ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 7450/2020, 28/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 7450/2020, 28/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 7450/2020

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

ΕΝΑΝΤΙΟΝ

                       

1.    ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

2.    ΑΝΝΑΣ ΣΑΒΒΙΔΟΥ

 

 

 

-----------------------------------

 

 

Ημερομηνία:   28 Μαϊου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Χ. Κυριακίδου

Για τον Κατηγορούμενους 1 και 2: κα Ρ.Χρυσοστόμου για  Σ. Αργυρού

Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

               Ο κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει το αδίκημα της κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 166/87 (κατηγορία 1)

               Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας, ο πρώτος κατηγορούμενος την 2α Ιανουαρίου 2020 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, παράνομα επιτέθηκε κατά της Άντρεας Χαραλάμπους από τη Λεμεσό.

 

               Η κατηγορούμενη 2 αντιμετωπίζει το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 166/87 (κατηγορία 2)

 

               Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας η 2η κατηγορούμενη την 2α Ιανουαρίου 2020 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού παράνομα επιτέθηκε κατά της Άντρεας Χαραλάμπους από τη Λεμεσό.

 

Η κατηγορούμενη 2 αντιμετωπίζει το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 166/87 (κατηγορία 3).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της τρίτης κατηγορίας η 2η κατηγορούμενη την 2α Ιανουαρίου 2020 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, σε δημόσιο χώρο, δηλαδή εντός του υποστατικού με την ονομασία ‘’ΡΩΓΜΕΣ’’ εξύβρισε την Άντρεα Χαραλάμπους από τη Λεμεσό με τη φράση ‘’ρα σκατοπουτάνα’’, κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση. 

 

               Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν δύο μάρτυρες κατηγορίας, ήτοι η Άντρεα Χαραλάμπους (ΜΚ1) και ο Αστ.4096 Π.Παναγιώτου (ΜΚ2). Ενώπιον του Δικαστηρίου κατατέθηκαν 11 Τεκμήρια και επίσης δηλώθηκαν τα εξής παραδεκτά γεγονότα τα οποία αποτελούν ευρήματα του δικαστηρίου: ότι ο Αστ.3397 Ι.Ιωάννου έλαβε τις ανακριτικές καταθέσεις των κατηγορουμένων τεκμήρια 3 και 5 και τους κατηγόρησε γραπτώς τεκμήρια 4 και  6.

 

Ως προς τη σημασία των παραδεκτών γεγονότων σχετική είναι η υπόθεση Ανδρέου v Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 498, όπου τονίστηκε ότι όταν ένα γεγονός καταστεί παραδεκτό καθίσταται όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο ουσιαστικά σε δεδομένο, το οποίο έχει τέτοια σημασία που ακόμα και σε περίπτωση μαρτυρίας η οποία αντίκειται προς αυτό η μαρτυρία εκείνη να κρίνεται ανάλογα.

 

Στη συνέχεια θα αναφερθώ στα κύρια σημεία της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων τα οποία είναι απαραίτητα για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και παράλληλα θα προβώ σε αξιολόγηση της. Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης, έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολο του. Δεν απαιτείται εδώ - και δεν συνιστάται για πρακτικούς κυρίως λόγους - η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας των μαρτύρων, όπως και η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της (βλ.κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v Παπαδόπουλου και Άλλων (2001) 1(Α) ΑΑΔ 88, 92, Paphos Stone C Estates v Ζαβρού και Άλλου (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1854, 1859).

 

Είχα την ευκαιρία μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους ΜΚ 1 και 2 που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αξιολογώ τη μαρτυρία τους με δείκτη μεταξύ άλλων την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, της ευκαιρίας που είχαν να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, την ακεραιότητα και ειλικρίνεια τους, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους Ποιν. Έφ. 9163, ημερ. 24.9.97, Αθανασίου ν. Κουνούνη Ποιν. Έφ. 9041 ημερ. 29.5.97 και Καρεκλά ν. Κλεάνθους Ποιν. Έφ. 9161, ημερ. 24.5.97).  Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρας (1992), 1 Α.Α.Δ. 1056, Mustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165.  Επίσης, η κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν περιορίστηκε στην εξωτερική εμφάνιση που προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά τέθηκε στην βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της. (βλ. Γεώργιος και Σπύρος Τσιαππής v. Πολυβίου (2009), 1 Α.Α.Δ. 339.  Όπως επισημάνθηκε στην Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008), 2 Α.Α.Δ. 256:

 

«Όταν αναφερόμαστε στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της μαρτυρίας, εννοούμε κατά κύριο λόγο τον έλεγχο με την βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στην βάση τη μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (Hasan v Ανδρέου, πολιτική έφεση 2/11, ημερ.2.12.15).  Το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, (Βασιλειάδης v Σπύρου Λτδ, πολιτική έφεση 123/09, ημερ.14.10.15).

 

 

Η ΜΚ1 κατά την κυρίως εξέταση της αναγνώρισε και υϊοθέτησε τις καταθέσεις που της λήφθηκαν (τεκμήριο 7 και 8). Αναγνώρισε τους κατηγορούμενους. Είπε ότι πήγε στο νυχτερινό κέντρο Ρωγμές μετά από την εργασία της μαζί με τη φίλη της Ειρήνη Λ., ήταν μόνες τους και κάθισαν σε άδειο τραπεζάκι. Περιέγραψε πως περνώντας αναγκαστικά μπροστά από μάζα ανθρώπων για να φύγουν από το κέντρο η κατηγορούμενη δύο την ύβρισε αφού ήταν μέσα στα μούτρα της, ένιωσε να την χτυπάει κάποιος και έπεσε κάτω. Γύρω της υπήρχαν άτομα και είδαν τη φάση. Σε επόμενη ερώτηση της κας Κυριακίδου ποιός της επιτέθηκε και έπεσε κάτω υπέδειξε τον κατηγορούμενο 1 και αναφέρθηκε στην κατάθεση της στην οποία ανέφερε ότι ήταν ένας ψηλός άντρας.

 

Αντεξεταζόμενη πότε υπέβαλε παράπονο στην αστυνομία είπε στις 5/1/20 όταν συναντήθηκαν και παρέμεινε υπό κράτηση. Ο λόγος που δεν πήγε νωρίτερα για καταγγελία αφού τραυματίστηκε ήταν γιατί φοβήθηκε πάρα πολύ και πρώτη φορά της έτυχε τέτοιο συμβάν, δεν είχε δικηγόρο και ήταν μικρότερη. Ούτε στους γονείς της το ανέφερε. Η φίλη της πήρε τα κλειδιά γιατί η ίδια ζαλιζόταν και πήγε σπίτι. Αυτή ζαλιζόταν τις επόμενες δύο ημέρες και φοβόταν να πάει γιατρό και να δώσει κατάθεση. Οι τραυματισμοί που είχε στο πρόσωπο δεν ήταν εμφανείς. Αυτή πονούσε στην αριστερή πλευρά της γνάθου και στα δόντια της. Εκείνες τις ημέρες δεν πήγε γιατρό, αλλά μίλησε τηλεφωνικώς με τον παθολόγο της και της είπε αν συνεχίσει να πονεί να την δει. Είπε ότι δέχτηκε δύο μπουνιές στο πρόσωπο. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι μετά που έφαγε την πρώτη δεν θυμάται. Σε ερώτηση πως ξέρει τότε ότι έφαγε δύο μπουνιές, σκεπτόμενη είπε “ μπορείτε να μας ξαναδιαβάσετε τη φράση;” Και στη συνέχεια είπε “ προφανώς που την πρώτη που έφα μετά δεν θυμούμαι’.

 

Στην ερώτηση αν ήταν χαμέ και την χτύπησε ξανά, απάντησε θετικά. Σε επόμενη ερώτηση πότε ήρθε η δεύτερη μπουνιά μετά από σκέψη αυτή απάντησε ότι δεν θυμάται. Στην υποβολή ότι υπάρχει βίντεο που αυτή επιτίθεται και υβρίζει την κατηγορούμενη 2 απάντησε ότι δεν θυμάται. Ακόμη στην υποβολή ότι αυτή πήγε να δώσει την κατάθεση της στις 5.1 αφού ήδη έγινε η καταγγελία εναντίον της από τους κατηγορούμενους, αυτή είπε ότι φοβήθηκε πάρα πολύ γι’ αυτό δεν πήγε να δώσει κατάθεση.

 

Η ίδια σε υποβολή ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν την χτύπησε αλλά έβαλε το χέρι του για να αποκρούσει το δικό της χτύπημα δεν απάντησε.

 

Η παραπονούμενη δεν έχει πείσει το δικαστήριο για την αλήθεια των λεγομένων της, η μαρτυρία της δεν ήταν άμεση, αυθόρμητη και σε κάποιες περιπτώσεις αυτή δίσταζε να απαντήσει. Ειδικότερα ενώ στην κατάθεση της αναφέρθηκε ότι της δόθηκαν δύο μπουνιές, στο δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να την υποστηρίξει. Ακόμη και στην κατάθεση της προκύπτει κάποιας μορφής αβεβαιότητα λέγοντας “ απ΄ότι θυμάμαι η μια μπουνιά με κτύπησε στο μάγουλο. Από τις μπουνιές έπεσα χαμέ’.  Κατά την αντεξέταση της είπε ότι όταν δέκτηκε την πρώτη μπουνιά, μετά δεν θυμάται. Συνεπώς η μαρτυρία της ήταν μετέωρη και αντιφατική. Πώς είναι δυνατό να αναφέρεται σε 2 μπουνιές αφού μετά την πρώτη δεν θυμάται τί έγινε μετά. Ακόμη μέσα σε τόσο κόσμο που βρισκόταν εκεί στο κέντρο μπόρεσε να ακούσει την κατηγορούμενη 2 να την εξυβρίζει, ως επίσης στη προσπάθεια της να αναχωρήσει είδε ότι η κατηγορούμενη 2 φορούσε τακούνι. Επίσης αναφέρει στην κατάθεση της ότι “στην προσπάθεια της για να φύγει με τη φίλη της, ένιωσε να την σπρώχνει κάποιος και όταν γύρισε είδε μία άγνωστη της κοπέλα (εννοώντας την κατηγορούμενη 2) που την έσπρωξε και είναι απορίας άξιον αφού προχωρούσε πώς γίνεται να είδε ποιός την έσπρωξε και κατονόμασε την κατηγορούμενη 2.  Η ίδια ενώ στην κατάθεση της αναφέρεται στην κατηγορούμενη 2 ότι την έσπρωξε στην αντεξέταση της και στην υποβολή της κας Χρυσοστόμου ότι αυτή είναι που επιτέθηκε στην κατηγορούμενη 2 απάντησε ότι “δεν θυμάται”.

 

Η εκδοχή της δεν βρίσκει έρεισμα στη λογική καθότι εάν αυτή εδέχετο τέτοια απρόκλητη επίθεση όπως προσπάθησε ανεπιτυχώς να την παρουσιάσει, άμεσα αυτή και η φιλενάδα της θα πήγαιναν στην αστυνομία για να τους καταγγείλουν και όχι να πάει σπίτι της τραυματισμένη και πονεμένη. Αντίθετα τις θέσεις της περί επίθεσης των κατηγορουμένων εναντίον της, τις ανέφερε 3 ημέρες μετά, ήτοι μετά που συνελήφθηκε και κατά τη διάρκεια λήψης ανακριτικής κατάθεσης εναντίον της (5.1. - 6.1.20 ώρα 22.45 – 00.05) για σοβαρά αδικήματα, ως προκύπτει από αυτή - τεκμήριο 7. Ούτε μπορεί το δικαστήριο να αποδεκτεί τη θέση της ότι λόγω της βίαιης επίθεσης που δέκτηκε και πονούσε δεν επιθυμούσε όμως να πάει στο γιατρό για εξέταση και φροντίδα, γιατί ήταν ποιό μικρή και δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά ούτε και ότι ενώ συνέβηκαν όλα αυτά δεν ανέφερε τίποτα στους γονείς της. Η ίδια ανέφερε στη συμπληρωματική κατάθεση της - τεκμήριο 8 (ληφθείσα 7 ημέρες μετά) αυτολεξεί “ έχω επισκεφθεί τον οδοντίατρο μου αλλά δεν θα προσκομίσω οποιαδήποτε έκθεση’. Από αυτή της την αναφορά προκύπτουν ερωτηματικά γιατί απλούστατα είναι λογικό ένα άτομο το οποίο τραυματίζεται μετά από απρόκλητη, αδικαιολόγητη και βίαιη επίθεση ως η θέση της, να μεταβεί σε ιατρό για εξέταση και να παρουσιάσει αυτή την μαρτυρία στο δικαστήριο. Αυτή όχι μόνο δεν την παρουσίασε αλλά αρνείται κιόλας. Δεν διαφεύγει δε του δικαστηρίου ότι ελλείψει τέτοιας ιατρικής μαρτυρίας στο παρόν κατηγορητήριο καταχωρίστηκαν κατηγορίες κοινής επίθεσης και όχι επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, ως επίσης ότι ενώ στο επεισόδειο ήταν παρούσα η φίλη της αυτή δεν παρουσιάστηκε για να καταθέσει και να υποστηρίξει την θέση της ΜΚ1. Οι  φόβοι της ΜΚ1 να μην τους καταγγείλει θεωρώ δεν ήταν λόγω της ηλικίας της, αλλά λόγω της δικής της εμπλοκής στο επεισόδειο με άλλα πρόσωπα. Το δικαστήριο δεν έχει πειστεί για τα όσα αυτή ανέφερε και τα γεγονότα σύμφωνα με τη θέση της δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα πλην του αποδεκτού γεγονότος ότι οι κατηγορούμενοι και αυτή με τη φίλη της βρίσκονταν στο ίδιο κέντρο και εκεί έγινε ένα επεισόδειο. Ενόψει των πιο πάνω αδυναμιών και αντιφάσεων στην μαρτυρία της δημιουργείται ρήγμα, στερείται πειστικότητας και αξιοπιστίας και ως τέτοια απορρίπτεται.

 

Ο ΜΚ2 κατέθεσε ουσιαστικά ότι είχε εμπλοκή στη διερεύνηση της υπόθεσης εναντίον της ΜΚ1 μετά από καταγγελία των κατηγορουμένων. Ειδικότερα αυτό που προκύπτει είναι ότι συνέλαβε την ΜΚ1 και της έλαβε ανακριτική κατάθεση.

 

Η μαρτυρία του ήταν τυπική, αυτός έκανε καλή εντύπωση στο δικαστήριο, ήταν απόλυτα φυσικός μάρτυρας και απαντούσε χωρίς υπερβολές. Ο ΜΚ2 δεν αμφισβητήθηκε και η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη και ως τέτοια γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της ως αξιόπιστη.

 

 

               Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής η συνήγορος Υπεράσπισης έθεσε ότι με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των δύο κατηγορουμένων (κατηγορουμένων στο εξής) δυνάμει του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ως τροποποιήθηκε. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του έκρινε  ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους και αυτοί κλήθηκαν σε απολογία στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.

 

               Αφού τους επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα τους δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου επέλεξαν να ασκήσουν το δικαίωμα της σιωπής. Αυτοί δεν παρουσίασαν ενώπιον του Δικαστηρίου οποιονδήποτε μάρτυρα Υπεράσπισης.

 

 

 

 

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ

 

Οι κατηγορούμενοι άσκησαν το δικαίωμα της σιωπής κάτι που αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα τους και σύμφωνα με την σχετική νομολογία δεν είναι επιτρεπτό εξ΄αυτού να εξαχθούν οποιαδήποτε ενοχοποιητικά συμπεράσματα (βλ. Charalambous and another ν. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97, Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.α. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51 και Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250).

 

Από τους  κατηγορούμενους, ως αναφέρθηκε πιο πάνω λήφθηκαν ανακριτικές καταθέσεις τεκμήρια 3 και 5.

 

Ειδικότερα από τον κατηγορούμενο 1 λήφθηκε  η (ανοικτή) κατάθεση στις 3.1.20 - τεκμήριο 2 και στις 10.2.20 ανακριτική κατάθεση τεκμήριο 3. Στην πρώτη που του λήφθηκε στο ΤΑΕ Λεμεσού ανέφερε ότι το επίδικο βράδυ πήγαν στο εν λόγω κέντρο μαζί με ακόμη 3 άτομα και καθόντουσαν κοντά στην πίστα. Αυτή δέχτηκαν απρόκλητα επίθεση από  άγνωστα άτομα μεταξύ αυτών και την παραπονούμενη που ήταν στην παρέα τους. Αυτός και η κατηγορούμενη 2 τραυματίστηκαν και μεταφέρθηκαν από την αστυνομία στο Νοσοκομείο. Αυτός κρατήθηκε για νοσηλεία στις Πρώτες Βοήθειες και στη συνέχεια στο Ορθοπεδικό Τμήμα μέχρι τις 3.1.20. Στην ανακριτική κατάθεση του τεκμήριο 3 υϊοθετεί την πρώτη του κατάθεση και αναφέρεται στο όνομα της παραπονούμενης και στο όνομα της Ειρήνης της φιλενάδας της. Δεν αποδέχεται ότι επιτέθηκαν σε αυτήν αλλά το μόνο που έκανε ήταν να προστατεύσει την κατηγορούμενη 2 και έβαλε το χέρι του μπροστά για αυτοάμυνα. Δεν άκουσε την κατηγορούμενη 2 να υβρίζει την παραπονούμενη αντίθετα η τελευταία το έπραξε, η καταγγελία της είναι ψευδής και γίνεται για σκοπούς εκφοβισμού για να αποσύρουν την εναντίον της υπόθεση.

 

Για την κατηγορούμενη 2 κατατέθηκε η ανακριτική κατάθεση της τεκμήριο 5 η οποία λήφθηκε ενάμιση μήνα μετά από το ΤΑΕ Λεμεσού και στην οποία αναφέρεται και υϊοθετεί τις 3 καταθέσεις που της λήφθηκαν δηλ.ημερ.3.1, 4.1 και 28.1.20. Αυτή ισχυρίζεται ότι δεν άγγιξε την παραπονούμενη, δεν την έσπρωξε, αλλά αυτή με τη φιλενάδα της την ύβριζε. Αυτή δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει και δεν της απάντησε τίποτα. Το κάνει εκδικητικά αφού εναντίον της εξετάζεται η υπόθεση από το ΤΑΕ. Επίσης αυτές οι δύο την χτύπησαν έξω από το κέντρο.  Αξίζει να αναφέρω ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν κατέθεσε τις πιο πάνω αναφερθείσες καταθέσεις της και  δεν υπάρχει ολοκληρωμένη άποψη του δικαστηρίου για τις αρχικές θέσεις τις κατηγορούμενης 2.

 

Η εκτίμηση λοιπόν της κατάθεσης των κατηγορουμένων είναι θέμα που ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων.

 

Όσον αφορά τη γραπτές καταθέσεις κατηγορούμενων προσώπων υπάρχει σωρεία αποφάσεων σχετικά με τη βαρύτητα την οποία το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει σ’ αυτή.  Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με την μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου και να απορρίψει άλλο ασχέτως αν αυτό αποτελεί άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Είναι φυσικό να αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως, ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις. (Βλ. Vrakas α.ο. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195), Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 και  Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359, Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190 και Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693).

 

Εξετάζοντας το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του κατηγορούμενου 1 στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά για το πως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα εντός και εκτός του κέντρου με αναφορές και σε εμπλοκή και άλλων ατόμων στην απουσία της ένορκης μαρτυρίας του δεν θα δώσω ιδιαίτερη βαρύτητα εφόσον και η ΜΚ1 δεν αντεξετάστηκε συγκεκριμένα. Οσον αφορά την κατάθεση της κατηγορούμενης 2 εφόσον αυτή κάνει αναφορά στις άλλες καταθέσεις της οι οποίες όπως προανέφερα δεν κατατέθηκαν ενώπιον μου δεν δίνω οποιαδήποτε βαρύτητα πλην της θέσης της ότι αυτή δεν επιτέθηκε, ούτε και εξύβρισε την ΜΚ1.

 

 

Όταν ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία τόσο η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής όσο και η συνήγορος των κατηγορουμένων κατέθεσαν στο Δικαστήριο τις τελικές τους εισηγήσεις και θέσεις. Αυτές έχουν δεόντως μελετηθεί και ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου δεν θεωρείται απαραίτητο να παρατεθούν εδώ αυτούσιες.

 

ΕΥΡΗΜΑΤA

 

 Με βάση τη μαρτυρία της ΜΚ1 την οποία δεν έχω κάνει δεκτή δεν μπορώ να καταλήξω σε ασφαλή ευρήματα αναφορικά με το τι επακριβώς διαδραματίστηκε εκείνο το βράδυ στο κέντρο στο οποίο η ΜΚ1 και οι κατηγορούμενοι ήταν παρόντες. Επίσης ως αναφέρθηκε δεν υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα για τις θέσεις της κατηγορούμενης 2 εφόσον απ΄αυτή λήφθηκαν ακόμη 3 καταθέσεις οι οποίες δεν κατατέθηκαν στο δικαστήριο χωρίς καμία αναφορά ή δικαιολογία.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν στην 1η και στην 2η  κατηγορία το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.   

 

       Τα συστατικά του στοιχεία του αδικήματος είναι τα ακόλουθα:

 

1.         Ο κατηγορούμενος να επιτέθηκε εναντίον άλλου,

2.         Αυτό να έγινε παράνομα.

 

      Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη, που γίνεται με πρόθεση ή με απερισκεψία (recklessly) να προκαλέσει και που προκαλεί σε άλλο πρόσωπο τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (βλ. R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας από άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του. Επίθεση μπορεί να διαπραχθεί χωρίς ο κατηγορούμενος να αγγίζει το άλλο πρόσωπο. Πρέπει όμως να υπάρξει κάποια εχθρική πράξη για να στοιχειοθετηθεί η επίθεση όπως μια απειλή ή μια κίνηση που μπορεί να εκληφθεί ως απειλή (βλ. Fagan v. Metropolitan Police Commissioner (1968) 3 All E.R 442 και το σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2003, παρ. Β2.5, σελ. 162).

 

     Σε σχέση με το νοητικό στοιχείο της επίθεσης (mens rea), σχετική είναι η υπόθεση Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574 όπου λέχθηκε ότι ο νόμος δεν συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος με πρόθεση χρήσης βίας. Απαγορεύει την χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα παρανόμως (unlawfully). Με αυτή την έννοια, η διάπραξη του αδικήματος θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο εκεί που υπάρχει πρόθεση χρήσης βίας αλλά και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος ενεργεί με απερισκεψία. Η απερισκεψία καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, παρά το ότι συνειδητοποιεί την ύπαρξη του, προβαίνει στις ενέργειες του (βλ. R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974).

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο η κατηγορούμενη 2 αντιμετωπίζει στην 3η κατηγορία το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Όποιος, σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση......». Τα συστατικά του στοιχεία είναι τα ακόλουθα:

 

1.    Ο κατηγορούμενος να εξυβρίσει άλλον,

2.    Η εξύβριση να γίνεται με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει παρευρισκόμενο πρόσωπο σε  επίθεση,

3.    Η εξύβριση να γίνεται σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο.

 

Όσον αφορά το τι συνιστά δημόσιο χώρο, ο όρος αυτός δίδεται στο άρθρο 4 του Κεφ. 154 και ερμηνεύθηκε στις υποθέσεις Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 25, Anthony Castelow and another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Μιχαήλ κ.α ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362.

 

Το τι αποτελεί εξύβριση δεν καθορίζεται στον Ποινικό Κώδικα. Αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και έχοντας υπόψη τις επικρατούσες απόψεις περί ηθικής και ευπρέπειας.

 

Στην υπόθεση Brutus v. Cozens (1972) 2 All E.R. 1297 που αφορούσε κατηγορία βάση του άρθρου 4 του Public Order Act 1986, με παρόμοια συστατικά στοιχεία με αυτά του άρθρου 99 του Ποινικού μας Κώδικα, αποφασίσθηκε ότι η ερμηνεία της λέξης «insulting» (σε ελληνική μετάφραση «υβριστικός») δεν είναι νομικό θέμα και θα πρέπει να αποδίδεται σε αυτή το κανονικό της νόημα. Αναφέρθηκε δε σχετικά ότι ο μέσος συνετός άνθρωπος αντιλαμβάνεται την ύβρη όταν τη βλέπει ή την ακούει. Το κριτήριο για την ύπαρξη όλων των πιο πάνω στοιχείων είναι καθαρά αντικειμενικό.

 

Στην Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 98 κρίθηκε ως ορθή η πρωτόδικη απόφαση ότι η λέξη «καραγκιόζης» που είχε εκστομίσει η εφεσείουσα εναντίον Αστυνομικού, στον τόπο και υπό τις συνθήκες που χρησιμοποιήθηκε είναι υβριστική και εκδηλώνει περιφρόνηση προς το πρόσωπο προς το οποίο εκστομίζεται και είναι γενικά προσβλητική και μειωτική του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται. Στην ίδια απόφαση έγινε αναφορά στην Brutus ανωτέρω και επισημάνθηκε ότι από το λεκτικό του Lord Reid ήτοι "... an ordinary sensible man knows an insult when he sees or hears one" και πιο συγκεκριμένα από την φράση "sees one" εισάγεται παράλληλα με την εξύβριση δια λόγων και η εξύβριση με χειρονομίες.

Επιπρόσθετα στην Αχιλλέως κρίθηκε ότι δεν χρειάζεται απόδειξη ότι προκλήθηκε οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος να επιτεθεί. Είναι αρκετόν ότι, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 99, ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο. Κάτι τέτοιο συνάγεται στην κάθε περίπτωση από τις περιστάσεις στο σύνολο τους. Ως προς το σημείο δε αυτό στην ίδια υπόθεση κρίθηκε ότι από το σύνολο των περιστάσεων ήταν βέβαιο ότι ο παραπονούμενος δε θεώρησε αθώα την επίμαχη έκφραση, ούτε ασφαλώς την εξέλαβε ως εκδήλωση ευγένειας, διότι, αν μη τι άλλο, υπέβαλε παράπονο στην Αστυνομία.

 

 

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλ. πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων V Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υϊοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. 

 

Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι, όπως επισημαίνεται στην Γενικός Εισαγγελέας εναντίον Σπύρος Σπύρου (2002) 2, Α.Α.Δ. 71, στην οποία επαναλαμβάνεται η ανωτέρω αρχή, όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Λοίζου εναντίον Αστυνομίας 1989 (2) Α.Α.ΑΔ 363 και επαναδιατυπώθηκε στην Σωτηριάδης εναντίον Αστυνομίας 1991 (2) Α.Α.Δ. 482.

 

 

Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι αξιόπιστη και σαφής.  (Φλουρής εναντίον Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). 

 

 

ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Ως προαναφέρθηκε η μαρτυρία της ΜΚ1 δεν έγινε δεκτή. Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την υπόθεση της στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Προς απόσειση αυτού η Κατηγορούσα Αρχή στηρίχθηκε ουσιαστικά στη μαρτυρία της ΜΚ1. Για τους λόγους όμως που έχουν αναφερθεί κατά την αξιολόγηση της, η μαρτυρία της δεν έγινε αποδεκτή.

 

Αυτό οδηγεί αναπόδραστα στην κατάληξη ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει στον δέοντα βαθμό τις κατηγορίες που αποδίδει στους κατηγορούμενους.

 

Συνακόλουθα αυτοί αθωώνονται και απαλλάσσονται στις εναντίον τους κατηγορίες.

 

 

[Υπ.] ...........................................

                                                                                            Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.

 

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο