
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Σατσιά, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4463 / 2020
Μεταξύ:
O. N.
Παραπονούμενος
ν.
X. A.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 30 Μαΐου 2025
Εμφανίσεις:
Για τον Παραπονούμενο: κος Κ. Στυλιανού με Σ. Ιωσήφ για Ευθ. Κ. Ιωσήφ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για τον Κατηγορούμενο: κος Α. Γεωργίου για Αριστ. Α. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Κατηγορούμενος παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(εκ πρώτης όψεως)
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Έχουν παρέλθει περισσότερα από 50 χρόνια από τις 15 Ιουλίου 1974 όταν διαπράχθηκε το πραξικόπημα το οποίο είχε ως σκοπό την βίαιη ανατροπή της συνταγματικής τάξης δια της δολοφονίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, την κατάλυση της νόμιμης εξουσίας και την εγκαθίδρυση μιας δικτατορικής κυβέρνησης η οποία να τελεί υπό τις εντολές της χούντας, ωστόσο οι πληγές από το πραξικόπημα ακόμα δεν έχουν επουλωθεί.
2. Ο Κατηγορούμενος το 2020 δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Γεγονότα από την Τραγωδία του 1974, όπως τα έζησαν κάτοικοι του Πέρα Χωριού και Νήσου» (εφεξής «Βιβλίο»). Στον πρόλογο του Βιβλίου, μετά από μια σύντομη εισαγωγή, ο συγγραφέας αναφέρει ότι ο σκοπός του είναι:
«... η καταγραφή και συντήρηση της ιστορικής αλήθειας μέσω της πιο αυθεντικής πρωτογενούς πηγής – των βιωμάτων τους – ώστε να αποτελέσει τη βάση για τις σωστές για όλους εκτιμήσεις και επιλογές. Αυτό είναι αναγκαίο ειδικά τώρα, που οι συνέπειες των γεγονότων εκείνων έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδα και επικίνδυνες προοπτικές για την Κύπρο και τον λαό της ανεξάρτητα εθνικής καταγωγής. Όλα τα γεγονότα περιγράφονται περιληπτικά για εύκολη ανάγνωση».
3. Ακολούθως αναφέρει ότι οι αναφορές στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής αποσκοπούν στο να γίνουν πιο κατανοητά τα γεγονότα και δεν αποτελούν ιστορική καταγραφή τους. Περαιτέρω, αναφέρει ότι «η επιστημονική τεκμηρίωση της ιστορίας βασίζεται σε μελέτη πρωτογενών αυθεντικών πηγών όπως το παρόν.» Τονίζεται περαιτέρω από τον συγγραφέα ότι τα γεγονότα παρατίθενται κατά τρόπο περιληπτικό καθότι το αρχείο των γραπτών και ηχητικών καταγραφών είναι ογκώδες.
4. Στη σελίδα 15 του Βιβλίου υπάρχει μια αναφορά στον πατέρα του Παραπονούμενου («Αποβιώσας»). Ο Παραπονούμενος θεώρησε ότι αυτή η αναφορά προσβάλλει τη μνήμη του πατέρα του και συνεπώς άσκησε την παρούσα ποινική δίωξη.
5. Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορία για προσβολή της μνήμης τεθνεώτος με κακόβουλη και/ή βάναυση εξύβριση κατά παράβαση του άρθρου 202Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «Κεφ. 154»).
6. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος το οποίο αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, κατά ή περί το 2020 στη Λευκωσία συνέγραψε το προαναφερόμενο Βιβλίο το οποίο μέσω αποσπασμάτων, περιλαμβανομένων και των σελίδων 14 και 15 αυτού κακόβουλα εξυβρίζει και προσβάλλει τη μνήμη του αποβιώσαντος πατέρα του Παραπονούμενου. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στον «Φώτο γαμπρό του Γιώρκου του Βρίκη» και τον παρουσιάζει ως μέλος της ΕΟΚΑ Β’ και ως πρόσωπο το οποίο απείλησε αριθμό προσώπων κατά ή περί τις 16.07.1974 στην περιοχή Πέρα Χωρίου και Νήσου.
7. Αφού η Κατηγορούσα Αρχή ολοκλήρωσε την παρουσίαση της μαρτυρίας της, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου υπέβαλε εισήγηση με βάση το άρθρο 74(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως έχει τροποποιηθεί, ότι δεν αποδείχθηκε εξ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου επαρκώς, ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει την υπεράσπιση του.
Β. ΜΑΡΤΥΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΑΧΘΗΚΕ
8. Προς απόδειξη της υπόθεσης του Παραπονούμενου κατέθεσαν δύο μάρτυρες, ήτοι οι κ.κ. O. N. (Παραπονούμενος - ΜΚ1) και A. N. (ΜΚ2). Η πλήρης μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω σε αυτό το σημείο. Το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε μέχρι στιγμής έχει τύχει προσεκτικής μελέτης και το έχω υπόψιν μου. Θα επικεντρωθώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα.
i. ΜΚ1 – Παραπονούμενος
9. Είναι ένας εκ των τριών παιδιών του Φώτου Ν[...]. Στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης του ανέγνωσε το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Α) στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
10. Το περιεχόμενο της σελίδας 15 του Βιβλίου περιήλθε στην αντίληψη του Παραπονούμενου όταν του το ανέφερε ο συγγενής του Γ.Κ.. Διάβασε το απόσπασμα από την σελίδα 15 του Βιβλίου και θεώρησε ότι αναφέρεται στον πατέρα του και ότι προσβάλλει τη μνήμη του καθότι εάν κάποιος διαβάσει τη συγκεκριμένη ενότητα κάτω από τον τίτλο «15 ΙΟΥΛΙΟΥ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ» θα συμπεράνει ότι ο πατέρας του ήταν ένας εκ των πραξικοπηματιών και μάλιστα απειλούσε συγχωριανούς του πεθερού του.
11. Θεωρώ σε αυτό το στάδιο χρήσιμο να παραθέσω το επίδικο απόσπασμα από τη σελίδα 15 του Βιβλίου (Τεκμήριο 1):
«Το επόμενο πρωί ανέλαβε ο Φώτος γαμπρός του Γιώρκου του Βρίκη, να τους απειλήσει με παραπομπή τους σε ανακρίσεις και ότι άλλο ήθελε συμβεί, στη Λευκωσία, αν δεν έδιναν τα όπλα.»
12. Κατατέθηκε επίσης συσκευή αποθήκευσης αρχείων (usb) ως Τεκμήριο 2 στο οποίο περιλαμβάνεται ηχητικό αρχείο με τίτλο «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ Πραξικόπημα.m4a». Στο ηχητικό ακούγεται ο Ορθόδοξος Γεωργίου να διηγείται τα συμβάντα των ημερών του πραξικοπήματος όπως ο ίδιος τα έζησε. Ο Ορθόδοξος αναφέρει το όνομα Φώτος ο οποίος είναι γαμπρός του «Γιώρκου του Βρίκη». Αφού αναφέρει ότι δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί το βράδυ της 15ης Ιουλίου 1974 λόγω των συμβάντων (έριχναν πυροβολισμούς έξω από το σπίτι του, τον συνέλαβαν, απείλησαν και τον κρατούσαν προσωρινά στον αστυνομικό σταθμό), μιλά για το επόμενο πρωί. Αναφέρει ότι ήταν κάτω στον πεθερό του και εκεί ήρθε ο Φώτος ο γαμπρός του Γιώρκου του Βρίκη και ήθελε «να του παραδώσουν» τα όπλα που είχαν. Του είπε ότι δεν έχουν όπλα και σημείωσε ότι δεν ήταν τρελός να έχει όπλα. Ακολούθως λέγει «έκλαιεν μου, λαλεί μου εννά σας πάρουν Λευκωσία, εννά σας πιάσουν, λαλώ του ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕΝ ΟΠΛΑ, ούτε κανένας μες το χωρκό».
13. Ο Παραπονούμενος ερμηνεύει τις σελίδες 14 και 15 του Βιβλίου και θεωρεί ότι συνάγεται από το περιεχόμενο τους πως ο πατέρας του στις 16 Ιουλίου 1974 βρέθηκε στον αστυνομικό σταθμό του Πέρα Χωρίου Νήσου όπου κρατείτο ο Αντρέας Κουνούπης και τον απείλησε για να παραδώσει όπλα τα οποία γύρευαν οι πραξικοπηματίες.
14. Εν ολίγοις, το επίδικο απόσπασμα υπονοεί ότι ο πατέρας του ήταν ένας εκ των πραξικοπηματιών ο οποίος μάλιστα απειλούσε τους κατοίκους του χωριού. Ο δε Κουνούπης δεν είπε ποτέ κάτι για τον πατέρα του. Σημειώνω ότι κατά την αντεξέταση του ο Παραπονούμενος αποδέχθηκε πως ήταν ο Ορθόδοξος Γεωργίου που προέβη στην αναφορά στη συνέντευξη του για τον πατέρα του και όχι ο Κουνούπης. Συμφώνησε επίσης πως ο Ορθόδοξος δεν είπε ότι ήταν στον αστυνομικό σταθμό που τον απείλησε ωστόσο ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος «χρησιμοποίησε τη μαρτυρία του Ορθόδοξου Γεωργίου συμφωνώ, αλλά η απόδοση της δεν ήταν στο πνεύμα της μαρτυρίας του Ορθόδοξου Γεωργίου.»
15. Κατά τον Παραπονούμενο τα πιο πάνω ουδόλως ευσταθούν καθότι ο πατέρας του δεν θα μπορούσε να ήταν πραξικοπηματίας διότι είχε άριστες σχέσεις με τον Μακάριο. Η αναφορά στον πατέρα του τον στεναχώρησε και γι’ αυτό αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα διαδικασία για να προστατεύσει τη μνήμη του καθότι ο Κατηγορούμενος τον εξυβρίζει βάναυσα και άδικα με την ψευδή αυτή αναφορά.
16. Ακολούθως παραθέτει πληροφορίες σε σχέση με τη ζωή του πατέρα του ο οποίος, μεταξύ άλλων, ήταν εκπαιδευτικός και υπεύθυνος των κατηχητικών σχολείων στην Παλλουριώτισσα. Αναφέρει πως ήταν μεν εθνικόφρων αλλά δεν είχε καμία σχέση με αυτούς οι οποίοι ήθελαν να ανατρέψουν τον Μακάριο. Αντιθέτως δεν τον άκουσε ποτέ να καταφέρεται εναντίον του Μακαρίου. Επρόκειτο για πρόσωπο βαθιά θρησκευόμενο ο οποίος ήταν δάσκαλος, καθηγητής και έπειτα δίδασκε για 20 έτη στην παιδαγωγική ακαδημία. Δεν άρμοζε στο χαρακτήρα του να απειλεί τον οποιονδήποτε. Μέχρι και την έκδοση του Βιβλίου δεν ανέφερε ποτέ κανένας οτιδήποτε το οποίο να τον εμπλέκει στο πραξικόπημα.
17. Υπηρέτησε κατά τον πόλεμο ως έφεδρος αξιωματικός στην Δ’ ΑΣΔ στο παλιό Γ.Σ.Π. και απολύθηκε μετά τον πόλεμο. Μάλιστα τραυματίστηκε στο κεφάλι και στο στήθος.
18. Εξ όσων γνωρίζει, το καλοκαίρι του 1974 όταν έγινε το πραξικόπημα ήταν στο Πέρα Χωριό αν και κατοικούσαν στη Δασούπολη. Μετά το πραξικόπημα είχαν κληθεί οι έφεδροι αξιωματικοί να παρουσιαστούν και σκεφτόταν το κατά πόσο θα παρουσιαζόταν. Διερωτάται ο Παραπονούμενος: εάν όντως έλαβε μέρος στο πραξικόπημα δεν θα ήταν ήδη έτοιμος και να είχε τοποθετηθεί κάπου – δηλαδή να είχε κάποια θέση ή ρόλο;
19. Η μητέρα του (ΜΚ2) του ανέφερε πως ο πατέρας του είχε ενημερωθεί για το πραξικόπημα από το ραδιόφωνο και επομένως φαίνεται πως δεν γνώριζε πως θα διενεργείτο πραξικόπημα. Σίγουρα δεν θα είχε μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό.
20. Περαιτέρω, αναφέρει ότι είναι περήφανος για τον πατέρα του ο οποίος τύγχανε σεβασμού από όλους, ανεξαρτήτως παρατάξεως. Ο Κατηγορούμενος δεν έχει καμία μαρτυρία για να υποστηρίξει την αναφορά του. Στο ηχητικό (Τεκμήριο 2) δεν γίνεται καμία αναφορά στον πατέρα του ότι απείλησε. Πρόκειται συνεπώς περί ψευδούς αναφοράς η οποία δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία. Ο Κουνούπης δεν ανέφερε κάτι τέτοιο για τον πατέρα του και επομένως ο Παραπονούμενος θεωρεί ότι είναι άξιο απορίας το τί ώθησε τον Κατηγορούμενο να συμπεριλάβει την αναφορά αυτή στο Βιβλίο.
21. Ο Κατηγορούμενος αμαυρώνει την μνήμη του πατέρα του με χυδαίο τρόπο με αυτήν τη ψευδή αναφορά σε αυτόν η οποία φανερώνει κακοβουλία. Επιζητεί την καταδίκη του Κατηγορούμενου και την αποκατάσταση του ονόματος του πατέρα του.
22. Κατά τη αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν διάβασε ολόκληρο το Βιβλίο αλλά κάποια αποσπάσματα. Κατανοεί πως σκοπός του βιβλίου είναι η καταγραφή των μαρτυριών των κατοίκων του χωριού κατά το πραξικόπημα και τον πόλεμο. Δεν γνωρίζει αν ο πατέρας του γνώριζε τον Κατηγορούμενο. Πολλά από τα γεγονότα του τα είπε η μητέρα του καθώς και τρίτα πρόσωπα.
23. Σε ερώτηση αφού δεν γνωρίζει τον Κατηγορούμενο πως αιτιολογεί ότι κακόβουλα εξύβρισε τη μνήμη του πατέρα του ο Παραπονούμενος ανέφερε ότι στην ουσία αντιπαρέβαλε το επίδικο απόσπασμα με τα όσα ανέφερε ο Ορθόδοξος Γεωργίου στη συνέντευξη του (Τεκμήριο 2). Ο Ορθόδοξος εκφράζεται με εντελώς διαφορετικό τόνο και τρόπο για τον πατέρα του και επίσης αναφέρει πως ήταν έξω από το σπίτι του πεθερού του που είχαν μιλήσει. Τόνισε ότι ο Ορθόδοξος χρησιμοποίησε τη φράση «εκλαίετουν μου». Η μαρτυρία του Ορθόδοξου έχει καταγραφεί στο βιβλίο με πολύ διαφορετικό και παραπλανητικό τρόπο και επομένως, κατά τον Παραπονούμενο, με κακοβουλία.
24. Αποδέχθηκε ότι πρόκειται για την δική του ερμηνεία του επίδικου αποσπάσματος. Από τα όσα αναφέρει ο Ορθόδοξος στη συνέντευξη του δεν προκύπτει καμία απειλή κατά την θέση του. Είναι επίσης η δική του ερμηνεία του κειμένου πως η συζήτηση μεταξύ του πατέρα του και Ορθόδοξου φαίνεται να διαδραματίστηκε στον αστυνομικό σταθμό.
25. Υποβλήθηκε από τον κ. Γεωργίου με αναφορά στις σελίδες 14 και 15 του Βιβλίου ότι η ερμηνεία στην οποία ο Παραπονούμενος προβαίνει είναι εσφαλμένη διότι στην τελευταία παράγραφο της σελ. 14 αναφέρονται τέσσερα ξεχωριστά περιστατικά. Εν ολίγοις δεν μιλά μόνο για τα όσα εκτυλίχθηκαν στον αστυνομικό σταθμό και επομένως δεν είναι σωστό να συμπεράνει κάποιος ότι το επίδικο απόσπασμα και τα όσα αναφέρονται σε αυτό είχαν λάβει χώρα στον αστυνομικό σταθμό.
26. Ο Παραπονούμενος θεωρεί ότι μπορεί να «έγινε λάθος απόδοση» και γι’ αυτό άσκησε την παρούσα δίωξη. Κατά τον Παραπονούμενο ο μέσος Κύπριος που θα διαβάσει την αναφορά στον πατέρα του θα καταλάβει ότι ο πατέρας του συνδέεται με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον αστυνομικό σταθμό. Επίσης κατά την θέση του, με αναφορά στην ηχογράφηση της συνέντευξης του Ορθόδοξου, δεν επρόκειτο περί απειλής αλλά συμβουλής, ωστόσο στο Βιβλίο αποδίδεται κατά τρόπο παραπλανητικό και κακόβουλο στον πατέρα του ότι απείλησε.
27. Πρόσθεσε ότι ο πατέρας του έχαιρε εκτίμησης από όλους στο χωριό και μάλιστα ο Ορθόδοξος πάντοτε σηκωνόταν και του έδινε το κάθισμα του στην εκκλησία. Επομένως, δεν μπορεί να το εξέλαβε ως απειλή. Ο κ. Γεωργίου υπέβαλε ότι δεν υπήρχε τέτοια σχέση διότι αν υπήρχε θα το ανέφερε στη δήλωση του, με τον Παραπονούμενο να απαντά ότι δεν το θεώρησε σχετικό.
28. Υποβλήθηκε πως το επίδικο απόσπασμα αποτελεί εύλογη καταγραφή των όσων ο Ορθόδοξος Γεωργίου ανέφερε κατά την συνέντευξη που έδωσε στον Κατηγορούμενο, υποβολή με την οποία διαφώνησε ο Παραπονούμενος.
29. Υποβλήθηκε περαιτέρω, πως ενώ ο Κατηγορούμενος κατηγορείται πως παρουσιάζει στο Βιβλίο τον πατέρα του ως μέλος της ΕΟΚΑ Β’ ενώ μέσα σ’ αυτό πουθενά δεν αναφέρεται τέτοιος χαρακτηρισμός. Ο Παραπονούμενος συμφώνησε, ωστόσο ανέφερε στην ουσία πως μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο του Βιβλίου ότι ο Κατηγορούμενος τον κατατάσσει ως μέλος της ΕΟΚΑ Β’. Υποβλήθηκε ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση από μέρους του Κατηγορούμενου.
30. Επιπρόσθετα, υποβλήθηκε πως υπήρξαν και άλλες επαφές μεταξύ του Ορθόδοξου και του Κατηγορούμενου και ο Ορθόδοξος πριν την κυκλοφορία του Βιβλίου το ανέγνωσε και δεν διαφώνησε με την αναφορά. Ο Παραπονούμενος διαφώνησε και ανέφερε πως με βάση τα όσα άκουσε εκείνος δεν συνάδει η αναφορά στο Βιβλίο με τη μαρτυρία του Ορθόδοξου, ο οποίος είναι και μακρινός συγγενής του και είχε καλή σχέση με τον πατέρα του.
31. Ακολούθως, υποβλήθηκαν ερωτήσεις από τον κ. Γεωργίου σε σχέση με το ότι ο Αποβιώσας ήταν μέλος του Ολυμπιακού Λευκωσίας, σε σχέση με το πότε παρουσιάστηκε στο στρατό, ήτοι αν κατατάγηκε πριν ή κατά τη διάρκεια της εισβολής, καθώς και για το γεγονός ότι είχε τελέσει το μυστήριο των αρραβώνων του ο Μακάριος ότι δεν σημαίνει πως είχαν σχέσεις. Αυτό έγινε για να καταδειχθεί ότι ο Αποβιώσας ενδεχομένως να είχε κάποια σχέση με το πραξικόπημα ή ότι σε κάθε περίπτωση δεν ήταν μακαριακός.
32. Υποβλήθηκε επίσης πως επειδή στις 16.07.1974 ακόμα υπήρχε αντίσταση για να ζητήσει κάποιος σε άλλους να του παραδώσουν τα όπλα σημαίνει πως σίγουρα δεν ήταν στην αντίσταση καθώς και το ότι υπό τις συνθήκες του πραξικοπήματος, τα όσα είπε ο Αποβιώσας στον Ορθόδοξο σε σχέση με την παράδοση των όπλων μπορούν να θεωρηθούν ως απειλή.
33. Αποδέχθηκε ότι πουθενά δεν αναφέρεται στο Βιβλίο πως ο πατέρας του ήταν μέλος της ΕΟΚΑ Β’ ωστόσο, επανέλαβε, πως με τον τρόπο που είναι γραμμένο το Βιβλίο μπορεί να ερμηνευθεί ότι ο πατέρας του ήταν μέλος της ΕΟΚΑ Β’ και είχε σχέση με εκείνους που κατέλαβαν τον αστυνομικό σταθμό.
ii. ΜΚ2 – Α. Ν.
34. Η ΜΚ2 είναι η μητέρα του Παραπονούμενου και σύζυγος του Αποβιώσαντος. Ως μέρος της κυρίως εξέτασης της υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής της δήλωσης (Έγγραφο Β). Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι είναι η θυγατέρα του Γ[...] Β[...] και κατάγεται από το Πέρα Χωριό Νήσου.
35. Ανέφερε ότι ο σύζυγος της ουδέποτε έδωσε αφορμές για να του καταλογίζουν αυτά που αναφέρονται στο Βιβλίο και επομένως την λυπεί ιδιαίτερα που αφήνεται να νοηθεί ότι ο σύζυγος της εμπλέκετο κατά κάποιον τρόπο στο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου. Ο σύζυγος της είχε στενούς δεσμούς με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ και μάλιστα, λόγω αυτής της στενής σχέσης μεταξύ των ο Μακάριος τέλεσε το μυστήριο των αρραβώνων τους στην Αρχιεπισκοπή.
36. Επρόκειτο περί προσώπου βαθιά θρησκευόμενου με ενεργή δράση στα εκκλησιαστικά και ήταν έφεδρος αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς. Λόγω της θρησκευτικής του ενασχόλησης είχε πολύ συχνή επαφή με τον Μακάριο. Δεν ανήκε στην αριστερά. Ήταν δεξιός αλλά μακαριακός ανέφερε. Κατά την θέση της, το ότι δεν ήταν αριστερός, δεν τον καθιστά αυτομάτως πραξικοπηματία.
37. Ήρθε στο Δικαστήριο για να τιμήσει τη μνήμη του συζύγου της που τόσο βάναυσα προσβάλλεται και βρίζεται με την αναφορά στο Βιβλίο. Θεωρεί πως αν ο σύζυγος της ήταν εν ζωή, επειδή διακατεχόταν από σεμνότητα δεν θα ήθελε να αντιδράσουν.
38. Το 1974 διέμεναν στη Δασούπολη αλλά τα καλοκαίρια όταν ήταν κλειστά τα σχολεία διέμεναν με τους γονείς της στο Πέρα Χωριό. Κατά το ξέσπασμα του πραξικοπήματος ήταν στο χωριό. Έμαθαν από το ραδιόφωνο πως ξέσπασε το πραξικόπημα. Ο σύζυγος της όπως και όλοι τους ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος ως προς το τι θα επιφύλασσε το μέλλον για τον τόπο. Ανησυχούσε επίσης για το πως θα έπραττε αν καλούντο οι αξιωματικοί να παρουσιαστούν. Έτσι άλλαξε ρούχα και μετέβη στο κατάστημα του πατέρα της για να προσπαθήσει να μάθει περισσότερα. Μέχρι και την επιστράτευση και την εισβολή παρέμειναν στο χωριό.
39. Όταν έγινε επιστράτευση ο Αποβιώσας κατατάγηκε και υπηρέτησε στην 4η ΑΣΔ με έδρα το ΓΣΠ. Κατατάγηκε λίγο πριν ή κατά την εισβολή. Κατά την εισβολή τραυματίστηκε στο στήθος και στο κεφάλι, ευτυχώς όχι σοβαρά. Δεν μιλούσε για τις εμπειρίες του στον πόλεμο.
40. Πολλοί εξέφραζαν το σεβασμό και την εκτίμηση τους προς το πρόσωπο του. Για πρώτη φορά μετά την έκδοση του Βιβλίου άκουσε σαν κουτσομπολιό ότι ανέκρινε συγχωριανούς της κατά το πραξικόπημα.
41. Αντεξεταζόμενη ερωτήθηκε εάν ο σύζυγος της σύχναζε στον Ολυμπιακό Λευκωσίας και απάντησε ότι σύχναζε εκεί όταν ήταν ελεύθερος, ήταν μέλος του εν λόγω σωματείου, ωστόσο μετά που παντρεύτηκαν παρευρισκόταν μόνο σε εκδηλώσεις για παράδειγμα για την 1η Απριλίου. Επέμεινε ότι ο σύζυγος της δεν τάχθηκε εναντίον του Μακαρίου και δεν μπορεί να ευσταθεί κάτι τέτοιο καθότι είχε συχνές επαφές μαζί του στο πλαίσιο του κατηχητικού και επειδή ήταν επίτροπος της εκκλησίας.
42. Σε ερώτηση εάν υπήρξε οποιαδήποτε στιγμή που αμφισβητήθηκε η συμπάθεια του συζύγου της προς το Μακάριο και αν τέθηκε το όνομα του σε κάποιο κατάλογο με ονόματα προσώπων εναντίον του Μακαρίου, απάντησε καταφατικά, ωστόσο δεν θυμόταν πότε είχε γίνει αυτό. Το 1971 – 1972 είχε σταματήσει να πηγαίνει στην Αρχιεπισκοπή καθότι είχε διοριστεί στο Γυμνάσιο Λευκονοίκου. Εξ όσων γνωρίζει μόλις ο Μακάριος είδε το όνομα του συζύγου της στον κατάλογο πήρε το στυλό του και το διέγραψε καθότι ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν εναντίον του. Επίσης, πρόσθεσε η ΜΚ2 ότι, δεν μπορεί να ευσταθεί το ότι ήταν εναντίον του Μακαρίου καθότι δεν πήρε δυσμενή μετάθεση. Αντιθέτως είχε διοριστεί στο Γυμνάσιο Ακρόπολης και ακολούθως στην Παιδαγωγική Ακαδημία.
43. Όταν υποβλήθηκε πως το Βιβλίο δεν αναφέρει ότι ο σύζυγος της είναι πραξικοπηματίας, η ΜΚ2 απάντησε πως η οικογένεια της ήταν μια εκ των δύο οικογενειών στο χωριό που ήταν εθνικόφρονες και θεωρεί πως γι’ αυτό ο Κατηγορούμενος άφησε να νοηθεί πως τάχθηκε υπέρ του πραξικοπήματος ο σύζυγος της. Στον Κατηγορούμενο αποδίδει κακοβουλία επειδή έγραψε κάτι το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αν είπε στον Ορθόδοξο Γεωργίου να παραδώσει τα όπλα είναι επειδή ήθελε να τον προστατεύσει αν και ο σύζυγος της δεν ήξερε καν που ήταν το σπίτι του πεθερού του Ορθόδοξου (του Αντρέα του Πογιά – Μάππουρου). Πέραν τούτου ο Μάππουρος όποτε τον έβλεπε έτρεχε να του μιλήσει. Δεν μπορεί όμως να γνωρίζει εάν όντως έλαβε χώρα το συμβάν που περιγράφει ο Ορθόδοξος.
44. Δεν θυμόταν πότε είχε καταταγεί στο στρατό ο σύζυγος της δηλαδή αν είναι πριν την εισβολή ή κατά την εισβολή. Θυμάται όμως ότι δεν υπάκουσε στους πραξικοπηματίες.
Γ. ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
45. Μετά την ολοκλήρωση της προσαγωγής μαρτυρίας από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αγόρευσαν υποστηρίζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Ο μεν κύριος Γεωργίου υποστήριξε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, ο δε κύριος Στυλιανού υποστήριξε ότι στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ο Κατηγορούμενος θα πρέπει να κληθεί να προβάλει την υπεράσπιση του. Τα επιχειρήματα των συνηγόρων των μερών υπήρξαν, σε όλη τους την εμβέλεια, αντικείμενο σκέψης και προβληματισμού από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησης τους.
46. Ο κύριος Γεωργίου αρχικά αναφέρθηκε στη νομολογία η οποία διέπει αυτό το στάδιο καθώς και στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος. Εισηγήθηκε ότι το Βιβλίο περιλαμβάνει τα όσα ανέφερε ο Ορθόδοξος Γεωργίου στη συνέντευξη του. Εισηγήθηκε ότι ελλείπει μαρτυρία σε σχέση με εξύβριση η οποία να είναι βάναυση ή κακόβουλη. Δεν δόθηκε καμία μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος είχε οποιαδήποτε πρόθεση να προσβάλει τη μνήμη του Αποβιώσαντος. Χρειάζεται, πρόσθεσε, να δοθεί μαρτυρία για βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση, το ψέμα δεν είναι αρκετό.
47. Επίσης, εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε είναι τόσο αντινομική και στερείται πειστικότητας σε βαθμό στον οποίο κανένα Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να στηρίξει σε αυτήν καταδίκη του Κατηγορούμενου. Ο Κατηγορούμενος δεν έγραψε στο Βιβλίο πως ο Αποβιώσας ήταν μέλος της ΕΟΚΑ Β ούτε απέδωσε στον Αποβιώσαντα το επίθετο πραξικοπηματίας. Οι μάρτυρες από μόνοι τους ανέφεραν ότι τέθηκε το όνομα του Αποβιώσαντος σε κατάλογο με αντιμακαριακούς, μόνοι τους ανέφεραν ότι πριν το 74’ είχε σταματήσει να έχει επαφές με τον Μακάριο και μόνοι τους ανέφεραν ότι κατατάχθηκε στο στρατό. Υπήρχαν επίσης αντιφάσεις σε σχέση με το ότι ο Παραπονούμενος προώθησε τη θέση ότι ο Κουνούπης δεν ανέφερε τίποτε για τον Αποβιώσαντα, ωστόσο παραδέχθηκε πως το επίδικο απόσπασμα βασίζεται στη μαρτυρία του Ορθόδοξου.
48. Ο δε κύριος Στυλιανού, αρχικά προέβαλε τη θέση ότι δεν είναι αυτό το σωστό στάδιο για εξέταση των όσων έθεσε ο κύριος Γεωργίου. Με παραπομπή στη σχετική νομολογία υποστήριξε πως εν προκειμένω αποδείχθηκε η εξύβριση καθότι όποιος διαβάσει το Βιβλίο μπορεί να αντιληφθεί ότι αποδίδεται στον Αποβιώσαντα συγκεκριμένη συμμετοχή στο πραξικόπημα.
Δ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
i. Αρχές οι οποίες διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως
49. Σύμφωνα με το άρθρο 74 (1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ. 155), ως έχει τροποποιηθεί, μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος δύναται να υποβάλει ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, κατά τρόπο επαρκή ώστε να υποχρεούται να προβάλει την υπεράσπιση του. Εάν το Δικαστήριο αποδεχθεί την εισήγηση, αθωώνει τον κατηγορούμενο.
50. Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, το να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία, δικαιολογείται μόνο ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η μαρτυρία ορώμενη εξ όψεως και όχι σε βάθος εγείρει θέμα ενοχής του κατηγορούμενου. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.[1]
51. Το βάρος απόδειξης στους ώμους της κατηγορούσας αρχής σε αυτό το στάδιο είναι διαφορετικό σε σύγκριση με το βάρος απόδειξης με το οποίο επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης. Είναι αρκετό να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως. Η εύλογη υποψία δεν εξομοιώνεται με μαρτυρία και συνεπώς η έννοια αυτή δεν εξισώνεται με εκ πρώτης όψεως υπόθεση.[2]
52. Το στάδιο του εκ πρώτης όψεως αποτελεί θεμελιώδες στάδιο της ποινικής δίκης το οποίο προστατεύει τον κατηγορούμενο από τη συνέχιση της δίκης ασκόπως ή για λόγους που δεν άπτονται ή δεν αφορούν την καθαυτή και καλώς νοούμενη απονομή της δικαιοσύνης. Αν η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή εκτιμώμενη στο απόγειο της δεν στοιχειοθετεί ή θεμελιώνει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή είναι αντινομική και εγγενώς συγκρουόμενη μεταξύ της, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα άφηνε την υπόθεση να προχωρήσει, τότε ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό. [3]
53. Ο κατηγορούμενος πρέπει να κληθεί σε απολογία μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η κατηγορούσα αρχή έχει παρουσιάσει μαρτυρία αρκετά ισχυρή στην ουσία της που να καθιστά την καταδίκη του κατηγορούμενου μια πραγματική δυνατότητα, αν δεν δοθεί από αυτόν κάποια εξήγηση, αλλιώς ο κατηγορούμενος θα κληθεί όχι για να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να διορθώσει τις ατέλειες που υπάρχουν στη μαρτυρία που δόθηκε από την κατηγορούσα αρχή.
54. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, αναλύθηκε με πληρότητα ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση». Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:
«To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και
(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.
Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. [...]
Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Βλέπε μεταξύ άλλων: (α) Wiseman & Another v. Bomeman & Others (1967) 3 All E.R. 1045, (b) Cozens v. Brutus (1972) 2 All E.R. 1, (c) Ellis v. Jones (1973) 2 All E.R. 893, (d) R. v. Galbraith (1981) 2 All E. R. 1061, (e) R. v. Barker (Note (1975) 65 Cr. App.R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Η συνταύτιση του έργου του κριτή του δικαίου και των γεγονότων στο πρόσωπο του δικαστή στην Κύπρο, δεν μεταβάλλει το πλαίσιο καθορισμού της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφαση του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»
55. Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851 (απόφαση πλειοψηφίας της Ολομέλειας) το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε τα εξής όσον αφορά τις αρχές οι οποίες διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως:
«Επακριβέστερη διατύπωση των αρχών βρίσκεται στην R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060 (σελ. 1062), η οποία συνιστά και την κλασσική θέση τους:
«How then should be judge approach a submission of ´no case´? (1) If there is no evidence that the crime alleged has been committed by the defendant, there is no difficulty. The judge will of course stop the case. (2) The difficulty arises where there is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence. (a) Where the judge comes to the conclusion that the prosecution evidence, taken at its highest, is such that a jury properly directed could not properly convict upon it, it is his duty, upon a submission being made, to stop the case. (b) Where however the prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of a witness´s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury and where on one possible view of the facts there is evidence upon which a jury could properly come to the conclusion that the defendant is guilty, then the judge should allow the matter to be tried by the jury.»
Η υιοθέτηση της Galbraith στην Κυπριακή νομολογία (Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191) την καθιστά και εδώ την κατ' εξοχή καθοδηγητική αυθεντία. Να τονίσουμε τα λεχθέντα στη Χριστοδούλου (σ. 145): [...]
Και τα λεχθέντα στην Παναγιώτου (σ. 196):
«Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.»
56. Παρατίθεται επίσης απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 ΑΑΔ 82 σε σχέση με το ορθό κριτήριο στον στάδιο του εκ πρώτης όψεως:
«Όπως επίσης και εσφαλμένα καθοδήγησε τον εαυτό του ότι στο στάδιο εκείνο έπρεπε να ικανοποιηθεί "ότι τα γεγονότα είναι τέτοια που να μην συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμβιβασμό, εκτός από το συμπέρασμα της ενοχής του κατηγορουμένου". Το ορθό κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αν αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορουμένου εις το στάδιο που κλείει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά κατά πόσο σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση, το Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας.»
57. Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τη σχετική νομολογία αποτελεί συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, ενόψει της συνέχισης της δίκης.[4]
ii. Προσβολή Μνήμης Αποθανόντος
58. Το άρθρο 202Α του Κεφ. 154 με πλαγιότιτλο «Προσβολή Μνήμης Αποθανόντος» προνοεί ως ακολούθως:
«(1) Όποιος προσβάλλει τη μνήμη αποθανόντα με κακόβουλη ή βάναυση εξύβριση, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση ενός χρόνου.
(2) Καμιά ποινική δίωξη δεν προχωρεί βάσει του άρθρου αυτού παρά μόνο κατόπι καταγγελίας που γίνεται από συγγενή του αποθανόντα.
Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού “συγγενής” περιλαμβάνει τον επιζώντα σύζυγο και τους κατ’ ευθεία ή από πλάγιο βαθμό συγγενείς μέχρι και του τρίτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου.»
59. Προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του εν προκειμένω αδικήματος είναι τα ακόλουθα:
i. Προσβολή μνήμης αποθανόντος με
ii. Εξύβριση
iii. H οποία εξύβριση είναι:
- Βάναυση ή
- Κακόβουλη
60. Σημειώνω ότι αναφορικά με την προϋπόθεση η δίωξη να ασκείται κατόπιν καταγγελίας συγγενή, έχει νομολογηθεί ότι αφορά την περίπτωση κατά την οποία η δίωξη ασκείται από «την Αστυνομία, την Πολιτεία» και δεν συνιστά προϋπόθεση για την καταχώριση ιδιωτικής ποινικής δίωξης.[5]
Εξύβριση
61. Ως προς το τι συνιστά εξύβριση, σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αχιλλέως v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 98 η οποία αφορούσε το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης και στην οποία αναφέρεται ότι στις λέξεις πρέπει να αποδίδεται το συνηθισμένο τους νόημα. Το ερώτημα κατά πόσον συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι υβριστική αποτελεί θέμα πραγματικό.
62. Αναφέρθηκε επίσης ότι το αδίκημα της εξύβρισης στην Κύπρο προσομοιάζει με αυτό της Ινδίας[6] και με παραπομπή σε σχετικό σύγγραμμα[7] αναφέρθηκε ότι δεν αποτελεί εξύβριση απλώς η έλλειψη καλής συμπεριφοράς αλλά η ποινική εξύβριση καθίσταται αδίκημα καθότι είναι σκόπιμη (υπό την έννοια ότι ο δράστης έχει σκοπό να εξυβρίσει όχι όμως κατ’ ανάγκη να προσβάλει όπως θα εξηγήσω πιο κάτω) και αποτελεί πρόκληση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ανταπόδοση.[8]
63. Περαιτέρω τονίζεται η αντικειμενική φύση των στοιχείων του αδικήματος με παραπομπή στην κλασσική απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην Brutus v. Cozens [1972] 2 All E.R. 1297 στην οποία αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε σχέση με το πως πρέπει να ερμηνεύεται η λέξη “insult” ότι ο μέσος συνετός άνθρωπος καταλαβαίνει την εξύβριση όταν την δει ή την ακούσει. Το ratio της εν λόγω απόφασης είναι ότι στις λέξεις πρέπει να αποδίδεται το συνηθισμένο τους νόημα. Το ερώτημα κατά πόσον μια συμπεριφορά είναι υβριστική αποτελεί θέμα πραγματικό. Λαμβάνονται επίσης υπόψιν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η κατ’ ισχυρισμό υβριστική συμπεριφορά για το κατά πόσον η χρήση της συγκεκριμένης λέξης ή φράσης ενέχει υβριστικό χαρακτήρα.
64. Περαιτέρω στην απόφαση Bolster ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 89, επεξηγήθηκε ότι η εξύβριση στοιχειοθετείται όταν το χρησιμοποιηθέν υπό συνθήκες αντιπαράθεσης λεκτικό δεν είναι δυνατόν να εκληφθεί ως μη υβριστικό. Οι συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες εκστομίζονται οι λέξεις έχουν σημασία και λαμβάνονται υπόψη.
65. Στην Brutus (ανωτέρω) ο Λόδρος Reid ανέφερε ότι ο απρεπής ή κακόγουστος λόγος ή συμπεριφορά όσο ενοχλητική και αν είναι δεν αποτελεί αδίκημα. Παράνομη είναι η εξύβριση και δεν μπορεί να υπάρξει ορισμός της εξύβρισης, ωστόσο ο μέσος συνετός άνθρωπος μπορεί να διακρίνει ότι μια δήλωση ή συμπεριφορά είναι υβριστικές όταν την δει ή ακούσει:
“Therefore vigorous and it may be distasteful or unmannerly speech or behaviour is permitted so long as it does not go beyond any one of three limits. It must not be threatening. It must not be abusive. It must not be insulting. I see no reason why any of these should be construed as having a specially wide or a specially narrow meaning. They are all limits easily recognisable by the ordinary man. Free speech is not impaired by ruling them out. But before a man can be convicted it must be clearly shown that one or more of them has been disregarded.
We were referred to a number of dictionary meanings of 'insult' such as treating with insolence or contempt or indignity or derision or dishonour or offensive disrespect. Many things otherwise unobjectionable may be said or done in an insulting way. There can be no definition. But an ordinary sensible man knows an insult when he sees or hears it.
...
I do not agree that there can be conduct which is not insulting in the ordinary sense of the word but which is 'insulting for the purpose of this section'. If the view of the Divisional Court (Page 1, ante, [1972] 1 WLR 484) was that in this section the word 'insulting' has some special or unusually wide meaning, then I do not agree. Parliament has given no indication that the word is to be given any unusual meaning. Insulting means insulting and nothing else.
If I had to decide, which I do not, whether the appellant's conduct insulted the spectators in this case, I would agree with the justices. The spectators may have been very angry and justly so. The appellant's conduct was deplorable. Probably it ought to be punishable. But I cannot see how it insulted the spectators.”
66. Ο δε Viscount Dilhorne στη δική του απόφαση ανέφερε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να συνηγορεί υπέρ της απόδοσης στη λέξη εξύβριση οποιοδήποτε άλλο νόημα εκτός από το συνηθισμένο και φυσικό της νόημα:
“Unless the context otherwise requires, words in a statute have to be given their ordinary natural meaning and there is in this Act, in my opinion, nothing to indicate or suggest that the word 'insulting' should be given any other than its ordinary natural meaning.”
67. Σημειώνω ότι στην Parkin ν. Norman (1982) 2 ALL E.R. 583, (C.A.) αναφέρθηκε ότι δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος η πρόθεση να προσβάλει ο δράστης το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η ύβρις.[9] Η εξύβριση δεν χάνει τον προσβλητικό της χαρακτήρα επειδή το πρόσωπο το οποίο ήταν μάρτυρας αυτής δεν προσβλήθηκε. Για να αποτελέσει εξύβριση πρέπει να απευθύνεται προς κάποιο άλλο πρόσωπο το οποίο να εκλάβει την συμπεριφορά ως προσβλητική. Στην Parkin η συμπεριφορά των εκεί Εφεσειόντων κρίθηκε ότι μπορούσε να προσβάλει κάποιο πρόσωπο και επομένως θεωρήθηκε «insult». Παρά ταύτα, το Εφετείο ανέτρεψε την καταδίκη καθότι θεώρησε ότι δεν ήταν πιθανό οι παριστάμενοι να προσβληθούν και να οδηγήσει σε “breach of the peace” δηλαδή να οδηγήσει παρευρισκόμενο πρόσωπο σε επίθεση.
68. Περαιτέρω λέχθηκε ότι για να στοιχειοθετηθεί η εξύβριση πρέπει να απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο. Όπως ανέφερε ο Γ. Νικολάου Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην Δώρος Παπαπέτρου ν. Γιώργου Μιχαήλ, Αρ. Υπόθ. 3770/1985, 20.12.1985[10] με αναφορά στην Parkin v. Norman:
«[η] εξύβριση στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου εφόσον εκτοξεύεται ύβρις εναντίον προσώπου το οποίο θα μπορούσε να την εκλάβει ως τέτοια, ανεξάρτητα του αν αυτός που την εκτοξεύει δε συνειδητοποιεί τη δυνατότητα εξύβρισης εκείνου του συγκεκριμένου προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και ανεξάρτητα του αν οποιοσδήποτε στη γνώση του οποίου έχει περιέλθει δεν την εξέλαβε ως ύβρη. Κατά τη γνώμη μου, και στο Κυπριακό ποινικό δίκαιο, οι ευρύτερες έννοιες του οποίου είναι συγγενικές με τις αντίστοιχες αγγλικές, το θέμα προσεγγίζεται με τον αυτό τρόπο. Στο αδίκημα προσβολής μνήμης τεθνεώτος, με εξαίρεση την περίπτωση στην οποία απαιτείται το στοιχείο της κακοβουλίας, δεν προβλέπεται από τη σχετική διάταξη ειδική πρόθεση αλλά είναι αρκετό ως πρόθεση, μόνο το ότι προβαίνει ένας στη δημοσίευση του επίδικου κειμένου.
[...]
Κατά την αντίληψή μου, η έννοια της εξύβρισης εξυπακούει το στοιχείο της ιδιοτέλειας στο ατομικό επίπεδο μεταξύ ενός προσώπου έναντι άλλου προσώπου ή περιορισμένης ομάδας ή κατηγορίας προσώπων αλλά όχι έναντι του κοινού γενικά. Τέτοια ιδιοτέλεια εκφράζεται όχι κατ' ανάγκη ενσυνείδητα και διαπιστώνεται εξ αντικειμένου.»
69. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην Parkin v. Norman:
“What is then an insult? … One cannot insult nothing. The word presupposes a subject and an object and, in this day and age, a human object. An insult is perceived by someone who feels insulted. It is given by someone who is directing his words or his behaviour to another person or persons. When A is insulting B, and is clearly directing his words and behaviour to B alone, if C hears and sees is he insulted? He may be disgusted, offended, annoyed, angered and no doubt a number of other things as well; and he may be provoked by what he sees and hears into breaking the peace. But will he be insulted? One must take care not to become too analytical or too refined about these things…”
70. Επομένως, για να υπάρχει εξύβριση πρέπει να εκστομίζεται ή εν πασή περιπτώσει να εξωτερικεύεται ύβρις εναντίον κάποιου προσώπου που θα μπορούσε να την εκλάβει ως τέτοια. Ως έχει προαναφερθεί για την «απλή» εξύβριση δεν χρειάζεται να αποδειχθεί πρόθεση κάποιου να προσβάλει. Ωστόσο, εν προκειμένω, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της προσβολής μνήμης αποθανόντος θα πρέπει η εξύβριση να είναι βάναυση ή κακόβουλη.
Βαναυσότητα και κακοβουλία
71. Ως προς το στοιχείο της βαναυσότητας της εξύβρισης, αυτό πρέπει να προκύπτει από το λεκτικό της εξύβρισης, η οποία πρέπει να χαρακτηρίζεται από σκληρότητα, βιαιότητα και έλλειψη λεπτότητας.
72. Σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη «βάναυσος –η-ο» είναι αυτός «που τον χαρακτηρίζει η βιαιότητα και η σκληρότητα, απότομος σκληρός...» ενώ με βάση το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Β’ Έκδοση, «βάναυσος» σημαίνει «αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λεπτότητας, από τραχύτητα, βίαιους τρόπους...».
73. Εν ολίγοις, δεν αρκεί να χρησιμοποιείται γλώσσα υβριστική - απλή εξύβριση - αλλά πρέπει να είναι και ιδιαζόντως βαριά, ή χυδαία, να έχει κάποια ιδιαίτερη ένταση ή να είναι σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό. Θεωρώ ότι ο νομοθέτης με την χρήση των επιθέτων βάναυση ή κακόβουλη εισήγαγε το στοιχείο της πρόθεσης του προσώπου το οποίο εκστομίζει την ύβρη να προσβάλει τον αποθανόντα.
74. Ως προς το συστατικό στοιχείο της κακοβουλίας της εξύβρισης, αυτό προϋποθέτει «…την ύπαρξη ενός απρεπούς, ανάρμοστου κινήτρου…» ενώ το στοιχείο εξετάζεται «…σύμφωνα με τα ουσιώδη κατά τον επίδικο χρόνο στοιχεία και γεγονότα και δεν κρίνεται εκ των υστέρων ως εκ του αποτελέσματος».[11]
75. Θεωρώ ότι για να στοιχειοθετηθεί κακοβουλία θα πρέπει να αποδειχθεί κακή πίστη από μέρους του Κατηγορούμενου για παράδειγμα ότι δεν πίστευε ότι το υβριστικό σχόλιο / δήλωση είναι δικαιολογημένη ή ότι ενήργησε με σκοπό να προκαλέσει βλάβη ή να προσβάλει τη μνήμη του αποθανόντος.
76. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεσή Ελένη Θεοχάρους ν. Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 285/2024, 27.02.2024 (απόφαση μειοψηφίας) αναφέρθηκε ότι η διαπίστωση περί κακοβουλίας μπορεί να εξαχθεί αντικειμενικά από μια σειρά γεγονότων ενώ το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί και στη στάση του Εναγόμενου κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης μέχρι και το τέλος της διαδικασίας. Η χρήση ακραίων χαρακτηρισμών αποτελεί μαρτυρία κακοβουλίας.[12]
77. Στην απόφαση Νεοκλέους ν. Θεοδότου, Πολ. Εφ. 40/2014 ημερ. 8/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D243, ECLI:CY:AD:2022:D243 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τον ορισμό της κακοβουλίας στο πλαίσιο υποθέσεων δυσφήμισης:
«Τι συνιστά κακοπιστία ορίζεται επακριβώς στο άρθρο 21(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148. Λέχθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Πετρίδης ν Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ κ.ά, (2013) 1 ΑΑΔ 1464, με αναφορά στις υποθέσεις Spiller & Anor v. Joseph & Ors. (ανωτέρω) και Tse Wai Chun v. Cheng (2000) HKCFA 86, ότι η εμβέλεια της κακοβουλίας έχει στενέψει σημαντικά, «Το γεγονός ότι το κίνητρο του εναγόμενου μπορεί να ήταν ο φθόνος (spite) ή η κακή πίστη δεν είναι πλέον ουσιώδες. Το μόνο ζήτημα είναι κατά πόσο αυτός πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο». Εάν ο εναγόμενος δεν πίστευε ότι αυτό που δημοσίευσε ήταν αληθές, τότε αποδεικνύεται η κακή πίστη, (βλ. Duncan & Neill on Defamation (4th edition) (2015) παραγ. 19.6). Στην υπόθεση Ονουφρίου κ.ά. ν. «Εταιρείας Κ.Κ. Σύγχρονες Κούρσες Λτδ» κ.ά (2006) 1 ΑΑΔ 742, λέχθηκε ότι «ένα δημοσίευμα θεωρείται ότι έγινε με κακή πίστη όπου αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε με σκοπό να βλάψει τον ενάγοντα σε βαθμό σχετικά μεγαλύτερο, με τρόπο σχετικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου, το δε βάρος απόδειξης κακής πίστης φέρει ο ενάγων».
Η ύπαρξη κακοβουλίας αντλείται συμπερασματικά από τα όσα ο εναγόμενος έπραξε ή είπε ή γνώριζε. Το δε κίνητρο το οποίο ανιχνεύεται και αποδίδεται σ' ένα εναγόμενο, εξάγεται από το τι ελέχθη ή ήταν γνωστό ή κατά πόσο ο εναγόμενος ήταν αδιάφορος ως προς τα πραγματικά δεδομένα, (βλ. Horrocks v. Lowe (1975) AC 135). Παρατηρείται, ωστόσο, στο σύγγραμμα των Duncan & Neill, (ανωτέρω), στην παράγραφο 19.6, ότι η απροσεξία ή η παρορμητικότητα ή ο παραλογισμός στο να καταλήξει κάποιος σε θετική πίστη στην αλήθεια των όσων δημοσιεύτηκαν δεν ισοδυναμεί με αδιαφορία για την αλήθεια («carelessness or impulsiveness or irrationality in arriving at a positive belief in the truth of what was published does not amount to indifference to the truth")."
78. Η προαναφερόμενη νομολογία αφορούσε δυσφήμιση ωστόσο θεωρώ πως μπορεί να αποτελέσει καθοδήγηση ως προς το συστατικό στοιχείο της κακοβουλίας εν προκειμένω. Όπως προανέφερα θεωρώ πως ο νομοθέτης είχε την πρόθεση εισαγάγει το στοιχείο της πρόθεσης προσβολής της μνήμης του αποθανόντος με την χρήση των λέξεων «βάναυση ή κακόβουλη». Όταν η εξύβριση είναι βάναυση ή κακόβουλη εξ αντικειμένου ο σκοπός της είναι να προσβάλει. Για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος δεν αρκεί η «απλή» εξύβριση αλλά θα πρέπει να ενυπάρχει κακοπιστία - κακοβουλία, χυδαιότητα, ένταση ή ακραίοι χαρακτηρισμοί.
79. Σημειώνω, ότι στην απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Sarbit Singh κ.α., Αρ. Υπ. 8000/2010, 04.04.2011 το Δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει το κατά πόσον μπορεί να διαπραχθεί το αδίκημα με πράξεις. Εξετάστηκε το κατά πόσον η εκταφή της σορού του πρώην Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου μπορούσε να θεωρηθεί κακόβουλη εξύβριση και κατ’ επέκταση προσβολή της μνήμης του. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:
«η ευρεία και πλατιά ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 99 [του Κεφ. 154], με τρόπο ώστε να περιλαμβάνει, πέραν του προφορικού λόγου και των χειρονομιών, συμπεριφορά τέτοια ή έργων τοιαύτης υφής που να συνιστούν εξύβριση, δεν είναι επιτρεπτή, αφού θα αποτελούσε απόκλιση τόσο από τις ρητές και σαφείς γραμματικές διατάξεις του νομοθετήματος, αλλά και του σκοπού του (Κωμοδρόμου) (ανωτέρω). Στην Brutus (ανωτέρω), υπεδείχθη ότι η ερμηνεία ενός νομοθετήματος πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μην διευρύνεται αυτό που θέσπισε το Κοινοβούλιο, κυρίως μάλιστα όταν πρόκειται για ποινικό νόμο και περαιτέρω, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι ένα νομοθέτημα δεν θα ερμηνεύεται πιο πλατιά από αυτό που οι ίδιοι όροι του αποδίδουν (bear).»
80. Το πιο πάνω απόσπασμα το παρέθεσα για να δείξω ότι σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της εξύβρισης χρησιμοποιείται το νόημα το οποίο αποδίδεται στο πλαίσιο της δημόσιας εξύβρισης του άρθρου 99 του Κεφ. 154. Η δε ερμηνεία του νομοθετήματος πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μην υπάρχει απόκλιση από τις σαφείς γραμματικές διατάξεις του νομοθετήματος, ειδικά στο πλαίσιο μιας ποινικής υπόθεσης. Τυγχάνει εφαρμογής και η αρχή ότι οι ποινικοί νόμοι ερμηνεύονται αυστηρά και σε περίπτωση αμφιβολίας θα πρέπει αυτή να επενεργεί υπέρ του Κατηγορούμενου. Εν ολίγοις, εάν απαιτείται εξύβριση θα πρέπει να υπάρχει εξύβριση και όχι δυσφήμιση η οποία ενδεχομένως αποτελεί προσβολή της μνήμης του αποθανόντος.
81. Ως προς την πρόθεση του νομοθέτη υιοθετώ πλήρως τα όσα ανέφερε ο αδελφός μου Δικαστής κ. Πογιατζής στην απόφαση του στην Υπόθ. Αρ. 3212/2021, Γ.Κ. ν. Χ.Α., 18.10.2024 στις παραγράφους 69 – 77 αυτής. Πρέπει να υπομνησθεί ότι αυτό γίνεται χωρίς να προκύπτει κατά απόλυτο τρόπο ασάφεια από το άρθρο 202Α του Κεφ. 154.
82. Προσθέτω μόνο ότι υπήρξε εκτεταμένη συζήτηση στη Βουλή[13] για το κατά πόσον το άρθρο 202Α παρέχει επαρκεί προστασία υπό την έννοια ότι δεν περιλήφθηκε ως τρόπος διάπραξης του αδικήματος η συκοφαντική δυσφήμιση όπως στο άρθρο 365 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα.[14] Επίσης συζητήθηκε το κατά πόσον μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτό το οποίο αναφέρθηκε είναι ότι η προϋπόθεση η εξύβριση να είναι βάναυση ή κακόβουλη κατ’ ουσία επενεργεί ως ασφαλιστική δικλείδα αποτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης.[15]
Ε. ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
83. Οι εκατέρωθεν επί του θέματος θέσεις έχουν τύχει προσεκτικής μελέτης. Έχουν ληφθεί υπόψη τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος και διεξήλθα με ιδιαίτερη προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή.
84. Αυτό το έπραξα υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών οι οποίες διέπουν το ζήτημα ως τέθηκαν στην ενότητα Δ της παρούσας απόφασης, ήτοι χωρίς να προβώ σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά κρίνοντας τα γεγονότα επί τη βάσει μιας αντικειμενικής θεώρησης και χωρίς να υπεισέλθω στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και στη βαρύτητα η οποία δύναται να αποδοθεί στη μαρτυρία τους. Αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να λαμβάνει χώρα στο τέλος της υπόθεσης και όχι σε αυτό το στάδιο.
85. Εν προκειμένω, θεωρώ ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι η μνήμη του αποθανόντος προσβλήθηκε με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση.
86. Κατ’ αρχάς, η αναφορά ότι ο Αποβιώσας απείλησε τον Ορθόδοξο Γεωργίου δεν αποτελεί εξύβριση αλλά καταλογίζεται στον Αποβιώσαντα ότι προέβη σε μια συγκεκριμένη πράξη / ενέργεια. Δεν χρησιμοποιήθηκε οποιοδήποτε επίθετο το οποίο να χαρακτηρίζει τον Αποβιώσαντα.
87. Επιπρόσθετα, στο κείμενο του Βιβλίου πουθενά δεν χαρακτηρίζεται ο Αποβιώσας ως μέλος της ΕΟΚΑ Β. Το ότι αναφέρθηκε το όνομα του Αποβιώσαντος μετά από ονόματα προσώπων τα οποία συμμετείχαν στο πραξικόπημα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και ενδεχομένως να αποτελεί υπαινιγμό ότι και ο Αποβιώσας ήταν υποστηρικτής του προδοτικού πραξικοπήματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί εξύβριση, πόσω δε μάλλον βάναυση ή κακόβουλή εξύβριση.
88. Ενδεχομένως, η συμπερίληψη του επίδικου αποσπάσματος το οποίο αναφέρεται στον Αποβιώσαντα μετά από τις αναφορές για το τι έλαβε χώρα στον αστυνομικό σταθμό του χωριού να αποτελέσει δυσφήμιση (χωρίς βεβαίως να εξαγάγω οποιοδήποτε εύρημα επί τούτου), ωστόσο ο νομοθέτης εν προκειμένω επέλεξε να καταστήσει ως ποινικό αδίκημα την προσβολή μνήμη αποθανόντος με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση.
89. Σημειώνω ότι ο Ελληνικός Ποινικός Κώδικας περιλαμβάνει αντίστοιχη διάταξη με αυτήν του άρθρου 202Α του Κεφ. 154. Το άρθρο 365 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα υπό τον τίτλο «Προσβολή μνήμης του νεκρού», προνοεί ότι όποιος προσβάλλει τη μνήμη του νεκρού με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση ή συκοφαντική δυσφήμηση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. Στο άρθρο 202Α δεν περιλαμβάνεται η προσβολή μνήμης νεκρού δια συκοφαντικής δυσφήμισης. Η μη συμπερίληψη της συκοφαντικής δυσφήμισης δείχνει ότι ο νομοθέτης επέλεξε να μην καταστήσει ως ποινικό αδίκημα την προσβολή μνήμης αποθανόντος με δυσφήμιση.
90. Το άρθρο 202Α απαιτεί την ύπαρξη εξύβρισης. Όπως αναφέρθηκε στην Sarbit Singh και στην Brutus v Cozens μια ερμηνεία της εξύβρισης ώστε να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από αυτό που εννοεί ο νομοθέτης στο άρθρο 99 του Κεφ. 154 δεν είναι επιτρεπτή. Εξύβριση σημαίνει εξύβριση (“Insulting means insulting and nothing else”) και οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία πέραν αυτού θα αποτελούσε απόκλιση τόσο από τις γραμματικές διατάξεις του αρ. 202Α όσο και από την πρόθεση του νομοθέτη που όπως προανέφερα απέκλεισε την προσβολή μνήμης αποθανόντος με δυσφήμιση. Στο πλαίσιο μιας ποινικής υπόθεσης όπου ο νόμος ερμηνεύεται αυστηρά και υπέρ του Κατηγορούμενου τέτοια ερμηνεία του όρου της εξύβρισης όπως αυτήν που στην ουσία προτείνει η πλευρά του Παραπονούμενου δεν επιτρέπεται. Μια τέτοια ερμηνεία, προσθέτω, ενδεχομένως να προσκρούει και στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και προβλεψιμότητας των νόμων.
91. Εν προκειμένω δεν χρησιμοποιείται κάποιο επίθετο ή κάποιος χαρακτηρισμός για να περιγράψει τον Αποβιώσαντα. Μια πιθανή ερμηνεία του κειμένου ενδεχομένως να είναι ότι ο Αποβιώσας είχε κάποια συμμετοχή στο πραξικόπημα ή ότι ανέλαβε κατόπιν οδηγιών των πραξικοπηματιών να ζητήσει από τον Ορθόδοξο Γεωργίου να του παραδώσει τα όπλα και να τον απειλήσει.
92. Ωστόσο, δεν του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του πραξικοπηματία ούτε και κάποιο άλλο επίθετο προσβλητικό της μνήμης του το οποίο μπορεί να θεωρηθεί υβριστικό. Δεν θεωρώ ότι ο μέσος συνετός άνθρωπος όταν διαβάσει το απόσπασμα θα θεωρήσει ότι υπάρχει εξύβριση.[16]
93. Επιπρόσθετα, δεν χρησιμοποιήθηκε λεκτικό το οποίο κάτω από συνθήκες αντιπαράθεσης να είναι αδύνατο να μην εκληφθεί ως υβριστικό.[17]
94. Όσο και αν μπορεί να ενοχλήσει τον Παραπονούμενο η συμπερίληψη του ονόματος του πατέρα του κάτω από τον τίτλο «15 ΙΟΥΛΙΟΥ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ» και μετά από τις αναφορές σε σχέση με τα όσα τραγικά διαμείφθηκαν στον αστυνομικό σταθμό ή στο καφενείο, αφ’ ης στιγμής δεν υπάρχει εξύβριση – ύβρις - ελλείπει η μαρτυρία για ένα συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Τα όσα ανέφεραν οι ΜΚ1 και ΜΚ2 ως προς τη θέση τους γιατί υπάρχει κακόβουλη εξύβριση, δεν αποτελούν μαρτυρία, αλλά ερμηνεία ή το δικό τους συμπέρασμα διαβάζοντας τις σελίδες 14 και 15 του Βιβλίου. Αυτό όμως δεν αποτελεί εξύβριση.
95. Οι ΜΚ1 και ΜΚ2 προέβησαν στην δική τους ερμηνεία της σελίδας 15 του Βιβλίου για να εξηγήσουν γιατί θεωρούν πως υπήρχε εξύβριση. Ο ΜΚ1 παραδέχθηκε ότι πουθενά δεν αναφέρεται στο Βιβλίο ότι ο πατέρας του ήταν πραξικοπηματίας, ή ότι συμμετείχε στο πραξικόπημα, ωστόσο προέβαλε τη θέση ότι ο Κατηγορούμενος υπονοεί πως συμμετείχε. Από τη στιγμή κατά την οποία γίνεται λόγος για προσβολή της μνήμης του Αποβιώσαντος η οποία δύναται να συναχθεί μετά από συγκεκριμένη ερμηνεία και με υπονοούμενα, κατ’ ουσίαν σημαίνει ότι δεν υπάρχει εξύβριση, καθότι ως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τη νομολογία, η φύση της εξύβρισης είναι αντικειμενική. Δεν θεωρώ ότι ο νομοθέτης είχε αυτήν την πρόθεση δηλαδή να εξισώσει τη δυσφήμιση με υπαινιγμό με εξύβριση.
96. Κατά συνέπεια, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος εξύβρισε τον Αποβιώσαντα. Πουθενά στο Τεκμήριο 1 δεν εντοπίζεται να εκτοξεύεται κάποια ύβρις εναντίον του Αποβιώσαντος. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος ήτοι, η προσβολή της μνήμης του Αποβιώσαντος με εξύβριση.
97. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν το πιο πάνω συμπέρασμα μου είναι εσφαλμένο και μπορεί να θεωρηθεί ως εξύβριση η αναφορά ότι ο Αποβιώσας απείλησε τον Ορθόδοξο Γεωργίου ότι αν δεν του παραδώσει τα όπλα θα παραπεμφθεί σε ανακρίσεις και ότι άλλο ήθελε προκύψει σίγουρα δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για εξύβριση η οποία να είναι βάναυση ή κακόβουλη.
98. Τα όσα έγραψε ο Κατηγορούμενος για τον Αποβιώσαντα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως βάναυση εξύβριση καθότι δεν υπάρχει η βιαιότητα και η ένταση στο επίδικο απόσπασμα ούτως ώστε να μπορεί να θεωρηθεί βάναυση εξύβριση.
99. Ούτε και μαρτυρία εν σχέσει με κακοβουλία έχει προσκομιστεί.
100. Δεν δόθηκε καμία μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος ήθελε να πλήξει τη μνήμη του Αποβιώσαντος. Αντιθέτως δόθηκε μαρτυρία δια της κατάθεσης του Τεκμηρίου 2 ότι ο Κατηγορούμενος μετέφερε τη μαρτυρία του Ορθόδοξου Γεωργίου στο Βιβλίο σε σχέση με το επίδικο περιστατικό.
101. Η ερμηνεία στην οποία ο Παραπονούμενος προβαίνει κατά την μαρτυρία του για να καταδείξει κακοβουλία δεν αποτελεί μαρτυρία για κακοβουλία. Στην ουσία ο Παραπονούμενος ισχυρίζεται πως επειδή ο Ορθόδοξος Γεωργίου δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «απείλησε» κατά την συνέντευξη του (Τεκμήριο 2) συνάγεται κακοβουλία επειδή αποτελεί προσθήκη του Κατηγορούμενου η λέξη «απείλησε». Επίσης, κατά τον Παραπονούμενο συνάγεται κακοβουλία επειδή η επίδικη παράγραφος στο Βιβλίο ακολουθεί τα όσα επακολούθησαν της 15ης Ιουλίου 1974 και ο Παραπονούμενος έχει την πεποίθηση ότι ο μέσος αναγνώστης θα θεωρήσει ότι συμμετείχε και ο πατέρας του στο πραξικόπημα.
102. Παρά ταύτα, δεν προσκομίστηκε συγκεκριμένη μαρτυρία για κακοβουλία. Αντιθέτως, προσκομίστηκε ως μαρτυρία το ηχητικό της συνέντευξης του Ορθόδοξου στην οποία αναφέρεται στον Αποβιώσαντα και στο ότι του είπε να του παραδώσει τα όπλα στις 16.07.1974 διότι θα τους συλλάβουν. Ο Κατηγορούμενος κατέγραψε τα όσα ανέφερε ο Ορθόδοξος. Η μεταφορά της ουσίας των όσων ανέφερε ο Ορθόδοξος Γεωργίου δηλαδή ενός γεγονότος – της ουσίας της μαρτυρίας του σε σχέση με το τι βίωσε το πρωί της 16ης Ιουλίου 1974 - δεν μπορεί να αποτελέσει κακόβουλη εξύβριση. Υπάρχει δηλαδή βάση για τα όσα έγραψε ο Κατηγορούμενος στο Βιβλίο.
103. Δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία για την ύπαρξη ενός απρεπούς ή ανάρμοστου κινήτρου. Αντιθέτως, ο Κατηγορούμενος σύμφωνα με τα ουσιώδη κατά τον επίδικο χρόνο στοιχεία και γεγονότα, ήτοι το Τεκμήριο 2, είχε βάση για να γράψει την επίδικη παράγραφο, ήτοι την μαρτυρία του Ορθόδοξου Γεωργίου. Ως έχει νομολογηθεί, η ύπαρξη απρεπούς ή ανάρμοστου κινήτρου δεν κρίνεται εκ των υστέρων ως εκ του αποτελέσματος.[18]
104. Είναι ο Ορθόδοξος Γεωργίου που εντάσσει τον Αποβιώσαντα στη μαρτυρία του για το τι διαμείφθηκε στις 15 και 16 Ιουλίου 1974. Επομένως δεν είναι αυθαίρετη η προσθήκη της επίδικης παραγράφου μετά από τα γεγονότα ως τα έζησε ο Ορθόδοξος στις 15 Ιουλίου 1974. Ήταν η συνέχεια των γεγονότων όπως τα έζησε ο Ορθόδοξος. Ο Ορθόδοξος εξήγησε ότι ο Αποβιώσας του είπε να του παραδώσουν τα όπλα. Έστω και αν ο Ορθόδοξος δεν χρησιμοποίησε τη λέξη απειλή η χρήση της λέξης «απείλησε» στο Βιβλίο δεν είναι αυθαίρετη, ούτε υπερβολική για να φανερώνεται κακοβουλία επειδή ο Ορθόδοξος ανέφερε πως του είπε να του παραδώσουν τα όπλα και ακολούθως ότι θα τους πιάσουν να τους μεταφέρουν στη Λευκωσία. Τα όσα ανέφεραν οι ΜΚ1 και ΜΚ2 ότι αν όντως έγινε αυτό που περιγράφει ο Ορθόδοξος αποκλείεται να το εξέλαβε ως απειλή είναι, με όλο το σεβασμό, εικασίες όχι μαρτυρία.
105. Επομένως, θεωρώ ότι επίσης δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας επειδή απουσιάζει μαρτυρία σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της βαναυσότητας και της κακοβουλίας.
106. Επιπρόσθετα, η μαρτυρία που δόθηκε σε σχέση με την κακοβουλία ήταν τόσο αντινομική που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταδικάσει με βάση αυτήν. Εξηγώ ακολούθως το σκεπτικό μου.
107. Προσκομίστηκε το ηχητικό της συνέντευξης του Ορθόδοξου (Τεκμήριο 2), δηλαδή η πηγή και το υπόβαθρο για την αναφορά αυτή. Ο Ορθόδοξος ξεκάθαρα ακούγεται να αναφέρει ότι ο Φώτος ο γαμπρός του Βρίκκη τους είπε να του παραδώσουν τα όπλα. Επομένως υπάρχει βάση για την αναφορά αυτή και εφόσον υπάρχει υπόβαθρο δεν μπορεί λυσιτελώς να ισχυριστεί ο Παραπονούμενος πως ο Κατηγορούμενος ενήργησε κακόπιστα ή κακόβουλα. Στην ουσία το Τεκμήριο 2 εξηγεί το λόγο γιατί συμπεριλήφθηκε η επίδικη αναφορά αποδιδόμενη στον Αποβιώσαντα στο Βιβλίο και καταρρίπτει την κακοβουλία υπό την έννοια ότι δεν είναι ψευδής η αυθαίρετη η αναφορά για να προκύπτει κάποια πρόθεση του Κατηγορούμενου να προσβάλει τη μνήμη του Αποβιώσαντος. Αντιθέτως, η μαρτυρία που ο ίδιος ο Παραπονούμενος κατέθεσε είναι αντιφατική και αναιρεί τη θέση του περί κακοβουλίας εφόσον δείχνει πως ο Αποβιώσας είπε στον Ορθόδοξο να του παραδώσει τα όπλα, ο Ορθόδοξος το ανέφερε στη συνέντευξη του και ο Κατηγορούμενος το μετέφερε στο Βιβλίο το οποίο έχει ως σκοπό την καταγραφή των μαρτυριών – των βιωμάτων – των κατοίκων του χωριού κατά το πραξικόπημα και την εισβολή.
108. Κατανοώ τον πόνο του Παραπονούμενου ο οποίος γνωρίζει και θυμάται τον πατέρα του ως ένα υπόδειγμα Πατέρα και Πολίτη, παιδαγωγού, βαθιά θρησκευόμενου, ο οποίος ασχολείτο με τα κοινά και έχαιρε εκτίμησης από όλους. Παρά ταύτα, ακόμα και αν η μαρτυρία του Ορθόδοξου δεν μεταφέρθηκε ή ενσωματώθηκε κατά τον ορθό τρόπο στο κείμενο στη σελίδα 15 του Βιβλίου, ακόμα και εάν όντως συνάγεται από το κείμενο πως ο Κατηγορούμενος εννοεί πως ο Αποβιώσας ήταν υποστηρικτής του πραξικοπήματος και ακόμα και αν αποτελεί δυσφήμιση με υπαινιγμό η αναφορά σε απειλή, αυτό δεν αποτελεί εξύβριση και δη βάναυση ή κακόβουλη.
109. Στο Τεκμήριο 1, ο Κατηγορούμενος αναφέρει πως ο σκοπός του είναι «η καταγραφή και συντήρηση της ιστορικής αλήθειας μέσω της πιο αυθεντικής πρωτογενούς πηγής – των βιωμάτων τους». Στον επίλογο στη σελίδα 76 αναφέρει ότι το Βιβλίο αποτελεί «μια πολύτιμη και μοναδική πρωτογενή πηγή για αξιολόγηση από τον μελετητή». Αναφέρει επίσης ότι προσκάλεσε όλους τους κάτοικους του χωριού με προσωπική επιστολή να συνδράμουν με το να προσφέρουν μαρτυρία. Στην τελευταία παράγραφο παρακαλεί «όσους θα ήθελαν να στείλουν συμπληρωματικά ή νέα στοιχεία ή ακόμα και οποιαδήποτε κριτική να το κάνουν αποστέλλοντας τα» μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση του την οποία παραθέτει.
110. Εν ολίγοις σκοπός του Κατηγορούμενου ήταν να καταγράψει την ιστορία βασιζόμενος σε μαρτυρία. Όπως ανέφερε ο έντιμος Δικαστής κ. Νικολάου (ως ήταν τότε) στην Δώρος Παπαπέτρου καταλήγοντας στο ότι η καταγραφή της ιστορίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξύβριση:
«Έτσι, η έννοια καλύπτει ενέργειες το αξιόποινο των οποίων κρίνεται αναγκαίο για εξυπηρέτηση κοινωνικών σκοπών, αλλά δεν εκτείνεται σε τομείς όπου θα επενεργούσε ανασταλτικά στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Ένας τέτοιος τομέας είναι και η συγγραφή της ιστορίας.
Η προβολή θέσεων, η διατύπωση κρίσεων και η κατάληξη σε χαρακτηρισμούς επί ιστορικών θεμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί εξύβριση όσο και αν θίγει ή προσβάλλει, εφόσον ανάγεται μέσα στα όρια ενδιαφέροντος για την ιστορία.»
111. Υιοθετώ το πιο πάνω απόσπασμα. Από τη στιγμή που ο δεδηλωμένος σκοπός του Κατηγορούμενου ως προκύπτει από το Τεκμήριο 1 - το Βιβλίο - είναι να καταγράψει την ιστορία και επαναλαμβάνοντας τα όσα προανέφερα σε σχέση με την έλλειψη μαρτυρίας σε σχέση με ένα ή περισσότερα εκ των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου.
ΣΤ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
112. Συμπερασματικά, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει παρουσιάσει μαρτυρία τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως.[19] Δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής λόγω της απουσίας μαρτυρίας για εξύβριση η οποία να είναι κακόβουλη. Περαιτέρω, η μαρτυρία σε σχέση με την κακοβουλία είναι τόσο αντινομική και στερείται πειστικότητας σε βαθμό κατά τον οποίο το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη του Κατηγορούμενου.
113. Ως εκ τούτου, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει.
114. Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, σημειώνεται ότι σε ποινικές υποθέσεις η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, στις οποίες, κατά κανόνα, ακολουθείται το αποτέλεσμα.[20] Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν υπάρχει αποχρών λόγος ώστε η διαταγή για τα έξοδα να μην ακολουθήσει το αποτέλεσμα. Επομένως ασκώ τη διακριτική μου ευχέρεια με βάση τα άρθρα 167 – 169 του Κεφ. 155 και τον σχετικό διαδικαστικό κανονισμό[21] και επιδικάζω έξοδα υπέρ του Κατηγορούμενου και εναντίον του Παραπονούμενου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Υπ. ________________
Χ. Σατσιάς Προσ. Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] In Re Kakos (1985) 1 CLR 250, Fowles v. Λ.M.G. κ.ά., Ποιν. Έφεση Αρ. 57/2022, ημερ. 8/5/2023, ECLI:CY:AD:2023:B152
[2] ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9
[3] απόφαση Δικαστή Ναθαναήλ στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851
[4] ίδετε Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ.191, Mariano κ.ά. ν. Αστυνομίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ.808
[5] ίδετε Δημητρίου Άνθιμος - Kατήγορος (Aδελφός του Xριστάκη Δημητρίου) ν. Παύλου Στόκκου (1999) 2 ΑΑΔ 293
[6] αρ. 504 του Ποινικού Κώδικα των Ινδιών
[7] Hari Singh Gour “The Penal Law of India”
[8] “The offence of criminal insult punishable by this section derives its criminality from the fact that it is intentional and gives provocation which is likely to lead to retaliation”
[9] Υπό αυτήν την έννοια διακρίθηκε από την Brutus v. Cozens ωστόσο πρέπει να υπομνησθεί ότι ως αναφέρεται στην Parkin v. Norman το ερώτημα του κατά πόσον χρειάζεται πρόθεση ή όχι δεν ήταν σχετικό στην Brutus v. Cozens – “There was therefore no need to consider whether an intention to insult was required.”
[10] Η Παπαπέτρου επίσης αφορούσε προσβολή μνήμης τεθνεώτος και προσομοιάζει με την παρούσα υπόθεση καθότι η κατηγορία προέκυψε από δημοσίευμα σε βιβλίο που εξέδωσε ο Κατηγορούμενος.
[11] ίδετε Γεωργιάδης v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 41/2010, 11/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A447 η οποία αφορούσε το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης και τα προαναφερθέντα θεωρώ μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογία
[12] Κυριακίδης ν. Αριστείδου (2000) 1 ΑΑΔ 349
[13] Γ΄ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - ΣΥΝΟΔΟΣ Ε΄ (02.10.1980 - 16.04.1981), Συνεδρίαση 19ης Μαρτίου 1981 (Αρ. 23)
[14] ίδετε ομιλία Στ. Αμπίζα στη σελ. 1082 - 1083
[15] ίδετε τοποθέτησεις Π. Παύλου και Ε. Παπαϊωάννου στις σελ. 1084 και 1089, αντίστοιχα
[16] ίδετε Brutus v Cozens και Αχιλλέως, ανωτέρω
[17] ίδετε Bolster, ανωτέρω
[18] ίδετε Γεωργιάδης, ανωτέρω
[19] ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9
[20] Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 και Κ.Ο.Τ. ν. Χαραλάμπους (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 603
[21] ο περί Ιδιωτικών Ποινικών Υποθέσεων και Εφέσεων (Δικηγορική Αμοιβή) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2004 (3/2004)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο