Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. Π.Κ., Αρ. Υπόθεσης: 19405/22, 29/1/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. Π.Κ., Αρ. Υπόθεσης: 19405/22, 29/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ.Συμεωνίδης, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 19405/22

 

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

Π. Κ.

Κατηγορούμενος

 

 

Ημερομηνία: 29.01.25

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ν. Νικολάου 

Για κατηγορούμενο: κ. Η. Αγαθοκλέους 

Κατηγορούμενος: παρών

___________________________________________________________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δοθείσα αυθημερόν)

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι κατά το έτος 2019 προκάλεσε τρόμο στην παραπονούμενη, Χ.Ξ., απειλώντας την με τη φράση «Θα σε σκοτώσω» κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα.

 

Κατά την έναρξη της ακρόαση δηλώθηκαν από τις δύο πλευρές κάποια γεγονότα ως από κοινού παραδεκτά και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο ως τέτοια. Συγκεκριμένα, δηλώθηκε από κοινού ότι στις 26.07.21 λήφθηκε κατάθεση από τον κατηγορούμενο στο πλαίσιο διερεύνησης των αδικημάτων της κοινής επίθεσης και της απειλής, κατατέθηκε η εν λόγω κατάθεση στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2 και δηλώθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε γραπτώς στις 13.09.21 απαντώντας «δεν παραδέχομαι».

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, η οποία υπήρξε και η μόνη μάρτυρας που παρουσιάστηκε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, περί το 2019 ο κατηγορούμενος ο οποίος είναι δεύτερος της ξάδελφος, της ζήτησε να του δανείσει το χρηματικό ποσό των Ευρώ 5.500. Η παραπονούμενη το έπραξε με την προϋπόθεση ότι θα της επέστρεφε τα χρήματα τον επόμενο μήνα. Πέρασαν κάποιοι μήνες και ο κατηγορούμενος δεν της επέστρεψε τα χρήματα, ενώ παράλληλα δεν απαντούσε ούτε στα διάφορα τηλεφωνήματά της. Η παραπονούμενη αποφάσισε, με τη βοήθεια του κουμπάρου της, Α.Χ., να επισκεφθεί την οικία του κατηγορούμενου, ο οποίος διέμενε στο χωριό Δωρά. Σταμάτησαν με το αυτοκίνητο στο καφενείο του χωριού, όπου αποβιβάστηκε ο κουμπάρος της και μαζί με την ξαδέλφη της, Γ.Κ., η οποία διαμένει δίπλα από το καφενείο, η παραπονούμενη επισκέφθηκε την οικία του κατηγορούμενου.

 

Όταν η παραπονούμενη είδε τον κατηγορούμενο στο σπίτι του, στην παρουσία της μητέρας του, η οποία έκτοτε απεβίωσε, τον ρώτησε γιατί δεν της απαντούσε στο τηλέφωνο και τότε ο κατηγορούμενος άρχισε να την βρίζει. Ενώ βρίσκονταν στην αυλή του σπιτιού του κατηγορούμενου, ο κατηγορούμενος την πλησίασε και την έσπρωξε με τα χέρια του με αποτέλεσμα η ίδια να κινηθεί προς τα πίσω. Όπως ανέφερε, εάν δεν την κρατούσε η ξαδέλφη της, Γ.Κ., θα έπεφτε στο έδαφος. Έπειτα, την κλώτσησε στην δεξιά της πλευρά. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος πήρε το αυτοκίνητό του και έφυγε. Η παραπονούμενη ανέφερε ότι δεν θυμόταν τις βρισιές που της είπε ο κατηγορούμενος εφόσον κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία στις 22.06.21 και από τότε είχε ήδη περάσει αρκετός καιρός. Επίσης, λόγω της κλοτσιάς πονούσε για δύο περίπου μήνες αλλά η ίδια δεν επισκέφθηκε κάποιο γιατρό έπειτα από το περιστατικό.

 

Κατέθεσε η παραπονούμενη στην αστυνομία, στις 22.06.21, ότι όπως πληροφορήθηκε από τον κουμπάρο της, Α.Χ., έπειτα από το περιστατικό, ο κατηγορούμενος μετέβη στο καφενείο και του είπε να μην την ξαναφέρει στη Δωρά γιατί θα την σκοτώσει.

 

Μετά το περιστατικό, η ξαδέλφη της μίλησε με κάποιο συγγενή της αστυνομικό, τον Π.Π., ο οποίος της είπε να μην επικοινωνήσει ξανά με τον κατηγορούμενο και ότι θα αναλάμβανε εκείνος να μεσολαβήσει για να της επιστραφούν τα χρήματα. Ο Π.Π. και ο κατηγορούμενος είναι ξαδέλφια. Το επόμενο διάστημα ο Π.Π. της επέστρεψε γύρω στα Ευρώ 600 και έπειτα, παρά τις υποσχέσεις του, δεν της επέστρεψε οποιοδήποτε άλλο ποσό. Η όλη κατάσταση προκάλεσε στην παραπονούμενη κατάθλιψη και φοβίες. Δήλωσε ότι είχε παράπονο τόσο από τον κατηγορούμενο, όσο και από τον Π.Π. λόγω του ότι δεν της επιστράφηκαν τα χρήματά της αλλά και λόγω της επίθεσης που δέχτηκε από τον κατηγορούμενο.

 

Στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασής της, η παραπονούμενη ανέφερε ότι δεν περιέγραψε το περιστατικό στα παιδιά της για να μην τα πληγώσει και λόγω του φόβου και της αναστάτωσης που της προκλήθηκε δεν ήθελε να καταγγείλει τον κατηγορούμενο στην αστυνομία, κάτι το οποίο αναγνωρίζει ως λάθος της. Το έπραξε δύο χρόνια αργότερα, όταν πλέον όλοι έμαθαν τί έγινε.

 

Πρόσθεσε, επίσης, η παραπονούμενη ότι ο κατηγορούμενος δεν ξεστόμισε την απειλητική φράση μόνο μπροστά από τον κουμπάρο της όταν έφυγε από την οικία του και μετέβη στο καφενείο. Το έπραξε και κατά το χρόνο που βρίσκονταν στην οικία του, λέγοντάς της: «θα σε κρούσω, θα σε σκοτώσω, θα σε κάνω κομμάτια».  

 

Αντεξεταζόμενη η παραπονούμενη κατέθεσε ότι είχε αναφέρει στην αστυνομία κατά τη λήψη της μαρτυρίας της ότι ο κατηγορούμενος την απείλησε ευθέως ενώ βρισκόταν στην αυλή της οικίας του και ότι δεν γνωρίζει γιατί αυτό δεν καταγράφηκε στην κατάθεσή της. Επίσης, ανέφερε ότι μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσής της στην αστυνομία, η ίδια δεν την διάβασε εκ νέου για να διασφαλίσει την ακρίβεια των όσων περιλαμβάνονται σε αυτή και απλά την υπέγραψε.

 

Σε υποβολή που της έγινε ότι η ξαδέλφη της, Γ. Κ., σε κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία δεν ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος απείλησε την παραπονούμενη, η παραπονούμενη απάντησε ότι είχε πρόσφατα συνομιλήσει μαζί της και η πρώτη της είπε ότι λόγω της συγγένειας της με τον κατηγορούμενο και λόγω του ότι διατηρεί καφενείο στο χωρίο, δεν επιθυμούσε να αναμιχθεί στην υπόθεση καταθέτοντας εναντίον του.

 

Όταν κλήθηκε σε απολογία, ο κατηγορούμενος επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμά του στη σιωπή.

 

Με το πέρας της μαρτυρίας, οι συνήγοροι των δύο πλευρών αγόρευσαν στο Δικαστήριο προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. Έχω ακούσει τα όσα έχουν αναφέρει και τα λαμβάνω υπόψη μου. Δεν κρίνω σκόπιμο να τα αναπαράγω για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης.

 

Αξιολόγηση

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας, επισημαίνω ότι, παρά το ότι η παραπονούμενη με τη μαρτυρία της φαίνεται να καταλογίζει στον κατηγορούμενο τη διάπραξη και άλλων αδικημάτων, πέραν αυτού της απειλής, εντούτοις για λόγους που δεν αφορούν το Δικαστήριο (και ενδεχομένως να σχετίζονται με τις νομοθετικές ρυθμίσεις παραγραφής αδικημάτων που δικάζονται συνοπτικά), προσάπτεται στον κατηγορούμενο μόνο μία κατηγορία, ήτοι αυτή που αφορά στη διάπραξη του αδικήματος της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Π.Κ..

 

Χωρίς να παραγνωρίζεται ότι οι ισχυρισμοί των γεγονότων που παρέθεσε η παραπονούμενη συνθέτουν ένα ενιαίο περιστατικό (εξ ου και επιτράπηκε ως σχετική η κατάθεση της εν λόγω μαρτυρίας), επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο καλείται εν προκειμένω να εξετάσει μόνο κατά πόσο στοιχειοθετείται το αδίκημα της απειλής και όχι οποιονδήποτε άλλο αδίκημα. Νοείται, συνεπώς, ότι, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας, το Δικαστήριο θα περιοριστεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τα γεγονότα που αφορούν την στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου αδικήματος για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος και μόνον, χωρίς να εκφέρει κρίση ως προς τη διάπραξη οποιωνδήποτε άλλων αδικημάτων για τα οποία δεν έχουν προσαχθεί κατηγορίες εναντίον του κατηγορούμενου και για τα οποία, συνεπώς, τεκμαίρεται ότι είναι αθώος. Για αυτό το λόγο, εξάλλου, δεν αντεξετάστηκε η παραπονούμενη επί των ισχυρισμών της ότι ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε σπρώχνοντας και κλωτσώντας την ή ότι την εξύβρισε ενώ βρισκόταν στην αυλή της οικίας του.

 

Προχωρώ, λοιπόν, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, την οποία παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή ενόσω κατέθετε κατά την ακροαματική διαδικασία και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσε στις διάφορες ερωτήσεις που της υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό της και, γενικότερα, τη συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Πρόκειται για τη μόνη μάρτυρα που κατέθεσε στο Δικαστήριο εναντίον του κατηγορούμενου. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο καλείται, κατά την αξιολόγησή της, να προσεγγίσει την εν λόγω μαρτυρία με ιδιαίτερη προσοχή, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου βασιζόμενο στη μαρτυρία ενός μόνο προσώπου. Η νοητική αυτή άσκηση από μέρους του Δικαστηρίου δεν γίνεται με μηχανιστικό τρόπο αλλά ουσιαστικά, προσεγγίζοντας τη μαρτυρία με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά χωρίς προκατάληψη.

 

Σε γενικές γραμμές, αποκόμισα πολύ θετική εντύπωση από την παραπονούμενη ως μάρτυρα αλήθειας. Ήταν αφοπλιστική η αμεσότητα, ο αυθορμητισμός και ο πηγαίος τρόπος με τον οποίο κατέθετε στο Δικαστήριο, σε τέτοιο βαθμό, που με έπεισε για τη ειλικρίνεια και τη φιλαλήθειά της. Ήταν εμφανής η πρόθεσή της να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα γεγονότα ως αυτή τα αντιλήφθηκε. Με εξαίρεση ένα συγκεκριμένο σημείο στο οποίο θα αναφερθώ πιο κάτω, δεν εντόπισα οποιεσδήποτε αντιφάσεις ή υπερβολές στα όσα παρέθεσε.  

 

Λαμβάνω υπόψη μου ότι πρόκειται για πρόσωπο το οποίο δεν φαίνεται να είχε οποιοδήποτε κίνητρο να κατασκευάσει μια εκδοχή εναντίον του κατηγορούμενου ώστε να τον καταγγείλει ψευδώς τόσο στην αστυνομία όσο και ενόρκως στο Δικαστήριο. Ενόψει, μάλιστα, και του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος κατέθεσε στην αστυνομία ότι ουδέποτε δανείστηκε χρήματα από την παραπονούμενη και δεν είχε οποιεσδήποτε διαφορές μαζί της (βλ. Τεκμήριο 2), η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης, μέσω σχετικής υποβολής που της έγινε, ότι εκείνη κατήγγειλε τον κατηγορούμενο ψευδώς στην αστυνομία για να ασκήσει σε αυτόν πίεση ώστε να της επιστρέψει τα χρήματα που του είχε δανείσει, παρέμεινε μετέωρη και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Εξάλλου, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία που να τείνει να καταδείξει ότι έπειτα από την υποβολή της καταγγελίας στην αστυνομία, η παραπονούμενη επιχείρησε με οποιοδήποτε τρόπο να απαιτήσει την επιστροφή των χρημάτων με αντάλλαγμα την απόσυρση του παραπόνου της. Αντιθέτως, ως διαφάνηκε, μέχρι που κλητεύθηκε για να καταθέσει στο Δικαστήριο, η ίδια δεν είχε καν αντιληφθεί ότι η καταγγελία της προωθήθηκε από την αστυνομία στη Νομική Υπηρεσία του κράτους και ότι η παρούσα υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου για εκδίκαση. Εν πάση περιπτώσει, δεν μου δόθηκε η εντύπωση ότι η παραπονούμενη, με την ιδιοσυγκρασία που επέδειξε στο Δικαστήριο, είναι πρόσωπο ικανό για κάτι τέτοιο.

 

Αποδέχομαι, λοιπόν, ως αληθείς τους λόγους που παρέθεσε η παραπονούμενη για να εξηγήσει την καθυστέρηση που παρατηρείται στην υποβολή της καταγγελίας της στην αστυνομία, ήτοι ότι ήθελε να κρατήσει το όλο περιστατικό μυστικό από τα παιδιά της για να μην τα αναστατώσει, καθώς και τον ισχυρισμό της ότι, έπειτα από το περιστατικό που έλαβε χώρα στην οικία του κατηγορούμενου, ενημερώθηκε από τον κουμπάρο της ότι ο κατηγορούμενος τον προέτρεψε να μην την ξαναφέρει στο χωριό του διαφορετικά θα την σκότωνε. Αποδέχομαι, επίσης, τη θέση της ότι το επίδικο περιστατικό, περιλαμβανομένης και της πιο πάνω δήλωσης του κατηγορούμενου, η οποία της μεταφέρθηκε από τον κουμπάρο της, την είχε αναστατώσει σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει βαριά θλίψη αλλά και φόβο ως προς το πώς θα ενεργούσε ο κατηγορούμενος στο μέλλον. 

 

Η μόνη πτυχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης για την οποία διατηρώ επιφυλάξεις είναι ο ισχυρισμός της ότι ο κατηγορούμενος ξεστόμισε τη φράση «θα σε κρούσω, θα σε σκοτώσω, θα σε κάνω κομμάτια» απευθυνόμενος προς την ίδια κατά τον χρόνο που βρίσκονταν ακόμη στην οικία του, πριν ο ίδιος μεταβεί στο καφενείο του χωριού. Αυτό γιατί η παραπονούμενη, όταν υπέβαλε την καταγγελία της στην αστυνομία, δύο και πλέον χρόνο έπειτα από το επίδικο συμβάν, όταν τα γεγονότα ήταν αδιαμφισβήτητα πιο φρέσκα στη μνήμη της, δεν φαίνεται να ανέφερε στην αστυνομία κάτι τέτοιο ώστε αυτό να καταγραφεί στην κατάθεσή της. Αντί αυτού, η παραπονούμενη ήγειρε αυτό τον ισχυρισμό για πρώτη φορά στο Δικαστήριο, πέντε περίπου χρόνια έπειτα από το επίδικο περιστατικό. Αν και από τη συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα, δεν μου δόθηκε η εντύπωση ότι η παραπονούμενη παρέθεσε τον ισχυρισμό αυτό επιτηδευμένα για να υποστηρίξει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, εντούτοις το γεγονός και μόνο ότι ένας τόσο σοβαρός και ουσιώδης για την παρούσα υπόθεση ισχυρισμός δεν προβλήθηκε νωρίτερα, εγείρει ερωτηματικά ως προς το κατά πόσο αντικατοπτρίζει την αλήθεια ή εάν η μνήμη της παραπονούμενης, ενόψει και του χρόνου που έχει διαρρεύσει από τότε, την παραπλανάει ως προς αυτό το σημείο. Προς τούτο, λαμβάνω υπόψη μου ότι ο αστυνομικός που έλαβε την κατάθεση της παραπονούμενης δεν φαίνεται να είχε οποιοδήποτε κίνητρο να παραλείψει να συμπεριλάβει σε αυτήν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό της παραπονούμενης (στην περίπτωση που η ίδια τον είχε παραθέσει κατά την υποβολή της καταγγελίας της, ως ανέφερε στο Δικαστήριο), ενώ παράλληλα, δεν προσκομίστηκε και οποιαδήποτε μαρτυρία από την ξαδέλφη της, η οποία ήταν παρούσα κατά το επίδικο περιστατικό και η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει τα λεγόμενα της παραπονούμενης.

 

Με εξαίρεση το πιο πάνω σημείο, λοιπόν, η μαρτυρία της παραπονούμενης γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη.  

 

Ευρήματα

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας, ανάλογα είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου:

 

Περί το 2019, όταν η παραπονούμενη επισκέφθηκε την οικία του κατηγορούμενου που βρισκόταν σε χωριό της επαρχίας Λεμεσού για να του ζητήσει την επιστροφή χρημάτων που του είχε δανείσει, εκείνος αντέδρασε με βίαιο τρόπο. Έπειτα ο κατηγορούμενος έφυγε από την οικία του και μετέβη στο καφενείο του χωριού. Λίγο αργότερα, ο κουμπάρος της παραπονούμενης, ο οποίος βρισκόταν στο καφενείο, την ενημέρωσε ότι ο κατηγορούμενος του είχε πει να μην την ξαναφέρει στο χωριό γιατί θα την σκότωνε. Ακούγοντας τούτο από τον κουμπάρο της, η παραπονούμενη φοβήθηκε για την ασφάλειά της.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας»[1].

 

Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της «απειλής» κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 91Α:

 

Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.”

 

Προκύπτει ότι συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι α) η απειλή άσκησης βίας ή τέλεσης παράνομης πράξης, και β) η πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στο πρόσωπο που απειλείται.

 

Το τι συνιστά απειλή, είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των όσων εκστομίζονται και το αποτέλεσμα που αυτά προκαλούν στο πρόσωπο που απευθύνονται[2]. 

 

Επιπλέον, ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πρόθεση εκφοβισμού του εκάστοτε παραπονούμενου, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για τη διάπραξη του αδικήματος[3].  Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ο σκοπός ή η πρόθεση διάπραξης ενός ποινικού αδικήματος (εν προκειμένω η πρόθεση εκφοβισμού του προσώπου που δέχεται την απειλή) δεν είναι πάντοτε δεκτικά θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ως αναγόμενα αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου μπορεί να αποδειχθούν με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση.

 

Υπεισερχόμενος στα γεγονότα της υπόθεσης, παρατηρώ ότι δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία, η οποία να τείνει να αποδείξει με θετικό τρόπο ότι ο κατηγορούμενος, ενώ βρισκόταν στο καφενείο του χωριού, όντως ξεστόμισε τη φράση «θα σε σκοτώσω», ως του καταλογίζεται στο κατηγορητήριο. Αυτό που προκύπτει από τη μαρτυρία είναι ότι η παραπονούμενη πληροφορήθηκε από τον κουμπάρο της ότι ο κατηγορούμενος ξεστόμισε αυτή τη φράση ενώ βρισκόταν στο καφενείο του χωριού. Όμως, ο κουμπάρος της παραπονούμενης, το πρόσωπο δηλαδή που άκουσε τον παραπονούμενο να ξεστομίζει την επίδικη φράση και την μετέφερε στην παραπονούμενη, δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να καταθέσει (και να αντεξεταστεί) ως προς το τί ακριβώς άκουσε τον κατηγορούμενο να λέει ή να περιγράψει τις περιστάσεις και τον τρόπο που ο κατηγορούμενος κατ’ ισχυρισμό ξεστόμισε αυτή τη φράση. Περαιτέρω, δεν έχει διευκρινιστεί εάν ο κατηγορούμενος ζήτησε από το πρόσωπο αυτό να μεταφέρει αυτή την «απειλή» προς την παραπονούμενη, ή έστω εάν γνώριζε ή είχε λόγο να πιστεύει ότι ο κουμπάρος της παραπονούμενης θα την πληροφορούσε για το γεγονός αυτό.

 

Συνεπεία των πιο πάνω κενών στην προσκομισθείσα μαρτυρία, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει, στο βαθμό που απαιτείται λόγω του υψηλού βάρους απόδειξης που εφαρμόζεται εν προκειμένω, ότι ο κατηγορούμενος όντως ξεστόμισε την επίδικη φράση ενώ βρισκόταν στο καφενείο του χωριού και άρα εάν ο κουμπάρος της παραπονούμενης ορθά άκουσε και μετέφερε τη φράση αυτή στην παραπονούμενη.

 

Περαιτέρω, δεν έχει προσκομιστεί ικανοποιητική μαρτυρία που να δύναται να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος, ξεστομίζοντας αυτή τη φράση στο καφενείο του χωριού, υπό περιστάσεις που δεν έχουν διευκρινιστεί, γνώριζε ή είχε λόγο να πιστεύει ότι η παραπονούμενη θα πληροφορείτο για το γεγονός αυτό και άρα ότι ο κατηγορούμενος είχε τον απαιτούμενο σκοπό ή πρόθεση να προκαλέσει φόβο ή ανησυχία στην παραπονούμενη με αυτή του την ενέργεια.

 

Συνακόλουθα, δεν στοιχειοθετούνται σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία του υπό κρίση αδικήματος.

 

Αναπόδραστα ο κατηγορούμενος αθωώνεται από την κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

 

[Υπ.] …………………….

Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97

[2] ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 41/2021, 28/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:B369


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο