OMEGA REAL ESTATE CYPRUS LTD ν. Ρ.Β. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 2201 / 2022, 27/6/2025
print
Τίτλος:
OMEGA REAL ESTATE CYPRUS LTD ν. Ρ.Β. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 2201 / 2022, 27/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Σατσιά, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 2201 / 2022

 

Μεταξύ:

OMEGA REAL ESTATE CYPRUS LTD

Παραπονούμενη

 

και

 

1.    Ρ.Β.

2.    Κ.I.

3.    K.Π.

 

Κατηγορούμενοι

 

Ημερομηνία: 27 Ιουνίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για τους Παραπονούμενους: κα Χ. Ματθαίου και κος Σ. Χατζησάββας

Για τους Κατηγορούμενους 2 και 3: κος Χ. Φλώρου με κα Κόμπου

 

Κατηγορούμενοι 2 και 3 παρόντες

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Εκ πρώτης όψεως

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.      Οι Κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν συνολικά τέσσερεις κατηγορίες οι οποίες αφορούν εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του άρθρου 305 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «ΠΚ»), συνωμοσία για διάπραξη πλημμελήματος κατά παράβαση του άρθρου 372 του ΠΚ και συνωμοσία για καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του ΠΚ.

 

2.      Σημειώνω ότι το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 27.03.2025 αποφάσισε όπως η υπόθεση εκδικαστεί στην απουσία της Κατηγορούμενης 1.

 

3.      Με βάση τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών τις οποίες αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι, αυτοί εξασφάλισαν προς όφελος τους εγγραφή, δηλαδή μεταβίβασαν ένα ακίνητο του οποίου ιδιοκτήτρια ήταν η Κατηγορούμενη 1 στους Κατηγορούμενους 2 και 3 (εφεξής «Ακίνητο»), δηλώνοντας ψευδώς κατά την πράξη της μεταβίβασης ότι δεν υπήρχε κτηματομεσιτικό γραφείο το οποίο πρόσφερε υπηρεσίες στο πλαίσιο της εν λόγω μεταβίβασης. Στην πραγματικότητα, ήταν η Παραπονούμενη η οποία είχε εξεύρει τους Κατηγορούμενους 2 και 3 ως αγοραστές αφού πρώτα είχε δημοσιεύσει σχετική αγγελία.

4.      Περαιτέρω, σε σχέση με τις κατηγορίες για συνωμοσία για διάπραξη πλημμελήματος και καταδολίευσης, αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος ότι οι Κατηγορούμενοι συνωμότησαν να εξασφαλίσουν προς όφελος τους την εγγραφή και την άδεια για μεταβίβαση του Ακινήτου προς καταδολίευση της Παραπονούμενης και του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας με το να δηλώσουν ότι στη μεταβίβαση δεν υπήρχαν υπηρεσίες κτηματομεσίτη.

 

5.      Αφού η Κατηγορούσα Αρχή ολοκλήρωσε την παρουσίαση της μαρτυρίας της, ο συνήγορος των Κατηγορούμενων 2 και 3 υπέβαλε εισήγηση με βάση το άρθρο 74(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως έχει τροποποιηθεί, ότι δεν αποδείχθηκε εξ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους επαρκώς, ώστε να υποχρεώνονται να προβάλουν την υπεράσπιση τους. 

 

Β. ΜΑΡΤΥΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΑΧΘΗΚΕ

 

6.      Προς απόδειξη της υπόθεσης του Παραπονούμενου κατέθεσαν δύο μάρτυρες, ήτοι οι κυρίες Λ.Λ., Κτηματολογική Λειτουργός στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας (ΜΚ1) και Μ.Γ., βοηθός κτηματομεσίτρια στην Παραπονούμενη εταιρεία.

 

7.      Η πλήρης μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας και δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω σε αυτό το σημείο. Το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε μέχρι στιγμής έχει τύχει προσεκτικής μελέτης και το έχω υπόψιν μου. Θα επικεντρωθώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα.

 

i.             ΜΚ1 Λ.Λ.

 

8.      Η ΜΚ1 είναι κτηματολογική λειτουργός στον κλάδο μεταβιβάσεων και υποθηκών στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι κατά την μεταβίβαση του Ακινήτου στις 12.08.2022 παρουσιάστηκε, εκ μέρους της ιδιοκτήτριας Κατηγορούμενης 1, ο Χ[...] Β[...] (εφεξής «ΧΒ») ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της και οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 ως οι αγοραστές. Κατέθεσε ως δέσμη τα έγγραφα της μεταβίβασης (Τεκμήριο 1) τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη δήλωση μεταβίβασης ακινήτου (Τύπος Ν. 270), απόδειξη είσπραξης για τη μεταβίβαση, το συμπληρωμένο Έντυπο Ν. 313, τη βεβαίωση εξόφλησης των φόρων και τελών και το πληρεξούσιο έγγραφο προς τον ΧΒ.

 

9.      Σημειώνω ότι στη δεύτερη σελίδα του Τύπου Ν. 270 υπάρχει σφραγίδα με την εξής δήλωση: «Δηλώνουμε ότι για τη συναλλαγή δεν υπήρξε μεσολάβηση κτηματομεσίτη ...». Η δήλωση υπογράφεται από τους Κατηγορούμενους 2 και 3 και τον ΧΒ. Η ΜΚ1 ανέφερε ότι με βάση τη σφραγίδα δεν υπήρχε κτηματομεσίτης ο οποίος μεσολάβησε για τη διενέργεια της συναλλαγής.

 

 

10.   Κατά την αντεξέταση της επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε κατατεθειμένο πωλητήριο έγγραφο. Επίσης διευκρίνισε ότι το κτηματολόγιο κατά τη μεταβίβαση δεν εξετάζει αν υπάρχει έγκυρη συμφωνία μεσολάβησης με κτηματομεσίτη. Ακόμα και αν τα μέρη δηλώσουν ότι υπήρχε κτηματομεσίτης η μάρτυρας απάντησε ως εξής: «Δεν ζητούμε κάτι, απλώς συμπληρώνουμε εδώ στο έντυπο τα στοιχεία του κτηματομεσίτη, αριθμό μητρώου και το ποσό της προμήθειας και τη διεύθυνση του».  Επιπρόσθετα, διευκρίνισε ότι δεν ζητούν να παρουσιαστεί άδεια κτηματομεσίτη.

 

ii.            ΜΚ2 – Μ.Γ.

 

11.   Η ΜΚ2 υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής της δήλωσης ως μέρος της κυρίως εξέτασης της (Έγγραφο Α).  Είναι βοηθός κτηματομεσίτρια και εργάζεται στην Παραπονούμενη η οποία κατέχει άδεια κτηματομεσίτη. Ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη 1 ήταν η ιδιοκτήτρια του Ακινήτου και οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 ενδιαφέρθηκαν για να το αγοράσουν.

 

12.   Τον Οκτώβριο του 2021 είδε ότι το Ακίνητο ήταν προς πώληση και επικοινώνησε με τον ΧΒ ο οποίος βοηθούσε την αδελφή του, Κατηγορούμενη 1, με την πώληση του Ακινήτου καθότι αυτή ήταν μόνιμη κάτοικος Ιταλίας. Η ΜΚ2 προχώρησε με ανάρτηση αγγελίας για την πώληση του Ακινήτου στην ιστοσελίδα της Παραπονούμενης. Τις πληροφορίες σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του Ακινήτου τις έδωσε στην ΜΚ2 ο ΧΒ.

 

13.   Οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 ήταν και οι ίδιοι πελάτες της Παραπονούμενης καθότι είχαν αναθέσει στην Παραπονούμενη να εξεύρει αγοραστή για ένα ακίνητο στην κατοχή τους (το οποίο διευκρινίστηκε ότι εν τέλει ανήκει στην μητέρα της Κατηγορούμενης 3).

 

14.   Σημειώνω ότι κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι η συμφωνία της μεσολάβησης με την Κατηγορούμενη 1 δεν είχε προσυμφωνημένη διάρκεια. Στην ουσία, ανέφερε, συνεχίζει η διάρκεια της μέχρι την επίτευξη πώλησης. Επίσης, απάντησε σε σχετική ερώτηση ότι δεν ήταν αποκλειστική η συμφωνία μεταξύ της Παραπονούμενης και της Κατηγορούμενης 1 υπό την έννοια ότι είχε ανατεθεί η εξεύρεση αγοραστή και σε άλλους κτηματομεσίτες.  

 

15.   Διευκρίνισε ότι δεν υπήρχε γραπτή συμφωνία μεταξύ της Παραπονούμενης και της Κατηγορούμενης 1 παρά μόνο προφορική. Επίσης, δεν τις υπέδειξε ο ΧΒ οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από την Κατηγορούμενη 1 που του επέτρεπε να συμβληθεί εκ μέρους της με την Παραπονούμενη.

 

16.   Αναφέρει ότι ήταν η ίδια η οποία έκανε τη γνωριμία μεταξύ των Κατηγορούμενων και εν τέλει επιτεύχθηκε η πώληση του Ακινήτου και η μεταβίβαση του στους Κατηγορούμενους 2 και 3.  Τον Φεβρουάριο του 2022 οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 προέβησαν σε κράτηση του Ακινήτου καταβάλλοντας μέσω της Παραπονούμενης ποσό €3.000. Απόδειξη κατατέθηκε ως Τεκμήριο 7 η οποία φαίνεται να ακυρώθηκε στις 05.05.2022, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε η ΜΚ2 κατά την αντεξέταση της.

 

17.   Τον Απρίλιο του 2022 η Κατηγορούμενη 1 επέστρεψε στην Κύπρο και ήταν, κατά την ΜΚ2, πιεστική και απαιτητική θέλοντας να ολοκληρωθεί η πώληση το συντομότερο. Η ΜΚ2 ετοίμασε σχετικό προσχέδιο πωλητηρίου εγγράφου και το απέστειλε στα μέρη.

 

18.   Την επόμενη μέρα, ήτοι στις 30.04.2022 η Κατηγορούμενη 1 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην ΜΚ2 αναφέροντας ότι η πρόταση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και θεωρεί ότι η οποιαδήποτε προφορική συμφωνία υπάρχει μεταξύ της ΜΚ2 και του ΧΒ άκυρη. Την ενημέρωσε ότι υπάρχουν άλλα πρόσωπα που ενδιαφέρονται για το Ακίνητο και αποφάσισε να προχωρήσει με έναν εξ αυτών (Τεκμήριο 8). Η ΜΚ2 ακολούθως ενημέρωσε τους Κατηγορούμενους 2 και 3 σε σχέση με τα όσα της ανέφερε η Κατηγορούμενη 1.

 

19.   Η ΜΚ2 τον Αύγουστο ενημερώθηκε από τον Κατηγορούμενο 3 ότι οι Κατηγορούμενοι είχαν προχωρήσει στη μεταβίβαση του Ακινήτου. Αναφέρει ότι προέβησαν σε ψευδή δήλωση ότι δεν υπήρχε μεσολάβηση μεσίτη ενώ, κατά την θέση της, αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

20.   Η Παραπονούμενη, κατά την ΜΚ2, προσβλήθηκε από την προαναφερόμενη συμπεριφορά των Κατηγορούμενων και δια μέσου της ΜΚ2 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην Κατηγορούμενη 1 εκφράζοντας το παράπονο της (Τεκμήριο 12). Επέστησε την προσοχή της Κατηγορούμενης 1 στο ότι είχε διαπράξει αδίκημα. Θεωρεί ότι οι Κατηγορούμενοι συνωμότησαν για να καταδολιεύσουν την Παραπονούμενη και αναφέρει πως αυτό είναι πασιφανές.

 

21.   Κατά την αντεξέταση της από το συνήγορο των Κατηγορούμενων 2 και 3 ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι με τους Κατηγορούμενους 2 και 3 δεν είχε καμία συμφωνία, ωστόσο επίσης ανέφερε πως σε περίπτωση που το Ακίνητο πωλείτο, η αμοιβή της Παραπονούμενης θα έπρεπε να καταβληθεί και από τα δύο μέρη. Διευκρίνισε, περαιτέρω, ότι δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία προς τούτο, παρά μόνο προφορική. Στις 15.10.21 συμφώνησε με τον ΧΒ ότι την αμοιβή της Παραπονούμενης θα την πλήρωνε η ιδιοκτήτρια.

 

22.   Το ποσό των €3.000  το οποίο πληρώθηκε από τους Κατηγορούμενους 2 και 3 για την κράτηση του Ακινήτου είχε επιστραφεί στις 05.05.2022 επειδή ακυρώθηκε η πώληση. Πάνω στο Τεκμήριο 7 έχει τεθεί διαγώνια γραμμή με την ένδειξη  “cancelled”.

 

23.   Η ΜΚ2 επανέλαβε ότι ακυρώθηκε η συμφωνία για την πώληση του Ακινήτου από την Κατηγορούμενη 1 στις 30.04.2022 επειδή υποτίθεται, ως ανέφερε, βρήκε άλλους αγοραστές. Η Κατηγορούμενη 1 ακύρωσε τη συμφωνία τους τον Απρίλιο του 2022 και οι υπηρεσίες της Παραπονούμενης παρέχονταν μέχρι την ακύρωση. Αναγνώρισε το ηλεκτρονικό μήνυμα στο Τεκμήριο 14 το οποίο της έστειλε η Κατηγορούμενη 1 ως απάντηση και με το οποίο επιβεβαιώνει ότι ο ΧΒ δεν χειρίζεται πια την υπόθεση και ευχαριστεί την ΜΚ2 για το ενδιαφέρον της αλλά θα προχωρήσει «ανεξάρτητα».

 

24.   Η ΜΚ2 απάντησε ευθαρσώς ότι τον Απρίλιο του 2022 δεν υλοποιήθηκε η πώληση του Ακινήτου και ακυρώθηκε. Ισχυρίστηκε ότι υλοποιήθηκε παράνομα σε μεταγενέστερο στάδιο ήτοι τον Αύγουστο του 2022. Δήλωσε ότι μετά την ακύρωση της συμφωνίας τον Απρίλιο του 2022 δεν παρείχε οποιαδήποτε υπηρεσία στους Κατηγορούμενους. Δεν εξέφρασε οποιοδήποτε παράπονο στην Κατηγορούμενη 1 όταν ακύρωσε την πώληση καθότι δεν είχαν αποκλειστική συμφωνία και γνώριζε ότι η Κατηγορούμενη 1 είχε αναθέσει την εξεύρεση αγοραστή για το Ακίνητο και σε άλλους κτηματομεσίτες. Εξέφρασε μόνο την ανησυχία της σε σχέση με το κατά πόσον η πρόταση την οποία έλαβε από άλλους αγοραστές ήταν έγκυρη.

 

25.   Σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι έχει παράπονο και από τους Κατηγορούμενους 2 και 3, ωστόσο παραδέχτηκε ότι δεν το αναφέρει στο Τεκμήριο 13. Υποβλήθηκε πως ενόψει τούτου δεν φαίνεται να έχει κανένα παράπονο από τους Κατηγορούμενους 2 και 3. Η ΜΚ2 επέμεινε ότι μετέβησαν και οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 στο κτηματολόγιο και έκαναν ψευδή δήλωση και επομένως έχει παράπονο εναντίον τους καθότι παρανόμησαν και τα δύο μέρη.

 

26.   Υποβλήθηκε πως αν υπήρχε συμφωνία με τους Κατηγορούμενους 2 και 3 θα το ανέφερε τόσο στο Τεκμήριο 12 τόσο και στο Τεκμήριο 13 και ειδικότερα στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο. Η ΜΚ2 παραδέχθηκε ότι δεν αναφέρει τίποτε για συμφωνία με τους Κατηγορούμενους 2 και 3 η Έκθεση Απαίτησης αλλά οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 επωφελήθηκαν καθότι δεν πλήρωσαν ένα μεγάλο ποσό στην Παραπονούμενη. Σημειώνω ότι στην Έκθεση Απαίτησης αναφέρεται πως ήταν η Κατηγορούμενη 1 που ανέθεσε στην Παραπονούμενη την πώληση του Ακινήτου. Σε σχέση με τους Κατηγορούμενους 2 και 3 δεν αναφέρει ότι υπήρξε κάποια συμφωνία μεσολάβησης ή για να ενεργήσει εκ μέρους τους.

 

27.   Σε υποβολή ότι κατά το χρόνο που έγινε η μεταβίβαση  του Ακινήτου ότι δεν ενεργούσε η Παραπονούμενη ως κτηματομεσίτης στη συναλλαγή,  η ΜΚ2 συμφώνησε και απάντησε ότι σε σχέση με το συγκεκριμένο Ακίνητο δεν είχε κάποια σχέση. Επανέλαβε ότι δεν ενεργούσε ως κτηματομεσίτης στο πλαίσιο της συναλλαγής.

 

 

 

 

 

 

Γ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

i.              ΑΡΧΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ

 

28.   Σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.155), ως έχει τροποποιηθεί, μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος δύναται να υποβάλει ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, κατά τρόπο επαρκή ώστε να υποχρεούται να προβάλει την υπεράσπιση του. Εάν το Δικαστήριο αποδεχθεί την εισήγηση, αθωώνει τον κατηγορούμενο.

 

29.   Όπως είναι νομολογικά καθιερωμένο, το να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία, δικαιολογείται μόνο ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η μαρτυρία ορώμενη εξ όψεως και όχι σε βάθος εγείρει θέμα ενοχής του κατηγορούμενου. Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.[1] 

 

30.   Το βάρος απόδειξης στους ώμους της κατηγορούσας αρχής σε αυτό το στάδιο είναι διαφορετικό σε σύγκριση με το βάρος απόδειξης με το οποίο επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης. Είναι αρκετό να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως. Η εύλογη υποψία δεν εξομοιώνεται με μαρτυρία και συνεπώς η έννοια αυτή δεν εξισώνεται με εκ πρώτης όψεως υπόθεση.[2]

 

31.   Το στάδιο του εκ πρώτης όψεως αποτελεί θεμελιώδες στάδιο της ποινικής δίκης το οποίο προστατεύει τον κατηγορούμενο από τη συνέχιση της δίκης ασκόπως ή για λόγους που δεν άπτονται ή δεν αφορούν την καθαυτή και καλώς νοούμενη απονομή της δικαιοσύνης. Αν η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή εκτιμώμενη στο απόγειο της δεν στοιχειοθετεί ή θεμελιώνει ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή είναι αντινομική και εγγενώς συγκρουόμενη μεταξύ της, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα άφηνε την υπόθεση να προχωρήσει, τότε ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό. [3]

 

32.   Ο κατηγορούμενος πρέπει να κληθεί σε απολογία μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η κατηγορούσα αρχή έχει παρουσιάσει μαρτυρία αρκετά ισχυρή στην ουσία της που να καθιστά την καταδίκη του κατηγορούμενου μια πραγματική δυνατότητα, αν δεν δοθεί από αυτόν κάποια εξήγηση, αλλιώς ο κατηγορούμενος θα κληθεί όχι για να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να διορθώσει τις ατέλειες που υπάρχουν στη μαρτυρία που δόθηκε από την κατηγορούσα αρχή.

 

33.   Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, αναλύθηκε με πληρότητα ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» με αναφορά στο Practice Note (Justices: Submission of no case to answer) [1962] 1 All ER 448.  Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

«To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

 

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

 

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. [...]

 

 Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία [...] οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

 

Η συνταύτιση του έργου του κριτή του δικαίου και των γεγονότων στο πρόσωπο του δικαστή στην Κύπρο, δεν μεταβάλλει το πλαίσιο καθορισμού της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφαση του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»

 

 

34.      Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851 (απόφαση πλειοψηφίας της Ολομέλειας) το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε τα εξής όσον αφορά τις αρχές οι οποίες διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως:

 

«Επακριβέστερη διατύπωση των αρχών βρίσκεται στην R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060 (σελ. 1062), η οποία συνιστά και την κλασσική θέση τους:

 

«How then should be judge approach a submission of ´no case´? (1) If there is no evidence that the crime alleged has been committed by the defendant, there is no difficulty. The judge will of course stop the case. (2) The difficulty arises where there is some evidence but it is of a tenuous character, for example because of inherent weakness or vagueness or because it is inconsistent with other evidence. (a) Where the judge comes to the conclusion that the prosecution evidence, taken at its highest, is such that a jury properly directed could not properly convict upon it, it is his duty, upon a submission being made, to stop the case. (b) Where however the prosecution evidence is such that its strength or weakness depends on the view to be taken of a witness´s reliability, or other matters which are generally speaking within the province of the jury and where on one possible view of the facts there is evidence upon which a jury could properly come to the conclusion that the defendant is guilty, then the judge should allow the matter to be tried by the jury.»

 

Η υιοθέτηση της Galbraith στην Κυπριακή νομολογία (Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191) την καθιστά και εδώ την κατ' εξοχή καθοδηγητική αυθεντία. Να τονίσουμε τα λεχθέντα στη Χριστοδούλου (σ. 145): [...]

 

Και τα λεχθέντα στην Παναγιώτου (σ. 196):

 

«Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.»

 

35.      Παρατίθεται επίσης απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 ΑΑΔ 82 σε σχέση  με το ορθό κριτήριο στον στάδιο του εκ πρώτης όψεως:

 

«Όπως επίσης και εσφαλμένα καθοδήγησε τον εαυτό του ότι στο στάδιο εκείνο έπρεπε να ικανοποιηθεί "ότι τα γεγονότα είναι τέτοια που να μην συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμβιβασμό, εκτός από το συμπέρασμα της ενοχής του κατηγορουμένου". Το ορθό κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αν αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορουμένου εις το στάδιο που κλείει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά κατά πόσο σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση, το Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας.»

 

36.      Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τη σχετική νομολογία αποτελεί συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, ενόψει της συνέχισης της δίκης.[4]  

 

ii.         ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΜΕ ΨΕΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

 

37.      Το αδίκημα της εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις προνοείται στο άρθρο 305 του ΠΚ το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

  

«Όποιος εσκεμμένα εξασφαλίζει ή αποπειράται να εξασφαλίσει για τον εαυτό του ή άλλον, εγγραφή, άδεια ή πιστοποιητικό δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»

38.   Με βάση το λεκτικό του άρθρου 305 τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα ακόλουθα:

(α) η εξασφάλιση ή απόπειρα εξασφάλισης εγγραφής, άδειας ή πιστοποιητικού,

(β) με ψευδή παράσταση,

(γ) να υπάρχει πρόθεση να εξασφαλιστεί η εγγραφή με ψευδή παράσταση – δηλαδή να γίνεται εσκεμμένα.

 

39.      Η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εξασφάλισης εγγραφής με ψευδή παράσταση προϋποθέτει κατά πρώτον την ύπαρξη «ψευδούς παράστασης». Ο όρος ψευδής παράσταση ορίζεται στο άρθρο 297 του ΠΚ το οποίο προνοεί:

 

«Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή».

 

40.      Αντλήθηκε καθοδήγηση, μεταξύ άλλων, από το σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence & Practice, 36th edition, 1966, παράγραφοι 1935 – 1970 ως προς την έννοια της ψευδούς παράστασης.

 

 

 

Ψευδής παράσταση & πως μπορεί να γίνει

 

41.      Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος ως υφιστάμενου, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται.[5]

 

42.      Δεν είναι απαραίτητο όπως η ψευδής παράσταση γίνεται με λόγια αλλά η συμπεριφορά και οι πράξεις του δράστη, χωρίς οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή παράσταση, αρκούν.[6]

 

43.      Ένα παράδειγμα ψευδούς παράστασης με συμπεριφορά είναι η R v. Barnard (1837) 7 C&P 784 στην οποία τέθηκε ως obiter dictum ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος έπεισε ένα καταστηματάρχη να του πωλήσει εμπορεύματα επί πιστώσει αφού προέβη σε παράσταση ότι είναι φοιτητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης (με λόγια και κατά τρόπο ρητό), θα κρινόταν ένοχος ακόμη και αν δεν προέβαινε σε παράσταση με λόγια, επειδή κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτο ενδεδυμένος με τη χαρακτηριστική τήβεννο και το καπέλο το οποίο φορούσαν οι φοιτητές της Οξφόρδης τον τότε καιρό.[7]

 

44.      Στο σύγγραμμα Archbold 36th ed. στη σελ. 715, αναφέρεται ότι η ψευδής παράσταση, μπορεί να γίνει με λέξεις αλλά ακόμη και με συμπεριφορά. Είναι επιπλέον σαφές ότι οι ψευδείς παραστάσεις θα πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια στις λεπτομέρειες της κάθε κατηγορίας.

 

45.      Μια δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός, είτε γίνεται προφορικά, είτε γραπτά, δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη, αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του νόμου το γεγονός ότι η δήλωση εύλογα και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο με τον οποίο έγινε.

 

46.      Είναι, όμως, αναγκαίο όπως ο δράστης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής και να έχει την πρόθεση ο παραπονούμενος να προσδώσει σε αυτή τη δήλωση το νόημα που υποστηρίζει τις παραστάσεις για τις οποίες κατηγορείται.[8]  

 

47.      Μια παράσταση ότι ο κατηγορούμενος θα προβεί σε μια πράξη στο μέλλον δεν θεωρείται ψευδής παράσταση. Ούτε και η έκφραση άποψης (opinion, untrue praise) μπορεί να θεωρηθεί ως ψευδής παράσταση.  Ωστόσο, μια παράσταση η οποία εμπεριέχει ψευδή δήλωση σε σχέση με το παρόν σε συνάρτηση με παράσταση για μελλοντική συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί ψευδείς παράσταση εν τη εννοία του αρ. 297. Παραπέμπω στον Archbold, σελ. 711, παρ. 1949 όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

False pretence as to existing fact, coupled with promise, sufficient. Where the statement consists partly of a fraudulent misrepresentation of an existing fact and partly of a promise to do something in future- as the prisoner had bought certain skins and would sell them to the prosecutor- this is a sufficient false pretence within the Act: R v West, Dears. & B. 575…”.

 

Το ψευδές της παράστασης

 

48.      Θα πρέπει επίσης να αποδειχθεί ότι οι παραστάσεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν όντως ψευδείς ή θα πρέπει οι ισχυρισμοί που φανερώνουν το ψευδές της παράστασης να αποδειχθούν καίτοι δεν φαίνεται ότι είναι αναγκαίο να αποδεικνύονται όλοι στο βαθμό που αυτοί οι οποίοι αποδεικνύονται είναι αρκετοί για να δείξουν το ψευδές της ουσίας των παραστάσεων.

 

49.      Στην Κύπρος Κυπριανού ν. ΑστυνομίαςΠοιν. Έφεση 318/2015, ECLI:CY:AD:2017:B285, 07.09.2017, το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας απόσπασμα από την Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 παρατήρησε ότι:

 

«Μια παράσταση είναι ψευδής, όταν η παρουσίαση γεγονότος του παρελθόντος ή του παρόντος γίνεται με σκοπό την παράσταση του ως υπαρκτού, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Η έκφραση γνώμης ή υπόσχεση ή παράσταση ως προς την εκπλήρωση μια πράξης στο μέλλον, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της ψευδούς παράστασης. Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής». 

 

50.      Επιπλέον, ως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Ιωάννου Μαργαρίτα κ.ά ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 417 και προηγουμένως στην Ευθυμίου (ανωτέρω),  η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση». Το ψευδές της παράστασης ανάγεται στην ίδια την εξαρχής πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις τις οποίες έδωσε.

 

 

 

 

 

 

Γνώση του προσώπου που προβαίνει στην παράσταση

 

51.      Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής.[9] Στο σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2015, αναφέρονται στη σελίδα 2313 τα ακόλουθα:

 

«The representation must be untrue or misleading. There is no express requirement of materiality in this respect in which it is untrue or misleading, either objectively or subjectively to the defendant».

 

 Και στη σελίδα 2314:

 

«The definition of "false" incorporated the requirement that the person making the representation knows that the representation is, or might be untrue or misleading. It is the defendant's actual knowledge that matters, not what he ought to have known, or what a reasonable person would have known».

 

52.      Δηλαδή αυτό το οποίο έχει σημασία είναι το κατά πόσον ο κατηγορούμενος στην πραγματικότητα γνωρίζει ότι η παράσταση είναι ή ενδέχεται να είναι αναληθής ή ψευδής και όχι το κατά πόσον όφειλε να γνωρίζει ή εάν ο μέσος λογικός άνθρωπος θα γνώριζε ότι η παράσταση είναι ψευδής.

 

Εσκεμμένα

 

53.      Όπως η πρόθεση της καταδολίευσης του άρθρου 298 του ΠΚ,  ή ο σκοπός της καταδολίευσης, κατά κανόνα τεκμαίρεται μέσα από τα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης, έτσι και το κατά πόσον έγινε εσκεμμένα η ψευδής παράσταση στο πλαίσιο του άρθρου 305 του ΠΚ, πρέπει να κριθεί στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης.

 

54.      Αναφορικά με το στοιχείο της πρόθεσης ή του σκοπού καταδολίευσης, επειδή αυτό δεν είναι πάντοτε δεκτικό θετικής και άμεσης μαρτυρίας, εφόσον ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία ενός προσώπου, μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που την αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Όπως αναφέρεται στον Archbold, παρ. 1961, η πρόθεση καταδολίευσης σε πολλές περιπτώσεις εξυπακούεται από τα γεγονότα: “ ... in many cases it may be inferred from the facts of the case … Where money is obtained by pretences that are, prima facie, false there is an intent to defraud … And prima facie everyone must be taken to intend the consequences of his acts…”

55.      Ωστόσο, αναφέρεται επίσης στην παράγραφο 1961, σελ. 717 στον Archbold : “But unless the intent is clear from the facts, the jury should be directed on the point, and told that an important element in the case is an intent to defraud”.

 

56.      Η πρόθεση / σκοπός καταδολίευσης κατά κανόνα τεκμαίρεται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.  Όπου η κατηγορούσα αρχή αποδεικνύει την ψευδή παράσταση και τη γνώση του κατηγορούμενου περί του ψεύδους, αυτό αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία της πρόθεσης καταδολίευσης, αλλά δεν είναι αρκετό αν τα γεγονότα δείχνουν ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση.[10] Αν όμως η ψευδής παράσταση έγινε με ειλικρινή πεποίθηση ότι ήταν αληθινή, τότε αυτό δείχνει την έλλειψη της ύπαρξης πρόθεσης καταδολίευσης.

 

57.      Έτσι και στην περίπτωση του άρθρου 305 η «εσκεμμένη» εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παράστασης εμπεριέχει το στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης – intention to defraud.

 

58.      Περαιτέρω, σε ότι αφορά το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης με βάση τη σχετική αγγλική νομολογία, όπως αποκρυσταλλώθηκε στην υπόθεση Welham v. D.P.P. (1961) A.C.103, H.L. «πρόθεση καταδολίευσης» (intent to defraud) σημαίνει πρόθεση πρόκλησης ή κίνδυνο πρόκλησης βλάβης σε ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα εξαπάτησης. Στη Welham (ανωτέρω) αποσαφηνίσθηκε ότι η πρόθεση καταδολίευσης δεν περιορίζεται στην πρόκληση ή στον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημιάς στο θύμα της απάτης, αλλά καλύπτει γενικά και οποιαδήποτε άλλη βλάβη στο θύμα, έστω και αν αυτή δεν είναι χρηματικής ή οικονομικής φύσεως (it extends generally to the purpose of fraud and deceit). Ο όρος πρόθεση καταδολίευσης (intent to defraud) αναλύεται επίσης στην Ioannou v. The Police (1985) 2 C.L.R. 14, όπου επιδοκιμάσθηκε η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου με αναφορά, μεταξύ άλλων αποφάσεων, και στη Welham (ανωτέρω). 

 

59.      Γίνεται παραπομπή στην Welham  και στην απόφαση του Λόρδου Denning με την οποία συμφώνησαν τα υπόλοιπα μέλη της Βουλής των Λόρδων και παρατίθεται, μεταξύ άλλων, το ακόλουθο απόσπασμα:

 

Put shortly, 'with intent to defraud' means, 'with intent to practise a fraud' on someone or other. It need not be anyone in particular someone in general will suffice. If anyone may be prejudiced in any way by the fraud, that is enough".

 

60.      Σε σχέση με την πρόθεση καταδολίευσης παραπέμπω επίσης και στην Georghiou v Republic (1984) 2 CLR 65, όπου επίσης γίνεται παραπομπή στην Welham.

 

61.      Στο σύγγραμμα Archbold 2015 criminal pleadingevidence and practice αναφέρονται και τα ακόλουθα σε σχέση με την έννοια του όρου «πρόθεση καταδολίευσης» στην παράγραφο 1762 σελ. 1979 με τίτλο «with intent to defraud or fraudulently» :

 

«"To defraud" or to act "fraudulently" is dishonestly to prejudice or to take the risk of prejudicing another's right, knowing that you have no right to do so: Welham v. DPP 1961 A.C. 103 HL.»

 

Αιτιώδης συνάφεια – η ψευδής παράσταση διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο για την εγγραφή

 

62.      Όπως και στο αδίκημα της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, ως προς το συστατικό στοιχείο της απόκτησης περιουσίας ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι ψευδείς παραστάσεις, διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της απόφασης των Παραπονούμενων να αποδώσουν τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία στον κατηγορούμενο, έτσι και στην περίπτωση της εξασφάλισης εγγραφής πρέπει να αποδειχθεί ότι η εξασφάλιση εγγραφής ήταν το αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης.

 

63.      Το στοιχείο αυτό, αποδεικνύεται κατά κανόνα με άμεση μαρτυρία.[11] Κατ' εξαίρεση, μπορεί να αποδειχθεί και με περιστατική μαρτυρία αν τα πραγματικά περιστατικά είναι τέτοια ώστε η προβαλλόμενη ψευδής παράσταση, να είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο το θύμα θα μπορούσε να ενεργήσει όπως ενήργησε.[12] Όμως στην υπόθεση R v Laverty λέχθηκε ότι η εξαίρεση της υπόθεσης Sullivan δεν θα πρέπει να επεκταθεί πέραν των περιπτώσεων όπου τα γεγονότα της υπόθεσης, την καθιστούν αναγκαία.

 

64.      Με τον ίδιο, ανάλογο, τρόπο που ερμηνεύεται το αδίκημα της απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, πρέπει να ερμηνευθεί και στην περίπτωση του άρθρου 305 του ΠΚ.

 

65.      Σχετική είναι και η μεταγενέστερη υπόθεση R v Lambie [1981] 2 All ER 776, όπου λέχθηκε πως το στοιχείο της επίδρασης των ψευδών παραστάσεων μπορεί να στοιχειοθετηθεί και μέσω περιστατικής μαρτυρίας, νοουμένου ότι η κατάληξη περί της επίδρασης των ψευδών παραστάσεων, προκύπτει ως το μοναδικό, εύλογο και ακαταμάχητο συμπέρασμα (irresistible inference). Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

« It is true that in R v Laverty [1970] 3 All ER 432 at 434 Lord Parker CJ said that the Court of Appeal, Criminal Division, was anxious not to extend the principle in Sullivan further than was necessary.  Of course, the Crown must always prove its case and one element which will always be required to be proved in these cases is the effect of the dishonest representation on the mind of the person to whom it is made.  But I see no reason why in cases such as the present, where what Humphreys J called the direct evidence of the witness is not and cannot reasonably be expected to be available, reliance on a dishonest representation cannot be sufficiently established by proof of facts from which an irresistible inference of such reliance can be drawn.»

66.      Στην απόφαση Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ v. Σιεγγέρη κ.ά. Ποινική Έφεση 121/2014, 16.12.2016, αναφέρθηκε ότι  «..θα πρέπει να διαφανεί ότι η απόσπαση έγινε επειδή η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του παραπονούμενου, ο οποίος, στηριζόμενος στην ψευδή παράσταση, πείστηκε να αποξενωθεί από την περιουσία του

 

67.      Είναι σχετικό με αυτό το θέμα επίσης το ακόλουθο απόσπασμα από τον Archbold, παρ. 1960, σελ. 717:

 

The inducement. It must be proved that the goods, etc. (a), named in the indictment, or some part of them… were obtained by means of the pretences alleged; in other words, the prosecution must prove that the alleged false pretence(s) operated on the mind of the person alleged to have been defrauded and induced him either wholly or in part to part with his money or property. … but proof that the false pretence operated on the mind of the prosecutor need not in every case be afforded by the direct evidence of a witness to that effect, if the facts are such that the alleged false pretence is the only reason which could be suggested as having been the operative inducement.”

 

 

iii.         ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ

 

68.      Σύμφωνα με τη νομολογία, η απόδειξη της «συνωμοσίας» τελεί υπό την άμεση προϋπόθεση απόδειξης «συμφωνίας» μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Η συμφωνία αποτελεί την ουσία της συνωμοσίας.

 

69.      Δεν μπορεί να υπάρξει συνωμοσία στην περίπτωση κατά την οποία οι διαπραγματεύσεις αποτυγχάνουν να πετύχουν συμφωνία, ούτε και μπορεί να υπάρξει συνωμοσία μεταξύ του Α και του Β επειδή ο κάθε ένας από αυτούς συνωμότησε ξεχωριστά με τον Γ.[13]

 

70.      Αναφέρονται περαιτέρω τα ακόλουθα στον Blackstone’s, A5.49 σε σχέση με τη φύση της συμφωνίας στο πλαίσιο συνωμοσίας:

 

“As Toulson LJ explained in Shillam [2013] EWCA Crim 160 (at [19]–[20]):

… for two or more persons to be convicted of a single conspiracy each of them must be proved to have a shared common purpose or design … there must be a shared criminal purpose or design in which all have joined, rather than merely similar or parallel ones.

See also SFO v Papachristos [2014] EWCA Crim 1863 and Johnson [2020] EWCA Crim 482. It is possible to have conspiracies in which some parties never meet others. These include 'chain' and 'wheel' conspiracies. In the former, A agrees with B, B agrees with C, C agrees with D, etc. In the latter, A, at the 'hub', recruits B, C and D to A's scheme (Ardalan [1972] 2 All ER 257Johnson). In either case, however, the conspirators must each be shown to be party to a common design, and aware that there is a larger scheme to which they are attaching themselves (Meyrick (1929) 21 Cr App R 94; Chrastny [1992] 1 All ER 189Barratt [1996] Crim LR495; D [2009] EWCA Crim 584). If B and C each believe they have their own individual agreements with A, there are two conspiracies, and a single count will not be valid, even if they are aware that A is making similar agreements with others (Griffiths).”

 

71.  Αν και η απόδειξη αυτής της συμφωνίας είναι από μόνη της αρκετή για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα, απλή γνώση ή ακόμα συζήτηση του σχεδίου δεν αρκεί. Το αν εν τέλει οι συνωμότες μετάνιωσαν ή σταμάτησαν ή παρεμποδίστηκαν ή απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο, εφόσον κατέληξαν σε συμφωνία.

 

72.  Το mens rea της συνομωσίας βέβαια δεν είναι άλλο από την πρόθεση του προσώπου που συνάπτει τη συμφωνία, να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στη συμφωνηθείσα «δράση», για την προώθηση του προτιθέμενου και συμφωνημένου αξιόποινου σκοπού.[14]

 

73.  Ως ανέφερε ο Lord Bridge στην απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην R. v. Anderson (ανωτέρω):

 

“… [B]eyond the mere fact of agreement, the necessary mens rea … is … established if, and only if … the accused … intended to play some part in the agreed course of conduct in furtherance of the criminal purpose which the agreed course of conduct was intended to achieve. Nothing less will suffice; nothing more is required.

 

74.  Παραθέτω επίσης αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134:

 

«Το αδίκημα της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δυο ή περισσότεροι συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Δεν είναι αναγκαίο για την συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε πέρα από τη συμφωνία. Το κατά πόσο οι συνωμότες μετάνιωσαν ή σταμάτησαν ή παρεμποδίστηκαν ή απότυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο. (Βλέπε Mulcany v. R. [1868] L.R. 34 H.L. 328, O' Connell v. R. (1844) 5 St. Tr. (N.S.) 1, R. v. Aspinall [1876] 2 Q.B.D. 48, Archbold, ανωτέρω, σελ. 2035 παραγρ. 28-4.

 

Τα άρθρα 371 και 372 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ενσωματώνοντας την πιο πάνω κατά το κοινοδίκαιο έννοια του αδικήματος της συνωμοσίας, κατατάσσουν το αδίκημα στην κατηγορία του κακουργήματος ή του πλημμελήματος ανάλογα με το κατά πόσον αντικείμενο της συνωμοσίας είναι η διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος ή η πραγματοποίηση των σκοπών που εξειδικεύονται στο άρθρο 373.»

 

 

Δ. ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

75.      Οι εκατέρωθεν επί του θέματος θέσεις έχουν τύχει προσεκτικής μελέτης. Έχουν ληφθεί υπόψη τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος και διεξήλθα με ιδιαίτερη προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. 

 

76.      Αυτό το έπραξα υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών οι οποίες διέπουν το ζήτημα ως τέθηκαν στην ενότητα Γ της παρούσας απόφασης, ήτοι χωρίς να προβώ σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά κρίνοντας τα γεγονότα επί τη βάσει μιας αντικειμενικής θεώρησης και χωρίς να υπεισέλθω στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και στη βαρύτητα η οποία δύναται να αποδοθεί στη μαρτυρία τους. Αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να λαμβάνει χώρα στο τέλος της υπόθεσης και όχι σε αυτό το στάδιο.

 

i.         Κατηγορίες σε σχέση με εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις

 

77.      Αναφορικά με τις κατηγορίες με αριθμούς ένα και δύο σε σχέση με την εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, σημειώνω ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία σε σχέση με το ότι η παράσταση ήταν ψευδής, δηλαδή ότι η παράσταση πως στη συναλλαγή δεν υπήρχε μεσολάβηση κτηματομεσίτη ήταν ψευδής.

 

78.      Επίσης, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι η ψευδής παράσταση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, ή εν πάση περιπτώσει, οποιοδήποτε ρόλο, για την επίτευξη της μεταβίβασης του Ακινήτου και της συνεπακόλουθης εγγραφής επ’ ονόματι των Κατηγορούμενων 2 και 3. Αντιθέτως, η ΜΚ1 κατά κάποιον τρόπο υποβάθμισε το ρόλο της δήλωσης αναφορικά με την ύπαρξη μεσολάβησης από κτηματομεσίτη στο πλαίσιο της διαδικασίας μεταβίβασης του Ακινήτου.

 

79.      Σε σχέση με την Κατηγορούμενη 1 σημειώνω ότι αυτή δεν ήταν παρούσα κατά τη μεταβίβαση. Ήταν ο αδελφός της (ΧΒ) παρών ως ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της. Επομένως, η  Κατηγορούμενη 1 δεν μπορεί να προέβη η ίδια σε ψευδή παράσταση κατά την μεταβίβαση. Ούτε και κατηγορείται ότι έδωσε οδηγίες στον ΧΒ να προβεί εκ μέρους της σε οποιαδήποτε παράσταση δηλαδή ότι προέβη σε ψευδή παράσταση με αντιπρόσωπο. Με βάση τις λεπτομέρειες  αδικήματος της πρώτης κατηγορίας κατηγορείται ότι η ίδια προέβη σε ψευδή παράσταση ενώ η ίδια δεν ήταν παρούσα κατά την μεταβίβαση, δεν υπέγραψε και εν πάση περιπτώσει δεν έχει  προσκομιστεί καμία μαρτυρία σε σχέση με οποιεσδήποτε οδηγίες προς τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της να δηλώσει ότι δεν υπάρχει μεσολάβηση κτηματομεσίτη. Αντιθέτως προσκομίστηκε μαρτυρία η οποία δείχνει πως η Κατηγορούμενη 1 τερμάτισε οποιαδήποτε συμφωνία υπήρχε με την Παραπονούμενη.

 

80.      Κατά συνέπεια, σε σχέση με την Κατηγορούμενη 1 δεν προσκομίστηκε μαρτυρία πως η ίδια προέβη σε ψευδή παράσταση.

 

81.      Σε σχέση με τους Κατηγορούμενους 2 και 3, η μαρτυρία για την ύπαρξη συμφωνίας με αυτούς για την μεσολάβηση κτηματομεσίτη και κατ’ επέκταση ότι προέβησαν σε ψευδή παράσταση είναι τόσο αντινομική σε σημείο στο οποίο κανένα Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτήν για να τους καταδικάσει. Εκτός από το ότι ακυρώθηκε η πώληση τον Απρίλιο του 2022, δόθηκε μαρτυρία ότι η μεταβίβαση έγινε χωρίς να κατατεθεί πωλητήριο, η απόδειξη για την κράτηση του Ακινήτου ακυρώθηκε (και επιστράφηκαν τα χρήματα) και ούτε στην έκθεση απαίτησης στην αγωγή που κατατέθηκε εναντίον τους αλλά ούτε και στις επιστολές πριν από την απαίτηση γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ της Παραπονούμενης και  των Κατηγορούμενων 2 και 3.

 

82.      Τα προαναφερόμενα, όχι μόνο συνηγορούν υπέρ του ότι δεν προέβησαν σε ψευδή παράσταση αλλά αποτελούν και περιστατική μαρτυρία ότι οι Κατηγορούμενοι την ημέρα που δήλωσαν ότι «για τη συναλλαγή δεν υπήρξε μεσολάβηση κτηματομεσίτη» στο Τεκμήριο 1 πίστευαν στην αλήθεια της παράστασης ή, εν πάση περιπτώσει, δεν πίστευαν ότι η παράσταση είναι ψευδής.

 

83.      Εν πάση περιπτώσει, η ΜΚ2, κατά την αντεξέταση της απάντησε ξεκάθαρα ότι η οποιαδήποτε συμβατική σχέση με την Κατηγορούμενη 1 τερματίστηκε στις 30.04.2022. Κατατέθηκαν επίσης τα ηλεκτρονικά μηνύματα τα οποία ανταλλάγησαν στις 30.04.2022 μεταξύ της ΜΚ2 και της Κατηγορούμενης 1 ως Τεκμήριο 14. Στο ηλεκτρονικό της μήνυμα η Κατηγορούμενη 1 αναφέρει πως θεωρεί πως οποιαδήποτε συμφωνία έγινε μεταξύ της Παραπονούμενης και του ΧΒ (του αδελφού της) είναι άκυρη. Ακολούθως, επανέλαβε ότι «προχωρ[ά] ανεξάρτητα. Ο [ΧΒ] δεν χειρίζεται πια την υπόθεση.» Η ΜΚ2 ανέφερε ότι ουδέποτε απάντησε στο εν λόγω μήνυμα. Μάλιστα, κατά την αντεξέταση της παραδέχθηκε και επανέλαβε ότι η συμφωνία της Παραπονούμενης με την Κατηγορούμενη 1 ή τον αδελφό της ΧΒ είχε τερματιστεί  / ακυρωθεί.  Αποδέχθηκε επίσης, η ΜΚ2 πως όταν έγινε η μεταβίβαση δεν υπήρχε καμία συμφωνία μεσολάβησης και δεν είχαν προσφερθεί οποιεσδήποτε υπηρεσίες από την Παραπονούμενη.

 

84.      Κατά συνέπεια, σε σχέση με τη δήλωση η οποία έγινε στις 12.08.2022 ότι δεν υπάρχει καμία μεσολάβηση κτηματομεσίτη για τη συναλλαγή, δεν δόθηκε καμία μαρτυρία ότι ήταν ψευδής. Αντιθέτως δόθηκε μαρτυρία από την ΜΚ2 ότι ήταν αληθής η δήλωση καθότι δεν υπήρχε καμία μεσολάβηση από κτηματομεσίτη εκείνη την ημέρα. Ούτε δόθηκε μαρτυρία πως οι Κατηγορούμενοι πίστευαν πως η παράσταση είναι ψευδής ή να τεθούν γεγονότα από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι οι Κατηγορούμενοι δεν πίστευαν πως η παράσταση είναι αληθής.

 

85.      Στην ουσία η ΜΚ2 στη δήλωση της εξέφρασε μόνο τη γνώμη της ότι η παράσταση ήταν ψευδής. Η γνώμη της όμως δεν αποτελεί μαρτυρία για το ψεύδος της παράστασης. Κατά την αντεξέταση της η ΜΚ2  απάντησε ως εξής σε υποβολή ότι κατά τη συναλλαγή δεν ενεργούσε ως κτηματομεσίτης: «Ε. Σας υποβάλλω ότι κατά τον χρόνο που έγινε η μεταβίβαση, δεν ενεργούσατε ως κτηματομεσίτης, εν σχέσει με το συγκεκριμένο ακίνητο

A.   Εν σχέσει με το συγκεκριμένο ακίνητο, όχι

 

86.      Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία για το ψεύδος της παράστασης. Τουναντίον, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει μαρτυρία η οποία δείχνει το αντίθετο.

 

87.      Συνεπακόλουθα, σε σχέση με τις κατηγορίες ένα και δύο δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις. Επίσης, ενόψει του ότι η ΜΚ2 θεωρεί πως δεν υπήρχε έγκυρη συμφωνία μεσολάβησης κτηματομεσίτη με την Παραπονούμενη κατά την μεταβίβαση, η μαρτυρία σε σχέση με την ύπαρξη ψευδούς παράστασης είναι τόσο αντινομική και στερείται πειστικότητας σε βαθμό στον οποίο κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν καταδίκη των Κατηγορούμενων.

 

88.      Επιπρόσθετα, δεν προσκομίστηκε καμία μαρτυρία ότι η μεταβίβαση έγινε λόγω της ψευδούς παράστασης ή ότι η δήλωση σε σχέση με την απουσία μεσολάβησης διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στην επίτευξη της εγγραφής – μεταβίβασης του Ακινήτου.

 

89.      Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι ψευδείς παραστάσεις, διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της απόφασης του κτηματολογίου να προχωρήσει στην εγγραφή μεταβίβαση. Πρέπει να αποδειχθεί ότι η εξασφάλιση εγγραφής ήταν το αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης.

 

90.      Όπως έχει προαναφερθεί, το στοιχείο αυτό, αποδεικνύεται κατά κανόνα με άμεση μαρτυρία και κατ' εξαίρεση, μπορεί να αποδειχθεί και με περιστατική μαρτυρία αν τα πραγματικά περιστατικά είναι τέτοια ώστε η προβαλλόμενη ψευδής παράσταση, να είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο το θύμα θα μπορούσε να ενεργήσει όπως ενήργησε. Θα πρέπει η κατάληξη περί της επίδρασης των ψευδών παραστάσεων, προκύπτει ως το μοναδικό, εύλογο και ακαταμάχητο συμπέρασμα (irresistible inference).  

 

91.      Εν προκειμένω, ούτε άμεση μαρτυρία έχει προσκομιστεί για την ικανοποίηση του συστατικού στοιχείου αυτού αλλά ούτε και περιστατική μαρτυρία από την οποία να προκύπτει κατά τρόπο εύλογο ότι η εγγραφή έγινε λόγω της ψευδούς παράστασης.

 

92.      Αντιθέτως, προσκομίστηκε μαρτυρία η οποία δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ΜΚ1 δεν ανέφερε ότι επηρεάζει το κατά πόσον θα διενεργηθεί η μεταβίβαση. Από τη στιγμή που δεν ελέγχει το κτηματολόγιο το αληθές της δήλωσης και κατ’ ουσίαν δεν ενδιαφέρει το κτηματολόγιο το κατά πόσο η δήλωση είναι αληθής τότε σημαίνει πως η δήλωση σε σχέση με την ύπαρξη η όχι της μεσολάβησης δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την μεταβίβαση.

 

93.      Σε αντίθεση με, παραδείγματος χάριν τους φόρους σε σχέση με τους οποίους ανέφερε η ΜΚ1 ότι χρειάζεται η απόδειξη για την πληρωμή τους για να μπορέσει να γίνει η μεταβίβαση, αναφορικά με τη δήλωση σε σχέση με μεσολάβηση κτηματομεσίτη ανέφερε ότι απλώς ρωτούν αν υπήρχε κτηματομεσίτης χωρίς να ελέγξουν οτιδήποτε άλλο. Ούτε και ζητούν να κατατεθεί η συμφωνία με κτηματομεσίτη αλλά ούτε ελέγχουν εάν ο κτηματομεσίτης έχει όντως άδεια.

 

94.      Λογική συνέπεια των όσων προαναφέρθηκαν είναι ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της δήλωσης η οποία κατ’ ισχυρισμόν αποτελεί ψευδή παράσταση και της εξασφάλισης εγγραφής.

 

95.      Επομένως, ακόμα και αν ήταν ψευδής η παράσταση δεν θα ήταν λόγω της παράστασης που εξασφαλίστηκε η εγγραφή. Υπό αυτή την έννοια, οι κατηγορίες ένα και δύο είναι αλυσιτελείς ή ατελέσφορες, εννοώντας ότι δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να οδηγήσουν σε καταδίκη με βάση τις λεπτομέρειες αυτών καθότι η δήλωση περί μεσολάβησης κτηματομεσίτη δεν μπορεί να οδηγήσει στην εγγραφή ή στην απόρριψη της.

 

ii.        Κατηγορίες σε σχέση με συνωμοσίες

 

96.      Ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν δεν μπορούν να αποδειχθούν ούτε και οι κατηγορίες τρία και τέσσερα σε σχέση με συνωμοσία.

 

97.      Από τη στιγμή που η ΜΚ2 αποδέχθηκε ότι δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ των μερών κατά τη μεταβίβαση και δεν προσφέρθηκαν από την Παραπονούμενη υπηρεσίες μεσολάβησης δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η συνωμοσία προς καταδολίευση. Ούτε και προσκομίστηκε μαρτυρία για οποιαδήποτε συνωμοσία εν γένει ή  συνωμοσία καταδολίευσης της Παραπονούμενης. Η ΜΚ2 αναφέρθηκε μόνο στην πεποίθηση της ότι υπήρξε συνωμοσία χωρίς όμως οποιαδήποτε μαρτυρία περί τούτου.

 

98.      Από τη στιγμή που δεν υπήρχε σύμβαση μεταξύ της Παραπονούμενης και των Κατηγορούμενων δεν μπορεί να υπάρξει καταδολίευση. Με άλλα λόγια, επειδή δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, δεν υπήρξε ψευδής παράσταση κατά την μεταβίβαση και επομένως συμπαρασύρονται και οι κατηγορίες για συνωμοσία με ψευδή παράσταση να εξασφαλιστεί εγγραφή.

 

99.      Αφού δεν υπήρχε μεσολάβηση από κτηματομεσίτη κατά τη συναλλαγή, κάτι το οποίο η ΜΚ2 αποδέχθηκε και ανέφερε ξεκάθαρα, τότε δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των Κατηγορούμενων να εξασφαλίσουν εγγραφή – μεταβίβαση του Ακινήτου με ψευδείς παραστάσεις οι οποίες αφορούν την ύπαρξη ή μη ύπαρξη  διαμεσολάβησης από κτηματομεσίτη.

 

100.    Ως εκ τούτου, οι Κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται και από τις κατηγορίες τρία και τέσσερα τις οποίες αντιμετωπίζουν.

 

ΣΤ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

101.    Συμπερασματικά, ενόψει των όσων προαναφέρθηκαν, η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει παρουσιάσει μαρτυρία τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως.[15] Δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής λόγω της απουσίας μαρτυρίας για ψευδή παράσταση και σε σχέση με το ότι η εγγραφή εξασφαλίστηκε λόγω της ψευδούς παράστασης.

 

102.    Περαιτέρω, η μαρτυρία σε σχέση με την ύπαρξη ψευδούς παράστασης και σε σχέση με το ότι η εγγραφή εξασφαλίστηκε λόγω της ψευδούς παράστασης είναι τόσο αντινομική και στερείται πειστικότητας σε βαθμό κατά τον οποίο το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη των Κατηγορούμενων.  

 

103.    Ως εκ τούτου, οι Κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται από όλες τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζουν.

 

104.    Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, σημειώνεται ότι σε ποινικές υποθέσεις η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, στις οποίες, κατά κανόνα, ακολουθείται το αποτέλεσμα.[16] Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν υπάρχει κάποιος λόγος ώστε η διαταγή για τα έξοδα να μην ακολουθήσει το αποτέλεσμα. Επομένως                                                                                       ασκώ τη διακριτική μου ευχέρεια με βάση τα άρθρα 167 – 169 του Κεφ. 155 και τον σχετικό διαδικαστικό κανονισμό[17] και επιδικάζω έξοδα υπέρ των Κατηγορούμενων 2 και 3 και εναντίον της Παραπονούμενης ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

Υπ. ________________

 

 Χ. Σατσιάς, Προσ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[2] ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9

[3] απόφαση Δικαστή Ναθαναήλ στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ.851

[4] ίδετε Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ.191, Mariano κ.ά. ν. Αστυνομίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ.808

[5] Archbold, ανωτέρω, παρ. 1945: ...a person fraudulently represents as an existing fact that which is not an existing fact…”)

[6] Archbold, παρ. 1956 – “Form of pretence: It is not necessary that the pretence should be by words; the conduct and acts of the party will be sufficient, without any verbal or written representation.”)

[7] Smith & Hogan, Criminal Law, 11th edn., σελ. 743

[8] Archbold, ανωτέρω, παρ. 1956, σελ. 716

[9] Κύπρος Κυπριανού, ανωτέρω

[10] RvKritz (1949) 2 ALL E.R. σελ. 406

[11] R v Laverty [1970] 3 All ER 432, 434

[12] βλ. Sullivan (1945) 30 Cr.App.R. 132

[13] Blackstone’s Criminal Practice 2024, A5.49

[14] Για τα πιο πάνω σχετικές είναι οι Λαζάρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ 633, Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134, R. v. Anderson [1986] A.C. 27, HL καθώς και Kenny's Outlines of Criminal Law, 19η έκδοση, παρ. 448-449 και Mulcany v. R. (1868) L.R. 306

 

[15] ίδετε Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9

[16] Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 και Κ.Ο.Τ. ν. Χαραλάμπους (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 603

[17] ο περί Ιδιωτικών Ποινικών Υποθέσεων και Εφέσεων (Δικηγορική Αμοιβή) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2004 (3/2004)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο