρία Μάρω, αφού ο Ίβο έλεγε συνέχεια «τζείνη» και η Γεωργία του είπε «δεν σου επιτρέπω να βρίζεις τη μάμα μου, εγώ δεν βρίζω τη μητέρα σου». Εγώ ανησύχησα για την σωματική ακεραιότητα της Γεωργίας και από την πλευρινή αυλή που έχει οπτική επαφή με την οικία της Γεωργίας, παρουσιάστηκα, χωρίς να πλησιάσω το διαχωριστικό τοίχο και την ρώτησα αν όλα ήταν εντάξει, αφού είδα τον Ίβο να κινείται απειλητικά εναντίον της. Τότε ο Ίβο άρχισε να με εξυβρίζει με τις λέξεις: «Σκάσε μαλακισμένη, φκάλε φάουσα, να πας στα ανάθθεμα μαλακισμένη». Εγώ είπα, πάω να μιλήσω του Χριστόδουλου, υπονοώντας τον άντρα μου, και μπήκα στο σπίτι μου και πήρα το τηλέφωνο μου για να τηλεφωνήσω του άντρα μου και βγαίνοντας έξω, με είδε με το τηλέφωνο μου στο χέρι και έφυγε από το σπίτι της Γεωργίας ποδηλατώντας, φεύγοντας από τη γειτονιά με εξύβρισε «Fuck you» συνεχίζοντας να με εξυβρίζει με όλες τις άλλες βρισιές που σου είπα. Για πολλοστή φορά ήμουν δέκτης της πιο πάνω συμπεριφοράς του, χωρίς κανένα λόγο, αφού δεν έχουμε καμία σχέση με κανένα από τους δύο, είτε τη Γεωργία είτε τον Ίβο, αφού οι συγκεκριμένοι διέμεναν στην πιο πάνω Οδό μόνο για λίγο καιρό και μετά χώρισαν. Εγώ τον πιο πάνω τον φοβάμαι, μου δημιουργεί φόβο και ταραχή και επιθυμώ την ποινική του δίωξη».
Κατά την κυρίως εξέταση της περιέγραψε το περιστατικό ως ακολούθως:
«Βρισκόμουν στην καλυμμένη βεράντα στο πίσω μέρος της οικίας με το οποίο υπάρχει σημείο με οπτική επαφή προς το σπίτι, άπλωνα τα ρούχα όπως κάνουμε καθημερινά σε μικρή κρεμάστρα. Άκουσα τη λεκτική βία την οποία είχε δεχτεί η Γεωργία. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι το τελευταίο διάστημα είμαστε όλοι γνώστες στο τι συμβαίνει εναντίον των γυναικών, βία την οποία δέχονται, απλά το μόνο που ρώτησα σε ανθρώπινο επίπεδο: «Γεωργία μου είσαι εντάξει; Όλα εντάξει;» αυτό το οποίο θα έκανε οποιοσδήποτε. Δεν απευθύνθηκα στον κατηγορούμενο σε καμία περίπτωση ούτε του μίλησα ούτε μου μίλησε, απλά ξεκίνησε να με εξυβρίζει. Η εξύβριση ήταν τόσο στην πλαϊνή βεράντα και όταν αποχωρούσε από το σπίτι διασχίζοντας από την Οδό [ ] που είναι Οδός που διασχίζει δύο λεωφόρους, τη Λεωφόρου [ ], τώρα [ ] και τη Λεωφόρο [ ] η οποία η οδός αυτή επειδή συνδέει τις δύο λεωφόρους έχει συνεχώς κόσμο, είτε με οχήματα είτε περπατητοί είτε πεζοί, συνέχισε να με εξυβρίζει όχι, μόνο στο σπίτι αλλά προχωρώντας φεύγοντας με το ποδήλατο[1]».
Ρωτήθηκε η μάρτυρας αν, ως η θέση του κατηγορούμενου ανακριθείς, επιτέθηκε πρώτη φραστικά στον κατηγορούμενο, με την μάρτυρα να απαντά ότι πρόκειται για αναλήθειες τονίζοντας ότι ποτέ δεν απηύθυνε το λόγο στον τελευταίο. Πρόσθεσε ολοκληρώνοντας την κυρίως μαρτυρία της λέγοντας: «Πραγματικά δηλώνω ότι τον συγκεκριμένο άνθρωπο ακόμα και τώρα που τον βλέπω ταράζομαι, τον φοβάμαι, δεν έχει όρια η συμπεριφορά του».
Ζητήθηκε από την υπεράσπιση όπως η μάρτυρας αναφέρει ενώπιον του Δικαστηρίου τα ακριβή λόγια του κατηγορούμενου και συγκεκριμένα αυτά που αφορούσαν στο πρόσωπο της μητέρας της πρώην συζύγου του, με την μάρτυρα να αδυνατεί να επαναφέρει στη μνήμη της την ακριβή φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε από τον κατηγορούμενο, δηλώνοντας: «Αν με καλούσατε το 2021 θα το θυμόμουν. Το 2024 δεν το θυμάμαι. Το μόνο που θυμάμαι πέραν από τις βρισιές για τις οποίες έλεγε πήγαινε προς το μέρος της προτάσσοντας το πάνω μέρος του σώματος προς το μέρος της κοπέλας[2]». Συμφώνησε ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 κατέγραψε στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, σε δικό της χρόνο, πριν το παραδώσει στην αστυνομία, δύο ημέρες μετά το περιστατικό. Ρωτήθηκε η μάρτυς κατά πόσον ο σύζυγος της τηλεφώνησε μετά το συμβάν, στον κατηγορούμενο απειλώντας τον, με την ΜΚ1 να δηλώνει άγνοια επί του προκείμενου. Ως προς τα αλλότρια κίνητρα που της αποδόθηκαν από την υπεράσπιση, σχετική είναι η ακόλουθη στοιχομυθία:
«Ε. Σας υποβάλλω ότι ήρθατε εδώ με απώτερο σκοπό να βοηθήσετε τη γειτονισσα σας την κυρία Λαππά.
Α. Σε ποιο θέμα να τη βοηθήσω;
E. Να δημιουργήσει πρόβλημα του πελάτη μου.
Α. Δεν έχω κάποια σχέση με τη κοπέλα με την έννοια ότι δεν έχω κάποια συγγενική ή κάποιας άλλης φύσεως σχέση.
Ε. Είσαστε γετόνισσες, δεν μένει δίπλα;
A. Δεν μένει δίπλα.
Ε. Δεν είναι εκείνης το σπίτι;
A. Ναι αλλά δεν μένει εκεί.
….
Ε. Τότε έμενε;
A. Όχι, η κοπέλα δεν έμενε εκεί ερχόταν ανά διαστήματα. Αντιλαμβάνομαι ερχόταν για να έχει συνάντηση ο πελάτης σας με τα παιδιά τους».
….
«Ε: Eγώ σας υποβάλλω ότι τίποτα από αυτά δεν συνέβηκε. Το μόνο πράγμα που έγινε είχαν μια έντονη συζήτηση για το θέμα των παιδιών και εσείς ανακατευτήκατε σε αυτή την ιστορία χωρίς λόγο.
Α. Ευελπιστώ και το δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν θα έχουμε παρόμοια γεγονότα στο μέλλον όπως το προχθεσινό γεγονός που ένας σύζυγος χτύπησε τη σύζυγο του με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της.
Ε. Πάεις πολλά μακριά και μας λες άσχετα πράγματα, ήρθες εδώ να δημιουργήσεις εντυπώσεις;
A. Αυτό ένιωσα, ένιωσα ότι κινδύνευε η κοπέλα και εσείς να ήσασταν δεν έχει σχέση αν ήταν η συγκεκριμένη κοπέλα, οποιονδήποτε να έβλεπα κάποιον να φωνασκούσε το ίδιο θα έκανα.
…..
Ε. Σας υποβάλλω επίσης ότι είναι επιλεκτικά αυτά που αναφέρετε στο Δικαστήριο. Αναφέρετε δηλαδή κατά το συμφέρον σας τα γεγονότα και όχι την ακριβή τους πραγματικότητα.
Α. Συμφέρον μπορεί να έχει ένας άνθρωπος που βλέπει κάποιον τον οποίον του φωνασκεί ο άλλος και πάει προς το μέρος του; Που βλέπει κάποιον που βρισκεται σε δύσκολη θέση και απλά τον ρωτά αν όλα είναι εντάξει;
E. Είσαστε γειτόνισσες;
A. Δεν νομίζω να έχει οποιαδήποτε σημασία αυτό που αναφέρατε. Είχα δηλώσει πριν από λίγα λεπτά και θα το επαναλάβω οποιοδήποτε άτομο από την αίθουσα να βρισκόταν στην ίδια θέση το ίδιο θα έκανα».[3]
Επανέλαβε ότι όταν άκουσε τις φωνές μετακινήθηκε και είχε οπτική επαφή με τον κατηγορούμενο ο οποίος μόλις την είδε, ξεκίνησε να τη υβρίζει. Στη θέση της υπεράσπισης ότι το μόνο που της είπε ο κατηγορούμενος ήταν να «μην νεκατώνεται» η μάρτυρας επανέλαβε ότι ο κατηγορούμενος όχι μόνο την εξύβρισε από τη βεράντα της οικίας της γειτόνισσας αλλά συνέχισε να την υβρίζει καθώς αποχωρούσε με το ποδήλατο του. Συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι απέναντι από το σπίτι της είναι χωράφια, διασαφηνίζοντας ότι η οικία της αποτελεί μέρος ενός συγκροτήματος οικιών, αφού πλησίον της οικίας της και δη στα τρία (3) μέτρα, βρίσκονται άλλα σπίτια. Βάση των ισχυρισμών της, ο κατηγορούμενος «την έκανε ρεζίλι σε όλη τη γειτονιά και στους ανθρώπους που περνούσαν και στη γειτονιά ολάκερη».
ΜΚ2 ο Αστυφύλακας 3916. Ο μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του, Τεκμήριο 2 στη διαδικασία. Ο ίδιος παρέλαβε από την παραπονούμενη το Τεκμήριο 1. Έλαβε επίσης ανακριτική κατάθεση την 17.11.21 από τον κατηγορούμενο (Τεκμήριο 4), αποδίδοντας του με το πέρας αυτής την κατηγορία που αντιμετωπίζει (Τεκμήριο 5). Ο κατηγορούμενος απάντησε: «Ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Ο κατηγορούμενος δεν απάντησε σε καμία από τις ερωτήσεις της αστυνομίας. Τη γραπτή κατάθεση που έλαβε από την Γεωργία Λαππά κατέθεσε αντίστοιχα στη διαδικασία ως Τεκμήριο 6. Κατά τη ζώσα μαρτυρία του ανέφερε ότι λίγες μέρες μετά τη λήψη του παραπόνου μετέβη στο χώρο προς διερεύνηση της υπόθεσης. Όφειλε δήλωσε να εξακριβώσει όχι μόνο την απόσταση μεταξύ των δύο σπιτιών αλλά κατά πόσον η φερόμενη εξύβριση ήταν δυνατό να ακουστεί σε δημόσιο χώρο. Τα δύο σπίτια ανέφερε ο μάρτυρας «είναι ακριβώς δίπλα-δίπλα», «τους χωρίζει ένας τοίχος». Από την επιτόπια επίσκεψη του στο μέρος αντιλήφθηκε ότι το ενδεχόμενο όπως ακούστηκαν οι φερόμενες ύβρεις σε χώρο που ήταν δημόσιος, ήταν ορατό. Περιγράφοντας το χώρο ανέφερε ότι μπροστά από το σπίτι της παραπονούμενης είναι μεν χωράφια, όμως το σπίτι βρίσκεται επί του κύριου δρόμου της Οδού [ ], ενώ δεξιά και αριστερά «είναι μια γραμμή, όλο σπίτια».
Ερωτηθείς κατά την αντεξέταση, τι έκανε, σε σχέση με τις αναφορές του κατηγορούμενου ότι ο σύζυγος της παραπονούμενης και αστυνομικός στο επάγγελμα, του συμπεριφέρθηκε απρεπώς, απάντησε ότι υπάρχει η δυνατότητα για τον κατηγορούμενο όπως αποταθεί προς την Αρχή Διερεύνησης Παραπόνων και Ισχυρισμών εναντίον της Αστυνομίας. Πριν τον παραπέμψει σχετικά, έλαβε οδηγίες από τον Σταθμάρχη. Ερωτηθείς ως προς το πού είχε λάβει χώρα το περιστατικό, ο μάρτυρας ανέφερε ότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης η εξύβριση έλαβε χώρα τόσο στο πλαϊνό μέρος της αυλής της πρώτης, αλλά και μπροστά, ήτοι εντός του κύριου δρόμου τον οποίο ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε για να φύγει από το μέρος, ποδηλατώντας.
Τελευταία μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή (ΜΚ3), η Γεωργία Λαππά. Σύμφωνα με την κατάθεση της, Τεκμήριο 6, ο κατηγορούμενος είχε επισκεφθεί η ώρα 18:00 την οικία για να ασκήσει, σύμφωνα με Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το δικαίωμα επικοινωνίας που διατηρεί με τα δίδυμα παιδιά του, ηλικίας 10 ετών. Τα παιδιά για δικούς τους λόγους, δεν επιθυμούν να βλέπουν τον πατέρα τους, εκφράζοντας αισθήματα φόβου στο πρόσωπο του. Την ημέρα που κατέφθασε ο κατηγορούμενος στο σπίτι, η μία θυγατέρα έφυγε από την πόρτα μεταβαίνοντας στο σπίτι της μητρικής γιαγιάς Μάρως Λαππά, που βρίσκεται πλησίον της οικίας. Η πορεία της 2ης θυγατέρας ανεκόπη από τον κατηγορούμενο ο οποίος την ρωτούσε πού πήγαινε. Το παιδί ξεκίνησε να κλαίει. Ο κατηγορούμενος την αφήνει να φύγει. Ξεκίνησε τότε να θυμώνει και να φωνάζει, λέγοντας της πρώην συζύγου του ότι, «αυτή φταίει που δεν τον θέλουν τα μωρά» κατηγορώντας την ίδια και την μητέρα της για την εξέλιξη της όλης κατάστασης. Τη δεδομένη στιγμή βρίσκονταν στην πλαϊνή βεράντα του σπιτιού. Ο κατηγορούμενος πήγε πολύ κοντά στο πρόσωπο της λέγοντας της, «θα σε κανονίσω θα δεις τι θα σου κάμω». Εκείνη την ώρα η γειτόνισσα Κυπρούλα Κυπριανού που μένει στο διπλανό σπίτι, άπλωνε τα ρούχα της στην αυλή της. Ακούγοντας τις φωνές του κατηγορούμενου «κοντοστάθηκε, δηλαδή σταμάτησε να απλώνει ρούχα και γύρισε προς το μέρος μας και μας έβλεπε». Πριν προλάβει να πει οτιδήποτε η Κυπρούλα ο κατηγορούμενος γυρνώντας προς το μέρος της άρχισε να της φωνάζει πολύ δυνατά χρησιμοποιώντας τις λέξεις, «μαλακισμένη», «βλάκισσα», «φκάλε φάουσα» και «Fuck you».
Η ίδια επενέβη λέγοντας «πώς της μιλάς έτσι;», όμως ο κατηγορούμενος συνέχιζε να την υβρίζει με τις ίδιες φράσεις μέχρι που αποχώρησε με το ποδήλατο του. Η Κυπρούλα μετά από αυτή του τη συμπεριφορά άρχισε να κλαίει. Πλησίασε την ΜΚ3 λέγοντας της ότι ήταν έτοιμη να με ερωτήσει εάν χρειάζομαι κάποια βοήθεια αφού τον άκουσε να μου φωνάζει προηγουμένως, όμως δεν πρόλαβε αφού, μόλις της είδε ο κατηγορούμενος άρχισε να βρίζει».
Κατά την κυρίως εξέταση ρωτήθηκε η μάρτυρας αν της απηύθυνε το λόγο η παραπονούμενη σε οποιοδήποτε στάδιο, με τη μάρτυρα να απαντά: «Ναι, αλλά εγώ επειδή φώναζε ο Iβo και ερχόταν προς το μέρος μου δεν άκουσα που μου είπε εκείνη την ώρα, απλά είδα τον Iβo να αρχίζει να φωνάζει στη γειτόνισσα». Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, «Βγήκαμε στη βεράντα, είναι δίπλα που τη γειτόνισσα η βεράντα, ακριβώς δεξιά, άρχισε να φωνάζει και να έρχεται προς το μέρος μου. Η γειτόνισσα φοβήθηκε και έτσι ερώτησε με αν είμαι καλά»[4]. Σε καμία περίπτωση πρόσθεσε δεν δέχθηκε ο κατηγορούμενος οποιαδήποτε προφορική επίθεση από την παραπονούμενη. Αντίθετα η τελευταία έκλαιγε λέγοντας του «γιατί μου μιλάς έτσι;». Ο κατηγορούμενος ήταν έντονος εκείνη την ημέρα, χρησιμοποιώντας χυδαία λόγια. Τα σπίτια χωρίζει «ένα μικρό τοιχαράκι, πολλά χαμηλό». Η παραπονούμενη είχε οπτική επαφή με το εσωτερικό της οικίας της. Μπροστά από το σπίτι υπάρχει δρόμος από όπου περνούν αυτοκίνητα, με τον κατηγορούμενο να συνεχίζει να βρίζει ενώ έφευγε ποδηλατώντας επί του κύριου αυτού δρόμου. Οι φωνές του κατηγορούμενου σύμφωνα με την ίδια μπορούσαν να ακουστούν παντού.
Μεγάλο μέρος της αντεξέτασης της μάρτυρος αναλώθηκε στη σχέση και οικογενειακές διαφορές του πρώην ζευγαριού, με το Δικαστήριο να υπενθυμίζει στην υπεράσπιση ότι παραπονούμενο πρόσωπο στα πλαίσια της παρούσας δεν αποτελεί η πρώην σύζυγος του κατηγορούμενου, αλλά τρίτο πρόσωπο, και δη, γειτόνισσα της πρώτης. Ερωτηθείσα επί της αναντιστοιχίας που εντοπίζεται στις αναφορές της σε σχέση με το κατά πόσον πράγματι της είχε απευθύνει το λόγο η γειτόνισσα, η ΜΚ3 απάντησε:
«Α. Ναι, ναι έρχετουν προς το μέρος μου, ήταν θυμωμένος, φώναζε, τα μωρά έφευγαν που τον πανικό, μετά βλέπω τον Iβo να σταματά να βρίζει εμένα και να βρίζει τη γειτόνισσα». Μόλις είχε τελειώσει το περιστατικό, η παραπονούμενη την προσέγγισε κλαίγοντας λέγοντας της «ερώτησα σε μόνο αν είσαι καλά».
Η μάρτυρας δεν μπορούσε να προσδιορίσει χρονικά πότε τηλεφώνησε του συζύγου της η παραπονούμενη, όμως τον «έπιασε την ώρα που ήταν η φασαρία, ο Iβo έβριζε και εγώ ελάλουν του να σταματήσει και εκείνη σε κάποια στιγμή έπιασε τηλέφωνο τον σύζυγο της». Συμπλήρωσε ότι τα παιδιά άκουσαν τον πατέρα τους που εξύβρισε την παραπονούμενη με τη φράση «Fuck you» αφού την ρωτούσαν τι σημαίνει. Σχετική και η ακόλουθη στοιχομυθία:
«Ε. Θέλω να μου πείτε πού βρισκόταν η γειτόνισσα σας την ώρα που συζητούσατε με τον πελάτη μου για τα παιδιά.
Α. Ηταν στο τοιχαράκι δίπλα μου δεξιά, εγώ ήμουν που την πίσω πλευρά.
Ε. Συμφωνείτε μαζί μου ότι ο τοίχος εκεί που ήσασταν είναι υπερυψωμένος;
A. Η γειτόνισσα έβλεπε μας, ήταν περίπου εδώ, έβλεπε μας (βάζει το χέρι της κάτω από το στήθος της).
Ε. Δεν είχε οπτική επαφή από εκεί που εβρίσκετουν;
A. Ηνταλως την έβριζε αφού δεν την είδε, πώς την έβριζε;
E. Σας υποβάλλω ότι ουδέποτε την έβρισε ο πελάτης μου.
Α. Ο Θεός ποιον! Τι να πω;»
Στη θέση της υπεράσπισης ότι μοναδικός λόγος που προσήλθε στο Δικαστήριο είναι για να χρησιμοποιήσει αυτή την υπόθεση για να δημιουργήσει εντυπώσεις και να βοηθηθεί σε ότι αφορά τις οικογενειακές διαφορές τους, η μάρτυρας απάντησε ότι ο κατηγορούμενος έχει βρίσει και στο παρελθόν παρουσία του δικηγόρου της, τον οποίον μπορούν αν χρειαστεί να καλέσουν.
Μαρτυρία Κατηγορούμενου
Ο κατηγορούμενος ανακριθείς σε σχέση με τα πιο πάνω επέλεξε όπως μην απαντήσει στις ερωτήσεις που του τέθηκαν (Τεκμήριο 4). Το μόνο που ανέφερε στην αστυνομία ήταν ότι: (α) ο ίδιος δέχθηκε επίθεση από την παραπονούμενη η οποία φώναζε προς το μέρος του, (β) ότι ο ίδιος έφυγε χωρίς να της απαντήσει οτιδήποτε και (γ) ότι έλαβε τηλεφώνημα από τον σύζυγο της ΜΚ1, αστυνομικό, περί τις 19:00 της 5.11.21 ο οποίος του είπε: «Είμαι ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου και την επόμενη φορά που θα κάμεις φασαρία σπίτι μου θα σε βουρώ που δαμέ ως τη Βουλγαρία και θα σου κάμω τη ζωή δύσκολη».
Κατατέθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατηγορούμενου, γραπτή δήλωση, Έγγραφο Χ’. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του, τις δίδυμες θυγατέρες του, υπεραγαπά. Η σχέση του με αυτές δεν είναι καλή αφού η πρώην σύζυγος του προσπαθεί να τον αποξενώσει από τα παιδιά τους δια δόλιων ενεργειών. Μέχρι και αβάσιμες καταγγελίες περί σεξουαλικής κακοποίησης των (από τον κατηγορούμενο) υπέβαλε, με την αστυνομία να κρίνει ότι «με βάση την υπάρχουσα μαρτυρία δεν στοιχειοθετείτε η καταγγελία»[5]. Οι κόρες του τον αντιμετωπίζουν ως ένα ξένο αφού δεν τον αποκαλούν πατέρα, αλλά με το όνομα του. Έχει δε σύμφωνα με τη μαρτυρία του χαθεί, κάθε ίχνος αγάπης και τρυφερότητας. Με το που τον βλέπουν να πλησιάζει στην οικία για να τις επισκεφθεί, φεύγουν. Αισθάνεται δυνάμει των πιο πάνω, βαθύτατα πληγωμένος και απελπισμένος.
Σύμφωνα με τις παραγράφους 9 και 11 της δήλωσης του, την επίδικη ημέρα και αφού τα παιδιά αποχώρησαν με το που τον είδαν, απευθύνθηκε προς την Γεωργία λέγοντας της: «κάτι πρέπει να γίνει, βοήθησε με να αποκαταστήσω τη σχέση μου με τα παιδιά μου». Συνεχίζει λέγοντας: «Ενώ συζητούσα μπροστά στο γκαράζ της συζυγικής εστίας, εμφανίστηκε από το πουθενά η γειτόνισσα κα. Κυπρούλα Κυπριανού και χωρίς να την αφορά διέσχισε το σπίτι της, ήρθε κοντά στο γκαράζ και ξεκίνησε να μου φωνάζει δυνατά με φράσεις που δεν καταλάβαινα γιατί φώναζε πολύ έντονα. Της είπα «μην ανακατεύεσαι» και έφυγα από το μέρος γιατί δεν ήθελα να μπω σε διένεξη αφού η πρώην σύζυγος μου εκμεταλλεύεται τέτοια περιστατικά για να μου κάνει ζημιά οικογενειακώς στις διαφορές που έχουμε στο Δικαστήριο. Ακόμα και την ώρα που έφευγα την άκουγα να μου φωνάζει».
Σε καμία περίπτωση δεν φώναζε, με τη συζήτηση να διεξάγεται «σε κανονικό ύφος και τόνο[6]». Κανένας δεν άκουσε οτιδήποτε. Δίπλα από το σπίτι δεν υπάρχουν άλλες κατοικίες, ενώ μπροστά είναι χωράφια. Ο δρόμος είναι αδιέξοδο και σπάνια περνούν από εκεί αυτοκίνητα. Κατέθεσε φωτογραφικό υλικό (Τεκμήριο 8) που δείχνει το περιτείχισμα που χωρίζει τα δύο σπίτια, αναφέροντας ότι ο τοίχος έχει ύψος 3 μέτρα. «Κανένας δεν μετέβη στο σημείο πλην της περίεργης κας. Κυπρούλας». Ως Τεκμήριο 9 κατέθεσε έντυπο/ φωτογραφία του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προς υποστήριξη των θέσεων του αναφορικά με τη γειτνιάζουσα περιοχή. Σύμφωνα με τη κατάθεση του η παραπονούμενη βρίσκεται σε συμπαιγνία με τη πρώην σύζυγο του με αποκλειστικό σκοπό να πλήξουν την ακεραιότητα του.
Δήλωσε κατά την κυρίως εξέταση του ότι καμία οπτική επαφή δεν είχε η γειτόνισσα με τους ίδιους εκείνη τη στιγμή, υποδεικνύοντας επί του Τεκμηρίου 8 που βρισκόταν τη στιγμή που συζητούσαν με τη πρώην σύζυγο του. Όχι μόνο δεν εξύβρισε την παραπονούμενη, αλλά έφυγε από το σημείο για να αποφύγει την όποια διένεξη. Το μόνο που είπε στη γειτόνισσα ήταν: «να μην ανακατεύεσαι». Το σπίτι συνέχισε, βρίσκεται ουσιαστικά επί αδιεξόδου. Δεν υπάρχει κίνηση ή άλλη ιδιαίτερη κυκλοφορία στο δρόμο, δρόμος ο οποίος μόλις πρόσφατα έχει ασφαλτοστρωθεί.
Αντεξετασθείς ο μάρτυρας συμφώνησε ότι το σπίτι βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή. Συμφώνησε περιπλέον ότι δίπλα από το σπίτι της ΜΚ3 βρίσκονται δύο ακόμη σπίτια, ενώ πίσω από την οικογενειακή (ως ήταν στο παρελθόν) οικία, βρίσκεται μια σειρά οικιών οι οποίες αποτελούν μέρος συνοικισμού. Συμφώνησε μάλιστα με τη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι τα σπίτια πίσω από οικία, είναι εφαπτόμενα, υπό την έννοια ότι «μοιράζονται τον ίδιο τοίχο διαχώρισης οικοπέδου». Συμφώνησε επίσης ότι για να μεταβούν οι λοιποί κάτοικοι (που διαμένουν μετά την δική οικία) στο χώρο διαμονής τους, περνούν αναγκαστικά μπροστά από το δικό τους (ως ήταν) σπίτι, είτε πεζοί είτε με το όχημα τους. Η μητέρα της πρώην συζύγου του διαμένει σε παράλληλο δρόμο περί τα 500 μέτρα μακριά.
Εκείνη την ημέρα συμφώνησε ότι τα παιδιά έφυγαν μόλις τον είδαν να καταφθάνει. Επέμενε ότι δεν ήταν έντονος προς τη πρώην σύζυγο του προσθέτοντας ότι το μόνο που έκανε ήταν να προσπαθεί να της μιλήσει για να την εκλογικεύσει. Δήλωσε εκ νέου απεγνωσμένος για την όλη κατάσταση, αναφέροντας ότι έκανε πολλές θυσίες προσπαθώντας να αναθερμάνει τη σχέση του με τα παιδιά του, αντιμετωπίζοντας μόνο την άρνηση της πρώην συζύγου. Δήλωσε πεπεισμένος ότι η ΜΚ1 ήταν το πρόσωπο που τον είχε καταγγείλει στο παρελθόν στην αστυνομία και στο Υγειονομείο αναφορικά με τη λειτουργία πιτσαρίας σε χώρο πλησίον της οικίας. Συμφώνησε με την κα. Χαραλάμπους ότι ο τοίχος που διαχωρίζει τις δύο οικίες ξεκινά με ένα υψόμετρο της τάξης του 1,30- 1,35, ψηλώνει στα τρία (3) μέτρα και καταλήγει εκ νέου σε 1 30 μέτρα ύψος. Ποτέ δεν είδε την ΜΚ1, όμως την άκουσε πίσω από τον τοίχο «να έρχεται με φόρα» και να φωνάζει. Το μόνο που της είπε ήταν να μην ανακατεύεται. Συνέχισε δε να την ακούει καθώς ο ίδιος απομακρυνόταν με το ποδήλατο του στο δρόμο. Η κατηγορούσα αρχή υπέδειξε στον μάρτυρα φωτογραφικό υλικό, Τεκμήριο 10 στο οποίο απεικονίζεται η οικία, η οικία της γειτόνισσας, η ορατότητα που υπάρχει εντός της οικίας της ΜΚ3 από το σπίτι της ΜΚ1 και ο ευρύτερος χώρος/ δρόμοι. Οι φωτογραφίες 1 και 2 επί του Τεκμηρίου 10, αφορούν σε λήψη από την οικία της ΜΚ3 (και συγκεκριμένα από το σημείο που δηλώνει ο κατηγορούμενος ότι στεκόταν), προς την οικία της ΜΚ1 με τη «γειτόνισσα» (ΜΚ1), να απεικονίζεται να στέκεται στο πλαϊνό μέρος της αυλής της. Υποβλήθηκε δυνάμει των πιο πάνω στον κατηγορούμενο ότι βάση του Τεκμηρίου 10 υπήρχε πράγματι, η δυνατότητα όπως η ΜΚ1 «βλέπει» εντός της οικίας, εξ’ ου και απηύθυνε το λόγο στην ΜΚ3.
Στη θέση αυτή ο κατηγορούμενος απάντησε: «Πού ξέρω εγώ ότι η Κυπρούλα δεν έβαλε ένα, δυο τούβλα που κάτω για να φαίνεται η κεφαλή της;»
Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Έχω ως γνώμονα μου τη νομολογία που αφορά στο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγηση της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Είναι γεγονός ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ήτοι, όπου υπάρχουν δύο αντικρουόμενες ουσιαστικά εκδοχές, το Δικαστήριο παρακολουθεί τους μάρτυρες με ιδιαίτερη προσοχή αφού, η εντύπωση,:
«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275)»[7]
Το Δικαστήριο καθηκόντως έλαβε υπόψιν του, τη γενική συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα, την ειλικρίνεια, την αμεσότητα των απαντήσεων τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση και το λογικοφανές (ή μη), των απαντήσεων τους, σε συνάρτηση πάντοτε και αντιπαραβολή με τα όσα ανέφεραν αρχικώς ανακρινόμενοι από τις Αστυνομικές Αρχές (βλ. Ζεβρού ν Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Καρεκλά ν Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ, 1119, Κυπριανού ν Αστυνομίας Ποιν.Εφ. 129/07 ημερ.10.12.2008). Μέσω της αξιολόγησης ενός μάρτυρα, το Δικαστήριο καλείται, εξυφαίνοντας τα λεγόμενα του, τις αντιδράσεις και την συμπεριφορά του, να αναδείξει, υπό το πρίσμα της πείρας και της ανθρώπινης φύσης, το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής που παρουσιάζει, όμως χρειάζεται επί τούτου, ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους του Δικαστηρίου αφού,συμβαίνει όπως αναξιόπιστος μάρτυρας προκαλέσει ευμενή εντύπωση, και αντίστροφα (βλ. Χριστοφή Φώτης ν Κώστα Γιάγκου Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401). Σημειώνεται ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα (βλ.Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320) αλλά αντίθετα, ενδυναμώνουν την ειλικρίνεια του και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια, νοουμένου ότι το επεξηγήσει δεόντως όπως, δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της, είτε εν μέρει (βλ. Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 A.A.Δ 506, Μελικίδης ν Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1Α Α.Α.Δ 832).
Όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας άφησαν το Δικαστήριο με θετικές εντυπώσεις. Η ειλικρίνεια τους όταν κατέθεταν από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν διάχυτη με το Δικαστήριο να μην εντοπίζει καμία προσπάθεια εκ μέρους τους όπως, είτε αποκρύψουν γεγονότα είτε να αλλοιώσουν αυτά.
Συγκεκριμένα, η ΜΚ1 περιέγραψε παραστατικά τα όσα κατά την δική της εκδοχή έλαβαν χώραν την επίδικη ημερομηνία, εξηγώντας και περιγράφοντας με πάσα λεπτομέρεια πώς έλαβε χώρα το επίδικο, υπό του κατηγορητηρίου, συμβάν. Παρά την αντεξέτασή της από τον κ. Χριστοδουλίδη ως προς τον τρόπο που εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, αυτή δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση ενώ κάθε της απάντηση όχι μόνο δεν αποκάλυπτε οποιαδήποτε μεταβολή στις θέσεις της (ως προσπαθούσε η υπεράσπιση), αναφορικά με το ιστορικό, ή πλαίσιο των γεγονότων, αλλά αντίθετα, κάθε ευκαιρίας δοθείσης, έριχνε δια των απαντήσεων της, περισσότερο φως στα δεδομένα της παρούσας. Η εισήγηση της υπεράσπισης ότι η ΜΚ1 καταχρηστικά ή εκδικητικά κατήγγειλε τον κατηγορούμενο, δεν βρίσκει έρεισμα. Το συγκροτημένο της σκέψης της, η απουσία υπερβολής στα λεγόμενα της, η ποιότητα της μαρτυρίας της, η αυθεντικότητα και γνησιότητα της, ιδώμενα πάντοτε, μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε από αμφότερες πλευρές, δεν αφήνουν οποιαδήποτε αμφιβολία για το αξιόπιστο της μαρτυρίας της. Το Δικαστήριο δεν εντόπισε καμία διάθεση ή ανάγκη, να μεγεθύνει ή να αλλοιώσει τα γεγονότα με σκοπό να γίνει πιστευτή. Περιπλέον, ειλικρινή, λογικοφανή και πλήρως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια κρίνω την απάντηση της μάρτυρος ότι είναι αδύνατον σήμερα, να θυμάται τις επακριβείς λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν από τον κατηγορούμενο σε σχέση με το πρόσωπο της μητέρας της ΜΚ3. Η θέση του κ. Χριστοδουλίδη ότι ένεκα τούτου, καμία βαρύτητα δεν μπορεί να αποδοθεί στη μαρτυρία της ΜΚ1, πίπτει.
Η μάρτυρας ήταν ξεκάθαρη τόσο στη γραπτή της κατάθεση όσο και κατά τη ζώσα μαρτυρία της ότι, ο λόγος που είχε αντιληφθεί ότι γινόταν λόγος, αναμεταξύ άλλων, για το πρόσωπο της Μάρως Λαππά ήταν επειδή ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε σε εκείνην (την Μάρω Λαππά) με τη λέξη «τζείνη» και η ΜΚ3 αποκρίθηκε με τη φράση «δεν σου επιτρέπω να μιλάς έτσι για τη μητέρα μου, εγώ δεν βρίζω τη δική σου μητέρα». Η θέση δε της υπεράσπισης ότι μάρτυς όφειλε να καταγράψει στην κατάθεση της τα ακριβή λόγια που άκουσε, είτε αυτά αφορούσαν στο πρόσωπο της Μάρω Λαππά είτε στο πρόσωπο της παραπονούμενης, δεν βρίσκει έρεισμα από τη στιγμή που η μάρτυς, ως ανέφερε, σκοπό είχε να αποτυπώσει τα όσα αφορούσαν στο πρόσωπο της. Ποτέ δεν είπε η ΜΚ1, ως τεχνηέντως εισηγήθηκε η υπεράσπιση ότι είχε ακούσει επακριβώς τη μεταξύ των μερών συνομιλία. Αντίθετα, περιορίστηκε στο να καταγράψει τα όσα έλαβαν χώρα μεταξύ της ίδιας και του κατηγορούμενου. Αποδέχομαι περαιτέρω τη θέση της ότι δεν διατηρεί με κανένα εκ των δύο (κατηγορούμενο και ΜΚ3) οποιαδήποτε σχέση και ότι μοναδικός λόγος που απευθύνθηκε στην ΜΚ3 ρωτώντας την αν είναι καλά, είναι επειδή άκουσε τον κατηγορούμενο να της φωνάζει. Επί της μαρτυρίας της παραπονούμενης το Δικαστήριο, μπορεί να βασιστεί για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Θετική εντύπωση άφησε στο Δικαστήριο και ο ΜΚ2, Αστυφύλακας 3916. Ο μάρτυρας περιέγραψε παραστατικά τα όσα αντίκρυσε σε σχέση με την απόσταση και τοποθεσία των δύο οικιών όταν εξέτασε το χώρο, στα πλαίσια των καθηκόντων του, μετά τη λήψη του παραπόνου από την παραπονούμενη και προ της λήψης κατάθεσης από τον κατηγορούμενο. Σημειώνεται ότι η μαρτυρία του ως προς το χώρο, τις αποστάσεις και την τοποθεσία των οικιών, αποτελεί ανεξάρτητη μαρτυρία. Τη μαρτυρία του ΜΚ2 ως προς τις ενέργειες που διενήργησε εντός των πλαισίων των καθηκόντων του, αποδέχομαι ως πλήρως αξιόπιστη και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.
Το Δικαστήριο αντίστοιχα αποδέχεται την μαρτυρία της ΜΚ3. Αυτήν το Δικαστήριο εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή, έχοντας υπόψιν τις θέσεις της υπεράσπισης περί αλλότριων εκ μέρους της κινήτρων. Προς τα ως άνω, το Δικαστήριο έχει αυτοπροειδοποιηθεί δεόντως. Καμία προσπάθεια δεν εντοπίστηκε από μέρους της όπως εισαγάγει στη διαδικασία οτιδήποτε που να αφορά στις διαφορές που ενδέχεται να εκκρεμούν είτε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου είτε ενώπιον άλλων αρμοδιών οργάνων. Αντίθετα, προσπάθεια εισαγωγής τέτοιας μαρτυρίας στη διαδικασία έγινε από την υπεράσπιση κατά την αντεξέταση της μάρτυρος, με τη τελευταία να απαντά δεόντως στις ερωτήσεις που της τέθηκαν, μη αρνούμενη οποιοδήποτε γεγονός της παρουσιάστηκε, διασαφηνίζοντας ότι εκείνες οι διαφορές θα τύχουν επίλυσης από τα αρμόδια όργανα. Υπενθυμίζεται περιπλέον ότι η ΜΚ3 δεν προσήλθε ενώπιον Δικαστηρίου ως παραπονούμενο πρόσωπο, αλλά ως μάρτυρας γεγονότων επί περιστατικού που έλαβε χώρα στην παρουσία της, παραλαμβάνοντας σχετική κλήση από την κατηγορούσα αρχή.
Οι θέσεις της μάρτυρος ότι, (α) ο κατηγορούμενος είχε μεταβεί την εν λόγω ημέρα και ώρα στην οικία της, (β) με σκοπό να δει τα παιδιά τους, καθώς και ότι (γ) αυτά αποχώρησαν ευθύς αμέσως από το χώρο με τα πόδια, (δ) με τον κατηγορούμενο να εκνευρίζεται για αυτή την εξέλιξη, κρίνονται ως ανταποκρινόμενες στην αλήθεια. Αντίστοιχα αποδεκτή είναι και η θέση της το συμβάν και δη ο εκνευρισμός του κατηγορούμενου και η συζήτηση που ακολούθησε μεταξύ τους έλαβε χώρα στο μπροστινό μέρος της οικίας, πλησίον του διαχωριστικού τοίχου της βεράντας του σπιτιού, με την ΜΚ1 να βρίσκεται τη δεδομένη στιγμή εντός της βεράντας της δικής της οικίας, η οποία συνορεύει με τη βεράντα της ΜΚ3.
Η περιγραφή που έδωσε η μάρτυρας ούσα παρούσα στο περιστατικό ως προς τον τρόπο που η παραπονούμενη δέχθηκε την εξύβριση βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την μαρτυρία της ΜΚ1. Η μαρτυρία της αναφορικά με τι προηγήθηκε, τη φυγή των θυγατέρων από το χώρο, τον εκνευρισμό του κατηγορούμενου αλλά ειδικότερα τη παρουσία της ΜΚ1 στο συμβάν, η οποία κοινοποιήθηκε στο πρώην ζευγάρι ένεκα της παρέμβασης της με το που άκουσε τις φωνές από τον πλαϊνό τοίχο του σπιτιού της, φανερώνει τη φιλαλήθεια της μάρτυρος. Δεν μπορεί παρά να σημειωθεί ότι η εξέλιξη των γεγονότων ήταν αστραπιαία. Παρά συνεπώς το γεγονός ότι η μάρτυρας ενδέχεται να μην άκουσε επακριβώς την ερώτηση που έθεσε η ΜΚ1 στο πρόσωπο της τη δεδομένη στιγμή, η παρέμβαση της πρώτης ουδέποτε τέθηκε εν αμφιβόλω από την υπεράσπιση, εξ΄ου και η (δήθεν) απάντηση του κατηγορούμενου στο πρόσωπο της ΜΚ1 όπως «μην ανακατεύεται». Οι απαντήσεις της μάρτυρος ήταν άμεσες, πηγαίες και δίδονταν χωρίς κανένα δισταγμό. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν έθεσε εαυτόν εκτός των γεγονότων. Αποδέχομαι περαιτέρω την θέση της μάρτυρος ότι ο κατηγορούμενος μετά από τη πάροδο κάποιων λεπτών και αφού ο κατηγορούμενος δεν φαινόταν ικανοποιημένος από το πώς εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα εκείνη την ημέρα, ύψωσε τον τόνο της φωνής του και καταφέρθηκε εναντίον της ΜΚ1, εξυβρίζοντας την. Την μαρτυρία της ΜΚ3 αποδέχομαι.
Δυνάμει των πιο πάνω, οι αναφορές, θέσεις και μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίες οι οποίες έχουν γίνει αποδεκτές από το Δικαστήριο καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου.
Σε αντίθεση με την θετική εντύπωση που άφησαν στο Δικαστήριο οι μάρτυρες κατηγορίας, οι θέσεις του κατηγορούμενου δεν έπεισαν. Η μαρτυρία του ιδωμένη συνολικά και όχι αποσπασματικά, βρίθει από ανακρίβειες ενώ μπορεί να χαρακτηριστεί ως νεφελώδης επί ουσιαστικών σημείων σε ότι αφορά τα γεγονότα. Οι θέσεις που προσπάθησε να προωθήσει κατά την ακροαματικη διαδικασία δεν έπεισαν και αυτό μεταξύ άλλων, γιατί η προσπάθεια του κατηγορούμενου να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο από το τί πραγματικά συνέβη, εστιάζοντας επί ζητημάτων που αφορούσαν στις οικογενειακές διαφορές με τη πρώην σύζυγο του ήταν πέρα για πέρα, εμφανής. Τη μαρτυρία του κατηγορούμενου το Δικαστήριο κρίνει ως αναξιόπιστη και ως τέτοια την απορρίπτει, για τους ακόλουθους λόγους.
Ανακρινόμενος δήλωσε ότι ποτέ δεν απάντησε στην λεκτική επίθεση που δέχθηκε από την παραπονούμενη. Δήλωσε μάλιστα ότι από το μέρος έφυγε για να μην εμπλακεί σε διένεξη, «αφού η σύζυγος του εκμεταλλεύεται τέτοιες καταστάσεις για να τις χρησιμοποιήσει εναντίον του». Κατά τη ζώσα μαρτυρία του, τη θέση αυτή αναίρεσε χωρίς κανένα δισταγμό, προσφέροντας μια ολότελα διαφορετική εκδοχή γεγονότων. Αποτέλεσε θέση του ότι αν και ο ίδιος δεν είδε ποτέ την ΜΚ1, κατάλαβε, ότι αυτή ερχόταν με «φόρα» προς το μέρος του, διασχίζοντας το πίσω μέρος της αυλής της, για να του φωνάξει. Κληθείς δε να αποσαφηνίσει αυτή την αναντιστοιχία που εντοπίζεται στις θέσεις του, ο κατηγορούμενος απάντησε: «Δεν ξέρω, έχει τόση μεγάλη διαφορά τι κατέθεσα;».
Κληθείς να απαντήσει τί ήταν αυτό που του έλεγε η ΜΚ1, ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να απαντήσει, δηλώνοντας ότι δεν μπορούσε να καταλάβει. Αν όντως ο κατηγορούμενος δεν φώναζε αλλά αντίθετα, εκλιπαρούσε την πρώην σύζυγο του, ως ισχυρίζεται, παρακαλώντας να τον βοηθήσει προς αποκατάσταση της σχέσης του με τις κόρες του, σε ήρεμο τόνο και ύφος, προς τί τότε, η παρέμβαση της παραπονούμενης, ως ο ίδιος παραδέχεται ότι αυτή έλαβε χώρα; Ας μη λησμονηθεί στο στάδιο αυτό, η υποβολή του ίδιου του συνηγόρου υπεράσπισης προς τη ΜΚ1 ότι εκείνη τη στιγμή «υπήρχε μια έντονη συζήτηση» με την πρώην σύζυγο του[8]. Οξύμωρο κρίνεται συνεπώς η υπεράσπιση να προωθεί τη θέση περί «έντονης συζήτησης» μεταξύ του πρώην ζευγαριού, και της θέσης του κατηγορούμενου επί του εδωλίου ότι «η συζήτηση ήταν σε τέτοιο ήρεμο τόνο και ύφος που κανένας δεν άκουσε τίποτα». Η δε χρήση της φράσης «μην ανακατεύεσαι» από μέρους του στις φερόμενες φωνασκίες που δεχόταν από την ΜΚ1, δεν αποτελεί τίποτα άλλα παρά ένα ψέμα εκ μέρους του κατηγορούμενου ενώπιον του Δικαστηρίου και αυτό γιατί η χρήση της συγκεκριμένης φράσης δεν παραπέμπει σε απάντηση στις φερόμενες φωνασκίες της παραπονούμενης στο πρόσωπο του, αλλά αντίθετα απάντηση, στην διακοπή της λογομαχίας που είχε με την πρώην σύζυγο του, από την παραπονούμενη.
Η θέση του ότι η γειτόνισσα είναι μια «κουτσομπόλα» ως την χαρακτήρισε, η οποία αρέσκεται στο να εμπλέκεται στις υποθέσεις τρίτων προσώπων, δεν στέκει στη λογική, ειδικότερα από την στιγμή που, ως η θέση του, «τίποτα από τα όσα έλεγαν δεν ακουγόταν» γιατί «μιλούσαν σε ήρεμο τόνο και ύφος». Η πρόθεση του κατηγορούμενου να ψευσθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει και από το γεγονός ότι, σύμφωνα τους δικούς του πάντα ισχυρισμούς, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τί έλεγε η ΜΚ1 όταν φώναζε πίσω από τον τοίχο του σπιτιού της. Αφού δεν καταλάβαινε λοιπόν και δεν είχε σε κανένα σημείο οπτική επαφή η ΜΚ1 μαζί του, πώς ήταν τόσο σίγουρος ότι τα όσα έλεγε η γειτόνισσα απευθύνονταν στο πρόσωπο του; Και γιατί της είπε (δήθεν) να «μην ανακατεύεται» αφού δεν γνώριζε τη δεδομένη στιγμή τί του έλεγε;
Επέμενε ο κατηγορούμενος ότι καμία κουβέντα δεν ακούστηκε σε δημόσιο χώρο «επειδή κανένας δεν περνά εκείνη την ώρα από εκεί». Η θέση αυτή απορρίπτεται. Εξηγώ. Δεν μπορεί να σταθεί στη λογική ότι ο ίδιος ήταν σε θέση να ακούσει την παραπονούμενη που του φώναζε ενώ έφευγε με το ποδήλατο του, αλλά η παραπονούμενη εναντίον της οποίας καταφαινόταν ο κατηγορούμενος με ύβρεις φεύγοντας, δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα. Κληθείς να προσφέρει μια απάντηση προς τα ως άνω, ο κατηγορούμενος όχι μόνο δεν απάντησε αλλά προσπάθησε να εστιάσει εκ νέου στα περί πλεκτάνης μεταξύ των κυριών.
Και διερωτάται το Δικαστήριο, αν κρίνεται λογικοφανές όπως δύο κυρίες, εντός Νοεμβρίου και περί ώρα 18:30 το απόγευμα, οι οποίες τυγχάνουν μεταξύ τους γειτόνισσες, έστησαν καρτέρι στον κατηγορούμενο, η μία απλώνοντας ρούχα και η άλλη αναμένοντας την άφιξη του, για να τον παγιδεύσουν όπως εκφραστεί δια τον τρόπο που εκφράστηκε, με αποκλειστικό σκοπό τον διασυρμό του στα Δικαστήρια. Προς τούτο δε, μήπως εισηγείται η υπεράσπιση ότι επιστράτευσαν οι δύο κυρίες και την αντίδραση των παιδιών του κατηγορούμενου στην όψη του; Οι θέσεις αυτές του κατηγορούμενου όχι μόνο παρατραβηγμένες είναι αλλά στερούνται οποιασδήποτε πειστικότητας. Επαναλαμβάνεται στο σημείο αυτό ότι, οι οποιεσδήποτε μεταξύ του πρώην ζευγαριού διαφορές, δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα. Η δε θέση της υπεράσπισης ότι σκοπός της ΜΚ3 είναι να χρησιμοποιήσει την παρούσα υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου στο Οικογενειακό Δικαστήριο δεν μπορεί να ευσταθήσει και αυτό γιατί η ΜΚ3 αποτελεί μάρτυρα γεγονότων στην παρούσα και όχι παραπονούμενο πρόσωπο.
Οξύμωρο δε κρίνεται και το γεγονός ότι η υπεράσπιση δεν έθεσε ποτέ μήτε στην κύρια μάρτυρα κατηγορίας μήτε στην ΜΚ3 το φωτογραφικό υλικό που είχε στη διάθεση της, προς υποστήριξη των θέσεων περί μη οπτικής επαφής, αποστερώντας τους μάρτυρες από τη δυνατότητα να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις επί του ζητήματος. Δυνάμει όλων των πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν αποδέχεται τη θέση ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε έχασε την ψυχραιμία του και ότι ποτέ δεν καταφέρθηκε εναντίον της ΜΚ1 με τη φράση που του αποδίδεται από την κατηγορία. Το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμία αμφιβολία, εξετάζοντας τη μαρτυρία του συνολικά ότι, ο κατηγορούμενος έχασε την ψυχραιμία και αυτοέλεγχο του, εξυβρίζοντας την ΜΚ1 με τις συγκεκριμένες λέξεις.
Νομική Πτυχή:
Σύμφωνα με το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα:
«Όποιος, σε δηµόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δηµόσιος µε τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δηµόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο µε τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόµενο πρόσωπο επίθεση, είναι ένοχος πληµµελήµατος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός µήνα ή σε χρηµατική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδοµήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
Σε κάθε ποινική υπόθεση το βάρος απόδειξης είναι αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος να αποδείξει οτιδήποτε, ούτε ότι είναι αθώος (βλ. Woolmington v. DPP [1935] AC 462 HL, R. v. Majid [2009] EWCA Crim 2563). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με, έστω υποβόσκουσα, αμφιβολία η αθώωση είναι αναπόφευκτη (βλ. Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459).
Η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει, ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που εξύβρισε την ΜΚ1 σε μη δημόσιο χώρο, κάτω από συνθήκες που ήταν δυνατό να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρισκόταν σε δηµόσιο χώρο, κατά τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει παρευρισκόµενο πρόσωπο σε επίθεση.
Τα συστατικά στοιχεία λοιπόν της δημόσιας εξύβρισης είναι: (α) η εξύβριση να γίνεται με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση και (β) να γίνεται σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο.
Το τι αποτελεί εξύβριση δεν καθορίζεται στον Ποινικό Κώδικα. Αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και έχοντας υπόψη τις επικρατούσες απόψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Στην υπόθεση Brutus v. Cozens (1972) 2 All E.R. 1297 που αφορούσε κατηγορία βάση του άρθρου 4 του Public Order Act, 1986, με παρόμοια συστατικά στοιχεία με αυτά του άρθρου 99 του Ποινικού μας Κώδικα, αποφασίσθηκε ότι η ερμηνεία της λέξης «insulting» (σε ελληνική μετάφραση «υβριστικός») δεν είναι νομικό θέμα και θα πρέπει να αποδίδεται σε αυτή το κανονικό της νόημα. ‘Όπως χαρακτηριστικά καταγράφηκε στην πιο πάνω απόφαση, «An ordinary sensible man knows an insult when he sees or hears it». Το κριτήριο λοιπόν για την ύπαρξη όλων των πιο πάνω στοιχείων είναι καθαρά αντικειμενικό.
Στην Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 98 κρίθηκε ως ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η λέξη «καραγκιόζης» που είχε εκστομίσει η εφεσείουσα εναντίον Αστυνομικού, στον τόπο και υπό τις συνθήκες που χρησιμοποιήθηκε ήταν υβριστική και εκδηλώνε περιφρόνηση προς το πρόσωπο προς το οποίο εκστομίστηκε. Επιπρόσθετα, στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι δεν χρειάζεται απόδειξη ότι προκλήθηκε οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος, σε επίθεση. Είναι αρκετό, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 99, να υπήρχε το ενδεχόμενο όπως, από την εξύβριση, αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο. Το περιεχόμενο των φράσεων που χρησιμοποιήθηκαν από τον κατηγορούμενο, μιλά από μόνο του, ενώ δεν πρέπει να λησμονείται ότι το περιεχόμενο αυτών πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση και με το ποιος ήταν ο δέκτης των υβριστικών φράσεων, αφού σκοπός χρήσης των, δεν ήταν άλλος από την προσβολή της ΜΚ1. Στην Αγγλική απόφαση Parkin v. Norman (1982) 2 All E.R. 583 η εξύβριση στοιχειοθετείται εξ’ αντικειμένου εφόσον εκτοξεύεται ύβρις εναντίον προσώπου το οποίο θα μπορούσε να την εκλάβει ως τέτοια, ανεξάρτητα του αν αυτός που την εκτοξεύει δεν συνειδητοποιεί τη δυνατότητα εξύβρισης εκείνου του συγκεκριμένου προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και ανεξάρτητα του αν οποιοσδήποτε, στη γνώση του οποίου έχει περιέλθει, δεν την εξέλαβε ως ύβρη.
Η χρήση των εν λόγω φράσεων βεβαίως, είχαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου την δυναμική ώστε να προκαλέσουν σε παριστάμενο πρόσωπο, επίθεση. Εφαρμόζοντας τα πιο πάνω κριτήρια στην παρούσα το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος την 5.11.21 ήταν απρεπείς, υβριστικές και εκδήλωναν μια περιφρόνηση προς το πρόσωπο της παραπονουμένης. Σημειώνεται περιπλέον ότι αποτελεί κοινό τόπο από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι η εξύβριση έλαβε χώρα σε μη δημόσιο χώρο, ήτοι από τη βεράντα της οικίας της ΜΚ3. Η δε υποβολή παραπόνου στην αστυνομία από την ΜΚ3 μετά την εκστόμιση των εν λόγω φράσεων επιβεβαιώνουν τα αυτονόητα ήτοι, ότι η μάρτυρας δεν εξέλαβε τα όσα της ανέφερε ο κατηγορούμενος ως εκδήλωση ευγένειας ή ως μια αθώα έκφραση.
Με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία και το αξιόπιστο των αναφορών της παραπονούμενης, καταλήγω ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της δημόσιας εξύβρισης πληρούνται σωρευτικά, με τον κατηγορούμενο να έχει εξυβρίσει την παραπονούμενη, σε χώρο που δεν ήταν δημόσιος, κατά τρόπο που ήταν δυνατό να ακουστεί από οποιονδήποτε παρευρισκόμενο σε χώρο δημόσιο, ήτοι στον κύριο δρόμο και γειτνιάζουσα κατοικημένη περιοχή, υπό συνθήκες που δύνατο να προκαλούσαν παρευρισκόμενο πρόσωπο σε επίθεση. Οι ύβρεις του κατηγορούμενου στην παρούσα υπενθυμίζεται, δεν περιορίστηκαν μόνο εντός της βεράντας της οικίας της ΜΚ3 αλλά συνέχισαν ενώ ο ίδιος ποδηλατούσε για να φύγει από την οικία επί του κύριου δρόμου της Οδού Κυθρέας . Με δεδομένο το πιο πάνω εύρημα του Δικαστηρίου υπήρχε εύλογη δυνατότητα όπως οι ύβρεις του, ακουστούν από πρόσωπα που βρίσκονταν εντός δημοσίου χώρου όπως ήταν ο κύριος δρόμος, η λεωφόρος που οδηγούσε στην οικία αλλά και τον ευρύτερο συνοικισμό εντός του οποίου ήταν κτισμένο το σπίτι. Το τί συνιστά «δημόσιος χώρος» ερμηνεύεται από το άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και «περιλαμβάνει οποιαδήποτε διάβαση και κτίριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης, όπου κάθε φορά το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου, είτε χωρίς όρους είτε με όρο πληρωμής…» (βλ. επίσης Pitsillos v. Police (1966) 2 CLR 50, Livington v. Police (1972) C.L.R. 93, Ιωάννου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 493 και Νεοκλή ν Αστυνομίας Ποινική Εφ. 174/22 ημερ. 31.1023). Στην Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 754, στην οποία το αδίκημα της εξύβρισης διαπράχθηκε ενώ ο καθένας από τους εμπλεκόμενους βρισκόταν στη δική του αυλή και μεταξύ τους παρεμβάλλετο διαχωριστικός τοίχος ύψους 2,5 μέτρων (ομοίως με την παρούσα περίπτωση), το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής σε σχέση με την έννοια «δημόσιος χώρος»:
«Οι φράσεις που χρησιμοποίησε ο εφεσείων ήταν αμφίβολα υβριστικές το επεισόδιο έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο εν τη έννοια του άρθρου 4 του Κεφ. 154 και κατά τρόπο που κάθε μέσος λογικός άνθρωπος θα ήταν δυνατό να προκληθεί».
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι την επίδικη μέρα ο κατηγορούμενος καταφθάνοντας στην οικία της ΜΚ3 εκνευρίστηκε ένεκα της απόφασης των θυγατέρων του να μην τον συναντήσουν και ξεσπάθωσε εναντίον της ΜΚ1, εξυβρίζοντας την με τις φράσεις που του αποδίδονται επί του κατηγορητηρίου κάτω από τις συνθήκες που αποτέλεσαν εύρημα του Δικαστηρίου.
Ως εκ τούτου κρίνω ότι έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας με την κατηγορούσα αρχή να έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος από τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος κρίνεται συνεπώς ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.
(Υπογρ.)……………………………….
M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] (βλ. Πρακτικά ημερ. 17.6.24 σελ.3)
[2] (Βλ. Πρακτικά 17.6.24 σελ.7)
[3] (Βλ. Πρακτικά ημερ. 17.6.24 σελ. 8 και 10)
[4] (Βλ. Πρακτικά ημερ. 17.7.24 σελ. 3).
[5] (Τεκμήριο 7 – Επιστολή Αστυνομίας Κύπρου ημερ. 4.12.07)
[6] (Παράγραφος 13 Εγγράφου Χ).
[7] (βλ. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).
[8] (Βλ. Πρακτικά ημερ. 17.6.24 σελ. 9).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο