
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ: 8363/2022
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας
Κατηγορούσα Αρχή
και
Παύλος Μοναγρίτης
Ημερομηνία: 23 Μαΐου 2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους
Για Κατηγορούμενο: κ. Μ. Παναγιώτου
Κατηγορούμενος: Παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μία είναι η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενος και συγκεκριμένα αυτή της κλοπής, κατά παράβαση των προνοιών των άρθρων 4, 29, 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα. Αποδίδεται στον κατηγορούμενο, συμφώνως των πρωτογενών γεγονότων της υπόθεσης οτι μεταξύ των ετών 2015 - 2016 έκλεψε το χρηματικό ποσό των €2,640 περιουσία της συζύγου του, Ελένης Ολυμπίου. Προς απόδειξη της υπόθεσης η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τρεις μάρτυρες. Ο κατηγορούμενος κληθείς σε απολογία και αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως.
Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής
Πρώτη μάρτυρας η παραπονούμενη (MK1). Στην κατάθεση της, Τεκμήριο 1 αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος μετακόμισε σπίτι της τον Μάιο του 2014, τελώντας γάμο τον Φεβρουάριο του 2015. Το 2017 ήταν σε διάσταση, με το ζεύγος σήμερα να έχει χωρίσει. Ο κατηγορούμενος γνώριζε από την παραπονούμενη περί της διατήρησης τραπεζικού λογαριασμού επ' ονόματι της στην τότε Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα, όπου κατατίθετο ο μισθός της. Ήταν επίσης κάτοχος μιας πιστωτικής κάρτας με όριο παρατραβήγματος ύψους €3.000. Μοναδική δικαιούχος των εν λόγω ποσών ήταν η ίδια, με τα χρήματα να αφορούν δικές της αποκλειστικές πηγές εισοδημάτων και αποταμιεύσεις. Στη διατήρηση των ποσών που βρίσκονταν κατατεθειμένα στους προαναφερθέντες λογαριασμούς δεν είχε συνεισφέρει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο κατηγορούμενος. Η ίδια πλήρωνε από τους εν λόγω λογαριασμούς δόσεις και έξοδα του σπιτιού αλλά και τα προσωπικά της έξοδα. Τον κωδικό της τραπεζικής της κάρτας (Visa) είχε κοινοποιήσει στον κατηγορούμενο, ο οποίος σε κάποια στιγμή εντός της περιόδου του γάμου τους, βρέθηκε άνεργος, λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Ο κατηγορούμενος είχε την άδεια της να χρησιμοποιεί την κάρτα μόνο στις περιπτώσεις όπου ο μισθός της δεν αρκούσε στην κάλυψη των κοινών τους αναγκών ή για την αγορά πρώτων υλών (βίδες, ξύλα κτλ) με σκοπό την κατασκευή επίπλων τα οποία και παρέδιδε σε τρίτα πρόσωπα, ως αυτοτελώς εργοδοτούμενος όταν ήταν άνεργος. Η παραπονούμενη τόνισε στον κατηγορούμενο ότι θα ήθελε να γνωρίζει τόσο το σκοπό όσο και το ποσό που αφορούσε η οποιαδήποτε από μέρους του ανάληψη, ενώ σε περίπτωση που ο τελευταίος προέβαινε σε ανάληψη χρημάτων για ίδιον όφελος, η ίδια όφειλε πρώτα να συναινέσει. Ο κατηγορούμενος συμφώνησε με την πιο πάνω διευθέτηση.
Την 4.9.16 ημέρα Κυριακή, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι θα πήγαινε στο περίπτερο. Λίγη ώρα αργότερα και ενώ η ίδια μαγείρευε, έλαβε μήνυμα από την τράπεζα στο κινητό της τηλέφωνο περί ανάληψης ποσού €140 από το λογαριασμό της. Η ίδια ξαφνιάστηκε, θεωρώντας ότι άγνωστο πρόσωπο χρησιμοποίησε την κάρτα της, αφού αν στην ανάληψη προέβαινε ο σύζυγος της, θα την ενημέρωνε. Με την επιστροφή του κατηγορουμένου, η παραπονούμενη του ανέφερε τα καθέκαστα, με τον ίδιο να την προτρέπει όπως μεταβούν στην ταμειακή μηχανή για να ελέγξει το υπόλοιπο του λογαριασμού της. Ελέγχοντας το, αυτό δεν της κίνησε την περιέργεια καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αφού εκείνο το διάστημα δεν είχε ξεκάθαρη εικόνα για την κίνηση του λογαριασμού. Την Δευτέρα 5.9.16 επικοινώνησε με λειτουργούς της τραπέζης, οι οποίοι της ανέφεραν ότι μπορούν να ελέγξουν το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του υποκαταστήματος. Την 6.9.16 και αφού μετέβη στο υποκατάστημα διαπίστωσε προς έκπληξη της - όταν της υποδείχθηκε το σχετικό βίντεο-, ότι στην συγκεκριμένη ανάληψη προέβη ο κατηγορούμενος. Όταν τον αντιμετώπισε της ανέφερε ότι τα χρήματα έλαβε για να ψωνίσουν για ένα τραπέζι που είχαν να οργανώσουν τις επόμενες μέρες, παρακαλώντας την να μην τον διώξει από το σπίτι. Η ίδια σε μια προσπάθεια να μην καταστρέψει το γάμο της αποφάσισε να πιστώσει τον κατηγορούμενο με μια δεύτερη ευκαιρία. Τα χρήματα, συνεχίζει η παραπονούμενη, δεν χρησιμοποιήθηκαν για τα ψώνια του τραπεζιού, αφού όταν μετέβησαν μαζί στην υπεραγορά, η ίδια ήταν το πρόσωπο που πλήρωσε και όχι ο κατηγορούμενος. Μετά την 4.9.16 καμία άλλη ανάληψη δεν έγινε από το λογαριασμό της. Κύριο μέλημα της μεταξύ των ετών 2016-2018 ήταν η τεκνοποίηση και συνεπώς εκείνο το διάστημα δεν έδιδε ιδιαίτερη σημασία στα έξοδα που παρατηρούνταν. Μετά τη διάσταση που επήλθε μεταξύ του ζευγαριού, η παραπονούμενη ζήτησε και έλαβε αναλυτική κατάσταση λογαριασμού για την περίοδο 1.1.14 μέχρι 31.12.18. Μελετώντας το έγγραφο αντιλήφθηκε ότι από αυτόν αφαιρούνταν σε μηνιαία βάση, χρήματα για τα οποία δεν είχε γνώση, μήτε και συναίνεσε ποτέ στην ανάληψη των. Την εν λόγω κατάσταση παρέδωσε στα πλαίσια συμπληρωματικής της κατάθεσης ημερ. 7.11.20 στις αρχές (μέρος του Τεκμηρίου 1). Τα ποσά αυτά αφορούν σε αναλήψεις από την πιστωτική της κάρτα, τύπου Visa, και έχουν ως εξής:
(1) Αύγουστο του 2015 ποσό €60
(2) Σεπτέμβρη του 2015 ποσό €700
(3) Οκτώβρη του 2015 ποσό €160
(4) Νοέμβριο 2015 ποσό €220
(5) Δεκέμβριο 2015 ποσό €500
(6) Ιανουάριο 2016 ποσό €220
(7) Μάρτιο 2016 ποσό €260
(8) Μάιο 2016 ποσό €140
(9) Ιούλιο 2016 ποσό €120
(10) Αύγουστο 2016 ποσό €120
(11) Σεπτέμβριο 2016 ποσό €140.
Τα χρήματα αυτά λαμβάνονταν από διάφορες ταμειακές μηχανές της Συνεργατικής Τράπεζας, τόσο πλησίον της περιοχής που διέμεναν αλλά και από άλλα υποκαταστήματα της ίδιας τράπεζας τα οποία η ίδια δεν συνήθιζε να χρησιμοποιεί. Σκέφτηκε τότε, ότι οι αναλήψεις πρέπει γίνονταν από τον κατηγορούμενο, αφού μόνο εκείνος, πέραν της ιδίας, γνώριζε τον κωδικό της κάρτας. Κανένα από τα πιο πάνω ποσά δεν της επεστράφη. Ο κατηγορούμενος της κατέβαλε το ποσό των €1.900 μεν, όμως το εν λόγω ποσό δεν αφορούσε στα προαναφερθέντα ποσά χρημάτων, αλλά σε ποσά τα οποία αφορούσαν χρήματα που του δάνεισε ανά διαστήματα για κάλυψη προσωπικών του αναγκών. Σε περαιτέρω κατάθεση της, ημερομηνίας 11.1.21 αναφέρει ότι την συγκεκριμένη πιστωτική κάρτα χρησιμοποιούσε μόνο για πληρωμές που αφορούσαν σε είδη πρώτης ανάγκης, ενώ σπάνια προέβαινε σε αναλήψεις από αυτήν. Αν ποτέ υπήρχε ανάγκη για ανάληψη χρημάτων, η εν λόγω ανάληψη γινόταν από τα κοντινότερο σε αυτήν υποκαταστήματα της τραπέζης ήτοι, από το υποκατάστημα στα Λύμπια όπου διέμενε ή από την περιοχή της Αγίας Βαρβάρας όπου και εργαζόταν τα έτη 2011- 2016. Όποιες δε αναλήψεις έλαβαν χώρα από άλλα υποκαταστήματα της Συνεργατικής μεταξύ των ετών 2015 – 2016 δεν έγιναν από την ίδια αλλά από τον πρώην σύζυγο της.
Κατά τη ζώσα μαρτυρία της η μάρτυρας έκανε αναφορά στο γεγονός ότι όταν ο σύζυγος της ήταν άνεργος, του είχε παραχωρηθεί άδεια όπως αγοράζει πρώτες ύλες χρησιμοποιώντας την κάρτα της για την κατασκευή επίπλων, έναντι αμοιβής. Επειδή η αγορά πρώτων υλών γινόταν συνήθως δια της καταβολής μετρητών, η ίδια συγκατατέθηκε στην διενέργεια αναλήψεων προς τον πιο πάνω σκοπό, υπό την προϋπόθεση ότι θα της παρουσιάζονταν μετά, σχετικές αποδείξεις. Επεξηγώντας την κατάσταση λογαριασμού που παρέδωσε στο Δικαστήριο ανέφερε ότι η ίδια δεν προέβη στις αναλήψεις που φαίνεται να έλαβαν χώρα από την περιοχή Δαλίου ή από το Πέρα Χωριό Νήσου, αφού δεν κινείτο σε εκείνες τις περιοχές. Ένεκα τούτου, θεωρεί ότι στις συγκεκριμένες προέβη ο κατηγορούμενος ο οποίος εργάστηκε περιστασιακά το 2015-2016 στις περιοχές Λατσιών και στην Αραδίππου. Η εν λόγω κάρτα όφειλε να χρησιμοποιείτο μόνο εκτάκτως και δη, στις περιπτώσεις όπου ο μισθός της δεν ήταν αρκετός για να καλυφθούν οι ανάγκες της οικογένειας. Όλοι οι λογαριασμοί και έξοδα πληρώνονταν αυτόματα από τον τρεχούμενο λογαριασμό της. Ως εκ τούτου, αν δεν υπήρχε άμεση ανάγκη για χρήση της πιστωτικής κάρτας, δεν θα γινόταν χρήση της. Ο κατηγορούμενος δεν είχε δικαίωμα να τη χρησιμοποιεί παρά μόνο αν η ίδια το γνώριζε προηγουμένως και συναινούσε.
Κληθείσα να σχολιάσει τη θέση του κατηγορουμένου ότι μετά το πέρας του γάμου τον απείλησε ότι θα τον καταστρέψει, η μάρτυς απάντησε αρνητικά, αποδεχόμενη παράλληλα ότι τη θέση του ότι, πράγματι επισκέφθηκε τον εργοδότη του πρώην συζύγου της, απαιτώντας τα χρήματα της. Ο λόγος που το έπραξε αυτό ήταν γιατί ο κατηγορούμενος είχε εξαφανιστεί. Πρόσθεσε ότι ο κύριος, αν όχι ο μοναδικός λόγος που παντρεύτηκαν ήταν για να αποκτήσουν παιδί, με τον κατηγορούμενο να της αποκρύπτει την αδυναμία του σε θέματα τεκνοποίησης. Ξεκίνησαν διαδικασίες υιοθεσίας, όμως συνάντησαν εκ νέου κώλυμα επειδή ο κατηγορούμενος αρνείτο να αναφέρει το γεγονός στην πρώτη του σύζυγο και στο ανήλικο τέκνο που είχε αποκτήσει στα πλαίσια του πρώτου του γάμου. Η παραπονούμενη πλήρωνε μέχρι και τις διατροφές του κατηγορούμενου σε σχέση με το παιδί, αποδεχόμενη ότι είχε συνομιλήσει τηλεφωνικώς με την πρώτη σύζυγο του πρώτου κάποια στιγμή αφού της είχε γίνει λόγος για εκκρεμούσα, εναντίον της παραπονούμενης, καταγγελία σε σχέση με τη συμπεριφορά της προς αυτό. Ποτέ δεν είπε στην πρώην σύζυγο του κατηγορουμένου ότι ο τελευταίος της έκλεψε €20.000, μήτε και είπε στη μητέρα του κατηγορούμενου ότι της έκλεψε ποσό ύψους €12.000.
Άντεξετασθείσα ανέφερε ότι περί τον Αύγουστο του 2015 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2016 ο κατηγορούμενος ήταν άνεργος, εργαζόμενος περιστασιακά σε μεροκάματα είτε σε οικοδομές στην Αραδίππου, στην ανακύκλωση ή φτιάχνοντας δικά του έπιπλα. Προς τούτο και με σκοπό να τον στηρίξει του έδωσε άδεια να προβαίνει σε αναλήψεις από την κάρτα της για αγορά πρώτων υλών. Κληθείσα να απαντήσει πόσες φορές έδωσε την κάρτα της στον κατηγορούμενο, η μάρτυς δεν μπορούσε να ανακαλέσει, συμφωνώντας με τον συνήγορο υπεράσπισης ότι καθ’ όλο το χρόνο διατήρησης της κάρτας, λάμβανε ταχυδρομικώς, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αναλυτική κατάσταση λογαριασμού. Αποτέλεσε θέση της υπεράσπισης ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 (αναλυτική κατάσταση λογαριασμού), διαψεύδει τη μάρτυρα ως προς τη χρήση της κάρτας αφού, σε αντίθεση με τις αναφορές της αυτή φαίνεται να χρησιμοποιείτο σωρηδόν για πληρωμή καυσίμων, εξόδων, αγορές από υπεραγορές, καταστήματα και άλλα, με τη μάρτυρα να απαντά ότι επειδή ο κατηγορούμενος είχε πολλά έξοδα και υποχρεώσεις, όφειλαν τα έξοδα τους με κάποιο τρόπο να πρέπει να καλυφθούν, όποτε αμφότεροι ανεφοδίαζαν τα οχήματα τους με καύσιμα κάνοντας χρήση της συγκεκριμένης κάρτας. Τόνισε ότι το ζήτημα στην παρούσα δεν ήταν η χρήση της κάρτας αλλά οι αναλήψεις από αυτήν. Με έμφαση επί των ποσών που η μάρτυρας υπέδειξε ως παρατραβηγμένα από την κάρτα της χωρίς την συγκατάθεση της (ως αυτά είχαν σημειωθεί με κίτρινο χρώμα), η υπεράσπιση προέβη στις ποιο κάτω ερωτήσεις, το περιεχόμενο των οποίων κρίνεται ως σημαντικό για σκοπούς της παρούσας:
«E. Μπορείτε να μας πείτε, κυρία μάρτυς, έχετε μπροστά σας αυτό το Τεκμήριο 1; Να σας παραπέμψω στις 02/07/15 είναι εκεί που έχει κενό, βλέπετε η πρώτη εγγραφή γράφει «Payment Thank you». 02/04/14 εγγραφή 65, γράφει «Payment Thank you», 16/07/15 πάλι εγγραφή 65 γράφει «Payment Thank you». Τα είδατε; Ξέρετε τι είναι αυτά;
A. Πληρωμές.
E. Τι πληρωμές; Ποιος πληρώνει ποιον;
A. Να σας πω τώρα ποιος πληρώνει ποιον; Εγώ πλήρωνα που τον έναν λογαριασμό στον άλλον. Ακριβώς τι πληρωμές δεν μπορώ να θυμηθώ που το 2014.
E. Δεν θυμάστε;
A. Πρέπει να ψάξετε μέσω της τράπεζας.
E. Λέτε ότι, ας πούμε 02/07/15 που λέει «Payment Thank you» 15 ευρώ, δεν θυμάστε τι είναι τούτο;
A. Όχι, δεν θυμούμαι. Εν ανθρωπίνως αδύνατο να θυμούμαι.
E. Στις 07/07/15 η δεύτερη εγγραφή γράφει 04, λέει το Τεκμήριο 1, JJCΑΤΜ PAPHOS 120 ευρώ. Τούτο το θυμάστε;
A. Στην Πάφο.
E. Ναι;
A. Μπορεί να επιάσαμε κάτι τον Ιούλιο.
E. «Μπορεί να επιάσαμε» ποιοι;
A. Εγώ τζιαι ο -
E. Ο κατηγορούμενος;
A. Ναι.
E. Μπορεί να επιάσατε τι; Λεφτά;
A. Ναι.
E. Ετράβησε τα τζιείνος ή εσείς;
A. Εγώ προφανώς, απλά ήμασταν μαζί.
E. Πού ξέρεις ότι ήσασταν μαζί;
A. Στην Πάφο; Ποια δουλειά να κάνει στην Πάφο; Είχα εγώ σπίτι.
E. Μόνο για τις δουλειές του ήταν; Δεν έκανε άλλα πράματα;
A. Αποδεικνύεται πολλά καλά η περίοδος που λέτε ότι είναι διακοπές του καλοκαιριού τζιαι μόνο διακοπές εμπορούσαμε να είχαμε πάει που είναι η Πόλη Χρυσοχούς που έχω εγώ διαμέρισμα στο χωριό της μητέρας μου.
E. Τούτο είναι από το αεροδρόμιο τούτη η ανάληψη;
A. Ναι, επήγαμε ταξίδι.
E. Στις 07/08/15, 04 εγγραφή, ανάληψη στις 07/08, εγγραφή με αριθμό 04 γράφει Σ.Π.Ε Συνεργατικής Λύμπια 60 ευρώ λέει;
A. Είναι τζιαι τούτο σημειωμένο;
E. Δεν ξέρω αν το έχει σημειωμένο.
A. Ναι, πέστε μου;
E. Ποιος έκαμε την ανάληψη;
A. Όχι εγώ.
E. Πού το ξέρετε;
A. Τι εννοείτε;
E. Πού θυμάστε, κυρία, 07/05/15 αν εκάμετε ανάληψη που την τράπεζα στα Λύμπια;
A. Δεν μπορώ να ξέρω. Για να το σημειώσουμε σημαίνει ότι τα έλεγξα τα ποσά με κάποιον τρόπο τζιαι σημειώθηκαν. Οι αναλήψεις που έκαμνε συνήθως αφορούσαν €60, €20 σε άλλες τράπεζες που κοιτάξαμε αλλά -
E. Ποιοι εκοιτάξετε;
A. Εγώ με -
E. Τον δικηγόρο σας;
A.Που ελέγξαμε -
E. Ποιος; Με τους δικηγόρους σας;
E. Σου υποβάλλω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να θυμάστε, να γνωρίζετε ποιος διάπραξε την ανάληψη των μετρητών στις 07/08/15 σύμφωνα με το ποσό των 60 ευρώ, ποσό σύμφωνα με το Τεκμήριο 1. Ποια είναι η θέση σας;
A. Τη συγκεκριμένη στιγμή δεν θα μπορούσα να σου πω, δεν μπορώ να απαντήσω.
……
«E. Θυμάστε πότε μπλοκαρίστηκε ο λογαριασμός σας με τις €3,000;
A. Όχι, ήταν μέσα σε τούτο το διάστημα.
E. Δεν σκεφτήκατε, γιατί μπλοκαρίστηκε ο λογαριασμός μου να ελέγξετε κανένα statement; Αφήκατε το έτσι στο σορολόπ;
A. Ήταν το διάστημα που -
Ε. Που ήσασταν ερωτευμένοι;
A.Όχι, είχαμε έξοδα, γιατί είχαμε τα έξοδα του γάμου. Μετρητά δεν είχαμε, ο μισθός μου έπρεπε να καλύψει τα έξοδα τζιαι εκάναμε χρήση, για αυτό τα μεγάλα ποσά. Εμπερδεύτηκα, διότι έψαξα τι είναι τι.
E. Τι εννοείτε εκάνατε χρήση;
A. Μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη visa, για να πληρώσουμε ποσά, γιατί δεν έβγαινε ο μισθός μου».
…….
«E. Από την ημέρα που φέρετε το statement, να πω περίπου μέσα του 2015 μέχρι τον 9ο του 2016, λέτε, ισχυρίζεστε ότι έγινε παράνομα χρήση της κάρτας χωρίς τη συγκατάθεσή σας;
A. Μάλιστα.
E. Μετά από περίπου, περίπου 6 μήνες μετά εχωρίσετε;
A. Ναι.
E. Εσείς ανακαλύψετε την κατ’ ισχυρισμό κλοπή των χρημάτων στις 06/09/16, σωστά;
A. Μάλιστα, μέρα Κυριακή.
Ο κος Παναγιώτου συνεχίζει:
E. 4/09/16 επαναλαμβάνω ήταν η τελευταία ανάληψη που ισχυρίζεστε στην κατάθεσή σας ότι ενδιαφερθήκατε περίπου, μάλλον επήγατε την Κυριακή λέτε και επήγατε την Τρίτη στην τράπεζα και;
A. Πήγα και τη Δευτέρα, γιατί απουσίαζε ο υπάλληλος που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το συγκεκριμένο θέμα.
E. Η κάρτα αυτή ακυρώθηκε;
A. Ενημέρωσα την JCC, έστειλε μήνυμα νομίζω, οι ενέργειες όπως έκανα και τις έγραψα στην κατάθεση τις έκαμε η αδελφή μου, γιατί εγώ δεν γνώριζα, δεν χρειάστηκε ποτέ να μπω σε έτσι διαδικασία.
E. Μάλιστα. Εκάνετε ενέργειες, κάνετε άλλα οτιδήποτε; Εζητήσετε οποιοδήποτε statement να δείτε τι γινόταν από τον λογαριασμό σας;
A. Όχι, τότε οι συγκεκριμένες ενέργειες που έκαμα ήταν να δω οποιονδήποτε έκαμε ανάληψη από τον λογαριασμό αφού, εγώ δεν ήμουν, ήμουν σπίτι και ούτε ο σύζυγός μου ήταν είπε, αφού όταν του το ανάφερα δεν ανέφερε κάτι.
E. Λέτε στην κατάθεσή σας, κυρία μάρτυς, ότι «κυρίως εντός του 2018... κατάσταση». Θυμάστε περίπου πότε το 2018;
A. Όχι.
E. Όχι. Δεν είναι περίεργο να ζητήσετε αναλυτική κατάσταση το 2018 και να σας την δώσουν 17/07/19; Μήπως είναι το 2019 που την εζητήσετε;
A. Ερωτήσετε με και προηγουμένως και σας είπα ότι δεν θυμούμαι τη χρονολογία που ήταν. Δεν νομίζω να ήταν το 2019. Αν αναφέρω το 2018, ήταν το 2018. Τωρά ποιος ο λόγος καθυστέρησαν δεν ξέρω εγώ.
E. Μάλιστα. Μήπως λέω και σου υποβάλλω ότι είναι τον 7ο του 2019 που εζητήσετε αυτό το statement και όχι το 2018.
A. Δεν θυμούμαι, μάνα μου. Για να λέω το 2018 σημαίνει ότι τότε που έκαμα την κατάθεση ήξερα ότι ήταν πρόσφατα.
E. Κυρία μάρτυς, από τις 17/07/19 που ελάβατε αυτήν την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού που εκαταχωρήσετε ως τεκμήριο μέχρι τις 12/08/20 που εδώσετε την κατάθεσή σας, δηλαδή ένας χρόνος περίπου και ένας μήνας, μπορείτε να μας πείτε ποιος ο λόγος που αποφασίσετε ενώ είχατε την κατάθεση να κάνετε έναν χρόνο και έναν μήνα να πάτε να καταγγείλετε το συμβάν;
A. Όπως ανέφερα και στην κατάθεση έτρεχα άλλα θέματα που ήταν πιο σημαντικά που το να κάτσω να κάμνω αυτά. Εσυζήτησα και με τον πρώην σύζυγό μου ότι πρέπει να μου δώσει τα λεφτά μου πίσω και ότι είχε δει τα statement και ήξερε το και ήμασταν σε μια διαδικασία ότι θα μου τα επιστρέψει.
E. Ποια λεφτά να σας δώσει πίσω;
A. Τα λεφτά που του έλεγα ότι επήρε που τον λογαριασμό.
E.Ναι, πόσα λεφτά;
Α. Τότε δεν τα είχα μετρήσει (….)».
…
«E. Κυρία μάρτυς, είπατε εσείς πριν προφορικά ότι σας επέστρεψε €1,900. Πότε και για ποιο πράγμα;
A. Για ένταλμα. Αφού το είπα. Τα 1,900 είναι καθαρά διατροφές.
E. Πότε τα επλήρωσε τούτα τα 1900;
A. Κατά διαστήματα.
E. Πότε περίπου; Μετά που εχωρίσετε;
A. Τον καιρό που ήμασταν σε διάσταση.
E. Εννοείτε που έφυγε από το σπίτι;
A. Ναι, όταν έμενε στη μητέρα μου.
E. Τότε που τα επλήρωνε αυτά τα λεφτά του εδίδατε απόδειξη;
A. Ναι.
E. Τζιαι ρωτώ πόσα λεφτά χρωστά ακόμα;
A. Για ποιο πράγμα να χρωστά;
E. Δεν ξέρω, εσείς να μου πείτε. Χρωστά σας λεφτά και πόσα;
A. Τούτο είναι άλλο πράγμα. Τούτα τα μετρητά που έπαιρνε με την κάρτα έχω πει και εξηγήσει ότι εμπήκα στη διαδικασία τούτη διότι την κάρτα, τη βίζα μου, δεν την εχρησιμοποιούσα εγώ για αναλήψεις μετρητών ούτε από τα συγκεκριμένα υποκαταστήματα, στα οποία θα δείτε ότι όταν χρησιμοποιήθηκε ήταν για αγορές αγαθών ή πληρωμές για πράγματα, όχι μετρητών.
E. Αυτός είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεστε την υποτιθέμενη κλοπή; Επειδή ήταν μετρητά και επειδή δεν ήταν πράγματα;
A. Μάλιστα, μετρητά έπρεπε μόνο από τον λογαριασμό μου τον τρεχούμενο.
E. Άρα, ετράβησε κάποιος μετρητά που τον -
A. Ο κάποιος ποιος είναι;
E. Αν ετράβησε κάποιος μετρητά που τον λογαριασμό, Τεκμήριο 1, είναι ότι έκλεψε τα ο κατηγορούμενος; Αυτό λέτε;
A. Που τα συγκεκριμένα υποκαταστήματα Πέρα Χωρίου και Δαλίου δεν έχω πάει καμιά φορά να κάμω ανάληψη μετρητών που βίζα. (…)
E. Κυρία μάρτυς, να αλλάξω την ερώτησή μου. Από τις 04/09/16 μέχρι την τελευταία εγγραφή υπάρχουν αναλήψεις μετρητών που αφορούν την καταγγελία σας για την οποία σήμερα είμαστε ενώπιον Δικαστηρίου και ρωτώ, αυτές οι αναλήψεις έγιναν από τον κατηγορούμενο μόνο; Διότι εσείς λέτε ότι εγώ όταν τραβούσα, ετραβούσα που τον τρεχούμενο μου cash, μετρητά τζιαι ρωτώ θέλω να διευκρινίσετε. Έτσι είναι;
A. Μάλιστα.
E. Ωραία. Οποιαδήποτε ανάληψη χρημάτων έγινε από τις ημερομηνίες που έχω αναφέρει προηγουμένως έγινε από τον κατηγορούμενο λέτε;
A. Είναι όσες έχω αποδείξει.
E. Όσες δεν έχετε αποδείξει ποιος έπιασε τα λεφτά;
A. Μπορεί να έκαμα τζιαι εγώ, μπορεί να έκαμα τζιαι ο κατηγορούμενος, αλλά όταν δεν είμαι σίγουρη, δεν μπορώ να κατηγορήσω.
E. Πάμε στη σελίδα 4, 24/06/16 ανάληψη μετρητών, Τεκμήριο 1, κατάσταση λογαριασμού. Ποιος έκαμε την ανάληψη;
A. Αφορά ανάληψη μετρητών.
E. WITHDRAWAL λέγεται.
A. Τον έκτο του 2016; Δεν θυμάμαι αν ήμουν εγώ.
E. Πηγαίνετε πάνω, πιο πάνω στο άλλο το κίτρινο, το επόμενο κίτρινο 17/05/16 ποιος έκαμε την ανάληψη;
A.17/05; Να δω όχι εγώ.
E. Αλλά κάτω δεν είστε σίγουρη, στο κάτω; Επειδή είναι άλλη τράπεζα. Απλά είναι με την τράπεζα που τα υπολογίζουμε ποιος τα ετράβησε τα λεφτά;
A. Ναι, φυσικά.
E. Άρα, μπορεί να έκλεψε τα €140 στις 24/06/16;
A. Όταν έκλεψε τα €140, όταν το ανακάλυψα που τη ΣΠΕ των Λυμπιών εν που έγινε η ανάληψη.
E. Γιατί δεν εκάνετε καταγγελία, όταν το ανακαλύψετε στην Αστυνομία;
A. Γιατί δεν ήξερα ότι εμπορούσα. Μετά έμαθα ότι μπορώ να κάμω καταγγελία τζιαι να μπορέσω να διερευνήσω τούτο το πράμα, να βρω τούτο το πράμα.
Σχετικά με τις αποδείξεις Τεκμήριο 7 που αφορούσαν στην επιστροφή ποσού ύψους €1.900 από τον κατηγορούμενο στην παραπονούμενη και αφορούσαν μεταξύ άλλων και σε ποσά διατροφών που πλήρωσε η παραπονούμενη εκ μέρους του πρώτου, σχετική είναι η πιο κάτω στιχομυθία:
«Ε. Κύρια μάρτυς, μπορείτε να μου πείτε… Σού υποβάλλω ότι αυτές οι αποδείξεις είναι οι αποδείξεις με τα χρήματα που λέγατε εσείς τότε ότι σας οφείλει ο κατηγορούμενος.
Α. Για διατροφές που πλήρωνα, εντάλματα διατροφών.
Ε. Μάλιστα. Εχρώσταν σας και άλλα λεφτά ο κατηγορούμενος;
…
Α. Που τα εζήτησα, όχι.
Ε. Μάλιστα, Τα λεφτά που ισχυρίζεστε ότι σας έκλεψε ήταν πριν τούτην τη συμφωνία ή μετά;
Α. Ποια συμφωνία;
E. H συμφωνία να σας πληρώσει τούτα τα λεφτά πού έχετε αποδείξεις;
A. Ήταν πιο πριν.
...
E. Μάλιστα. Και ρωτώ άρα τα λεφτά εσείς ισχυρίζεστε ότι έκλεψε σας τα τον ένατο του 2016; Μια περίπτωση που σας έκλεψε εννοώ. Ήταν η τελευταία; Συγγνώμη, την τελευταία φορά που έκλεψε λέτε είναι ένατο του 2016 σωστά;
A. Ναι.
Ε. Ερωτώ, στη συμφωνία για να πληρώσει τα χρωστούμενα, στα οποία χρωστούμενα συμπεριλαμβάνονται τα κλεψιά, τα οποία κατ’ ισχυρισμόν κλεψιμιά ήταν και αυτά τα λεφτά ναι ή όχι.
Α. Δεν θυμάμαι, ένα ποσό μπορεί, ίσως. Δεν θυμάμαι αν είναι σε εκείνα και τα €140.
Ε. Σας υποβάλλω κυρία μάρτυς, ότι ενώ ισχυρίζεστε ότι ήταν τον ένατο του 2016, την τελευταία φορά που ανακαλύψετε ότι τούτος ήταν ο κλέφτης, ουδέποτε εζητήσατε το 2017, 2018, ή 2020 χρήματα που αφορούν τον δήθεν ισχυρισμό σας για κλοπή από την κάρτα σας.
Α. Ναι. Αν κοιτάξετε τα μηνύματα, είδατε ότι σε εκείνο το διάστημα ήμασταν στα μαχαίρια τζαι δεν εβρισκόμασταν τζαι εκάναμε όπως ισχυριστήκατε; Απλώς έλεγε ότι παλεύει για το γάμο μέχρι το 2018, τον Νοέμβρη, που βρήκε την αντικαταστάτρια ή που είδε και βεβαιώθηκε ότι η εγκυμοσύνη πάει καλά.
Ε. Είτε το ένα είτε το άλλο;
A. Και τα δύο πράγματα. Το πρώτο πράγμα ήταν να βρει—
Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Γιατί δεν εζητήσατε κυρία μάρτυς τα λεφτά σας πίσω;
H μάρτυρας συνεχίζει:
Α. Γιατί δεν είχα μπει στη διαδικασία να ζητήσω. Ήμασταν στη διαδικασία, τρέχαμε για τις υιοθεσίες και μετά για την εξωσωματική».
…
«Ε. Τελευταία υποβολή μου. Κυρία μάρτυς, με δική σας άδεια και εντολή δική σας ο κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε την κάρτα αυτήν πρώτον, για να παίρνει μετρητά.
Α. Όχι, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Ε. Συμφωνούμε. Δεύτερον, για να βάζει βενζίνη στο αυτοκίνητο σας και στο αυτοκίνητο του.
Α. Όχι, συνήθως ήμουν παρών στο αυτοκίνητο του που ήταν Κυριακή και πηγαίναμε βόλτα.
Ε. Συμφωνώ, συνήθως. Τρίτον για να αγοράζει εργαλεία ή προιόντα που αφορούσαν τη δουλειά του.
Α. Ναι.
Ε. Και τέταρτον για να αγοράζει είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία –
Α. Ποτέ!
Ε. Τα οποία, για τα οποία του εδίνατε συγκεκριμένες οδηγίες όπως και τις προηγούμενες αποδείξεις που είχε κάνει.
Α. Στην τελευταία ερώτηση διαφωνώ, γιατί ποτέ δεν πήγε στο σούπερμάρκετ να φέρει κάτι μόνος του. Έπρεπε να ήμουν παρών και που πλήρωνε ακόμα και κάποια λεφτά που μου τα εσήκωσε που τα επήρε και τα ανακάλυψα και είπε ότι ήταν για ένα τραπέζι, όταν πήγαμε και ψωνίσαμε, δεν έβγαλε λεφτά να πληρώσει γιατί ήδη είχαν εξαφανιστεί».
Η μάρτυρας αρνήθηκε τις θέσεις της υπεράσπισης περί μετάβασης της ανά τακτά χρονικά διαστήματα στον αστυνομικό σταθμό, πιέζοντας δια καταχώρηση της παρούσας, μη αναγνωρίζοντας το περιεχόμενο του Εντύπου Ενημερώσεων Παθόντων Πολιτών ως αυτό της υποδείχθηκε από την υπεράσπιση. Συμφώνησε, παρά τα πιο πάνω ότι, ενώ βρίσκονταν σε διάσταση με τον κατηγορούμενο, και ενώ η σχέση τους είχε σκαμπανεβάσματα, του ζήτησε όπως συναινέσει δια της υπογραφής του στην τεκνοποίηση της μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης, ετοιμάζοντας μάλιστα έγγραφα μέσω δικηγόρων που έλεγαν ότι, εφόσον συναινέσει δεν θα υπάρχει καμία νομική ή χρηματική απαίτηση από τον ίδιο, αρνούμενη όμως ότι η συναίνεση του κατηγορούμενου ήταν απότοκο των αλλεπάλληλων πιέσεων που ασκούσε στο πρόσωπο του. Η εν λόγω συμφωνία δεν υπογράφθηκε τελικώς, με τον κατηγορούμενο να συναινεί στην διαδικασία τεκνοποίησης μέσω δότη σπέρματος. Το παιδί γεννήθηκε το έτος 2020. Παράλληλα το 2020, η μάρτυρας έλαβε, ως αναγνώρισε- Τεκμήριο 4, επιστολή από τους δικηγόρους του κατηγορούμενου για ανάρμοστη και παρενοχλητική συμπεριφορά. Η ίδια αρνούμενη τους ισχυρισμούς απάντησε στην επιστολή – Τεκμήριο 5.
ΜΚ2 η Αστυφύλακας 4255 Γρηγορίου, η οποία υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της, Τεκμήριο 9. Σύμφωνα με αυτήν την 26.1.21 επεξήγησε και επέδωσε γραπτώς τα δικαιώματα ύποπτου/κατηγορούμενου στον κατηγορούμενο (Τεκμήριο 10). Η μάρτυρας ήταν αυτή που έλαβε και την ανακριτική κατάθεση του, Τεκμήριο 11. Κατέθεσε σχετικό ημερολόγιο ενεργείας Τεκμήριο 12, όπου καταγράφεται τηλεφωνική επικοινωνία της μάρτυρος με Λειτουργούς της Πρώην Συνεργατικής Τράπεζας (Υποκατάστημα Λατσιών και Λυμπιών) με σκοπό τη λήψη γραπτής από μέρους τους, κατάθεσης, σε σχέση με το υπό διερεύνηση αδικήματα. Παρά το κάλεσμα της αστυνομίας, αμφότερες υπάλληλοι δεν επιθυμούσαν την οποιαδήποτε εμπλοκή τους στην υπόθεση. Οι ενέργειες της περιορίστηκαν στα πιο πάνω, δηλώνοντας ότι ανακριτής της υπόθεσης ήταν ο Αρχιαστυφύλακας 219. Αντεξετασθείσα ανέφερε ότι δεν γνωρίζει αν έγιναν περαιτέρω ενέργειες από τον ανακριτή σε σχέση με τα τραπεζικά δεδομένα, μήτε και μπορούσε να τοποθετηθεί ως προς το γιατί δεν εκδόθηκε Διαταγή παρουσίασης των λειτουργών στο σταθμό, για κατάθεση.
Τελευταίος μάρτυρας ο Αρχιαστυφύλακας 219, Χατζηπιερής (ΜΚ3) ο οποίος υπηρετούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο στον Αστυνομικό Σταθμό Πέρα Χωρίου Νήσου. Την 12.8.20 ανέλαβε το χειρισμό της υπόθεσης, λαμβάνοντας το γραπτό παράπονο της παραπονούμενης η οποία παρέδωσε ταυτοχρόνως και την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού. Την 7.11.20 έλαβε αντίστοιχα τη συμπληρωματική κατάθεση της παραπονούμενης, ενώ την 6.5.21 κατηγόρησε γραπτώς τον κατηγορούμενο ο οποίος απάντησε με τη φράση «δεν παραδέχομαι». Ανέφερε ότι είχε μεταβεί στα πλαίσια των καθηκόντων του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου του Πέρα Χωρίου Νήσου ζητώντας την παράδοση σχετικών καταστάσεων λογαριασμού, με τις προσπάθειες για απόκτηση των να μην αποφέρουν καρπούς αφού ως του λέχθηκε, παράδοση τους, ενδέχεται να παραβίαζε τα προσωπικά δεδομένα της ΜΚ1. Επιβεβαίωσε ότι οι λειτουργοί της τραπέζης δεν επιθυμούσαν να προβούν σε οποιαδήποτε κατάθεση, καταθέτοντας παράλληλα ως Τεκμήριο 15 σχετικό ημερολόγιο ενεργείας όπου επιβεβαιώνεται ότι, ένεκα του χρόνου που παρήλθε, η εξασφάλιση του περιεχομένου του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, ήταν αδύνατη, ένεκα διαγραφής του. Αντεξετασθείς συμφώνησε ότι η παραπονούμενη μετέβη στον αστυνομικό σταθμό για υποβολή του παραπόνου της συνοδευόμενη από δικηγόρο, έχοντας ήδη ετοιμάσει γραπτό κείμενο καταγγελίας. Σύμφωνα με τον μάρτυρα η όλη υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τη μαρτυρία της παραπονούμενης, την οποία κάλεσαν σε συμπληρωματικές καταθέσεις για να παρουσιάσει όσα στοιχεία είχε στη διάθεση της προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, εξ΄ου και η παρουσίαση και παράδοση της αναλυτικής κατάστασης λογαριασμού. Σε ερώτηση της υπεράσπισης κατά πόσον ο ίδιος, ως ανακριτής της υπόθεσης προβληματίστηκε, αναφορικά με την επιδειχθείσα καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας, ο μάρτυρας απάντησε καταφατικά, προσθέτοντας ότι η παραπονούμενη είχε δώσει προς τούτο τις δικές της εξηγήσεις. Αρνήθηκε πεισματικά ότι η εισήγηση που είχε δοθεί από την Νομική Υπηρεσία ήταν όπως η υπόθεση μην καταχωρηθεί ενώπιον Δικαστηρίου, αναφέροντας παράλληλα ότι σε ότι αφορούσε την προώθηση της υπόθεσης, ο ίδιος ενημέρωνε τηλεφωνικά την παραπονούμενη, ως άλλωστε όφειλε. Ερωτηθείς γιατί κρίθηκε μη κατάλληλο όπως οι λειτουργοί της τράπεζας κλητευθούν για να δώσουν καταθέσεις ο μάρτυρας αποκρίθηκε λέγοντας ότι, από τη στιγμή που δεν επιθυμούσαν εμπλοκή στην υπόθεση, δεν υπήρχε λόγος για αναγκαστική κλήτευση τους.
Μαρτυρία Υπεράσπισης
Εκ διαμέτρου αντίθετες οι θέσεις που πρόβαλε ο κατηγορούμενος. Στην ανακριτική του κατάθεση αναφέρει ότι υπήρξε παντρεμένος με την παραπονούμενη μεταξύ των ετών Φεβρουαρίου 2015 – Μαρτίου 2017. Λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε στα πόδια του απώλεσε την εργασία του, εξασφαλίζοντας εργασία σε ένα από τα σχολεία στα οποία εργαζόταν η παραπονούμενη, όπου του ανατέθηκε η κατασκευή ορισμένων επίπλων. Προς εκπλήρωση των πιο πάνω, η παραπονούμενη του έδιδε την κάρτα της για να αγοράζει υλικά και πρώτες ύλες. Υπήρξαν φορές που η παραπονούμενη παρέλαβε το μισθό του κατηγορούμενου προς εξόφληση των χρημάτων που αναλήφθηκαν με σκοπό την αγορά πρώτων υλών, πιστώνοντας τα απευθείας στο δικό της τραπεζικό λογαριασμό, ως η μεταξύ τους συμφωνία. Αρκετές υπήρξαν οι φορές που με τη συγκατάθεση της παραπονούμενης κρατούσε την κάρτα της για περίοδο πέραν του ενός μηνός, ενώ άλλοτε τον προέτρεπε όπως κάνει χρήση της κάρτας, λέγοντας του ότι δεν ήταν ορθό από την στιγμή που ήταν παντρεμένοι να ζητά δανεικά από την οικογένεια του. Την κάρτα χρησιμοποιούσε πάντοτε με τη συγκατάθεση της συζύγου του, είτε για δική του χρήση, είτε για θέματα που αφορούσαν το σπίτι και το γάμο, με τις αναλήψεις να είναι πάντοτε εις γνώση της. Πολλές υπήρξαν οι φορές που χρησιμοποιούσε την κάρτα για να ανεφοδιάζει αμφότερα οχήματα των με καύσιμα, ή για να τακτοποιήσουν άλλες, οικογενειακές τους υποχρεώσεις, έχοντας πάντοτε τη σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση της. Σε ότι αφορά την ανάληψη του ποσού των €140 ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι ποτέ δεν έλαβε χρήματα χωρίς την συγκατάθεση και γνώση της παραπονούμενης, με την τελευταία να μην του έχει αναφέρει οτιδήποτε σχετικά με το εν λόγω περιστατικό, σε αντίθεση με τα όσα η ίδια ισχυρίζεται. Είναι λογικό, συνέχισε στην ανακριτική του κατάθεση, όπως το πρόσωπο του αποτυπώνεται στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης αφού ο ίδιος ήταν ένα εκ των δύο προσώπων που προέβαιναν σε αναλήψεις. Εξ’ όσων θυμάται, μερικές φορές οι αναλήψεις γίνονταν από τα υποκαταστήματα της τραπέζης στην περιοχή Λυμπιών και Δαλίου, ενώ μια άλλη φορά που του ζητήθηκε να λάβει χρήματα, ο ίδιος βρισκόταν στο Τσέρι, στην Λάρνακα και Πάφο. Κληθείς να απαντήσει συγκεκριμένα σε σχέση με τα ποσά για τα οποία παραπονείται η ΜΚ1, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι δεν μπορεί να θυμηθεί σε τί αφορούν οι συγκεκριμένες αναλήψεις μήτε αν αυτές διενήργησε ο ίδιος, για ίδιον ή δικό της παραπονούμενης, σκοπό. Συμπλήρωσε ανακριθείς ότι, όταν ο γάμος οδηγείτο σε διάλυση, η ΜΚ1 τον απείλησε ότι θα τον καταστρέψει. Η παραπονούμενη μετέβη στον εργοδότη του λέγοντας του ότι της χρωστούσε €10.000, στην πρώην σύζυγο του, λέγοντας της ότι ο κατηγορούμενος της απέσπασε €20.000 και στην μητέρα του, όπου είπε ότι της έκλεψε €12.000. Όταν η μητέρα του ζήτησε για εξηγήσεις, η ΜΚ1 της ανέφερε ότι κανένα ποσό δεν της οφείλεται, τελικώς. Ολοκληρώνοντας την κατάθεση του αναφέρει ότι ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο μήτε και λόγο είχε για να το πράξει αφού η παραπονούμενη πάντοτε τον βοηθούσε οικονομικά, στηρίζοντας τον. Κατά τη δική του εκτίμηση, ο λόγος της καταγγελίας είναι η απελπισία και ο πόνος της ΜΚ1 ένεκα του διαζυγίου που επήλθε.
Κατά τη ζώσα μαρτυρία του ανέφερε ότι στη διάρκεια του γάμου υπήρξαν αρκετά σκαμπανεβάσματα, με τον ίδιο να εγκαταλείπει την οικία, πέραν της μιας φοράς. Η αποχώρηση του τον Μάρτιο του 2017 ήταν οριστική. Κύριος λόγος των προβλημάτων ήταν η συμπεριφορά της παραπονούμενης προς το παιδί του, αλλά και οι εντάσεις που η τελευταία δημιουργούσε μεταξύ του ιδίου και της πρώην συζύγου του, με την οποίαν είχαν χωρίσει συναινετικά. Οι εντάσεις και οι διαπληκτισμοί κινούνταν σε τόσο ψηλούς τόνους, που οδήγησαν στην παρέμβαση του πρώην πεθερού του, γεγονός το οποίο προκάλεσε μια επιπλέον αναστάτωση. Τη συμπεριφορά της παραπονούμενης προς το παιδί του κατήγγειλε η πρώην σύζυγος του σε αστυνομικό σταθμό. Ενώ η πρώην σύζυγος του είχε δείξει κατανόηση σε ορισμένες καθυστερήσεις που παρουσιάζονταν στην καταβολή της διατροφής, η παραπονούμενη επέμενε όπως το ζήτημα επιλυθεί Δικαστικώς, όπως επίσης Δικαστικώς ζητούσε να επιλυθεί το ζήτημα της επικοινωνίας με το παιδί, η οποία μέχρι τότε γινόταν κατόπιν μίας απλής συνεννόησης των δύο γονέων, χωρίς φασαρίες. Η ΜΚ1 συνέχισε ο μάρτυρας, δεν ήθελε το παιδί να πηγαίνει σπίτι της, όποτε τύγχανε να βολέψει, και προς τούτο ζητούσε ρύθμιση από το Δικαστήριο, αναγκάζοντας τον κατηγορούμενο να το παραλαμβάνει σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες. Τον κωδικό της κάρτας βεβαίως και γνώριζε αφού του τον είχε κοινοποιήσει η σύζυγος του. Υπήρξαν φορές δήλωσε, που την κάρτα λάμβανε και μετά τοποθετούσε πίσω στο πορτοφόλι της μετά το πέρας της συμφωνηθέντων, υπήρχαν όμως και φορές που αυτήν έφερε στο δικό του πορτοφόλι του πέραν της μίας εβδομάδας. Κληθείς να σχολιάσει τις αναλήψεις που καταγράφονται επί του Τεκμηρίου 1 με κίτρινο χρώμα, ο μάρτυρας απάντησε:
«Δεν ξέρω, αν ακριβώς αυτές όπως είναι που είπε η ίδια ότι θεώρησε ότι χρησιμοποιήθηκαν από εμένα, αλλά το μόνο που έχω να πω είναι ότι όσες φορές, εάν χρησιμοποίησα την κάρτα της, είτε την μία είτε την άλλη, ήταν πάντα ενήμερη. Πάντα! Πάντα! Δεν έκανα κάτι. Πρώτα - πρώτα με τούτα ούλλα, πρέπει να ήμουν πελλός, για να κάμω έτσι πράμα, γιατί έδωσε μου το ελεύθερο να κάμω ό,τι θέλω τζαι ότι της εζητούσα δεν μου εχαλούσε το χατίρι στην ουσία. Έπρεπε να ήμουν πελλός, για να βγάλω λεφτά χωρίς να το ξέρει, ένεν; Τζαι είναι πράγματα που ήταν να φανεί κάθε τέλος του μήνα που έρχεται το “statement” τζαι βλέπαμε το μαζί πολλές φορές. Έβλεπε τους λογαριασμούς της, τα πράγματα της».
Με παραπομπή στην αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 1 τέθηκαν στον μάρτυρα διάφορες ημερομηνίες από τον κ. Παναγιώτου, ο οποίος ρωτούσε κατά πόσον προέβη τις συγκεκριμένες ημερομηνίες σε συγκεκριμένες αναλήψεις χρημάτων, με τον μάρτυρα να απαντά ότι δεν μπορεί να θυμάται, επαναλαμβάνοντας ότι :«Tο ξαναείπα πολλές φορές τζαι θα το λαλώ μέχρι την ώρα που εν να πεθάνω, ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό, το να τραβήσω χωρίς να το ξέρει, ούτε κατά διάνοια».
Σε ότι αφορά το ποσό των €140 θυμάται ότι του είχε ζητηθεί να λάβει το εν λόγω ποσό από την τράπεζα γιατί θα διοργάνωναν ένα τραπέζι σπίτι τους και ο ίδιος είχε επιφορτιστεί με το καθήκον να ψωνίσει τα πράγματα. Παρά το ότι θα πήγαινε ο ίδιος για ψώνια, στο τέλος το ζευγάρι πήγε μαζί για ψώνια, με τον κατηγορούμενο να της παραδίδει τα χρήματα στο σπίτι. Το παράπονο της ΜΚ1 για το ποσό των €140 άκουσε πρώτη φορά από τη μητέρα του το 2019, η οποία τον πληροφόρησε για επίσκεψη της ΜΚ1 σπίτι της, ισχυριζόμενη ότι ο κατηγορούμενος της έκλεψε χρήματα. Αν και γίνονταν προσπάθειες για επανένωση του ζευγαριού μέχρι και το 2019, αυτές κατέστησαν μάταιες. Ενημερώθηκε ενώ βρίσκονταν σε διάσταση ότι η ΜΚ1 ότι είχε εντοπίσει κλινική στη Λεμεσό η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει στη τεκνοποίηση της μέσω εμφύτευσης γονιμοποιημένου ωαρίου από τρίτα πρόσωπα, η οποία όμως, δεν μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν λάβει διαζύγιο. Προς διασκέδαση των διαφόρων ανησυχιών του, η ΜΚ1 πρότεινε την ετοιμασία εγγράφου το οποίο έλεγε ότι καμία οικονομική απαίτηση δεν θα υπήρχε από τον ίδιο, μήτε και θα του ζητούσε να αναγνωρίσει το παιδί. Το έγγραφο δεν υπέγραψε μετά από νομική συμβουλή που έλαβε[1], ενώ μοναδικός λόγος που συγκατατέθηκε στην γονιμοποίηση ήταν επειδή για περίοδο δύο μηνών, η παραποιουμένη «πηγαινοερχόταν συνέχεια σπίτι μου, εφώναζε έκανε σκηνές, ξέρω εγώ ιστορίες, εκβιασμούς ότι θα με καταστρέψει, ότι την εξεγελάσαμε, για εμένα, τον πατέρα μου, τη μάνα μου, ξέρω εγώ τζαι εζητούσε να υπογράψω, τάχα με ποιου το δικαίωμα να της στερήσω να γίνει μάνα τζαι είπε μου να της υπογράψω τζαι «στον λόγο της τιμής μου» μου λέει και «δεν θα έχω καμία απαίτηση»[2]. Τέλος, ο μάρτυρας αναγνωρίζοντας το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 (αποδείξεις), ανέφερε ότι στην παραπονούμενη όφειλε το ποσό των €3.000 το οποίο αντανακλούσε ορισμένα καταβληθέντα από μέρους της ποσά διατροφών και αγορά μηχανημάτων. Από το οφειλόμενο ποσό των €3.000 έχει ήδη καταβάλει ποσό €1.900, λαμβάνοντας μάλιστα σχετικές αποδείξεις. Όταν ετοίμασαν αυτή τη συμφωνία το 2019 η παραπονούμενη ουδέποτε έκανε λόγο για χρήματα που δήθεν της έκλεψε ή που της χρωστούσε σε σχέση με την κάρτα. Εξ’ όσων γνωρίζει, η παραπονούμενη τεκνοποίησε, με τον ίδιο να μην έχει δει ποτέ το παιδί. Παρά ταύτα, και ενάντια στο λόγο της, η ΜΚ1 έχει καταθέσει αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για τη καταβολή από μέρους του, ποσού διατροφής.
Αντεξετασθείς απέρριψε τη θέση της κας. Χαραλάμπους ότι ο ίδιος έκλεψε χρήματα από την κάρτα επειδή οι φερόμενες αναλήψεις γίνονταν από ταμειακές μηχανές άλλων, από τα πλησιέστερα προς την οικία της παραπονούμενης, υποκαταστήματα. Όταν παντρεύτηκε με την παραπονούμενη δεν ήταν άνεργος, όμως προέκυψε το πρόβλημα υγείας που είχε να αντιμετωπίσει με τα πόδια του, εξ’ ου και έλαβε άδεια ασθενείας από την εργασία του. Με την επιστροφή του αντιλήφθηκε ότι η συνέχιση του θα ήταν τρομερά δύσκολη, σταματώντας να εργάζεται, λαμβάνοντας ένεκα τούτου, επιδόματα ασθενείας και ανεργίας. Παρά τη λήψη των πιο πάνω βοηθημάτων η παραπονούμενη πάντοτε, τον βοηθούσε οικονομικά, ούσα αρωγός στα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζε. Συμφώνησε με την κα. Χαραλάμπους, η οποία τον παρέπεμψε σε ορισμένα εκ των μηνυμάτων που το πρώην ζευγάρι αντάλλαζε μεταξύ του για την περίοδο 2017-2019 (Τεκμήριο 8), ότι φαινομενικά η σχέση μεταξύ των ήταν καλή, προσθέτοντας ότι ο λόγος που ο ίδιος μιλούσε ευγενικά ή ακόμη και γλυκά ήταν για να διατηρηθεί μεταξύ των δύο ένα καλό κλίμα, αφού «κανείς δεν ξέρει τί πέρασε ο ίδιος εξαιτίας της παραπονούμενης». Ο σκοπός πρόσθεσε, αγιάζει τα μέσα.
Στη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι η συμφωνία που υπήρχε με την παραπονούμενη ήταν για χρήση της κάρτας μόνο σε ότι αφορούσε την αγορά πρώτων υλών, ο μάρτυρας αντέδρασε, επαναλαμβάνοντας τη δυσφορία της ΜΚ1 όταν ο ίδιος ζητούσε δανεικά από την οικογένεια του, με την παραπονούμενη να του αναφέρει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό από την στιγμή που είναι παντρεμένοι, προτρέποντας τον να χρησιμοποιεί την κάρτα και για ίδιον όφελος, εν γνώση της. Θυμάται ανέφερε, ότι σε αναλήψεις προέβη (και) από τις περιοχές Πέρα Χωρίου Νήσου και Λύμπια και Καλλιθέα στα Λατσιά που τον βόλευε, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι τα όποια χρήματα έκανε ανάληψη αφορούσαν προσωπικά του έξοδα, εν αγνοία της παραπονουμένης. Για προσωπικά του έξοδα και πρώτες ύλες πρέπει να χρησιμοποίησε την κάρτα περί τις 4 με 5 φορές, ενώ υπήρξε φορά που του είχε ζητηθεί να προβεί σε ανάληψη ποσού περί τα €300 σε σχέση με ένα γάμο που είχαν.
Στη θέση της κας. Χαραλάμπους ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε όλες τις αναλήψεις που του αποδίδονται μέσω του Τεκμηρίου 1, ο μάρτυρας απάντησε ότι πραγματικά δεν μπορεί να θυμηθεί, χωρίς να αποκλείσει ότι ενδεχομένως να διενήργησε αριθμό εξ’ αυτών, πάντοτε όμως εν γνώση της παραπονούμενης. Σε σχέση δε με το ποσό των €140 ο μάρτυρας ανέφερε ότι το εν λόγω ποσό παραλήφθηκε με σκοπό την κάλυψη των εξόδων του οικογενειακού τραπεζιού, με την παραπονούμενη να το γνωρίζει, ενώ όταν το τραπέζι ακυρώθηκε τα χρήματα της παραδόθηκαν στο χέρι. Ποτέ δεν του ανέφερε οτιδήποτε η παραπονούμενη με την επιστροφή του την 4.9.16 στο σπίτι, ούτε του ανέφερε περί μηνύματος που έλαβε από την τράπεζα. Αντίστοιχα αρνήθηκε τη θέση ότι μαζί μετέβησαν την ίδια ημέρα στην τράπεζα για να ελέγξουν το υπόλοιπο του λογαριασμού της. Ο λόγος που δεν προέβη σε άλλες αναλήψεις χρημάτων από τον Σεπτέμβριο του 2016 μέχρι τον Μάρτιο του 2017 δεν ήταν επειδή «η παραπονούμενη ανακάλυψε τα κόλπα του», ως η ίδια άφησε να νοηθεί αλλά επειδή είχε εξεύρει εργασία. Στη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι μοναδικός λόγος που δεν συμπεριλήφθηκε στην συμφωνία των €3.000 (Τεκμήριο 7) το ποσό των €2.640 ήταν επειδή η συμφωνία έλαβε χώρα το 2018, με τις αναλυτικές καταστάσεις λογαριασμού να παραλαμβάνονται από την παραπονούμενη το 2019, ο κατηγορούμενος διερωτήθηκε γιατί, αν τον είχε όντως δει να κλέβει την 4.9.16 δεν τον κατήγγειλε τότε, ή γιατί δεν τον αντιμετώπισε τότε, ή γιατί δεν απαίτησε το 2018 όπως της επιστραφεί το ποσό των €140, είτε δια της προαναφερθείσας συμφωνίας είτε άλλως πώς, επιμένοντας ότι προ της καταχώρησης της υπόθεσης τον είχε απειλήσει ότι θα τον καταγγείλει ψευδώς για κλοπή της κάρτας της για σκοπούς εκδίκησης ένεκα λύσης του γάμου.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο είναι επιβεβλημένη για την εξαγωγή συμπερασμάτων με τον Δικαστή να:
«…καλείται κατ’ αντικειμενικό τρόπο να κρίνει τους συνανθρώπους του, αποστασιωποιημένος βέβαια από την υπόθεση και ενσωματώνοντας το μέτρο εκείνο της αμερόληπτης και λογικής κρίσης που διατρέχει ολόκληρη κοινωνία με πρόσθετη βέβαια τη νομική κατάρτιση του (βλ. P & Chr. Seafood Express Ltd κ.α ν Αρχής Ηλλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1945).
Έχω ως γνώμονά μου την ευρεία νομολογία επί του ζητήματος που άπτεται την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγησή της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Είναι γεγονός ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ήτοι, όπου υπάρχουν δύο αντικρουόμενες ουσιαστικά εκδοχές το Δικαστήριο επιζητεί την ανεύρεση άλλης, επί των γεγονότων, αξιόπιστης μαρτυρίας, ενώ ακριβώς επειδή η όλη υπόθεση εδράζεται επί δύο διιστάμενων εκδοχών, το Δικαστήριο παρακολουθεί τους μάρτυρες με ιδιαίτερη προσοχή αφού, η εντύπωση:
«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275)»[3].
Η μαρτυρία των ΜΚ2 και ΜΚ3 ως φανερώνεται και από τα πρακτικά της διαδικασίας, ήταν τυπικής φύσεως. Η ΜΚ2 δεν αντεξετάστηκε ουσιωδώς, μήτε και είχε να προσφέρει οτιδήποτε ουσιαστικό στην υπόθεση πέραν της διενέργειας τηλεφωνημάτων προς τους λειτουργούς της τραπέζης, οι οποίοι και ουδεμία ανάμειξη ή εμπλοκή ήθελαν στην υπόθεση. Αντίστοιχα, η αντεξέταση του ΜΚ3 περιορίστηκε στην προώθηση της θέσης ότι οι ισχυρισμοί της παραπονούμενης δεν είχαν διερευνηθεί δεόντως ή εις βάθος, με την Αστυνομία χωρίς την αναζήτηση άλλης μαρτυρίας, να σπεύδει όπως κατηγορήσει γραπτώς τον κατηγορούμενο. Ο μάρτυρας έδωσε προς τούτο τις δικές του απαντήσεις, ως αυτές καταγράφηκαν ανωτέρω. Αν και οι ενέργειες αμφότερων μαρτύρων -οι οποίες διενεργήθηκαν στα πλαίσια των καθηκόντων τους- γίνονται αποδεκτές από το Δικαστήριο, είναι φανερό ότι η μαρτυρία τους στο σύνολο της, δεν κατάφερε να διασαφηνίσει οτιδήποτε που να αφορά στην υπό κρίση κατηγορία, αφού καμία περαιτέρω μαρτυρία πέραν από αυτήν της παραπονούμενης δεν έχει παρουσιαστεί από τον ανακριτή και την ΜΚ2 ενώπιον Δικαστηρίου, διαφωτίζοντας το τελευταίο ως προς τη κατηγορία που καλείται να εξετάσει.
Στρεφόμενη στην εξέταση του περιεχομένου της μαρτυρίας της ΜΚ1 αλλά και της εν γένει συμπεριφορά της επί του εδωλίου και κρίνοντας συνολικά και όχι αποσπασματικά την μαρτυρία της καταλήγω, ότι αυτή ήταν διάτρητη από αντιφάσεις και δεν μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την εξαγωγή οποιονδήποτε ασφαλών συμπερασμάτων. Η ζώσα μαρτυρία της φανέρωσε ότι η ίδια η παραπονούμενη έδωσε άδεια στον κατηγορούμενο να λαμβάνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα την πιστωτική της κάρτα για διενέργεια αγορών ή ανάληψης μετρητών. Οι αναφορές της βασίζονταν σε δύο άξονες: (α) ότι η μόνη άδεια που είχε δώσει στον κατηγορούμενο ήταν όπως προβαίνει σε αναλήψεις που αφορούσαν σε αγορά τοις μετρητοίς πρώτων υλών για την εργασία του (μόνον) και (β) ότι όσες αναλήψεις έγιναν από υποκαταστήματα τραπέζης που δεν χρησιμοποιούσε η ίδια, έγιναν παράνομα από τον κατηγορούμενο χωρίς τη συγκατάθεση της.
Την υπό το σημείο (α) όμως θέση, αναίρεσε κατά τη ζώσα μαρτυρία της όταν παραδέχθηκε ότι αρκετές ήταν οι φορές που έδινε την πιστωτική κάρτα στον κατηγορούμενο, με σκοπό την κάλυψη των προσωπικών τους αναγκών ή ακόμη και για να καλυφθούν οι όποιες επαγγελματικές του υποχρεώσεις, με το ζευγάρι να διενεργεί και αναλήψεις και δοσοληψίες από αυτήν. Ενώ αρχικά επέμενε ότι η συγκεκριμένη κάρτα δεν χρησιμοποιείτο κατά κανόνα, παρά μόνο για αναλήψεις και με σκοπό πάντοτε, την αγορά πρώτων υλών από μέρους του κατηγορούμενου -και μόνο όταν ο μισθός της δεν ήταν αρκετός για να καλύψει τα έξοδα του μήνα-, τη θέση αυτή άλλαξε κατά την αντεξέταση όταν αποδέχθηκε τις θέσεις του κ. Παναγιώτου ότι η κάρτα δεν χρησιμοποιείτο μόνο για το συγκεκριμένο σκοπό αλλά και για πολλούς άλλους, όπως φανερώνεται μέσω του περιεχομένου της κατάστασης που η ίδια προσκόμισε στο Δικαστήριο. Η πιο πάνω θέση, για την οποία διακαώς η μάρτυρας προσπαθούσε να πείσει, παρέμεινε τελικώς, και δη μετά την αντεξέταση της χωρίς κανένα υπόβαθρο.
Δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου το γεγονός ότι ερωτηθείσα ως προς το ποιος διενήργησε συγκεκριμένη/ες ανάληψη/εις (οι οποίες έφεραν κίτρινο χρώμα καθ΄υπόδειξην της), η μάρτυρας δεν μπορούσε να θυμηθεί εάν αυτή/ες ενδέχεται να διενήργησε η ίδια το 2015 -2016, μη αποκλείοντας το ενδεχόμενο, αφαιρώντας κατ΄αυτόν τον τρόπο την όποια αξιοπιστία επί των αρχικών αναφορών της, για τις οποίες δήλωνε κατά τα άλλα, βεβαία. Η παραπονούμενη, η οποία κατά τα άλλα διατείνετο με βεβαιότητα ότι δεν διενήργησε τις συγκεκριμένες δοσοληψίες, δεν κατάφερε να πείσει για τις θέσεις τις, αφού, ως διαφαίνεται από τις απαντήσεις της, για τους ισχυρισμούς της δεν μπορεί να είναι βεβαία, εν αντιθέσει με το βάρος απόδειξης που οφείλει η κατηγορούσα αρχή να ικανοποιήσει. Το μοναδικό πρόσωπο που οφείλει να θυμάται στα πλαίσια της παρούσας, για όσα καταλογίζει στον κατηγορούμενο, είναι η ίδια η παραπονούμενη, η οποία, ήταν εμφανές ότι από τις απαντήσεις της ότι, μόνο βεβαία δεν ήταν για τις θέσεις που προωθούσε, υπολογίζοντας κοντολογίς, ότι, επειδή δεν θυμάται να προέβη η ίδια στις συναλλαγές, αυτές πρέπει να διενεργήθηκαν από τον κατηγορούμενο και μάλιστα, παρανόμως. Ανέφερε περιπλέον, ότι όποτε ο κατηγορούμενος προέβαινε σε αναλήψεις τις προσκόμιζε σχετικές αποδείξεις. Ούτε αυτές παρουσίασε προς υποστήριξη των ισχυρισμών της ότι, για τις συγκεκριμένες 11 δοσοληψίες, τέτοιες αποδείξεις δεν υπήρχαν.
Η θέση που προώθησε ότι, επειδή συγκεκριμένες αναλήψεις δεν λάμβαναν χώρα από υποκαταστήματα που η ίδια συνήθιζε να χρησιμοποιεί, δεν οδηγεί απαρεγκλίτως και με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι, αν αυτές διενεργήθηκαν από τον κατηγορούμενο, ήταν για σκοπό άλλον από αυτόν για τον οποίον τον εξουσιοδότησε, όπως παραδείγματος χάριν την ανάληψη μετρητών για σκοπούς αγοράς πρώτων υλών. Η όλη θέση της παραπονούμενης ότι τα χρήματα λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο εδράζεται επί της θεωρίας ότι, επειδή αυτά δεν έλαβε η ίδια, πρέπει να αναλήφθηκαν από τον τελευταίο, χωρίς όμως να μπορεί με βεβαιότητα να στηρίξει τους εν λόγω ισχυρισμούς της, ειδικότερα από τη στιγμή που ερωτηθείσα για μερικές από αυτές τις αναλήψεις, δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο αυτές να έγιναν από την ίδια.
Δυνάμει των πιο πάνω διαφαίνεται ότι, δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου θετική μαρτυρία από πλευράς παραπονουμένης για οποιαδήποτε συναλλαγή, η οποία να υποστηρίζει τη θέση της ότι τα χρήματα που αναλήφθηκαν (και για τα οποία δεν μπορεί με πάσα βεβαιότητα να αναφέρει ότι δεν έλαβε η ίδια), (α) λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο, (β) χωρίς τη συγκατάθεση της. Δια μέσω της μαρτυρίας της, επιβεβαιώθηκαν οι θέσεις του κατηγορούμενου ότι ο τελευταίος χρησιμοποιούσε την κάρτα, εν γνώση της, για θέματα που αφορούσαν και τον ίδιο προσωπικά και την εργασία του. Ως διαφαίνεται περαιτέρω, μέσω του Τεκμηρίου 7 οποιαδήποτε χρήματα λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο ως βοήθεια από την παραπονούμενη, είτε αυτά αφορούσαν την αξία μηχανημάτων ή ποσά διατροφών, ξεκίνησαν να επιστρέφονται, με την μάρτυρα να εκδίδει προς τούτο και σχετικές αποδείξεις. Εντύπωση όμως, δεν μπορεί παρά να προκαλεί η αναφορά της ότι, ενδέχεται στο ποσό των €1.900 που της επεστράφεί, να περιλαμβάνεται και το ποσό των €140 που αναλήφθηκε την 4.9.16, το οποίο επίσης του καταλογίζει ως αντικείμενο κλοπής.
Η μάρτυρας επέμενε ότι την 4.9.16 αντιλήφθηκε ότι κάποιος έκανε ανάληψη μετρητών χωρίς τη συγκατάθεση της, γεγονός που την ανάγκασε να μεταβεί στην τράπεζα, μόνο και μόνο για να δει ιδίοις όμμασι τον κατηγορούμενο «να την κλέβει», παραλαμβάνοντας χρήματα χωρίς εξουσιοδότηση από την κάρτα της. Με δεδομένη την αναξιοπιστία της μάρτυρος επί των αναφορών της, δεν μπορεί παρά να λεχθεί ότι η θέση της αυτή παρέμεινε μετέωρη, χωρίς καμία προς τούτο υποστηρικτική ή ενισχυτική μαρτυρία. Αδιευκρίνιστο μάλιστα παρέμεινε από μέρους της, και αυτό κρίνεται σημαντικό για σκοπούς απόδειξης της κατηγορίας, κατά πόσον τελικώς τα χρήματα αυτά ζήτησε να της παραδοθούν ή επιστραφούν ή αν συγκατατέθηκε στην διατήρηση τους από τον κατηγορούμενο. Αυτά όλα, για να έρθει αργότερα κατά την αντεξέταση της παραδεχόμενη ότι μπορεί και να της επιστράφηκαν ως μέρος των παραδοθέντων στο πρόσωπο της χρημάτων (μέρος του Τεκμηρίου 7), αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να μην αποστερήθηκε μονίμως του πράγματος που ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ως η νομολογία επιτάσσει. Από το Σεπτέμβριο του 2016, η μοναδική άλλη ενέργεια που έκανε και η οποία αφορούσε την δήθεν κλοπή, έγινε σχεδόν δύο χρόνια αργότερα όταν το 2018 ζήτησε την παράδοση αναλυτικής κατάστασης λογαριασμού για την κάρτα της (την οποία ως η ίδια παραδέχθηκε παραλάμβανε εν πάση περιπτώσει καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους). Έναυσμα δε για την υποβολή του εν λόγω αιτήματος δεν ήταν ως προσπάθησε να πείσει, οι πράξεις του κατηγορούμενου, ο οποίος υπενθυμίζεται ειρήσθω εν παρόδω ότι είχε φύγει από το σπίτι τον Μάρτιο του 2017, αλλά το γεγονός ότι «τα έξοδα της ξεκίνησαν να αυξάνονται σε μεγάλο βαθμό, κυρίως εντός του 2018», ήτοι πολύ μετά την αποχώρηση του κατηγορούμενου από την οικία. Συνεπώς, η προσπάθεια της όπως συνδέσει τον ισχυρισμό της ότι, «η τελευταία (παράνομη) ανάληψη στην οποία προέβη ο κατηγορούμενος ήταν τον Σεπτέμβριο του 2016, όταν τον ανακάλυψε» με τη θέση ότι «αν δεν ήταν για τον κατηγορούμενο, τα οικονομικά της είχε κατά τα άλλα τακτοποιημένα», δεν φαίνεται να ευσταθεί αφού, ακόμη και μετά την αποχώρηση του από την οικία, η κίνηση του λογαριασμού της φαίνεται να ήταν άτακτη σε βαθμό που ζήτησε τη λήψη αναλυτικών καταστάσεων λογαριασμού, δια μελέτη. Αντιφατική είναι περαιτέρω η θέση της ότι τίποτα δεν ήξερε για τις παράνομες αναλήψεις του συζύγου της, τις οποίες αντιλήφθηκε μόλις το 2019, με τη θέση που προβάλει στη κατάθεση της, Τεκμήριο 1 ότι, «Μου έλεγε ψέματα, καθώς σε σχετικές ερωτήσεις που του έκανα για τα χρήματα αυτά (εννοώντας τα ποσά που καταγράφει αναλυτικώς στην κατάθεση της), επιχειρούσε να υπεκφύγει, προβάλλοντας ψευδείς δικαιολογίες, στην προσπάθεια του να αποκρύψει τις παράνομες ενέργειες του». Το Δικαστήριο δυνάμει των πιο πάνω, δεν μπορεί παρά να διερωτάται κατά πόσον τελικώς η μάρτυς ενδέχεται να γνώριζε για τις αναλήψεις στις οποίες συμφώνησε, ή κατά πόσον αυτές ανακάλυψε αργότερα και δη εντός του 2016 αποδεχόμενη την διενέργεια των, ή γιατί, αν αυτές ανακάλυψε νωρίτερα από αυτό που ισχυρίζεται (2019), απαίτησε όπως αποκτήσει παιδί με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, έστω και μετά τη διάσταση που επήλθε μεταξύ τους, μη καταγγέλλοντας τον για οτιδήποτε από τα πιο πάνω, ακόμη και όταν το αντιλήφθηκε, παρά μόνο μετά τον οριστικό χωρισμό τους, δια διαζυγίου.
Ακόμη και αν η μάρτυς εννοεί ότι ήρθε αντιμέτωπη με τον κατηγορούμενο για την απώλεια του συνολικού ποσού των €2.640 το 2019, γιατί δεν ζήτησε την καταβολή του ποσού αυτού, όπως έπραξε δια συμφωνίας ένα χρόνο προηγουμένως, όταν ο κατηγορούμενος ξεκίνησε να καταβάλλει τα ποσά που του δάνεισε για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες του; Γιατί δεν τροποποίησε τη συμφωνία, προσθέτοντας και τα “κλοπιμαία” όταν διαπίστωσε την ύπαρξη των; Γιατί ενώ λάμβανε χρήματα για έναν ολόκληρο χρόνο ως μέρος της συμφωνίας τους, δεν ζήτησε τουλάχιστον την επιστροφή των €140; Διαφαίνεται δε μέσω του Τεκμηρίου 7 ότι ο κατηγορούμενος κατέβαλλε χρήματα μέχρι και τον Νοέμβριο του 2019, ήτοι μετά που η μάρτυς είχε παραλάβει τις καταστάσεις λογαριασμού. Παρά ταύτα, ούτε τότε θέλησε να εκφράσει τις θέσεις αυτές, μήτε και θυμήθηκε ότι ο κατηγορούμενος την είχε κλέψει, μεταβαίνοντας μαζί του στη Λεμεσό για τεκνοποίηση στο μεσοδιάστημα, για να θυμηθεί μόνο τον Αύγουστο του 2020, τα πιο πάνω. Όλα αυτά φυσικά εν μέσω της παραδοχής της ότι λάμβανε καθ’ όλους τους επίδικους χρόνους σχετικές καταστάσεις λογαριασμού από την τράπεζα, ταχυδρομικώς. O χρόνος που επέλεξε να καταγγείλει η παραπονούμενη τα ως άνω, ήτοι μετά τον οριστικό χωρισμό του ζευγαριού και ένα χρόνο μετά την παραλαβή των καταστάσεων λογαριασμών (2019) δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος από το Δικαστήριο, ενώ η αιτιολογία που προβλήθηκε ως προς την παρατηρηθείσα καθυστέρηση, ήτοι ότι στο μεσοδιάστημα έτρεχαν οι διαδικασίες υιοθεσίας και τεκνοποίησης (με ή από τον κατηγορούμενο), μεταξύ των ετών 2016-2020, δεν μπορούν παρά να ενισχύουν τις αμφιβολίες του Δικαστηρίου ως προς τη γνησιότητα της παρούσας καταγγελίας στο πρόσωπο του κατηγορούμενου.
Η μαρτυρία της παραπονούμενης αφήνει το Δικαστήριο με την εντύπωση ότι προσπαθούσε εναγωνίως όπως πείσει για την αλήθεια των θέσεων της, υιοθετώντας όμως μια άκαμπτη στάση κατά την αντεξέταση της, μη επιθυμώντας όπως επεκταθεί ή παραθέσει λεπτομέρειες ως προς την βεβαιότητα των ισχυρισμών της, παρά τις σχετικές προς τούτο, ερωτήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης. Η όλη μαρτυρία της με άφησε σε αμφιβολία για τη φιλαλήθεια της.
Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω και εξετάζοντας την μαρτυρία της παραπονούμενης παρατηρώ ότι αυτή έκανε αναφορά στα γεγονότα με υπερβολή. Η μαρτυρία της δεν μπορεί συνεπώς να αποτελέσει στέρεο έδαφος για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Εξετάζοντας τη μαρτυρία του κατηγορούμενου το Δικαστήριο καταλήγει ότι αυτός απαντούσε άμεσα και χωρίς περιστροφές σε έκαστο συνήγορο, με ειλικρίνεια. Το Δικαστήριο δεν έχει εντοπίσει καμία προσπάθεια εκ μέρους του όπως, είτε αποκρύψει, είτε αλλοιώσει γεγονότα. Επιπλέον, παρά την επίμονη αντεξέταση του ο μάρτυρας δεν υπέπεσε σε καμία ουσιαστική αντίφαση σε σχέση με τα όσα ανέφερε ανακρινόμενος στην αστυνομία προ μιας τετραετίας. Αντιθέτως κάθε του απάντηση ενίσχυε και αντανακλούσε τις αρχικές του θέσεις όταν αυτός ανακρινόταν από τις αστυνομικές αρχές, ήτοι ότι, σε οποιεσδήποτε αναλήψεις προέβη, προέβη εν γνώσει της ΜΚ1. Η όλη μαρτυρία του, ιδωμένη σφαιρικά φανερώνει, τη μια και μοναδική εκδοχή του, ήτοι ότι, ο ίδιος ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε ανάληψη χρημάτων από την κάρτα της παραπονούμενης είτε για ίδιο σκοπό ή εκ μέρους της ΜΚ1 χωρίς να έχει προς τούτο προηγουμένως ενημερώσει την ίδια, λαμβάνοντας έτσι τη συγκατάθεση της. Την μαρτυρία του αποδέχομαι, ως επίσης και τη θέση ότι η ΜΚ1 είχε εκτοξεύσει απειλές σε σχέση με την υποβολή της παρούσας καταγγελίας, ευθύς μόλις ο γάμος τους λύθηκε οριστικώς.
Συμπέρασμα
Είναι γνωστό τοις πάσι στον νομικό κόσμο ότι το βάρος απόδειξης του συνόλου των λεπτομερειών του αδικήματος όπως αυτές καταγράφονται στο κατηγορητήριο οφείλει να αποδείξει η κατηγορούσα αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η υπεράσπιση επουδενί δεν φέρει οποιοδήποτε βάρος για απόδειξη της αθωότητάς του κατηγορούμενου, ή συμπλήρωσης τυχόν κενών στην μαρτυρία της πρώτης (Woolmington v DPP 25 Cr. App.R.72, Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.459). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με, έστω υποβόσκουσα, αμφιβολία η αθώωση είναι αναπόφευκτη (βλ. Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459, 484 - 485). Ο Δικαστικός Λόγος στην Θεοχάρους ν Δημοκρατίας (2008) 1 Α.Α.Δ.22 μας υπενθυμίζει ότι:
«Ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας ενός κατηγορούμενου και της υποχρέωσης της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αυτό που εξετάζεται είναι: (α) αν η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή είναι αξιόπιστη και (β) αν ναι, κατά πόσον είναι ικανοποιητική για να αποδείξει τις κατηγορίες».
Με την απόρριψη της μαρτυρίας της παραπονούμενης η απόδειξη της κατηγορίας δεν έχει στοιχειοθετηθεί. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία που να αποδεικνύει στον απαιτούμενο από την νομολογία βαθμό ότι ο κατηγορούμενος έκλεψε από την παραπονούμενη το χρηματικό ποσό που παραπονείται. Κρίνοντας την μαρτυρία της συνολικά, είναι αβέβαιο αν τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν ως η περιγραφή της, ενώ η απόρριψη της μαρτυρίας της κρίνει και την έκβαση της υπόθεσης, αφού είναι δεδομένη η αρχή ότι Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής, δεν μπορεί μέσα από τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου να αντλήσει συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να στοιχειοθετούσαν την ενοχή του. (βλ. ΓΕ ν. Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246, 250). Δυνάμει όλων των πιο πάνω, και με γνώμονα ότι η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής δεν έχει γίνει αποδεκτή, καταλήγω ότι η διάπραξη των αδικημάτων δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με την κατηγορία που αντιμετωπίζει.
.
(Υπογρ.)……………………………….
M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] (βλ. Τεκμήριο 17)
[2] (Πρακτικό ημερ. 23.1.25 σελ. 18)
[3] (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο