ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΙFEANYI OGBE, Αρ. Υπόθεσης: 11292/24, 20/5/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΙFEANYI OGBE, Αρ. Υπόθεσης: 11292/24, 20/5/2025

ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

                   Μ. Γ. Λοίζου, Α.Ε.Δ.

                   E. Xατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

           Αρ.  Υπόθεσης: 11292/24

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Κατηγορούσας Αρχής

v.

ΙFEANYI OGBE

                  Κατηγορουμένου

-----------------------------------

Ημερομηνία: 20/05/2025.                               

Για τη Δημοκρατία: κος Π. Βαρνάβας.

Για Κατηγορούμενο: κα. Κ. Πιερούδη.

Κατηγορούμενος : Παρών

Π Ο Ι Ν Η

Ο κατηγορούμενος, έχει κριθεί ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής, σε τέσσερις κατηγορίες. Ειδικότερα, κρίθηκε ένοχος στα αδικήματα της Απαγόρευσης μεταφοράς μαχαιριών εκτός κατοικίας, κατά παράβαση των Άρθρων 82(2), 85 και 86 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία αρ. 4), της Παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1) (λ) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 (κατηγορία    αρ. 5) και στα αδικήματα της Πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορίες αρ. 7 και 8).

 

Σημειώνεται ότι, αρχικά, ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε άλλες κατηγορίες και συγκεκριμένα και σε σχέση με τον 1ον παραπονούμενο, κατηγορία Απόπειρας Φόνου, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε κατηγορία Πράξεις που σκοπεύουν στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και οι οποίες διακόπηκαν και αναστάληκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε από αυτές.

 
Τα γεγονότα που αφορούν τις κατηγορίες που έχει παραδεχτεί ο κατηγορούμενος έχουν εκτεθεί από τον συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο σε γραπτή μορφή και έχουν ως ακολούθως:

 

                      «1. Στις 27/07/2024 και περί ώρα 04:30 λήφθηκε πληροφορία στην Αστυνομία, ότι στην οδό Αγ. Ανδρέου παρά την εκκλησία της Αγ. Νάπας στη Λεμεσό υπήρχε τραυματισμένο πρόσωπο και μέλη της Αστυνομίας μετέβησαν άμεσα στη σκηνή.

 

                      2. Στην σκηνή εντοπίστηκε τραυματισμένος ο GANESH BAHADUR MAGAR, Ημερ. Γενν. 17/07/1991 από το Νεπάλ, (ο 1ος παραπονούμενος) ο οποίος παραλήφθηκε από ασθενοφόρο και μεταφέρθηκε άμεσα στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού.

 

                      3. Κατόπιν εξέτασης του από τον Δρ. Νικόλα Πατσαλίδη προέκυψε πως ο παραπονούμενος έφερε μεγάλα τραύματα από νύσσων και τέμνων όργανο στην ραχιαία επιφάνεια. Είχε ταχυκαρδία, μείωση αναπνευστικού ψιθυρίσματος. Σε απεικονιστικό έλεγχο διαπιστώθηκε πνευμοθώρακας – αιμοθώρακας. Αυτός υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση κατά την οποία του έγινε συρραφή των τραυμάτων του, ένα εκ των οποίων έπληξε τον πνευμονοθώρακα και ακολούθως νοσηλεύτηκε σε καταστολή, διασωληνωμένος στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου Λεμεσού. Στις 28/07/2024 εξήλθε της Μ.Ε.Θ. και μεταφέρθηκε στο Χειρουργικό Τμήμα. Την 01/08/2024 πήρε εξιτήριο από τον Νοσοκομείο.

 

                      4. Στο Νοσοκομείο εντοπίστηκε και ο ASISH BAHADUR POUDEL, με ημερομηνία γέννησης 08/09/1999, επίσης από το Νεπάλ, (2ος παραπονούμενος ) ο οποίος εξετάστηκε από τον επί καθήκοντι ιατρό, Δρ. Νίκο Γιαννακόπουλο και διαπιστώθηκε ότι έφερε θλαστικό τραύμα στην δεξιά ωμική χώρα (δελτοειδής) και αποκόπηκε μυς και τένοντας. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και κρατήθηκε για νοσηλεία στο ορθοπεδικό τμήμα.

 

                      5. Κατόπιν διερεύνησης, προέκυψε ότι στις 27/07/2024 και περί ώρα 0300, οι δύο παραπονούμενοι βρίσκονταν μαζί με άλλους συμπατριώτες τους, έξω από εγκαταλειμμένο κτίριο πλησίον της εκκλησίας της Αγ. Νάπας.

 

                      6. Τότε τους πλησίασε ο κατηγορούμενος ο οποίος επέβαινε σε ποδήλατο και τους ζήτησε φαγητό και χρήματα. Αυτοί δεν του έδωσαν και τότε ο κατηγορούμενος ξεκίνησε να φωνάζει και ακολούθως αποχώρησε.

 

                      7. Μετά από μερικά λεπτά, ο κατηγορούμενος επέστρεψε και ξεκίνησε να χειρονομεί και να φωνάζει προς τους 2 παραπονούμενους και τους συμπατριώτες τους κλωτσώντας προς το μέρος τους και μπουκάλα που κρατούσε και στη συνέχεια αποχώρησε κατευθυνόμενος σε κοντινό περίπτερο.

 

                      8. Ο κατηγορούμενος παρέλαβε από το περίπτερο το ποδήλατο του και περνώντας μπροστά από το σημείο που κάθονταν οι παραπονούμενοι προέβη σε χειρονομία εναντίον τους με το μεσαίο του δάχτυλο.

 

                      9. Στη συνέχεια οι 2 παραπονούμενοι ακολούθησαν τον κατηγορούμενο σε κοντινό δρόμο όπου και ο κατηγορούμενος τους επιτέθηκε. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε μαχαίρι που είχε στη κατοχή του τραυματίζοντας αρχικά τον 1ον παραπονούμενο και όταν ο 2ος παραπονούμενος επενέβη για να τους χωρίσει, τον μαχαίρωσε και αυτόν.

 

                      10. Ενώ η αστυνομία αναζητούσε τον κατηγορούμενο, στις 28/07/2024 και περί ώρα 1235 λήφθηκε πληροφορία σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος, βρισκόταν σε καφετέρια στην οδό Αγ. Φυλάξεως στη Λεμεσό. Άμεσα μέλη του Ο.Π.Ε. Λεμεσού, μετέβηκαν στο χώρο όπου εντόπισαν τον κατηγορούμενο. Ο Α/Αστ. 3857 τον πληροφόρησε για την ταυτότητα τους και τον λόγο της παρουσίας τους εκεί, του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο και ο κατηγορούμενος απάντησε «Yes that is me».

 

                      11. Σε σωματική έρευνα που ακολούθησε, στον κατηγορούμενο εντοπίστηκε στην

κατοχή του ένα πτυσσόμενο μαχαίρι (σουγιάς), μήκους λεπίδα 8 εκατοστών, το οποίο καταλήγει σε μυτερή άκρη, το οποίο έφερε κηλίδες αίματος. Άμεσα την ίδια ημέρα και ώρα 1250, τον συνέλαβε για το αυτόφωρο αδίκημα της μαχαιροφορίας,

του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του και αφού του επίστησε την προσοχή

του στο Νόμο και ο κατηγορούμενος δεν απάντησε.

 

                      12. Αυτός οδηγήθηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, όπου ανακρινόμενος προφορικά τοποθέτησε τον εαυτό του στην σκηνή, και ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δέχτηκε επίθεση από τους Νεπαλέζους. Όσον αφορά το μαχαίρι, ο κατηγορούμενος ανάφερε ότι κάποιος Νεπαλέζος το κρατούσε και ο ίδιος κατάφερε να του το πάρει δηλώνοντας πλήρη άγνοια για τον τρόπο τραυματισμού τους.

 

                      13. Εναντίον του κατηγορούμενου, εξασφαλίστηκε Δικαστικό Ένταλμα Σύλληψης,

δυνάμει του οποίου συνελήφθηκε στις 28/07/2024 και ώρα 1530, στην παρουσία

                      του δικηγόρου του. Αφού του επεξηγήθηκαν οι λόγοι σύλληψης του και αφού του

                      επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο, ο κατηγορούμενος απάντησε «I dont admit

                      anything».

 

                      14. Στη συνέχεια, στις 28/07/2024, μεταξύ των ωρών 1540-1645, στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού, λήφθηκε από τον κατηγορούμενο στην παρουσία του δικηγόρου του ανακριτική κατάθεση στην οποία ο κατηγορούμενος ανάφερε ξανά τα όσα είχε ισχυριστεί κατά την προφορική του ανάκριση που είχε προηγηθεί και όσον αφορά το μαχαίρι που εντοπίστηκε στη κατοχή του ισχυρίστηκε ότι το κράτησε γιατί σκόπευε να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία και το ήθελε ως αποδεικτικό στοιχείο.

 

                      15. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι ενώ βρισκόταν πλησίον της εκκλησίας της Αγ. Νάπας, ομάδα Ασιατών, συγκεκριμένα από το Βιετνάμ, του ζήτησε να τους αγοράσει ποτά. Επειδή αρνήθηκε του επιτέθηκαν και έκλεψαν την τσάντα του. Κατάφερε να πάρει πίσω την τσάντα του αλλά όταν προσπάθησε να πάρει το ποδήλατο του, του επιτέθηκαν με μαχαίρι και μπουκάλι. Όσον αφορά τους τραυματισμούς που υπέστησαν οι παραπονούμενοι ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι τους προκάλεσαν μεταξύ τους λόγω του ότι ήταν μεθυσμένοι. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι κατάφερε να πάρει το μαχαίρι που εντοπίστηκε στη κατοχή του και το κράτησε γιατί σκόπευε να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία και το ήθελε ως αποδεικτικό στοιχείο.

 

                      16. Οι ισχυρισμοί του που προέβαλε ο κατηγορούμενος διαψεύστηκαν από την υπόλοιπη μαρτυρία που εξασφαλίστηκε από την Αστυνομία.

 

                      17. Κατόπιν εξετάσεων που διενεργήθηκαν από την Υ.Α.Μ. για έλεγχο του καθεστώτος του κατηγορούμενου προέκυψε ότι αυτός βρισκόταν παράνομα στην Δημοκρατία από τις 09/02/2024 μέχρι και τις 28/07/24 χωρίς να εξασφαλίσει άδεια από τον Διευθυντή του τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Mετανάστευσης.

 

                      18. Από το σύνολο της διερεύνησης προέκυψε ότι στις 27/07/2024 ο κατηγορούμενος παράνομα μετέφερε μαχαίρι που καταλήγει σε μυτερή άκρη εκτός της οικίας του.

 

                      19. Επιπροσθέτως, από το σύνολο της διερεύνησης προέκυψε ότι στις 27/07/2024 ο κατηγορούμενος παράνομα μαχαίρωσε τον Ganesh Bahadour Magar και τον Αsısh Bahadour Poudel από το Νεπάλ προκαλώντας τους βαριά σωματική βλάβη»

 

Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου. Διευκρινίστηκε, επίσης, ότι τα θύματα έχουν αναρρώσει και δεν υπάρχουν σοβαρά κατάλοιπα από τον τραυματισμό τους.


H ευπαίδευτη συνήγορος για τον κατηγορούμενο, αφού συμφώνησε με τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του το λευκό του ποινικό μητρώο και την μεταμέλεια του. Υιοθέτησε, επίσης, την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία ετοιμάστηκε κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, σε σχέση με τις προσωπικές του συνθήκες.

 

Πέραν των πιο πάνω, η ευπαίδευτη συνήγορος του κατηγορουμένου, αναφέρθηκε στις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, λέγοντας στην ουσία ότι επρόκειτο για μια στιγμιαία αντίδραση και ότι δεν υπήρχε προσχεδιασμός και προμελέτη στη διάπραξη των αδικημάτων. Ειδικότερα, η συνήγορος είπε ότι ο κατηγορούμενος κατάγεται από την Αφρική και κατά τον ουσιώδη χρόνο η άδεια παραμονής του είχε λήξει. Ήταν άστεγος, πεινασμένος και χωρίς λεφτά για να μπορεί να επιβιώσει και περιφερόταν στους δρόμους με ένα ποδήλατο που κρατούσε. Δεν είχε, επίσης, κανένα συγγενή ή φίλο στην Κύπρο για να τον στηρίξουν. Κατά τον επίδικο χρόνο και ενώ βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση και την άσχημη ψυχολογική κατάσταση και συναισθηματική φόρτιση, συνάντησε στους παραπονούμενους μαζί με άλλη ομάδα φίλων τους και τους ζήτησε φαγητό, ποτό και γενικά βοήθεια. Η αντίδραση τους δεν ήταν η πιο ευγενική. Ο κατηγορούμενος, αντιμετωπίστηκε με αγένεια και χωρίς κατανόηση χωρίς, όμως, να προκληθεί οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ τους. Άφησε σε κάποια στιγμή το ποδήλατο του κάτω στο δρόμο, ίσως και λόγω του ότι δεν ήταν καλά ψυχολογικά και ξεκίνησε για να φύγει. Σε κάποια στιγμή, ένα από τα άτομα που ήταν εκεί, πήρε το ποδήλατο για του το δώσει και ακολούθησαν τον κατηγορούμενο στο στενό δρόμο οι δύο παραπονούμενοι. Πιο πίσω βρισκόταν ήδη η άλλη ομάδα ατόμων, με τους οποίους ο κατηγορούμενος είχε συζητήσει προηγουμένως. Στο σύνολο τα άτομα αυτά ήταν επτά. Σε κάποιο σημείο του στενού δρόμου, υπήρξε μια συζήτηση και ο κατηγορούμενος επιτέθηκε αρχικά στον 1ον παραπονούμενο και μετά στον 2ον.

 

Ήταν η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον κατηγορούμενο ότι η αντίδραση του αυτή οφειλόταν στην άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία ήδη βρισκόταν ο κατηγορούμενος και στο γεγονός ότι πίσω από τον παραπονούμενο βρισκόταν η ομάδα φίλων του και ένοιωσε φόβο και ότι απειλείτο. Εξέλαβε λανθασμένα τις προθέσεις των παραπονουμένων και αντίδρασε με τον τρόπο αυτό. Ένοιωσε φόβο και απειλή και σε συνδυασμό με την συναισθηματική του φόρτιση, σε μια πράξη απελπισίας και απόγνωσης ανέσυρε το μαχαίρι και τραυμάτισε τους παραπονούμενους. Δεν δικαιολογείτο η πράξη του κατηγορούμενου, είπε, αλλά ήταν μια στιγμιαία αντίδραση για την οποία έχει μετανιώσει, αντιληφθεί τη σοβαρότητα της και απολογείται. Ευτυχώς, σημείωσε, παρά τη σοβαρότητα των τραυμάτων των παραπονουμένων, εντούτοις δεν υπάρχουν οποιαδήποτε σοβαρά κατάλοιπα. Σημείωσε, περαιτέρω, ότι κατείχε το μαχαίρι αλλά όχι με σκοπό να διαπράξει τα αδικήματα αφού ήταν μια στιγμιαία αντίδραση του χωρίς προσχεδιασμό. 

 

Από το επεισόδιο, τραυματίστηκε και ο κατηγορούμενος ο οποίος έφερε εκδορές γύρω από το αριστερό του μάτι του και μετέπειτα παραπονείτο για πρόβλημα με την όραση του.

 

Πέραν των πιο πάνω, η συνήγορος είπε ότι πρόκειται για ένα επεισόδιο και οι ποινές που θα επιβληθούν θα πρέπει να συντρέχουν.

 

Τέλος, είπε ότι η επιθυμία του κατηγορούμενου είναι να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα και οικογένεια του.      

      
Η σοβαρότητα των αδικημάτων που έχει παραδεχτεί ο κατηγορούμενος είναι δεδομένη και αυτό προκύπτει από τις προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές και όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση. Σύμφωνα με το άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, που αποτελεί τη νομική βάση των αδικημάτων των κατηγοριών αρ. 7 και 8, όποιος προκαλεί παράνοµα βαριά σωµατική βλάβη σε άλλο είναι ένοχος κακουργήµατος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή σε χρηµατική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές. Το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας εκτός κατοικίας, τιμωρείται, με βάση το Άρθρο 82(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, με ποινή φυλάκισης 1 χρόνου ενώ το αδίκημα της Παράνομης Παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας, τιμωρείται, με βάση το Άρθρο 19(1)(λ) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, με φυλάκιση για χρονικό διάστηµα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα µήνες ή σε πρόστιµο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (το αντίστοιχο σε ευρώ) ή και στις δύο τις ποινές της φυλάκισης και του προστίµου.

 

Οι προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές συνιστούν ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος και ο οποίος λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του είδους της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (βλ.  Δημοκρατία  v.  Kυριάκου κ.α. (1990)  2 Α.Α.Δ.264, Souilmi v. Aστυνομίας (1992) 2Α.Α.Δ.248, Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Όσο μεγαλύτερη είναι η προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή, τόσο σοβαρότερο πρέπει να θεωρείται και το ποινικό αδίκημα. Το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η αρχή από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Λεβέντης v. Αστυνομίας (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας  v. Αριστοτέλους (2004) 2 Α.Α.Δ. 166 και Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 1186). Οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, επίσης, επιδρούν καθοριστικά στο ζήτημα της ποινής. Και αυτό επειδή, όπως αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Μιχαηλίδης v Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391, η σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος, δεν εξαρτάται αποκλειστικά, από το ανώτατο όριο της ποινής που ο νόμος προνοεί για τη διάπραξή του, αλλά: «σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει στην κοινωνία και οι οποίες δυνατόν είτε να υποβιβάζουν ένα αδίκημα για το οποίο προνοείται πολυετής φυλάκιση σε απλή και τυπική παράβαση, είτε να καθιστούν εξαιρετικά σοβαρό ένα αδίκημα για το οποίο δεν προνοείται αυστηρή ποινή υπό μορφή πολυετούς φυλάκισης».

Αδικήματα τα οποία διαπράττονται με άσκηση βίας πλήττουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας και καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια του προσώπου που δέχεται την επίθεση. Ενέργειες άσκησης βίας με σκοπό την επικράτηση ή για λόγους εκδίκησης ή τιμωρίας δεν γίνονται δεκτές από την κοινωνία μας και θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλου (2001) 2 ΑΑΔ 95

Όπως προκύπτει από τη νομολογία μας, η οποία πραγματεύεται το αδίκημα της 6ης και 7ης κατηγορίας, στα οποία ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος, αυτό αντιμετωπίζεται από τα Δικαστήρια με επιβολή αποτρεπτικών ποινών και κατά κανόνα ποινών φυλάκισης, οι οποίες σε κάποιες των περιπτώσεων είναι και πολυετής, ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για τη διενέργεια της εγκληματικής πράξης και την έκταση των τραυμάτων που προκλήθηκαν στο θύμα. Τονίζεται σε αυτήν (τη νομολογία), επίσης, η ιδιαίτερη σοβαρότητα του αδικήματος αυτού. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Ανδρέου v. Δημοκρατίας (1977) 2 Α.Α.Δ. 81, Αεροπόρος v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 275, Γενικός Εισαγγελέας v. Evans (2005) 2 A.A.Δ. 639, Χατζηπέτρου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 468, Πέτρου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 800, Κλείτος Θεοκλήτου και Άλλως v. Της Aστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 164.

Σημασία βέβαια για το μέγεθος της ποινής έχουν οι συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 463. Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στην υπόθεση Αντωνίου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 414, στην οποία επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών, και το Εφετείο τόνισε ότι «τα Δικαστήρια έχουν καθήκον να αντιμετωπίσουν με τον κατάλληλο τρόπο το συνεχώς αυξανόμενο έγκλημα και ιδιαίτερα αυτό που αφορά σε επιθέσεις εναντίον προσώπου».

Ακόμα, καθοδήγηση για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιας φύσης αδικήματος, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, προσφέρει το σύγγραμμα ´Sentencing in Cyprus´ του κ. Γ.Μ. Πική,  2η έκδοση, σελ. 116-118.

Λαμβάνουμε, περαιτέρω, υπόψη την κατάταξη από πλευράς νομοθέτη της σοβαρότητας του αδικήματος που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος και ότι αυτό κατατάσσεται κάτω από το αδίκημα το οποίο προβλέπεται στο Άρθρο 228(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Στην Achraf v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 156/2021, ημερομηνίας 15 Απριλίου 2022, η οποία αφορούσε αδίκημα δυνάμει του Άρθρου 228(α) του Κεφ. 154, λέχθηκε ότι «Το αδίκημα του άρθρου 228(α) του Κεφ.154 που οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν ότι διέπραξαν είναι πολύ σοβαρό και πιο σοβαρό από το αδίκημα δυνάμει του άρθρου 231 του Κεφ.154. Οι επιπτώσεις στο θύμα μπορεί να είναι οι ίδιες, δηλαδή η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, όμως υπάρχει ειδοποιός διαφορά ως προς την πρόθεση του παραβάτη. Στην περίπτωση του άρθρου 231, η πρόκληση της βλάβης παραπέμπει σε ηθελημένη ενέργεια, αλλά δεν περιλαμβάνει πρόθεση του κατηγορούμενου να επιφέρει το αποτέλεσμα. Προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι και 7 χρόνια. Στην περίπτωση του άρθρου 228 υπάρχει σκοπός, δηλαδή πρόθεση πρόκλησης της βαριάς σωματικής βλάβης, που διαφοροποιεί άρδην τα δεδομένα. Σε αυτήν την περίπτωση ο νομοθέτης προνόησε τη διά βίου φυλάκιση».

 

Παρά την πιο πάνω διαφοροποίηση και κατάταξη από πλευράς νομοθέτη του αδικήματος της βαριάς σωματικής βλάβης, εντούτοις εξακολουθεί να παραμένει ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα το οποίο απαιτεί αυστηρή αντιμετώπιση. Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Αντώνης Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 136/2024, Ημερ. 31/03/2025 και σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα λέχθηκε ότι «Τα προαναφερθέντα ασφαλώς δεν εξαλείφουν καθόλου τη δεδομένη σοβαρότητα του αδικήματος της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης(Π.Κ. 231). Αρκεί μόνο να υπενθυμίσουμε ότι μεταξύ των «Αδικημάτων Κατά Προσώπου» (στο Μέρος V του Π.Κ.) το αδίκημα του Άρθρου 231 Π.Κ. ιεραρχείται ως σοβαρότερο από την πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 Π.Κ. για το οποίο προνοείται φυλάκιση μέχρι τέσσερα έτη.»

 

Πέραν των πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθεί ότι αδικήματα τα οποία εμπεριέχουν τη χρήση βίας και απειλής εναντίον προσώπου βρίσκονται σε διαχρονική έξαρση, όπως προκύπτει, τόσο από τις πολλές υποθέσεις που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου, κάτι για το οποίο έχουμε δικαστική γνώση, όσο και από την σχετική νομολογία (βλ. Λουκά Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577), Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 189 και Hamisi Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας (2016) 2Β Α.Α.Δ 854 και Δημοκρατία v. Λαζαρή Ποινική Έφεση αριθμός 25/2021, ημερομηνίας 8 Μαρτίου 2022, οπόταν σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλεται η επιβολή ακόμα πιο αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην Urgur v. Αστυνομίας (ανωτέρω):

 

«Τα φαινόμενα βίας που συχνά παρατηρούνται τον τελευταίο καιρό σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, μας προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Η βία στα γήπεδα, στους δρόμους, στην οικογένεια ακόμη και στα σχολεία είναι πλέον θέματα της καθημερινότητας. Προτού αυτά τα φαινόμενα προσλάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις και με ολέθριες συνέπειες, κάποιοι πρέπει να προβληματιστούν ώστε εγκαίρως και με τα κατάλληλα μέτρα να αντιμετωπιστεί όσο μπορεί πιο αποτελεσματικά η κατάσταση. Τα δικαστήρια από τη δική τους πλευρά, οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι υποθέσεις αυτού του είδους να εκδικάζονται χωρίς καθυστέρηση και να επιβάλλονται στους δράστες αποτρεπτικές ποινές, στέλνοντας έτσι μήνυμα μηδενικής ανοχής.»

 

Σοβαρά, επίσης, είναι τα αδικήματα των κατηγοριών αρ. 4 και 5, στα οποία, επίσης, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής. Η σοβαρότητα του αδικήματος της μεταφοράς μαχαιριών εκτός κατοικίας, έγκειται στο γεγονός ότι η μεταφορά αιχμηράς μάχαιρας και άλλων τέτοιων οργάνων μπορεί σε στιγμές απώλειας ελέγχου να χρησιμοποιηθούν με ανεπανόρθωτα επακόλουθα στη ζωή άλλων. Γι αυτό τέτοιου είδους αδικήματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αυστηρά (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Σωτήρης Γεωργίου Αθηνής (1993) 2 Α.Α.Δ. 154, Hassan Dourmoush v. The Police (1963) 1 C.L.R. 39 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Χαράλαμπου Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9).

Για δε το αδίκημα της Παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, η σοβαρότητα του οποίου, προκύπτει επίσης και από το γεγονός, ότι αυτό, όπως και άλλα συναφή αδικήματα, διαπράττονται με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα στο τόπο μας και βρίσκεται σε έξαρση. Η ανησυχητική έξαρση στη διάπραξη αδικήματος αυτής της φύσης με όλες τις σοβαρές συνέπειες που συνεπάγεται στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου υπαγορεύει την αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα (βλ. Abolfaze Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ, 421). Στην υπόθεση  Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 A.A.Δ 231 λέχθηκε, ότι η περιφρούρηση της Κυπριακής Επικράτειας αποτελεί θεμελιώδες καθήκον.  Θα πρέπει να γίνει καθολικά σεβαστό, ότι στην περίπτωση της Κύπρου, συντρέχουν ιδιαίτερα ισχυροί λόγοι για την αυστηρή εφαρμογή της αρχής του διεθνούς δικαίου που επιτρέπει τον αποκλεισμό αλλοδαπών προς διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Παραπέμπουμε, επίσης, στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ΧΧΧΧ SOLIMAN v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 234/23, Ημερομηνίας 27/06/2024, όπου λέχθηκε πως «από παλιά το Ανώτατο Δικαστήριο είχε υποδείξει αφενός την έξαρση των αδικημάτων παράνομης εισόδου και παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και αφετέρου το συνεχές καθήκον των Δικαστηρίων να προστατεύσουν τη Δημοκρατία από τέτοιες ενέργειες και το κοινωνικό σύνολο από τις αρνητικές επιπτώσεις, μέσω επιβολής αποτρεπτικών ποινών (Khlef κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 203, Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231).»

 

Η τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέτρο άμυνας έναντι παραβιάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών. Η αποτροπή, ως παράγοντας, ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία, έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη, αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Η δεύτερη αυτή περίπτωση έχει δύο συνισταμένες. Πρώτον, την αποτροπή, η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος και δεύτερον, την αποτροπή, ως μέσο για την καταστολή εγκλημάτων που βρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους. Οι συνέπειες του εγκλήματος προσμετρούν στον καθορισμό της σοβαρότητάς του (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603).

 

Στην παρούσα περίπτωση, τα γεγονότα, όπως αναφύονται είναι ιδιαίτερα σοβαρά, αφού ο κατηγορούμενος, μαχαίρωσε τον 1ον παραπονούμενο στην ραχιαία επιφάνεια, ως αποτέλεσμα του οποίου ήταν να φέρει μεγάλα τραύματα σε αυτήν και να έχει τις συνέπειες που αναφέρθηκαν ανωτέρω στα γεγονότα. Μάλιστα ένα εκ των τραυμάτων έπληξε τον πνευμονοθώρακα. Νοσηλεύτηκε σε καταστολή, διασωληνωμένος στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου, δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αφού προχώρησε και μαχαίρωσε και στον 2ον παραπονούμενο, ο οποίος εκείνη την στιγμή επενέβηκε για να χωρίσει τον κατηγορούμενο και τον 1ον παραπονούμενο. Αποτέλεσμα τούτου, ήταν να προκαλέσει τραυματισμούς και στον 2ον παραπονούμενο στην δεξιά ωμική χώρα (δελτοειδής) και να αποκοπεί μυς και τένοντας.

 

Λαμβάνουμε υπόψη τους τραυματισμούς που ο κατηγορούμενος επέφερε στους παραπονούμενους και τη σοβαρότητα τους, ιδιαίτερα αυτών του 1ου παραπονούμενου, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται ότι ευτυχώς δεν άφησαν σε αυτούς οποιαδήποτε σοβαρά κατάλοιπα.

 

Ιδιαίτερα επιβαρυντικό, είναι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος μετέφερε εκτός κατοικίας και χρησιμοποίησε επιθετικό όργανο, δηλαδή μαχαίρι εναντίον των παραπονούμενων, το οποίο είναι όπλο υψηλής επικινδυνότητας. Αδιαμφισβήτητα, η χρήση μαχαιριού ως επιθετικού μέσου, μπορεί να προκαλέσει στο πρόσωπο που δέχεται την επίθεση, σοβαρό πλήγμα στη σωματική του ακεραιότητα και υγεία.

 

Δεν παραγνωρίζουμε και λαμβάνουμε υπόψη ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε προμελέτη ή προσχεδιάσει ή οργανώσει την επίθεση που άσκησε προς τα θύματα, πλην όμως έστω και στιγμιαία η αντίδραση του είναι κατακριτέα και εγκληματική, αφού στην ουσία δεν έτυχε οποιασδήποτε πρόκλησης ή επίθεσης από πλευράς θυμάτων.  

 

Αντιθέτως, με βάση τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί ενώπιον μας, είναι ο κατηγορούμενος ο οποίος προσέγγισε τους παραπονούμενους και τα άλλα άτομα που βρίσκονταν στο συγκεκριμένο σημείο και ζητούσε από αυτούς φαγητό και χρήματα. Στην άρνηση των παρευρισκόμενων να το πράξουν, ο κατηγορούμενος άρχισε να φωνάζει και μετά αποχώρησε. Στην συνέχεια, όμως, επέστρεψε με το ποδήλατο του, το οποίο άφησε στο σημείο και αφού προέβηκε σε συγκεκριμένη χειρονομία άρχισε να αποχωρεί

 

Δεν παραγνωρίζουμε τα όσα η συνήγορος υπεράσπισης ανάφερε και συγκεκριμένα ότι οι παραπονούμενοι τον ακολούθησαν στο στενό δρόμο όπου εκτυλίχθηκε το όλο επεισόδιο εκ μέρους του κατηγορούμενου και ότι πριν να τους μαχαιρώσει προηγήθηκε μια συζήτηση. Η πιο πάνω ενέργεια των παραπονούμενων, όμως, δεν δικαιολογούσε με κανένα τρόπο, υπό τις περιστάσεις, την αντίδραση του κατηγορούμενου και δεν μπορεί να συνιστά πρόκληση εν τη έννοια του Νόμου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 94, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 352 και Νικολάου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 51) και ούτε τέθηκε σε αυτήν την βάση η αντίδραση του κατηγορούμενου.

 

Οι όποιες υποκειμενικές συνθήκες του κατηγορούμενου (άστεγος, χωρίς φαγητό και χρήματα) και η άσχημη κατά τη θέση του ψυχολογική κατάσταση του καθώς και ο φόβος και η απειλή που αισθάνθηκε, που υπό τις περιστάσεις δεν δικαιολογείτο, αν και συνυπολογίζονται, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις του ή έστω βάσιμα και σε σημείο που να μετριάζει ουσιωδώς τη συμπεριφορά του. Επισημαίνεται ότι είναι ο κατηγορούμενος που έθεσε τον εαυτό του στη θέση αυτή, δηλαδή να προσεγγίσει τα θύματα και τα άλλα άτομα που βρίσκονταν εκεί και να τους προκαλεί ή έστω παρενοχλεί. Περαιτέρω, θα πρέπει να αναφερθεί ότι είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος ο οποίος έφερε τον εαυτό του στην κατάσταση που περιγράφηκε από τη συνήγορο του, δηλαδή να είναι άστεγος και χωρίς χρήματα, αφού μετά την λήξη της άδειας παραμονής του προτίμησε να παραμείνει στη Δημοκρατία παράνομα και χωρίς οποιαδήποτε εργασία και επίδομα. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μέμφεται τον οποιονδήποτε για αυτή του την κατάσταση, πόσο μάλλον να προβάλλεται ως δικαιολογία για την διάπραξη σοβαρών αδικημάτων, όπως αυτά που αντιμετωπίζει.

 

Συνυπολογίζουμε, περαιτέρω, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έφερε εκδορές στο αριστερό του μάτι χωρίς όμως να προκύπτει ότι είχε οποιοδήποτε ιδιαίτερο τραυματισμό και ιδιαίτερα ότι αυτός έχει πρόβλημα με την όραση του. Αυτό προκύπτει να αποτελεί μια γενική αναφορά του ιδίου χωρίς να υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία αλλά και ισχυρισμούς γεγονότων που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο.

 

Η εγκληματική συμπεριφορά που ο κατηγορούμενος επέδειξε κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν άκρως σοβαρή, αντικοινωνική και επικίνδυνη. Ο ίδιος προσέγγισε τα θύματα προκαλώντας τα και στη συνέχεια τα μαχαίρωσε επιφέροντας σε αυτά τους τραυματισμούς που περιγράφονται ανωτέρω στα γεγονότα. Τέτοιου είδους συμπεριφορές, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα του ατόμου, θα πρέπει να τιμωρούνται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές για να δοθεί το μήνυμα ότι ουδείς έχει το δικαίωμα να ασκεί βία και μάλιστα τέτοιας έκτασης σε δημόσιο χώρο.

 

Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, επίσης, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο αλλά και από τις 09/02/2024 διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα. Η συμπεριφορά του κατηγορούμενου να βρίσκεται παράνομα στη Δημοκρατία ενώ η άδεια του είχε εκπνεύσει από τις 09/02/2024 και συγχρόνως να διαπράττει τα υπό τιμωρία σοβαρά αδικήματα,  καταμαρτυρεί την πλήρη περιφρόνηση του προς την πολιτεία και τους νόμους της και δεν πρέπει να γίνει ανεκτή (βλ. Ahmat Al Kawaret v. Αστυνομίας, (2008) 2 Α.Α.Δ 851).

 

Παρά τα πιο πάνω και την ανάγκη που υπάρχει για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, η κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά και κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται η εξατομίκευση της έτσι ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία του κατηγορουμένου και των γεγονότων. Η υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας δεν ατονεί ώστε να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη, νοουμένου ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί στην εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης. Σχετικές είναι οι υποθέσεις  Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 245, Κωνσταντίνου ν.  Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Κόκκινος v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135).

 

Προς όφελος του κατηγορούμενου, λαμβάνουμε υπόψη την παραδοχή του στο Δικαστήριο (βλ. Gorko κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 458). Είναι  πάγια  νομολογημένο, ότι η παραδοχή αποτελεί παράγοντα μετριασμού της ποινής. Στην υπόθεση  Χαρτούπαλλος ν Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, τονίστηκε ότι η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται τη διάπραξη των αδικημάτων με συνέπεια να μην σπαταλείται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Στην υπόθεση, επίσης, Ανδρέου ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 163/2015, 11/07/2016, τονίστηκε ότι «… η παραδοχή είναι ο μόνος απτός τρόπος για να “μεταφερθεί” στο Δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και γι’ αυτό το λόγο έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής.» (βλ. επίσης, M. C. T. ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2020, 14/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:B386. 

 

Η μεταμέλεια αυτή του κατηγορούμενου, επίσης, προκύπτει να είναι έμπρακτη, αφού πέραν της παραδοχής του, εκφράστηκε ρητώς και χωρίς περιστροφές από τη συνήγορο του (βλ. CCC Laundries (Paphos) Ltd κ.α. v. Θεοφάνους (2010) 2 Α.Α.Δ. 288,296).

 

Το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου σε συσχετισμό με την ηλικία του, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, καθότι αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του προς την νομιμότητα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1).

 

Προς εξατομίκευση και περαιτέρω μετριασμό της ποινής του κατηγορουμένου, λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις, ως αυτές αποκαλύπτονται από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία ετοιμάστηκε κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου και υιοθετήθηκε από τη συνήγορο του καθώς και το κάθε τι το οποίο μας αναφέρθηκε κατά την προφορική της αγόρευση. Η ποινή, όπως είναι καθολικά αποδεκτό, δεν πρέπει να αρμόζει μόνο στο έγκλημα, αλλά και στον παραβάτη. Όταν διαπιστώνεται αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ο παράγοντας της εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να υπεισέρχεται σε τέτοια έκταση ώστε να εξουδετερώνει τον παράγοντα της αποτροπής (βλ. Αστυνομία ν. Βακανά, Ποιν. Έφ. 173/2020, ημερ. 20.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B200, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Τσουλόφτας ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 391).  Όμως, όσο και αν η ανάγκη για αποτροπή μειώνει ανάλογα τη δυνατότητα εξατομίκευσης, δεν την καταργεί ως υπαρκτή επιδίωξη (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14).

 

Ειδικότερα, έχουμε λάβει υπόψη μας ότι ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 34 ετών, κατάγεται από τη Νιγηρία. Όπως ανάφερε στην αρμόδια λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, έχει μια αδελφή 29 και ένα αδελφό 30 ετών και ότι η αδελφή του έχει δολοφονηθεί. Ανάφερε, επίσης, ότι παντρεύτηκε στα 24 του χρόνια και απέκτησε 4 παιδιά, ηλικίας 10, 8, 6 και 4 ετών ενώ η σύζυγος του τον έχει εγκαταλείψει. Είναι απόφοιτος Πανεπιστημίου στον Κλάδο Παιδαγωγικά όπου εργάστηκε για ένα διάστημα. Λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε εγκατέλειψε τη χώρα του και προτού έρθει στην Κύπρο το 2021, διέμεινε για ένα μήνα στη Γκάνα. Βρισκόταν στην Κύπρο ως αιτητής ασύλου. Αρχικά, στην Κύπρο βοηθείτο από μηνιαίο επίδομα ως αιτητής πολιτικού ασύλου και στη συνέχεια εργάστηκε ως οικοδόμος για 2 μήνες στο House and Garden και για 9 μήνες στο Lidl, χωρίς να είναι ξεκάθαρο πώς συντηρείτο τους υπόλοιπους μήνες.

 

Όσον αφορά την οικονομική του κατάσταση, ο κατηγορούμενος δεν έχει αποταμιεύσεις ή οποιαδήποτε άλλη περιουσία. Λάμβανε €214 μηνιαίο επίδομα ως αιτητής ασύλου.

 

Συνυπολογίζουμε όλες τις πιο πάνω προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου. Θα πρέπει ωστόσο, με βάση τις πιο πάνω αρχές, να λεχθεί ότι, οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, στο πλαίσιο της αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και προστασίας της κοινωνίας, δεν πρέπει να εξατομικεύονται σε τέτοιο βαθμό, που να εξουδετερώνουν την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής (βλ. Ζωμενής ν. Αστυνομίας, (2004) 2 Α.Α.Δ. 400, Ρεσλάν ν. Αστυνομίας, (2006) 2 Α.Α.Δ. 127, Sovanovic v. Αστυνομίας, (2005) 2 Α.Α.Δ. 635, Μακρή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 33/2012, 15/01/2013). Στην υπόθεση Λαζαρή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 25/2021, 08/03/2022, ECLI:CY:AD:2022:D89, το Ανώτατο Δικαστήριο, με ανάλογο σκεπτικό ανέφερε: «Και η εξατομίκευση έχει πάντα τη θέση της. Όμως εδώ επιβάλλετο, υπό το φως όλων των πιο πάνω, η απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή … (Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 176/18 (Σχ. 202/18), απόφαση ημερ. 11.1.2019). Η επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή εξουδετέρωσε τόσο το στοιχείο της σοβαρότητας, όσο και το στοιχείο της αποτροπής.» Δεδομένης της φύσης της υπόθεσης και της σοβαρότητας των αδικημάτων που διαπράχθηκαν από τον κατηγορούμενο, αυτός ο παράγοντας, μπορεί να διαδραματίσει ρόλο κατά την επιμέτρηση της ποινής, μετριαστικά, και όχι να καθορίσει το είδος της.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω και συγκεκριμένα από τη μια τη σοβαρότητα των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, ειδικότερα αυτών της 7ης και 8ης κατηγορίας, τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και την ανάγκη που υπάρχει για αποτροπή και από την άλλη όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου, κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης δεν μπορεί να αποφευχθεί και είναι η μόνη ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις. Τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος και οι περιστάσεις διάπραξης τους είναι ιδιαίτερα σοβαρές και όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες θα παίξουν ρόλο στο ύψος της ποινής και όχι στο είδος της το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή στερητικής της ελευθερίας του. Οποιαδήποτε άλλη ποινή θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα και θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου.

 

Η νομολογία είναι καθοδηγητική για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιου είδους αδικημάτων και για το ύψος της ποινής που θα πρέπει να επιβάλλεται, αλλά όχι δεσμευτική καθότι κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσεις του για το ζήτημα της ποινής σχετικά με συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, είναι μόνο ενδεικτικές της ποινικής μεταχείρισης που ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει από το Δικαστήριο, καθότι: «Ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων.». Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση  Ελ Χαπιρ Ναζίπ ν Αστυνομίας (ανωτέρω): «Εκείνο στο οποίο βοηθά η προηγούμενη νομολογία, είναι το πλαίσιο ανάδειξης εκείνου του μέτρου που ακολουθείται σε διάφορες υποθέσεις, ώστε να εξετάζεται σφαιρικά και η ποινή που θα επιβληθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.». 

 

(βλ. επίσης Χριστόδουλος Μαυρουδής v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2021, Ημερ. 19/12/2022, ECLI:CY:AD:2022:B485).

 

Στην υπόθεση Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 189, στον εφεσείοντα, κατόπιν παραδοχής, επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2½ ετών στην κατηγορία κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα. Στις άλλες δυο κατηγορίες για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών στην κάθε κατηγορία. Τα γεγονότα αφορούσαν σε δύο επεισόδια βίας που άσκησε ο εφεσείων εναντίον του παραπονούμενου, προκαλώντας του βαριές σωματικές βλάβες. Ο τελευταίος ήταν ο πρώην συμβίος γυναίκας, από την οποία εφεσειών και παραπονούμενος, ανέμεναν να επιλέξει με ποιον από τους δύο θα συζούσε. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν τη μέθη ως μετριαστικό παράγοντα, θέση την οποία το Εφετείο δεν έκανε δεκτή και επικύρωσε τις ποινές, χαρακτηρίζοντας τις και ως επιεικείς.

 

Στην απόφαση Constantin Ioja ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 624, το Εφετείο έκρινε υπερβολική την επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή των 2½ ετών, μετά από παραδοχή σε άτομο που τραυμάτισε σοβαρά με μαχαίρι στην κοιλιακή χώρα άλλο άτομο το οποίο εισήλθε στο σπίτι του με δύο άλλα πρόσωπα, απαιτώντας την καταβολή χρηματικού ποσού. Ο εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου, η δε ποινή αντικαταστάθηκε με 12 μήνες φυλάκιση. Λήφθηκε υπόψη, όμως, σε εκείνη την υπόθεση η ισχυρή πρόκληση που είχε δεχθεί ο εφεσείων, ο οποίος διέπραξε το αδίκημα κάτω από «..... την έξαψη, την πίεση, τη φόρτιση και, εν τέλει, την κατάσταση απειλής στην οποία βρέθηκε μέσα στο σπίτι του από τρεις αγνώστους».

 

Στην υπόθεση Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397, στον έναν εκ των εφεσειόντων, (Ποιν. Εφ. 209/08), πρωτοδίκως είχε επιβληθεί κατόπιν ακρόασης φυλάκιση 3,5 ετών για το αδίκημα του Άρθρου 231 Π.Κ. που ήταν το σοβαρότερο που αντιμετώπιζε. Τα γεγονότα αφορούσαν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης σε αστυνομικούς που εισήλθαν στην οικία τους για εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας σε σχέση με τον ίδιο και τον συγκατηγορούμενο αδελφό του [για αδικήματα του Π.Κ. 228(α)]. Ένας εκ των αστυνομικών, ο οποίος είχε υποστεί τους σοβαρότερους τραυματισμούς, παρουσίαζε σοβαρής μορφής αστάθεια του αριστερού αγκώνα, με πλήρη ρήξη των έσω πλαγίων συνδέσμων και της έσω πλευράς του θύλακος αριστερού αγκώνα, οπότε απαιτείτο εγχείρηση για σταθεροποίηση του αγκώνα. Το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε λάβει αρκούντως υπ' όψιν την ψυχολογική κατάσταση των δραστών, την εγρήγορση στην οποία τέθηκαν όταν έλαβαν τηλεφώνημα ότι συμβαίνει κάτι σοβαρό από τον μικρό αδελφό τους, την αναστάτωσή τους όταν έφτασαν στην οικία και είδαν τον πατέρα τους με χειροπέδες στην παρουσία έξι ατόμων με πολιτική περιβολή και την κατάσταση σοκ και τρόμου στην οποίαν περιήλθαν, με αποτέλεσμα να χάσουν την ψυχραιμία τους και να αντιδράσουν λανθασμένα. Επειδή έπρεπε να είχε δοθεί περισσότερη σημασία στις περιστάσεις διάπραξης η ποινή μειώθηκε σε 2,5 έτη φυλάκισης. Αναφέρθηκε, επίσης, ότι «Το ορθό ποινικό μέτρο αποτελεί τη συνισταμένη διαφόρων παραγόντων που συναρτώνται τόσο με τα περιστατικά της διάπραξης των αδικημάτων, όσο και με τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου».

 

Στην Γενικός Εισαγγελέας v. Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639, η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή των 14 μηνών αυξήθηκε σε δύο έτη φυλάκιση για τον νεαρό εφεσείοντα ο οποίος είχε παραδεχθεί ότι ευρισκόμενος υπό την επήρεια αλκοόλης, έχασε την ψυχραιμία του και αφενός γρονθοκόπησε τον παραπονούμενο ρίχνοντας τον στο έδαφος και αφετέρου του έτριψε με το πόδι το πρόσωπο στο έδαφος, προκαλώντας κάταγμα στο πρόσωπο, καθώς και υπαραχνοειδή αιμορραγία, με περαιτέρω συνέπειες στην υγεία και στη ζωή του, όπως η μείωση της διανοητικής ικανότητάς του και η ανικανότητα ενασχόλησής του με το ποδόσφαιρο και συνέχισης των σπουδών του. Τονίστηκε πως η πρόκληση δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογούσε την κτηνώδη αντίδραση αφού «μπορούσε θαυμάσια να αποχωρήσει από τη σκηνή χωρίς να ακουμπήσει τον παραπονούμενο». Οι κλωτσιές σε άνθρωπο ο οποίος κείται αβοήθητος στο έδαφος κρίθηκαν ως πράξη ωμής και αχρείαστης βίας, η οποία συνιστά απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος, η δε επιεικής μεταχείριση του δράστη θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα.

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας  v. Μάστρου (2003) 2 Α.Α.Δ. 166 επικυρώθηκε η φυλάκιση 3 ετών στον εφεσείοντα ο οποίος είχε παραδεχθεί ότι κακοποίησε άγρια νεαρή τουρίστρια στην περιπρωκτική χώρα, ένεκα της οποίας υπεβλήθη σε κολοστομία που θα παρέμενε ανοικτή για τουλάχιστον τρεις μήνες, με πιθανές συνέπειες την ακράτεια ή τη στένωση.

 

Στην Αντώνης Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 136/2024, Ημερ. 31/03/2025, στον εφεσείοντα επιβλήθηκε πρωτόδικα, ποινή φυλάκισης 3,5 ετών για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, μετά που κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακρόασης. Ο εφεσειών άνευ λόγου και αιτία εισήλθε με το αυτοκίνητο του σε υποστατικό γραφείο ταξί και ακινητοποιήθηκε. Ο παραπονούμενος, ο οποίος κινείτο περπατητός προς το πιο πάνω υποστατικό, βλέποντας την κίνηση του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, το απέφυγε. Στη συνέχεια και αφού το όχημα του εφεσείοντα ακινητοποιήθηκε σε απόσταση ενός μέτρου μπροστά από τον παραπονούμενο,  ξαφνικά, ένα με δύο δευτερόλεπτα μετά που σταμάτησε, ο Εφεσείων επανεκκίνησε το αυτοκίνητο με ταχύτητα και κτύπησε τον παραπονούμενο, τον πέταξε προς τα πίσω, μέσα από το ανοικτό τμήμα της τζαμαρίας του υποστατικού. Συνεπεία των πιο πάνω, προκλήθηκαν ζημιές στο γραφείο ταξί και ο παραπονούμενος τραυματίστηκε. Συγκεκριμένα έφερε υποδόριο αιμάτωμα αριστερής άκρας χειρός και ανοικτό κάταγμα (Gustilo II) διάφυσης δεξιάς κνήμης. Το προκληθέν κάταγμα έχει, μετά από εγχείρηση και επτάμηνη αναρρωτική άδεια, πορωθεί πλέον, πλην όμως ο παραπονούμενος δεν μπορεί να γονατίσει με το δεξί πόδι ούτε να περπατήσει σε ανώμαλο έδαφος, με αποτέλεσμα να του έχουν ανατεθεί γραφειακά καθήκοντα στα πλαίσια της εργασίας του στην Εθνική Φρουρά (ως Μόνιμος Υπαξιωματικός).

 

Ο Εφεσείων ήταν 40 ετών, νυμφευμένος, ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή τόσο με προοπτική την τεκνοποίηση όσο και λόγω του διαβήτη και θωρακικού άλγους μη καρδιακής αιτιολογίας. Στην επιχείρησή του ασχολείται με εκσκαφές, οχήματα κ.λπ εργοδοτώντας τρία πρόσωπα και τη σύζυγό του. Λήφθηκε υπόψη, το λευκό του μητρώο, η συνεργασία με την Αστυνομία, η απουσία μαρτυρίας για προσχεδιασμό, η αποζημίωση των υλικών ζημιών και η προσπάθεια αποζημίωσης του παραπονούμενου για τη σωματική βλάβη, καθώς και τον όποιο χρόνο είχε παρέλθει από τα αδικήματα. 

 

Το Εφετείο μείωσε την ποινή των 3,5 ετών σε 2,5 έτη για την κατηγορία της βαριάς σωματικής βλάβης, καθότι είχε παρεισφρύσει στην πρωτόδικη διαδικασία το στοιχείο της ειδικής πρόθεσης για την πρόκληση της βλάβης αυτή. Σημειώθηκε, όμως, πως υπό διαφορετικές περιστάσεις δεν σημαίνει ότι το Εφετείο θα συμφωνούσε ότι η ποινή εξέφευγε από το πλαίσιο της νομολογίας για τέτοιου είδους απρόκλητη, απάνθρωπη και επικίνδυνη δράση, μάλιστα μέσω αυτοκινήτου.

 

Παραπέμπουμε, επίσης, στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην Γενικός Εισαγγελέας v. IVAYLO SLAVCHEV IVANOV, Ποινική Έφεση Αρ. 210/2024, Ημερ. 10/04/2025, όπου στον εκεί εφεσείοντα, η ποινή των 2,5 ετών που επιβλήθηκε για το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης, αυξήθηκε κατ’ έφεση σε ποινή φυλάκισης 3 ετών. Σημειώνεται ότι σε εκείνη την υπόθεση, ο εφεσειόντας στην προσπάθεια του να απομακρυνθεί από σημείο όπου είχε μεταβεί με σκοπό την κλοπή, κτύπησε με το αυτοκίνητο του το θύμα, προκαλώντας του σοβαρούς τραυματισμούς οι οποίοι άφησαν κατάλοιπα. Κρίθηκε ένοχος μετά από ακρόαση. Είχε προηγούμενες καταδίκες, η βαριά σωματική βλάβη προκλήθηκε με το αυτοκίνητο και ήταν απρόκλητη. Το Εφετείο με παραπομπή στην Αντώνης Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) ανάφερε ότι η καταλληλότερη ποινή θα ήταν αυτή των 3,5 χρόνων αλλά επειδή δεν ήταν ενώπιον του ο άλλος συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα περιορίστηκε στην αύξηση της ποινής στα 3 χρόνια.   

 

Έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω, ιδιαίτερα τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, ειδικότερα ότι μαχαίρωσε δύο πρόσωπα προκαλώντας τους σοβαρούς τραυματισμούς – ιδιαίτερα του 1ου παραπονούμενου  - χωρίς να δεχθεί οποιαδήποτε ουσιαστική πρόκληση, το γεγονός ότι μετέφερε εκτός κατοικίας μαχαίρι που καταλήγει σε μυτερή άκρη και ότι βρισκόταν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας παράνομα έξι σχεδόν μήνες και τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου, επιβάλλονται σε αυτόν οι κάτωθι ποινές:

 

Στην 4ην κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

Στην 5ην κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 4 μηνών.

Στην 7η κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών.

Στην 8η κατηγορία: Ποινή φυλάκισης 2 ετών.

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν να συντρέχουν.

 

Έχοντας υπόψη μας το ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν και παρά το ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε εισήγηση από πλευράς υπεράσπισης, θα εξετάσουμε κατά πόσο, στην βάση όλων γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και των ελαφρυντικών του κατηγορούμενου, δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών που επιβλήθηκαν.

 

Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί. Το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου».

 

Ο σκοπός του Νόμου 95/1972, με αναδρομή στο ιστορικό του, αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Καραολή, Ποινική Έφεση Αρ. 231/2019, 27/04/2021, ECLI:CY:AD:2021:B172:

«Ο περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε αρχικά με το Ν.41(Ι)/1997, ο οποίος περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Ακολούθησε στη συνέχεια η τροποποίηση του με το Ν.186(Ι)/2003 μέσω του οποίου η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου.».

Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373).

Η ποινή φυλάκισης που επιβάλλεται σε κατηγορούμενο από το Δικαστήριο, παραμένει ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς του Νόμου. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Ττίγκη (2013) 2 Α.Α.Δ. 134).

Οι αρχές της νομολογίας, σε ότι αφορά την εφαρμογή του εν λόγω Άρθρου, συνοψίζονται περιεκτικά, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αστυνομία ν Μιλτιάδους, Ποινική Έφεση Αρ. 277/2018, 10/05/2019, ECLI:CY:AD:2019:B179, στο εξής απόσπασμα: 

«Όπως συναφώς τονίζεται από τη νομολογία (βλ. ενδεικτικά Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Σώζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 12/2016 ημερ. 29.3.2016, Γεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 27/2016 ημερ. 19.7.2016, Χαλκιά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 240/2016 ημερ. 13.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B90, ECLI:CY:AD:2017:B90, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου, Ποιν. Εφ. 137/2015 ημερ. 23.6.2018 και άλλες), η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί από το Νόμο, ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών ενός κατηγορουμένου. Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Κατά την εξέταση δε του ζητήματος σημαντικό είναι και το ερώτημα κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».

(βλ. επίσης Ιωσήφ ν Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, Γενικός Εισαγγελέας ν Μυλωνά, Ποινική Έφεση Αρ. 65/2017, 14/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B537).

Στην παρούσα περίπτωση, τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και έχουν αναλυθεί και εξηγηθεί ανωτέρω. Επαναλαμβάνεται ότι ο κατηγορούμενος μαχαίρωσε δύο πρόσωπα, προκαλώντας τους σοβαρούς τραυματισμούς σε δημόσιο χώρο, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική πρόκληση. Έχουμε συνεκτιμήσει εκ νέου την θεώρηση του κατηγορουμένου, δηλαδή ότι ενέργησε στιγμιαία ένεκα της άσχημης ψυχολογικής του κατάστασης και από φόβο και νομιζόμενος ότι απειλείτο. Αν και συνυπολογίζονται τα πιο πάνω, εντούτοις, υπό τις περιστάσεις δεν δικαιολογούν την όλη αντίδραση και ενέργεια του κατηγορουμένου. Ο ίδιος προσέγγισε τους παραπονούμενους και τους φίλους τους, ο ίδιος άρχισε να τους προκαλεί και το γεγονός και μόνο ότι οι δύο παραπονούμενοι τον ακολούθησαν στο στενό δρόμο, δεν δικαιολογούσε επαρκώς την πράξη του να τους μαχαιρώσει. Ο ίδιος άλλωστε αναγνωρίζει ότι λανθασμένα τους εξέλαβε ως απειλή και σε κάθε περίπτωση η πράξη του δεν είχε κανένα δικαιολογητικό στη βάση των όσων αμέσως προηγουμένως έλαβαν χώρα. Δεν πρέπει, επίσης, να διαφεύγει της προσοχής ότι ο κατηγορούμενος παράνομα είχε στην κατοχή του μάχαιρα η οποία κατέληγε σε μυτερή άκρη και την χρησιμοποίησε. Και περαιτέρω ότι αυτός διέμενε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας.

Δεν παραγνωρίζουμε το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, την παραδοχή και μεταμέλεια του καθώς και το γεγονός ότι, ευτυχώς για τους παραπονούμενους, τα τραύματα τους δεν τους άφησαν οποιαδήποτε σοβαρά κατάλοιπα. Υπόψη μας, επίσης, έχουμε λάβει και τις υπόλοιπες προσωπικές του συνθήκες και ιδιαίτερα την άσχημη οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση.

Έχουμε συνεκτιμήσει εκ νέου τη σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστάσεων διάπραξης τους και όλα τα ελαφρυντικά και, ιδιαίτερα, τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου. Ισοζυγίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν. Η φύση του αδικήματος της 7ης και 8ης κατηγορίας και οι περιστάσεις διάπραξης τους είναι ιδιαίτερα σοβαρές και παρά τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και τα υπόλοιπα ελαφρυντικά του, δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης. Τυχόν αναστολή εκτέλεσης των εν λόγω ποινών φυλάκισης, επίσης, θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα για τέτοιου είδους συμπεριφορές και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου και τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

Κατά συνέπεια δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν

Οι ποινές φυλάκισης να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης και συγκεκριμένα από τις 06/08/2024.      

Οι δύο φανέλες, τα δύο πουκάμισα, το παντελόνι τζιν, το καπελάκι και τα ακουστικά που παραλήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, να επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους τους. Τα υπόλοιπα τεκμήρια να καταστραφούν.

 

                                  (Υπ)..…………………………………

                                                         Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ             

    (Υπ)…………………………………..

                                               Μ. Γ. Λοϊζου, Α.Ε.Δ.

    (Υπ).…..………………………………

                                                             Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντιγραφον

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο