
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 2107/25
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ
ΑΛΕΞΗ ΨΑΡΟΥΔΗ
-----------------------------------
Ημερομηνία: 18 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Χ. Κυριακίδου
Για τον Κατηγορούμενο: Κα Α. Ιωάννου
Κατηγορούμενος παρών
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στις κατηγορίες 1, 2, 3, 5 και 6 και τα γεγονότα της υπόθεσης ως έχουν γίνει αποδεκτά από το Δικαστήριο εμφαίνονται στην τελική του απόφαση ημερομηνίας 30 Απριλίου του 2025.
Συνοπτικά να αναφέρω ότι στις 11.2.25 ο κατηγορούμενος είχε τηλεφωνήσει στο υπηρεσιακό τηλέφωνο της πρώην συζύγου του - παραπονούμενης ενώ αυτή βρισκόταν στον χώρο της εργασίας της και της είπε σήμερα ''εννά έρτω να μπω σπίτι σου κόρη σκατοπουτάνα που σε πουλά η μάνα σου, θα σε σκοτώσω, φέρτε μου τα μωρά''. Μετά από δέκα λεπτά όταν αυτή βγήκε έξω από το σχολείο για άλλον λόγο είδε τον κατηγορούμενο στο αυτοκίνητο του σε δημόσιο κεντρικό δρόμο, σταμάτησε ακριβώς μπροστά της σε κοντινή απόσταση δηλαδή κάτω των 200 μέτρων και της είπε πάλι τα πιο πάνω αναφερθέντα. Από τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου ο οποίος ήταν έξαλλος και άνοιξε την πόρτα του οχήματος του αυτή ένιωσε πάρα πολύ φόβο για τη ζωή της. Επίσης ο ίδιος την εξύβρισε με τη φράση ''σκατοπουτάνα βρωμισμένη'' σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 6ης κατηγορίας.
Η συνήγορος Υπεράσπισης κατά την αγόρευση της δεν αμφισβήτησε βεβαίως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος. Η κα Ιωάννου μεταξύ άλλων αναφορών της υποστήριξε για σκοπούς μετριασμού της ποινής ότι η παραπονούμενη τον συγχωρεί. Μάλιστα την περασμένη δικάσιμο ήταν παρούσα η συνήγορος της η οποία υποστήριξε και επιβεβαίωσε την εν λόγω θέση. Η κα Ιωάννου υιοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας στην οποία αναφέρονται οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του κατηγορούμενου. Επίσης είπε ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η έκθεση του ψυχιάτρου η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήριο. Ανέφερε περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος βρίσκεται υπό κράτηση για 4 μήνες, το Δικαστήριο πρέπει να εξατομικεύσει την ποινή και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εάν επιβληθεί ποινή φυλάκισης αυτή να ανασταλεί.
Τα αδικήματα τα οποία έχει διαπράξει ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται από την προβλεπόμενη εκ του νόμου ποινή όπου ειδικότερα για το αδίκημα της απειλής σύμφωνα με το σχετικό άρθρο το 91A του Ποινικού Κώδικα προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως και τρία χρόνια. Για το αδίκημα της απείθειας με βάση την κατηγορία 3 και το άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και δύο χρόνια.
Η επιλογή της ποινής που θα επιβληθεί αποτελεί πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου αφού απαιτείται, από τη μια, εξατομίκευση της ποινής στο πλαίσιο του συγκεκριμένου παραβάτη και, από την άλλη, εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης. Η ποινή δεν πρέπει να συνιστά απλώς τιμωρία, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224). Από την άλλη, η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγήσει και σε εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ανάγκης για αποτροπή, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή.
Είναι νομολογημένο ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται από το νομοθέτη σε κάποιο αδίκημα συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Η προβλεπόμενη στον νόμο ποινή αποτελεί την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της ποινής. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του είδους της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου, (1990), 2 Α.Α.Δ. 264 και Λεβέντης ν. Αστυνομίας, (1999), 2 Α.Α.Δ. 632).
Θα σταθώ ιδιαίτερα στο αδίκημα της 3ης κατηγορίας, της απείθειας, δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος συγκεκριμένα απείθησε σε διάταγμα που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην υπόθεση 3494/24, δηλαδή πλησίασε την παραπονούμενη σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων παρά την ύπαρξη του πιο πάνω διατάγματος που του απαγόρευε να την πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων και να επικοινωνεί μαζί της με οποιονδήποτε τρόπο.
Στην απόφαση CCC Laundries (Paphos) Limited v. Ελισάβετ Θεοφάνους (2010) 2 Α.Α.Δ 288 λέχθηκαν τα εξής:
«Η απείθεια σε διαταγή του Δικαστηρίου ενέχει το στοιχείο της καταφρόνησης του Δικαστηρίου. Πρόκειται για σοβαρό αδίκημα η τέλεση του οποίου πλήττει ευθέως την απονομή της δικαιοσύνης και κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αξιοπιστία του συστήματος για αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και την εμπέδωση του νόμου και της τάξης. Τέτοιου είδους συμπεριφορά ποτέ δεν έγινε ανεκτή. Οι παραβάτες όταν είναι φυσικά πρόσωπα κατά κανόνα τιμωρούνται με φυλάκιση. Η χρηματική ποινή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να επιβάλλεται Βλ. Kay v. Municipality of Larnaca (1982) 2 A.A.Δ. 236. Oι πολίτες σε όποια κοινωνική τάξη θεωρούν ότι ανήκουν ή σε όποια θέση βρίσκονται, υπέχουν αυστηρή υποχρέωση υπακοής στα δικαστικά διατάγματα που τους αφορούν. Αυτό επιβάλει η αρχή της ισονομίας. Οι δικαστές προσηλωμένοι στην αποστολή τους με πλήρη διαφάνεια και αυξημένο αίσθημα ευθύνης εκτελούν το καθήκον τους. Συμπεριφορές οι οποίες υπονομεύουν το έργο τους δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές.»
Επίσης, στην υπόθεση Λοΐζου ν Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227, λέχθηκε ότι:
«Παρακοή σε διάταγμα του Δικαστηρίου πλήττει το θεμέλιο της έννομης τάξης. Η συνέχιση της (παρακοής) τείνει να το ανατρέψει. Ανάλογη με τη σοβαρότητα της ανυπακοής είναι και η τιμωρία, η οποία επιβάλλεται. Η τιμωρία για τη συνεχιζόμενη παρακοή σε διαταγή του δικαστηρίου είναι κατά κανόνα η φυλάκιση. Όταν επέλθει συμμόρφωση παρέχεται η δυνατότητα για επιεικέστερη αντιμετώπιση του παραβάτη, χωρίς όμως να διαγράφεται η σοβαρότητα του αδικήματος».
Για την επιλογή και καθορισμό της ποινής σε περιπτώσεις απείθειας σε νόμιμες διαταγές θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως η φύση του διατάγματος, οι συνέπειες από την παραβίαση του και οι λόγοι παρακοής του.
Στην παρούσα περίπτωση όπως είχε αναφερθεί στην τελική απόφαση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου ο κατηγορούμενος απείθησε στο επίδικο διάταγμα δύο φορές. Δηλαδή αυτός ενώ αρχικά της τηλεφώνησε και την απείλησε, σε δέκα λεπτά μετέβηκε στην εργασία της στην οποία αυτή βρισκόταν και σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων την απείλησε και πάλιν. Συνεπώς διαφαίνεται από τα πιο πάνω η σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Τέτοια αδικήματα στρέφονται εναντίον της αξιοπρέπειας των θυμάτων, μειώνουν την αυτοεκτίμηση τους, δημιουργούν ανυπέρβλητα προβλήματα στον ψυχικό κόσμο των θυμάτων και αποτελούν πιθανή εστία συνεχούς έντασης και διάπραξης και άλλων αδικημάτων μέσα στην οικογένεια.
Δεν διαφεύγει του Δικαστηρίου η θέση της συνηγόρου υπεράσπισης ως επίσης και της συνηγόρου της παραπονούμενης ότι ο κατηγορούμενος υποσχέθηκε να μην την ξαναενοχλήσει και ότι τον συγχωρεί. Αυτή τη θέση την ανέφερε και η παραπονούμενη ενόρκως ότι παλαιότερα και πάλι τον είχε συγχωρέσει και δεν θα επαναλάμβανε τέτοια συμπεριφορά, κάτι όμως που αυτός δεν τήρησε.
Παρά δε τα πιο πάνω δεν μειώνεται σε καμία περίπτωση η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Τονίζεται όμως ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας ούτε του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά των αδικημάτων τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Ιωάννου κ.α ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171).
Προς επιμέτρηση της ποινής που θα επιβληθεί στον κατηγορούμενο λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη μου ότι ο κατηγορούμενος είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου, όλες τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις ως εμφαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας (τεκμήριο Β), ως επίσης και την έκθεση της ψυχιάτρου (τεκμήριο A).
Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και έχοντας κατά νου μου την αρχή της εξατομίκευσης της ποινής επιβάλλω στον κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:
στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 μηνών,
στη δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 μηνών,
στην τρίτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 μηνών,
στην πέμπτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 7 μηνών,
και στην έκτη κατηγορία 5 ημέρες ποινή φυλάκισης.
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.
Προχωρώ να εξετάσω την εισήγηση της υπεράσπισης για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο, δυνάμει των διατάξεων του Περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72.
Με τον Νόμο 186(Ι)/2003, ο οποίος τροποποίησε την πιο πάνω νομοθεσία, η διακριτική ευχέρεια αναστολής μιας ποινής φυλάκισης έχει πλέον διευρυνθεί, καθώς όπως προνοείται μέσα από το άρθρο 3(2) το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου (βλέπε επίσης Στεφάνου ν. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09, Κωνσταντίνου v Αστυνομίας, 2009, 2 ΑΑΔ, 583, Άγγελος Ιωσήφ v Δημοκρατίας, 2012, 2 ΑΑΔ, 930).
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 τέθηκαν τα κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση αυτή είναι χαρακτηριστικό και ομιλεί από μόνο του:
«Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν.41(Ι)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήσαν τα ακόλουθα: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας.Ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή (βλέπε Sentencing in Cyprus του κ. Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λ. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).
Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v Καραολή, ποινική έφεση 230/19, ημερομηνίας 27.4.21, ECLI:CY:AD:2021:B177 αναφέρθηκε ότι:
«εξετάζοντας το θέμα τη αναστολής, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Είναι στη βάση των πιο πάνω αρχών που εξετάζεται ο τρόπος που ασκεί την εξουσία του το Δικαστήριο».
Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του κατηγορούμενου, κρίνω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ή παράγοντας που να δικαιολογεί την έκδοση διαταγής για αναστολή της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί. Ικανοποίηση του αιτήματος της υπεράσπισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο κατηγορούμενος, δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής για αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως και θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σε άλλους επίδοξους παραβάτες.
Συνεπώς έχοντας υπόψη μου τα ενώπιον μου δεδομένα κρίνω ότι οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης στον κατηγορούμενο θα είναι άμεσες και η
περίοδος έκτισης αυτών μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός τελεί υπό κράτηση, δηλαδή από τις 20/2/2025.
(Υπ.) ………………………………….
Γ.Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο