
ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Χρ. Ι. Χριστοδούλου, Π. Ε. Δ.
Μ. Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε. Δ.
Υπόθεση Αρ.: 35/2025.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κατηγορούσα Αρχή
-εναντίον-
ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΦΕΛΛΑ
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 12/03/2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Π. Βαρνάβα.
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Μ. Αποστολιδης.
Κατηγορούμενος, Παρών.
----------
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος, μετά από δική του παραδοχή, βρέθηκε από το Δικαστήριο ένοχος και καταδικάστηκε, σε δύο κατηγορίες, τις υπ’ αριθμό 1 και 2 στο κατηγορητήριο, για τα ποινικά αδικήματα της Παράνομης Κατοχής Πυροβόλου Όπλου Κατηγορίας Β και της Παράνομης Κατοχής Εκρηκτικών Υλών. Αυτές, αντιστοίχως, βασίστηκαν στον Περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμο του 2004, Νόμος 113(I)/2004 (εφεξής «ο Νόμος 113(I)/2004»), στα Άρθρα 2, 4 [(1) και (2)] και 51 (1) και στον Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμο, Κεφ. 54 (εφεξής «το Κεφ. 54»), στο Άρθρο 4 (4),(δ).
Σύμφωνα με την περιγραφή τους από την Κατηγορούσα Αρχή, ο κατηγορούμενος, την 30η/12/2024 στη Λεμεσό, κατείχε πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β, δηλαδή ένα πιστόλι «Sig Sauer 226», χωρίς την απαιτούμενη άδεια απόκτησης και κατοχής από τον Αρχηγό Αστυνομίας (κατηγορία αρ. 1). Και περαιτέρω, κατείχε εκρηκτικές ύλες, δηλαδή 19 πλήρη φυσίγγια πυροβόλου όπλου, χωρίς την απαιτούμενη άδεια του Επιθεωρητή εκρηκτικών υλών (κατηγορία αρ. 2).
Τα ουσιώδη στοιχεία των εν λόγω ποινικών αδικημάτων και γεγονότα της υπόθεσης, μας παρουσιάστηκαν από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, μέσω κειμένου το οποίο ανέγνωσε στο Δικαστήριο και κατατέθηκε στον φάκελο της υπόθεσης. Ήταν η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης, ότι ο κατηγορούμενος ήταν απόλυτα σύμφωνος με αυτά. Λόγω της έκτασης τους, τα παραθέτουμε ως ακριβώς μας παρουσιάστηκαν:
«1. Στις 27/12/2024, δόθηκε στην Αστυνομία πληροφορία σύμφωνα µε την οποία ο κατηγορούμενος αποκρύβει στο γραφείο του, που βρίσκεται στη γωνία των οδών [ ] στην περιοχή [ ] στη Λεμεσό, έμφορτο πιστόλι µε αριθμό σφαιρών.
2. Σύμφωνα µε τον πληροφοριοδότη, το πιστόλι µε τις σφαίρες ήταν κρυμμένο στην τουαλέτα του γραφείου που βρίσκεται εξωτερικά του γραφείου του.
3. Στις 30/12/24 εκδόθηκε από το Επ. Δικαστήριο Λ/σού ένταλμα έρευνας για το πιο πάνω υποστατικό, δηλαδή το γραφείο του κατηγορουμένου στην πιο πάνω οδό δυνάμει του οποίου την ίδια μέρα και μεταξύ των ωρών 17:00 - 17:25 διενεργήθηκε έρευνα.
4. Κατά την διάρκεια της έρευνας εντοπίστηκε από τον Λοχ.70 Γ. Γεωργίου εντός του γραφείου ένα πλαστικό μπρελόκ κίτρινου χρώματος µε δύο κλειδιά, το οποίο και παραλήφθηκε ως τεκμήριο. Ακολούθως κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης της ιδιοκτήτριας του κτιρίου [ ], στην παρουσία της και στην παρουσία του κατηγορουμένου, διενεργήθηκε έρευνα μεταξύ των ωρών 17:54 - 18:10 στο αποχωρητήριο/τουαλέτα που βρίσκεται στο πίσω μέρος του γραφείου του κατηγορουμένου και είναι ενσωματωμένο σε κτίριο που γειτνιάζει µε το γραφείο του και βρίσκεται στην ίδια οδό και αριθμό.
5. Κατά την έρευνα εντοπίστηκε στο γραφείο του κατηγορουμένου μπρελόκ µε κλειδιά. Όταν ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε για τα κλειδιά αυτός ανέφερε ότι το ένα ανοίγει την συρόμενη πόρτα του γραφείου του και για το άλλο ανέφερε ότι δεν γνώριζε κάτι.
6. Αφού επιτεύχθηκε η είσοδος στην τουαλέτα του γραφείου µε τα αναφερόμενα κλειδιά, κατά την έρευνα στον χώρο της τουαλέτας και η ώρα 17:56 εντοπίστηκε τυλιγμένο σε νάιλον συσκευασία εντός άσπρου χάρτινου κουτιού µε την επιγραφή «LR Health and Beauty» ένα πιστόλι χρώματος μαύρο µε χρυσό, μάρκας «Sig Sauer 226»/ δηλ. πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β χωρίς γεμιστήρα το οποίο έφερε χαραγμένα τα γράμματα RTXYC ενώ τα υπόλοιπα ψηφία δεν ήταν εμφανή. Στο ίδιο χάρτινο κουτί εντοπίστηκε μία γεμιστήρα πιστολιού µε 4 πλήρη φυσίγγια πυροβόλου όπλου και ένα κουτί σφαιρών κόκκινου χρώματος που περιέχει 15 πλήρη φυσίγγια πυροβόλου όπλου.
7. Αφού επιστήθηκε η προσοχή του κατηγορουμένου στο νόμο αυτός απάντησε «ένηξερω» ενώ η ιδιοκτήτρια του κτιρίου ανάφερε ότι δεν γνωρίζει αν η τουαλέτα χρησιμοποιείται από κάποιον και δεν γνωρίζει που βρίσκεται το κλειδί της.
8. Εναντίον του κατηγορουμένου εξασφαλίστηκε δικαστικό ένταλμα σύλληψης αναφορικά µε τα διερευνώμενα εναντίον του αδικήματα, δυνάμει του οποίου συνελήφθηκε από τον Αστ.1908 Μ. Σπύρου η ώρα 21:05 της 30/12/2024 στα γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού στη παρουσία του δικηγόρου του και αφού του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του και του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο απάντησε «Ό,τι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο».
9. Την ίδια μέρα και μεταξύ των ωρών 20:15 - 22:10, στα γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, στη παρουσία του δικηγόρου του. Στην ανακριτική του κατάθεση, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση µε την υπόθεση και απαντούσε µε την φράση «ό,τι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο».
10. Στις 07/01/2025 και μεταξύ των ωρών 19:38 - 21:05, λήφθηκε νέα ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, στην παρουσία του δικηγόρου του. Στην εν λόγω ανακριτική κατάθεση, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δεν έχει καμία σχέση µε το πιστόλι και τις σφαίρες που εντοπίστηκαν και ούτε τα είδε ποτέ ξανά στη ζωή του και ότι σπανίως χρησιμοποιεί την τουαλέτα μέσα στην οποία εντοπίστηκε το πιστόλι. Ισχυρίστηκε δε ότι επικοινώνησε µε μια κοπέλα Αφρικανικής καταγωγής για να του καθαρίσει την τουαλέτα και αυτός της άφησε τα κλειδιά της τουαλέτας και έφυγε. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι του χρωστούν αρκετά άτομα λεφτά και δεν θεωρεί απίθανο κάποιος να τον παγίδεψε.
11. Από το σύνολο της διερεύνησης, προέκυψε πως ο κατηγορούμενος την 30/12/2024 στη Λεμεσό κατείχε πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β' δηλαδή ένα πιστόλι «S19 Sauer 226» χωρίς άδεια απόκτησης και κατοχής από τον Αρχηγό Αστυνομίας.
12. Προέκυψε περαιτέρω πως ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο χρόνο και τόπο κατείχε εκρηκτικές ύλες δηλαδή 19 συνολικά πλήρη φυσίγγια πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια του επιθεωρητή εκρηκτικών υλών.».
Για σκοπούς συνεκτίμησης κατά την επιμέτρηση της ποινής, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, αναφέρθηκε και στο ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, αντίγραφο του οποίου επίσης μας παρουσιάστηκε και κατατέθηκε στον φάκελο της υπόθεσης. Περαιτέρω, από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, ζητήθηκε όπως τα τεκμήρια της υπόθεσης παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας, καθότι εξετάζεται κατά πόσο συνδέονται με άλλες εκκρεμούσες υποθέσεις και διερευνώμενα ποινικά αδικήματα.
Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, για σκοπούς μετριασμού της ποινής, αγορεύοντας, αναφέρθηκε σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, που κατά την εισήγηση του επιδρούν στην προκείμενη περίπτωση, τους οποίους κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του κατά τον καθορισμό της ποινής. Οι θέσεις και εισηγήσεις του, εκτίθενται αναλυτικά στο κείμενο το οποίο, για σκοπούς διευκόλυνσης της διαδικασίας, μας παρουσίασε και που ακολούθως, αφού το υιοθέτησε, κατατέθηκε στον φάκελο της υπόθεσης. Κάποιες από αυτές, τις ανέπτυξε ενώπιον μας και προφορικά.
Ο κ. Αποστολίδης, αφού αναφέρθηκε στους σκοπούς της τιμωρίας και την σημασία της δικαστικής διεργασίας που στοχεύει στην ορθή και κατάλληλη επιβολή της με βάση τις αρχές δικαίου που έχουν διαμορφωθεί με την νομολογία, αναγνώρισε την σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων στο κατηγορητήριο, αλλά εισηγήθηκε ότι λόγω των περιστάσεων διάπραξης τους από τον κατηγορούμενο και των συνθηκών του, τα οποία ανέλυσε, η εξεταζόμενη, διαφέρει από άλλες υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο κλήθηκε να επιβάλει για αυτά ποινή, για αυτό και δικαιολογείται η επίδειξη επιείκειας. Σε αυτό, πρότεινε, συντείνει το γεγονός ότι, ο κατηγορούμενος, μετάνιωσε για την εγκληματική του διαγωγή, κάτι που στην πράξη φάνηκε από την παραδοχή του αμέσως ενώπιον του Δικαστηρίου ότι διέπραξε τα σχετικά ποινικά αδικήματα. Αναφερόμενος στο ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, ανέπτυξε, γιατί κατά την θέση του δεν θα έπρεπε η προηγούμενη καταδίκη του να ληφθεί υπόψη, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, με απόλυτη αυστηρότητα ή να επηρεάσει αρνητικά κατά τον καθορισμό της ποινής. Αποδεχόμενος ότι, υπό τις περιστάσεις, το ορθό μέτρο τιμωρίας, είναι η στέρηση της ελευθερίας του κατηγορουμένου, πρότεινε ότι, στην περίπτωση που η επιμέτρηση της παρέχει αυτή την ευχέρεια στο Δικαστήριο, να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης της. Ως προς το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, τα τεκμήρια της υπόθεσης να παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας, για τον λόγο που αναφέρθηκε από τον κ. Βαρνάβα, δήλωσε την συμφωνία του κατηγορουμένου.
Τα πιο πάνω ποινικά αδικήματα, για τα οποία ο κατηγορούμενος τώρα υπόκειται σε τιμωρία, είναι πολύ σοβαρά.
Κατ’ αρχάς, βασική παράμετρος της σοβαρότητας τους, συνιστά το μέγιστο ύψος ποινής που προβλέπεται για αυτά στον Νόμο. Το ποινικό αδίκημα της Παράνομης Κατοχής Πυροβόλου Όπλου Κατηγορίας Β, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 15 χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €42.715 ή και με τις δύο αυτές ποινές μαζί και οποιαδήποτε πυροβόλο όπλο σχετικά με το οποίο διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα κατάσχεται και δημεύεται, ή καταστρέφεται με τη συγκατάθεση του κατηγορουμένου. Το δε ποινικό αδίκημα της Παράνομης Κατοχής Εκρηκτικών Υλών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 10 χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5.000 ή και με τις δύο αυτές ποινές μαζί και οποιεσδήποτε εκρηκτικές ύλες σχετικά με τις οποίες διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα, με τη συγκατάθεση του κατηγορουμένου κατάσχονται από τον Επιθεωρητή εκρηκτικών υλών και καταστρέφονται, ή δημεύονται με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 12Α του Κεφ. 54.
Οι προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές, συνιστούν ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν τη σοβαρότητα του ποινικού αδικήματος και λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του είδους, όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της ποινής (βλ. Δημοκρατία v. Kυριάκου, κ. α., (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, Souilmi v. Aστυνομίας, (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Λεβέντης v. Αστυνομίας, (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Η σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος, διαγράφεται από το μέγιστο της προβλεπόμενης στο Νόμο ποινής. Η πρόβλεψη από τον Νομοθέτη για ποινικό αδίκημα, ιδιαιτέρως ποινής φυλάκισης, αλλά και το μέγεθος της, δίδουν και το στίγμα του μεγέθους της ανησυχίας, απαρέσκειας ή και αποστροφής της κοινωνίας για πράξεις ή παραλείψεις, των οποίων, μέσω αυτής, επιδιώκεται η αποτροπή. Όσο μεγαλύτερη είναι η προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή, τόσο σοβαρότερο πρέπει να θεωρείται και το ποινικό αδίκημα. Το Δικαστήριο εφαρμόζει το Νόμο, πρέπει να τον εφαρμόζει αποτελεσματικά ώστε οι σκοποί του να επιτυγχάνονται και για αυτό ακριβώς τον λόγο, η σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος, ως οροθετείται από τον Νομοθέτη και η ανάγκη για αποτροπή, πρέπει να αντανακλώνται και στην ποινή (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου, (2001) 2 Α.Α.Δ. 272 και Rashid v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 252/2024, 25/02/2025).
Άλλη βασική παράμετρος της σοβαρότητας των υπό συζήτηση ποινικών αδικημάτων, είναι η φύση τους. Η εγγενής σοβαρότητα τους, μέχρι σήμερα, διατυπώθηκε εναργώς σε αριθμό δικαστικών αποφάσεων.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Εφετείο, στην υπόθεση R v. Avis, a. o., [1997] EWCA Crim 3355, ανέφερε:
«The unlawful possession and use of firearms is generally recognized as a grave source of danger to society. The reasons are obvious. Firearms may be used to take life or cause serious injury. They are used to further the commission of other serious crimes. Often the victims will be those charged with the enforcement of the law or the protection of persons or property. In the conflicts which occur between competing criminal gangs, often related to the supply of drugs, the use and possession of firearms provoke an escalating spiral of violence.».
Το ίδιο Δικαστήριο, στην υπόθεση R ν. Wilkinson, a. o., [2009] EWCA Crim 1925, δήλωσε πως η σοβαρότητα αυτών των ποινικών αδικημάτων, δεν μπορεί να υπερβληθεί, λέγοντας ότι:
«Guns kill and maim, terrorise and intimidate. That is why criminals want them: that is why they use them: and that is why they organise their importation and manufacture, supply and distribution. Sentencing courts must address the fact that too many lethal weapons are too readily available: too many are carried: too many are used, always with devastating effect on individual victims and with insidious corrosive impact on the wellbeing of the local community.».
Ακόμη και η απλή κατοχή ενός πυροβόλου όπλου, χωρίς άλλα επιβαρυντικά στοιχεία, τονίστηκε στην ίδια απόφαση: «… is of itself a grave crime, and should be dealt with accordingly.». Και αυτό, επεξήγησε το Εφετείο, επειδή είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις, όπου ο άμεσος κίνδυνος για τη ζωή είναι αναπόφευκτος συνοδός του ποινικού αδικήματος.
Στην Κύπρο, η εγγενής σοβαρότητα των πιο πάνω ποινικών αδικημάτων, τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο πολλά χρόνια πριν, μολονότι όταν οι τάσεις στην κοινωνία ήταν πολύ διαφορετικές. Στην υπόθεση Gasteratos v. The Republic, (1986) 2 C.L.R. 170, λέχθηκε πως:
«[Το Ανώτατο Δικαστήριο] έχει επανειλημμένα και επίμονα τονίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη και χωρίς εξουσιοδότηση κατοχή, μεταφορά και χρησιμοποίηση πυροβόλων όπλων. Οι οδυνηρές συνέπειες αυτών των αδικημάτων είναι γνωστές και πρέπει να αρχίσει μια γενική επαγρύπνηση και εκτός αν εξαπολυθεί ένας ανελέητος πόλεμος εναντίον κατηγορουμένων που εμπλέκονται σε αυτού του είδους τα αδικήματα, η προστασία των νομοταγών πολιτών και οι δημοκρατικές διαδικασίες σε αυτή την πολιτεία θα βρίσκονται σε συνεχή κίνδυνο.».
Στο ίδιο πνεύμα, στην υπόθεση Athinis v. The Republic, (1982) 2 C.L.R. 145 ειπώθηκε πως:
«Χωρίς αμφιβολία η παράνομη κατοχή και χρήση πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών αποτελούν σοβαρά αδικήματα γιατί αναμφισβήτητα υπονομεύουν την έννομη τάξη και ανοίγουν το δρόμο προς την αναρχία, κάτι που ισοδυναμεί με τον χειρότερο εχθρό της Δημοκρατίας και μιας ευτυχισμένης ζωής μέσα σε συνθήκες Δημοκρατίας η οποία θα είναι ασφαλής και ελεύθερη από φόβο και εκφοβισμό. Η πρόσφατη ιστορία της Κύπρου αποτελεί συνεχή υπενθύμιση για το τίμημα που έχει πληρώσει αυτό το νησί και ο λαός του λόγω της ανεύθυνης και παράνομης κατοχής και χρήσης όπλων. Κατά συνέπεια παρόμοια αδικήματα πρέπει να τιμωρούνται με αυστηρότητα από τα Δικαστήρια τα οποία τελικά βαρύνονται με την ευθύνη του νόμου και την προστασία της πολιτείας και των πολιτών της από τα κακά τα οποία προέρχονται από τη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων.».
Παρά την πάροδο χρόνων από τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τις αλλαγές που επήλθαν στην κοινωνία στο μεταξύ, όπως φαίνεται και από τις μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας, (1992) 2 Α.Α.Δ. 206 και Μπενάκης ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 73/2016, 13/03/2018, αλλά και την πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ates, Ποινική Έφεση Αρ. 234/2024, 25/02/2025 αποτελεί διαχρονικό αξίωμα ότι:
«Η παράνομη κατοχή [πυροβόλων] όπλων υπονομεύει την έννομη τάξη, οδηγεί στην αναρχία και δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας στους φιλήσυχους και νομοταγείς πολίτες, στοιχείο που δεν έχει θέση στη ζωή σε μια Δημοκρατική κοινωνία.».
Και αυτό γιατί, είναι γεγονός, η παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών, ακόμη και όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερο κίνητρο για εγκληματική ενέργεια, εγκυμονεί κινδύνους, επειδή, χρήση τους, μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή. Ως ετέθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Chronyy, Ποινική Έφεση Αρ. 211/2005, 24/02/2006: «η κατοχή πυροβόλου όπλου, και μάλιστα και πυρομαχικών, συνιστά εν δυνάμει κίνδυνο περαιτέρω σοβαρής παρανομίας και απειλής.» (βλ. επίσης, Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατία, (2012) 2 Α.Α.Δ. 333 και Σουτζιής ν. Δημοκρατίας, (2003) 2 Α.Α.Δ. 424).
Όπως επίσης πολύ χαρακτηριστικά ετέθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κίτας ν. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ 433:
«Εκ προοιμίου η παράνομη κατοχή όπλου υπονομεύει την έννομη τάξη, δημιουργεί ανασφάλεια και τείνει να οδηγήσει άτομα σε εκδήλωση εγκληματικής δραστηριότητας που στοχεύει στην επιβολή του νόμου του ισχυρού, κάτι το οποίο δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να γίνει αποδεκτό σε βάρος των φιλήσυχων και νομιμοφρόνων πολιτών αυτού του κράτους».
Πέραν των πιο πάνω, αντλούμε δικαστική γνώση για την συχνότητα με την οποία διαπράττονται τα πιο πάνω ποινικά αδικήματα, παράμετρος επίσης της σοβαρότητας τους, από τις πολλές υποθέσεις που άγονται πάρα πολύ συχνά ενώπιον του Δικαστηρίου. Άλλωστε, και η νομολογία έχει αναγνωρίσει την τάση αυτή, τονίζοντας την ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών (βλ. Vero v. Δημοκρατίας, κ.α., (2015) 2 Α.Α.Δ. 315). Στην υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας, (2015) 2 Α.Α.Δ. 875, για το ζήτημα αυτό, ειπώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής:
«Η έφεση είναι χωρίς έρεισμα. Το Κακουργιοδικείο με πολλή επιμέλεια στο πολυσέλιδο σκεπτικό του, αναφέρθηκε στο σύνολο των δεδομένων, … σημείωσε επίσης τη δικαστική του γνώση ότι το φαινόμενο της παράνομης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας δεν έχει υποχωρήσει με αποτέλεσμα να υπάρχει έξαρση στη διάπραξη παρομοίων αδικημάτων, με αντίστοιχη την υποχρέωση των Δικαστηρίων να επιβάλλουν αυστηρές και ταυτόχρονα αποτρεπτικές ποινές.».
Σε ότι αφορά τα ποινικά αδικήματα υπό εξέταση, σχετική είναι και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Cotorceanu v. Αστυνομίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 84/2020 κ. α., 17/02/2021, στην οποία λέχθηκε πως:
«… εκεί όπου συγκεκριμένα αδικήματα βρίσκονται σε έξαρση τότε δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών προς αποτροπή … Τα Δικαστήρια έχουν ευθύνη, με τις ποινές που επιβάλλουν, στο πλαίσιο πάντα και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης, να συμβάλλουν στην εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας και στην προστασία των δικαιωμάτων των συνανθρώπων μας.».
Οι περιστάσεις διάπραξης ενός ποινικού αδικήματος, είναι επίσης παράγοντας που επιδρά καθοριστικά στο ζήτημα της ποινής. Και αυτό, όπως εξηγήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, (1991) 2 Α.Α.Δ. 391, επειδή η σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης στον Νόμο ποινής, αλλά: «… σε μεγάλο βαθμό [και] από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει στην κοινωνία και οι οποίες δυνατόν είτε να υποβιβάζουν ένα αδίκημα για το οποίο προνοείται πολυετής φυλάκιση σε απλή και τυπική παράβαση, είτε να καθιστούν εξαιρετικά σοβαρό ένα αδίκημα για το οποίο δεν προνοείται αυστηρή ποινή υπό μορφή πολυετούς φυλάκισης».
Η σημασία των περιστάσεων διάπραξης ποινικών αδικημάτων ως τα υπό εξέταση, επισημάνθηκε από το Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου στην πιο πάνω υπόθεση R v. Avis, a. o., [1997] EWCA Crim 3355, το οποίο, αν και τόνισε ότι στο θέμα της ποινής θα ήταν λάθος να επιδιώξει τον ορισμό περιοριστικών κατευθυντήριων γραμμών, αναφέρθηκε σε κάποιους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Κατά ακρίβεια, προτάθηκε ότι, με την αντιμετώπιση μιας σειράς ερωτήσεων, το Δικαστήριο θα έδινε στο ίδιο τις κατάλληλες ενδείξεις για την πραγματική έκταση της υπαιτιότητας του κατηγορουμένου. Ο λόγος του Εφετείου στην πιο πάνω υπόθεση, επεξηγήθηκε και ενισχύθηκε από το ίδιο σώμα στις υποθέσεις R v. Wilkinson, a. o., [2009] EWCA Crim 1925 και R v. Sheen a. a., [2011] EWCA Crim 2461. Από τις αποφάσεις αυτές, αναφορικά με τα επίπεδα ποινής που θα ήταν κατάλληλα για τα αδικήματα αυτά, προκύπτουν ως σχετικοί, οι ακόλουθοι συντελεστές. Όπως τονίζεται, κανένας από αυτούς δεν είναι προεξέχων. Το ουσιώδες είναι πως, όποτε ένα όπλο είναι διαθέσιμο ή διατίθεται για χρήση ή χρησιμοποιείται, πρωταρχική σημασία έχει η προστασία του δημοσίου. Παραθέτουμε τα σχετικά ερωτήματα, ως ακριβώς διατυπώθηκαν από το Εφετείο στις πιο πάνω αποφάσεις του:
«(1) What sort of weapon is involved? Genuine firearms are more dangerous than imitation firearms. Loaded firearms are more dangerous than unloaded firearms. Unloaded firearms for which ammunition is available are more dangerous than firearms for which no ammunition is available. Possession of a firearm which has no lawful use (such as a sawn-off shotgun) will be viewed even more seriously than possession of a firearm which is capable of lawful use.
(2) What (if any) use has been made of the firearm? It is necessary for the court, as with any other offence, to take account of all circumstances surrounding any use made of the firearm: the more prolonged and premeditated and violent the use, the more serious the offence is likely to be.
(3) With what intention (if any) did the defendant possess or use the firearm? Generally speaking, the most serious offences under the Act are those which require proof of a specific criminal intent (to endanger life, to cause fear of violence, to resist arrest, to commit an indictable offence). The more serious the act intended, the more serious the offence.
(4) What is the defendant's record? The seriousness of any firearm offence is inevitably increased if the offender has an established record of committing firearms offences or crimes of violence.
(5) Where was the firearm (or were the firearms) discharged, and who and how many were exposed to danger by its or their use?
(6) Was any injury or damage caused by the discharge of a firearm or firearms, and if so how serious was it?».
Από εξέταση των συνθηκών, ανωτέρω, για τα ποινικά αδικήματα υπό αναφορά και γεγονότα της υπόθεσης, εν σχέση με την σοβαρότητα τους, προκύπτουν τα εξής.
Ο κατηγορούμενος, είχε στην κατοχή του πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β. Πρόκειται για πιστόλι μάρκας «Sig Sauer 226». Δεν μας παρουσιάστηκε από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής οποιοδήποτε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και ως εκ τούτου, παραμένει άγνωστος ο ακριβής τύπος και διαμέτρημα του. Συναφώς παρατηρούμε ότι, αν και αυτό εντοπίστηκε «χωρίς την γεμιστήρα του», καθώς επίσης ότι αυτό βρέθηκε μέσα σε χάρτινο κουτί μαζί με «γεμιστήρα πιστολιού που περιείχε τέσσερα πλήρη φυσίγγια», αλλά και κουτί που περιείχε άλλα «15 πλήρη φυσίγγια πυροβόλου όπλου», από τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ή να συμπεράνουμε με βεβαιότητα ότι η πιο πάνω γεμιστήρας και φυσίγγια, ανήκαν σε αυτό, ήταν συμβατά, ταίριαζαν ή μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από αυτό, λειτουργικά. Είναι δεδομένο ότι, ούτε και για τα φυσίγγια έχουμε πληροφόρηση για το είδος και το μέγεθος τους. Όπως έχουμε πιο πάνω αναφέρει, το κατά πόσο ένα πυροβόλο όπλο είναι έμφορτο, για σκοπούς ποινής, είναι ουσιώδες, καθότι σχετίζεται με τον βαθμό αμεσότητας της επικινδυνότητας του, στοιχείο που επιδρά απευθείας στην υπαιτιότητα του κατηγορουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, το πιστόλι δεν έφερε γεμιστήρα, άρα ήταν άδειο και παραμένει άγνωστο κατά πόσο η γεμιστήρα και τα φυσίγγια ήταν, σχετικά με αυτό, λειτουργικά διαθέσιμα, καθιστώντας το, σε βαθμό, επικινδυνότερο. Και αυτό επειδή, ως έχουμε προαναφέρει, τα άδεια πυροβόλα όπλα για τα οποία υπάρχουν πυρομαχικά διαθέσιμα, είναι πιο επικίνδυνα από αυτά για τα οποία δεν υπάρχουν. Η θέση αυτή, αντιστρόφως ανάλογα, αφορά και τον βαθμό αμεσότητας της επικινδυνότητας των ευρεθέντων φυσιγγίων. Των οποίων η ποσότητα, παρατηρούμε, ήταν, σε κάθε περίπτωση, σημαντική.
Επιπρόσθετα και σε συνέχεια των ανωτέρω, ήταν η θέση του κατηγορουμένου πως, τα εν λόγω πιστόλι και φυσίγγια «δεν τα απέκτησε μέσω κάποιας παράνομης αγοραπωλησίας, ούτε τα προμηθεύτηκε από δική του βούληση». Όπως υποστήριξε και δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, «τα βρήκε μέσα σε σακούλες, τοποθετημένες σε κιβώτιο εντός μιας εξωτερικής τουαλέτας στο χώρο εργασίας του.». Η εν λόγω τουαλέτα, προεκτείνει η τοποθέτηση του, «βρισκόταν για μεγάλο διάστημα σε αχρησία και δεν αποτελούσε συχνό χώρο χρήσης από τον ίδιο». Όταν αποφάσισε τον καθαρισμό της, ανέθεσε αυτή την εργασία, σε άγνωστο για τον ίδιο πρόσωπο, αφρικανικής καταγωγής, που μαζί με άλλο πρόσωπο, επίσης αλλοδαπό και αγνώστου ταυτότητας, την διεκπεραίωσαν στην απουσία του. Την επόμενη μέρα, κατά τον έλεγχο που έκανε στην τουαλέτα, βρήκε το πιστόλι και τα φυσίγγια, τα οποία, αντί να αναφέρει στην Αστυνομία, τα κράτησε. Συνεπώς, ήταν η τοποθέτηση του συνηγόρου υπεράσπισης, πως δεν υπήρξε «δόλος» ή «ενεργή επιδίωξη», «προσχεδιασμός», «οργάνωση και συστηματικότητα» από πλευράς του κατηγορουμένου, για την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων υπό κρίση. Ήταν, ως εκ των ανωτέρω, η άποψη περαιτέρω του κ. Αποστολίδη ότι, η υπόθεση αυτή, «διαφέρει ριζικά από τις περισσότερες υποθέσεις που αφορούν την παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων». Δεν «συνδέονται με οργανωμένο έγκλημα, εμπόριο ναρκωτικών, ληστείες ή άλλες εγκληματικές δραστηριότητες». Δεν χρησιμοποιήθηκαν ή υπήρχε πρόθεση χρησιμοποίησης τους από τον κατηγορούμενο, «είτε ως εργαλείο εκφοβισμού, είτε ως μέσο διάπραξης εγκλημάτων, είτε ως προϊόν διακίνησης».
Όπως ειπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 333, αν και «η κατοχή όπλων και πυρομαχικών χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο για εγκληματική ενέργεια», αποτελεί στοιχείο μετριαστικό της παράνομης ενέργειας, για αυτό και τα προαναφερόμενα υποστηριχθέντα από πλευράς κατηγορουμένου σχετικά με το θέμα αυτό, τα συνυπολογίζουμε τοιουτοτρόπως, «οι ευρύτερες παράμετροι της παράνομης κατοχής [τους] λαμβάνονται βεβαίως υπόψη». Ότι δηλαδή, ως έχουμε ήδη αναφέρει, ακόμη και η απλή κατοχή ενός πυροβόλου όπλου ή και εκρηκτικών υλών, χωρίς άλλα επιβαρυντικά στοιχεία, είναι από μόνη της, μία πολύ σοβαρή εγκληματική συμπεριφορά και πρέπει να τυγχάνει ανάλογης ποινικής αντιμετώπισης, επειδή, πρωταρχική σημασία, έχει η προστασία του δημοσίου. Και αυτό γιατί, επαναλαμβάνουμε, ο άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ή για περαιτέρω σοβαρή παρανομία και απειλή, είναι εγγενώς, αναπόφευκτος συνοδός των σχετικών ποινικών αδικημάτων.
Εξάλλου, δεν μπορεί να παραβλεφθεί, ότι ο κατηγορούμενος πρόβαλε μεν τα ανωτέρω, αλλά δεν εξήγησε ποτέ γιατί προτίμησε, αντί της ενημέρωσης της Αστυνομίας για την ανακάλυψη του, την διατήρηση της κατοχής του πιστολιού και των φυσιγγίων, έχοντας σαφώς διαμορφώσει την σχετική πρόθεση, μετά από ψυχρό προς τούτο αναλογισμό και σκεφτεί, επιδιώξει ενεργά και οργανώσει πλέον, ακολούθως, κατά τρόπο συστηματικό, την απόκρυψη τους, γνωρίζοντας καθαρά για την εγκληματικότητα της διαγωγής του. Ισχύει και στην παρούσα, η ακόλουθη παρατήρηση του Εφετείου στην πολύ πρόσφατη απόφαση του στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ates, Ποινική Έφεση Αρ. 234/2024, 25/02/3035: «Καμία εξήγηση δόθηκε ως προς τον λόγο για τον οποίο ο Εφεσίβλητος κατείχε και μετέφερε το Πιστόλι. Αυτό που σίγουρα μπορεί να λεχθεί, όμως, είναι ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχε κάποιο αγνό κίνητρο …». Εκτός τούτου, στην υπόθεση Νικολεττή ν. Δημοκρατίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 279, όπου η θέση του κατηγορουμένου για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το πιστόλι περιήλθε στα χέρια του, ήταν επίσης ότι το είχε βρει κάπου τυχαία και το κράτησε, το Ανώτατο Δικαστήριο σχολίασε θετικά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην δώσει σημασία σε αυτό το γεγονός (μοναδική πληροφόρηση για το οποίο ήταν ο κατηγορούμενος), χαρακτηρίζοντας ως βαρυσήμαντο το γεγονός της κατοχής του, για συγκεκριμένο λόγο (για προστασία του, σε νυκτερινό κέντρο όπου και δούλευε ως φρουρός ασφαλείας).
Σημειώνουμε συναφώς ότι, η εγκληματική δράση του κατηγορουμένου, ανακόπηκε λόγω ενεργειών της Αστυνομίας, η οποία έλαβε σχετική προς τούτο πληροφορία και είναι άγνωστο ποια θα μπορούσε να είναι η εξέλιξη της. Ειδικότερα εφόσον, επιπλέον, ο τόπος φύλαξης τους από τον κατηγορούμενο, κλειδωμένα μεν, αλλά σε εξωτερική από τον γραφειακό του χώρο τουαλέτα, αντικειμενικά, εγκυμονούσε τον επιπρόσθετο κίνδυνο, σε περίπτωση παραβίασης ή άλλως πως, αυτά να περνούσαν στην κατοχή ατόμων που εγκυμονούσαν μεγαλύτερο κίνδυνο πρόκλησης βλάβης ή άλλης επιπλέον εγκληματικής συμπεριφοράς.
Παρόμοια περιστατικά, με αυτά της υπό κρίση υπόθεσης, εξετάστηκαν από το Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου, στην υπόθεση R v. Munson, [2008] EWCA Crim 1258. Η έφεση, αφορούσε την επιβληθείσα πρωτόδικα, για το ποινικό αδίκημα της παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου, υποχρεωτική ελάχιστη ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων, που υπαγορεύει το Section 51A(2) της Firearms Act 1968. Ο κατηγορούμενος, βρέθηκε ότι κατείχε ένα πυροβόλο όπλο (ένα πριονισμένο κυνηγετικό όπλο), μαζί και 13 πλήρη φυσίγγια, τα οποία είχε βρει μέσα σε μία πλαστική τσάντα σκουπιδιών σε ένα σκουπιδότοπο («scrap yard»). Αν και, όταν την ίδια ημέρα είχε πληροφορήσει για το γεγονός φίλους του, συμφώνησε ότι θα παρέδιδε τα ευρεθέντα στην Αστυνομία στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό, δεν το έπραξε και αντί αυτού, τα τοποθέτησε μέσα στην τσάντα που αυτά περιέχονταν, στο εσωτερικό ενός βαν τροχόσπιτου που ήταν σταθμευμένο εντός του γκαράζ της οικίας ενός εκ των προαναφερόμενων φίλων του (ο οποίος μέχρι τότε είχε φύγει και απουσίαζε σε διακοπές). Εκεί, βρέθηκαν τελικά από την Αστυνομία. Το όπλο ήταν σε κακή, αλλά λειτουργική κατάσταση και τα 13 πλήρη φυσίγγια ήταν ικανά να πυροδοτήσουν. Ο κατηγορούμενος ήταν ηλικίας 26 ετών, είχε απαλλαχθεί υπό όρους μετά από καταδίκη του το έτος 2002 για κατοχή επιθετικού οργάνου και κατά το προηγούμενο έτος είχε εκτίσει σύντομη ποινή στερητική της ελευθερίας του για το ποινικό αδίκημα της οδήγησης καθ’ όν χρόνο το συγκεκριμένο δικαίωμα του είχε στερηθεί με διάταγμα Δικαστηρίου. Επίσης, ήταν άτομο με δυσκολία στην επίλυση προβλημάτων και είχε τακτική απασχόληση. Το Εφετείο, τόνισε ότι το πυροβόλο όπλο και τα φυσίγγια δεν είχαν κανένα απολύτως νόμιμο σκοπό και απέρριψε την θέση ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν, με βάση το πιο πάνω Section 51A(2) της Firearms Act 1968, την μη επιβολή της υποχρεωτικής ελάχιστης ποινής φυλάκισης των πέντε χρόνων, αλλά ηπιότερης ποινής. Το πυροβόλο όπλο και τα φυσίγγια, είχαν τοποθετηθεί σε σημείο και υπό περιστάσεις που δημιουργούσαν σοβαρό κίνδυνο αυτά να περιέρχονταν στην κατοχή των λάθος ατόμων, ενώ η φύση τους, ειδικότερα του πυροβόλου όπλου, τα προσάρμοζε να είναι ιδιαίτερα κατάλληλα για χρήση σε εγκληματικές ενέργειες. Επισημάνθηκε ότι, ο κατηγορούμενος δεν είχε εκδηλώσει πρόθεση παράδοσης των ευρεθέντων στην Αστυνομία, λέγοντας πως: «The appellant in this case was not on his way to hand it in. On the contrary, he had left it in a place from which it could easily have fallen into the wrong hands, which is precisely the reason why the mandatory minimum sentence exists, as a matter of public policy, to protect the public from criminal use of firearms.».
Σε ότι αφορά την προαναφερόμενη υπόθεση και απόφαση του Εφετείου του Ηνωμένου Βασιλείου, σημειώνουμε ότι, βάσει των Section 51 και Part Ι του Schedule 6 της Firearms Act 1968 ανωτέρω, για τα διάφορα ποινικά αδικήματα βάσει της Firearms Act 1968, ταξινομικά, βάσει σοβαρότητας, προνοούνται διαφορετικές ποινές, Και ότι, η μέγιστη για τα αντίστοιχα με τα εξεταζόμενα ποινικά αδικήματα προβλεπόμενη ποινή, δεν αντιστοιχεί με τα εξεταζόμενα ποινικά αδικήματα και είναι κατά πολύ χαμηλότερη. Τονίζουμε επίσης ότι, στο ζήτημα της ποινής, είχαν επενεργήσει, ως έχει ήδη αναφερθεί, οι πρόνοιες του Section 51A(2) της Firearms Act 1968, που αφορά την επιβολή υποχρεωτικής ελάχιστης ποινής φυλάκισης πέντε χρόνων για τα προαναφερόμενα ποινικά αδικήματα, εκτός και αν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις. Την παραθέτουμε λοιπόν αυτή την απόφαση, όχι επειδή κρίνουμε ότι υπάρχει αναλογία με την παρούσα υπόθεση στο ύψος των ποινών φυλάκισης που πρέπει να επιβληθούν για τα εξεταζόμενα ποινικά αδικήματα, αλλά για να αναδείξουμε, ποιες συνθήκες από την περιπτωσιολογία μπορούν να ιδωθούν, σε σχέση και με αυτές της παρούσας, ως ιδιάζουσες, και δικαιολογητικές, εντονότερα, όπως ήταν και η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι ισχύει για την προκείμενη, της επιείκειας του Δικαστηρίου. Θέση με την διαφωνούμε.
Η επιβολή της ποινής, αποτελεί πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου και η δικαστική διεργασία για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της, δεν είναι εύκολη. Απαιτείται, εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της κοινωνικής δικαιοσύνης και ασφάλειας από τη μια, και εξατομίκευσης της ποινής στα πλαίσια του συγκεκριμένου παραβάτη από την άλλη (βλ. Λευκαρίτης κ. α. v. Δημοκρατία, (2016) 2 Α.Α.Δ. 1165).
Συνεπώς, παρά τα πιο πάνω και την σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν από τον κατηγορούμενο και την ανάγκη που υπάρχει για αυστηρή αντιμετώπιση τους, η υποχρέωση του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής, ώστε η ποινή που τελικά θα του επιβάλει να αρμόζει στις προσωπικές του περιστάσεις, λαμβάνοντας πραγματικά υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που μπορεί να υπάρχουν, είναι δεδομένο, δεν ατονεί. Δεν μπορεί ωστόσο, σε τέτοιου είδους ποινικά αδικήματα, να εξουδετερώνει τα στοιχεία εκείνα που σχετίζονται με τη σοβαρότητα τους και την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου προς προστασία του κοινωνικού συνόλου. Για το προκείμενο, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ates, Ποινική Έφεση Αρ. 234/2024, 25/02/3035, το Εφετείο ανέφερε πως: «Όπως έχει καθιερωθεί από τη νομολογία, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σε σοβαρά, όμως, αδικήματα, όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.».
Συνεπώς, προς εξατομίκευση ή και, αναλόγως, περαιτέρω μετριασμό της ποινής του κατηγορούμενου, λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις, στο βαθμό και την έκταση που αυτές παρουσιάστηκαν από τον συνήγορο του και αποκαλύπτονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας με την οποία ο κ. Αποστολίδης συμφώνησε και υιοθέτησε.
Κατ’ αρχάς, λαμβάνουμε υπόψη ότι, ο κατηγορούμενος, δεν είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου και βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη. Συγκεκριμένα, στις 31/07/2023, στα πλαίσια της Υπόθεσης αρ. 2998/2023, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και του επιβλήθηκε άμεση ποινή φυλάκισης πέντε μηνών, για την διάπραξη, στις 04/03/2023, του ποινικού αδικήματος της Απείθειας Κατά Νόμιμων Διαταγών.
Με βάση την νομολογία, οι προηγούμενες καταδίκες, δεν μπορεί να δικαιολογήσουν επιβολή ποινής τέτοιας, που να δημιουργείται η εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος τιμωρείται για δεύτερη φορά (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, (1997) 2 Α.Α.Δ. 138). Η σημασία τους, έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους, τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με τον αριθμό τους, τη φύση και τα περιστατικά των ποινικών αδικημάτων που αφορούν, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί στον κατηγορούμενο. Και αυτό, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και σεβασμού του κατηγορουμένου προς την τήρηση του Νόμου, υποδεικνύοντας κατά πόσο είναι άτομο επικίνδυνο και σε ποιο βαθμό, για την κοινωνία (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοκρατίας, (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Και τούτο, ανεξαρτήτως αν τα ποινικά αδικήματα είναι όμοιας φύσης ή όχι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου, (1994) 2 Α.Α.Δ. 1). Σε αντίθεση, όταν τα ποινικά αδικήματα είναι ομοειδή, οπότε καταδεικνύεται μία επιμονή στην επανάληψη αυτής της φύσεως των ποινικών αδικημάτων, που υποδεικνύει και την ενδεχόμενη μελλοντική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, πρέπει να λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου, (2002) 2 Α.Α.Δ. 464).
Σε αυτή την περίπτωση, στη βάση των προαναφερόμενων αρχών, προς εξατομίκευση της ποινής του κατηγορουμένου, λαμβάνουμε υπόψη μας ότι το ποινικό του μητρώο, δεν δείχνει άτομο με καθιερωμένο ιστορικό για διάπραξη ποινικών αδικημάτων περί πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών ή εγκλημάτων βίας γενικά, χωρίς όμως να αγνοούμε ότι, τα ποινικά αδικήματα της παρούσας, εν σχέση με την προηγούμενη καταδίκη του για το ποινικό αδίκημα της Απείθειας Κατά Νόμιμων Διαταγών, έλαβαν χώρα, μόλις ένα χρόνο και εννέα μήνες, και ένα χρόνο και πέντε μήνες, αντιστοίχως, μετά από την διάπραξη του εν λόγω ποινικού αδικήματος, της σχετικής για αυτό καταδίκης του και της έκτισης από αυτόν ποινής φυλάκισης.
Τονίζουμε ότι, τα όσα αναφέρθηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, σχετικά με το ότι η πιο πάνω απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εφεσιβλήθηκε, διαδικασία η οποία εκκρεμεί ή και τα όσα επικαλέστηκε ως γεγονότα που αφορούν την ουσία και περιβάλλουσες περιστάσεις της εν λόγω υπόθεσης, με κάθε σεβασμό εκφεύγουν και δεν μπορούν να έχουν καμία σημασία για σκοπούς της παρούσας. Σημασία έχει η σαφής δήλωση από πλευράς του κατηγορουμένου μέσω του συνηγόρου του, και ορθά υπό τις περιστάσεις, περί αποδοχής της προηγούμενης καταδίκης ως τέτοιας, δεδομένο που, με βάση την προαναφερόμενη νομολογία, δεν μας επιτρέπει να υπεισέλθουμε σε δεδομένα και στοιχεία που κρίθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο για την λήψη της απόφασης του, παρά μόνο με το αποτέλεσμα της, κατά τον τρόπο που έχουμε ήδη εξηγήσει.
Περαιτέρω, λαμβάνουμε ιδιαιτέρως υπόψη, πως ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 60 ετών, διαζευγμένος και πατέρας πέντε παιδιών. Τα τρία μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά του, τα οποία απέκτησε από τον πρώτο του γάμο, ηλικίας 35, 32 και 30 ετών, όπως φαίνεται από τις περιστάσεις τους που περιγράφονται στην Έκθεση του του Γραφείου Ευημερίας, είναι αυτόνομα, ενώ τα δύο νεαρότερα σε ηλικία, τα οποία απέκτησε από τον δεύτερο του γάμο, είναι ανήλικα, ηλικίας 17 και 11 ετών. Παρά το γεγονός ότι, τα ανήλικα του παιδιά, μετά το διαζύγιο του με την μητέρα τους, διαμένουν με την τελευταία, αυτά εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενα του και καταβάλλει για κάλυψη των αναγκών τους, βάσει προσωρινού διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου, μηνιαίως, διατροφή €555. Είναι αυτεργοδοτούμενος και διατηρεί δική του επιχείρηση συνεργείου αυτοκινήτων (φανοποιός), με μηνιαίο εισόδημα περί τα €1.300. Πέραν του ιδίου, δεν εργάζεται κάποιος άλλος στην εν λόγω επιχείρηση, με αποτέλεσμα, αν αποφασιστεί από το Δικαστήριο, στα πλαίσια της παρούσας, να του επιβληθεί άμεση ποινή φυλάκισης, αυτό θα σημαίνει διακοπή των εργασιών της και συνακόλουθα, οικονομική ζημιά για τον ίδιο και αρνητικές συνέπειες για τα εξαρτώμενα ανήλικα παιδιά του. Επίσης, είναι άτομο που προσέφερε στον αθλητισμό, για αρκετά χρόνια ως πετοσφαιριστής, μάλιστα και με πολλές διακρίσεις και ακολούθως, ως προπονητής του αθλήματος στους νεότερους.
Σε ότι αφορά τις πιο πάνω περιστάσεις του κατηγορουμένου, λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη μας, πρωτίστως, τις επιπτώσεις που η ποινή προς αυτόν θα έχει προς την οικογένεια και τα εξαρτώμενα του, περισσότερο στα τελευταία, και ειδικά εάν αυτή είναι στερητική της ελευθερίας, με όλα τα συνεπακόλουθα της. Τα ανήλικα παιδιά του κατηγορουμένου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, διαμένουν με την μητέρα τους και δεν πρόκειται, είναι δεδομένο, να παραμείνουν απροστάτευτα. Θα στερηθούν, ωστόσο, την επαφή τους με τον κατηγορούμενο και την οικονομική στήριξη που λαμβάνουν από αυτόν, για την διατροφή τους.
Σύμφωνα με την νομολογία, οι επιπτώσεις της ποινής στην οικογένεια και τους εξαρτώμενους ενός κατηγορουμένου, συνιστούν στοιχεία μετριασμού της ποινής, ακόμη και όταν η περίπτωση αφορά ποινικά αδικήματα σε βάρος μελών της ίδιας του της οικογένειας, για τα οποία μάλιστα αρμόζει η επιβολή ποινής φυλάκισης (βλ. Μ.Θ. ν. Αστυνομίας, (2005) 2 Α.Α.Δ. 174). Και αυτό, γιατί αναγνωρίζεται πως, ο αντίκτυπος της καταδίκης, μπορεί να επιφέρει, εκτός από την ψυχολογική αστάθεια στην συνοχή της οικογένειας και των μελών της, που είναι φυσιολογικό επακόλουθο, και άλλα αρνητικά, πρακτικά αποτελέσματα, τα οποία προκύπτουν, κυρίως, από την στέρηση των μέσων που ο κατηγορούμενος παρέχει στα πρόσωπα αυτά, για επιβίωση ή άλλως πως (βλ. Αστυνομία ν. Βρυώνης, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 92/2017, κ. α., 19/07/2019). Τονίζουμε ωστόσο ότι, και πάλι με βάση την νομολογία, αν και οι προαναφερόμενοι, συγκαταλέγονται στους μετριαστικούς παράγοντες, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής (βλ. Domotov ν. Αστυνομίας, (1996) 2 Α.Α.Δ. 328 και Soliman v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 234/2023, 27/06/2024).
Κατ’ εξοχήν παράγοντας μετριασμού της ποινής του κατηγορουμένου, από τις ανωτέρω συνθήκες του, κρίνουμε ότι είναι και ο επηρεασμός αμέσως, σε περίπτωση που του επιβληθεί ποινή φυλάκισης (και μάλιστα, για σημαντικό χρονικό διάστημα), αρνητικά, της επιχείρησης του, της οποίας η βιωσιμότητα, μελλοντικά, σε μια τέτοια περίπτωση, θα είναι αβέβαιη. Ο κατηγορούμενος, είναι αυτοεργοδοτούμενος και το μοναδικό πρόσωπο που εργάζεται για την επιχείρηση αυτή και ως εκ τούτου, ποινή στερητική της ελευθερίας του, θα έχει ως συνέπεια, αυτόματα, τον τερματισμό των εργασιών της. Δεν μας ετέθη κάτι συγκεκριμένο που να δικαιολογεί ότι ο κατηγορούμενος θα αδυνατεί μελλοντικά, αφού εκτίσει την ποινή του, όντας αυτοεργοδοτούμενος, να συνεχίσει αυτή την επιχειρηματική δραστηριότητα, ωστόσο, η αμεσότητα του αποτελέσματος μιας ενδεχόμενης ποινής φυλάκισης και η αβεβαιότητα του εγχειρήματος μελλοντικά, λαμβάνονται υπόψη. Πρόκειται για μορφή εξωδικαστικής τιμωρίας, την οποία ο κατηγορούμενος θα υποστεί, η οποία, σύμφωνα με την νομολογία, ως παράγοντας, προσμετρά υπέρ του ελαφρυντικά και το συνυπολογίζουμε (βλ. Κουλουντή ν. Αστυνομίας, (2015) 2 Α.Α.Δ. 870, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 127/2019, κ. α., 10/03/2021, Πετρίδης ν. Αστυνομία, (2016) 2 Α.Α.Δ. 44 και Σουτζής ν. Δημοκρατίας, (2003) 2 Α.Α.Δ. 424).
Επιπλέον, ειδικά υπόψη μας, λαμβάνουμε και όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν και αφορούν την πορεία του κατηγορουμένου στον αθλητισμό ως πετοσφαιριστής και μεταγενέστερα, την προσφορά του ως προπονητή του συγκεκριμένου αθλήματος στους νεότερους, τα οποία καταδεικνύουν δεκτικότητα προς συνεργασία, εργατικότητα, πειθαρχία, επιμονή και υπομονή. Αυτά, αποτελούν απόδειξη της θετικής πλευράς του χαρακτήρα του κατηγορουμένου και δικαιολογούν αυτοτελώς, ανεξαρτήτως του ποινικού του μητρώου ανωτέρω, σε ότι αφορά την τιμωρία του, την επίδειξη επιείκειας. Σύμφωνα με την νομολογία, ο πρότερος έντιμος βίος ενός κατηγορουμένου, ο οποίος δύναται να τεκμηριώνεται και από διαγωγή που φανερώνει αρετές, όπως οι πιο πάνω που έχουμε αναφέρει, αποτελεί παράγοντα μετριασμού της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκά, (1992) 2 Α.Α.Δ. 241 και Προδρόμου ν. Δημοκρατίας, (2001) 2 Α.Α.Δ. 169).
Εξατομικεύοντας την ποινή, λαμβάνουμε υπόψη μας τις περιστάσεις του κατηγορούμενου, όμως, επαναλαμβάνουμε και τονίζουμε πως, ως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου πιο πάνω ορίζει, σε ποινικά αδικήματα αυτής της φύσης, δηλαδή, που είναι ιδιαίτερα σοβαρά και χρήζουν αποτροπής, αυτές, δεν μπορούν να εξουδετερώσουν ή να αποδυναμώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει η ποινή. Η σημασία τους, επισημαίνουμε ξανά, είναι μειωμένη, επειδή, έναντι τους, η προστασία της κοινωνίας, προέχει.
Τέλος, προς μετριασμό της ποινής του κατηγορουμένου, λαμβάνουμε υπόψη μας πως, κατά την πρώτη δικάσιμο που αυτός παρουσιάστηκε ενώπιον μας μετά από την παραπομπή της υπόθεσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού κατηγορήθηκε, αμέσως δήλωσε την παραδοχή του στο πιο πάνω αναφερόμενο κατηγορητήριο του. Όπως τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 163/2015, 11/07/2016, «… η παραδοχή είναι ο μόνος απτός τρόπος για να “μεταφερθεί” στο Δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και γι’ αυτό το λόγο έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής.» (βλ. επίσης, M. C. T. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020, 14/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:B386. Η δήλωση παραδοχής ενοχής από κατηγορούμενο, για λόγους όπως είναι η εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου και δημόσιου χρήματος, παράγει μεγαλύτερα οφέλη, όσο πιο νωρίς υποδεικνύεται. Προκειμένου να μεγιστοποιηθούν αυτά τα οφέλη και να δοθεί κίνητρο σε όσους είναι ένοχοι να δηλώσουν την παραδοχή της ενοχής τους το συντομότερο δυνατό, είναι σαφής η διάκριση που γίνεται από την νομολογία, μεταξύ της μείωσης της ποινής που είναι διαθέσιμη από το Δικαστήριο μετά από παραδοχή του κατηγορουμένου, στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας και της μείωσης στην ποινή που είναι διαθέσιμη σε μεταγενέστερο στάδιο της και ειδικότερα, μετά την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου, (2005) 2 Α.Α.Δ. 125, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρος, (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην προκείμενη περίπτωση, χωρίς να αγνοούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το πιστόλι και τα φυσίγγια εντοπίστηκαν από την Αστυνομία, οι οποίες παρείχαν μηδαμινά περιθώρια αντίδρασης και χωρίς αμφιβολία οδηγούσαν στην σύνδεση του κατηγορουμένου με τα ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε (βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2019, 03/07/2020), η άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η έμπρακτη μεταμέλεια του και η απολογία του μέσω του συνηγόρου υπεράσπισης του, έχουν βαρύνουσα σημασία στον μετριασμό της ποινής του.
Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης προς τον κατηγορούμενο, δεν μπορεί να αποφευχθεί. Τα ποινικά αδικήματα που διέπραξε και οι περιστάσεις τους, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και οποιαδήποτε ποινή, άλλη από αυτή της φυλάκισης, θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες και τους σκοπούς του Νόμου. Όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου και οι περιστάσεις του, δεν είναι ικανά να καθορίσουν το είδος της ποινής, η οποία πρέπει να είναι στερητική της ελευθερίας, αλλά θα διαδραματίσουν ρόλο στην επιμέτρηση της.
Σύμφωνα με την νομολογία, αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου για το ζήτημα της ποινής σχετικά με συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, είναι μόνο ενδεικτικές της ποινικής μεταχείρισης που ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει από το Δικαστήριο, καθότι: «ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων.». Όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ναζίπ ν. Αστυνομίας, (2014) 2Β Α.Α.Δ 808: «Εκείνο στο οποίο βοηθά η προηγούμενη νομολογία, είναι στο πλαίσιο ανάδειξης εκείνου του μέτρου που ακολουθείται σε διάφορες υποθέσεις, ώστε να εξετάζεται σφαιρικά και η ποινή που θα επιβληθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.» (βλ. επίσης, Bistriceanu ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 76/2017, 26/04/2018, ECLI:CY:AD:2018:B199 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 2/2022, 19/12/2022).
Με βάση τα προαναφερόμενα, ως σχετικές με την εξεταζόμενη περίπτωση, μνημονεύουμε τις ακόλουθες αποφάσεις.
Στην υπόθεση Νικολεττή ν. Δημοκρατίας, (2000) 2 Α.Α.Δ. 279, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε την κατοχή ενός πιστολιού, την κατοχή επτά φυσιγγίων με τα οποία αυτό ήταν οπλισμένο, την μεταφορά αντικειμένου κατασκευασμένου προς εκτόξευση επιβλαβούς υγρού και την μεταφορά μάχαιρας και το Δικαστήριο του επέβαλε για τα σχετικά ποινικά αδικήματα, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων χρόνων. Η μεγαλύτερη πιο πάνω ποινή, επιβλήθηκε για το ποινικό αδίκημα της παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου, ενώ για το ποινικό αδίκημα της παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων. Αυτά, ήταν εκ του Νόμου τα σοβαρότερα ποινικά αδικήματα για τα οποία και επιβλήθηκαν οι υψηλότερες ποινές. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, βρέθηκε από την Αστυνομία να μεταφέρει το πιο πάνω αναφερόμενο έμφορτο πιστόλι, για τη δική του, ως είχε παρουσιάσει, προστασία, σε νυκτερινό κέντρο όπου και δούλευε ως φρουρός ασφαλείας. Κατ’ έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το οποίο θα δικαιολογούσε την επέμβαση του. Οι επιβληθείσες πρωτόδικα ποινές, δεν ενείχαν το στοιχείο της έκδηλης υπερβολής.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου, κ. α., (2007) 2 Α.Α.Δ. 84, οι δύο κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ενοχή σε δύο κατηγορίες κατοχής πυροβόλου όπλου, μια κατηγορία κατοχής εξαρτημάτων πυροβόλου όπλου, μια κατηγορία κατοχής σιγαστήρα πυροβόλου όπλου και δύο κατηγορίες κατοχής 18 συνολικά φυσιγγίων πυροβόλου όπλου. Τα πιο πάνω ποινικά αδικήματα αφορούσαν δύο ημιαυτόματα πιστόλια. Ένα από αυτά, έφερε φυσιγγιοθήκη με έξι πλήρη φυσίγγια και σιγαστήρα, ενώ ένα επιπλέον φυσίγγιο βρισκόταν στην θαλάμη του. Το άλλο, έφερε φυσιγγιοθήκη με τέσσερα πλήρη φυσίγγια. Στην τσάντα μέσα στην οποία αυτά περιέχονταν, βρέθηκαν άλλα επτά πλήρη φυσίγγια, όπως και μια φυσιγγιοθήκη πιστολιού μόνη της. Όλα τα ανωτέρω, ήταν σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Μέσα στο αυτοκίνητο εντός του οποίου επέβαιναν οι κατηγορούμενοι όταν αρχικά είχαν ανακοπεί για έλεγχο από την Αστυνομία, εντοπίστηκε, μετά από υπόδειξη του ενός από αυτούς, μια φυσιγγιοθήκη μέσα στην οποία υπήρχε ένα πλήρες φυσίγγιο. Η τσάντα με τον υπόλοιπο οπλισμό και πυρομαχικά, εντοπίστηκε από την Αστυνομία σε άλλη περιοχή, μετά από υπόδειξη του άλλου. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν με θεληματικές τους καταθέσεις παραδεχθεί την εμπλοκή τους στα ποινικά αδικήματα, αποκαλύπτοντας ότι στην εγκληματική τους δράση εμπλεκόμενος ήταν και τρίτο πρόσωπο, ο προμηθευτής τους των πιο πάνω, τον οποίο κατονόμασαν. Ήταν και οι δύο Ελλαδίτες, λευκού ποινικού μητρώου, συζευγμένοι και είχαν εξαρτώμενους. Τους επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, τριάμισι χρόνων σε κάθε κατηγορία για κατοχή πυροβόλου όπλου, ενός χρόνου στην κατηγορία για κατοχή μιας φυσιγγιοθήκης, έξι μηνών στην κατηγορία για κατοχή σιγαστήρα όπλου και δύο χρόνων για την κατοχή 17 φυσιγγίων πυροβόλου όπλου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η έφεση που είχε ασκηθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα δεν μπορούσε να επιτύχει, καθότι οι επιβληθείσες πρωτοδίκως ποινές δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως έκδηλα ανεπαρκείς ώστε να δικαιολογείτο η επέμβασή του. Κρίσιμης σημασίας, για σκοπούς ποινής, θεωρήθηκε η συνεργασία των κατηγορουμένων με την Αστυνομία, χωρίς την οποία, ο εντοπισμός της τσάντας με τον πιο πάνω οπλισμό και πυρομαχικά, δεν θα επιτυγχανόταν.
Στην υπόθεση Κίτας ν. Αστυνομίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 433, ο κατηγορούμενος, κατά την ανακοπή του με άλλο πρόσωπο από την Αστυνομία για έλεγχο, βρέθηκε να έχει στην κατοχή του πιστόλι (που δεν ήταν έμφορτο), το οποίο, όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν υπό σύλληψη και του ζητήθηκε να το παραδώσει, αφού έσπρωξε ένα από τους Αστυνομικούς προκαλώντας του και σωματική βλάβη, τράπηκε μαζί με αυτό σε φυγή. Η σύλληψη του τελικά επετεύχθη, μετά από καταδίωξη. Προηγήθηκε προσπάθεια του να ξεφορτωθεί το πιστόλι, πετώντας το καθώς έτρεχε. Μετά από παραδοχή του, καταδικάστηκε για την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη και της απόδρασης κρατούμενου από νόμιμη κράτηση και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των τρεισήμισι χρόνων που επιβλήθηκε στις κατηγορίες για τα ποινικά αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β. Ο κατηγορούμενος, βαρυνόταν με μία προηγούμενη καταδίκη, βάσει της οποίας, προ επταετίας, μεταξύ άλλων, είχε διαπράξει το ποινικό αδίκημα της παράνομης μεταφοράς πυροβόλου όπλου, για το οποίο του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή, με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να θεωρηθεί υπερβολική, και απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο.
Στην υπόθεση Παπαγεωργίου ν. Αστυνομίας, (2005) 2 Α.Α.Δ. 646, ο κατηγορούμενος, μετά από προσπάθεια ανακοπής του αυτοκινήτου για έλεγχο από την Αστυνομία, οδηγώντας αυτό τράπηκε σε φυγή και μετά από καταδίωξη καθηλώθηκε, αφού πρώτα θεάθηκε να ξεφορτώνεται, πετώντας από το παράθυρο, πιστόλι. Αυτό ήταν έμφορτο με οκτώ φυσίγγια στην φυσιγγιοθήκη του. Μέσα στο αυτοκίνητο του, εντοπίστηκαν και άλλα 44 φυσίγγια, κατάλληλα για χρήση από το συγκεκριμένο πιστόλι. Σε θεληματική του κατάθεση, ο κατηγορούμενος είχε παραδεχθεί τα σχετικά ποινικά αδικήματα, αναφέροντας ότι είχε αγοράσει το πιστόλι και τα φυσίγγια από κάποιο τουρκοκύπριο, από «μεράκκι» και χωρίς πρόθεση χρησιμοποίησης τους. Ήταν λευκού ποινικού μητρώου, πατέρας τριών ενήλικων παιδιών και ενώπιον του Δικαστηρίου παραδέχθηκε ενοχή. Του επιβλήθηκαν για τα ποινικά αδικήματα της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των τριών χρόνων στις κατηγορίες που αφορούσαν τα ποινικά αδικήματα της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ates, Ποινική Έφεση Αρ. 234/2024, 25/02/2025, το Εφετείο, κρίνοντας έκδηλα ανεπαρκείς τις ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν πρωτόδικα, επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών χρόνων για κατοχή και μεταφορά πιστολιού (του οποίου η γεμιστήρα, η οποία ήταν εφαρμοσμένη σε αυτό, ήταν κενή). Το πιστόλι βρέθηκε στο ντουλάπι (μέσα σε τσαντάκι τυλιγμένο σε μαντήλι) αυτοκινήτου το οποίο ο κατηγορούμενος οδηγούσε μετά από ανακοπή του από την Αστυνομία κατά την διέλευση του προς τις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές. Ειπώθηκε από το Εφετείο ότι, σύμφωνα με την νομολογία, η συνήθης ποινή για την κατοχή και μεταφορά πιστολιών, είναι αυτή της φυλάκισης μεταξύ τριών και τεσσάρων χρόνων.
Τέλος, στην υπόθεση Vero v. Δημοκρατίας, κ. α., (2015) 2 Α.Α.Δ. 315, μετά από ανακοπή και έρευνα από την Αστυνομία αυτοκινήτου ενοικιάσεως, διαπιστώθηκε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν στην κατοχή τους δύο πιστόλια τα οποία ήταν έμφορτα, μαζί και μια εφεδρική έμφορτη γεμιστήρα για το καθένα. Συνολικά, βρέθηκαν 52 πλήρη φυσίγγια πιστολιού. Οι κατηγορούμενοι, συμμετείχαν σε εγκληματική οργάνωση, η οποία είχε ως σκοπό της, μετά την άφιξη τους στην Κύπρο από την Ελλάδα, την εμπλοκή τους σε παράνομες δραστηριότητες, με σοβαρό ενδεχόμενο χρήσης τους, αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Το Δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, έκρινε τους κατηγορούμενους ένοχους, μεταξύ άλλων, και στις σοβαρότερες κατηγορίες, για τα ποινικά αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών, και τους επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των επτά χρόνων στα σοβαρότερα αυτά ποινικά αδικήματα. Οι κατηγορούμενοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και είχαν εξαρτώμενους. Η έφεση τους απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο, αν και χαρακτήρισε αυστηρές τις ποινές, έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος αρχής ή στοιχείο έκδηλης υπερβολής που μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση του. Αποφασίζοντας ως ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο, ως προς το ζήτημα της ποινής για τα εξεταζόμενα ποινικά αδικήματα, ανέφερε χαρακτηριστικά: «… η νομολογία επιτάσσει την επιβολή αυστηρών ποινών μακροχρόνιας φυλάκισης, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν συγκεντρώνουν τα επιβαρυντικά στοιχεία της παρούσας υπόθεσης …. Η έξαρση των εγκλημάτων οπλοφορίας καθιστά πλέον επιβεβλημένο το καθήκον αποτροπής μέσω της τιμωρίας των παραβατών, προς προστασία του κοινωνικού συνόλου».
Έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και ισοζυγίζοντας, από τη μια, τη σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων και τις περιστάσεις διάπραξης τους και συνολικά την όλη εγκληματική συμπεριφορά που ο κατηγορούμενος επέδειξε και από την άλλη, όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου, επιβάλλονται σε αυτόν οι ακόλουθες ποινές:
Στην 1η κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 3 ½ χρόνων.
Στην 2η κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 2 χρόνων.
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν καθότι κρίνουμε ότι τα ποινικά αδικήματα των πιο πάνω κατηγοριών ουσιαστικά συνιστούν μία ενιαία συμπεριφορά και να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση και συγκεκριμένα από τις 08/01/2025 μέχρι και σήμερα.
Τα τεκμήρια της υπόθεσης, να παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας.
Υπογραφή: ____________________
Χρ. Ι. Χριστοδούλου, Π. Ε. Δ.
Υπογραφή: ____________________
Μ. Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Υπογραφή: ____________________
Ε. Χατζήπαπα - Αβραάμ, Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο