CHR. PETRIDES TRADELINKS LIMITED ν. N.N. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 2795 / 2024, 10/6/2025
print
Τίτλος:
CHR. PETRIDES TRADELINKS LIMITED ν. N.N. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 2795 / 2024, 10/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Σατσιά, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2795 / 2024

Μεταξύ:

CHR. PETRIDES TRADELINKS LIMITED

Παραπονούμενοι

ν.

 

1. N.N.

2. EUROBANK CYPRUS LTD

Κατηγορούμενοι

 

Ημερομηνία: 10 Ιουνίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για τον Παραπονούμενο: κ. Κ. Μαυρόκωστας με κ. Α. Ευαγγέλου για Κ. Μαυρόκωστας & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Φ. Ζωμενής

 

Κατηγορούμενος παρών

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(εκ πρώτης όψεως)

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.      Ο Κατηγορούμενος 1 (εν τοις εφεξής «Κατηγορούμενος») αντιμετωπίζει τις κατηγορίες 1 και 3 επί του κατηγορητηρίου οι οποίες αφορούν επαγωγή ψευδούς όρκου κατά παράβαση του άρθρου 117 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «ΠΚ») και δημιουργία ή ενθάρρυνση δημιουργίας ψευδών παραστάσεων σε ένορκη δήλωση κατά παράβαση του άρθρου 44ΙΔ(1) του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, ως έχει τροποποιηθεί, Ν. 9/65 (εφεξής «Νόμος»).

 

2.      Σημειώνω ότι αρχικά το κατηγορητήριο περιλάμβανε τέσσερεις κατηγορίες. Οι κατηγορίες 2 και 4, οι οποίες αφορούσαν την Κατηγορούμενη 2 - Eurobank Cyprus Ltd (εφεξής «Eurobank») είχαν αποσυρθεί από το συνήγορο των Παραπονούμενων στις 03.02.2024 και επομένως η Eurobank απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε. Ακολούθως, υποβλήθηκε αίτημα από τους Παραπονούμενους για τροποποίηση του κατηγορητηρίου δια προσθήκης δύο κατηγοριών (5 και 6 επί του προσχεδίου) το οποίο απορρίφθηκε για τους λόγους οι οποίοι επεξηγούνται στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 14.02.2025.

 

3.      Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης κατηγορίας ο Κατηγορούμενος, ως αντιπρόσωπος της Eurobank στις 16.04.2024 δια ενόρκου δηλώσεως δυνάμει του άρθρου 44ΙΒ του Νόμου προέβη σε ψευδή όρκο ή δήλωση ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο ή να δεχθεί δήωση υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε αν γινόταν σε δικαστική διαδικασία θα ισοδυναμούσε με ψευδορκία. Συγκεκριμένα, βεβαίωσε ψευδώς «την πιστή τήρηση των διατάξεων του Μέρους VIA του [Νόμου] για σκοπούς μετεγγραφής του ΟΛΟΥ μεριδίου του διαμερίσματος με αρ. εγγραφής [...] ... στο Δήμο Αγλαντζιάς, Λευκωσίας [εφεξής «Διαμέρισμα»], από το όνομα του Παραπονούμενου στο όνομα του [Α.Μ.], ενώ γνώριζε ότι, κατά την ημέρα του όρκου του οι προϋποθέσεις για μετεγγραφή δυνάμει των άρθρων 44Ι και 44ΙΒ(ii) του Μέρους VIA του [Νόμου], δεν πληρούνταν».

 

4.      Σε σχέση με την τρίτη κατηγορία ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι υπό την ιδιότητα του ως αντιπρόσωπος της Eurobank  στις 16.04.2024 «εν γνώσει του προέβη στη δημιουργία ψευδών παραστάσεων στην Ένορκη Δήλωση του ίδιας ημερομηνίας, αφού βεβαίωσε την πιστή τήρηση των διατάξεων του Μέρους VIA του [Νόμου] και αργότερα παρουσίασε την εν λόγω Ένορκη Δήλωση στον ενυπόθηκο δανειστή και στον Διευθυντή Κτηματολογίου για σκοπούς μετεγγραφής του [Διαμερίσματος] από το όνομα του Παραπονούμενου στο όνομα του [Α.Μ.], ενώ γνώριζε ότι, κατά την ημέρα του όρκου του οι προϋποθέσεις για μετεγγραφή δυνάμει των άρθρων 44Ι και 44ΙΒ(ii) του Μέρους VIA του [Νόμου], δεν πληρούνταν».

 

5.      Αφού η Κατηγορούσα Αρχή ολοκλήρωσε την παρουσίαση της μαρτυρίας της, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου υπέβαλε εισήγηση με βάση το άρθρο 74(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως έχει τροποποιηθεί, ότι δεν αποδείχθηκε εξ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου επαρκώς, ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει την υπεράσπιση του. 

 

Β. ΜΑΡΤΥΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΑΧΘΗΚΕ

 

6.      Προς απόδειξη της υπόθεσης του Παραπονούμενου κατέθεσαν τρεις μάρτυρες, ήτοι οι κ.κ. A.T., Κτηματολογικός Λειτουργός στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας (ΜΚ1), T.H., Δικαστική Επιδότης, Δικαστική Υπηρεσία (ΜΚ2) και ο X.Π., Διευθυντής των Παραπονούμενου (ΜΚ3).

 

7.      Η πλήρης μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω σε αυτό το σημείο. Το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε μέχρι στιγμής έχει τύχει προσεκτικής μελέτης και το έχω υπόψιν μου. Θα επικεντρωθώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα.

 

i.              ΜΚ1 – Α.Τ.

 

8.      Ο ΜΚ1 έδωσε μαρτυρία σε σχέση με τη μετεγγραφή του Διαμερίσματος από τους Παραπονούμενους στον Α.Μ. κατόπιν Αίτησης της Eurobank.

 

9.      Ο ΜΚ1 ανέφερε ότι η μετεγγραφή επ’ ονόματι του νέου ιδιοκτήτη ολοκληρώθηκε την 01.06.2024. Η αίτηση για μετεγγραφή είχε κατατεθεί στις 22.05.2024. Η 22.05.2024 ήταν η ημερομηνία κατά την οποία το Κτηματολόγιο άνοιξε το φάκελο, ωστόσο η αίτηση - Τεκμήριο 1 - φέρει ημερομηνία 15.04.2024. Ως Τεκμήριο 2 κατατέθηκε η επίδικη ένορκη δήλωση ημερομηνίας 16.04.2024.

 

10.   Κατέθεσε ως Τεκμήριο 3  δέσμη εγγράφων τα οποία περιλαμβάνουν:

 

10.1  Βεβαίωση του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερομηνίας 24.04.2024 σε σχέση με την πληρωμή των τελών και δικαιωμάτων υδατοπρομήθειας σε σχέση με το Διαμέρισμα.

10.2  Βεβαίωση του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας, ημερομηνίας 23.04.2024 σε σχέση με την πληρωμή των τελών αποχετεύσεων σε σχέση με το Διαμέρισμα.

10.3  Βεβαίωση του Δήμου Αγλαντζιάς, ημερομηνίας 23.04.2024 σε σχέση με την πληρωμή δημοτικών τελών ακίνητης ιδιοκτησίας σε σχέση με το Διαμέρισμα.

 

11.   Ως Τεκμήριο 4 κατατέθηκε πιστοποιητικό σε σχέση με διευθέτηση φορολογικών υποχρεώσεων σε σχέση με την μεταβίβαση του Διαμερίσματος το οποίο φέρει σφραγίδες με ημερομηνίες 16 και 17.05.2024 και επιστολή από το Τμήμα Φορολογίας προς το Κτηματολόγιο για απόσυρση εμπράγματου βάρους από το Διαμέρισμα.

 

12.   Ο ΜΚ1 ανέφερε ότι όλα τα προαναφερόμενα έγγραφα τα οποία κατέθεσε ως τεκμήρια είναι αναγκαία για να γίνει η μετεγγραφή ακινήτου. Το ότι η αίτηση φέρει διαφορετική ημερομηνία από την ημέρα υποβολής της αίτησης ο ΜΚ1 το εξήγησε ότι η αίτηση ετοιμάστηκε προηγουμένως και κατατέθηκε στις 22.05.2024. Πράγματι, τα έγγραφα στο Τεκμήριο 3 έχουν ημερομηνίες 7-8 μέρες μετά την ημερομηνία της ένορκης δήλωσης Τεκμήριο 2.

 

13.   Όταν ερωτήθηκε για το κατά πόσον θα δεχόταν την αίτηση για μετεγγραφή χωρίς τις φοροαπαλλαγές  ο ΜΚ1 απάντησε ως εξής:

 

«Το γραφείο μας σε τέτοιες περιπτώσεις, λόγω του ότι υπάρχουν πάρα πολλές αιτήσεις αυτής της φύσης, για σκοπούς ευκολίας να το πω ή καλής προαίρεσης εκ μέρους του γραφείου, μερικές φορές δέχεται τις αιτήσεις υπό την αίρεση ότι θα επισυναφθούν εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, οι διάφορες φοροαπαλλαγές. Υπάρχουν περιπτώσεις που έχει απορριφθεί η αίτηση, καθότι ναι μεν έγινε δεκτή, αλλά μέσα σε εύλογη προθεσμία δεν προσκομίστηκαν τέτοιου είδους απαλλαγές και απορρίφθηκε. Όσον αφορά την προκειμένη υπάρχει ναι μεν μία διαφορά, πράγματι στις τρεις βεβαιώσεις και της ένορκης δήλωσης του πληρεξουσίου αντιπρόσωπου της Eurobank, για την οποία δεν μπορώ να εκφέρω άποψη.»

 

14.      Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει ποια είναι η διαφορά απάντησε ως εξής:

 

«Δικαστήριο: Όταν λέτε διαφορά εννοείτε στην ημερομηνία;

 

Μάρτυρας: Η ημερομηνία της ένορκη δήλωσης είναι 16/4 και οι βεβαιώσεις προσκομίστηκαν μία εβδομάδα μετά ως έχω προαναφέρει, για σκοπούς ευκολίας του γραφείου και των Αιτητών.

 

Ο κ. Μαυρόκωστας συνεχίζει:
 

E.  Αλλά από το Κτηματολόγιο έγιναν δεχτές 22 Μαΐου;

A. Όταν έγινε η αίτηση κοντά μας, σ' αυτό θέλω να καταλήξω, όταν έγινε η αίτηση κοντά μας, είχαν επισυναφθεί όλα τα έγγραφα. »

 

15.      Αντεξεταζόμενος, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι δεν γνωρίζει το πρόσωπο το οποίο κατέθεσε την αίτηση στο κτηματολόγιο. Ο αριθμός ταυτότητας του προσώπου που υπογράφει το Τεκμήριο 2 δεν είναι ο ίδιος με τα πρόσωπα που υποβάλλουν την αίτηση Τεκμήριο 1 και συμφώνησε ότι δεν είναι το ίδιο πρόσωπο που υπέγραψε τα Τεκμήρια 1 και 2.

 

16.      Περαιτέρω, ο ΜΚ1 επανέλαβε ότι την ημέρα που υποβλήθηκε η αίτηση για μετεγγραφή, δηλαδή στις 22.05.2024 όλα τα αναγκαία έγγραφα τα οποία απαιτούνται για την διενέργεια της μεταβίβασης ήταν εντός του φακέλου. Υπό αυτήν την έννοια, δεν υπήρξε παραπλάνηση του κτηματολογίου.

 

17.      Το κτηματολόγιο δεν ελέγχει ούτε και το ενδιαφέρει το πως διατίθεται το προϊόν της πώλησης και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την μετεγγραφή η συμφωνία για την διάθεση του ποσού που προέκυψε από τον πλειστηριασμό.

 

ii.         ΜΚ2 Τ.Η.

 

18.      Αναγνώρισε την υπογραφή της και την σφραγίδα την οποία έθεσε στην ένορκη δήλωση – Τεκμήριο 2. Ανέφερε ότι είχε αναγραφεί λάθος αριθμός ταυτότητας του Κατηγορούμενου και έγινε σχετική διόρθωση. Μονόγραψε στο σημείο που έγινε η διόρθωση. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι δεν θυμάται τον Κατηγορούμενο. Η ΜΚ2 δεν αντεξετάστηκε.

 

iii.        ΜΚ3 – Χ.Π.

 

19.      Ο ΜΚ3 στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης του ανέγνωσε το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Α). Κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε επίσης 6 τεκμήρια (Τεκμήρια 5 – 10). Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι είναι διευθυντής των Παραπονούμενων. Ο Κατηγορούμενος είναι ο υπεύθυνος του τμήματος ανάκτησης χρεών της Eurobank και κατά τον ουσιώδη χρόνο χειριζόταν τις υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν τους λογαριασμούς δανείων των Παραπονούμενων.

 

20.      Ο ΜΚ3 αναφέρθηκε στο δάνειο το οποίο οι Παραπονούμενοι σύναψαν και στο πλαίσιο του οποίου υποθηκεύτηκε το Διαμέρισμα για σκοπούς εξασφάλισης των πιστωτικών  τους διευκολύνσεων, στην αγωγή αρ. 3498 / 2012 του Ε.Δ. Λάρνακας στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση στις 10.08.2022 (Τεκμήριο 7), στις προσπάθειες για αναδιάρθρωση των πιστωτικών διευκολύνσεων των Παραπονούμενων, την κακοπιστία της Eurobank και την εκκίνηση διαδικασιών εκποίησης για σκοπούς άσκησης πίεσης στους Παραπονούμενους.

 

21.      Τον Κατηγορούμενο τον περιγράφει ως τον υπεύθυνο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, ιθύνων νου της όλης διαδικασίας και γνώστη όλων των δεδομένων της υπόθεσης.

 

22.      Ακολούθως αναφέρθηκε στις ειδοποιήσεις τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκποίησης του Διαμερίσματος. Ο πλειστηριασμός έλαβε χώρα στις 27.03.2024. Ο ΜΚ3 προσπάθησε να πληροφορηθεί για το αποτέλεσμα αλλά κανένας, ούτε ο Κατηγορούμενος, του οποίου η στάση είχε αλλάξει μετά από την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης, δεν τον ενημέρωσε για το τι είχε διαμειφθεί.

 

23.      Περί το τέλος Μαΐου του 2024 επικοινώνησε μαζί του ο ενοικιαστής του Διαμερίσματος και τον πληροφόρησε ότι κάποιος Α.Μ. μετέβη στο Διαμέρισμα και τον ενημέρωσε ότι είναι ο νέος ιδιοκτήτης του και μάλιστα ζήτησε να λάβει το ενοίκιο για τον επόμενο μήνα. Ο Α.Μ. παρέδωσε τίτλο ιδιοκτησίας ημερομηνίας 01.06.2024 στον ενοικιαστή (Τεκμήριο 9).

 

24.      Μερικές μέρες αργότερα έλαβε μέσω ταχυδρομείου επιστολή ημερομηνίας 28.05.2024 δια της οποίας η Eurobank πληροφορούσε τους Παραπονούμενους και τον ίδιο για την προτεινόμενη διάθεση του προϊόντος πώλησης μέσω πλειστηριασμού (Τεκμήριο 10). Αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 και συγκεκριμένα στο ότι ανέφερε πως η προτεινόμενη διάθεση του προϊόντος της πώλησης θα καταστεί τελική σε 30 μέρες από την ημέρα της ειδοποίησης. Λόγω της πεποίθησης του ΜΚ3 κατόπιν νομικής συμβουλής, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Eurobank ήτο παράνομη και εσφαλμένη καταχώρισε την Αίτηση/Έφεση 238/2024 στο Ε.Δ. Λευκωσίας η οποία εκκρεμεί.

 

25.      Περαιτέρω, ανέφερε πως εξ όσων τον ενημερώνουν οι δικηγόροι των Παραπονούμενων το Τεκμήριο 2 ήταν παραπλανητικό καθότι όταν ο Κατηγορούμενος βεβαίωσε την πιστή τήρηση των διατάξεων του Μέρους VIA του Νόμου, αυτό δεν ίσχυε.

 

26.      Κατέθεσε ως Τεκμήριο 11 την ένορκη δήλωση του Κατηγορούμενου προς υποστήριξη της ένστασης της Eurobank στο πλαίσιο της ρηθείσας Αίτησης / Έφεσης. Από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11  κατά τον ΜΚ3 επιβεβαιώνεται ότι τα αναγκαία συνοδευτικά της αίτησης μετεγγραφής εκδόθηκαν μετά την όρκιση της ένορκης δήλωσης Τεκμήριο 2.

27.      Εκτός από τα προαναφερόμενα δεν είχε σταλθεί η ειδοποίηση για την προτεινόμενη διάθεση του προϊόντος με βάση το άρθρο 44Ι του Νόμου. Για να θεωρείται ότι τηρήθηκαν πιστά οι διατάξεις του Μέρους VIA του Νόμου θα έπρεπε η ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση μετεγγραφής να γίνεται αφού τηρηθούν οι πρόνοιες του Νόμου και αφού παρέλθουν 45 μέρες από την ημέρα αποστολής ενημέρωσης για την διάθεση προϊόντος. Το Τεκμήριο 2 προηγήθηκε τόσο της ειδοποίησης όσο και της λήψης των Τεκμηρίων 3 και 4.  Επομένως, αναφέρει ο ΜΚ3, η ένορκη δήλωση Τεκμήριο 2 ήταν ψευδής και πιστεύει πως ο Κατηγορούμενος πρέπει να κριθεί ένοχος στις κατηγορίες 1 και 3.

 

28.      Κατά την αντεξέταση του ΜΚ3, στην ουσία υποβλήθηκε από το συνήγορο του Κατηγορούμενου ότι είναι ανεπίτρεπτο να καταθέτει ενόρκως σε σχέση με νομικά θέματα από τη στιγμή που ο ίδιος δεν είναι δικηγόρος. Επίσης, υποβλήθηκε ότι όταν έγινε η ένορκη δήλωση (Τεκμήριο 2) στις 16.04.2024 δεν υπήρχε κάποιο ψέμα σε αυτήν και ότι μέχρι εκείνη την ημέρα η διαδικασία είχε τηρηθεί, θέση με την οποία διαφώνησε ο ΜΚ3 επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν τα όσα ανέφερε στη δήλωση του.

 

29.      Υποβλήθηκε επίσης η θέση ότι οι αποδείξεις Τεκμήριο 3  δεν συνοδεύουν την ένορκη δήλωση αλλά την αίτηση μετεγγραφής, θέση με την οποία επίσης διαφώνησε ο μάρτυρας.  Συμφώνησε με τη θέση ότι όταν έγινε η αίτηση για την μεταβίβαση όλες οι προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται συνέτρεχαν και γι’ αυτό έγινε η μεταβίβαση.

 

Γ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

i.         Αρχές οι οποίες διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως

 

30.      Σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.155), ως έχει τροποποιηθεί, μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος δύναται να υποβάλει ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, κατά τρόπο επαρκή ώστε να υποχρεούται να προβάλει την υπεράσπιση του. Εάν το Δικαστήριο αποδεχθεί την εισήγηση, αθωώνει τον κατηγορούμενο.

 

31.      Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, το να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία, δικαιολογείται μόνο ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η μαρτυρία ορώμενη εξ όψεως και όχι σε βάθος εγείρει θέμα ενοχής του κατηγορούμενου. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.[1] 

32.      Το βάρος απόδειξης στους ώμους της κατηγορούσας αρχής σε αυτό το στάδιο είναι διαφορετικό σε σύγκριση με το βάρος απόδειξης με το οποίο επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης. Είναι αρκετό να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως. Η εύλογη υποψία δεν εξομοιώνεται με μαρτυρία και συνεπώς η έννοια αυτή δεν εξισώνεται με εκ πρώτης όψεως υπόθεση.[2]

 

33.      Το στάδιο του εκ πρώτης όψεως αποτελεί θεμελιώδες στάδιο της ποινικής δίκης το οποίο προστατεύει τον κατηγορούμενο από τη συνέχιση της δίκης ασκόπως ή για λόγους που δεν άπτονται ή δεν αφορούν την καθαυτή και καλώς νοούμενη απονομή της δικαιοσύνης. Αν η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή εκτιμώμενη στο απόγειο της δεν στοιχειοθετεί ή θεμελιώνει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή είναι αντινομική και εγγενώς συγκρουόμενη μεταξύ της, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα άφηνε την υπόθεση να προχωρήσει, τότε ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό. [3]

 

34.      Ο κατηγορούμενος πρέπει να κληθεί σε απολογία μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η κατηγορούσα αρχή έχει παρουσιάσει μαρτυρία αρκετά ισχυρή στην ουσία της που να καθιστά την καταδίκη του κατηγορούμενου μια πραγματική δυνατότητα, αν δεν δοθεί από αυτόν κάποια εξήγηση, αλλιώς ο κατηγορούμενος θα κληθεί όχι για να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να διορθώσει τις ατέλειες που υπάρχουν στη μαρτυρία που δόθηκε από την κατηγορούσα αρχή.

 

35.      Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, αναλύθηκε με πληρότητα ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση».  Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

«To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

 

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. [...]

 

 Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία [...] οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

 

Η συνταύτιση του έργου του κριτή του δικαίου και των γεγονότων στο πρόσωπο του δικαστή στην Κύπρο, δεν μεταβάλλει το πλαίσιο καθορισμού της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφαση του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»

 

36.        Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851 (απόφαση πλειοψηφίας της Ολομέλειας) το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε τα εξής όσον αφορά τις αρχές οι οποίες διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως:

 

«Επακριβέστερη διατύπωση των αρχών βρίσκεται στην R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060 (σελ. 1062), η οποία συνιστά και την κλασσική θέση τους:

 

«How then should be judge approach a submission of ´no case´? (1) If there is no evidence that the crime alleged has been committed by the defendant, there is no difficulty. The judge will of course stop the case. (2) The difficulty arises where there is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence. (a) Where the judge comes to the conclusion that the prosecution evidence, taken at its highest, is such that a jury properly directed could not properly convict upon it, it is his duty, upon a submission being made, to stop the case. (b) Where however the prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of a witness´s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury and where on one possible view of the facts there is evidence upon which a jury could properly come to the conclusion that the defendant is guilty, then the judge should allow the matter to be tried by the jury.»

 

Η υιοθέτηση της Galbraith στην Κυπριακή νομολογία (Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191) την καθιστά και εδώ την κατ' εξοχή καθοδηγητική αυθεντία. Να τονίσουμε τα λεχθέντα στη Χριστοδούλου (σ. 145): [...]

 

Και τα λεχθέντα στην Παναγιώτου (σ. 196):

 

«Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.»

 

37.      Παρατίθεται επίσης απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 ΑΑΔ 82 σε σχέση  με το ορθό κριτήριο στον στάδιο του εκ πρώτης όψεως:

 

«Όπως επίσης και εσφαλμένα καθοδήγησε τον εαυτό του ότι στο στάδιο εκείνο έπρεπε να ικανοποιηθεί "ότι τα γεγονότα είναι τέτοια που να μην συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμβιβασμό, εκτός από το συμπέρασμα της ενοχής του κατηγορουμένου". Το ορθό κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αν αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορουμένου εις το στάδιο που κλείει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά κατά πόσο σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση, το Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας.»

 

38.      Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τη σχετική νομολογία αποτελεί συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, ενόψει της συνέχισης της δίκης.[4]  

 

ii.        Άρθρο 117 ΠΚ – Ψευδής Όρκος

 

39.   Το άρθρο 117 του ΠΚ με πλαγιότιτλο «δόση ψευδούς όρκου» προνοεί τα ακόλουθα:

«117. Όποιος ορκίζεται με ψευδή όρκο ή προβαίνει σε ψευδή βεβαίωση ή δήλωση ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο ή να δεχτεί δήλωση υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε αν ο ψευδής όρκος δινόταν ή η ψευδής δήλωση γινόταν σε δικαστική διαδικασία θα ισοδυναμούσε με ψευδορκία, είναι ένοχος πλημμελήματος.»

 

40.   Με βάση το λεκτικό του άρθρου 117 προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της επαγωγής ψευδούς όρκου είναι:

 

(α) Η επαγωγή ψευδούς όρκου / η ψευδής βεβαίωση ή δήλωση,

(β) Ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο ή να δεχθεί δήλωση,

(γ) Αν ο όρκος ή δήλωση / βεβαίωση λάμβανε χώρα σε δικαστική διαδικασία θα αποτελούσε ψευδορκία.

 

41.   Προκύπτει σαφώς από το λεκτικό του άρθρου 117 του ΠΚ ότι η ψευδορκία  αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της επαγωγής ψευδούς όρκου υπό την έννοια ότι θα πρέπει να πληρούνται κατ’ αναλογία τα συστατικά στοιχεία της ψευδορκίας. Το άρθρο 117 παραπέμπει στο αδίκημα της ψευδορκίας.

 

42.   Το αδίκημα της ψευδορκίας κωδικοποιείται στον άρθρο 110 του ΠΚ το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«110.-(1) Όποιος γνωρίζει ότι προβαίνει σε ψευδή κατάθεση σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, που αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται ψευδορκία.

 

Είναι αδιάφορο κατά πόσο- 

 

- η κατάθεση δόθηκε με όρκο ή με οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαβεβαίωση, [....]»

 

43.   Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης καθίσταται σαφές ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ψευδορκίας είναι τα ακόλουθα:

 

(α)   ψευδής κατάθεση,

(β)   η οποία γίνεται σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας,

(γ)   εν γνώση του ψεύδους και

(δ)   αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία.

 

44.   Περαιτέρω, σε ότι αφορά την απόδειξη του αδικήματος της ψευδορκίας σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 112 του ΠΚ το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«Κανένας δεν δύναται να καταδικαστεί για ψευδορκία ή για πρόκληση σε ψευδορκία αποκλειστικά και μόνο με βάση τη μαρτυρία ενός προσώπου ως προς το ψευδές οποιασδήποτε κατάθεσης για την οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι ψευδής.»

 

45.   Το αδίκημα της ψευδορκίας όπως κωδικοποιείται στον ΠΚ παρουσιάζει κάποια κοινά συστατικά στοιχεία με το αντίστοιχο αδίκημα το οποίο κωδικοποιείται στο Perjury Act 1911.[5] Επομένως,  μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση σε σχέση με αυτά τα συστατικά στοιχεία από αγγλικά συγγράμματα και νομολογία. Περαιτέρω, σε ότι αφορά το ζήτημα της απόδειξης του αδικήματος της ψευδορκίας, το Perjury Act 1911 περιέχει αντίστοιχη πρόνοια με το άρθρο 112 του ΠΚ σε σχέση με την ανάγκη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας.[6]

 

46.   Σε ότι αφορά το συστατικό στοιχείο ότι η ψευδής κατάθεση πρέπει να αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2025 αναφέρονται στην παράγραφο Β14.10, διάφορα παραδείγματα ως προς το πότε μία δήλωση μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης. Ειδικότερααναφέρονται μεταξύ άλλωντα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

'Material' means important or significant: something which matters. See Mallett [1978] 3 All ER 10, in which the Court of Appeal so construed the phrase 'false in a material particular', in a prosecution under the Theft Act 1968, s. 17(1), and Lancaster [2010] EWCA Crim 370 at B6.12Under the Perjury Act 1911, s. 1(6), the question of what is material is one of law (i.e. for the judge to decide). D must know of the falsity of the statement (or not believe in its truth) but need not know or believe it to be material (Millward [1985] QB 519).

 

The truth or falsity of D's statement need not be crucial to the outcome of the case. It would suffice, for example, if D's lies prevented the other side from pursuing a certain line of questioning which might have been material to an issue of credibility (Millward [1985] QB 519; and see also Baker [1895] 1 QB 797). A statement may also be material even though it ought strictly to have been excluded by the court or judge before whom it was made (Gibbon (1862) Le & Ca 109; cf. Philpotts (1851) 2 Den CC 302).

 

Clear examples of immaterial statements are hard to find amongst the reported cases. It was held in Tate (1871) 12 Cox CC 7 that it was not perjury for D to swear at X's trial for assault that he had seen X's wife commit adultery, because that would have been irrelevant to the question whether X had indeed committed the assault; but this decision has been doubted (Hewitt (1913) 9 Cr App R 192) and it has since been held that evidence is material if it may affect the likely penalty in criminal proceedings, even if it is immaterial to the question of liability (Wheeler [1917] 1 KB 283). A rare reported example of lies that were held to be immaterial is Sweet-Escott (1971) 55 Cr App R 316, where in committal proceedings D had denied having any previous convictions. He did have some; but these dated from over 20 years before, and it was held that they could not have made any difference to the outcome of the proceedings.”

 

47.   Περαιτέρωστο Σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading, Evidence and Practice 2020, σελ. 3009-3010, στην παράγραφο 28-144 κάτω από τον τίτλο «Materiality of statement» επισημαίνεται ότι:

 

“This issue is for the judge to decide viewing the statement objectively (R. v. Millward, 80 Cr.App.R.280, CA).”

 

“It is submitted, however, that the lie must be capable of influencing the tribunal. In Lavey (1850) 3 C. & K. 26, Lord Cambell CJ told that the defendant's lie, was material if it might have influenced a country court judge in his approach to her other evidence. In Sweet Escott (1971) 55 Cr. App. R. 316, Assizes, Lawton J held that a witness's false statement that he had no previous convictions was not material because the convictions were so old (20 years) that no reasonable tribunal could have taken an adverse view of his credit because of them.”

 

48.   Αναφορικά με το άρθρο 112 και την υποχρέωση  αναζήτησης, στην ουσία, ενισχυτικής μαρτυρίας ως προς το ψευδές οποιασδήποτε κατάθεσης για την οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι ψευδής στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2025, Β14.16 επισημαίνεται ότι δεν απαιτείται η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ως προς το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έκανε τη δήλωση ή τη γνώση του κατηγορούμενου κατά τον χρόνο που προβαίνει στη δήλωση και πως η ενισχυτική μαρτυρία μπορεί να λάβει τη μορφή έγγραφης μαρτυρίας η οποία μάλιστα μπορεί να προέρχεται από την πλευρά του Κατηγορούμενου.

 

49.   Ειδικότερα, αναφέρονται τα ακόλουθα με αναφορά στο άρθρο 13 του Perjury Act 1911 οι πρόνοιες του οποίου είναι σχεδόν ταυτόσημες με το άρθρο 112 του Ποινικού Κώδικα ((η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

“A person shall not be liable to be convicted of any offence against this Act, or of any offence declared by any other Act to be perjury or subornation of perjury, or to be punishable as perjury or subornation of perjury, solely upon the evidence of one witness as to the falsity of any statement alleged to be false.

This provision does not lay down any corroboration requirement as to the fact that D made the alleged statement, or as to D's knowledge or belief at the time (O'Connor [1980] Crim LR 43). If it is not being alleged that the statement was false (e.g., where it is alleged that neither D nor anyone else could have known whether it was true or not), then s. 13 has no application.

 

Where s. 13 does apply, its interpretation is troublesome. It does not expressly refer to 'corroboration' at all, and it was accordingly argued in Hamid (1979) 69 Cr App R 324 that, provided the prosecution case does not depend on a single witness as to falsity, the technicalities of the law relating to corroboration do not apply; but the Court of Appeal disagreed. It follows that a jury will need to be directed as to what other evidence might be capable of providing that corroboration, and the absence of any such direction will amount to a material irregularity. See also Rider (1986) 83 Cr App R 207, Carroll [1993] Crim LR 613 and Cooper [2010] EWCA Crim 979.

 

Although a single witness to falsity must be corroborated, this corroboration may take the form of documentary evidence, and may originate from D himself, as in Threlfall (1914) 10 Cr App R 112, where D had written a letter, parts of which appeared to be self-incriminating.

 

Where D is alleged to have confessed prior to the trial, the evidence of two witnesses to the confession has been held to be sufficient for the purposes of s. 13. It is not necessary that they should have witnessed confessions on separate occasions (Peach [1990] 2 All ER 966).

 

 

50.   Επιπρόσθετα, στον Archbold 2020, σελ. 3010 στην παράγραφο 28-146 επισημαίνονται και τα ακόλουθα σε σχέση με το ζήτημα αυτό (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

In Caroll (1994) 99 Cr. App. R. 381, CA, it was said that a judge is required in summing up to refer to s. 13 and the need for the jury to have before it the evidence which they accept of more than one witness; that is to say, either of one or more other witnesses or at least of some other supporting evidence by way of confession or otherwise, which supplements, that of a single witness.

 

This section means that falsity must be proved either by two witnesses, or by one witness and something else in addition: Threlfall (1914) 10 Cr. App. R. 112 at 117; Caroll, above. A letter or account written by the defendant contradicting his sworn evidence is sufficient: Mayhew (1834) 6 C. & P. 315 and see Threlfall above. However, the corroboration required by the section must be independent of the witness to be corroborated, and thus could not be supplied by a business record made by that witness where the witness was only able to testify to the falsity of the statement in issue by reference to the record: Cooper [2010] EWCA Crim 979; [2010] 2 Cr. App. R. 13.”

 

 

iii.           Άρθρο 44ΙΔ(1) του Νόμου – Ψευδείς παραστάσεις σε ένορκη δήλωση

 

51.   Το άρθρο 44ΙΔ εδάφιο (1) με πλαγιότιτλο «Ψευδείς παραστάσεις» προνοεί τα ακόλουθα:

«44ΙΔ.-(1) Οποιοδήποτε μέρος, το οποίο εν γνώσει του προβαίνει ή ενθαρρύνει τη δημιουργία ψευδών παραστάσεων σε οποιαδήποτε ένορκη δήλωση, την οποία παρουσιάζει στον ενυπόθηκο δανειστή ή στο Διευθυντή όταν του ζητηθεί ή σε σχέση με την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους είναι ένοχο αδικήματος, και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (€5.000) ευρώ ή/και στις δύο αυτές ποινές.»

52.   Από το περιεχόμενο της πιο πάνω διάταξης προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα ακόλουθα:

 

(α) Η ψευδής παράσταση σε ένορκη δήλωση ή ενθάρρυνση δημιουργίας ψευδών παραστάσεων σε ένορκη δήλωση,

(β)   Γνώση ότι η δήλωση είναι ψευδής ή ότι ενθαρρύνεται ψευδής παράσταση στην ένορκη δήλωση,

(γ)   Παρουσίαση της στον ενυπόθηκο δανειστή ή στον Διευθυντή του Κτηματολογίου (περιλαμβάνει κτηματολογικό λειτουργό) από το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην ή ενθαρρύνει την ψευδή παράσταση,

(δ)   Η ένορκη δήλωση να έχει σχέση με πώληση ενυπόθηκου ακινήτου.

 

iv.          Μέρος VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν. 9/1965), ως έχει τροποποιηθεί

 

53.   Σχετικό με την παρούσα υπόθεση είναι το Μέρος VIA του Νόμου με τίτλο «Πώληση Ενυπόθηκου Ακινήτου από τον Ενυπόθηκο Δανειστή» το οποίο προβλέπει τη διαδικασία εκποιήσεων από τον ενυπόθηκο δανειστή η οποία ξεκινά από την ημέρα κατά την οποία υπάρχει υπερημερία 120 ημερών (άρθρο 44Β) και την ειδοποίηση Τύπου Θ και ολοκληρώνεται με την μετεγγραφή του ακινήτου στο νέο ιδιοκτήτη και την διάθεση του προϊόντος της πώλησης.

 

54.   Προνοείται στο Μέρος VIA η διαδικασία αποστολής ειδοποιήσεων για τη σκοπούμενη πώληση (άρθρο 44Γ), η διαδικασία η οποία θα πρέπει να ακολουθηθεί για εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου (άρθρο 44Δ), η διαδικασία της πώλησης με πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου (άρθρο 44Ε, 44Ζ, 44 Η), η διαδικασία η οποία ακολουθείται για τη διάθεση του προϊόντος το οποίο εισπράχθηκε από τον πλειστηριασμό (44Ι), και η διαδικασία μετεγγραφής του ακινήτου στον νέο αγοραστή (άρθρο 44ΙΒ).

 

55.   Εν προκειμένω, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι προέβη σε ψευδή παράσταση / ψευδή όρκο στο πλαίσιο της διαδικασίας μετεγγραφής του ακινήτου. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το άρθρο 44ΙΒ με πλαγιότιτλο «μετεγγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου»:

«44ΙΒ. Μετά την ολοκλήρωση της πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου με τη διαδικασία πλειστηριασμού ή πώλησης ή αγοράς από τον ενυπόθηκο δανειστή, ο τελευταίος, εντός χρονικής περιόδου που δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία της ολοκλήρωσης της πώλησης, υποβάλλει αίτηση στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο για μετεγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου στο όνομα του αγοραστή και για το σκοπό αυτό προσκομίζει μαζί με την αίτηση στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο τα ακόλουθα έγγραφα:

(i) Ένορκη δήλωση του ενυπόθηκου δανειστή και/ή του δημοπράτη, με την οποία βεβαιώνεται η πιστή τήρηση των διατάξεων του παρόντος Μέρους. και

(ii) όλα τα αναγκαία έγγραφα και όλες τις βεβαιώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 18.»

56.   Στο άρθρο 18(3) του Νόμου παρατίθενται τα έγγραφα και βεβαιώσεις που θα πρέπει να κατατίθενται στο κτηματολόγιο για τη μετεγγραφή:

«18(3) Τα έτερα έγγραφα άτινα προσάγονται τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω καθ’ ον χρόνον διενεργείται η δήλωσις είναι τα ακόλουθα:

(α)   το πιστοποιητικόν εγγραφής του ακινήτου ούτινος σκοπείται η μεταβίβασις

(β)   επίσημοι αποδείξεις δεικνύουσαι ότι κατεβλήθησαν άπαντα τα δικαιώματα, τέλη και φόροι, οι πληρωτέοι κατά ή προ της ημερομηνίας καθ’ ην διενεργείται η δήλωσις περί το τοιούτον ακίνητον:  [....]

(γ)   βεβαίωση από τον Έφορο Φορολογίας ότι-

(i) ο φόρος που προκύπτει από τη διάθεση του ακινήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, έχει καταβληθεί ή η πληρωμή του έχει ανασταλεί ή δεν προκύπτει φόρος·

(ii) το τέλος, ίσο με ποσοστό ύψους 0,40% επί του τμήματος πώλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (Σύσταση, Σκοποί, Αρμοδιότητες και Άλλα Συναφή Θέματα) Νόμου, έχει καταβληθεί από τον πωλητή ή δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής τέλους·

(δ)   βεβαίωση του οικείου Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας ή της οικείας αρχής τοπικής διοίκησης, ανάλογα με την περίπτωση, ότι αναφορικά με το εν λόγω ακίνητο έχουν καταβληθεί τα τέλη και δικαιώματα υδατοπρομήθειας τα οποία επιβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) Νόμου ή των Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, καθώς και των σχετικών Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του περί Δήμων Νόμου και του περί Κοινοτήτων Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση.»

 

Δ. ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

57.      Οι εκατέρωθεν επί του θέματος θέσεις έχουν τύχει προσεκτικής μελέτης. Έχουν ληφθεί υπόψη τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος και διεξήλθα με ιδιαίτερη προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. 

 

58.      Αυτό το έπραξα υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών οι οποίες διέπουν το ζήτημα ως τέθηκαν στην ενότητα Γ της παρούσας απόφασης, ήτοι χωρίς να προβώ σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά κρίνοντας τα γεγονότα επί τη βάσει μιας αντικειμενικής θεώρησης και χωρίς να υπεισέλθω στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και στη βαρύτητα η οποία δύναται να αποδοθεί στη μαρτυρία τους. Αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να λαμβάνει χώρα στο τέλος της υπόθεσης και όχι σε αυτό το στάδιο.

 

59.      Θα ξεκινήσω την ανάλυση μου σε σχέση με την τρίτη κατηγορία.

 

Ι. Τρίτη Κατηγορία

 

60.      Εν πρώτοις, υπενθυμίζεται πως ένα εκ των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της τρίτης κατηγορίας είναι η παρουσίαση της ένορκης δήλωσης στον ενυπόθηκο δανειστή ή στον Διευθυντή του Κτηματολογίου (περιλαμβάνει κτηματολογικό λειτουργό) από το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην ή ενθαρρύνει την ψευδή παράσταση.

 

61.      Εν προκειμένω, δεν προσκομίστηκε καμία απολύτως μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος παρουσίασε την ένορκη δήλωση Τεκμήριο 2 στο Διευθυντή του Κτηματολογίου ή σε κτηματολογικό λειτουργό. Η αίτηση υποβλήθηκε από την Eurobank και υπογράφεται από δύο πρόσωπα τα οποία δεν κατονομάζονται.

 

62.      Αντιθέτως προσκομίστηκε μαρτυρία ότι δεν είναι ο Κατηγορούμενος ο οποίος υπέβαλε την αίτηση για μετεγγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου (Τεκμήριο 1). Συγκεκριμένα, ο ΜΚ1 ο οποίος παρουσίασε τα Τεκμήρια 1 και 2  ανέφερε ότι, πρώτον δεν γνωρίζει ποιος υπέβαλε την αίτηση και την ένορκη δήλωση και, δεύτερον, οι αριθμοί ταυτότητας των προσώπων τα οποία υπογράφουν την αίτηση για μετεγγραφή του Διαμερίσματος στο όνομα του αγοραστή είναι διαφορετικοί από τον αριθμό ταυτότητας που αναφέρεται στην ένορκη δήλωση.

 

63.      Κατά συνέπεια, κρίνω ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία σε σχέση με συστατικό στοιχείο του αδικήματος και δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση των Παραπονούμενων λόγω απουσίας μαρτυρίας εν σχέσει με συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

 

64.      Επιπρόσθετα, ο ΜΚ1 ανέφερε ξεκάθαρα ότι η αίτηση για μετεγγραφή πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις και επισυνάφθηκαν σε αυτήν όλα τα αναγκαία έγγραφα για τους σκοπούς της μεταβίβασης. Επομένως, όταν υποβλήθηκε η αίτηση για μετεγγραφή δεν υπήρχε καμία ψευδής παράσταση ούτε και παραπλάνηση του κτηματολογίου καθότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις και τέθηκαν όλα τα απαραίτητα για την μετεγγραφή έγγραφα.

 

65.      Ο ουσιώδης χρόνος, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο μπορεί να γίνει η ενθάρρυνση ψευδούς παράστασης, ή να λάβει χώρα η ψευδής παράσταση, είναι όταν παρουσιάζεται η ένορκη δήλωση στο διευθυντή του κτηματολογίου. Από τη στιγμή που ο ΜΚ1 ανέφερε ότι η αίτηση ήταν πλήρης όταν υποβλήθηκε και πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για την δημιουργία ψευδών παραστάσεων.

66.      Όσον αφορά την ενημέρωση για διάθεση του προϊόντος της πώλησης με βάση το άρθρο 44Ι του Νόμο,  δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταβίβαση του ενυπόθηκου ακινήτου επ᾽ ονόματι του αγοραστή. Αυτό εξάλλου το επιβεβαίωσε και ο ΜΚ1 κατά την αντεξέταση του.

 

67.      Το άρθρο 44ΙΔ το οποίο δημιουργεί το εν προκειμένω αδίκημα αφορά ένορκη δήλωση η οποία παρουσιάζεται είτε στον ενυπόθηκο δανειστή είτε στον διευθυντή του κτηματολογίου. Στην παρούσα περίπτωση αφορά ένορκη δήλωση η οποία παρουσιάστηκε στο διευθυντή του κτηματολογίου. Από τη στιγμή που το πως θα διαθέσει το προϊόν της πώλησης το οποίο εισπράχθηκε με πλειστηριασμό ο ενυπόθηκος δανειστής δεν αφορά το κτηματολόγιο και την διαδικασία μετεγγραφής, τότε το κατά πόσον τηρήθηκε ή όχι η διαδικασία του άρθρου 44Ι δεν εμπίπτει εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 44ΙΔ. Με άλλα λόγια δεν μπορεί να διαπραχθεί το αδίκημα με αυτόν τον τρόπο.

 

68.      Επομένως, εκτός από το ότι δεν υπάρχει μαρτυρία για ψευδή παράσταση κατά την παρουσίαση της ένορκης δήλωσης στον Διευθυντή του Κτηματολογίου, η μαρτυρία περί ψευδούς παράστασης είναι τόσο αντινομική και στερείται πειστικότητας σε βαθμό στον οποίο κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν καταδίκη του Κατηγορούμενου.

 

69.      Συνεπακόλουθα, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την τρίτη κατηγορία.

 

ΙΙ. Πρώτη Κατηγορία

 

70.      Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία υπενθυμίζω ότι το άρθρο 117 του ΠΚ εισαγάγει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ψευδορκίας και για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα θα πρέπει να αποδειχθεί ψευδής κατάθεση σε διαδικασία η οποία γίνεται εν γνώση του ψεύδους της και αφορά σε ουσιώδες ζήτημα το οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εγερθεί στη διαδικασία.

 

71.      Εν προκειμένω, δεν προσφέρθηκε μαρτυρία για το ότι ο Κατηγορούμενος προέβη σε ψευδή δήλωση στην ένορκη του δήλωση σε σχέση με ουσιώδες ζήτημα το οποίο είτε εκκρεμεί είτε πρόκειται να εγερθεί σε διαδικασία. Όταν ο Κατηγορούμενος προέβη στην ένορκη του δήλωση δεν δήλωσε οτιδήποτε σε σχέση με το ότι είχαν πληρωθεί τα τέλη, φόροι, δικαιώματα σε σχέση με το Διαμέρισμα ούτε και μπορούσε να δηλώσει κάτι τέτοιο.

 

72.      Θα προσπαθήσω να εξηγήσω το σκεπτικό μου: Στο Τεκμήριο 2  - την επίδικη ένορκη δήλωση -  ο Κατηγορούμενος βεβαιώνει πιστή τήρηση των διατάξεων του Μέρους VIA του Νόμου και ακολούθως αναφέρει τι διημείφθη στις 27.03.2024 όταν έλαβε χώρα ο πλειστηριασμός. Δεν επισυνάπτεται τίποτε στην ένορκη δήλωση ούτε και αναφέρει ότι έχουν πληρωθεί τα τέλη και φόροι ή ότι λήφθηκε βεβαίωση από τον έφορο φορολογίας για καταβολή των φόρων.

73.      Τα έγγραφα του άρθρου 18(3) είναι έγγραφα τα οποία υποβάλλονται στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο «μαζί με την αίτηση» για μετεγγραφή ως προνοείται στο άρθρο 44ΙΒ, όπως είναι και η ένορκη δήλωση για την βεβαίωση πιστής τήρησης των διατάξεων του Μέρους VIA. Τα έγγραφα και βεβαιώσεις δεν επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση που προνοείται στο άρθρο 44ΙΒ(i).

 

74.      Επομένως, όταν ο ενυπόθηκος δανειστής προβαίνει σε ένορκη δήλωση για «πιστή τήρηση των διατάξεων του παρόντος Μέρους», όπως σε αυτήν την οποία ορκίστηκε ο Κατηγορούμενος, δεν προβαίνει σε δήλωση ότι έχουν πληρωθεί τα τέλη και οι φόροι, δεδομένου του ότι οι βεβαιώσεις πληρωμής και απαλλαγή από φόρο προσκομίζονται με την αίτηση. «Με την αίτηση» προσκομίζεται και η ένορκη δήλωση και όχι το αντίθετο.

 

75.      Οι Παραπονούμενοι στην ουσία επιχειρούν να εξισώσουν την ένορκη δήλωση με την αίτηση για μετεγγραφή κάτι το οποίο δεν μπορεί να ευσταθεί με βάση το λεκτικό του άρθρου 44ΙΒ. Ούτε και η ένορκη δήλωση είναι το έγγραφο από το περιεχόμενο του οποίου το κτηματολόγιο διαπιστώνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την μεταβίβαση.

 

76.      Κατά συνέπεια, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι υπάρχει κάποια ψευδής δήλωση στο Τεκμήριο 2 για ουσιώδες ζήτημα. Αν διδόταν η ίδια μαρτυρία στο Δικαστήριο στις 16.04.2024 δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ούτε ότι ο Κατηγορούμενος ψεύδεται αλλά ούτε και ότι στις 16.04.2024, το κατά πόσον πληρώθηκαν τα τέλη και οι φόροι και εξασφαλίστηκαν οι απαραίτητες για την μετεγγραφή βεβαιώσεις είναι ουσιώδες ζήτημα. Ενδεχομένως οι βεβαιώσεις καταβολής των τελών και φόρων σε σχέση με το Διαμέρισμα να ήταν ένα ουσιώδες ζήτημα όταν υποβλήθηκε η αίτηση για την μετεγγραφή, υπό την έννοια ότι η προσκόμιση τους αποτελεί προϋπόθεση για τη διενέργεια της μεταβίβασης, όχι όμως πριν υποβληθεί η αίτηση για την μεταβίβαση / μετεγγραφή.

 

77.      Η δε μαρτυρία του ΜΚ1 κατά κάποιον τρόπο υποβάθμισε τη σημαντικότητα ή το ουσιώδες του να υπάρχουν στο φάκελο όλες οι βεβαιώσεις κατά την καταχώριση της αίτησης για μετεγγραφή με την αναφορά του ότι δίδεται εύλογη προθεσμία για την εξασφάλιση όλων εγγράφων μετά την υποβολή της αίτησης για μετεγγραφή. Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα περίπτωση όταν υποβλήθηκε η αίτηση, ο φάκελος ήταν πλήρης με όλα τα απαραίτητα έγγραφα και τηρούνταν οι προϋποθέσεις για την διενέργεια της μετεγγραφής του Διαμερίσματος. Αυτό το επιβεβαίωσε και ο ΜΚ1.

 

78.      Δεν δόθηκε μαρτυρία ότι εκείνη την ημέρα ήτοι στις 16.04.2024 όταν ο Κατηγορούμενος ορκίστηκε την ένορκη δήλωση Τεκμήριο 2 ήταν ουσιώδες το ζήτημα το ότι πληρώθηκαν τα τέλη και εξασφαλίστηκαν οι βεβαιώσεις και επαναλαμβάνω ότι δεν επισυνάπτεται οτιδήποτε στην ένορκη δήλωση επί τούτου. Στις 16.04.2024 δεν ετίθετο ζήτημα συμμόρφωσης με όλες τις προϋποθέσεις του Νόμου για την διενέργεια της μετεγγραφής δεδομένου του ότι δεν είχε υποβληθεί η αίτηση για την μετεγγραφή και η οποία υποβλήθηκε στις 22.05.2024 νομότυπα και με όλα τα απαραίτητα για την μετεγγραφή έγγραφα ως ο ίδιος ο ΜΚ1 παραδέχθηκε.

 

79.      Συνεπακόλουθα, την ημέρα που έγινε η ένορκη δήλωση δεν δηλώθηκε κάτι ψευδώς. Η διαδικασία στο Μέρος VIA περιλαμβάνει πάρα πολλά στάδια. Ήταν με βάση τη μαρτυρία του ΜΚ1 αποδεκτό το ότι έγινε προηγουμένως, δηλαδή πριν την υποβολή της αίτησης για την μετεγγραφή (η αίτηση έγινε στις 22.05.2024) η ένορκη δήλωση και ότι η αίτηση έφερε ημερομηνία 15.04.2025.

 

80.      Εν προκειμένω η ψευδής δήλωση αν γινόταν σε δικαστική διαδικασία ότι εκείνη την ημέρα δηλαδή πριν την καταχώριση της αίτησης για μετεγγραφή δεν υπήρχαν οι βεβαιώσεις καταβολής των φόρων και τελών δεν θα επηρεαζόταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο η διαδικασία καθότι δεν είχε υποβληθεί ακόμη η αίτηση για μετεγγραφή. Ακόμα και αν υπήρχε ψευδής δήλωση επί τω ότι έχουν πληρωθεί όλοι οι φόροι, την ημέρα που έγινε δεν ήταν ουσιώδες για ζήτημα που εκκρεμεί αφού δεν είχε υποβληθεί η αίτηση για μετεγγραφή. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο ΜΚ1 ανέφερε ότι καμία παραπλάνηση δεν υπήρξε.

 

81.      Όσον αφορά το γεγονός ότι η ειδοποίηση για την προτεινόμενη διάθεση του προϊόντος της πώλησης στάλθηκε μετά την υποβολή της αίτησης για μεταβίβαση, σημειώνω ότι η ένορκη δήλωση του Κατηγορούμενου έγινε για σκοπούς μετεγγραφής του Διαμερίσματος. Η  διαδικασία για διάθεση του προϊόντος μπορεί να προνοείται στο Μέρος VIA του Νόμου, ωστόσο είναι ανεξάρτητη διαδικασία και δεν σχετίζεται με την μετεγγραφή, υπό την έννοια ότι η μετεγγραφή μπορεί να προχωρήσει ανεξάρτητα από το κατά πόσον υπήρχε συμμόρφωση με το  άρθρο 44Ι του Νόμου. Η ειδοποίηση για διάθεση του προϊόντος της πώλησης δεν επηρεάζει τη διαδικασία μετεγγραφής και δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη μετεγγραφή.  

 

82.      Με δεδομένο το ότι το κατά πόσον είχε σταλθεί ή όχι η ειδοποίηση σε σχέση με τη  διάθεση προϊόντος δεν επηρεάζει τη διαδικασία μετεγγραφής, ακόμα και αν υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με τη διαδικασία για την ειδοποίηση διάθεσης προϊόντος (χωρίς βέβαια να προβαίνω σε οποιοδήποτε εύρημα επί τούτου), δεν μπορεί να αποτελέσει ψευδή δήλωση για ένα ουσιώδες ζήτημα σε σχέση με την διαδικασία μετεγγραφής. Εν ολίγοις, η διάθεση προϊόντος δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα ουσιώδες ζήτημα για την διαδικασία μετεγγραφής.

 

83.      Πέραν τούτου, όταν έγινε η ένορκη δήλωση Τεκμήριο 2 δεν είχε παρέλθει η προθεσμία που θέτει το άρθρο 44Ι, ήτοι η χρονική περίοδος 30 ημέρων από την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου για την ενημέρωση του ενυπόθηκου οφειλέτη για την προτεινόμενη διάθεση του προϊόντος της πώλησης. Επομένως, όταν ορκίστηκε την ένορκη δήλωση ο Κατηγορούμενος δεν μπορεί να ισχυριστεί λυσιτελώς ο Παραπονούμενος ότι η Eurobank δεν τήρησε τη διαδικασία του άρθρου 44Ι. Για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται, την ημέρα που ορκίστηκε την ένορκη δήλωση ο Κατηγορούμενος δεν μπορούσε να ορκιστεί ψευδώς σε σχέση με το ζήτημα της τήρησης της διαδικασίας  σε σχέση με την ειδοποίηση διάθεσης προϊόντος.

 

84.      Επομένως,  δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος ήτοι η ψευδής κατάθεση/βεβαίωση/δήλωση σε σχέση με οτιδήποτε ουσιώδες για κάποιο ζήτημα που αφορά τη διαδικασία και σε κάθε περίπτωση η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική και στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του Κατηγορούμενου.

 

85.      Ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την πρώτη κατηγορία.

 

86.      Πρέπει να αναφέρω ότι εν προκειμένω τίθεται και ζήτημα νομιμοποίησης των Παραπονούμενων στην έγερση της παρούσας δίωξης. Λόγω των όσων προαναφέρθηκαν και με βάση τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από τους Παραπονούμενους, μεταξύ άλλων ότι την ημερομηνία που έγινε η μετεγγραφή πληρούνταν όλες ανεξαιρέτως οι προϋποθέσεις για την μεταβίβαση, δεν προκύπτει άμεσος δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων των Παραπονούμενων ως αποτέλεσμα της διάπραξης ποινικού αδικήματος και επομένως θεωρώ ότι δεν νομιμοποιούνται να προωθούν την παρούσα ιδιωτική ποινική υπόθεση. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου σε σχέση με την μη στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν θα επεκταθώ επί του ζητήματος της μη νομιμοποίησης των Παραπονούμενων να προωθούν την υπόθεση λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.

 

Ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

87.      Συμπερασματικά, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει παρουσιάσει μαρτυρία τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως.[7] Δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής λόγω της απουσίας μαρτυρίας για  παράδοση της ένορκης δήλωσης στο κτηματολόγιο, λόγω απουσίας μαρτυρίας σε σχέση με το ψευδές της δήλωσης όταν αυτή έλαβε χώρα και σε σχέση με το ότι έγινε ψευδής δήλωση αναφορικά με κάτι το οποίο είναι ουσιώδες επί ζητήματος το οποίο εκκρεμούσε στη διαδικασία.

 

88.      Περαιτέρω, η μαρτυρία σε σχέση με τα προαναφερόμενα είναι τόσο αντινομική και στερείται πειστικότητας σε βαθμό κατά τον οποίο το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη του Κατηγορούμενου.

 

89.      Ως εκ τούτου, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει.

 

90.      Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, σημειώνεται ότι σε ποινικές υποθέσεις η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, στις οποίες, κατά κανόνα, ακολουθείται το αποτέλεσμα.[8]

 

91.      Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν υπάρχει αποχρών λόγος ώστε η διαταγή για τα έξοδα να μην ακολουθήσει το αποτέλεσμα. Επομένως, ασκώ τη διακριτική μου ευχέρεια με βάση τα άρθρα 167 – 169 του Κεφ. 155 και τον σχετικό διαδικαστικό κανονισμό[9] και επιδικάζω έξοδα υπέρ του Κατηγορούμενου και εναντίον των Παραπονούμενων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Υπ. ____________________

 

 Χ. Σατσιάς Προσ. Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ  



[2] ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9

[3] απόφαση Δικαστή Ναθαναήλ στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851

[4] ίδετε Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ.191, Mariano κ.ά. ν. Αστυνομίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ.808

[5] Perjury Act 1911, s.1 (1): If any person lawfully sworn as a witness or as an interpreter in a judicial proceeding wilfully makes a statement material in that proceeding, which he knows to be false or does not believe to be true, he shall be guilty of perjury, and shall, on conviction thereof on indictment, be liable to imprisonment for a term not exceeding seven years, or to a fine or to both imprisonment and fine.

6 Perjury Act 1911, s.13: a person shall not be liable to be convicted of any offence against this Act … solely upon the evidence of one witness as to the falsity of any statement alleged to be false.

[7] ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9

[8] Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 και Κ.Ο.Τ. ν. Χαραλάμπους (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 603

[9] ο περί Ιδιωτικών Ποινικών Υποθέσεων και Εφέσεων (Δικηγορική Αμοιβή) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2004 (3/2004)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο