
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.
Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.
A. Λουκά, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 19603/21
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
Σ.Μ.
Κατηγορούμενου
Ημερομηνία: 20 Ιουνίου 2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Μ. Μασούρα για τον Γενικό Εισαγγελέα.
Για τον Κατηγορούμενο: Ο κ. Α. Χρίστου με κ. Α. Αντρέου.
Κατηγορούμενος, παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και απαγορεύεται η οποιαδήποτε δημοσίευση ή δημοσιοποίηση της χωρίς την άδεια Δικαστηρίου συμφώνως του Άρθρου 30 του Συντάγματος και τις εγκυκλίους του Ανωτάτου Δικαστηρίου αρ. 142 και αρ. 143]
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Ο κατηγορούμενος, αντιμετωπίζει τέσσερις κατηγορίες. Κατηγορείται ότι σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις, κατά ή περί τα έτη 2015 – 2017, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με την παραπονούμενη καθ’ όν χρόνο αυτή ήταν ανήλικη, κατά παράβαση του άρθρου 6 (3) (7) του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Απεικόνισης Υλικού Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιών Νόμου του 2014, Ν. 91(I)/2014 (στο εξής «Ν.91(Ι)/2014»).
2. Ως αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικημάτων, αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι κατά ή περί το έτος 2015 σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις στο [Χωριό Α], συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με την ανήλικη δηλαδή «κάνοντας της μασάζ στο σώμα της, την άγγιξε στο στήθος και στα γεννητικά της όργανα» (κατηγορίες 1 και 2) ενώ κατά ή περί τα έτη 2016 και 2017, στο [Χωριό Β], συμμετείχε σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές σε σεξουαλική πράξη με ανήλικη «δηλαδή την ακούμπησε στο στήθος» (κατηγορίες 3 και 4).
3. Προς απόδειξη της υπόθεσης της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε έξι μάρτυρες, τον Α/Αστ. 2298, Σ. Αδάμου (ΜΚ 1), την Αστ. 4875, Χ. Ιωάννου (ΜΚ 5), την παραπονούμενη (ΜΚ 2) (στο εξής «η παραπονούμενη»), τον πατέρα της παραπονουμένης (ΜΚ 4) και την αδελφή της παραπονουμένης και πρώην σύζυγο του κατηγορουμένου (ΜΚ 6). Κλήθηκε επίσης ο κ. Κ. Δημητρίου (ΜΚ 3) υπό την ιδιότητα του κλινικού ψυχολόγου.
4. Ο κατηγορούμενος όταν κλήθηκε να παρουσιάσει την Υπεράσπιση του, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως. Δεν παρουσίασε άλλους μάρτυρες.
5. Αριθμός γεγονότων κατέστησαν παραδεκτά και εγκρίθηκαν ως τέτοια (Έγγραφο Π1). Διαφάνηκε κατά την εξέλιξη της πορείας της υπόθεσης ότι και άλλα γεγονότα δεν ήταν αμφισβητούμενα. Αναφορά στα κοινώς αποδεκτά ή και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, θα γίνει κατωτέρω.
6. Η ημερομηνία γέννησης της ανήλικης, [ΧΧ/ΧΧ/2005] είναι παραδεκτό γεγονός. Στην προκειμένη περίπτωση τα κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα προβάλλεται ότι έλαβαν χώρα καθ’ ον χρόνο η παραπονούμενη ήταν περίπου 10, 11 και 12 ετών.
7. Η παραπονούμενη είναι αδελφή της πρώην συζύγου και μητέρας των δύο παιδιών του κατηγορούμενου. Αυτό που προσπάθησε να καταδείξει η Κατηγορούσα Αρχή είναι ότι τα αδικήματα που προβάλλονται ότι επεσυνέβησαν το 2015, έλαβαν χώρα στο πατρικό σπίτι της παραπονουμένης όπου και για κάποιο χρονικό διάστημα, διέμεινε και το ζευγάρι επίσης. Τα αδικήματα του 2016 και 2017επιδιώχθηκε να καταδειχθεί ότι έλαβαν χώρα στο διαμέρισμα που διέμενε το ζευγάρι στο [Χωριό Β].
8. Μετά το πέρας της παράθεσης της μαρτυρίας η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής όπως και ο συνήγορος του κατηγορουμένου ετοίμασαν γραπτώς τις τελικές τους αγορεύσεις αναπτύσσοντας σε αυτές τις τελικές θέσεις και εισηγήσεις τους. Τελική εισήγηση της κας Μασούρα ήταν ότι από το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και η οποία θα πρέπει να γίνει αποδεκτή, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα υπό εξέταση αδικήματα και ότι οι ισχυρισμοί και θέσεις της Υπεράσπισης (ως η κα Μασούρα τις προσδιορίζει) περί ψευδών καταγγελιών της παραπονουμένης, «για να λάβει προσοχή και σημασία λόγω της γέννησης δύο παιδιών από την αδελφή της με αποτέλεσμα να μην δίδεται σε αυτήν σημασία, να είναι ανυπόστατοι».
9. Ο κος Χρίστου από την άλλη αναφερόμενος σε αδυναμίες, κατά τη θέση του, στη μαρτυρία της παραπονούμενης και των ΜΚ 4 και ΜΚ 6 εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία τους θα πρέπει να απορριφθεί. Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του ΜΚ 3 αν και δε φαίνεται να υπάρχει αμφισβήτηση της εμπειρογνωμοσύνης του μάρτυρα αυτού εντούτοις για τους λόγους που αναπτύσσει στην αγόρευση του, εισηγείται ότι τα ευρήματα του δεν είναι ασφαλή και δεν πρέπει το Δικαστήριο να στηριχθεί σε αυτά. Η θέση της Υπεράσπισης είναι ότι πρόκειται για αβάσιμη καταγγελία και κατηγορίες.
Β. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
10. Παραθέτουμε από τώρα τη νομική πτυχή του αδικήματος που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος για να θέσουμε από τώρα και το πλαίσιο των ζητημάτων που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του.
11. Το άρθρο 6(3) του Ν.91(Ι)/2014 προνοεί:
«6 (3) – Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη µε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη».
12. H παράγραφος (7) του ιδίου άρθρου προνοεί ότι:
«(7) Όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου και το θύμα είναι παιδί το οποίο, κατά την διάπραξη του αδικήματος, ήταν ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.»
13. Ως καθορίζει το άρθρο 2 του Ν.91(Ι)/2014:
«παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών.
«ηλικία συναίνεσης» σημαίνει «την ηλικία κάτω της οποίας απαγορεύεται η τέλεση σεξουαλικών πράξεων με παιδί και η οποία ορίζεται ως η ηλικία των δεκαεπτά (17) ετών».
«σεξουαλική πράξη», με βάση το ίδιο άρθρο, καθορίζεται και «οποιαδήποτε πράξη η οποία εύλογα θεωρείται ως εκ της φύσεως της σεξουαλική ανεξάρτητα από το σκοπό του προσώπου που προβαίνει σ’ αυτή ….» (βλ. επίσης ΝΑ v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 184/2015, 13/2/2018), ECLI:CY:AD:2018:B72.
14. Το άρθρο 12 εξαιρεί συναινετικές πράξεις μεταξύ παιδιών ή παιδιών με ενήλικες όπου η διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή στο πλαίσιο γάμου. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει συναίνεση αν το παιδί είναι κάτω των 13 ετών. Μάλιστα ο Νομοθέτης σε περίπτωση που το θύμα είναι κάτω των 13, ως η παρούσα, προνοεί στη παράγραφο (7) του άρθρου 6 για αυξημένη ποινή αφού επισύρει ποινή φυλάκισης διά βίου. Σχετικές με τις πιο πάνω διατάξεις είναι μεταξύ άλλων οι αποφάσεις Χριστοφόρου v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 59/2016, 23/3/2020 και ΓΕ v Ηροδότου (2015) 2Α ΑΑΔ 128, 137.
Γ. ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ ΚΟΙΝΟ ΕΔΑΦΟΣ
15. Για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης της σύνοψης της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και προτού προβούμε σε παράθεση αυτής, καταγράφονται τα ακόλουθα γεγονότα που φαίνεται να αποτελούν κοινό έδαφος ή και δεν αμφισβητήθηκαν:
(1) [ΧΧ/Χ/2005]: Η ημερομηνία γέννησης της παραπονουμένης η οποία είναι το μικρότερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας.
(2) Έτος 2012: Η ΜΚ 6 γνωρίστηκε και σύναψε σχέση με τον κατηγορούμενο. Η ΜΚ 6 ήταν 13 προς 14 (σχεδόν 14 ανέφερε και η ίδια) ετών και ο κατηγορούμενος 19.
(3) 2015 – 2016: Για κάποιους μήνες σύμφωνα (ένα έτος σύμφωνα με τη ΜΚ 6) ο κατηγορούμενος διέμενε με τη ΜΚ 6 στο πατρικό σπίτι της τελευταίας. Η ΜΚ 6 υποστήριξε ότι έμεναν μαζί στο πατρικό της σπίτι από τον Μάρτιο του 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2016 οπόταν και μετακόμισαν σε διαμέρισμα στο [Χωριό Β]. Στο σπίτι τότε διέμεναν οι γονείς της παραπονουμένης, η ΜΚ 6 με τον κατηγορούμενο, ο αδελφός της και η παραπονούμενη. Πρόκειται για μονοκατοικία, με υπόγειο, ισόγειο, πρώτο όροφο και κήπο.
(4) Έτος 2016: Η ΜΚ 6 και ο κατηγορούμενος μετακόμισαν σε διαμέρισμα στο [Χωριό Β] το οποίο βρισκόταν πλησίον του Γυμνασίου που φοιτούσε μετά η παραπονούμενη.
(5) Έτος 2017: Η ΜΚ 6 και ο κατηγορούμενος τέλεσαν γάμο. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου απέκτησαν το πρώτο τους παιδί.
(6) Το 2019, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, το ζεύγος μετακόμισε και πάλι σε σπίτι στο [Χωριό Β]. Το σπίτι αυτό αναφερόταν από τους μάρτυρες ως το «ξύλινο σπίτι» και έτσι θα αναφέρεται από τούδε και στο εξής για ευκολία.
(7) Χριστούγεννα 2020: Ο κατηγορούμενος και η ΜΚ 6 εγκαταστάθηκαν στο υπόγειο της πατρικής οικίας που είχε διαμορφωθεί πλέον ως οικία. Διέμεναν εκεί ως ζευγάρι με τα τέκνα τους (νήπιο και βρέφος) μέχρι την καταγγελία.
(8) 17/3/2021: Η παραπονούμενη ανέφερε στους γονείς της ότι παρενοχλήθηκε σεξουαλικά από τον κατηγορούμενο. Στις 18/03/21 όταν αποκαλύφθηκαν στη ΜΚ 6 οι ισχυρισμοί της παραπονουμένης μετά από καυγά ο κατηγορούμενος εκδιώχθηκε από τη συζυγική οικία.
(9) 19/3/2021: Η ΜΚ 6 προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία για άσκηση βίας εναντίον της.
16. Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι τα τεκμήρια της υπόθεσης παραλήφθηκαν νομότυπα, με ασφάλεια χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε επέμβαση ή αλλοίωση και βρίσκονταν υπό τη συνεχή και ασφαλή φύλαξη της Αστυνομίας μέχρι και την κατάθεση τους στο Δικαστήριο. Στα παραδεκτά γεγονότα γίνονται επίσης αποδεκτά η λήψη και ο τρόπος λήψης της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονουμένης (21/3/2021) ως επίσης η ημερομηνία λήψης και οι περιστάσεις λήψης της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορούμενου (8/4/2021) (Έγγραφο Π1).
Δ. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ
Δ.1. Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Δ.1.1. Α/ΑΣΤ 2298, Σ. ΑΔΑΜΟΥ (ΜΚ 1)
17. Ο Α/Αστ. ΜΚ 1, κατέθεσε την οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονουμένης, ημερομηνίας 21/3/2021, η οποία λήφθηκε στο «Σπίτι του Παιδιού». Κατέθεσε δύο από τους τρεις, όμοιους μεταξύ τους, ψηφιακούς δίσκους που ετοιμάστηκαν ως «Τεκμήριο 1Α» και «Τεκμήριο 1Β». Δεν αντεξετάστηκε. Η μαρτυρία του καλύπτεται στην ουσία της από τα παραδεκτά γεγονότα. Γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της και δεν θα γίνει άλλη αναφορά.
Δ.1.2. ΑΣΤ. 4875, Χ. ΙΩΑΝΝΟΥ (ΜΚ 5)
18. Η Αστ. ΜΚ 5, υπηρετεί στον Κλάδο Διερεύνησης Αδικημάτων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανήλικων του Αρχηγείου της Αστυνομίας από το 2019. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της που ετοίμασε σχετικώς με την υπόθεση αυτή και κατατέθηκε εν συνεχεία ως «Έγγραφο Γ». Εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι η μάρτυρας αυτή είναι εκπαιδευμένη στη διερεύνηση υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικων καθώς επίσης και ότι είναι εκπαιδευμένη στην τεχνική συνέντευξης και λήψης οπτικογραφημένων καταθέσεων για σκοπούς διερεύνησης υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικων. Έλαβε την οπτικογραφημένη κατάθεση από την παραπονούμενη στις 21/3/2021 (Τεκμήριο 5). Η ίδια ήταν που έλαβε την κατάθεση και του κατηγορουμένου στις 8/4/2021 (Τεκμήριο 4). Όπως αναφέρθηκε οι περιστάσεις λήψης τους δεν αποτελούν επίδικο θέμα, είναι παραδεκτές, οπόταν και δεν θα γίνει άλλη αναφορά.
19. Η μαρτυρία της Αστ. ΜΚ 5 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση ουσιαστικά. Αυτό που της υποβλήθηκε ήταν ότι ο κατηγορούμενος επισκεπτόταν επανειλημμένως τον Αστυνομικό Σταθμό και ζητούσε να του ληφθεί κατάθεση καθώς και ότι επισκέφθηκε και τον Αστυνομικό Σταθμό [Χωριού Β] οπόταν και τον παρέπεμψαν στην υπηρεσία της όπου ο ίδιος πήγε και ζήτησε να δώσει κατάθεση. Η μάρτυρας είπε ότι δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί. Η ιδιότητα και οι ενέργειες της έγιναν αποδεκτές. Οι αναφορές της ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί ή και ότι δεν περιήλθαν στην αντίληψη της τα όσα της υπέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου φάνηκαν γνήσιες και ειλικρινείς. Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της στο σύνολό της, οπότε και η μαρτυρία της δεν χρήζει άλλης αναφοράς.
Δ.2. ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
Δ.2.1. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΗΣ (ΜΚ 2)
20. Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της οπτικογραφημένης κατάθεσης της μάρτυρος (Τεκμήριο 5) κατατέθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασής της. Όταν λήφθηκε η κατάθεση της, αυτή ήταν στην ηλικία των 16 ετών. Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε σε ηλικία 19 ετών.
21. Η αρχική της τοποθέτηση στην κατάθεση της για τα όσα σύμφωνα με την ίδια της επεσυνέβησαν ήταν η ακόλουθη (βλ.σελ.3/13 και 4/13, γρ. 36 – 5):
«Αρχικά η αδερφή μου είσιεν ένα αγόρι τζαι εμίνισκε μαζί μας όταν ήταν τζιήνος 22 χρονών τζαι εγώ ήμουν 10, τζαι ετζοιμάτουν με την αρφή μου τζαι το δωμάτιο της αρφής μου εν ακριβώς δίπλα πού το δικό μου, τζαι με το αγόρι της, είχαμε σχετικά καλή σχέση, ας πούμε εθωρούσαμε mr been μαζί τζαι έτσι πράματα, ε είχα τον εμπιστοσύνη, τζαι μια νύχτα, όι μόνο μια, έρκετουν στο δωμάτιο μου, ελαλούσε μου ότι εννα μου κάμει μασάζ τζαι, έπιανεν το στήθος μου, σαν έπεφτα τζαι επροχώρησεν το τζαι έβαλεν το σιέρι του στα γεννητικά μου όργανα. Ε όπως είπα έγινε αρκετές φορές, εν ήξερα όμως τι ακριβώς εσυνέβαινε επειδή μια δεκάχρονη εν ξέρει πολλά που σεξουαλικά πράματα, τζαι είπε μου να μεν πω κάτι, τζαι είχα του εμπιστοσύνη τζαι εφοούμουν αν το πω στην αρφή μού ήταν να θυμώσει μαζί μου, ότι απάτησε κάπως, εφοούμουν. Μετά εμετακομίσαν, ε εν αθυμούμαι αν έγινε ξανά, μετά που μετακομίσαν, αλλά υπήρχαν ακουμπήματα τζαι θυμούμαι μια νύχτα πού μουν 12 χρονών εεε, είπε μου να έρτω μαζί του στο αυτοκίνητο, τάχα για να μάθω να οδηγώ τζαι είπε μου να κάτσω πάνω του. Ε μετά πού, ε βασικά σαν ήμουν στο δημοτικό εν είχα αντιληφθεί ακριβώς τι είσιεν γίνει. Πού επήα στο γυμνάσιο τζαι έμαθα τζαι άλλα πράματα τζαι ωρίμασα, εκατάλαβα πόσο λάθος ένει τζαι είχα μια μεγάλη αντιπάθεια προς σες τζιήνον αλλά εν ήξερα πως να το πω τζαι... Αυτά εν έκαμε κάτι άλλο, επειδή ήμουν πολλά απόμακρη μαζί του, τζαι τούτο».
22. Αυτά συνέβησαν, ως ανέφερε, όταν η ίδια ήταν 10 ετών και ο κατηγορούμενος 22. Η αδελφή της ήταν 17 ετών. Τον εμπιστευόταν, έβλεπαν τηλεόραση μαζί και «εμάλλωναν» στο πλαίσιο παιχνιδιού ως άφησε να νοηθεί. Προφορικά συμπλήρωσε ότι γνώρισε τον κατηγορούμενο όταν ήταν στην πρώτη Δημοτικού ήτοι, 6 ή 7 ετών, και πήγαινε συχνά σπίτι τους. Η μεταξύ τους σχέση ήταν καλή. Περί το 2014 είτε το 2015, όταν ήταν 10 ετών ο κατηγορούμενος έμενε μαζί τους στο σπίτι. Θυμόταν ότι ήταν Χειμώνας αλλά δεν θυμόταν εάν ήταν πριν ή μετά την αλλαγή του χρόνου.
23. Σε σχέση με τα όσα αφορούσαν το «μασάζ» στο σπίτι της οικογένειας η παραπονούμενη και αφού της ζητήθηκε να το πράξει, διευκρίνισε ότι δεν είναι μόνο μια φορά που έγινε αυτό με το μασάζ αλλά περιέγραψε την «πρώτη νύχτα». Όταν της ζητήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες ακολούθησε ο εξής διάλογος (σελ. 5/13, γρ. 8 – 49):
«Μ: Είπε μού να χαλαρώσω, βασικά, το κρεβάτι μού ήταν ψηλό τζιήνα που έχουν σκάλα τα παιδικά, τζαι ήμουν εγώ ξαπλωμένη μπρούμητα, τζαι τζιήνος ήταν δίπλα, όι πάνω στο κρεβάτι αλλά ήμαστε στο ίδιο ύψος σχεδόν, τζαι έλεε μου να χαλαρώσω τζαι απλά εξεκίνησε τζαι έτζιζε μού.
A: Οι υπόλοιποι μες το σπίτι που ήταν;
Μ: Ε ήταν νύχτα, ετζοιμούνταν.
A: Οκ. Τζιαι εξεκίνησε τζιαι άγγιζε σου;
Μ: Ναι.
A: Πώς σε άγγιζε; Εννοώ περίγραψε μού το λιο παραπάνω, εφόρες ρούχα, ενεφόρες; Τζίνος ήνταλως ήταν. Πε μου πιο πολλή λεπτομέρεια.
Μ: Όπως είπα εγώ ήμούν μπρούμυτα εν τον εθωρούσα. Εγώ εφορούσα πυζάμες, τζιαι απλά έβαλε τα σιέρκα τον που μέσα που τα ρούχα μου για μου κάμει μασάζ υποτίθεται.
A: Τζιαι άγγιζε σε που;
Μ: Πρώτα την πλάτη κανονικό μασάζ. Μετά όπως ήταν στην πλάτη έκαμε τα σιέρκα του, τζιαι έπιαε το στήθος, τζιαι μετά επήε τζιαι πιο κάτω.
A: Την ίδια νύχτα.
Μ: Ναι, αν δεν κάμνω λάθος. Επειδή έσιει τζιαι έξι χρόνια εν αθυμούμαι πολλά καλά.
A: Οκ. Όταν επήεν πιο κάτω που ακριβώς;
Μ: Στα γεννητικά μού όργανα.
A: Οκ. Τζιαι τζιαμέ περίγραψε μού τι ένιωσες εσύ τζίνη την ώρα;
Μ: Περίεργα. Εν ηξέρω.
A: Αν κάμνω λάθος πε μου. Αν εκατάλαβα καλά εξεκίνησε έκαμνε μασάζ στη πλάτη, μετά είπες μου ότι έπιασε σου, έβαλε τα μπροστά τζιαι έπιασε σου το στήθος σου, τζιαι μετά έβαλε το χέρι τον στο γεννητικό του όργανο;
Μ: Μμχ...
A: Άγγιξε σε; Τι έγινε τζιαμέ; Επειδή εν το καταλάβω. Απλά άγγιξε;
Μ: Όι. Εν έβαλε μέσα το δάκτυλο του, ήταν πάνω στην κλειτορίδα. Τζιαμέ.
A: Οκ. Ντάξει. Τζίνη την ώρα που εγίνετουν τούντο πράμα έλεε σου κάτι;
Μ: Ελαλούσε μου απλά να χαλαρώσω.
A: Εσύ είπες κάτι;
Μ:Είπα του μετά που λιην ώρα να σταματήσει, τζιαι έφυεν.
A: Τούτην ήταν η πρώτη φορά.
Μ: Μα τζιαι τις επόμενες πολλά παρόμοια ήταν. 'Ετσι ήταν.
A: Μπορείς να μού πεις περίπου πόσες φορές έγινε τούτο το πράμα;
Μ: Εν αθυμούμαι. Μπορεί τζιαι δέκα.
A: Οκ. Που εγίνετουν;
Μ: Στο δωμάτιο μού, στο κρεβάτι μου.
A: Δηλαδή κάθε φορά που εγίνετουν τούτο το πράμα να σε αγγίζει εγίνετουν στο κρεβάτι σου στο δωμάτιο σου
Α: Ναι.»
24. Προφορικά ανέφερε ότι της έπιανε το στήθος της σφικτά και χάιδευε τη θηλή. Στην κλειτορίδα, τη χάιδευε με κυκλικές κινήσεις.
25. Σημειώνουμε ότι αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι το κρεβάτι ήταν ψηλό με κάγκελο χωρίς να θυμάται αν αυτό ήταν στο ύψος του ώμου του κατηγορούμενου, ο οποίος να σημειωθεί ότι ήταν δεκτό ότι έχει ύψος 1.70μ.. Αρνήθηκε υποβολή ότι ήταν αδύνατο να την αγγίξει με τον τρόπο που ισχυρίστηκε λόγω τους ύψους του και της διαμόρφωσης του κρεβατιού. Αρνήθηκε επίσης ότι όταν ήταν 10 ετών αρνιόταν να κάνει μπάνιο και ότι ο κατηγορούμενος της έκανε γαργαλητό στην πλάτη, εν γνώση όλων, ως αντάλλαγμα για να κάνει μπάνιο.
26. Σε σχέση με τα «ακουμπήματα» στο διαμέρισμα του ζευγαριού στο [Χωριό Β] τα οποία η παραπονούμενη αναφέρθηκε αρχικώς και όταν της ζητήθηκαν διευκρινίσεις από τη ΜΚ 4, τοποθετήθηκε ως ακολούθως (σελ. 6/13, γρ. 4 – 28):
«A: Αλλά είπες μού ότι μετά πού μετακομίσαν πάλε είσιεν αγκουμπήματα;
Μ: Λία.
A: Δηλαδή;
Μ: Μόνο χουφτώματα.
A: Πως; Με ποιον τρόπο; Εννοώ είχαν μετακομίσει, άρα πού εσυνέβαινε τούτο το πράμα;
Μ: Όταν έφευκε η αρφή μου μπορεί να γίνετουν στον καναπέ, στο σαλόνι τους.
A: Να μου.. .περίγραψε μου ένα περιστάτικο.
Μ: Ήταν έτσι λιο. . .όπως είπα εμαλλώναμε, επαίζαμε, τζίνο το παιχνίδι, ναι. Τζιαι ασπούμε ήταν λιο επιθετικός τζιαι μπορούσε να πιάει το στήθος μου ή κάτι.
A: Τζιαι τζίνη την ώρα πού εγίνετουν τζίνο το πράμα, που σε άγγιζε στο στήθος, πως; Πως σε άγγιζε; Εννοώ ήταν στα πλαίσια του παιχνιδιού, ήταν ... εφόρες τα ρούχα σου; 'Ηνταλως ήταν. Πε μου το ξεκαθάρισμου το για να καταλάβω.
Μ: Εν αθυμούμαι. Εφορούσα ρούχα. Ναι ήταν στο παιχνίδι, αλλά όπως ήταν, όπως είπα ήταν πιο επιθετικός. Δηλαδή ενεν τζίνο το αθώο το παιχνίδι.
A: Οκ. Είπε σου κάτι τζίνη την ώρα;
Μ: Όι. Επειδή εκαρκαλιούσε με τζιαι εγελούσα, τζιαι ναι, χαλαρώνω πολλά άμαν με καρκαλιούν τζιαι εν ημπόρω να κουντώ ή κάτι. Εν ημπόρω.
A: Οκ. Τούτο μετά πού εμετακομίσαν τζιαι επήαν στο διαμέρισμα θυμάσαι πόσες φορές μπορεί να έγινε περιστατικό με αγγίγματα;
Μ: Ε μπορεί να έγινε τρεις τέσσερις φορές;
A: Οι υπόλοιποι πού ήταν;
Μ: Είπα σας ότι η αδερφή μου έλειπε, εμπορούσε να πάει περίπτερο ή κάτι. Εντζιαι ήταν τζιαι άλλοι. Ασπούμε κάποτε αφήναν με οι γονείς μού να πάω να δω την αρφή μου.»
27. Ρωτήθηκε επίσης η παραπονούμενη για το ποιοι ήταν στο διαμέρισμα όταν η ίδια πήγαινε εκεί. Είπε ότι τις παραπάνω φορές ήταν η ίδια, η αδελφή της και ο κατηγορούμενος. Όταν και οι γονείς της ήταν εκεί ο κατηγορούμενος δεν έκανε κάτι. Προφορικά διευκρίνισε ότι τα αγγίγματα ήταν πάνω από τα ρούχα. Ερωτηθείσα τι τάξη πήγαινε όταν το ζευγάρι μετακόμισε στο διαμέρισμα είπε ότι «ήταν πέμπτη μέχρι έκτη δημοτικού, μπορεί τζιαί πρώτη Γυμνασίου».
28. Όταν της ζητήθηκε από την αστυφύλακα να αναφερθεί με περισσότερες λεπτομέρειες για το περιστατικό στο αυτοκίνητο είπε τα ακόλουθα (σελ. 6/13 και 7/13, γρ. 40 – 6):
«Μ: 'Ηταν κάποιου τα γενέθλια. Νομίζω ήταν τα γενέθλια του. Τζιαι ήρτε τζιαι η γιαγιά μού, τζιαι η μάμα μου, οι γονείς μου βασικά, τζιαι επήεν να πάρει τη γιαγιά μου σπίτι της, επειδή εν οδηγά, ούτε ο παππούς, ο παππούς μού ήταν ανάπηρος, τζιαι ήθελεν με να πάω μαζί τον. Τζιαι μόλις εκατεβάσαμεν τη γιαγία, όπως ερκούμασταν πού τη γιαγιά να πάμε στο διαμέρισμα τους ή στο σπίτι μου, εν θυμούμαι πού με άφηκε, είπε μου να κάτσω πάνω του, τζιαι να οδηγήσω. Εν έγινεν κάτι, απλά ήμουν πάνω του. Εννοώ είπε σου τούτο το πράμα να κάτσεις πάνω τον τζιαι να οδηγήσεις, εσύ έκατσες;
Α: Εν τούτο πού εννοώ, περίγραψε μου τι έγινε.
Μ: Ναι επειδή ενόμιζα ότι εννά με μάθει να οδηγώ. Απλά να πιάω το τιμόνι στα σιέρκα μού τζιαι τζίνος ναν στα πετάλια.
A: Οκ. Όταν έγινε τούτο το πράμα τζιαι έκατσες πάνω στα πόδια του τι ένιωσες;
Μ: Τίποτε. Εν ένιωσα κάτι.
A: Εν ένιωσες τίποτε διαφορετικό;
Μ: Οι, οι.
A: Οκ. Έλεε σου κάτι εκείνη την ώρα;
Μ: Οι.»
29. Αντεξεταζόμενη δέχθηκε ότι τον επίδικο χρόνο ο κατηγορούμενος οδηγούσε όχημα τύπου «Suzuki» (Τεκμήρια 9 και 10, φωτογραφίες του οχήματος), δεν θυμόταν όμως αν ήταν σε εκείνο το όχημα που έγινε το συμβάν. Η ίδια είχε ύψος 1.60 μ. Της υποβλήθηκε ότι με το ύψος του κατηγορούμενου 1.70 μ. ήταν αδύνατο να καθίσει πάνω του και να οδηγηθεί το όχημα. Επέμεινε στη θέση της λέγοντας ότι μπορεί να είχε βάλει πίσω την καρέκλα. Της τέθηκε επίσης ότι δεν ήταν λογικό σύμφωνα με τα λεχθέντα της, ότι τον απέφευγε, να μπεί στο αυτοκίνητο μαζί του (αρχικά με τον παππού και τη γιαγιά) αφού θα έμεναν μόνοι μετά τη μεταφορά τους. Ανέφερε ότι δεν ανέμενε να γίνει κάτι. Της υποβλήθηκε εν συνεχεία ότι όταν επέστρεψαν στο σπίτι του ζήτησε η ίδια να την μάθει να οδηγεί αυτοκίνητο όπως έμαθε και την αδελφή της. Το αρνήθηκε. Αρνήθηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος εν συνεχεία άλλαξε θέσεις με αυτή και κάθισε αυτός στη θέση του συνοδηγού για να τη μάθει να οδηγεί.
30. Δεν θυμόταν να πήγαινε βόλτα με τον κατηγορούμενο με τη μοτοσυκλέτα του (Τεκμήριο 11, η φωτογραφία της μοτοσυκλέτας). Της υποβλήθηκε επίσης το ακόλουθο σχετικό (σελ. 90 των πρακτικών):
«E. Σου λέω ότι όταν έγινε αυτό, δηλαδή πήγατε βόλτα με τον κατηγορούμενο, με τον [κατηγορούμενο] και εκεί κοντά στο Λύκειο ενώ έστριβε με χαμηλή ταχύτητα ακουμπούσες το κεφάλι σου στον ώμο του και του είπες "Γιατί ρε γαμώτο να είσαι με την [ΜΚ 6];".
A. Δεν νομίζω να είπα τούντο πράγμα.»
31. Με αφορμή την αναφορά της στο περιστατικό του αυτοκινήτου, η παραπονούμενη θυμήθηκε ακόμα ένα περιστατικό που συνέβη ως ισχυρίστηκε κάποια στιγμή που ο κατηγορούμενος ήταν στο δωμάτιο του «τζιαι ήθελε πολλά να πάει στο δωμάτιο του». Η αδελφή της έλειπε. Νόμιζε ότι αυτό έγινε στο διαμέρισμα. Υπήρξε σχετικά η εξής στιχομυθία (σελ. 7/13, γρ. 10 – 19):
«Μ: Που ήταν στο διαμέρισμα νομίζω τούτο έγινε πριν το αυτοκίνητο νομίζω. Έλειπε η αρφή μου τζιαι τζίνος ήταν στο δωμάτιο τον, τζιαι ήθελε πολλά να, να πάω στο δωμάτιο του, τζιαι είπα του όι. Απλά τούτο. Ότι ήθελε να πάω μέσα.
A: Τούτο ήθελε πολλά να πάω στο δωμάτιο του. Περίγραψε μου το. Δηλαδή; Έλεε κάτι; Τι έγινε;
Μ: Τζίνος επήε μέσα στο δωμάτιο τούς, τζιαι νομίζω έστειλε μου μήνυμα στο viber ήθελε να πάω μέσα.
A: Τζαι ήνταλως ήταν η συζήτηση;
Μ: Είπα του όι. Εν αθυμούμαι λεπτομέρειες. Απλά θυμούμαι ότι είπα του όι.»
32. Τα όσα της επεσυνέβησαν τα μοιράστηκε με διαδικτυακό της φίλο από Αμερική όταν αφού της είπε ότι μια φίλη του είχε βιασθεί, τη ρώτησε εάν της συνέβη κάτι παρόμοιο. Το είπε επίσης σε φίλο της τη τελευταία μέρα που ήταν Γυμνάσιο χωρίς όμως λεπτομέρειες απλώς του είπε ότι την «πείραζε» και το είπε τον Οκτώβριο του 2020 και σε μια άλλη φίλη της εξηγώντας της για ποιο λόγο δεν ήθελε να μετακομίσει ο κατηγορούμενος με την αδελφή της στο υπόγειο του σπιτιού της οικογένειας. Τον Δεκέμβριο του 20 το είπε και σε πρώην αγόρι της το οποίο κατονομάζει με το οποίο μιλούσαν. Θέση της ήταν ότι όσο ήταν μικρή δεν αντιλαμβανόταν ακριβώς τι γινόταν όσο μεγάλωνε αντιλαμβανόταν πιο καλά το τί της συνέβη.
33. Τέλος μοιράστηκε με τους γονείς της τα όσα της συνέβησαν την μέρα που έμαθε την ημερομηνία που θα βαφτιζόταν το παιδί του κατηγορούμενου και της ΜΚ 6. Θύμωσε γιατί ενώ τους είχε πει στα γενέθλια της όταν συζητούσαν για την ημερομηνία της βάφτισης, ότι τον Μάιο μάλλον θα ήταν οι εξετάσεις της και νόμιζε ότι η αδελφή της το άκουσε. Θύμωσε γιατί θεώρησε ότι την αγνόησαν και είπε στους γονείς της ότι παραθέτουμε τα δικά της λόγια (σελ.10/13, γρ. 39):
«εν μου άρεσε τούτο που αγνοούν με, τζιαι είπα τούς ότι εν μιλούμε την αδελφή μου, εν πολλοσυζητούν πράματα, τζιαι είπα τούς ότι εν πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη του [κατηγορούμενου 1], κάπως έτσι τούς το είπα, τζιαι είπα τους ότι αφήνουν την αρφή μου να κάμνει ότι θέλει, επειδή εν σας το είπα τούτο.»
34. Τους είπε ότι ήταν λάθος που υπήρχε σχέση 13χρονης με 18χρονο καθώς και ότι τα παιδιά της αδελφής της ήταν σε κίνδυνο γιατί μπορούσε «να τους κάνει κάτι». Τους είπε μόνο για «για τζίνο που έρκετουν στο δωμάτιο» για τα υπόλοιπα δεν τους είπε κάτι. Θεώρησε εκείνο ως πιο σοβαρό. Τη ρώτησε η μητέρα της αν «είσιεν κάμει κάτι» σε αυτή και «έτσι αυθόρμητα» είπε ναι. Δεν είχε σκοπό να τους το πει με αυτό τον τρόπο, το είπε «πας τα νεύρα» της. Έκλαψε πολύ, δεν ήταν καλά.
35. Προφορικά είπε ότι η κατάθεση της λήφθηκε ένεκα των αναφορών που είχε κάνει η αδελφή της κατά τη καταγγελία της στην Αστυνομία για άσκηση βίας απέναντι της. Όταν έδιδε κατάθεση ήταν αγχωμένη και όχι καλά προετοιμασμένη. Δεν ήξερε πόσο έπρεπε να επεκταθεί.
36. Είπε ότι δεν είπε κάτι νωρίτερα στην οικογένεια της διότι, ως θυμόταν χαρακτηριστικά, της ζήτησε να μην το πει της αδελφής της γιατί θα θυμώσει και φοβήθηκε ότι έκανε η ίδια λάθος και επειδή ήταν σε τέτοια ηλικία που δεν μπορούσε εύκολα να αντιληφθεί.
37. Ανέφερε ακολούθως ότι, «όταν ξεκίνησε το γυμνάσιο τζιαί μετά που ξεκίνησε η αντιπάθεια». Ανέφερε ότι «Κάποτε έρκουνταν ξέρετε σαν ζευγάρι η αδελφή μου με τον [κατηγορούμενο] σπίτι μας να φάμε, τζιαί εγώ ίσως δεν κατέβαινα να φάω, ή κατέβαινα ναι φάω τζιαί έφεφκα αμέσως ή επειδή εμινίσκαν μαζί οι γονείς μου, ρωτούσαν με αν θέλω να πάω να τους δω τζιαί ήταν όι τις περισσότερες φορές η απάντηση μου». Αναφέρθηκε επίσης σε κάποιο περιστατικό που αντέδρασε θυμωμένα όταν ο κατηγορούμενος την αποκάλεσε «[Χ] μου». Διευκρίνισε βέβαια αντεξεταζόμενη ότι αυτό δεν της άρεσε να της το λεν γενικά.
38. Όταν κατάλαβε τι συνέβαινε, κλείστηκε στον εαυτό της. Ήταν πολλές ώρες κλεισμένη στο δωμάτιο της και ξεκίνησε να αποφεύγει και την οικογένεια της. Ένιωθε χάλια και ότι δεν είχε φίλους ένιωθε απαίσια με τον εαυτό της. Ένιωθε ενοχές και ότι θα θύμωναν όλοι εάν το μάθαιναν. Ακόμα και σήμερα δεν είναι σε καλή κατάσταση. Είναι αγχωμένη, έχει «φοβία» και δυσκολεύεται να κοιμηθεί ενώ κάποτε κλαίει έντονα. Θυμάται το τι συνέβη και νιώθει το άγγιγμα του και «ανατριχιάζει».
39. Με τους γονείς της είχε μια ουδέτερη σχέση, δεν τσακώνονταν δεν ήταν και πολύ αγαπημένοι. Το ίδιο και με τα αδέλφια της. Τα αδέλφια της λόγω του ότι ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία με πιο «σοβαρά προβλήματα» λάμβαναν περισσότερη σημασία και ένιωθε λίγο παραμελημένη.
40. Κατά την αντεξέταση της είχε τεθεί ότι ήταν αντιδραστική και ότι ήθελε να γίνεται πάντα το δικό της. Αρνήθηκε τη θέση αυτή λέγοντας ότι είναι φιλήσυχη. Δέχθηκε όμως ότι είχε αντιδράσει αρνητικά στη μετακόμιση το 2020 του κατηγορούμενου και της ΜΚ 6 με τα παιδιά τους στο υπόγειο της οικίας. Αντέδρασε αρνητικά και ο αδελφός της. Η ίδια απέδωσε την αντίδραση της στο γεγονός ότι δεν επιθυμούσε να είναι κοντά του.
41. Της υποβλήθηκε ότι επισκεπτόταν το διαμέρισμα και μόνη της και διανυκτέρευε. Δέχθηκε ότι αυτό μπορεί να είχε γίνει μια φορά. Πάντοτε πήγαινε με τους γονείς της. Συμπλήρωσε όμως ότι επειδή το γυμνάσιο της ήταν κοντά πήγαινε και μόνη της να δει την αδελφή της. Δεν θυμόταν αν κάποτε την παραλάμβανε από το σχολείο ο κατηγορούμενος. Ίσως μια φορά ανέφερε, όχι τακτικά. Της υποβλήθηκε ότι δεν τον απέφευγε και ότι αντιθέτως στο γάμο της ΜΚ 6 (2017) και του κατηγορούμενου και στη βάφτιση του πρώτου παιδιού (2018) είχαν βγάλει και φωτογραφίες μαζί (Τεκμήρια 6, 7 και 8). Ανέφερε ότι δεν είχε λόγο να αρνηθεί να φωτογραφηθεί μαζί τους. Δεν ήθελε να καταλάβουν ότι κάτι συνέβη.
Δ.2.2. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ (ΜΚ 4)
42. Υιοθέτησε την κατάθεση που του λήφθηκε από την Αστυνομία στις 23/3/2021 και κατατέθηκε ως «Έγγραφο Β». Η σημασία της μαρτυρίας του αφορούσε κυρίως στην παράθεση ημερομηνιών σχετικώς με γεγονότα που αφορούσαν τα μέλη της οικογένειας και στα οποία αναφέρθηκε και η παραπονούμενη καθώς και τις δικές του παρατηρήσεις στη συμπεριφορά της παραπονουμένης προς τον κατηγορούμενο. Αναφέρθηκε στις σχέσεις και στη δυναμική της οικογένειας καθώς και κάτω από ποιες συνθήκες η παραπονούμενη ανέφερε στον ίδιο και στη σύζυγο του ότι ο κατηγορούμενος, όταν ήταν πιο μικρή, την άγγιξε στο στήθος και στο γεννητικό της όργανο.
43. Ως καταγράφεται στη γραπτή του κατάθεση στις 17/3/2021, ο ίδιος και η σύζυγός του στην παρουσία της παραπονουμένης συζητούσαν για την ημερομηνία βάφτισης του παιδιού της ΜΚ 6 και του κατηγορούμενου. Η ημερομηνία ορίστηκε για το Μάιο και η παραπονούμενη «είχε θέμα» ως το θέτει ο μάρτυρας, επειδή «μπορούσε να είχε εξετάσεις εκείνο τον καιρό, επειδή είναι περίοδος εξετάσεων». Ο ίδιος της εξήγησε ότι αυτή ήταν απόφαση του ζευγαριού και δε θα έπρεπε να ανησυχεί διότι η βάφτιση θα διαρκούσε για κάποιες ώρες μόνο. Προφορικά είπε ότι η παραπονούμενη θεώρησε ότι έπρεπε και η ίδια να ερωτηθεί για τις ημερομηνίες πριν αυτό αποφασιστεί διότι ήταν η περίοδος που είχε εξετάσεις.
44. Αναφέρει στη συνέχεια τα ακόλουθα στην κατάθεση του:
«Τότε η [παραπονούμενη] μας είπε ότι δεν ενδιαφερόμασταν για την [ΜΚ 6] και ότι αφήσαμε την [ΜΚ 6] να έχει σχέση με τον [κατηγορούμενο], από τότε που ήταν πολύ μικρή σε ηλικία. Επίσης μας είπε ότι ‘ούτε τώρα λυπάστε τα μωρά της;’. Εμείς παραξενευτήκαμε και την ρώτησα τι εννοούσε και η [παραπονούμενη] μας είπε ότι η [ΜΚ 6] είχε σχέση με τον [κατηγορούμενο] από τότε που ήταν ανήλικη και μας είπε ξανά ‘Λυπηθείτε τα μωρά της’. Την ρώτησα ξανά να μου εξηγήσει τι σχέση είχε το ότι η [ΜΚ 6] επέλεξε να έχει σχέση με τον [κατηγορούμενο] όταν ήταν ανήλικη με το να λυπηθούμε τα μωρά της και η [παραπονούμενη] άρχισε να κλαίει.». Τους είπε ότι: «…ο [κατηγορούμενος] πήγε στο δωμάτιο της και την άγγιξε στο στήθος και κάτω και μας έδειχνε με το χέρι της το γεννητικό της όργανο. Όταν την ρωτήσαμε πότε έγινε αυτό και πόσες φορές έγινε, η [παραπονούμενη] μας είπε ότι αυτό έγινε δύο με τρεις φορές, κατά την περίοδο που ο [κατηγορούμενος] και [ΜΚ 6] έμεναν στο ίδιο σπίτι μαζί μας».
45. Καθησύχασε με τη σύζυγο του την παραπονούμενη και την επόμενη μέρα μετά τη δουλειά, κατέβηκε στο σπίτι της ΜΚ 6 και την ενημέρωσε για τα όσα του είπε η παραπονούμενη. Η ΜΚ 6 άρχισε να κλαίει και του είπε ότι θα χωρίσει τον κατηγορούμενο αφού έκανε αυτά τα πράγματα στην παραπονούμενη. Ο ίδιος την συμβούλεψε να μιλήσει πρώτα μαζί του. Λίγο αργότερα και όταν ο ίδιος ανέβηκε πάνω, στο δικό του σπίτι, άκουσε τις φωνές του κατηγορούμενου. Η ΜΚ 6 κάλεσε την Αστυνομία. Όταν ήρθε η Αστυνομία δεν ήταν παρών αφού δεν κατέβηκε καθόλου κάτω. Αυτό που ξέρει είναι ότι ο κατηγορούμενος πήρε τα ρούχα του και έφυγε από το σπίτι.
46. Στις 19/3/2021, ο κατηγορούμενος επέστρεψε και ήθελε να μιλήσει με τη ΜΚ6 ωστόσο η τελευταία δεν ήθελε και ο κατηγορούμενος έσπασε την είσοδο του σπιτιού που διέμενε το ζευγάρι, μπήκε μέσα στο σπίτι και άρχισε να φωνάζει. Ο ΜΚ 4 κάλεσε την Αστυνομία αυτή τη φορά μετά από μήνυμα που έλαβε από τη ΜΚ 6 προς τούτο. Μετά που ήρθε η Αστυνομία ο κατηγορούμενος αποχώρησε. Ο ίδιος δεν κατέβηκε κάτω. Η ΜΚ 6 έκανε καταγγελία το ίδιο βράδυ στην Αστυνομία για τις απειλές που έκανε ο κατηγορούμενος, τις ζημιές και τις φωνές που τις έβαλε. Η σημασία των αναφορών αυτών άπτεται της καταγγελίας της παραπονουμένης στην Αστυνομία. Καταγγελία στην αστυνομία, υπέβαλε, ως ανέφερε ο μάρτυρας, η ΜΚ 6 για τα όσα αφορούσαν την ίδια. Όταν η ΜΚ 6 ανέφερε στο πλαίσιο της δικής της καταγγελίας στην αστυνομία, τις αναφορές της αδελφής της (της παραπονουμένης δηλαδή) την ενημέρωσαν ότι θα έπρεπε να γίνει καταγγελία και για τα όσα αφορούσαν την παραπονούμενη.
47. Σε σχέση με τη συμπεριφορά της παραπονουμένης προς τον κατηγορούμενο, ανέφερε ότι τα τελευταία 4 χρόνια (υπενθυμίζουμε ότι η κατάθεση του είναι ημερομηνίας 23/3/2021) η παραπονούμενη δεν ήθελε να έχει κάποια σχέση με τον κατηγορούμενο. Δεν πήγαινε μαζί τους όταν πήγαιναν στο διαμέρισμα του ζευγαριού και όταν το ζευγάρι πήγαινε σπίτι της οικογένειας για φαγητό, η παραπονούμενη μόλις τελείωνε το φαγητό της έφευγε.
48. Ερωτηθείς για το πώς αντέδρασε η παραπονούμενη όταν της ανακοίνωσαν ότι η ΜΚ 6 και ο κατηγορούμενος θα πήγαιναν να μείνουν κάτω από το σπίτι της οικογένειας η απάντηση του ήταν ότι «Δεν αντιδρούσε άσχημα, δεν ήταν του χαρακτήρα της να αντιδράσει άσχημα, σε κάποιες περιπτώσεις έλεγε μου, είσαι πολλές ώρες κάτω, δεν έρχεσαι πάνω, δεν μου είπε κάτι ‘δεν θέλω να μεινίσκει η [ΜΚ 6] δαμέ…’».
49. Στο σπίτι της οικογένειας ο κατηγορούμενος πήγε πρώτη φορά το 2015. Μετακόμισε εκεί για κάποιο διάστημα μεταξύ του 2015 και του 2016 και κοιμόταν στο υπνοδωμάτιο της ΜΚ6 το οποίο βρισκόταν δίπλα από το υπνοδωμάτιο της παραπονουμένης. Εκείνη την περίοδο, ως ανέφερε ο μάρτυρας, υπήρχαν κάποια οικογενειακά προβλήματα αφού για κάποιο χρονικό διάστημα ήταν άνεργος. Εξηύρε εργασία και άρχισαν να ορθοποδούν ωστόσο υπήρχαν και κάποια άλλα σοβαρά οικογενειακά προβλήματα.
50. Όταν μετακόμισε ο κατηγορούμενος στο σπίτι τους η συμπεριφορά της παραπονουμένης ήταν «κανονική». Παρατήρησε αλλαγή στη συμπεριφορά της «Γύρω στα 11 με 12; Όταν τελείωσε το δημοτικό βασικά». Την επέπλητταν για τη συμπεριφορά της αυτή και της ζητούσαν να έχει καλή σχέση με το ζευγάρι.
51. Κατά την αντεξέταση αρνήθηκε ότι η παραπονούμενη όταν ήταν παιδί επισκέφτηκε ψυχολόγο λόγω δυσκολιών που είχε στο να συνάπτει φιλικές σχέσεις από την παιδική της ηλικία. Παραδέχθηκε ότι από κάποια ηλικία και μετά η κόρη του δεν είχε πολλούς φίλους και ότι περνούσε πολλές ώρες στο δωμάτιο της για διάβασμα όμως και όχι «με το κινητό» ως υπεβλήθη από την Υπεράσπιση. Διαφώνησε επίσης με τη θέση ότι η παραπονούμενη ήθελε πάντα να γίνονται τα πράγματα ως τα ήθελε η ίδια και ότι ήταν αντιδραστική. Χαρακτήρισε την παραπονούμενη ως ένα παιδί που δεν ζητούσε πολλά.
52. Στην υποβολή ότι όταν ο κατηγορούμενος διέμενε στο σπίτι της οικογένειας τα έτη 2015 – 2016 η παραπονούμενη είχε άριστες σχέσεις με τον κατηγορούμενο λ.χ. έβλεπαν μαζί κινούμενα σχέδια, ο μάρτυρας είπε ότι δεν παρατήρησε κάτι τέτοιο και ότι η παραπονούμενη στην ηλικία που ήταν τότε δεν έβλεπε κινούμενα σχέδια. Εν τέλει αποδέχτηκε τη θέση ότι μπορεί να έβλεπαν κινούμενα σχέδια αλλά αυτό δεν ήταν συχνό διότι η παραπονούμενη δεν έβλεπε συχνά τηλεόραση. Δεν απέκλεισε να ήταν παρόντες και άλλα μέλη της οικογένειας. Η θέση τόσο της παραπονουμένης αλλά και της ΜΚ 6 ήταν ότι όντως οι σχέσεις παραπονουμένης και κατηγορουμένου ήταν πολύ καλές στην αρχή αφού έβλεπαν όντως μαζί κινούμενα σχέδια και έπαιζαν.
53. Δεν θυμόταν αν η παραπονούμενη, στην ηλικία των 10 – 11 ετών, αρνείτο να κάνει μπάνιο. Αρνήθηκε τη θέση ότι της υπόσχονταν διάφορα για να δεχθεί να κάνει μπάνιο. Αρνήθηκε ότι όταν η ΜΚ 6 και ο κατηγορούμενος μετακόμισαν στο διαμέρισμα στο [Χωριό Β] η παραπονούμενη τους επισκεπτόταν συχνά λέγοντας ότι περισσότερο πήγαινε ο ίδιος με τη σύζυγο του. Επίσης αρνήθηκε την υποβολή ότι καθ’ ον χρόνο διέμεναν σε εκείνο το διαμέρισμα η ΜΚ 6 και ο κατηγορούμενος, ο ίδιος ζητούσε πολύ συχνά να παραλαμβάνει την παραπονούμενη από το Γυμνάσιο. Θέση του ήταν ότι το ζήτησε μια φορά ωστόσο η παραπονούμενη αντέδρασε ζητώντας του να την παραλαμβάνει μόνο η μητέρα της και ο ίδιος και εάν δεν μπορούν, τότε θα επέστρεφε με τα πόδια. Η θέση του ήταν ότι ζητούσε από τον κατηγορούμενο να την παραλαμβάνει από το σχολείο πιο συχνά όταν η παραπονούμενη ήταν στο Δημοτικό.
54. Αρνήθηκε επίσης υποβολή ότι η παραπονούμενη διανυκτέρευε συχνά στο διαμέρισμα του ζευγαριού. Η θέση του ήταν ότι αυτό έγινε μία φορά. Αρνήθηκε επίσης την υποβολή ότι όταν το ζευγάρι μετακόμισε στο ξύλινο σπίτι και διοργάνωσαν πάρτι για τα γενέθλια του παιδιού τους η παραπονούμενη κάθισε κοντά στον κατηγορούμενο και τον γαργαλούσε, γεγονός που προκάλεσε και την αντίδραση του πατέρα του κατηγορούμενου ο οποίος δεν ενέκρινε ως πρέπουσα την συμπεριφορά αυτή. Ομοίως και την υποβολή ότι αφού μετακόμισε το ζευγάρι η παραπονούμενη ζήτησε από τον κατηγορούμενο να την πάει βόλτα με τη μηχανή. Το ίδιο επεσυνέβη και με την υποβολή ότι η παραπονούμενη ζήλευε τη σημασία που λάμβαναν τα παιδιά της αδελφής της.
Δ.2.3. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΤΗΣ (ΜΚ 6)
55. Υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της την κατάθεση της στην Αστυνομία ημερομηνίας 25/3/2021 (Έγγραφο Δ). Στην κατάθεση της η ΜΚ 6 αναφέρεται στο πώς της μεταφέρθηκε από τον πατέρα της στις 18/3/2021 τα όσα του ανέφερε η παραπονούμενη, στο ότι είχε αποφασίσει να πει του κατηγορούμενου να φύγει από το σπίτι και ότι δεν ήθελε να το συζητήσει. Ο κατηγορούμενος το αρνήθηκε λέγοντας της ότι «δε θα έκανε ποτέ τέτοιο πράμα στο μωρό» και η ίδια του είπε ότι ξέρει ότι την «πείραξε».
56. Περιέγραψε τη σχέση του κατηγορούμενου και της παραπονουμένης ως «πολύ καλή» και ότι «ήταν αγαπημένοι». Ανέφερε επίσης ότι «Σε πολλές περιπτώσεις έπεφταν μαζί και πολλές φορές έπαιζαν μαζί». Προφορικά ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος είχε καλές σχέσεις με την παραπονούμενη το 2015, έβλεπαν τηλεόραση μαζί όταν ήταν δουλειά οι γονείς τους το πρωί. Κατά την αντεξέταση δέχθηκε και την υποβολή ότι κάποια μεσημέρια ή/και βράδια η παραπονούμενη ερχόταν και ξάπλωνε στη μέση του ζευγαριού, από μόνη της όταν διέμεναν όλοι στην πατρική οικία επεξηγώντας ότι έβλεπαν τηλεόραση στο δωμάτιο της. Ο κατηγορούμενος «πολλές φορές» της σχολίαζε ότι όσο η παραπονούμενη «…μεγάλωνε γινόταν πιο γυναίκα και όταν έπαιζαν μαζί φοβόταν τις κινήσεις του δηλαδή τον τρόπο που την άγγιζε για να μην παρεξηγηθεί». Παρατήρησε όμως ότι όσο η παραπονούμενη μεγάλωνε γινόταν πιο επιθετική προς τον κατηγορούμενο και κάπως αντιδραστική.
57. Όταν η παραπονούμενη ήταν στη Β’ Γυμνασίου και είχαν μετακομίσει στο διαμέρισμα, η παραπονούμενη δεν ήθελε να τους επισκέπτεται χωρίς να δίνει σαφείς εξηγήσεις για τούτο. Ούτε και στο σπίτι τους κάτω από το σπίτι της οικογένειας δεν την επισκεπτόταν συχνά και όταν αυτό γινόταν ήταν όταν έλειπε ο κατηγορούμενος. Είπε επίσης κατά τη μαρτυρία της ότι όταν πήγαινε με τον κατηγορούμενο στο σπίτι των γονιών της η παραπονούμενη πήγαινε στο δωμάτιο της.
58. Τα τελευταία δε τρία με τέσσερα χρόνια (από τη μέρα της κατάθεσης της ΜΚ 6), η παραπονούμενη δεν δεχόταν ούτε τα χάδια της ίδιας και δεν ήθελε να την αγγίζει. Γενικότερα αναφέρει, όσο η παραπονούμενη μεγάλωνε γινόταν αρνητική προς τον κατηγορούμενο και τη σχέση της ιδίας (της ΜΚ 6) με τον κατηγορούμενο.
59. Σύμφωνα με τη ΜΚ 6 το ζευγάρι συγκατοίκησε στο σπίτι της οικογένειας τον Μάρτιο του 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2016. Τον Μάρτιο του 2016 ενοικίασαν το δικό τους διαμέρισμα.
60. Ήταν η θέση της ότι μετά από αυτά που έμαθε, αντιλαμβανόταν ότι κάποιες συμπεριφορές και γεγονότα συνδέονταν με τα όσα η αδελφή της υπέστη.
61. Σχετικά με το «μασάζ», ανέφερε στην κατάθεση της ότι όταν διέμεναν με την οικογένεια της και η παραπονούμενη ήταν 10 ετών ο κατηγορούμενος «πήγαινε στο δωμάτιο με την πρόθεση και των δύο όπως μου έλεγαν τότε να της κάνει μασάζ.». Ο κατηγορούμενος της έλεγε ότι της έκανε μασάζ στη ραχοκοκαλιά γιατί το ήθελε η παραπονούμενη. Τον ρώτησε να πάει και αυτή μαζί τους να τους δει και της απάντησε ότι «δεν χρειάζεται» αλλά δεν κατάλαβε ότι «γινόταν κάτι κακό». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά την κυρίως εξέταση είπε τα ακόλουθα (σελ. 208 – 209 των πρακτικών):
«Ό,τι θυμούμαι είναι ότι κάποιες φορές φώναζε... ελαλούσαν ότι θα της κάνει μασάζ τη νύχτα, εγώ ήμουν στο δωμάτιό μου που έμενα με τον κατηγορούμενο και ελάλε του, συνεννοούνταν από πριν ότι θα του πει να πάει να της κάνει μασάζ. Πήγαινε στο δωμάτιο του μωρού, έλεγα και εγώ να πάω στο δωμάτιο αλλά δεν με άφηνε και επειδή ο κατηγορούμενος γενικά ασκούσε μου πάρα πολύ έλεγχο και άκουα τον όταν μου έλεγε μην πάεις, έμενα στο δωμάτιο και ελάλουν του γιατί δεν με αφήνεις να έρθω και ελάλε μου ζηλεύκεις που το μωρό; Ερώτουν τον και έβγαλλε ότι ήταν δικό μου το θέμα. Αυτά.»
62. Όταν τον ρώτησε τί είδους μασάζ της έκανε της είπε ότι της κάνει στη ραχοκοκαλιά και της έδειξε συγκεκριμένη κίνηση. Της έκανε ως είπε αρκετές φορές μασάζ χωρίς να μπορεί να θυμηθεί αριθμό σίγουρα πάνω από δύο τρείς, έγινε αρκετές φορές όπως είπε.
63. Την αντίδραση του κατηγορουμένου όταν του μετέφερε τα όσα της είπε ο πατέρας της για την αδελφή της την περιέγραψε ως ακολούθως (σελ. 210 των πρακτικών):
«…ξεκίνησε και άλλαζε χρώματα, ήταν πολλά περίεργο το ύφος του, σαν να και σοκαρίστηκε, και μετά που λλίο ξεκίνησε να νευριάζει, να μου λαλεί ότι λαλούμε πελλάρες, ότι δεν θα πείραζε το μωρό, «ήταν να κάμω έτσι πράμα του μωρού» φώναζε και ήταν έτσι πολλά... πήγαινε να αγριέψει και επειδή μου ασκούσε σωματική βία πριν, έπιασα απευθείας»
64. Κατά την αντεξέταση και όταν της υπεβλήθη ότι η παραπονούμενη ήταν γενικώς αντιδραστική και ότι αποζητούσε προσοχή συνεχώς απάντησε ότι τόσο όταν ήταν μικρή όσο και τώρα είναι χαμηλών τόνων και οι μόνες στιγμές που ήταν έντονη ήταν σε ό,τι αφορούσε τον κατηγορούμενο και ότι «Ήθελε να γίνεται το δικό της όσον αφορούσε το ότι ερχόταν σπίτι μας και ήθελε να φύει τωρά και ελάλεν του παπά μου «φύαμε τώρα». Σε τίποτε άλλο δεν ήθελε να γίνεται το δικό της, ούτε σε υλικά αγαθά ούτε όσον αφορά οτιδήποτε άλλο, να πάει κάπου ή οτιδήποτε. Ήταν πάρα πολλά ήσυχο άτομο μέχρι σήμερα.» (σελ. 211 των πρακτικών).
65. Κατά την υποβολή ότι η παραπονούμενη αρνείτο να κάνει μπάνιο στην ηλικία των 10 – 11 ετών η θέση της ήταν ότι όντως αντιδρούσε αλλά σε φυσιολογικά πλαίσια ως ένα παιδί αυτής της ηλικίας που βαριέται να κάνει μπάνιο. Στην υποβολή ότι οι γονείς αλλά και όλοι όσοι ήταν στο σπίτι προσπαθούσαν να την πείσουν να κάνει μπάνιο η μάρτυρας απάντησε ότι δεν θυμόταν αυτή τη λεπτομέρεια. Της υποβλήθηκε επίσης η θέση ότι ο κατηγορούμενος μια μέρα που έβλεπαν όλοι μαζί κινούμενα σχέδια, είπε στην παραπονούμενη «…πως εάν πάει να κάνει μπάνιο τότε θα της κάνει αυτό που κάνουν μέσα στο καρτούν και έκανε την κίνηση αυτήν στη ραχοκοκαλιά της, να το κάνει στη ραχοκοκαλιά της (κίνηση με τα δύο δάχτυλα ως το βάδισμα)». Απάντησε ότι της ζητείτο να θυμηθεί «…μια λεπτομέρεια πριν δέκα χρόνια που δεν θυμούμαι αν έγινε» (σελ. 213 των πρακτικών).
66. Δέχθηκε επίσης ότι όταν ο κατηγορούμενος έκανε μασάζ στην παραπονούμενη η ίδια το γνώριζε. Αρνήθηκε όμως ότι η ίδια η παραπονούμενη ζητούσε από τον κατηγορούμενο να πάει να της κάνει μασάζ και ότι η ίδια τον παρακινούσε να το πράξει προσθέτοντας ότι «Εγώ εμουρμούρουν για τον [κατηγορούμενο] που επήαινε στο δωμάτιο του μωρού τζιαι έλεε μου τζιόλας «μείνε δαμέ τζιαι εν να έρτω», γιατί έλεα του «τζιαι εγώ να έρτω να δω το μασάζ». Γιατί μου έλεε «μείνε δαμέ εσύ» τζιαι εν με άφηνε να πάω; Τούτο ήταν πολλά έντονο τζιαι εθύμωνα για τούτο το θέμα τζιαι έφκαλεν με πελλή.» (σελ. 214 των πρακτικών). Αν και δεν αρνήθηκε ότι μπορούσε ανά πάση στιγμή να πάει στο δωμάτιο προέβαλε ότι ο κατηγορούμενος ήταν χειριστικός μαζί της και υπάκουε σ’ ό,τι της έλεγε.
67. Θέση της σε διάφορες υποβολές που της έγιναν, ήταν ότι η παραπονούμενη τους επισκεπτόταν στο διαμέρισμα κάποιες φορές πριν πάει γυμνάσιο. Όταν ήταν γυμνάσιο δεν τους επισκεπτόταν και όταν πήγαινε στο διαμέρισμα τους ήταν με τους γονείς τους και η παραπονούμενη επέμενε να φύγουν. Γενικώς απέφευγε να πηγαίνει στο διαμέρισμα τους. Πριν πάει γυμνάσιο το καλοκαίρι πήγε κάποιες φορές για να της κάνει η ίδια αποτρίχωση όταν ο κατηγορούμενος έλειπε από το σπίτι. Αρνήθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν παρών. Στο διαμέρισμα του ζευγαριού η παραπονούμενη διανυκτέρευσε μία φορά, Μάιο μήνα, όταν ήταν έκτη τάξη δημοτικού. Η ίδια η ΜΚ 6 είχε εξετάσεις την επόμενη μέρα και η παραπονούμενη έμεινε εκεί για να πάνε για καφέ όταν θα τελείωνε την εξέταση της. Η ίδια πήρε τηλέφωνο τον κατηγορούμενο όταν τέλειωσε η εξέταση και της είπε «να πιάμε τον παπά σου να έρτει να την πιάσει».
68. Αρνήθηκε επίσης τις υποβολές ότι η παραπονούμενη ήθελε να πηγαίνει βόλτα με το αυτοκίνητο και τη μοτοσυκλέτα του κατηγορούμενου λέγοντας ότι αυτό γινόταν όταν ήταν στο δημοτικό. Όπως αρνήθηκε και τη θέση ότι την παραλάμβανε από το γυμνάσιο. Θέση της ήταν ότι το Γυμνάσιο ήταν απέναντι από το διαμέρισμα και δεν είχε νόημα να πάει να την παραλάβει με αυτοκίνητο ο κατηγορούμενος.
69. Στο ξύλινο σπίτι, ήταν η θέση της ΜΚ 6, η παραπονούμενη σπάνια τους επισκεπτόταν και αυτό αποτελούσε θέμα στην οικογένεια. Την έπαιρναν οι γονείς της κάποιες φορές και τους ζητούσε να φύγουν. Αρνήθηκε ότι κατά τη διάρκεια πάρτι γενεθλίων της κόρης της μάρτυρος σε εκείνο το σπίτι η παραπονούμενη έτρεξε προς το μέρος που καθόταν ο κατηγορούμενος και πήδηξε πάνω του και τον γαργαλούσε γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του πατέρα του κατηγορουμένου. Θέση της ήταν ότι εκείνη την περίοδο η παραπονούμενη απέφευγε τόσο τον κατηγορούμενο όσο και την ίδια.
70. Συμφώνησε ότι μόλις ο πατέρας της της είπε τα όσα του είπε η παραπονούμενη αμέσως ήθελε να χωρίσει με τον κατηγορούμενο. Μετά που είπε στον κατηγορούμενο να χωρίσουν, υπήρξε μια περίοδος εντάσεων. Για κάποια περίοδο έμεινε στο ΣΠΑΒΟ περιμένοντας να βγουν διατάγματα διότι ο κατηγορούμενος είχε σπάσει τη πόρτα του σπιτιού.
71. Είχε καταρρακωθεί όταν άκουσε για τα φερόμενα συμβάντα μεταξύ του κατηγορούμενου και της παραπονουμένης. Ερωτηθείσα εάν προσπάθησε να διακριβώσει τί έγινε, αναφέρθηκε σε προσπάθειες επηρεασμού της από τον κατηγορούμενο όπως έκανε και σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους. Είπε ότι της τηλεφωνούσε και της έλεγε ότι συνωμοτεί η οικογένεια της εναντίον της για να τη διώξουν από το σπίτι.
72. Στις υποβολές ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει πράγματα που της υπέβαλε ο πατέρας της, το αρνήθηκε. Συζήτησαν κάποιες φορές με τον πατέρα της. Ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος είναι ο πατέρας των παιδιών της και δε θα έλεγε ψέματα για αυτόν και μάλιστα στο τέλος να στιγματίσει και τα παιδιά της. Προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει μόνο την αλήθεια.
Δ.2.4. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΛΙΝΙΚΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥ Κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (ΜΚ 3)
73. Ο ΜΚ 3 είναι Κλινικός Ψυχολόγος, τότε με καθήκοντα στο «Σπίτι του Παιδιού» («ΣτΠ») (βλ. Βιογραφικό Σημείωμα – Έγγραφο Α1). Στις 2/8/2021 ετοίμασε Έκθεση Ψυχολογικής Αξιολόγησης σε σχέση με την παραπονούμενη (Έγγραφο Α2).
74. Η παραπονούμενη παραπέμφθηκε στο ΣτΠ για ψυχολογική αξιολόγηση από το Γραφείο Χειρισμού Θεμάτων Βίας στην Οικογένεια και Κακοποίησης Ανηλίκων του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος — Αρχηγείο Αστυνομίας από την Αστ. ΜΚ 5, στις 13/5/2021 στο πλαίσιο διερεύνησης αυτής της υπόθεσης.
75. Πραγματοποιήθηκε σειρά ψυχοδιαγνωστικών κλινικών συνεντεύξεων με την παραπονούμενη και τον ίδιο, στις 13/4/2021, 21/4/2021 29/4/2021 και 6/5/2021, καθώς και συναντήσεις με τους γονείς για λήψη ατομικού, οικογενειακού και αναπτυξιακού ιστορικού της και ανακοίνωση των πορισμάτων στις 22/4/2021 και 20/5/2021. Οι συναντήσεις ήταν διάρκειας 40 – 50 λεπτών.
76. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την ψυχολογική αξιολόγηση ήταν η ημιδομημένη κλινική συνέντευξη (υποβολή κάποιων ερωτήσεων και ελεύθερη αφήγηση) και η διερευνητική παρατήρηση.
77. Οι γονείς ανέφεραν ότι η παραπονούμενη είχε καλή σχέση με όλα τα μέλη της οικογένειας και ότι ως γονείς ήταν στηρικτικοί και συζητούσαν αρκετά τυχόν δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα παιδιά. Επίσης στο παρελθόν είχαν έντονες συγκρούσεις οι οποίες σχετίζονταν κυρίως με οικονομικές δυσκολίες, όπου σε κάποιες ήταν παρόντα και τα ανήλικα παιδιά τους.
78. Τα αναπτυξιακά ορόσημα κίνησης, λόγου και ελέγχου των σφιγκτήρων ενέπιπταν στα φυσιολογικά πλαίσια. Η παραπονούμενη ξεκίνησε τη φοίτηση της σε παιδικό σταθμό στην ηλικία των 2 ετών, και κατά τη διάρκεια της φοίτησής της σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε δυσκολία. Κατά την διάρκεια των αξιολογικών συναντήσεων φοιτούσε στην A’ τάξη Λυκείου και η σχολική της επίδοση χαρακτηρίστηκε ως άριστη. Κατά τις συναντήσεις με τους γονείς, αναφέρθηκαν αλλαγές στη συμπεριφορά της παραπονουμένης όταν ήταν περίπου 10–12 ετών. Συγκεκριμένα, η ανήλικη εκείνη την περίοδο σταμάτησε τις εξωσχολικές της δραστηριότητες σταδιακά, ήταν ανήσυχη κατά τις διανυκτερεύσεις της στη νονά της, απέφευγε να πηγαίνει σε σπίτια φίλων της όπως επίσης και απόσυρση από τα ενδιαφέροντα της. Ακόμη, σε σχέση με τον κατηγορούμενο, οι γονείς ανέφεραν ότι τα τελευταία δύο χρόνια τον απέφευγε και δεν είχε αρκετή επαφή μαζί του.
79. Παρατήρησε ότι η παραπονούμενη προσερχόταν στις αξιολογικές κλινικές συναντήσεις συνοδευόμενη από τους γονείς της. Ήταν ντυμένη κατάλληλα για την εποχή, την περίσταση και την ηλικία της. Διατηρούσε μέτρια βλεμματική επαφή, ήταν συνεργάσιμη, παρουσίαζε να ήταν ντροπαλή και με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η έκφραση του συναισθήματος της ήταν σύντονη με το περιεχόμενο της συζήτησης. Ήταν προσανατολισμένη σε χρόνο, χώρο και εαυτό. Ο περιγραφικός της λόγος ήταν ανεπτυγμένος στα φυσιολογικά αναμενόμενα πλαίσια και ήταν ομιλητική. Αδρά εκτιμώμενες οι γνωστικές της ικανότητες φάνηκε να ενέπιπταν στο φυσιολογικό επίπεδο. Υπήρχε συνοχή στον ειρμό της σκέψης της με φυσιολογική προσοχή, αντίληψη και συγκέντρωση.
80. Συζητώντας μαζί της για το οικογενειακό πλαίσιο, η παραπονούμενη του περιέγραψε τη σχέση της με τους γονείς της ως καλή, ενώ με τον καθένα είχε διαφορετικά ενδιαφέροντα. Παρουσίασε τους γονείς να ήταν υποστηρικτικοί προς την ίδια και τα αδέρφια της, ενώ χαρακτήρισε την οικογένεια της ως «ήρεμη, δεμένη και ότι επικοινωνούν μεταξύ τους». Ο ΜΚ 3 παρατήρησε όμως ότι η παραπονούμενη δεν εκφραζόταν προς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας για θέματα που την απασχολούσαν, αλλά μόνο για δυσκολία που αφορούσε άλλο μέλος της οικογένειας της. H δυσκολία της αυτή στην έκφραση και στο μοίρασμα πληροφοριών για την ίδια, παρατηρήθηκε και στο κοινωνικό κομμάτι αφού, αν και είχε δημιουργήσει κάποιες φιλίες εντός και εκτός σχολείου, ήταν απομονωμένη στο σχολείο αφού της ήταν δύσκολο να εκφραστεί και να μοιραστεί πράγματα για την ίδια, αφού πίστευε ότι οι άλλοι δεν ενδιαφέρονταν. Του ανέφερε ότι δεν είχε κάποια ενδιαφέροντα κατά την περίοδο της αξιολόγησης, ενώ τον ελεύθερο της χρόνο τον πέρναγε στο δωμάτιο της απασχολημένη στο κινητό της.
81. Ο ΜΚ 3 παρατήρησε ότι περίπου κατά την περίοδο της αναφερόμενης σεξουαλικής κακοποίησης, ήταν και η περίοδος που η οικογένεια βίωσε τις εντάσεις των γονέων. H συζυγική δυσαρμονία των γονέων φάνηκε να επηρέασε την ανήλικη εκείνο το διάστημα, όπου ήταν συναισθηματικά ευάλωτη και να είχε ανάγκη για φροντίδα και προσοχή (αποσπάσματα από σχετική βιβλιογραφία για το θέμα κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 12 και 13).
82. Όταν η ανήλικη άρχισε να συνειδητοποιεί ότι τα περιστατικά που βίωσε δεν ήταν «σωστά», παρουσίασε συναίσθημα λύπης, είχε μέτρια διάθεση, ένιωθε «ένα κενό», ενώ ανέφερε και ευχές θανάτου. Επίσης είχε θυμό προς τον κατηγορούμενο έναντι του οποίου άλλαξε στάση απέναντι του λόγω των περιστατικών. Δεν του μιλούσε, του απαντούσε ψυχρά εάν χρειαζόταν, τον αγνοούσε και απόφευγε οποιανδήποτε επαφή μαζί του. Σε ερωτήσεις των γονέων για την αλλαγή της συμπεριφοράς της, η ίδια απαντούσε ότι δεν τον συμπαθεί.
83. Όσον αφορά την αποκάλυψη, φάνηκε, κατά την δική του εκτίμηση, ότι η καθυστέρηση οφειλόταν στον φόβο για τις συνέπειες της αποκάλυψης, αφού ένιωθε ότι οι γονείς της είχαν καλή σχέση μαζί του και ότι δεν θα πίστευαν την ίδια. Η αποκάλυψη έγινε σε μια έντονη συζήτηση όπου ένιωθε θυμό προς τους γονείς και τους εξέφρασε ανησυχίες ότι ο σύζυγος της αδερφής της μπορεί να «παρενοχλήσει» τη δική του κόρη, αφού κόντευε στην ηλικία που η ίδια υπέστη τη σεξουαλική κακοποίηση. Μετά την αποκάλυψη, φάνηκε ότι ένιωσε την ασφάλεια ότι οι γονείς της θα αναλάβουν και ότι δεν θα την ενέπλεκαν στην διαδικασία της καταγγελίας. Ανέφερε ότι δεν υπάρχει «ένα μοτίβο αποκάλυψης» κάποτε μπορεί να γίνει και τυχαία όπως π.χ. σε μια συζήτηση όταν είναι στρεσαρισμένα ή συναισθηματικά φορτισμένα. Τα έντονα συναισθήματα ενοχής ή η καλή σχέση των γονιών της με τον κατηγορούμενο μπορεί να έπαιξαν ρόλο στην καθυστέρηση αποκάλυψης των συμβάντων.
84. Ο ΜΚ 3 σημείωσε ότι η παραπονούμενη είχε ενοχλητικές μνήμες, ότι αναφέρθηκε σε εφιάλτες με σχετικό περιεχόμενο και ότι εξέφρασε την ανησυχία ότι θα επηρεαστεί μελλοντική ρομαντική σχέση της. Η παραπονούμενη επίσης, αναφέρθηκε σε αρνητικές σκέψεις προς τον εαυτό και προς άλλα άτομα. Ακόμη, παρουσίασε απόσυρση και απομόνωση από τον κοινωνικό της κύκλο και από τα ενδιαφέροντα της.
85. Ως προς τα δικά του συμπεράσματα ο ΜΚ 3 αναφέρει στην έκθεση του τα ακόλουθα (κατατέθηκαν σελίδες από Διαγνωστικό Εγχειρίδιο DSM – 5 ως Τεκμήριο 14):
«Σύμφωνα με το Διαγνωστικό Εγχειρίδιο DSM-5, η ανήλικη πληρούσε τα κριτήρια Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες (309.81) και πιο συγκεκριμένα τα (Α.1) Παρουσίασε να βίωσε άμεσα τραυματικό γεγονός, (Β.1) Διεισδυτικές ενοχλητικές μνήμες του τραυματικού γεγονότος, (6.4) Έντονη ψυχολογική ενόχληση κατά την έκθεση σε υπαινιγμούς που μοιάζουν με κάποια πλευρά του τραυματικού γεγονότος. (Γ.2) Προσπάθειες να αποφύγει εξωτερικές υπενθυμίσεις που ανακαλούν ενοχλητικές μνήμες, σκέψεις ή αισθήματα για τα τραυματικά γεγονότα. (Δ.2) Επίμονες και υπερβολικές αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό και τους άλλους, (Δ.4) Επίμονα αρνητική συγκινησιακή κατάσταση και (Δ.5) Εμφανώς μειωμένο ενδιαφέρον σε σημαντικές δραστηριότητες, (Ε.3) Υπερεπαγρύπνηση και (Ε.6) Διαταραχή του ύπνου. (ΣΤ) Η διάρκεια της διαταραχής είναι μεγαλύτερη από 1 μήνα, (Ζ) η διαταραχή προκαλεί σημαντική ενόχληση σε σημαντικές περιοχές της λειτουργικότητας και (Η) η διαταραχή δεν οφείλεται σε φυσιολογικές δράσεις μιας ουσίας ή άλλη σωματική κατάσταση.»
86. Το γεγονός μιας φωτογράφησης μαζί με τον κατηγορούμενο, αν και απουσίαζαν κατά τη θέση του αρκετά δεδομένα, δεν σήμαινε από μόνο του ότι η παραπονούμενη δεν είχε συμπτωματολογία μετατραυματικού στρες. Υπάρχουν περιπτώσεις που θύμα κακοποίησης αναπτύσσει αμυντικούς μηχανισμούς, όπως η αποσυνδετική αμνησία και μπορεί να το βοηθήσουν να προσαρμοστεί σε μια κατάσταση. Εν προκειμένω, επειδή η παραπονούμενη δεν ρωτήθηκε, δεν μπορούσε να πει αν ο ίδιος είχε παρατηρήσει κάτι τέτοιο.
87. Αντεξεταζόμενος δέχθηκε, ότι εκτός από την παρατήρηση της συμπεριφοράς της παραπονούμενης ενώ μιλούσε ή απαντούσε, στηρίχθηκε στα λεχθέντα της. Ο ρόλος του δεν είναι να διαγνώσει αν ψεύδεται ή αν λέει την αλήθεια. Δέχθηκε ότι παιδί για να λάβει σημασία των γονιών του μπορεί να πει ψέματα. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, ανέφερε, ένα παιδί ψεύδεται για καταστάσεις με θετικά αισθήματα παρά καταστάσεις που τους δημιουργούν στρεσογόνα ή αρνητικά συναισθήματα. Δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο, εν προκειμένω όμως διαπίστωσε ότι τα λεγόμενα της παραπονούμενης συμβάδιζαν με τα αισθήματα της και δεν παρατηρήθηκε αστάθεια στις αναφορές της. Ένα πρόσωπο βέβαια μπορεί να λέει ψέματα και να μην έχει αστάθεια στον λόγο του, ανέφερε.
Ε. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ
Ε.1. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
88. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι γνώρισε τη ΜΚ 6 όταν αυτός ήταν 18 ετών και εκείνη 14. Τέλεσαν γάμο το 2017. Αντεξεταζόμενος δέχθηκε ότι αυτός ήταν 19 και εκείνη 14.
89. Το 2012 – 2015 οι γονείς της παραπονούμενης μάλλωναν συνεχώς. Έφευγαν από το σπίτι. Καλούσαν τηλεφωνικώς τη ΜΚ 6 να πάει στο σπίτι για να προσέχει την παραπονούμενη. Πήγαινε και ο ίδιος. Της έκαναν παρέα, έβλεπαν τηλεόραση ή πήγαιναν για παγωτό. Η παραπονούμενη από τον καιρό που τη γνώρισε, σε ηλικία 7 – 8 ετών, ήταν κλειστός χαρακτήρας, δεν εκφραζόταν πολύ και έβλεπε πολλή τηλεόραση. Αντιδρούσε αν της έλεγαν να δουν κάτι άλλο από τα κινούμενα σχέδια που έβλεπε.
90. Δεν της έκανε ποτέ μασάζ. Επειδή αντιδρούσε να κάνει μπάνιο της είπε ότι αν έκανε μπάνιο θα της έκανε ανάλογη κίνηση που είδε σε κινούμενο σχέδιο στην πλάτη (κίνηση με δύο δάκτυλα, όπως το βάδισμα). Μετά που η παραπονούμενη έκανε μπάνιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι της με τις πιτζάμες του φώναξε, πήγε άφησε την πόρτα μισάνοικτη και της έκανε την κίνηση με τα δύο του δάκτυλα στη ραχοκοκαλιά της, της είπε καληνύχτα και έφυγε. Το έκανε και άλλες 4 – 5 φορές.
91. Συγκεκριμένα, όταν του ζητήθηκε να αναφερθεί στα επίδικα είπε τα ακόλουθα (σελ. 253 – 254 των πρακτικών):
«Α. Μασάζ δεν της έκανα ποτέ της [παραπονουμένης]. Η [παραπονούμενη] δυσκολευόμασταν για μπάνιο, την παρακαλούσαμε να κάμει μπάνιο που ήταν μωρό. Μια μέρα καθόμασταν στον καναπέ που ήταν γωνιακός ο καναπές καθόμουν εγώ στην άκρια του καναπέ, επειδή ήταν η τηλεόραση, δίπλα μου ήταν η γυναίκα μου. Η [παραπονούμενη], η γυναίκα μου και η μητέρα της στην άλλην άκρια. Και βλέπαμε ένα Mickey Mouse συγκεκριμένο που έβλεπε η [παραπονούμενη]. Δεν μιλούσε, ήταν ένα μπλε με άσπρο μόνο ένεφκεν με τα σιέρκα τζιαι έκαμνε το ένα του άλλου τούντο πράμα. (Δείχνει κίνηση με τα δύο δάχτυλα, δείκτη και μέσο, όπως το βάδισμα) Έταξα της [παραπονουμένης] εάν κάμει μπάνιο να της κάμω τούτο το πράμα στη ραχοκοκαλιά. (Δείχνει την ίδια κίνηση) Τούτο έκαμα στη [παραπονουμένη].
E. Έγινε, δηλαδή, αυτό το πράγμα εκείνην τη μέρα;
A. Ναι, επήε έκαμε μπάνιο, εφώναξε μου μετά που τελείωσε που το μπάνιο, ήμουν κάτω μαζί με τους υπόλοιπους στην οικογένεια όταν μου φώναζε. Ήταν η [παραπονούμενη] ξαπλωμένη στο κρεβάτι της με τις πιτζάμες της, άνοιξα την πόρτα, άφησα μισάνοιχτη την πόρτα, έκαμα τούτο το πράμα (δείχνει και πάλι την ίδια κίνηση) πάνω στα κόκκαλα της ραχοκοκαλιάς, πιο λλίο που ένα λεπτό και είπα της «καληνύχτα, [Χ] μου», τζιαι έφυγα.
E. Αυτό το έκανες και άλλη φορά, κύριε μάρτυς;
A. Ναι.
E. Θέλω να περιγράψεις λίγο, κάθε φορά που πηγαίνεις, αυτό το σκηνικό που γινόταν. Θέλω να το περιγράψεις στο Δικαστήριο.
A. Εγώ θυμούμαι αυτό το πράμα έγινε τέσσερις ‑ πέντε φορές και πάντα η [παραπονούμενη] εφώναζε μου. Τις παραπάνω φορές ήμουν κάτω στον καναπέ με τους υπόλοιπους ή έπεφτα γιατί στις 06:00 π.μ. έπρεπε να είμαι στην πεζίνα, τζιαι έπεφτα λλίο γλήορα. Άμα έπεφτα εβαρκούμουν να σηκωθώ να ξαναντύνουμαι για να πάω, τζιαι μου έλεγεν η [ΜΚ 6] «πήαινε, τζιαι εν κρίμα το μωρό».
E. Θέλω να μας πεις όταν πηγαίνεις στο δωμάτιο, τι γινόταν, κύριε μάρτυς;
A. Όταν πήγαινα στο δωμάτιο, η [παραπονούμενη] ήταν πάντα ξαπλωτή μπρούμυτα, η πόρτα ήταν ή ανοικτή η μισάνοιχτη και το κρεβάτι της [παραπονουμένης] ήταν ψηλό μέχρι τον ώμο μου. (Δείχνει τον αριστερό του ώμο).»
92. Το κρεβάτι ήταν ψηλό 1.60 – 1.65 μ. Είχε 4 σκαλοπάτια. Από κάτω ήταν κενό. Ήταν ακουμπημένη στη μια πλευρά στον τοίχο και η άλλη είχε κάγκελο. Δεν βγήκε ποτέ πάνω στο κρεβάτι. Όλοι γνώριζαν ότι πήγαινε στο δωμάτιο για τον λόγο αυτό και ήταν αποδεκτό. Η ΜΚ 6 του έλεγε να πάει γιατί ήταν κρίμα η παραπονούμενη. Κάποτε η παραπονούμενη ξάπλωνε στη μέση τους όταν έβλεπαν τηλεόραση στο δωμάτιο τους.
93. Αναφερόμενος στο παιχνίδι με τα γαργαλητά είπε ότι το να πηδά η παραπονούμενη πάνω του και να τον γαργαλά το έκανε η παραπονούμενη στο διαμέρισμα. Το έκανε μπροστά στους γονείς της και τη ΜΚ 6. Μπροστά σε ξένους το έκανε δύο φορές. Εξήγησε ότι καθόταν στα πόδια του και τον γαργαλούσε. Δεν της έκανε κάποιος παρατήρηση διότι ως το έθεσε «…τί θα έλεγαν σε ένα μωρό που έπαιζε».
94. Κληθείς να απαντήσει για τη συχνότητα επισκέψεων των γονέων της τότε συζύγου του και της παραπονουμένης στο διαμέρισμα είπε ότι εάν πήγαιναν οι γονείς της 10 φορές αυτή πήγαινε τις 8 μαζί τους. Όταν το παιδί τους ήταν νεογέννητο μπορεί να πήγαιναν και δύο φορές τη μέρα. Η παραπονούμενη αρχικά ήταν ντροπαλή, «ήταν κολλημένη πάνω στον παπά της» αλλά μετά από λίγο «έπιαννε τον αέρα της» και άρχιζε να παίζει.
95. Διανυκτέρευσε στο διαμέρισμα δύο φορές εκεί. Την πρώτη φορά που έμεινε ήταν μετά από πάρτι γενεθλίων της ΜΚ 6 ή της θυγατέρας του. Οι γονείς της μάλωναν και τελικά έφυγαν. Ο κατηγορούμενος ανέλαβε να πάρει τον παππού και τη γιαγιά πίσω στο χωριό τους. Πήγε μαζί του και η παραπονούμενη. Καθ’ οδόν η παραπονούμενη του είπε αν θα της μάθει να οδηγεί όπως έμαθε της αδελφής της και της απάντησε θετικά. Στον χώρο στάθμευσης κάτω από το διαμέρισμα, της είπε «έλα να μάθεις να οδηγάς». Κάθισε αυτή στη θέση του οδηγού και ο ίδιος στη θέση του συνοδηγού. Δοκίμασε να οδηγήσει της έσβησε 3 – 4 φορές η μηχανή και σταμάτησαν. Χρησιμοποίησε το όχημα που είχε τότε, ένα «Suzuki» κόκκινο (Φωτογραφίες Τεκμήρια 9 και 10). Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι στην κατάθεση του (Τεκμήριο 4) όταν ανέφερε ότι η παραπονούμενη ερχόταν αραιά εννοούσε τους τελευταίους δύο μήνες.
96. Το 2019 μετακόμισαν στο ξύλινο σπίτι. Τους επισκεπτόταν και εκεί η παραπονούμενη. Ουδέποτε όμως διανυκτέρευσε εκεί. Το 2020, στα γενέθλιά της θυγατέρας του, η παραπονούμενη «έκατσε πάνω» του στον καναπέ και τον γαργαλούσε. Τη γαργαλούσε και εκείνος. Δέχθηκαν παρατήρηση από τον πατέρα του, ο οποίος τους είπε ότι δεν ήταν σωστό. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το να παίζουν έτσι γινόταν συχνά, μπροστά σε ξένους μόνο δύο φορές. Το έκανε μπροστά και από τους γονείς της και τη ΜΚ 6, χωρίς να αντιδρούν.
97. Την περίοδο του «Κορονοϊού», η ΜΚ 6 έμεινε έγκυος. Σπούδαζε ταυτόχρονα. Ήταν σπίτι με το άλλο μωρό όλη μέρα. Ο ίδιος δούλευε 12ωρο. Άρχισαν να έχουν εντάσεις. Για να αμβλύνουν την οικονομική πίεση αποφάσισαν να μετακομίσουν στο υπόγειο της οικίας των γονιών της. Ο ΜΚ 4 ήταν σύμφωνος και τον Ιούλιο 2020 άρχισαν να το φτιάχνουν.
98. Ο αδελφός της ΜΚ 6 και η παραπονούμενη αντέδρασαν. Ένεκα της αντίδρασης του γιού του, ο ΜΚ 4 του ζήτησε να αναστείλουν για λίγο τις εργασίες. Όταν επέστρεψαν από ολιγοήμερες διακοπές ξαναμίλησαν στην παρουσία όλων των μελών της οικογένειας. Ο γιος της οικογένειας αντέδρασε πιο άσχημα. Ως είπε ο κατηγορούμενος πιάστηκε και στα χέρια με τον ΜΚ 4. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος τους είπε ότι θα τους έδινε το σπίτι τελειωμένο. Ταυτοχρόνως έψαχναν και άλλο σπίτι με τη ΜΚ 6. Είπε επίσης ότι ο ίδιος, αν και έδωσε περί τα €38.000 δεν ήθελε να μείνει εκεί. Μάλιστα τους πρότεινε αν θέλουν να υπογράψει «χαρτί» ότι δεν θα τους πιάσει με τη ΜΚ 6 το σπίτι. Αρνήθηκε ότι αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το τι είπε στην κατάθεση του, ότι δηλαδή ήταν οι ίδιοι που ήθελαν «χαρτί» ότι δεν θα τους έβγαζαν έξω.
99. Για την αντίδραση της παραπονουμένης παρέθεσε τα ακόλουθα (σελ. 261 των πρακτικών):
«Η [παραπονούμενη] ξεκίνησε να αντιδρά στον παπά της γιατί θα της πιάσουμε το σπίτι το άλλο που εν δικό της και έφκαλλε τα πάνω στον παπά της. Μου έλεγε «μεν την ακούεις, εγώ αποφασίζω και θα το κάμουμε». Συνεχίζαμε και εκάμναμε το σπίτι. Προς το τέλος του σπιτιού, όταν ξεκιννήσαμε και εκάμναμε τις σπάτουλες, ο παπάς της είπε ότι ξέρει, γιατί άρκεψαν να λείφκουν τα λεφτά. Έρκετουν η [παραπονούμενη] συνέχεια κάτω και εφώναζε του ετράβαν τον να παν πάνω. Το καλό του που έχει πόρτα μέσα στο σπίτι, κατεβαίνει με σκάλα κάτω στο υπόγειο. Μετά που πολλές φορές που έγινε τούτο το πράμα, ο παπάς της [ΜΚ 6] είπε μου να πηγαίνω πρωί μέχρι την ώρα που θα ξυπνήσει η [παραπονούμενη] για να μεν μουρμουρά η [παραπονούμενη] τζιαι έτσι εκάμαμε.»
100. Παρουσίασε την παραπονούμενη ως πρόσωπο το οποίο διαμαρτυρόταν και έπρεπε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να είναι προσεκτικοί μαζί της. Έκρυβαν πράγματα από το ψώνισμα που η ίδια δεν έτρωγε γιατί γκρίνιαζε ότι σπαταλούσαν χρήματα, όταν δεν την ρώτησαν όταν χάρισαν καναπέ στο ζευγάρι οι γονείς της ή όταν ακόμα άλλαζαν τη διακόσμηση του σπιτιού. Η παραπονούμενη τα Χριστούγεννα μάλιστα έσβησε τη θέρμανση και είπε στον κατηγορούμενο «εν δικό μου το σπίτι και ό,τι θέλω κάμνω». Ο κατηγορούμενος το ανέφερε στον ΜΚ 4 ο οποίος του είπε ότι θα της μιλούσε. Η παραπονούμενη αντέδρασε επίσης στο να φέρουν και τους σκύλους τους. Είχε ήδη σκύλο ανέφερε. Ήταν μάλιστα σκύλος που είχε αρχικά δωρίσει ο ίδιος στη ΜΚ 6. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι ήταν η «πρώτη και τελευταία φορά» που είχε θυμώσει στην παραπονούμενη.
101. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι είχε πάντοτε μοτοσυκλέτες. Ενώ ήταν σε εξέλιξη οι εργασίες, είχε βγάλει τη μοτοσυκλέτα του έξω για να την καθαρίσει (φωτογραφία, Τεκμήριο 11). Ακολούθως την ξεκίνησε και η παραπονούμενη που τον είχε δει τον ρώτησε αν μπορούσε να την «πάρει γυρόν». Ο κατηγορούμενος δέχθηκε. Σε κάποια στιγμή που ήταν σε στάση, η παραπονούμενη έσκυψε πάνω από την πλάτη του και του είπε «γαμώ το, γιατί να είσαι με την [ΜΚ 6];». Δεν της απάντησε και την πήρε πίσω. Το ανέφερε στη ΜΚ 6, η οποία του είπε «αφού ξέρεις τη [παραπονούμενη], έτσι κάμνει, εν μιαν έστι τζιαι μιαν εν άλλως πως». Την μετέφερε πολλές φορές γενικά με το αυτοκίνητο ή τη μοτοσυκλέτα. Μάλιστα πολλές φορές του ζητούσε ο ΜΚ 4 να την παραλαμβάνει από το σχολείο λέγοντας του «μεν πάεις με το βαν, εν θα μπαίνει μέσα, πήαινε με το BMW».
102. Ήταν η θέση του ότι η παραπονούμενη άρχισε να ζηλεύει όταν γεννήθηκε η πρώτη τους θυγατέρα.
103. Στις 18/3/2021, όταν επέστρεψε στο σπίτι, η ΜΚ 6 του ζήτησε να φύγει γιατί τους είχε πει η παραπονούμενη ότι την «επείραξε στο πουλί και στα βυζιά που ήταν μωρό». Ο ίδιος έκπληκτος αρνήθηκε, ζήτησε να «έρθουν κάτω να εξηγηθούν». Ήταν έντονος. Ήρθε Αστυνομία και έφυγε. Πήγαινε ακολούθως καθημερινά να μάθει γιατί έγινε τέτοια καταγγελία και τον έδιωχναν με Αστυνομία. Πήγαινε στον Σταθμό και ζητούσε να δώσει κατάθεση. Τον παρέπεμψαν στο Αρχηγείο. Μίλησε με την Αστ. ΜΚ 5, η οποία του είπε ότι δεν είχε καταγγελθεί ακόμη. Δεν είδε τα μωρά του για 20 μέρες. Για κάποιο χρονικό διάστημα η ΜΚ 6 είχε μείνει και σε ειδική στέγη. Προσπάθησε να την εντοπίσει και ο Αστυνομικός τον προειδοποίησε τηλεφωνικώς να μην πλησιάσει. Η ΜΚ 6 με την οποία είχε επικοινωνία δεν ήθελε να μείνει αλλά ο ΜΚ 4 επέμεινε ώστε να βγούν τα «διατάγματα». Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι στην ανακριτική του κατάθεση ημερ. 8/4/2021 (Τεκμήριο 4) απάντησε σε ότι ρωτήθηκε. Γνώριζε τη δεδομένη στιγμή ότι είχε καταγγελθεί.
104. Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε και στις φωτογραφίες Τεκμήρια 6 (βάπτιση τέκνου, 2017 ή 2018), 7 (2019, φωτογραφία στο πατρικό σπίτι) και 8 (φωτογραφία γάμου το 2017). Δεν θυμόταν με ποιου την πρωτοβουλία τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες.
ΣΤ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
105. Το βάρος απόδειξης της κάθε κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή. Το επίπεδο απόδειξης είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορουμένου [βλ. Woolmington v DPP [1935] AC 462(HL), R v Majid [2009] EWCA Crim 2563, ΓΕ v Ismail κ.α., (2016) 2Β ΑΑΔ 891, 943 και The Crown Court Compendium Part I: Jury and Trial Management and Summing Up, Judicial College, June 2023, σελ. 5 – 1 και 5 – 3, §§ 1 και 8].
106. Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του, παραμένει με έστω υποβόσκουσα αμφιβολία η αθώωση είναι αναπόφευκτη [βλ. Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459, 484 – 485]. Ακόμη και η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορουμένου δεν μεταβάλλει την ανάγκη απόδειξης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί σε περίπτωση απόρριψης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής [βλ. ΓΕ v Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246, 250]. Η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορούμενου είναι μοιραία για την Υπεράσπιση, μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής παραμένει ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια σε καταδίκη (βλ. Τρύφωνος v Αστυνομία, Ποινική Έφεση 41/2019, 8/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:B119, με αναφορά στην Kafalos v The Queen, 19 CLR 121).
107. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά την αντιπαραβάλαμε και την εξετάσαμε στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας [βλ. Mustafa v Κακουρή κ.α. (2002) 1Α ΑΑΔ 165, 172 και Στυλιανίδης v Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, 1061] αλλά και των αμοιβαίως αποδεκτών θέσεων.
108. Αμοιβαίως αποδεκτά γεγονότα τα οποία επίσης είναι αξιόπιστα, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση ελέγχου της αξιοπιστίας των μαρτύρων [βλ. A Guide for the Magistrate in the Commonwealth: Fundamental Principles and Recommended Practice, January 2017, στη σελ. 83[1] και T. Bingham (LJ), The Judge as Juror: The Judicial Determination of Factual Issues, The Business of Judging, Selected Essays and Speeches (OUP 2000), σελ. 6[2]].
109. Το Δικαστήριο διατηρεί πάντα την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει [βλ. Kades v Nicolaou a.o. (1986) 1 CLR 212, 216, Ομήρου v Δημοκρατίας (2001) 2 AAΔ 506, 528, Magistrato Gardens Ltd v ΓΕ (2012) 1Α ΑΑΔ 220, 231, Μελικίδης v Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1Α ΑΑΔ 832, 844 και Λαγοποδίδης v Αναστασιάδη κ.α., Πολιτική Έφεση 250/2011, 18/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A180].
110. Αξίζει να τονιστεί ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον Ν.91(Ι)/2014 δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία [βλ. άρθρο 21 (1)]. Περαιτέρω, άνευ επηρεασμού των διατάξεων του άρθρου 10 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος που προβλέπεται στον Ν.91(Ι)/2014 προς οποιοδήποτε αστυνομικό, λειτουργό κοινωνικών υπηρεσιών, ψυχολόγο, ψυχίατρο ή γιατρό άλλης ειδικότητας που εξετάζει το θύμα, εκπαιδευτικό, μέλος μη κυβερνητικού οργανισμού που παρέχει συνδρομή και στήριξη σε θύματα ή μέλος του στενού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί ικανή μαρτυρία [βλ. άρθρο 21 (2)]. Μαρτυρία θύματος που δίδεται σε εμπειρογνώμονα αποτελεί ικανή μαρτυρία [βλ. άρθρο 21 (3)].
111. Προκύπτει επομένως ότι για τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία, ενώ παράπονο που γίνεται σε πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 21 (2) και εφόσον αυτό γίνει εντός εύλογου χρόνου από τη διάπραξη, αποτελεί μαρτυρία. Αποτελεί στην ουσία εξαίρεση στον κανόνα αποκλεισμού δηλώσεων αυτοενίσχυσης (ή αυτοεξυπηρετικών δηλώσεων/self – serving statements) [βλ. ΕΑ v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 231/2018, 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B473 αναφορικά με το ανάλογο άρθρο 17 του περί της Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν. 119(Ι)/2000].
112. Όπως επισημάνθηκε όμως στην ΣΣ κ.α. v Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 97/2022, 98/2022, 114/2022 και 115/2022, 16/11/2022, «η υποχρέωση πλέον για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας δεν δημιουργείται, όπως συνέβαινε με βάση τον καταργηθέντα κανόνα πρακτικής, από το γεγονός και μόνο ότι ο μάρτυρας είναι παραπονούμενος σε σεξουαλικό αδίκημα. Η ανάγκη για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας προκύπτει από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα και όχι από τη φύση του αδικήματος».
113. Όπως διαφάνηκε από την ενώπιον μας μαρτυρία, δεν αμφισβητούνται, αντιθέτως αποτέλεσαν κοινό τόπο τα ακόλουθα:
(1) Ο κατηγορούμενος μετέβαινε στο υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης και δέχεται ότι της άγγιζε την πλάτη, ως γαργαλητό στη ραχοκοκαλιά. Αρνείται δηλαδή τα σεξουαλικής φύσεως αγγίγματα που του καταλογίζει∙
(2) με την παραπονούμενη υπήρξαν περιστατικά που την γαργαλούσε, αρνείται πάλι όμως ο κατηγορούμενος ότι έγιναν χουφτώματα∙ και
(3) δέχεται ότι της έδειξε να οδηγεί, όχι όμως με τον τρόπο που περιέγραψε η παραπονούμενη.
ΣΤ.1. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΚ 3
114. Δεν αμφισβητήθηκε ότι έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης τόσο στην κλινική ψυχολογία, όσο και σε θέματα που αφορούν την ψυχολογική αξιολόγηση παιδιών με υποψία σεξουαλικής κακοποίησης. Αφού λάβαμε υπόψη τα προσόντα – που δεν έχουν αμφισβητηθεί – και την πείρα του σε συνάρτηση με τη νομική πλευρά του θέματος (βλ. Evangelou a.o. v Ambizas a.o. (1982) 1 CLR 41, 57 – 58) κρίνουμε ότι αυτός είναι εμπειρογνώμονας μάρτυρας σε θέματα της ειδικότητας του και ότι κατέθεσε στο πλαίσιο της εμπειρογνωμοσύνης του.
115. Προσεγγίσαμε τις θέσεις του με ιδιαίτερη προσοχή και έχοντας κατά νου τα όσα αναφέρθηκαν στην Ομήρου v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 91/2017, 2/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:B214, σε σχέση με μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Συνοψίζουμε τα κύρια σημεία που πρέπει να έχει υπόψη του το εκδικάζον Δικαστήριο με βάση την πιο πάνω Απόφαση [με αναφορά στις Νικολάου v Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390, R v Turner [1975] QB 834, DPP v Kilbourne [1973] AC 723, R v H [2014] EWCA Crim 1555, R v Robinson [1994] 3 All ER 346, R v S (VJ) [2006] EWCA Crim 2389 και R v Marquard [1993] 4 SCR 223]:
(1) Κατά το κοινό δίκαιο, η αποδεκτότητα (admissibility) της γνώμης εμπειρογνώμονα ως μαρτυρία σε ποινική δίκη συναρτάται, κατά πρώτο λόγο με τη σχετικότητα της προς το επίδικο θέμα. Σχετική δε είναι η μαρτυρία η οποία κρίνεται ως ευλόγως αποδεικτική ή ανταποδεικτική ενός ζητήματος το οποίο χρήζει απόδειξης (logically probative or disprobative of some matter that requires proof).
(2) Υπ’ αυτή την έννοια, η μαρτυρία εμπειρογνώμονα για την προσωπικότητα και την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση ενός ανθρώπου, είναι βεβαίως σχετική, εφόσον ενδέχεται να καταδείξει τον αναμενόμενο τρόπο αντίδρασης ή συμπεριφοράς του. Τούτο όμως δεν την καθιστά, άνευ ετέρου, και αποδεκτή (admissible).
(3) Απαιτείται, πέραν της σχετικότητας (που είναι εκ των ων ουκ άνευ), η μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα να παρέχει εξειδικευμένη επιστημονική γνώση και πληροφορίες που βρίσκονται έξω από το πεδίο της κοινής γνώσης και εμπειρίας του δικαστή.
(4) Δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία εμπειρογνώμονα που σκοπό έχει να υποστηρίξει την αξιοπιστία per se μάρτυρα της ίδιας πλευράς (oath helping evidence).
(5) Όταν όμως η μαρτυρία ψυχιάτρου ή ψυχολόγου προσφέρεται με σκοπό να εξηγηθούν επιστημονικά, πέραν της κοινής γνώσης και εμπειρίας, τα χαρακτηριστικά και ο τρόπος αντίδρασης και συμπεριφοράς μιας κατηγορίας ανθρώπων, ιδιαίτερα μικρών παιδιών, τότε μπορεί να γίνει αποδεκτή, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι επιτρέπεται να εκτραπεί σε σχολιασμό ή τοποθέτηση επί της αξιοπιστίας του συγκεκριμένου μάρτυρα, ζήτημα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
116. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, έχουμε ικανοποιηθεί και δεχθεί τα προσόντα του ΜΚ 3. Η μαρτυρία του έχει ιδιαίτερη σημασία αφού ήταν ο ειδικός που αξιολόγησε το επίπεδο αντίληψης, την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση της παραπονουμένης. Η ανάλυση και τα ευρήματα του προέκυψαν μετά από συναντήσεις του με την παραπονούμενη αλλά και τους γονείς της. Στο πλαίσιο αυτό αξιολόγησε την ανάπτυξη της παραπονουμένης, τις προσωπικές της συνθήκες και το οικογενειακό της περιβάλλον.
117. Τα δεδομένα αυτά, βεβαίως είχαν τεθεί από την ίδια την παραπονούμενη και τους γονείς της. Δεν μας διαφεύγει ότι υπήρξε κάποια διάσταση στα όσα αναφέρθηκαν στον ίδιο για τις μεταξύ τους σχέσεις και το τί λέχθηκε στο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα:
(1) Η παραπονούμενη ανέφερε στο Δικαστήριο ότι οι σχέσεις της με τους γονείς της ήταν ουδέτερες και ότι ένιωθε παραμελημένη, αφού τα προβλήματα των αδελφών της θεωρούνταν σοβαρότερα. Στον ΜΚ 3 αναφέρθηκε ότι η σχέση ήταν καλή και ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους.
(2) Στον ΜΚ 3 δεν έγινε καμία αναφορά για τις εντάσεις που προέκυψαν λόγω της μετακόμισης της ΜΚ 6 και του κατηγορούμενου στο υπόγειο της οικίας. Αν και ήταν θέμα που ανέδειξε ο κατηγορούμενος στη μαρτυρία του, η παραπονούμενη είχε δεχθεί κατά την αντεξέταση της ότι είχε αντιδράσει η ίδια και ο αδελφός της.
(3) Δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στα θέματα βίας που κατήγγειλε η ΜΚ 6 στην Αστυνομία και για το γεγονός ότι παρέμεινε για κάποιο χρόνο στη ΣΠΑΒΟ. Θεωρούμε ότι τα όσα επακολούθησαν της καταγγελίας και οι εντάσεις που προκλήθηκαν στο σύνολο της οικογένειας ήταν ζητήματα που θα έπρεπε να αξιολογηθούν.
118. Ως προς τη διαδικασία αποκάλυψης, μετά από συζήτηση για βάφτιση του παιδιού της ΜΚ 6, μας προβλημάτισε η μη αναφορά σε συζητήσεις που είχε η παραπονούμενη με άλλα τέσσερα πρόσωπα στα οποία όπως ανέφερε η ίδια είχε αποκαλύψει την φερόμενη κακοποίηση της σε διαφορετικά χρονικά σημεία.
119. Υπήρξε επομένως επιλεκτική περιγραφή γεγονότων προς τον ίδιο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία ως προς τις τελικές διαπιστώσεις του ότι η ύπαρξη συμπτωματολογίας Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες ήταν συνέπεια της φερόμενης κακοποίησης. Αν μη τι άλλο δέχθηκε ότι τα συμπεράσματα του προέκυπταν αποκλειστικώς από τις αναφορές της ιδίας χωρίς τη χρήση άλλων εργαλείων από αυτών που ανέφερε, της ημιδομημένης συνέντευξης και της κλινικής παρατήρησης. Δεν μας διαφεύγει επίσης ότι ο ΜΚ 3 είχε την ευκαιρία κατά τις συναντήσεις του με την παραπονούμενη και τους γονείς της να προβεί ο ίδιος σε δικές του διαπιστώσεις ως προς τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις της, χωρίς να στηριχθεί μόνο στα λεχθέντα τους ή τις υποκειμενικές τους αντιλήψεις.
120. Η γνώμη του ΜΚ 3 ως προς την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με το επίπεδο αντίληψης και το αναπτυξιακό ιστορικό παραπονουμένης, προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου, ζήτημα που εκφεύγει της κοινής γνώσης, δεν αμφισβητήθηκε. Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι τα συμπεράσματα του έχουν εξαχθεί στη βάση ασφαλούς υποβάθρου πληροφόρησης. Από τη μαρτυρία του δεχόμαστε τις δικές του αντικειμενικές παρατηρήσεις ότι η ανήλικη ήταν προσανατολισμένη σε χρόνο, χώρο και εαυτό. Ο περιγραφικός της λόγος ήταν ανεπτυγμένος στα φυσιολογικά αναμενόμενα πλαίσια και ομιλητική. Υπήρχε συνοχή στον ειρμό της σκέψης της με φυσιολογική προσοχή και συγκέντρωση. Οι γνωστικές της ικανότητες αδρά εκτιμώμενες φάνηκε να ενέπιπταν στο φυσιολογικό επίπεδο. και
121. Από τη μαρτυρία του επίσης δεχόμαστε και εξάγουμε σχετικό εύρημα ότι καθ’ όν χρόνο είχε τις συναντήσεις με την παραπονούμενη αυτή φοιτούσε στην Α’ Λυκείου και ότι κατά τη διάρκεια της φοίτησής της σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες δεν παρουσίασε οποιαδήποτε δυσκολία. Τούτο καταγράφεται στην έκθεση του, δεν αμφισβητήθηκε από οιονδήποτε ούτε αναφέρθηκε κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους μάρτυρες.
ΣΤ.2. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΗΣ
123. Προσεγγίσαμε τη μαρτυρία της με ιδιαίτερη προσοχή. Δεν μας διαφεύγει ότι η κατάθεση της είχε δοθεί όταν ήταν ακόμη 16 ετών και ότι ενώπιον μας ήταν ενήλικας πλέον ηλικίας 19 ετών. Ήταν επομένως αναμενόμενη και εμφανής η μεταβολή σε επίπεδο ωριμότητας και αντίληψης αλλά και του τρόπου έκφρασης της. Τούτο ήταν καθόλα κατανοητό.
124. Σε ό,τι αφορά την οπτικογραφημένη κατάθεση της σημειώνουμε ότι αυτή αν και υιοθετήθηκε από την παραπονούμενη ενώ αυτή ήταν νεαρή ενήλικη, το περιεχόμενο της αντιμετωπίζεται ως αποτελεί παράθεση γεγονότων από ένα παιδί. Η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα των παιδιών μαρτύρων και τη διάκριση τους από τους ενήλικες μάρτυρες. Τα παιδιά, σημειώνεται δεν είναι μινιατούρες ενήλικες (miniature adults) αλλά παιδιά και πρέπει να τυγχάνουν μεταχείρισης και να κρίνονται ως τέτοια και όχι για το ποιοι θα είναι στο μέλλον ως ενήλικες [βλ. ΚΧ v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 272/2017, 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B397, όπου έγινε δεκτή η Αγγλική προσέγγιση στην R v B [2010] EWCA Crim 4]. Η ηλικία του παιδιού είναι παράμετρος που λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση (βλ. ΓΧ v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 148/2019, 25/2/2021), ECLI:CY:AD:2021:B61, ως επίσης, το νοητικό επίπεδο, η ικανότητα αντίληψης και έκφρασης, ο χαρακτήρας και γενικά η συμπεριφορά του παιδιού.
125. Ανατρέχοντας στις τοποθετήσεις της στην κατάθεση της ο λόγος της φάνηκε να έχει λογική συνοχή, να αντιλαμβάνεται το που βρισκόταν, για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί και σε τί αναφερόταν. Φάνηκε επίσης να μπορεί να αντιληφθεί και να μπορεί να απαντήσει όλες τις ερωτήσεις που της είχαν τεθεί. Οι δυνατότητες της αυτές έχουν διαπιστωθεί και από τον ΜΚ 3, και έχει γίνει αποδεκτό ως ανωτέρω εξηγούμε, κατά το χρόνο που λήφθηκε η συνέντευξη αφού και οι μεταξύ τους συναντήσεις έλαβαν χώρα περί τον ένα μήνα μετά.
126. Κατά την παρουσίαση της στο Δικαστήριο θα πρέπει να πούμε ότι ήταν ψύχραιμη σε γενικές γραμμές με εξαίρεση κάποια στιγμή που υπήρξε εμφανής συγκίνηση. Φάνηκε να είναι πρόσωπο που δεν έχει συστολές στο να εξωτερικεύσει το τι νιώθει ή ακόμα και να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της ουσιαστικά για το ότι κατέθετε στο Δικαστήριο (χωρίς ο κατηγορούμενος να βρίσκεται στην αίθουσα) και όχι από το Σπίτι του Παιδιού. Απλή ανάγνωση των πρακτικών που γίνεται η αναφορά από την παραπονούμενη (σελ. 55-56 των πρακτικών) δεν αποκαλύπτει το ύφος με το οποίο λέχθηκαν τούτα ήτοι ως παράπονο και παρατήρηση.
127. Αναφέρθηκε στο άγχος που ένιωθε επειδή αναφερόταν στα γεγονότα και δη στο ότι χρειάστηκε να καταθέσει στο Δικαστήριο ως επεξηγείται ανωτέρω. Θα πρέπει για αυτό να σημειώσουμε ότι είναι αναμενόμενο σε κάποιο βαθμό για μάρτυρες που δεν τους είναι οικείος ο χώρος των Δικαστηρίων και δη μάρτυρες που καταθέτουν γεγονότα που αφορούν σε σεξουαλική κακοποίηση τους να διακατέχονται από άγχος και ανησυχία. Καθ’ όλα αιτιολογημένο τούτο, αφού πληθώρα συναισθημάτων είναι αναμενόμενο κατακλύζουν πρόσωπο που χρειάζεται να ανακαλέσει στη μνήμη του κακοποίηση του και προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας του.
128. Στην προκειμένη δεν εντοπίζουμε το άγχος ή η δυσφορία να ήταν τέτοιου είδους και έντασης ώστε να επηρεάζουν τη δυνατότητα της να αντιληφθεί τις ερωτήσεις ή και να δημιουργείται τέτοια συναισθηματική φόρτιση ώστε να εμποδίζεται στο να απαντά η μάρτυρας. Τούτων λεχθέντων, επουδενί βεβαίως η αξιολόγηση μας γίνεται χωρίς να έχουμε κατά νου ότι η μάρτυρας αυτή παρουσιάζεται ως θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και δη όταν ήταν ανήλικη.
129. Από τη μαρτυρία της και τις τοποθετήσεις της ίδιας φάνηκε να είναι πρόσωπο που είχε άποψη και την εξωτερίκευε στην οικογένεια όπως τη διαφωνία της για να μείνει το ζευγάρι στο υπόγειο του σπιτιού της οικογένειας, ότι απαιτούσε να φύγουν κατά τις επισκέψεις στο σπίτι της αδελφής της με τους γονείς της καθώς και όταν θεώρησε ότι θα έπρεπε να είχε ερωτηθεί για το πότε θα γινόταν η βάφτιση της ανιψιάς της. Θεώρησε ότι η οικογένεια αδιαφορούσε για την άποψη της και για αυτό αντέδρασε.
130. Το ότι η οικογένεια την παραγνώριζε εκφράστηκε και σε άλλα σημεία της μαρτυρίας της όπως όταν αναφέρθηκε στο ότι οι γονείς της ασχολούνταν με τα μεγαλύτερα της αδέλφια αντί με την ίδια διότι είχαν «πιο σοβαρά προβλήματα». Η ίδια δεν τα θεωρούσε σοβαρά. Επισημαίνουμε και αυτό που είπε ο πατέρας της ότι σύμφωνα με τον ίδιο, το μόνο παράπονο της παραπονουμένης εν σχέση με τη μετακόμιση του ζευγαριού στο υπόγειο ήταν να παραπονείται για τον χρόνο που περνούσε στο σπίτι τους ο ίδιος στον υπόγειο χώρο.
131. Εν σχέση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας της, μας προβλημάτισαν τα ακόλουθα τα οποία κρίνουμε ότι θα πρέπει να συνεκτιμηθούν για σκοπούς αξιολόγησης.
132. Σε ποια τάξη πήγαινε δεν ήταν σε θέση να πει γεγονός που προκάλεσε κάποια δυσκολία αφού οι αναφορές της για τα συμβάντα και οι περιγραφές αυτών ή για τον τρόπο που αντιμετώπιζε τον κατηγορούμενο προσδιορίζονταν όχι με την ηλικία αλλά με το πότε ήταν γυμνάσιο και πότε ήταν δημοτικό. Το ποια χρονιά πήγαινε εν τέλη σε ποια τάξη προσδιορίστηκε από τις αναφορές του ΜΚ 3.
133. Σε σημεία της μαρτυρίας της στα οποία αναμενόταν να απαντήσει ευθαρσώς αρνητικά ή θετικά ή έστω απλώς ότι δεν θυμάται, απαντούσε με ασάφεια. Ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αρνείτο ότι έλαβαν χώρα τα περιστατικά που της υποβάλλονταν εν συνεχεία ερωτώμενη σε πιο συγκεκριμένες θέσεις και συγκεκριμένα δικές της δηλώσεις απαντούσε «δεν νομίζω να είπα τούντο πράγμα». Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις αναφορές της σχετικά με τη θέρμανση (βλ. σελ. 81 πρακτικών), για τη διαφωνία της με τον κατηγορούμενο για τα σκυλιά (βλ. σελ. 81 και 82 πρακτικών), το ότι η ίδια του ζήτησε να πάει μαζί του όταν θα έπαιρνε τους παππούδες στο σπίτι τους μετά από πάρτι γενεθλίων (βλ. σελ. 83 πρακτικών) και σχετικά με το αν του ζήτησε ή όχι να την πάει βόλτα με τη μοτοσυκλέτα του και ότι του είπε: «Γιατί ρε γαμώτο να είσαι με τη [ΜΚ 6];" (βλ. σελ. 89 πρακτικών).
134. Εξετάζοντας κατά πόσο αυτός ήταν ο τρόπος που απαντούσε η παραπονούμενη, με το «δεν νομίζω» δηλαδή, παρατηρήσαμε ότι σε άλλα σημεία λόγου χάρη στην αμέσως επόμενη ερώτηση του πιο πάνω αποσπάσματος για το εάν είπε ποτέ στην αδελφή της ότι πριν γνωρίσει τον κατηγορούμενο δεν ήθελε να παντρευτεί, αλλά τώρα που βλέπει τον κατηγορούμενο, θέλει κάποιον σαν τον κατηγορούμενο, η απάντηση της ήταν ξεκάθαρη, κάθετη με πειστική χροιά ότι ποτέ δεν είπε αυτό το πράγμα.
135. Η περιγραφή της οδήγησης του αυτοκινήτου, έχοντας κατά νου, ότι δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ύψους 1.70 μ. και η ίδια 1.60 μ. δημιούργησε κάποιες αμφιβολίες αρχικώς οι οποίες ενισχύθηκαν όταν εν συνεχεία κατά την αντεξέταση της δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει, παρέμεινε ασαφής. Δεν θυμόταν να αναφέρει πως κάθισαν ακριβώς, ούτε ποιο αυτοκίνητο οδηγούσε ο κατηγορούμενος. Είπε επίσης ότι δεν θυμόταν αν πήγαινε Δημοτικό ή Γυμνάσιο. Αυτό όμως είναι σημαντικό διότι η ίδια παρουσίασε ότι απέφευγε τον κατηγορούμενο όταν ήταν Γυμνάσιο. Πως κατέληξε επομένως να πηγαίνει μαζί του για να πάρουν την γιαγιά και τον παππού στο σπίτι τους.
136. Ενώπιον του Δικαστηρίου περιέγραψε τελείως διαφορετικά τη σχέση της με τους γονείς της με αυτή που ανέφερε στον ΜΚ 3. Ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι ένιωθε ότι την παραμελούσαν, ασχολούνταν με τα μεγαλύτερα παιδιά οι γονείς και ότι είχε ουδέτερη στάση ενώ στον ΜΚ 3 μίλησε για δεμένη οικογένεια.
137. Πέραν των πιο πάνω που έχουν τη σημασία τους για σκοπούς αξιολόγησης σημειώνουμε ότι ούτε και για τα ουσιώδη η μάρτυρας έδωσε σαφή εικόνα.
138. Για τα επίδικα γεγονότα καθαυτά στην πατρική οικία σημειώνουμε τους ακόλουθους προβληματισμούς και τούτο χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι καθ’ όν χρόνο ήταν ισχυρισμός της ότι επεσυνέβαιναν τα όσα ανέφερε ήταν παιδί ηλικίας 10 ετών. Παραμένει όμως υποχρέωση του Δικαστηρίου να εντοπίσει με ασφάλεια το τί ακριβώς είναι που καταλογίζεται στον κατηγορούμενο.
139. Περιγράφοντας τις πράξεις και ενέργειες του κατηγορουμένου είπε ότι ενώ ήταν ξαπλωμένη μπρούμητα ο κατηγορούμενος ξεκινούσε να της κάνει μασάζ και εν συνεχεία έβαζε τα χέρια του κάτω από τα ρούχα της και έπιανε το στήθος της. Στην κυρίως εξέταση αναφέρθηκε σε χέρι και είπε ότι έσφιγγε το στήθος της και τη χάιδευε στη θηλή καθώς και ότι την ακούμπησε κάνοντας κυκλικές κινήσεις στο εξωτερικό μέρος του γεννητικού της οργάνου. Μας προξένησε προβληματισμό το ότι αυτές οι λεπτομέρειες δεν αναφέρθηκαν στην οπτικογραφημένη κατάθεση της δεδομένου ότι τότε ήταν 16 ετών και επίσης τα γεγονότα ήταν πιο πρόσφατα. Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι κόμπιαζε λόγω αισθήματος ντροπής ένεκα και της ηλικίας της τα όσα αναφέρουμε εν συνεχεία αποδυναμώνουν έτι περισσότερο την ποιότητα της μαρτυρίας της. Εξηγούμε, ήταν ξεκάθαρη η τοποθέτηση της ότι ο κατηγορούμενος δεν ανέβαινε στο κρεβάτι κατά τα αγγίγματα αυτά. Επρόκειτο όμως κατά κοινή ομολογία ότι το κρεβάτι ήταν ψηλό και είχε προστατευτικό κάγκελο γύρω ύψους 20 περίπου εκατοστών και δέχθηκε αρχικώς ότι το κάγκελο έφτανε περίπου μέχρι τον ώμο του κατηγορουμένου όταν της υποβλήθηκε ότι δεν θα μπορούσε να προβεί στις ενέργειες που περιέγραψε ο κατηγορούμενος ένεκα του ότι το κρεβάτι ήταν ψηλό έσπευσε να αναφέρει ότι ήταν λίγο πιο χαμηλό. Αν και είπε αυτό έγινε περί τις 10 φορές, ίσως και περισσότερες, δεν έδωσε περιγραφές και περιορίστηκε στην αρχική περιγραφή ότι αυτή ήταν μπρούμητα όταν ο κατηγορούμενος την άγγιζε με τον τρόπο που περιέγραψε.
140. Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα στο διαμέρισμα, εξέφρασε σαφή θέση ενώπιον του Δικαστηρίου ότι στο διαμέρισμα πήγαινε μόνο με τους γονείς της (σελ. 58 των πρακτικών) ακολούθως είπε ότι πήγαινε και μόνη της αφού ήταν και κοντά στο γυμνάσιο που φοιτούσε. Στην κατάθεση της η μάρτυς είπε ότι όταν η αδελφή της μετακόμισε στο διαμέρισμα την επισκεπτόταν. Ως τοποθετήθηκε «κάποτε» οι γονείς της, την άφηναν να επισκέπτεται την αδελφή της στο διαμέρισμα. Τα περιστατικά γίνονταν ως είπε όταν οι επισκέψεις δεν ήταν με τους γονείς της και όταν τους άφηνε μόνους οι αδελφή της λ.χ. όταν πήγαινε στο περίπτερο. Συνέβησαν 3 – 4 φορές (Τεκμήριο 5, σελ. 6, γρ. 24) είπε στην κυρίως εξέταση της. Αντεξεταζόμενη όμως άλλαξε άρδην αυτή τη θέση της, αναφέροντας ότι μια φορά μόνο την άφησε η ΜΚ 6 με τον κατηγορούμενο, ενόσω διέμεναν στο διαμέρισμα στο [Χωριό Β], και αυτή τη φορά για ελάχιστη ώρα (σελ. 64 των πρακτικών). Πέραν της σύγχυσης και της μη ξεκάθαρης αναφοράς για το πότε επεσυνέβησαν τα αγγίγματα στο πλαίσιο «παιχνιδιού», τούτη η αντίφαση επενεργεί στον πυρήνα των κατηγοριών 3 και 4 και ευρύτερα της θέσεως της Κατηγορούσας Αρχής. Όπως υποβλήθηκε και στον κατηγορούμενο, αφενός περιορίζει καθοριστικά τον χρόνο που ο κατηγορούμενος είχε την ευκαιρία να προβεί στα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα και αφετέρου διαφοροποιεί το υπόβαθρο των γεγονότων με τρόπο που να μην είναι δυνατόν να είχαν επισυμβεί. Επιπλέον δεν εξηγήθηκε με επάρκεια πως διαπράχθηκαν οι άσεμνες πράξεις που του καταλογίζει.
141. Έχουμε πάντα κατά νου ότι υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης σε βάρος ανηλίκων προσώπων δεν αναμένεται να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς αφού ως έχει αναγνωριστεί και από τη Νομολογία, τα θύματα βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών και μετατραυματικών εμπειριών, που αναπόδραστα επηρεάζουν τη δυνατότητά τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος [βλ. Μακρίδης v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 181/2019, 17/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B312 με αναφορά στις Αντωνίου v Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766 και Σιακαλλής v Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 146]. Είναι θέμα περιστάσεων που πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση και με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης [όπως αυτό διαπιστώνεται στις Αθηνάκης v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 218/2017, 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B269, Θεοδοσίου v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 279/2018, 28/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B271 και ΧΧΧ v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 253/17, 28/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:B66].
142. Εν προκειμένω έχοντας αξιολογήσει όλα τα πιο πάνω δεδομένα κρίνουμε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενη χωρίς να καταλήγουμε το δίχως άλλο πρόθεση της να πει ψέματα, δεν ήταν τέτοιας ποιότητας ώστε να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο εξαγωγής οποιουδήποτε ευρήματος και συνακόλουθα συμπεράσματος.
ΣΤ.3. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΚ 4
143. Παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με διάθεση να καταδείξει ότι ήταν πρόθυμος να αναφερθεί στα γεγονότα που περιέβαλαν τα επίδικα και ότι ήταν αντικειμενικός ως προς τα όσα ανέφερε. Το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ωστόσο δεν έπεισε προς αυτή την κατεύθυνση και εξηγούμε περαιτέρω:
144. Δε φάνηκε πρόθυμος να δώσει την πλήρη κατάσταση της οικογένειας και ποια τα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικογένεια. Αν και δέχτηκε κατά τον επίδικο χρόνο υπήρχαν προβλήματα οικογενειακά τα απέδωσε στο ότι υπήρξε άνεργος για κάποιο χρονικό διάστημα και άρχισαν να ορθοποδούν όταν εξηύρε εργασία. Παραδέχθηκε εν συνεχεία ότι υπήρχαν και άλλα οικογενειακά προβλήματα τα οποία χαρακτήρισε «σοβαρά» χωρίς να διαφαίνεται διάθεση να επεξηγήσει περαιτέρω. Ταυτοχρόνως διαφάνηκε ότι προσπάθησε να καταδείξει ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ της παραπονουμένης και του κατηγορούμενου ή ότι περνούσαν χρόνο μαζί και με τη ΜΚ 6 κατά τον επίδικο χρόνο δηλώνοντας άγνοια περί τούτου ή και ότι η παραπονούμενη δεν έβλεπε κινούμενα σχέδια γενικώς κάτι που και η παραπονούμενη και η ΜΚ 6 ανέφεραν.
145. Αν και αναφερόταν σε γεγονότα, δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί συγκεκριμένα στον χρόνο που συνέβησαν τα γεγονότα για τα οποία κλήθηκε να απαντήσει. Παρουσιάστηκε να θυμάται μόνο και να περιγράφει με λεπτομέρεια τη μία φορά που η παραπονούμενη επισκέφτηκε την αδελφή της ΜΚ 6 στο διαμέρισμα της. Το ότι ήταν σε θέση να θυμάται αυτό το περιστατικό με ιδιαίτερη λεπτομέρεια μετά από τόσα χρόνια ενώ να επικαλείται το μεγάλο χρονικό διάστημα για άλλα τα οποία ερωτήθηκε προκαλεί τουλάχιστον αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα της μαρτυρίας του. Σημειώνουμε ότι σε αυτό το περιστατικό έγινε αναφορά από την ίδια την παραπονούμενη κατά τη δική της μαρτυρία λίγες μέρες πριν.
146. Επιχείρησε να παρουσιάσει την παραπονούμενη ως ένα ήρεμο παιδί που δεν προκαλούσε προβλήματα ούτε και αντιδρούσε άσχημα. Όμως σε διάφορες στιγμές αναφέρθηκε στο ότι η παραπονούμενη όταν ήταν Γυμνάσιο απαιτούσε να την παραλαμβάνουν οι γονείς της από το σχολείο και μόνο. Σε αυτό αναφέρθηκε και η ΜΚ 6 αφού αντέδρασε ως είπε και όταν η ίδια πήγε να την πάρει μια φορά από το σχολείο. Χαρακτηριστική η απάντηση του ότι, «Δεν αντιδρούσε άσχημα, δεν ήταν του χαρακτήρα της να αντιδράσει άσχημα, σε κάποιες περιπτώσεις έλεγε μου, είσαι πολλές ώρες κάτω, δεν έρχεσαι πάνω, δεν μου είπε κάτι ‘δεν θέλω να μεινίσκει η [ΜΚ 6] δαμέ…’». Η απάντηση αυτή δόθηκε όταν ρωτήθηκε για το πώς αντέδρασε η παραπονούμενη όταν της ανακοίνωσαν ότι η ΜΚ 6 και ο κατηγορούμενος θα πήγαιναν να μείνουν κάτω από το σπίτι της οικογένειας. Παρεμβάλουμε εδώ ότι η ίδια η παραπονούμενη παραδέχθηκε ότι αντέδρασε όταν έμαθε για την πρόθεση του ζευγαριού να μετακομίσει στο υπόγειο της οικίας. Επίσης και σε κάθε περίπτωση αυτό που αποκαλύπτει η απάντηση του ΜΚ 4 είναι ότι δημιουργούνταν αντιδράσεις τουλάχιστον για τον χρόνο που αφιέρωνε ο ίδιος σε άλλα μέλη της οικογένειας. Υπενθυμίζουμε και τούτο, ότι η παραπονούμενη εξωτερίκευσε τους ισχυρισμούς της όταν ως και η ίδια το έθεσε στην οπτικογραφημένη κατάθεση της αλλά και ως ο ίδιος ο μάρτυς ανέφερε, αντιδρώντας στο ότι δεν ρωτήθηκε για το πότε θα γίνει η βάφτιση του παιδιού του ζευγαριού. Μάλιστα ως η παραπονούμενη το έθεσε θύμωσε όχι γιατί θα έχανε χρόνο από το διάβασμά της αλλά «επειδή ένιωσε ότι δεν την λαμβάνουν υπόψη».
147. Τα πιο πάνω απομακρύνουν από την περιγραφή που έδωσε ο μάρτυρας για την παραπονούμενη περιγράφοντας την ως παιδί χωρίς απαιτήσεις με συνέπεια να απομακρύνουν και την αντικειμενικότητα των όσων ανέφερε.
148. Επίσης κάποια από τα όσα ανέφερε ως γεγονότα, εν τέλει, διαφάνηκε ότι ήταν προϊόν δικών του διεργασιών συμπερασμάτων ή και ενδεχομένως μεταφορά των όσων άλλα μέλη της οικογένειας μπορούσαν να θυμηθούν. Ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση ότι όταν η παραπονούμενη τους είπε για τις κατ’ ισχυρισμόν πράξεις του κατηγορουμένου τους είπε επίσης ότι «…δεχόταν απειλές, κάποιες από τις απειλές ήταν ότι εν να χωρίσει, να μην πει τίποτε η [παραπονούμενη] γιατί εν να χωρίσει, γιατί εν να της κάμει κακό μετά της [ΜΚ 6], εν να πάθει κακό η αδελφή σου, συγκεκριμένα, είπε μας.» Κατά την αντεξέταση του η οποία έλαβε χώρα σε άλλη ημερομηνία ανέτρεψε αυτό το γεγονός λέγοντας τα ακόλουθα:
«Πριν περίπου σχεδόν έναν μήνα, όταν ήξερα ότι θα έρθω για κατάθεση εδώ, συζήτησα μαζί με τη γυναίκα μου και της είπα ότι θέλω να θυμηθώ κάποια περιστατικά για να ξέρω τι γίνεται. Μια από τις ερωτήσεις μου ήταν εάν η [παραπονούμενη] δέχθηκε απειλές. Η γυναίκα μου μου απάντησε νομίζω όμως το διάστημα που έγιναν αυτά, όταν η [ΜΚ 6] έδιωξε τον [κατηγορούμενο] από το σπίτι, η [ΜΚ 6] δεχόταν συνέχεια απειλές και δεχόμουν και ακόμα και εγώ. Μπερδεύτηκα προχτές στο Δικαστήριο, ήμουν πολλά ταραμένος και ανέφερα ότι μου το είπε η [παραπονούμενη] όμως τις απειλές είναι η [ΜΚ 6] που τις δέχθηκε. Εγώ δεν θυμούμαι να μου είπε η [παραπονούμενη] ότι απειλήθηκε από τον [κατηγορούμενο]. Τη νύχτα που η [παραπονούμενη] μας είπε τι συνέβηκε, δεν θυμούμαι να μου είπε κάτι για απειλές. Εγώ ήμουν μπερδεμένος, ήμουν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση γιατί ήρθα δαμέ για τούντο πράγμα, εντάξει, και μπερδεύτηκα. Απολογούμαι, ήταν λάθος μου. Μπέρδεψα κάτι που μου ανέφερε συνέχεια η [ΜΚ 6] και είπα ότι μου το είπε η [παραπονούμενη]».
149. Το ότι κάποια από τα όσα ανέφερε αποτελούν προϊόν δικών του διεργασιών προκύπτει και από την απάντηση του ιδίου σε ερώτηση που του τέθηκε σχετικά με τη συμπεριφορά της παραπονουμένης απέναντι στον κατηγορούμενο μετά που η παραπονούμενη πήγε γυμνάσιο. Επιχείρησε να παρουσιάσει ότι η παραπονούμενη απέφευγε τον κατηγορούμενο. Κατά την κυρίως εξέταση είπε ότι παρατήρησε κάποιες αντιδράσεις που δεν μπορούσαν να καταλάβουν και τα «συνδύασαν» μετά (βλ. σελ. 176 πρακτικών).
150. Κάποιες δε απαντήσεις του δεν έπεισαν για τη γνησιότητα των όσων έλεγε διότι ξέφευγαν από τον τρόπο που ο ίδιος τοποθετείτο και δημιουργήθηκε η υποψία ότι είχε επηρεαστεί από την ίδια την κατάθεση της παραπονούμενης την οποία αρνήθηκε ότι τη διάβασε παρά το ότι ήταν στην κατοχή του ιδίου και της συζύγου του. Ανέφερε σχετικά, «Εγώ ευχαρίστησα την τζιαί της είπα μπράβο που μίλησες, που ήβρες το θάρρος τζιαί μίλησες μας για τούντο περιστατικό».
151. Εν κατακλείδι ο πατέρας της παραπονουμένης δεν ήταν σε θέση να παραθέσει σχετικώς με αυτά καθαυτά τα επίδικα γεγονότα αφού δεν είχε γνώση. Η ποιότητα της μαρτυρίας του όμως για τους λόγους που εξηγούμε ανωτέρω, δεν μπορεί να αποτελέσει στέρεα βάση για εξαγωγή ασφαλών ευρημάτων. Συνεπώς τα όσα ανέφερε πέραν των όσων αποτελούν κοινώς παραδεκτό έδαφος απορρίπτονται.
ΣΤ.4. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΚ 6
152. Η μάρτυρας αυτή αναμφίβολα βρέθηκε στη δύσκολη θέση να καταθέσει στην υπόθεση αυτή. Από τη μια πλευρά βρίσκεται η αδελφή της και από την άλλη ο πατέρας των παιδιών της. Δεν φάνηκε να πρόκειται για μια εκδικητική πρώην σύζυγο αφού δεν χρησιμοποίησε την υπόθεση αυτή για να εμποδίσει τα παιδιά της να βλέπουν τον πατέρα τους. Τουναντίον φρόντισε μαζί με τον κατηγορούμενο να προβούν σε τέτοιες διευθετήσεις ώστε να βλέπει τα παιδιά του και μάλιστα χωρίς οιονδήποτε διάταγμα.
153. Αν και διαφάνηκε πρόθυμη να διαφωτίσει το Δικαστήριο εντούτοις σημεία της μαρτυρίας της παρέμειναν σκιώδη ενώ εντοπίστηκαν και διαφορετικές τοποθετήσεις ακόμα και από αυτές της παραπονουμένης όπως το εάν τους επισκεπτόταν στο διαμέρισμα.
154. Η ΜΚ 6, όπως και ο πατέρας της, προσπάθησαν να παρουσιάσουν την παραπονούμενη ως ένα παιδί χωρίς απαιτήσεις, μη αντιδραστικό και ολιγαρκές. Τα όσα όμως η ίδια η παραπονούμενη δήλωσε στο Δικαστήριο, ως αναφέρουμε και ανωτέρω δείχνουν ότι δεν είναι αυτή ακριβώς η πραγματικότητα. Αντέδρασε η παραπονούμενη στο ότι δεν ρωτήθηκε για την ημερομηνία της βάφτισης και ένιωσε ότι την αγνοούν, αντιδρούσε ως η ίδια είπε για το ποιος θα την έπαιρνε από το σχολείο, αντιδρούσε για το πόση ώρα θα παρέμεναν στο σπίτι και στο διαμέρισμα του ζευγαριού. Τούτα δείχνουν πρόσωπο το οποίο φαίνεται να διεκδικεί αυτό που θέλει να γίνεται. Η ΜΚ 6 βεβαίως φαίνεται να συνέδεσε τη συμπεριφορά αυτή της παραπονουμένης με την κατ’ ισχυρισμόν παρενόχληση.
155. Αυτό είναι δικό της συμπέρασμα το οποίο επιχείρησε να μεταφέρει και στο Δικαστήριο και δεν φαίνεται να είναι συνοδό με τα μηνύματα που δέχθηκε ότι απέστειλε στον κατηγορούμενο τον Μάιο του 2021 στο χρόνο δηλαδή μετά την καταγγελία. Συγκεκριμένα παραδέχθηκε ότι απέστειλε μήνυμα στον κατηγορούμενο με το ακόλουθο περιεχόμενο (σελ. 241 των πρακτικών):
«Φοούμαι να σου πω γιατί μόνο εσείς οι δύο ξέρετε την αλήθεια και μπορεί να σε βοηθήσω ή εσένα ή εκείνη και να φταίτε στο τέλος». Και σου απαντά «άμαν μου πεις εμένα πώς θα βοηθήσεις.. εσένα μόνο βοηθάς ψυχολογικά» και του απαντάς «απλά δεν είχε ξεκάθαρες απαντήσεις και εκνευρίζετουν (σαν άμυνα του οργανισμού μας όταν λέμε ψέματα)».
156. Το περιεχόμενο αυτών δεν δείχνει την ίδια βεβαιότητα με τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο τόσο σε σχέση με συμπεριφορές της παραπονουμένης αλλά και με το κατά πόσο ήταν βέβαιη αν η παραπονούμενη έλεγε αλήθεια. Αιτιολογώντας γιατί απέστειλε τα μηνύματα αυτά είπε ότι:
«Έπιανεν με συνέχεια τηλέφωνα τζιαι μηνύματα να μιλήσω με τη [παραπονούμενη]. Ο παπάς μου είπε μου ότι υπάρχουν κάθετες οδηγίες από την Αστυνομία τζιαι από τους λειτουργούς που παρακολουθούσαν τη [παραπονούμενη], γιατί επήαινε τζιαι σε ψυχολόγο τζιαι σε κοινωνικούς λειτουργούς που εσυζητήσαν τούτο το θέμα υπήρχαν κάθετες οδηγίες να μην μιλήσω, ο κατηγορούμενος επροσπαθούσε να με επηρεάσει για τούτο το θέμα τζιαι επήα να μιλήσω της αρφής μου. Η αρφή μου εκνευρίστηκε όταν την ερώτησα για τούτο το θέμα τζιαι δεν μου απαντούσε, όπως είχε και η ίδια οδηγίες να μην μιλά για τούτο το θέμα. Γι' αυτό εκνευρίστηκε η αδερφή μου. Υπήρχαν οδηγίες προς όλην την οικογένεια τζιαι μου το είπε ο παπάς μου. Για να μην επηρεάσουμε τον Παραπονούμενο (sic).»
157. Το σύνολο των πιο πάνω και αντιπαραβολή με παραδοχές της παραπονουμένης θεωρούμε αποκαλύπτουν ότι οι τοποθετήσεις της ΜΚ 6 ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν ήταν πηγαίες και αυθόρμητες. Κινήθηκαν προς την κατεύθυνση του να καταδείξουν ότι οι προσεγγίσεις του κατηγορουμένου ήταν όντως ύποπτες και ότι η όλη αρνητική συμπεριφορά της παραπονούμενης ήταν επειδή κακοποιήθηκε από τον κατηγορούμενο.
158. Από τη μαρτυρία της αποδεχόμαστε τις ημερομηνίες που ανέφερε ότι μετακόμιζε το ζευγάρι αφού αυτές δεν αμφισβητήθηκαν, φαίνεται να συμπίπτουν με τις αντίστοιχες ημερομηνίες που ανέφερε ο κατηγορούμενος ή τουλάχιστον δεν συγκρούονται. Οι υπόλοιποι μάρτυρες δεν φάνηκε να είναι σε θέση να διαφωτίσουν ως προς τούτο που ως διαφάνηκε στην εξέλιξη της πορείας της υπόθεσης έχει τη σημασία του.
159. Διευκρινίζουμε ότι, όπως και ο ΜΚ 4, η ΜΚ 6 κατέθεσαν και αυτή ήταν και η σημασία της μαρτυρίας τους, ως προς το τί οι ίδιοι βίωσαν από τυχόν συμπεριφορές της παραπονουμένης ή του κατηγορούμενου, καθότι ασφαλώς δεν ήταν αποδέκτες οποιουδήποτε παραπόνου πριν την 18/3/2021. Η ουσία του πράγματος είναι ότι με βάση τα ενώπιον μας δεδομένα δεν έχουμε ικανοποιηθεί ως προς την αυθεντικότητα της εικόνας που επιχείρησαν να σκιαγραφήσουν ενώπιον του Δικαστηρίου και αυτό με αντιπαραβολή σε συγκεκριμένα περιστατικά συμπεριφοράς της παρπονουμένης που καταγράφονται ανωτέρω.
ΣΤ.5. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
160. Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε με αρκετή λεπτομέρεια στους τόπους που διέμενε με τη ΜΚ 6, τη σχέση της οικογένειας, περιστατικά που κατά τον ίδιο συνέβησαν. Σε κάποιες περιπτώσεις φαινόταν να υπερέβαλλε ή να μην είχε ακριβή πληροφόρηση, όπως λ.χ. αν η παραπονούμενη ενόσω ήταν ανήλικη επισκεπτόταν ψυχολόγο.
161. Η αντεξέταση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής εστιάστηκε, μεταξύ άλλων, και στη σχετικά μικρότερη πληροφόρηση που έδωσε στην ανακριτική του κατάθεση. Δεν μας έδωσε την εντύπωση ότι ψευδόταν, μπορούσε άλλωστε να μην απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση στην Αστυνομία.
162. Η όλη του εμφάνιση στο Δικαστήριο θα πρέπει να εξεταστεί και υπό το πρίσμα, ότι η ΜΚ 6 είχε τεθεί και υπό προστασία στο ΣΠΑΒΟ λόγω της συμπεριφοράς του, αφού επέμενε να πηγαίνει καθημερινά στην οικία και δημιουργούσε αναστάτωση λόγω της καταγγελίας που είχε γίνει. Θεωρούμε επίσης τις μομφές του ότι δεν είχε γίνει καταγγελία παρά μόνο αργότερα αβάσιμες. Η παραπονούμενη είχε δώσει την κατάθεση της 21/3/2020. Είναι γεγονός ότι θα μπορούσε ο ίδιος να ανακριθεί σε σχετικά πιο σύντομο χρόνο δεν δικαιολογεί τη συμπεριφορά του.
163. Γενικά, η εκδοχή του είχε συνοχή, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του σχετικώς με αυτά καθαυτά τα επίδικα γεγονότα. Δεν απέκρυψε ότι πήγαινε στο υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης για να της γαργαλήσει την πλάτη, για την οδήγηση του αυτοκινήτου και για γαργαλητά που έκαναν ο ένας του άλλου. Επίσης αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες της οικογενειακής ζωής ευρύτερα, και πιο ελεύθερα σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μάρτυρες οι οποίοι όπως αναφέραμε πιο πάνω διεφάνη να μην αποκαλύπτουν την πλήρη εικόνα, ως προς τις συμπεριφορές ιδίως της παραπονούμενης.
164. Δεν μας διαφεύγει βεβαίως ότι ο ίδιος όταν περιέγραφε γεγονότα που συνέβησαν σε σχέση με την παραπονούμενη υπήρξε πιο περιγραφικός και λεπτομερής με πρόθεση, θεωρούμε, να σχηματίσει συγκεκριμένη αρνητική εικόνα για την παραπονούμενη. Δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε κατά πόσο οι εξιστορήσεις του περί βόλτας με τη μοτοσυκλέτα και τις αντίστοιχα κατ’ ισχυρισμόν δηλώσεις της παραπονούμενης ανταποκρίνονται στην αλήθεια ή και πλήρως στην αλήθεια. Σημειώνουμε ότι η παραπονούμενη δεν αναγνώρισε τη μοτοσυκλέτα που της υποδείχθηκε ως η μοτοσυκλέτα με την οποία του ζήτησε να την πάρει βόλτα μετά που μετακόμισαν στο υπόγειο. Η φωτογραφία αυτή δεν υποδείχθηκε στη ΜΚ 6 αλλά ούτε και στον ΜΚ 4 που σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, ήταν παρών κατά τα συμβάντα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι στις υποβολές που έγιναν στους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, παρέμειναν ασάφειες κατά τρόπο ώστε ο ίδιος να μπορεί να αναπτύξει αργότερα προς δημιουργία εντυπώσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν θεωρούμε και οι αναφορές του για ποσά που σπατάλησε για τη διαμόρφωση του υπογείου και υπαινιγμούς ότι ενδεχομένως αυτό να έγινε για να εκδιωχθεί από το σπίτι. Δεδομένη είναι επίσης η σύγχυση που δημιουργεί η αναφορά του ότι ενώ μετακόμισαν μεταξύ άλλων για να εξοικονομήσουν χρήματα και ενώ ως ο ίδιος ισχυρίστηκε διέθεσε ένα ποσό περί τις €40.000, ταυτοχρόνως έψαχνε σπίτι για να φύγει.
165. Επίσης ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι αληθεύουν τα όσα ανέφερε για την ανήλικη και υπονοούσαν ότι ενδεχομένως αυτή να ένιωθε κάποιου είδους έλξη προς αυτόν, η όλη στάση του και συμπεριφορά του δεν αποκαλύπτει την ύπαρξη της απαιτούμενης σοβαρότητας και ωριμότητας που οι περιστάσεις θα απαιτούσαν. Τέλος, η όλη επίμονη συμπεριφορά του μετά την καταγγελία να ενοχλεί και να προκαλεί αναστάτωση στην οικογένεια της παραπονουμένης και δη στη ΜΚ 6 προσθέτουν στη δημιουργία αρνητικής εικόνας στη μαρτυρία του.
166. Το σύνολο αυτών είναι που μας αποτρέπει από του να βασιστούμε με ασφάλεια στη δική του εκδοχή για εξαγωγή ευρημάτων σχετικά με τα επίδικα θέματα.
Ζ. ΕΥΡΗΜΑΤΑ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
167. Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και πέραν των παραδεκτών γεγονότων που αναφέρουμε ανωτέρω, καταλήγουμε στα πιο κάτω ευρήματα:
(1) Η παραπονούμενη καθ’ όν χρόνο ο κατηγορούμενος διέμενε στην οικία της οικογένειας ήταν ηλικίας 10 – 11 ετών. Ο κατηγορούμενος ήταν ηλικίας 21 – 22 περίπου ετών. Πρόκειται συνεπώς για παιδί που δεν είχε φτάσει στην ηλικία συναίνεσης ως προσδιορίζεται από το άρθρο 2 του Νόμου και μάλιστα ήταν κάτω των 13 ετών ως η παράγραφος (7) του άρθρου 6 του Ν.91(Ι)/2014 που καταλογίζεται στον κατηγορούμενο.
(2) Για τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 2, το μόνο ασφαλές εύρημα στο οποίο μπορούμε να προβούμε είναι ότι ο κατηγορούμενος, καθ’ όν χρόνο διέμενε στο σπίτι της οικογένειας, στο δωμάτιο της παραπονουμένης την άγγιζε στην πλάτη. Πέραν τούτου ουδέν άλλο. Οι δύο αναφέρονται σε διαφορετικό τρόπο αγγίγματος, διαφορετικό αριθμό περιπτώσεων που επεσυνέβη. Εν πάση περιπτώσει δεν αποδείχθηκε ο τρόπος αγγίγματος και το πλαίσιο στο οποίο τα γεγονότα έλαβαν χώρα, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να συμπεράνουμε κατά πόσο αυτό εμπίπτει στην έννοια της «σεξουαλικής πράξης» εν τη εννοία του Ν.91(Ι)/2014.
(3) Για τα αδικήματα των κατηγοριών 3 και 4 από την μαρτυρία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη είχαν κάποιου είδους παιχνίδι με γαργαλητά. Για να είναι ποινικώς κολάσιμη η πράξη του κατηγορουμένου θα πρέπει η μαρτυρία που παρουσιάστηκε να είναι ικανή ώστε να την εντάξει στην έννοια της σεξουαλικής πράξης του ερμηνευτικού άρθρου 2 του Νόμου. Ως αναφέρεται και ανωτέρω τέτοια πράξη είναι «οποιαδήποτε πράξη η οποία εύλογα θεωρείται ως εκ της φύσεως της σεξουαλική ανεξάρτητα από το σκοπό του προσώπου που προβαίνει σ’ αυτή ….». Η μαρτυρία της παραπονουμένης δεν ήταν τέτοιας ποιότητας ώστε να μας οδηγήσει εκεί. Επίσης αδικήματα των κατηγοριών 3 και 4 σύμφωνα με τις αντίστοιχες λεπτομέρειες αδικημάτων του κατηγορητηρίου, έλαβαν χώρα τα έτη 2016 και 2017. Όταν η παραπονούμενη το 2016 ήταν 11 και 12 ετών. Θα ήταν πάνω από 13 που έχει σημασία για την παράγραφο 7 του άρθρου 6 τον Φεβρουάριο του 2018. Με βάση όμως τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν ενώπιον μας δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές εύρημα για το πότε έλαβαν χώρα.
(4) Τόσο η παραπονούμενη όσο και ο κατηγορούμενος αναφέρονται σε περιστατικό με γαργαλητά στο διαμέρισμα του ζευγαριού. Η παραπονούμενη δεν ήταν σε θέση να καθορίσει χρόνο. Στο διαμέρισμα το ζευγάρι διέμενε ως το εύρημα μας ανωτέρω από το Μάρτιο του 2016 και μετακόμισαν το 2019 ως είπε ο κατηγορούμενος χωρίς να αμφισβητηθεί. Μη έχοντας σαφή χρόνο, δεν μπορεί να εξαχθεί εύρημα για το εάν η παραπονούμενη ήταν πάνω ή κάτω από 13 ετών. Ακόμα όμως και αν καταφεύγαμε με σχετική τροποποίηση περιορίζοντας στο άρθρο 6(3) του Ν.91(Ι)/2014 για το θέμα της ηλικίας, η μαρτυρία της παραπονούμενης για τους λόγους που εξηγούμε ανωτέρω δεν ήταν τέτοιας ποιότητας ώστε να εξαχθούν ευρήματα με ασφάλεια αφού εντοπίστηκαν ρήγματα σε αυτή και εμφιλοχώρησαν αμφιβολίες.
Η. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
168. Με όλα όσα πιο πάνω προσπαθήσαμε να αναλύσουμε και εξηγήσουμε, κατάληξη μας είναι ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τις κατηγορίες εναντίον του κατηγορουμένου.
169. Κατά συνέπεια ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
(Υπ.) Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.
(Υπ.) Α. Λουκά, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] ‘As indicated in Fox v Percy there are other techniques for assessing the credibility and reliability of a witness other than that based on a personal assessment of demeanour:
1. Assess the evidence of a witness by reference to undisputed or indisputable facts. The witness is likely to be considered to be unreliable if their evidence is, in any serious respect, inconsistent with those facts; ...’
[2] ‘The main tests needed to determine whether a witness is lying or not are, I think, the following, although their relative importance will vary widely from case to case:
(1) the consistency of the witness's evidence with what is agreed, or clearly shown by other evidence, to have occurred; ....’
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο