
ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Χρ. Ι. Χριστοδούλου, Π. Ε. Δ.
Μ. Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε. Δ.
Υπόθεση Αρ.: 9369/2024.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κατηγορούσα Αρχή
-εναντίον-
Χ. Α.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 02/05/2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Μ. Πασιαρδή.
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Μ. Αρμεύτης.
Κατηγορούμενος, Παρών.
----------
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος, μετά από δική του παραδοχή, βρέθηκε από το Δικαστήριο ένοχος και καταδικάστηκε, σε δύο ξεχωριστές κατηγορίες, για το ποινικό αδίκημα της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού. Όπως εμφαίνεται στο κατηγορητήριο, αμφότερες οι εν λόγω κατηγορίες αρ. 1 και 2, εδράζονται επί του Άρθρου 6 (3) του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Νόμος 91(Ι)/2014 (εφεξής «ο Νόμος 91(Ι)/2014»).
Σύμφωνα με την περιγραφή τους από την Κατηγορούσα Αρχή, ο κατηγορούμενος, την 09η/06/2024, στην Λεμεσό, συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις με παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, δηλαδή την παραπονούμενη, ηλικίας, τότε, 16 ετών και δύο μηνών. Ειδικότερα, η παραπονούμενη έκανε στον κατηγορούμενο πεολειχία (κατηγορία αρ. 2) και ο κατηγορούμενος εισχώρησε το πέος του στο γεννητικό της όργανο (κατηγορία αρ. 1).
Τα ουσιώδη στοιχεία των εν λόγω ποινικών αδικημάτων και γεγονότα της υπόθεσης, μας παρουσιάστηκαν από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής μέσω κειμένου το οποίο ανέγνωσε στο Δικαστήριο και κατατέθηκε στον φάκελο της υπόθεσης. Ήταν η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης, που δηλώθηκε ενώπιον μας, ότι ο κατηγορούμενος ήταν απόλυτα σύμφωνος με αυτά. Λόγω της έκτασης τους, τα παραθέτουμε ως ακριβώς μας εκτέθηκαν:
«Η ανήλικη Ν. Μ. (εφεξής το θύμα) γεννήθηκε στις 16.4.08 και περί τον Μάιο του 2024 είχε παραπεμφθεί στο Σπίτι του Παιδιού για ψυχολογική αξιολόγηση μετά από αναφορά για περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης της από συγγενικό της πρόσωπο.
Στα πλαίσια της ανωτέρω αξιολόγησης, το θύμα ανέφερε σε Κλινική Ψυχολόγο του Σπιτιού ότι είχε γνωριστεί µε ένα άνδρα ονόματι Χ. µέσω μίας εφαρμογής και ότι αφού συνομίλησαν και αντάλλαξαν μεταξύ τους μηνύματα, είχαν διευθετήσει συνάντηση σε πάρκο στη Λεμεσό. Από εκεί ο ως άνω άνδρας την μετέφερε µε το αυτοκίνητο του σε χώρο στάθμευσης λυκείου, όπου και συνέβησαν όπως περιέγραψε συγκεκριμένες σεξουαλικές πράξεις μεταξύ τους. Ενόψει αυτών των αναφορών και εφόσον το θύμα είναι ανήλικη, η Κλινική Ψυχολόγος ενημέρωσε την μητέρα της και ακολούθως την Αστυνομία η οποία ανέλαβε την διερεύνηση της υπόθεσης.
Την 21.6.24 το θύμα μετέβηκε στο Σπίτι του Παιδιού συνοδευόμενη από τη μητέρα της, οπού και της λήφθηκε οπτικογραφηµένη κατάθεση κατά τη διάρκεια της οποίας εξιστόρησε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε γνωριστεί µε τον Χ., τις επαφές που είχαν πριν συναντηθούν και τι ακριβώς συνέβηκε αφού συναντήθηκαν. Από τις πληροφορίες που έδωσε το θύμα και κατόπιν σχετικής διερεύνησης από την Αστυνομία, διαφάνηκε ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν, ήταν ο κατηγορούμενος.
Το θύμα είχε γνωριστεί µε τον κατηγορούμενο στις 9.6.24 µέσω της εφαρμογής OmeTv η οποία επιτρέπει πέραν της συνομιλίας και την οπτική επαφή μεταξύ των χρηστών. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους ο κατηγορούμενος είπε στο θύμα ότι ήταν 22 ετών και το θύμα του είπε ότι ήταν 16. Ο κατηγορούμενος της είπε ότι ήταν πολύ όμορφη και ότι είχε ωραίο σώμα και αφού συνομίλησαν και αντάλλαξαν και κάποια μηνύματα, της πρότεινε να συναντηθούν. Το θύμα αποδέχθηκε και πήγε να τον περιμένει σε ένα πάρκο όπου είχαν συνεννοηθεί για να βρεθούν και ο κατηγορούμενος μετέβηκε εκεί µε το αυτοκίνητο του. Αφού το θύμα μπήκε και κάθισε στη θέση του συνοδηγού, άρχισαν να συνομιλούν και κάποια στιγμή αποφάσισαν να μεταβούν στο χώρο στάθμευσης ενός λυκείου. Αφού πέρασαν κάποιο χρόνο εκεί και συνομιλούσαν για διάφορα θέματα της ζωής και της καθημερινότητας τους, ο κατηγορούμενος φίλησε το θύμα και άρχισε να την αγγίζει σε διάφορα σημεία του σώματος της. Κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος της πρότεινε να καθίσουν στα πίσω καθίσματα του αυτοκίνητου, όπου και συνέχισαν να φιλιούνται και ακολούθως το θύμα πρόβηκε σε πεολειχία του κατηγορούμενου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το θύμα δεν αντέδρασε, ενώ όταν ο κατηγορούμενος άρχισε να της αφαιρεί τα ρούχα της, αν και εκείνη δεν ένοιωθε άνετα, ο κατηγορούμενος προχώρησε και εισχώρησε το πέος του στο γεννητικό της όργανο και ήρθε σε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή μαζί της. Το θύμα είπε στον κατηγορούμενο ότι ένοιωσε άβολα εφόσον ήταν και η πρώτη φορά που είχε σεξουαλική επαφή µε άλλο πρόσωπο και αφού ο κατηγορούμενος ολοκλήρωσε, της απολογήθηκε.
Εναντίον του κατηγορούμενου εκδόθηκε ένταλμά σύλληψης και στις 23.6.24 όταν αυτός συνελήφθηκε από µέλη της Αστυνομίας και του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του και του επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο απάντησε 'Τι να πω. Εβρεθήκαµε, εµιλήσαµε, είπε µου κάτι για τον παπά της που έγινε μεταξύ τους τζιαι εν είσιε αντίσταση'.
Κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας που είχε εκδοθεί, ο κατηγορούμενος υπέδειξε στην Αστυνομία το όχημά που οδηγούσε την ημέρα που είχε συναντηθεί µε το θύμα.
Στις 29.6.24 κατά τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης από τον κατηγορούμενο, αυτός επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής.
Το θύμα συνέχισε να παρακολουθείται από το Σπίτι του Παιδιού για σκοπούς ψυχολογικής αξιολόγησης της και από αυτήν διαφάνηκε ότι πρόκειται για παιδί µε χρόνια έκθεση σε δυσμενείς εμπειρίες παιδικής ηλικίας οι οποίες φάνηκε να επηρέασαν αθροιστικά τη ψυχοσυναισθηµατική του κατάσταση. Αναφέρθηκε σε µμακροχρόνια περιστατικά άσκησης σωματικής και σεξουαλικής βίας εις βάρος της, ενώ ήταν θύμα και σχολικού εκφοβισμού.
Οι επαναλαμβανόμενες δυσμενείς εμπειρίες της παιδικής της ηλικίας, όπως τα χρόνια περιστατικά άσκησης σωματικής σεξουαλικής και ψυχολογικής κακοποίησης της, φάνηκε να λειτουργήσαν ως επιβαρυντικοί παράγοντες στη ψυχική της υγεία, δημιουργώντας συνθήκες ευαλωτότητας για θυµατοποιήση.
Το περιστατικό µε τον κατηγορούμενο επιβάρυνε περαιτέρω την ήδη επιβαρυμένη κλινική εικόνα του παιδιού και διαπιστώθηκε να παρουσιάζει συμπτωματολογία σύνθετης διαταραχής µετατραυµατικού στρες, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μειωμένη λειτουργικότητα της σε διάφορους τομείς της ζωής της. Συστήθηκε η παροχή ψυχολογικής υποστήριξης και θεραπείας στο παιδί από ψυχολόγο.».
Για σκοπούς συνεκτίμησης κατά την επιμέτρηση της ποινής, στα γεγονότα της υπόθεσης, συμπληρώθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, ότι ο κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες. Περαιτέρω, από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, υποστηρίχθηκε και η δυνατότητα έκδοσης από το Δικαστήριο, διατάγματος εποπτείας του κατηγορουμένου, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 14 (1) (γ) του Νόμου 91(Ι)/2014. Επιπλέον, υπήρξε αίτημα προς το Δικαστήριο, για διαταγή διαχείρισης από την Αστυνομία, κατά συγκεκριμένο τρόπο, των τεκμηρίων της υπόθεσης που βρίσκονται στην κατοχή της.
Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, για σκοπούς μετριασμού της ποινής, αγορεύοντας, αναφέρθηκε σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που, κατά την εισήγηση του, επιδρούν στην προκείμενη περίπτωση, τους οποίους κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του κατά τον καθορισμό της ποινής. Οι θέσεις και εισηγήσεις του, εκτίθενται αναλυτικά στο κείμενο το οποίο, για σκοπούς διευκόλυνσης της διαδικασίας, μας παρουσίασε και που ακολούθως, αφού το υιοθέτησε, κατατέθηκε στον φάκελο της υπόθεσης. Επιπλέον, μας παρουσίασε και δήλωση του Αρχιμανδρίτη πάτερ Σάββα Ηλιάδη για τον κατηγορούμενο, ημερομηνίας 05/04/2025, η οποία επίσης κατατέθηκε ως Τεκμήριο Α, για να συνυπολογιστεί.
Ο κ. Αρμεύτης, στην γραπτή του αγόρευση, αφού αναφέρεται στις συνθήκες υπό τις οποίες δηλώθηκε στο Δικαστήριο η παραδοχή του κατηγορουμένου και, για την σημασία της, πότε αυτό διαδικαστικά πραγματοποιήθηκε, αναγνωρίζει την σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων στο κατηγορητήριο, τονίζει ωστόσο την ανάγκη για εκτίμηση τους στη βάση των ιδιαίτερων περιστάσεων αυτής της υπόθεσης και τα περιστατικά διάπραξης τους, στα οποία επίσης αναφέρεται. Συναφώς, για σκοπούς συγκριτικής θεώρησης, παραπέμπει σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες, το ζήτημα της ποινής για το εξεταζόμενο ποινικό αδίκημα, έτυχε πραγμάτευσης. Ακολούθως, εκθέτει τις περιστάσεις του κατηγορουμένου, επισημαίνοντας, ως βαρύνουσας σημασίας, το νεαρό της ηλικίας του και το μορφωτικό του επίπεδο, τα οποία, προεκτείνει, σχετίζονται και με την έκνομη διαγωγή του, η οποία, ήταν αποτέλεσμα αυθορμητισμού και χωρίς πρόθεση πρόκλησης βλάβης στην παραπονούμενη. Επιπλέον, από τις περιστάσεις του κατηγορουμένου, τονίζει και το λευκό του ποινικό μητρώο. Τέλος, εισηγείται πως, αν, υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο αποφασίσει ως ορθό μέτρο τιμωρίας για τον κατηγορούμενο, την στέρηση της ελευθερίας του και η επιμέτρηση αυτής της ποινής, παρέχει αυτή την ευχέρεια στο Δικαστήριο, να διαταχθεί η αναστολή εκτέλεσης της. Για το προκείμενο, εξειδικεύει και τους, κατά την θέση του, σχετικούς παράγοντες. Σε ότι αφορά την δυνατότητα έκδοσης από το Δικαστήριο, διατάγματος εποπτείας του κατηγορουμένου, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 14 (1) (γ) του Νόμου 91(Ι)/2014, ως εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής, ο κ. Αρμεύτης, δήλωσε ενώπιον μας, ότι ο κατηγορούμενος δεν ενίσταται.
Τα πιο πάνω ποινικά αδικήματα, για τα οποία ο κατηγορούμενος τώρα υπόκειται σε τιμωρία, είναι πολύ σοβαρά.
Κατ’ αρχάς, βασική παράμετρος της σοβαρότητας τους, συνιστά το μέγιστο ύψος ποινής που προβλέπεται για αυτά στον Νόμο. Το ποινικό αδίκημα της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού (ηλικίας άνω των 13 ετών), όταν εδράζεται επί του Άρθρου 6 (3) του Νόμου 91(Ι)/2014, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 20 χρόνια. Οι προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές, συνιστούν ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν τη σοβαρότητα του ποινικού αδικήματος και λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του είδους, όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της ποινής (βλ. Δημοκρατία v. Kυριάκου, κ. α., (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, Souilmi v. Aστυνομίας, (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Λεβέντης v. Αστυνομίας, (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Η σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος, διαγράφεται από το μέγιστο της προβλεπόμενης στο Νόμο ποινής. Η πρόβλεψη από τον Νομοθέτη για ποινικό αδίκημα, ιδιαιτέρως ποινής φυλάκισης, αλλά και το μέγεθος της, δίδουν και το στίγμα του μεγέθους της ανησυχίας, απαρέσκειας ή και αποστροφής της κοινωνίας για πράξεις ή παραλείψεις, των οποίων, μέσω αυτής, επιδιώκεται η αποτροπή. Όσο μεγαλύτερη είναι η προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή, τόσο σοβαρότερο πρέπει να θεωρείται και το ποινικό αδίκημα. Το Δικαστήριο εφαρμόζει το Νόμο, πρέπει να τον εφαρμόζει αποτελεσματικά ώστε οι σκοποί του να επιτυγχάνονται και για αυτό ακριβώς τον λόγο, η σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος, ως οροθετείται από τον Νομοθέτη και η ανάγκη για αποτροπή, πρέπει να αντανακλώνται και στην ποινή (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου, (2001) 2 Α.Α.Δ. 272 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημητρίου, Ποινική Έφεση Αρ. 41/2025, 10/04/2025).
Άλλη βασική παράμετρος της σοβαρότητας των υπό συζήτηση ποινικών αδικημάτων, είναι η φύση τους. Αυτά, έχουμε ήδη αναφέρει, απορρέουν από τον Νόμο 91(I)/2014. Οι σκοποί του Νόμου 91(Ι)/2014 και η φιλοσοφία της ποινικοποίησης πράξεων και συμπεριφορών που, με βάση τις πρόνοιες του, αποτελούν σεξουαλική κακοποίηση ή εκμετάλλευση παιδιών, σε σχέση και με το ζήτημα της διαμόρφωσης των ποινών από το Δικαστήριο για τα σχετικά ποινικά αδικήματα, εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αστυνομία ν. Πατούρη, Ποινική Έφεση Αρ. 51/2020, 03/12/2020, από την απόφαση του οποίου, για σκοπούς επεξήγησης της εγγενούς σοβαρότητας τους, παραθέτουμε την ακόλουθη περικοπή:
«Ο Νόμος 91(Ι)/2014 θεσπίστηκε με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή του νομικού γίγνεσθαι αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, η οποία καθιερώθηκε με πράξεις Διεθνών Οργανισμών. Προπαντός, όμως, έγινε προς εναρμόνιση της ημεδαπής νομοθεσίας με πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο συγκεκριμένο τομέα του δικαίου. Από αυτές, ξεχωρίζει, ιδιαίτερα, η Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου, 2011, (η «Οδηγία»), την οποία ο εν λόγω Νόμος έχει, εν πολλοίς, ως πρότυπο. Στο Προοίμιό της, εκτιμάται, διά της αιτιολογικής σκέψεως 1, ότι:-
“Η σεξουαλική κακοποίηση και η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας, συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, ειδικότερα των δικαιωμάτων των παιδιών στην προστασία και τη φροντίδα που είναι αναγκαίες για την ευημερία τους, όπως προβλέπονται στη σύμβαση του 1989 των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.”
Ακολούθως, στην αιτιολογική σκέψη 2, εκτιμάται, σύμφωνα με ό,τι διαλαμβάνει το πρόγραμμα της Στοκχόλμης, πως:-
“Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες παρέχει σαφή προτεραιότητα στην καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας.”
Εμφανώς, η προστασία του παιδιού αναγνωρίζεται από το διεθνές και ημεδαπό δίκαιο ως κοινωνική ανάγκη, πηγάζουσα εκ της εγγενούς φύσεώς του. Στο προοίμιο της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού, κυρωθείσας με τον ομώνυμο Νόμο του 1990, (Ν. 243/1990), αναφέρεται, συναφώς ότι: “..., όπως υποδεικνύεται στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, 'το παιδί, λόγω της σωματικής και διανοητικής του ανωριμότητας, χρειάζεται ειδική προστασία και φροντίδα, συμπεριλαμβανομένης και της κατάλληλης νομικής προστασίας, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννησή του'”. Στο επίπεδο, ειδικά, της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, εκτιμάται, στην αιτιολογική σκέψη 12 της Οδηγίας, πως:-
“Για τις σοβαρές μορφές σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές.”
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχοντας ως πρότυπο τις πιο πάνω αρχές, διαμόρφωσε, ανάλογα, τις ποινές οι οποίες επιβάλλονται για αδικήματα που εμπίπτουν στον υπό αναφορά τομέα του δικαίου.».
Συναφώς, στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 59/2016, 23/03/2017, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι:
«Ο Νόμος περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014) και ειδικά τα άρθρα 2, 5 και 6(3) έχουν σκοπό την προστασία των παιδιών από συμπεριφορές σεξουαλικής κακοποίησης που έχουν διαφορετικές βέβαια βαθμίδες. Εκείνο όμως που μένει ως σταθερή παράμετρος είναι το ίδιο το θύμα και η ηλικία του, που το κοινωνικό σύνολο θέλει να προστατεύσει, ως ένα πολύτιμο αγαθό. Γι’ αυτό και ο Νόμος είναι ιδιαίτερα αυστηρός στις προβλεπόμενες ποινές.».
Ενώ, στην υπόθεση Σ. Λ. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 155/2019, 25/02/2021, ECLI:CY:AD:2021:B57, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε πως:
«Η γενετήσια ελευθερία είναι έκφανση της προσωπικής ελευθερίας. Κάθε ενήλικο πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να τελεί γενετήσιες πράξεις με πρόσωπα που συνειδητά επιλέγει. Οι ανήλικοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους. Έχουν μειωμένη δυνατότητα αντίληψης των δικαιωμάτων τους και των συνεπειών των πράξεων τους. Κατ΄ επέκταση δεν έχουν την ωριμότητα να επιλέγουν τους ερωτικούς τους συντρόφους ή τα πρόσωπα με τα οποία θα αναπτύξουν σεξουαλικές δραστηριότητες. Ο πιο πάνω Νόμος έχει στο επίκεντρο του την προστασία των παιδιών. Όσοι διαπράττουν αξιόποινες πράξεις εις βάρος των παιδιών, βρίσκονται αντιμέτωποι με αυστηρές ποινές.».
Στην δε υπόθεση Λευκαρίτης κ. α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 135/2014 κ. α., 22/11.2016, ειπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο επίσης ότι:
«Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, παρόλον που ένα νεαρό θύμα μπορεί, φαινομενικά, να είχε συναινέσει, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να του προκαλέσει βλάβη, γι' αυτό ακριβώς ο νομοθέτης προνόησε για το συγκεκριμένο αδίκημα (R. v. Perry [2010] 2 Cr. App. R (S) 98).».
Πέραν των πιο πάνω, αντλούμε δικαστική γνώση για την συχνότητα με την οποία διαπράττονται τα πιο πάνω ποινικά αδικήματα, παράμετρος επίσης της σοβαρότητας τους, από τις πολλές υποθέσεις που άγονται καθημερινά ενώπιον του Δικαστηρίου. Άλλωστε, και η νομολογία έχει αναγνωρίσει την κατάσταση αυτή, τονίζοντας την ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών (βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηαθανασίου, Ποινική Έφεση Αρ. 20/2021, 19/10/2021). Στην υπόθεση Κ. Α. Μ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 127/2021, 04/11/2022, ECLI:CY:AD:2022:B419, λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι: «… η επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα όταν τα θύματα είναι παιδιά ή ανήλικα πρόσωπα, την ανωριμότητα, την ευαισθησία ή και την αδυναμία των οποίων εκμεταλλεύονται οι δράστες για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις».
Όπως τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση S. J. L. V. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 129/2021, κ. α., 27/10/2022:
«… Αναμφίβολα στις περιπτώσεις όπου συγκεκριμένα αδικήματα παρουσιάζουν έξαρση δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής (Abumazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551 και Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016).
Μόλις σήμερα μας δόθηκε η ευκαιρία σε άλλη υπόθεση παρόμοιας φύσης (Robert Cionel Clarson ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 38/2022, ημερ. 27/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:B411 να τονίσουμε τα ακόλουθα σε σχέση με την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία διαπράττονται τέτοια εγκλήματα:
“Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων και μάλιστα με θύματα παιδιά δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο.
Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους.
…
Καθοριστική είναι η έντονη ανάγκη αποτροπής και ο τονισμός της αυστηρότητας που απαιτείται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έγκλημα αυτής της φύσης. Έγκλημα εναντίον του παιδιού, της κοινωνίας και του πολιτισμού.”».
Οι περιστάσεις διάπραξης ενός ποινικού αδικήματος, είναι επίσης παράγοντας που επιδρά καθοριστικά στο ζήτημα της ποινής. Και αυτό, όπως εξηγήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, (1991) 2 Α.Α.Δ. 391, επειδή, η σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης στον Νόμο ποινής, αλλά: «… σε μεγάλο βαθμό [και] από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει στην κοινωνία και οι οποίες δυνατόν είτε να υποβιβάζουν ένα αδίκημα για το οποίο προνοείται πολυετής φυλάκιση σε απλή και τυπική παράβαση, είτε να καθιστούν εξαιρετικά σοβαρό ένα αδίκημα για το οποίο δεν προνοείται αυστηρή ποινή υπό μορφή πολυετούς φυλάκισης».
Συναφώς, στον Νόμο 91(Ι)/2014, ο Νομοθέτης, με το Άρθρο 19, έχει εκφράσει τη σοβαρότητα που θέλησε να προσδώσει σε διάφορα χαρακτηριστικά τέλεσης των πιο πάνω ποινικών αδικημάτων, τα οποία, κατά την επιμέτρηση της ποινής, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως ιδιαίτερα επιβαρυντικά.
Από εξέταση των γεγονότων της υπόθεσης ανωτέρω, για τα ποινικά αδικήματα υπό αναφορά, εν σχέση με την σοβαρότητα τους, προκύπτουν τα εξής:
Ο κατηγορούμενος, δεν γνώριζε καθόλου την παραπονούμενη από προηγουμένως. Γνωρίστηκαν στις 09/06/2024, κάνοντας χρήση της εφαρμογής «OmeTV», η οποία, όταν υπάρχει σύνδεση με το διαδίκτυο, παρέχει μία πλατφόρμα ζωντανής συνομιλίας των χρηστών μέσω βίντεο, σε πραγματικό χρόνο. Αν και αποτελεί κανόνα του πάροχου της, ότι οι χρήστες της πρέπει να είναι ενήλικοι, εκείνη την ημέρα, η παραπονούμενη, την χρησιμοποίησε και συνδέθηκε με τον κατηγορούμενο. Όπως μας παρουσιάστηκε από πλευράς κατηγορουμένου και δεν έτυχε αμφισβήτησης από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, η σύνδεση τους αυτή, δεν ήταν τυχαία, αλλά ξεκίνησε από την παραπονούμενη, η οποία τον προσέγγισε («added») για σκοπούς γνωριμίας και άρχισε την μεταξύ τους συνομιλία.
Κατά την διάρκεια, ωστόσο, αυτού του διαλόγου τους, η παραπονούμενη, μετά από αναφορά του κατηγορουμένου στην ηλικία του, του είπε ότι, εκείνη, ήταν 16 ετών. Στην πραγματικότητα, επακριβώς, η παραπονούμενη ήταν 16 ετών και δύο μηνών. Ο κατηγορούμενος, εντούτοις, ο οποίος τότε ήταν 22 ετών και έξι μηνών και είχε πει στην παραπονούμενη ότι ήταν 22 ετών, δεν πτοήθηκε από αυτό που έμαθε για την παραπονούμενη και το οποίο, σε κάθε περίπτωση, αντικειμενικά, πρέπει να ήταν σε θέση να δει και από την εικόνα που είχε για εκείνη μέσω της βιντεοκλήσης, και συνέχισε την συνομιλία τους. Διαρκούσης αυτής, είπε μάλιστα στην παραπονούμενη, ότι ήταν πολύ όμορφη και πως είχε ωραίο σώμα. Ενθαρρύνοντας δηλαδή, έτσι, την συζήτηση, στην οποία, με τον τρόπο αυτό, αντικειμενικά, έδιδε πλέον και ένα χαρακτήρα ερωτικό.
Σχετικά με τα προαναφερόμενα, αλλά και αναφορικά με τα όσα αμέσως μετά σχολιάζουμε από τα γεγονότα της υπόθεσης, που αφορούν την ιδιαίτερη θέση της παραπονούμενης ως παιδιού, παρεμβάλλουμε εδώ και επισημαίνουμε πως, η παραπονούμενη, όπως αξιολογήθηκε και από Κλινική Ψυχολόγο στο Σπίτι του Παιδιού, ήταν τότε παιδί με χρόνια έκθεση σε δυσμενείς εμπειρίες, οι οποίες, αθροιστικά, είχαν επηρεάσει την ψυχο-συναισθηματική της κατάσταση. Επρόκειτο για παιδί το οποίο, για πολλά χρόνια, είχε βιώσει, σε βάρος της, περιστατικά άσκησης σωματικής και σεξουαλικής βίας, ενώ, ήταν θύμα και σχολικού εκφοβισμού. Οι επαναλαμβανόμενες αυτές δυσμενείς εμπειρίες της παραπονούμενης, είχαν λειτουργήσει επιβαρυντικά στην ψυχική της υγεία, καθιστώντας την παιδί ευάλωτο, σε θυματοποίηση.
Επανερχόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης και σε συνέχεια των πιο πάνω, τελικά, και προφανώς στα πλαίσια συνέχισης της ερωτικής του προσέγγισης της παραπονούμενης, ο κατηγορούμενος, της πρότεινε συνάντηση τους αυθημερόν, κάτι που η παραπονούμενη αποδέχτηκε και, μετά από συνεννόηση τους, πήγε σε συγκεκριμένο πάρκο, όπου και ο κατηγορούμενος μετέβη οδηγώντας το αυτοκίνητο του για να βρίσκονταν. Εκεί, όταν συναντήθηκαν, η παραπονούμενη εισήλθε στο αυτοκίνητο του κατηγορούμενου και κάθισε στην θέση του συνοδηγού και ακολούθως, με τον κατηγορούμενο, ο οποίος παρέμεινε στην θέση του οδηγού, είχαν κάποια συνομιλία. Μετά, αποφάσισαν να αλλάξουν τοποθεσία, για αυτό και ο κατηγορούμενος, οδήγησε το αυτοκίνητο του σε χώρο στάθμευσης ενός λυκείου, όπου και το σταμάτησε.
Είναι προφανές, τόσο από τα όσα προηγήθηκαν της συνάντησης κατηγορούμενου και παραπονούμενης, που είχαν ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση της, όσο και από τα όσα επακολούθησαν, την πρωτοβουλία των οποίων, είναι εμφανές, είχε ο κατηγορούμενος, ότι η ενέργεια αυτή, που έγινε μετά από σκέψη και απόφαση στα οποία κυριαρχούσε ο κατηγορούμενος, αποσκοπούσε στην απομόνωση τους. Δηλαδή, να βρίσκονταν μόνοι τους, χωρίς παρουσία και ενδεχόμενο έλεγχο από άλλους επισκέπτες του πάρκου. Η 09η/06/2024, σημειώνουμε, έχουμε γνώση, ήταν ημέρα Κυριακή και αυτό το γεγονός, σε αντίθεση με τον χώρο ενός πάρκου, καθιστούσε την επισκεψιμότητα μίας σχολικής δομής, όπως είναι αυτή ενός λυκείου, ή και του χώρου στάθμευσης της, ανά πάσα στιγμή, στη βάση πιθανοτήτων, τουλάχιστον, πολύ μικρή. Υπό αυτές τις συνθήκες, και αφού κατηγορούμενος και παραπονούμενη, για κάποιο χρονικό διάστημα, από τις θέσεις του οδηγού και συνοδηγού στις οποίες, αντίστοιχα, εξακολουθούσαν να βρίσκονται, συνομίλησαν για διάφορα θέματα της ζωής και της καθημερινότητας τους, ο κατηγορούμενος, όντας αυτός που, ως διαγράφεται, μεθοδικά, κινούσε πρώτος τις εξελίξεις, εκδηλώνοντας την ερωτική του έλξη, φίλησε την παραπονούμενη στα χείλη, καθώς άρχισε, το ίδιο ερωτικά, να την αγγίζει σε διάφορα μέρη του σώματος της.
Επιδιώκοντας, είναι προφανές, την μέγιστη δυνατή εγγύτητα με την παραπονούμενη, σε κάποια στιγμή και ενώ εξελισσόταν το εν λόγω συμβάν, ο κατηγορούμενος, πρότεινε στην κατηγορούμενη να μετακινούνταν για να κάθονταν στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου, όπως και τελικά έγινε. Ουσιαστικά, ως διακρίνεται, και πάλι μετά από σκέψη και την κυρίαρχη απόφαση του κατηγορουμένου. Εκεί, κατηγορούμενος και παραπονούμενη, συνέχισαν να φιλιούνται, περιστατικό που οδήγησε, εξελικτικά, με σκοπό την ηδονή του κατηγορουμένου, η παραπονούμενη, να του κάνει στοματικό έρωτα. Η πράξη αυτή της παραπονούμενης, η οποία, όπως μας παρουσιάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς κατηγορουμένου, μέχρι και αυτό το στάδιο εξέλιξης του συμβάντος, «δεν αντέδρασε», δεν ήταν φαίνεται αρκετή για να ικανοποιήσει την σεξουαλική ορμή του κατηγορουμένου. Συνεχίζοντας, ο κατηγορούμενος, άρχισε να αφαιρεί τα ρούχα που φορούσε η παραπονούμενη και, καθ’ ον χρόνο η παραπονούμενη, σχετικά με αυτό που συνέβαινε, ένιωθε άβολα, ο κατηγορούμενος, παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες δεν έδειχναν να ευνοούσαν πλέον την δράση του, προχώρησε και εισχώρησε το πέος του στον κόλπο της παραπονούμενης και ήρθε σε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή μαζί της. Η οποία, παραπονούμενη, είναι σημαντικό, δεν είχε ποτέ προηγουμένως συνευρεθεί σεξουαλικά. Αυτό, όπως φαίνεται, δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον του κατηγορούμενου, καθότι, όπως επίσης μας παρουσιάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς του, η παραπονούμενη, του είχε πει πως ένιωθε άβολα, και τούτο, και επειδή δεν είχε πρωτύτερα έλθει σε συνουσία, αλλά αυτός, «αφού ολοκλήρωσε, της απολογήθηκε».
Με την παραπονούμενη, επαναλαμβάνουμε, ο κατηγορούμενος είχε μόλις γνωριστεί και είναι προφανές ότι, μεταξύ τους, δεν είχε δημιουργηθεί οποιοδήποτε συναίσθημα. Ενώ, η όποια ρομαντική διάθεση φαίνεται να είχε επιδείξει έναντι της (με τα λεγόμενα του: ότι ήταν όμορφη και είχε ωραίο σώμα), δεν ήταν συναισθηματική και εξυπηρετούσε, όπως διακρίνεται από τα περιστατικά που καταδεικνύουν την στάση του, τον στόχο επίτευξης του, που ήταν, η συνεύρεση του τελικά μαζί της. Ο κατηγορούμενος, χωρίς ευαισθησία, όχι μόνο αγνόησε την ηλικία της παραπονούμενης και, εκμεταλλευόμενος την επικοινωνία που είχαν υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, επιδίωξε και μεθόδευσε την συνάντηση τους, υπήρξε και εγωιστικά σκληρός. Αφού, με τον τρόπο που έχουμε ήδη σχολιάσει, την απομόνωσε και κατάφερε να προβεί μαζί της σε σεξουαλικές πράξεις: με φιλιά στα χείλη, αγγίγματα στο σώμα της και κάνοντας του πεολειχία· αγνοώντας την όταν εκδήλωνε ότι δεν ένοιωθε άνετα στην ολοκλήρωση της σεξουαλικής τους επαφής (και τούτο, όπως του είπε, επειδή ήταν και παρθένα), «ολοκλήρωσε» και μετά, απλά της απολογήθηκε. Αν και, όπως εξηγούμε και στην συνέχεια, σε ότι αφορά την σχέση ενός ενήλικου με παιδί, τα συναισθήματα και ο ρομαντισμός είναι νομικά και ηθικά απαράδεκτα, από την άποψη της ηθικής, αν αυτά (είτε το ένα, είτε το άλλο) σε κάποιο βαθμό υπήρχαν πραγματικά από πλευράς του κατηγορουμένου, η αποδοκιμασία θα μπορούσε να μην ήταν τόσο σφοδρή. Πόσο μάλλον σε αυτή την περίπτωση, που ούτε η παραπονούμενη προκύπτει ότι έτρεφε τέτοια συναισθήματα ή ένοιωθε ρομαντικά για τον κατηγορούμενο.
Συναφώς, με βάση τα προαναφερόμενα περιστατικά κατά νουν, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ότι ο κατηγορούμενος, κατά την διάπραξη των εξεταζόμενων ποινικών αδικημάτων, ενεργούσε αυθόρμητα.
Σχετικά με τα ανωτέρω, σχολιάζουμε επίσης ότι, από τα γεγονότα που μας έχουν παρουσιαστεί από την Κατηγορούσα Αρχή, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, καθότι ούτε και ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε σε αυτή τους την πτυχή, κατά πόσο, κατά την ερωτική τους επαφή με την παραπονούμενη, είχε ή δεν είχε τοποθετήσει προφυλακτικό, ή και αν, «ολοκλήρωσε» την ερωτική τους συνεύρεσή, αποσπερματίζοντας εντός ή εκτός του κόλπου της. Στοιχεία επίσης καθοριστικά της υπαιτιότητας του, αφής στιγμής, άπτονται του επιπέδου απερισκεψίας, αδιαφορίας, σκληρότητας και επικινδυνότητας των πιο πάνω έκνομων πράξεων του, και των ενδεχόμενων επιπτώσεων τους. Στην απουσία των σχετικών γεγονότων, για τα οποία, υπό τις περιστάσεις, σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να προβούμε σε ασφαλή συμπεράσματα, έπεται πως είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε, για σκοπούς εκτίμησης της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου, τα γεγονότα ενώπιον μας, χωρίς να υπεισέλθουμε σε αυτή την πτυχή της υπόθεσης.
Η παραπονούμενη, η οποία, για τους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει, ήταν παιδί ευάλωτο σε θυματοποίηση, λόγω των πιο πάνω περιστατικών με τον κατηγορούμενο, παρουσίασε συμπτωματολογία σύνθετης διαταραχής μετατραυματικού στρες, με αποτέλεσμα την μείωση της λειτουργικότητας της, σε διάφορους τομείς της ζωής. Υπήρξε, δηλαδή, επιδείνωση της πιο πάνω περιγραφόμενης προ υπάρχουσας ψυχο-συναισθηματικής της κατάστασης.
Αν και, κατά την σύλληψη του από την Αστυνομία, ο κατηγόρουμενος, μετά που του εξηγήθηκαν οι λόγοι για αυτήν και αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο σχετικά με τα δικαιώματα του, ανέφερε ότι, κατά τις συζητήσεις τους με την παραπονούμενη, η τελευταία του είχε πει για κάτι που της συνέβη με τον πατέρα της, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι γνώριζε για την εν λόγω κατάσταση της ή την είχε καθόλου αντιληφθεί. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατάχρηση της εν λόγω θέσης της, κάτι που, με βάση το Άρθρο 6 (4) (β) του Νόμου 91(Ι)/2014, θα αποτελούσε σοβαρότερης μορφής σεξουαλική κακοποίηση της. Δεν είμαστε ενώπιον μιας τέτοιας περίπτωσης. Παρόλα αυτά, γεγονός παραμένει ότι, η παραπονούμενη, λόγω αυτής της κατάστασης, ήταν ένα ιδιαίτερα ευάλωτο παιδί, στοιχείο το οποίο, σε ότι αφορά το εξεταζόμενο ποινικό αδίκημα του Άρθρου 6 (3) του Νόμου 91(Ι)/2014, για σκοπούς τιμωρίας, λαμβάνεται υπόψη ως επιβαρυντικό. Σχετικές, είναι και οι πρόνοιες του προαναφερόμενου Άρθρου 19 του Νόμου 91(Ι)/2014, του οποίου το εδάφιο (β), καθιστά επιβαρυντική την περίσταση διάπραξης ποινικού αδικήματος του Νόμου 91(Ι)/2014, σε βάρος παιδιού ευάλωτης θέσης.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, σχολιάζοντας και την θέση του κ. Αρμεύτη ότι, ο κατηγορούμενος, κατά την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων, ενεργούσε «χωρίς πρόθεση δημιουργίας βλάβης ή ζημιάς στην παραπονούμενη», κρίνουμε ότι το ουσιώδες και καθοριστικό, δεν είναι αυτό. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, δεν είναι τα εσωτερικά ελατήρια του κατηγορουμένου για την έκνομη διαγωγή του, στα οποία επίσης δίνουμε την πρέπουσα υπό τις περιστάσεις βαρύτητα, αλλά, το απτό αποτέλεσμα τους. Και στην προκείμενη περίπτωση, η επίδραση της εγκληματικής του συμπεριφοράς, ήταν η επιβάρυνση, ακόμη περισσότερο, της ψυχο-συναισθηματικής κατάστασης της παραπονούμενης, η οποία, ως αποτέλεσμα, πρέπει να λαμβάνει ψυχολογική υποστήριξη και θεραπεία από Ψυχολόγο.
Οι προαναφερόμενες περιστάσεις, σε ότι αφορά το ποινικό αδίκημα του Άρθρο 6 (3) του Νόμου 91(Ι)/2014, για σκοπούς τιμωρίας, είναι επιβαρυντικές για τον κατηγορούμενο. Βαρυσήμαντα, είναι το γεγονός της διείσδυσης του πέους του στο στόμα και τον κόλπο της παραπονούμενης, η οποία ήταν ένα παιδί που την είχε μόλις γνωρίσει, σε ευάλωτη θέση και για την οποία γνώριζε τόσο την ηλικία της, όσο και το ότι δεν είχε ποτέ προηγουμένως συνευρεθεί σεξουαλικά.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου, πως αποτελούν ουσιαστικό μετριαστικό παράγοντα ότι «η ίδια [η παραπονούμενη] τον προσέγγισε (add) και ξεκίνησε την συζήτηση / γνωριμία» κάνοντας χρήση της εφαρμογής «OmeTV», «η οποία προορίζεται για άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών», τα οποία θα σχολιάσουμε αναφερόμενοι και στην διαφορά ηλικίας που είχαν μεταξύ τους, που άπτεται και του νεαρού της ηλικίας του κατηγορουμένου, τα οποία επίσης σχολιάζονται από τον κ. Αρμεύτη.
Στην υπόθεση Κ. Α. Μ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 127/2021, 04/11/2022, ECLI:CY:AD:2022:B419, αποτέλεσε λόγο έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η ποινή που είχε επιβληθεί στον κατηγορούμενο ήταν έκδηλα υπερβολική, μεταξύ άλλων, επειδή το Δικαστήριο δεν είχε λάβει επαρκώς υπόψη, το νεαρό της ηλικίας του, σε συνδυασμό με το λευκό του ποινικό μητρώο, που θα έπρεπε να ήταν καθοριστικά. Ο κατηγορούμενος, ήταν ηλικίας 25 ετών και το θύμα ήταν μαθήτρια Γυμνασίου, ηλικίας 15 ετών και 4 μηνών. Είχαν δηλαδή μεταξύ τους, διαφορά ηλικίας 9 ½ περίπου ετών, η οποία, εν σχέση και με το νεαρό της ηλικίας του κατηγορουμένου, από το Ανώτατο Δικαστήριο σχολιάστηκε ως εξής: «Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνούμε και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ θύματος και δράστη. Ο εφεσείων ήταν μεν νεαρός, αλλά μεγαλύτερος 10 χρόνια από το θύμα του, σε μια φάση της ζωής που τέτοια διαφορά ηλικίας έχει μεγάλη σημασία.».
Εν προκειμένω, κατά τον επίδικο χρόνο, έχουμε ήδη αναφέρει, ο κατηγορούμενος ήταν ηλικίας 22 ετών και έξι μηνών, η παραπονούμενη 16 ετών και δύο μηνών και η μεταξύ τους διαφορά ηλικίας έξι ετών και τεσσάρων μηνών. Συνεπώς, όπως και στην υπόθεση Κ. Α. Μ. (ανωτέρω), ναι μεν ο κατηγορούμενος είναι, όπως τονίστηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης του, νεαρός και κατά τον επίδικο χρόνο ήταν στην μετεφηβία, ωστόσο, η διαφορά ηλικίας που είχε με την παραπονούμενη, αν και δεν ήταν από τις ακραίες περιπτώσεις που συναντώνται στην νομολογία, ήταν σημαντική και μεγάλης σημασίας στην θέση που είχε έναντι της, η οποία ήταν ανήλικη, 16 ετών και δύο μηνών.
Εξάλλου, όπως υποδείχθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Ζ. Α. Η. ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 137/2022, κ. α., 08/11/2024 (στην οποία ο κατηγορούμενος ήταν ηλικίας 20 ετών και η παραπονούμενη 14 ετών), οι περιστάσεις διάπραξης από τον κατηγορούμενο των εξεταζόμενων ποινικών αδικημάτων, ως ανωτέρω, κατατάσσουν την παρούσα, στις περιπτώσεις όσον αφορά τις οποίες, η αναγνώριση προς διαμόρφωση της ποινής, της διαφοράς ηλικίας (λόγω του ότι αυτή είναι σχετικά μικρή), ως καθοριστικού μετριαστικού παράγοντα, ανάρμοστη, επειδή κάτι τέτοιο θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα.
Η ηλικία του κατηγορουμένου έχει και αυτή την σημασία της, στις ορθές της όμως παραμέτρους. Εξατομικεύοντας την ποινή, το Δικαστήριο έχει κατά νουν την ιδιαίτερη ανάγκη που αυτή η διεργασία έχει στις περιπτώσεις παραβατών νεαρής ηλικίας. Και αυτό, επειδή είναι αποδεκτό πως η ελπίδα για αναμόρφωσή τους είναι μεγάλη, ιδιαίτερα όταν δεν βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες. Επί των ανωτέρω, στην υπόθεση Azzeh v. Rebublic, (1989) 2 Α.Α.Δ. 14, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε χαρακτηριστικά ότι: «Είναι κοινωνικά επιζήμια η διαγραφή ή υποτίμηση της προσδοκίας για την αναμόρφωση νεαρών παραβατών.». Ως εκ τούτου, το στοιχείο του παραδειγματισμού, όταν πρέπει να χαρακτηρίζει την ποινή, είναι απαραίτητο να εξισορροπείται με το ισχυρό συμφέρον της κοινωνίας για την αναμόρφωση του κατηγορουμένου. Στις περιπτώσεις παραβατών νεαρής ηλικίας, το στοιχείο του αποτρεπτικού χαρακτήρα είναι αποφασιστικής σημασίας, μόνον όπου το ποινικό αδίκημα κυριαρχεί μεταξύ των νέων ή αποτελεί το έσχατο μέτρο (βλ. Ioannou a. o. v. Police, (1986) 2 Α.Α.Δ. 149), αλλά και εκεί όπου το ποινικό αδίκημα είναι τέτοιας σοβαρότητας, που η εξατομίκευση της ποινής δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για την προστασία της κοινωνίας και την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου (βλ. Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2016, κ. α., 04/04/2019, Φαναράς, κ. α. ν. Δημοκρατίας, (1999) 2 Α.Α.Δ. 50, Velcu v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 100/2019, 20/01/2020, ECLI:CY:AD:2020:B21 και S. J. L. V. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 129/2021, κ. α., 27/10/2022). Σε αυτή την παράμετρο της ποινής, αναφερόμαστε και στην συνέχεια.
Σε αυτή την περίπτωση, τα ποινικά αδικήματα υπό αναφορά είναι γενικά σε έξαρση, δυστυχώς είναι διαδεδομένα και μεταξύ των νέων (βλ. Α. Β. ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 142/2023 κ. α., 29/11/2024) και λόγω της σοβαρότητας τους και της ανάγκης για αποτροπή, το στοιχείο του νεαρού της ηλικίας του κατηγορουμένου, αν και λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο μετριαστικό κατά τον καθορισμό της ποινής, δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει την ανάγκη για επιβολή ποινής με αποτρεπτικό χαρακτήρα.
Στρεφόμενοι τώρα και στο ζήτημα της διαγωγής της ίδιας της παραπονούμενης, εν σχέση με την υπαιτιότητα του κατηγορουμένου για την εγκληματική του συμπεριφορά, αυτή, λόγω της ηλικίας της, κρίνεται υπό το πρίσμα των ακόλουθων αρχών που έχει διαμορφώσει η νομολογία, οι οποίες και οικοδομούν επί των σκοπών, ως ανωτέρω, του Νόμου 91(Ι)/2014. Πρώτα, παραθέτουμε κάποιες αποφάσεις Εφετείων του Ηνωμένου Βασιλείου που αφορούν τα αντίστοιχα ποινικά αδικήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο, από τις οποίες, λόγω του πειστικού σκεπτικού τους, επίσης αντλούμε καθοδήγηση.
Στην υπόθεση R v. H (U A), [2016] EWCA Crim 1017, Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάνθηκε ότι, όποια και να ήταν η συμπεριφορά και τα συναισθήματα του παιδιού προς τον κατηγορούμενο κατά τον χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος (το θύμα, στην εν λόγω υπόθεση, ήταν ηλικίας 14 ετών), ήταν ενός σεξουαλικά ανώριμου παιδιού, που είχε το δικαίωμα να έχει και ετύγχανε της προστασίας του Νόμου και συνεπώς, σε σχέση με την ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχεία μετριασμού.
Στην υπόθεση Attorney General's Reference (No 53 of 2013); R v. Wilson, [2013] EWCA Crim 2544, πρωτόδικα, ως ήταν και η εισήγηση της υπεράσπισης, προς μετριασμό της ποινής του κατηγορουμένου αλλά και κατά την εξέταση του ζητήματος αναστολής εκτέλεσης τυχόν ποινής φυλάκισης, λήφθηκε υπόψη ότι η παραπονούμενη, η οποία κατά τον επίδικο χρόνο ήταν 13 ετών, ήταν «”αρπακτικό” και εξωθούσε σοβαρά». Κατ’ έφεση, Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου, ανατρέποντας την απόφαση του Δικαστή, είπε ότι, η εκδήλωση από κάποιο παιδί τέτοιας συμπεριφοράς, δείχνει ιδιαίτερη ευαλωτότητα και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ουσιαστικά εκμεταλλεύεται αυτή την συμπεριφορά, είναι, για σκοπούς τιμωρίας, παράγοντας επιβαρυντικός και όχι μετριαστικός. Ειπώθηκαν τα εξής:
«… It has been clear since at least the Offences Against the Person Act 1861, and subsequent nineteenth century legislation, that the purpose of Parliament in passing legislation to make it a crime punishable with imprisonment to have sexual relations with those under 16 was to protect those under 16. … That long-standing principle is well-known. The reduction of punishment on the basis that the person who needed protection encouraged the commission of an offence is therefore simply wrong. We agree with the submission of the Attorney General that an underage person who encourages sexual relations with her needs more protection, not less. Accepting that as the basis for sentencing for the reasons we have explained, the fact that the offender took advantage of what he asserted the victim did aggravated the offence. The Attorney General is therefore right to say that the victim's vulnerability was an aggravating rather than a mitigating feature.».
(η υπογράμμιση και η έμφαση είναι δική μας)
Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση από Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου στην υπόθεση R v. Brown (Jack) (2016), [2016] EWCA Crim 80. Το Δικαστήριο έκρινε ότι πρωτόδικα, ο Δικαστής, δεν ήταν ορθό, για σκοπούς επιβολής ποινής, να λάβει υπόψη του, αφενός ότι η παραπονούμενη ήταν σχεδόν 13 ετών, κάτι που αν ίσχυε, με βάση τον Νόμο θα σήμαινε ότι η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ήταν λιγότερο σοβαρή (βλ. τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Σ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 155/2019, 25/02/2021, ECLI:CY:AD:2021:B57 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου, (1997) 2 Α.Α.Δ. 1 όπου η προσέγγιση ήταν η ίδια). Και αφετέρου, ότι το θύμα ήθελε να έχει την σχέση που δημιουργήθηκε με τον κατηγορούμενο και πως με την θέληση της συμμετείχε στην σεξουαλική επαφή που έλαβε χώρα. Έκρινε ότι, τα προαναφερόμενα γεγονότα, δεν καθιστούσαν την περίπτωση ιδιάζουσα, ώστε να δικαιολογείτο η επιείκεια που, για σκοπούς τιμωρίας, επιδείχθηκε από τον Δικαστή. Τονίστηκε ότι, παιδιά που εκδηλώνουν τέτοια συμπεριφορά, πρέπει «να τυγχάνουν προστασίας από τον εαυτό τους». Αυτός είναι άλλωστε, αναφέρθηκε επίσης, και ο σκοπός του Νόμου. Η απόδοση υπέρμετρης σημασίας από τον Δικαστή στο ότι δεν υπήρξε άσκηση βίας, χειραγώγηση και εξαναγκασμός, «έχανε αυτό το σημείο». Λέχθηκε επιπρόσθετα ότι, υπό τέτοιες συνθήκες, είναι λανθασμένο να υποστηρίζεται ότι το παιδί δεν υπέστη ζημιά. Όποια και να είναι η αντίληψη του παιδιού κατά τον επίδικο χρόνο, η οποία μπορεί να υφίσταται και κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, πάντοτε μένει να φανεί ποιες μπορεί να είναι οι μακροπρόθεσμες ψυχολογικές συνέπειες.
Οι πιο πάνω αρχές, εν πολλοίς, ισχύουν και εφαρμόζονται και στην Κύπρο. Επαναλαμβάνουμε αυτό που ειπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση M. C. T. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020, 14/10/2020. Ότι: «Ο Νόμος έχει στο επίκεντρο του την προστασία των παιδιών, τα οποία δεν έχουν την ωριμότητα να αποφασίζουν κατά πόσο θα έχουν ερωτικούς συντρόφους και κατ’ επέκταση τα πρόσωπα με τα οποία θα αναπτύξουν σεξουαλικές δραστηριότητες.». Σχετική είναι επίσης και υπόθεση Α. Β. ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 142/2023 κ. α., 29/11/2024, στην οποία το Εφετείο έκρινε ορθή την προσέγγιση του Δικαστηρίου, ότι τα ερωτικά συναισθήματα που η παραπονούμενη έτρεφε προς τον κατηγορούμενο, έτυχαν εκμετάλλευσης από τον τελευταίο, ο οποίος και δεν μπορούσε, λόγω του ότι ήταν παιδί που δεν είχε φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, να επικαλείται (και μάλιστα καθοριστικά) την, «κατά κάποιο τρόπο, συναίνεση» της στην σεξουαλική τους επαφή, προς μετριασμό της ποινής του. Παραπέμπουμε επίσης, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 59/2016, 23/03/2017, με την οποία φαίνεται να αναγνωρίστηκε πως, όταν, σε σχέση με τα εξεταζόμενα σεξουαλικά ποινικά αδικήματα, υπάρχει κάποιο συναισθηματικό υπόβαθρο μεταξύ θύτη και θύματος, αυτό μπορεί να λειτουργήσει προς μείωση της ποινής.
Με βάση τις πιο πάνω αποφάσεις και αρχές της νομολογίας, το γεγονός ότι η παραπονούμενη ήταν αυτή που προσέγγισε τον κατηγορούμενο και συνδέθηκε μαζί του κάνοντας χρήση της εφαρμογής «OmeTV», δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί για τον κατηγορούμενο δικαιολογία για την εγκληματική διαγωγή την οποία στην συνέχεια επέδειξε έναντι της (όπως την έχουμε ήδη πιο πάνω περιγράψει), που θα μπορούσε, για σκοπούς τιμωρίας, να λειτουργήσει ουσιωδώς μετριαστικά. Η παραπονούμενη, ήταν ανήλικη, ένα παιδί που δεν είχε φτάσει την ηλικία συναίνεσης και η οποία, με βάση τον Νόμο, θα έπρεπε να ετύγχανε, ακόμη και από τον εαυτό της, προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση, ναι μεν, όπως μας παρουσιάστηκε, η πιο πάνω σύνδεση του κατηγορούμενου με την παραπονούμενη, μέσω της πιο πάνω εφαρμογής, δεν ήταν τυχαία, αλλά ξεκίνησε από την παραπονούμενη η οποία τον προσέγγισε («added») για σκοπούς γνωριμίας και άρχισε την μεταξύ τους συνομιλία. Ωστόσο, πολύ σύντομα μετά, ο κατηγορούμενος έμαθε για την ηλικία της και θα μπορούσε, αντί με την προαναφερόμενη συμπεριφορά του να καθορίσει τις εξελίξεις (τα οποία έχουμε ήδη σχολιάσει πιο πάνω), να τερματίσει κάθε συζήτηση και να μην συναντηθεί ποτέ μαζί της. Και θα λέγαμε περαιτέρω, κάνοντας το αυτό, εφόσον η εν λόγω εφαρμογή «προορίζεται για άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών», για να προστάτευε την ανήλικη, αν αυτό ήταν εφικτό, να προχωρούσε περαιτέρω και να έκανε αναφορά του γεγονότος στον πάροχο της εφαρμογής, για να της απαγορευόταν η χρήση της. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν μπορεί να γίνεται λόγος από πλευράς του κατηγορουμένου, για «προσέγγιση» του από την παραπονούμενη, εκείνης της φύσης και μορφής, που δικαιολογεί ουσιαστικό μετριασμό της ποινής του. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση, η πιο πάνω συμπεριφορά της ανήλικης να συνδεθεί μαζί του μέσω της εν λόγω εφαρμογής, να διασυνδεθεί με ενθάρρυνση του για πραγματοποίηση των πράξεων αντικείμενο των εξεταζόμενων ποινικών αδικημάτων. Δεν προκύπτει καν από τα γεγονότα της υπόθεσης να ήταν αυτή η διάθεση της παραπονούμενης όταν το έπραττε. Όπως έχουμε ήδη πιο πάνω σχολιάσει, ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που, ως διαγράφεται, μεθοδικά, κινούσε πρώτος τις εξελίξεις, οι οποίες σταδιακά οδήγησαν στα γεγονότα που στοιχειοθετούν τα υπό αναφορά ποινικά αδικήματα.
Επιπλέον, ούτε και το ότι «δεν υπάρχουν οι επιβαρυντικοί παράγοντες της χρήσης βίας ή της εκμετάλλευσης ευάλωτης θέσης και ή θέσης εμπιστοσύνης» έχει, για σκοπούς τιμωρίας, την σημασία που προώθησε με την αγόρευση του ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Τέτοια γεγονότα, μπορεί μεν να μην αποτελούν επιβαρυντική περίσταση με βάση το προαναφερόμενο Άρθρο 19 (ε) του Νόμου 91(Ι)/2014, όταν σχετίζονται με αυτό. Δεν είναι όμως στοιχείο που, για σκοπούς ποινής, μπορεί να επενεργήσει μετριαστικά (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Καλλιπολίτη, Ποινική Έφεση Αρ. 5/2024, 12/12/2024). Απλά δεν υπάρχουν για να χαρακτηρίσουν την περίπτωση. Ενώ, κάποια άλλα, όπως είναι η κατάχρηση θέση εμπιστοσύνης και ευάλωτης θέσης, όπως έχουμε ήδη σχολιάσει και προηγουμένως, απλά δεν υπάρχουν για να κατατάξουν, με βάση το Άρθρο 6 (4) του Νόμου 91(Ι)/2014, την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου, «υψηλότερα».
Ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο αποτελούν και οι συνέπειες που η συμπεριφορά και οι πράξεις του κατηγορούμενου είχαν προς την παραπονούμενη, ως λεπτομερώς αναφέρεται ανωτέρω και προκύπτουν από το αποτέλεσμα της ψυχολογικής της αξιολόγησης της από Κλινική Ψυχολόγο στο Σπίτι του Παιδιού, τις οποίες δεν κρίνουμε σκόπιμο να τις επαναλάβουμε εδώ. Αν και αντικειμενικά τέτοιες πράξεις και ενέργειες απολήγουν σε πλήγμα της προσωπικότητας του παιδιού και του ψυχικού του κόσμου, χωρίς να χρειάζεται για αυτό σχετική μαρτυρία (βλ. στο σύγγραμμα Blackstone΄s, Criminal Practice, 2009, στην σελίδα 3109 και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 228/2018, 16/03/2020), ECLI:CY:AD:2020:B102 εν προκειμένω, με βάση την επιστημονική μαρτυρία και τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, οι συνέπειες της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου προς την παραπονούμενη, αναδύουν μια ιδιαίτερη σοβαρότητα. Δεν είναι άτοπο εδώ, να αναφερθούμε και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Σ. Π. ν. Αστυνομίας, (2014) 2 Α.Α.Δ. 468 όπου, σχετικά με την προαναφερόμενη πτυχή αυτής της υπόθεσης, ειπώθηκε ότι: «Η αμαύρωση και σπίλωση της παιδικής ψυχικής αθωότητας αποσυνθέτει τον χαρακτήρα του παιδιού σε βαθμό που αποστερείται της φυσιολογικής ζωής.».
Συνολικά ιδωμένα τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης των ποινικών αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και καταδικαστέα. Τέτοιου είδους συμπεριφορές, οι οποίες διαπράττονται σε βάρος ανήλικων παιδιών που δεν έχουν φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, δεν μπορεί να γίνουν ανεκτές και εκείνο το οποίο προέχει, είναι η αυστηρή τιμωρία και η αποτροπή. Το Δικαστήριο, έχει καθήκον να προστατέψει τα δικαιώματα αυτών των παιδιών, να διαφυλάξει την υγιή ανάπτυξη τους και να προστατέψει τον ψυχικό τους κόσμο.
Η επιβολή της ποινής αποτελεί πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου και η δικαστική διεργασία για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της δεν είναι εύκολη. Απαιτείται εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της κοινωνικής δικαιοσύνης και ασφάλειας από τη μια και της εξατομίκευσης της ποινής στα πλαίσια του συγκεκριμένου παραβάτη από την άλλη (βλ. Λευκαρίτης κ. α. v. Δημοκρατία, (2016) 2 Α.Α.Δ. 1165).
Συνεπώς, παρά τα πιο πάνω και την σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν από τον κατηγορούμενο και την ανάγκη που υπάρχει για αυστηρή αντιμετώπιση τους, η υποχρέωση του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής, ώστε η ποινή που τελικά θα του επιβάλει, να αρμόζει στις προσωπικές του περιστάσεις, λαμβάνοντας πραγματικά υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που μπορεί να υπάρχουν, είναι δεδομένο, δεν ατονεί. Δεν μπορεί ωστόσο, ως έχουμε ήδη πιο πάνω αναφέρει κατά την εξέταση του στοιχείου που αφορά το νεαρό της ηλικίας του κατηγορουμένου, σε τέτοιου είδους ποινικά αδικήματα, να εξουδετερώνει τα στοιχεία εκείνα που σχετίζονται με τη σοβαρότητα τους και την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου προς προστασία των παιδιών ειδικά και της κοινωνίας γενικότερα (βλ. Κ. Χ. ν, Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 272/2017, 26/09/2019, ECLI:CY:AD:2019:B397, Γ. Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 178/2017, 24/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B457, Αστυνομία ν. Πατούρη, Ποινική Έφεση Αρ. 51/2020, 03/12/2020 και A. D. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 177/2021, 16/03/2022), ECLI:CY:AD:2022:B96.
Συνεπώς, προς εξατομίκευση και περαιτέρω μετριασμό της ποινής του κατηγορούμενου, λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις, στο βαθμό και την έκταση που αυτές παρουσιάστηκαν από τον συνήγορο του και αποκαλύπτονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας με την οποία ο κ. Αρμεύτης συμφώνησε και υιοθέτησε. Τονίζουμε ότι έχουμε θέσει ενώπιον μας και το Τεκμήριο Α που μας παρουσιάστηκε και, παρά το γεγονός ότι δεν κάνουμε ειδική μνεία σε αυτό, έχουμε εξετάσει το κάθε τι σχετικό με το ζήτημα της ποινής, προκύπτει από αυτό.
Κατ’ αρχάς, ως έχουμε ήδη αναφέρει, ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου και ως εκ τούτου, δικαιούται να τύχει της επιείκειας του Δικαστηρίου. Και αυτό επειδή, το λευκό ποινικό μητρώο ενός κατηγορουμένου, αποτελεί ένδειξη της πρότερης στάσης του προς την τήρηση της έννομης τάξης (βλ. Ψωμά ν. Αστυνομίας, (1992) 2 Α.Α.Δ. 40, Γενικός Εισαγγελέας ν. Πάγκαλου, (2001) 2 Α.Α.Δ. 304 και Abe v. Δημοκρατίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 211).
Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη ότι, ως και πιο πάνω ειπώθηκε, ο κατηγορούμενος είναι νεαρός, ηλικίας σήμερα 23 ετών. Επίσης, ότι δεν είναι σε σχέση γάμου, πως είναι άτεκνος, χωρίς εξαρτώμενους και ότι προέρχεται από συγκροτημένη τετραμελή οικογένεια. Ο πατέρας του, πρόσφυγας από την κατεχόμενη Λάπηθο, ηλικίας 50 ετών, είναι στρατιωτικός. Η μητέρα του, ηλικίας 45 ετών, με καταγωγή από την Λεμεσό, εργάζεται ως καθαρίστρια στις Βρετανικές Βάσεις Ακρωτηρίου. Η αδελφή του, ηλικίας 14 ετών, είναι μαθήτρια Γυμνασίου. Ο κατηγορούμενος, ζει μαζί με όλα τα προαναφερόμενα μέλη της οικογένειας του, στην ιδιόκτητη οικία τριών υπνοδωματίων των γονέων του. Είναι απόφοιτος της Μέσης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, έχοντας ακολουθήσει τον Κλάδο Πρακτικής Κατεύθυνσης των Ξενοδοχειακών και Επισιτιστικών Επαγγελμάτων. Αν και έχει δουλέψει σε διάφορες εργασίες, καμία δεν ήταν στην συγκεκριμένη βιομηχανία. Από τον Δεκέμβριο του έτους 2023, εργάζεται σε Νοσοκομείο, ως Βοηθός Θαλάμου κλινικής και έχει μηνιαίο μισθό, €1.250, από τον οποίο συντηρείται. Εκκλησιάζεται τακτικά και είναι ενεργός στις αθλητικές δραστηριότητες.
Σε ότι αφορά τις πιο πάνω περιστάσεις του κατηγορουμένου, λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη μας, ότι συνεπεία της διάπραξης των ποινικών αδικημάτων και της επιβολής, λόγω της καταδίκης του, αν αυτό τελικά αποφασιστεί, ποινής φυλάκισης, αυτός αναπόδραστα θα απωλέσει την προαναφερόμενη εργασία του και η επαγγελματική του πορεία, σίγουρα, θα επηρεαστεί. Αν και πρόκειται για εργασία που δεν είναι του τομέα της προαναφερόμενης εκπαίδευσης του κατηγορουμένου, είναι εργασία με την οποία παρουσιάζεται ικανοποιημένος και η ενδεχόμενη απώλεια της, στις σύγχρονες συνθήκες αγοράς εργασίας, είναι στοιχείο το οποίο προσμετρούμε. Πρόκειται για μορφή εξωδικαστικής τιμωρίας, την οποία ο κατηγορούμενος θα υποστεί, η οποία, σύμφωνα με την νομολογία, ως παράγοντας, προσμετρά υπέρ του ελαφρυντικά και το συνυπολογίζουμε (βλ. Κουλουντή ν. Αστυνομίας, (2015) 2 Α.Α.Δ. 870, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 127/2019, κ. α., 10/03/2021, Πετρίδης ν. Αστυνομία, (2016) 2 Α.Α.Δ. 44 και Σουτζής ν. Δημοκρατίας, (2003) 2 Α.Α.Δ. 424).
Ήταν θέση του συνηγόρου υπεράσπισης, ότι ο κατηγορούμενος είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και ότι αυτό, ως στοιχείο, συνέβαλε στην διάπραξη των ποινικών αδικημάτων. Ήταν η εισήγηση του, με αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι ο κατηγορούμενος, και για αυτό τον λόγο, θα πρέπει να αντικριστεί με επιείκεια από το Δικαστήριο. Με κάθε σεβασμό, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε αυτή την εισήγηση. Η τοποθέτηση ήταν γενική και δεν έχει διασυνδεθεί, πώς από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει να σχετίζεται, η μόρφωση του κατηγορουμένου, με την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων. Ο κατηγορούμενος, ως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι απόφοιτος της Μέσης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, δηλαδή, της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το γεγονός ότι δεν ολοκλήρωσε τον εν λόγω κύκλο σπουδών του στα 18 του έτη, αλλά μέσω του συστήματος των Εσπερινών Σχολείων και Σχολών στα 21 του έτη, λόγω διακοπής της κανονικής του φοίτησης στην Β’ τάξη Λυκείου, δεν τον κατατάσσει στην κατηγορία προσώπων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Ούτε και το γεγονός ότι δεν έχει τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες παραπεμφθήκαμε, επίσης δεν υποστηρίζουν την εισήγηση. Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 155/2015, 22/01/2018, αποτέλεσε θέση του κατηγορουμένου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η ποινή που πρωτόδικα του είχε επιβληθεί ήταν έκδηλα υπερβολική, μεταξύ άλλων, επειδή ήταν «άτομο χαμηλού νοητικού επιπέδου που έτυχε εκμετάλλευσης». Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, επειδή έκρινε ότι, όλοι οι παράγοντες που αφορούσαν τον ρόλο του κατηγορουμένου στην διάπραξη των ποινικών αδικημάτων και τις περιστάσεις του, είχαν δεόντως ληφθεί υπόψη και συνυπολογιστεί από το Δικαστήριο στο ζήτημα της ποινής, η οποία, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν έκδηλα υπερβολική. Σημειώνουμε ότι εκεί, το εγειρόμενο ζήτημα, ήταν η νοητική κατάσταση του κατηγορουμένου και όχι το μορφωτικό του επίπεδο. Ζήτημα που να αφορά το νοητικό επίπεδο του κατηγορουμένου στην προκείμενη περίπτωση δεν τέθηκε, ούτε και προκύπτει από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Ο κατηγορούμενος, ως έχουμε αναφέρει, είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και νοητικά, είναι πρόσωπο φαίνεται ικανό να ασκεί μία υπεύθυνη εργασία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ως Βοηθός Θαλάμου κλινών σε νοσοκομείο. Στην δε Τσιάκκα ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 42/2010, κ. α., 14/07/2011, το ζήτημα που κατ’ έφεση απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο, ήταν ότι πρωτόδικα, το Δικαστήριο είχε δώσει μόνο φραστική σημασία, χωρίς περαιτέρω αξιολόγηση και όχι ουσιαστικά, στις προσωπικές περιστάσεις της κατηγορούμενης. Αν και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστήριο, μνημονεύονται γενικά οι προσωπικές περιστάσεις της κατηγορούμενης, μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι διέκοψε την φοίτηση της μετά την Γ’ τάξη Γυμνασίου, αυτό το οποίο κρίθηκε ότι θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο, ήταν το γεγονός ότι ήταν μητέρα ενός παιδιού εννέα ετών και οι προσπάθειες που κατέβαλε για την απεξάρτηση της από τα ναρκωτικά.
Εξατομικεύοντας την ποινή, λαμβάνουμε συνεπώς υπόψη μας τις περιστάσεις του κατηγορούμενου, όμως, επαναλαμβάνουμε και τονίζουμε πως, ως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου πιο πάνω ορίζει, σε ποινικά αδικήματα αυτής της φύσης, δηλαδή, που είναι ιδιαίτερα σοβαρά και χρήζουν αποτροπής, αυτές, δεν μπορούν να εξουδετερώσουν ή να αποδυναμώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει η ποινή. Η σημασία τους, επισημαίνουμε ξανά, είναι μειωμένη, επειδή, έναντι τους, η προστασία ειδικά των παιδιών και της κοινωνίας γενικότερα, προέχει.
Τέλος, προς μετριασμό της ποινής του κατηγορουμένου, λαμβάνουμε υπόψη μας πως, πριν από την ακρόαση της υπόθεσης, δήλωσε την παραδοχή του. Όπως τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 163/2015, 11/07/2016, «… η παραδοχή είναι ο μόνος απτός τρόπος για να “μεταφερθεί” στο Δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και γι’ αυτό το λόγο έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής.» (βλ. επίσης, M. C. T. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020, 14/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:B386. Η δήλωση παραδοχής ενοχής από κατηγορούμενο, για λόγους όπως είναι η εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου και δημόσιου χρήματος, παράγει μεγαλύτερα οφέλη, όσο πιο νωρίς υποδεικνύεται. Προκειμένου να μεγιστοποιηθούν αυτά τα οφέλη και να δοθεί κίνητρο σε όσους είναι ένοχοι, να δηλώσουν την παραδοχή της ενοχής τους το συντομότερο δυνατό, είναι σαφής η διάκριση που γίνεται από την νομολογία, μεταξύ της μείωσης της ποινής που είναι διαθέσιμη από το Δικαστήριο μετά από παραδοχή του κατηγορουμένου, στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας και της μείωσης στην ποινή που είναι διαθέσιμη σε μεταγενέστερο στάδιο της και ειδικότερα, μετά την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου, (2005) 2 Α.Α.Δ. 125, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρος, (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην προκείμενη περίπτωση, χωρίς να αγνοούμε ότι η δυναμική του μαρτυρικού υλικού που η Κατηγορούσα Αρχή είχε στην διάθεση της, μπορούσε να οδηγήσει στην καταδίκη του κατηγορουμένου για τα εξεταζόμενα ποινικά αδικήματα, η άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η έμπρακτη μεταμέλεια του και η απολογία του μέσω του συνηγόρου υπεράσπισης του, έχουν βαρύνουσα σημασία στον μετριασμό της ποινής του.
Όπως έχουμε ήδη πει, εκλαμβάνουμε την παραδοχή του κατηγορουμένου ως άμεση, αφής στιγμής, μετά την τροποποίηση της κατηγορίας αρ. 1 ώστε να υπάρξει υποβάθμιση της στο ποινικό αδίκημα της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού με βάση του Άρθρο 6 (3) του Νόμου 91(Ι)/2014, όταν κατηγορήθηκε, πρόβηκε αμέσως σε παραδοχή (βλ. Gorko v. Δημοκρατίας, κ. α., (2010) 2 Α.Α.Δ. 458), πράττοντας το ίδιο και για την κατηγορία αρ. 2, στην οποία είχε αρχικά δηλώσει μη παραδοχή, αφού επανακατηγορήθηκε, μετά από άδεια του Δικαστηρίου.
Συναφώς, το γεγονός ότι, ο κατηγορούμενος, από την 01η/07/2024 που η παρούσα υπόθεση παραπέμφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο Κακουργιοδικείο, μέχρι και την τροποποίηση, ως ανωτέρω, μετά από αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, της κατηγορίας αρ. 1, στις 04/03/2025, διέτρεχε τον κίνδυνο καταδίκης για διάπραξη του σοβαρότερου ποινικού αδικήματος της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού με βάση του Άρθρο 6 (4) του Νόμου 91(Ι)/2014 και ήταν υπό την αγωνία αντιμετώπισης της, σύμφωνα την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Νταντινάκη ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 3/2019, 29/03/2021, στην οποία παραπεμφθήκαμε από τον κ. Αρμεύτη, το λαμβάνουμε επίσης υπόψη προς μετριασμό της ποινής του.
Σημειώνουμε περαιτέρω, την αυξημένη σημασία που έχει η παραδοχή σε τέτοιου είδους υποθέσεις σε στάδιο πριν από την ακρόαση της μαρτυρίας του θύματος, επειδή αποφεύγεται ο κίνδυνος επαναθυματοποίησης και ψυχικής ταλαιπωρίας του παιδιού. Η παραδοχή του κατηγορουμένου, σε τέτοιες περιπτώσεις, εκτός του ότι φανερώνει έμπρακτα την μεταμέλεια του, αποτελεί και απτή εκδήλωση μίας ανθρώπινης συγνώμης προς το παιδί, για την θυματοποίηση του. Παραπέμπουμε προς τούτο, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γ. Α. ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 178/2017, 24/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B457, όπου ειπώθηκαν τα εξής:
«Η παραδοχή ακριβώς υποδηλώνει την αντίληψη του δράστη για το κακό που διέπραξε. Σε περιπτώσεις δε όπως η παρούσα έχει ως αποτέλεσμα να μην υποβληθεί ένα παιδί στην τραυματική εμπειρία της δίκης, όσο προσεκτική και αν είναι η αντιμετώπισή του κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής του. Τότε είναι που θα μπορούσε ο εφεσείοντας με ψυχική και συνειδησιακή ταπείνωση έναντι του παιδιού, του οποίου την προσωπικότητα εξευτέλισε και τραυμάτισε ενεργώντας συστηματικά σε μια μακρά περίοδο χρόνου, να επικαλεστεί έμπρακτη μεταμέλεια και μειωμένη ανάγκη για ειδική αποτροπή. Η παρατήρηση βεβαίως αυτή δεν αναφέρεται στο αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου να μην παραδεχθεί ενοχή το οποίο, όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως επιβαρυντικός παράγοντας, αλλά στο ότι ένας κατηγορούμενος, ιδιαίτερα υπό τέτοιες περιστάσεις όπου η μη παραδοχή δεν περιορίστηκε στη νομική πτυχή αλλά είχε ως αποτέλεσμα να κληθεί ως μάρτυρας η ανήλικη, δεν μπορεί να τύχει της επιείκειας που θα εδικαιούτο εάν εξέφραζε εξ αρχής πλήρη και έμπρακτη μεταμέλεια.».
Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης προς τον κατηγορούμενο, δεν μπορεί να αποφευχθεί. Τα ποινικά αδικήματα που διέπραξε και οι περιστάσεις τους, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και οποιαδήποτε ποινή, άλλη από αυτή της φυλάκισης, θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες και τους σκοπούς του Νόμου. Όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου και οι περιστάσεις του, δεν είναι ικανά να καθορίσουν το είδος της ποινής, η οποία πρέπει να είναι στερητική της ελευθερίας, αλλά θα διαδραματίσουν ρόλο στην επιμέτρηση της.
Σύμφωνα με την νομολογία, αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου για το ζήτημα της ποινής σχετικά με συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, είναι μόνο ενδεικτικές της ποινικής μεταχείρισης που ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει από το Δικαστήριο, καθότι: «ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων.». Όπως ελέχθη από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ναζίπ ν. Αστυνομίας, (2014) 2Β Α.Α.Δ 808: «Εκείνο στο οποίο βοηθά η προηγούμενη νομολογία, είναι στο πλαίσιο ανάδειξης εκείνου του μέτρου που ακολουθείται σε διάφορες υποθέσεις, ώστε να εξετάζεται σφαιρικά και η ποινή που θα επιβληθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.» (βλ. επίσης, Bistriceanu ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 76/2017, 26/04/2018, ECLI:CY:AD:2018:B199 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 2/2022, 19/12/2022).
Με βάση τα προαναφερόμενα, ως σχετικές με την εξεταζόμενη περίπτωση, μνημονεύουμε τις ακόλουθες αποφάσεις.
Στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 59/2016, 23/03/2017, ο εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή, σε κατηγορία σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του Άρθρου 6 (3) του Νόμου 91(Ι)/2014 (1η κατηγορία) και διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 - 17 χρόνων, κατά παράβαση του Άρθρου 154 του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154 (2η κατηγορία). Κατά τον επίδικο χρόνο, ο εφεσείοντας ήταν 24 ετών και το θύμα 13 ετών. Ο εφεσείοντας, μία εβδομάδα περίπου πριν την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων, είχε γνωρίσει το θύμα κάνοντας χρήση πλατφόρμας μέσου κοινωνικής δικτύωσης και ξεκίνησε μεταξύ τους επικοινωνία µέσω σχετικής εφαρμογής της. Στις 04/08/2015, διευθετήθηκε μεταξύ του θύματος και του εφεσείοντος, κατόπιν προτροπής του τελευταίου, συνάντηση τους. Ο εφεσείοντας, παρέλαβε το θύμα µε το αυτοκίνητο του και την μετέφερε στο σπίτι του στο οποίο δεν βρισκόταν κανένα άλλο πρόσωπο, όπου και κατέληξαν στο υπνοδωμάτιο του το οποίο ήταν κοινό µε τον αδελφό του. Ο εφεσείοντας, αφού έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου, άρχισε να χαϊδεύει και να φιλά το θύμα σε διάφορα σημεία του σώματος της. Στη συνέχεια, έβγαλε το παντελόνι του και το παντελόνι του θύματος. Τότε, αφίχθηκε στο σπίτι ο αδελφός του, ο οποίος εισήλθε εντός του υπνοδωματίου όπου βρίσκονταν και κάθισε στο κρεβάτι. Το θύμα, κατόπιν προτροπής του εφεσείοντος, είχε ήδη κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι. Ο εφεσείοντας κάλεσε το θύμα να αποκαλυφθεί. Έμειναν όλοι μαζί για λίγα λεπτά και στη συνέχεια ο αδελφός του εγκατέλειψε την οικία. Ο εφεσείοντας άρχισε εκ νέου να χαϊδεύει και να φιλά το θύμα σε διάφορα μέρη του σώματος της και ακολούθως, εισχώρησε το πέος του στον κόλπο της, ολοκληρώνοντας τη σεξουαλική πράξη. Το θύμα εξετάστηκε από ιατροδικαστή, ο οποίος διέγνωσε παλαιά ρήξη του παρθενικού υμένα. Ο εφεσείοντας συνελήφθη από την Αστυνομία τέσσερεις ημέρες μετά. Σε κατάθεση του, αρχικά αρνήθηκε ενοχή, στη συνέχεια όμως ομολόγησε. Το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του, επέβαλε στον εφεσείοντα δυόμιση χρόνια φυλάκιση στην 1η κατηγορία και 1 χρόνο φυλάκιση στην 2η κατηγορία. Εισήγηση για αναστολή εκτέλεσης της ποινής απορρίφθηκε. Το Ανώτατο Δικαστήριο, απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε κατά της ποινής, την οποία χαρακτήρισε, υπό τις περιστάσεις, μάλλον επιεική. Αναφέρθηκε ότι δεν είχε καταδειχθεί συναισθηματικό υπόβαθρο ως ήταν η θέση της υπεράσπισης και πως ο εφεσείοντας, γνωρίζοντας ότι το θύμα ήταν μόλις 13 ετών, αφού πέτυχε «γνωριμία» μέσω μηνυμάτων στο διαδίκτυο, εντελώς επιφανειακού χαρακτήρα, μία μόλις εβδομάδα πριν την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων, διευθέτησε συνάντηση μαζί της με τα πιο πάνω αναφερόμενα επακόλουθα. Λήφθηκαν στην υπόθεση εκείνη υπόψη ως ελαφρυντικά, η παραδοχή και μεταμέλεια του εφεσείοντα, το λευκό του ποινικό μητρώο και η ηλικία του, ο οποίος ήταν 25 ετών. Ο εφεσείοντας, ήταν επίσης ανίκανος για εργασία, λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας και είχε δύο ανήλικα παιδιά από διαφορετικές συντρόφους. Από νεαρής ηλικίας, παρακολουθείτο από ψυχίατρο (αντιμετώπιζε κρίσεις πανικού και χρόνιο πρόβλημα αγοραφοβίας) και οικονομικά στηριζόταν πάντοτε από τους γονείς του. Κατά τον χρόνο διάπραξης των ποινικών αδικημάτων, διατηρούσε δεσμό με 35χρονη γυναίκα. Αναφορικά με το λόγο έφεσης για την μη αναστολή εκτέλεσης της ποινής, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως ορθά εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο ότι η σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων και των γεγονότων της υπόθεσης δεν δικαιολογούσε την άσκηση θετικά της διακριτικής του ευχέρειας.
Στην υπόθεση M.C.T v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020, 14/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:B386, ο εφεσείοντας, ηλικίας τότε 29 ετών, είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, η οποία ήταν ηλικίας 15 ετών. Εφεσείοντας και παραπονούµενη γνωρίζονταν από προηγουμένως. Όπως είχε παρουσιαστεί στο Δικαστήριο «και οι δύο διατηρούσαν αισθήματα ο ένας για τον άλλο». Την ημέρα διάπραξης ποινικού αδικήματος, όταν και η παραπονούµενη είχε φύγει από την οικία των γονέων της λόγω καυγά που εκείνοι είχαν, είδε τον εφεσείοντα έξω από ένα κατάστημα. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Στη συνέχεια άρχισε να του αναφέρει τα προβλήματα που αντιμετώπιζέ στο σπίτι της. Ο εφεσείοντας προσπάθησε να την παρηγορήσει και στη συνέχεια την προσκάλεσε στο διαμέρισμα του για ένα αναψυκτικό. Η παραπονούµενη δέχθηκε και μετέβη εκεί μαζί του οικειοθελώς. Ενόσω κουβέντιαζαν, ο εφεσείοντας την ρώτησε εάν ήθελε να έχουν σεξουαλική επαφή. Αυτή δέχθηκε και όντως είχαν σεξουαλική επαφή µε τον εφεσείοντα, ο οποίος, λίγους μήνες αργότερα, κατόπιν καταγγελίας, συνελήφθη από την Αστυνομία και προσωποκρατήθηκε. Ανακρινόμενος, αρνήθηκε ότι είχε σεξουαλική επαφή µε την παραπονούµενη, όμως ενώπιον του Δικαστηρίου παρουσιάστηκε μετανοιωμένος και παραδέχθηκε αμέσως τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Το Δικαστήριο, για το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού του Άρθρου 6 (3) του Νόμου 91(Ι)/2014, επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 4 ½ χρόνων, η οποία, κατ’ έφεση, μειώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, σε τέτοια έκταση, έτσι ώστε η ποινή φυλάκισης η οποία είχε μέχρι τότε εκτιθεί, να αποτελούσε την ενδεδειγμένη τιμωρία. Ο εφεσείοντας είχε παραμείνει στη φυλακή για χρονική περίοδο δύο ετών και τεσσάρων περίπου μηνών, ήτοι, από 26/06/2020 μέχρι τις 14/10/2022. Είχε προς τούτο δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην παραδοχή του εφεσείοντα και στη σημασία που αυτή έχει σε τέτοιου είδους υποθέσεις, στο λευκό του ποινικό μητρώο και στο σχετικά νεαρό της ηλικίας του.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χ. Χ., Ποινική Έφεση Αρ. 36/2017, 14/06/2017, ECLI:CY:AD:2017:B219, στον εφεσίβλητο, κατόπιν παραδοχής, επιβλήθηκε από το Δικαστήριο ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών σε κατηγορία για το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού με βάση το Άρθρο 6 (3) του Νόμου 91(Ι)/2014. Ο εφεσίβλητος, είχε συνουσιαστεί µε την ανήλικη μέσα στο αυτοκίνητο του, η οποία ήταν ηλικίας 15 ετών και πέντε μηνών. Μεταξύ τους υπήρχε μεγάλη διαφορά ηλικίας, περίπου 23 ετών, κάτι που δικαιολογημένα κρίθηκε ως επιβαρυντικός παράγοντας. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος ήταν καθηγητής στο σχολείο που φοιτούσε η ανήλικη και σε κάποιες περιπτώσεις είχε διδάξει και στην ίδια. Μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί φιλική σχέση, η οποία, με βάση τα επίδικα περιστατικά, ένα περίπου μήνα μετά, εξελίχθηκε σε ερωτική. Η ανήλικη, η οποία αξιολογήθηκε από κλινική ψυχολόγο ως παιδί με νοημοσύνη χαμηλότερη των συνομήλικων της, παρουσίαζε συμπτώματα συναισθηματικής εξάρτησης από τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος, ήταν λευκού ποινικού μητρώου και πατέρας δύο ανήλικων παιδιών. Κατ’ έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, η πιο πάνω ποινή φυλάκισης κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε σε δύο έτη. Κατά την λήψη αυτής της απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι, αν εξέλειπαν οι μετριαστικοί παράγοντες του λευκού ποινικού μητρώου και της παραδοχής, ειδικά αυτού της παραδοχής, η οποία αποτελεί και την μόνη απτή απόδειξη της πραγματικής μεταμέλειας ενός δράστη, η ποινή θα έπρεπε να ήταν ουσιωδώς μεγαλύτερη.
Στην υπόθεση Κυριάκου v. Δημοκρατίας, (2003) 2 Α.Α.Δ. 141, ο εφεσείοντας, κρίθηκε από το Δικαστήριο ένοχος κατόπιν παραδοχής του, στις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου κατά παράβαση του Άρθρου 3 [(1) και (2) (β)] του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, Νόμος 3(1)/2000 και της απαγωγής νεαρής γυναίκας κάτω των 16 ετών κατά παράβαση του Άρθρου 149 του περί Ποινικού Κώδικα νόμου, Κεφ. 154. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 2 ½ ετών στην σοβαρότερη κατηγορία για το πιο πάνω ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου (για το οποίο η μέγιστη στον Νόμο προβλεπόμενη ποινή ήταν τα 20 χρόνια φυλάκιση), οι οποίες δεν κρίθηκαν υπέρμετρα αυστηρές από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο εφεσείοντας ήταν ηλικίας 23 ετών και πήρε την ανήλικη ηλικίας 9 ½ ετών από την πισίνα κέντρου όπου δούλευε η μητέρα της και την μετέφερε στην οικία του όπου την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο του. Της είχε πει ότι θα πήγαιναν για να έβλεπαν τηλεόραση. Κλείδωσε την πόρτα και της ζήτησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, κάτι που αυτή αρνήθηκε να κάνει. Στη συνέχεια άρχισε να τη φιλά στα χείλη, την ξάπλωσε στο κρεβάτι και, αφού ξάπλωσε και αυτός δίπλα της, άρχισε να τη φιλά στο στόμα και να χαϊδεύει τα μαλλιά και την πλάτη της. Ακολούθως της αφαίρεσε το μαγιό, τη φιλούσε στο λαιμό και στο στήθος, ενώ με το χέρι χάιδευε το αιδοίο της. Μετά κατέβασε το παντελόνι του, έβαλε το χέρι της στα γεννητικά του όργανα, την ανάγκασε να τον φιλά στο λαιμό και σε κάποια φάση χάιδεψε με το πέος του το αιδοίο της. Εν τω μεταξύ, η μητέρα της ανήλικης άρχισε να την αναζητά στο χώρο της πισίνας, οπότε πληροφορήθηκε ότι είχε φύγει με τον εφεσείοντα. Τότε, διάφορα πρόσωπα άρχισαν να αναζητούν τον εφεσείοντα και την ανήλικη. Ένα από αυτά τα πρόσωπα πήγε στο σπίτι του εφεσείοντα όπου συνάντησε την αδελφή του η οποία και φώναξε τον εφεσείοντα για να εξακριβώσει αν ήταν στο δωμάτιό του. Με το κάλεσμα της αδελφής του, ο εφεσείοντας ντύθηκε και κάλεσε και την ανήλικη να πράξει το ίδιο, απάντησε δε στην αδελφή του ότι ήταν στο υπνοδωμάτιο του και κοιμόταν. Στη συνέχεια, ζήτησε από την ανήλικη να κρυφτεί για να μην τη δει η αδελφή του, μετά δε από μερικά λεπτά, αφού οδήγησε την ανήλικη από την πίσω πόρτα στο αυτοκίνητο, την μετέφερε πίσω στο κέντρο. Μόλις το αυτοκίνητο του εφεσείοντα σταμάτησε, η μητέρα της ανήλικης έτρεξε προς το μέρος του ρωτώντας για την κόρη της, αυτός όμως αρνήθηκε ότι ήταν μαζί του. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν κλάματα προερχόμενα από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, οπότε και εντοπίστηκε η ανήλικη πεσμένη στο πάτωμα του πίσω μέρους του αυτοκινήτου. Ακολούθησε η καταγγελία στην Αστυνομία. Ο εφεσείοντας αντιμετώπιζε προβλήματα ψυχικής υγείας και είχε μειωμένη ικανότητα αντίληψης, ήταν ανώριμος και συναισθηματικά έντονα διαταραγμένος. Δεν υπήρχε βία και σωματική ή ψυχική βλάβη στην ανήλικη και ο εφεσείοντας ήταν λευκού ποινικού μητρώου.
Στην υπόθεση Ν. Σ. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 184/2015, 13/02/2018, ECLI:CY:AD:2018:B72, ο εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος μετά από ακρόαση σε κατηγορία για το ποινικό αδίκημα του Άρθρου 6 (3) του Νόμου 91(1)/2014. Ποινή φυλάκισης τριών χρόνων που του επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, κατ’ έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων. Το θύμα ήταν ηλικίας 13 ετών και εφεσείοντας 63 ετών. Είχαν εντοπιστεί να στέκονται σε σημείο πολυκατοικίας και να φιλιούνται, να γλείφονται στο λαιμό και να αγκαλιάζονται, καθ’ ον χρόνο ο εφεσείοντας έπιανε τα οπίσθια και άλλα μέρη του σώματος της ανήλικης. Ο εφεσείοντας ήταν λευκού ποινικού μητρώου. Η ηλικία του ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικός παράγοντας ως προς την ίδια τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος και την ηλικία του θύματος. Επιβαρυντικά στοιχεία επίσης θεωρήθηκαν ο απόμερος και σκοτεινός τόπος που συντελέστηκε το ποινικό αδίκημα, καθώς και οι υπόλοιπες του συνθήκες, όπως ο εξ αντικειμένου αντίκτυπος της πράξης στο συγκεκριμένο παιδί. Τονίστηκε περαιτέρω η σημασία που υπέχει η παραδοχή σε τέτοιου είδους αδικήματα, η οποία εξέλειπε. Σημειώνεται ότι, η καταδίκη του εφεσείοντα σε κατηγορία για το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού με κατάχρηση ευάλωτης θέσης, η οποία βασιζόταν στο Άρθρο 6 (4) (β) του του Νόμου 91(1)/2014 και στην οποία πρωτόδικα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά χρόνων, κατ’ έφεση αποφασίστηκε ότι έπρεπε να ακυρωθεί.
Στην υπόθεση Μ. Χ. v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2021, 04/02/2022, ECLI:CY:AD:2022:D51, ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε τέσσερις κατηγορίες για το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση του Άρθρου 6 [(1) και (3)] του Νόμου 91(1)/2014 και τέσσερις κατηγορίες για το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση του Άρθρου 6 (4) (γ) του Νόμου 91(1)/2014, τις οποίες δεν παραδέχθηκε. Σε άλλες δύο κατηγορίες για το ποινικό αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, πρόβηκε σε παραδοχή. Η ακρόαση διεξήχθη στη βάση μόνο ότι δεν είχε ασκηθεί εξαναγκασμός, βία και απειλές στο θύμα. Επρόκειτο για σεξουαλικές πράξεις που αφορούσαν στοματικό έρωτα. Κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων χρόνων, στα ποινικά αδικήματα κατά παράβαση του Άρθρου 6 (4) (γ) του Νόμου 91(1)/2014. Κατ’ έφεση, η καταδίκη του στις πιο πάνω κατηγορίες ακυρώθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στην επιβολή ποινής στις υπόλοιπες κατηγορίες, για τα ποινικά αδικήματα του Άρθρου 6 [(1) και (3)] του Νόμου 91(1)/2014, το οποίο δεν απαιτεί την χρήση εξαναγκασμού, απειλής ή βίας. Λήφθηκε υπόψη, με βάση την μέγιστη για αυτά στον Νόμο προβλεπόμενη ποινή, η διαφορά στη σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων του Άρθρου 6 [(1) και (3)] του Νόμου 91(1)/2014 από αυτά του Άρθρου 6 (4) (γ) του Νόμου 91(1)/2014 και ότι τα πρώτα είναι λιγότερο σοβαρά αδικήματα από τα δεύτερα. Λέχθηκε ότι: «Δεδομένη είναι η σοβαρότητα των κακουργημάτων του Άρθρου 6(1)(3) αλλά η απαξία, νομική, κοινωνική, και ανθρωπιστική των αδικημάτων του Άρθρου 6(4)(γ), αδιαμφισβήτητα καθιστά τα κακουργήματα αυτά ακόμα πιο σοβαρά. Συνεπώς, δικαιολογείται διαφορετική προσέγγιση αναφορικά με τα κακουργήματα του Άρθρου 6(1)(3)». Ο εφεσείοντας ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ηλικίας 23 ετών και το θύμα, αγόρι, ηλικίας 16 ετών. Λήφθηκε υπόψη ο χρόνος που παρήλθε από την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων, το γεγονός ότι ο εφεσείοντας με το θύμα παρέμεναν φίλοι και τονίστηκε η περίσταση της απουσίας εξαναγκασμού, βίας ή απειλής. Επίσης, εξέλειπε ο επιβαρυντικός παράγοντας της μεγάλης διαφοράς ηλικίας μεταξύ δράστη και θύματος. Επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 χρόνων στις προαναφερόμενες κατηγορίες και το αίτημα για αναστολή εκτέλεσης τους απορρίφθηκε.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Σάββα, Ποινική Έφεση Αρ. 202/2021, 17/03/2022, ECLI:CY:AD:2022:D116, κατά τον επίδικο χρόνο ο εφεσίβλητος ήταν ηλικίας 46 ετών και ήταν γείτονας και φίλος με την οικογένεια της ανήλικης παραπονούμενης, ηλικίας τότε 11 ετών. Ήταν μαθήτρια δημοτικής εκπαίδευσης και παιδί διανοητικά περιορισμένων δυνατοτήτων. Ζούσε μόνο με τη μητέρα της. Ο πατέρας της βρισκόταν στη φυλακή εκτίοντας ποινή φυλάκισης. Περί τα μέσα Ιουλίου του έτους 2017, αργά το βράδυ, γύρω στις 00:00 – 01:00, ο εφεσίβλητος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της ανήλικης. Αυτή του άνοιξε. Η μητέρα της κοιμόταν στον πάνω όροφο. Ο εφεσίβλητος κάθισε στον καναπέ και την ρώτησε αν ήθελε να τη φιλήσει στο στόμα. Το παιδί αρνήθηκε. Μετά από παραινέσεις του κάθισε κοντά του. Τη φίλησε τότε στο στέρνο, λίγο πάνω από το ύψος του στήθους και στον ώμο. Την ακούμπησε με τις παλάμες στο στήθος, της έκαμε μαλάξεις στην περιοχή της κοιλιάς και στο πάνω μέρος του μηρού και την αγκάλιαζε. Όλα αυτά πάνω από τα ρούχα. Η ανήλικη αντιδρούσε φεύγοντας τα χέρια του και αυτός τα ξανάβαζε. Στη συνέχεια όμως σηκώθηκε, πήγε και ξύπνησε τη μητέρα της η οποία κατέβηκε κάτω και έδιωξε τον εφεσίβλητο. Αυτός έφυγε χωρίς να πει οτιδήποτε. Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος μετά από ακρόαση, στις κατηγορίες της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του Άρθρου 6 (3) του Νόμου 91(1)/2014 και της άσεμνης επίθεσης. Η υπόθεση εκδικάστηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο, το οποίο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Λήφθηκαν υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο, οι οικογενειακές του περιστάσεις, το γεγονός ότι η ποινή επιβλήθηκε με καθυστέρηση τεσσάρων και πλέον ετών από την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων, με καίρια την ευθύνη της Κατηγορούσας Αρχής και ότι ήταν πολύ πιθανόν ότι θα έχανε την εργασία του αν του επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προσωπικές του περιστάσεις, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η μητέρα του είχε την ανάγκη της φροντίδας του λόγω ηλικίας και σοβαρών προβλημάτων υγείας. Επίσης, ότι στο μεταξύ, δηλαδή από την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων, ο εφεσίβλητος, κατά το έτος 2019, είχε νυμφευθεί. Η σύζυγος του ήταν αλλοδαπή και ο εφεσίβλητος ήταν το μόνο άτομο που την συνέδεε με την Κύπρο. Σε ότι αφορά τις περιστάσεις του ποινικού αδικήματος της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό, χωρίς προσχεδιασμό, «που ασκήθηκε χωρίς σφοδρότητα και παρατεταμένη πίεση, με περιορισμένη έκταση» και ενόσω η ανήλικη και ο εφεσίβλητος έφεραν τα ρούχα τους. Ανέφερε επίσης ότι η παραπονούμενη παρουσίαζε μόνο «σύντομο συναίσθημα». Κατ’ έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, η ποινή κρίθηκε ότι ήταν έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση.
Στην υπόθεση Α. R. R. v. Aστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 20/2022, 30/04/2024, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τρεισήμισι χρόνων που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα από το Δικαστήριο σε δύο κατηγορίες για το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του Άρθρου 6 (4) (α) του Νόμου 91(1)/2014, μειώθηκαν από το Εφετείο κατ’ έφεση, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών, καθότι λανθασμένα λήφθηκε ως επιβαρυντικός παράγοντας η κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, αφού αποτελούσε συστατικό στοιχείο των ποινικών αδικημάτων. Ο εφεσείοντας διέπραξε τα ποινικά αδικήματα κατά των δυο ανηλίκων παιδιών της συζύγου του (με την οποία είχαν αποκτήσει και ένα παιδί) από προηγούμενο γάμο, ήτοι των Ι. Κ. και Κ. Κ., γεννηθείσες τα έτη 2006 και 2005, αντίστοιχα. Συζούσαν όλοι μαζί στην οικογενειακή κατοικία από το 2016. Τα αδικήματα κατά της Ι. Κ. διαπράχθηκαν το έτος 2020, όταν ήταν ηλικίας 14 ετών. Ο εφεσείοντας είχε εισέλθει αργά το βράδυ περί τις 11μ.μ., στο δωμάτιο της φορώντας μόνο το εσώρουχο του και της ζήτησε να του κάνει μασάζ, το οποίο η ανήλικη έπραξε για λίγο. Ακολούθως, της είπε να ξαπλώσει μπρούμυτα και «αφού κάθισε στα οπίσθια της, της έβγαλε τη φανέλα και το στηθόδεσμο και της έγλειψε την πλάτη». Η ανήλικη του είπε ότι δεν ήθελε άλλο και τότε εκείνος έφυγε από το δωμάτιο, λέγοντας της να μην αποκαλύψει τι έγινε στη μητέρα της. Τα δε αδικήματα κατά της Κ. Κ. διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 2018 και 2020, σε δυο διαφορετικές περιπτώσεις, στις οποίες ο εφεσείοντας «την αγκάλιαζε σφικτά αγγίζοντας την παράλληλα σε διάφορα μέρη του σώματος της κυρίως πάνω από τον κόκκυγα και στα πλαϊνά της κοιλιάς της». Ως επιβαρυντικοί παράγοντες, λήφθηκαν υπόψη, η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ του εφεσείοντος και της Ι. Κ. (29 έτη) και το γεγονός ότι η Ι. Κ. ήταν ευάλωτο παιδί το οποίο πάσχει από Δ. Ε. Π. Υ. Προς μετριασμό της ποινής του, λήφθηκαν υπόψη, το λευκό του ποινικό μητρώο και το ότι ήταν πατέρας ενός παιδιού το οποίο είχε αποκτήσει με τη μητέρα των θυμάτων.
Στην υπόθεση Α. Β. ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 142/2023 κ. α., 29/11/2024, ο εφεσείοντας, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκε από το Δικαστήριο ένοχος, μεταξύ άλλων, σε κατηγορία για το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του Άρθρου 6 (3) του Νόμου 91(Ι)/2014. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των δυόμιση χρόνων στην πιο πάνω κατηγορία, η οποία ήταν και η σοβαρότερη στο κατηγορητήριο του. Ο εφεσείοντας, ηλικίας τότε 22 ετών και λευκού ποινικού μητρώου, είχε δεχθεί πεολειχία από το θύμα, η οποία ήταν ηλικίας 15 ετών. Μετά από την γνωριμία τους, εφεσείοντας και θύμα μιλούσαν μέσω μηνυμάτων και πριν το επίδικο περιστατικό, είχαν ξανασυναντηθεί άλλη μία φορά κατά την οποία ο εφεσείοντας την είχε φιλήσει. Ο πατέρας της, έχοντας αντιληφθεί ότι συνέβαινε κάτι μεταξύ τους, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον εφεσείοντα, στον οποίο μετέφερε την αποδοκιμασία του, λόγω της διαφοράς ηλικίας που είχαν μεταξύ τους και του ζήτησε να σταματήσει να την βλέπει, διαφορετικά θα τον κατάγγελλε στην Αστυνομία. Παρά ταύτα, όταν κάποιο βράδυ η ανήλικη θα έμενε στο σπίτι της γιαγιάς της, έφυγε κατά τις πρώτες πρωινές ώρες και συναντήθηκαν με τον εφεσείοντα όπως είχαν συνεννοηθεί, ο οποίος την παρέλαβε με το αυτοκίνητο του. Ακολούθως, έχοντας και άλλους για παρέα, πέρασαν αρκετή ώρα μαζί, σε διάφορες τοποθεσίες, μέχρι που κατέληξαν να πάνε μόνοι τους στο σπίτι του εφεσείοντα. Ο εφεσείοντας, λόγω του ότι είχε κάνει χρήση κοκαΐνης (στην παρουσία μάλιστα και της ανήλικης) και δεν μπορούσε να οδηγήσει για να την μεταφέρει πίσω στο σπίτι της γιαγιάς της, κοιμήθηκε. Κατά το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, αφού ξύπνησαν, και μετά που ο εφεσείοντας μετέφερε το θύμα με το αυτοκίνητο του στο σπίτι της γιαγιά της και αυτή δεν μπόρεσε να εισέλθει σε αυτό από την μπαλκονόπορτα όπως είχε φύγει καθώς ήταν κλειδωμένη, επέστρεψαν στο σπίτι του εφεσείοντα όπου και ξαναβρέθηκαν μόνοι στο υπνοδωμάτιο του. Εκεί ο εφεσείοντας μιλούσε στην ανήλικη για έρωτες και ότι την αγαπά και την πίεσε να του κάνει στοματικό έρωτα, πράγμα που αυτή έκανε. Ο ίδιος άγγιζε τα γεννητικά της όργανα πάνω από τα ρούχα, αφού η ανήλικη ήθελε να μείνουν ντυμένοι. Μετά ξανακοιμήθηκαν. Το παιδί, εντοπίστηκε από συγγενικό της πρόσωπο μετά από αρκετή ώρα, μόνη και μακριά από το σπίτι της γιαγιάς της, το δικό της ή του κατηγορουμένου, μετά που οι γονείς της κινητοποιήθηκαν λόγω του ότι είχαν ειδοποιηθεί για την απουσία της εκείνο το πρωινό από το σχολείο. Σε αυτή τους την προσπάθεια, επικοινωνία και συνάντηση, μεταξύ άλλων, είχαν και με τον εφεσείοντα, ο οποίος αρνήθηκε οποιαδήποτε γνώση, όταν συγχρόνως, προέβαινε σε ενέργειες για την απομάκρυνση της από το σπίτι του. Η έφεση που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα με την οποία προσέβαλλε την ορθότητα της καταδίκης του, απορρίφθηκε από το Εφετείο, το οποίο, εξετάζοντας ακολούθως την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα με την οποία ζητείτο η αύξηση των ποινών λόγω έκδηλης ανεπάρκειας, απορρίπτοντας την, αποφάσισε ότι, αν και δεν ήταν εκτός του ενδεδειγμένου πλαισίου, αυτές ήταν επιεικείς.
Στην υπόθεση D. G. S. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 148/2023, 20/09/2024, ο εφεσείοντας καταδικάστηκε από το Δικαστήριο σε επτά κατηγορίες που αφορούσαν το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του Άρθρου 6 (3) του Νόμου 91(Ι)/2014. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των τριών χρόνων, στην κατηγορία που η σεξουαλική κακοποίηση αφορούσε την συνουσία. Οι σεξουαλικές πράξεις, αναλυτικά, οι οποίες έλαβαν χώρα σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, ήταν οι ακόλουθες. Σε κέντρο διασκέδασης, φιλούσε την ανήλικη στο στόμα και την άγγιζε στα οπίσθια και τα γεννητικά όργανα. Σε στάση λεωφορείου, έπιασε την ανήλικη, την τράβηξε και τη φίλησε, την ακουμπούσε στα οπίσθια και έβαλε τα δάκτυλά του μέσα στα γεννητικά της όργανα. Και σε συγκρότημα διαμερισμάτων, της έβγαλε το εσώρουχο, την έγλειφε στα γεννητικά όργανα και διείσδυσε το πέος του στον κόλπο και στο στόμα της. Για τις εν λόγω σεξουαλικές πράξεις, ο εφεσείοντας αντιμετώπισε και κατηγορίες για το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης με την χρήση βίας ή εξαναγκασμού κατά παράβαση του Άρθρου 6 (4) (γ) του Νόμου 91(Ι)/2014, στις οποίες αθωώθηκε. Κατά τον χρόνο διάπραξης των ποινικών αδικημάτων, η ανήλικη ήταν ηλικίας 16 ετών και πέντε μηνών και ο εφεσείοντας ηλικίας 20 ετών και τεσσάρων μηνών. Η μεταξύ τους διαφορά ηλικίας, ήταν 3 χρόνια και 11 μήνες. Κατ’ έφεση, το Εφετείο, αναγνώρισε ως ουσιώδη και διαφοροποιητικά από άλλες περιπτώσεις που έτυχαν εξέτασης, τα ακόλουθα στοιχεία, που πρόκυπταν από τα γεγονότα της υπόθεσης και δέχθηκε ότι οι ποινές που είχαν επιβληθεί στον εφεσείοντα ήταν υπέρμετρα αυστηρές. Υπήρχε μικρή διαφορά ηλικίας μεταξύ του εφεσείοντα και του θύματος, πλησίον του ορίου των τριών χρόνων που θέτει το Άρθρο 12 του Νόμου 91(Ι)/2014 για σκοπούς υπεράσπισης. Το θύμα, η οποία ήταν παιδί πλησίον της ηλικίας συναίνεσης, είχε παραπείσει τον εφεσείοντα ότι βρισκόταν στην ηλικία συναίνεσης. Περαιτέρω, η ακρόαση της υπόθεσης, η οποία πρωτόδικα οδήγησε σε αθώωση του κατηγορουμένου από τις προαναφερόμενες κατηγορίες που αφορούσαν το ποινικό αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού με βάση το Άρθρο 6 (4) (γ) του Νόμου 91(Ι)/2014, κατά τα υπόλοιπα, κατά βάση, αφορούσε ένα καινοφανές νομικό ζήτημα. Το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και τα μετριαστικά για τον κατηγορούμενο στοιχεία, αντικατέστησε τις ποινές προς μείωση τους, επιβάλλοντας συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 18 μηνών στην πιο πάνω σοβαρότερη κατηγορία, την εκτέλεση τον οποίων ανέστειλε. Ο Εφεσείοντας ήταν λευκού ποινικού μητρώου και εργοδοτείτο στον Βρετανικό στρατό ως τεχνικός αεροσκαφών. Η επιβολή ποινής φυλάκισης, είτε άμεσης, είτε με αναστολή, θα σήμαινε απόλυση του από τον Βρετανικό στρατό.
Έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και ισοζυγίζοντας, από τη μια, τη σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων και τις περιστάσεις διάπραξης τους και συνολικά την όλη εγκληματική συμπεριφορά που ο κατηγορούμενος επέδειξε και από την άλλη, όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου, επιβάλλονται σε αυτόν οι ακόλουθες ποινές:
Στην 1η κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 2 χρόνων.
Στην 2η κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 1 ½ χρόνου.
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν, καθότι κρίνουμε ότι τα ποινικά αδικήματα των πιο πάνω κατηγοριών ουσιαστικά συνιστούν μία ενιαία συμπεριφορά.
Ενόψει του ύψους των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο, ως ανωτέρω, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης του, για αναστολή εκτέλεσης τους.
Σχετικές είναι οι πρόνοιες του περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Νόμος 95/1972 (εφεξής «ο Νόμος 95/1972»), το Άρθρο 3 [(1) και (2)] του οποίου, καθορίζει την εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει τέτοια διαταγή. Ο σκοπός του Νόμου 95/1972, με αναδρομή στο ιστορικό του, εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Καραολή, Ποινική Έφεση Αρ. 231/2019, 27/04/2021, ECLI:CY:AD:2021:B172. Ελέχθη:
«Ο περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε αρχικά με το Ν.41(Ι)/1997, ο οποίος περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Ακολούθησε στη συνέχεια η τροποποίηση του με το Ν.186(Ι)/2003 μέσω του οποίου η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου.».
Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ποινή φυλάκισης που επιβάλλεται σε κατηγορούμενο από το Δικαστήριο για την οποία ασκείται η διακριτική του ευχέρεια βάσει του Άρθρου 3 [(1) και (2)] του Νόμου 95/1972, παραμένει ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς του Νόμου. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται, καθώς ο κύριος λόγος είναι να αποφευχθεί ο εγκλεισμός του κατηγορούμενου στη φυλακή (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ττίγκη, (2013) 2 Α.Α.Δ. 134). Συναφώς, η ποινή φυλάκισης με αναστολή εκτέλεσης, δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα το ύψος της ποινής και ακολούθως εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού, (1997) 2 Α.Α.Δ. 373).
Οι αρχές της νομολογίας, σε ότι αφορά την εφαρμογή του εν λόγω Άρθρου 3 [(1) και (2)] του Νόμου 95/1972, συνοψίζονται περιεκτικά, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αστυνομία ν. Μιλτιάδους, Ποινική Έφεση Αρ. 277/2018, 10/05/2019, ECLI:CY:AD:2019:B179, στο εξής απόσπασμα:
«Όπως συναφώς τονίζεται από τη νομολογία …, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί από το Νόμο, ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών ενός κατηγορουμένου. Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Κατά την εξέταση δε του ζητήματος σημαντικό είναι και το ερώτημα κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».
Στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι, η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα ως προς την εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 3 [(1) και (2)] του Νόμου 95/1972, θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Επανέλαβε ωστόσο και επισήμανε πως, κατά την εξέταση του ζητήματος, το σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο, η ανασταλείσα ποινή, θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του ποινικού αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Είπε επιπλέον ότι:
«Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση “διπλής βαρύτητας” σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής.».
Συναφώς, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μυλωνά, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, 14/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B537, ειπώθηκε πως:
«Οι μετριαστικοί … παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ποινής και του ύψους της δεν μπορούν να είναι ταυτόσημοι και να αποτελούν ταυτόχρονα και αιτιολογία για την αναστολή της ποινής φυλάκισης. Το σύνολο των περιστάσεων μαζί με τα προσωπικά περιστατικά του παραβάτη θα πρέπει να αναδύουν μία εικόνα που να δικαιολογεί την απόφαση για αναστολή.».
Έπεται από τα πιο πάνω ότι, όταν το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης ποινής φυλάκισης, δεν περιορίζεται, με αναφορά στον ίδιο τον καταδικασθέντα, στην ειδική αποτροπή, αλλά η αρχή της αποτρεπτικότητας, ως παράγοντας που αφορά την ποινή, έχει ευρύτερη υπόσταση και σκοπεύει στην αποτροπή και άλλων επίδοξων δραστών από τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος. Στοχεύει δηλαδή και την γενική αποτροπή. Στις περιπτώσεις όπου κρίνεται ότι η ανάγκη αυτή προέχει, το Δικαστήριο πρέπει να προσεγγίζει το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, έχοντας κατά νουν πως, όπως ειπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, 29/07/2021:
«… ποινή φυλάκισης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του εύρους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα. Το στοιχείο της γενικής αποτροπής γεννάται από την αντίδραση του κοινού, μέσα στο οποίο είναι και ο επίδοξος παραβάτης, στο άκουσμα της ποινής που επιβλήθηκε στον καταδικασθέντα. Η ποινή φυλάκισης με αναστολή είναι ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς, με τη δραματική όμως διαφορά ότι η εκτέλεση της αναστέλλεται υπό όρους. Την αποτροπή δημιουργεί η επίπτωση που είχε η συναφής καταδίκη, με έμφαση στο άμεσο αποτέλεσμα και εφόσον η ποινή φυλάκισης ανασταλεί, το στοιχείο της αποτροπής εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό.».
Εξετάζοντας το αίτημα για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβάλαμε στον κατηγορούμενο, λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη μας και δίνουμε βαρύτητα, στο ότι πρόκειται για νεαρό πρόσωπο, ηλικίας σήμερα 23 ετών, που βρίσκεται στο «ξεκίνημα» της ζωής του, ο πρότερος βίος του οποίου, σε συνδυασμό με το λευκό του ποινικό μητρώο, αποτελούν απόδειξη ενός θετικού χαρακτήρα. Ως προς αυτό, σημειώνουμε ότι διακρίνουμε, κατ’ αρχάς, την προσπάθεια του για κατάκτηση, στα 21 του έτη, της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μέσω του συστήματος των Εσπερινών Σχολείων και Σχολών, αποφοιτώντας τον Κλάδο Πρακτικής Κατεύθυνσης των Ξενοδοχειακών και Επισιτιστικών Επαγγελμάτων, αποκτώντας έτσι, εκτός από την βασική εκπαίδευση και τεχνική εξειδίκευση. Και ότι, δούλεψε για να το πετύχαινε αυτό, συγχρόνως των εργασιών που, από την ηλικία των 17 ετών, όταν και διέκοψε την κανονική του φοίτηση στο Λύκειο, φαίνεται ότι αδιάκοπα ασκούσε για να μπορούσε να εξασφαλίζει τα έξοδα διαβίωσης του, ώστε να αυτοσυντηρείται και να αποτελεί παραγωγική μονάδα στην κοινωνία. Πολύ σημαντικό, είναι βέβαια, και το γεγονός ότι πρόκειται για άτομο που, παρά τα όποια ολισθήματα του, με την συμμετοχή του, μέσω του εκκλησιασμού, στην κοινωνία της Ορθοδοξίας, επιδιώκει την πνευματική ωριμότητα. Καθώς επίσης, συνδυαστικά, ότι είναι προσωπικότητα που ενδιαφέρεται για τον αθλητισμό και την σωματική καλλιέργεια και δράση. Ο πιο πάνω περιγραφόμενος, ως κρίνουμε, θετικός χαρακτήρας του κατηγορουμένου, αλλά και το συγκροτημένο της οικογένειας του, τα μέλη της οποίας και ειδικότερα, οι γονείς του, φαίνεται ότι είναι σε θέση να δρουν έναντι του υποστηρικτικά, δημιουργούν και την προσδοκία ότι, η τιμωρία του στην παρούσα, ως ανωτέρω, ακόμη και αν δεν διαταχθεί η άμεση εκτέλεση των ποινών φυλάκισης, μπορεί να είναι αναμορφωτική και να επιτύχει τον σκοπό της ειδικής αποτροπής. Σχετικό με αυτά στοιχείο, και πολύ σημαντικό, είναι και το ότι, ο κατηγορούμενος, έχει μετανοήσει και απολογηθεί για την εγκληματική του διαγωγή. Εξ ου και η παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, άμεσα, υπό τις συνθήκες που έχουμε ήδη αναφέρει και λαμβάνουμε υπόψη, χωρίς να κρίνουμε αναγκαία την επανάληψη τους. Τοιουτοτρόπως, συνυπολογίζουμε ότι, στο παρόν στάδιο και στο δύσκολο οικονομικό γίγνεσθαι της σημερινής εποχής, ο κατηγορούμενος, όντας 23 ετών και στην αρχή της επαγγελματικής του πορείας, έχει εξασφαλισμένη εργασία και σχετικό μηνιαίο εισόδημα από το οποίο διαβιώνει και πως, η αποφυγή του εγκλεισμού του στην φυλακή, θα λειτουργήσει ώστε να μην επηρεαστεί αρνητικά αυτή του η θετική πορεία. Επαναλαμβάνουμε πως, αν και πρόκειται για εργασία που δεν είναι του τομέα της προαναφερόμενης εκπαίδευσης του κατηγορουμένου, είναι εργασία με την οποία παρουσιάζεται ικανοποιημένος και η αναμενόμενη απώλεια της, στην περίπτωση που αποφασιστεί η άμεση εκτέλεση των ποινών φυλάκισης, είναι στοιχείο το οποίο προσμετρούμε.
Από την άλλη, λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη μας και δίνουμε βαρύτητα, στην σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων που ο κατηγορούμενος διέπραξε, ότι πρόκειται για ποινικά αδικήματα σε έξαρση, ακόμη και μεταξύ ατόμων νεαρής ηλικίας όπως ο κατηγορούμενος, και την ανάγκη που υπάρχει, λόγω τούτων, για γενική αποτροπή. Στρέψαμε την προσοχή μας και δώσαμε βαρύτητα, και στις περιστάσεις διάπραξης των ποινικών αδικημάτων και στα επιβαρυντικά στοιχεία που προκύπτει από αυτές ότι τα χαρακτηρίζουν, μη αγνοώντας και τα ελαφρυντικά. Ο κατηγορούμενος, διέπραξε αυτά σε βάρος της παραπονούμενης, ενός παιδιού ηλικίας 16 ετών και δύο μηνών, την οποία είχε μόλις γνωρίσει και η οποία, αν και ήταν κοντά στην ηλικία συναίνεσης των 17 ετών, ήταν, παρά την άγνοια του κατηγορουμένου προς τούτο, ιδιαίτερα ευάλωτη σε θυματοποίηση, λόγω της χρόνιας έκθεσης της σε περιστατικά άσκησης βίας σε βάρος της, σωματικής και σεξουαλικής, που επηρέασαν αρνητικά την ψυχο-συναισθηματική της κατάσταση. Περαιτέρω, η μεταξύ του κατηγορουμένου και της παραπονούμενης διαφορά ηλικίας, αν και δεν ήταν ακραία, ήταν σημαντική και η σεξουαλική δραστηριότητα που έλαβε χώρα, ήταν της σοβαρότερης μορφής, αφής στιγμής περιλάμβανε, εκτός από πεολειχία και συνουσία. Σχετικά με αυτό, πολύ σημαντικό είναι πως αυτή πραγματοποιήθηκε, παρά το γεγονός ότι η παραπονούμενη είχε εκφράσει στον κατηγορούμενο, αλλά αγνοήθηκε, ότι ένοιωθε άβολα, επειδή δεν είχε ποτέ προηγουμένως συνευρεθεί σεξουαλικά. Ωσαύτως, δεν παραβλέπουμε πως, σε σχέση με τις ερωτικές πράξεις που είχαν προηγηθεί μεταξύ της και του κατηγορουμένου, περιλαμβανομένης και της πεολειχίας, η παραπονούμενη δεν είχε εκδηλώσει την όποια εναντίωση της. Συναφώς, εν σχέση με την όλη δράση του κατηγορουμένου, εξέλειπε το όποιο συναισθηματικό υπόβαθρο ή ρομαντική διάθεση, ο οποίος ήταν σκληρός στην κατάκτηση του στόχου επίτευξης του, που ήταν, η συνεύρεση του τελικά με την παραπονούμενη. Σχετικά με τα προαναφερόμενα, δεν παραβλέπουμε και το σταθμίζουμε, ότι ο κατηγορούμενος δεν φαίνεται να προσχεδίασε την δράση του και να στόχευσε στην παραπονούμενη. Χωρίς όμως επίσης να αγνοούμε και το ότι, με την ευκαιρία της σύνδεσης του με παραπονούμενη μέσω της εφαρμογής «OmeTV», ακολούθως, και έχοντας εκφράσει την ερωτική του διάθεση, ο κατηγορούμενος μεθόδευσε την συνάντηση του μαζί της, την ίδια ακριβώς ημέρα της γνωριμίας τους. Ως προς αυτό, δεν παραβλέπουμε, ότι ήταν η παραπονούμενη αυτή που, κάνοντας χρήση της εν λόγω εφαρμογής, τον προσέγγισε και συνδέθηκε μαζί του. Ωστόσο, θεωρούμε βαρυσήμαντη την συμπεριφορά του κατηγορουμένου στην συνέχεια, που δείχνει ότι, ενώ γνώριζε την ηλικία της παραπονούμενης, ήταν αυτός που μεθοδικά κινούσε πρώτος τις εξελίξεις, κατά τρόπο ώστε, τελικά, αφού απομονώθηκαν ως προαναφέρθηκε, να οδηγηθούν σταδιακά στα γεγονότα που στοιχειοθετούν τα υπό αναφορά ποινικά αδικήματα. Εξίσου σημαντικό κρίνουμε και το ότι, η παραπονούμενη, όταν συνδεόταν με τον κατηγορούμενο μέσω της προαναφερόμενης εφαρμογής, αλλά και στην συνέχεια όταν συμφώνησε στην συνάντηση τους, δεν φαίνεται να είχε πρόθεση για οτιδήποτε πέραν της γνωριμίας τους. Όλες οι σχετικές σεξουαλικές πράξεις, αν και έλαβαν χώρα στα πλαίσια ενός μεμονωμένου περιστατικού, αυτό είχε τις προαναφερόμενες πολύ σοβαρές και ζημιογόνες, για την ψυχική υγεία της παραπονούμενης, επιπτώσεις. Το γεγονός ότι, με την παραδοχή ενοχής από τον κατηγορούμενο των εξεταζόμενων ποινικών αδικημάτων, αποφεύχθηκε ο κίνδυνος επαναθυματοποίησης της παραπονούμενης από την εξιστόρηση των επίδικων περιστατικών κατά την ακρόαση της υπόθεσης, επίσης το λαμβάνουμε υπόψη.
Έχουμε θέσει όλα τα προαναφερόμενα στο ισοζύγιο και έχουμε καταλήξει ότι το αίτημα του κατηγορουμένου για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που του επιβλήθηκαν, πρέπει να απορριφθεί. Κρίνουμε ότι, οι προαναφερόμενες περιστάσεις του και ελαφρυντικοί για το πρόσωπο του παράγοντες από τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν απόφαση για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης, καθότι, μια τέτοια απόφαση, δεν θα αντικατόπτριζε την σοβαρότητα των ποινικών αδικημάτων που αυτός διέπραξε και τις επιβαρυντικές τους περιστάσεις, δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας για ποινικά αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως, ιδιαιτέρως αφής στιγμής αυτά είναι από την φύση τους πολύ σοβαρά και βρίσκονται σε έξαρση, και θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σε ότι αφορά τις συνέπειες από την διάπραξη τους.
Όπως άλλωστε επισημάνθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 59/2016, 23/03/2017: «η αναστολή της ποινής σε τέτοιας φύσεως αδικήματα θα έστελνε λάθος μηνύματα ως προς την αναγκαιότητα προστασίας ανηλίκων προσώπων από άτομα που μπορούν να τα προσεγγίσουν με ευκολία μέσω του διαδικτύου και να τα εκμεταλλευθούν στη συνέχεια σεξουαλικά.».
Κρίνουμε ότι τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, με αυτά στη βάση των οποίων κρίθηκε από το Εφετείο η υπόθεση D. G. S. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 148/2023, 20/09/2024, στην οποία, μεταξύ άλλων, παραπεμφθήκαμε από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου προς υποστήριξη του αιτήματος για αναστολή των ποινών φυλάκισης, διαφέρουν και δεν μπορεί να υπάρξει αναλογία προσέγγισης. Στα δεδομένα της εν λόγω υπόθεσης, έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω κατά την εξέταση του καθορισμού της ποινής, για αυτό και δεν θα τα επαναλάβουμε. Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι, για να αναφερθεί επαναληπτικά, πως, όπως αναφέρεται και από το ίδιο το Εφετείο στην απόφαση του, ως ουσιώδης και διαφοροποιητικός από άλλες περιπτώσεις που έτυχαν εξέτασης παράγοντας (που τελικά ήταν, προκύπτει, μεταξύ όλων των άλλων που επίσης συνηγορούσαν προς την αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης, και ο καθοριστικός), κρίθηκε ότι ήταν, ο συνδυασμός των ακόλουθων στοιχείων που πρόκυπταν από τα γεγονότα της υπόθεσης. Ότι, δηλαδή, κατά τον χρόνο διάπραξης των ποινικών αδικημάτων, η ανήλικη ήταν ηλικίας 16 ετών και πέντε μηνών και ο εφεσείοντας ηλικίας 20 ετών και τεσσάρων μηνών. Η μεταξύ τους διαφορά ηλικίας, ήταν 3 χρόνια και 11 μήνες. Σχολιάστηκε ως μικρή και πλησίον του ορίου των τριών χρόνων που θέτει το Άρθρο 12 του Νόμου 91(Ι)/2014 για σκοπούς υπεράσπισης. Αυτό το στοιχείο, συνδυαζόταν σημαντικά από το ότι, το θύμα, η οποία ήταν παιδί κοντά στην ηλικία συναίνεσης των 17 ετών, είχε «παραπείσει» τον εφεσείοντα ότι βρισκόταν στην ηλικία συναίνεσης. Εν προκειμένω, δεν είμαστε ενώπιον περίπτωσης με τέτοια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Κατά ακολουθία των πιο πάνω και βάσει των προνοιών του Άρθρου 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, οι προαναφερόμενες ποινές φυλάκισης του κατηγορουμένου, θα αρχίσουν να εκτίονται από σήμερα που του έχουν ανακοινωθεί.
Καταληκτικά, και έχοντας λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων αυτής της υπόθεσης και ειδικότερα, την σοβαρότητα και φύση των ποινικών αδικημάτων που διαπράχθηκαν από τον κατηγορούμενο και τις περιστάσεις τους, αλλά και αυτές του κατηγορουμένου και επιπλέον, τις ποινές που ανωτέρω του επιβλήθηκαν για αυτά και την διαταγή μας για άμεση εκτέλεση τους, κρίνουμε δικαιολογημένο το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για έκδοση εναντίον του και διατάγματος με βάση το Άρθρο 14 (1) (γ) του Νόμου 91(Ι)/2014.
Κατά συνέπεια, επιπρόσθετα, εκδίδουμε εναντίον του κατηγορουμένου, διάταγμα εποπτείας από την Αρχή Εποπτείας, που έχει εγκαθιδρυθεί και λειτουργεί βάσει του Μέρους V του Νόμου 91(Ι)/2014, για περίοδο δύο ετών από σήμερα.
Σε ότι αφορά τα τεκμήρια της υπόθεσης στην κατοχή της Αστυνομίας: (α) Οι συσκευές κινητού τηλεφώνου ιδιοκτησίας των παραπονούμενης και κατηγορούμενου αντίστοιχα, να τους επιστραφούν και (β) τα υπόλοιπα να καταστραφούν.
Υπογραφή: ____________________
Χρ. Ι. Χριστοδούλου, Π. Ε. Δ.
Υπογραφή: ____________________
Μ. Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Υπογραφή: ____________________
Ε. Χατζήπαπα - Αβραάμ, Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο