
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Καραμαλλή, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 5930/2024
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Κατηγορούσα Αρχή
v.
Λ. Χ. Ζ.
Κατηγορούμενη
Ημερομηνία: 22 Ιουλίου 2025
Εμφανίσεις
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα Σ. Ναθαναήλ
Για την Κατηγορούμενη: κος Η. Στεφάνου με κα Φ. Μαλά για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε.
Κατηγορούμενη παρούσα
ΑΠΟΦΑΣΗ
Α. Εισαγωγή
Η Κατηγορουμένη αντιμετωπίζει την κατηγορία της αποφυγής παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής για τελική εξέταση κατά παράβαση των άρθρων 2, 7(1)(4) και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (174/86) και του άρθρου 20Α του περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/1972), ως έχουν τροποποιηθεί.
Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, όπως αυτή αναδεικνύεται από τις λεπτομέρειες του αδικήματος επί του κατηγορητηρίου, η Κατηγορουμένη στις 11.01.2024 στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στη Λευκωσία, της επαρχίας Λευκωσίας, ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] και της ζητήθηκε από τον Ε/Αστ. 5142 Χρ. Θεμιστοκλέους φ/δι Αστ. Στ. Λακατάμειας να δώσει δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση, άνευ ευλόγου αιτίας απέφυγε να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για να διαπιστωθεί κατά πόσο βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλης, δηλαδή απέφυγε να παράσχει τέτοια ποσότητα εκπνοής η οποία θα εκρίνετο ικανοποιητική προς διενέργεια τελικής εξέτασης.
Η Κατηγορουμένη αρνήθηκε ενοχή στην κατηγορία που αντιμετωπίζει και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της υπόθεσης της κάλεσε τρεις μάρτυρες, τον ειδικό αστυφύλακα 5142 Χριστάκη Θεμιστοκλέους (ο ΜΚ1), την αστυφύλακα 4845 Κωνσταντίνα Σκουφάρη (η ΜΚ2) και τον αρχιαστυφύλακα 2329 Νικόλα Πολυκάρπου (ο ΜΚ3). Η Κατηγορουμένη, στη συνέχεια, αφού κρίθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχη στην κατηγορία που αντιμετωπίζει και κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να δώσει μαρτυρία ενόρκως και κάλεσε δύο μάρτυρες υπεράσπισης, τον Βοηθό Αρχηγό Επιχειρήσεων Ιωάννη Γεωργίου (ο ΜΥ1) και τον ιατρό Μιχάλη Μιχαήλ (ο ΜΥ2).
Β. Σύνοψη Μαρτυρίας
Το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και δεν κρίνω ωφέλιμο να παραθέσω με λεπτομέρεια όλα όσα ανέφερε ο κάθε μάρτυρας. Για σκοπούς, όμως, πληρότητας της απόφασης μου, παραθέτω κατωτέρω σύνοψη των κύριων σημείων της μαρτυρίας εκάστου εκ των μαρτύρων που παρουσιάστηκαν, είτε από μέρους της Κατηγορούσας αρχής είτε από μέρους της Υπεράσπισης, και που αφορά άμεσα τα επίδικα θέματα ή που κρίνεται σημαντική για σκοπούς αξιολόγησης, ούτως ώστε να καταστεί αντιληπτή η εκδοχή της κάθε πλευράς εν σχέσει με τα ουσιώδη γεγονότα.
ΜΚ1
Ο ΜΚ1 ανέφερε ότι είναι ειδικός αστυφύλακας και εξουσιοδοτημένος χειριστής συσκευών προκαταρκτικών και τελικών ελέγχων αλκοόλης. Κατά την κυρίως εξέτασή του, ο μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσής του (Τεκμήριο 1). Σύμφωνα με την κατάθεσή του, στις 10.01.2024 και ώρα 02:30 ενώ βρισκόταν για τροχονομικούς ελέγχους στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στη Λευκωσία ανέκοψε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ], το οποίο από έλεγχο διαπίστωσε ότι οδηγείτο από την Κατηγορουμένη. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους, διαπίστωσε ότι η Κατηγορούμενη μύριζε έντονα οινόπνευμα, δημιουργώντας του την εύλογη υποψία ότι οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης. Τότε, αφού επέστησε την προσοχή της Κατηγορουμένης στον Νόμο και της εξήγησε τη χρήση της μηχανής και ότι άρνηση ή αποφυγή της να δώσει δείγμα εκπνοής συνιστά αδίκημα και προνοεί σύλληψη, της ζήτησε να δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση αλκοόλης με τη μηχανή με αριθμό 88117[1], πράγμα το οποίο έπραξε με ένδειξη 40mg% αντί 22mg%[2]. Ακολούθως, την πληροφόρησε για το αποτέλεσμα της εξέτασης και αφού επέστησε την προσοχή της στον Νόμο αυτή απάντησε «Είμαι Δικηγόρος». Την ίδια ημέρα και περί ώρα 03:05, χωρίς η Κατηγορουμένη να καταναλώσει οτιδήποτε, της ζήτησε να δώσει δύο δείγματα εκπνοής για τελική εξέταση στη συσκευή Alco-Sensor V XL με αριθμό 20300[3], που βρισκόταν στην κινητή μονάδα. Αφού της εξήγησε τον τρόπο λειτουργίας της συσκευής, της επέστησε την προσοχή της στον Νόμο και την πληροφόρησε ότι άρνηση ή αποφυγή παραχώρησης δείγματος συνιστά ποινικό αδίκημα και η Κατηγορουμένη απάντησε «Είμαι επίτροπος Νομοθεσίας και αύριο θα πιάσω τηλέφωνο τον Αρχηγό Αστυνομίας». Την ίδια ημέρα και ώρα 03:13, αφού η Κατηγορουμένη δεν κατάφερε να δώσει δείγματα εκπνοής για ανάλυση, το αποτέλεσμα ήταν insufficient breath[4], δηλαδή μη ικανοποιητικό δείγμα. Ακολούθως, την πληροφόρησε για το αδίκημα που διέπραξε και ότι θα προσαχθεί ενώπιον Δικαστηρίου και αφού της επέστησε την προσοχή της στο Νόμο αυτή απάντησε «Εν μου ξαναέτυχε τούτο το πράγμα.». Εν συνεχεία, την μετέφερε στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου μαζί με το όχημά της, το οποίο παραδόθηκε μαζί με τα κλειδιά στην αστυφύλακα 3845 για τα περαιτέρω.
Κατά την αντεξέταση του ο μάρτυρας ανέφερε ότι στο συγκεκριμένο σημείο όπου ανέκοψε το όχημα της Κατηγορούμενης υπάρχει καθημερινώς πάρα πολλή κίνηση τα βράδια. Ο μάρτυρας, ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε ότι ετοίμασε την κατάθεση του (Τεκμήριο 1) ενώ βρισκόταν στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου, όπου είχαν μεταφέρει την Κατηγορουμένη και το όχημα της μαζί με την αστυφύλακα 3449 Μαρία Γιωρκάτζη. Πρόσθεσε ακόμη ότι η αστυφύλακας 3449 παρέλαβε την Κατηγορουμένη από την οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, όπου είχε ανακοπεί, την μετέφερε στην οδό Ευαγόρου, όπου υπήρχε μηχανή της Τροχαίας Λευκωσίας για την διενέργεια τελικού ελέγχου. Ενόψει του ότι η συγκεκριμένη συσκευή ήταν χαλασμένη, η Κατηγορουμένη μεταφέρθηκε στη συνέχεια στην Τροχαία Λευκωσίας, στον κλάδο δυστυχημάτων. Τότε ειδοποίησαν την Τροχαία Αρχηγείου να προσκομίσει τη μηχανή τελικού ελέγχου, οπότε και έγινε προσπάθεια για διενέργεια τελικού ελέγχου αλκοόλης. Ακολούθως, με οδηγίες του αξιωματικού υπηρεσίας, η Κατηγορουμένη μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου για να εξεταστεί η υπόθεση, όπου ο μάρτυρας συμπλήρωσε το Τεκμήριο 5 και ετοίμασε την κατάθεσή του. Ερωτηθείς αναφορικά με το ιατρικό πιστοποιητικό που απέστειλε η Κατηγορουμένη προς τον Βοηθό Αρχηγό, ο μάρτυρας δήλωσε άγνοια για το γεγονός αυτό, αναφέροντας ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η πρακτική είναι ο φάκελος, μαζί με το σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό, να αποστέλλονται στη Νομική Υπηρεσία για να εξεταστεί εάν θα προωθηθούν, χωρίς όμως να γνωρίζει τους λόγους που στην προκειμένη περίπτωση δεν ακολουθήθηκε η προαναφερόμενη διαδικασία.
Ερωτώμενος, ο μάρτυρας, εν σχέσει με τον τρόπο λειτουργίας της συσκευής τελικού ελέγχου ανέφερε ότι ο χρόνος που παρέχεται από την συσκευή για την παροχή δείγματος είναι 3 λεπτά για κάθε δείγμα, ο ελάχιστος χρόνος που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της προκαταρκτικής και της τελικής εξέτασης είναι 15 λεπτά και ο μέγιστος 30 λεπτά γιατί, κατά τον ίδιο, το αποτέλεσμα ενδέχεται να διαφοροποιηθεί (είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω). Ανέφερε ακόμη ότι η εν λόγω συσκευή μπορεί να μεταφερθεί οπουδήποτε για να γίνει εξέταση και εν προκειμένω όταν το μηχάνημα έφθασε στο σημείο που βρισκόντουσαν, το ενεργοποίησε και αφού δεν υπήρχαν άλλες διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν προτού διενεργηθεί εξέταση, πλην της αναμονής αναγραφής επί της συσκευής της ένδειξης «έτοιμη», υπέβαλε αμέσως την Κατηγορουμένη σε τελικό έλεγχο. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι εξήγησε στην Κατηγορουμένη τον τρόπο λειτουργίας της μηχανής τελικής εξέτασης και η τελευταία έδειξε να αντιλαμβάνεται τις οδηγίες του, τις οποίες επαναλάμβανε καθόλη τη διάρκεια της εξέτασης και η Κατηγορούμενη έδειχνε πρόθυμη να δώσει το δείγμα.
Ανέφερε ακόμη ότι μεταξύ των δύο ελέγχων, προκαταρκτικού και τελικού, το πρόσωπο δεν απαγορεύεται να καταναλώσει νερό ή να καπνίσει τσιγάρο γιατί δεν έχουν καμία σχέση με το αλκοόλ. Πρόσθεσε ότι η Κατηγορουμένη από την διενέργεια του προκαταρκτικού ελέγχου και έπειτα δεν ήταν μαζί του, αφού τη μεταφορά της είχε αναλάβει γυναίκα αστυφύλακας και έτσι δεν μπορούσε να γνωρίζει ή να είναι σίγουρος αν είχε πιεί νερό ή τσιγάρο ή κάτι άλλο. Ενημερώθηκε από τη συνάδελφο του ότι η Κατηγορουμένη δεν είχε καταναλώσει οτιδήποτε, διευκρινίζοντας ακόμη ότι ο ίδιος δεν την είχε δει να καπνίζει ή να πίνει νερό. Πρόσθεσε ότι η Κατηγορουμένη δεν του ανέφερε ότι είχε κάποιο πρόβλημα υγείας που δεν της επέτρεπε να φυσήσει, πλην του ότι είναι χρόνια καπνίστρια και ούτε ο ίδιος τις υπέβαλε σχετικές ερωτήσεις.
Επεξήγησε ακόμη ότι κατά τη διενέργεια της εξέτασης υπάρχουν επί της συσκευής ενδείξεις που δείχνουν αν το πρόσωπο κατά τη διάρκεια της εξέτασης φυσά ικανοποιητικά. Εν προκειμένω, η Κατηγορουμένη προσπάθησε συνολικά δύο με τρεις φορές να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εντός του χρόνου των τριών λεπτών, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα και έτσι η μηχανή δεν της επέτρεψε να παράσχει δεύτερο δείγμα. Αποδέχθηκε ακόμη ότι κατά τη διεξαγωγή της τελικής εξέτασης και εντός των τριών λεπτών, τράβηξε δύο με τρεις φορές πίσω το μηχάνημα για σκοπούς αυτοκαθαρισμού του, ούτως ώστε να μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή.
Ο μάρτυρας αρχικά ανέφερε ότι δεν θυμόταν εάν η Κατηγορουμένη του είχε ζητήσει να προσπαθήσει ξανά να δώσει δείγμα, διευκρινίζοντας όμως ότι σε κάθε περίπτωση δε θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί είχε ήδη δοθεί μη ικανοποιητικό δείγμα και την είχε ενημέρωσε σχετικά προς τούτο. Συμφώνησε εν συνεχεία ότι η Κατηγορουμένη τον ικέτευσε να της επιτρέψει να δοκιμάσει δεύτερη φορά και ότι ο ίδιος σε έντονο ύφος αρνήθηκε, προσθέτοντας ότι μεταξύ της προκαταρκτικής και της τελικής εξέτασης η Κατηγορουμένη επικαλείτο συνεχώς τη θέση της, ήτοι ότι είναι Επίτροπος Νομοθεσίας και ότι θα μιλούσε με τον Αρχηγό Αστυνομίας. Συμφώνησε ακόμη ότι δεν της επέτρεψε να προσπαθήσει ξανά και ότι αφού την ενημέρωσε ότι τελούσε υπό σύλληψη, η Κατηγορουμένη άρχισε να κλαίει και τότε του ανέφερε ότι επρόκειτο να επικοινωνήσει με τον Αρχηγό Αστυνομίας για να εκφράσει το παράπονο της.
Ο μάρτυρας συμφώνησε ότι η Κατηγορουμένη βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση λόγω της μεταφοράς της στον αστυνομικό σταθμό και της ταλαιπωρίας που υπέστη. Συμφώνησε ακόμη ότι ήταν συνεργάσιμη στη διαδικασία της παροχής δείγματος, ανεξάρτητα από τα παράπονα που είχε εκφράσει αναφορικά με την ακολουθητέα διαδικασία. Συμφώνησε επίσης ότι η Κατηγορουμένη δεν χρησιμοποίησε σε οποιοδήποτε στάδιο τον ρόλο της για να μην προβεί στην εξέταση ή να τύχει διαφορετικής μεταχείρισης και ότι ήταν εκ των υστέρων που φώναζε ότι θα επικοινωνήσει με τον Αρχηγό Αστυνομίας.
ΜΚ2
Η μάρτυρας ανέφερε ότι κατά τον επίδικο χρόνο υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου και η εμπλοκή της στην παρούσα υπόθεση αφορούσε τη συμπλήρωση του φακέλου και την διαβίβασή του. Κατά την αντεξέταση της διευκρίνισε ότι θεωρείται η ανακρίτρια της παρούσας υπόθεσης. Ερωτηθείσα σχετικά, η μάρτυρας ανέφερε ότι δεν έλαβε κατάθεση από την Κατηγορουμένη γιατί επρόκειτο για αυτόφωρο αδίκημα και έτσι διαβίβασε τον φάκελο στον σταθμάρχη για περαιτέρω ενέργειες, στηριζόμενη μόνο στην μαρτυρία του αστυνομικού που διεξήγαγε τον έλεγχο και η Κατηγορουμένη θα είχε την ευκαιρία να αναφέρει τις θέσεις της στο Δικαστήριο. Δε θυμόταν, επίσης, αν το συγκεκριμένο βράδυ είχαν προσαχθεί και άλλα άτομα στον σταθμό για διενέργεια τελικής εξέτασης αλκοόλης και εάν η Κατηγορουμένη όταν είχε μεταφερθεί στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου τελούσε υπό σύλληψη ή μεταφέρθηκε εκεί για κάποιο άλλο λόγο. Ανέφερε ακόμη ότι το ιατρικό πιστοποιητικό που η Κατηγορουμένη παρέδωσε στον Βοηθό Αρχηγό δεν της είχε δοθεί.
ΜΚ3
Ο μάρτυρας ανέφερε ότι υπηρετεί στο τμήμα τεχνολογικής ανάπτυξης στην υποδιεύθυνση επικοινωνιών και ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας και επεξήγησε τον τρόπο λειτουργίας της επίδικης συσκευής τελικού ελέγχου αλκοόλης. Ανέφερε ακόμη ότι σύμφωνα με το έντυπο αποτέλεσμα που δόθηκε εν προκειμένω, προκύπτει ότι εντός των τριών λεπτών που παρέχονται η Κατηγορουμένη προσπάθησε να δώσει δείγμα, αλλά αυτό δεν ήταν ικανοποιητικό για σκοπούς εξέτασης. Ανέφερε ακόμη ότι εάν κατά τη διαδικασία ανιχνευθεί οποιοδήποτε λειτουργικό πρόβλημα, τότε η συσκευή διακόπτει τη διαδικασία και εκτυπώνει έντυπο αποτέλεσμα με σχετική ένδειξη, κάτι όμως που δεν υφίστατο στην προκειμένη περίπτωση.
Κατά την αντεξέταση του ο μάρτυρας επεξήγησε τις διαφορές μεταξύ των συσκευών που χρησιμοποιούνται για προκαταρκτική και τελική εξέταση. Όσον αφορά τους ελέγχους που πρέπει να γίνονται, ο μάρτυρας ανέφερε ότι σύμφωνα με το εγχειρίδιο θα πρέπει να γίνονται έλεγχοι ανά τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να ελέγχεται η ορθή λειτουργία της συσκευής. Ο τελευταίος έλεγχος που έγινε από τον ίδιο στην επίδικη συσκευή ήταν στις 30.10.2023, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 4. Εν σχέσει με τον χρόνο διενέργειας της εξέτασης, ο μάρτυρας ανέφερε ότι η νομοθεσία καθορίζει ως ελάχιστο χρόνο μεταξύ της προκαταρκτικής και τελικής εξέτασης τα 15 λεπτά και δεν προσδιορίζει τον μέγιστο, προσθέτοντας όμως ότι το δείγμα που θα ληφθεί μετά την πάροδο των 15 λεπτών θα έχει απόκλιση, θετική ή αρνητική, με αποτέλεσμα η τελική εξέταση να πρέπει να γίνεται εντός 15 – 20 λεπτών από την προκαταρκτική εξέταση. Μετά δε την παρέλευση μιας ώρας, πιθανότητα το επίπεδο αλκοόλης στο αίμα θα μειωθεί σε συνάρτηση πάντοτε με τον χρόνο που αυτό έχει καταναλωθεί. Αναφερόμενος στους παράγοντες που επηρεάζουν τον χρόνο που χρειάζεται ένας οργανισμός για να μεταβολίσει το αλκοόλ αναφέρθηκε στη σωματική διάπλαση, το φύλο, την ψυχολογική κατάσταση και το φαγητό, διευκρινίζοντας ότι μια μικρόσωμη γυναίκα μεταβολίζει το αλκοόλ πιο γρήγορα. Ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε ότι η εν λόγω συσκευή δε χρειάζεται χρόνο για να θερμανθεί και δεν χρησιμοποιείται για σκοπούς τελικής εξέτασης με τη χρήση χωνιού, γιατί σε τέτοια περίπτωση δε δίδει ακριβές ποσοστό, αλλά μόνο θετική ή αρνητική ένδειξη. Εξήγησε ακόμη ότι η συσκευή μετράει τον όγκο αέρα που περνά από το επιστόμιο και ότι η εξέταση γίνεται στο τελευταίο κομμάτι της εκπνοής που προέρχεται από το βάθος των πνευμόνων. Ανέφερε ακόμη ότι από τη στιγμή που το πρόσωπο αρχίζει τη διαδικασία παροχής δείγματος και το επιστόμιο απομακρυνθεί, τότε η διαδικασία θα διακοπεί και το δείγμα δε θα είναι ικανοποιητικό, προσθέτοντας ότι δεν υπάρχει λόγος η συσκευή να απομακρυνθεί κατά τη διαδικασία εκπνοής. Ανέφερε ακόμη ότι για να υπάρχει ικανοποιητικό δείγμα πρέπει να υπάρχει σταθερή ροή αέρα και οποιοδήποτε πρόβλημα στο αναπνευστικό σύστημα μπορεί να επηρεάσει το δείγμα. Όσον αφορά τον εναλλακτικό τρόπο παροχής δείγματος σε άτομα με αδύναμη αναπνοή, ο μάρτυρας ανέφερε ότι τούτο δεν εφαρμόζεται στην Κύπρο γιατί κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται από την κείμενη νομοθεσία. Διευκρίνισε ακόμη ότι η συσκευή μετά την λήψη δύο πετυχημένων δειγμάτων εκτυπώνει το αποτέλεσμα και δεν παρέχει δυνατότητα για διενέργεια τρίτης προσπάθειας. Σε περίπτωση όμως όπου το πρώτο δείγμα δεν είναι ικανοποιητικό η διαδικασία διακόπτεται και δεν προχωρεί στη λήψη δεύτερου δείγματος. Σε περίπτωση δε που μετά την αποτυχημένη εξέταση ο αστυνομικός, στην διακριτική ευχέρεια του οποίου βρίσκεται, αποφασίσει να δώσει δεύτερη ευκαιρία στον πολίτη, μπορεί να ξεκινήσει εκ νέου τη διαδικασία, καταχωρώντας και πάλι τα στοιχεία του ατόμου, το οποίο θα πρέπει να κάνει εκ νέου δύο προσπάθειες. Όσον αφορά την κατανάλωση νερού, ο μάρτυρας ανέφερε ότι αυτό δεν επηρεάζει το δείγμα σε αντίθεση με το κάπνισμα τσιγάρου και για αυτό θα πρέπει να δίδεται χρόνος 10 λεπτών μετά από το κάπνισμα προτού γίνει εξέταση.
Κατηγορουμένη
Η Κατηγορουμένη επέλεξε να δώσει μαρτυρία ενόρκως και στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης της υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσης της (Τεκμήριο 11). Ως αναφέρει στη δήλωσή της στις 11.01.2024 και περί ώρα 01:45π.μ. οδηγούσε το όχημα της με αριθμούς εγγραφής [ ] από την παλιά Λευκωσία προς τον κυκλικό κόμβο «ΟΧΙ» για να μεταβεί, μετά από βραδινή οικογενειακή έξοδο, στο σπίτι της στον [ ], έχοντας ως συνοδηγό την κόρη της. Κατά την έξοδό της η Κατηγορουμένη είχε καταναλώσει δύο ποτά, όπως και η κόρη της, με τη διαφορά ότι η Κατηγορουμένη κατανάλωσε λιγότερο φαγητό. Καθώς όδευε προς τον κυκλικό κόμβο πρόσεξε το σήμα της αστυνομίας στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου για να σταματήσει, όπως και έπραξε αμέσως. Εκεί, πριν τις 2:00π.μ., της ζητήθηκε από τον ΜΚ1 να δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση, το οποίο είχε ένδειξη 40mg%. Τότε η κόρη της στις 02:05π.μ. απέστειλε, σε φιλικό της πρόσωπο, τα αποτελέσματα του προκαταρκτικού ελέγχου.[5] Εν συνεχεία, ο ΜΚ1 της ανέφερε ότι θα έπρεπε να μεταβεί σε άλλο σημείο για να ληφθεί το τελικό δείγμα και ανέμενε προς τούτο περί τα 15 λεπτά στο όχημά της. Σε κάποιο σημείο, λόγω της καθυστέρησης, κατέβηκε και ρώτησε τι συνέβαινε και για ποιο λόγο δεν προχωρούσε η διαδικασία, αναφέροντας στους αστυνομικούς την ιδιότητά της και ότι θα ήθελε να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο για να μεταβεί στο σπίτι της για ξεκούραση, καθότι η επόμενη μέρα ήταν εργάσιμη και είχε φορτωμένο πρόγραμμα. Σε κάποιο χρονικό σημείο ήρθε στη σκηνή μια γυναίκα αστυνομικός η οποία κάθισε στη θέση του οδηγού του οχήματος της και τους οδήγησε στην οδό Ευαγόρου, όπου υπήρχε μηχάνημα τελικού ελέγχου. Περίμενε στο αυτοκίνητό της για άλλα περίπου 15 λεπτά μέχρι που ενημερώθηκε ότι δεν λειτουργούσε το μηχάνημα τελικού ελέγχου στο συγκεκριμένο σημείο και θα έπρεπε να μεταφερθεί σε σταθμό για το τελικό τεστ, οπότε και οδηγήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου, στον κλάδο ατυχημάτων. Στον Σταθμό Στροβόλου υπήρχαν και άλλοι αστυνομικοί και άλλα άτομα που ανέμεναν για τη διενέργεια της εν λόγω εξέτασης και περίμενε εκεί για αρκετή ώρα μέχρι που ενημερώθηκε από τον ΜΚ1 ότι το μηχάνημα δεν λειτουργούσε. Σε εκείνο το στάδιο ανέφερε στους αστυνομικούς ότι θα πρέπει να υπάρχει σχέδιο σε τέτοιες περιπτώσεις αδυναμίας του συστήματος και σαφείς οδηγίες για τις ενέργειες που πρέπει να γίνονται, γιατί δεν είναι δίκαιο ο πολίτης να θεωρείται υπεύθυνος για τη βλάβη του μηχανήματος και να ταλαιπωρείται με αυτό τον τρόπο όταν υπάρχει αδυναμία να γίνει ο έλεγχος. Τότε ο ΜΚ1 της ανέφερε με άγριο ύφος ότι θα έκανε το παν να φέρει μηχάνημα από αλλού για να γίνει το τελικό τεστ και σε εκείνο το σημείο ρώτησε κατά πόσο ήταν υπό κράτηση, με τον αστυφύλακα να της απαντά αρνητικά. Από την ώρα που μεταφέρθηκε στον σταθμό μέχρι και την ώρα που ήρθε το μηχάνημα για τελικό έλεγχο, της προσφέρθηκαν 2-3 ποτήρια νερό από μια αστυνομικό και κάπνισε αρκετά τσιγάρα, γεγονός που την ανάγκαζε να βγαίνει έξω ενώ ήταν πολύ κρύο. Περί τις 3:10π.μ. έφθασε στον Σταθμό Στροβόλου άλλος αστυνομικός ο οποίος προσκόμισε το μηχάνημα τελικού ελέγχου. Τότε ο ΜΚ1 ενημέρωσε την Κατηγορουμένη ότι θα διενεργούσε την εξέταση και ότι σε περίπτωση αποτυχίας παροχής δείγματος θα καταχωρείτο ποινική υπόθεση εναντίον της και της ζητήθηκε να δώσει δείγμα, ενώ ο ΜΚ1 κρατούσε το μηχάνημα. Η Κατηγορουμένη ανέφερε ακόμη ότι θυμάται να προσπαθεί να φυσήξει με όση δύναμη είχε και παρατήρησε ότι ο ΜΚ1 κρατούσε το στόμιο του τεστ στο στόμα της και το τραβούσε πίσω απότομα πίσω σε κάθε της προσπάθεια ενώ φυσούσε. Αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία ο ΜΚ1 την ενημέρωσε ότι δεν δόθηκε ικανοποιητικό δείγμα. Ανέφερε ακόμη ότι από τον προκαταρκτικό μέχρι και τον τελικό έλεγχο είχε μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα και σε καμία περίπτωση δεν είχε λόγο και πρόθεση να μην δώσει δείγμα αφού ήταν σίγουρο στο μυαλό της ότι η ένδειξη του αλκοόλ θα είχε πέσει κατά πολύ μετά από την πάροδο τέτοιου χρόνου. Η Κατηγορουμένη ανέφερε στον ΜΚ1 ότι ένιωθε πολύ κούραση και ότι έβαλε όση προσπάθεια ήταν δυνατό αλλά δεν μπορούσε παραπάνω και τον παρακάλεσε πολλές φορές να της επιτρέψει να επαναλάβει τη διαδικασία και να δώσει δεύτερο δείγμα αλλά ο μάρτυρας αρνήθηκε. Αναφέρθηκε ακόμη στην υποτροπή του χρόνιου άσθματος της λίγες μέρες πριν από το συμβάν και ότι τη συγκεκριμένη ημέρα αισθανόταν καλύτερα και για αυτό δεν σκέφτηκε λόγω και της ιδιαίτερης κούρασης και ψυχολογικής φόρτισης της ότι η αναπνοή της ενδεχόμενα να είχε επηρεαστεί από την κατάσταση της υγείας της και εξου δεν το ανέφερε στον ΜΚ1, αλλά αναφέρθηκε μόνο στο γεγονός ότι είναι χρόνια καπνίστρια και ότι το συγκεκριμένο βράδυ είχε καπνίσει πολύ. Αναφέρθηκε ακόμη στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον ΜΥ2 και την έκδοση σχετικού ιατρικού πιστοποιητικού, το οποίο παρέδωσε τις επόμενες μέρες στον ΜΥ1 έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία τους, κατά την οποία του είχε μεταφέρει τα παράπονα της για τα όσα είχαν προηγηθεί το προηγούμενο βράδυ. Ανέφερε περαιτέρω ότι ουδέποτε ζήτησε να τύχει διαφορετικής μεταχείρισης, ούτε προέβαλε την ιδιότητα της κατά τη διάρκεια την παρουσίας της στον σταθμό για να τύχει τέτοιας διαφορετικής μεταχείρισης, αλλά η ίδια ένιωσε ότι έτυχε δυσμενούς μεταχείρισης συνεπεία της ιδιότητας της. Στο τέλος της διαδικασίας ανέφερε στον ΜΚ1 ότι θα τηλεφωνούσε στον Αρχηγό Αστυνομίας την επόμενη μέρα για να παραπονεθεί για την κράτηση της και την όλη συμπεριφορά και ταλαιπωρία που υπέστη συνεπεία της ακολουθηθείσας διαδικασίας.
Η Κατηγορουμένη κατά την αντεξέταση της αναφέρθηκε εκ νέου στη συμπεριφορά του ΜΚ1 και στον τρόπο χειρισμού της λέγοντας ότι η ίδια διαπίστωσε ότι υπήρχε μια εμμονή στην προσπάθειά του να την κατηγορήσει, παρά το γεγονός ότι η υπόθεση είχε παρατραβήξει πολύ πέραν του επιτρεπτού στη βάση των κανονισμών. Όσον αφορά τους λόγους που η Κατηγορουμένη δεν είχε ενημερώσει τον ΜΚ1 για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, απέδωσε τούτο στην ιδιαίτερη ένταση που επικρατούσε ενόψει της γενικότερης κατάστασης και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, της συναισθηματικής της φόρτισης και επειδή ένιωθε κάπως καλύτερα τη συγκεκριμένη μέρα. Σε σχετική υποβολή ότι απέφυγε να παράσχει δείγμα για σκοπούς τελικής εξέτασης ελέγχου αλκοόλης, η Κατηγορουμένη ανέφερε ότι έκανε προσπάθεια να δώσει δείγμα και κατά τη διάρκεια της προσπάθειας αυτής ένιωσε δύο με τρεις φορές τον ΜΚ1 να τραβά το μηχάνημα προς τα πίσω. Ανέφερε περαιτέρω ότι εφόσον είχε ενημερωθεί ότι τυχόν άρνηση ή αποφυγή παροχής δείγματος συνιστά ποινικό αδίκημα δεν θα έφερνε η ίδια ποτέ τον εαυτό της σε αυτήν τη θέση. Ανέφερε εκ νέου ότι παρακαλούσε τον ΜΚ1 για περίπου μισή ώρα να την αφήσει να φυσήξει ξανά, ότι είχε κάθε πρόθεση να το πράξει και ότι ουδέποτε ήταν πρόθεσή της να ξεγελάσει τις αρχές.
ΜΥ1
Πρώτος μάρτυρας εκ μέρους της Υπεράσπισης ήταν ο Βοηθός Αρχηγός Επιχειρήσεων. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι η Κατηγορουμένη επικοινώνησε μαζί του τις πρωινές ώρες της ημέρας κατά την οποία είχε λάβει χώρα το συμβάν, αφού την παρέπεμψε κοντά του ο υπαρχηγός. Κατά την επικοινωνία τους, η Κατηγορουμένη του μετέφερε το παράπονό της για τη συμπεριφορά των αστυνομικών, τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Περαιτέρω, τον είχε ενημερώσει για το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε και δυσκολευόταν να φυσήξει και εκείνος με την σειρά του την ενημέρωσε για την δυνατότητα προσκόμισης σχετικής ιατρικής βεβαίωσης. Σε σχετική ερώτηση ανέφερε ακόμη ότι ο αστυνομικός που διενεργεί την εξέταση έχει την ευχέρεια να επιτρέψει στον πολίτη να προβεί σε νέα προσπάθεια για παροχή δείγματος για τελική εξέταση, σε περίπτωση που η πρώτη προσπάθεια ήταν αποτυχημένη, αφού παρέλθουν περί τα 2 λεπτά από την ολοκλήρωση της τελευταίας προσπάθειας. Τούτο διότι αρκετοί πολίτες, λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζουν ή άγχους και στρες δεν μπορούν να φυσήξουν. Διευκρίνισε ακόμη ότι η προσπάθεια τελικής εξέτασης θα πρέπει να γίνεται αφού παρέλθουν 10 λεπτά από την προκαταρκτική εξέταση, ο χρόνος όμως αυτός δε θα πρέπει να υπερβαίνει το μέγιστο τα 45 λεπτά γιατί όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος που παρέρχεται τόσο η αλκοόλη εξασθενίζει. Ως προς τον τρόπο διενέργειας της εξέτασης, ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο αστυνομικός δε δικαιούται να αγγίξει πάνω στη συσκευή ή και να την τραβά κατά τη διάρκεια παροχής του δείγματος. Ο μάρτυρας αναγνώρισε ότι το Τεκμήριο 13 αποτελεί την ιατρική βεβαίωση που του προσκόμισε η Κατηγορουμένη και ότι αφού το έλαβε, πήρε τον φάκελο για να το αποστείλει στη Νομική Υπηρεσία μαζί με τα σχετικά δικαιολογητικά, όμως ενόψει της δημοσιότητας που έλαβε το επίδικο συμβάν, του δόθηκαν οδηγίες από τον τέως Αρχηγό Αστυνομίας όπως η υπόθεση σταλεί απευθείας στο Δικαστήριο για να αποφασιστούν τα ζητήματα, όπως και έπραξε. Κατά την αντεξέταση του, ο μάρτυρας ανέφερε ότι για το επίδικο περιστατικό διατάχθηκε διοικητική έρευνα, η οποία όμως δεν κατέληξε σε στοιχειοθέτηση κατηγοριών εναντίον οποιουδήποτε από τους εμπλεκομένους.
ΜΥ2
Εκ μέρους της Υπεράσπισης κατέθεσε και ο Δρ. Μιχάλης Μιχαήλ, ιατρός πνευμονολόγος, ο οποίος αναφέρθηκε στα προσόντα και την εμπειρία του. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι η Κατηγορουμένη εδώ και 10 χρόνια είναι ασθενής του. Ως προς την κατάσταση της υγείας της, ανέφερε ότι η Κατηγορουμένη έχει χρόνιο ιστορικό με αναπνευστικό χρόνιο βρογχικό άσθμα που κάνει βρογχόασθμα και σε παροξύνσεις μπορεί να επιδεινωθεί με αποτέλεσμα να χρειάζεται θεραπεία, να δυσκολεύεται να αναπνεύσει και να έχει συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού. Ο μάρτυρας εξέτασε την Κατηγορουμένη στις 06.01.2024 λόγω του ότι βρισκόταν σε παρόξυνση, αφού είχε βρογχίτιδα με βρογχόασθμα και της χορήγησε φαρμακευτική αγωγή. Ως διευκρίνισε, η οξεία βρογχίτιδα για να αποθεραπευτεί εντελώς μπορεί να χρειαστεί 10 – 15 ημέρες, εκτός και εάν υπάρξουν άλλες συνθήκες που θα προκαλέσουν την επιδείνωσή της. Ανέφερε περαιτέρω για την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με την Κατηγορουμένη την επόμενη ημέρα του συμβάντος, από το οποίο προέκυπτε ότι η κατάσταση της είχε επιδεινωθεί και έτσι της συνέστησε να συνεχίσει και να εντείνει την φαρμακευτική αγωγή. Ο μάρτυρας επεξήγησε ακόμη ότι το χρόνιο βρογχικό άσθμα επηρεάζει τις αναπνευστικές παραμέτρους. Όταν δε το άτομο βρίσκεται σε παρόξυνση, επιδεινώνεται επιπλέον η εκπνευστική ροή του, δηλαδή το άτομο δεν μπορεί να έχει ικανοποιητική εκπνοή και εισπνοή. Το γεγονός ότι η Κατηγορουμένη αντιμετωπίζει χρόνια νόσο που κατά τον επίδικό χρόνο ήταν σε παρόξυνση, βρισκόταν εκτός σπιτιού, σε βραδινές προς πρωινές ώρες, είχε εκτεθεί σε συνθήκες κρύου αέρα, είναι χρόνια καπνίστρια και είχε ταλαιπωρηθεί συναισθηματικά, αποτελούν παράγοντες που επιδεινώνουν την αναπνευστική λειτουργία και το πρόσωπο πιθανόν να μην είναι σε θέση να φυσήξει για να δώσει δεύτερο δείγμα, παρά το γεγονός ότι η πρώτη του προσπάθεια ήταν επιτυχής. Ανέφερε ακόμη ότι οι πιο πάνω παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τόσο την μέγιστη προσπάθεια όσο και τον χρόνο εκπνοής. Εν συνεχεία, αναφέρθηκε στην επανεξέταση της Κατηγορουμένη και την έκδοση του ιατρικού πιστοποιητικού, Τεκμήριο 13, το οποίο αναγνώρισε. Κατά την αντεξέταση του ο μάρτυρας, ερωτώμενος σχετικά, ανέφερε ότι σε περιπτώσεις ύφεσης ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στην προηγούμενη κατάσταση, αφού θα υφεθούν τα συμπτώματα, θα υποχωρήσουν τα ευρήματα και θα μπορεί να εκτελεστεί η αναπνευστική λειτουργία.
Γ. Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω και να ακούσω με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν. Έχοντας συνοψίσει ανωτέρω την προσκομισθείσα μαρτυρία, προχωρώ στην αξιολόγησή της, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την εντύπωση που ο κάθε μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης και συμπεριφοράς του ενόσω καταθέτει, τις αντιδράσεις του, κατά πόσο είναι φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντά, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητα του ή την ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει.[6] Τονίζεται ακόμη ότι, παρά τη θετικότητα που μπορεί τα πιο πάνω αναφερόμενα χαρακτηριστικά να προσδώσουν στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του,[7] αλλά δέον, όπως αυτά λαμβάνονται υπόψη σε συνάρτηση με την υφή της διαφοράς, τα σημαντικά τεκμήρια και, την κατά το δυνατόν, αντιπαραβολή των εκατέρωθεν θέσεων[8] και υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας.[9]
Ως έχει, επίσης, νομολογηθεί, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία[10] και δεν πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά,[11] αλλά δέον όπως αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δύο πλευρές, αφού κριθεί η αξιοπιστία έκαστου μάρτυρα.[12]
Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν εξουδετερώνουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο.[13] Οι αντιφάσεις που καθιστούν μια μαρτυρία αναξιόπιστη πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, σε σημείο που να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεση του να πει ψέματα.
Με γνώμονα τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές προχωρώ στην αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας.
Αξιολόγηση ΜΚ1
O MK1 είναι ο ειδικός αστυφύλακας που ανέκοψε το όχημα της Κατηγορουμένη και διενήργησε τον προκαταρκτικό και τελικό έλεγχο αλκοόλης. Η εικόνα που αποκόμισα για τον ΜΚ1 ενόσω αυτός κατέθετε από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν σε γενικές γραμμές καλή. Οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονταν από φυσικότητα και αμεσότητα και δεν προέκυψε να είχαν ως γνώμονα την άρνηση κάθε εκδοχής της υπεράσπισης, στοιχείο ενδεικτικό και της ειλικρίνειάς του. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα σημεία της μαρτυρίας του τα οποία δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, για τους λόγους που εξηγώ κατωτέρω. Συγκεκριμένα:
(α) ο ισχυρισμός του αναφορικά με την ώρα ανακοπής της Κατηγορουμένη. Ο μάρτυρας στην κατάθεσή του αλλά και κατά την αντεξέταση του ανέφερε και επέμενε ότι η ανακοπή έγινε στις 02:30π.μ. καθώς αυτή ήταν η ώρα που έδειχνε το ρολόι του, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο αυτό να έδειχνε και λανθασμένη ώρα. Σύμφωνα όμως με το Τεκμήριο 12, το περιεχόμενο του οποίου δεν έχει αμφισβητηθεί, η κόρη της Κατηγορουμένης είχε ενημερώσει στις 02:05π.μ., μέσω μηνύματος, φιλικό της πρόσωπο για τα αποτελέσματα του προκαταρκτικού ελέγχου της ίδιας αλλά και της Κατηγορουμένης, γεγονός που δεικνύει ότι η ανακοπή της δεν έγινε στις 02:30π.μ. αλλά ενωρίτερα.
(β) ο ισχυρισμός του ότι στην Τροχαία Λευκωσίας όπου είχε μεταφερθεί η Κατηγορούμενη για να υποβληθεί σε τελικό έλεγχο δεν υπήρχε μηχάνημα την συγκεκριμένη μέρα, εξού και ανέμεναν την προσκόμιση του από άλλο σημείο. Σε κατοπινό σημείο όμως της αντεξέτασής του ανέφερε ότι η μηχανή που υπήρχε στην Τροχαία Λευκωσίας δεν λειτουργούσε και για αυτό ανέμεναν την προσκόμιση άλλης συσκευής.
(γ) ο μάρτυρας ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια των τριών λεπτών όπου η Κατηγορούμενη κατέβαλε προσπάθεια να παράσχει δείγμα, τραβούσε πίσω το μηχάνημα προκειμένου να κάνει τον αυτοκαθαρισμό του και να μπορέσει να ξεκινήσει από την αρχή. Το τράβηγμα της συσκευής για τον λόγο αυτό έγινε, ως τελικά διαμόρφωσε τη θέση του, δύο με τρεις φορές. Εντούτοις, ο ισχυρισμός του ΜΚ1 ότι υπήρχε αναγκαιότητα αποτραβήγματος του μηχανήματος κατά τη διάρκεια των 3 λεπτών που η Κατηγορουμένη κατέβαλε προσπάθεια να παράσχει δείγμα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Τούτο διότι, τέτοια διαδικασία δεν προβλέπεται στις οδηγίες χρήσης της συσκευής που δίδονται προς τους αστυνομικούς (Τεκμήριο 7). Επίσης, ως ρητά ανέφερε ο ΜΚ3, που στη βάση των αδιαμφισβήτητων προσόντων του αποτελεί πραγματογνώμονα, μεταξύ άλλων, για τη χρήση της επίδικης συσκευής, δεν υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος απομάκρυνσης της συσκευής κατά την διάρκεια παροχής δείγματος και σε περίπτωση απομάκρυνσης της η συσκευή θα διακόψει την εν εξελίξει διαδικασία. Παρεμφερώς αναφέρω ότι οι αναφορές του ΜΚ3 επιβεβαιώθηκαν και μέσα από την μαρτυρία του ΜΥ1.
(δ) ο ισχυρισμός του ότι η Κατηγορουμένη δεν κατανάλωσε οτιδήποτε μεταξύ του προκαταρκτικού και του τελικού ελέγχου, αφού, ως ο ίδιος ανέφερε, δεν είχε ιδία γνώση προς τούτο, γιατί η μεταφορά της Κατηγορουμένης από το σημείο ανακοπής μέχρι το σημείο τελικού ελέγχου δεν έγινε από τον ίδιο αλλά από γυναίκα αστυφύλακα. Η δε σχετική αναφορά του προέκυψε από πληροφόρηση που έλαβε από την εν λόγω συνάδελφο του και για αυτό, ως ο ίδιος ανέφερε, δεν μπορεί να γνωρίζει ή να είναι σίγουρος ότι η Κατηγορούμενη δεν κάπνισε ή δεν ήπιε νερό ή οτιδήποτε άλλο.
(ε) ο ισχυρισμός του ότι δε θυμόταν αν η Κατηγορουμένη του είχε ζητήσει να ξαναδώσει δείγμα μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια και ότι σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο είναι παράνομο. Ως προς το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού του, ο μάρτυρας εν τέλει αποδέχθηκε ότι η Κατηγορούμενη, μετά την αποτυχημένη προσπάθειά της, τον ικέτευσε να της επιτρέψει να προσπαθήσει ξανά, αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας της «μα ζητάς μου να κάνω παρανομία». Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του, ο ΜΚ3 που ως έχει ήδη λεχθεί είναι εμπειρογνώμονας ως προς τον τρόπο λειτουργίας και χρήσης της επίδικης συσκευής, ανέφερε ότι μετά την ολοκλήρωση της αποτυχημένης προσπάθειας, εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αστυνομικού να επιτρέψει στον εκάστοτε πολίτη να προσπαθήσει εκ νέου να παράσχει δείγμα εκπνοής, επαναρχίζοντας τη διαδικασία. Παρενθετικά σημειώνω ότι τα πιο πάνω αναφέρθηκαν και από τον Βοηθό Αρχηγό Επιχειρήσεων, ο οποίος επεξήγησε περαιτέρω ότι τούτο συμβαίνει καθώς αρκετοί πολίτες αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας ή έντονη συναισθηματική φόρτιση και άγχος με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να φυσήξουν ικανοποιητικά από την πρώτη φορά. Εν πάση περιπτώσει, ανατρέχοντας στην κείμενη νομοθεσία δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε τέτοια απαγόρευση.
(στ) ο ισχυρισμός του ότι η Κατηγορουμένη χρησιμοποιούσε τη θέση της για να τύχει διαφορετικής μεταχείρισης εφόσον ο ίδιος εν συνεχεία διευκρίνισε ότι η αναφορά του αυτή δεν σχετιζόταν με την πρόθεση της Κατηγορουμένης να συνεργαστεί αλλά την ακολουθητέα διαδικασία και την ταλαιπωρία που υπέστη.
Ως εκ των ανωτέρω, η μαρτυρία του ΜΚ1, πλην των σημείων που ρητά έχουν αναφερθεί ανωτέρω, γίνεται αποδεκτή, έχοντας κατά νουν την αρχή ότι η απόρριψη εκδοχών μάρτυρα δεν οδηγεί αναγκαστικώς και απαρεγκλίτως σε απόρριψη της μαρτυρίας του, καθώς μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του.[14] Οι ανωτέρω επισημάνσεις δεν θεωρώ ότι είναι τέτοιας μορφής ώστε να μπορούσαν να πλήξουν την αξιοπιστία του αφού δεν είναι ικανές να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της παρούσας υπόθεσης. Εξαίρεση αποτελεί η αναφορά περί αναγκαιότητας αυτοκαθαρισμού της συσκευής κατά τη διενέργεια της εξέτασης. Δεν έχει προκύψει όμως ότι η αναφορά αυτή έγινε με πρόθεση από μέρους του να πει ψέματα, αλλά αυτό που διαφάνηκε ήταν ότι αυτή ήταν η δική του αντίληψη ως προς τον τρόπο λειτουργίας της.
Αξιολόγηση ΜΚ2
Η ΜΚ2 ήταν η ανακρίτρια της παρούσας υπόθεσης. Παρά την ιδιότητά της αυτή, η εμπλοκή της, ως διαφάνηκε, περιορίστηκε στη συλλογή του μαρτυρικού υλικού από τον ΜΚ1, τη συμπλήρωση του φακέλου και τη διαβίβασή του για περαιτέρω ενέργειες. Η μάρτυρας δημιούργησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο και δεν έχω αμφιβολία ότι κατέθεσε με ειλικρίνεια αναφορικά με τις ενέργειές της, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, δεν αμφισβητήθηκαν από την υπεράσπιση. Αυτό που προβλήθηκε κατά την αντεξέτασή της, είναι ότι δεν υπήρξε αντικειμενική διερεύνηση του αδικήματος λόγω της παράλειψης της μάρτυρος να λάβει κατάθεση από την Κατηγορουμένη παρά την ύπαρξη ευχέρειας προς τούτο, αλλά στηριζόμενη αποκλειστικά στα λεχθέντα του ΜΚ1 διαβίβασε τον φάκελο για σκοπούς άσκησης ποινικής δίωξης. Η μάρτυρας, όμως, δικαιολόγησε επαρκώς τους λόγους που δεν προέβη σε λήψη κατάθεσης από την Κατηγορουμένη και δεν διακρίνεται με οποιονδήποτε τρόπο μεροληψία ή προκατάληψη εκ μέρους της. Συγκεκριμένα, η μάρτυρας επεξήγησε ότι επρόκειτο για αυτόφωρο αδίκημα και σε τέτοιας φύσης υποθέσεις προχωρούν σε άμεση καταχώρηση και πρέπει οι ενέργειές τους να ολοκληρώνονται σε σύντομο χρόνο και σε περίπτωση όπου το πρόσωπο αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας που αποτελεί και την αιτία μη παροχής ικανοποιητικού δείγματος εκπνοής δύναται να παρουσιάσει στο Δικαστήριο το σχετικό αποδεικτικό, όπως η Κατηγορουμένη έπραξε εν προκειμένω. Επεξήγησε, περαιτέρω, ότι έχοντας τα έντυπα αποτελέσματα των δειγμάτων που δόθηκαν, δεν προβαίνουν σε άλλες ενέργειες και προχωρούν επί τη βάσει της κατάθεσης του αστυνομικού που διενήργησε τον έλεγχο. Ως εκ τούτου, δεν έχει διαφανεί ότι η παρούσα υπόθεση έτυχε διαφορετικού χειρισμού από την ΜΚ2 από ότι οι αντίστοιχες υποθέσεις είτε λόγω της ιδιότητας της Κατηγορουμένης είτε για κάποιο άλλο λόγο. Ούτε η μη αρχειοθέτηση του ιατρικού πιστοποιητικού που απέστειλε η Κατηγορουμένη εντός του φακέλου διαφοροποιεί την πιο πάνω κατάληξη μου, αφού η παράδοση του εν λόγω εγγράφου στον ΜΥ1 (16.01.2024) έπεται χρονικά της διαβίβασης του φακέλου από την μάρτυρα (11.01.2024). Επομένως, ικανοποιούμαι για την ειλικρίνεια της ΜΚ2 και τον αντικειμενικό τρόπο διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης από μέρους της.
Αξιολόγηση ΜΚ3
Ο ΜΚ3 υπηρετεί στο Τμήμα Τεχνολογικής Ανάπτυξης στην Υποδιεύθυνση Επικοινωνιών και Ηλεκτρονικών Συστημάτων Ασφαλείας. Ο μάρτυρας κατέθεσε δέσμη πιστοποιητικών παρακολούθησης διαφόρων σεμιναρίων αναφορικά με τoν χειρισμό, βαθμονόμηση, ελέγχους ακριβείας και συντήρησης συσκευών ελέγχου αλκοόλης, μεταξύ των οποίων και η συσκευή τελικού ελέγχου που χρησιμοποιήθηκε στην προκειμένη περίπτωση. Η κατάρτιση και τα προσόντα του επί των ανωτέρω δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση και συνεπώς στη βάση τούτου αλλά και του περιεχομένου του Τεκμηρίου 6 αποδέχομαι ότι ο μάρτυρας αποτελεί κατάλληλα καταρτισμένο πρόσωπο για να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς τον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης συσκευής και διεξαγωγής τελικού ελέγχου αλκοόλης και επί τούτου αποδέχομαι ότι ο μάρτυρας αποτελεί πραγματογνώμονα για τα πιο πάνω.
Ως έχει επισημανθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298, αποτελεί βασική και πάγια νομολογιακή αρχή ότι για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, πλην του ότι, κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα, εμπειρογνώμονες δύνανται να εκφέρουν γνώμη στον τομέα ειδίκευσής τους. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες, για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση.[15]
Έχω προσεγγίσει την μαρτυρία του ΜΚ3 έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές. Ο συγκεκριμένος μάρτυρας έχει αφήσει πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο, καθώς εξήγησε με σαφήνεια τον τρόπο λειτουργίας της συσκευής τελικού ελέγχου με βάση το λογισμικό που διαθέτει η Αστυνομία Κύπρου, την συχνότητα διενέργειας ελέγχων ως προς την ορθή λειτουργία της και τις δυνατότητες που παρέχονται στον χειριστή της συσκευής ως προς τη διενέργεια επαναληπτικής εξέτασης. Ο μάρτυρας απαντούσε με αμεσότητα και ευθύτητα σε όλες τις ερωτήσεις που του ετίθεντο και η προσπάθεια του να δώσει επαρκείς εξηγήσεις στο Δικαστήριο με βάση τις γνώσεις του ήταν έκδηλη, χωρίς να διακρίνεται οποιαδήποτε προσπάθεια αποφυγής ή υπεκφυγής. Ο μάρτυρας επεξήγησε ακόμη επαρκώς στη βάση του αποτελέσματος της συσκευής (Τεκμήριο 4) και των οδηγιών για τον χειρισμό της συγκεκριμένης συσκευής (σελίδα 13 του Τεκμηρίου 7) ότι στην προκειμένη περίπτωση η Κατηγορουμένη έκανε προσπάθεια να παράσχει δείγμα εκπνοής, αλλά το δείγμα που δόθηκε δεν ήταν ικανοποιητικό. Επίσης, ο μάρτυρας, κατά τρόπο ρητό και ξεκάθαρο, διευκρίνισε ότι κατά την διάρκεια παροχής δείγματος, σε περίπτωση που το επιστόμιο απομακρυνθεί, η συσκευή διακόπτει τη διαδικασία και εκδίδει έντυπο αποτέλεσμα μη παροχής ικανοποιητικού δείγματος και ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για απομάκρυνση της συσκευής πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Αποδέχομαι ακόμη τις αναφορές του μάρτυρα, με βάση τις οδηγίες και το εγχειρίδιο χρήσης της, ότι ο χειριστής της συσκευής δύναται και η συσκευή του παρέχει τη δυνατότητα αυτή να παρέχει ευκαιρία στον πολίτη να καταβάλει δεύτερη προσπάθεια για παροχή δείγματος, αλλά αυτό εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε χειριστή. Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, αποδέχομαι τη μαρτυρία του στην ολότητά της.
Αξιολόγηση Κατηγορουμένης
Η εικόνα που αποκόμισα από την Κατηγορουμένη ενόσω αυτή κατέθετε από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν θετική. Ήταν γενικά ήρεμη και σταθερή στις απαντήσεις της και η μαρτυρία της διακατεχόταν από αμεσότητα και ευθύτητα. Έχω διεξέλθει το σύνολο της μαρτυρίας της Κατηγορουμένης και δεν διαπίστωσα οποιεσδήποτε αντιφάσεις και η αξιοπιστία της δεν πλήγηκε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής της. Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της Κατηγορουμένης ως προς την πορεία των γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά την επίδικη ημέρα συνάδει με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. Συγκεκριμένα, η Κατηγορουμένη δέχθηκε ότι ανακόπηκε για έλεγχο, ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση βρέθηκε να υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριομε ένδειξη 40mg% και ότι της ζητήθηκε να παράσχει δείγμα για τελική εξέταση. Δέχθηκε ακόμη ότι μεταφέρθηκε σε άλλο σημείο για τη διενέργεια του τελικού ελέγχου με τη βοήθεια γυναίκας αστυνομικού και εν συνεχεία σε δεύτερο σημείο λόγω μη λειτουργίας της συσκευής. Δέχθηκε ακόμη ότι, επειδή ούτε στο δεύτερο σημείο λειτουργούσε η μηχανή, ανέμεναν να προσκομιστεί άλλη και αφού προσκομίστηκε κατέβαλε προσπάθεια για παροχή δείγματος εκπνοής με έντυπο αποτέλεσμα «Insufficient Sample». Επίσης, η θέση της Κατηγορουμένης ότι ο ΜΚ1 κατά την προσπάθεια παροχής δείγματος εκπνοής τραβούσε τη συσκευή αλλά και ότι μετά την αποτυχημένη προσπάθεια της να δώσει δείγμα τον παρακαλούσε να της επιτρέψει να προσπαθήσει εκ νέου αλλά ο ΜΚ1 δεν της επέτρεψε, επιβεβαιώθηκαν από τον ίδιο, ανεξάρτητα από τους λόγους που αυτός είχε αναφέρει για να αιτιολογήσει τις ενέργειές του. Οι αναφορές εν σχέσει με τον χρόνο διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης αλλά και η κατάσταση της υγείας της και η υποτροπή που παρουσίαζε την συγκεκριμένη χρονική περίοδο επιβεβαιώνονται και από την ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία και σχετικά προς τούτο είναι τα Τεκμήρια 12 και 13 αλλά και από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του ΜΥ2. Όσον αφορά τους λόγους που η Κατηγορουμένη δεν ανέφερε στον ΜΚ1 το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει παρά την αποτυχημένη προσπάθεια της να δώσει δείγμα και του μακρού χρόνου που παρέμεινε εκεί και είχε την ευκαιρία να το πράξει, έχουν εκφραστεί επαρκώς από την Κατηγορουμένη και θεωρώ ότι οι εξηγήσεις που έδωσε προς τούτο είναι λογικές και ικανοποιητικές, δεδομένης της κούρασης, της ψυχολογικής φόρτισης της και του ιδιαίτερα μακρού της διαδικασίας. Εν κατακλείδι, σημειώνω ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της Κατηγορουμένης δεν αμφισβητήθηκε από την άλλη πλευρά, αλλά οι οποιεσδήποτε ερωτήσεις της τέθηκαν περιορίστηκαν στην αμφισβήτηση των θέσεων της Κατηγορούμενης περί του μη γνήσιου των ενεργειών του ΜΚ1 και της ισχυριζόμενης δυσμενούς μεταχείρισης της, όπως η ίδια την είχε αισθανθεί και σε μια γενική υποβολή που αφορούσε την διάπραξη του εξεταζόμενου αδικήματος. Κατά συνέπεια, η μαρτυρία της Κατηγορούμενης κρίνεται αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή στο σύνολό της.
Αξιολόγηση ΜΥ1
O MY1 είναι ο Βοηθός Αρχηγός Επιχειρήσεων και το πρόσωπο με το οποίο η Κατηγορουμένη επικοινώνησε τηλεφωνικά, εκφράζοντας τα παράπονα της για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και την συμπεριφορά των εμπλεκόμενων αστυνομικών και που του απέστειλε το ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 13), αφού την είχε παραπέμψει κοντά του ο Υπαρχηγός. Ο μάρτυρας έχει αφήσει θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και η μαρτυρία του δεν έχει επί της ουσίας της αμφισβητηθεί από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής, αφού ρητά δηλώθηκε από την εκπρόσωπό της ότι δεν αμφισβητεί ότι τα γεγονότα που ο μάρτυρας εξιστόρησε έλαβαν χώρα ως τα έχει περιγράψει και ότι η Κατηγορουμένη τον εφοδίασε με το Τεκμήριο 13, το οποίο δεν προωθήθηκε στη Νομική Υπηρεσία για τους λόγους που ο μάρτυρας ανέφερε. Το μοναδικό ερώτημα που του τέθηκε ήταν εάν στη βάση των παραπόνων της Κατηγορουμένης η Αστυνομία προέβη σε οποιεσδήποτε ενέργειες, με τον μάρτυρα να απαντά ότι διατάχθηκε διοικητική έρευνα, χωρίς να στοιχειοθετηθούν μαρτυρίες εναντίον οποιουδήποτε. Όσον αφορά το σκέλος της μαρτυρίας του που σχετίζεται με τον τρόπο χειρισμού της συσκευής τελικού ελέγχου και την διαδικασία που ακολουθείται για την λήψη του εν λόγω δείγματος, η γνώση του εν σχέσει με αυτά προέρχεται από την διετή θητεία του ως διευθυντή της Τροχαίας Λεμεσού και ακολούθως την περαιτέρω θητεία του για δύο έτη ως διευθυντή της Τροχαίας Αρχηγείου. Σε κάθε περίπτωση, τα λεχθέντα του επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 7 και 8 και συνάδουν με την μαρτυρία του ΜΚ3. Ως εκ τούτου, αποδέχομαι την μαρτυρία του στο σύνολό της.
Αξιολόγηση ΜΥ2
Ο ΜΥ2 είναι ιατρός πνευμονολόγος και ιατρός της Κατηγορουμένης τα τελευταία 10 χρόνια. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στα ακαδημαϊκά προσόντα του και στην εμπειρία του ως πνευμονολόγος, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν. Από το σύνολο, λοιπόν, των προσόντων του μάρτυρα αλλά και της πολυετούς εμπειρίας του στον συγκεκριμένο τομέα κρίνω ότι ο ΜΥ2 είναι πρόσωπο που μπορεί να εκφέρει γνώμη σε σχέση με το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης του και η μαρτυρία του θα προσεγγιστεί υπό αυτό το πρίσμα.
Πέραν τούτου, ο ΜΥ2 μου δημιούργησε θετική εντύπωση, κατέθεσε με σαφήνεια και ήταν πλήρως επεξηγηματικός και κατατοπιστικός σε σχέση με την κατάσταση της υγείας της Κατηγορουμένης και πως αυτή δύναται να επηρεάσει την ικανότητα της να δώσει δείγμα εκπνοής, θέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας της εν λόγω γνώμης του. Ειδικότερα, ο μάρτυρας επεξήγησε ότι η Κατηγορουμένη πάσχει από χρόνιο βρογχικό άσθμα με μόνιμη έκπτωση της εκπνευστικής ροής, σύμφωνα με τις σπιρομετρήσεις που της γίνονται κατά καιρούς, με αποτέλεσμα να έχει μη ικανοποιητική εκπνευστική προσπάθεια και μειωμένες αναπνευστικές εφεδρείες. Κατά την επίδικη περίοδο δε, η Κατηγορουμένη έπασχε και από βρογχίτιδα, με την οποία διαγνώστηκε στις 06.01.2024, για την οποία λάμβανε σχετική φαρμακευτική αγωγή (εισπνεόμενα και αντιβίωση), γεγονός που συνιστά υποτροπή της νόσου και επηρεάζει περαιτέρω την ικανοποιητική εκπνοή και εισπνοή της. Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση του ΜΥ2 για την κατάσταση της υγείας της Κατηγορουμένης, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 13, το ιστορικό των ενεργειών του και η χορηγούμενη θεραπεία δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή. Επίσης, ο μάρτυρας επεξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η Κατηγορουμένη κατάφερε να δώσει επιτυχές δείγμα κατά την προκαταρκτική εξέταση, αλλά δεν μπόρεσε να πράξει τούτο κατά την τελική εξέταση, πέραν του γεγονότος ότι απαιτείται διαφορετικός όγκος αέρα εκπνοής για έκαστη εξέταση, αναφερόμενος περαιτέρω σε σύνολο παραγόντων που συνέτρεχαν το συγκεκριμένο βράδυ, όπως η χρόνια νόσος και η παρόξυνση αυτής, ότι ήταν βραδινές ώρες και είχε εκτεθεί σε συνθήκες κρύου αέρα, ότι κάπνισε και ότι είχε ταλαιπωρηθεί συναισθηματικά, που ήταν ικανοί να επηρεάσουν τόσο την μέγιστη προσπάθεια που μπορούσε να καταβάλει η Κατηγορουμένη αλλά και τον χρόνο εκπνοής. Παρεμφερώς αναφέρω ότι ούτε οι θέσεις του αυτές αμφισβητήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή. Συνεπώς, η μαρτυρία του ΜΥ2 γίνεται αποδεκτή.
Δ. Ευρήματα
Υπό το φως των πιο πάνω προχωρώ με τη διατύπωση των πιο κάτω ευρημάτων ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση.
Στις 11.01.2024 και περί ώρα 01:45 και ενώ η Κατηγορουμένη οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] επί της οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, έχοντας ως συνοδηγό την κόρη της, ανακόπηκε για έλεγχο από τον ΜΚ1. Αφού κατά την διάρκεια της συνομιλίας τους η Κατηγορούμενη μύριζε έντονα αλκοόλ, ο ΜΚ1 στις 02:00π.μ. και αφού επέστησε την προσοχή της στο Νόμο και της εξήγησε τον τρόπο χρήσης της μηχανής, της ζήτησε να δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση. Η Κατηγορούμενη συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του ΜΚ1 και έδωσε δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση με ένδειξη 40mg% αντί 22mg%, που είναι το επιτρεπόμενο όριο. Τότε, ο ΜΚ1 πληροφόρησε την Κατηγορουμένη για το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης και ότι θα έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλο σημείο για την διενέργεια τελικού ελέγχου αλκοόλης, με την βοήθεια γυναίκας αστυφύλακα. Μετά την παρέλευση κάποιου χρόνου και αφού η Κατηγορούμενη τους είχε ενημερώσει για την ιδιότητά της και ότι επιθυμεί να επισπευσθεί η διαδικασία λόγω του βαρυφορτωμένου προγράμματος της κατά την επόμενη μέρα, προσήλθε στο σημείο γυναίκα αστυνομικός, η οποία οδήγησε το όχημα της Κατηγορουμένης και την μετέφερε στην οδό Ευαγόρου, όπου υπήρχε συσκευή τελικού ελέγχου. Ενόψει του ότι το εν λόγω μηχάνημα δεν λειτουργούσε, η Κατηγορούμενη, αφού ενημερώθηκε σχετικά, μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου, όπου ανέμενε για την διενέργεια του τελικού ελέγχου, μέχρι που ενημερώθηκε από τον ΜΚ1 ότι ούτε αυτό το μηχάνημα λειτουργούσε και ανέμεναν την προσκόμιση άλλου μηχανήματος για να μπορέσουν να προχωρήσουν. Μετά την παρέλευση αρκετής ώρας και αφού η Κατηγορούμενη ήπιε 2 – 3 ποτήρια νερό και κάπνισε αρκετά τσιγάρα, περί τις 03:10π.μ. έφθασε άλλη συσκευή τελικού ελέγχου. Τότε, ο ΜΚ1 έθεσε την συσκευή σε λειτουργία, χωρίς να προβεί σε οποιονδήποτε άλλο έλεγχο, ενημέρωσε την Κατηγορούμενη ότι θα υποβαλλόταν πρώτη στον τελικό έλεγχο και αφού της εξήγησε την διαδικασία παροχής δείγματος και της επέστησε την προσοχή της στο Νόμο της ζήτησε να παράσχει δύο δείγματα για σκοπούς τελικού ελέγχου αλκοόλης. Κατά τη διάρκεια παροχής του πρώτου δείγματος και κατά τη διάρκεια των τριών λεπτών που η Κατηγορουμένη είχε την δυνατότητα να παράσχει τούτο, ο ΜΚ1 κρατούσε τη συσκευή και την τράβηξε πίσω δύο με τρεις φορές, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος προς τούτο. Η Κατηγορούμενη από την άλλη, στη συνολική διάρκεια των τριών λεπτών, προσπαθούσε να φυσήξει και συναισθανόμενη το τράβηγμα της συσκευής, ζήτησε από τον ΜΚ1 να μην απομακρύνει τη συσκευή για να μπορέσει να φυσήξει. Αφού, η Κατηγορουμένη ολοκλήρωσε την προσπάθεια της, ο ΜΚ1 την ενημέρωσε ότι το έντυπο αποτέλεσμα της συσκευής ήταν «Insufficient Sample», οπότε και η διαδικασία τερματίστηκε και η Κατηγορούμενη ενημερώθηκε για την διάπραξη του αδικήματος και ότι επρόκειτο να κατηγορηθεί και επιστήθηκε η προσοχή της στο Νόμο. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της Κατηγορουμένης προς τον ΜΚ1 να της επιτρέψει να προσπαθήσει εκ νέου να παράσχει δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση, ο ΜΚ1 αρνήθηκε, αν και είχε διακριτική ευχέρεια να πράξει τούτο. Η Κατηγορουμένη κατά τις πρωινές ώρες της ίδιας ημέρας επικοινώνησε με τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας, ο οποίος την παρέπεμψε στον ΜΥ1. Τότε η Κατηγορουμένη επικοινώνησε με τον ΜΥ1 ενημερώνοντάς τον για τα παράπονα της αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και τη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων αστυνομικών και αφού τον πληροφόρησε για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, ο ΜΥ1 την ενημέρωσε για τη δυνατότητα της να προσκομίσει ιατρική βεβαίωση. Επίσης, η Κατηγορουμένη την ίδια ημέρα επικοινώνησε τηλεφωνικά και με τον ιατρό της, ενημερώνοντάς τον για το περιστατικό, ο οποίος αφού την εξέτασε τις επόμενες ημέρες εξέδωσε στις 15.01.2024 σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 13), το οποίο η Κατηγορουμένη απέστειλε με τη σειρά της στον ΜΥ1. Το εν λόγω ιατρικό πιστοποιητικό δεν αποστάληκε στη Νομική Υπηρεσία για να δοθούν οδηγίες ως προς τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης, ενόψει οδηγιών που δόθηκαν από τον τέως Αρχηγό Αστυνομίας προς τον ΜΥ1 ένεκα της δημοσιότητας που είχε λάβει το επίδικο συμβάν. Αποτελεί περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Κατηγορουμένη πάσχει από χρόνιο, επίμονο βρογχικό άσθμα με μόνιμη έκπτωση της εκπνευστικής ροής της με αποτέλεσμα να έχει μη ικανοποιητική εκπνευστική προσπάθεια και μειωμένες εκπνευστικές εφεδρείες, τα οποία επιβαρύνονται και από το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη τυγχάνει να είναι καπνίστρια και ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η νόσος βρισκόταν σε παρόξυνση λόγω βρογχίτιδας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να επηρεάζεται η μέγιστη προσπάθεια εκπνοής αλλά και η διάρκεια αυτής.
Ε. Νομική Πτυχή - Υπαγωγή
Στην υπό κρίση υπόθεση το επίδικο αδίκημα κωδικοποιείται στο άρθρο 7 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86, ως έχει τροποποιηθεί, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Προς τον σκοπόν διερευνήσεως κατά πόσον οιονδήποτε πρόσωπον, εις δείγµα εκπνοής του οποίου εγένετο προκαταρκτική εξέτασις, έχει διαπράξει αδίκηµα κατά παράβασιν των διατάξεων τον άρθρου 5, οιοσδήποτε αστυνοµικός δύναται, τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου ως και των διατάξεων του άρθρου 9, να ζητήση παρά του προσώπου τούτου όπως παράσχη δύο δείγµατα εκπνοής διά τελικήν εξέτασιν µετά παρέλευσιν δέκα τουλάχιστον λεπτών της ώρας από της χρονικής στιγµής κατά την οποίαν είχε παρασχεθή το δείγµα εκπνοής διά την προκαταρκτικήν εξέτασιν.»
Στις ερμηνευτικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 2, ως «δείγμα εκπνοής» ορίζεται η τοιαύτη ποσότητα εκπνοής η οποία θα εκρίνετο ικανοποιητική προς διενέργειαν προκαταρκτικής ή τελικής εξετάσεως.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7 (4) του ίδιου Νόμου, η χωρίς εύλογη αιτία άρνηση ή αποφυγή παροχής δείγματος εκπνοής για τελική εξέταση, με οποιοδήποτε τρόπο, όταν αυτό ζητηθεί, συνιστά ποινικό αδίκημα. Η έννοια της εύλογης αιτίας καθορίζεται από το άρθρο 8 του ίδιου Νόμου, στο οποίο γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω.
Η έννοια του όρου αποφυγή ερμηνεύθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αραμπίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 713, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το ρήμα όμως «αποφεύγω», όπως αυτό χρησιμοποιείται στο Άρθρο 7(4) του Νόμου, έχουμε την άποψη πως έκδηλα έχει την έννοια «του προσπαθώ να μην κάνω κάτι» ή «να ξεφύγω από κάτι» (βλ. και Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Γ΄ έκδοση, σελ. 260), παρά το γεγονός ότι την ίδια στιγμή παρουσιάζομαι να μην αρνούμαι να πράξω αυτό που μου έχει ζητηθεί να πράξω, καθότι τέτοια συμπεριφορά θα ισοδυναμούσε με άρνηση. Με αυτή την έννοια χρησιμοποιείται στο Άρθρο 7(4) του Νόμου το οποίο, για στοιχειοθέτηση του αδικήματος που δημιουργεί, δεν περιορίζεται μόνο στην «άρνηση» του προσώπου που καλείται να δώσει δείγμα εκπνοής, αλλά και στην «αποφυγή» του να δώσει δείγμα. Δηλαδή, ενώ φαίνεται πως το περί ου ο λόγος πρόσωπο συνεργάζεται στο να δώσει δείγμα, εντούτοις η συνεργασία του δεν είναι γνήσια και κατά τη διαδικασία που ακολουθεί προσπαθεί και κατορθώνει με κάποιο τρόπο να μην δώσει δείγμα. Αυτό συνέβη και στην παρούσα περίπτωση και αδιάψευστος μάρτυρας ότι ο εφεσίβλητος προσπάθησε και κατόρθωσε με κάποιο τρόπο να μην δώσει δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση είναι η σχετική καταγραφή στο έντυπο που εκτύπωσε η μηχανή και ενόψει τούτου οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου ότι ο ΜΚ.3 «. δεν έχει αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος είτε έβαλε τη γλώσσα του μπροστά στο στόμιο της μηχανής, είτε ότι διέκοψε το συνεχές φύσημα στο στόμιο της μηχανής, ούτε και ότι γέμισε σάλιο το στόμιο της μηχανής» δεν είχαν θέση στην υπόθεση. Καταλήγουμε, επομένως, ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η συσκευή λειτουργούσε κανονικά και ότι ο ΜΚ.3 προέβη σε όλους τους προκαταρκτικούς ελέγχους για να διαπιστώσει - όπως και διαπίστωσε - την ορθότητα λειτουργίας της συσκευής, επρόκειτο για καθαρή υπόθεση ενοχής του εφεσίβλητου στο αδίκημα που του καταλογίστηκε και ανάλογη είναι και η απόφαση μας.»
Στο σημείο αυτό αξίζει να λεχθεί ότι το Ανώτατο σε προγενέστερη απόφαση του, ήτοι στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημητρίου (2013) 2 ΑΑΔ 171, ανέφερε ότι θα πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία η αποφυγή (ή άρνηση) παροχής δείγματος εκπνοής με αναφορά στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και η οποία να οδηγεί στο μόνο συμπέρασμα ότι ήταν αυτή ταύτη η συμπεριφορά που οδήγησε στην ένδειξη «insufficient sample» της συσκευής. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Θεωρούμε αυτόδηλο πως η ένδειξη «insufficient» στη συσκευή δεν είναι από μόνη της αρκετή για την απόδειξη του συγκεκριμένου αδικήματος. Απαιτείται προς τούτο και η προσαγωγή σχετικής μαρτυρίας προς απόδειξη της επιλήψιμης συμπεριφοράς εφόσον το αδίκημα δεν είναι αυστηρής ευθύνης (strict liability).»
Στην υπόθεση Αραμπίδης (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο, χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε αναφορά στην υπόθεση Δημητρίου (ανωτέρω), διαφοροποιεί σε κάποιο βαθμό τα πιο πάνω. Ουσιαστικά καταλήγει σε ενοχή σε περίπτωση όπου με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, η συσκευή λειτουργούσε κανονικά και εν τέλει δε δόθηκε δείγμα εκπνοής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην υπόθεση Δημητρίου η ένδειξη της συσκευής ήταν «insufficient sample», όπως εν προκειμένω, ενώ στην Αραμπίδης, η ένδειξη ήταν «no breath flow detected - no specimen». Η διαφοροποίηση όμως αυτή δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική σημασία, εφόσον το ζητούμενο είναι κατά πόσο το υποκείμενο σε εξέταση πρόσωπο δεν είχε γνήσια βούληση να συνεργαστεί, παρά το γεγονός ότι παρουσιαζόταν πρόθυμος να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα και τελικά με κάποιο τρόπο κατορθώνει να μην παράσχει τέτοιο. Σε ότι αφορά το ποια απόφαση θα πρέπει να ακολουθηθεί έχει αναλυθεί από τον αδελφό μου Δικαστή Χρ. Ρασπόπουλο στην υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Fodotova, Αρ. Υπόθεσης: 12361/16, 20/7/2018, με το σκεπτικό του οποίου συμφωνώ και παραθέτω σχετικό απόσπασμα, το οποίο υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας:
«Μετά από αυτή την επισήμανση προχωρώ να εξετάσω ποια από τις δύο αποφάσεις θα τύχει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Εν όψει της ύπαρξης συγκρουόμενων αποφάσεων της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα, θεωρώ ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές της Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
"Ενόψει των ανωτέρω θεωρούμε ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω σε ένα ζήτημα (όπως οι αποφάσεις Payiata και Παπαδοπούλλου), οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδική τους δικαιοδοσία, οφείλουν, και τούτο είναι ορθό, να θεωρούν ότι δεσμεύονται και να ακολουθούν την τελευταία, εφόσον αυτή ασχολήθηκε και δεν αποδέχθηκε την προηγούμενη ή τις προηγούμενες. Εξαίρεση μπορούν να αποτελέσουν μόνο οι τυχόν αποφάσεις της Ολομέλειας που λήφθηκαν per incuriam, δηλαδή εξ αβλεψίας ή εν αγνοία προηγούμενης απόφασης ή αποφάσεων της Ολομέλειας, πάνω στο ίδιο θέμα, ή εν αγνοία νομοθετικής διατάξεως. Σε τέτοια περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής έχει την ευχέρεια να επιλέξει ποια να ακολουθήσει. Όπως παρατηρεί ο Salmond on Jurisprudence, 12th Edition, στη σελίδα 153":-
"... The lower court may refuse to follow the later decision on the ground that it was arrived at per incuriam, or it may follow such decision on the ground that it is the latest authority. Which of these two courses the court adopts depends, or should depend, upon its own view of what the law ought to be."»
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω και με πλήρη σεβασμό προς τις δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση, είναι υποχρεωμένο να καταλήξει στην τελική του ετυμηγορία επιλέγοντας ποια από τις δύο αποφάσεις θα ακολουθήσει. Χρήσιμη και ίσως βοηθητική παραπομπή σε αντίστοιχες Αγγλικές διατάξεις έχω κάνει σε απόφαση μου στην υπόθεση Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Μαριάννας Κωνσταντίνου Αρ. Υπόθεσης 9849/17 ημερομηνίας 14.12.2017.
Ερμηνεύοντας λοιπόν την νομοθετική πρόνοια του άρθρου 7 του ν.174/1986 καταλήγω ότι δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί πρόθεση του υποβαλλόμενου στον έλεγχο προσώπου στο να αποτύχει να παρέχει δείγμα. Νοουμένου ότι έχουν προηγηθεί όλες οι προαπαιτούμενες ενέργειες σε σχέση με τον έλεγχο της συσκευής και την κλήση του οδηγού σε έλεγχο, μόνο και μόνο η αποτυχία του εν λόγω προσώπου να πετύχει να δώσει δείγμα, ως γεγονός είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη. Αυτό που απομένει στον οδηγό ο οποίος αποτυγχάνει να δώσει το σχετικό δείγμα είναι να επικαλεστεί την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας.»
Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν έχει αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση η ύπαρξη εύλογης υποψίας του ΜΚ1 ότι η Κατηγορούμενη οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης, αφού κατά την συνομιλία τους αυτή μύριζε έντονα αλκοόλ, οπότε και της ζητήθηκε να παράσχει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση, αφού επιστήθηκε η προσοχή της στο Νόμο (άρθρο 6 εδάφιο 1 του Ν. 174/1986). Σε κάθε περίπτωση η ίδια αποδέχθηκε ότι είχε καταναλώσει δύο ποτήρια αλκοόλ. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης η ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για σκοπούς προκαταρκτικής εξέτασης αλλά ούτε και η ορθότητα του αποτελέσματος αυτής, δηλαδή ότι η Κατηγορουμένη βρέθηκε να υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο με ένδειξη 40mg% αντί 22mg% (βλ. Τιμοθέου ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 24/2012 ημερ. 23.10.2012).[16]
Ενόψει τούτου, ο ΜΚ1 ζήτησε από την Κατηγορουμένη να παράσχει δύο δείγματα εκπνοής για τελική εξέταση, αφού παρήλθε το ελάχιστο χρονικό περιθώριο των δέκα λεπτών, που καθορίζεται στο Νόμο. Συγκεκριμένα, από τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης μέχρι τη διενέργεια της τελικής εξέτασης παρήλθε πέραν της μιας ώρας, αφού η προκαταρκτική εξέταση διενεργήθηκε στις 02:00π.μ. (Τεκμήριο 12) και η προσπάθεια για την τελική εξέταση ξεκίνησε στις 03:10π.μ. (Τεκμήριο 4). Όσον αφορά τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από την Υπεράσπιση σχετικά με το μεγάλο χρονικό περιθώριο που μεσολάβησε μεταξύ της διενέργειας των δύο εξετάσεων, θα αρκεστώ να αναφέρω ότι αυτοί δεν μπορεί να κριθεί ότι είναι ικανοί να επιμολύνουν την ακολουθηθείσα διαδικασία εφόσον νομοθετική υποχρέωση υπάρχει για την τήρηση παρέλευσης του ελάχιστου χρόνου των δέκα λεπτών, ενώ δεν καθορίζεται σε αυτήν μέγιστος επιτρεπόμενος χρόνος για τη διενέργεια της σχετικής εξέτασης. Δεν παραγνωρίζω τα όσα έχουν λεχθεί από τους ΜΚ3 και ΜΥ1 αναφορικά με το ζήτημα αυτό και συγκεκριμένα ότι ο μέγιστος χρόνος που θα πρέπει να αφήνεται να διαρρεύσει δεν πρέπει να είναι πέραν των 40 λεπτών, καθώς τούτο επηρεάζει την ορθότητα του αποτελέσματος ως προς το ύψος της ένδειξης, είτε προς τα πάνω είτε κυρίως προς κάτω. Ανεξαρτήτως όμως του επηρεασμού της ορθότητας του αποτελέσματος σε τέτοια περίπτωση, καμία μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιόν μου από την οποία να προκύπτει ότι η παρέλευση τέτοιου ή μεγαλύτερου χρόνου δύναται να επηρεάσει και την ικανότητα του προσώπου να παράσχει δείγμα ή έστω ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να υποβάλλεται σε τελική εξέταση. Συνεπώς, καταλήγω ότι με δεδομένη την ύπαρξη θετικής ένδειξης κατά την προκαταρκτική εξέταση, ο ΜΚ1 δικαιολογημένα, έστω και μετά την παρέλευση μακρού χρόνου πέραν του συνισταμένου, εδύνατο, με βάση την κείμενη νομοθεσία, να ζητήσει από την Κατηγορούμενη να παράσχει δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης.
Περαιτέρω, όσον αφορά την ορθή λειτουργία της συσκευής τελικής εξέτασης αλκοόλης, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι στην προκειμένη περίπτωση για σκοπούς τελικής εξέτασης χρησιμοποιήθηκε η συσκευή alco- sensor V XL, με αύξοντα αριθμό 020300, που κατέχει σχετική πιστοποίηση (Τεκμήριο 3). Η συσκευή αυτή ελέγχθηκε από τον ΜΚ3 για τελευταία φορά στις 30.10.2023 (Τεκμήριο 4). Πέραν τούτου, ο ΜΚ3 ανέφερε ότι σε περίπτωση που η συσκευή παρουσιάσει οποιοδήποτε λειτουργικό σφάλμα κατά τη χρήση της, διακόπτει τη διαδικασία και εκδίδει σχετικό έντυπο αποτέλεσμα με την ανάλογη ένδειξη. Πρόσθεσε ακόμη ότι με βάση το έντυπο αποτέλεσμα που εκδόθηκε στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει ενδεχόμενο παρουσίασης τέτοιου προβλήματος κατά τη διενέργεια της εξέτασης. Αφότου δε ο ΜΚ1, σύμφωνα με την μαρτυρία του, ακολούθησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο Τεκμήριο 7 και παρουσιάστηκε στη συσκευή ένδειξη περί ετοιμότητας της, τότε προχώρησε με τη διενέργεια της τελικής εξέτασης. Στη βάση δε των ανωτέρω, καταλήγω σε επιπρόσθετο εύρημα ότι η επίδικη συσκευή τελικής εξέτασης αλκοόλης κατά τον ουσιώδη χρόνο λειτουργούσε κανονικά.
Δεν αμφισβητήθηκε επίσης, η αποτυχία της Κατηγορούμενης να παράσχει δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης, παρά το γεγονός ότι καθόλη τη διαδικασία ήταν συνεργάσιμη και ότι η συσκευή κατέδειξε ότι δεν είχε δοθεί ικανοποιητικό δείγμα. Εντούτοις, από το σύνολο της ενώπιον μου αποδεκτής μαρτυρίας δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η συνεργασία της Κατηγορούμενης με τις αστυνομικές αρχές για σκοπούς τελικής εξέτασης δεν ήταν γνήσια και ότι παρά την εκφρασθείσα πρόθεσή της να συνεργαστεί και να παράσχει δείγμα κατόρθωσε με κάποιο τρόπο να μην πράξει τούτο. Τούτο διότι ως ο ΜΚ1 επιβεβαίωσε στη δια ζώσης μαρτυρία του, κατά τη διάρκεια που η Κατηγορουμένη προσπαθούσε να παράσχει δείγμα για τελική εξέταση εντός του χρονικού πλαισίου των τριών λεπτών, ο ΜΚ1 τράβηξε τη συσκευή δύο με τρεις φορές πίσω, απομακρύνοντας την από την Κατηγορούμενη για να αυτοκαθαριστεί, ως χαρακτηριστικά ανέφερε. Την ίδια αίσθηση είχε και η Κατηγορούμενη, εξού και του είχε ζητήσει να μην της τραβά τη συσκευή και να την αφήσει να τελειώσει την προσπάθεια της. Ο λόγος, όμως, που προέβαλε ο ΜΚ1 εν σχέσει με την αναγκαιότητα απομάκρυνσης της συσκευής κατά τη διάρκεια παροχής του δείγματος δεν έγινε αποδεκτός αφού ο ΜΚ3, που η εμπειρογνωμοσύνη του έχει γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, ανέφερε ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος απομάκρυνσης της συσκευής από το άτομο που προσπαθεί να παράσχει δείγμα πριν από την παρέλευση των τριών λεπτών. Σε τέτοια δε περίπτωση, ως διευκρίνισε, η διαδικασία θα διακοπεί και το δείγμα που θα έχει ληφθεί δεν θα είναι ικανοποιητικό. Τα όσα λέχθηκαν από τον ΜΚ3 επιβεβαιώθηκαν και από τον Βοηθό Αρχηγό (ΜΥ1). Ανατρέχοντας ακόμη στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7, που αποτελεί τις οδηγίες χρήσης της εν λόγω συσκευής που δίδονται προς τους αστυνομικούς, δεν προνοείται τέτοια διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, η Κατηγορουμένη με έπεισε ότι προσπάθησε ειλικρινά να δώσει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής, πλην όμως για λόγους που δεν οφείλονται σε δική της πρόθεση απέτυχε να το πράξει. Εξάλλου, αποδέχομαι ότι η Κατηγορούμενη, δεν είχε λόγο να αποφύγει να δώσει ικανοποιητικό δείγμα, ένεκα της ένδειξης του προκαταρκτικού ελέγχου και της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος μέχρι την διενέργεια τελικής εξέτασης σε συνάρτηση με την εξασθένιση του επιπέδου αλκοόλης και του γρήγορου ρυθμού που μικρόσωμες γυναίκες ως η Κατηγορούμενη μεταβολίζουν την αλκοόλη, οι πιθανότητες ένδειξης εντός του επιτρεπόμενου ορίου είχαν μειωθεί αισθητά.
Ως εκ τούτου, για τους λόγους που έχουν αναφερθεί ανωτέρω, δεν έχω ικανοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι η μη παροχή ικανοποιητικού δείγματος στην προκειμένη περίπτωση οφείλεται σε ενέργειες τις Κατηγορούμενης και όχι στον τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο ΜΚ1 κατά την διεξαγωγή της εξέτασης με το τράβηγμα προς τα πίσω της συσκευής και έχοντας κατά νου ότι ο έλεγχος διενεργείται στο δείγμα που λαμβάνεται από το βάθος των πνευμόνων κατά το τέλος της προσπάθειας του ατόμου αφού συλλεγεί ο απαιτούμενος όγκος αέρα.
Πέραν όμως της ανωτέρω καθοριστικής, για την έκβαση της παρούσας, κατάληξης μου, προχωρώ για σκοπούς πληρότητας να εξετάσω και την επιπρόσθετη θέση της Υπεράσπισης ότι η παροχή ανεπαρκούς δείγματος εκπνοής οφειλόταν στα χρόνια αναπνευστικά προβλήματα υγείας που η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει. Σχετικό προς τούτο είναι το άρθρο 8(1) του του Νόμου 174/1986 στο οποίο προβλέπεται ότι:
«8.-(1) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (5) του άρθρου 6 και του εδαφίου (4) του άρθρου 7, εύλογος αιτία διά την οποίαν πρόσωπον δύναται να αρνηθή να παράσχη δείγμα εκπνοής θεωρείται η αιτία η οποία έχει σχέσιν με ιατρικούς λόγους, πιστοποιουμένη δι’ ενυπογράφου βεβαιώσεως ιατρικού λειτουργού. Η τοιαύτη βεβαίωσις επιδεικνύεται προς τον αστυνομικόν κατά τον χρόνον κατά τον οποίον ζητείται η υπό του προσώπου τούτου παροχή δείγματος εκπνοής ή, το βραδύτερον, εντός τριών ημερών από του χρόνου τούτου εις τον πλησιέστερον προς την κατοικίαν του αστυνομικόν σταθμόν.»
Ως περαιτέρω προβλέπεται στο άρθρο 8(2) σε περίπτωση που το υποκείμενο σε έλεγχο πρόσωπο δεν προσκομίσει πιστοποιημένη ενυπόγραφη βεβαίωση ιατρικού λειτουργού εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος, τότε τεκμαίρεται ότι το πρόσωπο αυτό αρνήθηκε ή απέφυγε να παράσχει το ζητηθέν δείγμα εκπνοής χωρίς εύλογη αιτία. Το πιο πάνω όμως νομοθετικό τεκμήριο είναι μαχητό και ο εκάστοτε κατηγορούμενος δύναται να το ανατρέψει προσκομίζοντας την αναγκαία μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, νοουμένου ότι καταφέρει να αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.[17]
Στην προκειμένη περίπτωση η Κατηγορούμενη απέστειλε στον ΜΥ1 σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 13) αφού παρήλθε το χρονικό διάστημα των 3 ημερών. Τούτο όμως, δεν αναιρεί το δικαίωμα της να εγείρει την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας, εφόσον, ως έχει ήδη λεχθεί, το νομοθετικό τεκμήριο που δημιουργείται είναι μαχητό. Πέραν των ανωτέρω, στην παρούσα περίπτωση αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Κατηγορούμενη πάσχει από χρόνιο, επίμονο βρογχικό άσθμα με μόνιμη έκπτωση της εκπνευστικής ροής και ως εκ τούτου έχει μη ικανοποιητική εκπνευστική προσπάθεια και μειωμένες αναπνευστικές εφεδρείες. Αποτελεί περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου στη βάση της προσαχθείσας ιατρικής μαρτυρίας ότι το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη είναι καπνίστρια επιβαρύνει επιπλέον το έργο της εκπνευστικής προσπάθειας. Έχοντας επίσης υπόψη τα όσα λέχθηκαν από τον ΜΥ2, αποτελεί επιπρόσθετο εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες ζητήθηκε και έγινε προσπάθεια να παρασχεθεί δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση, ήτοι ότι η νόσος της την συγκεκριμένη χρονική περίοδο βρισκόταν σε παρόξυνση αφού ασθενούσε με βρογχίτιδα, το ότι εκτέθηκε σε συνθήκες κρύου αέρα, ότι ταλαιπωρήθηκε συναισθηματικά αλλά και η κούραση και το κάπνισμα επηρέασαν περαιτέρω τη μέγιστη προσπάθεια και τον χρόνο εκπνοής με αποτέλεσμα η Κατηγορούμενη να μην είναι σε θέση να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης, όπου απαιτείται συνεχής και έντονη εκπνοή αέρα ώστε να συλλεγούν τα απαιτούμενα 1,2 λίτρα εκπνεόμενου αέρα για να υπάρχει ικανοποιητικό δείγμα. Ο ΜΥ2 με θετικό τρόπο διασύνδεσε ικανοποιητικά το πρόβλημα υγείας που η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει αλλά και τις συνθήκες που επικρατούσαν το επίδικο βράδυ με την αδυναμία της να παράσχει δείγμα, χωρίς τα λεχθέντα του να αμφισβητηθούν από την Κατηγορούσα Αρχή.
Καταληκτικά δε και στη βάση της προσκομισθείσας αποδεκτής μαρτυρίας αλλά και όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, καταλήγω ότι η Κατηγορούμενη κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης, διασυνδέοντας επαρκώς τους προβαλλόμενους ιατρικούς λόγους με την αδυναμία της να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη κατηγορία που η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει. Συνακόλουθα, η Κατηγορουμένη αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία που αντιμετωπίζει.
Πιστό Αντίγραφο Υπ. ……………………………
Πρωτοκολλητής Γ. Καραμαλλή, Ε.Δ.
[1] Αντίγραφο πιστοποίησης της συσκευής με αύξοντα αριθμό 88117 κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2.
[2] Έντυπο αποτελεσμάτων προκαταρκτικής εξέτασης κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 5.
[3] Αντίγραφο πιστοποίησης συσκευής με αύξοντα αριθμό 020300 κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 3.
[4] Αποδεικτικό αποτελέσματος τελικής εξέτασης κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 4.
[5] Σχετική αλληλογραφία κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 12.
[6] C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273
[7] Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάνου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797
[8] Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Π.Ε 185/2012, ημερομηνίας 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A179
[9] Χριστοφίνης ν. Φραντζή, ECLI:CY:AD:2017:A202, Πολ. Έφεση 328/11, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202
[10] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506
[11] Rana κ.α. v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489
[12] Χριστοφή. V. Γρηγορίου, Πολιτική Έφεση αρ. 36/2010, ημερομηνίας 13.10.2015
[14] Kadis v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R 212, 216, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 45, Ιωσηφίδη ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 243/12 ημερ. 2.5.14
[15] Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd. κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814, Cybarco Ltd. ν. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους v. Κονναρή (πιο πάνω) και Κωνσταντίνος Παντελή v. Iacovou Brothers (Construction) Ltd Πολιτική Έφεση 111/17, ημερομηνίας 13.03.2024
[16] Το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης, είναι βοηθητικό για να επιβεβαιώσει ο αστυνομικός την εύλογη υποψία του, προτού προχωρήσει σε διερεύνηση, με τελική εξέταση, κατά πόσο το πρόσωπο έχει διαπράξει αδίκημα, δυνάμει του Άρθρου 5. Η προκαταρκτική εξέταση δεν μπορεί να αποτελεί επίδικο θέμα σε κατηγορία δυνάμει του Άρθρου 5 του Νόμου 174/86, εφόσον αυτή καθ' εαυτή η εξέταση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος.
[17] Ergatides v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 182 και N.C. Diamonds Co. Ltd v. Χρίστου Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 763
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο