
EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης:11275/21
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας
ν.
Γεώργιος Νικολάου
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 5 Αυγούστου 2024
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Χατζηγεωργίου
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Α. Τσεντίδης
Κατηγορούμενος: Παρών
AΠΟΦΑΣΗ
Το Κατηγορητήριο
Ο ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενος, αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά στο αδίκημα της παράνομης εισόδου[1] και η δεύτερη, στο αδίκημα της απειλής[2]. Σύμφωνα με τα πρωτογενή γεγονότα των κατηγοριών, ο κατηγορούμενος την 20.5.21 στο χωριό Σπήλια της επαρχίας Λευκωσίας, εισήλθε παρανόμως στο χωράφι της παραπονούμενης, Ισμήνης Παναγίδου, επίσης από τα Σπήλια, με σκοπό την ενόχλησή της. Εκεί την απείλησε με βία προκαλώντας της τρόμο, λέγοντας της ότι «θα την σκοτώσει». Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, ο κατηγορούμενος κλήθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου σε απολογία και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, επέλεξε όπως καταθέσει ενόρκως, καλώντας ακόμη τρείς μάρτυρες προς υπεράσπιση του.
Διαφορές Μερών
Σημειώνεται ευθύς αμέσως ότι μεταξύ των παραγόντων της δίκης υπάρχουν και άλλες διαφορές, γεγονός το οποίο αποτελεί κοινό έδαφος από την ενώπιον μου μαρτυρία[3]. Κύριο ζήτημα στη δίκη αποτέλεσε η κατ΄ισχυρισμόν προσπάθεια της παραπονούμενης όπως, μέσω της παρούσας καταγγελίας της, οικειοποιηθεί της χρήσης της δεξαμενής νερού που χρησιμοποιεί για να ποτίζει το χωράφι της. Εγέρθηκε επίσης ως ερώτημα κατά πόσον αυτή (η δεξαμενή) εμπίπτει ή όχι, στο Αρδευτικό σύστημα της περιοχής. Θέση της υπεράσπισης ήταν ότι η εν λόγω δεξαμενή κτίστηκε προ του 1968 από τους γονείς των (μέχρι σήμερα) ιδιοκτητών, συγκεκριμένων τεμαχίων γης, με σκοπό την άρδευση. Προς τούτο, οι 4 – 5 οικογένειες που την χρησιμοποιούσαν είχαν συμφωνήσει και προκαθορίσει μεταξύ τους συγκεκριμένες ημέρες που αναλογούσαν σε έκαστη οικογένεια για άρδευση των χωραφιών τους. Έναυσμα για την καταχώρηση της παρούσας ποινικής υπόθεσης ήταν η απόφαση της παραπονούμενης όπως ποτίσει το χωράφι που διατηρεί στο χωριό Σπήλια σε ημέρα (σύμφωνα με τον κατηγορούμενο) που δεν της αναλογούσε με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο τελευταίος να ποτίσει το δικό του χωράφι, προκαλώντας του δια των πράξεων της παράλληλα, ζημιά στο μοτέρ που χρησιμοποιούσε για άντληση νερού.
Παρότι οι διαφορές μεταξύ των μερών (κυρίως ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της δεξαμενής και τις ημέρες που αναλογούν στον καθένα για άρδευση) δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα, μέρος της γραμμής υπεράσπισης ήταν ότι η παραπονούμενη, εκδικητικά κατήγγειλε τον κατηγορούμενο αφού σκοπός της είναι να του δημιουργήσει πρόβλημα και να οικειοποιηθεί της δεξαμενής, αποκλείοντας τον τελευταίο από χρήση της. Τα πιο πάνω δεδομένα αφορούν προφανώς στο ενδεχόμενο κίνητρο από πλευράς της συγκεκριμένης μάρτυρος κατηγορίας όπως μην αναφέρει στο Δικαστήριο την αλήθεια.
Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής
Προς απόδειξη των κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε δύο μάρτυρες. Με γνώμονα ότι δεν υπάρχουν στεγανά στην συγγραφή Δικαστικών αποφάσεων, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο για σκοπούς καλύτερης ακολουθίας των γεγονότων, όπως παραθέσει πρώτα την μαρτυρία της παραπονούμενης, ακολουθούμενη από την μαρτυρία του ανακριτή της υπόθεσης.
Σύμφωνα με την κατάθεση της, Τεκμήριο 5, η παραπονούμενη (ΜΚ2), διατηρεί χωράφι στην περιοχή «Γεφύρι» στο χωριό Σπήλια. Μέσα στο χωράφι της, υπάρχει μια δεξαμενή διαστάσεων 3χ2. Την επίδικη ημέρα και περί ώρα 18:30-18:45 ενώ πότιζε, μετέβη στο χωράφι της ο κατηγορούμενος, ζητώντας της «τον λόγο» που ποτίζει. Του απάντησε ότι η δεξαμενή ανήκει στην ίδια και όπως μην ξαναπάει στο χωράφι της. Αυτός την απείλησε λέγοντας: «θα σε κάμω δκυο κομμάθκια» και «θα σε σκοτώσω επί τόπου». Η ίδια τρομοκρατήθηκε. Από το φόβο της, έτρεμε. Μετέβη αμέσως στην Αστυνομία για να καταγγείλει το περιστατικό. Δήλωσε ότι επιθυμεί η υπόθεση να πάει στο Δικαστήριο, για να αντιληφθεί ο κατηγορούμενος τη σοβαρότητα των πράξεων του αφού η ίδια φοβάται για τη σωματική της ακεραιότητα.
Κατά την κυρίως εξέτασή της ανάφερε ότι είναι μόνιμος κάτοικος Σπηλιών, παντρεμένη και έχει δύο παιδιά. Ο κατηγορούμενος είναι συγχωριανός της. Τα ακίνητα τους απέχουν μεταξύ τους περί τα 300- 500 μέτρα. Τον κατηγορούμενο κατήγγειλε το έτος 2020 για απειλές. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, μόλις άνοιξε το νερό, ο κατηγορούμενος μετέβη στο βόρειο τμήμα του χωραφιού της και της είπε: «γιατί άνοιξες το νερό, γιατί ήρτες να ποτίσεις;» με την ίδια να αποκρίνεται: « εκατό φορές είπαμε ότι η δεξαμενή είναι δική μου. Ποτίζω 4 δέντρα μια φορά την εβδομάδα, όλο- όλο 4 δέντρα ποτίζω. Είπα σου εκατό φορές ότι δεν έχεις δικαίωμα, ας πούμε, διότι η δεξαμενή τούτη παίρνει το περίσσευμα που έχουν οι πάνω δεξαμενές», με τον κατηγορούμενο να αποκρίνεται: «θα σε σκοτώσω τωρά, θα σε κάνω δκυο κομμάθκια». Η ίδια ήταν μόνη της στο χωράφι και τρομοκρατήθηκε. Χρειάστηκε μια ώρα περίπου, για να μεταβεί στον Σταθμό για να υποβάλει την καταγγελία της.
Το 2020 παρότι κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία, «δεν προχώρησε» το όλο ζήτημα, ζητώντας (μόνο), όπως γίνουν αυστηρές συστάσεις στον κατηγορούμενο σε σχέση με τις απειλές που εκστόμιζε. Σύμφωνα με την ίδια, «για να επιμένει ο κατηγορούμενος και να συνεχίσει να απειλεί, σημαίνει ότι έχει κάποιες προθέσεις». Δεν ήταν διατεθειμένη μετά από το επίδικο περιστατικό, να του την «χαρίσει ξανά», γιατί «θέλει να προλάβει το κακό». Ανέφερε ότι το μόνο που επιθυμεί είναι προστασία, αφού δεν θέλει να καθίσταται αναγκαία η μετάβαση της στην περιουσία της, παρουσία τρίτων προσώπων. Σημείωσε με το γράμμα «Χ» το σημείο όπου απειλήθηκε, νοτίως του χωραφιού της. Το ύφος του κατηγορουμένου ήταν έντονο αφού ήταν πολύ θυμωμένος. Απέρριψε ερωτηθείσα κάθε ισχυρισμό του κατηγορουμένου ως αυτός προβλήθηκε κατά την κατάθεσή του, δηλώνοντας ότι, (α) δεν γνωρίζει, αν ο κατηγορούμενος είχε μοτέρ ή τουρμπίνα στο κτήμα του και (β) ότι η ίδια ουδέποτε ξεκίνησε να του φωνάζει και (γ) ότι δεν της ανέφερε οτιδήποτε για βλάβη στο μοτέρ ή αποζημίωση για δήθεν ζημιές. Ποτέ δεν έδωσε άδεια στον κατηγορούμενο να εισέλθει εντός του χωραφιού της, μήτε και δικαίωμα του έδωσε να την απειλεί. Την επίδικη ημέρα πρόσθεσε, ήταν σκυφτή και δεν τον είδε όταν εισήλθε, παρά μόνο άκουσε τις φωνές του και γύρισε.
Κατάθεσε στη διαδικασία ως Τεκμήριο 6, αντίγραφο τίτλου ιδιοκτησίας τεμαχίου γης με αριθμό εγγραφής 376, με επισυναπτόμενο σε αυτό, αντίγραφο επίσημου Κτηματικού Σχεδίου, ως της είχε παραδοθεί από το Κτηματολόγιο. Παρότι το ακίνητο ενέγραψε επ’ ονόματι του υιού της, η ίδια, ως άλλωστε αναφέρεται και επί του σχετικού τίτλου, διατηρεί δικαίωμα επικαρπίας. Το ακίνητο του κατηγορούμενου εξήγησε, με παραπομπή στο Τεκμήριο 6, φέρει αριθμό εγγραφής 355 και έχει μια δεξαμενή νερού εντός του την οποία σημείωσε επί του κτηματικού σχεδίου με κόκκινο κύκλο. Αντίστοιχη δεξαμενή υπάρχει και στο δικό της ακίνητο, την οποία σημείωσε με πράσινο χρώμα επί του σχεδίου. Η ίδια θεωρεί ότι δεν δικαιούνται άλλα πρόσωπα να χρησιμοποιούν τη δεξαμενή νερού που βρίσκεται στο ακίνητο της, εξ’ ου και αποτάθηκε στο Κτηματολόγιο, ζητώντας την έκδοση του Τεκμηρίου 7[4] προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών της.
Τίποτα δήλωσε, δεν καταγράφεται επί του Πιστοποιητικού σε σχέση με δικαιώματα τρίτων προσώπων επί του ακινήτου της. Με δεδομένο όμως συνέχισε, ότι η ίδια μεταβαίνει στο χώρο περί μια φορά την εβδομάδα και ότι, τα ακίνητα δεν είναι περιφραγμένα, αδυνατεί να γνωρίζει τι κάνει ο καθένας.
Αντεξετασθείσα δήλωσε ότι κάθε χωράφι, έχει τη δική του δεξαμενή. Συγκεκριμένα τα τεμάχια γης με αριθμούς 350, 355, 357 και 359 ανήκαν στην ευρύτερη οικογένεια του κατηγορουμένου και έχουν μια κοινή δεξαμενή. Η δεξαμενή στο δικό της χωράφι δήλωσε, κτίστηκε όταν ζούσε ο πατέρας της, αρνούμενη την υποβολή ότι αυτή (η δεξαμενή), κτίστηκε το 1968. Ερωτηθείσα σχετικά, απάντησε ότι αν κάποιος επιθυμεί να μεταβεί μέχρι τον ποταμό, δεν θα περάσει μόνο μέσα από το δικό της χωράφι αλλά και από χωράφια που ανήκουν σε τρίτα πρόσωπα. Οι δεξαμενές εξήγησε, γεμίζουν ως εξής. Υπάρχει συγκεκριμένο λάστιχο μέσα στον ποταμό, το οποίο μεταφέρει το νερό στο τεμάχιο γης με αριθμό 375. Λόγω της υψομετρικής διαφοράς που υπάρχει, αφού γεμίσει η συγκεκριμένη δεξαμενή, το εναπομείναν νερό μεταφέρεται στα λοιπά τεμάχια γης περιλαμβανομένου και του δικού της. Ερωτηθείσα γιατί δεν περίφραξε το χωράφι της απάντησε ότι το κόστος είναι ασύμφορο σε σύγκριση με το μερίδιο γης που κατέχει. Διαφώνησε με τον συνήγορο υπεράσπισης ότι η καταγγελία της εδράζεται επί κτηματικών διαφορών που διατηρεί με τον κατηγορούμενο, δηλώνοντας ότι τα ακίνητα τους, μήτε συνορεύουν μήτε είναι κοντά το ένα στο άλλο. Πρόσθεσε ότι, ακόμη και αν ήθελε διαφανεί ότι ο κατηγορούμενος διατηρεί δικαίωμα να ποτίζει από τη δική της δεξαμενή, κανένα δικαίωμα δεν έχει να την απειλεί και να της συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο λόγος που καθυστέρησε μια ώρα μέχρι να πάει στο Σταθμό ήταν γιατί χρειάστηκε να μεταβεί πρώτα σπίτι της με τα πόδια (περί τα 20 λεπτά σύμφωνα με την ίδια) για να αλλάξει υποδήματα γατί ήταν με τις μπότες. Μετά το περιστατικό συνέχισε να επισκέπτεται το χωράφι της, αρχικά παρουσία του αδελφότεκνου της και αργότερα, μόνη της. Έκτοτε δεν έχει συναντήσει τον κατηγορούμενο. Αρνήθηκε ότι ο λόγος που κατήγγειλε τον κατηγορούμενο ήταν για να οικειοποιηθεί της δεξαμενής, ή ότι η ίδια εσκεμμένα, ξεκίνησε τον καβγά ή ότι ο κατηγορούμενος της είχε ζητήσει την οποιαδήποτε αποζημίωση.
ΜΚ1, ο Αστυφύλακας 2619, Ανακριτής της υπόθεσης. Σύμφωνα με την κατάθεση του, Τεκμήριο 1, υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Κακοπετρίας. Την 20.5.21 και ενώ βρισκόταν σε καθήκον, η παραπονούμενη μετέβη στον Αστυνομικό Σταθμό αναφέροντας σε γραπτή της κατάθεση ότι απειλήθηκε από τον κατηγορούμενο με τις φράσεις: «Θα σε κάμω δκυο κομμάθκια» και «Θα σε σκοτώσω επί τόπου», γεγονός που την έκανε να τρομοκρατηθεί. Ο κατηγορούμενος σύμφωνα με την παραπονούμενη, μπήκε στο χωράφι της με την ίδια να του ζητά να φύγει. Ο ανακριτής μετέβη στο χωράφι μια εβδομάδα αργότερα αναζητώντας πιθανή μαρτυρία από περιοίκους σχετικά με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης χωρίς αποτέλεσμα, καθότι αυτό βρίσκεται σε απόμερη περιοχή του χωριού. Ο μάρτυρας έλαβε ανακριτική κατάθεση και από τον κατηγορούμενο, ο οποίος προέβαλε τους δικούς τους ισχυρισμούς, αρνούμενος ότι απείλησε την παραπονούμενη. Στη διαδικασία κατέθεσε ως Τεκμήρια 2 μέχρι 4 το έντυπο δικαιωμάτων ύποπτων και κατηγορουμένων προσώπων, ως αυτό παρέδωσε κατά τον ουσιώδη χρόνο στον κατηγορούμενο, καθώς και την κατάθεση και γραπτή κατηγορία που αποδόθηκε στον τελευταίο. Μοναδικός λόγος που καθυστέρησε σε ότι αφορά την μετάβαση του στο ακίνητο ήταν, «γιατί στην Κακοπετριά εργάζεται ένας μόνο Αστυνομικός ανά βάρδια».
Αντεξετασθείς, ανάφερε ότι διερεύνησε τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ ιδιοκτητών για ύδρευση σε προκαθορισμένες ημέρες, με τον Κοινοτάρχη του χωριού να αναφέρει ότι αυτές αφορούν σε διευθετήσεις που κάνουν οι ιδιοκτήτες των ακινήτων μεταξύ τους. Σύμφωνα με την έρευνά του, κανένας αυτόπτης μάρτυρας δεν υπήρξε στο περιστατικό με τις μαρτυρίες που έχει περισυνελλέξει να αφορούν σε δύο διιστάμενες και αντικρουόμενες εκδοχές.
Μαρτυρία Υπεράσπισης
Ο κατηγορούμενος παρέθεσε τη δική του εκδοχή ανακρινόμενος. Στη κατάθεση του Τεκμήριο 3 δήλωσε ότι, σε καμία περίπτωση δεν απείλησε την παραπονούμενη «γιατί έχουν προηγούμενα και δεν θα ήθελε να καλέσει (η παραπονούμενη) την αστυνομία». Ενώ πότιζε στο χωράφι του, ξεκίνησε να ποτίζει και η ΜΚ2 από τη δεξαμενή που «έχουν από κοινού». Για το γεγονός αυτό δεν τον ενημέρωσε προηγουμένως με αποτέλεσμα, αφού ήταν η δική του μέρα για να ποτίσει, να υποστεί βλάβη το μοτέρ που χρησιμοποιούσε για άρδευση/ύδρευση, λόγω υπερφόρτωσης. Ο ίδιος πήγε κοντά της, ζητώντας όπως τον αποζημιώσει για τη ζημιά που του προκάλεσε. Η παραπονούμενη ξεκίνησε να φωνάζει ότι η δεξαμενή είναι δική της και ότι ο ίδιος δεν δικαιούται να την χρησιμοποιεί. Μόλις ξεκίνησε η ΜΚ2 να φωνάζει, ο ίδιος έφυγε από το σημείο. Η δεξαμενή δήλωσε, είναι κοινή, και την χρησιμοποιούν πέντε (5), διαφορετικά άτομα. Μεταξύ τους εκκρεμεί ακόμη μια υπόθεση στο Δικαστήριο που άπτεται κτηματικών διαφορών αλλά και φερόμενων απειλών που δήθεν εκστόμισε ο ίδιος στο πρόσωπο της.
Κατά την κυρίως εξέταση του υπέδειξε επί του Τεκμηρίου 6, (τοπογραφικό σχέδιο) τα ακίνητα που ανήκουν τόσο στην ευρύτερη οικογένεια του καθώς το τεμάχιο 355 το οποίο είναι ιδιοκτησίας του. Τη δεξαμενή «την έκαναν οι παλιοί», ήτοι οι πατεράδες και οι παππούδες τους, η οποία αντλεί νερό από το ποταμό, δίπλα. Παρουσίασε ο μάρτυρας προς επίρρωση των θέσεων του επιστολή υπογεγραμμένη από τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Σπηλιών, με θέμα, «Αρδευτικό Τμήμα Σπηλιών» (Τεκμήριο 8). Εκεί καταγράφονται συγκεκριμένα πρόσωπα/ονόματα ως οι νόμιμοι κληρονόμοι συγκεκριμένων τεμαχίων γης τα οποία βρίσκονται πλησίον του ακινήτου της παραπονούμενης. Δίπλα από έκαστο ακίνητο/ όνομα καταγράφονται τα εξής: «Νερό 1 ημέρα/ Νερό 2 ημέρες». Την 20.5.21 βρισκόταν σπίτι του και πότιζε. Χρησιμοποιεί μια αντλία προς αυτό το σκοπό. Πρόσεξε ότι το μοτέρ δεν έβγαζε νερό και έτσι διαπίστωσε από έλεγχο του ότι αυτό ήταν ζεστό. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του αντέδρασε ως εξής:
«Πάω στην κυρία να δω τι γίνεται, δεν ήξερα ότι ήταν μέσα, πάω βλέπω και πότιζε, και έκρουσε το μοτέρ, λέω της, «Είναι η ημέρα σου και ποτίζεις;» λαλεί μου, «Είναι δική μου η δεξαμενή και ό,τι θέλω κάμω» και έφυα. Δεν πήγα στο χωράφι της όπως ισχυρίζεται και να πήγαινα εκεί έχει νερόδρομο. Ξέρετε τι είναι; Δρόμος, νερόδρομος πάνω στα σχέδια φαίνεται γιατί ισχυρίζεται ότι πήγα που το χωράφι της».
Ερωτηθείς σχετικά απάντησε ότι, η δεξαμενή που δήθεν βρίσκεται στο χωράφι της παραπονούμενης είναι αυτή που είναι πλησίον του ποταμού, και βρίσκεται στην άκρη του χωραφιού της. Το νερό που διοχετεύεται στα χωράφια των υπολοίπων, περιλαμβανομένου και του δικού του (ήτοι αυτού που εισέρχεται στη δεξαμενή του) πηγάζει, από τη δεξαμενή που βρίσκεται στο χωράφι της παραπονούμενης. Οι παππούδες τους και οι γονείς τους που έκτισαν την δεξαμενή είχαν συμφωνήσει άτυπα ως προς τις μέρες που θα πότιζε ο καθένας. Οι ίδιοι συνεχίζουν να τιμούν αυτή τη συμφωνία. Η ΜΚ2 γνωρίζει ότι της αναλογεί μια ημέρα, και συγκεκριμένα η Δευτέρα όμως, είναι η μόνη που δεν τηρεί αυτή τη συμφωνία, προκαλώντας προβλήματα. Η συγκεκριμένη δεξαμενή δεν καταγράφηκε ποτέ ως μέρος του αρδευτικού συστήματος, γεγονός το οποίο η παραπονούμενη εκμεταλλεύεται για να ισχυρίζεται ότι είναι δική της.
Αντεξετασθείς ανέφερε ότι μετέβη στο χωράφι με αριθμό εγγραφής 375, ήτοι σε αυτό που συνορεύει με αυτό της παραπονούμενης (376), για να δει αν είχε νερό μέσα η δεξαμενή. Δεν μπήκε στο χωράφι της παραπονούμενης αλλά πήγε μέχρι την δεξαμενή η οποία βρίσκεται σύμφωνα με τον ίδιον μέσα στην «κίτη του ποταμού», χρησιμοποιώντας το νερόδρομο, αντικρίζοντας σε κάποιο σημείο την παραπονουμενη να ποτίζει τα δέντρα της από τη δεξαμενή. Τον λόγο της απηύθυνε από το χωράφι του γείτονα, το οποίο έχει υψομετρική διαφορά από το ακίνητο της παραπονούμενης περί το 1.40 με 1.50 σε ύψος. Ερωτηθείς γιατί δεν έκρινε σκόπιμο να αναφέρει στην αστυνομία ότι αναγκάστηκε να αντικαταστήσει το χαλασμένο του μοτέρ ή ότι επιθυμούσε όπως αποζημιωθεί από την παραπονούμενη, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν θεώρησε σωστό να φυλάξει την απόδειξη αγοράς του νέου μηχανήματος, μήτε και σκέφτηκε να την παρουσιάσει στην αστυνομία. Η ακόλουθη στιχομυθία κρίνεται σημαντική:
«Α. Δεν είναι η πρώτη φορά που μου έκρουσε μοτέρ, είναι και άλλες φορές που μου έκρουσε μοτέρ, είναι πάρα πολλές φορές που έκαμε τούτα τα πράγματα η κυρία Ισμήνη πήγαινε και έκλεψε μου νερό ως και μεσάνυχτα, σηκώνετουν και έφκαλλε που τη δεξαμενή με τις σύκλες (ο μάρτυρας φωνάζει).
Ε. Έτσι της φωνάζατε εκείνη τη μέρα;
Α. Μπορεί.
Ε. Άρα είναι πιθανό να την απειλήσατε πάνω στα νεύρα σας ότι πότιζε που τη δεξαμενή και έπαθε βλάβη το μοτέρ σας για το οποίο δεν έχουμε απόδειξη ότι έπαθε βλάβη;
A. Είμαι πολύ ψύχραιμος, πάρα πολύ ψύχραιμος και νομίζω φλόμωσε το Δικαστήριο ψέματα.
Ε. Άρα μπορεί να είναι έτσι που της φωνάζατε εκείνη τη μέρα
Α. Αφού εκνευρίζομαι διότι λαλείτε μου πράγματα που μου έλεε τζείνη».
Κληθείς να διευκρινίσει γατί παρουσίασε το Τεκμήριο 8 στο Δικαστήριο απάντησε:
«A. Είναι οι κάτοχοι των χωραφιών οι οποίοι αρδεύουν που εκείνη τη δεξαμενή και είναι και το κοινοτικό του συμβουλίου, στάμπαρε την ο Μούχταρης γιατί πήγα προσωπικά και παρουσιάστηκαν τζιαμέ με τις υπογραφές τους με ούλα και το αρδευτικό. Οι τρεις οι που κάτω είναι του αρδευτικού.
Ε. Γράφει το κάπου ποια είναι η δεξαμενή που την οποίαν ποτίζουν όπως ισχυρίζεστε;
A. Γράφει το κάπου δαμέ;
E. Ναι.
Α. Όχι, αφού είναι άγραφη η δεξαμενή είπαμε γιατί να το γράφει;
E. Άρα είναι απλώς ένα χαρτί που λαλεί όσοι αναφέρονται δαμέ που έχουν τούτα τα τεμάχια που γράφει ποτίζουν που μια δεξαμενή
Α. Ναι.
Ε. Πούντην κυρία Ισμήνη;
Α. Αφού η κα. Ισμήνη έννεν μέσα, δεν ποτίζει που τζιαμέ, συγγνώμη, ποτίζει τζαι τζείνη που τζιαμέ, γιατί να την γράψω αφού είναι η παραπονούμενη;
Ε. Γράφει όλους τους υπόλοιπους και λέτε υπήρχε συμφωνία και η κυρία Ισμήνη έχει μια συγκεκριμένη μέρα την οποία είπατε ότι ξέρει τη μέρα της και εσκεμμένα, είπατε, ίσως εκείνη τη μέρα ήρτε και πότισε τη λανθασμένη μέρα, που δεν δικαιούτουν πήγε και πότισε που τη δεξαμενή. Πούντο δαμέ ότι ποτίζει μια συγκεκριμένα μέρα και ποια είναι η μέρα της;
A. Θεωρούσατε το σωστό να πάω να της πω «έλα υπόγραψε δαμέ για τη μέρα σου που ποτίζεις;»
Ε. Άρα η συμφωνία έγινε κατόπιν της καταγγελίας, μετά την καταγγελία έγινε συμφωνία για το πότε ποτίζει ποιος;
A. Όχι για όνομα του Θεού».
Ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι επί 35 χρόνια, δεν αντιμετώπιζαν κανένα πρόβλημα μεταξύ τους. Μάλιστα, όσο ήταν εν ζωή η μητέρα της παραπονούμενης έδιναν νερό ο ένας στον άλλο. Τα προβλήματα άρχισαν από την ημέρα που ανέλαβε και αγόρασε το ακίνητο η παραπονούμενη η οποία, ως την χαρακτήρισε, είναι μια «ψεύτρα» που μοναδικός της σκοπός είναι να δημιουργεί συνεχώς προβλήματα στον ίδιο.
ΜΥ1 ο Γεώργιος Ανδρέου κάτοχος γης στο χωριό Σπήλια. Η σύζυγος του είναι ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 368 (Τεκμήριο 10). Το συγκεκριμένο ακίνητο το κατέχει η σύζυγος του εδώ και 50 χρόνια και εξ’ όσων γνωρίζει η δεξαμενή που βρίσκεται εντός του συγκεκριμένου τεμαχίου γης ήταν ανέκαθεν εκεί. Την παραπονούμενη γνωρίζει αφού τα παιδιά τους είχαν σε κάποιο στάδιο δεσμό. Ο κατηγορούμενος είναι συγχωριανός του. Η δεξαμενή που βρίσκεται στο χωράφι της παραπονούμενης δεν είναι δικής της ιδιοκτησίας και δεν βρίσκεται ως λανθασμένα διατείνεται η παραπονούμενη μέσα στο χωράφι της αλλά, μέσα στον ποταμό. Την δημιούργησαν οι γονείς τους πριν πολλά χρόνια. Συμφώνησαν μεταξύ τους ως προς τις μέρες που θα πότιζε ο καθένας. Σε κάποια χρονική στιγμή, όταν το ακίνητο βρέθηκε στην ιδιοκτησία της παραπονούμενης του είχε ζητήσει όπως ποτίζει κάθε Πέμπτη με τον ίδιο να της παραχωρεί (αρχικά) την «δική του μέρα» αφού, ήταν συμπέθεροι. Αργότερα, «όταν ο ίδιος έσασε το χωράφι του» έπιασε πίσω την μέρα του. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 11 επιστολή του Αρδευτικού Τμήματος Σπηλιών, επιστολή την οποία είχε στην κατοχή του και παρέλαβε από τον Πρόεδρο του Αρδευτικού όπου καταγράφεται ότι:
«Η δεξαμενή κατασκευάστηκε γύρω στο 1968 από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων 355, 359-360 και 368. Η κα. Ισμήνη Ανδρέου η οποία διεκδικεί την δεξαμενή αγόρασε το τεμάχιο μετά το 1980».
Σύμφωνα με τον μάρτυρα οι σχέσεις της παραπονούμενης με τους λοιπούς συγχωριανούς της δεν είναι ιδιαίτερα καλές αφού σύμφωνα με τον ίδιο: «όπου έχει ένα κομμάτι γης είναι τσακωμένη». Αν ο κατηγορούμενος επιθυμεί να μεταβεί στη δεξαμενή μπορεί να περάσει είτε μέσα από το δικό του χωράφι (τεμάχιο 368), είτε δια του νερόδρομου που υπάρχει και βρίσκεται παράλληλα με το ακίνητο της παραπονούμενης.
Αντεξετασθείς δήλωσε ότι δεν ήταν παρών την 20.5.20 στο περιστατικό, όμως όπως του ανέφερε ο κατηγορούμενος, ο τελευταίος, μετέβη στο χωράφι της ΜΚ2 για να της πει ότι του έκαψε το μηχάνημα του. Κληθείς να απαντήσει ως προς το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 ανέφερε ότι: «(…) τη συμφωνία σε σχέση με τις ημέρες ποτίσματος τη βρήκαμε από τους γονείς μας».
ΜΥ2 ο κ. Αναστάσιος Παπαδημητρίου, Πρόεδρος της Κοινότητας Κουρδαλιών, Γραμματέας του Αρδευτικού. Γνωρίζει αμφότερους παράγοντες της διαδικασίας, όμως τίποτα δεν γνωρίζει σε σχέση με το φερόμενο περιστατικό της 20.5.21. Με την παραπονούμενη είχε αρκετές επαφές τους τελευταίους έξι (6) μήνες, προσωπικές και τηλεφωνικές. Η παραπονούμενη δήλωσε, ζητούσε την έκδοση πιστοποιητικού στο οποίο να αναφέρεται ότι η δεξαμενή που βρίσκεται στο χωράφι της δεν ανήκει στο αρδευτικό. Τα όσα καταγράφονται επί του Τεκμηρίου 11 αναγνώρισε, δηλώνοντας, ότι όλες οι δεξαμενές που ανήκουν στο αρδευτικό φέρουν πάνω τους την επιγραφή «ΚΔ- Κυπριακή Δημοκρατία». Η συγκεκριμένη δεξαμενή καμία τέτοια επιγραφή δεν φέρει. Εξ’ όσων είναι σε θέση να πιστοποιήσει αυτή κτίστηκε προ του 1968. Αντεξετασθείς ανέφερε τα ακόλουθα:
«Αντικειμενικά τη δεξαμενή τη χρησιμοποιούσαν εδώ και πολύ καιρό 4 με 5 άτομα, τα οποία ήταν κουμπάροι. Έτσι να το πω, αλλά γραπτώς δεν υπάρχει». Δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία. Είχαν μια συμφωνία μεταξύ τους οι άνθρωποι που πέθαναν. Η εν λόγω δεξαμενή δεν εμπίπτει στο αρδευτικό».
ΜΥ3 ο κ. Μιλτιάδης Ιερίδης, Αρχιτέκτονας και Κοινοτάρχης Σπηλιών. Γνωρίζει τον κατηγορούμενο τον οποίον χαρακτήρισε ως ένα, «φιλήσυχο και κοινωνικό άνθρωπο». Την παραπονούμενη επίσης γνωρίζει. Η ίδια μετέβη στο γραφείο του προ ενός περίπου μηνός, ζητώντας όπως της παραχωρηθούν 2 ημέρες νερό. Αν γίνει αυτό, του ανέφερε, η υπόθεση θα σταματήσει. Κατά την αντεξέταση τέθηκε στο μάρτυρα ότι τα όσα ανέφερε προ λίγων λεπτών, δεν αποτέλεσαν θέσεις της κας. Παναγίδου αλλά δικές του εισηγήσεις, με την παραπονούμενη να ζητά μέχρι και σήμερα, μια απολογία από τον κατηγορούμενο για τη συμπεριφορά του. Με τη θέση αυτή ο μάρτυρας διαφώνησε. Πρόσθεσε ότι τίποτα δεν γνωρίζει σε σχέση με τα γεγονότα της 20.5.21.
Βάρος Απόδειξης/Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Είναι γνωστό τοις πάσι στον νομικό κόσμο ότι το βάρος απόδειξης του συνόλου των λεπτομερειών του αδικήματος όπως αυτές καταγράφονται στο κατηγορητήριο οφείλει να αποδείξει η κατηγορούσα αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η υπεράσπιση επουδενί δεν φέρει οποιοδήποτε βάρος για απόδειξη της αθωότητάς του κατηγορούμενου, ή συμπλήρωσης τυχόν κενών στην μαρτυρία της πρώτης (Woolmington v DPP 25 Cr. App.R.72, Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.459). Με δεδομένη την πιο πάνω αρχή, προχωρώ στην αξιολόγηση της ενώπιον νου μαρτυρίας. Έχω ως γνώμονά μου την ευρεία νομολογία επί του ζητήματος που άπτεται την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγησή της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Είναι γεγονός ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ήτοι, όπου υπάρχουν δύο αντικρουόμενες ουσιαστικά εκδοχές το Δικαστήριο, το Δικαστήριο παρακολουθεί τους μάρτυρες με ιδιαίτερη προσοχή αφού, η εντύπωση:
«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες (….) φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275)».[5]
Ξεκινώντας από την μαρτυρία του ΜΚ1 αναφέρω ότι αυτή, ως επιμαρτυρείται από τα δεδομένα της παρούσας, ήταν τυπική στη φύση της. Παρότι αποδέχομαι το μέρος της μαρτυρίας του που αφορά στις πράξεις και ενέργειες στις οποίες προέβη ως ανακριτής της υπόθεσης, αυτή, τίποτα το ουσιαστικό δεν προσέδωσε σε ότι αφορά τα επίδικα αδικήματα και την κατ΄ισχυρισμόν διάπραξη τους. Η μαρτυρία του ΜΚ1, ομολογουμένως, δεν διαφώτισε το Δικαστήριο ως προς την ουσία των γεγονότων, παρά την ειλικρίνεια του μάρτυρα ως προς τις ενέργειες στις οποίες προέβη.
Η μαρτυρία της ΜΚ2 άφησε το Δικαστήριο με θετικές εντυπώσεις. Η μάρτυρας περιέγραψε παραστατικά, τα όσα κατά την δική της εκδοχή έλαβαν χώρα την επίδικη ημερομηνία, εξηγώντας με πάσα λεπτομέρεια πώς έλαβε χώρα το επίδικο, υπό του κατηγορητηρίου, συμβάν. Η μάρτυρας κατέθετε με αμεσότητα και φυσικότητα, δίδοντας λεπτομέρειες ως προς την εξέλιξη των γεγονότων. Σημειώνεται ότι με πλείστες εκ των προβαλλόμενων θέσεων της, συμφωνεί και η μαρτυρία του κατηγορούμενου και συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος μετέβη μέχρι του σημείου της δεξαμενής ως ο ίδιος ο κατηγορούμενος ανέφερε καθώς και ότι της απηύθυνε το λόγο, ζητώντας εξηγήσεις ως προς το γιατί πότιζε τη συγκεκριμένη ημέρα. Η μαρτυρία της δε, επουδενί επηρεάστηκε ή κλονίστηκε από την αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε, με τις απαντήσεις της να δίδονται πηγαία, με φυσικότητα και χωρίς υστεροβουλία. Παρά την αντεξέτασή της, η μάρτυρας δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση με τα όσα ανέφερε προφορικώς ενώπιον του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, κάθε απάντησή της αντανακλούσε και ενίσχυε τις αρχικές της θέσεις, ως αυτές καταγράφηκαν στην κατάθεση της, προ μίας και πλέον σχεδόν, τριετίας. Οι απαντήσεις που έδωσε αναφορικά με το χρόνο που χρειάστηκε για να μεταβεί στην αστυνομία για να καταγγείλει το γεγονός κρίνονται ως αξιόπιστες, ως επίσης αξιόπιστες κρίνονται οι αναφορές της ότι ο κατηγορούμενος την απείλησε, μεταβαίνοντας μέχρι το χωράφι της, από το οποίο η ίδια του ζήτησε να εξέλθει. Ανταποκρινόμενη στην αλήθεια κρίνω και την αναφορά της ότι, δεν είχε δει αρχικά τον κατηγορούμενο αφού πότιζε, ο οποίος εισήλθε χωρίς την άδεια της στο ακίνητο της, παρά μόνο άκουσε τις φωνές του, γεγονός που την ανάγκασε να ψάξει, εντοπίζοντας τον τελικώς εντός του ακινήτου της. Το γεγονός δε ότι άμεσα μετέβη στην αστυνομία για να καταγγείλει το περιστατικό φανερώνει το φόβο που αισθάνθηκε από τα όσα της ανέφερε ο κατηγορούμενος. Η εισήγηση του κ. Τσεντίδη ότι η παραπονούμενη απέκρυψε από το Δικαστήριο την έλλειψη περίφραξης επί του ακινήτου της πίπτει, αφού μελέτη των πρακτικών της διαδικασίας φανερώνει ότι η ίδια πρώτη, κατά τη ζώσα μαρτυρία της, έκανε αναφορά στο γεγονός αυτό. Η όποια δε έλλειψη περίφραξης επί του εδάφους του ακινήτου της, ουδόλως επηρεάζει το αξιόπιστο των αναφορών της ότι, ο κατηγορούμενος εισήλθε εντός του χωραφιού της. Τέλος, πλήρως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια κρίνω και τις θέσεις της μάρτυρος ότι, καμία κτηματική διαφορά δεν διατηρεί με τον κατηγορούμενο, (το ακίνητο του οποίου απέχει αρκετά από το δικό της), και ότι δια της υποβολής της παρούσας καταγγελίας θα κατάφερνε να οικειοποιηθεί της δεξαμενής. Την μαρτυρία του συνεπώς το Δικαστήριο αποδέχεται στην ολότητά της ως πλήρως αξιόπιστη.
Στρέφεται τώρα το Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου. Σε αντίθεση με την θετική εντύπωση που άφησαν στο Δικαστήριο οι μάρτυρες κατηγορίας, οι θέσεις του κατηγορούμενου δεν έπεισαν στο σύνολο τους. Η μαρτυρία του βρίθει από ανακρίβειες ενώ μπορεί να χαρακτηριστεί ως νεφελώδης επί ουσιαστικών σημείων σε ότι αφορά τα γεγονότα. Ποτέ τελικά, δεν κατάφερε όπως δώσει μια ξεκάθαρη εικόνα ως προς τα γεγονότα αφού οι θέσεις του παρουσίασε, ήταν συνεχώς εναλλασσόμενες. Η μόνη θέση που αποδέχομαι ήταν ότι, την ώρα που αποφάσισε να μεταβεί στο χωράφι της παραπονούμενης και δη, στη δεξαμενή, για να ελέγξει κατά πόσον αυτή είχε νερό, δεν είχε γνώση ότι η παραπονούμενη ήταν εντός του ακινήτου της.
Κατά τα λοιπά, η θέση του ότι, ποτέ δεν έχασε την ψυχραιμία του και ποτέ δεν καταφέρθηκε εναντίον της ΜΚ2 με τη φράση της 2ης κατηγορίας, όχι μόνο δεν πείθει, αλλά καταρρίπτεται από την αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΚ2, ενώ δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου και η παραδοχή του ότι όντως, μπορεί να της μίλησε σε έντονο ύφος (βλ. πρακτικά ημερ. 19.6.24 σελ. 4) αφού εκνευρίστηκε. Από την μια επέμενε ότι ποτέ δεν εισήλθε εντός του χωραφιού της παραπονούμενης όμως από την άλλη δήλωνε ότι μετέβη στο σημείο για να ελέγξει αν είχε μέσα νερό η δεξαμενή. Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία της παραπονούμενης η δεξαμενή βρίσκεται εντός του δικού της τεμαχίου (την οποία σημείωσε με πράσινο χρώμα επί του τοπογραφικού σχεδίου- Τεκμήριο 6), θέση την οποία ουδέποτε αμφισβήτησε η υπεράσπιση. Ποτέ δεν υπέβαλε στη βασική μάρτυρα κατηγορίας τη θέση που προώθησε ο κατηγορούμενος ότι, η δεξαμενή «δεν βρίσκεται εντός του χωραφιού, αλλά στην κοίτη του ποταμού». Ποτέ δεν αμφισβήτησε επίσης η υπεράσπιση τη θέση που υπέδειξε κατά τη ζώσα μαρτυρία της η παραπονούμενη ως προς το σημείο που βρισκόταν ο κατηγορούμενος, ενδεχομένως παρανόμως (σημείο με την ένδειξη «Χ») όταν την απείλησε. Το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμία αμφιβολία, εξετάζοντας τη μαρτυρία του συνολικά ότι, ο κατηγορούμενος έχασε την ψυχραιμία και αυτοέλεγχο του, εκφράζοντας το παράπονο του για την επιλογή της παραπονούμενης όπως ποτίσει σε ημέρα που αναλογούσε στον ίδιο, με φωνασκίες και απειλές. Την θέση του ότι, ποτέ δεν εξύβρισε την ΜΚ2 με την χρήση της συγκεκριμένης φράσης, δεν αποδέχομαι ως αληθή, ειδικότερα από τη στιγμή που ο ίδιος μάρτυρας φώναζε κατά την αντεξέταση του στις θέσεις που του υπεβλήθησαν, παραδεχόμενος ότι ενδέχεται να ζήτησε το λόγο από την παραπονούμενη εκείνη την ημέρα χρησιμοποιώντας τον ίδιο τόνο που χρησιμοποίησε αντεξεταζόμενος, με την κατηγορούσα αρχή να του υποβάλει τα ίδια πράγματα που του έλεγε η ΜΚ2, «εκνευρίζοντας τον». Παράδοξο κρίνει το Δικαστήριο το γεγονός ότι η υπεράσπιση δεν υπέβαλε στην παραπονούμενη τη θέση ότι το μόνο που της είπε ο κατηγορούμενος ήταν ότι ήθελε να αποζημιωθεί για το μοτέρ. Αυτή άλλωστε, ήταν η κύρια θέση του κατηγορούμενου κατά το στάδιο της ανάκρισης. στην ανακριτική του κατάθεση. Το Τεκμήριο 8 που παρουσιάστηκε στη διαδικασία, μελέτη του οποίου φανερώνει το αυταπόδεικτο, ήτοι ότι αυτό ετοιμάστηκε μετά τη διάπραξη των φερόμενων αδικημάτων[6], καμία βαρύτητα δεν μπορεί να φέρει, εφόσον από αυτό απουσιάζει η ίδια η παραπονούμενη, η οποία υποτίθεται, (κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου), αποτελεί μέρος αυτής της ευρύτερης συμφωνίας που συνεχίζεται από γενιά σε γενιά, διατηρώντας και η ίδια μια ημέρα για άρδευση. Η μαρτυρία του κατηγορούμενου, γενικότερα δεν έπεισε, και απορρίπτεται ως αναξιόπιστη.
Σε ότι αφορά δε τη μαρτυρία των ΜΥ1 μέχρι 3 αυτήν αποδέχομαι ως αξιόπιστη, τονίζοντας ότι οι εν λόγω μάρτυρες καμία γνώση επί των επίδικων γεγονότων δεν έχουν, και συνεπώς τίποτα δεν είχαν να προσφέρουν στο Δικαστήριο σε ότι αφορά την επίδικη διαφορά. Αποδέχομαι όμως τη θέση των ότι, η εν λόγω δεξαμενή δεν φαίνεται να ανήκει στο αρδευτικό σύστημα της περιοχής, ότι αυτή κτίστηκε περί το 1968, ότι η κα. Παναγίδου αγόρασε το ακίνητο το 1980 και ότι οι απόγονοι / ιδιοκτήτες των ακινήτων με αριθμούς 355, 359, 360 και 368 τιμούν ακόμη (αναμεταξύ τους) μια άτυπη και άγραφη συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι πρόγονοι τους σε σχέση με την χρήση της δεξαμενής που έκτισαν και η οποία ευρίσκεται εντός των συνόρων, σύμφωνα με το τοπογραφικό σχέδιο Τεκμήριο 6, του ακινήτου με αριθμό 376.
Νομική Πτυχή:
1η Κατηγορία
Το αδίκημα της παράνομης εισόδου εδράζεται στο άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο προνοεί ότι:
«Όποιος εισέρχεται σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου, µε σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα µε τον Κώδικα αυτό ή µε οποιοδήποτε άλλο νόµο που ισχύει στη ?ηµοκρατία ή µε σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας· ή όποιος, αφού εισέρθει νόµιµα σε τέτοια περιουσία, παραμένει σε αυτή παράνομα, µε σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή µε σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα µε τον Κώδικα αυτό ή µε οποιοδήποτε άλλο νόµο που ισχύει στη ?ηµοκρατία, είναι ένοχος πληµµελήµατος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων».
Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος σε ότι αφορά την 1η κατηγορία, είναι η (α) είσοδος σε περιουσία τρίτου, και (β) με σκοπό τη διάπραξη αδικήματος. Ως έχει αναλυθεί σε αριθμό δικαστικών αποφάσεων:
«…το άρθρο 280 καλύπτει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφοράς που συνιστά εγκληματική επέμβαση, όπου ο πραγματικός ή ο κύριος σκοπός της εισόδου είναι να διαπραχθεί ένα αδίκημα, και όταν η διεκδίκηση δικαιώματος είναι απλώς ένας μανδύας για να συγκαλύψει τον πραγματικό σκοπό, το αδίκημα της παράνομης επέμβασης έχει διαπραχθεί»[7] .
Όπως εύστοχα έχει λεχθεί στην Ανδρέου Ανθία ν Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 404:
«Σύμφωνα με καλώς θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή η πρόθεση μπορεί να συναχθεί ως πραγματικό γεγονός από τις περιστάσεις που περιβάλλουν την συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν είναι αρκετό ότι το συμπέρασμα για ύπαρξη πρόθεσης είναι εύλογο, πρέπει να είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα, με το βάρος απόδειξης να φέρει πάντοτε η κατηγορούσα αρχή».
Προκύπτει συνεπώς από τα ως άνω ότι, ο νομοθέτης ήθελε να καταστήσει σαφές ότι, το αδίκημα της παράνομης εισόδου διαπράττεται, ανεξαρτήτως του αν ο κατηγορούμενος εισήλθε ενδεχομένως νόμιμα, αλλά στη συνέχεια εξετράπη ή αν εισήλθε στη περιουσία εξ’ αρχής παράνομα με πρόθεση να πάντοτε την διάπραξη αδικήματος (βλ. K.D Gaur, Textbook on Indian Penal Code 6th ed. Universal Law Publishing, Gurgaon 2016, σελ. 992). Επιπλέον, πρέπει να αποδειχθεί πραγματική και σωματική (actual and personal) είσοδος του κατηγορουμένου στην περιουσία (βλ. Textbook on Indian Penal Code, ante, σελ. 993 και Φλουρής ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ 401) και η κατοχή της περιουσίας από το άλλο πρόσωπο. Το άρθρο 280 του Κεφαλαίου 154 δεν προστατεύει τον ιδιοκτήτη αλλά τον κάτοχο της περιουσίας (βλ. Κυριάκου ν Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ 354).
Πρόθεση
Το αδίκημα προϋποθέτει την απόδειξη πρόθεσης διάπραξης αδικήματος ή ενόχλησης (βλ. Protopapas ν Police (1962) CLR 27, 29, Ιωάννου ν Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 493, και Textbook on Indian Penal Code, ante, σελ. 993). Είναι γνωστή η αρχή δικαίου ότι: «το στοιχείο της ένοχης διάνοιας αποδεικνύεται κατά κανόνα συμπερασματικά και από το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας» (βλ. Ζακακιώτης ν Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ.175 και Φανιέρος ν Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 104). Η λογική επιτάσσει ότι ένα άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του. Στην ‘Ανθια ανωτέρω, τονίστηκε ότι η κατηγορούσα αρχή φέρει, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας το βάρος απόδειξης ύπαρξης της πρόθεσης που καταλογίζεται στον κατηγορούμενο. Μπορεί μεν η πρόθεση να μπορεί ευλόγως να συναχθεί ως ένα πραγματικό γεγονός αναδυόμενο από τα περιστατικά της υπόθεσης, όμως το συμπέρασμα για ύπαρξη πρόθεσης πρέπει να είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα. Ως έχει εύστοχα καταγραφεί στην απόφαση Docker Restaurant Ltd v 1. Mariala Estates Ltd, Αριθμός Υπ. 5048/2016, Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού:
«Η δε πρόθεση για διάπραξη αδικήματος ή όχλησης του κατόχου της περιουσίας πρέπει να αποτελεί και την πραγματική και κυρίαρχη πρόθεση του κατηγορούμενου κατά το χρόνο που ο τελευταίος εισήλθε ή αποφάσισε να παραμείνει στο ακίνητο. Η απλή διαμονή ή κατοχή του ακινήτου, έστω και παράνομη, δεν μπορεί να αναχθεί σε ποινική επέμβαση, χωρίς την ύπαρξη της αναγκαίας πρόθεσης κατά τον ουσιώδη χρόνο. Μάλιστα δε, ακόμα και αν ο κατηγορούμενος διαπράξει κάποιο ποινικό αδίκημα ή ενοχλήσει τον κάτοχο, ενώ είναι στο ακίνητο, χωρίς όμως ποτέ να είχε αυτή την πρόθεση όταν εισέρχετο ή όταν αποφασίσει να μείνει τότε, αν και μπορεί να είναι ξεχωριστά ένοχος για το εν λόγω αδίκημα, εντούτοις δεν μπορεί να καταδικαστεί για το αδίκημα της ποινικής επέμβασης (βλ. Baby Ram v State (1971)1 AlJ 4 και Νικόλας Μαρσέλλο κ. α ν Κύπρου Κωνσταντίου, Ποινική Εφ. 167/2013 ημερ. 18.1.17».
Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα και μαρτυρία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κατά την επίσκεψη του στο χώρο, καμία πρόθεση είχε όπως ενοχλήσει την παραπονούμενη. Κατά εκείνο το χρόνο σκοπός του, ήταν να ελέγξει κατά πόσον υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τη δεξαμενή, μη γνωρίζοντας μάλιστα κατά πόσον η παραπονούμενη βρισκόταν εντός του ακινήτου της και αυτό γιατί η παρουσία της στο χώρο δεν ήταν αναμενόμενη αφού δεν ήταν «η ημέρα της για να ποτίσει». Η θέση του κατηγορούμενου ότι σκοπός του ήταν να ελέγξει κατά πόσον υπήρχε πρόβλημα με τη δεξαμενή και το νερό κρίθηκε ήδη ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Ο κατηγορούμενος δεν είχε πρόθεση όπως ενοχλήσει την κάτοχο του υποστατικού τη δεδομένη στιγμή. Για να μπορέσει το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η είσοδος ή η παραμονή στην περιουσία έγινε με σκοπό την όχληση του κατόχου, θα πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι αυτός ήταν ο σκοπός του κατηγορούμενου όταν αποφάσισε να παραμείνει στην περιουσία. Το ότι η ενόχληση μπορεί να συνιστά φυσική συνέπεια της παραμονής στην περιουσία, δεν αρκεί (βλ. Penal Law of India, 10th ed. Pp. 3790-3791 par.5, Suramanian v Mari (1966) MLJ 99). Παρά συνεπώς, την μετάβαση του στο σημείο και παρά το παράνομο της εισόδου του, ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να κριθεί ένοχος για το αδίκημα της ποινικής επέμβασης καθότι δεν είχε διαμορφώσει κατά τον χρόνο εισόδου του στο ακίνητο, πρόθεση όχλησης του κατόχου γης. Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την 1η κατηγορία.
2η Κατηγορία
Σύμφωνα με το άρθρο 91(Α) του Κεφ. 154, απειλή διαπράττεται όταν: «Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη». Η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει, ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που απείλησε την παραπονούμενη συμφώνως των λεπτομερειών που καταγράφονται στην δεύτερη κατηγορία. Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου του Νόμου, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που οφείλουν όπως αποδειχθούν αφορούν στην ύπαρξη απειλής για βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη η οποία να προκαλεί στον άλλον, τρόμο ή ανησυχία. Στην υπόθεση Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 1, η οποία αφορούσε συναφές αδίκημα, ήτοι της απειλής βιοπραγίας δυνάμει του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, λέχθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ' αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού. Λέχθηκε επίσης ότι, το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό, αλλά αντικειμενικό. Με παραπομοπή στην απόφαση Kallenos v Police (1969) 2 C.L.R. 210, το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν απαιτείται να προκληθεί στην πραγματικότητα φόβος στον παραπονούμενο ότι οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Αρκεί η απειλή να δημιουργεί εξ' αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος.
Οι θέσεις της υπεράσπισης ότι η παραπονούμενη ουδέποτε φοβήθηκε από την απειλή που δέχθηκε γιατί είχε παρήλθε μία ώρα μέχρι την μετάβαση της στο σταθμό, απορρίπτεται. Απορριπτέα κρίνεται επίσης η θέση ότι δεν φοβήθηκε επειδή συνεχίσει να μεταβαίνει, να φροντίζει και να απολαμβάνει την περιουσία της. Η ανησυχία και ο φόβος που ένιωσε από τα όσα εκστόμισε ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνονται από την άμεση μετάβαση της στην αστυνομία, ζητώντας την παρέμβαση της. Σύμφωνα δε με την αξιόπιστη θέση του ΜΚ1 ο ανακριτής ευθύς αμέσως κάλεσε τον κατηγορούμενο στο τηλέφωνο εκφράζοντας του το παράπονο της ΜΚ2. Η απειλή του κατηγορούμενου ότι θα την σκότωνε, με δεδομένο ότι το κλίμα ήταν (ήδη) τεταμένο μεταξύ των μερών (γεγονός παραδεκτό από την υπεράσπιση), ουδόλως μπορεί να συνηγορήσει υπέρ της εισήγησης ότι η απειλή ήταν κενή περιεχομένου. Το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υπόθεσης (βλ. Ιωσήφ ν Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 119/21 ημερ. 20.1.22, ECLI:CY:AD:2022:B13) Η απειλή του κατηγορούμενου προκάλεσε όχι μόνο τρόμο και ανησυχία στην παραπονούμενη, αλλά ως η ίδια μαρτύρησε, άφησε αυτήν με κάποια αγωνία για το τι θα ακολουθούσε, εξ’ ου και η καταγγελία της. Δυνάμει των πιο πάνω το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι ο κατηγόρουμενος είχε πρόθεση εκφοβισμού της ΜΚ2 (έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας στο πρόσωπο της το δεδομένο χρόνο), με την παραπονούμενη να τρομοκρατείται (βλ. DPP v Ramos [2000] All E.R.(D) 544 και Public Order Act 1986 s.4).
Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στη 2η κατηγορία που αντιμετωπίζει.
(Υπογρ.)……………………………….
M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα.
[2] Κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Κεφ. 154.
[3] (βλ. Μαρτυρία παραπονούμενης Πρακτικά ημερ. 7.6.24 σελ. 7 και Κατάθεση κατηγορούμενο Τεκμήριο 3).
[4] Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας ημερ. 21.5.24.
[5] (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).
[6] Ημερομηνίας 2.8.22.
[7] Andreas Elia Lambides v The Police (1967) 2 C.L.R.142, Δημήτρης Δημητριάδης «Ρώτας» ν Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 203).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο