
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε. Δ
Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 20109/24
ΜΕΤΑΞΥ:
Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας
και
Α. S.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 27 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους
Για τον Κατηγορούμενο: κα. Μ. Παυλίδου
Κατηγορούμενος: Παρών
Μεταφραστής: Μαρζούκ Τζώρτζης
ΠΟΙΝΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Α. Εισαγωγή
Η παρούσα ποινική υπόθεση, η οποία αφορά βία στην οικογένεια, καταχωρήθηκε εκτάκτως την 23.10.24. Το Δικαστήριο κατόπιν σχετικών αιτημάτων που υποβλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή, αποφάσισε δια αιτιολογημένης αποφάσεως την κράτηση του κατηγορούμενου, εγκρίνοντας το ενώπιον του αίτημα. Με δεδομένο ότι η ελευθερία του ατόμου αποτελεί ύψιστο αγαθό, το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση σε τακτές ημερομηνίες. Η κατηγορία παρουσίασε προς απόδειξη της υπόθεσης της έξι (6) μάρτυρες. Πριν την ολοκλήρωση της υπόθεσης, ο κατηγορούμενος ζήτησε όπως υπάρξει αλλαγή στην εκπροσώπηση του, ζητώντας παράλληλα, άδεια του Δικαστηρίου για αλλαγή απάντησης στις κατηγορίες από μη παραδοχή, σε παραδοχή. Κατόπιν παραδοχής του στις κατηγορίες 1,2,4,6 και 8 μέχρι 12, η κατηγορούσα αρχή διέκοψε τις κατηγορίες 3, 5 και 7. Έχοντας δε υπόψη την σχετική δικονομική πρακτική[1], το Δικαστήριο ζήτησε από την κατηγορούσα αρχή όπως θέσει ενώπιον του τα γεγονότα της παρούσας και είναι βάση αυτών που το Δικαστήριο θα επιβάλει ποινή.
Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος αφορούν στα αδικήματα της παρακοής Διατάγματος Αποκλεισμού[2], περιορισμού της ελευθερίας[3], της απειλής[4], της επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη[5], της κοινής επίθεσης[6] και της άσκησης ψυχολογικής βίας[7]. Ο τριαντάχρονος κατηγορούμενος και η παραπονούμενη είναι εν διαστάσει σύζυγοι, αμφότεροι με καταγωγή από τη Συρία. Η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του κατηγορούμενου έλαβε χώρα μεταξύ των μηνών Απριλίου και Μαΐου 2020 (κατηγορίες 11 και 12) και Οκτωβρίου 2024 (κατηγορίες 1,2,4,6,8-10).
Β. Τα Γεγονότα
Β1. Γεγονότα 2020 (Κατηγορίες 11 και 12)
Την 28.4.2020 και περί ώρα 20:40 λήφθηκε παράπονο από την παραπονούμενη ότι μόλις είχε δεχθεί επίθεση από τον σύζυγο της. Στην παραπονούμενη δόθηκε ιατρικό έντυπο για εξέταση στο ΤΕΑΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, ενώ παράλληλα, συμπληρώθηκαν σχετικά έντυπα «Βίας στην Οικογένεια». Την 5.5.2020 και αφού η επικοινωνία με την παραπονούμενη ήταν αδύνατη και το κινητό της τηλέφωνο απενεργοποιημένο, η αστυνομία μετέβη στην οικία. Η παραπονούμενη εξήγησε ότι ο κατηγορούμενος έσκισε το ιατρικό έντυπο, ζητώντας της συγνώμη για το περιστατικό. Εξέφρασε την επιθυμία όπως φύγει από την οικία, εξηγώντας ότι ο σύζυγος της επιτέθηκε ξανά, και δη την 4.5.20. Η παραπονούμενη μεταφέρθηκε, μαζί με το τριών (3) μηνών βρέφος σε χώρο φιλοξενίας του ΣΠΑΒΟ. Σε γραπτή κατάθεση που της λήφθηκε ισχυρίστηκε ότι την 28.4.2020 και ώρα 20:00 ο κατηγορούμενος την κτύπησε με γροθιές στο κεφάλι και κλοτσιές και πατήματα στα πόδια. Ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε με τον ίδιο τρόπο και την 4.5.20. Την 18.5.20 λήφθηκε έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο στην αραβική γλώσσα με την βοήθεια διερμηνέα. Κατηγορηθείς απάντησε: «Έχω ήδη απαντήσει στην κατάθεσή μου».
Σημειώνεται ότι οι υπό κρίση κατηγορίες 11 και 12 είχαν αρχικώς καταχωρηθεί ως η ποινική υπόθεση υπ΄αριθμόν 9377/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Με δεδομένο ότι η παραπονούμενη απέσυρε ενόρκως το παράπονο της, δόθηκαν οδηγίες όπως αυτή παραμείνει σε εκκρεμότητα για περίοδο δύο ετών, λόγω της φύσεως των κατηγοριών. Οι κατηγορίες 11 και 12 συμπεριλήφθηκαν στο παρόν κατηγορητήριο ένεκα της καταγγελίας που υποβλήθηκε τον Οκτώβριο του 2024.
Β2. Γεγονότα 2024 (Κατηγορίες 1,2,4,6,8-10)
Την 16.10.2024 και γύρω στις 20:30, αφού η παραπονούμενη επέστρεψε στην οικία της με την ανήλικη θυγατέρα τους (σήμερα 5 περίπου ετών) άκουσε βήματα, εντοπίζοντας τον κατηγορούμενο εντός της οικίας. Μόλις έγινε αντιληπτή η παρουσία του κατηγορούμενου στο χώρο, η παραπονούμενη προσπάθησε να φύγει από το σπίτι αλλά, ο κατηγορούμενος την τράβηξε από το χέρι, την έβαλε μέσα στο σπίτι και κλείδωσε την πόρτα. Αφού κλείδωσε την πόρτα έκλεισε και ένα παράθυρο το οποίο ήταν ένα ανοιχτό και στη συνέχεια άρπαξε το τηλέφωνο και τα κλειδιά από το χέρι της. Η ανήλικη έπαιζε στο σαλόνι. Ο κατηγορούμενος πήρε την παραπονούμενη στο δωμάτιο της κόρης τους και έκλεισε την πόρτα. Η παραπονούμενη πήγε προς το παράθυρο, με σκοπό να φωνάξει στους γείτονες και τότε ο κατηγορούμενος, τοποθέτησε το χέρι του στο στόμα και στη μύτη της, κλείνοντας το παράθυρο με την παραπονούμενη να αισθάνεται ότι δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ο κατηγορούμενος είδε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή ο οποίος βρισκόταν ανοικτός πάνω στο γραφείο, συνομιλίες της παραπονούμενης. Τη ρώτησε «με ποιους μιλά» κτυπώντας την με το χέρι του στο αριστερό της μάγουλο. Η παραπονούμενη του απάντησε «είμαστε σε διάσταση, έχεις περιοριστικά μέτρα και δεν έχεις το δικαίωμα να μου πεις με ποιον να μιλώ και με ποιον όχι. Πως μπήκες μέσα στο σπίτι μου;».
Ο κατηγορούμενος επέμενε ότι δεν δέχεται να μιλά με άλλον άνδρα ακόμα και οι δύο τους βρίσκονται σε διάσταση, απειλώντας ότι θα την σκοτώσει. Ο κατηγορούμενος πήγε στην κουζίνα και η παραπονούμενη έτρεξε στο παράθυρο και ξεκίνησε να φωνάζει «αστυνομία». Αφού ο κατηγορούμενος την άκουσε, πήγε αμέσως στο δωμάτιο και η παραπονούμενη βρέθηκε κάτω στο πάτωμα, με τον κατηγορούμενο από πάνω της να κρατά ένα μαχαίρι, χρώματος πορτοκαλί, τύπου σουγιά, το οποίο έβαλε κοντά στο λαιμό της. Η ανήλικη θυγατέρα μπήκε στο δωμάτιο και ο κατηγορούμενος σηκώθηκε. Η παραπονούμενη αμέσως πήγε προς το παράθυρο για να ζητήσει και πάλι βοήθεια αλλά ο κατηγορούμενος την τράβηξε προς τα πίσω. Στη συνέχεια η παραπονούμενη ξεκίνησε να φωνάζει λέγοντας στον ύποπτο να φύγει από το σπίτι. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος, έβγαλε την ανήλικη έξω από το δωμάτιο και την πήρε στο σαλόνι για να δει κινούμενα σχέδια. Όταν ο κατηγορούμενος έφυγε από το δωμάτιο, η παραπονούμενη πήγε στο σαλόνι, άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας όπου φώναξε «βοήθεια, αστυνομία». Ο κατηγορούμενος ξεκίνησε να τρέχει προς την παραπονούμενη η οποία έτρεχε γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, φωνάζοντας. Ο κατηγορούμενος της είπε να σταματήσει να φωνάζει και ότι θα αφήσει το μαχαίρι, πράγμα που έκανε αφού το άφησε σε ένα πιάτο που ήταν πάνω στο τραπέζι. Ο κατηγορούμενος συνέχισε να ρωτά την παραπονούμενη «ποιος είναι αυτός που μιλάς», με την αυτήν να του απαντά «να μην τον νοιάζει». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να ρίξει την ρίξει κάτω και να την χτυπήσει με το χέρι του στο πάνω μέρος της κεφαλής της με δύναμη.
Η ανήλικη η οποία είδε τα πιο πάνω έτρεξε προς το μέρος τους ρωτώντας τον κατηγορούμενο «γιατί χτυπάς την μαμά;». Ακολούθως είπε στη μητέρα της «έλα μαμά έλα μαζί μου να παίξουμε» αλλά ο κατηγορούμενος δεν την άφηνε. Ενώ ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να πείσει την ανήλικη να πάει στο σαλόνι για να δει κινούμενα σχέδια, η παραπονούμενη βρήκε την ευκαιρία, πήγε προς το παράθυρο, τράβηξε την κουρτίνα, φώναξε «αστυνομία» και μετά άρχισε να φωνάζει στον κατηγορούμενο στα αραβικά. Μετά από λίγα λεπτά έξω από την οικία μετέβηκε περίπολο της αστυνομίας. Όταν ο κατηγορούμενος είδε το περιπολικό, παρακάλεσε την παραπονούμενη να μην τους πει ότι βρισκόταν εκεί και να τους πει ότι είναι ο άντρας της, ότι απλά συζητάνε και να φύγουν. Όταν η παραπονούμενη αρνήθηκε, ο κατηγορούμενος κρύφτηκε σε δωμάτιο της οικίας. Ακολούθως η παραπονούμενη άνοιξε την πόρτα και ενημέρωσε τον Αστυνομικό ότι υπάρχουν περιοριστικά μέτρα, και τι είχε προηγηθεί. Ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε και η παραπονούμενη παρουσία αστυνομικών ζήτησε να της επιστραφούν τα κλειδιά και το κινητό της. Ο κατηγορούμενος συνομίλησε με τα μέλη της αστυνομίας και αποχώρησε.
Την επόμενη ημέρα, 17.10.2024, γύρω στις 08:30 ενώ η παραπονούμενη ήταν στο σπίτι, έχοντας προηγουμένως αφήσει το παιδί τους στο σχολείο, ο κατηγορούμενος άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας και άρχισε να την ρωτά με ποιον μιλά και να της λέει ότι θέλει να επιστρέψει πίσω στη ζωή της με τους δικούς της όρους. Η παραπονούμενη του είπε ότι δεν τον θέλει, δεν θέλει να μιλήσουν και έφυγε από την κουζίνα. Ενώ βρισκόταν στην τουαλέτα τον είδε μπροστά της χωρίς να γνωρίζει πως αυτός εισήλθε εντός της οικίας. Ο κατηγορούμενος μιλούσε καλά, λέγοντας της ότι δεν θα την κτυπήσει και ότι θέλει να μιλήσουν. Αφού η παραπονούμενη του είπε ότι δεν θέλει να μιλήσουν, ο κατηγορούμενος την έπιασε, και την έβαλε να κάτσει στην καρέκλα. Η παραπονούμενη του είπε ότι δεν θέλει να μιλήσουν αλλά ο κατηγορούμενος συνέχισε να της λέει ότι δεν θέλει να μιλά με άντρες, και ότι θέλει να την πάρει στη Συρία. Η παραπονούμενη του απάντησε ότι δεν τον αγαπά και δεν τον θέλει στη ζωή της. Αφού ο κατηγορούμενος κατάλαβε ότι δεν θέλει να μιλήσουν, της είπε ότι θα την κάνει να τον αγαπήσει ξανά και ξεκίνησε να την τραβά από το σαλόνι στο υπνοδωμάτιο. Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να την ρίξει στο κρεβάτι αλλά η παραπονούμενη αντιστεκόταν. Η παραπονούμενη τον χτύπησε σε διάφορα σημεία του σώματος του, πήγε προς το σαλόνι και ξεκίνησε να φωνάζει. Ο κατηγορούμενος της είπε ότι θα πει ότι μιλά με άλλους άνδρες και έφυγε. Η παραπονούμενη εξετάστηκε από ιατρό όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε μικρή εκχύμωση κάτωθεν του αριστερού αυτιού. Από την οικία της ανευρέθηκε και παραλήφθηκε ένα μαχαίρι τύπου σουγιά, μάρκας Browning με πορτοκαλί χειρολαβή και λεπίδα μήκους 9,5 εκατοστών. Ακολούθησε η σύλληψη του κατηγορούμενου και αφού του εξηγήθηκαν παρουσία μεταφραστή και δικηγόρου οι λόγοι σύλληψης και τα δικαιώματα του απάντησε: «εντάξει». Ο κατηγορούμενος ανακριθείς αρνήθηκε την διάπραξη των αδικημάτων, δίνοντας τους δικούς του ισχυρισμούς.
Γ. Υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας 14144/23
Μετά από συγκατάθεση της κατηγορούσας αρχής για σκοπούς επιβολής μίας ποινής, λήφθηκε υπόψη και η ποινική υπόθεση με αριθμό 14144/23 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία αφορά σε παρόμοιας φύσεως αδικήματα εναντίον της παραπονούμενης. Τα γεγονότα αφορούν σε γεγονότα του Ιουλίου του 2022 και Σεπτεμβρίου 2023.
Γ.1 Γεγονότα Ιουλίου 2022- Κατηγορίες 7 και 8
Την 28.7.2022 και περί ώρα 22:00 και ενώ οι εμπλεκόμενοι είχαν μια έντονη συζήτηση στην οικία τους. Η παραπονούμενη υπήρξε αρνητική στο κάλεσμα του κατηγορούμενου να αποχωρήσει από την οικία, λέγοντας του ότι αν θέλει, μπορεί να αποχωρήσει ο ίδιος. Ο κατηγορούμενος έδωσε μια μπουνιά με το δεξί του χέρι στην αριστερή πλευρά του προσώπου της παραπονούμενης και στο αριστερό της μπράτσο. Η παραπονούμενη, βγήκε έξω από την οικία, τηλεφωνώντας στην αστυνομία, ετοιμάζοντας μια βαλίτσα με δικά της ρούχα και μια βαλίτσα του μωρού. Ο αστυνομικός που μετέβη στο μέρος μετέφερε την παραπονούμενη και το παιδί στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γ.Ν.Λ/σίας για ιατρική εξέταση της ίδιας. Η εξέταση φανέρωσε μώλωπες στην περιοχή αριστερού άκρου - αντιβράχιου, επώδυνη ψηλάφηση αριστερής γναθικής άρθρωσης και αριστερής κροωτιαίας περιοχής. Η παραπονούμενη δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε κατάθεση εκείνη τη στιγμή και μεταφέρθηκε σε ασφαλή χώρο φιλοξενίας του ΣΠΑΒΟ. Μετά την καταγγελία της παραπονούμενης εκδόθηκε εναντίον του κατηγορούμενου την 29.7.2022, Δικαστικό ένταλμα σύλληψης. Κατά τη σύλληψη του ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι δεν κτύπησε την παραπονούμενη εκείνη την ημέρα και ότι παρούσα στην οικία ήταν και η μητέρα της παραπονούμενης. Ανακριθείς ο κατηγορούμενος συμβουλευμένος τον δικηγόρο του, δεν απάντησε σε καμία ερώτηση λέγοντας πως ότι έχει να πει θα το πει στο δικαστήριο.
Οι κατηγορίες 6 και 7 είχαν αρχικώς καταχωρηθεί ως η υπόθεση υπ’ αριθμό 13625/2022 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Με δεδομένο ότι η παραπονούμενη απέσυρε το παράπονο της δόθηκαν την 23.3.23 οδηγίες όπως η παρούσα παραμένει σε εκκρεμότητα, μέχρι την 23.3.2025, ένεκα της φύσης των αδικημάτων.
Γ.2 Γεγονότα Σεπτεμβρίου 2023 (Κατηγορίες 1-6)
Την 27.9.2023 και ώρα 19:30 και ενώ η παραπονούμενη βρισκόταν στην οικία μαζί με την ανήλικη θυγατέρα τους, μετέβη στο μέρος ο κατηγορούμενος ο οποίος κτυπούσε τη πόρτα και το κουδούνι. Διαπιστώνοντας ότι επρόκειτο για τον κατηγορούμενο, η παραπονούμενη δεν άνοιξε τη πόρτα, λέγοντας του: «Σε παρακαλώ φύγε, ούτε εσύ με θέλεις, ούτε εγώ σε θέλω, για να μην κάνουμε προβλήματα μπροστά στην μικρή». Ο κατηγορούμενος άρχισε να φωνάζει «άνοιξε να μιλήσουμε, παρακαλώ, σε αγαπώ». Αφού συνάντησε την άρνηση της παραπονούμενης ο κατηγορούμενος άρχισε να την απειλεί με τις φράσεις «Αύριο θα πάω να σου κλείσω το νερό και το ρεύμα, δεν θα πληρώσω τίποτα για την κόρη μας ούτε το νηπιαγωγείο, ούτε την διατροφή». Η παραπονούμενη του απάντησε «Δεν θέλω τίποτε με εσένα, τίποτα από εσένα, ούτε χρήματα και προχώρα με το διαζύγιο». Ο κατηγορούμενος αποχώρησε. Μετά πάροδο 15 λεπτών η παραπονούμενη άκουσε θόρυβο στο παράθυρο της κουζίνας και είδε τον κατηγορούμενο να κρατάει κάποια εργαλεία με τα οποία παραβίασε το συρόμενο παράθυρο της κουζίνας, προκαλώντας μερική βλάβη στον μηχανισμό. Με την είσοδο του στην οικία η παραπονούμενη άρχισε να φωνάζει «βοήθεια» και φοβισμένη κινήθηκε προς το παράθυρο του σαλονιού με σκοπό να το ανοίξει και να ακούσουν οι γείτονες το κάλεσμα της για βοήθεια. Ο κατηγορούμενος έπιασε την παραπονούμενη, κλείνοντας της το στόμα και την μύτη με το χέρι του για περίπου 20 δευτερόλεπτα, αφού την άφησε, της είπε «Κάτσε να μιλήσουμε». Η παραπονούμενη του «Θέλω να συνεχίσεις με το διαζύγιο δεν θέλω να είμαστε μαζί. Ήδη δεν έπρεπε να είσαι εδώ γιατί υπάρχει Διάταγμα Δικαστηρίου. Αν δεν φύγεις από εδώ θα καλέσω την Αστυνομία». Αυτός άρχισε να την απειλεί «Αν καλέσεις την Αστυνομία, θα σου κλείσω το ρεύμα, θα σου κλείσω το νερό, θα μένεις στον δρόμο, θα είναι κρίμα και η μικρή». Η παραπονούμενη, θέλοντας να τον διώξει από το σπίτι του απάντησε «Δεν θέλω να με πληρώσεις, δεν θέλω να πληρώσεις το ενοίκιο, δεν θέλω να πληρώσεις το νηπιαγωγείο, μην το πληρώσεις, αν θέλεις να κόψεις το ρεύμα κόψε το, αλλά φύγε».
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να φύγει από το σπίτι με αποτέλεσμα η παραπονούμενη να προσπαθεί να επικοινωνήσει με την αστυνομία. Ο κατηγορούμενος άρπαξε το κινητό της τηλέφωνο, ρίχνοντας το στο έδαφος, με αποτέλεσμα να ραγίσει η οθόνη του. Όταν η παραπονούμενη προχώρησε προς την κύρια την είσοδο του σπιτιού, αυτός της άρπαξε βίαια και τα δύο της χέρια με αποτέλεσμα να της προκαλέσει μώλωπες. Η παραπονούμενη του φώναζε να την αφήσει και τότε ο κατηγορούμενος την άφησε και της ζήτησε να τον αφήσει να μείνει στο σπίτι και να κοιμηθεί σε διαφορετικό δωμάτιο. Κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος πλησίασε την παραπονούμενη και της είπε «δεν μου αρέσει να φορείς τέτοια φανέλα, φαίνεσαι σαν αλήτισσα» και αφού την άρπαξε από την αμάνικη φανέλα την έσκισε στην μπροστινή της πλευρά. Μετά το περιστατικό ο κατηγορούμενος παρέμεινε στην οικία της παραπονούμενης και κοιμήθηκε στο δωμάτιο της ανήλικης κόρης τους, με την παραπονούμενη να κοιμάται στο δικό της δωμάτιο μαζί με την κόρη της η οποία ήταν παρούσα στα πιο πάνω. Την 28.9.2023, και αφού ο κατηγορούμενος αποχώρησε η παραπονούμενη μετέβη στο Σπίτι της Γυναίκας αναφέροντας το περιστατικό στους λειτουργούς. Η παραπονούμενη εξετάστηκε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, με την επί καθήκοντι ιατρό να διαπιστώνει ότι φέρει τέσσερις στρογγυλούς-οβάλ κυανούς μώλωπες στην οπίσθια πλευρά του αριστερού βραχίονα, γραμμοειδή κυανή εκδορά, επιμήκη στο κατώτερο τριτημόριο του αριστερού αντιβράχιού, καθώς και δύο κυανούς μώλωπες στο δεξί κατώτερο αντιβράχιο δεξιά. Η παραπονούμενη ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο κατηγορούμενος παραβιάζει το Διάταγμα του Δικαστηρίου από το 2022, μεταβαίνοντας τακτικά στην οικία της, με την ίδια να μην αρνείται την είσοδο και παραμονή καθότι είναι οικονομικά εξαρτώμενη από αυτόν, δίδοντας έτσι μια δεύτερη ευκαιρία στον γάμο τους. Μετά από αυτό η παραπονούμενη άλλαξε κλειδωνιά στην οικία, ούτως ώστε ο κατηγορούμενος να μην μπορεί να εισέρχεται εντός αυτής όποτε επιθυμεί. Αφού έγινε ψυχολογική εξέταση στην ίδια και στην ανήλικη, μετέβησαν αμφότερες σε ασφαλή χώρο φιλοξενίας. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων αναφέροντας: «Εγώ δεν έκαμα τούτα τα πράματα».
Η κα. Χαραλάμπους ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες. Αίτημα της κατηγορούσας αρχής ήταν η έκδοση Διατάγματος αποκλεισμού και επικοινωνίας του κατηγορούμενου από την παραπονούμενη και το ανήλικο τέκνο, εδράζοντας το αίτημα επί των προνοιών των άρθρων 23 του Νόμου 119(Ι)/2000 και 33 του Νόμου 115(Ι)/2021, για τέτοια περίοδο χρόνου, ως αυτή κρίνει το Δικαστήριο δέουσα. Σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας από την 23.10.24.
Δ. Προσωπικές Περιστάσεις Κατηγορούμενου
Η ευπαίδευτη συνήγορος υπεράσπισης, για σκοπούς μετριασμού της ποινής υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής της αγόρευσης (Έγγραφο Γ’), υιοθετώντας παράλληλα το περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας που παρέδωσε στο Δικαστήριο, Έγγραφο Δ[8]’.
Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση ο κατηγορούμενος είναι ελαιοχρωματιστής και διέμενε με άλλους οκτώ ομοεθνής του σε ενοικιαζόμενη κατοικία, καταβάλλοντας μηνιαίως το ποσό των €100. Ο κατηγορούμενος βρίσκεται νομίμως στο έδαφος της Δημοκρατίας τα τελευταία 9 χρόνια, μη απασχολώντας προηγουμένως καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις αρχές, επιλέγοντας όπως εγκαταλείψει τη Συρία λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί. Επιθυμία του ήταν η εξεύρεση εργασίας με σκοπό την οικονομική στήριξη των γονέων και αδελφών του, διατηρώντας ζωντανή την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Στη Δημοκρατία δεν διατηρεί οποιοδήποτε υποστηρικτικό περιβάλλον. Ο ίδιος είναι το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας του. Τόσο τα αδέλφια του όσο και οι γονείς του διαμένουν σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Με την παραπονούμενη παντρεύτηκαν τον Μάρτιο του 2019. Η οικογένεια συντηρείτο αποκλειστικά από τα εισοδήματα του κατηγορούμενου, ο οποίος κατέβαλλε πέραν του ποσού των €100 για τη δική του διαμονή, ποσό €380 ως ενοίκιο για την οικία στην οποία διέμεναν η εν διαστάσει σύζυγος και η ανήλικη θυγατέρα τους, αλλά και διάφορα άλλα ποσά για τα έξοδα διαβίωσης της οικογένειας. Οι δυσκολίες στη σχέση του ζεύγους ξεκίνησαν το 2020, με την οικογένεια να παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας στα πλαίσια Προληπτικής Εργασίας και Στήριξης Οικογενειών με ανήλικα, ένεκα των καταγγελιών της παραπονούμενης.
Σύμφωνα με την κα. Παυλίδου ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, νεαρός σε ηλικία, και ήταν μέχρι πρότινος, ο αποκλειστικός οικονομικός συνεισφορέας της οικογένειας. Η συνήγορος ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος, αντιλαμβανόμενος το λάθος του, αποφάσισε κατόπιν λήψης νομικής συμβουλής να παραδεχθεί, εκφράζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την έμπρακτη μεταμέλεια του, συμβάλλοντας έστω και σε αυτό το στάδιο στην εξοικονόμηση πολύτιμου Δικαστικού χρόνου. Μετά (και) τη ρήξη στην έγγαμη του σχέση επιθυμεί την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του. Η συνήγορος υπεράσπισης υπενθύμισε ότι το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί, καλώντας όπως επιδείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια στο πρόσωπο του κατηγορούμενου ο οποίος στα 30 χρόνια ζωής του δεν έχει απασχολήσει ξανά με τη συμπεριφορά του τη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τις αναφορές της, τα ακόλουθα στοιχεία, ως αυτά αναλύονται στο Έγγραφο Γ’ οφείλουν να προσμετρήσουν υπέρ του κατηγορούμενου:
(α) Η παραδοχή ενοχής έστω και μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
(β) Το λευκό του ποινικό μητρώο.
(γ) Η δημόσια απολογία του προς την παραπονούμενη, -ως αυτή εκφράστηκε δια στόματος της συνηγόρου του- για την παραβατική συμπεριφορά που εκδήλωσε στο πρόσωπο της.
(δ) Η έλλειψη προσχεδιασμού και η παρορμητική του δράση σε συνδυασμό με το περιορισμένο της έκτασης των τραυμάτων της παραπονούμενης.
(ε) Η συναισθηματική φόρτιση υπό την οποία τελούσε[9]. Η συνήγορος διευκρίνισε ότι ο κατηγορούμενος αισθάνθηκε προσβεβλημένος όταν είδε ότι η παραπονούμενη συνομιλούσε με τρίτα πρόσωπο/α μέσω του ηλεκτρονικού της υπολογιστή, θεωρώντας ότι αυτή είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με άλλο πρόσωπο.
(ζ) Τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές του περιστάσεις.
(η) Η ειλικρινής υπόσχεση του, ότι θα αλλάξει τρόπο ζωής και θα απόσχει από επανάληψη οποιασδήποτε εγκληματικής συμπεριφοράς.
Η κα. Παυλίδου με παραπομπή σε σχετική Νομολογία κάλεσε το Δικαστήριο όπως επιδείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, αναφέροντας μεταξύ άλλων, ότι ένεκα του χρόνου που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων στις κατηγορίες 11 και 12, η επιβολή ποινής φυλάκισης δεν ενδείκνυται. Κληθείσα να τοποθετηθεί ως προς το αιτούμενο εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής, Διάταγμα, η υπεράσπιση δεν έφερε καμία ένσταση στην έκδοση των δηλώνοντας ότι, θα ήταν ορθό όπως, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος διεκδικήσει νομικώς, επικοινωνία με το παιδί, υπάρξει δυνατότητα τροποποίησης του παρόντος Διατάγματος. Τέλος, η συνήγορος κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη ότι ο πελάτης της τελεί υπό κράτηση τους τελευταίους πέντε μήνες, «χρόνος ο οποίος τον βοήθησε να αντιληφθεί το άδικο που συντέλεσε με την συμπεριφορά του και να παραδειγματιστεί για το μέλλον». Σύμφωνα με τη συνήγορο, «Έχει ήδη εκπληρωθεί ο σκοπός της ποινής, ήτοι η ειδική πρόληψη από το έγκλημα αλλά και η γενική πρόληψη από το έγκλημα αφού έχει σταλεί το μήνυμα στους κοινωνούς του δικαίου».
Ε. Νομική Πτυχή
Η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων αναδεικνύεται από τη φύση τους, αλλά και από τις νομοθετικώς ανώτατες προβλεπόμενες ποινές. Σημείο αναφοράς αποτελεί πάντοτε, η προβλεπόμενη από τον νόμο μέγιστη ποινή η οποία αποτελεί τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Παπαγεωργίου ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646, Κώστας Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου, Ποινική Έφεση Αρ. 276/2015, 18/09/2017). Αδικήματα που αφορούν σε παρακοή Διαταγμάτων επισύρουν, δυνάμει των προνοιών του Νόμου 115(Ι)/21 ποινή φυλάκισης μέχρι και (2) δύο έτη, του περιορισμού της ελευθερίας ποινή φυλάκισης (5) ετών ή επιβολή ποινής προστίμου μέχρι Λ.Κ.3.000 (Νόμος 119(Ι)/2000). Το αδίκημα της απειλής επισύρει ποινή φυλάκισης (3) ετών, το αδίκημα της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης επισύρει δυνάμει των προνοιών του Νόμου 119(Ι)/2000, ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και το αδίκημα της κοινής επίθεσης ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών. Αντίστοιχα, αδικήματα βίας κατά των γυναικών επισύρουν ποινές φυλάκισης πέντε (5) ετών ή χρηματικές ποινές μη υπερβαίνουσες τις €10.000 ή και τις δύο αυτές ποινές.
Των ως άνω λεχθέντων, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα αδικήματα στα οποία έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να υποτιμούνται. Η σοβαρότητα των έγκειται στο γεγονός ότι ενέχουν πράξεις που δημιουργούν αίσθημα φόβου και ανασφάλειας, καταρρακώνουν την προσωπικότητα των ατόμων και γενικότερα διασαλεύουν την ειρηνική διαβίωση των πολιτών. Παραβατικές συμπεριφορές οι οποίες απολήγουν στον άμεσο επηρεασμό της καθημερινότητας του θύματος σημειώνουν (δυστυχώς) ιδιαίτερη έξαρση. Πλειάδα υποθέσεων της φύσεως αυτής, κατακλύζουν τις αίθουσες των ποινικών Δικαστηρίων, γεγονός για το οποίο λαμβάνω Δικαστική γνώση. Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτού του τύπου είναι επιβεβλημένη καθότι η διάπραξη των έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα, την αξιοπρέπεια, το ψυχισμό και σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα των θυμάτων, τα οποία υφίστανται ιδιαίτερη ταλαιπωρία από τις πράξεις των αδικοπραγούντων, αντίκτυπο το οποίο δεν είναι (πάντοτε), οφθαλμοφανές.
Συμπεριφορές αυτού του είδους, ήτοι επιθέσεις οι οποίες είναι απότοκο επιδιωκόμενων επαφών, κατά παράβαση των όρων των σχετικά εκδοθέντων, Διαταγμάτων αποκλεισμού, με απώτερο πάντοτε σκοπό τον άμεσο και δυσμενή επηρεασμό του θύματος, αποτελούν πλέον μια μάστιγα που ταλανίζει ευρύτερα την κοινωνία μας, με τη συμπεριφορά αυτή να εντοπίζεται ότι εκδηλώνεται εντονότερα, ακόμη και σε ακραίο βαθμό, αναμεταξύ πρώην συζύγων ή ζευγαριών. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι συμπεριφορές αυτού του είδους αποτελούν τη ρίζα ενός πολυδιάστατου κοινωνικού πλέον, προβλήματος. Η όποια εγγύτητα είχαν ή έχουν δύο πρόσωπα μεταξύ τους, δεν τους δίδει το δικαίωμα όπως, (είτε εντός της σχέσης είτε μετά την ολοκλήρωση αυτής), συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να καταρρακώνει μεταξύ άλλων, την αξιοπρέπεια ενός ατόμου, καθιστώντας το θύμα υποχείριο στα χέρια τους ένεκα της συμπεριφοράς τους.
Διαφαίνεται από τις ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορίες, -περιλαμβανομένων αυτών επί του κατηγορητηρίου με αριθμό 14144/23 -ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εναντίον της εν διαστάσει συζύγου του φανερώνει ένα σταθερό μοτίβο συμπεριφοράς εναντίον της σε βάθος χρόνου. Οι πράξεις του κατηγορούμενου, ως αυτές έλαβαν τον Οκτώβριο του 2024 σε πολύ σύντομο, αναμεταξύ τους χρονικό διάστημα -(δύο συνεχόμενες ημέρες)-, σκοπό είχαν μεταξύ άλλων, την πρόκληση αναστάτωσης και ανησυχίας στο πρόσωπο της. Οι απρόσμενες επαφές που είχε με το θύμα χωρίς τη συναίνεση της, επεμβαίνοντας και παραβιάζοντας την οικία της, πέραν της μίας φοράς με μοναδικό σκοπό την άσκηση σωματικής και ψυχικής βλάβης στο πρόσωπο της, παρουσία της ανήλικης θυγατέρας τους, φανερώνουν τον διακαή πόθο του κατηγορούμενου όπως απασχολεί το θύμα, με τον ένα ή άλλο τρόπο, αγνοώντας επιδεικτικά τους όρους του εναντίον του εκδοθέντος Διατάγματος Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι εναντίον του είχαν εκδοθεί στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης με αριθμό 14144/23 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Διατάγματα απομάκρυνσης και αποκλεισμού δείχνει ότι οι πράξεις του ήταν, όχι μόνο σκόπιμες και επαναλαμβανόμενες, αλλά και το ότι προέβαινε σε αυτές, ασχέτως των επιπτώσεων που αυτές ενδεχομένως να έφεραν στο πρόσωπο του, αφήνοντας με κάθε του πράξη, ένα (ακόμη) αποτύπωμα στον ψυχισμό της παραπονούμενης.
Κρίνεται κατάλληλο σημείο να λεχθεί ότι, σε ότι αφορά το αδίκημα της άσκησης ψυχολογικής βίας εναντίον γυναίκας (κατηγορία 10), έρευνα του Δικαστηρίου δεν έχει φανερώσει δεσμευτική επί του προκείμενου, καθοδηγητική, νομολογία ως προς το ύψος των ποινών που οφείλουν όπως επιβάλλονται, μήτε οι συνήγοροι παρέπεμψαν σε τέτοια. Βέβαια, το Δικαστικό προηγούμενο δεν παρέχει πάντοτε καθοδήγηση αναφορικά με το ύψος της ποινής, και αυτό γιατί η κάθε υπόθεση αξιολογείται στη βάση των δικών της γεγονότων. Η μεγαλύτερη χρησιμότητα δικαστικών προηγούμενων έγκειται στον εντοπισμό περιστάσεων που κρίθηκαν ως επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά στοιχεία, χωρίς βέβαια να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στα ειδικά αυτά Νομοθετήματα, καταγράφονται παράγοντες και περιστάσεις η ύπαρξη των οποίων επενεργεί επιβαρυντικά αναφορικά με τον αδικοπραγούντα.[10]
Ως ευκόλως διαπιστώνεται από το προοίμιο του Νόμου, η Κυπριακή Δημοκρατία ψήφισε το εν λόγω Νομοθέτημα σε εναρμόνιση με τις ρυθμίσεις των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης με σκοπό την παροχή (περαιτέρω), προστασίας ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, ειδικότερα σε θύματα ενδοοικογενειακής και όχι μόνο, βίας. Τα εν λόγω αδικήματα έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα της κοινωνίας μας, η οποία δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των Δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρεί, αλλά επιδεινώνεται ραγδαία, οδηγώντας πολλές φορές σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Η άσκηση ψυχολογικής και άλλης μορφής βίας σε οιοδήποτε πρόσωπο δεν είναι ανεκτή ως συμπεριφορά και πρέπει να εκριζωθεί από την κοινωνία. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει όπως τα Δικαστήρια, δια των ποινών που θα επιβάλλουν, διακηρύξουν την αποφασιστικότητα να πατάξουν το συγκεκριμένο φαινόμενο, συνδράμοντας έστω, κατασταλτικά.
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, υπενθυμίζεται ότι κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά, ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που την περιβάλλουν, σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση και των προσωπικών συνθηκών έκαστου παραβάτη. Η διεργασία αυτή, εμπεριέχει την άσκηση διακριτικών εξουσιών η οποία δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται καθορισμένη (standardized) καθότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει ποτέ να είναι τυφλή στο μονοπάτι της (βλ. Σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική, Sentencing in Cyprus, 2η Έκδοση, σελ. 2). Από την άλλη, η εξατομίκευση της ποινής, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγεί στην εξουδετέρωση της σοβαρότητας του αδικήματος και του στοιχείου της αποτροπής, ειδικότερα, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, αφού η εξατομίκευση της, έχει μεν λόγο στον συσχετισμό της τιμωρίας με το άτομο του παραβάτη, δεν συναρτάται όμως αποκλειστικά με τις προσωπικές συνθήκες αυτού (βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135).
Η παρούσα περίπτωση ακριβώς λόγω των ιδιαίτερων περιστατικών που την περιβάλλουν αποτελεί μια τέτοια περίπτωση δια τους λόγους που καταγράφηκαν ανωτέρω. Υπενθυμίζεται ότι η ποινή της φυλάκισης πρέπει να επιβάλλεται όταν η φύση του αδικήματος, οι συνθήκες και η ένταση διάπραξής του, σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά του αδικοπραγούντος, την καθιστούν ως την καταλληλότερη ποινή (βλ. Θεοχάρους ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575, Yeats v Constantin (2000) 2 Α.Α.Δ. 320, Κοσασβίλη ν Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 606).
Έχοντας υπόψη τις ποινές που προβλέπουν τα προαναφερόμενα νομοθετήματα για τα αδικήματα του κατηγορητηρίου αυτής της υπόθεσης και τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο φρονεί ότι τα ακόλουθα επενεργούν επιβαρυντικά σε σχέση με τον κατηγορούμενο:
1. Η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως αυτή διαφαίνεται από τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές.
2. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε επί σκοπώ και κατ’ επανάληψη, αψηφώντας την ισχύ σχετικών Διαταγμάτων που τον αφορούσαν και τα οποία σκοπό είχαν όπως αποκλείσουν τις επαφές του με το θύμα. Το στοιχείο αυτό προσθέτει ακόμη περισσότερη απαξία στις παράνομες πράξεις του και καθιστά ακόμη πιο επιβεβλημένη την ανάγκη για επιβολή αυστηρής ποινής, αφού είναι πασιφανές ότι ο κατηγορούμενος ήταν αποφασισμένος για όλα. Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο κατηγορούμενος επέλεξε, παρά την συνάντηση που είχε με τις αστυνομικές αρχές την 6.10.24 στην οικία του θύματος -η οποία τον εντόπισε στο χώρο- να επισκεφθεί εκ νέου την παραπονούμενη, μετά την πάροδο μόνο κάποιων ωρών, αγνοώντας παντελώς τις όποιες συστάσεις έγιναν στο πρόσωπο του.
3. Το αδίστακτο του χαρακτήρα του κατηγορούμενου αλλά και της ψυχωτικής στο πρόσωπο της παραπονούμενης εκδηλωθείσας συμπεριφοράς του. Ο κατηγορούμενος χρησιμοποιώντας τη δύναμη του, σε συνδυασμό με την επίδειξη μιας καθ’ όλα απρόκλητης συμπεριφοράς στο πρόσωπο του θύματος, ενήργησε εκδικητικά και χωρίς δισταγμό. Οι πράξεις και ενέργειες του κατηγορούμενου ήταν κλιμακωτές, οδηγούμενες σε κορύφωση με την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στο πρόσωπο της παραπονούμενης η οποία χρειάστηκε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Τούτο γιατί δεν μπορούσε να δεχθεί ότι το θύμα, με το οποίο βρισκόταν σε διάσταση επιθυμούσε να πορευτεί τη ζωή της μακριά από τον ίδιο, προσπαθώντας να της επιβάλει δια πυρός και σιδήρου, τα όσα ο ίδιος επιθυμούσε.
4. Στην παρούσα περίπτωση, οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και η πλήρης αδιαφορία του κατηγορούμενου για τις συνέπειες των πράξεων του, καθιστούν την εγκληματική του δράση ιδιαίτερα σοβαρή. Ο κατηγορούμενος επέδειξε βία εναντίον ενός ανθρώπου επειδή ο ίδιος δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί από τη σχέση, παρουσία του ανήλικου τέκνου τους.
5. Σημειώνεται επιπλέον, ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα διαπράχθηκαν εναντίον γυναίκας, από εν διαστάσει σύζυγο, παρουσία παιδιού, προκαλώντας βλάβες στο θύμα. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία γενικά συνιστούν επιβαρυντικούς παράγοντες, λαμβάνουν ιδιαίτερη επιβαρυντική σημασία σε σχέση με τα αδικήματα που εμπίπτουν και στην εμβέλεια του Ν.115(Ι)/21 (βλ. αρ.11).
6. Απουσιάζουν δε από τα δεδομένα της παρούσας τα στοιχεία της πρόκλησης ή το στοιχείο της μέθης ή άλλης επήρειας τα οποία έχουν αναγνωριστεί από τη Νομολογία ως ελαφρυντικά στοιχεία σε τέτοιας φύσης αδικήματα.[11]
Τα ακόλουθα, προσμετρούν υπέρ του κατηγορούμενου, ως ελαφρυντικά στοιχεία.
1. Το λευκό του ποινικό μητρώο. Το ποινικό μητρώο ενός κατηγορουμένου, ως μία πτυχή του χαρακτήρα και του ιστορικού του, έχει σημασία και πρέπει, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις, να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική, Sentencing in Cyprus, 2η εκ. σελ.59). Το λευκό ποινικό μητρώου των συνεπώς, οφείλει όπως μη διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου, χωρίς αυτό να σημαίνει, σε οιανδήποτε περίπτωση ότι υπερφαλαγγίζει την σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων.
2. Τις προσωπικές και οικονομικές του περιστάσεις, περιλαμβανομένων της απώλειας της εργασίας του ένεκα της κράτησης του, του νεαρού της ηλικίας του, τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα του επιλέγοντας όπως έρθει στη Δημοκρατία καθώς το γεγονός ότι είναι πατέρας ενός ανήλικου τέκνου.
3. Αναφορά έκανε η κα. Παυλίδου στην παραδοχή του κατηγορούμενου στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Ο κατηγορούμενος (ως είχε άλλωστε δικαίωμα), δεν παραδέχθηκε τα όσα του καταλογίζονταν ανακρινόμενος, μήτε και παραδέχθηκε την διάπραξη των αδικημάτων κατά την εμφάνιση του στο Δικαστήριο οδηγώντας την υπόθεση σε ακρόαση. Η παραδοχή του κατηγορούμενου σε κατοπινό στάδιο της διαδικασίας βεβαίως και θα ληφθεί υπόψιν ως μετριαστικός παράγοντας από το Δικαστήριο, δεν μπορεί όμως να φέρει τη βαρύτητα που εισηγείται η υπεράσπιση αφού το θύμα αναγκάστηκε όπως προσέλθει στο Δικαστήριο και αναβιώσει όσα είχε κατήγγειλε δια της μαρτυρίας της.
4. Το γεγονός ότι από τις πράξεις του δεν προκλήθηκαν σοβαροί σωματικοί τραυματισμοί στο θύμα, μη αφήνοντας σε αυτό οποιαδήποτε μόνιμα κατάλοιπα. Υπόψιν βεβαίως λαμβάνεται επίσης η απολογία του κατηγορούμενου προς το θύμα για τις πράξεις του, ως αυτή μεταφέρθηκε μέσω της συνηγόρου υπεράσπισης.
Ζ. Ποινή- Κατάληξη
Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες προχωρώ στην επιβολή ποινής, δηλώνοντας ότι, παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες οφείλουν όπως λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις, δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Μπορούν να επηρεάσουν ενδεχομένως το ύψος, όχι όμως και το είδος της ποινής, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από την ποινή φυλάκισης. Η οποιαδήποτε άλλη ποινή φρονεί το Δικαστήριο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της επιβαλλόμενης ποινής με αναφορά και στην απαραίτητη αποτρεπτικότητα που θα πρέπει να περιβάλλει αυτή. Έχοντας πάντοτε κατά νου δε τις πιο πάνω κατευθυντήριες οδηγίες και νομολογία επιβάλω στον κατηγορούμενο, τις ακόλουθες ποινές:
Στην 1η και 8η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 18 μηνών.
Στην 2η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 9 μηνών.
Στην 4η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 2 ετών.
Στην 6η Κατηγορία: Ποινή Φυλάκισης 18 μηνών.
Στις Κατηγορίες 9, 11 και 12: Ποινή Φυλάκισης 6 μηνών.
Στην κατηγορία 10: Ποινή Φυλάκισης 18 μηνών.
Εκδίδεται περιπλέον, ως μέρος της επιβληθείσας ποινής σε ότι αφορά την 10η κατηγορία Διάταγμα Αποκλεισμού του κατηγορούμενου (δυνάμει των εξουσιών που διατηρεί το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 33(4) του Νόμου 115(Ι)/21) με το οποίο να απαγορεύεται στον κατηγορούμενο (α) όπως πλησιάζει την παραπονούμενη σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων και (β) να πλησιάζει την οικία της παραπονούμενης στην Οδό Ενότητος 12Γ στην Παλλουριώτισσα σε απόσταση μικρότερη των 500 μέτρων.
‘Εχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Επισημαίνω εξαρχής ότι μετά την αλλαγή την οποία επέφερε ο Ν.186(Ι)/03 στον περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72, έχει διευρυνθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο πλέον διατάσσει την αναστολή αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου.
Σύμφωνα με την Νομολογία, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Τζαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 930) το Δικαστήριο οφείλει κατά την εξέταση του ζητήματος όπως απαντήσει το ερώτημα του κατά πόσον η ενδεχομένως ανασταλείσα ποινή φυλάκισης, αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Μεταξύ των παραγόντων οφείλει όπως λάβει υπόψιν του την σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος, το μητρώο του κατηγορουμένου, ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής, και την διαγωγή του μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ήτοι, αν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία μεταμέλειας.
Μνημονεύεται στο στάδιο αυτό, παρότι είναι γνωστό τοις πάσι εις τον νομικό κόσμο ότι, η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης, με μόνη διαφοροποίηση της το γεγονός ότι δεν τίθεται σε άμεση ισχύ ο εγκλεισμός ενός κατηγορούμενου στις κεντρικές φυλακές. Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης σε ότι αφορά τον κατηγορούμενους και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, οι μετριαστικοί παράγοντες του κατηγορούμενου θα μπορούσαν να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογείται η φυλάκιση του με αναστολή.
Στην περίπτωσή του κατηγορούμενου κρίνω, ότι δεν συντρέχουν τέτοιοι παράγοντες, οι οποίοι συνηγορούν υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του έχει επιβληθεί, η οποία θα είναι άμεση. Ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της παρούσας κρίνω, ότι η οποιαδήποτε διαταγή αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης θα υπονόμευε τον επιβαλλόμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα των ποινών σε σχέση με τ’ αδικήματα της υπό κρίση φύσης και θα έστελνε τόσο στον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και σε επίδοξους παραβάτες λανθασμένα μηνύματα. Eπομένως, έχοντας κατά νουν όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι δεν έχει αναφερθεί οτιδήποτε το οποίο θα με οδηγούσε στην αναστολή των επιβληθέντων στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, ποινών.
Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο θα συντρέχουν. Αυτές να εκτελεστούν άμεσα, η δε έκτιση της ποινής θα αρχίζει από την 23.10.24 ημερομηνία από την οποία ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση σε σχέση με την υπόθεση.
Το προαναφερθέν εκδοθέν Διάταγμα θα έχει ισχύ για περίοδο ενός έτους μετά την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου από τις Κεντρικές Φυλακές. Το παρόν Διάταγμα ορίζεται για έλεγχο την 3.11.2026 για έλεγχο η ώρα 09:00.
Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής εντέλλεται όπως κοινοποιήσει αμελλητί την παρούσα απόφαση στο Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας.
(Υπογρ.)……………………………….
Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] (βλ. Κρυβούς ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση υπ’ Αρ. 71/2023 ημερ. 21.7.23)
[2] Κατά Παράβαση των άρθρων 2 και 33 του Περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας Κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και Περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021- (Κατηγορίες 1 και 8).
[3] Κατά Παράβαση των άρθρων 2,3(1)(4), 15,16,22,23 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 –(Κατηγορία 2).
[4] Κατά Παράβαση του άρθρου 91(A) του Ποινικού Κώδικα και άρθρα 5 και 33 του Νόμου 115(Ι)/2021- (Κατηγορία 4).
[5] Κατά Παράβαση των άρθρων 2,3(1)(4), 15,16,22,23 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 –(Κατηγορία 6).
[6] Κατά Παράβαση των άρθρων 2, 4(1)(2)(ιβ), 15,16,21-23 του Νόμου 119(Ι)/2000- (Κατηγορίες 9, 11,12).
[7] Κατά Παράβαση των άρθρων 2,5, 6, 11,13 και 33 του Περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και Περί Συναφών Θεμάτων Νόμου, Νόμος 115/21 – (Κατηγορία 10).
[8] (Ως αυτή είχε ετοιμαστεί την 25.1.23 στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης 16773/2022).
[9] (Σημειώνεται εδώ ότι η κα. Παυλίδου απέσυρε τις αναφορές της ως αυτές καταγράφονται στην παρ.24 του γραπτού της κειμένου και ειδικότερα τα περί πρόκλησης του κατηγορούμενου από την παραπονούμενη δια της συμπεριφοράς της).
[10] (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 123, Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ, 100 και Bezanidis κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ 785).
[11] (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. David William Evans (2005) 2 Α.Α.Δ.639).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο