Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Ξενοφών Καλλίδης, Αρ. Υπόθεσης: 9153/20, 23/7/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Ξενοφών Καλλίδης, Αρ. Υπόθεσης: 9153/20, 23/7/2025

EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 9153/20

Μεταξύ:

Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας                                                                                                                   Κατηγορούσα Αρχή

       -και-

    Ξενοφών Καλλίδης

                                                                                                    Κατηγορούμενoς

Ημερομηνία: 23 Ιουλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: Κα. M. Χαραλάμπους

Για Κατηγορούμενο: Κ. Σ. Χριστοδούλου  

Κατηγορούμενος: Παρών

 

    Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι. Σκιαγράφηση της Υπόθεσης

  Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δέκα (10) κατηγορίες, όλες πηγάζουσες από όσα επεσυνέβησαν την 20.5.20 εναντίον αστυνομικών. Οι κατηγορίες αφορούν στα αδικήματα της απειλής (κατηγορία 1), της δημόσιας εξύβρισης (κατηγορία 2), της κοινής επίθεσης (κατηγορίες 3, 4 και 8), της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης (κατηγορίες 5,6 και 7), της επίθεσης εναντίον αστυνομικού με σκοπό την αντίσταση κατά τη νόμιμη σύλληψη (κατηγορία 9) και της ανησυχίας (κατηγορία 10).

  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων ο κατηγορούμενος απείλησε τους Αστ. 933 και Αστ. 650 με τη φράση «Κάτσετε τζιαμέ που είσαστε τζαι έρκουμε να σας κανονίσω», εξυβρίζοντας αυτούς με τις λέξεις «καραγκιόζιδες, μαλάκες, πουστόμπατσοι», φτύνοντας τόσο σε αυτούς αλλά και στον Αστ.5810, προκαλώντας παράλληλα στους Αστ. 993, Αστ.650 και Αστ.1964 πραγματική σωματική βλάβη, αντιστεκόμενος στη νόμιμη σύλληψη, προκαλώντας ανησυχία στο χώρο.

  Η υπεράσπιση, μη αμφισβητώντας κατά την διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας μήτε τις πράξεις του κατηγορούμενου, μήτε τις βλάβες που προκλήθηκαν στους αστυνομικούς ήγειρε την υπεράσπιση της φρενοπάθειας[1] ισχυριζόμενη ότι ο κατηγορούμενος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο έπασχε από ασθένεια που επηρέαζε τις φρένες του, στερούμενος της ικανότητας να αντιληφθεί τί έπραττε ή ότι γνώριζε ότι όφειλε να απέχει από τη διενέργεια των εν λόγω πράξεων.

  Η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 11 (έντεκα) μάρτυρες προς απόδειξη της υπόθεσης της. Σε αυτούς περιλαμβάνεται αριθμός αστυνομικών (ΜΚ1, ΜΚ2, ΜΚ3, ΜΚ5, ΜΚ6, ΜΚ7 και ΜΚ9), γείτονες που ήταν παρόντες στο περιστατικό (ΜΚ8 και ΜΚ10), ο Δρ. Ορθοδόξου (Ιατροδικαστής- ΜΚ4) και η Δρ. Ελένη Χατζηιωάννου, Ψυχίατρος (ΜΚ11).

  Μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή και αφού το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου κάλεσε αυτόν όπως προβάλει την υπεράσπιση του, εξηγώντας του παράλληλα τα δικαιώματα του. Ο κατηγορούμενος επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση καλώντας τον Δρ. Κυριάκο Βερεσιέ Ψυχίατρο, ως μάρτυρα υπεράσπισης (ΜΥ1).

 

ΙΙ. Παραδεκτά Γεγονότα

  Κρίνεται κατάλληλο στάδιο όπως παρατεθούν τα εξής κάτωθι παραδεκτά γεγονότα τα οποία αποτελούν πλέον και ευρήματα Δικαστηρίου. Αυτά έχουν ως εξής.

1.    Την 20.5.20 και περί ώρα 17:40 η αδελφή του κατηγορούμενου επικοινώνησε με τον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου λέγοντας ότι ο αδελφός της βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση, προκαλώντας με τα χέρια και τα πόδια ζημιές σε όχημα της οικογένειας, το οποίο οδηγείτο και από τον ίδιο. Οι  Αστ. 933 και Αστ.650 έσπευσαν στην οικία του κατηγορούμενου εντοπίζοντας τον στην ταράτσα του σπιτιού να λέει ασυναρτησίες, βρίζοντας τους με τις επί του κατηγορητηρίου φράσεις, φτύνοντας τους. Αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για τον κατηγορούμενο ο οποίος απασχολούσε τότε, συχνά τον Αστυνομικό Σταθμό. Το αυτοκίνητο της οικογένειας είχε σπασμένα όλα τα παράθυρα και τα δύο καθρεφτάκια του. Οι αστυνομικοί επέστησαν την προσοχή του κατηγορούμενου στο Νόμο, ενημερώνοντας τον για τα αδικήματα που διέπραττε (κοινή επίθεση (φτύσιμο), δημόσια εξύβριση) με τον κατηγορούμενο να απαντά: «Kάτσετε τζιαμέ που είσαστε και έρκουμε να σας κανονίσω». Όταν κατέβηκε κάτω βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση, αιμορραγώντας από τα χέρια και τα πόδια. Τα ρούχα του είχαν επίσης αίματα.  

 

2.    Με το που κατέβηκε ο κατηγορούμενος, αμέσως γρονθοκόπησε τους Αστ.650 και Αστ. 993 στο πρόσωπο. Την 18:10 πληροφορήθηκε από τον Αστ. 993 ότι είναι υπό σύλληψη για το αυτόφωτο αδίκημα της επίθεσης εναντίον αστυνομικού, και αφού του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο ο κατηγορούμενος συνέχισε να μιλά ακαταλαβίστικα, να αντιδρά, να κλωτσά τους αστυνομικούς με τα πόδια και να τους φτύνει, δαγκώνοντας τον Αστ. 650 στο δεξί μπράτσο.

 

3.    Στο μέρος κλήθηκαν αμέσως ενισχύσεις, με τον κατηγορούμενο να προβάλλει αντίσταση στη σύλληψη κλωτσώντας, αντιδρώντας και φτύνοντας. Καθ’ όλους τους χρόνους εκστόμιζε ασυναρτησίες. Ο κατηγορούμενος ακινητοποιήθηκε στο έδαφος αφού ασκήθηκε ανάλογη βία από τους αστυνομικούς οι οποίοι έκαναν χρήση του προσωπικού τους εξοπλισμού. Πληροφορήθηκε για τα δικαιώματα του, περιλαμβανομένου του δικαιώματος του για παροχή νομικής συμβουλής, μη επιθυμώντας να ασκήσει αυτά. Τα δικαιώματα του, του δόθηκαν γραπτώς στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου όπου ο ίδιος και τα μέλη της αστυνομίας είχαν μεταβεί για ιατρικές εξετάσεις.

 

4.    Ένεκα της ισχυρής μυϊκής του διάπλασης τοποθετήθηκαν σε αυτόν δύο ζευγάρια χειροπέδες.  Στην προσπάθεια των αστυνομικών να τοποθετήσουν τον κατηγορούμενο στο ειδικά διαμορφωμένο επιβατικό όχημα της αστυνομίας (με διαχωριστικά κάγκελα και προστατευτικά) ο κατηγορούμενος κλώτσησε τον Αστ. 650 στο στήθος, δάγκωσε τον Αστ.1964 στο δεξί μπράτσο και τράβηξε τον Ειδικό Αστυφύλακα 5810 από την μπλούζα, σκίζοντας την.

 

5.    Ο κατηγορούμενος σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αστυνομικών ήταν σε «κατάσταση αμόκ», βγάζοντας προς το τέλος του επεισοδίου, αφρούς από το στόμα.

 

6.    Οι Αστ. 993, Αστ.650 και Αστ.1964 έτυχαν ιατροδικαστικής εξέτασης. Εξέτασης έτυχε και ο κατηγορούμενος. Ο Αστ. 2294, η κατάθεση του οποίου κατατέθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία για την αλήθεια του περιεχομένου της (Τεκμήριο 17) έλαβε συνολικά 167 φωτογραφίες παρουσία του Ιατροδικαστή Ορθόδοξου Ορθοδόξου (ΜΚ4) και της Αστυνομικού 435 (ΜΚ3). Οι δέσμη φωτογραφιών κατατέθηκε στη διαδικασία ως Τεκμήριο 3. Οι φωτογραφίες απεικονίζουν τις κακώσεις που έφερε έκαστος εκ των εμπλεκομένων. Οι κακώσεις που διαπιστώθηκαν επί των αστυνομικών δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την υπεράσπιση.

 

7.     Στον κατηγορούμενο παραδόθηκαν την 20.5.20 και ώρα 22:00 στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας τα δικαιώματα του (Τεκμήριο 15). Ο κατηγορούμενος δεν ανακρίθηκε γραπτώς. Συγκατατέθηκε στη λήψη φωτογραφιών και παράδοσης δακτυλικών αποτυπωμάτων (Τεκμήριο 14).

 

8.    Σύμφωνα με το Τεκμήριο 16 (Ημερολόγιο Ενεργείας) η Αστ. 435 (ΜΚ3) έκανε προσπάθεια όπως ανακρίνει τον κατηγορούμενο στο χώρο αναμονής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, προφορικά. Ο κατηγορούμενος δεν της έδωσε καμία σημασία, λέγοντας ασυναρτησίες, μονολογώντας ακατάπαυστα, υψώνοντας ανά διαστήματα τον τόνο της φωνής του, μιλώντας θυμωμένα, καθιστώντας αδύνατη την όποια προσπάθεια.  

 

9.       Η υπόθεση καταχωρήθηκε εκτάκτως ενώπιον Δικαστηρίου την επόμενη ημέρα 21.5.20, με τον κατηγορούμενο να εμφανίζεται συνοδεία αστυνομίας. Αφού τέθηκαν όροι στον κατηγορούμενο, αυτός αφέθηκε ελεύθερος.

10.  Περί τους 8 μήνες αργότερα ο κατηγορούμενος νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας κατόπιν Διατάγματος Δικαστηρίου- (Διάταγμα Ε.Δ. Παραλιμνίου ημερ. 15.12.20-Τεκμήριο 27). Της νοσηλείας του προηγήθηκε αίτημα της αστυνομίας ημερ. 14.12.20 (Τεκμήριο 25- Αίτηση υπ αριθμόν 103/20).

 

11. Σύμφωνα με την έκθεση της Δρ. Ελένης Χατζηιωάννου Ψυχιάτρου που τον εξέτασε την 15.12.20 στην Επαρχία Αμμοχώστου, ο κατηγορούμενος κατά την εξέταση ήταν «λογορροικός, παρανοϊκός ανήσυχος, γινόταν έντονος στη συζήτηση, αποκρυπτικός αποφεύγοντας να αναφερθεί σε γεγονότα που τον οδήγησαν στη σύλληψη του από την αστυνομία λέγοντας υποθετικά σενάρια». Ως γεγονότα που αναφέρθηκαν στην ιατρό καταγράφηκαν τα εξής: «Έχει επιτεθεί σε άτομο χωρίς λόγο σε δημόσιους χώρους επανειλημμένα, κατά τη σύλληψη του έχει δαγκώσει τους αστυνομικούς, προβάλλει έντονες αντιστάσεις και γίνεται επιθετικός προς τους αστυνομικούς»(Ιατρική Γνωμάτευση Τεκμήριο 22).  

 

12.  Ο κατηγορούμενος νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας από όπου απολύθηκε την 11.1.21. Στο εξιτήριο Τεκμήριο 24, καταγράφονται τα εξής: «Εισδοχή στο Ψ.Μ.Α. με ΔΥΝ. Παρατηρήθηκε μανιακού τύπου συμπτωματολογία κατά την εισδοχή του. Έλαβε θεραπεία με βελτίωση. Εξέρχεται χωρίς ενεργό μείζονα ψυχοπαθολογία. Πιθανόν μανιακό επεισόδιο».

 

13.  Από το 2021 μέχρι και το 2024 ο κατηγορούμενος επισκέπτονταν ιδιωτικά την Ψυχίατρο Δρ. Έλενα Χατζηιωάννου (η ιατρός που τον εξέτασε την 15.12.20). Από το Φεβρουάριο του 2024 μέχρι και σήμερα παρακολουθείται από τον Δρ. Βερεσιέ (ΜΥ1).

 

14. Κατά τη διάπραξη των αδικημάτων τον Μάϊο του 2020 η ψυχολογική του κατάσταση δεν είχε εκτιμηθεί αφού δεν είχε εξεταστεί από οποιονδήποτε ψυχίατρο/ ψυχολόγο, μήτε και επισκέφθηκε αυτοβούλως ο ίδιος τέτοιον, μετά το συμβάν.

 

 

  Η θέση της υπεράσπισης είναι ότι η μετέπειτα πορεία της ψυχικής υγείας του κατηγορούμενου ως αυτή διαπιστώθηκε από ειδικούς τόσο τον Δεκέμβριο του 2020 αλλά και το 2024 δεικνύει, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι την 20.5.20 τελούσε υπό μανιακό επεισόδιο. Ένεκα τούτου, στερείτο της δυνατότητας να αντιληφθεί τη φύση των πράξεων του αλλά και το παράνομο αυτών.

 

 

 

 

ΙΙΙ. Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής- Αξιολόγηση- Ευρήματα

 

Αστυνομικοί στη Σκηνή

 

1. Αστυνομικός 933- ΜΚ1

 

  Ο Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου (ΜΚ1) υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του Τεκμήριο 1. Τα όσα περιγράφει αναφορικά με το τι συνάντησε κατά την άφιξη του στο χώρο της οικίας του κατηγορούμενου μετά την κλήση της αδελφής του στο σταθμό αποτελούν μέρος των παραδεκτών γεγονότων (Σημείο 1- ante). Οι περίοικοί που βρίσκονταν το μέρος ήταν ανάστατοι, βλέποντας τρομαγμένοι. Στην προσπάθεια του να αντισταθεί στη σύλληψη ο κατηγορούμενος και ενώ βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση κτύπησε την μητέρα του, ρίχνοντας την στο έδαφος. Ο ΜΚ1 αναγνώρισε τον εαυτό του στις φωτογραφίες που λήφθηκαν και τον αφορούν, Τεκμήριο 3. Aπό το επεισόδιο κτυπήθηκε σε όλο του σώμα. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 2 (Ιατρική Βεβαίωση) ο ΜΚ1 έφερε τα ακόλουθα τραύματα: «Αμυχή (ΔΕ) κροταφοζυγωματικά, αμυχές (ΔΕ) αγκώνα, στέρνου (ΑΡ), ωμοπλάτη (ΑΠ), αντιβραχίου (ΔΕ), γόνατος ήπια ερυθρότητα άνω χείλους». Οι κακώσεις που έφερε σύμφωνα με τα ευρήματα του Δρ. Ορθοδόξου (Τεκμήριο 6) έχουν ως εξής:   

«1. Δύο πρόσφατες γραμμοειδείς εκδορές στην αριστερή περιοφθαλμική χώρα.

2. Ερυθρότητα στην περιοχή του άνω χείλους, διαστάσεων 4Χ1 εκ.

3. Ερυθρότητα στην τραχηλική χώρα, διαστάσεων 6Χ4 εκ.

4.Ερυθρότητα με συνοδές γραμμοειδείς, εκδορές στη μαστική χώρα, συνολικών διαστάσεων 14Χ8 εκ.

5. Ερυθρότητα στην ανώτερη κοιλιακή χώρα (επιγάστριο), διαστάσεων 7Χ4 εκ.

6. Πρόσφατη εκδορά στην εξωτερική δεξιά αντιβραχιόνια χώρα, διαστάσεων 3Χ0,3 εκ.

7. Πρόσφατη εκδορά στην εσωτερική αριστερή βραχιόνια χώρα, μήκους 11 εκ.

8. Δύο εκδορές με απόσπαση επιδερμίδας στην αριστερή αγκωνιαία χώρα, διαστάσεων 4Χ0,5 εκ και 2Χ0,5 εκ.

9. Εκδορά στην πρόσθια δεξιά αντιβραχιόνια χώρα, διαστάσεων 2Χ0,5 εκ.

 10. Εκδορά με συνοδό ερυθρότητα στην αριστερή ωμοπλατιαία χώρα, διαστάσεων 8Χ4 εκ.

 11.Ερυθρότητα στο δεξιό γόνατο, διαστάσεων 13Χ6 εκ».

 

  Ανέφερε κατά τη ζώσα μαρτυρία του ότι όταν συνομιλούσαν με τον κατηγορούμενο αυτός ανταποκρινόταν σε αυτά που του έλεγαν, φτύνοντας, βρίζοντας και απειλώντας τους. Αντεξετασθείς δήλωσε ότι χρειάστηκαν πέντε (5) περίπου άτομα για να τον περιορίσουν. Λίγο καιρό πριν το συμβάν ο σταθμός λάμβανε παράπονα σε σχέση με οχληρία που προκαλούσε. Όταν έφθασαν στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία ο κατηγορούμενος συνέχιζε να είναι αντιδραστικός, με αποτέλεσμα, όποτε ήταν ήρεμος να κάθετε εντός του χώρου αναμονής και όποτε ήταν αντιδραστικός κλωτσώντας τους αστυνομικούς, να τοποθετείται εκ νέου στο αστυνομικό όχημα για την ασφάλεια όλων. Στη θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί «ούτε τί έλεγε ούτε τί έπραττε», ο μάρτυρας διαφώνησε, λέγοντας ότι ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόταν με ποιους συνομιλούσε, τί ήθελε η αστυνομία στο μέρος, εξυβρίζοντας, απειλώντας και φτύνοντας.

 

2. Αρχιαστυφύλακας 650 – ΜΚ7

 

  Το περιεχόμενο της κατάθεσης του Μιχάλη Μιχαήλ (ΜΚ7) Τεκμήριο 20, κινείται στις ίδιες γραμμές με αυτήν του ΜΚ1. Τον ΜΚ7 ο κατηγορούμενος γρονθοκόπησε στο πρόσωπο, δάγκωσε στο δεξί μπράτσο και κλώτσησε στο στήθος στην προσπάθεια να τοποθέτησης του κατηγορούμενου εντός του ειδικά διαμορφωμένου οχήματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου ο κατηγορούμενος έλεγε ασυναρτησίες, έβγαζε αφρούς από το στόμα και  ήταν σε κατάσταση αμόκ. Αναγνώρισε κατά την ζώσα μαρτυρία του το Τεκμήριο 4 (Ιατρική Βεβαίωση) που τον αφορά και το Τεκμήριο 8[2]. Σύμφωνα με την ιατρική βεβαίωση ο ίδιος έφερε «Δήγμα (ΔΕ) βραχίονα, εκχύμωση- ερυθρότητα (ΔΕ) γόνατος, ερυθρότητα (ΑΡ) γόνατος, εκδορά στέρνου, αμυχές (ΑΡ) ωμοπλάτης, αμυχές (ΔΕ) βραχίονα και αντιβραχίου». Τα ευρήματα του Δρ. Ορθοδόξου που τον αφορούν έχουν ως εξής:

 

«1. Εντύπωμα οδόντων, εκχυμωτικό, αιμορραγικό με συνοδές εκδορές στο άνω τριτημόριο της πρόσθιας επιφάνειας της δεξιάς βραχιόνιας χώρας, συνολικών διαστάσεων 4Χ5 εκ.

2. Εκχυμωτική  εκδορά στην δεξιά βραχιόνια  χώρα, διαστάσεων 7Χ1 εκ.

3. Εκχυμωτική  εκδορά στην πρόσθια δεξιά αντιβραχιόνια χώρα, διαστάσεων 3Χ1 εκ.

4. Εκδορά στη μέση θωρακική γραμμή, μήκους 2 εκ.

5. Ερυθρότητα στον αριστερό αγκωνιαίο βόθρο, διαστάσεων 6Χ4 εκ.

6.  Εκδορά στην αριστερή ωμοπλατιαία χώρα, διαστάσεων 2,5Χ0,5 εκ.

7. (3) γραμμοειδείς εκδορές στην αριστερή ωμοπλατιαία χώρα, διαστάσεων4Χ3 εκ.

8. Εκδορές εκ τριβής με συνοδό ερυθρότητα στο δεξιό γόνατο, διαστάσεων 12Χ6 εκ.

9. Ερυθρότητα στο αριστερό γόνατο, διαστάσεων 14Χ8 εκ».

 

  Αντεξετασθείς ανέφερε ότι το διάστημα προ του επίδικου ο κατηγορούμενος απασχολούσε τον σταθμό αφού υπήρχαν καταγγελίες για «φωνές» με την αστυνομία να μεταβαίνει συχνά στο μέρος για να εξετάσει κατά πόσον υπήρχαν οποιαδήποτε περιστατικά βίας στην οικογένεια. Αφότου ο κατηγορούμενος περιορίστηκε και συνελήφθηκε μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου και ακολούθως στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία.

 

3. Αναπληρωτής Λοχίας 1964 Παπαευθυμίου - ΜΚ6

 

  Στην κατάθεσή του Τεκμήριο 19, ο μάρτυρας αναφέρει ότι καθώς βρισκόταν σε περιπολία στην περιοχή Στροβόλου άκουσε μέσω ασυρμάτου περί τις 18:10 περίπολο να ζητά βοήθεια σε συγκεκριμένη οδό. Εντός 2-3 λεπτών μετέβηκε στο σημείο βλέποντας τους Αστ.650, Αστ.933, Ε/Αστ.5810 και Αστ.5634 στο σημείο. Επί του πεζοδρομίου βρισκόταν άνδρας με χειροπέδες ο οποίος ως του αναφέρθηκε ήταν υπό σύλληψη για επίθεση εναντίον αστυνομικού. Ο άνδρας αντιδρούσε και προσπαθούσε να κλωτσήσει μέλη της αστυνομίας που προσπαθούσαν να τον περιορίσουν, εν αναμονή του ειδικά διαμορφωμένου οχήματος για μεταφορά κρατουμένων. Ο ίδιος προσπάθησε μαζί με τους λοιπούς συναδέλφους να τοποθετήσουν τον συλληφθέντα εντός του εν λόγω οχήματος πιάνοντας τον από τα χέρια και τα πόδια. Ο ίδιος τον κρατούσε από το αριστερό μπράτσο όταν σε κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος τον δάγκωσε στο δεξί χέρι, στο σημείο του ώμου. Από το δάγκωμα σκίστηκε η φανέλα της αστυνομίας. Αυτήν αναγνώρισε (Τεκμήριο 9), ως ομοίως και τον εαυτό του στις σχετικές φωτογραφίες του Τεκμηρίου 3. Αποχωρώντας από το σημείο, εξετάστηκε στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού  Νοσοκομείου Λευκωσίας. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 4: «Φέρει οίδημα και πολλαπλές εκδορές στο μπράτσο δεξιά χωρίς άλλα τραύματα ή κακώσεις. Έγινε περιποίηση του τραύματος. Έγινε εμβόλιο τετάνου. Δόθηκε συνταγή με αντισηπτικά και αντιβίωση. Λήφθηκε δείγμα για ανάλυση για Ηπατίτιδα και HIV». Τα ευρήματα του Δρ. Ορθοδόξου είναι τα ακόλουθα αναφορικά με τις κακώσεις του ΜΚ6:

 

«1. Εντύπωμα οδόντων, εκχυμωτική  με συνοδές μικροεκδορές  στο άνω τριτημόριο της εξωτερικής επιφάνειας της δεξιάς βραχιόνιας χώρας, διαστάσεων 4Χ4 εκ».

 

  Κληθείς να απαντήσει κατά την αντεξέταση κατά πόσον ο κατηγορούμενος αιμορραγούσε ή ήταν τραυματισμένος ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν θυμάται, ενώ κληθείς να αναφέρει κατά πόσον κατά τη δική του αντίληψη ο κατηγορούμενος καταλάβαινε τι συνέβαινε, απάντησε ότι ο κατηγορούμενος ήταν αντιδραστικός, προσπαθώντας να κλωτσήσει τους αστυνομικούς, τονίζοντας ότι τέτοιες συμπεριφορές και περιστατικά οι ίδιοι, έχουν αντιμετωπίσει και στο παρελθόν.     

 

4.Ειδικός Αστυφύλακας 5810 Θεοχάρους – ΜΚ5

 

  Υιοθετώντας το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης Τεκμήριο 18 δήλωσε ότι την 22.5.20 και περί ώρα 18:00 έλαβαν τηλεφωνικές οδηγίες από τον Αξιωματικό Υπηρεσίας όπως μεταβούν σε περιστατικό ως ενισχύσεις. Όταν έφθασε είδε τους Αστ.650 και Αστ. 993 στο έδαφος μαζί με ένα άνδρα ο οποίος κλωτσούσε συνεχώς, χτυπούσε και έφτυνε στους προαναφερθέντες αλλά και στον ίδιο στην προσπάθεια να του περαστούν χειροπέδες. Ο κατηγορούμενος όντας ιδιαίτερα αντιδραστικός, τον τράβηξε από τη φανέλα σκίζοντας την (Τεκμήριο 7). Ακόμη και μετά την ακινητοποίηση του, ο κατηγορούμενος αρνείτο να μπει στο ειδικά διαμορφωμένο όχημα της αστυνομίας που ήρθε στο σημείο, ενώ στην προσπάθεια των να τον τοποθετήσουν εντός αυτού, ο πρώτος δάγκωσε τον Αστ. 1964 στον δεξί ώμο. Ο κατηγορούμενος έλεγε ασυναρτησίες, ευρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση και έφτυνε κατά πάνω τους.

 

  Αντεξετασθείς δήλωσε ότι εξ’ όσων θυμάται στο σημείο βρέθηκαν περί τους πέντε (5) αστυνομικούς οι οποίοι προσπαθούσαν να ακινητοποιήσουν τον κατηγορούμενο. Συμφώνησε ότι στον κατηγορούμενο ασκήθηκε ανάλογη βία για να τοποθετηθεί εντός του οχήματος αφού δεν συνεργαζόταν αλλά αντίθετα, η συμπεριφορά του τον καθιστούσε επικίνδυνο και προς τον εαυτό του αλλά και προς τους αστυνομικούς τους οποίους είχε ήδη κτυπήσει. Τον κατηγορούμενο τοποθέτησαν εντός του οχήματος κρατώντας τον και από τα χέρια και από τα πόδια. Οι αστυνομικοί δεν κτύπησαν τον κατηγορούμενο. 

 

 

5.Ειδικός Αστυφύλακας 5634 - ΜΚ9 

 

  Στο Τεκμήριο 21 (κατάθεση) γίνεται λόγος για άμεση μετάβαση τους στην οικία του κατηγορούμενου αφότου ζητήθηκαν ενισχύσεις. Φτάνοντας είδε τους Αστ. 650 και Αστ.933 στο έδαφος μαζί με ένα άνδρα, προσπαθώντας να του περάσουν χειροπέδες. Ο άνδρας κλωτσούσε συνεχώς, κτυπούσε και έφτυνε τους συναδέλφους αλλά και στον Ειδικό Αστυφύλακα 5810. Ο ίδιος προσπάθησε να απομακρύνει πολίτες από το χώρο οι οποίοι έβλεπαν έντρομοι την εξέλιξη του επεισοδίου, προς αποφυγή περαιτέρω συνωστισμού καλώντας για ενισχύσεις, ζητώντας υπηρεσιακή κλούβα για μεταφορά του συλληφθέντος.  Αντεξετασθείς ρωτήθηκε αν γνωρίζει το όνομα και επίθετο του άνδρα που περιγράφει, με τον μάρτυρα να απαντά αρνητικά. Κληθείς να αναφέρει κατά πόσον ο κατηγορούμενος ήταν τραυματισμένος, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν θυμάται.

 

  Έκαστος εκ των πιο πάνω μαρτύρων άφησε στο Δικαστήριο θετικές εντυπώσεις. Την μαρτυρία τους ως προς την εξέλιξη του περιστατικού αλλά και σε σχέση με το τί μαρτύρησαν κατά την άφιξη τους έκαστος στο μέρος, αποδέχομαι ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Η μαρτυρία των ιδώμενη συνολικά συμπλέει και κινείται σε αρμονία αναφορικά με την έναρξη, περιγραφή και κορύφωση του επεισοδίου μέχρι και την τελική σύλληψη και ακινητοποίηση του κατηγορούμενου. Η μαρτυρία τους δεν έχει αμφισβητηθεί επί της ουσίας, μήτε και υπήρξε αμφισβήτηση σε σχέση με την όλη εξέλιξη του επεισοδίου, είτε αναφορικά με τα τραύματα που αυτοί έφεραν ως αποτέλεσμα των πράξεων του κατηγορούμενου.

 

  Εκείνο που η υπεράσπιση επιδίωκε με τις ερωτήσεις της ήταν να εξασφαλίσει περαιτέρω διευκρινήσεις αναφορικά με τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, την κατάσταση στην οποία αυτός βρισκόταν, το δύσκολο του περιορισμού του, την ανάγκη για κλήση ενισχύσεων στο μέρος και το κατ’ ισχυρισμόν ανεξέλεγκτο της όλης συμπεριφοράς του. Το Δικαστήριο δεν εντόπισε σε οιονδήποτε εκ των μαρτύρων την ανάγκη για μεγέθυνση, αλλοίωση ή παραποίηση των γεγονότων, με τις απαντήσεις τους να δίδονται πηγαία και άμεσα στις ερωτήσεις αμφότερων συνηγόρων, προσπαθώντας έκαστος να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς το τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Δυνάμει των πιο πάνω, η μαρτυρία των ΜΚ1, ΜΚ5, ΜΚ6, ΜΚ7 και ΜΚ9 γίνεται στο σύνολο της αποδεκτή. 

 

Γείτονες και Αδελφή Κατηγορούμενου

 

6. Γεώργιος Κρύφτης – ΜΚ8

 

  Στην κατάθεση του Τεκμήριο 10 ο μάρτυρας, αναφέρει ότι τον κατηγορούμενο δεν γνωρίζει προσωπικά. Τα σπίτια τους βρίσκονται εντός της ίδιας γειτονιάς μεν, όμως αυτά δεν είναι δίπλα το ένα με το άλλο. Οι φωνές του κατηγορούμενου ακούγονται μέχρι την δική του οικία, γεγονός που οδήγησε στην υποβολή παραπόνων στο σταθμό. Όταν ο κατηγορούμενος φωνάζει, δεν είναι πάντα αντιληπτό τι λέει. Την επίμαχη ημέρα είδε από τη βεράντα του διαμερίσματος του περιπολικό της αστυνομίας έξω από το σπίτι του κατηγορούμενου. Αν και δεν άκουγε τί έλεγε κατάλαβε ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρισκόταν πάνω στην ταράτσα του σπιτιού του, μιλούσε θυμωμένα στους αστυνομικούς που βρίσκονταν στο ισόγειο της οικίας. Στο μέρος προσήλθαν ακόμη τρείς (3) με τέσσερεις (4) αστυνομικοί οι οποίοι προσπαθούσαν να τον ακινητοποιήσουν όμως αυτός φώναζε, κλωτσούσε, ύβριζε, απειλούσε και δεν συνεργαζόταν. Ενώ προσπαθούσαν να του περάσουν χειροπέδες αυτός δάγκωσε ένα αστυνομικό. Οι αστυνομικοί δεν τον κτύπησαν. Η αδελφή του κατηγορούμενου φώναζε όπως οι αστυνομικοί της επιτρέψουν να τον ηρεμήσει για να μπορέσει αυτός να εισέλθει εντός του περιπολικού. Σε κάποια στιγμή πριν τον βάλουν στο περιπολικό ο άνδρας φώναξε ότι είχε πόνο στο πόδι και όταν ο αστυνομικός τον πλησίασε αυτός τον κλώτσησε. Η μητέρα και αδελφή του κατηγορούμενου επιτίθονταν στους αστυνομικούς, παρεμβαίνοντας στο έργο τους.

 

  Κληθείς κατά την κυρίως εξέταση να αναφέρει κατά πόσον γνωρίζει αν ο κατηγορούμενος πάσχει από οποιαδήποτε προβλήματα ψυχικής υγείας, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν μπορεί να τοποθετηθεί. Αντεξετασθείς δήλωσε ότι παρά το ότι η οικία του βρίσκεται σε μια απόσταση 100 - 120 περίπου μέτρων από την οικία του κατηγορούμενου, μπορεί και ακούει τις φωνές του, αφού αυτές είναι έντονες. Εξ’ όσων αντιλαμβάνεται αυτός φωνάζει (και) μόνος του.

 

7. Αχιλλέας Τσολιάς – ΜΚ10

 

  Ο ΜΚ10 είναι Δικαστικός επιδότης και διαμένει τα τελευταία 15 χρόνια απέναντι από την οικία του κατηγορούμενου. Σύμφωνα με την κατάθεση του Τεκμήριο 11 ο κατηγορούμενος διαμένει με τους γονείς του και την αδελφή του στην εν λόγω οικία. Ως γείτονες ανταλλάζουν συχνά - πυκνά φιλοφρονήσεις. Τους τελευταίους τρεις (3) μήνες η  συμπεριφορά του κατηγορούμενου έχει αλλάξει αφού γίνεται επιθετικός, προκαλεί κόσμο, ενώ άλλοτε κτυπά τους τοίχους. Τα μεσημέρια ακούγονται συνήθως φωνές και ουρλιαχτά, με αποτέλεσμα να ξεσηκώνεται η γειτονιά. Μια φορά που ο κατηγορούμενος δεν κατάφερε να διώξει ένα γάτο που βρισκόταν κάτω από το όχημα του, ξεκίνησε να ουρλιάζει.

 

  Την 14.5.20 είδε περιπολικό της αστυνομίας να ανταποκρίνεται σε κλήση για φωνές και ουρλιαχτά που έρχονταν από το σπίτι του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος βγήκε στη βεράντα του ορόφου κοροϊδεύοντας τους αστυνομικούς, λέγοντας τους ότι δεν είχε κλειδιά για να τους ανοίξει. Την 15.5.20 περί το μεσημέρι ο μάρτυρας άκουσε τη μητέρα του κατηγορούμενου να φωνάζει «βοήθεια» μέσα από το σπίτι και τον συναγερμό του σπιτιού να κτυπά. Ο ίδιος κάλεσε την αστυνομία η οποία, αφού μετέβη στο σημείο ζητούσε όπως τους ανοίξουν την πόρτα επειδή οι φωνές συνέχιζαν να ακούγονται, ο συναγερμός δεν είχε ακόμη απενεργοποιηθεί και η μητέρα συνέχιζε να φωνάζει για βοήθεια. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, δύο (2) ακόμη περιπολικά έφθασαν στο σημείο. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να σπάσουν την πόρτα. Σε εκείνο το σημείο, εξήλθε από το πλαϊνό μπαλκόνι ο κατηγορούμενος λέγοντας με ήρεμο ύφος,: «Γεια σας ρε παιδιά τι κάμνετε;» Στο σημείο κατέφθασε η αδελφή του κατηγορούμενου η οποία ζητούσε εξηγήσεις ως προς το γιατί η αστυνομία προσπαθούσε να μπει σπίτι τους. Η αστυνομία της ζήτησε να ανοίξει την πόρτα για να δουν αν η κυρία που φώναζε ήταν καλά με την ίδια να δηλώνει ότι δεν έχει κλειδιά. Την πόρτα άνοιξε η μητέρα η οποία επιβεβαίωσε ότι ήταν καλά. Η αστυνομία αποχώρησε από το σημείο. Την 18.5.20 και ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν στη βεράντα του ορόφου ξεκίνησε να προκαλεί έναν ηλικιωμένο περαστικό, μιλώντας του ακαταλαβίστικα. Ένας άλλος περαστικός είπε στον ηλικιωμένο «δεν αξίζει τον κόπο», ζητώντας του να μην δώσει έκταση στο συμβάν.

 

  Την 20.5.20 και περί τις 07:45 είδε τον κατηγορούμενο να πηγαινοέρχεται και να φωνάζει, δίνοντας μπουνιές στους τοίχους. Η ώρα 17:30 άκουσε γυαλιά να σπάζουν. Τρέχοντας έξω, είδε τον κατηγορούμενο να κτυπά το αυτοκίνητο του, διαλύοντας τα καθρεφτάκια, τον πίσω ανεμοθώρακα και τα πίσω φώτα. Ο κατηγορούμενος πήγε μέσα στο σπίτι και κλειδώθηκε. Ακολούθησαν όσα περιγράφηκαν ανωτέρω. Ο ίδιος προσπάθησε να βοηθήσει τους αστυνομικούς πιάνοντας τα πόδια του κατηγορούμενου με τον τελευταίο να τον κλωτσά στο πρόσωπο, δύο φορές. Την ίδια ώρα η μητέρα του κατηγορούμενου κτυπούσε τους αστυνομικούς στον αυχένα. Στο μέρος κατέφθασε βοήθεια.

 

  Με πολύ κόπο κατάφεραν οι αστυνομικοί να τον ακινητοποιήσουν, με ένα εξ’ αυτών να ρίχνει στον κατηγορούμενο σπρέι στα μάτια, ενώ για να τον ακινητοποιήσουν χρειάστηκε παρέμβαση αριθμού αστυνομικών. Αποτελεί πεποίθηση του ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχικά προβλήματα. Τα ξεσπάσματα του σε κάποια στιγμή θα αποβούν μοιραία είτε για τον ίδιο είτε για άλλους. Δήλωσε κατά την κυρίως εξέταση του ότι δεν αποτελεί γιατρό, προσθέτοντας ότι εκείνη την εβδομάδα, η συμπεριφορά που εκδήλωσε ο κατηγορούμενος ήταν επικίνδυνη, με το κλίμα να είναι ιδιαίτερα τεταμένο και έντονο, με τους αστυνομικούς να προσπαθούν πέραν της μίας ώρας να τον τιθασεύσουν. Ακόμη και ο ίδιος προσπάθησε να του μιλήσει την ώρα του επεισοδίου, όμως δεν ξέρει αν ο κατηγορούμενος, ο οποίος πάλευε με τους αστυνομικούς, τον αναγνώρισε. Κατά τη δική του κρίση, ο κατηγορούμενος είχε αντίληψη του τι συνέβαινε αφού κορόιδευε και χλεύαζε τους αστυνομικούς, οι οποίοι τον έπεισαν να κατεβεί κάτω από τη βεράντα. Αντεξετασθείς ο μάρτυρας ανέφερε ότι εξ’ όσων γνωρίζει και θυμάται, ο κατηγορούμενος δεν φαίνεται να δημιουργούσε εντάσεις ή προβλήματα στο παρελθόν, με τη συμπεριφορά του αυτή να γίνεται πιο έντονη τους τελευταίους τρείς μήνες. Προς το τέλος του περιστατικού ο κατηγορούμενος έλεγε ασυναρτησίες και έβγαζε αφρούς από το στόμα. Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τα όσα επιμαρτύρησε να συμβαίνουν την εβδομάδα του περιστατικού τον οδήγησαν στο να πιστεύει ότι το εν λόγω άτομο ενδέχεται να πάσχει ψυχικά. 

 

  Η μαρτυρία των ΜΚ8 και M10 θα αξιολογηθεί, ως συναφής που είναι, παράλληλα. Αμφότεροι μάρτυρες άφησαν θετικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο. Ο ΜΚ8 περιορίστηκε στο να αναφέρει δεδομένα τα οποία ο ίδιος γνωρίζει ως αυτά μαρτύρησε από τη βεράντα του μπαλκονιού του. Τα όσα αναφέρει συμπλέουν με την μαρτυρία των αστυνομικών και την περιγραφή των γεγονότων. Ο λόγος του ήταν άμεσος και συνεκτικός, με τη φιλαλήθεια του εντοπίζεται μέσω και της φυσικότητας με την οποίαν απαντούσε στις ερωτήσεις αμφότερων συνηγόρων, χωρίς κανένα δισταγμό. Σημειώνεται δε ότι θετικό πρόσημο στη μαρτυρία του προσδίδει και το ότι αυτός απέφυγε να τοποθετηθεί επί γεγονότων για τα οποία δεν είχε ιδία γνώση. Αντίστοιχα αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΚ10. Ο μάρτυρας υπήρξε ειλικρινής προς το Δικαστήριο, με το τελευταίο να μην εντοπίζει οποιαδήποτε προσπάθεια εκ μέρους του όπως παραποιήσει ή μεγεθύνει γεγονότα. Αντίθετα, έθεσε στην κατάθεση του όλα όσα είχε επιμαρτυρήσει τις ημέρες που οδήγησαν στο περιστατικό, περιοριζόμενος σε γεγονότα και δεδομένα που ήταν εντός του πεδίου γνώσης του. Το γεγονός ότι η μαρτυρία του συμπλέει επί ουσιαστικών σημείων με αυτή του ΜΚ8 αλλά και των ΜΚ1, ΜΚ5, ΜΚ6, ΜΚ7 και ΜΚ9 επιβεβαιώνει το αληθές των θέσεων του. Το Δικαστήριο αποδέχεται την μαρτυρία του ως ειλικρινή και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.  

 

  Κρίνεται κατάλληλο σημείο όπως γίνει λόγος και στο περιεχόμενο της κατάθεσης της αδελφής του κατηγορούμενου (Τεκμήριο 5), έγγραφο το οποίο κατατέθηκε στη διαδικασία χωρίς ένσταση από την υπεράσπιση και το οποίο είχε στην κατοχή του ο ανακριτής (ΜΚ2) της υπόθεσης ως μέρος του ανακριτικού φακέλου. Σημειώνεται ότι η Σταυρούλα Καλλίδου δεν προσήλθε στη διαδικασία ως μάρτυρας, είτε εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής, είτε εκ μέρους της υπεράσπισης.

 

  Σύμφωνα με την κατάθεση της την 20.5.20 και περί ώρα 17:30 επέστρεψε σπίτι με το αυτοκίνητο της και γευμάτισαν με την οικογένεια της, περιλαμβανομένου και του αδελφού της. Ο κατηγορούμενος της ζήτησε το κλειδί του οχήματος. Το συγκεκριμένο όχημα είναι εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της οικογενειακής εταιρείας και ιδιοκτήτης αυτού είναι και ο ίδιος. Ανέφερε στον κατηγορούμενο ότι δεν έβρισκε το κλειδί του αυτοκινήτου με τον ίδιο να μην την πιστεύει αφού δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τη στιγμή που αυτή είχε επιστρέψει σπίτι. Ο κατηγορούμενος απαιτούσε τα κλειδιά, ρωτώντας την επανειλημμένα που είναι, ενώ στεκόταν έξω, πλησίον του οχήματος. Αφού του επανέλαβε ότι δεν βρίσκει το κλειδί, ακούστηκε ένας πολύ δυνατός θόρυβος, με τον κατηγορούμενο να ξεκινά να σπάζει τα γυαλιά του οχήματος με ένα κομμάτι ξύλο. Αμέσως τηλεφώνησε στην αστυνομία, η οποία προσήλθε στο μέρος. Αυτοί ρώτησαν τον κατηγορούμενο «τί κάνει», με τον κατηγορούμενο να απαντά ότι το όχημα ήταν της εταιρείας και δικό του, ανεβαίνοντας προς το πάνω μέρος της οικίας. Η αστυνομία είδε τις ζημιές στο όχημα και ενώ συνομιλούσαν για την ασφάλεια και το κατά πόσο υφίσταται οποιοδήποτε παράπονο, ο αδελφός της, της ζητούσε όπως η ίδια και η μητέρα της μεταβούν στον όροφο της οικίας όπου αυτός βρισκόταν, λέγοντας στους αστυνομικούς, «τί θέλετε εν να με συλλάβετε;». Η αστυνομία ζήτησε από τον κατηγορούμενο να κατεβεί κάτω με τον ίδιο να φτύνει στον αέρα. Η ίδια παρακάλεσε την αστυνομία να μην κατεβεί κάτω ο αδελφός της επειδή αυτός ήταν ακόμη θυμωμένος. Ξαφνικά  ο αδελφός της και ο αστυνομικός σπρώχνονταν, χωρίς η ίδια να δει πώς άρχισε το περιστατικό. Ο αδελφός της αντιδρούσε και δεν στεκόταν ακίνητος για να τον συλλάβουν. Στο έδαφος βρέθηκαν κατηγορούμενος και δύο αστυνομικοί, με τους τελευταίους να καλούν για ενισχύσεις. Επειδή ο αδελφός της αντιστεκόταν οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν τα ρόπαλα, τα σπρέι και τις χειροπέδες τους. Κλείνοντας αναφέρει ότι: «Η αλήθεια είναι ότι ο αδελφός μου μιλάει δυνατά και πολύ συχνά παρεξηγείται από τους γείτονες και αυτοί πολύ συχνά καλούν την αστυνομία και έρχονται σπίτι μας για ελέγχους. Επίσης έχουμε κάποια προβλήματα με τους γείτονες, κυρίως τη γειτόνισσά δίπλα μας (…) η οποία πολύ συχνά αναστατώνει τον αδελφό μου φωνάζοντας του ότι είναι πελλός, αλλά και σε μένα χαζή και παλαβή που τον στηρίζω. Αυτός πιθανόν να είναι και ο λόγος που ο αδελφός μου είχε τόσα πολλά νεύρα. (…). Επίσης να σας αναφέρω ότι αύριο, προτίθεμαι να πάρω σε δικό μου γιατρό τον αδελφό μου, για τη διαχείριση του θυμού του». 

 

  Η αδελφή του κατηγορούμενου ως επισημάνθηκε ανωτέρω δεν προσήλθε στο Δικαστήριο να μαρτυρήσει, μήτε και υιοθέτησε ποτέ το περιεχόμενο της καταθέσεως της, με το έγγραφο να κατατίθεται ενώπιον Δικαστηρίου όχι για την αλήθεια του περιεχομένου του αλλά ως μια κατάθεση η οποία αποτελούσε μέρος του μαρτυρικού υλικού, ευρισκόμενη στα χέρια του ανακριτή. Όπως τονίστηκε στις Κοκκίνης ν. Κοκκίνης Πολιτική Έφ. υπ’ αρ.247/2011, ημερ. 17.5.2017, και Ελένη Χαρένια & Σια Ε.Ε. ν. Σιδέρη, Πολ. Έφ. αρ. 70/2012, ημερ. 4.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:A219, η επελθούσα τροποποίηση του Κεφ. 9,  διατηρώντας και διαφυλάσσοντας τα δικαιώματα των διαδίκων, έδωσε τη δυνατότητα στο Δικαστήριο σε μια σύγχρονη αντιμετώπιση των θεμάτων απόδειξης να αποδέχεται μαρτυρία -που είναι βεβαίως σχετική με τα επίδικα θέματα-, έστω και εάν είναι εξ’ ακοής, ώστε η αξιολόγηση της όλης διαθέσιμης μαρτυρίας να γίνεται σφαιρικά και ανάλογα με το βαθμό αμεσότητας της. Κατά το άρθρο 27(1) του Κεφ. 9, η εξ’ ακοής μαρτυρία κρίνεται ως προς την αποδεικτική της αξία στη βάση αριθμού κριτηρίων που καθορίζονται στο εδάφιο (2) αυτού, κατά δε το εδάφιο (3), προς αξιολόγηση της βαρύτητας, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε. Η κατηγορούσα αρχή ζητά από το Δικαστήριο όπως βασιστεί επί της εν λόγω καταθέσεως δια την εξαγωγή συμπερασμάτων και ακολούθως ευρημάτων. Παρά ταύτα όμως, καμία αιτιολογία ή εξήγηση δεν δόθηκε στο Δικαστήριο για το λόγο για τον οποίο η κατηγορούσα αρχή επέλεξε όπως τη συγκεκριμένη κατάθεση θέσει ενώπιον Δικαστηρίου μέσω του ΜΚ2 και όχι δια της ίδιας της καταθέτουσας. Δυνάμει των πιο πάνω, καμία βαρύτητα δεν θα προσδώσει το Δικαστήριο στο εν λόγω έγγραφο ή στο περιεχόμενο του, αφού αν κάτι τέτοιο γινόταν δεκτό θα είχε ως αποτέλεσμα να μετατρέπονται οι καταθέσεις σε μαρτυρία για την αλήθεια του περιεχομένου τους, παρακάμπτοντας έναν εκ των βασικών κανόνων απόδειξης ήτοι, την προσκόμιση ενώπιον του Δικαστηρίου της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας, (όπου αυτή υπάρχει) αλλά και της δυνατότητας αμφισβήτησης της.

 

 

Ανακριτής και Αστυνομικοί που Προσπάθησαν να Διερευνήσουν

 

8. Αρχιαστυφύλακας 334- Χριστοδούλου -ΜΚ2

 

  Ο ΜΚ2 είναι ο ανακριτής της υπόθεσης. Τα καθήκοντα του περιορίστηκαν στη λήψη κατάθεσης από την αδελφή του κατηγορούμενου (Τεκμήριο 5) και στη συμπλήρωση του ανακριτικού φακέλου. Στο περιστατικό δεν ήταν παρών, μήτε και συνόδευσε τον κατηγορούμενο στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία. Τον κατηγορούμενο γνωρίζει επειδή ανταποκρίθηκε στο περιστατικό της 15.12.20. Ερωτηθείς από την κατηγορούσα αρχή κατά πόσον, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, υπήρχε καταχωρημένη οποιαδήποτε εγγραφή στο μηχανογραφημένο σύστημα της αστυνομίας σε σχέση με την ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι τίποτα σχετικό δεν υπήρχε καταχωρημένο. Μήτε η αδελφή του κατηγορούμενου έκανε λόγο σε οτιδήποτε σχετικό όταν της λαμβάνετο κατάθεση. Ενημερώθηκε εκ των υστέρων ότι τον Δεκέμβριο του 2020 καταχωρήθηκε αίτηση από την αστυνομία στην Επαρχία Αμμοχώστου για εξέταση και νοσηλεία του κατηγορούμενου. Στη διαδικασία κατάθεσε τα Τεκμήρια 4 (Ιατρικές Βεβαιώσεις), 6 (Ιατροδικαστικές Εκθέσεις) και 7 μέχρι 9 (Υπηρεσιακές φανέλες και πουκάμισα των αστυνομικών).

 

  Αντεξετασθείς τόνισε ότι τα καθήκοντα του περιορίστηκαν στην συμπλήρωση του ανακριτικού φακέλου και το καταμερισμό των ενεργειών που όφειλαν να ολοκληρωθούν στους λοιπούς συναδέλφους του. Οδηγίες για λήψη καταθέσεων από τους γείτονες έδωσε ο ίδιος. Κληθείς να απαντήσει ποιος έδωσε οδηγίες να μην ληφθεί κατάθεση από τον κατηγορούμενο, απάντησε ότι δεν μπορεί να απαντήσει το ερώτημα, μη ενθυμούμενος αν ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ή εξέφρασε επιθυμία να μην δώσει τέτοια. Στη θέση του κ. Χριστοδούλου ότι η μη λήψη κατάθεσης δεν ήταν ένεκα άρνησης του κατηγορούμενου, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν θυμάται. Αποτέλεσε θέση της υπεράσπισης ότι το μαρτυρικό υλικό και συγκεκριμένα οι καταθέσεις των γειτόνων όφειλαν να προβληματίσουν τον ανακριτή ως προς τη ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου. Προς τούτη την κατεύθυνση ο μάρτυρας αντεξετάστηκε εκτενώς. Απαντώντας ο Μκ2 δήλωσε ότι την πιο πάνω τοποθέτηση δεν ενστερνίζεται καθότι οι αναφορές τρίτων δεν αποτελούν τίποτα άλλο από την παράθεση μιας υποκειμενικής γνώμης. Τόνισε ότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο είχε μιλήσει με την αδελφή του κατηγορούμενου η οποία «ούτε προφορικώς ούτε γραπτώς τους είπε ότι ο αδελφός της έχει οποιαδήποτε ψυχολογικά προβλήματα». Κληθείς να απαντήσει κατά πόσον συμφωνεί ότι η συμπεριφορά που εκδήλωσε ο κατηγορούμενος την 20.12.20 -και η οποία τον οδήγησε σε νοσηλεία- ήταν ίδια με αυτήν του επίδικου περιστατικού, απάντησε ότι δεν γνωρίζει.

 

  Η αναφορά της αδελφής του κατηγορούμενου στην κατάθεση της (Τεκμήριο 5) ότι, θα προτιμούσε «ο αδελφός της να παραμείνει στο νοσοκομείο μέχρι την διευθέτηση της κατάστασης», αφορούσε στο ότι ο κατηγορούμενος έφερε τραύματα και όχι επειδή έπασχε ψυχική νόσο. Τα δικαιώματα του κατηγορούμενου του παραδόθηκαν η ώρα 22:00, μη γνωρίζοντας το λόγο της καθυστέρησης στην παράδοση των, τονίζοντας ότι ο κατηγορούμενος δεν εξέφρασε την επιθυμία να συνομιλήσει με συνήγορο. Ως προς το λόγο που δεν λήφθηκε κατάθεση από τη μητέρα του κατηγορούμενου, ο ΜΚ2 απάντησε ότι είχε ήδη ληφθεί κατάθεση από το οικογενειακό περιβάλλον και ανεξάρτητους παρατηρητές/ αυτόπτης μάρτυρες. Αν η μητέρα δήλωσε ήθελε να δώσει κατάθεση, η αστυνομία δεν θα αρνείτο τη λήψη της. Στη θέση της υπεράσπισης ότι παραβιάστηκαν συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορούμενου από τον τρόπο που η αστυνομία επέλεξε να χειριστεί την υπόθεση ο μάρτυρας απάντησε λέγοντας: «Θεωρώ ότι λειτουργήσαμε σωστά. Εξέφρασε το παράπονο, εξέφρασε ότι κτυπήθηκε, τον μεταφέραμε στον ιατροδικαστή, στην ιατροδικαστική διεύθυνση και κάναμε τις ενέργειες μας». Ερωτηθείς γιατί δεν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο για εξετάσεις ο μάρτυρας κατέθεσε ως Τεκμήριο 12 έντυπο με τίτλο «Δικαίωμα Κρατούμενου σε Ιατρική Εξέταση/ Περίθαλψη και Παρακολούθηση» στο οποίο o κατηγορούμενος κατέγραψε ότι δεν επιθυμούσε να εξεταστεί από ιατρό.

 

  Η μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης και κατ’ επέκταση το σύνολο των ενεργειών του, με δεδομένο το περιορισμένο των καθηκόντων και εμπλοκής του στην υπόθεση γίνεται στο σύνολο της αποδεκτή. Ως εκ τούτου η μαρτυρία του και τα όσα καταγράφηκαν ανωτέρω σε σχέση με τις ενέργειες του καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου. Αν και η μαρτυρία του εξεταστή σε σχέση με τις ενέργειες του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της, παρεμβάλλω στο σημείο αυτό, αν και δεν τέθηκε ζήτημα αξιοπιστίας του, ότι η μαρτυρία του δεν προσέφερε οτιδήποτε ουσιαστικό σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης.

 

9.  Αστυφύλακας 435 Κυριακίδου – ΜΚ3

 

  Η εν λόγω μάρτυρας μετέβη σύμφωνα με την κατάθεση της (Τεκμήριο 13) την 5.5.20 και ώρα 20:15 στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία αφού είχε ενημερωθεί για την προηγηθείσα σύλληψη του κατηγορούμενου. Παρουσία της ιδίας αλλά και του επί καθήκοντι φωτογράφου Αστ.2294, έλαβαν χώραν οι  ιατροδικαστικές εξετάσεις των ΜΚ1, ΜΚ6, ΜΚ7 και του κατηγορούμενου. Έλαβε, μεταξύ των ωρών 21:05-21:13 γραπτή συγκατάθεση εκ μέρους του κατηγορούμενου για «εξέταση από ιατροδικαστή, φωτογράφηση, εξέταση για κορωνοϊό και λήψη αποτυπωμάτων» (Τεκμήριο 14). Η ώρα 22:00 παρέδωσε γραπτώς στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα του ο οποίος υπέγραψε παραλαβή τους (Τεκμήριο 15).  Η ίδια ήταν το πρόσωπο που παρέλαβε από τους αστυνομικούς τις υπηρεσιακές τους φανέλες και πουκάμισα, Τεκμήρια 7 μέχρι 9. Έκανε προσπάθεια να ανακρίνει τον κατηγορούμενο προφορικά (συμφώνως του Ημερολογίου Ενεργείας Τεκμήριο 16), ενέργεια η οποία δεν καρποφόρησε αφού ο κατηγορούμενος μονολογούσε ακατάπαυστα χωρίς να την κοιτάζει, με τον λόγο του να μην γίνεται καταληπτός. Ανά διαστήματα ύψωνε τον τόνο της φωνής του, όντας θυμωμένος. Αναγνώρισε κατά την κυρίως εξέταση της τη δέσμη φωτογραφιών Τεκμήριο 3, ως τις φωτογραφίες που λήφθηκαν στην παρουσία της. Πρόσθεσε ότι το όνομα του συλληφθέντος επί των έγγραφων δικαιωμάτων αυτού (Τεκμήριο 12) συμπλήρωσε η ίδια, με τον κατηγορούμενο να συμπληρώνει στην παρουσία της χειρόγραφα την επιθυμία του όπως μην εξεταστεί από ιατρό.

 

  Ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση πώς δύνατο να ανακρίνει τον κατηγορούμενο από τη στιγμή που η ίδια δεν ήταν παρούσα στο περιστατικό, με την μάρτυρα να αναφέρει ότι σκοπός της ανάκρισης ήταν για να δοθεί η ευκαιρία στον κατηγορούμενο να προβάλει τις όποιες θέσεις και ισχυρισμούς επιθυμούσε, με σκοπό τη διερεύνηση τους. Οδηγίες για προφορική ανάκριση του κατηγορούμενου έλαβε από τον Αστυφύλακα 334. Ο λόγος που δεν του λήφθηκε γραπτή κατάθεση ήταν επειδή εκείνη την ώρα βρίσκονταν σε δωμάτιο αναμονής για τον κορωνοϊό, με τις συνθήκες που επικρατούσαν να χαρακτηρίζονται ως ιδιάζουσες. Κληθείσα να απαντήσει γιατί υπήρξε μια τετράωρη φαινομενικά καθυστέρηση στην επίδοση των δικαιωμάτων του, η μάρτυρας απάντησε ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε πλήρως για τα δικαιώματα του αφού αυτά επεξηγούνται κατά το χρόνο σύλληψης, προφορικά.

 

  Επεξήγησε περιπλέον ότι αφού η ίδια είχε μεταβεί στον χώρο η ώρα 21:50, επέδωσε τα δικαιώματα στον κατηγορούμενο (22:00) και έκανε προσπάθεια να τον ανακρίνει αφού του επέστησε πρώτα την προσοχή του στο Νόμο. Στη θέση της υπεράσπισης ότι τα δικαιώματα του εν λόγω προσώπου φέρεται να του παραδόθηκαν μετά το πέρας της ιατροδικαστικής εξέτασης, η μάρτυρας απάντησε ότι ορθότερο θα ήταν όπως αυτά του δοθούν προ της εξέτασης, όμως η εν λόγω εξέταση έλαβε χώρα δυνάμει δικού του αιτήματος, ο οποίος συναίνεσε δια της υπογραφής του επί του Τεκμηρίου 14 για τη διεξαγωγή της. Η συγκατάθεση του κατηγορούμενου λήφθηκε μεταξύ των ωρών 21:05-21:13 (Τεκμήριο 14). Ρωτήθηκε η μάρτυς κατά πόσον ο κατηγορούμενος έφερε χειροπέδες με την ίδια να αποκρίνεται ότι δεν θυμάται, ενώ σε ερώτηση κατά πόσον αυτός έφερε εμφανή τραύματα, απάντησε ότι αν και δεν μπορεί να ανακαλέσει λόγω παρόδου χρόνου, προφανώς και είχε για να διαταχθεί η διεξαγωγή εξέτασης. Ανέφερε τέλος ότι σε κανένα σημείο δεν αισθάνθηκε να απειλείται από τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου.

 

  Το Δικαστήριο αποδέχεται χωρίς ενδοιασμό τη μαρτυρία της ΜΚ3, ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Την μαρτυρία της ότι προσπάθησε κατόπιν οδηγιών να ανακρίνει τον κατηγορούμενο αλλά και τους λόγους που αυτή η προσπάθεια δεν καρποφόρησε αποδέχομαι ως αξιόπιστη ειλικρινή. Σε ότι αφορά δε τα δικαιώματα και συγκατάθεση του κατηγορούμενου σε σχέση με τη διενέργεια εξετάσεων στο πρόσωπο του, η μαρτυρία της γίνεται καθ’ όλα αποδεκτή, με την ΜΚ3 να παραμένει σταθερή στις θέσεις της, θέσεις οι οποίες ως αξιόπιστες αποτελούν και ευρήματα Δικαστηρίου ότι, με την μετάβαση της στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία η ώρα 20:15, έλαβε χώρα ιατροδικαστική εξέταση μεταξύ των ωρών 20:20:21:40. O κατηγορούμενος υπογράφοντας σχετικά, παρουσία της ΜΚ3 επί του Τεκμηρίου 14, συγκατατέθηκε μεταξύ των ωρών 21:05- 21:13 όπως ληφθούν φωτογραφίες που τον απεικονίζουν και διεξαχθεί ιατροδικαστή εξέταση σε ότι αφορά το πρόσωπο του.

 

  Με το πέρας της εξέτασης η ΜΚ3, επέδωσε στον κατηγορούμενο η ώρα 22:00 τα δικαιώματα του, για τα οποία εν πάση περιπτώσει, δυνάμει της ενώπιον μου ήδη κριθείσας ως αξιόπιστη μαρτυρία, είχε προηγουμένως, και δη κατά το χρόνο σύλληψης του, ενημερωθεί προφορικά. Η ΜΚ3 κάλεσε τον κατηγορούμενο να απαντήσει σε ερωτήσεις με σκοπό την προφορική του ανάκριση, κάτι το οποίο δεν επετεύχθη με τον κατηγορούμενο να μην της δίνει καμία σημασία, μονολογώντας και υψώνοντας τον τόνο της φωνής του ανά διαστήματα.

 

  Κρίνεται κατάλληλο στάδιο όπως σημειωθεί ότι, οι θέσεις της μάρτυρος σε σχέση με το χρόνο έναρξης της εξέτασης, της διάρκειας της αλλά και της συναίνεσης του κατηγορούμενου περί διεξαγωγής της επιβεβαιώνονται και δια μέσω του περιεχομένου της Εκ Συμφώνου κατατεθείσας μαρτυρίας του Αστ. 2294, φωτογράφου – Τεκμήριο 17. Σημειώνεται επίσης ότι ουδέποτε τέθηκε από την υπεράσπιση στην ΜΚ3 η θέση ότι, η υπογραφή του κατηγορούμενου επί του Τεκμηρίου 12 δεν ήταν η δική του για να μπορέσει η μάρτυρας να τοποθετηθεί, αφήνοντας τη θέση της ΜΚ3 ότι ο κατηγορούμενος υπέγραψε στην παρουσία της, αναντίλεκτη. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία της ΜΚ3 ως ειλικρινή και αξιόπιστη.

 

10. Ιατροδικαστής Ορθόδοξος Ορθοδόξου – ΜΚ4

 

  Ο ΜΚ4 εργάζεται στο Υπουργείο Υγείας από το 2016. Τα προσόντα του δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την υπεράσπιση. Αναγνώρισε αμφότερα Τεκμήρια 3 και 6 υιοθετώντας πλήρως το περιεχόμενο αυτών, αναλύοντας και επεξηγώντας σε απλή και κατανοητή γλώσσα έκαστο εκ των ευρημάτων του σε σχέση με τα πρόσωπα που είχε εξετάσει, αντιστοιχώντας κατά την κυρίως εξέταση κάθε του εύρημα με την σχετική επί του προκείμενου φωτογραφία (Τεκμήριο 3). Σημειώνεται ότι καμία ερώτηση δεν τέθηκε από την υπεράσπιση σε σχέση με τα τραύματα που έφεραν οι αστυνομικοί, μήτε τέθηκαν εν αμφιβόλω τα ευρήματα του μάρτυρα σε σχέση με αυτά. Ο μάρτυς εξήγησε ότι η εξέταση έλαβε χώρα σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο παρουσία φωτογράφου αστυνομικού ο οποίος φωτογράφιζε καθ’ υπόδειξη του ιδίου τις κακώσεις που εντοπίζονταν. Παρούσα ήταν και δεύτερος αστυνομικός (ΜΚ3) η οποία κατέγραφε τις πράξεις των, συμπληρώνοντας σχετικά, ημερολόγιο ενεργείας.  

 

  O μάρτυρας αντεξετάσθηκε εκτενώς σε σχέση με τα ευρήματα και τραύματα που έφερε ο κατηγορούμενος. Η υπεράσπιση αφού υπέδειξε συγκεκριμένα σημεία επί των σχετικών φωτογραφιών (φωτογραφίες 58, 59, 60, 62, 63, 73, 75, 76, 77, 81, 86 και 87- Τεκμήριο 3) υπέβαλε ότι αυτό που προκύπτει από το φωτογραφικό υλικό είναι η ύπαρξη τραυμάτων στον κατηγορούμενο τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν ως ευρήματα στην έκθεση του ΜΚ4, με τον μάρτυρα να απαντά ότι: «Τα αποξηραμένα αίματα δεν αναγράφονται σε κλινικές εξετάσεις αλλά σε νεκροτομές μόνο, που είναι άλλος ο σκοπός που περιγράφονται σε νεκροτομές. Η ερυθρότητα δεν είναι κάκωση. Όντως υπάρχει κάποια ερυθρότητα, κάποιο χρώμα από αίμα εκεί, το οποίο με τη γάζα, όταν καθαρίστηκε, να μην υπήρχε. Αυτά. Οι κακώσεις που υπάρχουν τις περιγράφω πάντα».

 

  Ο ΜΚ4 εξήγησε, ότι οι ερυθρότητες που εντοπίζονται επί του προσώπου του κατηγορούμενου (πηγούνι και πλησίον αυτιού) δεν αποτελούν κακώσεις, εξ’ου και δεν περιγράφονται στην έκθεση. Τη θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος έφερε δύο σπασμένα δόντια ο μάρτυρας δεν αποδέχθηκε, λέγοντας ότι η στοματική κοιλότητα εξετάστηκε και τίποτα σχετικό δεν εντοπίστηκε. Πρόσθεσε ότι αν πράγματι υπήρχαν σπασμένα δόντια, η αιμορραγία δεν θα σταματούσε παρά μόνο μετά την πάροδο 24 ωρών, λόγω της βλεννογόνου που υπάρχει εσωτερικά της στοματικής κοιλότητας. Σε ότι αφορούσε την «καφεοειδή χροιά» που υπέδειξε ο κ. Χριστοδούλου στα χείλη του κατηγορούμενου, ο ΜΚ4 υπενθύμισε ότι ο κατηγορούμενος φέρεται να είχε δαγκώσει κάποιον, και συνεπώς αν αυτό ήταν αίμα, ενδέχεται να μην ήταν καν δικό του. Συμπλήρωσε ότι πάντοτε τα τραύματα καθαρίζονται με γάζα και φυσιολογικό ορό, ούτως ώστε να εντοπιστεί κατά πόσον υπάρχει κάκωση για να φωτογραφηθεί. Τις θέσεις της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος έφερε και άλλα τραύματα στο πρόσωπο, γόνατο και στην καρπιαία περιοχή τα οποία δεν καταγράφηκαν ο μάρτυρας απέρριψε, δηλώνοντας ότι αποκλείεται να είχε εντοπιστεί οποιαδήποτε κάκωση και να μην είχε καταγραφεί στα ευρήματα του.

 

   Σημειώνεται ότι η μαρτυρία του ΜΚ4 ο οποίος κλήθηκε να μαρτυρήσει ως εμπειρογνώμονας αξιολογήθηκε με βάση τις καθιερωμένες αρχές ως αυτές έχουν τεθεί από τη νομολογία και συγκεκριμένα ότι, η αποστολή των ειδικών είναι να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια ώστε αυτό να μπορεί να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων τους, προκειμένου να σχηματίσει τη δική του, ανεξάρτητη κρίση, εφαρμόζοντας τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία.

 

  Υπενθυμίζεται στο στάδιο αυτό η ευθυγραμμισμένη νομολογιακή προσέγγιση ότι, η αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, γίνεται δυνάμει των ίδιων αρχών βάση των οποίων κρίνονται οι μαρτυρίες κοινών μαρτύρων (βλ. Κώστας Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113, Μελικίδης ν Παπαγεωργίου (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 832). Τα προσόντα και εμπειρογνωμοσύνη του ΜΚ4 δεν έτυχαν καμίας αμφισβήτησης από την υπεράσπιση. Δυνάμει των όσων αναφέρθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου έχω ικανοποιηθεί ότι τα προσόντα και η εμπειρία του συγκεκριμένου μάρτυρα του προσδίδουν την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Ο ΜΚ4 εξήγησε με σαφήνεια τα ευρήματα του, με το Δικαστήριο να καταλήγει, αφού εξέτασε συνολικά την μαρτυρία του ότι αυτή είναι καθ’ όλα αξιόπιστη και τεκμηριωμένη. Ο μάρτυς εξήγησε με απλό και κατανοητό τρόπο τα ευρήματα του σε σχέση με τις ιατροδικαστικές εξετάσεις που διενήργησε επί όλων των προαναφερθέντων μαρτύρων κατηγορίας αλλά και στον κατηγορούμενο. Η επιστημονική ορθότητα των συμπερασμάτων του, η οποία ουδόλως κλονίστηκε από την αντεξέταση, συνεκτιμούμενη με το γεγονός ότι παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του τις οποίες εξήγησε και ανέλυσε ενώπιον Δικαστηρίου, διαφωτίζοντας το παράλληλα επιστημονικώς, ως προς τους λόγους δια τους οποίους διαφωνούσε με τις εισηγήσεις της υπεράσπισης, οδηγούν το Δικαστήριο στην αποδοχή της μαρτυρίας του στο σύνολο της, χωρίς κανένα ενδοιασμό. Τα ευρήματα του ΜΚ4 αναφορικά με τις κακώσεις που έφεραν στο σώμα τους οι ΜΚ1, ΜΚ6 και ΜΚ7 καθίστανται ευρήματα Δικαστηρίου.

 

11. Δρ. Έλενα Χατζηιωάννου – ΜΚ11

 

  Η Δρ. Χατζηιωάννου είναι Ψυχίατρος και εργάζεται στο Δημόσιο από το έτος 2014, έχοντας 20ετή εμπειρία. Το 2020 εργαζόταν στις επαρχίες Λεμεσού και Αμμοχώστου. Τα προσόντα και εμπειρία της δεν τέθηκαν εν αμφιβόλω.

 

  Η ΜΚ11 εξέτασε στα πλαίσια των καθηκόντων της τον κατηγορούμενο την 22.12.20, ήτοι 8 μήνες μετά το επίδικο περιστατικό και μετά την έκδοση Διατάγματος Δικαστηρίου για υποχρεωτική εξέταση κάτω από τις πρόνοιες του Νόμου 77(Ι)/97. Αφορμή για την εξέταση ήταν, ως της αναφέρθηκε από την αστυνομία η οποία είχε υποβάλει το αίτημα, η εκδήλωση άνευ λόγου, επιθετικής συμπεριφοράς εναντίον πολιτών και αστυνομικών. Η εξέταση που διενήργησε βασίστηκε σε συνέντευξη και κλινική παρατήρηση του κατηγορούμενου, υποβάλλοντας του ανοικτού αλλά και κλειστού τύπου ερωτήσεις. Αφού τον εξέτασε κατέληξε ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τη Δικαστική διαδικασία και ότι ενδέχετο να ήταν επικίνδυνος για άλλους, περιγράφοντας τον ως: «Λογορροικό, παρανοϊκό, ανήσυχο, έντονο στη συζήτηση, αποκρυπτικό, αποφεύγοντας να αναφερθεί σε γεγονότα που οδήγησαν στη σύλληψη του, λέγοντας υποθετικά σενάρια» (Τεκμήριο 22).

 

  Τον κατηγορούμενο ξεκίνησε να παρακολουθεί σε ιδιωτική βάση κατόπιν παράκλησης της αδελφής του και μετά το εξιτήριο που αυτός έλαβε από το Νοσοκομείο Αθαλάσσας την 11.1.21. Η παρακολούθηση ήταν για ένα χρόνο. Την 2.3.21, ήτοι μετά από δύο μήνες παρακολούθησης, παρέδωσε στον κατηγορούμενο Ιατρική Βεβαίωση (Τεκμήριο 23) το περιεχόμενο της οποίας διαβάζει ως ακολούθως:

 

«Βεβαιώνεται ότι ο Ξένιος Καλλίδης με ΑΔΤ ΧΧΧΧ εξετάστηκε από εμένα στα εξωτερικά ιατρεία Αμμοχώστου την 15.12.20. Τη δεδομένη στιγμή βρισκόταν σε μανιακόμορφο επεισόδιο και σε σύγχυση οπότε νοσηλεύτηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθαλάσσας μέχρι τις 11.1.21. Μετά το εξιτήριο του συνεχίζει την παρακολούθηση του σε τακτική βάση. Βρίσκεται υπό φαρμακευτική αγωγή η οποία μειώνεται σταδιακά και είναι χωρίς ενεργό συμπτωματολογία. Όσον αφορά το επεισόδιο βανδαλισμού στις 20.5.20 και γνωρίζοντας τον ανωτέρω μπορώ να πω με ασφάλεια ότι τη δεδομένη στιγμή βρισκόταν σε ανάλογο επεισόδιο».

 

  Κληθείσα να απαντήσει σε ερώτηση της κατηγορούσας αρχής κατά πόσον υιοθετεί το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 23 η μάρτυρας έσπευσε να διευκρινίσει ότι, από τη στιγμή που τον κατηγορούμενο δεν εξέτασε την 20.5.20, η καταγραφή της ορολογίας «με ασφάλεια» είναι λανθασμένη, αφού εκεί όφειλε να υπήρχε ένα «δεν». Η φράση συνέχισε, έπρεπε να διαβάζει, «..δεν μπορώ να πω με ασφάλεια ότι τη δεδομένη στιγμή βρισκόταν σε ανάλογο επεισόδιο». Η βεβαίωση ετοιμάστηκε μετά από παράκληση του κατηγορούμενου, χωρίς να της αναφέρεται όμως ο λόγος ή ο σκοπός της χρήσης του. Τον κατηγορούμενο παρακολουθούσε συνολικά για περίοδο ενός έτους, ήτοι ακόμη και μετά την έκδοση του προαναφερθέντος πιστοποιητικού. Η συνεργασία των ολοκληρώθηκε όταν «τέθηκε ζήτημα με το Δικαστήριο», και δη, όταν της ζητήθηκε να παρουσιαστεί και να μαρτυρήσει υπέρ του κατηγορούμενου, με τον τελευταίο να της επιδεικνύει την παρούσα βεβαίωση και την ίδια να του απαντά ότι «δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτό που εκεί καταγράφηκε».

 

  Το συγκεκριμένο λεκτικό εξήγησε δεν συνηθίζει να χρησιμοποιεί εξ’ ου και φαίνεται να έγινε κάποιο λάθος. Με δεδομένο ότι τον κατηγορούμενο δεν γνώριζε την 20.5.20 μήτε και εξέτασε αυτόν, η πιο πάνω αναφορά δεν μπορεί παρά να είναι λανθασμένα αποτυπωμένη.   

 

  Εξήγησε ερωτηθείσα σχετικά επί των συμπερασμάτων της τον Δεκέμβριο του 2020 ότι, από μια και μόνο συνάντηση δεν μπορεί κανείς να προβεί σε διάγνωση, εξ’ ου και η καταγραφή επί του Τεκμήριου 22 περί «μανιακόμορφου» και όχι «μανιακού επεισοδίου» αφού, για να καταλήξει ένας σε διάγνωση πρέπει να έχει πρώτα εξετάσει και μελετήσει τον άλλον. Ο κατηγορούμενος τον Δεκέμβριο του 2020 δεν απαντούσε στις ερωτήσεις που τον ρωτούσε σε σχέση με τα γεγονότα που τον οδήγησαν ενώπιον της (αποκρυπτικός), υπερβολικά καχύποπτος (παρανοϊκός), ψυχοκινητικά ανήσυχος, χρησιμοποιώντας δυνατά τη φωνή του, κάνοντας τον άλλον να αντιληφθεί μια επιθετικότητα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν, κατά την κρίση της ευέξαπτος, ανήσυχος και διεγερτικός, τον καθιστούσαν ανίκανο να παρακολουθήσει τη Δικαστική διαδικασία. Η κατηγορούσα αρχή έσπευσε να ρωτήσει κατά πόσον ο κατηγορούμενος την 15.12.20 είχε επίγνωση των πράξεων και ενδεχόμενων συνεπειών τους, με την μάρτυρα να απαντά:

 

«Θεωρώ πως ναι γι’ αυτό και ήταν αποκρυπτικός, γιατί προφανώς ήξερε τις συνέπειες. Μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μειωμένη κριτική ικανότητα λόγω μιας σοβαρής ψυχικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν εκείνη τη στιγμή αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει επίγνωση. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις».

 

  Ρωτήθηκε από την κα. Χαραλάμπους κατά πόσον ο κατηγορούμενος σε περίπτωση που βρισκόταν σε μανιακό επεισόδιο την 15.12.20 διατηρούσε αντίληψη των πράξεων του ή, ότι κατά πόσον αντιλαμβανόταν ότι αυτό που έκανε ήταν κακό ή λανθασμένο, με την μάρτυρα να απαντά ότι το «ζήτημα του ακαταλόγιστου είναι μια μεγάλη ιστορία», όμως εξ’ όσων η ίδια αντιλαμβάνεται αυτός «ποτέ δεν ήταν τόσο εκτός εαυτού».

 

  Υποβλήθηκε στη μάρτυρα κατά την αντεξέταση ότι ο λόγος που ο κατηγορούμενος κατέληξε ενώπιον της την 15.12.20 ήταν γιατί αυτού του είδους τη συμπεριφορά είχε εκδηλώσει και στο παρελθόν και συγκεκριμένα και την 20.5.20, εξ΄ου και η καταγραφή στα γεγονότα επί του Τεκμηρίου 22 ότι, «δάγκωσε αστυνομικούς». Η ΜΚ11 απάντησε ότι όσα κατέγραψε εκεί ως γεγονότα Δεκεμβρίου 2020 αφορούν στις ενώπιον της αναφορές από την αστυνομία, μην μπορώντας να τοποθετηθεί περαιτέρω επί του προκείμενου. Συμφώνησε με τον κ. Χριστοδούλου ότι υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητά δυνάμει των συμπερασμάτων της, ως αυτά προέκυψαν κατά την εξέταση που η ίδια διενήργησε, αλλά και ενόψει των καταγραφών επί του εξιτηρίου από το Νοσοκομείο Αθαλάσσας, ο κατηγορούμενος την 15.12.20 να εκδήλωσε ένα «μανιακού τύπου, επεισόδιο».

 

  Μέρος της συμπτωματολογίας που ενδέχεται να εμφανίσει ένας «μανιακός» ανέφερε η μάρτυς είναι μεταξύ άλλων, η λογόρροια, η ανησυχία, η φυγή ιδεών, οι άσκοπες και αλόγιστες αγορές, οι εκρήξεις θυμού, η πιθανή έλλειψη αυτοελέγχου και ίσως η αυξημένη συμμετοχή σε επικίνδυνες δραστηριότητες ως απότοκο των πιθανών ιδεών «μεγαλείου», με τον ασθενή να θεωρεί εκείνη τη στιγμή ότι «είναι κάτι μεγαλύτερο από αυτό που πραγματικά είναι». Τα πιο πάνω χαρακτηριστικά δεν είναι απαραίτητο συνέχισε η μάρτυρας να συγκεντρώνει κανείς σωρευτικά ή ταυτόχρονα. Ερωτήθηκε κατά πόσον είναι πιθανόν κάποιος που εκδηλώνει ριψοκίνδυνες συμπεριφορές, τελώντας υπό το καθεστώς μανιακού επεισοδίου να μην αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεων του, με την ΜΚ11 να απαντά:

 

«Tο ότι δεν αντιλαμβάνεται κανείς τις αρνητικές συνέπειες των πράξεων του ένεκα των ιδεών μεγαλείου που νιώθει, ήτοι ότι νομίζει ότι δεν μπορεί να πάθει κακό, δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τι είναι καλό και τι κακό, με τα δύο να είναι δύο διαφορετικά πράγματα».

 

  Κληθείσα να απαντήσει ποια ήταν τελικώς η δική της διάγνωση σε σχέση με τον κατηγορούμενο, η ΜΚ11 απάντησε ότι επειδή ο κατηγορούμενος συνέχισε να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή που του χορηγήθηκε από το Νοσοκομείο και ένεκα του ότι δεν εκδήλωσε ποτέ ενώπιον της ενεργό ψυχοπαθολογία, δεν κατέληξε σε κάποιου είδους διάγνωση. Ένεκα τούτου, παραμένει σταθερή στην αρχική της αναφορά ότι, την 15.12.20 είχε εκδηλώσει ένα μανιακού τύπου επεισόδιο. Η μάρτυρας αντεξετάσθηκε επίμονα σε σχέση με την επιλογή της να προσθέσει προφορικώς κατά τη ζώσα μαρτυρία της τη λέξη «δεν» επί του πιστοποιητικού της, με την υπεράσπιση να προβάλλει τη θέση ότι με αυτό τον τρόπο αλλάζει όλο το νόημα και ουσία του πιστοποιητικού, με την ΜΚ11 να απαντά:

 

«Δεν είναι λεκτικό δικό μου εντάξει; Από τη βιασύνη ή από οποιοδήποτε το παρέλειψα, το αναγνώρισα. Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω όταν μου το έδωσαν ότι εγώ μπορούσα να γράψω κάτι τέτοιο και αντιλήφθηκα ότι έλειπε ένα «δεν».

 

  Το πιστοποιητικό δήλωσε η ΜΚ11 παρέδωσε στον κατηγορούμενο το 2021, χωρίς να κρατήσει αντίγραφο αυτού. Όταν ο κατηγορούμενος της το υπέδειξε σε ανύποπτο χρόνο, πριν τέσσερα περίπου χρόνια, καλώντας την να στηρίξει το περιεχόμενο του ενώπιον Δικαστηρίου, συνειδητοποίησε αμέσως ότι αυτό που επιθυμούσε να αναφέρει δεν μεταφέρθηκε ορθά. Η ορθότερη δε αναφορά θα ήταν δήλωσε, «δεν μπορώ να αποκλείσω», διευκρινίζοντας ότι:

 

«Δεν μπορούσα ούτε και τότε ούτε και σήμερα να αποκλείσω ότι τα δύο περιστατικά συσχετίζονται αλλά δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, γιατί δεν γνωρίζω τον ασθενή πώς ήταν στο προηγούμενο επεισόδιο εκατό τοις εκατό. Μπορώ να κάνω λογική υπόθεση αλλά μέχρι εκεί. Που σημαίνει, δεν μπορώ να αποκλείσω, Είναι δύο διαφορετικά πράγματα».

 

  Σε υποβολή της υπεράσπισης ότι υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα ο κατηγορούμενος να έπασχε τον Δεκέμβριο του 2020 από μανιοκατάθλιψη (αλλιώς διπολική διαταραχή σύμφωνα με την ΜΚ11), η μάρτυρας απάντησε ότι αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί, με την ίδια όμως να μην προβαίνει σε καμία τέτοια διάγνωση επειδή όταν ξεκίνησε τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις της με τον κατηγορούμενο αυτός τελούσε ήδη υπό την φαρμακευτική αγωγή, μη εκδηλώνοντας οποιαδήποτε ψυχοπαθολογία.

 

  Η ΜΚ11 ανέφερε ότι σήμερα (ήτοι ενώπιον Δικαστηρίου), είναι η πρώτη φορά που ακούει ότι τον Μάιο του 2020 κατά το «επεισόδιο βανδαλισμού», (α) ο κατηγορούμενος έβγαζε αφρούς από το στόμα, (β) ότι κτύπησε αστυνομικούς και τη μητέρα του, (γ) ότι βρισκόταν σε κατάσταση αμόκ, (δ) ότι έλεγε ακατανόητα πράγματα και (ε) ότι έλεγε ασυναρτησίες και έφτυνε. Το μόνο που γνώριζε για την 20.5.20 ήταν ότι έσπασε το αυτοκίνητο του. Ακόμη και σήμερα πρόσθεσε, που τις επισημαίνονται τα πιο πάνω, είναι αδύνατον να γίνει διάγνωση, αν δεν έχει προηγηθεί η εξέταση ενός ασθενή, αφού τα λόγια τρίτων, «δεν είναι τίποτα άλλο παρά, απλά λόγια». Τη θέση της υπεράσπισης ότι, ο κατηγορούμενος την 20.5.20 τελούσε υπό μανιακό επεισόδιο, μη αντιλαμβανόμενος τις συνέπειες των πράξεων του και κατ’ επέκταση το λανθασμένο αυτών, η μάρτυρας δεν ενστερνίστηκε.    

 

IV. Μαρτυρία Υπεράσπισης

 

Ανώμοτη Δήλωση Κατηγορούμενου

 

  Ο κατηγορούμενος στην ανώμοτη του δήλωση (Έγγραφο Ω’), αναφέρει ότι δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του τί έλαβε χώρα την 20.5.20 με αποτέλεσμα να μην του παρέχεται εξ’ αντικειμένου η δυνατότητα, να καταθέσει ενόρκως. Η αστυνομία ενδέχεται να μην εκτίμησε ορθά την κατάσταση αφού είναι σίγουρος ότι, αν εξεταζόταν την δεδομένη στιγμή, ο ιατρός θα διαπίστωνε πρόβλημα στην ψυχική του υγεία. Το γεγονός ότι δεν του λήφθηκε κατάθεση του αποστέρησε τη δυνατότητα να έχει έστω και εκ των υστέρων μια εικόνα της κατάστασης στην οποία αυτός ευρισκόταν τη δεδομένη στιγμή. Λανθασμένα δεν λήφθηκε κατάθεση από τη μητέρα του ως αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού. Το σοβαρότατο ψυχολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει δεν του επέτρεπε να αντιληφθεί αν αυτά που έπραττε ήταν ορθά ή λάθος, μήτε και τις συνέπειες των πράξεων του. Ο εγκλεισμός του τον Δεκέμβριο του 2020 στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας -χωρίς να του δοθεί προηγουμένως το δικαίωμα να ακουστεί- δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει ότι υπάρχει μια σειρά από γεγονότα, περιλαμβανομένου και του επιδίκου, τα οποία οδήγησαν στην αναγκαστική εξέταση του. Σε προσπάθεια που έγινε τον Δεκέμβριο του 2020 να του επιδοθεί το Διάταγμα υποχρεωτικής εξέτασης προέκυψε η διάπραξη νέων ποινικών αδικημάτων, διαδικασία όμως η οποία ανεστάλη ένεκα της απτής μαρτυρίας που υπήρχε περί εγκλεισμού του στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας. Την ΜΚ11 επισκέφθηκε μετά την απόλυση του από το Νοσοκομείο Αθαλάσσας, με την ίδια να παρακολουθεί την εξέλιξη της υγείας του. Ήταν με μεγάλη έκπληξη που άκουσε την ιατρό να αναιρεί την ουσία του πιστοποιητικού της αφού, άλλες ήταν οι διαβεβαιώσεις που ο ίδιος λάμβανε σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του κατά τις επισκέψεις του. Αναφέρει επίσης ότι το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του έχει αναστείλει την άδεια οδήγησης του με την αιτιολογία ότι: «η κατάσταση της υγείας του δεν του επιτρέπει να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο του οχήματος του», απόφαση η οποία ισχύει μέχρι σήμερα. Η εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 10.2.21 κατατέθηκε Εκ Συμφώνου ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο 26.

 

  Η επιλογή φυσικά του κατηγορούμενου να αναφέρει αυτά που επιθυμούσε υπό μορφή ανώμοτης δήλωσης δεν προσφέρεται για την εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος και δεν πρέπει να συσχετίζεται με την ενοχή του. Οι ανώμοτες δηλώσεις δεν αποτελούν μαρτυρία (βλ. Κοφτερός ν Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ.83) ενώ φέρουν περισσότερο πειστική παρά αποδεικτική αξία. Εξετάζονται δε, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχοντας δυνάμει της νομολογίας περιορισμένη αξία (βλ. Αnastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Ιωάννου και Σιμιανός ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ, 195 και Σίφουνας ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91). Στον πυρήνα της ανώμοτης δήλωσης του κατηγορούμενου ήταν η προώθηση της υπεράσπισης της φρενοπάθειας και συγκεκριμένα ότι ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν μήτε τί έπραττε, ούτε τις συνέπειες των πράξεων του. Αξιολογώντας την ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου με αναφορά στο περιεχόμενο της αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν προκύπτει από το περιεχόμενό της που να αφορά τα επίμαχα γεγονότα και δη τις φερόμενες πράξεις του ή την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ψυχικά, και αυτό με γνώμονα ότι ο ίδιος ως ισχυρίζεται, τίποτα δεν θυμάται από τα όσα εκτυλίχθηκαν την επίμαχη ημέρα.     

 

Δρ. Κυριάκος Βερεσιέ – ΜΥ1

 

  Ο ΜΥ1 είναι Νευρολόγος- Ψυχίατρος και εργάστηκε για 19 χρόνια στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας στις Επαρχίες Λάρνακας- Αμμοχώστου. Σήμερα ιδιωτεύει ενώ παράλληλα διδάσκει στο Phillips University όντας υπεύθυνος του Τμήματος Κοινωνικών Επιστημών και Συμπεριφοράς. Τον κατηγορούμενο γνωρίζει από τον Φεβρουάριο του 2024 όντας σήμερα ο θεράπων ιατρός του. Ο κατηγορούμενος διαγνώστηκε από τον ΜΥ1 με μανιοκατάθλιψη, η οποία είναι χρόνια πάθηση. Φαίνεται δήλωσε ο μάρτυς ότι, «ο κατηγορούμενος βρισκόταν από αρκετά χρόνια σε διάφορους κύκλους ανάπτυξης αυτής της κατάστασης». Όταν τον επισκέφθηκε στο γραφείο του ήταν σε κατάσταση μανιακής έξαρσης, εκφράζοντας ανησυχία, ευερεθιστότητα και εχθρική διάθεση, είχε φυγή ιδεών με ιδιαίτερη εναλλαγή στον τρόπο σκέψης, εξέφραζε ασυναρτησίες και μεγαλομανιώδεις ιδέες.

 

  Αυτό σημαίνει ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο, όταν είναι σε υποτροπή, νομίζει ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα, μη αντιλαμβανόμενο ότι μπορεί να πάθει κακό, θεωρώντας ότι μπορεί να σώσει τον κόσμο, ή να επιλύσει προβλήματα τα οποία προηγουμένως δεν μπορούσαν να τύχουν επίλυσης. Στον κατηγορούμενο δόθηκε θεραπεία, και δη, αντιψυχωσικά φάρμακα, με τον ίδιο να ανταποκρίνεται θετικά στη αυτήν. Ως δήλωσε ο ΜΥ1, ο κατηγορούμενος είναι «σήμερα ένας λογικός άνθρωπος, ο οποίος μπορεί να διατηρήσει μια λογική συζήτηση και δεν παρατηρείται καμία διαταραχή στη συμπεριφορά του». Όταν εμφανίζονται επεισόδια μανίας συχνά, τότε μπορούμε να μιλούμε για ασθένεια, γνωστή  και ως, «διπολική διαταραχή». Εξετάζοντας το Τεκμήριο 22 (Ιατρική Γνωμάτευση 15.12.20), ανέφερε ότι η συμπτωματολογία που εκεί περιγράφεται και η οποία οδήγησε στον εγκλεισμό του, παραπέμπει στην ψυχική ασθένεια που περιέγραψε ανωτέρω. Όταν κάποιος βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση «μπορεί να μην θυμάται τα γεγονότα, αφού τα πράγματα και η ροή των δεν μπορούν να καταγραφούν στον εγκέφαλο, αφού το μυαλό εργάζεται με χιλιάδες στροφές». Ο όρος «παρανοϊκός» σημαίνει ότι κάποιος δημιουργεί παράλογες ιδέες γύρω από την ατομική του ασφάλεια, γίνεται ιδιαίτερα καχύποπτος ενώ οτιδήποτε συμβεί ενδέχεται να το κρίνει ως κάτι εχθρικό προς το άτομο του, μη αποκλείοντας το ενδεχόμενο να γίνει και επικίνδυνος όταν αισθανθεί ότι απειλείται ασφάλεια του.

 

  Κληθείς να σχολιάσει τη φαρμακευτική αγωγή που χορηγήθηκε στον κατηγορούμενο επί του Τεκμηρίου 24 (εξιτήριο από το Νοσοκομείο Αθαλάσσας) ανέφερε ότι αυτή η παραπέμπει σε θεραπεία μιας «μανιακής ψυχωσικής κατάστασης». Το γεγονός ότι και ο ίδιος, μη έχοντας υπόψιν τη φαρμακευτική αγωγή που του χορηγήθηκε στο νοσοκομείο,  χορήγησε την ίδια φαρμακευτική αγωγή στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, φανερώνει ότι η διάγνωση του ήταν ορθή, εξ’ου και η θετική ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπεία. Κληθείς να σχολιάσει επί του Τεκμηρίου 22 τη θέση της επί καθήκοντι ψυχιάτρου που τον εξέτασε περί μη ικανότητας του να καταθέσει στο Δικαστήριο την 15.12.20, μη παριστάμενος ο κατηγορούμενος στη Δικαστική διαδικασία που τον αφορούσε, ο μάρτυρας απάντησε ότι ορθώς δεν οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ο κατηγορούμενος, αφού αυτό θα ήταν μια ταλαιπωρία και για τον ίδιο και για το Δικαστήριο δεδομένης της κατάστασης του.

 

  Παράθεσε ο κ. Χριστοδούλου με ιδιαίτερη σπουδή, χαρακτηρισμούς που απέδωσαν διάφοροι μάρτυρες κατηγορίας (αστυνομικοί και γείτονες) στον κατηγορούμενο (πρόκληση ζημιών σε όχημα ιδιοκτησίας του, ασυναρτησίες, έβριζε, έφτυνε, αφρούς από το στόμα, ότι φαίνεται να φώναζε εκείνο το πρωινό κτυπώντας τους τοίχους), με τον ΜΥ1 να απαντά ότι τα πιο πάνω παραπέμπουν σε ένα μανιακό άνθρωπο, αφού δεν υπάρχει λογική στο να καταστρέφει κανείς την περιουσία του, ή να κτυπήσει τη μητέρα του ή να υπάρχει δυσκολία στην επικοινωνία. Όλα αυτά, έχοντας υπόψη το ιστορικό αλλά και την μετέπειτα πορεία της υγείας του κατηγορούμενου, παραπέμπουν στην εκδήλωση μιας έντονης μανιακής κρίσης, η οποία οξύνθηκε ένεκα παρουσίας οργάνων της τάξης στο χώρο. Όλα όσα του αναφέρθηκαν παραπέμπουν σε συμπτώματα εκδήλωσης ενός μανιακού επεισοδίου.

 

  Το ασυνάρτητο της σκέψης -ως αυτό φαίνεται να επαναλαμβάνεται στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας- αποτελεί ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό, αφού όταν δεν υπάρχει συνάρτηση στη σκέψη, δεν μπορεί να υπάρχει και λογική. Η κρίση του κατηγορούμενου πρέπει να ήταν μηδαμινή, «καθότι η φυγή ιδεών, δηλαδή το παραλήρημα, σημαίνει ουσιαστικά ότι στον εγκέφαλο εναλλάσσονται με πολύ γρήγορους ρυθμούς εκατοντάδες σκέψεις, με το άτομο να νομίζει ότι  διεξάγει μια κανονική συζήτηση, ενώ στην ουσία είναι εκτός θέματος». Κατ’ αυτό τον τρόπο ο κατηγορούμενος, «δεν μπορούσε να έχει κρίση ούτε για αυτά που έπραττε, ούτε για αυτά που έλεγε ή για τον τρόπο που συμπεριφερόταν». Στη θέση του συνηγόρου ότι ο κατηγορούμενος δεν ανακρίθηκε ποτέ, επειδή έλεγε ασυναρτησίες (δυνάμει του Τεκμηρίου 16), ο ΜΥ11 συμπλήρωσε ότι αυτό δεν είναι περίεργο αφού, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί εκείνη την ώρα μήτε και να καταλάβει τί του αναφέρετο, επειδή το μυαλό ήταν κατειλημμένο από άλλου είδους σκέψεις τη δεδομένη στιγμή.

 

  Κληθείς να τοποθετηθεί επί των όσων καταγράφονται στο Τεκμήριο 23 και αντιπαραβάλλει το περιεχόμενο του εγγράφου με την αναίρεση των εκεί καταγεγραμμένων, ως αυτή (η αναίρεση) προήλθε δια στόματος ΜΚ11 ο μάρτυρας ανέφερε ότι, κατά την κρίση του, τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν από τους μάρτυρες παραπέμπουν σε μανιακό επεισόδιο, το οποίο επιβεβαιώθηκε σε κατοπινό χρόνο από το Νοσοκομείο Αθαλάσσας. Με δεδομένο πρόσθεσε ότι, όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν εναλλαγές επεισοδίων μεταξύ μανίας και κατάθλιψης, όταν λαμβάνει χώρα μια «μανιακή έξαρση» ενδέχεται να δώσει όλα τα πιο πάνω περιγραφέντα συμπτώματα.

 

  Αντεξετασθείς συμφώνησε με την κα. Χαραλάμπους ότι το 2020 δεν γνώριζε τον κατηγορούμενο μήτε είχε εξετάσει αυτόν, συμφωνώντας με την εισήγηση ότι, μοναδική ορθή κρίση ως προς την κατάσταση του κατηγορούμενου τον Δεκέμβριο του 2020 είναι αυτή της ΜΚ11 που τον εξέτασε. Κλήθηκε να απαντήσει αν το ιστορικό του κατηγορούμενου αποτελεί μοναδική πυξίδα για την εξαγωγή συμπερασμάτων και συνακόλουθα ευρημάτων ως προς τη ψυχική κατάσταση που αυτός βρισκόταν πριν τέσσερα χρόνια, με τον μάρτυρα να απαντά ότι το ιστορικό δεν αποτελεί μοναδικό παράγοντα, προσθέτοντας ότι ακόμη και οι αστυνομικοί, - βάσει των όσων του τέθηκαν-, χωρίς να γνωρίζουν περί ψυχιατρικής, έκαναν ουσιαστικά διάγνωση. Από την πρώτη κιόλας συνάντηση του με τον κατηγορούμενο αντιλήφθηκε ότι ο ίδιος ήταν σε μανιακή έξαρση, παρά τη μη χρήση οποιουδήποτε ψυχομετρικού εργαλείου. Κράτησε μόνο, ως κύριο χαρακτηριστικό, «τη φυγή ιδεών», με τον κατηγορούμενο να μιλά ακατάπαυστα, παρουσιάζοντας παρανοϊκές ιδέες, έχοντας ευερέθιστη και εκρηκτική διάθεση. Με τη λήψη θεραπείας και εντός ενός μηνός, η κατάσταση της υγείας του βελτιώθηκε, γεγονός που σημαίνει ότι η διάγνωση του ήταν ορθή.

 

  Στη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι η διάγνωσή του είναι ελλιπής, καθότι υπάρχουν συγκεκριμένοι τύποι διπολικής διαταραχής, ήτοι δύο στον αριθμό, μη διαγιγνώσκοντας οιανδήποτε εξ’ αυτών σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο, ο μάρτυρας απάντησε ότι ο γενικότερος όρος είναι ορθότερος σε ότι αφορά την περίπτωση του κατηγορούμενου επειδή αυτός, δεν παρουσίασε ένα ξεχωριστό μανιακό επεισόδιο ή ένα μοναδικό, ξεχωριστό, καταθλιπτικό επεισόδιο. Συμφώνησε ότι δεν μπορεί να πει με σιγουριά από πότε, βρισκόταν χρονικά ο κατηγορούμενος «σε κύκλους ανάπτυξης» της εν λόγω συμπεριφοράς, εξ’ού και η χρήση της φράσης «φαίνεται να ήταν από χρόνια».

 

  Στην υποβολή της υπεράσπισης ότι δεν μπορεί να διερευνήσει αναδρομικά οτιδήποτε σε σχέση με τη ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου, απάντησε λέγοντας: «… δεν μπορώ να έχω άποψη για την κατάσταση του εκείνη τη στιγμή». Ο ΜΥ1 διαφώνησε με τη θέση της κας. Χαραλάμπους ότι δεν υπήρχε ξεκάθαρη διάγνωση κατά το χρόνο απόλυσης του κατηγορούμενου από το Νοσοκομείο επειδή επί του πιστοποιητικού καταγράφεται «πιθανόν μανιακό επεισόδιο». Ο ΜΥ1 ανέφερε ότι φαίνεται να υπήρξε εκτίμηση από γιατρό ο οποίος ζήτησε την υποχρεωτική νοσηλεία του κατηγορούμενου, υπήρξε εισδοχή, παρατηρήθηκε μανιακού τύπου συμπτωματολογία, λήφθηκε θεραπεία και απολύθηκε. Η θεραπεία που του δόθηκε, συμπλήρωσε ο μάρτυς είναι αντιψυχωσική και σταθεροποιητική. Κληθείς να σχολιάσει τις αναφορές της αδελφής του κατηγορουμένου ότι το όλο περιστατικό ξεκίνησε, επειδή δεν του έδινε το κλειδί του αυτοκίνητου για να φύγει, ο μάρτυς δήλωσε ότι αυτό το δεδομένο δεν το γνώριζε, όμως η ίδια η πράξη (το σπάσιμο του οχήματος), φανερώνει έναν άρρωστο άνθρωπο, τον οποίο η αστυνομία λανθασμένα αντιμετώπισε σαν κάθε άλλο (λογικό) πολίτη.

 

  Συμφώνησε ότι όσα σήμερα αναφέρει είναι υποθέσεις, όμως παραμένουν, με όσα έχει ακούσει, συμπεράσματα του. Στη υποβολή ότι, τίποτα το ασυνάρτητο δεν υπήρχε στην επιλογή του κατηγορούμενου να εξυβρίσει τους αστυνομικούς, εκπληρώνοντας και την εσκτομισθείσα προς το πρόσωπο τους απειλή, ο ΜΥ1 απάντησε ότι, «το ότι υπάρχει μια συνέχεια από λέξη σε λέξη, δεν σημαίνει ότι υπάρχει και καλός συνειρμός σε αυτήν», επιμένοντας ότι, την 20.5.20 ο κατηγορούμενος παρουσίασε μια συμπτωματολογία που φαίνεται να συνάδει με αυτήν που εκδηλώνει ένα πρόσωπο το οποίο τελεί υπό μανιακό επεισόδιο.  

 

V. Νομική Πτυχή

 

Υπεράσπιση της Φρενοπάθειας- Άρθρο 12 του Ποινικού Κώδικα

 

  Ως έχει ανωτέρω αναφερθεί ο κ. Χριστοδούλου εισηγήθηκε κατά την αγόρευση του ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει, με βάση την μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου να απαλλαγεί συμφώνως του άρθρου 12 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 το οποίο και προνοεί ότι:

 

«H πράξη ή η παράλειψη δεν καταλογίζεται σε εκείνο που διέπραξε, αν, κατά το χρόνο που διενεργούσε αυτήν, ένεκα οποιασδήποτε ασθένειας που επηρεάζει τις φρένες του στερόταν της ικανότητας να αντιληφθεί τι διαπράττει ή να γνωρίζει ότι όφειλε να απέχει από τη διενέργεια της πράξης ή παράλειψης. Όχι λιγότερο όμως η πράξη ή παράλειψη καταλογίζεται σε εκείνον που διάπραξε, αν και οι φρένες του επηρεάζονταν από κάποια ασθένεια αν αυτή η ασθένεια δεν επέφερε πράγματι το ένα ή το άλλο από τα πιο πάνω αποτελέσματα σε συνάφεια με την πιο πάνω πράξη»[3].

 

  Αν  αυτή η γραμμή υπεράσπισης επιτύχει, τότε το Δικαστήριο οφείλει, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 70(4) της Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155 να καταγράψει ότι, ο κατηγορούμενος έχει μεν τελέσει την πράξη που συνιστά το αδίκημα, αλλά αθωώνεται λόγω ψυχικής διαταραχής και ακολούθως, εκδίδει διάταγμα για κράτηση του σε κρατικό ψυχιατρικό κέντρο, σύνηθες ή ασφαλούς κράτησης για τη νοσηλεία ψυχικά ασθενών προσώπων, ανάλογα με την κατάσταση του. Ο χρόνος κράτησης ορίζεται ή ρυθμίζεται με τον ίδιο τρόπο ως αν ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε Διάταγμα διαρκείας δυνάμει του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου 77(Ι)/97 και υπόκειται στις ίδιες διατάξεις σχετικά με την ανανέωση ή τον τερματισμό του εκδοθέντος Διατάγματος.

 

  Ο κατηγορούμενος, έχοντας εγείρει την υπεράσπιση της φρενοπάθειας, πρέπει, στην προσπάθεια απόδειξης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων να προσκομίσει ικανή μαρτυρία προς ανατροπή του τεκμηρίου της εχεφροσύνης που δημιουργεί το Άρθρο 11 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154. Στα πλαίσια της απόφασης Ε. Ζαρή ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 193/2010 ημερ. 11.11.2015 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

«Είναι θεμελιωμένο ότι ο κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται ότι είναι εχέφρων και ότι έχει επαρκή λογική για να είναι υπόλογος των πράξεων του, εκτός αν το αντίθετο αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου. Για να θεμελιωθεί υπεράσπιση στη βάση του ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει σώας τας φρένας, πρέπει σαφώς να αποδειχθεί ότι, κατά το χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος, ο κατηγορούμενος έπασχε από τέτοιο παραλογισμό εξαιτίας ψυχικής ασθένειας (διαταραχής), ώστε να μη γνωρίζει τη φύση και την ποιότητα της πράξης του, ότι δεν γνώριζε ότι έπραττε κάτι κακό. Αυτή είναι η σχετική ερμηνεία που δόθηκε στην κλασσική απόφαση M'Naghten (1843) 10 Clark and Finelly 200. (Δέστε επίσης Smith & Hogan, Criminal Law: Cases and Materials, Second Edition, σελ. 167-169 και Α.Γ.Α. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 ΑΑΔ, 345)».

 

  Στην απόφαση Δημοκρατία ν Καλογήρου Αρ. Υπόθεσης 9256/2015 ημερ. 16.9.15 (Κακουργιοδικείο Λευκωσίας) η οποία δεν είναι δεσμευτική μεν αλλά καθ’ όλα καθοδηγητική δε, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Oι πρόνοιες του  Άρθρου 12 συμπίπτουν σε μεγάλη έκταση με τις πρόνοιες των Κανονισμών που έμειναν γνωστοί στην Αγγλία ως τα M´Naghten Rules στους οποίους το 1843 οι Δικαστές συμφώνησαν ότι ήταν το ορθό κριτήριο για να εφαρμοστεί εξετάζοντας την υπεράσπιση της φρενοπάθειας (βλ. Δέστε  Blackstone´s Criminal Practice, (2003), σελ45- 46, Α3.12). Στην υπόθεση Daniel M'Naghten's Case (1843) 10 Cl. & F. 200 η οποία αποτελεί τη θεμελιακή απόφαση επί του υπό κρίση ζητήματος αναφέρθηκαν τα εξής σημαντικά:

 

«.... every man is to be presumed to be sane, and to possess a sufficient degree of reason to be responsible for his crimes, until the contrary be proved to their satisfaction; and that to establish a defence on the ground of insanity, it must be clearly proved that, at the time of the committing of the act, the party accused was labouring under such a defect of reason, from disease of the mind, as not to know the nature and quality of the act he was doing; or, if he did know it, that he did not know he was doing what was wrong».

 

  Αυτό που πρέπει συνεπώς να αποφασίσει το Δικαστήριο όταν εξετάζει την υπεράσπιση της φρενοπάθειας, είναι δίπτυχο. Το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει και να καταλήξει αν ο κατηγορούμενος έπασχε διανοητικά κατά την τέλεση του αδικήματος χρόνο από ασθένεια του μυαλού και αν ναι, κατά πόσον αυτή η ασθένεια ήταν τέτοια ώστε να τον καθιστά ανεύθυνο των κατά τα άλλα ποινικά κολάσιμων πράξεων του.

 

Αξιολόγηση Ιατρικής Μαρτυρίας

 

  Μαρτυρία σε σχέση με την κατάσταση της ψυχικής υγείας του κατηγορούμενου σε ένα ευρύτερο και μετά του επίδικου επεισοδίου πλαίσιο, έδωσαν η ΜΚ11 και ο ΜΥ1, ως αυτή έχει ανωτέρω παρατεθεί. Προτού αυτή αναλυθεί και σχολιαστεί αναφέρω ότι από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με τα ακαδημαϊκά προσόντα των αλλά και την εμπειρία των, -χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αμφισβήτηση εκατέρωθεν- η ΜΚ11 και ο ΜΥ1 κρίνονται ως εμπειρογνώμονες σε θέματα ψυχιατρικής. Υπό αυτή τους λοιπόν την ιδιότητα είναι που θα αξιολογηθεί η μαρτυρία τους. Έχουν ανωτέρω αναλυθεί οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μιας τέτοιας μαρτυρίας (βλ. Αξιολόγηση ΜΚ4) με την επανάληψη τους να κρίνεται άσκοπη. Ο όλος σκοπός παρουσίασης μαρτυρίας εκ μέρους εμπειρογνωμόνων είναι να προσφέρουν στο Δικαστήριο όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, περιλαμβανομένων των επιστημονικών κριτηρίων και εργαλείων επί των οποίων βασίστηκε και εργάστηκε ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να προβεί σε έλεγχο της ορθότητας των συμπερασμάτων του και όχι να αντικαταστήσει την κρίση του Δικαστηρίου.    

 

  Αξιολογώντας την μαρτυρία της ΜΚ11 συνολικά και όχι αποσπασματικά το Δικαστήριο καταλήγει ότι αυτή δεν αποτελεί ασφαλή βάση για την εξαγωγή στέρεων συμπερασμάτων και συνακόλουθα ευρημάτων, ως προς την ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου την 20.5.20. Επισημαίνεται εδώ ότι η ΜΚ11 ποτέ δεν εξέτασε τον κατηγορούμενο την 20.5.20 δεδομένο το οποίο αναδύεται από την μαρτυρία ως κοινός τόπος. Με αυτό ως δεδομένο, δεν μπορεί παρά να προκαλεί εντύπωση και να ξενίζει η επιλογή της όπως (α) καταγράψει επί Ιατρικής Βεβαίωσης, (β) το πρωτότυπο της οποίας παρέδωσε στον κατηγορούμενο για κάθε (νόμιμη) χρήση, ότι «κατά το επεισόδιο βανδαλισμού της 20.5.20, μπορεί με ασφάλεια να λεχθεί ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν υπό ανάλογο επεισόδιο». Το λανθασμένο αλλά και αναληθές του περιεχομένου του εν λόγω πιστοποιητικού αναδύθηκε όταν κατά την αντεξέταση της η μάρτυρας αποκάλυψε, ότι πρώτη φορά άκουγε ότι ο κατηγορούμενος την 20.5.20 έλεγε ασυναρτησίες, έβγαζε αφρούς από το στόμα, ήταν σε έξαλλη κατάσταση, κτύπησε τη μητέρα του, λέγοντας ακατανόητα πράγματα. Διαφαίνεται λοιπόν ότι το μόνο που γνώριζε την 21.3.21 όταν εξέδιδε το σχετικό πιστοποιητικό, ήταν ότι ο κατηγορούμενος έσπασε τα γυαλιά του οχήματος του, αφαιρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε υπόβαθρο και ουσία επί των καταγραφών της, αφού τίποτα από τα πραγματικά δεδομένα και γεγονότα δεν έλαβε υπόψιν, αφού αυτά δεν γνώριζε (μήτε και διερεύνησε να μάθει), όταν παρέδωσε το Τεκμήριο 23 στον κατηγορούμενο.

 

  Ανέφερε η ΜΚ11 ότι ευθύς μόλις της παρέδωσε/υπέδειξε ο κατηγορούμενος το εν λόγω πιστοποιητικό, πριν 4 χρόνια, καλώντας την να υποστηρίξει ενώπιον Δικαστηρίου τα όσα εκεί καταγράφονται, διαπίστωσε ευθύς αμέσως, το λάθος της. Αυτή η παραδοχή της ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς το λάθος στο οποίο υπέπεσε κατά το χρόνο της έκδοσης του πιστοποιητικού είναι βέβαια προς τιμήν της, δείχνοντας ταυτόχρονα και την ειλικρίνεια της. Όμως, πρέπει να καταγραφεί ότι η ειλικρίνεια αυτή δεν σημαίνει, μήτε απολήγει σε ταυτόχρονη αποδοχή της μαρτυρίας της. Αυτό γιατί σε καμία έρευνα δεν προέβη όλα αυτά τα χρόνια, μήτε και ρώτησε τον κατηγορούμενο να μάθει αν αυτό το πιστοποιητικό, το περιεχόμενο του οποίου ως η ίδια ανέφερε, δεν αντικατοπτρίζει την ιατρική της άποψη, το χρησιμοποίησε ή είχε σκοπό να το χρησιμοποιήσει σε οποιαδήποτε νομική για παράδειγμα διαδικασία, αφήνοντας τον τελευταίο να βασίζεται (ορθά ή λανθασμένα), επί των εκεί καταγεγραμμένων.

 

  Συνέχισε η μάρτυς δηλώνοντας ότι από το πιστοποιητικό της φαίνεται να απουσιάζει η λέξη «δεν», -με αυτό να έπρεπε να διαβάζει «δεν μπορώ με ασφάλεια να πω»-, θέση επίσης οξύμωρη αν αναλογιστεί κανείς την αναφορά της ότι εν πάση περιπτώσει, «το πιο πάνω λεκτικό (ακόμη δηλαδή και μετά την προσθήκη της λέξης «δεν»), δεν είναι λεκτικό που συνηθίζω να χρησιμοποιώ», διευκρινίζοντας ότι αυτό που όφειλε να είχε καταγράψει ήταν ότι «δεν μπορώ να αποκλείσω». Οι πιο πάνω παλινδρομήσεις στη μαρτυρία της αναφορικά με τί τελικώς εννοούσε επί πιστοποιητικού το οποίο χειρόγραφα συνέταξε η ίδια, υπέγραψε και παρέδωσε στον κατηγορούμενο, δεν μπορούν παρά να στερούνται πειστικότητας, με το Δικαστήριο να μην μπορεί να βασιστεί επί αυτών για να καταλήξει σε οποιαδήποτε στέρεα συμπεράσματα ως προς τη ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου την 20.5.20.

 

  Υπενθυμίζεται στο στάδιο αυτό και το εξής σημαντικό. Η μάρτυρας δεν κλήθηκε σε οιονδήποτε χρόνο να εξετάσει τον κατηγορούμενο για να μαρτυρήσει για την κατάσταση της ψυχικής του υγείας την 20.5.20 (πλην της αναφοράς της επί του Τεκμηρίου 23 που έχει ήδη απορριφθεί). Η εξέταση που διενήργησε 8 μήνες αργότερα και δη τον Δεκέμβριο του 2020, σκοπό είχε την διαπίστωση του κατά πόσον ο κατηγορούμενος τη δεδομένη στιγμή, όφειλε να εισαχθεί στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας για υποχρεωτική νοσηλεία. Ακόμη και τότε, ως επιμαρτυρείται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 22 (Ιατρική Γνωμάτευση δυνάμει του Νόμου 77(Ι)/97), δεν ζήτησε να λάβει οποιοδήποτε ιστορικό αφορούσε τον κατηγορούμενο είτε από την οικογένεια ή από το ευρύτερο περιβάλλον του, περιοριζόμενη στην καταγραφή των όσων η αστυνομία της ανέφερε ως γεγονότα, χωρίς τελικώς να διερευνά οτιδήποτε σε σχέση με οποιαδήποτε τυχόν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, όπως για παράδειγμα αυτή που εκδηλώθηκε την 20.5.20 ή προγενέστερο, ή σε τυχόν ενδιάμεσο μεταξύ της 20.5.20 και 15.12.20, χρόνο.  

 

  Κατά συνέπεια το γεγονός ότι η ΜΚ11 δεν μπορούσε (ποτέ τελικώς), να είναι βέβαιη για την ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου κατά την ώρα του συμβάντος, (ακόμη και μετά την παράθεση σχετικών ως προς τις αντιδράσεις του πληροφοριών από τον κ. Χριστοδούλου, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο), δεν προκαλεί οποιαδήποτε εντύπωση. Και αυτό επειδή, όταν η ίδια συνέχισε να τον παρακολουθεί μετά την απόλυση του από το Νοσοκομείο Αθαλάσσας (και για ένα χρόνο αργότερα), ο κατηγορούμενος δεν είχε εμφανίσει καμία ενεργό ψυχοπαθολογία, (επειδή ως ανέφερε λάμβανε τη φαρμακευτική αγωγή που του συντακογραφήθηκε από το Νοσοκομείο), με αποτέλεσμα η μάρτυς να μην διαγιγνώσκει ποτέ τελικώς αν ο κατηγορούμενος είχε εκδηλώσει την 15.12.20 ένα μεμονωμένου τύπου μανιακόμορφο επεισόδιο, ή αν έπασχε τη δεδομένη στιγμή (15.12.20 και αυτό τονίζεται), από μανιοκατάθλιψη.

 

  Η απουσία συνεπώς από μέρους της μάρτυρος διαπίστωσης περί οποιασδήποτε πάθησης ή ασθένειας, ή διάγνωσης σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο μετά την απόλυση του από το Νοσοκομείο Αθαλάσσας και για τον επόμενο ένα χρόνο (μέχρι το 2022), το μόνο αποτέλεσμα που φέρει είναι να μην μπορεί να τοποθετηθεί τελικώς ως προς την έστω και πιθανή κατάσταση της υγείας του κατηγορούμενου, αφού δεν διαπίστωσε καμία συμπτωματολογία για να μπορεί να εξετάσει και αξιολογήσει αυτήν. Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η μαρτυρία της ΜΚ11 όχι μόνο τίποτα το ουσιαστικό δεν είχε τελικώς να προσφέρει σε σχέση με το τί καλείται το Δικαστήριο να αποφασίσει αναφορικά με τη ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου, αλλά αντίθετα, τυχόν αποδοχή της μαρτυρίας της μόνο σε ακροσφαλή συμπεράσματα ενδέχεται να οδηγήσει. Η μαρτυρία της ΜΚ11 απορρίπτεται.   

 

  Η μόνη άλλη επί του προκείμενου μαρτυρία που απομένει να εξεταστεί και να αξιολογηθεί σε σχέση με τη ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου την 20.5.20 είναι αυτή του Δρ. Βερεσιέ (ΜΥ1). Ομοίως με την ΜΚ11, ούτε αυτός ο μάρτυς εξέτασε οποτεδήποτε τον κατηγορούμενο πλησίον του επίδικου συμβάντος. Αυτόν γνώρισε το μόλις 2024, όταν ξεκίνησε και η μεταξύ τους συνεργασία. Υπενθυμίζεται ότι η υπεράσπιση, για να επιτύχει στην απόδειξη της υπεράσπισης της φρενοπάθειας, έστω και στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, δεν παύει από το να οφείλει να παρουσιάσει ικανή μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση. Εξετάζοντας και αυτή τη μαρτυρία συνολικά και όχι αποσπασματικά, το Δικαστήριο καταλήγει ότι αυτή (η μαρτυρία), πόρρω απέχει από το τί θα μπορούσε να κριθεί ως ικανή μαρτυρία για σκοπούς εξέτασης του ζητήματος που το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει. Οι τοποθετήσεις του ΜΥ1 χαρακτηρίζονταν από έλλειψη πειστικής και σαφούς τεκμηρίωσης. Ο μάρτυρας δεν κατόρθωσε να εφοδιάσει το Δικαστήριο με το κατάλληλο εκείνο υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε, έστω και στοιχειωδώς, να συνδράμει στη διαμόρφωση άποψης επί των ζητημάτων περί των οποίων αυτός κατάθεσε.

 

  Κληθείς να απαντήσει με ποια πάθηση, έχει ο ίδιος διαγνώσει το 2024 τον κατηγορούμενο, απάντησε «μανιοκατάθλιψη, αλλιώς γνωστή ως διπολική διαταραχή», όμως, κανένα ψυχομετρικό εργαλείο δεν χρησιμοποίησε  για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, ως παραδέχθηκε αντεξετασθείς. Τόλμησε μάλιστα να δηλώσει ότι, επειδή κατά τον ίδιο η περίπτωση ήταν «φως φανάρι», βασιζόμενος στη λογόρροια και φυγή ιδεών που παρουσίαζε ο κατηγορούμενος κατά την πρώτη επίσκεψη του, του συντακογράφησε φαρμακευτική αγωγή, η οποία τελικώς, έφερε θετικά αποτελέσματα, άρα δεν μπορεί παρά εκ του αποτελέσματος κρινόμενη, η διάγνωση του, να θεωρείται ορθή.

 

  Η πραγματική συνεπώς βάση επί της οποίας στηρίχθηκε ο μάρτυς για να διαμορφώσει την άποψή του για τον κατηγορούμενο 4 χρόνια μετά το περιστατικό, λήφθηκε χωρίς τη χρήση οποιουδήποτε επιστημονικού κριτηρίου και εργαλείου, με αποτέλεσμα τίποτα απτό να μην παρατίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου ως μέρος της έρευνας που διεξήγαγε για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, η ορθότητα του οποίου να μπορεί, δυνάμει των πιο πάνω επιστημονικών αναφορών, να κριθεί και να χρησιμοποιηθεί από το Δικαστήριο. Δεν μπορεί παρά να διερωτάται κανείς πώς μπορεί ο μάρτυρας, μη έχοντας χρησιμοποιήσει οτιδήποτε από τη φαρέτρα των επιστημονικών εργαλείων που είχε στη διάθεση του, να μιλά για ταύτιση της δήθεν συμπτωματολογίας και αντιδράσεων του κατηγορούμενου πέντε χρόνια προηγουμένως όταν, όχι μόνο δεν γνώριζε τον κατηγορούμενο, αλλά ούτε το περιστατικό δεν φαίνεται να είχε εις γνώσιν του. Περιπλέον, η πιο κάτω απάντηση του μάρτυρα κατά την αντεξέταση δεν μπορεί παρά να ξενίζει και να προκαλεί προβληματισμό:

 

«Ε. Ωραία. Για να κάνετε τη διάγνωση σας γιατρέ, εσείς χρησιμοποιήσατε κάποια ψυχομετρικά εργαλεία;

Α. Κοιτάξτε, τα ψυχομετρικά εργαλεία, στην κατάσταση που ήταν, δεν μπορούσαν να του εφαρμοστούν με κανένα τρόπο. Ο άνθρωπος φωνάζει από μακριά με τα συμπτώματα που είχε. (….) Οποιαδήποτε ψυχομετρική προσπάθεια θα αποτύγχανε και δεν υπήρχαν ανάγκες. Οι ανάγκες  για ψυχομετρικές, είναι όταν ο γιατρός θέλει διάγνωση. Εδώ, οι ίδιοι οι αστυνομικοί που τον έχουν δει έκαναν διάγνωση, εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω διάγνωση; Ότι έχω μπροστά μου ένα μανιακό με φυγή ιδεών με μεγαλοιδέες και παρανοϊκές ιδέες; Αυτό ήταν υπέρ αρκετό».

 

Εντύπωση προκάλεσε στο Δικαστήριο και η δυστοκία του μάρτυρος να απαντήσει ξεκάθαρα στις επίμονες ερωτήσεις της κατηγορούσας αρχής ως προς τον τύπο/ είδος  της ασθένειας με την οποία διέγνωσε τον κατηγορούμενο. Η κάτωθι στοιχομυθία κρίνεται σχετική:

 

«Ε. Συμφωνείτε μαζί μου ότι τα βιβλία αναφέρουν για δύο διπολικές διαταραχές τύπου 1 και τύπου 2;

A.   Βεβαίως, συμφωνώ.

Ε. Ωραία. Ο κατηγορούμενος είχε απλά διπολική διαταραχή; Ούτε το ένα ούτε το δύο;

A. Αν μπούμε στις εξετάσεις της ψυχιατρικής είμαι έτοιμος να τις δώσω στο Δικαστήριο.

Ε. Εσείς το εφέρετε στο Δικαστήριο να μας πείτε τι ακριβώς έχει ο κατηγορούμενος. Εσείς είπατε για διπολική διαταραχή γενικά και αόριστα.

Α. Τί να απαντήσω τωρά;

E. Τούτο που σας ρωτώ».

 

(…)

 

«Ε. Είπατε επίσης, μας αναφέρατε κάποια συμπτώματα. Ο συνάδελφος είπε σας ότι ο    κατηγορούμενος έβγαζε αφρούς. Τούτο είναι σύμπτωμα της διπολικής διαταραχής που λέτε εσείς;

A.   O αφρός μπορεί να μου συμβεί και αν ήπια αφρόζα, όπως το θέτετε. Ξέρω ότι από τα νεύρα κάποιος μπορεί να βγάλει αφρούς.

Ε. Από τα νεύρα μπορεί να βγάλει αφρούς;

A. Βεβαίως, μπορεί να βγάλει.

Ε. Δεν παραπέμπει σε κάποια άλλη συμπτωματολογία τούτου ή σε κάποια άλλη ασθένεια;

 

Α. Θέλετε να κάνουμε ανάλυση της νευρολογίας; Ναι αν έχει πάθει επιληπτική κρίση ή έπεφτε κάτω τζαι έβγαζε αφρούς από το στόμα, θα πω ότι είχε σχέση με επιληψία. Δεν αναφέρθηκε κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορούμε να δικαιολογήσουμε, είναι λόγω της έντασης που είχε, έβγαλε αφρούς».

 

  Κατά την κυρίως εξέταση, επέμενε ότι τα όσα του ανέφερε ο κ. Χριστοδούλου, -διαβάζοντας του αποσπασματικά από διάφορες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας- παραπέμπουν σε μια πολύ έντονη μανιακή κρίση. Τη βεβαιότητα του στήριξε στο γεγονός ότι κανένας νοήμων άνθρωπος δεν θα έσπαγε το αυτοκίνητο του, ή θα κτυπούσε έστω και άθελα του τη μητέρα του, λέγοντας ταυτόχρονα ασυναρτησίες. Επειδή κατά τον ίδιο το «ασυνάρτητο της σκέψης» είναι ένα πολύ βασικό σύμπτωμα και χαρακτηριστικό της μανιοκατάθλιψης, «η κρίση του κατηγορούμενου δεν μπορεί παρά να ήταν μηδαμινή», ήτοι «να μην καταλάβαινε ούτε αυτά που έπραττε, ούτε αυτά που έλεγε ή γενικά το πώς συμπεριφερόταν».

 

  Το ζητούμενο όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η αιτιολόγηση των εντυπώσεων του μάρτυρα αλλά της έκφρασης επιστημονικής γνώμης ως προς τα καθέκαστα. Την πιο πάνω λοιπόν επιστημονική κρίση, σύντομα αναίρεσε κατά την αντεξέταση χωρίς ιδιαίτερο δισταγμό, αφήνοντας κατ’ ακολουθία τη μαρτυρία του απογυμνωμένη από οποιαδήποτε βαρύτητα και πειστικότητα, λέγοντας:

 

    «Ε. Εσείς για το περιστατικό 20.5.20 δεν τον εξετάσατε;

A.   Δεν τον εξέτασα.

Ε. Ούτε για το περιστατικό 15.12.20 δεν τον εξετάσατε;

A. Όχι.

Ε. Φυσικά συμφωνείται μαζί μου ότι ο γιατρός, η οποία τον είχε εξετάσει στις 15.12.20 είναι πλέον αρμόδια για να μας πει για την υγεία του κατηγορούμενου στις 15.12.20;

A. Μάλιστα.

Ε. Συμφωνείτε;

A. Συμφωνώ.

Ε. Γι’ αυτό και εσείς στην κυρίως εξέταση, όταν ερωτηθήκατε από το συνάδελφο ποια η κατάσταση τη υγείας του σήμερα είπατε, και διαβάζω «φαίνεται ότι από αρκετά χρόνια βρισκόταν σε διάφορους κύκλους ανάπτυξης αυτής της κατάστασης». Άρα δεν μπορείτε να πείτε σίγουρα ότι πριν βρισκόταν σε κύκλους ανάπτυξης τούτης της αρρώστιας, γι’ αυτό και αναφερθήκατε «φαίνεται»;

Α. «Φαίνεται» βεβαίως. Από το ιστορικό πώς, ποια άλλη λέξη μπορώ να χρησιμοποιήσω; Φαίνεται ότι όλη αυτή η κατάσταση που είδα εγώ ήταν μέρος μιας πορείας η οποία ξεκίνησε και υπήρχαν αρκετές μαρτυρίες από δικούς του και από τον ίδιο σε κάποια πράγματα, που θυμάται ακόμα που να δείχνουν ότι πήρε αυτή την πορεία που οδήγησε σε αυτήν την αρρώστια με αυτήν την διάγνωση.

Ε. Εσείς δεν είχατε εξετάσει, ούτε και εκάνατε διάγνωση, ούτε παρατήρηση των συμπτωμάτων που είχε ο κατηγορούμενος στις 20.5.20. Συμφωνείτε;

A. Ναι βεβαίως, δεν ήμουν παρών ούτε τον γνώριζα, δεν ήξερα.

Ε. Επίσης συμφωνείτε μαζί μου ότι δεν μπορείτε να διερευνήσετε αναδρομικά ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε αυτή την κατάσταση που ήταν το 2024 και στις 20.5.20;

….

Α. Δεν μπορώ να έχω άποψη για την κατάσταση του εκείνης της στιγμής. Εγώ έχω αναφέρει και προηγουμένως ότι ένας γιατρός, για να καταλήξει σε μια διάγνωση παίρνει πολύ σοβαρά συμπτώματα από το παρελθόν, όχι μόνο μια συγκεκριμένη περίπτωση, γι’ αυτό μιλούμε με έναν διαφορετικό τρόπο, ότι έχουμε σύνδρομο που είναι μια φορά, έχουμε διαταραχή που επαναλαμβάνεται και έχουμε και ασθένεια. Και σε αυτήν την περίπτωση, καταλήγουμε ότι είχαμε ασθένεια της μανιοκατάθλιψης με βάση το ιστορικό του και αυτά τα οποία βρήκα, όταν τον εξέτασα. Όχι με αυτά τα οποία διατυπώνονται, όταν εγώ δεν τα γνώριζα». (τονισμός του Δικαστηρίου).

 

  Διατείνετο ο μάρτυρας ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εργασίας ενός ψυχιάτρου όπως, για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, λάβει το ιστορικό και όσες άλλες περισσότερες πληροφορίες μπορεί γύρω από τον ασθενή για να διαμορφώσει (προφανώς), ιδίαν άποψίν και εικόνα. Μήτε σε αυτή όμως τη συλλογή πληροφοριών φαίνεται να προέβη ο μάρτυς και αυτό ήταν πασιφανές επειδή: (α) ως ο ίδιος δήλωσε κατά τη ζώσα μαρτυρία του πρώτη φορά έβλεπε το εξιτήριο του Νοσοκομείου Αθαλάσσας (Τεκμήριο 24), -εκφράζοντας μάλιστα ικανοποίηση όταν διαπίστωσε ότι τα φάρμακα που χορηγήθηκαν στον ασθενή ταυτίζονταν με αυτά που και ο ίδιος συντακογράφησε- και (β) επειδή επίσης φαίνεται να άκουγε για πρώτη φορά για όσα έλαβαν χώρα την 20.5.20 ως δεδομένα που του παρέθετε ο κ. Χριστοδούλου, καλώντας τον να απαντήσει κατά πόσον η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του κατηγορούμενου εμπίπτει ή φανερώνει ότι αυτός έπασχε, κατά τη διάπραξη των αδικημάτων από κάποιας μορφής νοητική ασθένεια που επηρέαζε την κρίση του.

 

  Δεν κατέστη ποτέ ξεκάθαρο στο Δικαστήριο τί υλικό ή πληροφορίες συνέλεξε ο ιατρός που να αφορούν στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, ή κατά πόσον διερεύνησε αν η όποια πληροφόρηση έλαβε ήταν αληθής ή βάσιμη ή ακόμη αν αποτέλεσε αίτιο ή αιτιατό αυτής καθαυτής της ψυχοπαθολογίας την οποία επιδίωξε να διαγνώσει και αναλύσει. Οι τοποθετήσεις του επί αυτού παράμειναν στο γενικό, χωρίς να διασαφηνίζονται. 

 

  Με κάθε σεβασμό, το Δικαστήριο δεν θα ήταν διατεθειμένο να θεωρήσει την γενική κατά τα άλλα αναφορά του μάρτυρα ότι, «αυτή η πάθηση ενδεχομένως να υπόβοσκε από αρκετά χρόνια», ως βαρύνουσας σημασίας και αυτό επειδή φαίνεται, -ενόψει των όσων ο ίδιος ανέφερε-, ότι ο μάρτυρας βασίστηκε εξολοκλήρου στην αφήγηση του κατηγορούμενου ή της οικογενείας του επί γεγονότων στο παρελθόν που φαίνεται να θυμούνταν, χωρίς να πει ποια ήταν αυτά και πότε έλαβαν χώρα χρονολογικά, για να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς το ακριβές ιστορικό ή κύκλους συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, και δη, αν αυτοί προϋπήρχαν ή  υπήρχαν τουλάχιστον, κατά τον μήνα Μάιο του 2020. Καμία διερεύνηση δεν έγινε προς τα ως άνω, ούτε σε σχέση βεβαίως με το υπό κρίση περιστατικό (επί του οποίου κατά τα άλλα ήρθε να εκφέρει επιστημονική κρίση), παραδεχόμενος κατά την αντεξέταση του ότι ποτέ δεν ρώτησε την αδελφή του κατηγορούμενου, η οποία κατήγγειλε το περιστατικό ως προς το τί είχε προηγηθεί.

 

Όπως ο ίδιος παραδέχθηκε:

 

«Όταν ήρθε κοντά μου, δεν ήρθαν για να με βάλουν μάρτυρα. Ήρθαν κοντά μου για να τον κάμω καλά. Τον έκαμα καλά. Έκαμα τη διαπίστωση μου, έκαμα μια διάγνωση η οποία συμπίπτει με τους συναδέλφους που τα είδαν προηγουμένως, με όλο τούτο το ιστορικό και αυτό έπραξα. Ούτε ερωτούσα κάτι για να πάρω τεκμήρια, να για έρθω μια μέρα στο Δικαστήριο να υποστηρίξω όλα αυτά. Εγώ πληροφορήθηκα ότι υπάρχει Δικαστήριο και όλες αυτές στις ιστορίες και στο τέλος μου είπαν ότι μπορεί να χρειαστεί να έρθεις στο Δικαστήριο και ήρθα σαν γιατρός».

 

   Εξήγησε ο ΜΥ1 τί σημαίνουν οι έννοιες «λογορροικός», «παρανοϊκός», «ανήσυχος», «αποκρυπτικός», λέγοντας ότι αυτά αποτελούν μεταξύ άλλων, κύρια χαρακτηριστικά της μανιοκατάθλιψης, ήτοι μιας ασθένειας η οποία φέρει δύο πόλους, της «μανίας» και της «κατάθλιψης», με τον ασθενή να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ των δύο. Φυσικά οι εν λόγω αναφορές επεξηγήθηκαν ως τα δεδομένα που καταγράφηκαν επί της Ιατρικής Γνωμάτευσης Τεκμήριο 22, τον Δεκέμβριο του 2020 όταν αυτός έτυχε εγκλεισμού ξεχνώντας ότι, καμία τέτοια αντίστοιχη αναφορά δεν υπάρχει στο μαρτυρικό υλικό της παρούσας υπόθεσης που να αφορά στον ουσιώδη χρόνο.  Το δε επιχείρημα του μάρτυρα ότι, «μέχρι και οι αστυνομικοί έκαναν διάγνωση», δεν μπορεί με κανένα τρόπο να χρησιμοποιηθεί ως μετρήσιμος παράγοντας ή εργαλείο στην εξέταση και διαπίστωση της όποιας ψυχικής κατάστασης του κατηγορούμενου την 20.5.20. Αν αντιστρέψει κανείς δε το εν λόγω επιχείρημα, το μόνο που διαπιστώνεται είναι ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου κανένα προβληματισμό δεν προκάλεσε στους αστυνομικούς αφού σε αντίθετη περίπτωση αυτόν θα μετέφεραν στους αρμοδίους, (ως άλλωστε μπορούσαν ενεργοποιώντας τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου 77/97), για υποβολή αιτήματος αναγκαστικής ψυχιατρικής/ ψυχολογικής εξέτασης ενώπιον Δικαστηρίου. Είναι για αυτό το λόγο που η μαρτυρία γνώμης δεν γίνεται αποδεκτή από τον οιονδήποτε, παρά μόνο από μέρους πραγματογνωμόνων. 

 

  Ακριβώς επειδή δεν εξέτασε τον κατηγορούμενο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, καμία αναφορά δεν μπορούσε να κάνει ως προς τον τρόπο που ο κατηγορούμενος ενδεχομένως έκρινε τα πράγματα, μήτε περί ύπαρξης στοιχείων που θα μπορούσαν να επιδράσουν επί της κρίσης του, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να προβεί στη δική του αξιολόγηση περί του ορθολογισμού και επιστημονικότητας της προσέγγισης στη βάση των παραμέτρων εντός των οποίων θα έπρεπε (σύμφωνα με τη μαρτυρία του), να λειτουργήσει ο ίδιος, ως εμπειρογνώμονας μάρτυς. Για να μπορεί δηλαδή να εξάγει κρίση ως προς τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου εξυπακούεται ότι όφειλε να είχε γνώση περί της ύπαρξης κάποιων γεγονότων ή περιστάσεων τα οποία προσηκόντως αξιολογούμενα από τον ίδιο θα μπορούσαν να οδηγήσουν, στη διαπίστωση ότι ο κατηγορούμενος τη δεδομένη στιγμή (α) έπασχε από κάποια νοητική διαταραχή ή ασθένεια (β) η οποία επηρέασε σε τέτοιο βαθμό την κρίση του που δεν αντιλαμβανόταν το λανθασμένο τον πράξεων του. Τίποτα επιστημονικό δεν είπε, ως προς τον τρόπο που αυτή η ασθένεια εκδηλώνεται ή από πότε κατά την κρίση του και δυνάμει του ιστορικού που περισυνέλλεξε φαίνεται να ξεκίνησε να επηρεάζει τον κατηγορούμενο, ως είχε υποχρέωση, ως εμπειρογνώμονας μάρτυς.  

 

  Στην υποβολή της κατηγορούσας αρχής ότι τίποτα το ασυνάρτητο δεν προκύπτει από την φραστική επίθεση που εξαπέλυσε προς τους αστυνομικούς και της επιλογής του, αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο να τους επιτεθεί, ο μάρτυρας απάντησε ότι το γεγονός ότι φαίνεται να υπήρχε αλληλουχία στις λέξεις, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι καταλάβαινε και τί έλεγε. Σε τοποθέτηση της κας. Χαραλάμπους ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο για κάποιον να φωνάζει, να βρίζει, να μιλά ασυνάρτητα και να εκδηλώνει παράλληλα παραβατική συμπεριφορά έχοντας πλήρη αντίληψη των πράξεων του, ο μάρτυρας απάντησε ότι κανείς λογικός άνθρωπος δεν τα κάνει αυτά «άνευ λόγου», όπως φαίνεται να ήταν στην προκείμενη.

 

  Η επιμονή όμως του μάρτυς ότι η αντίληψη του κατηγορούμενου την 20.5.20 ήταν μηδαμινή, επίσης έτυχε αναίρεσης, λέγοντας ότι, από τη στιγμή που δεν γνώριζε τον κατηγορούμενο εκείνη την ημέρα, δεν μπορεί να γνωρίζει αν ενεργούσε ηθελημένα ή μη. Δυνάμει των πιο πάνω, οι φραστικές και μόνον τοποθετήσεις του μάρτυρα δίκην συμπεράσματος, περί των θεμάτων αυτών, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από το Δικαστήριο, αφού το ζητούμενο στην προκειμένη είναι η διαπίστωση ύπαρξης τέτοιου υποβάθρου ώστε το Δικαστήριο, βάσει αυτού, να στηριχθεί για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, αν μη τι άλλον, περί του αντικειμενικώς εύλογου (και δικαιολογημένου) της διαπίστωσης. Οι αυτοαναιρέσεις του μάρτυρα και η έλλειψη παρουσίασης οποιονδήποτε επιστημονικών κριτηρίων επί των οποίων βάσισε τα συμπεράσματα οδηγούν σε απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΥ1.

 

  Δυνάμει όλων των πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν έχει ενώπιον του τεθεί ικανή μαρτυρία που να  υποδηλοί, έστω και στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι ο κατηγορούμενος έπασχε διανοητικά ένεκα πνευματικής νόσου την 20.5.20. Ακόμη όμως και αν ήθελε καταφανεί ότι η περίπτωση ήταν τέτοια, (θέση την οποία το Δικαστήριο έχει απορρίψει), το  ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Αυτό που η υπεράσπιση όφειλε να καταδείξει, στο ισοζύγιο, είναι ότι, όχι μόνο έπασχε ο κατηγορούμενος από πάθηση και δη, πνευματική νόσο, αλλά ότι τη στιγμή του συμβάντος αυτός δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η πράξη του ήταν νομικά λανθασμένη.

 

  Στην Α.Γ.Α. ν Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 345, με αναφορά στην Bratty v. A.G. for Northern Iceland (1961) 2 All E.R. 523 λέχθηκε ότι:

«…η ύπαρξη της σχιζοφρένιας αποδεικνύει μόνο ότι ο δράστης έπασχε από πνευματική ασθένεια (disease of mind). Δεν αποδεικνύει, πρόσθετα , ότι , ως εκ ης εν λόγω ασθένειας , ο δράστης δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τι έπραττε ή να γνωρίζει ότι όφειλε να απέχει από την πράξη. Για το τελευταίο θέμα χρειάζεται πρόσθετη μαρτυρία. Το άρθρο 12 του Ποινικού μας Κώδικα Κεφ. 154 , προνοεί ότι (εγκληματική) πράξη ή παράλειψη δεν καταλογίζεται σε πρόσωπο το οποίο, κατά το χρόνο της διάπραξης της, στερείτο της ικανότητας να αντιληφθεί τι διαπράττει ή (της ικανότητος) να γνωρίζει ότι όφειλε να απέχει από τη διενέργεια της πράξης ή της παράλειψης , ένεκα οποιασδήποτε ασθένειας που επηρέαζε τας φρένας του. Αν όμως δεν υπήρχε τέτοιος επηρεασμός των φρενών ένεκα ασθένειας , ώστε να επέλθει ένα από τα δύο προαναφερόμενα αποτελέσματα, τότε υπάρχει πλήρης καταλογισμός ευθύνης».

 

  Το καθοριστικό λοιπόν ερώτημα είναι η «ευθύνη» υπό την έννοια του κατά πόσον υπήρχε επίγνωση τόσο του εσφαλμένου της πράξης αλλά και της ανικανότητας να αντιληφθεί το φυσικό χαρακτήρα των πράξεων του, ήτοι το είδος και τη φύση τους. Όπως εύστοχα λέχθηκε στην Windle 36 Cr. App.R. 85: «Τhe question, as I endeavoured to point out in giving judgment in Rivett (1950) 34 Cr.App.R. 87, in all these cases is one of responsibility.  A man may be suffering from a defect of reason, but, if he knows that what he is doing is wrong - and by ´wrong´ is meant contrary to law - he is responsible».

 

  Αντλώντας καθοδήγηση από τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη (α) τα όσα προκύπτουν από την αποδεκτή μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας αλλά και (β) τον τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος έδρασε την 20.5.20 και συγκεκριμένα ότι επέλεξε να κάνει χρήση συγκεκριμένων λέξεων όταν απηύθυνε το λόγο στους αστυνομικούς, αναφερόμενος σε αυτούς ως  «πουστόμπατσοι» και «καραγκιόζιες», επιλέγοντας, αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο να συνεχίζει να τους φτύνει, απειλώντας τους ότι «θα τους κανονίσει», ως απάντηση στο κάλεσμα τους να κατεβεί από την ταράτσα, πραγματώνοντας με το που κατέβηκε την αμέσως προηγουμένως εκστομισθείσα απειλή στο πρόσωπο τους, αποκαλύπτουν δίχως άλλο, αντίληψη από μέρους του όχι μόνο της φύσης των πράξεων που διενεργούσε, (ήτοι ότι ενώπιον του βρίσκονταν αστυνομικοί τους οποίους εξύβριζε επί σκοπού με στοχευμένες βωμολοχίες) αλλά και του έκνομου των ενεργειών του και ότι αυτό το οποίο επρόκειτο να πράξει και έπραττε ήταν κάτι το κακό.

 

  Για τους λόγους που έχουν ανωτέρω εξηγηθεί, και ενόψει απουσίας ιατρικής μαρτυρίας που να φανερώνει ότι ο κατηγορούμενος ενδέχεται να μην είχε σώας τας φρένας ένεκα παραισθήσεων ή ψευδαισθήσεων ή άλλως πως, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η πλευρά του κατηγορούμενου δεν έχει, μέσα από την μαρτυρία που έχει παρουσιάσει, επιτύχει να ανατρέψει το τεκμήριο εχεφροσύνης που το άρθρο 11 του Ποινικού Κώδικα δημιουργεί.

 

  Καμία αμφιβολία υπό τις περιστάσεις δεν διατηρεί το Δικαστήριο σε σχέση με την προαναφερόμενη αντίληψη του κατηγορούμενου κατά τον ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση χρόνο, του λανθασμένου και έκνομου των ενεργειών του και συνεπώς καταλήγω το συμπέρασμα ότι το άρθρο 12 του Ποινικού Κώδικα δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση του ενώπιον μου κατηγορούμενου προσώπου.

 

VI. Νομοθετικό Υπόβαθρο Κατηγοριών – Βάρος Απόδειξης

 

  Το βάρος απόδειξης έκαστης κατηγορίας, φέρει η κατηγορούσα αρχή. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορούμενου (βλ. Woolmington v DPP [1935] AC 462 HL, Γενικός Εισαγγελέας ν Ismail, (2016) 2Β Α.Α.Δ 891). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του, παραμένει με έστω, υποβόσκουσα αμφιβολία, η αθώωση αποτελεί μονόδρομο (βλ. Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459).

 

Κατηγορία 1

 

  Σύμφωνα με το άρθρο 91(Α) του Κεφ. 154, απειλή διαπράττεται όταν: «Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη». Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου του Νόμου, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που οφείλουν όπως αποδειχθούν αφορούν στην ύπαρξη απειλής για βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη η οποία να προκαλεί στον άλλον, τρόμο ή ανησυχία. Στην υπόθεση Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 1, η οποία αφορούσε συναφές αδίκημα, ήτοι της απειλής βιοπραγίας δυνάμει του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, λέχθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ' αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού. Λέχθηκε επίσης ότι, το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό, αλλά αντικειμενικό. Με παραπομοπή στην απόφαση Kallenos v Police (1969) 2 C.L.R. 210, το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν απαιτείται να προκληθεί στην πραγματικότητα φόβος στον παραπονούμενο ότι οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Αρκεί η απειλή να δημιουργεί εξ' αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Την απειλή που εκστόμισε ο κατηγορούμενος, απευθυνόμενος προς τους αστυνομικούς λέγοντας τους «κάτσετε τζιαμέ που είσαστε τζαι έρκουμαι να σας κανονίσω», πραγμάτωσε ευθύς μόλις κατέβηκε κάτω από τον όροφο στο ισόγειο της οικίας γρονθοκοπώντας έκαστο εξ’ αυτών στο πρόσωπο, ξεκινώντας να παλεύει κυριολεκτικά μαζί τους, καταλήγοντας στο έδαφος. Η εκστόμιση της απειλής ότι, «θα τους εκανόνιζε» συνοδευόμενη από την άμεση εκτέλεση της πράξης, με δεδομένο τον εκνευρισμό και συναισθηματική αναστάτωση του κατηγορούμενου προκάλεσε όχι μόνο τρόμο και ανησυχία στους αστυνομικούς, ως αυτοί μαρτύρησαν, αλλά εκτελέσθηκε ευθύς αμέσως.

 

Κατηγορία 2

 

  Σύμφωνα με το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα: «Όποιος, σε δηµόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δηµόσιος µε τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δηµόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο µε τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόµενο πρόσωπο επίθεση, είναι ένοχος πληµµελήµατος». Η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει, ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που εξύβρισε τους Αστ. 933 και Αστ. 650 σε δημόσιο χώρο, ήτοι σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας στην Οδό Καντάρας κατά τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει παρευρισκόµενο πρόσωπο σε επίθεση. Σημειώνεται ότι η εκστόμιση των πιο λέξεων ήτοι, «καραγκιόζιδες, μαλάκες, πουστόμπατσοι» από τον κατηγορούμενο προς τους αστυνομικούς ποτέ δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, μήτε και υποβλήθηκε οτιδήποτε σε σχέση με αυτές στους μάρτυρες κατηγορίας.

 

  Το τι αποτελεί εξύβριση δεν καθορίζεται στον Ποινικό Κώδικα. Αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και έχοντας υπόψη τις επικρατούσες απόψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Στην υπόθεση Brutus v. Cozens (1972) 2 All E.R. 1297 που αφορούσε κατηγορία βάση του άρθρου 4 του Public Order Act, 1986, με παρόμοια συστατικά στοιχεία με αυτά του άρθρου 99 του Ποινικού μας Κώδικα, αποφασίσθηκε ότι η ερμηνεία της λέξης «insulting» (σε ελληνική μετάφραση «υβριστικός») δεν είναι νομικό θέμα και θα πρέπει να αποδίδεται σε αυτή το κανονικό της νόημα. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφηκε στην πιο πάνω απόφαση, «An ordinary sensible man knows an insult when he sees or hears it». Το κριτήριο λοιπόν για την ύπαρξη όλων των πιο πάνω στοιχείων είναι καθαρά αντικειμενικό.

 

  Στην Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 98 κρίθηκε ως ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η λέξη «καραγκιόζης» που είχε εκστομίσει η εφεσείουσα εναντίον Αστυνομικού, στον τόπο και υπό τις συνθήκες που χρησιμοποιήθηκε ήταν υβριστική και εκδήλωνε περιφρόνηση προς το πρόσωπο προς το οποίο εκστομίστηκε.  Επιπρόσθετα, στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι δεν χρειάζεται απόδειξη ότι προκλήθηκε οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος, σε επίθεση. Είναι αρκετό, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 99, να υπήρχε το ενδεχόμενο όπως, από την εξύβριση, αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο. Με δεδομένη την αποδοχή από μέρους του Δικαστηρίου της μαρτυρίας των ΜΚ1 και ΜΚ7 και του αξιόπιστου των αναφορών τους, ήτοι ότι αυτούς εξύβρισε ο κατηγορούμενος με τις συγκεκριμένες φράσεις, καταλήγω ότι το περιεχόμενο αυτών μιλά από μόνο του, ενώ σκοπός της χρήσης τους δεν ήταν άλλος από την προσβολή των αστυνομικών. Στην Αγγλική απόφαση Parkin v. Norman (1982) 2 All E.R. 583 η εξύβριση στοιχειοθετείτε εξ’ αντικειμένου εφόσον εκτοξεύεται ύβρις εναντίον προσώπου το οποίο θα μπορούσε να την εκλάβει ως τέτοια, ανεξάρτητα του αν αυτός που την εκτοξεύει δεν συνειδητοποιεί τη δυνατότητα εξύβρισης εκείνου του συγκεκριμένου προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου και ανεξάρτητα του αν οποιοσδήποτε, στη γνώση του οποίου έχει περιέλθει, δεν την εξέλαβε ως ύβρη. Η χρήση των εν λόγω φράσεων βεβαίως, είχαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου την δυναμική ώστε να προκαλέσουν σε παριστάμενο πρόσωπο, επίθεση.

 

  Εφαρμόζοντας τα πιο πάνω κριτήρια στην παρούσα το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος την 20.5.20 ήταν απρεπείς, υβριστικές και εκδήλωναν μια περιφρόνηση προς το πρόσωπο των παραπονουμένων. Σημειώνεται περιπλέον ότι αποτελεί κοινό τόπο από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι η εξύβριση έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο, παρουσία τρίτων προσώπων.

 

 

 

 

Κατηγορίες 3,4 και 8 (Κοινή Επίθεση)

 

  Επίθεση διαπράττεται, όταν κατηγορούμενος, παράνομα (unlawfully), προκαλεί σε άλλο πρόσωπο φόβο άσκησης άμεσης βίας (assault) ή όπου ασκεί παράνομα βία σε άλλο πρόσωπο (battery) (βλ. Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574, 579). Το αδίκημα διαπράττεται είτε με πρόθεση ή απερίσκεπτα. Σε σχέση με το νοητικό στοιχείο της επίθεσης (mens rea) σχετική είναι η Πετρόπουλος, (ante) όπου αναφέρθηκε ότι: « …το άρθρο 242 του Νόμου, δε συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση άσκησης βίας σε βάρος του θύματος. Απαγορεύει τη χρήση βίας ή την εκδήλωση πρόθεσης για τη χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα (unlawfully)». Η επιλογή του κατηγορούμενου όπως φτύσει (κατ’ επανάληψη) εναντίον των αστυνομικών εμπίπτει εντός των πιο πάνω προνοιών του Νόμου, με την διάπραξη των πιο πάνω, να μην αμφισβητείται από την υπεράσπιση.

 

Κατηγορίες 5, 6 και 7 – Πραγματική Σωματική Βλάβη

 

  Το άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα προνοεί ότι «Όποιος διαπράττει επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων». Η πραγματική σωματική βλάβη ορίζεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα ως, «ασθένεια ή διαταραχή, είτε μόνιμη είτε προσωρινή». Στην Georghiades v Police (1985) 2 CLR 56, η επιπόλαιη εκδορά στο πρόσωπο συνοδευόμενη από κοκκίνισμα θεωρήθηκε αρκετή για σκοπούς του άρθρου 243 του Κεφαλαίου 154. Δεν είναι ανάγκη ο τραυματισμός να έχει μόνιμο χαρακτήρα ή να είναι τέτοιος που να τον κατατάσσει στη βαριά σωματική βλάβη. Χρειάζεται όμως να διαπιστωθεί ως πραγματικό γεγονός η σωματική βλάβη, η απουσία της οποίας θα κατέτασσε την περίπτωση στο αδίκημα του Άρθρου 242 ΠΚ, για απλή επίθεση (βλ. Αχτάρ ν Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 397). Τόσο από τα παραδεκτά γεγονότα και δεδομένα της παρούσης, αλλά και από την συνολικώς κριθείσα και αποτιμιθείσα αξιόπιστη ιατροδικαστική μαρτυρία που προσφέρθηκε από την κατηγορούσα αρχή σε σχέση με την έκταση των τραυμάτων που έφεραν οι αστυνομικοί και την αξιόπιστη μαρτυρία έκαστου εξ’ αυτών, η οποία αντιπαραβαλλόμενη η μια με την άλλην επιρρώνει το αληθές των αναφορών τους, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη στους Αστ.933, Αστ.650 και Αστ.944 με τις πράξεις του, ήτοι, επιτιθέμενος σε αυτούς. 

 

Κατηγορία 9

 

  Σύμφωνα με το άρθρο 244(α) του Ποινικού Κώδικα, όποιος: «επιτίθεται εναντίον άλλου µε σκοπό διάπραξης κακουργήµατος ή αντίστασης ή µαταίωσης της νόµιµης σύλληψης ή κράτησης του εαυτού του ή άλλου για κάποιο ποινικό αδίκηµα». Δυνάμει της καθ΄όλα αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας επί του προκείμενου, το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος αφού του είχε γίνει επίστηση στο Νόμο και αφού του αναφέρθηκε ότι ήταν υπό σύλληψη, κλωτσούσε και έφτυνε τους Αστ. 993 και 650 με μοναδικό σκοπό την αντίσταση και ματαίωση της κατά τα άλλα νόμιμης σύλληψης του. Οι κριθείσες ως αξιόπιστες αναφορές των ΜΚ1 και ΜΚ2 επί του προκείμενου επιβεβαιώνονται μέσω της ανεξάρτητης μαρτυρίας που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή μέσω των ΜΚ8 και ΜΚ9 ήτοι των γειτόνων/ αυτοπτών μαρτύρων.

 

Κατηγορία 10 – Ανησυχία

 

   Ανησυχία προκαλείται, σύμφωνα με το άρθρο 95 του Ποινικού Κώδικα όταν πρόσωπο, χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί θόρυβο ή ταραχή σε δηµόσιο χώρο µε τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης. Υπενθυμίζεται ότι αποτελεί κοινό τόπο από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι το όλο συμβάν εκτυλίχθηκε στην Οδό Καντάρας, ήτοι σε δημόσιο χώρο, παρουσία πολλών τρίτων προσώπων, ήτοι πολιτών, οι οποίοι σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία και των αστυνομικών αλλά και των γειτόνων, βγήκαν έξω από τα σπίτια τους ανήσυχοι ως προς το τί συνέβαινε, ακούγοντας γυαλιά να σπάζουν, και μετέπειτα, λόγω των όσων επακολούθησαν δυνάμει των πράξεων και επιλογών του κατηγορούμενου.   

 

Ζητήματα Δίκαιης Δίκης- Μη Λήψη Κατάθεσης

 

  Ο συνήγορος υπεράσπισης, προώθησε τη θέση ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη και τούτο γιατί, ως ισχυρίστηκε, η αστυνομία δεν έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο ή τη μητέρα του, στερώντας από αυτόν κατ΄αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα να θέσει τους δικούς του ισχυρισμούς, ή όπως τεθεί μαρτυρία ενώπιον Δικαστηρίου από τρίτα πρόσωπα τα οποία ήταν παρόντα στο περιστατικό, προς διασαφήνιση του τί πραγματικά συνέβη.

 

  Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αφορά σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και σε κατάλληλες περιπτώσεις, σοβαρές παραλείψεις των ανακριτικών αρχών, δυνατόν να οδηγήσουν και σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου. Προϋπόθεση όμως για να καταλήξουν εκεί τα πράγματα είναι η απόδειξη από μέρους της υπεράσπισης – η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων- ότι ο κατηγορούμενος ένεκα των πιο πάνω παραλείψεων τέθηκε σε δυσμενή θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής.  Το θέμα της δίκαιης δίκης, αποτιμάται από το  Δικαστήριο στο τέλος, μετά από θεώρηση της δίκης στο σύνολό της. Ο ισχυρισμός για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται «in abstracto», αλλά συγκεκριμένα. Δεν μπορεί δε να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι ούτε τότε, αλλά μήτε και σήμερα μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του τα κατά πάντα επίδικο χρόνο, διαδραματισθέντα. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, ο κατηγορούμενος που το επικαλείται, έχει το βάρος να αποδείξει ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπισή του (βλ. Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2  Α.Α.Δ. 505, με αναφορά στην Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2  Α.Α.Δ. 104).

 

  Σύμφωνα με την αποδεκτή ενώπιον μου μαρτυρία, ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε για τα δικαιώματα του αμέσως μετά τη διάπραξη των αδικημάτων από τον ΜΚ1, εφόσον επρόκειτο για αυτόφωρα αδικήματα, με τις αρχές να ακολουθούν βεβαίως τις πρόνοιες του Νόμου 163(Ι)/2005[4]. Οι αρχές πέραν της προφορικής παράθεσης και ενημέρωσης του κατηγορούμενου σε ότι αφορά τα δικαιώματα του, επέδωσε αυτά στον κατηγορούμενο μέσω της ΜΚ3 στον χώρο αναμονής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας (Τεκμήρια 12,14 και 15), τα οποία ο πρώτος παρέλαβε και υπέγραψε. Η μαρτυρία της ΜΚ3 ως προς τις προσπάθειες που έκανε να ανακρίνει προφορικά τον κατηγορούμενο έχει ήδη κριθεί ως αξιόπιστη, όπως επίσης ειλικρινής και αξιόπιστη κρίθηκε και η θέση της ότι, ο χώρος, ήτοι ο ειδικά διαμορφωμένος χώρος αναμονής για τη διενέργεια εξετάσεων για Κορονωϊό, δεν προσφέρετο για τη λήψη γραπτής κατάθεσης, με τον κατηγορούμενο εν πάση περιπτώσει να δείχνει ότι δεν επιθυμούσε να συνεργαστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

 

  Όπως και να έχει, η μη λήψη ανακριτικής κατάθεσης από την αστυνομία δεν μπορεί αυτομάτως να αποτελέσει ζήτημα για πλημμελή διερεύνηση της υπόθεσης. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τον Δικαστικό Κανόνα ΙΙΙ, όταν ο ανακριτής έχει στην κατοχή του επαρκή μαρτυρία για να διατυπώσει κατηγορία εναντίον του υπόπτου, η ανάκριση πρέπει να τερματίζεται. Εν προκειμένω στα χέρια της αστυνομίας υπήρχε επαρκής μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου (αυτόφωρα αδικήματα) και επομένως δεν ήταν υποχρεωμένη να προχωρήσει στη λήψη κατάθεσης από τον τελευταίο. Ας μην λησμονείται βέβαια, και αυτό φέρει βεβαίως τη δική του βαρύτητα ότι, την αμέσως επόμενη ημέρα η υπόθεση καταχωρήθηκε ενώπιον Δικαστηρίου ως έκτακτη καταχώρηση και ο κατηγορούμενος μπορούσε αν ήθελε, να προβάλει όποιους ισχυρισμούς επιθυμούσε ενώπιον Δικαστηρίου, δικαίωμα που του παρέχεται άλλωστε και μέσω του άρθρου 3(Δ) του Περί Δικαιωμάτων Υπόπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που τελούν υπό Κράτηση Νόμος 165(Ι)/2003, μέσω του συνηγόρου του ο οποίος τον εκπροσωπούσε.  

 

  Στην υπόθεση Chikhaeva v Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ.669, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της υπεράσπισης ότι, η μη προσκόμιση του ανακριτή της υπόθεσης στη διαδικασία και η επιλογή της κατηγορούσας αρχής όπως μην απαντηθούν συγκεκριμένα ερωτήματα όπως γιατί δεν λήφθηκε κατάθεση από την κατηγορούμενη ή γιατί αυτή δεν κατηγορήθηκε γραπτώς, δημιουργούσε πλήγμα στην προώθηση της υπεράσπισης της, λέγοντας:

 

«Πρέπει να υποδείξουμε πως όσο και αν τα γεγονότα είναι απλά και φαίνονται στις διωκτικές αρχές ξεκαθαρισμένα, αναμένεται, εν τούτοις, η τήρηση της καθιερωμένης πρακτικής στη διερεύνηση των υποθέσεων και η συμπλήρωση του φακέλου. Εν προκειμένω όμως η προσαχθείσα μαρτυρία δεν άφησε οποιοδήποτε κενό, κενό που να μπορούσε να δημιουργήσει το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας για την ενοχή της εφεσείουσας. Πρόκειται έκδηλα για περίπτωση όπου η επίκληση ως προς τις σημειωθείσες παρεκκλίσείς είχε ως λόγο μόνο την απαίτηση για τη διατήρηση της αναγνωρισμένης τάξης πραγμάτων και καμία σχέση δεν έχει με το ενδεχόμενο πραγματικής επίδρασης στο αποτέλεσμα».  

 

  Τέλος, σημειώνεται ότι ένα εκ των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου ήταν και να καταθέσει ενώπιον Δικαστηρίου. Με κάθε σεβασμό στην επιλογή του τρόπου που αυτός ήθελε να ορίσει την υπερασπιστική του γραμμή, ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να προσφέρει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, θέτοντας κάθε τι σχετικό, εάν υπήρχε, επί των ζητημάτων αυτών, καταδεικνύοντας πώς, κατά τη θέση του, επηρεάστηκε δυσμενώς η Υπεράσπιση του. Ούτε αυτό έπραξε. Η αστυνομία αξιολογώντας από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα και αφού προέβη στα κατάλληλα διαβήματα προς διασφάλιση όπως οι θέσεις του κατηγορούμενου προβληθούν, (ασχέτως του αν αυτός δεν συνεργαζόταν), παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου όλη την απαραίτητη κατά την κρίση της μαρτυρία, αφήνοντας το Δικαστήριο να αποφασίσει επί της υπερασπιστικής γραμμής που θα προωθούσε ο κατηγορούμενος. Σημειώνεται ότι, μήτε ο κατηγορούμενος, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία προς επίρρωση ή επιβεβαίωση των όποιων ισχυρισμών του (αδελφή, μητέρα), μήτε και προβληματίστηκε ως προς το τί φέρεται να έλαβε χώρα την 20.5.20 (για το οποίο δεν είχε καμία θύμηση) ούτως ώστε να μεταβεί άμεσα ο ίδιος, αυτοβούλως ή μέσω παροτρύνσεων της οικογένειας του, για ψυχολογική εκτίμηση της κατάστασης του.

 

  Δυνάμει των πιο πάνω, οι θέσεις της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος τέθηκε σε δυσμένεια ένεκα των παραλείψεων των ανακριτικών αρχών οι οποίες ήταν, κατ΄ισχυρισμόν της έκτασης που εισηγείται η υπεράσπιση, δεν κατάφεραν να πείσουν ούτε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.  

 

VII. Κατάληξη

 

  Συνοψίζοντας τα όσα εκ της αποδεκτής ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας με ασφάλεια αποκαλύπτονται, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος την 20.5.20 και ενώ βρισκόταν στην ταράτσα της οικίας του εξύβρισε και απείλησε τους Αστυνομικούς 933 και Αστ. 650, φτύνοντας τόσο αυτούς, όσο και τον Αστ. 5810. Με την κάθοδο του από την ταράτσα της οικίας ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε με απειλητικές διαθέσεις προς τους Αστ. 650 και Αστ. 933 τους οποίους και γρονθοκόπησε στο πρόσωπο. Παρά την άφιξη ενισχύσεων στο μέρος, η παραβατική συμπεριφορά του κατηγορούμενου συνεχίστηκε με τον κατηγορούμενο να δαγκώνει τον Αστ. 1964 στο μπράτσο, αντιστεκόμενος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο στην νόμιμη σύλληψη του, κλωτσώντας τους Αστ.993 και Αστ. 650 φτύνοντας και αντιδρώντας παράλληλα, προκαλώντας θόρυβο και ταραχή κατά τρόπο που προκάλεσε διασάλευση της ειρήνης.

 

  Με βάση τα πιο πάνω, και λαμβάνοντας υπόψη το νομοθετικό υπόβαθρο των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, είναι η κρίση και κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η κατηγορούσα αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την παραβατική συμπεριφορά που επέδειξε ο κατηγορούμενος μέσω των κατηγοριών 1 μέχρι 10 που του προσάπτει.

 

  Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος σε έκαστη κατηγορία που αντιμετωπίζει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                                M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] (βλ. Άρθρο 12 του Ποινικού Κώδικα)

[2] (Το σκισμένο υπηρεσιακό του πουκάμισο).  

[3] Το άρθρο 12 του Αγγλικού Κειμένου του Ποινικού Κώδικα προνοεί: «A person is not criminally responsible for an act or omission if at the time of doing the act or making the omission he is through any disease affecting his mind incapable of understanding what he is doing, or of knowing that he ought not to do the act or make the omission. But a person may be criminally responsible for an act or omission, although his mind is affected by disease, if such disease does not in fact produce upon his mind one or other of the effects above mentioned in reference to that act or, omission».

[4] Περί Δικαιωμάτων Υπόπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που τελούν υπό Κράτηση Νόμος 165(Ι)/2003.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο