Αστυνομία ν. Αντρέα Σπύρου, Αρ. Υπόθεσης: 11266/25, 8/12/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομία ν. Αντρέα Σπύρου, Αρ. Υπόθεσης: 11266/25, 8/12/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 11266/25

Μεταξύ:

Αστυνομία

Κατηγορούσα Αρχή

-και-

Αντρέα Σπύρου

Κατηγορούμενος

Ημερομηνία:                                                8η Δεκεμβρίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή:      κα. Ν. Γρηγορίου (κα. Σ. Χατζηκωνσταντή για ν’ ακούσει Απόφαση)

Για τον Κατηγορούμενο:              κα. Ο. Γρηγορίου

Κατηγορούμενος παρόν

Ποινή

Ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής βρέθηκε ο Κατηγορούμενος σε πέντε κατηγορίες που αφορούν σε τρεις απόπειρες ληστείας κατά παράβαση του Άρθρου 284 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (το «Κεφ. 154») (Κατηγορίες 1, 2 και 4), μια ληστεία κατά παράβαση των Άρθρων 282 και 283 του Κεφ. 154 (Κατηγορία 5) και σε κατοχή επιθετικού όπλου δηλαδή ενός μαχαιριού κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3 του περί Επιθετικών Όπλων (Απαγόρευση) Νόμου, Κεφ. 159 (Κατηγορία 3).

Λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε, ο Νομοθέτης προνόησε όπως αυτά επισύρουν ποινές πολυετούς φυλάκισης. Συγκεκριμένα, για το αδίκημα της ληστείας, στο Άρθρο 283 του Κεφ. 154, προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι και 14 έτη, ενώ όταν ο δράστης είναι οπλισμένος με επιθετικό αντικείμενο (ή και υπό άλλες συνθήκες) η προβλεπόμενη ποινή αυξάνεται μέχρι και σε δια βίου φυλάκιση. Όμοια ρύθμιση γίνεται στο Άρθρο 284 του Κεφ. 154 αναφορικά με την απόπειρα ληστείας η οποία, αφ’ εαυτής κι εν τη απουσία των επιβαρυντικών συνθηκών που αναφέρονται, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι και επτά έτη. Τέλος, για το αδίκημα της 3ης Κατηγορίας το Άρθρο 3(1) του Κεφ. 159 προνοεί ποινή φυλάκισης μέχρι και 2 έτη ή πρόστιμο ΛΚ1500 ή και τις δύο ποινές. Ως είναι προφανές ο μοναδικός λόγος που η παρούσα εκδικάστηκε συνοπτικά είναι η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα στη βάση του Άρθρου 24(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

Κατόπιν διαταγής του παρόντος Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση, ο Κατηγορούμενος τέθηκε υπό κράτηση από τις 4.7.25, δηλαδή διανύει πλέον τον έκτο μήνα ως υπόδικος.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που εξέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή και δεν αμφισβήτησε η Υπεράσπιση, στις 3.7.25, ο Κατηγορούμενος ανακόπηκε για έλεγχο από την Αστυνομία κατόπιν δύο καταγγελιών για ισάριθμες απόπειρες ληστείας σε περίπτερα του Στροβόλου με χρήση μαχαιριού. Τα πιο πάνω καταγγελλόμενα περιστατικά παρέμειναν απόπειρες ληστείας επειδή ο Κατηγορούμενος δεν απέσπασε οποιοδήποτε ποσό. Οκτώ μήνες προηγουμένως όμως, στις 10 και 11 Οκτωβρίου του 2024, ο Κατηγορούμενος έδρασε με όμοιο τρόπο, αφού την πρώτη ημερομηνία αποπειράθηκε να ληστέψει περίπτερο προτάσσοντας μαχαίρι και τη δεύτερη, πάλι υπό την απειλή μαχαιριού, κατάφερε κι απέσπασε από περίπτερο το ποσό των €20. Ανακρινόμενος ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων. Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου ενώ έγινε κοινώς αποδεχτό ότι ο Κατηγορούμενος επέστρεψε τα €20 που απέσπασε από το θύμα.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Κατηγορούμενου υπέβαλε γραπτώς την εμπεριστατωμένη αγόρευσή της για μετριασμό της ποινής που πρόκειται να του επιβάλω. Την έλαβα υπόψη μου στην πλήρη μορφή της και δεν θα την επαναλάβω αυτολεξεί, αφού πρόκειται ν’ αναφερθώ στα όσα ελαφρυντικά αποδέχομαι και στο βαθμό που κρίνω ότι αυτά υπενεργούν προς μετριασμό της ποινής πιο κάτω στην παρούσα. Στις 17 και πλέον σελίδες της αγόρευσης, γίνονται στοχευμένες αναφορές σε Νομολογία και συγγράμματα. Ως προς τις συνθήκες διάπραξης, εξαιρουμένης της επακριβούς καταγραφής των γεγονότων, η συνήγορος του Κατηγορούμενου στάθηκε στην άμεση παραδοχή του στην Αστυνομία, στο λευκό ποινικό του μητρώο, στο νεαρό της ηλικίας του, στην απουσία προσχεδιασμού των εγκλημάτων, στην επίδραση της στέρησης ναρκωτικών ουσιών, το γεγονός όμως ότι ο Κατηγορούμενος πλέον δεν χρησιμοποιεί ναρκωτικά και στ’ ότι ο Κατηγορούμενος δεν άσκησε πραγματική βία σ’ οποιοδήποτε πρόσωπο.

Ως κρισιμότερες για την ενώπιον μου περίπτωση αναδείχθηκαν οι προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου και δη ο τρόπος που αυτές επίδρασαν κατά τον ουσιώδη χρόνο στην ψυχική κατάσταση του Κατηγορούμενου κατά τη διάπραξη των αδικημάτων. Προς ενίσχυση της εισήγησης της συνηγόρου του ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να θεωρήσει ως μετριαστικό παράγοντα την μειωμένη αίσθηση ευθύνης του Κατηγορούμενου, κατατέθηκαν στο Δικαστήριο δύο έγγραφα: «Έκθεση Περίπτωσης» και «Έκθεση Ψυχολογικής Αξιολόγησης». Μελέτησα και τα δύο έγγραφα με προσοχή και τα συνοψίζω ξεκινώντας από το δεύτερο: Σ’ αυτό αναφέρεται το οικογενειακό ιστορικό του Κατηγορούμενου, μέσα από το οποίο σκιαγραφείται μια ιστορία εγκατάλειψης, εκφοβισμού και απώλειας. Κατάληξη ήταν η καταφυγή στις ναρκωτικές ουσίες και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Αν και αναφέρεται ότι δεν διαπιστώνεται ψυχική διαταραχή, η εξομαλυμένη κατάσταση αποδίδεται σε συχνή παρακολούθηση από ψυχίατρο εντός φυλακών και λήψη φαρμακευτικής αγωγής, ενώ επισημαίνονται διάφορες ψυχολογικές και κοινωνικές δυσλειτουργίες.  

Το πρώτο έγγραφο είναι λεπτομερέστερο. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται, εκτός από τα όσα αναφέρονται στο δεύτερο έγγραφο, τ’ ότι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ο Κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε παρατεταμένα ναρκωτικές ουσίες με αποτέλεσμα να είναι άυπνος, ψυχολογικά απορυθμισμένος και με την ικανότητά του να διακρίνει το σωστό από το λάθος επηρεασμένη. Αντίθετα όμως με το δεύτερο έγγραφα, στο πρώτο υπάρχει διάγνωση για τον Κατηγορούμενο, ότι δηλαδή πάσχει, στο παρόν στάδιο από δυσθυμική διαταραχή και διαταραχή προσωπικότητας. Τα δύο έγγραφα συγκλίνουν ως προς τις αιτίες της κατάστασης του Κατηγορούμενου, δηλαδή του συνδυασμού παιδικών τραυμάτων που περιλαμβάνουν και το γεγονός ότι επί σειρά ετών ο Κατηγορούμενος έμενε με ανάδοχη οικογένεια και τους θανάτους και των δύο γονιών του, οικογενειακού ψυχιατρικού ιστορικού – δηλαδή του πατέρα του, της χρήσης ουσιών και της δεινής οικονομικής κατάστασης, ενώ στο δεύτερο συνίσταται, μεταξύ άλλων, και η περαιτέρω διερεύνηση της πιθανότητας ο Κατηγορούμενος να βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού.

Κλείνοντας την αγόρευσή της, η συνήγορος εισηγείται, εν όψει του συνόλου των συνθηκών διάπραξης και των προσωπικών συνθηκών του Κατηγορούμενου, ότι η προκείμενη περίπτωση είναι κατάλληλη για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής εκτέλεσης της ποινής.

Η θέση της συνηγόρου του Κατηγορούμενου ότι τ’ αδικήματα που εκείνος έχει διαπράξει είναι εκ των σοβαρότερων που εντοπίζονται στον ποινικό μας Κώδικα, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.

Στη Γενικού Εισαγγελέα ν Τσαπατσάρη (2000) 2 Α.Α.Δ. 304, το Δικαστήριο τόνισε:

«Η νομολογία καταδείχνει πως σε περιπτώσεις όπως είναι η παρούσα είναι ορθή η επιβολή πολυετούς ποινής φυλάκισης.  Βλ. Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Θεοδόσης Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174 και Γεώργιος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411.»

Ενώ, στην Ιωάννου ν Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171, το τότε Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Αναμφίβολα η εξατομίκευση είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση και αποτελεί μέρος της διαδικασίας που έχει ως αντικείμενο τη δίκαιη μεταχείριση των ενόχων κάθε εγκληματικής πράξης. Ωστόσο, η εξατομίκευση δεν μπορεί να υποβαθμίσει τη σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος και την ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αυτής της κατηγορίας αδικημάτων.  Η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ούτε στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής. (Βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224.)

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο εφεσείων τρία σχεδόν χρόνια μετά την αποφυλάκισή του και ενώ ακόμα βρισκόταν σε ισχύ ο όρος για την αναστολή της ποινής αποφάσισε να εμπλακεί στη διάπραξη του σοβαρού αυτού εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο. Η στάση του εφεσείοντα με δοσμένες τις πιο πάνω περιστάσεις, φανερώνει άτομο με έκδηλη τη ροπή προς το έγκλημα. Η πολυετής ποινή φυλάκισης που επέβαλε το αγγλικό δικαστήριο δεν επενέργησε αποτρεπτικά και συνεπώς η προηγούμενη καταδίκη περιόρισε εκ προοιμίου τα περιθώρια επιείκειας.

Στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, τονίστηκε από το Εφετείο ότι "Η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου δικαιολογείται, όλως ιδιαίτερα, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που οριοθετεί και το πλαίσιο αντιμετώπισής τους.".

Οι ληστείες τραπεζικών καταστημάτων και καταστημάτων συνεργατικών εταιρειών άρχισαν να προσλαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις και η ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου εμφανίζεται επιτακτική. Στη Νεοφύτου Κώστα Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 83 (απόφαση Πική, Π.) επισημαίνεται ότι τα εγκλήματα ληστείας βρίσκονται σε έξαρση, γεγονός το οποίο καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στον καθορισμό της ποινής».

Αν και η αναφορά στην Ιωάννου (ανωτέρω) αφορούσε τη διαπίστωση της συχνότητας διάπραξης ληστειών κατά τραπεζικών καταστημάτων, έχει έκτοτε αναγνωριστεί νομολογιακώς και η έξαρση ληστειών και ομοειδών αδικημάτων γενικά.

Στη Φαναράς ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50, το Ανώτατο Δικαστήριο, έκρινε μεν ως αυστηρή την ποινή φυλάκισης 8 ετών για νεαρά πρόσωπα που διέπραξαν το αδίκημα της ένοπλης ληστείας, ωστόσο δεν επενέβη καθότι δεν την έκρινε έκδηλα υπερβολική.

Στην υπόθεση Velcu v Αστυνομίας, ποιν. Έφεση 100/19, ημερομηνίας 20.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:B21, το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά, μεταξύ άλλων και στη Φαναράς (ανωτέρω), αναφέρθηκε στην επίδραση του νεαρού της ηλικίας κατηγορούμενου σε σοβαρά αδικήματα. Υπενθυμίζεται ότι στη Velcu (ανωτέρω) το αδίκημα αφορούσε εκείνο της διάρρηξης εν καιρώ νυκτός και εντοπίζεται το εξής χρήσιμο απόσπασμα, στο οποίο οι συνθήκες ομοιάζουν σε ορισμένα σημεία με την εδώ κρίσιμη υπόθεση:

«Η αναγκαιότητα, όμως, για επιτέλεση του σκοπού της αναμόρφωσης, δεν μπορεί να εξουδετερώνει τους υπόλοιπους στόχους της επιβολής ποινής που αφορούν στην αποτροπή διάπραξης αδικημάτων, τόσο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όσο και από τρίτους, και, επιπλέον, στοχεύει στην προστασία του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου από συμπεριφορές όπως αυτές του εφεσείοντα. Δεν θα ήταν ορθό το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορουμένου να θεωρηθεί ότι αποτελεί παράγοντα αποφυγής των συνεπειών του νόμου και απουσίας επιβολής οποιασδήποτε ποινής. 

Στο σύγγραμμα Emmins on Sentencing, 3rd edition, στη σελίδα 64 αναφέρεται ότι:

"The fact that the offender's youth will be of less importance when the offence is a very serious one."

Η επιπολαιότητα την οποία έχει επιδείξει ο εφεσείων, η μικρή του ηλικία, ή και ακόμη το μη συγκροτημένο οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο έζησε ο εφεσείων και επηρέασε αναπόφευκτα την προσωπικότητα του, αποτελούν μέρος των προσωπικών του συνθηκών οι οποίες, κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, πλην, όμως, δεν αποτελούν το μόνο παράγοντα κατά την αξιολόγηση και στάθμιση των παραγόντων που συνθέτουν την υπόθεση για σκοπούς επιβολής ποινής. Ιδίως σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, όπου ένα τόσο νεαρό πρόσωπο επιδεικνύει σοβαρής μορφής παραβατικότητα.

Στην υπόθεση Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 44/2016,  ημερ. 4 Απριλίου 2019, το Δικαστήριο ανέφερε ότι:

"Θεωρούμε σκόπιμο να τονίσουμε σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του παραβάτη δεν είναι αποφασιστικής σημασίας. Η ανάγκη για εξατομίκευση δεν ατονεί, όμως δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για την προστασία της κοινωνίας και την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου."»

Στη Γεώργιος Κώστα Σταύρου «Φάντης» ν Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 61, το Δικαστήριο, συνυπολογίζοντας τις ψυχικές διαταραχές του Κατηγορούμενου, ο οποίος διέπραξε ένοπλη ληστεία με περίστροφο αποκομίζοντας μεγάλα ποσά και ο οποίος αντιμετώπιζε μια προηγούμενη καταδίκη, επικύρωσε δεκαετή ποινή φυλάκισης.

Τέλος στη Ντάνυ Χασσαν ν Δημοκρατίας, ποιν. Εφέσεις 196/13 και 197/13, ημερομηνίας 10.10.2014 το Ανώτατο Δικαστήριο μείωσε την πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή των έξι ετών σε 4 έτη κι 6 μήνες για δράστη ηλικίας 27 ετών που διέπραξε σωρεία ένοπλων ληστειών.    

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου τα εξής:

-       Το λευκό ποινικό του μητρώο.

-       Το νεαρό της ηλικίας του στο βαθμό που αυτό εφαρμόζεται εν προκειμένω μια και ο Κατηγορούμενος είναι σήμερα 28 ετών.

-       Την άμεση παραδοχή του τόσο στις Αρχές όσο κι ενώπιον του Δικαστηρίου ενέργειες που αφενός συνέτειναν στην εξιχνίαση του εγκλήματος και αφετέρου στην περίσωση πολύτιμου Δικαστικού χρόνου και την απολογία του στο Δικαστήριο, στοιχεία που δείχνουν ότι ο Κατηγορούμενος έχει μεταμεληθεί.

-       Την προχειρότητα στην διάπραξη των εγκλημάτων, μια κι εκ των γεγονότων προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος, εισερχόταν σε περίπτερα της περιοχής Στροβόλου χωρίς να καλύπτει το πρόσωπό του και πρότασσε ένα κουζινομάχαιρο που πήρε απ’ το σπίτι του, προσπαθώντας ν’ αποσπάσει χρήματα και στις 3 εκ των 4ων περιπτώσεων που επιχείρησε ως ανωτέρω - και χωρίς να συναντήσει οποιαδήποτε σθεναρή αντίσταση - εγκατέλειψε την προσπάθεια.

-       Το γεγονός ότι από τις 4 περιπτώσεις ο Κατηγορούμενος απέσπασε μόνον το ποσό των €20, τ’ οποίο κι έπειτα επέστρεψε.

-       Τ’ ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, έχει καταδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος τελούσε υπό αυξημένο άγχος κι ότι βρισκόταν σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά και πιθανώς υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, τις οποίες όμως δεν χρησιμοποίησε προκειμένου να υποβοηθηθεί στην διάπραξη των αδικημάτων. Κατά τον τρόπο τούτο αποδέχομαι ότι η κριτική ικανότητα του Κατηγορούμενου ήταν μειωμένη, όχι σε βαθμό που να τον απαλλάσσει από την ποινική του ευθύνη, αλλά ως εξήγηση για την καταφυγή του στις εγκληματικές του πράξεις. Δεν μου διέφυγε, παρά ταύτα, ότι τα περιστατικά που αναφέρονται στο Κατηγορητήριο έλαβαν χώρα με 8 μήνες διαφορά. Δηλαδή τα πρώτα δύο στις 10.11.24 και 11.11.24 και τα 2 τελευταία στις 3.7.25. Επομένως δεν είναι δυνατό να θεωρήσω τα πιο πάνω 4 συνολικά περιστατικά ως μέρη της ίδιας «συναλλαγής».  

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου και τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, οι οποίες είναι, ομολογώ, ιδιάζουσες. Ως διαφαίνεται από τη σύγκλιση των δύο εκθέσεων που η συνήγορός του προσκόμισε στο Δικαστήριο, ο Κατηγορούμενος βίωσε μια τραυματική παιδική ηλικία, η οποία επηρέασε τη ψυχοσύνθεσή του και συνδέεται αιτιωδώς με διάφορες δυσλειτουργίες που σήμερα παρουσιάζει. Αναφέρομαι σε σύγκλιση μεταξύ των δύο εκθέσεων καθότι το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να λάβει υπόψη ζητήματα στα οποία αυτές αποκλίνουν. Απόκλιση εν προκειμένω εντοπίζεται όσων αφορά την παρούσα ψυχολογική κατάσταση του Κατηγορούμενου με τη δεύτερη έκθεση να επισημαίνει ότι, στην παρούσα φάση, δεν εντοπίζεται ενεργός ψυχική διαταραχή, ενώ με την πρώτη έκθεση ο Κατηγορούμενος διαγιγνώσκεται από δυσθυμική διαταραχή. Υπενθυμίζω ότι αμφότερες οι εκθέσεις προσκομίστηκαν από την Υπεράσπιση και δεν τίθεται ζήτημα επίλυσης οποιασδήποτε τυχόν ασυμφωνίας ή απόκλισης μεταξύ τους. Έχοντας αναφέρει τούτα και όπως ήδη ανέφερα, είναι διάχυτη σ’ αμφότερα τα έγγραφα η γενικότερη εικόνα του Κατηγορούμενου, δηλαδή εκείνη της ευαλωτότητας και της δυσκολίας ρύθμισης συναισθημάτων και συμπεριφορών καθώς και αυτοκαταστροφικής τάσης.

Αυτά ως προς τα ελαφρυντικά.

Κατά την επιλογή του ύψους και του είδους της ποινής, έλαβα υπόψη μου τα ελαφρυντικά μεν, αλλά δεν είναι δυνατό να παραγνωρίσω ούτε την εν γένει σοβαρότητα των αδικημάτων, αλλ’ ούτε κι ότι, έστω και με τη ψυχολογική κατάσταση του Κατηγορούμενου που περιεγράφηκε λεπτομερώς, οι συνέπειες των πράξεων του θα μπορούσαν να καταστούν ενδεχομένως και ολέθριες. Αν και το Δικαστήριο αναγνώρισε ως ελαφρυντικό τ’ ότι ουδείς τραυματίστηκε από τις πράξεις του, επισημαίνεται, εμφαντικά, ότι ο Κατηγορούμενος, τελώντας υπό το καθεστώς που οι εκθέσεις περιγράφουν, πρόταξε επιθετικό όπλο σε συμπολίτες του καταστηματάρχες κι αποπειράθηκε να τους ληστέψει. Μπορεί μεν η ψυχολογική κατάστασή του να εξηγεί ως ένα βαθμό την αιτία των πράξεων του, αλλά οι συνέπειες έγιναν αισθητές στην ίδια ένταση από τα θύματα, ανεξάρτητα των αιτιών και κινήτρων. Έτι δε περαιτέρω, η περιγραφείσα ψυχολογική κατάσταση του Κατηγορούμενου υποδηλοί θεωρώ και το απρόβλεπτο της συμπεριφοράς του κατά τη διάπραξη, μια και, ως ήδη ανέφερα, μέρος της αποτελεί και η μειωμένη αντίληψή του.

Εντός του πιο πάνω πλαισίου θεωρώ ότι όλα τα ελαφρυντικά που έλαβα υπόψη μου για τον Κατηγορούμενου μπορούν μόνον να επιδράσουν ως προς το ύψος της ποινής που θα του επιβάλω, αλλ’ όχι ως προς το είδος. Ποινή στερητική της ελευθερίας του είναι θεωρώ εν προκειμένω η μόνη αρμόζουσα.

Επιδεικνύοντας τη μέγιστη δυνατή επιείκεια στον Κατηγορούμενο κι έχοντας κατά νου την αρχή της συνολικότητας της ποινής επιβάλλω σ’ αυτόν:

Σ’ έκαστη εκ των Κατηγοριών 1, 2 και 4 ποινές φυλάκισης 2 ετών κι έξι μηνών

Στην 3η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών και

Στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 ετών

Οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν.

Εν όψει των ποινών που έχω επιβάλει, προχωρώ να εξετάσω εάν συντρέχουν, στη βάση του Άρθρου 3 του  Περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως Εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972 (Ν.95/1972), λόγοι αναστολής της εκτέλεσης τους. Στη βάση της παραγράφου 2 του Άρθρου 3, «το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου». Η αρχή ότι το Δικαστήριο δέον να εξετάζει το σύνολο των περιστάσεων συζητήθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και μετέπειτα στην Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ 449.

Το ζήτημα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και όπως ειπώθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930:

«Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής.  Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

Στην Αστυνομία ν. Μιλτιάδους, Ποινική Έφεση 277/2018, ημερομηνίας 10.5.19, ECLI:CY:AD:2019:B179, αναφέρθηκε ότι:

«βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία […]».

Στο σύνολο των ενώπιον μου περιστάσεων δεν θεωρώ ότι έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου που να με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η φυλάκιση του Κατηγορούμενου θα έχει δυσανάλογα αρνητικές επιπτώσεις σ’ αυτόν. Δεν μου διέφυγε η αναφορά ότι ο Κατηγορούμενος έχει εκδηλώσει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά εντός των φυλακών, αλλ’ αυτή δεν έχει διασυνδεθεί αιτιωδώς με την κράτησή του καθ’ αυτή. Αντίθετα κι εξ όσων διαφαίνεται από τις κατατεθειμένες εκθέσεις, ο Κατηγορούμενος παρακολουθείται από ψυχίατρο εντός των φυλακών και λαμβάνει θεραπευτική αγωγή, η οποία, κατ’ ελάχιστο, φαίνεται να ‘χει επιδράσει θετικά επί της συμπτωματολογίας του, αλλά κι επί του ότι εντός του περιβάλλοντος ο Κατηγορούμενος είναι αρνητικός στη χρήση παράνομων ουσιών. Εξετάζοντας το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής του επανεκτίμησα και την ηλικία του, και το λευκό του ποινικό μητρώο, και την παραδοχή του και τη μεταμέλειά του. Επανεκτίμησα επίσης ότι ο Κατηγορούμενος έδρασε κατά τρόπο ενδεχομένως παρορμητικό και δίχως εξεζητημένο προσχεδιασμό και δεν αποκόμισε πραγματικό οικονομικό όφελος. Παρά ταύτα δεν μπορώ παρά να επαναφέρω στο προσκήνιο τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος διέπραξε ως την ανέλυσα προηγουμένως και την ανάγκη γι’ αποτροπή, η οποία εν προκειμένω κι ενόψει του αριθμού και της χρονικής διάστασης των περιστατικών, επεκτείνεται και για σκοπούς ειδικής αποτροπής. Έχοντας ήδη αναγνωρίσει ότι ο Κατηγορούμενος είχε κι έχει μια δύσκολη ζωή που στιγματίστηκε με παιδικά τραύματα και σταθμίζοντάς τα πιο πάνω στο σύνολο των περιστάσεων, διαπιστώνω ότι οι προσωπικές του συνθήκες δεν είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσουν την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε. Καταλήγω επομένως ότι τυχόν αναστολή των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης, δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα τούτη και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της ποινής.

Οι ποινές που επιβλήθηκαν στον Κατηγορούμενο να εκτελεστούν άμεσα και ν’ άρχονται από την ημέρα που ο Κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση δηλαδή από τις 4.7.25.

Ως προς τα Τεκμήρια το Τεκμήριο 1 να καταστραφεί ενώ τα Τεκμήρια 2, 3 και 4 να επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους τους.

 

…………………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο