
EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης:13371/22
Μεταξύ:
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας Κατηγορούσα Αρχή
-και-
Σ. Μ.
Κατηγορούμενoς
Ημερομηνία: 26 Μαΐου 2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: Κα. Α. Χατζηγεωργίου
Για Κατηγορούμενο: Κ. Σ. Τζιάζας
Κατηγορούμενος: Παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. Σκιαγράφηση της Υπόθεσης
Αποτελεί κοινό έδαφος στην παρούσα ότι ο 78χρόνος (σήμερα) κατηγορούμενος, αποτελεί τον πατέρα της 51χρονης παραπονούμενης, με τις σχέσεις μεταξύ των να χαρακτηρίζονται ως τεταμένες προ καιρού. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει (7) επτά κατηγορίες οι οποίες αφορούν σε κατ΄ισχυρισμόν πράξεις που έλαβαν χώραν μεταξύ της 13ης Μαΐου 2021 και 9ης Ιουλίου 2022. Αυτές αφορούν στα αδικήματα της επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη (κατηγορία 1)[1], της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας (κατηγορία 2)[2], της απειλής (κατηγορία 3)[3], της πρόκλησης ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας (κατηγορίες 4 και 6)[4], της κοινής επίθεσης (κατηγορία 5)[5] και της άσκησης ψυχολογικής βίας εναντίον γυναίκας (κατηγορία 7)[6].
Σύμφωνα με τα πρωτογενή γεγονότα των κατηγοριών, ο κατηγορούμενος την 9.7.22 επιτέθηκε εναντίον της θυγατέρας του, προκαλώντας της πραγματική σωματική βλάβη ήτοι, κάκωση κεφαλής, αυχένα, θώρακα, εκδορές στον δεξιό άκρας χείρας και πολλαπλές εκδορές στα κάτω άκρα, επιτιθέμενος άσεμνα εναντίον της δηλαδή, ενώ ήταν ντυμένος κόλλησε το μπροστινό μέρος του σώματος του στο σώμα της, τρίβοντας το πέος του επί των γεννητικών της οργάνων. Καταλογίζεται περαιτέρω στον κατηγορούμενο ότι κατά την εξέλιξη του πιο πάνω περιστατικού απείλησε αυτήν λέγοντας της «θέλω να σε σκοτώσω». Περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2022 ο κατηγορούμενος φέρεται να επιτέθηκε εναντίον της θυγατέρας του, χαστουκίζοντας την, ενώ μεταξύ των ημερομηνιών 13.5.21 – 9.7.22 2022 έπληξε τη ψυχολογική της ακεραιότητα δια της συμπεριφοράς του, εξυβρίζοντας την με τις φράσεις «πουτάνα», «βρωμισμένη», «λέσιη», «σκατοπουτάνα», «βρωμοπουτάνα», «βέρκα ξιμαρισμένη», «τι θέλεις ρα πουτάνα δαμέ» και «γαμιέσαι με τη μισή Λακατάμεια».
ΙΙ. Παραδεκτά και Μη Αμφισβητούμενα Γεγονότα
Σχέσεις Διαδίκων
1. Η παραπονούμενη είναι θυγατέρα του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος έχει ακόμη τρία παιδιά, δύο άνδρες και μια γυναίκα. Η παραπονούμενη είναι το πρωτότοκο παιδί. Η παραπονούμενη δεν διατηρεί καμία επαφή με τα αδέλφια της και συγκεκριμένα με τους άνδρες της οικογένειας, μήτε και οι άνδρες μεταξύ τους.
2. Η διαζευγμένη σήμερα παραπονούμενη, απέκτησε δύο παιδιά από το γάμο της, τους ενήλικες πλέον, Σ. και Α.
3. Η παραπονούμενη διαμένει στο ίδιο μέρος που διαμένει και ο κατηγορούμενος στην Οδό [ ] στη Λευκωσία, όπου εκεί βρίσκεται το οικόπεδο στο οποίο στεγάζονται οι κατοικίες τους, οι οποίες έχουν διαφορετικές εισόδους, με την ίδια να διαμένει στον πάνω όροφο του εκεί ανεγειρόμενου κτιρίου και τον κατηγορούμενο να διαμένει μαζί με τη σύζυγο του (και μητέρα της) στον κάτω όροφο του εν λόγω κτιρίου. Τις εξώπορτες των δύο σπιτιών χωρίζει μια μικρή απόσταση, περί των 5-6 μέτρων. Πίσω από την οικία του κατηγορούμενου διαμένει ο γιος του, Χ. Μ. (ΜΥ2) με την οικογένεια του. Ο ΜΥ2 ήταν το πρόσωπο που εγκατέστησε το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που υπάρχει στον χώρο.
4. Η εξώπορτα της παραπονούμενης έχει καφέ χρώμα και του κατηγορούμενου άσπρο. Έξω από την κυρίως πόρτα της οικίας του κατηγορούμενου υπάρχει μικρή βεράντα η οποία συνεχίζει αριστερά ως διάδρομος μεταξύ των δύο οικιών (κατηγορούμενου και παραπονούμενης) και δεξιότερα ως αυλή/ βεράντα. Μπροστά από τις δύο οικίες υπάρχει χωμάτινος χώρος όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα της οικογένειας. Από εκεί υπάρχουν δύο σκαλάκια (επί των οποίων υπάρχουν γλάστρες), τα οποία καταλήγουν στον προαναφερθέν διάδρομο. Αριστερά του διαδρόμου βρίσκεται το σπίτι της παραπονούμενης και δεξιά του κατηγορούμενου.
5. Ο γιος της παραπονούμενης Α. (ΜΚ6), είναι ωρολογάς, ομοίως με τον θείο του, ΜΥ1 Α. Μ., γιο του κατηγορούμενου. Την τέχνη έμαθαν αμφότεροι από τον κατηγορούμενο ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα στο παρελθόν, έχοντας πλέον, συνταξιοδοτηθεί. Ο ΜΚ6 αποφάσισε να ανοίξει δική του επιχείρηση, βοηθούμενος από τον κατηγορούμενο παππού του, την τεχνογνωσία του οποίου αναζητούσε όταν υπήρχε ανάγκη. Οι ήδη τεταμένες οικογενειακές σχέσεις οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο όταν, επιστρέφοντας από την Αμερική ο ΜΥ1, αποφάσισε να ανοίξει αντίστοιχη επιχείρηση επισκευής ρολογιών σε γειτνιάζουσα από τον Α., περιοχή. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν απέτρεψε τον γιο του από το να δραστηριοποιηθεί σε ιδίας φύσεως εργασία με τον εγγονό του, αναστάτωσε παραπονούμενη και Αντώνη, με το χάσμα μεταξύ των μελών της οικογένειας να μεγαλώνει.
ΙΙΙ. Διαφορές Μερών
Παρότι οι προαναφερθείσες (ευρύτερες) διαφορές εντός του οικογενειακού ιστού δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα, μέρος της γραμμής υπεράσπισης ήταν ότι η παραπονούμενη (ΜΚ1), κατήγγειλε εκδικητικά τον κατηγορούμενο, φτιάχνοντας σενάρια φαντασίας, όχι μόνο επειδή πάσχει από ψυχικής φύσεως ζητήματα αλλά επειδή διατηρεί μια διαστρεβλωμένη αντίληψη περί των πραγμάτων. Κίνητρο για την καταγγελία της σύμφωνα με την υπεράσπιση είναι το μίσος που διατηρεί στο πρόσωπο του πατέρα της ο οποίος βοήθησε οικονομικά τους γιους του, εν αντιθέσει με την ίδια. Με γνώμονα την πιο πάνω, -μεταξύ άλλων- γραμμή υπεράσπισης, η τελευταία παρουσίασε μαρτυρία κάνοντας αναφορά σε γεγονότα προγενέστερα των επίδικων αδικημάτων, που κατά την εισήγηση της φανερώνουν τόσο το κακόπιστο της καταγγελίας της ΜΚ1 αλλά και τη (πραγματική) δυναμική μεταξύ πατέρα- κόρης. Τα πιο πάνω δεδομένα αφορούν προφανώς στο ενδεχόμενο κίνητρο από πλευράς της συγκεκριμένης μάρτυρος κατηγορίας όπως μην αναφέρει στο Δικαστήριο την αλήθεια.
IV. Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής
Επτά (7) ήταν οι μάρτυρες που παρουσιάστηκαν από πλευράς κατηγορούσας αρχής. Μεταξύ αυτών, η παραπονούμενη (ΜΚ1), η γιατρός που την εξέτασε (ΜΚ4), ανακριτές και αστυνομικοί (MK2, MK3 και ΜΚ5), ο γιος της Α. (ΜΚ6) και η ξαδέλφη της (ΜΚ7). Κληθείς σε απολογία ο κατηγορούμενος κατέθεσε ενόρκως, παρουσιάζοντας τους δύο γιους του, Α. (ΜΥ1) και Χ. Μ. (ΜΥ2), ως μάρτυρες υπεράσπισης. Με γνώμονα ότι δεν υπάρχουν στεγανά στην συγγραφή Δικαστικών αποφάσεων, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο για σκοπούς καλύτερης ακολουθίας των γεγονότων, όπως παραθέσει πρώτα την μαρτυρία της παραπονούμενης, ακολουθούμενη από την μαρτυρία των συγγενικών της προσώπων και μετά των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας.
1.Παραπονούμενη (ΜΚ1)
Η μαρτυρία της ΜΚ1 ήταν ομολογουμένως μακρά, αποτυπώνεται δε στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Συνοψίζω τους ισχυρισμούς που προώθησε μέσω της καταθέσεως της, Τεκμήριο 1. Τη μεταξύ της ιδίας και του πατέρα της σχέση χαρακτηρίζει συγκρουσιακή, δηλώνοντας ότι δεν μπορούν να συνεννοηθούν. Οποτεδήποτε του απευθύνει το λόγο την βρίζει και της αντιμιλά. Από τον Δεκέμβρη του 2019 μέχρι και την 9.7.22 (προηγούμενη της κατάθεσης της) ο κατηγορούμενος όποτε την έβλεπε, την έβριζε, με τις λέξεις «πουτάνα, βρωμισμένη, λέσσιη, γαμιέσε με τη μισή Λακατάμεια, σκατοπουτάνα, βρωμοπουτάνα, βέρκα ξημαρισμένη». Η ίδια δεν απαντούσε, τρέχοντας στο αυτοκίνητο της, αισθανόμενη ντροπή από τους γείτονες. Η μεταξύ τους σχέση χειροτέρεψε όταν η μάρτυς παρέλαβε τον Δεκέμβριο του 2019 επιστολή της τράπεζας περί οφειλής εκ μέρους της ποσού ύψους €1.650.000 επειδή ο πατέρας της είχε, εν αγνοία της, υποθηκεύσει (και) την δική της οικία με σκοπό τη δανειοδότηση του. Όταν του ζήτησε τον λόγο, απαιτώντας όπως διευθετήσει τις υποχρεώσεις του, ο κατηγορούμενος αντέδρασε πολύ άσχημα λέγοντας της «άτε ρα πουτάνα φύε που δαμέ γαμήθηκες με τη μισή Λακατάμεια ρε λέσσιη». Έκτοτε τον απέφευγε, μη θέλοντας ούτε να τον βλέπει, ελέγχοντας μάλιστα, πριν εξέλθει της οικίας της ότι ο πατέρας της βρισκόταν εντός της δικής του.
Τον Φεβρουάριο του 2022 και περί τις 14:00 περίμενε τον πατέρα της στην αυλή του σπιτιού για να του ζητήσει όπως της δώσει τις βίδες ενός ρολογιού, για να μεταφέρει αυτές με τη σειρά της στη δουλειά του Α. Με το που εξήλθε του οχήματος του ο κατηγορούμενος της είπε «τί θέλεις ρα πουτάνα δαμέ». Του ζήτησε να μιλήσουν ήρεμα, όμως ο κατηγορούμενος την έσπρωξε με τα δύο του χέρια στους ώμους. Η παραπονούμενη κινήθηκε προς τα πίσω, κτυπώντας με την πλάτη στη τσιμεντένια περίφραξη της αυλής. Στη συνέχεια τη χαστούκισε με το δεξί του χέρι στο αριστερό της μάγουλο. Το περιστατικό ανέφερε στον γιο της Α. και στη φίλη της Ζ. αμέσως, τηλεφωνικώς.
Το πρωινό της 9.7.22 έφυγε για να πάει θάλασσα, συναντώντας στο δρόμο την κουμπάρα της Κ. Γύρισε μόνη σπίτι περί τις 22:15. Ενώ προσπαθούσε να ξεκλειδώσει την πόρτα του σπιτιού της, εμφανίστηκε δίπλα της ο πατέρας της ο οποίος χωρίς λόγο την αποκάλεσε «πουτάνα» λέγοντας της, «θέλω να σε σκοτώσω». Φοβούμενη τον ρώτησε «τί έγινε» και αν έπινε, αφού της μύριζε αλκοόλ, με το χώρο γύρω της να είναι σκοτεινός. Ο πατέρας της την ρώτησε αν τον φοβάται, με την ίδια να αποκρίνεται αρνητικά. Αυτός την έπιασε από τα χέρια σφίγγοντας την, κολλώντας την με την πλάτη στον τοίχο. Αφού την έπιασε από τα μαλλιά κτυπούσε το πίσω μέρος του κεφαλιού της στο τοίχο. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσες φορές την κουτούλησε. Ενώ ακόμη την κρατούσε από τα μαλλιά, ο κατηγορούμενος κόλλησε το σώμα του στο δικό της με την ίδια να αισθάνεται ότι έτριβε το πέος του επί των γεννητικών της οργάνων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στη κατάθεση της, η πιο πάνω πράξη την ενόχλησε περισσότερο και από τον ίδιο τον ξυλοδαρμό. Προσπάθησε να τον απομακρύνει χρησιμοποιώντας τα πόδια και το σώμα της φωνάζοντας «άφησμε, πονώ», με τον κατηγορούμενο να την σπρώχνει και τη παραπονούμενη να πέφτει με την πλάτη στο έδαφος. Ο κατηγορούμενος -και ενώ η ίδια προσπαθούσε να σηκωθεί,- την έπιασε από το σβέρκο και με πολύ δύναμη την κλώτσησε στο πίσω μέρος της δεξιάς της γάμπας. Δεν ξέρει με ποιο χέρι την κρατούσε, ούτε με ποιο πόδι την κλώτσησε. Ακολούθως, μη γνωρίζοντας αν ήρθε κάποιος ή αν κάποιος γείτονας φώναξε, ο κατηγορούμενος την άφησε. Τρέμοντας, κλαίγοντας και πονώντας, κατάφερε να πιάσει τη τσάντα της, να μπει στο αυτοκίνητο και να μεταβεί στην αστυνομία. Εκεί παρέλαβε έντυπο για ιατρική εξέταση. Μετέβη άμεσα στο Νοσοκομείο για σκοπούς περίθαλψης και εξέτασης. Καθ’ οδόν προς την αστυνομία τηλεφώνησε στη ξαδέλφη της Ν., αναφέροντας της τί είχε προηγηθεί. Ενημέρωσε και την κουμπάρα της Κ. προς τα πιο πάνω. Στην κατάθεση της εξέφρασε την επιθυμία όπως συνδεθεί με «Το Σπίτι της Γυναίκας» αντιλαμβανόμενη ότι χρειάζεται στήριξη και βοήθεια. Τον κατηγορούμενο φοβάται δηλώνοντας ότι «δεν ξέρει τί είναι ικανός να κάνει», λέγοντας ότι άντεξε πάρα πολλά και ότι τώρα, μη έχοντας άλλη επιλογή οφείλει να τον καταγγείλει αφού η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο.
Κατά την κυρίως εξέταση της ανέφερε τα ακόλουθα:
· Η λύση του γάμου της επήλθε το 2004. Από αυτόν έχει αποκτήσει δύο παιδιά, τον Σ. και τον Α., ηλικίας σήμερα 32 και 27 ετών αντίστοιχα. Με τα δύο αδέλφια της δεν υπάρχει καμία επαφή.
· Αναφορά έγινε σε διάφορα περιστατικά βίας που έλαβαν χώρα από τον κατηγορούμενο στο πρόσωπο της, από την ηλικία των 4 ετών, λέγοντας ότι από τότε που θυμάται την κτυπούσε σωματικά με τη ζώνη, κακοποιώντας την ψυχολογικά. Υπήρξαν φορές μάλιστα που την κτύπησε μπροστά στα αδέλφια της. Ενώ μεγάλωνε την κλείδωνε σπίτι, ασκώντας της ασφυκτικό έλεγχο.
· Θυμάται να υπογράφει όταν ήταν 18 ετών επί τραπεζικών εγγράφων κατ’ απαίτηση του πατέρα της, μη αντιλαμβανόμενη τις επιπτώσεις που αυτό θα έφερε. Όταν ρώτησε τον πατέρα της σε ανύποπτο χρόνο, της είπε ότι το χρέος ξοφλήθηκε. Την επιστολή της τράπεζας έλαβε παραμονές Χριστουγέννων του 2019, με τον γιο της ζητά επίσης εξηγήσεις στην παρουσία της. Ο κατηγορούμενος άρχισε να φωνάζει και να βρίζει λέγοντας μεταξύ άλλων «εν κάνει που μεινήσκετε που πάνω χωρίς να πληρώνετε τίποτε», ενώ όταν η ίδια απάντησε ότι πλέον κινδυνεύει όπως χάσει το σπίτι της εξαιτίας του, ο κατηγορούμενος την εξύβρισε.
· Η επόμενη φορά που μίλησε με τον κατηγορούμενο ήταν σε σχέση με το ρολόι του γιου της. Ο Α. άνοιξε περί το 2015, ένα ρολογάδικο. Είχε παραδώσει ένα ακριβό ρολόι στον παππού του, για να τον βοηθήσει στην επιδιόρθωση. Όταν το ρολόι επεστράφη σε χρόνο προγενέστερο του περιστατικού, από αυτό έλειπαν τέσσερις βίδες, επίσης αξίας, με την επιδιόρθωση να είναι αδύνατη χωρίς αυτές. Η συζήτηση δεν κύλησε ομαλά με τον κατηγορούμενο να την χαστουκίζει στο πρόσωπο. Η ίδια τον χαστούκισε πίσω.
· Η παραπονούμενη αδυνατούσε να αντιληφθεί γιατί ένα από τα αδέλφια της αποφάσισε να ανοίξει ιδίας φύσεως επιχείρηση με αυτή του γιου της, σε γειτνιάζουσα μάλιστα περιοχή, από τη στιγμή που ο πρώτος, ήταν οικονομικά ευκατάστατος. Η πιο πάνω απόφαση του αδελφού της, προκάλεσε αναστάτωση και στεναχώρια στην οικογένεια, ενώ απογοήτευση προκάλεσε και η απόφαση του πατέρα της να στηρίξει το έργο του γιου του.
· Το βράδυ της 9.7.22 στάθμευσε το αυτοκίνητο της μπροστά από το σπίτι της, ανεβαίνοντας τα σκαλάκια πηγαίνοντας αριστερά προς την οικία της. Για κάποιο λόγο η γειτονιά ήταν σκοτεινή, αφού δεν υπήρχαν φώτα από τα γειτονικά σπίτια. Ενώ ήταν σκυφτή προς τα εμπρός, προσπαθώντας να τοποθετήσει το κλειδί στην κλειδαριά της εξώπορτάς, και ενώ κρατούσε μια τσάντα θαλάσσης αλλά και τη τσάντα της, είδε τον κατηγορούμενο ξαφνικά δεξιά δίπλα της, ο οποίος φορούσε ένα κοντό παντελόνι και μια άσπρη αμάνικη φανέλα ο οποίος της είπε: «Θέλω να σε σκοτώσω ρα σσιηλοπουτάνα» με την ίδια να τον ρώτα «τι έγινε» και «τι έπαθε». Όταν του απάντησε ότι δεν τον φοβάται, αυτός την έπιασε από τα μπράτσα, κολλώντας την στον τοίχο, κτυπώντας το κεφάλι της επί αυτού, κρατώντας την από τα μαλλιά. Η ΜΚ1 άρχισε να ζαλίζεται από τα κτυπήματα, αναφέροντας άγνοια ως προς τη χρονική διάρκεια του περιστατικού. Το χειρότερο από όλα ήταν ότι αισθάνθηκε ότι ο κατηγορούμενος έτριβε τα γεννητικά του όργανα πάνω στα δικά της. Πλησίον του σημείου, υπήρχαν τρείς γλάστρες επί των οποίων έπεσε, όταν την έσπρωξε. Θυμάται ότι ο κατηγορούμενος την έπιασε από τον αυχένα ενόσω η ίδια βρισκόταν στο έδαφος, κτυπώντας την στην πλάτη. Είδε κάποιον να περνά από τον δρόμο, γεγονός που οδήγησε τον κατηγορούμενο στο να την αφήσει. Δοθείσης της ευκαιρίας, έπιασε τα κλειδιά της, μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για τον αστυνομικό σταθμό. Από τη σύγχυση της δεν είχε καν ανάψει τα φώτα πορείας της, γεγονός που της επισήμανε άλλος χρήστης του οδικού δικτύου. Κάλεσε την ξαδέλφη της στο τηλέφωνο κλαίγοντας με λυγμούς, λέγοντας της ότι ο πατέρας της την κτύπησε. Στο νοσοκομείο την συνάντησαν τα παιδιά της. Την επομένη της εξέτασης (10.7.22) έδωσε κατάθεση στην αστυνομία.
· Αν και στον κατηγορούμενο απάντησε ότι «δεν τον φοβάται», μέσα της «τρέμει». Ο λόγος που κατήγγειλε είναι γιατί πλέον είναι 51 ετών και δεν θα επιτρέψει στον πατέρα της να συνεχίσει να της συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο. Αναγνώρισε την Ιατρική Βεβαίωση ως το έγγραφο που παρέλαβε και αργότερα παρέδωσε στον αστυνομικό σταθμό (Τεκμήριο Α’ προς Αναγνώριση). Η συνεργασία της με «Το Σπίτι της Γυναίκας» συνεχίζει μέχρι σήμερα, ενώ εξετάστηκε και από Κλινική Ψυχολόγο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, η οποία την βοήθησε να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση και να ανακουφιστεί από τα ψυχικά της τραύματα. Πρόσθεσε ότι ένεκα του τραυματικού παρελθόντος της με τον κατηγορούμενο επισκέφθηκε αριθμό ψυχολόγων, οι οποίοι την βοήθησαν όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «να μαλακώσουν τα τραύματα της παιδικής της ηλικίας με τα χρόνια». Δεν περίμενε ποτέ ότι θα δεχόταν τον ξυλοδαρμό που δέχθηκε από τον πατέρα της στα 51 της χρόνια. Υπάρχουν βράδια που υποφέρει ένεκα τούτου από κρίσεις πανικού ενώ όποτε χρειαστεί να εξέλθει της οικίας της το βράδυ, χρησιμοποιεί φανάρι. Συμπλήρωσε ότι για να κοιμάται της είχε συντακογραφηθεί φαρμακευτική αγωγή, γεγονός που όλοι εντός της οικογενείας, ήξεραν.
· Σε ερώτηση της κατηγορούσας αρχής γιατί συνεχίζει να διαμένει στην εν λόγω οικία, η μάρτυρας απάντησε ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ενοικιάσει αλλού. Τα παιδιά της αν και την φιλοξένησαν ανά διαστήματα προσπαθούν να κτίσουν τη ζωή τους και συνεπώς δεν μπορεί να διαμείνει μαζί τους. Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης εξασφάλισε την 12.7.22 Διάταγμα απομάκρυνσης του κατηγορούμενου.
· Κληθείσα να αναφέρει πώς αισθάνεται σήμερα που αντικρίζει τον κατηγορούμενο επί του εδωλίου απάντησε ότι δεν θέλει να τον βλέπει, εκφράζοντας φόβο, ως προς το «τί είναι ικανός να κάνει».
Από την αντεξέταση της μάρτυρος προέκυψαν τα ακόλουθα:
· Ερωτηθείσα γιατί στην κατάθεση της δεν γίνεται μνεία στην κατ’ ισχυρισμόν κακοποιητική συμπεριφορά του κατηγορούμενου εναντίον της από παιδική ηλικία, η μάρτυρας απάντησε ότι αυτά δεν αποτέλεσαν μέρος των πρόσφατων γεγονότων, όμως τα πιο πάνω ανέφερε στον κ. Κωνσταντίνου (ΜΚ5) ο οποίος «έκαμε μου τζαι φραπέ έβαλε μου και πόσα κουτάκια ζάχαρη τζαι είπε μου να μου φέρει τζαι σοκολάτες τζαι συγκινήθηκε τζαι είπα του είσαι ο πρώτος που τα είπα τζαι ήταν και η αστυνομικίνα και άκουσε τα». «Στην αστυνομία επικεντρωθήκαμε στο γεγονός, εκεί τα είπα ανθρώπινα, όπως τα λέω εδώ που να μου πεις ότι είμαι τζαι ψεύτισσα»[7].
· Συμφώνησε ότι δεν πιέστηκε στην παροχή υπογραφής επί των παραχωρηθέντων προς την δανειακή σύμβαση του πατέρα της εγγυήσεων, επιμένοντας όμως ότι ένεκα του ότι ήταν 18 ετών, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τις ενδεχόμενες συνέπειες που έφερε η υπογραφή των. Δεν υπήρχε επιλογή σε ότι αφορούσε την υπογραφή των εγγράφων εξαιτίας της άκαμπτης στάσης του κατηγορούμενου.
· Συμφώνησε ότι ο πατέρας της ενέγραψε επ’ ονόματι της, το 1/3 της οικίας δίδοντας της μέρος της περιουσίας του, επιμένοντας ότι ο ίδιος την έφερε στην δεινή οικονομική κατάσταση που είναι σήμερα. Συμφώνησε ότι το έτος 2000 ο πατέρας της είχε αγοράσει μέρος επιχείρησης «DVD» στην οποία εργαζόταν, λέγοντας ότι η ίδια εργαζόταν αμισθί, με τα όποια χρήματα εισπράττονταν, να παραλαμβάνει ο κατηγορούμενος.
· Η μεταξύ των σχέση χειροτέρεψε όταν ο γιος της άνοιξε την επιχείρηση με τα ρολόγια. Το τυπικό «γειά» που έλεγαν δεν υφίστατο πλέον, με τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου να γίνεται όλο και πιο βίαιη απέναντι της. Εξέφρασε απογοήτευση, αισθανόμενη ότι ο πατέρας της βοήθησε τα αδέλφια της οικονομικά, δίνοντας τους μια επιχείρηση στην οποία αμφότεροι εργάζονταν στο παρελθόν (πρακτορείο στοιχημάτων), εν αντιθέσει με την ίδια που την «είχαν του κλότσου και του πάτσου».
· Ρωτήθηκε η μάρτυς, αναφορικά με το περιστατικό Φεβρουαρίου 2022, πόσο ψηλή ήταν η τσιμεντένια περίφραξη επί της οποίας ισχυρίζεται ότι κτύπησε, με τη μάρτυρα να απαντά ότι αυτή ίσως είναι λίγο πιο κάτω από τους γοφούς της. Στη θέση της υπεράσπισης ότι, εάν πράγματι ο κατηγορούμενος την έσπρωχνε, αυτή δεν θα κτυπούσε την πλάτη αλλά τη μέση της, «γιατί η περίφραξη είναι τόσο χαμηλή που θα έπεφτε από πίσω», η μάρτυρας απάντησε: «Εντάξει τι να σου πω τωρά».
· Σε σχέση με το τελευταίο περιστατικό, (Ιούλιος 2022) αρνήθηκε τις τοποθετήσεις της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος ποτέ δεν την προσέγγισε με απειλητικές διαθέσεις ότι θα την σκοτώσει. Αποτέλεσε θέση της υπεράσπισης ότι αν πράγματι την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει, αυτή δεν θα παρέμενε στο χώρο, με την ΜΚ1 να απαντά ότι μοναδικός λόγος που έμεινε στο σημείο ήταν γιατί συνέχιζε να προσπαθεί να εισέλθει εντός της οικίας της, αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο τον κατηγορούμενο.
· Αρνήθηκε τη θέση του συνηγόρου ότι ο πατέρας της δεν άγγιξε με το πέος του επί των γεννητικών της οργάνων. Στη θέση του κ. Τζιάζα ότι είναι αδύνατον τα πρόσωπα των να μην ήλθαν σε επαφή, ως ο ισχυρισμός της ΜΚ1, η μάρτυρας απάντησε ότι ενώ την κρατούσε από το κεφάλι, πρότασσε την λεκάνη του προς τα μπροστά, με τα πρόσωπα τους να μην εφάπτονται. Πρόσθεσε μάλιστα ότι ο κατηγορούμενος «δεν έχει την κοιλιά που έχει σήμερα», προβαίνοντας σε σχετική αναπαράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου.
· Ρωτήθηκε η μάρτυς να απαντήσει ως προς την αντίφαση που παρατηρείται μεταξύ των όσων ανέφερε στην κατάθεση της περί κτυπήματος που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο (με το πόδι του), στο πίσω μέρος της γάμπας και όσων ανέφερε στη ζώσα μαρτυρία της περί κτυπήματος στην πλάτη, με την μάρτυρα να απαντά:
«Σας είπα πέρασε και ένας χρόνος, πέρασε ένας χρόνος εγώ ξέρω ότι ξυλοκοπήθηκα άγρια, αν είναι πάνω στο πόδι ψηλά ή δαμε (δείχνει το κάτω μέρος της πλάτης της), χτυπήθηκα μόνη τζαι πήγα στο νοσοκομείο;»
«Είπα ότι πέρασε ένας χρόνος σχεδόν που είμαι σήμερα εδώ τζαι είμαι χάλια ψυχολογικά ασκείται μου τζαι εσείς τούτη ούλη την πίεση, κάποια λεπτομέρεια εν δαμε τζαι έννεν δαμέ εν θυμούμαι (δείχνει το πίσω μέρος της πλάτης της προς τη λεκάνη και κάτω από πίσω μέρος του γλουτού της) έχει σχέση αν είναι λίγο δαμέ ή λίγο δαμέ, ή τούτο όλο που έγινε;»
«Όπως ήμουν γονατιστή χαμέ έπεσα έτσι κάτω τζαι εκλωτσούσε με δαμέ (η μάρτυρας γονατίζει στο έδαφος σκυφτή και δείχνει ότι την κλωτσούσε από τις ωμοπλάτες της και κάτω), ήμουν ζαλισμένη που τα κτυπήματα στον τοίχο, τον σφίξιμο του αυχένα πάρα πολλά δυνατά που με έσφιγγε τζαι όπως σας είπα έκαμα τον έκτο δίσκο, έβδομο με όγδοο αυχένα, έχω μεταλλικό δίσκο στον αυχένα, το σημάδι δαμέ (η μάρτυρας δείχνει το σημάδι από την επέμβαση αυχένα στο λαιμό), ζαλίστηκα και θόλωσα δεν μπορώ να θυμούμαι με ποιο χέρι τζαι με ποιο πόδι». [8]
· Στη θέση του κ. Τζιάζα ότι είναι ανθρωπίνως αδύνατο όπως πρόσωπο κρατά άλλον από τον αυχένα ενώ είναι στο δάπεδο, κλωτσώντας τον ταυτοχρόνως πάνω στην πλάτη ή στο πίσω μέρος της γάμπας, -ειδικά όταν ο θύτης φέρει την ηλικία του κατηγορούμενου- η μάρτυρας απάντησε ότι η ίδια βίωσε το περιστατικό ακριβώς όπως το περιέγραψε στην αστυνομία, προσθέτοντας ότι την ώρα που την κρατούσε από τον αυχένα δεν ήταν ξαπλωμένη στο έδαφος αλλά στα γόνατα, προσπαθώντας να σηκωθεί, μη έχοντας οπτική επαφή με το θύτη.
· Κλήθηκε να εξηγήσει επίσης γιατί, ενώ στην κατάθεση της λέει ότι «δεν ξέρει τον λόγο που την άφησε ο πατέρας της» ανέφερε ενώπιον Δικαστηρίου ότι ο λόγος απελευθερώθηκε ήταν επειδή «είδε κάποιον να περνά», με την μάρτυρα να επιμένει ότι αυτή ήταν η ακριβής αναφορά της και στην αστυνομία, όπου τους είπε ότι: «δεν ξέρω ακολούθως τι έγινε αν ήρθε κάποιος ή αν φώναξε κάποιος», δηλώνοντας ότι η ίδια δεν είχε φωνάξει σε βοήθεια.
· Υποβλήθηκε στη μάρτυρα ότι όλα όσα ανέφερε είναι ψέματα, θέση την οποία αρνήθηκε. Στην υποβολή ότι ο λόγος που κατήγγειλε την υπόθεση είναι γιατί «μισά τον κατηγορούμενο επειδή θεωρεί ότι έσασε τα αδέλφια της και όχι την ίδια», η ΜΚ1 διαφώνησε, λέγοντας: «Τα πράγματα έγιναν όπως έγιναν ακριβώς όπως τα λέω εγώ έφαα το ξύλο που έφαα τζαι τέλος. Εφαα το ξύλο που έφαα εν είχα όρεξη να έρκουμαι στα Δικαστήρια τζαι επιτέλους είπα κανεί τζαι ήβρα τη δύναμη, είπα έλεος εν μπορώ άλλο. Όταν με έδερνε έκαμνε τον άντρα τζαι τωρά γελά τζαι εν το παραδέχεται».
2. Α. Φ. - ΜΚ6
Ο μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στις αρχές, Τεκμήριο 9, όπου αναφέρει ότι εξ’ όσων γνωρίζει οι σχέσεις μεταξύ της μητέρας και του παππού του δεν είναι καλές εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ο ίδιος διέμενε με τη μητέρα του μέχρι το έτος 2017. Εξ’ όσων γνωρίζει, ο παππούς του δεν ήθελε την μητέρα του, εξ’ ου και δεν της συμπεριφερόταν καλά από τον καιρό η ίδια ήταν μικρή. Τον Φεβρουάριο του 2019 παρακάλεσε τη μητέρα του να ζητήσει από τον παππού του τα εξαρτήματα ενός ρολογιού που του κρατούσε και δεν του επέστρεφε. Όταν η μητέρα του επέστρεψε σπίτι, έκλαιγε και ήταν αναστατωμένη. Του είπε ότι ο κατηγορούμενος την αποκάλεσε «πουτάνα», κτυπώντας την. Έκτοτε, όποτε ο ίδιος βρισκόταν σπίτι της μητέρας του για επίσκεψη έβλεπε και άκουγε τον παππού του που αποκαλούσε τη μητέρα του «πουτάνα», «σιηλοπουτάνα», «γαμιέσαι», «να πεθάνεις».
Τα ξημερώματα της 10.7.22 και περί ώρα 01:00, έλαβε τηλεφώνημα από τη θεία του, Ν. Μ. (ΜΚ7). Τού είπε ότι ο παππούς του κτύπησε τη μητέρα του και ότι αυτή ήταν στο νοσοκομείο. Ο ίδιος μετέβη στο νοσοκομείο περί τις 02:00 εντοπίζοντας τη μητέρα του στο χώρο αναμονής, να κλαίει, φανερά αναστατωμένη. Η ΜΚ1 του είπε ότι την κτύπησε ο πατέρας της ο οποίος την «εμούνταρε» πριν προλάβει να «μπει του σπιτιού». Του είπε ότι την έπιασε από τα μαλλιά κολλώντας την στον τοίχο, ενώ μετά την έριξε κάτω με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος και να κτυπήσει στις γλάστρες. Ενόσω ήταν κάτω του είπε, την ξανακτύπησε, πιάνοντας την από τα μαλλιά, με τον κατηγορούμενο να μυρίζει ποτό. Επειδή η μητέρα του ήταν φανερά αναστατωμένη, ο ίδιος δεν ρώτησε περαιτέρω λεπτομέρειες.
Η ζώσα μαρτυρία του αφορούσε σε επανάληψη των όσων γνωρίζει για τις κακές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ παραπονούμενης και κατηγορούμενου, είτε από συμβάντα που του μεταφέρθηκαν μέσω τρίτων και δη συγγενών, ή ως αυτά επιμαρτύρησε ο ίδιος στην πάροδο των χρόνων. Πολλές ανέφερε, ήταν οι φορές που προσπάθησε και ο ίδιος να λάβει το λόγο για τον τρόπο που της συμπεριφερόταν ο κατηγορούμενος. Οι σχέσεις του με τον παππού του είναι πλέον ανύπαρκτες, χαρακτηρίζοντας τον ως «πολύ κακό άνθρωπο» και «παράδειγμα προς αποφυγή». Εξέφρασε απογοήτευση από το γεγονός ότι ποτέ δεν συμπεριφέρθηκε σωστά στη μητέρα του, δείχνοντας προτίμηση τους γιούς του, «ακόμη και όταν αυτοί έκλεψαν ο ένας από τον άλλο χρήματα στα πλαίσια των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων ή όταν ο πατέρας του έκανε σχέση με τη γυναίκα του θείου του», προκαλώντας περαιτέρω εντάσεις και προβλήματα στην οικογένεια. Ο παππούς του πάντα ήθελε να ελέγχει την μητέρα του, σκεπτόμενος πάντα «τι θα πει ο κόσμος». Απαρχή του τέλους στη μεταξύ παππού και εγγονού σχέση ήταν η βοήθεια που παρείχε ο κατηγορούμενος στον θείο του να ανοίξει ιδίας φύσεως επιχείρηση (ρολογάδικο), με τον ίδιο.
Όταν ο μάρτυρας δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά, ζήτησε βοήθεια από τον παππού του για την επισκευή ενός ρολογιού αξίας περί τις €15.000. Όταν είχε ξεκινήσει την επιχείρηση του, ο κατηγορούμενος του έκανε δώρο ένα από τα μηχανήματα του. Παρά το ότι το ρολόι είχε επιστραφεί στον μάρτυρα από τον κατηγορούμενο, από αυτό έλειπαν οι βίδες, οι οποίες, με δεδομένη την αξία τους, ήταν ασύμφορο να αγοραστούν εκ νέου. Ο μάρτυρας ζητούσε επίμονα τις βίδες από το Φεβρουάριο του 2019, επιστρατεύοντας προς τούτο και τον αδελφό του, χωρίς ανταπόκριση, με τον κατηγορούμενο να ζητά ως αντάλλαγμα για την παράδοση των βιδών, την επιστροφή του μηχανήματος που του είχε δωρίσει. Όταν ο πελάτης επέστρεψε το 2022 από το εξωτερικό όπου βρισκόταν, ο μάρτυρας ζήτησε ως ύστατη λύση, από τη μητέρα του να μεσολαβήσει, «ευχόμενος ότι θα τον έπιανε στο φιλότιμο». Η ΜΚ1 του τηλεφώνησε ενώ ο ίδιος βρισκόταν δουλειά λέγοντας εν μέσω κλαμάτων ότι, στη συζήτηση που είχε με τον κατηγορούμενο, αυτός της «έδωσε τον πάτσο» λέγοντας της «τί θέλεις ρα σσιηλοπουτάνα». Σε ότι αφορά εξυβρίσεις που αναφέρθηκαν παρουσία του ο μάρτυρας απάντησε: «Με ημερομηνίες περιστατικά όχι, αλλά ακόμη τζαι να έφευκε η μάνα μου να φκει που σπίτι κατεβαίνοντας τις σκάλες ακούεται κάτω που διαμένει ο κατηγορούμενος τζαι ξέρουν ότι κάποιος φκαίνει τζαι πάντα βρέθουνταν τζιαμέ τζαι με τη γιαγιά μου τζαι ο ίδιος έλαλε της «να πάεις να γαμηθείς τζαι να μας φέρεις την είσπραξη».
Όταν έλαβε, τα ξημερώματα της 10.7.22 τηλεφώνημα από την ΜΚ7 αντιλήφθηκε ότι κάτι σοβαρό πρέπει να έλαβε χώρα. Ζήτησε από τους καλεσμένους που είχε στην οικία του όπως εκτάκτως αποχωρήσουν, για να πάει στη μητέρα του. Τηλεφώνησε άμεσα στον αδελφό του αλλά και στον κατηγορούμενο, ο οποίος αφού τον έβρισε, του έκλεισε το τηλέφωνο. Ο λόγος για τον οποίο δεν έκανε αναφορά στα τηλεφωνήματα που διενήργησε στην κατάθεση του, ήταν γιατί δεν θεώρησε σημαντικό να αναφέρει την εξύβριση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, αλλά να επικεντρωθεί στο τί γνώριζε για την μητέρα του. Η μητέρα του, όταν τη συνάντησε στο Νοσοκομείο ήταν αναστατωμένη, έκλαιγε, πονούσε και επαναλάμβανε ότι ο κατηγορούμενος την κτυπούσε κάτω, ότι την έσπρωξε και ότι την έπιασε από τα μαλλιά. Βλέποντας την σε αυτήν την κατάσταση σταμάτησε να της μιλά, για να της δώσει χρόνο να ηρεμήσει.
Συμφώνησε με τον κ. Τζιάζα ότι πλείστες αναφορές του σε σχέση την παιδική ηλικία της μητέρας του, γνωρίζει από τρίτα πρόσωπα. Σύγκλιση υπήρχε στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος όντας συνταξιούχος ρολογάς του είχε μάθει την τέχνη, βοηθώντας τον στα πρώτα του βήματα. Κατέστη σαφές δήλωσε ο μάρτυρας, ότι το ρολόι δεν θα του επέστρεφε ο κατηγορούμενος παρά μόνο αν του έδιδε πίσω το μηχάνημα, που κατά τα άλλα ο τελευταίος του είχε κάνει δώρο για σκοπούς λειτουργίας της επιχείρησης του. Αν και το μηχάνημα επεστράφη και το ρολόι του είχε παραδοθεί, έλειπαν οι βίδες. Αντιλήφθηκε ο μάρτυρας ότι ο λόγος που το μηχάνημα ζητείτο πίσω από τον κατηγορούμενο ήταν για να δοθεί στον γιο του ο οποίος είχε επίσης ανοίξει στο μεσοδιάστημα κατάστημα επιδιόρθωσης ρολογιών σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από τον ίδιο. Ο θείος του διατηρούσε αρχικά πρακτορείο στοιχημάτων και μετά έφυγε με την οικογένεια του για Αμερική. Με την επιστροφή του στην Κύπρο, του είχε πρότεινει να συνεργαστούν αντιλαμβανόμενος το επικερδές της επιχείρησης, με τον ΜΚ6 να απορρίπτει την πρόταση. Ξαφνικά συνέχισε, και ενώ κατηγορούμενος και γιος δεν μιλούσαν μεταξύ τους, βρέθηκαν να συνεταιρίζονται.
Η υπεράσπιση υπέβαλε στον μάρτυρα ότι η ΜΚ1 ήταν αυτή που χαστούκισε τον κατηγορούμενο τον Φεβρουάριο του 2022, με τον ΜΚ6 να δηλώνει ότι αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να γνωρίζει εφόσον δεν ήταν παρών. Στις θέσεις ότι, ούτε ο ίδιος μήτε ο αδελφός του Σ. είχαν μεταβεί στο Νοσοκομείο τα ξημερώματα της 10.7.22, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά. Υπέβαλε ο κ. Τζιάζας ότι όταν οι γιατροί ζήτησαν από την ΜΚ6 να προβεί σε περαιτέρω εξετάσεις, αυτή ήταν αρνητική, με τον μάρτυρα να δηλώνει ότι ο ίδιος δεν είχε τέτοια ενημέρωση μήτε και του ανέφερε οτιδήποτε σχετικό η μητέρα του. Η είσοδος πρόσθεσε, στο χώρο του εξεταστηρίου, δεν του επετράπη. Τέλος, ο ΜΚ6 αρνήθηκε ότι σκοπός της μαρτυρίας του ήταν να υποβοηθήσει τη μητέρα του, ως επίσης ότι αυτή (η μαρτυρία και καταγγελία) είναι απότοκο εκδικητικού κινήτρου, για τη βοήθεια που προσέφερε ο κατηγορούμενος στον θείο του.
3. Κ. Μ.- ΜΚ7
Η μάρτυρας είναι ξάδελφη της παραπονούμενης. Στην κατάθεση της Τεκμήριο 10 γίνεται λόγος για τις καλές, μεταξύ των δύο γυναικών σχέσεις, και τις αντίστοιχες κακές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ παραπονούμενης- κατηγορούμενου. Γνωρίζει ότι εντός Φεβρουαρίου 2019 και ενώ η παραπονούμενη περίμενε τον πατέρα της στην αυλή του σπιτιού, με σκοπό να ζητήσει κάποια πράγματα που ανήκαν στον Α., ο κατηγορούμενος την αποκάλεσε «σσιηλλοπουτάνα» και της επιτέθηκε. Τα πιο πάνω γνωρίζει γιατί λίγες μέρες μετά το περιστατικό της τα ανέφερε η ίδια η ΜΚ1. Την 9.7.22 και περί τις 23:00 έλαβε τηλεφώνημα στο κινητό της τηλέφωνο από την ΜΚ1 η οποία ήταν πολύ αναστατωμένη σε βαθμό που η ΜΚ7 «νόμιζε ότι κάποιος πέθανε». Η παραπονούμενη έλεγε συνεχώς τη φράση «έδερε με». Η ΜΚ7 της ζήτησε να ηρεμήσει για να μπορέσουν να μιλήσουν, ρωτώντας την ποιος την κτύπησε, με την ΜΚ1 να απαντά «ο Σ.», ως συνήθιζε να αποκαλεί τον κατηγορούμενο. Της είπε ότι ενώ προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της, ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε δίπλα της, πιάνοντας την από τα μαλλιά κτυπώντας το κεφάλι της στον τοίχο. Την ακινητοποίησε με το σώμα του στον τοίχο, άρχισε να την κτυπά και να της φωνάζει «σσιλλοπουτάνα». Ο κατηγορούμενος την έριξε στο έδαφος, κτυπώντας στις γλάστρες. Η ΜΚ1 ήταν ιδιαίτερα αναστατωμένη από τη σωματική επαφή που υπήρξε κατά το περιστατικό λέγοντας της ότι, «αντί να σκέφτεται ότι δεχόταν επίθεση από τον πατέρα της, σκεφτόταν «τι της κάνει», αφού έτριβε το πέος του πάνω στα δικά της γεννητικά όργανα». Της είπε επίσης ότι ο κατηγορούμενος ήταν πιωμένος. Η ΜΚ1 την ρώτησε κατά πόσον έπρεπε να αναφέρει στην αστυνομία την άσεμνη πράξη του κατηγορούμενου, αισθανόμενη ιδιαίτερα ντροπιασμένη, με τη μάρτυρα να της απαντά καταφατικά. Η συνομιλία τους έλαβε χώρα ενώ η ΜΚ1 μετέβαινε στον αστυνομικό σταθμό. Η ΜΚ1 της τηλεφώνησε λίγη ώρα αργότερα ενημερώνοντας την ότι πήγαινε στο νοσοκομείο. Μετά από αυτό, η ίδια θεώρησε ορθό να ενημερώσει τον Αντώνη.
Έκανε λόγο κατά τη ζώσα μαρτυρία της στη σχέση που αναπτύχθηκε με τα χρόνια μεταξύ των δύο γυναικών, εξηγώντας ότι ο κατηγορούμενος με τον πατέρα της είναι αδέλφια. Αν και δεν είχαν σχέσεις στη παιδική τους ηλικία, οι δύο έγιναν φίλες σε μεγαλύτερη ηλικία, διατηρώντας συχνές επαφές την τελευταία δεκαετία. Είναι στα πλαίσια αυτών των συζητήσεων που είχαν, που η ίδια γνωρίζει για τις κακές μεταξύ παραπονούμενης- κατηγορούμενου σχέσεις, ενώ για το περιστατικό με το ρολόι της είχε μιλήσει και η ΜΚ1 και ο ΜΚ6 όταν αυτό έλαβε χώρα, τον Φεβρουάριο του 2022. Εξ’ όσων γνωρίζει όταν ο ΜΚ6 άνοιξε την επιχείρηση του ζητούσε ανά διαστήματα τη βοήθεια του κατηγορούμενου. Στον κατηγορούμενο είχε δώσει ένα ρολόι μεγάλης αξίας, για να του το επιδιορθώσει. Προέκυψε μετά μια διαφωνία σε σχέση με κάτι που είχε δώσει ο κατηγορούμενος στον Αντώνη, και το οποίο ήθελε πίσω μετά, εις αντάλλαγμα την επιστροφή του ρολογιού. Αν και το ρολόι επεστράφη, από αυτό έλειπαν οι βίδες, με τον ΜΚ6 να αισθάνεται ιδιαίτερα θυμωμένος και απογοητευμένος, αφού το να αγόραζε νέες βίδες, θα στοίχιζε περισσότερα και από την επιδιόρθωση του ρολογιού. Αυτή ήταν η αιτία που η ΜΚ1 ζήτησε εξηγήσεις από τον κατηγορούμενο.
Με την παραπονούμενη δεν συνήθιζαν να μιλούν αργά το βράδυ, γεγονός που την παραξένεψε όταν έλαβε το τηλεφώνημα τη νύκτα της 9.7.22. Η ΜΚ1 ήταν τόσο συγχυσμένη που το μόνο που η μάρτυς μπορούσε να καταλάβει ήταν τις φράσεις «με έδερε, με έκαμε μαύρη που το ξύλο». Όταν η ΜΚ1 ηρέμησε λίγο της εξήγησε περιληπτικά πώς έλαβε χώρα το περιστατικό. Η ίδια, γνωρίζοντας τις σχέσεις μεταξύ κατηγορούμενου και Α., αποφάσισε όπως περιμένει νέα της ΜΚ1 μετά την επίσκεψη της στις αρχές. Όταν έκανε μια δεύτερη συζήτηση με τη Μ., η οποία την ενημέρωσε ότι πηγαίνει στο νοσοκομείο, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον Αντώνη για να τον ενημερώσει. Με την ΜΚ1 μίλησαν την επόμενη ημέρα, η οποία την ενημέρωσε ότι πήγαινε στο σταθμό για καταγγελία.
Αντεξετασθείσα ρωτήθηκε κατά πόσον μεταξύ των εκφρασθέντων παραπόνων της ΜΚ1 ήταν ότι «ο κατηγορούμενος τακτοποίησε οικονομικά τους γιούς του, αλλά πέταξε την κόρη του», με την ΜΚ7 να απαντά ότι πρώτη φορά ακούει αυτό το πράγμα. Συμφώνησε ότι ο ΜΚ6 είχε εκφράσει παράπονο για τη βοήθεια που έδωσε ο κατηγορούμενος στο θείο του, λέγοντας ότι αδυνατούσε να αντιληφθεί το λόγο που ο θείος του άνοιξε ιδίας φύσεως επιχείρηση με τον ίδιο, ως επίσης γιατί επέλεξε να δραστηριοποιηθεί σε γειτονική με τον ΜΚ6 περιοχή. Η μάρτυς αρνήθηκε σθεναρά τη θέση του κ. Τζιάζα ότι «δασκαλεύτηκε», λέγοντας ότι στο Δικαστήριο ανέφερε μόνο την αλήθεια.
4. Δρ. Elena Zolotareva - MK4
H MK4 εργάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και Πρώτων Βοηθειών από το 2021. Τις σπουδές της ολοκλήρωσε στη Ρωσία αποφοιτώντας από την Ιατρική και Παιδιατρική Σχολή. Εργάστηκε μεταξύ άλλων και σε Κέντρα Υγείας στην Ελλάδα. Αναγνώρισε την Ιατρική Βεβαίωση -Τεκμήριο 4 ως το έγγραφο που συμπλήρωσε κατά την εξέταση της παραπονούμενης. Επεξηγώντας το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου ανέφερε ότι η εγγραφή της ΜΚ1 έγινε περί τις 23:48 με την παραπονούμενη να εξετάζεται τελικώς την 02:15 (10.7.22). Θυμάται χαρακτηριστικά το κλάμα της παραπονούμενης το οποίο παρομοίασε με κλάμα «ενός μικρού κοριτσιού». Ρωτώντας την τί είχε συμβεί, η παραπονούμενη ανέφερε ότι δέχτηκε επίθεση, πονώντας στην κεφαλή, στον αυχένα, στο δεξιό μέρος του θώρακα, λέγοντας ότι έπεσε κάτω, ότι είχε κεφαλαλγία, ζάλη και τάση για εμετό. Καθήκον της δήλωσε, ήταν η εξέταση της ασθενούς «από πάνω μέχρι κάτω» ζητώντας μάλιστα όπου κρίνεται αναγκαίο, την αφαίρεση των ρούχων, προς διαπίστωση πιθανόν κακώσεων. Από την κλινική εξέταση που διενήργησε διαπίστωσε επώδυνη ψηλάφηση της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, του δεξιού ημιθωράκιου, την ύπαρξη εκδορών στο δεξί χέρι ως επίσης και πολλαπλές εκδορές στα κάτω άκρα. Εισηγήθηκε στην ασθενή την διενέργεια νευρολογικών εξετάσεων, με την ασθενή να αρνείται. Οι εκδορές αντιμετωπίστηκαν με την τοποθέτηση αντισηπτικού.
Αντεξετασθείσα ως προς τα τραύματα της ΜΚ1 η μάρτυς απάντησε ότι διαπίστωσε ένα μυϊκό σπασμός κατά τη ψηλάφηση του αυχένα και του θώρακα, ο οποίος μπορεί να προκληθεί ποικιλοτρόπως, ήτοι από κάποια κάκωση του αυχένα ή από ευθειασμό ή ακόμη και από πιάσιμο ή στην χειρότερη, από τροχαίο δυστύχημα. Εξήγησε ότι «εκδορά» είναι η λύση του δέρματος επιφανειακά, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα συρραφή. Ερωτηθείσα κατά πόσον η ασθενής έφερε εκδορές στην πλάτη, η ΜΚ4 απάντησε αρνητικά.
5. Αστυνομικός 372, Παναγή - ΜΚ2
Ο ΜΚ2 ήταν το πρώτο πρόσωπο που συνάντησε την παραπονούμενη όταν αυτή μετέβη στον αστυνομικό σταθμό Λακατάμειας την 9.7.22 και ώρα 22:40. Σύμφωνα με την κατάθεση του Τεκμήριο 2, η ΜΚ1 ανέφερε ότι είχε δεχθεί επίθεση από τον πατέρα της ο οποίος την κτυπούσε με τα χέρια σε διάφορα μέρη του σώματος της αποκαλώντας την «πουτάνα». Αυτή έκλαιγε, ζητώντας βοήθεια, ευρισκόμενη σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Εξ’ όσων είδε, δεν έφερε εμφανή τραύματα στο σώμα της. Της παρέδωσε ιατρικό έντυπο ζητώντας της να μεταβεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για εξέταση. Ανέφερε αντεξετασθείς ότι έκρινε ορθότερο όπως πρώτα εξεταστεί το φερόμενο ως θύμα ιατρικά και μετά ληφθεί κατάθεση, παραπέμποντας την ΜΚ1 στο Κλιμάκιο Βίας στην Οικογένεια. Δεν θυμόταν κατά πόσον η ΜΚ1 έκανε λόγο για το πού την είχε κτυπήσει ο κατηγορούμενος, μήτε αν έγινε αναφορά σε κτύπημα πάνω σε γλάστρες.
6. Αστυνομικός 3497, Κούμα - ΜΚ3
Η μάρτυς υπηρετεί στο Κλιμάκιο Βίας στην Οικογένεια του Αρχηγείου Αστυνομίας και ήταν το πρόσωπο που έλαβε την 10.7.22 γραπτή κατάθεση από την παραπονούμενη. Σύμφωνα με την κατάθεση της, Τεκμήριο 3, η παραπονούμενη ήταν, καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής της στο σταθμό, αναστατωμένη και ταραγμένη, γι’ αυτό και η κατάθεση διήρκησε περί τις δύο ώρες. Συμπλήρωσε προφορικά ότι: η «η λήψη (μίας) κατάθεσης δεν είναι απλή υπόθεση, δεν είναι υπαγόρευση και καταγραφή των όσων περιγράφει το θύμα. Στην προκειμένη περίπτωση η παραπονούμενη ήταν ευσυγκίνητη, έκλαιγε γίνονταν παύσεις, και χωρίς πίεση συνεχίζαμε». Κατά την αντεξέταση ο συνήγορος υπεράσπισης ρώτησε τη μάρτυρα κατά πόσον ενδέχεται η ΜΚ1 να έκανε αναφορά στο παρελθόν της με τον κατηγορούμενο (παιδικά χρόνια) και να μην καταγράφηκαν στην κατάθεση της οι όποιες αναφορές της, με την μάρτυρα να εξηγεί πως επί της ουσίας και κατά τη διάρκεια της κατάθεσης, καταγράφηκαν όλα όσα δήλωσε η παραπονούμενη, συμπληρώνοντας ότι «δεν γίνεται επιλογή ως προς το τι θα καταγράφει και τι όχι». Ανέφερε επίσης ότι παρά το ότι η κατάθεση λήφθηκε από την ίδια, πλησίον του γραφείου που υπήρχε στο ΤΑΕ βρισκόταν ένας ακόμη αστυφύλακας με τον οποίον συνομίλησε η παραπονούμενη.
7. Αστυνομικός 197, Κωνσταντίνου - ΜΚ5
Ο ΜΚ5 κατέθεσε στη διαδικασία ως Τεκμήρια 6 και 7 τα δικαιώματα και ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου. Σύμφωνα με τη δική του κατάθεση, Τεκμήριο 5, ο ίδιος συνέλαβε τον κατηγορούμενο την 11.7.22 με τον κατηγορούμενο να απαντά, αφού του έγινε επίστηση στο Νόμο, «εν πελλάρες που σου είπε». Στο Ημερολόγιο Ενεργείας που ο ίδιος ετοίμασε, Τεκμήριο 8 γίνεται λόγος για τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με την «Κούλα», ένα εκ των προσώπων που η παραπονούμενη κατονόμασε στην γραπτή της κατάθεση. Η Κούλα ανέφερε ότι πολύ κοντινό της πρόσωπο νοσηλευόταν στο νοσοκομείο και της ήταν αδύνατο να δώσει γραπτή κατάθεση τη δεδομένη στιγμή, εκφράζοντας ετοιμότητα να καταθέσει ενώπιον Δικαστηρίου, εάν αυτό καθίστατο αναγκαίο. Ερωτηθείσα σχετικά, η Κούλα του ανέφερε ότι την 9.7.22 και περί ώρα 23:45 η ΜΚ1 επικοινώνησε μαζί της. Στο τηλέφωνο η ΜΚ1 έκλαιγε και ακουγόταν αναστατωμένη και κουρασμένη. Της ανέφερε ότι μόλις είχε φύγει από το Σταθμό κατευθυνόμενη προς το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας επειδή «ο πατέρας της την κτύπησε, την τράβηξε από τα μαλλιά, της κτύπησε το κεφάλι στον τοίχο, την έριξε στο έδαφος της είπε ότι θα τη σκοτώσει και την αποκάλεσε πουτάνα». Η ίδια προσπάθησε να την ηρεμήσει.
Κατά την κυρίως εξέταση του δήλωσε ότι όταν η παραπονούμενη μετέβη στα γραφεία του ΤΑΕ ήταν ιδιαίτερα συγχυσμένη και έκλαιγε, με τους δύο τους να συνομιλούν αφού σκοπός του ήταν να την ηρεμήσει για να μπορέσει να προχωρήσει στην κατάθεση της. Αντεξετασθείς δήλωσε ότι, αν και ο ίδιος δεν ήταν το πρόσωπο που έλαβε την κατάθεση της, καθόταν στο ίδιο γραφείο με αυτό επί του οποίου η ΜΚ1 κατέθετε. Σημείωσε ότι οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον κατηγορούμενο βασίστηκαν επί των αναφορών της παραπονούμενης, καλώντας τον να δώσει τη δική του εκδοχή επί των γεγονότων, αναφέροντας ότι όφειλε να ρωτήσει για τα τραύματα που η ΜΚ1 έφερε, δυνάμει του περιεχομένου του ιατρικού πιστοποιητικού. Αν και αποτέλεσε μέλος της ανακριτικής ομάδας, ανακριτής της υπόθεσης δεν ήταν ο ίδιος αλλά η ΜΚ3.
Μαρτυρία Υπεράσπισης
1. Μαρτυρία Κατηγορούμενου
Η ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου, Τεκμήριο 7, αφορούσε στην άρνηση των όσων η ΜΚ1 του καταλόγιζε. Μη επιθυμώντας τη παρουσία δικηγόρου ανέφερε ότι είναι αθώος μη διαπράττοντας οτιδήποτε από τα όσα του αποδίδονται. Είναι, δυνάμει των αναφορών του, συνταξιούχος, και διαμένει με τη σύζυγο του, αποκτώντας τρία παιδιά. Κληθείς να σχολιάσει τη σχέση του με τη θυγατέρα του απάντησε ότι «δεν μιλούν εδώ και πολλά χρόνια», αρνούμενος ότι την εξύβριζε ανά τακτά διαστήματα από το 2017, λέγοντας ότι «είναι όλα ψέματα της». Αρνήθηκε περαιτέρω ότι της επιτέθηκε τον Φεβρουάριο του 2022 εξυβρίζοντας την, απαντώντας χαρακτηριστικά ότι η κόρη του «ότι θέλει λαλεί», ενώ σε ότι αφορά το περιστατικό της 9.7.22 ο κατηγορούμενος αρνείται τη διάπραξη του, δηλώνοντας ότι το μόνο που έπραξε εκείνο το βράδυ ήταν να την ρωτήσει «που ήταν και άργησε».
Προφορικά κατέθεσε γραπτή δήλωση, Έγγραφο Χ. Ένεκα των ψεύδων που μαρτύρησε η κόρη του εναντίον του, αποφάσισε να πει την αλήθεια. Καμία κακοποίηση δεν δέχθηκε η παραπονούμενη στα παιδικά της χρόνια. Δήλωσε, μη αρνούμενος ότι ήταν αυστηρός πατέρας, ότι πάντοτε προσπαθούσε να νουθετήσει μιλώντας στα παιδιά του όταν δεν συμφωνούσε με τις επιλογές τους. Οι πρώτες εντάσεις και τσακωμοί άρχισαν όταν η ΜΚ1 ήταν περίπου 16 ετών, όταν πρωτογνώρισε τον μετέπειτα σύζυγο της, με τον κατηγορούμενο να δηλώνει ότι πράγματι τότε, ήταν αυστηρός μαζί της. Για το γεγονός ότι χώρισε, καμία ευθύνη δεν φέρει ο ίδιος. Μετά το κούρεμα του 2013, βρέθηκε και ο ίδιος, όπως πολύς κόσμος, να χρωστά. Δεν είχε υπολογίσει, ότι θα έφτανε σε τέτοια δεινή οικονομική κατάσταση. Το σπίτι ήταν ήδη υποθήκη πριν αποφασίσει να εγγράψει επ΄ονόματι της 1/3 μερίδιο και έτσι, για οτιδήποτε έπρεπε να υπογραφθεί μετά, χρειαζόταν την υπογραφή της. Ποτέ δεν την «πέταξε» όπως η ίδια δηλώνει, αγοράζοντας της 2 φορές αυτοκίνητα τα οποία τράκαρε. Της άνοιξε ινστιτούτο αισθητικής, ενώ όταν η ΜΚ1 αποφάσισε να το μεταφέρει σε άλλη τοποθεσία επωμίστηκε τα έξοδα. Για την ανακαίνιση της οικίας της ο ίδιος κατέβαλε ποσό ύψους €40.000, εκφράζοντας ότι αν μπορούσε, θα της προσέφερε και άλλα.
Η ΜΚ1 ανέκαθεν αντιμετώπιζε προβλήματα συμπεριφοράς, με τους γονείς της να την μεταφέρουν σε ψυχολόγους και σε ψυχίατρο. Όταν δεν λάμβανε τη φαρμακευτική της αγωγή, ξεκινούσαν ως τους χαρακτήρισε, «κύκλοι συμπεριφοράς» αφού, τη μία ήταν καλά και την άλλη όχι. Οποτεδήποτε συνέβαινε κάτι αρνητικό στη ζωή της, πάντοτε έφταιγε τους γονείς της, «αφού δεν έμεινε βρισιά στο κόσμο που να μην άκουσαν από το στόμα της». Λίγο πριν τα συμβάντα του 2022 για τα οποία κατηγορείται είχαν καλέσει την αστυνομία σπίτι τους, επειδή η ΜΚ1 πετούσε αντικείμενα από τον όροφο, στην βεράντα. Ακόμη και με τους αστυνομικούς είχε τσακωθεί η κόρη του. Λάθος του που δεν υπέβαλε παράπονο τότε στην αστυνομία, γιατί σήμερα θα είχε κάτι απτό να παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου.
Τον ΜΚ6 είχε πάρει μαζί του στο ρολογάδικο όπου δούλευε μεταξύ των ετών 2014-2015 για να μάθει τη δουλειά. Όταν ο εγγονός του εξέφρασε επιθυμία να ανοίξει τη δική του επιχείρηση, ο ίδιος τον συμβούλευσε να μην το κάνει, θεωρώντας ότι δεν ήταν έτοιμος. Παρά το ότι δεν εισακούστηκε, όποτε του ζητούσε βοήθεια ο εγγονός του, ανταποκρινόταν. Παράλογες χαρακτήρισε τις θέσεις των ΜΚ1 και ΜΚ6 σε ότι αφορά τα παράπονα των για το άνοιγμα ιδίας φύσεως επιχείρηση από τον ΜΥ1, λέγοντας, «Ποιος είμαι εγώ να πω του γιού μου να μην ανοίξει ρολογάδικο επειδή επηρεάζει και καλά την επιχείρηση του Α.».
Τα όσα αναφέρει η ΜΚ1 για τον Φεβρουάριο του 2022 είναι ψέματα. Αν ήταν αλήθεια πρόσθεσε, θα τον κατήγγειλε τότε. Σε ότι αφορά το βράδυ της 9.7.22 ο ίδιος καθόταν στη βεράντα του επειδή είχε δροσιά. Όταν στάθμευσε η ΜΚ1 την ρώτησε, «μα που ήσουν τόσες ώρες». Σύμφωνα με τις παραγράφους 11 και 12 της δήλωσης του:
«Όπως ήταν στην πόρτα του σπιτιού της, εγύρισε φουρκαστή και ήρθε προς εμένα, προς τη βεράντα, φωνάζοντας ακαταλαβίστικα. Έτσι όπως επήγαινε έδωκε πάνω στις γλάστρες εκρεμίστηκε. Σηκώθηκε πάνω ακόμα πιο έξαλλη και φώναζε, έπιασε τα πράγματα της, μπήκε μες το αυτοκίνητο και έφυγε βρίζοντας και φωνάζοντας»… «Πραγματικά μέσα μου ακόμα και μέχρι πρόσφατα πίστευα ότι θα τελειώσει αυτή η υπόθεση και θα καταλάβει το λάθος της και θα πει την αλήθεια. Δηλαδή ότι τούτα όλα που με κατηγόρησε δεν έγιναν ποτέ και είναι ψέματα. Δεν έγινε όμως αυτό και είμαι σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενος. Η σημαντικότερη απόδειξη για τούτα που λαλώ είναι οι κάμερες. Στην εξώπορτα του σπιτιού της έχει κάμερα που γράφει την είσοδο του σπιτιού του πάρκινγκ. Αν ήταν αλήθεια τούτα όλα που είπε θα το έλεγε στους αστυνομικούς για να πιάσουν το βίντεο. Αντίθετα, δεν είπε τίποτε για τις κάμερες γιατί θα φαίνονταν τα ψέματα της. Εντιμοτάτη ξέρω ότι η σχέση μου με την κόρη μου δεν είναι καλή. Ότι και αν έκαμα για εκείνη ως πατέρας ποτέ δεν ήταν αρκετό. Πάντα αντιμετώπιζα όσα μου έκαμνε με υπομονή και αγάπη προσπαθώντας να καταλάβω τι κάμνω λάθος ως πατέρας. Δεν πάει άλλο, ότι της συμβεί φταίμε της εγώ και η μάνα της.(…)».
Κατέθεσε στο Δικαστήριο αριθμό φωτογραφιών που απεικονίζουν το χώρο ως αυτές έλαβε τις προηγούμενες της καταθέσεως του, μέρες (Τεκμήριο 11), εξηγώντας τον περιβάλλοντα χώρο όπου κατ΄ισχυρισμόν έλαβαν χώρα τα περιστατικά. Εξήγησε ότι η κύρια είσοδος της οικίας του φέρει άσπρο χρώμα και της ΜΚ1 καφέ. Η οικία της ΜΚ1 είναι αριστερότερα της δικής του. Αναμεταξύ των δύο θυρών υπάρχει ένας διάδρομος ο οποίος απολήγει στη βεράντα της οικίας του. Ενδιάμεσα της βεράντας του (δεξιά) και της πόρτας της κατηγορούμενης (αριστερά), βρίσκεται το σπίτι του. Σχεδόν μπροστά από την κύρια είσοδο της οικίας του υπάρχουν σκαλιά, τα οποία οδηγούν σε χωμάτινο χώρο όπου σταθμεύουν. Επί των σκαλοπατιών, βρίσκονται γλάστρες. Ο ίδιος καθόταν δεξιότερα από την είσοδο του σπιτιού του, στη βεράντα.
Κληθείς να σχολιάσει αντεξετασθείς τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές που τα μέρη παρουσίασαν ενώπιον Δικαστηρίου, ο μάρτυρας απάντησε ότι η ΜΚ1 είναι «άρρωστη» εξ’ ου και της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, την οποίαν όμως δεν φαίνεται να ακολουθεί. Παρακολουθείται από ψυχίατρο τα τελευταία 8 χρόνια, ήτοι πάνω- κάτω από την ημέρα που χώρισε. Γνωρίζει ότι ο ψυχίατρος είπε στο γιο της την τελευταία φορά που τον επισκέφθηκαν ότι, αν η παραπονούμενη συνεχίσει να μην λαμβάνει τη φαρμακευτική της αγωγή θα της «φορέσει ζουρλομανδία». Κληθείς να απαντήσει ως προς το πότε έλαβε χρονικά τόπο η πιο πάνω δήλωση, ο μάρτυρας δεν μπορούσε να τοποθετηθεί, όπως ομοίως δεν μπορούσε να τοποθετηθεί ως προς το κατά πόσον η κόρη του διαγνώστηκε με κάποια πάθηση, ή τί είδους φάρμακα λαμβάνει. Οι πιο πάνω ερωτήσεις της κατηγορούσας αρχής είχαν ως βάση τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι, τόσα χρόνια και ο ίδιος μεταξύ άλλων, την μετέφερε στους γιατρούς. Στην υποβολή της κατηγορούσας αρχής ότι η αγωγή που τις είχε χορηγηθεί ήταν για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις κρίσεις πανικού από τις οποίες υποφέρει ένεκα των συμπεριφορών του και για να κοιμάται καλύτερα τα βράδια ο κατηγορούμενος απάντησε, «έτσι σας είπε». Τα όσα του προσάπτονται δήλωσε, είναι αποκύημα της φαντασίας της, χαρακτηρίζοντας την «τη μεγαλύτερη ψεύτισσα», «με το κλάμα να είναι το φόρτε της». Κλήθηκε να απαντήσει γιατί δεν προσπάθησε, αφού διατηρεί (ως ο ίδιος δήλωσε), καλές σχέσεις με τον εγγονό του Σοφοκλή, να του μιλήσει για όσα συμβαίνουν, με τον μάρτυρα να απαντά ότι η ΜΚ1 απειλούσε στο παρελθόν τον Σοφοκλή ότι, αν δεν κατέθετε προς όφελος της στα πλαίσια άλλης ποινικής διαδικασίας που εκκρεμούσε μεταξύ της ιδίας και του κατηγορούμενου, θα τον έδιωχνε από το σπίτι.
Τη θυγατέρα του χαρακτήρισε «φρόνιμη», μέχρι την ηλικία των 15, όμως μετά ξεκίνησε να «πηγαίνει με τον πρώην άντρα της στον ποταμό και να κάθεται πάνω στη μοτόρα». Επειδή όμως παντρεύτηκε τελικώς τον πρώην σύζυγο της, ο ίδιος δεν είχε πρόβλημα μαζί του. Στην υποβολή της κας. Χατζηγεωργίου ότι ο κατηγορούμενος ανάγκασε την ΜΚ1 σε αρραβώνα στην ηλικία των 16 ένεκα των πιο πάνω, ο μάρτυρας απάντησε ότι η κόρη του ήταν αυτή που επέμενε να αρραβωνιαστεί, με τον ίδιο να αποφασίζει τελικά «να τη δώσει να τελειώνουν», στην προαναφερθείσα ηλικία. Συμφώνησε ότι η ΜΚ1 του είχε ζητήσει το 2019 το λόγο σε σχέση με τα όσα καταγράφονταν επί της τραπεζικής επιστολής, απαιτώντας να μάθει πως βρέθηκε να χρωστά €1.650.000 για ένα σπίτι που δεν είναι καν δικό της, με τον μάρτυρα να αρνείται την οφειλή, λέγοντας ότι το δάνειο που έκανε ήταν για €100.000, αρνούμενος ότι την έβρισε. Αρνήθηκε περαιτέρω ότι την ΜΚ1 εξύβριζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τις καταγραφείσες υπό του κατηγορητηρίου εκφράσεις, διερωτώμενος «γιατί δεν ήρθαν στο Δικαστήριο οι μάρτυρες που ήταν παρόντες», προσθέτοντας ότι αυτοί που ήρθαν (ήτοι οι ΜΚ6 και 7), ο ένας «ζει στη Λακατάμια και η άλλη στο Στρόβολο». Μπροστά στον Α. θα ντρεπόταν να αναφέρει οτιδήποτε μεμπτό γιατί «… αν είδες τι τύπος είναι ο Α. θα με φακούσε χαμέ».
Ερωτήθηκε να απαντήσει ως προς την κατάληξη της υπόθεσης υπ’ αριθμό 17353/22 του Ε. Δ. Λευκωσίας με κατηγορούμενο τον ίδιο, απαντώντας ότι κατέβαλε πρόστιμο €100 για εξύβριση της ΜΚ1, μη καταλαβαίνοντας ακόμη γιατί. Συμφώνησε ότι η χρηματική ποινή προστίμου επιβλήθηκε μετά από ακρόαση και ότι η εξύβριση αφορούσε στην εκστόμιση της φράσης «ένα σε σάσω κόρη σσιηλοπουτάνα» την 24.8.22, λέγοντας ότι ,«δεν θυμάται να της είπε έτσι πράγμα». Αν και την ΜΚ7 έχει 20 χρόνια να την δει, αυτή δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις μαζί του, ενώ σε ότι αφορά το περιστατικό Φεβρουαρίου 2022, ανέφερε ότι, όταν η ΜΚ1 του ζήτησε τις βίδες του ρολογιού, ο ίδιος της μίλησε με ήρεμο ύφος. Χωρίς κανένα λόγο και αιτία και ενώ ο ίδιος μιλούσε ευπρεπώς, η ΜΚ1 τον χαστούκισε. Κληθείς να αναφέρει τί απάντησε στο αίτημα της απάντησε «δεν θυμάμαι». Ο λόγος που δεν κατέγραψε τα πιο πάνω στην κατάθεση του ήταν επειδή ντρεπόταν να αναφέρει ότι η θυγατέρα του τον χαστούκισε. Το ρολόι δεν έφερε βίδες όταν του παραδόθηκε από τον Α. Σκοπός ήταν η εξεύρεση βιδών με σκοπό την τοποθέτηση τους, παραδεχόμενος ότι ζήτησε «ως μοχλό πίεσης» για την εξεύρεση των, την επιστροφή του μηχανήματος από τον πρώτο, συμφωνώντας επίσης ως προ το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου ο Αντώνης ζητούσε τις βίδες, ήτοι από το 2019 μέχρι το 2022. Η καταγγελία εναντίον είναι ψευδής και εδράζεται επί του ότι, ο ίδιος λειτούργησε το κατάστημα του γιου του για το διάστημα που ο τελευταίος έλειπε, ένεκα της υποβολής του σε χειρουργική επέμβαση. Τότε ήταν που η ΜΚ1 ξεκίνησε να τους ρίχνει ποτήρια από τον όροφο της οικίας, με τον κατηγορούμενο να καλεί την αστυνομία.
Επανήλθε η κα. Χατζηγεωργίου ζητώντας από τον κατηγορούμενο να εξηγήσει, γιατί ζήτησε το λόγο ως προς την αργοπορία της παραπονούμενης το βράδυ της 9.7.22 από την στιγμή που σύμφωνα με τον ίδιο, «οι δύο τους δεν μιλούν εδώ και χρόνια» με τον μάρτυρα να απαντά, «από ενδιαφέρον», ενώ κληθείς να σχολιάσει γιατί δεν ανέφερε καμία από τις σήμερα προβαλλόμενες θέσεις του ανακρινόμενος, ο μάρτυρας απάντησε ότι «τα ίδια λέω και σήμερα». Ερωτηθείς γιατί δεν προέτρεψε ο ίδιος την αστυνομία να λάβει το οπτικοακουστικό υλικό από τι κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι αυτό έδειξε στον δικηγόρο του πριν αρχίσει η δίκη.
2. Α. Μ. - ΜΥ1
Ο ΜΥ1 δεν διατηρεί επαφή με τα αδέλφια του. Με τον μεν αδελφό του για προσωπικούς λόγους με τη δε αδελφή του από το 2017, ένεκα των όσων έλαβαν χώρα σε σχέση με το άνοιγμα του καταστήματος του. Τον κατηγορούμενο χαρακτήρισε ως ένα καλό αλλά αυστηρό πατέρα ο οποίος είχε την απαίτηση να γνωρίζει που ήταν και τί ώρα θα επέστρεφαν σπίτι, δείχνοντας ενδιαφέρον όμως, προς τα παιδιά του. Αν και «μπορεί να έτρωε κανένα πάτσο», μπορεί να αντιληφθεί, τώρα που έχει και ο ίδιος παιδιά, «το γιατί». Ο πατέρας του ήταν πιο αυστηρός με τα αγόρια της οικογένειας παρά με την κόρη του, με την οποία ήταν πιο ελαστικός, μέχρις ότου αυτή «έμπλεξε με κάποιον που στο τέλος παντρεύτηκε». Το επάγγελμα του ρολογά έμαθε από μικρή ηλικία. Αυτό ασκούσε μέχρι και το 1999 όταν έλαβε άδεια για να ανοίξει πρακτορείο στοιχημάτων. Το μερίδιο του τελικώς πώλησε το 2015, χρονολογία κατά την οποία πήγε στην Αμερική για εργασία με την οικογένεια του. Επιστρέφοντας άνοιξε τον Οκτώβριο του 2017, το δικό του ρολογάδικο. Τον κατηγορούμενο είχε προτρέψει όπως μην τον επισκέπτεται όντας βέβαιος ότι ο Α. θα δημιουργούσε πρόβλημα. Με το που άνοιξε το κατάστημα, τόσο η ΜΚ1 καθώς και ο ΜΚ6 του προκαλούσαν προβλήματα, πηγαίνοντας συχνά - πυκνά στο χώρο απειλώντας και κάνοντας φασαρία. Ο Αντώνης συγκεκριμένα του είπε ότι «θα τον μαχαιρώσει». Όταν εγχειρίστηκε το 2019, ζήτησε από τον πατέρα του να ανοίγει το κατάστημα για περίοδο 20 ημερών. Όταν επέστρεψε στην εργασία του, εντόπισε τον Αντώνη έξω από το κατάστημα να φωνάζει, ζητώντας να μάθει αν ο παππούς του πήγε να τον βοηθήσει, εκτοξεύοντας ύβρεις προς τον ανήλικο γιο του. Ακολούθησε επίσκεψη της αδερφής του μετά από δύο μέρες, η οποία τον προκαλούσε με τη στάση και συμπεριφορά της, καταγγέλλοντας την στην αστυνομία. Μετά από αυτό, η αδελφή του δεν τον ενόχλησε ξανά. Όταν η Μ. έμαθε ότι ο κατηγορούμενος τον βοήθησε, ξεκίνησε να πετά γλάστρες από τον όροφο της οικίας, γεγονός που οδήγησε στην παρέμβαση της αστυνομίας.
Αντεξετασθείς ανέφερε ότι όταν επέστρεψε στην Κύπρο, πρότεινε στον Αντώνη να πάει στη δούλεψη του, υποσχόμενος ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επισκεπτόταν το χώρο. Συμπλήρωσε ότι περί τα έτη 2013-2014 δεν μιλούσε στον πατέρα του, υπερασπιζόμενος τη Μ., μη μπορώντας να αντιληφθεί γιατί ο πατέρας τους της ασκούσε (ακόμη), έλεγχο ως προς το πού πάει και τι ώρες επιστρέφει εφόσον αυτή ήταν ενήλικας. Για τις επισκέψεις της ΜΚ1 στον ψυχίατρό και τις ύβρεις προς τους γονείς του έμαθε αργότερα. Τον πατέρα του δεν θυμάται να κτυπάει την ΜΚ1 όταν ήταν μικρή, με την τελευταία να «κτυπάει το κεφάλι της με τα χέρια της όποτε δεν γινόταν το δικό της».
3. Χ. Μ. - ΜΥ2
Ο ΜΥ2 διαμένει σε ανεξάρτητη οικία πίσω από αυτήν του πατέρα του, διατηρώντας εταιρεία με συστήματα ασφαλείας. Καμία επαφή δεν διατηρεί με τα αδέλφια του. Με τον μεν αδελφό του για προσωπικούς λόγους, ενώ με την ΜΚ1 επειδή διατάρασσε την κοινή ησυχία της οικίας, αφού μάλωνε με το γιο της Αντώνη μέχρι το 2017, όταν ο τελευταίος μετακόμισε. Οι όποιες προσπάθειες των γονέων τους να εξομαλύνουν την κατάσταση οδηγούσαν στο κενό, με την παραπονούμενη να τους βρίζει. Ο κατηγορούμενος μάλιστα βοήθησε το 2017 την παραπονούμενη με την ανακαίνιση της οικίας της. Ο ίδιος σταμάτησε να μιλά στην οικογένεια του ένεκα των εντάσεων, λέγοντας σε αμφότερους (κατηγορούμενο- παραπονούμενη) ότι την επόμενη φορά θα καλούσε την αστυνομία. Περιέγραψε τον κατηγορούμενο ως ένα αυστηρό πατέρα, ο οποίος όμως δεν τους κτυπούσε. Ήταν πιο αυστηρός μαζί με τα αγόρια παρά με την Μ. Οι οικογενειακές διαμάχες ξανά ξεκίνησαν όταν ο αδελφός του άνοιξε κατάστημα με ρολόγια και συγκεκριμένα, όταν ο πατέρας του πήγε να τον βοηθήσει. Εξήγησε ότι υπάρχουν τέσσερις κάμερες έξω από το σπίτι παραδίδοντας σχετικό φωτογραφικό υλικό, Τεκμήριο 12, εξηγώντας τη γωνία λήψης έκαστης εξ’αυτών. Η τελευταία φωτογραφία απεικονίζει την τελευταία εγκατασταθείσα, τον Δεκέμβριο του 2022, κάμερα και αποτυπώνει το χώρο μπροστά από την είσοδο του πατέρα του. Ο λόγος εγκατάστασης της ήταν για να υπάρχει καταγραφή πλέον, των όσων ενδεχομένως λάβουν (εκ νέου) χώρα. Οι λοιπές κάμερες τοποθετήθηκαν το 2021 και δεν αποτυπώνουν τον επίμαχο χώρο. Το πλαστικό κουτί που εντοπίζεται πάνω από την εξώπορτα της αδελφής του (Τεκμήριο 12, 3η φωτογραφία) αφορούσε σε παλαιού τύπου κάμερα η οποία δεν λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια με τη συγκεκριμένη τεχνολογία να μην βρίσκεται πλέον σε εφαρμογή. Παρά τη μη λειτουργία της, το κουτί παρέμεινε τοποθετημένο στο χώρο.
Αντεξετασθείς ανέφερε ότι τις φωτογραφίες έλαβε ο ίδιος, ο οποίος αποτελεί το μοναδικό πρόσωπο που φέρει τον έλεγχο του συστήματος. Συμφώνησε ότι η παραπονούμενη δεν έχει πρόσβαση στις κάμερες, καθώς επίσης ότι τον Ιούλιο του 2022 δεν υπήρχε κάμερα που να καταγράφει το χώρο όπου εκτυλίχθηκε το κατ΄ισχυρισμόν περιστατικό. Ενδεχομένως ο πατέρας του, όταν έκανε αναφορά σε κάμερες, να θυμόταν τις παλαιές κάμερες που υπήρχαν εγκατεστημένες κοντά στο χώρο στάθμευσης, οι οποίες όμως δεν λειτουργούν εδώ και χρόνια. Ερωτηθείς γιατί, παρατηρείται αυτή η κακή οικογενειακή σχέση, ο μάρτυρας απάντησε ότι «ο καθένας κάνει τις επιλογές του», ενώ εξ’ όσων πληροφορήθηκε από την μητέρα του, η αδελφή του χαστούκισε τον πατέρα του σε χρόνο πριν τον Ιούλιο του 2022, όταν αυτός άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του. Δήλωσε ότι, αν ποτέ τον κτύπησε ο κατηγορούμενος «ίσως και να το άξιζε», με τα οικογενειακά προβλήματα να ξεκινούν όταν η ΜΚ1 χώρισε με τον σύζυγό της.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας/ Βάρος Απόδειξης
Το βάρος απόδειξης έκαστης κατηγορίας, φέρει η κατηγορούσα αρχή. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορούμενου (βλ. Woolmington v DPP [1935] AC 462 HL, Γενικός Εισαγγελέας ν Ismail, (2016) 2Β Α.Α.Δ 891). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του, παραμένει με έστω, υποβόσκουσα αμφιβολία, η αθώωση αποτελεί μονόδρομο (βλ.Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ 459). Υπενθυμίζεται ότι τυχόν απόρριψη της εκδοχής του κατηγορούμενου είναι μοιραία για την υπεράσπιση, μόνο, αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ισχυρή στο τέλος, ώστε να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια σε καταδίκη (βλ. Kefalos v The Queen 19 CLR 121).
Έχω ως γνώμονα μου τη νομολογία που αφορά στο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγηση της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (βλ. Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Το Δικαστήριο καθηκόντως έλαβε υπόψιν του, τη γενική συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα, την ειλικρίνεια, την αμεσότητα και το λογικοφανές (ή μη), των απαντήσεων τους και ην ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, σε συνάρτηση πάντοτε και αντιπαραβολή με τα όσα ανέφεραν αρχικώς ανακρινόμενοι από τις αρχές (βλ. Ζεβρού ν Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Καρεκλά ν Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ, 1119, Κυπριανού ν Αστυνομίας Ποιν.Εφ. 129/07 ημερ.10.12.2008).
Μέσω της αξιολόγησης ενός μάρτυρα, το Δικαστήριο καλείται, εξυφαίνοντας τα λεγόμενα του, τις αντιδράσεις και την συμπεριφορά του, να αναδείξει, υπό το πρίσμα της πείρας και της ανθρώπινης φύσης, το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής που παρουσιάζει, όμως χρειάζεται επί τούτου, ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους του Δικαστηρίου αφού, συμβαίνει όπως αναξιόπιστος μάρτυρας προκαλέσει ευμενή εντύπωση, και αντίστροφα (βλ. Χριστοφή Φώτης ν Κώστα Γιάγκου Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401). Σημειώνεται ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν (κατά κανόνα), την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα (βλ.Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320) αλλά αντίθετα, ενδυναμώνουν την ειλικρίνεια του, δείχνοντας ότι δεν προσχεδίασε την εκδοχή που μετέφερε στο Δικαστήριο. H ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς, είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων.
1. Παραπονούμενη - ΜΚ1
Αξιολογώντας τη μαρτυρία της ΜΚ1, η οποία φέρεται να αποτελεί θύμα βίας και δη φερόμενης ενδοοικογενειακής βίας σημειώνω ότι αυτήν, έχω παρακολουθήσει με αυξημένη προσοχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου ότι η παραπονούμενη προσήλθε, κληθείσα από την κατηγορούσα αρχή, ως μάρτυρας αληθείας. Τα όσα έχει παραθέσει στο Δικαστήριο δεν αποτελούν τίποτε άλλο από την (θλιβερή) πραγματικότητα. Σημειώνεται ότι την μαρτυρία της το Δικαστήριο προσέγγισε με ιδιαίτερη προσοχή και αυτό λόγω και του παρελθόντος που υπάρχει μεταξύ των δύο κύριων παραγόντων της δίκης (θέση η οποία αναδείχθηκε ως κοινός τόπος από την ενώπιον μου μαρτυρία), και ενόψει απόδοσης αλλότριων κινήτρων στην καταγγελία της, από την υπεράσπιση. Προς τούτο το Δικαστήριο έχει αυτοπροειδοποιηθεί.
Ο χειμαρρώδης τρόπος με την οποίο κατέθετε και εξιστορούσε τα γεγονότα η παραπονούμενη, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω πρόσωπο πράγματι, βίωσε στο πετσί της, όσα ήρθε να αναφέρει. Το Δικαστήριο δεν εντόπισε καμία διάθεση ή ανάγκη, να μεγεθύνει ή να αλλοιώσει τα γεγονότα με σκοπό να γίνει πιστευτή. Απαντώντας στις ερωτήσεις που της τίθεντο στο στάδιο της αντεξέτασης υπήρξε από μέρους της μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, χωρίς καμία προσπάθεια όπως παραπλανήσει ή να υπεκφύγει των ζητημάτων που της τίθοντο, ακόμα και αν οι απαντήσεις της ενδεχόμενα προκαλούσαν ρήγματα στις θέσεις της.
Η φυσικότητα με την οποία κατέθετε φανέρωσε την απελπισία, αλλά και το φόβο που αισθάνεται στο πρόσωπο του κατηγορούμενου. H απουσία υπερβολής στα λεγόμενα της, η αυθεντικότητα και γνησιότητα της μαρτυρίας της, ιδώμενα πάντοτε, μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε από αμφότερες πλευρές, δεν αφήνουν οποιαδήποτε αμφιβολία για το αξιόπιστο της μαρτυρίας της. Φαινόταν βεβαίως, και ήταν έκδηλο αυτό από το ύφος και την έκφραση της, ότι διηγείτο γεγονότα που δεν ήταν ευχάριστα για την ίδια, σε βαθμό που ενώ κατέθετε τελώντας υπό έντονη συναισθηματική φόρτιση, εγκατέλειψε την αίθουσα του Δικαστηρίου εν μέσω κλαμάτων, οδηγώντας τη διαδικασία σε (αναγκαστική) ολιγόλεπτη διακοπή. Η όλη εντύπωση που άφησε η εν λόγω μάρτυρας ήταν ότι δεν ήταν ευτυχής που αναγκαζόταν να αφηγηθεί γεγονότα που αφορούσαν στη μεταξύ της ιδίας και κατηγορούμενου σχέση και αυτό τονίζεται γιατί της λέχθηκε από το συνήγορο υπεράσπισης ότι τα όσα κατέθεσε εναντίον του ήταν δική της επινόηση για να τον εκδικηθεί. Το ύφος και ο τρόπος που κατέθετε κάθε άλλο παρά τέτοια εικόνα δημιούργησαν. Ως θα διαφανεί κατωτέρω δε, η μαρτυρία της σε μεγάλο μέρος της, υποστηρίζεται και από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία.
Εισηγείται η υπεράσπιση ότι η μαρτυρία της ΜΚ1 ήταν διάτρητη από αντιφάσεις. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την πιο πάνω εισήγηση. Και εξηγώ.
(Α) Η συνολική εικόνα της μάρτυρος δεν μεταβάλλεται από το ότι στη ζώσα μαρτυρία της ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος την κλώτσησε χαμηλά στην πλάτη όταν την έριξε στο έδαφος (9.7.22) αντί στη δεξιά γάμπα (ως ανέφερε στην κατάθεση της). Προς τούτο έδωσε τη δική της ειλικρινή εξήγηση (βλ. σελ. 9 απόφασης- απαντήσεις μάρτυρος), προβαίνοντας μάλιστα σε σχετική αναπαράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου. Εξήγησε ότι όταν ο κατηγορούμενος την έσπρωξε, έπεσε με την πλάτη στις γλάστρες. Γύρισε μπρούμυτα προσπαθώντας να σηκωθεί στηριζόμενη στα γόνατα της. Ο κατηγορούμενος την άρπαξε από τον αυχένα, κλωτσώντας την στο πίσω μέρος του σώματος της. Ομολογουμένως, όταν η ΜΚ1 έδειξε επί του σώματος της, τα σημεία επαφής/αναφοράς, η διαφορά μεταξύ των δύο ήταν πραγματικά επουσιώδης και σίγουρα, όχι σε βαθμό που να ανατρέπει το ειλικρινές των αναφορών της.
Το γεγονός ότι στην ζώσα μαρτυρία της είπε ότι, «είδε κάποιον να περνά» αποδίδοντας τον απεγκλωβισμό της από τον κατηγορούμενο στο πιο πάνω δεδομένο, δεν μπορεί να κριθεί ως ερχόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη θέση που έδωσε στην αστυνομία λέγοντας: «δεν ξέρω αν ήρθε κάποιος ή αν κάποιος γείτονας φώναξε», μήτε μπορεί να αχθεί, ως εισηγείται η υπεράσπιση σε μια τόσο βαρυσήμαντη αντίφαση που να καταστρατηγεί την όλη αξιοπιστία της. Οι επουσιώδεις αυτές διαφοροποιήσεις είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δευτερεύουσας σημασίας και δεν επηρεάζει ένα από τα βασικά ερωτήματα που το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει στην παρούσα υπόθεση, ήτο το κατά πόσο η παραπονούμενη πράγματι δέχτηκε επίθεση από τον κατηγορούμενο από την οποία προκλήθηκαν οι σωματικές βλάβες που καταγράφονται στην ιατρική έκθεση της ΜΚ4- Τεκμήριο 2 ως ευρήματα.
(Β) Για τον πόνο που αισθάνθηκε στο κεφάλι, τη ζαλάδα που επήλθε από τα κτυπήματα αυτού στον τοίχο και τον πόνο στον αυχένα εξέφρασε σχετικό παράπονο στην ΜΚ4, ιατρό. Η ΜΚ4 στη μαρτυρία της ανέφερε ότι η ίδια είχε ζητήσει από την παραπονούμενη να της πει τι συμβαίνει και που πονά, συμπληρώνοντας τις αναφορές της ΜΚ1 επί του ιατρικού πιστοποιητικού. Ποτέ δεν τέθηκε εν πάση περιπτώσει στην ιατρό ότι τα όσα υποκειμενικά αισθανόταν η παραπονούμενη δεν μπορούσαν να ήταν απότοκο της επίθεσης. Αντίθετα, η ΜΚ4 ανέφερε ότι τα πιο πάνω μπορεί να προκληθούν και από επίθεση. Το γεγονός ότι η γιατρός δεν μπορούσε εξ’ αντικειμένου να γνωρίζει πώς προκλήθηκαν τα τραύματα, δεν αναιρεί το υπαρκτό αυτών, μήτε και τις αναφορές της ΜΚ1, τις οποίες το Δικαστήριο εξέτασε και αξιολόγησε. Τα όσα είχε εν πάση περιπτώσει αναφέρει η ΜΚ1 ως υποκειμενικά δεδομένα ανταποκρίνονται πλήρως με τις αναφορές της ως προς το πού την είχε αγγίξει ο κατηγορούμενος, όταν την κτυπούσε. Παράλληλα, τα ευρήματα της γιατρού, βρίσκονται σε αρμονία με τα όσα υποκειμενικά ανέφερε, ως σημεία πόνου η ΜΚ1. Η γιατρός διαπίστωσε πόνο στη ψηλάφηση της αυχενικής μοίρας αλλά και στο δεξί ημιθωράκιο, ενώ πολλές ήταν οι εκδορές που εντοπίστηκαν στα πόδια και δεξί χέρι της ΜΚ1.
(Γ) Μήτε με την εισήγηση της υπεράσπισης περί υπεκφυγών σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμόν άσεμνη επίθεση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο έχει εντοπίσει το Δικαστήριο. Η ΜΚ1 αναφέρει στην κατάθεση της:
«Στη συνέχεια, ενώ ακόμα με κρατούσε από τα μαλλιά, κόλλησε το σώμα του στο δικό μου. Εννοώ το μπροστινό μέρος του σώματος του, στο μπροστινό του δικού μου. Εγώ πονούσα πάρα πολύ το κεφάλι μου από τα κτυπήματα. Ένιωσα ότι ο πατέρας μου, έτριβε το πέος του στο μουννί μου. Παρά τον πόνο που είχα, ένιωσα πάρα πολύ άβολα. Ίσως τούτο να με πείραξε περισσότερο από όλα τα άλλα. Ήμασταν ντυμένοι και οι δύο».
Την αμφιθυμία που αισθανόταν σε σχέση με το κατά πόσον το συγκεκριμένο ζήτημα όφειλε να αναφέρει στην αστυνομία εξήγησε, λέγοντας μάλιστα ότι πριν μεταβεί στο σταθμό ρώτησε την ΜΚ7 κατά πόσον ήταν ντροπή να αναφέρει τα πιο πάνω στην αστυνομία, με την τελευταία να την ενθαρρύνει σχετικά. Επιβεβαίωση των ως άνω αναφορών της παραπονούμενης επί του προκείμενου ήρθε δια στόματος της ΜΚ7[9].
Διατείνεται ο συνήγορος υπεράσπισης ότι η εικόνα που περιγράφει η ΜΚ1 δεν μπορεί να σταθεί στη λογική, διερωτώμενος πώς μπορεί να ήρθαν σε επαφή τα κορμιά των παραγόντων, αλλά όχι το πρόσωπο τους, ως οι αναφορές της παραπονούμενης. Και σε αυτό η ΜΚ1 ήταν σαφής. Η ΜΚ1 επέδειξε στο Δικαστήριο την κίνηση του κατηγορούμενου, σπρώχνοντας προς τα εμπρός (και πίσω), μονάχα τη λεκάνη της, αγγίζοντας την στα σημεία που αναφέρει, χωρίς τα πρόσωπα των να εφάπτονται. Τη θέση της υπεράσπισης ότι αυτό ήταν πρακτικώς αδύνατο ένεκα της «κοιλιάς» που διατηρεί ο κατηγορούμενος, η μάρτυρας απέρριψε, λέγοντας μάλιστα ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το περιέγραψε στο Δικαστήριο, το έδειξε και στην αστυνομικό.
(Δ) Αποτέλεσε θέση του κ. Τζιάζα ότι, η μάρτυρας ψεύδεται σε ότι αφορά την κατ΄ισχυρισμόν επίθεση Φεβρουαρίου 2022 και αυτό επειδή η τσιμεντένια περίφραξη στην οποία κάνει αναφορά, είναι χαμηλότερη από το σημείο της πλάτης της, παραπέμποντας στην 5η φωτογραφία του Τεκμηρίου 11. Αν αυτό ήταν αλήθεια, συνέχισε ο συνήγορος, τότε ένεκα του ύψους της περίφραξης και του σπρωξίματος που κατ’ ισχυρισμόν δέχθηκε, θα έπεφτε πίσω από τον τοίχο που να απέληγε σε πτώση της πίσω από τον τοίχο.
Ο συνήγορος καλεί το Δικαστήριο μέσω των παραγράφων 41 και 42 της αγόρευσης του όπως κρίνει αναληθή την μαρτυρία επί του προκείμενου, παίρνοντας ως δεδομένο, ότι η τσιμεντένια περίφραξη στην οποία έγινε αναφορά είναι αυτή που διαφαίνεται στην 5η φωτογραφία του Τεκμηρίου 11. Για να μπορέσει όμως αυτό να ληφθεί ως δεδομένο, όφειλε να είχε υποβληθεί στην μάρτυρα ότι: (α) ο τοίχος στον οποίο αναφέρεται είναι ο συγκεκριμένος, (β) ότι εκείνο ήταν το σημείο όπου εκτυλίχθηκε η επίθεση και (γ) να της υποδεικνύετο και η σχετική φωτογραφία για να απαντήσει. Καμία ερώτηση δεν τέθηκε ούτε ως προς το χώρο από τον οποίο φέρεται να ξεκίνησε το περιστατικό, μήτε και πού, ενδεχομένως αυτό κατέληξε, ενώ ουδείς λόγος έγινε αναφορικά με τη φερόμενη απόσταση μεταξύ των μερών σε συνάρτηση με το φερόμενο σπρώξιμο και τη δυναμική αυτού, που να απέληγε σε πτώση της πίσω από τον τοίχο.
Επίθεση υπενθυμίζεται σύμφωνα με τη νομολογία, ενδέχεται να λάβει χώρα οποτεδήποτε δημιουργείται σε πρόσωπο η ειλικρινής πεποίθηση ότι κινδυνεύει ένεκα της βίας που μπορεί να ασκηθεί στο πρόσωπο του. Συνεπώς, το κατά πόσον η μάρτυρας κτύπησε τελικώς με την πλάτη στη τσιμεντένια περίφραξη ως αποτέλεσμα της επίθεσης που δέχθηκε (σπρώξιμο και χαστούκι), ουδόλως επηρεάζει την ουσία των ισχυρισμών της, αν και η αναφορά της βέβαια οφείλει να συνυπολογιστεί με τη λοιπή, ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία. Με δεδομένο λοιπόν το αδιευκρίνιστο του χώρου στον οποίο έλαβε χώρα η επίθεση (η μάρτυρας αναφέρει ότι περίμενε τον πατέρα της στην αυλή), είναι αδιανόητο για την υπεράσπιση να καλεί το Δικαστήριο να προβεί σε υποθέσεις και μετά σε συμπεράσματα, επί μαρτυρίας η οποία δεν είναι ενώπιον του. Με δεδομένη δε την καλά παγιωμένη νομολογιακή αρχή ότι: «Η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νουν στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως» (βλ.Pal Tekinder κ.α ν Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ.551), η πιο πάνω, χωρίς υπόβαθρο, εισήγηση του συνηγόρου δεν μπορεί παρά να απορριφθεί. Η ειλικρίνεια της ΜΚ1 εντοπίζεται και από την αυτόβουλη αναφορά της, (την οποία δεν είχε αναφέρει στην αστυνομία), ότι και η ίδια χαστούκισε τον κατηγορούμενο, ανταποδίδοντας το κτύπημα που δέχθηκε, γεγονός το οποίο δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει το ειλικρινές και αυθόρμητο της μαρτυρίας της.
(Ε) Ως προς την αδήριτη ανάγκη της μάρτυρος να κάνει λόγο σε γεγονότα που δεν αφορούν τα επίδικα, αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω αναφορές δεν έγιναν μήτε για σκοπούς εντυπωσιασμού, μήτε πρόκλησης εντυπώσεων στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, αφού η ανάγκη της ήταν διάχυτη, με μοναδικό σκοπό να ρίξει φως και να εξηγήσει γιατί αποφάσισε στην ηλικία των 51 ετών να καταγγείλει τον πατέρα της. Τη θέση ότι εκφράστηκε ανθρώπινα στην αστυνομία, στα πλαίσια συζήτησης που είχε με τον ΜΚ5, κάνοντας λόγο και σε ορισμένα εκ των περιστατικών που ανέφερε στο Δικαστήριο, αποδέχομαι ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια, θέση η οποία επιβεβαιώθηκε από τον ΜΚ5 ο οποίος επίσης έκανε λόγο για συζητήσεις που είχε με την παραπονούμενη. Χαρακτηριστική ήταν η αναφορά της μάρτυρος ως προς το πώς η ίδια αισθάνθηκε στον αστυνομικό σταθμό, ενθυμούμενη ότι ο ΜΚ5 από την υπεράσπιση: «έκαμε μου τζαι φραπέ έβαλε μου και πόσα κουτάκια ζάχαρη τζαι ειπε μου να μου φέρει τζαι σοκολάτες τζαι συγκινήθηκε τζαι είπα του είσαι ο πρώτος που τα είπα τζαι ήταν και η αστυνομικίνα και άκουσε τα». Τίποτα από τα πιο πάνω όμως δεν τέθηκαν στον ΜΚ5, ο οποίος ήταν το μοναδικό πρόσωπο με το οποίο μίλησε η ΜΚ1 εκτενώς, εκτός του πλαισίου της κατάθεσης της.
(Ζ) Επίρρωση του αξιόπιστου των αναφορών της, είτε επί των επιμέρους ζητημάτων (ρολόι, επιστροφή βιδών, άνοιγμα καταστήματος από ΜΚ6, προσπάθεια ανάκτησης των βιδών, επιστολή τραπέζης, κακές σχέσεις μεταξύ των παραγόντων), είτε επί ουσιαστικών πτυχών της υπόθεσης (επίδικες επιθέσεις), προκύπτει και από όλη τη λοιπή ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, περιλαμβανομένης αυτής των μαρτύρων υπεράσπισης. Τα πιο κάτω φρονώ, όχι μόνο δεν αφαιρούν αλλά προσθέτουν στην όλη αξιοπιστία της ΜΚ1. Και εξηγώ:
· Την επίθεση που δέχθηκε τον Φεβρουάριο του 2022, κοινώνησε άμεσα στον γιο της Αντώνη αλλά και στην ΜΚ7, γεγονός που αμφότεροι επιβεβαίωσαν δια της μαρτυρίας των.
· Σε σχέση με το περιστατικό που έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2022, οι θέσεις της μάρτυρος ότι: (α) αυτό έλαβε περί τις 22:15, (β) ότι δέχθηκε επίθεση κατά τον τρόπο που περιέγραψε, (γ) ότι ήταν αναστατωμένη, (δ) ότι αναγκάστηκε να μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό και (ε) ακολούθως στο Τμήμα των Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, επιβεβαιώνονται από τις αναφορές των ΜΚ4, ΜΚ5, ΜΚ6 και ΜΚ7 τους οποίους η παραπονούμενη συνάντησε (ΜΚ4, ΜΚ5 και ΜΚ6) και επικοινώνησε (ΜΚ7). Η άθλια ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν επιβεβαιώθηκε από την ανεξάρτητη μαρτυρία των ΜΚ4 και ΜΚ5. Η ΜΚ7 ανέφερε ότι, από τον τρόπο που μιλούσε η Μαρία, «νόμιζε ότι κάποιος πέθανε», ενώ η ΜΚ4 πολλάκις ανέφερε ότι «της έκανε εντύπωση το κλάμα της παραπονούμενης, έκλαιγε σαν μικρό κοριτσάκι». Τα παράπονα της ως προς πού πονούσε, τα οποία έχουν δεόντως καταγραφεί επί του ιατρικού πιστοποιητικού, συμβαδίζουν πλήρως με την περιγραφή της σε ότι αφορά την εξέλιξη του επεισοδίου.
· Όχι μόνο οι ΜΚ6 και ΜΚ7 αλλά και όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης, περιλαμβανομένου και του κατηγορούμενου, επιβεβαίωσαν τις κακές οικογενειακές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ κατηγορούμενου - παραπονούμενης. Κατηγορούμενος, ΜΥ1 και ΜΥ2 ανέφεραν ότι τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν η ΜΚ1 έλαβε διαζύγιο. Όλοι ανεξαιρέτως έκαναν λόγο στην αυστηρότητα του κατηγορούμενου, ειδικότερα όταν η Μαρία σύναψε, σε νεαρή ηλικία, ερωτικό δεσμό. Ο ΜΥ1 έκανε λόγο για αποστασιοποίηση από τον πατέρα του, αφήνοντας δύο χρόνια να διαρρεύσουν χωρίς καμία επαφή, ένεκα της καταπιεστικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου στο πρόσωπο της αδελφής του. Ακόμη και ο ίδιος προσπάθησε να την υπερασπιστεί, ζητώντας το λόγο, όπως και ο ΜΚ6 από τον κατηγορούμενο ως προς τον ασφυκτικό έλεγχο που της ασκούσε.
· Επιπλέον, ο ίδιος ο κατηγορούμενος επιβεβαίωσε δια της μαρτυρίας του: (α) την κακή σχέση που υπάρχει μεταξύ ιδίου και ΜΚ1 (β) την παραλαβή τραπεζικής επιστολής το 2019, (γ) το περιεχόμενο της, (δ) ότι η παραπονούμενη ζητούσε εξηγήσεις για τα όσα εκεί αποτυπώνονταν, (ε) ότι ο ΜΚ6 του παρέδωσε ένα ρολόι για επιδιόρθωση το 2018, (ζ) ότι ο ίδιος ζητούσε την επιστροφή του μηχανήματος σε αντάλλαγμα για τις βίδες του ρολογιού, (η) ότι ο ΜΚ6 άνοιξε το κατάστημα του το 2015 και ο ΜΥ2 το 2017 (βλ. επίσης μαρτυρία ΜΥ1 επί του προκείμενου), (θ) ότι ο ΜΚ6 επέμενε για μεγάλη περίοδο χρόνου στην ανάκτηση των εξαρτημάτων που έλειπαν από το ρολόι και (ι) ότι ήταν παρών σε αμφότερα επεισόδια Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2022.
(Η) Δεν διέλαθε της προσοχής μου η εισήγηση της υπεράσπισης ότι, η ΜΚ1 καταχρηστικά ή εκδικητικά κατήγγειλε τον κατηγορούμενο, επειδή (α) η επιχείρηση του αδελφού της ενδεχομένως να έπληττε τα επιχειρηματικά συμφέροντα του γιου της ή (β) επειδή μισά τον κατηγορούμενο που βοήθησε τον γιο του αντί τον εγγονό του. Ως προς τα πιο πάνω οφείλω να σημειώσω ότι η μάρτυρας μέσω των απαντήσεών της, οι οποίες ήταν άμεσες, απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς παραμένοντας σταθερή στις θέσεις της.
Κρίνονται σκόπιμο όπως εδώ παρεισφρήσουν και τα ακόλουθα. Σύμφωνα με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, το άνοιγμα της επιχείρησης του ΜΚ6 έλαβε χώρα το 2015, ενώ του ΜΥ2 το 2017. Αμφότεροι χρόνοι δεν μπορούν παρά να χαρακτηρισθούν ως ιδιαίτερα απομακρυσμένοι σε σχέση με το έτος 2022, όπου έλαβαν χώρα, τα κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα. Αν κίνητρο της ΜΚ1 ήταν όντως αυτό που η υπεράσπιση της αποδίδει, τότε σίγουρα δεν θα ανέμενε μέχρι το 2022 να κατηγορήσει τον κατηγορούμενο όχι για ένα, αλλά για δύο περιστατικά σωματικής βίας στο πρόσωπο της εντός του ίδιου έτους. Αν από την άλλη μισούσε τον πατέρα της, ζητώντας εκδίκηση για το γεγονός ότι αυτός βοήθησε τον γιο του, δεν νοείται να ανέμενε τόσα χρόνια (από το 2019- μέχρι το 2022) για να καταγγείλει τα επίδικα περιστατικά, αφού σύμφωνα πάντα με την μαρτυρία της υπεράσπισης (ΜΥ1) ο κατηγορούμενος τον βοήθησε λειτουργώντας την επιχείρηση εκ μέρους του, όταν ο τελευταίος εγχειρίστηκε το 2019. Συνεπώς η εν λόγω εισήγηση δεν έχει έρεισμα στη λογική και απορρίπτεται.
Δεν μπορεί επίσης παρά να διερωτάται κανείς πώς ακριβώς θα επιτυγχάνετο η φερόμενη λήψη εκδίκησης στο πρόσωπο του ΜΥ1, μέσω υποβολής καταγγελίας στο πρόσωπο του κατηγορούμενου. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για καταστρατήγηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ΜΥ1 ως απότοκο της επίμαχης καταγγελίας αφού πρώτον, καμία τέτοια αναφορά δεν έγινε από τον ΜΥ1, καμία μαρτυρία δεν εισήχθη προς αυτή την κατεύθυνση (ήτοι ότι η επιχείρηση επηρεάστηκε από τη σύλληψη του κατηγορούμενου), ενώ δεν μπορεί παρά να τύχει μνείας το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν αποτελεί ενεργό μέλος της επιχείρησης του ΜΥ1 όντας συνταξιούχος εδώ και χρόνια. Δεν μπορεί παρά να καταγραφεί και ο εξής προβληματισμός. Αν ελατήριο και κίνητρο για την καταγγελία ήταν, ως εισηγείται η υπεράσπιση, η «προδοσία» που αισθάνθηκε ο ΜΚ6 από τη λειτουργία του ρολογάδικου από τον κατηγορούμενο εκ μέρους του ΜΥ1, προς τί η δημιουργία μιας επίπλαστης ιστορίας από την ΜΚ1 (και όχι από τον ΜΚ6), και παράθεσης της (με γλαφυρότητα), ενώπιον Δικαστηρίου που αφορούν σε άσκηση βίας (πέραν της μίας φοράς) στο πρόσωπο της σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της «προδοσίας» (2019); Και αν η ΜΚ1 ήταν διατεθειμένη να παρουσιάσει μια επίπλαστη ιστορία εν πάση περιπτώσει, επειδή «είναι άρρωστη», γιατί δεν έστρεψε τα πυρά της εναντίον του ΜΥ1 από τις πράξεις του οποίου ως παραδέχθηκε, ήταν εν πάση περιπτώσει απογοητευμένη; Κανένα αλλότριο κίνητρο δυνάμει των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω δεν εντόπισε το Δικαστήριο, με την εισήγηση της υπεράσπισης να απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία της ΜΚ1 ως αξιόπιστη και ειλικρινή. Επί αυτής μπορεί να βασιστεί για την εξαγωγή στέρεων συμπερασμάτων και συνακόλουθα ευρημάτων.
Ενισχυτική Μαρτυρία
Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι τα αδικήματα των κατηγοριών 1 και 5 εδράζονται στον Ν.119(Ι)/2000, ο οποίος επιβάλλει στο άρθρο 16 την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε σχέση με τη μαρτυρία του θύματος στις περιπτώσεις όπου τέτοια μαρτυρία μπορούσε να εξασφαλιστεί και παρουσιαστεί.
Στην Α.G. v. Αστυνομία, Ποινική Έφεση 119/2020, ημερ. 16.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B147 λέχθηκε ότι, ένεκα της «επαυξημένης αυστηρότητας» («aggravated»), των αδικημάτων, ως αυτή προκύπτει από τη συνδυαστική εφαρμογή των προνοιών του Νόμου (άρθρα 2 και 4) αποφασίστηκε ότι οφείλουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 16. Κρίθηκε ότι, στις περιπτώσεις των πιο πάνω αδικημάτων του Νόμου, το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο με μόνη τη μαρτυρία της παραπονούμενης, νοουμένου ότι έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να εξασφαλιστεί ενισχυτική μαρτυρία. Και βέβαια, εάν έτσι κρίνει να αποφασίσει κατά πόσο θα προχωρήσει στην καταδίκη με μόνη τη μαρτυρία της, προειδοποιώντας εαυτόν καταλλήλως.
Η κατηγορούσα αρχή έχει, στην προκείμενη εκπληρώσει την υποχρέωση που της επιβάλλεται δια των προνοιών του άρθρου 16 του Νόμου. Υπενθυμίζεται ότι ενισχυτική μαρτυρία είναι η μαρτυρία η οποία αποβλέπει στο να ενισχύσει αλλά και να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος.
Η στοιχειοθέτηση ενός άμεσου παραπόνου και δη οι λεπτομέρειες του, συνιστούν, στη βάση των προνοιών του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 μια τέτοια ενίσχυση[10]. Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι να καταδεχθεί ότι το παράπονο έγινε (i) ευθύς αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος, (ii) προς το πρώτο πρόσωπο προς το οποίο μίλησε το φερόμενο θύμα ή προς το πρόσωπο το οποίο κρίνεται πως ήταν φυσικό να προβεί σε παράπονο και (iii) ότι ήταν αυθόρμητο (βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ.618).
Σε αμφότερες περιπτώσεις Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2022 η ΜΚ1 παραπονέθηκε ευθύς αμέσως μετά τη διάπραξη των αδικημάτων αντίστοιχα, στον ΜΚ6 (Φεβρουάριος 2022) και στην ΜΚ7 (Ιούλιος 2022). Ένεκα της σχέσης που διατηρούν κρίνεται ότι ήταν φυσικό να εκφράσει το παράπονο της σε αυτά τα πρόσωπα, το οποίο ήταν, αναμφίβολα, σε έκαστη περίπτωση, αυθόρμητο. Οι περιγραφές που έδωσε σε αμφότερους μάρτυρες κατηγορίας, σε σχέση με τα γεγονότα που οδήγησαν στα περιστατικά, το πώς αμφότερα επεισόδια εκτυλίχθηκαν, πώς κινήθηκε ο κατηγορούμενος έναντι της, τί βλάβες υπέστη, και πώς αυτά ολοκληρώθηκαν, ταυτίζονται με όσα ανέφερε στην κατάθεση της. Η ΜΚ7 έκανε λόγο και στα όσα η ΜΚ1 της ανέφερε σε σχέση με την άσεμνη επίθεση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, αναφέροντας χαρακτηριστικά τόσο στην κατάθεση αλλά και κατά τη ζώσα μαρτυρία της τα ακόλουθα: «Μου είπε ότι αυτό που της έμεινε στο μυαλό, είναι ότι την ώρα που τη χτυπούσε ο πατέρας της, ένιωθε τα γενννητικά του όργανα να τρίβονται πάνω της και αντί να σκέφτεται ότι την κτυπούσε, σκεφτόταν τί κάνει ο πατέρας της. (…) Με ρώτησε αν πρέπει να αναφέρει στην αστυνομία την πράξη του πατέρα της με τα γεννητικά του όργανα και της απάντησα ότι φυσικά και πρέπει να το αναφέρει».
Σε ό,τι αφορά το περιστατικό Ιουλίου 2022, ενίσχυση των αναφορών της προκύπτει και από τη μαρτυρία του ΜΚ2[11] ο οποίος ήταν το πρώτο άτομο που συνάντησε την παραπονούμενη το βράδυ της 9ης Ιουλίου 2022 όταν προσήλθε στα γραφεία του σταθμού καταγγέλλοντας ότι μόλις είχε δεχθεί επίθεση από τον κατηγορούμενο. Η ΜΚ1 σύμφωνα με την ανεξάρτητη μαρτυρία του ΜΚ2, ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ζητώντας βοήθεια, κατονομάζοντας τον κατηγορούμενο ως το φερόμενο δράστη. Η άτακτη μετάβαση της παραπονούμενης στην αστυνομία με τη λήξη του περιστατικού, δεν αμφισβητήθηκε, μήτε και η παράδοση σε αυτήν σχετικού εντύπου για ιατρική εξέταση.
2. Α. Φ. - ΜΚ6
Το Δικαστήριο με δεδομένη τη σχέση μεταξύ των δύο μερών, προσέγγισε την εν λόγω μαρτυρία με προσοχή, και προς τούτο έχει αυτοπροειδοποιηθεί, έχοντας ως γνώμονα το γεγονός ότι αυτή να ήταν ενδεχομένως εμποτισμένη από άλλα κίνητρα, όπως την υποβοήθηση της παραπονούμενης στην παρουσίαση της εκδοχής της σε σχέση με τα γεγονότα (βλ.Κλεόβουλος Κουσουλίδης ν Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 10/2018, ημερ. 9.11.18). Όσο μεγαλύτερο το συμφέρον του μάρτυρα, τόσο μεγαλύτερη προσοχή απαιτείται (βλ.Papachrysostomou v The Police (1988) 2 C.L.R. 55, Λαζάρου ν Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ.633). Με την πιο πάνω σημαντική επισήμανση το Δικαστήριο αποδέχεται εξ’ ολοκλήρου τη μαρτυρία του ΜΚ6, χωρίς κανένα ενδοιασμό ως προς τη φιλαλήθεια του. Ο λόγος του ήταν αυθόρμητος, πηγαίος, ενώ οι απαντήσεις του δίδονταν χωρίς καμία υστεροβουλία ή δισταγμό. Η μαρτυρία του ήταν ανεπιτήδευτη, με τον μάρτυρα να μεταφέρει γλαφυρά στο Δικαστήριο τα δικά του βιώματα σε ότι αφορά τις σχέσεις μεταξύ κατηγορούμενου - παραπονούμενης, χωρίς ίχνος υποκίνησης ή καθοδήγησης από την ΜΚ1, ως ανεπιτυχώς προσπάθησε η υπεράσπιση να προωθήσει. Η ειλικρίνεια του εντοπίζεται περιπλέον από το γεγονός ότι παραδέχθηκε χωρίς δισταγμό ότι πλείστες εκ των αναφορών του σε σχέση με τα βιώματα της μητέρας του κατά τη νεαρή της ηλικία αποτέλεσαν δεδομένα τα οποία του μεταφέρθηκαν από τρίτα πρόσωπα και για τα οποία δεν είχε ιδίαν γνώση, χωρίς να διστάζει να αναφέρει στιγμές όπου ο κατηγορούμενος, ακόμη και μετά το 2017, (χρονολογία κατά την οποία ο μάρτυρας μετακόμισε), εξύβριζε την παραπονούμενη στην παρουσία του. Ο μάρτυρας έκανε αναφορά σε βωμολοχίες, το περιεχόμενο των οποίων ταυτίζεται, με τις αναφορές της παραπονούμενης. Οι θέσεις του μάρτυρα σε ότι αφορά το ρολόι αλλά και τους όρους επιστροφής του, έτυχαν επίρρωσης από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Περιπλέον, οι θέσεις που προωθεί η υπεράσπιση περί ανυπόστατων και ψευδών ισχυρισμών εκ μέρους του μάρτυρα ότι, το ρολόι είχε στην κατοχή του για σειρά ετών, εκ μέρους πελάτη του που έλειπε στο εξωτερικό, δεν υποβλήθηκαν ποτέ στον μάρτυρα και συνεπώς ως επιχείρημα που προβάλλεται μονομερώς και χωρίς υπόβαθρο, απορρίπτεται. Καταγράφονται και τα εξής για σκοπούς πληρότητας.
H θέση της υπεράσπισης ότι το κατασκευασμένο των θέσεων του μάρτυρα εντοπίζεται από το ότι έσπευσε να διορθώσει ενώπιον Δικαστηρίου την αναφορά του περί αναζήτησης των βιδών που ήθελε, μέσω της ΜΚ1 τον «Φεβρουάριο του 2019», (αντί το 2022), δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται. Με πάσα φυσικότητα ο μάρτυρας αντιληφθείς το λάθος, διευκρίνισε αυτό, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ζώσας μαρτυρίας του, χωρίς να υπάρχει ή να εντοπίζεται οτιδήποτε το μεμπτό, είτε σε σχέση με το χρόνο αντίδρασης του στη διαπίστωση του λάθους, είτε στην όλη του στάση. Εισηγείται περιπλέον ο κ. Τζιάζας ότι η εν λόγω διόρθωση έγινε εσκεμμένα, και σε προηγούμενη συνεννόηση με την κατηγορούσα αρχή, με απώτερο σκοπό το ταίριασμα των χρονολογιών συμφώνως των αναφορών της μητέρας του. Η θέση αυτή επίσης απορρίπτεται και αυτό γιατί κρίνοντας συνολικά και όχι αποσπασματικά τη μαρτυρία του ΜΚ6, αυτός ήταν σαφής στις απαντήσεις του, λέγοντας ότι μετά που άνοιξε το κατάστημα του, έδωσε περί το 2018 ένα ακριβό ρολόι στον κατηγορούμενο για επιδιόρθωση. Αυτό επιστράφηκε πίσω κοντά του ένα χρόνο αργότερα, 2019, όταν ξεκίνησε να ζητά επίμονα τα όσα υπολείπονταν του ρολογιού, ζητώντας τελικώς τη βοήθεια της μητέρας του το 2022. Οι πιο πάνω δε αναφορές του Αντώνη, επιβεβαιώθηκαν μέσω της μαρτυρίας του ίδιου του κατηγορούμενου, γεγονός που προσδίδει (περαιτέρω) αξιοπιστία στα δεδομένα που παρουσίασε ο ΜΚ6. Αποτελεί κοινό τόπο, ως δεδομένο που αναδύθηκε μέσα από τη μαρτυρία ότι (και) αυτό το περιστατικό συνέτεινε στη διατήρηση του τεταμένου των μεταξύ των μερών σχέσεων, δημιουργώντας αλυσιδωτές επιπτώσεις τόσο σε διαπροσωπικό επίπεδο αλλά και στον ευρύτερο οικογενειακό ιστό. Το Δικαστήριο αποδέχεται ότι: (α) ότι ο μάρτυρας ζήτησε από την μητέρα του το Φεβρουάριο του 2022 να μεσολαβήσει με τον κατηγορούμενο για την επιστροφή των βιδών, (β) ότι η ΜΚ1 του τηλεφώνησε με το πέρας της συζήτησης λέγοντας του ότι δέχθηκε επίθεση από τον κατηγορούμενου, (γ) ότι τα ξημερώματα της 10.7.22 έλαβε τηλεφώνημα από την ΜΚ7 η οποία τον ενημέρωσε για την κατάσταση της μητέρας του, (δ) ότι ο ίδιος μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας περί τις 02:00 το ξημερώματα (10.7.22) (ε) για να συναντήσει την μητέρα του η οποία ανέμενε να εξεταστεί και η οποία βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
3. Κ. Μ. - ΜΚ7
Το Δικαστήριο κρίνει την μαρτυρία της ΜΚ7 ως γνήσια, πηγαία και αληθή, το περιεχόμενο της οποίας γίνεται αποδεκτό. Η μαρτυρία της ουδόλως κλονίστηκε από την αντεξέταση που δέχθηκε, με τη μαρτυρία να προσεγγίζεται με φειδώ από το Δικαστήριο ένεκα της σχέσης της με την παραπονούμενη. Τα πυρά της αντεξέτασης περί αλλότριων κινήτρων αντέκρουσε, παραμένοντας σταθερή στις θέσεις της τόσο επί ουσιωδών (γεγονότα σε σχέση με τις κατηγορίες 1-3 και 5), όσο και επουσιωδών σημείων (το κακό των σχέσεων, τα όσα έγιναν με την τράπεζα, το άνοιγμα της επιχείρησης του ΜΚ6 και το ρολόι), με τις θέσεις που ανέπτυξε να τυγχάνουν επίρρωσης μέσω της μαρτυρίας της ΜΚ1, του ΜΚ6 αλλά και του κατηγορούμενου. Επιβεβαίωσε, ότι για όσα έλαβαν χώρα τον Φεβρουάριο του 2022, ενημερώθηκε από τον Α. και την ΜΚ1 εντός των ημερών. Η μάρτυρας ποτέ δεν ανέφερε, ως εισηγείται η υπεράσπιση, ότι συνόδευσε την ΜΚ1 στον σταθμό για κατάθεση. Αντίθετα, ανακρινόμενη από τις αρχές ανέφερε ότι την 10.7.22, ήτοι την επομένη του περιστατικού, μίλησε τηλεφωνικά με την ΜΚ1 η οποία της ανέφερε ότι ήταν καθ’ οδόν προς τον σταθμό για να καταγγείλει τα όσα έλαβαν χώρα το προηγούμενο βράδυ, προσθέτοντας κατά τη ζώσα μαρτυρία της ότι μπορεί και να συναντήθηκαν στο σταθμό, αφού και η ίδια μετέβη εκείνη την ημέρα για κατάθεση. Ιδώμενα πάντοτε τα πιο πάνω, μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε από αμφότερες πλευρές, δεν υπάρχει αμφιβολία για το αξιόπιστο της μαρτυρίας της ΜΚ7.
4. Ιατρική Μαρτυρία – ΜΚ4
Ως ειλικρινή και αξιόπιστη κρίνεται η μαρτυρία της Ιατρού (ΜΚ4) που εξέτασε την παραπονούμενη. Υπενθυμίζεται η ευθυγραμμισμένη νομολογιακή προσέγγιση ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, γίνεται δυνάμει των ίδιων αρχών βάση των οποίων κρίνονται οι μαρτυρίες κοινών μαρτύρων (βλ. Κώστας Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113). Σύμφωνα με τη νομολογία, εμπειρογνώμονας που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο έχει την υποχρέωση όπως εφοδιάσει αυτό δια της μαρτυρίας του με τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια τα οποία, το Δικαστήριο αφού ακούσει και λάβει υπόψιν του, χρησιμοποιήσει κατά τρόπον που να του επιτρέπουν όπως σχηματίσει τη δική του, ανεξάρτητη κρίση ως προς την ορθότητα των συμπερασμάτων του. Καλείται επίσης όπως εφαρμόσει τα κριτήρια που παρουσιάστηκαν, στα γεγονότα και δεδομένα που παρουσιάστηκαν και απαρτίζουν την ενώπιον του υπόθεση. Η ιδιότητα, τα προσόντα αλλά και η εμπειρογνωμοσύνη της ΜΚ4 ουδόλως έτυχαν αμφισβήτησης. Η ΜΚ4 ήταν το πρόσωπο που εξέτασε την παραπονούμενη, συμπληρώνοντας επί του σχετικού ιατρικού εντύπου τα ευρήματα της σε σχέση με την κλινική εικόνα που αυτή παρουσίαζε. Η ΜΚ4 ανέφερε ότι η ΜΚ1 παραπονείτο για πόνους στον αυχένα, στο κεφάλι, στο δεξιό ημιθωράκιο, για ζαλάδα, πονοκέφαλο και τάση για εμετό. Τα ευρήματα της ιατρού περί ευαισθησίας κατά τη ψηλάφηση των περιοχών που η μάρτυρας ανέφερε, (πλάτη - αυχένας) και ο εντοπισμός μυϊκού σπασμού στις εν λόγω περιοχές, σε συνδυασμό με τον εντοπισμό εκδορών στα χέρια και στα γόνατα, γίνονται αποδεκτά.
5. Μάρτυρες που σχετίζονται με τη διερεύνηση/λήψη καταθέσεων
Η Αστ.3497 (ΜΚ3), αποτέλεσε την εξεταστή της υπόθεσης. Η μαρτυρία της σε σχέση με το ανακριτικό έργο που διενεργήθηκε παρέμεινε χωρίς καμία αμφισβήτηση. Την μαρτυρία της αποδέχομαι στην ολότητα της σε σχέση με τις πράξεις και ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια των καθηκόντων της.
Ο Αστ.197 (ΜΚ5), αποτέλεσε τον αστυνομικό που βρισκόταν παρών στο χώρο λήψης κατάθεσης της ΜΚ1 στο Κλιμάκιο Βίας στην Οικογένεια, συνομιλώντας μαζί της για να την ηρεμήσει με σκοπό την καταγραφή του παραπόνου της. Ακολούθως, ως μέρος των καθηκόντων του, συνέλαβε και ανέκρινε τον κατηγορούμενο. Τα όσα έπραξε ως μέρος των ενεργειών του στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας αποδέχομαι ως την αλήθεια, με τη μαρτυρία του να κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με την μαρτυρία της ΜΚ2, ως προς το την διάθεση και ψυχολογία της ΜΚ1 κατά την μετάβαση της στο Κλιμάκιο. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.
Ομοίως με τους ΜΚ3 και ΜΚ5, η μαρτυρία του ΜΚ2 κρίνεται ως αξιόπιστη και ειλικρινής, με το Δικαστήριο να κρίνει ότι επί αυτής μπορεί να βασιστεί για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Δυνάμει της καθ’ όλα αξιόπιστης μαρτυρίας του, η παραπονούμενη την 9.7.22 και ώρα 22:40 μετέβη στον αστυνομικό σταθμό Λακατάμειας, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, αναζητώντας βοήθεια, κάνοντας παραστάσεις ως προς την επίθεση που μόλις είχε δεχθεί από τον κατηγορούμενο.
Αξιολόγηση της Μαρτυρίας της Υπεράσπισης
1.Κατηγορούμενος
Σε αντίθεση με την θετική εντύπωση που άφησαν στο Δικαστήριο οι μάρτυρες κατηγορίας, οι θέσεις του κατηγορούμενου, δεν έπεισαν. Κατά τη μαρτυρία του και ιδιαίτερα κατά την αντεξέταση του απαντούσε με γενικότητες και αοριστίες αποφεύγοντας να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις σε ουσιώδεις και καίρια ερωτήματα σε σχέση με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Δεν μπορεί παρά να λεχθεί ότι πλείστες θέσεις του δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν ως εκ των υστέρων σκέψεις του, εφόσον δεν τέθηκαν ποτέ στους μάρτυρες κατηγορίας και ειδικότερα στην παραπονούμενη, ενώ εν πολλοίς η μαρτυρία του ήτο συγκεχυμένη και γενική. Εντύπωση προκάλεσε η σθεναρή άρνηση του μάρτυρα ότι καταδικάστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία στην ποινική υπόθεση του Ε.Δ. Λευκωσίας με αριθμό 17353/22 για εξύβριση της θυγατέρας του ένα μήνα μετά τα επίδικα (Αύγουστος 2022), αφού τις ερωτήσεις που του τίθεντο από τον κατηγορούσα αρχή προσπαθούσε να αποφύγει, επιμένοντας ότι «δεν θυμάται να την εξύβρισε». Οι θέσεις του ότι βοήθησε την παραπονούμενη με την ανακαίνιση του σπιτιού της το 2017, ότι της αγόρασε δύο αυτοκίνητα, ότι της άνοιξε ινστιτούτο αισθητικής, ότι ο ίδιος την έπαιρνε στις συναντήσεις με τους γιατρούς, ότι ενεργούσε πάντοτε υποστηρικτικά απέναντι της, τόσο σε οικονομικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο και ότι λίγο καιρό πριν τα επίμαχα περιστατικά η παραπονούμενη έριχνε γλάστρες ή ποτήρια από τον όροφο στη βεράντα, δεν τέθηκαν ποτέ στην μάρτυρα για να απαντήσει. Η θέση του ότι το μόνο που έκανε ο ίδιος το βράδυ της 9.7.22 ήταν να την ρωτήσει πού ήταν και γιατί άργησε, ευρισκόμενος πάντοτε στη βεράντα του, όπου και καθόταν, (αφήνοντας να νοηθεί ότι ποτέ δεν την πλησίασε), ουδέποτε τέθηκαν στην ΜΚ1. Δεν της τέθηκε επίσης η κατά τα άλλα βασική εκδοχή που παρουσίασε ο κατηγορούμενος ότι, η ίδια ήταν αυτή που φώναζε και η οποία, στην προσπάθεια της να πλησιάσει τον κατηγορούμενο, σκουντούφλησε, πέφτοντας πάνω στις γλάστρες και κάτω στο έδαφος, με τον τελευταίο να μην μετακινείται ποτέ από τη θέση του.
Ο κατηγορούμενος διατείνετο ότι στην οικία υπήρχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, το περιεχόμενο του οποίου θα καταδείκνυε περίτρανα την αθωότητα του. Πρόσθεσε μάλιστα ότι είναι επί σκοπού που η ΜΚ1 δεν έκανε λόγο για την ύπαρξη του στην αστυνομία, αφού τυχόν περισυλλογή και μελέτη του οπτικοακουστικού υλικού θα φανέρωνε τα ψεύδη της. Ούτε όμως το φωτογραφικό υλικό που παρουσίασε, και επί του οποίου βάσισε ορισμένες εκ των προωθούμενων θέσεων του, υπέδειξε στην παραπονούμενη. Και αυτό γιατί αφενός ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά ότι, στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης καμία πρόσβαση δεν είχε η ίδια και αφετέρου επειδή δεν υπήρχαν κάμερες εγκατεστημένες την 9.7.22 στο συγκεκριμένο σημείο. Παραπλανητικές λοιπόν ήταν οι αναφορές του κατηγορούμενου επί του προκείμενου, με τον ίδιο του τον γιο να τον διαψεύδει ως προς τα ως άνω. Όπως εύστοχα λέχθηκε στην Adidas Sportshunfabriken Adi Dassler KG v The Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R.383, το Δικαστήριο, εν απουσία ικανής δικαιολογίας ως προς το λόγο που οι συγκεκριμένες θέσεις δεν τέθηκαν στους μάρτυρες, δύναται να αγνοήσει την μονομερώς τεθείσα εκδοχή που προέρχεται από τον ένα και μόνο των διαδίκων, πράττοντας ακριβώς αυτό στην παρούσα.
Εξετάζοντας όλα τα πιο πάνω δεδομένα, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο κατηγορούμενος δεν προσήλθε για να πει την αλήθεια, μήτε και είναι μάρτυρας αληθείας. Η απέλπιδα προσπάθεια του να απεμπλακεί από τα όσα η ΜΚ1 του καταλογίζει ήταν πέρα για πέρα εμφανής, «στολίζοντας» την ποικιλοτρόπως με διάφορα επίθετα, ακόμα και εν μέσω της ακροαματικής διαδικασίας, προσπαθώντας να την παρουσιάσει ως ένα άρρωστο και κακόβουλο πλάσμα και τον ίδιο, ένα άτομο το οποίο, χωρίς κανένα λόγο και αιτία βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, έρμαιο των κακεντρεχών ορέξεων της κόρης της. Σταχυολογώ ενδεικτικά και τα πιο κάτω:
Ο μάρτυρας παρουσίασε μια συγκεκριμένη εκδοχή στην αστυνομία, αποκρύπτοντας πληροφορίες και λεπτομέρειες τις οποίες προσπάθησε να εισάξει κατά την ακροαματική διαδικασία και ποτέ προηγουμένως. Αποποιούμενος του δικαιώματος του για δικηγόρο κατά το στάδιο ανάκρισης, αλλά και του δικαιώματος της σιωπής, αποφάσισε με ελεύθερη βούληση να απαντήσει στις ερωτήσεις που του τίθεντο. Η κατάθεση διήρκησε πέραν της μίας ώρας, με τον μάρτυρα να αρνείται σταχυολόγικά τη διάπραξη των αδικημάτων. Τρία χρόνια αργότερα και χωρίς να έχει προβάλει καμία από τις εκδοχές που τώρα αποφάσισε να παρουσιάσει στην κύρια μάρτυρα κατηγορίας, αποφάσισε, «να πει την αλήθεια».
Διατείνετο σε σχέση με το περιστατικό Φεβρουαρίου 2022 ότι ο ίδιος τήρησε μια ήρεμη στάση μπροστά σε θυγατέρα του, όταν αυτή ζητούσε, εκ μέρους του Αντώνη, τα επιμέρους κομμάτια του ρολογιού. Ενώ μιλούσαν ήρεμα, «πάνω σε άνεμο» η Μαρία αποφάσισε να τον χαστουκίσει. Στην αστυνομία ντράπηκε να αναφέρει ότι τον χαστούκισε, αποκαλύπτοντας (και) αυτό το δεδομένο για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση του. Οι απαντήσεις που έδιδε ο κατηγορούμενος όσον αφορά αυτό το περιστατικό ήταν ασαφείς παραμένοντας αποκρυπτικός, μη επιθυμώντας να επεκταθεί ή να δώσει έστω και την υστάτη μια εικόνα ως προς την εξέλιξη και κορύφωση του επεισοδίου, που σύμφωνα με τις θέσεις του είχε ως φερόμενο θύμα τον ίδιο και όχι τη θυγατέρα του. Ο κατηγορούμενος κληθείς να απαντήσει κατά πόσον εξύβρισε την παραπονούμενη με τη φράση «σσιηλοπουτάνα», περιορίστηκε τελικώς στο να αναφέρει ότι: «Αν της είπα… Εν μπορώ να θυμούμαι τί της είπα πριν 3 χρόνια. Αν της είπα έτσι, έπρεπε να μου φέρει τα εργαλεία που μου έπιασε, τη μηχανή που καθαρίζω τζαι τη μηχανή που ανοίω τα ρολόγια», αφήνοντας τελικώς ανοικτό το ενδεχόμενο όπως πράγματι επιτέθηκε και εξύβρισε την ΜΚ1.
Ο λόγος που η ΜΚ1 τον κατήγγειλε «πλάθοντας» αυτή την ιστορία, σύμφωνα με τον ίδιο ήταν επειδή λειτούργησε το κατάστημα του γιου του όταν αυτός νοσηλευόταν, αγνοώντας προφανώς ότι το πιο πάνω γεγονός τοποθέτησε χρονικά ο γιος του στο απομακρυσμένο από την καταγγελία χρόνο, 2019. Είπε μάλιστα ο κατηγορούμενος ότι όταν η ΜΚ1 ανακάλυψε τα πιο πάνω, ξεκίνησε να πετάει ποτήρια από τον όροφο κάτω. Ακόμα ένα ψέμα του κατηγορούμενου, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην παράγραφο 7 της γραπτής του δήλωσης, τοποθετηθεί, εσκεμμένα το πιο πάνω περιστατικό «λίγο πριν το περιστατικό για το οποίο κατηγορούμαι, το 2022».
Απέδωσε τις εναντίον του κατηγορίες στην «ασθένεια της Μ.» την οποία χαρακτήρισε ως «πολλά άρρωστη», ότι «έχει πρόβλημα» και «η μεγαλύτερη ψεύτρα», χωρίς όμως να μπορεί να αναφέρει, με δεδομένο ότι διατείνετο ότι (και) αυτός την πηγαινόφερνε στους γιατρούς με τί, αν οτιδήποτε, είχε τελικώς διαγνωστεί, αν λάμβανε θεραπεία και αν ναι, ποια. Αν και έχει 20 χρόνια να μιλήσει με την ΜΚ7, είναι πεπεισμένος ότι αυτή ποτέ δεν τον συμπαθούσε, θέση οξύμωρη. Δεν μπορεί εδώ παρά να σημειωθεί ότι, η μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ7 ως προς το περιεχόμενο των φερόμενων εξυβρίσεων στο πρόσωπο της παραπονούμενης βρίσκονται σε πλήρη αρμονία. Σημειώνεται δε ότι οι εν λόγω εξυβρίσεις δεν έλαβαν χώρα εν μια νυκτί αλλά ήταν απότοκο της μακροχρόνιας κακής σχέσης που υπήρχε μεταξύ των δύο, κύριων παραγόντων της δίκης. Αντεξετασθείς επί της άσεμνης επίθεσης, ο κατηγορούμενος δεν απάντησε ποτέ επί του προκείμενου, λέγοντας ότι «τον λόγο που τον κατήγγειλε η κόρη του για άσεμνη πράξη θα εξηγούσε ο ΜΥ1». Όταν κλήθηκε ο ΜΥ1, τίποτα επί τούτου δεν ανέφερε, μήτε και ρωτήθηκε από την υπεράσπιση. Ευλόγως διερωτάται κανείς πώς άλλωστε θα μπορούσε ο ΜΥ1 να δώσει εξήγηση για τον λόγο που η παραπονούμενη κατήγγειλε τον πατέρα της για μια τέτοια πράξη.
Σε ότι αφορά το περιστατικό της 9.7.22 ο κατηγορούμενος κάνει λόγο στην ανακριτική του για συνομιλία που είχε με την παραπονούμενη, η οποία περιορίστηκε στο να την ρωτήσει πού ήταν. Την δήθεν αλήθεια ως προς το πώς κτύπησε η Μ., παραθέτει λεπτομερώς στις παραγράφους 11 και 12 της γραπτής του δήλωσης, Έγγραφο Χ’ (βλ. σελ. 18 και 19 ante). Δεν μπορεί λοιπόν παρά να προκαλεί εντύπωση η κάτωθεν στιχομυθία, το περιεχόμενο της μιλά από μόνο του:
«E. Και στις παραγράφους 11 και 12 της γραπτής σου δήλωσης είναι πράγματα που τέθηκαν του δικηγόρου σου πριν τη δίκη, σωστά;
A. Να δω διότι έχω την εντύπωση ότι εκείνο τον καιρό ήταν ο Ε. (Ο μάρτυρας επιθεωρεί τη γραπτή του δήλωση) κάθουμουν στη βεράντα.
E. Τούτα ήξερε τα ο δικηγόρος σου, άλλο σε ρωτώ;
A. Τι θέλεις να σου πω;
E. Τα είπετε του δικηγόρου σας, τα είχε εις γνώση του;
A. Εν ξέρω, νομίζω.
E. Είπες τα ή όχι;
A. Εν του είπα εγώ έτσι πράγμα.
E. Πότε του είπες τούντα πράγματα;
A. Διάβασε τα, εν του Ε. που του είπα.
E. Ποιος σου το έγραψε τούτο;
A. Έν μπορώ να ξέρω.
E. Εν ξέρεις ποιος σου το έγραψε τούτο;
A. Μπορεί να το έγραψε ο δικηγόρος τούτος.
E. Μπορεί ο κύριος Τζιάζας;
Δικαστήριο (προς τον μάρτυρα): Ετοιμάσετε το εσείς, με τη βοήθεια κάποιου τρίτου ατόμου, ή δικηγόρου;
Μάρτυρας: Τον ρωτούσα τζαι ελάλε μου τούτα το '22, εν μπορώ να θυμούμαι.
H κα Χατζηγεωργίου συνεχίζει:
E. Άρα τούτο ετοιμάστηκε το '22;
A. Όι, αφού εν ήταν ο δικηγόρος μου.
E. Πώς;
A. Ρωτούσε με τζαι ελάλουν του.
E. Πριν είπες μας ότι μπορεί να το έκαμε ο δικηγόρος σου άρα ετοίμασε σου τα;
A. Εγώ του τα ελάλουν, βρίσκεις τα τζαι στην κατάθεση μου».
Τίποτα από τα πιο πάνω όμως δεν εντοπίζονται στην κατάθεση του μάρτυρα, ούτε το κατά τα άλλα βαρυσήμαντο, κατά την υπεράσπιση γεγονός ότι η Μ. σκουντούφλησε, κτυπώντας μόνη της πάνω στις γλάστρες. Επέμενε ερωτηθείς για την επίθεση της 9.7.22 ότι η γιατρός είπε ότι η Μ. δεν είχε κανένα κτύπημα στο κεφάλι και άρα αυτό σημαίνει ότι τίποτα δεν έγινε, εξηγώντας ότι ο λόγος που η κόρη του πονούσε τον αυχένα της ήταν επειδή «ετούμπαρε». Μήτε και αυτό τέθηκε στην παραπονούμενη. Δυνάμει όλων των πιο πάνω δεν μπορεί παρά να δημιουργείται στο Δικαστήριο η πεποίθηση ότι, όλα όσα σήμερα αναφέρει είναι εκ των υστέρων σκέψεις.
Η εντύπωση που αποκόμισε το Δικαστήριο από την ενώπιον του μαρτυρία ήταν ότι ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να υπεκφύγει, μη δίδοντας σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα που του τέθηκαν, αντιλαμβανόμενος προφανώς ότι οιαδήποτε καταφατική απάντηση στο κατά πόσο άσκησε βία ή εξύβρισε ή απείλησε τη θυγατέρα του, του ποσώς θα μπορούσε να συνάδει με την εικόνα που επιχείρησε να παρουσιάσει ότι ο ίδιος ουδέποτε θα έκανε κακό στην οικογένειά του, εν αντιθέσει με τη ΜΚ1. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, και αντικρίζοντας την μαρτυρία του κατηγορούμενου συνολικά, και όχι αποσπασματικά φρονώ ότι αυτήν, δεν μπορώ να αποδεχθώ και την απορρίπτω ως αναξιόπιστη.
2. Α. Μ.- ΜΥ1
Τη μαρτυρία του ΜΥ1 αποδέχεται το Δικαστήριο μερικώς. Ως ανταποκρινόμενες στην αλήθεια κρίνονται οι θέσεις του ότι δραστηριοποιήθηκε εκ νέου στην επισκευή ρολογιών το 2017 χρονολογία που άνοιξε και το κατάστημα του. Ειλικρινής ήταν και στις τοποθετήσεις του ότι το άνοιγμα της επιχείρησης του προκάλεσε αναστάτωση στην οικογένεια, γεγονός άλλωστε που ουδείς εκ των μαρτύρων κατηγορίας απέκρυψε. Τα περί απειλών εκ μέρους του ΜΚ6 και επισκέψεων στο κατάστημα του από την ΜΚ1 δεν τέθηκαν ποτέ στους ΜΚ1 και ΜΚ6 για να θέσουν τις δικές τους εκδοχές, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να αποδώσει την οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτές τις αναφορές. Ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια κρίνεται επίσης η θέση του ότι, η αδελφή του μέχρι το 2014 του παραπονείτο για τη συμπεριφορά του πατέρα τους απέναντι της, γεγονός το οποίο οδήγησε στην παρέμβαση του πέραν της μίας φοράς, «στην προσπάθεια του να την υπερασπιστεί», οδηγώντας τον τελικώς σε αποξένωση από τον κατηγορούμενο, ένεκα του τρόπου συμπεριφοράς του προς την Μ. Ομοίως με τον ΜΥ2, ο ΜΥ1 χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο ως ένα «αυστηρό πατέρα ο οποίος φώναζε και έβαζε τιμωρίες» πλην όμως ενδιαφερόταν για την οικογένεια του, ασχέτως αν «έτρωαν κανένα πάτσο μέσα στα φυσιολογικά πλαίσια». Με τις πιο πάνω επισημάνσεις η μαρτυρία του ΜΥ1 γίνεται εν μέρει, αποδεκτή.
3. Χ. Μ.- ΜΥ2
Η μαρτυρία του ΜΥ2 γίνεται αποδεκτή επίσης εν μέρει. Ο μάρτυρας επιβεβαίωσε το διχασμό που υπάρχει στην οικογένεια, με τα αδέλφια να μην μιλάνε μεταξύ τους. Τον κατηγορούμενο χαρακτήρισε ως «αυστηρό» όμως ο ίδιος, «προτιμά να θυμάται τα καλά». Αποδέχομαι ότι (και) στο παρελθόν υπήρχαν -κατά καιρούς- εντάσεις μεταξύ ΜΚ1 και κατηγορούμενου, γεγονός που τον οδήγησε σε αποστασιοποίηση από την οικογένεια του. Τη θέση του ΜΥ2 ότι αποκλειστική υπαίτια για την πρόκληση των ήταν η ΜΚ1, επειδή τσακωνόταν με τον ΜΚ6, δεν αποδέχομαι αφού τέτοια θέση δεν τέθηκε ενώπιον οποιουδήποτε μάρτυρα (ακόμα στον κατηγορούμενο) για να τύχει επίρρωσης ή απόρριψης. Επιπλέον, οι αναφορές του μάρτυρα για τσακωμούς μεταξύ ΜΚ1 και ΜΚ6 μέχρι και το 2017, όταν ο Αντώνης μετακόμισε από την οικία είναι εκτός επίδικων χρόνων και ζητημάτων. Αποδεκτή είναι επίσης η θέση του ότι ο ίδιος εγκατέστησε το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, ότι σε αυτό μόνο ο ίδιος έχει πρόσβαση και ότι κατά την 9.7.22 δεν υπήρχε καμία κάμερα εγκατεστημένη στο σημείο όπου φέρεται να έλαβε χώρα το επίμαχο περιστατικό.
Νομική Πτυχή
Επιθέσεις / Κατηγορίες 1 και 5
Σε ότι αφορά την 1η και 5η κατηγορία, ήτοι αυτή της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης (κατηγορία 1) και της κοινής επίθεσης (κατηγορία 5) αυτή (η επίθεση), διαπράττεται όταν κατηγορούμενος, παράνομα (unlawfully), προκαλεί σε άλλο πρόσωπο φόβο άσκησης άμεσης βίας (assault) ή όπου ασκεί παράνομα βία σε άλλο πρόσωπο (battery) (βλ. Πετρόπουλος ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574, 579). Το αδίκημα διαπράττεται είτε με πρόθεση ή απερίσκεπτα (βλ. R v Venna [1976] QB 421, R. v. Ireland, R v Burstow [1998] AC 147 HL). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης (intended) χρήσης παράνομης βίας σε κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του. Ως έχει νομολογηθεί, επίθεση μπορεί να διαπραχθεί χωρίς ο κατηγορούμενος να αγγίξει το άλλο πρόσωπο.
Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 3(1)(4) του Νόμου 119(Ι)/2000, πέραν του στοιχείου της επίθεσης, απαιτείται και η απόδειξη της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης ως επίσης και η ιδιότητα του μέλους της οικογένειας, εν τη εννοία του νόμου. Η πραγματική σωματική βλάβη ορίζεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα ως, «ασθένεια ή διαταραχή, είτε μόνιμη είτε προσωρινή». Στην Georghiades v. Police (1985) 2 CLR 56, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι επιφανειακές εκδορές στο πρόσωπο με ερέθισμα, αποτελούν πραγματική σωματική βλάβη, εντός της νομικής ερμηνείας του όρου για σκοπούς του άρθρου 243 του Κεφαλαίου 154. Αντίστοιχα, στο Σύγγραμμα Archbold, 36η έκδοση παρ.2634 η πραγματική σωματική βλάβη περιγράφεται ως βλάβη η οποία δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να είναι μόνιμου χαρακτήρα, μήτε τέτοια ώστε να εντάσσεται εντός της νομικής ερμηνείας του όρου της βαριάς σωματικής βλάβης. Χρειάζεται όμως να διαπιστωθεί ως πραγματικό γεγονός η σωματική βλάβη, η απουσία της οποίας θα κατέτασσε την περίπτωση εντός των πλαισίων της κοινής επίθεσης (βλ. Αχτάρ ν Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 397).
Σε ότι αφορά το αδίκημα της επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, αυτό που η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει είναι, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 3(1)(4) του Νόμου 119(Ι)/2000 ότι, (α) ότι ο κατηγορούμενος άσκησε βία, (β) με πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά (γ) εναντίον μέλους της οικογένειας του, (δ) προκαλώντας του σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη.
Στην προκείμενη δυνάμει της καθ’ όλα αξιόπιστης μαρτυρίας που έχει προσαχθεί ενώπιον Δικαστηρίου έχει αποδειχθεί ότι: (α) ο κατηγορούμενος την 9.7.22 άσκησε παρανόμως βία (β) επιτιθέμενος στην θυγατέρα του (γ) προκαλώντας της πραγματική σωματική βλάβη, ήτοι εκδορές στο δεξί χέρι, πολλαπλές εκδορές στα κάτω άκρα, αλλά και πόνο/ κάκωση στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης και στο δεξί ημιθωράκιο Τεκμήριο 4, με τις πράξεις αυτές να λαμβάνουν χώρα χωρίς τη συγκατάθεση της ΜΚ1. Ο κατηγορούμενος το βράδυ της 9.7.22 και περί 22:15 προσέγγισε την ΜΚ1 η οποία βρισκόταν έξω από την κύρια πόρτα της οικίας της, πιάνοντας την από τα μπράτσα, ακινητοποιώντας την στο τοίχο, κουτουλώντας το κεφάλι της επί αυτού με τα χέρια του, για να την ρίξει μετά στο έδαφος, όπου η τελευταία προσγειώθηκε με την πλάτη. Την προσπάθεια της να σηκωθεί από το έδαφος ανέκοψε ο κατηγορούμενος, πιάνοντας την από τον αυχένα και ενώ η ΜΚ1 είχε γυρίσει μπρούμυτα, στηριζόμενη στα γόνατα της για να σηκωθεί, κλωτσώντας την στο πίσω μέρος της δεξιάς της γάμπας. Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου η ΜΚ1 φώναζε, παρακαλώντας τον να την αφήσει επειδή πονούσε.
Αντίστοιχη επίθεση δέχθηκε η παραπονούμενη από τον κατηγορούμενο και περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2022, με την μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου επί του προκείμενου να κρίνεται ως αξιόπιστη και αληθή, φανερώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την πλήρωση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος. Το αδίκημα της 5ης κατηγορίας (κοινή επίθεση) ενσωματώνει, δυνάμει του Δικαστικού Λόγου στις A.G v Αστυνομίας (ante) και Γιώρκας ν Αστυνομίας Ποινική Έφεση 27/2021 ημερ. 16.3.22 τις πρόνοιες του άρθρου 242 του Κεφαλαίου 154 εντός των προνοιών του άρθρου 4 του Νόμου 119(Ι)/2000, «δημιουργώντας ένα νέο αδίκημα, που στοιχειοθετείτε με την απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων του περιγραφόμενου αδικήματος, πλέον των επιβαρυντικών περιστάσεων»[12].
Αποτελεί δυνάμει των πιο πάνω εύρημα του Δικαστηρίου ότι, ο κατηγορούμενος (α) με πράξη η οποία αποτελεί επίθεση (β) άσκησε παράνομα βία στη παραπονούμενη θυγατέρα του, (γ) σπρώχνοντας την προς τα πίσω χαστουκίζοντας την (δ) χωρίς τη συγκατάθεση της (ε) προκαλώντας της βλάβη (χαστούκι). Ο κατηγορούμενος, ενώ η ΜΚ1 του απηύθυνε τον λόγο στην προσπάθεια της να τον πείσει να της παραδώσει τις βίδες του ρολογιού, την έσπρωξε προς τα πίσω τοποθετώντας τα δύο του χέρια επί των ώμων της, λέγοντας της «τί θέλεις ρα σσιηλοπουτάνα;», χαστουκίζοντας την στο αριστερό μάγουλο.
Παραπονείται η υπεράσπιση ότι η κατηγορούσα αρχή χρησιμοποίησε «κατά το δοκούν μια ερμηνευτική διάταξη, ήτοι το άρθρο 3 του Νόμου 119(Ι)/2000 ως κατηγορία εναντίον του κατηγορούμενου, με την απαίτηση να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ότι η «πράξη» στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3(1) είναι το αδίκημα του 242 του Κεφ. 154», παραβλάπτοντας έτσι τα δικαιώματα του κατηγορούμενου δυσμενώς. Επιπλέον, «με την επίκληση ερμηνευτικών διατάξεων διατυπωμένων με τρόπο ευρύ, ως το κατηγορητήριο, και χωρίς την συμπερίληψη οιουδήποτε σχετικού με τον Ποινικό Κώδικα άρθρου που αφορά τις ενέργειες για τις οποίες κατηγορείται, η κατηγορούσα αρχή εισάγει κατά το δοκούν όποιο αδίκημα του Ποινικού Κώδικα επιθυμεί στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 119/2000, με αποτέλεσμα να αλλάζει ο απαιτούμενος βαθμός και τρόπος απόδειξης με την προσθήκη του άρθρου 16 του Νόμου 119(Ι)/2000».
Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με το παράπονο της υπεράσπισης. Μήτε και έχει καταφανεί ή υποδειχθεί με πιο τρόπο έχουν δυσμενώς επηρεαστεί τα δικαιώματα του κατηγορούμενου, με το επιχείρημα να προωθείται γενικώς και αορίστως (in abstracto) από την υπεράσπιση, χωρίς καμία συγκεκριμενοποίηση επί του προκείμενου. Το άρθρο 3 του Νόμου, ως ο πλαγιότιτλος άλλωστε εξηγεί, αφορά στην απόδοση της «έννοιας της βίας και το πεδίο εφαρμογής της», εντός των προνοιών του Νομοθετήματος. Αμφότερες κατηγορίες 1 και 5 καταγράφουν ρητώς την «πράξη» που αποδίδουν στον κατηγορούμενο, τη διαβάθμιση της (κοινή επίθεση- πραγματική σωματική) και πότε αυτή έλαβε κατ΄ ισχυρισμόν χώρα[13]. Δεν ισχύει συνεπώς αυτό που αναφέρει ο συνήγορος, ότι, το Δικαστήριο καλείται όταν εξετάζει τις συγκεκριμένες κατηγορίες, να αποφασίσει από μόνο του, σε ποια «κατηγορία» ή «αδίκημα» να εντάξει την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη.
Η μεν πρώτη κατηγορία στην προκείμενη αφορά στο αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, η δε πέμπτη κατηγορία στο αδίκημα της κοινής επίθεσης. Αμφότερες κατηγορίες έχουν ως νομική βάση τις πρόνοιες του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν.119(Ι)/ 2000.
Το γεγονός ότι τα υπό κρίση αδικήματα, θα μπορούσαν να ενταχθούν και να προωθηθούν και κάτω από τις πρόνοιες των άρθρων 242 και 243 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 δεν οδηγεί άνευ ετέρου, στο συμπέρασμα ότι η κατηγορούσα αρχή «εισήγαγε κατηγορίες κατά το δοκούν». Αντίθετα, η κατηγορούσα αρχή επέλεξε, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο να προωθήσει την παρούσα υπόθεση δυνάμει των προνοιών ενός ειδικού Νομοθετήματος, το οποίο δημιουργήθηκε ακριβώς για να γίνει αντιληπτή η διαφοροποίηση στη βαρύτητα που φέρουν αυτού του είδους οι πράξεις, όταν αυτές διαπράττονται εντός του οικογενειακού ιστού.
Η πιο πάνω Δικαστική συλλογιστική τυγχάνει επίρρωσης μέσω του Δικαστικού Λόγου στην απόφαση Γιώρκας (ante) όπου το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας ιδίας φύσεως επιχειρηματολογία, ανέφερε τα εξής:
«Στην Έκθεση Αδικήματος αναγράφετο «Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(4), 15, 16, 22 και 23 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(1)/2000, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 212/04.» Το Άρθρο 3(4) του Ν. 119(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί διαλαμβάνει τα εξής:
«(4) Οποιοσδήποτε ασκεί βία με βάση το εδάφιο (1) διαπράττει αδίκημα δυνάμει του Νόμου αυτού, που τιμωρείται, εκτός από την περίπτωση της κοινής επίθεσης που τιμωρείται με δύο χρόνια φυλάκιση και στην περίπτωση που σε άλλο ή στον παρόντα Νόμο προβλέπεται αυστηρότερη ποινή, με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο ποινές.» Με βάση δε το εδάφιο (1) του Άρθρου 3:
«Βία, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, σημαίνει οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του.»
Όπως προκύπτει, οι λεπτομέρειες του αδικήματος της πιο πάνω Κατηγορίας δεν είναι διατυπωμένες με βάση τη διατύπωση του αδικήματος ως έχει στο εδάφιο (4) του Άρθρου 3. Συμφώνως των όσων προβλέπονται στο Άρθρο 39(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, η κατηγορία σ' ένα κατηγορητήριο θα πρέπει να περιγράφει το αδίκημα με το οποίο ο Κατηγορούμενος κατηγορείται σε συντομία και σε απλή κοινή γλώσσα, αποφεύγοντας, όσο το δυνατό, τη χρήση εξειδικευμένης ορολογίας και χωρίς, κατ' ανάγκη, να αναφέρονται όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Το ότι δεν χρησιμοποιήθηκε στην προκείμενη περίπτωση η διατύπωση του Άρθρου 3(4) δεν επηρεάζει δυσμενώς την Υπεράσπιση, νοουμένου ότι οι λεπτομέρειες που καταγράφονται αποκαλύπτουν το αδίκημα που το εν λόγω εδάφιο δημιουργεί. Η επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη συνιστά βία στην έννοια του Άρθρου 3(1) και συνακόλουθα αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (4) του ιδίου Άρθρου».
Μήτε έχει τύχει επεξήγησης γιατί παραβλάπτονται τα δικαιώματα του κατηγορούμενου από την εφαρμογή του άρθρου 16 του Νόμου. Ίσα- ίσα, η ύπαρξη του άρθρου 16 και η υποχρεωτική δια Νόμου ενεργοποίηση της από το Δικαστήριο, (ήτοι να ψάξει για ενισχυτική μαρτυρία όπου αυτή είναι διαθέσιμη), για σκοπούς εξέτασης και απόφασης επί της ποιότητας της ενώπιον του μαρτυρίας θύματος πριν καταδικάσει, επενεργεί ως ασφαλιστική δικλείδα προς όφελος του κατηγορούμενου προσώπου και όχι ως τροχοπέδη, εναποθέτοντας ένα ακόμη σημείο που η κατηγορούσα αρχή πρέπει να παρουσιάσει (νοουμένου ότι οι αρχές εξασφαλίσουν κατά το στάδιο συλλογής της μαρτυρίας- όπου υπάρχει), προς απόδειξη των ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγοριών. Η επιχειρηματολογία της υπεράσπισης δεν βρίσκει έρεισμα στο Νόμο, μήτε στη σχετική επί του προκείμενου Νομολογία και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 1 και 5 που αντιμετωπίζει.
Κατηγορία 2- Άσεμνη Επίθεση
Tα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης, ως τούτα προκύπτουν από τις πρόνοιες του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα αλλά και από τη σχετική Αγγλική Νομολογία[14], είναι:
(α) Ότι ο κατηγορούμενος με πρόθεση επιτέθηκε στην παραπονούμενη,
(β) Ότι η επίθεση, περιλαμβανομένων και των περιστάσεων που την περιβάλλουν, στα μάτια του ορθά σκεπτόμενου πολίτη, μπορεί να εκληφθεί ως άσεμνη και
(γ) ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση, όταν ενεργούσε, να διαπράξει την επίθεση υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (β) ανωτέρω.
Στο Σύγγραμμα Archbold «Criminal Pleading, Evidence and Practice», 40η έκδοση, σελ. 1280, παρ. 2634, καταγράφεται ότι επίθεση σημαίνει την εκ προθέσεως και/ή την απερίσκεπτη πράξη ενός προσώπου που δημιουργεί σε κάποιον τρίτο την αντίληψη ότι στο πρόσωπο του θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία. Το κατά πόσο ή όχι υπάρχει επαφή θύτη - θύματος είναι άσχετο αν καταδειχθεί ότι η ενέργεια του θύτη επέφερε την πιο πάνω αντίληψη στο θύμα. Στην περίπτωση επαφής του θύτη με το θύμα, δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί ότι η παράνομη επαφή ήταν συγκεκριμένης δύναμης. Ακόμα και αμελητέας δύναμης επαφή, δυνατόν να εντάσσει την ενέργεια του θύτη εντός της πιο πάνω ερμηνείας, αν με αυτή προκάλεσε στο θύμα την αντίληψη ότι κινδυνεύει με άμεση εφαρμογή παράνομης βίας εναντίον του[15]. Στην υπόθεση R. v. Dungey (1864) 4 F. & F. 99, αποφασίστηκε ότι, το φίλημα με βία αποτελεί επίθεση.
Σε ότι αφορά την πρόθεση ενός κατηγορούμενου, αυτή αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία ή ενδέχεται να προκύπτει από όλα τα περιστατικά και γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση (βλ. R. v. Venna (1975) 3 LR 737). Φυσικά, στην περίπτωση που φανεί ότι το παραπονούμενο πρόσωπο συναινούσε και/ή συγκατατίθετο στις ενέργειες του φερόμενου δράστη, τότε δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου προσώπου (βλ. R. v. Lang (1975) CLR 65). Ως προς το κατά πόσο οποιαδήποτε επίθεση ενός δράστη, είναι ή όχι παράνομη, τούτο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ύπαρξη ή όχι νόμιμου σκοπού για τη διενέργεια της (βλ. Police v. Djioppou (1972) 10 JSC 1365).
Ως προς το άσεμνο μιας πράξης, καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το Σύγγραμμα Rook & Ward on Sexual Offences, Criminal Law Library, No. 8, σελ. 4-8, παρ. 1.09-1.19 αλλά και από την απόφαση R. v. Court (ante), όπου λέχθηκε ότι το νόημα της λέξης «άσεμνο» («indecent»), σημαίνει προφανώς σεξουαλικό («overtly sexual»). Ορθότερος τρόπος θεώρησης του ζητήματος, σύμφωνα με την απόφαση Court (ante), είναι κατά πόσο, ο λογικά σκεπτόμενος πολίτης, θα θεωρούσε τη συμπεριφορά ως άσεμνη ή όχι. Η αφαίρεση από ένα άντρα, των ρούχων μίας γυναίκας χωρίς τη θέληση της, αποτελεί άσεμνη επίθεση, ένα φιλί σε ένα κορίτσι, ενάντια στη θέληση της, με εισηγήσεις συνουσίας ή συναφείς δραστηριότητες αποτελούν αντίστοιχα, άσεμνη επίθεση[16]. Στην Αγγλική υπόθεση Beal v. Kelley (1951) 1 All E R 763 ο κατηγορούμενος κάλεσε το θύμα να αγγίξει το πέος του. Το θύμα αρνήθηκε και τότε ο κατηγορούμενος τον έπιασε από τον ώμο και τον τράβηξε προς το μέρος του. Το επιχείρημα που πρόβαλε ο κατηγορούμενος στο Δικαστήριο ότι η περίπτωση του ήταν περίπτωση επίθεσης με άσεμνο κίνητρο δεν βρήκε ανταπόκριση. Λέχθηκε από το Αγγλικό Δικαστήριο ότι μπορεί η ενέργεια του κατηγορούμενου να τραβήξει το θύμα προς το μέρος του να μην ήταν άσεμνη, η ενέργειά του, όμως, αυτή δεν μπορούσε να διαχωρισθεί από τα περιστατικά που την περιέβαλαν που ήταν εξ' αντικειμένου άσεμνα.
Στην παρούσα υπόθεση, η μαρτυρία σε σχέση με τη 2η κατηγορία προέρχεται από την ΜΚ1. Το Δικαστήριο έχει ήδη καταλήξει ως προς το αξιόπιστο των αναφορών της και το ειλικρινές της μαρτυρίας της. Αξιολογώντας όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, διαπιστώνω ότι οι χαρακτηριστικές αναφορές της ΜΚ1 επί του προκείμενου και συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος κινούσε προς τα εμπρός και προς τα πίσω τη λεκάνη του αγγίζοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο το πέος του επί των γεννητικών της οργάνων, προσδίδουν τέτοια χροιά στην όλη πράξη και συμπεριφορά του, που μόνο σκόπιμη μπορεί, αυτή η πράξη του να χαρακτηριστεί. Δεν μπορεί εδώ να διαλάθει της προσοχής μου, έχοντας ως γνώμονα ότι η πιο πάνω πράξη του κατηγορούμενου, παραπέμπει στο σεξουαλικό στοιχείο, την ύπαρξη ενισχυτικής επί του προκείμενου μαρτυρίας και δη, την υποβολή από την ΜΚ1 προς την ΜΚ7, άμεσου παραπόνου. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι η ΜΚ1 επικοινώνησε με την ΜΚ7 ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν προς τον αστυνομικό σταθμό, περιγράφοντας όλα όσα είχαν, προ λίγων λεπτών, προηγηθεί, εκφράζοντας ιδιαίτερη ντροπή σε ότι αφορά την συγκεκριμένη πράξη του πατέρα της.
Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι έχουν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης στην 2η κατηγορία. Ο κατηγορούμενος την 9.7.22 αρπάζοντας την παραπονούμενη από τα μπράτσα, κολλώντας την στον τοίχο και κρατώντας την από τα μαλλιά, άσκησε παράνομη βία προς το πρόσωπο της, τρίβοντας το πέος του επί των γεννητικών της οργάνων, μετακινώντας την λεκάνη του μπροστά -πίσω, αγγίζοντας την στα γεννητικά όργανα, πράξη η οποία χωρίς αμφιβολία δύναται να θεωρηθεί ως άσεμνη από ορθά σκεπτόμενους ανθρώπους. Περαιτέρω, το άγγιγμα ήταν παράνομο, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν άγγιξε την παραπονούμενη προς επίτευξη κάποιου νόμιμου σκοπού. Ο κατηγορούμενος στην προκείμενη δεν περιορίστηκε στην άσκηση φυσικής βίας στο πρόσωπο της ΜΚ1 το βράδυ της 9.7.22 όταν της επιτέθηκε, αλλά αντίθετα, εκδήλωσε ζωώδη ένστικτα επιτιθέμενος σε αυτήν σεξουαλικώς. Τόσο αυτή καθ' αυτή η πράξη, αλλά και οι περιστάσεις που περιβάλλουν το πιο πάνω περιστατικό σε συνδυασμό με το εσκεμμένο της μετακίνησης της λεκάνης του κατά τον πιο πάνω τρόπο, καταδεικνύουν την πρόθεση από μέρους του να επιτεθεί στην παραπονούμενη με τον άσεμνο τρόπο που της επιτέθηκε, αφού στην πιο πάνω πράξη προέβη μόνο, όταν είχε αυτήν εγκλωβισμένη εντός των χεριών του, κρατώντας την από τα μαλλιά, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις κινήσεις της. Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στη 2η κατηγορία που αντιμετωπίζει.
Κατηγορία 3
Σύμφωνα με το άρθρο 91(Α) του Κεφ. 154, απειλή διαπράττεται όταν: «Πρόσωπο (…) προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη». Η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει, ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που απείλησε την παραπονούμενη συμφώνως των λεπτομερειών της κατηγορίας. Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου του Νόμου, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που οφείλουν όπως αποδειχθούν αφορούν στην ύπαρξη απειλής για βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη η οποία να προκαλεί στον άλλον, τρόμο ή ανησυχία.
Στην υπόθεση Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 1, η οποία αφορούσε συναφές αδίκημα, ήτοι της απειλής βιοπραγίας δυνάμει του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, λέχθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ' αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού. Λέχθηκε επίσης ότι, το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό, αλλά αντικειμενικό. Με παραπομοπή στην απόφαση Kallenos v Police (1969) 2 C.L.R. 210, το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν απαιτείται να προκληθεί στην πραγματικότητα φόβος στον παραπονούμενο ότι οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Αρκεί η απειλή να δημιουργεί εξ' αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Οι θέσεις της υπεράσπισης ότι η παραπονούμενη ουδέποτε φοβήθηκε από την απειλή που δέχθηκε επειδή «παρέμεινε στο σημείο της εξώπορτας της», απορρίπτεται, με την μάρτυρα να εξηγεί, θέση η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο ότι, μοναδικός λόγος που παρέμεινε στο σημείο ήταν γιατί συνέχιζε τις προσπάθειες της για είσοδο στην οικία. Δήλωσε περαιτέρω η παραπονούμενη, θέση η οποία επίσης κρίθηκε αξιόπιστη ότι, παρά την απάντηση που έδωσε στον κατηγορούμενο ότι «δεν τον φοβάται», η ίδια μέσα της «έτρεμε», φοβούμενη για το τί ήταν ικανός ο κατηγορούμενος να πράξει.
Η ανησυχία και ο φόβος που ένιωσε η παραπονούμενη από τα όσα εκστόμισε ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνονται μεταξύ άλλων και από την άμεση μετάβαση της στην αστυνομία, ζητώντας όπως καταγγείλει το περιστατικό, ζητώντας όπως συνδεθεί με «Το Σπίτι της Γυναίκας». Η απειλή του κατηγορούμενου ότι θα σκότωνε την παραπονούμενη, με δεδομένο τον κακό των σχέσεων μεταξύ των μερών, του ταραχώδους παρελθόντος που υπάρχει μεταξύ τους, αλλά και της επίθεσης που ακολούθησε ευθύς μετά την εκστόμιση της απειλής, ουδόλως μπορούν να συνηγορήσουν υπέρ της εισήγησης ότι η απειλή ήταν κενή περιεχομένου. Το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υπόθεσης (βλ. Ιωσήφ ν Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 119/21 ημερ. 20.1.22, ECLI:CY:AD:2022:B13) Η απειλή του κατηγορούμενου προκάλεσε όχι μόνο τρόμο και ανησυχία στην παραπονούμενη, αλλά ως η ίδιος μαρτύρησε, άφησε αυτήν με κάποια αγωνία για το τι θα ακολουθούσε, εξ’ ου και η καταγγελία της. Δυνάμει των πιο πάνω το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση εκφοβισμού της παραπονούμενης, με την τελευταία να τρομοκρατείται (βλ. DPP v Ramos [2000] All E.R.(D) 544 και Public Order Act 1986 s.4). Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 3η κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει.
Κατηγορίες 4 και 6 - Ψυχική Βλάβη
Αποδίδεται στον κατηγορούμενο μέσω των πιο πάνω κατηγοριών, ότι η εκδηλωθείσα από μέρους του συμπεριφορά έναντι της παραπονούμενης περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2022 και Ιουλίου 2022 (κατηγορίες 1 και 5), προκάλεσαν ψυχική βλάβη στην τελευταία. Το άρθρο 3 του Νόμου 119(Ι)/2000 επί του εδράζονται οι κατηγορίες προνοεί ότι «βία» αφορά σε πράξη ή παράλειψη ή συμπεριφορά από την οποία προκαλείται ψυχική βλάβη στο θύμα.
Έχοντας υπόψιν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, το κρίσιμο ερώτημα που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει είναι κατά πόσον, από την προσκομισθείσα μαρτυρία αποδείχθηκε ότι, συνεπεία της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου προκλήθηκε στην ΜΚ1 ψυχική βλάβη. Παρά τις αναφορές της ΜΚ1 περί «άθλιας ψυχολογικής κατάστασης» στην οποία περιήλθε μετά το πέρας έκαστου συμβάντος, αναφορές οι οποίες επιβεβαιώθηκαν και από τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας, ειδικότερα σε ότι αφορά το περιστατικό Ιουλίου 2022, καμία ιατρική μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε που να εξηγεί τί ή ποια ψυχική βλάβη υπέστη η παραπονούμενη και ότι αυτή, ήταν συνεπεία της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, παρά το ότι αυτή φαίνεται να ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί. Οι όποιες αναφορές της παραπονούμενης, παρόλο το αξιόπιστο τους περί αναστάτωσης και φόβου που της προκλήθηκε, δεν είναι από μόνες τους ικανές για στοιχειοθέτηση των κατηγοριών. Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, κρίνω ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν δύναται αφ’ εαυτής να αποδείξει, στο βαθμό που νομολογιακά απαιτείται, ότι η ΜΚ1 υπέστη ψυχική βλάβη συνεπεία της συμπεριφοράς που αποδίδεται στον κατηγορούμενο μέσω των κατηγοριών 1 και 5. Ακόμη και αν ήθελε εκληφθεί στο απόγειο της η πιο πάνω μαρτυρία, αυτή, δεν οδηγεί άνευ ετέρου το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι αυτά που αισθανόταν συνιστούν «ψυχική βλάβη», εντός της έννοιας του Νόμου.
Κατά συνέπεια καταλήγω πως η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία να τείνει να καταδείξει το συστατικό στοιχείο της πρόκλησης άμεσης ψυχικής βλάβης και κατά συνέπεια οι κατηγορίες 4 και 6 υπόκεινται σε απόρριψη. Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες 4 και 6 που αντιμετωπίζει.
Κατηγορία 7
Σε σχέση με την 7η κατηγορία, το αδίκημα της άσκησης ψυχολογικής βίας στηρίζεται στα άρθρα 2, 5 και 6 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021. Το άρθρο 6 του πιο πάνω νόμου προνοεί τα εξής:
«Πρόσωπο, το οποίο με τη συμπεριφορά του η οποία εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές πλήττει σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα γυναίκας ή της προκαλεί πραγματικό φόβο, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές».
Τα συστατικά στοιχεία λοιπόν του εν λόγω αδικήματος είναι τα εξής :
(α) Οποιαδήποτε συμπεριφορά προσώπου εναντίον γυναίκας, (β) που να συνίσταται ή να εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές (γ) η οποία πλήττει σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα της γυναίκας εναντίον της οποίας στρέφεται ή της προκαλεί πραγματικό φόβο. Ο όρος «γυναίκα» σύμφωνα με το άρθρο 2 σημαίνει πρόσωπο θηλυκού βιολογικού φύλου ή θηλυκής ταυτότητας φύλου και περιλαμβάνει τέτοιο πρόσωπο που έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του. Εν προκειμένω δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η ΜΚ1 εντάσσεται εντός της πιο πάνω έννοιας του νόμου και ότι είναι γυναίκα. Το βασικό δε ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσον τέθηκε από την κατηγορούσα αρχή ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία τέτοιας υφής με την οποία να καταδεικνύεται, τέτοια συμπεριφορά του κατηγορούμενου η οποία να έπληξε τη ψυχολογική ακεραιότητα της ΜΚ1 ή της προκάλεσε πραγματικό φόβο.
Καθίσταται σαφές από το προοίμιο του Νόμου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ψήφισε το εν λόγω Νομοθέτημα σε εναρμόνιση με τις ρυθμίσεις των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης με σκοπό την παροχή (περαιτέρω) προστασίας ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, ειδικότερα σε θύματα ενδοοικογενειακής και όχι μόνο, βίας. Ως προς το τι συνιστά «ψυχολογική βία» καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την Επεξηγηματική Έκθεση που επισυνάπτεται στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας της Κωνσταντινούπολης ημερ. 15.11.21. Σύμφωνα με τις παρ. 180 & 181:
180. «Τhe extent of the offence is limited to intentional conduct which seriously impairs and damages a person’s psychological integrity which can be done by various means and methods. The Convention does not define what is meant by serious impairment. Use must be made of coercion or threats for behavior to come under this provision».
181. «This provision refers to a course of conduct rather than a single event. It is intended to capture the criminal nature of an abusive pattern of behavior occurring over time- within or outside the family. Psychological violence often precedes or accompanies physical and sexual violence in intimate relationship (domestic violence). However, it may also occur in any other type of setting, for example in the work place or school environment. It is important to stress that pursuant to Art.78 par.3 of this Convention, any state or the European Union may declare that it reserves the right to provide for non-criminal sanctions, instead of criminal sanctions if relation to psychological violence. The intention of the drafters was to preserve the principle of criminalization of psychological violence in the Convention, while allowing party flexibility where the legal system of a Party provides only for non-criminal sanctions in relation to these behaviours. Nevertheless, sanctions should be effective, proportionate and dissuasive, regardless of whether Parties choose to provide for criminal or non-criminal sanctions».
Προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα ότι, για να ενταχθεί μια συμπεριφορά στην έννοια της άσκησης ψυχολογικής βίας του άρθρου 6, απαιτείται η προσκόμιση μαρτυρίας περί της ύπαρξης τέτοιας επανειλημμένης συμπεριφοράς (που να εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές) από τον εκάστοτε «θύτη» που να οδηγεί είτε στην πρόκληση ψυχολογικής βλάβης ή στην πρόκληση πραγματικού φόβου στο θύμα, με την εν λόγω συμπεριφορά μάλιστα του θύτη να γίνεται με πρόθεση να επιφέρει την προαναφερόμενη βλάβη. Δηλαδή δεν αρκεί ένα και μοναδικό περιστατικό το οποίο ενδέχεται να προκαλέσει τη δεδομένη στιγμή φόβο στο θύμα για σκοπούς στοιχειοθέτησης του αδικήματος του άρθρου 6 του Ν.115(Ι)/2021.
Στην κατάθεσή της η παραπονούμενη αναφέρει ότι όποτε την έβλεπε ο πατέρας της μεταξύ των ετών 2019-2022 την εξύβριζε με χυδαίες λέξεις και φράσεις, αισθανόμενη ιδιαίτερα ντροπιασμένη και προσβεβλημένη στο άκουσμα τους. Κάθε φορά που την εξύβριζε η ίδια έτρεχε να φύγει, ντρεπόμενη ως ανέφερε χαρακτηριστικά «από τους γείτονες». Ο κατηγορούμενος την εξύβριζε στην πορεία των ετών χρησιμοποιώντας τις φράσεις/ λέξεις «Βρωμισμένη, λέσιη, πουτάνα, σκατοπουτάνα, βρωμοπουτάνα, βέρκα ξιμαρισμένη, τι θέλεις ρα πουτάνα δαμέ και γαμιέσαι με τη μισή Λακατάμεια».
Προσεκτική δε μελέτη και ανασκόπηση της όλης μαρτυρίας της, δια των πολλών αυθόρμητων και πηγαίων αναφορών της επί του προκείμενου, μιλά από μόνη της όσον αφορά την πληγείσα αξιοπρέπεια και ψυχολογική κατάσταση της ένεκα των εξυβρίσεων που δεχόταν, εκφράζοντας πραγματικό φόβο ως προς τί μέλλει γενέσθαι κατά τις όποιες τυχόν εκ νέου συναντήσεις της με τον κατηγορούμενο στον ισόγειο χώρο της οικίας αλλά και στην απόκτηση και χρήση φαναριού κατά την επιστροφή της στην οικία κατά τις βραδινές ώρες, για σκοπούς προστασίας, γεγονός που την οδήγησε (και) στην εξασφάλιση στα πλαίσια της παρούσας, Διατάγματος αποκλεισμού της από τον κατηγορούμενο. Υπενθυμίζω τις αναφορές της μάρτυρος ότι μέχρι και σήμερα ταλαιπωρείται από κρίσεις πανικού ένεκα της συμπεριφοράς του, με την μάρτυρα να καταρρέει κυριολεκτικά εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου. Επίρρωση σε ότι αφορά την εκστόμιση των πιο πάνω ύβρεων στο πρόσωπο την ΜΚ1 εντοπίζεται στη μαρτυρία του ΜΚ6 ο οποίος, αν και μετακόμισε το 2017 από το χώρο, έκανε λόγο για εξυβρίσεις στο πρόσωπο της μητέρας του, από τον κατηγορούμενο στην παρουσία του, όταν αυτός επισκέπτετο την οικία της μητέρας του.
Αδιαμφισβήτητα από την μαρτυρία που έχει γίνει αποδεκτή ενώπιον μου προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος με την συμπεριφορά του, εξυβρίζοντας και σχολιάζοντας υποτιμητικά την παραπονούμενη, προκάλεσε σε αυτήν πραγματικό φόβο, πλήττοντας τη ψυχολογική της ακεραιότητα. Η ΜΚ1 λόγω της πιο πάνω συμπεριφοράς φιλοξενήθηκε ανά διαστήματα από τους γιους της. Η συμπεριφορά του κατηγορούμενου, ως αυτή εκδηλώθηκε από το 2021 και μετά, φανερώνει ένα μοτίβο συμπεριφοράς μέσα στο χρόνο εναντίον της.
Το γεγονός ότι από τις ύβρεις του κατηγορούμενου έχει τρομοκρατηθεί, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου. Όλα αυτά λάμβαναν χώρα, σύμφωνα με την ίδια μεταξύ των ετών 2019 - 9.7.22. Οφείλει βεβαίως εδώ να σημειωθεί ότι, ο Νόμος 115(Ι)/2021 εφαρμόστηκε από τις 13.5.21. Προ της εφαρμογής του Νομοθετήματος, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για διάπραξη ποινικού αδικήματος με ισχύουσα την αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege» («κανένα αδίκημα χωρίς υφιστάμενο νόμο»)- (βλ. Γεώργιος Μιχαηλίδης ν Δημοκρατίας κ.α. Ποιν. Εφ. 125/2017 κ.α. ημερ. 28.1.4.2019). Η κατηγορούσα αρχή έχει, δυνάμει των πιο πάνω, επιτύχει στην απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της 7ης κατηγορίας για τη χρονική περίοδο 13.5.21 μέχρι 9.7.22. Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 7η κατηγορία που αντιμετωπίζει.
Κατάληξη
Δυνάμει όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή έχει επιτύχει στην απόδειξη των κατηγοριών 1,2,3,5 και 7 που αφορούν τον κατηγορούμενο, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, με τον κατηγορούμενο να κρίνεται ένοχος σε αυτές. Αντίστοιχα, έχει αποτύχει στην απόδειξη των κατηγοριών 4 και 6 από τις οποίες ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
(Υπογρ.)……………………………….
M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Κατά Παράβαση των άρθρων 2,3(1)(4), 15,16 και 22 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν. 119(Ι)/2000.
[2] Κατά Παράβαση των άρθρων 29 και 151 του Ποινικού Κώδικα.
[3] Κατά Παράβαση του άρθρου 91Α του Κεφ. 154.
[4] Κατά Παράβαση των άρθρων 2,3,15,16 και 22-24 του Νόμου 119(Ι)/2000.
[5] Κατά Παράβαση των άρθρων 2,3, 4(1)(2)(ιβ), 15,16 και 22-24 του Νόμου 119(Ι)/2000
[6] κατά παράβαση των άρθρων 2,5,6,11,13 και 33 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βία και Περί Συναφών Θεμάτων Νόμο 115(Ι)/2021.
[7] (Βλ. Πρακτικά ημερ. 6/11/24 σελ. 5)
[8] (Βλ. Πρακτικά ημερ. 6.11.24 σελ. 16 και 17).
[9] (βλ. πρακτικά ημερ. 28.1.25 σελ. 4).
[10] (βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Ηλιάδης & Σάντης, 2014, σ. 514).
[11] (βλ. Άρθρο 14 του Ν.119(Ι)/2000: «Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του περί Απόδειξης Νόμου, καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος βίας προς οποιοδήποτε αστυνομικό, (….) ή μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί μαρτυρία»).
[12] (βλ. Α.G v Αστυνομίας (ante)
[13] Κατηγορία 1: «Επίθεση προκαλούσα Πραγματική Σωματική Βλάβη, κατά παράβαση των άρθρων 2,3(1)(4), 15,16 και 23 του Νόμου 119(Ι)/2000». Κατηγορία 5: «Κοινή Επίθεση κατά παράβαση των άρθρων 2,3,4(1)(2)(ιβ), 15,16,23 και 24 του Νόμου 119(Ι)/2000.
[14] (βλ. R v. Court (1989) AC 28 - Άρθρο 14(1) του Sexual Offences Act 1956).
[15] (βλ. Fagan v. Metropolitan Police Commissioner (1968) 3 All ER 442).
[16] (βλ. R. v. Maurice Leeson 52 Cr. Αρρ. R. 185 και Goss and Goss (1990) 90 Cr. App. R. 400)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο