
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 6616/2024
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού
ν.
A. M.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 26 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Ν. Κόλιαρου μαζί με κ. Ν. Νικολάου
Για Κατηγορούμενο: κα. Σ. Αδάμου
Κατηγορούμενος: παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Έπειτα από τροποποίηση του κατηγορητηρίου και την απόσυρση 4 εκ των 13 κατηγοριών που περιλαμβάνονταν σε αυτό αρχικά (κατηγορίες 1, 2, 3 και 7), η παρούσα υπόθεση, η οποία είχε αρχικά παραπεμφθεί προς εκδίκαση από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού, τέθηκε, κατόπιν συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για συνοπτική εκδίκαση. Ο κατηγορούμενος πλέον αντιμετωπίζει συνολικά 9 κατηγορίες, ως εξής:
(1) Τρεις κατηγορίες για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 8, 9 και 10). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, καταλογίζεται στον κατηγορούμενο ότι στις 21.05.24 καθώς βρισκόταν εντός του οχήματός του έβαλε το χέρι του μέσα από το φόρεμα της V. V., η οποία καθόταν στη θέση του συνοδηγού και την άγγιξε στο στήθος, ότι έπειτα αφού την έσυρε στο έδαφος έξω από το όχημα, κάθισε πάνω της και τη φίλησε στα χείλη και σε άλλη χρονική στιγμή, της αφαίρεσε το εσώρουχο, όλα χωρίς τη θέλησή της.
(2) Τρεις κατηγορίες επίθεσης κατά της E. Z.: Κοινή επίθεση, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 5), επίθεση με την οποία προκλήθηκε πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 6) και επίθεση με την οποία προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 7). Καταλογίζεται στον κατηγορούμενο ότι στις 21.05.25, επιτιθέμενος στην E. Z. της προκάλεσε εκδορές, εκχυμώσεις και μώλωπες καθώς επίσης και κάταγμα στέρνου και εγκαύματα τριβής σε διάφορα μέρη του σώματός της.
(3) Δύο κατηγορίες επίθεσης κατά της V. V.: Επίθεση προκαλούσα βαριά σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 11) και επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 12). Του καταλογίζεται ότι, την ίδια ημερομηνία, επιτέθηκε στην V. V. προκαλώντας της εκδορές, εκχυμώσεις και μώλωπες καθώς και εγκαύματα και αιμάτωμα σε διάφορα μέρη του σώματός της.
(4) Μία κατηγορία για το αδίκημα της αμελούς και απερίσκεπτης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 236 (α) του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 13). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, καταλογίζεται στον κατηγορούμενο ότι στις 21.05.24 οδήγησε το όχημά του με τέτοιο αλόγιστο, βεβιασμένο και αμελή τρόπο που έθεσε σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή ή ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσει σωματική βλάβη, δηλαδή ξεκίνησε το όχημά το και οδηγώντας χτύπησε με το πλαϊνό μέρος αυτού, τα πόδια της V. V.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Με σκοπό την απόδειξη της υπόθεσής της εναντίον του κατηγορούμενου, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο 8 μάρτυρες. Προς υποστήριξη της υπεράσπισής του, ο κατηγορούμενος κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο.
Σειρά από γεγονότα δηλώθηκαν από κοινού ως παραδεκτά και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο ως τέτοια. Κείμενο στο οποίο περιλαμβάνονται τα παραδεκτά γεγονότα (και αφορούν, κυρίως, στη νομιμότητά λήψης και διακίνησης συγκεκριμένων τεκμηρίων καθώς και στο γεγονός της σύλληψης και λήψης κατάθεσης από τον κατηγορούμενο) κατατέθηκε στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως Έγγραφο «Α». Δεν χρειάζεται να αναπαράγω το περιεχόμενό του× το λαμβάνω υπόψη μου.
Προχωρώ σε παράθεση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου, ως αυτή μπορεί να συνοψιστεί από το Δικαστήριο.
Μ.Κ.1 – Αστυφύλακας 3152, Ιωάννα Μακρυγιάννη
Η μάρτυρας, η οποία εργάζεται ως αστυφύλακας στον αστυνομικό σταθμό Μονής, κατέθεσε, υιοθετώντας το περιεχόμενο κατάθεσής της ημερομηνίας 27.05.24[1], ότι στις 27.05.24 εφόσον ο κατηγορούμενος προηγουμένως αρνήθηκε όπως διενεργηθεί αναγνωριστική παράταξη, κλήθηκε η E. Z. στον αστυνομικό σταθμό και τον αναγνώρισε, μέσω μονοδρομικού υαλοπίνακα, ως το πρόσωπο που της επιτέθηκε και επιχείρησε να την βιάσει. Όταν πληροφορήθηκε ο κατηγορούμενος, απάντησε ότι είναι εκείνη που του κτύπησε πρώτη και έπειτα της κτύπησε αυτός[2]. Έπειτα, με τη βοήθεια διερμηνέα, η μάρτυρας έλαβε κατάθεση από την κα. Z[3].
Η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.
Μ.Κ.2 – Vlada V.
Η μάρτυρας υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία στις 22.05.24[4] και της συμπληρωματικής της κατάθεσης ημερομηνίας 23.05.24[5], προσθέτοντας από το εδώλιο του μάρτυρα, περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τα γεγονότα που περιγράφονται εκεί.
Ανέφερε ότι κατάγεται από τη Λετονία και κατέφθασε στην Κύπρο στις 20.05.24 για να επισκεφθεί τη φίλη της, E. Z. Στις 20.05.24, βρισκόταν μαζί με τη φίλη της στο διαμέρισμά της και μαζί κατανάλωσαν δύο αλκοολούχα ποτά («κοκτέιλ με ρούμι και κόλα»). Αποφάσισαν να βγούνε για μία βόλτα στη παραλία. Από περίπτερο της περιοχής αγόρασε η κάθε μία ακόμη δύο προπαρασκευασμένα κοκτέιλ, περπάτησαν στον πεζόδρομο δίπλα από την παραλία και έκατσαν σε ένα παγκάκι. Εκεί έπιναν η κάθε μία το ένα κοκτέιλ που αγόρασαν από το περίπτερο και άκουγαν μουσική από τη κινητό τους τηλέφωνο. Τότε τους πλησίασε ο κατηγορούμενος, τον χαιρέτησαν και άρχισαν να συζητούν μαζί του φιλικά στην αγγλική γλώσσα. Κάποια στιγμή, ο κατηγορούμενος έβγαλε φωτογραφία την μάρτυρα από το κινητό του και της την έστειλε ηλεκτρονικά αφού αντάλλαξαν αριθμούς τηλεφώνων. Έπειτα, αποφάσισαν να πάνε για φαγητό με το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου. Πήγαν σε εστιατόριο της αλυσίδας εστιατορίων «Mcdonalds». Ο κατηγορούμενος πλήρωσε για το φαγητό και έφαγαν στο αυτοκίνητό του. Λόγω του ότι τα τηλέφωνά τους δεν είχαν πλέον μπαταρία και δεν μπορούσαν να καλέσουν ταξί (συγκεκριμένα το τηλέφωνο της φίλης της είχε κλείσει ενώ το δικό της είχε μόνο 1% μπαταρία), ο κατηγορούμενος προθυμοποιήθηκε να τους μεταφέρει όπου ήθελαν. Του ζήτησαν να τις μεταφέρει στην περιοχή κοντά στο ξενοδοχείο “Parklane”, χωρίς να δώσουν στον κατηγορούμενο την διεύθυνση του διαμερίσματος όπου διέμεναν για «ασφάλεια».
Στη διαδρομή και ενώ ο κατηγορούμενος οδηγούσε, τοποθέτησε το αριστερό του χέρι πάνω στο πόδι της μάρτυρας και έπειτα χωρίς να καταλάβει η μάρτυρας τί έγινε, ο κατηγορούμενος «απότομα» τοποθέτησε το χέρι του μέσα από το φόρεμα της και άγγιξε το στήθος της, προσπαθώντας να το χαϊδέψει. Η μάρτυρας ξαφνιάστηκε - ήταν «σε κατάσταση σοκ», ως είπε - και προσπάθησε να τον απωθήσει. Τότε το πρόσωπο του κατηγορούμενου άλλαξε. Θύμωσε και φαινόταν επιθετικός. Της ζήτησε να πάνε μαζί στο δάσος να κάνουν έρωτα στα γρήγορα ενώ η φίλη της θα παρέμενε στο όχημα. Βλέποντας ότι είχε θυμώσει και με σκοπό να τον καθησυχάσει, η μάρτυρας αρνήθηκε λέγοντάς του «όχι σήμερα, αύριο». Στο άκουσμα της άρνησης της, ο κατηγορούμενος, ο οποίος οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο, αύξησε ταχύτητα, έκανε απότομα κάποιες στροφές με το όχημά του και σταμάτησε το αυτοκίνητο σε ένα απόμερο σημείο, όπου υπήρχε σκοτάδι. Ο κατηγορούμενος, πάτησε ένα κουμπί στο όχημά του και ακούστηκε σαν να κλείδωσαν οι πίσω πόρτες του αυτοκινήτου, κατέβηκε από το αυτοκίνητο, μετέβη στην πλευρά του συνοδηγού όπου καθόταν η μάρτυρας, άνοιξε την πόρτα και άρχισε να την τραβά από τα πόδια για να την βγάλει από το αυτοκίνητο. Η φίλη της, που καθόταν πίσω, προσπαθούσε να την κρατήσει εντός του οχήματος. Ο κατηγορούμενος κατάφερε κάποια στιγμή να την τραβήξει έξω με βίαιο τρόπο, σέρνοντάς την στο έδαφος, κάθισε από πάνω της και με τα χέρια του την κρατούσε από το λαιμό. Προσπάθησε να τη φιλήσει και κατάφερε να τη φιλήσει στα χείλη ενώ η μάρτυρας δεν μπορούσε να τον σπρώξει, λόγω του ότι καθόταν από πάνω της. Μπορούσε μόνο να κουνήσει το λαιμό της, ως είπε.
Ταυτόχρονα, η φίλη της, η E., βγήκε από το αυτοκίνητο και προσπάθησε να απωθήσει τον κατηγορούμενο, σπρώχνοντάς τον από πάνω της Μ.Κ.2. Ο κατηγορούμενος, τότε, άφησε τη Μ.Κ.2 και άρπαξε την El., την έσυρε με βία σπρώχνοντάς την στο έδαφος και κάθισε από πάνω της. Με τη σειρά της η μάρτυρας σηκώθηκε και επιχείρησε να απωθήσει τον κατηγορούμενο από τη φίλη της, η οποία αντιστεκόταν, και πάλι σπρώχνοντάς τον. Έπειτα, ο κατηγορούμενος έσπρωξε τη μάρτυρα στο έδαφος, σηκώθηκε από πάνω από τη φίλη της και έκατσε και πάλι πάνω από τη μάρτυρα. Της έβγαλε το εσώρουχο (σημ. η μάρτυρας φορούσε φόρεμα) και τις παντόφλες της αλλά δεν έπραξε οτιδήποτε άλλο. Την άφησε και πήγε ξανά προς την E. αλλά η μάρτυρας δεν διέκρινε τί της έκανε ακριβώς λόγω του ότι βρίσκονταν σε κάποια απόσταση και ήταν σκοτάδι. Καθ’ όλη τη διάρκεια, οι γυναίκες προσπάθησαν να αντισταθούν και να απωθήσουν τον κατηγορούμενο από πάνω τους ενώ εκείνος τους επιτίθετο και τις κτυπούσε.
Ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν πάνω από την E., η μάρτυρας έψαξε στη τσάντα της, η οποία βρισκόταν στον ώμο της, για να βρει το τηλέφωνό της, το οποίο λειτουργούσε ακόμη. Πήρε αρχικά τηλέφωνο την αδελφή της E., την A., αλλά εκείνη δεν απάντησε το τηλέφωνο. Τότε δοκίμασε να τηλεφωνήσει στο σύζυγό της A., τον S., τον οποία γνώριζε από παιδική ηλικία και ο οποίος απάντησε το τηλέφωνο. Του ζήτησε να έρθει αμέσως στο σημείο. Εκείνος της ζήτησε να του αποστείλει ηλεκτρονικά την τοποθεσία στην οποία βρισκόταν και έκλεισαν το τηλέφωνο. Κατάφερε να του στείλει την τοποθεσία μέσω εφαρμογής τηλεφώνου (“What’s up”) και τότε το τηλέφωνό της έκλεισε λόγω έλλειψης μπαταρίας. Διευκρίνισε ότι όταν εξέτασε μετέπειτα το τηλέφωνό της, είδε ότι η ώρα που απέστειλε την τοποθεσία της στον S. ήταν 01:34, το πρωί της επόμενης μέρας, ήτοι στις 21.05.24.
Παράλληλα, όταν ο κατηγορούμενος άκουσε τη μάρτυρα να μιλά στο τηλέφωνο, έτρεξε προς το όχημά του και το εκκίνησε με ταχύτητα. Ο κατηγορούμενος στην προσπάθειά του να φύγει από το μέρος, οδήγησε το όχημά του προς την κατεύθυνσή της μάρτυρας. Η μάρτυρας, η οποία βρισκόταν στο έδαφος, βλέποντας το όχημα, προσπάθησε να σηκωθεί (γονατόντας) και ο κατηγορούμενος την κτύπησε με το πλαϊνό μέρος του οχήματός της στο εσωτερικό μέρος του γονάτου. Από το κτύπημα η μάρτυρας σπρώχτηκε προς τα πίσω ενώ ο κατηγορούμενος έφυγε οδηγώντας, εγκαταλείποντάς τις εκεί. Η μάρτυρας πλησίασε τη φίλη της, η οποία έκλαιγε και φώναζε και οι δυο τους κρύφτηκαν μέσα στους θάμνους. Ήταν και οι δύο σε κατάσταση σοκ, πανικόβλητες και δεν μίλησαν μεταξύ τους, πέραν της αναφοράς της μάρτυρας ότι είχε τηλεφωνήσει στον S. Λίγο αργότερα κατέφθασε στο σημείο ο S. Αρχικά, όταν είδε τα φώτα του αυτοκινήτου του S., η μάρτυρας φοβήθηκε να πλησιάσει γιατί δεν γνώριζε εάν ήταν ο St. ή εάν επέστρεψε ο κατηγορούμενος. Όμως, αποφάσισε να το ριψοκινδυνεύσει και φώναξε «S.». Μόλις κατάλαβαν ότι ήταν αυτός, έτρεξαν στο αυτοκίνητό του και δύο λεπτά αργότερα έφθασε και περιπολικό της αστυνομίας.
Λόγω του ότι πονούσαν σε όλο του το σώμα, η φίλη της δυσκολευόταν να αναπνεύσει και έτρεχαν αίματα, κατόπιν προτροπής της αστυνομίας, ο S. τις μετέφερε στο τμήμα πρώτων βοηθειών του Νοσοκομείου Λεμεσού. Ενόψει της κατάστασης στην οποία βρίσκονταν, ήταν ο S. που συνομιλούσε με τους αστυνομικούς που έφθασαν στο σημείο. Φτάνοντας στο νοσοκομείο, έκαναν εγγραφή και περίμεναν στο χώρο αναμονής μέχρι να τις εξετάσει κάποιος γιατρός. Περίμεναν εκεί για περίπου 1,5 ώρα και λόγω του προχωρημένου της ώρας, εφόσον ακόμη δεν είχαν κληθεί για εξέταση αποφάσισαν να φύγουν και να πάνε στο σπίτι της αδελφής της E. για να ξεκουραστούν, να κάνουν μπάνιο και να κοιμηθούν. Την επόμενη μέρα μετέβηκαν ξανά στο νοσοκομείο για εξέταση.
Η μάρτυρας ανέφερε ότι την επόμενη μέρα, ήτοι στις 22.03.24, αφού η ίδια επέστρεψε από το νοσοκομείο, έβγαλε με τη χρήση του κινητού της φωτογραφίες από τα τραύματα που υπέστη στα πόδια της, τις οποίες εκτύπωσε και κατέθεσε στο Δικαστήριο[6]. Επίσης, η μάρτυρας κατέθεσε ότι η A., έβγαλε με το δικό της κινητό φωτογραφίες των τραυμάτων της μάρτυρας αλλά και της E. και τις απέστειλε το κινητό της μάρτυρας. Η μάρτυρας τις εκτύπωσε και τις παρουσίασε στο Δικαστήριο[7].
Η μάρτυρας έλαβε εξιτήριο από το νοσοκομείο την ίδια μέρα, ήτοι στις 21.03.24, ενώ η E. παρέμεινε για ακόμη μία νύχτα, λόγω της σοβαρότητας των τραυμάτων που υπέστη. Όταν επέστρεψε στη χώρα της, εφόσον δυσκολευόταν να περπατήσει ενώ είχαν παραμείνει και σημάδια από τα τραύματα στα πόδια της, εξετάστηκε και πάλι από γιατρό και της χορηγήθηκε ένεση τετάνου.
Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι στις 20.05.24 άρχισαν με τη φίλη της να πίνουν κοκτέιλ περί η ώρα 21:00 και αποφάσισαν να πάνε για βόλτα περί η ώρα 22:00. Αρνήθηκε τη θέση της συνηγόρου Υπεράσπισης ότι έπιναν μια μπουκάλα ουίσκι ή ότι πρόσφεραν στον κατηγορούμενο αναψυκτικό να πιεί, το οποίο οι ίδιες έσμιγαν με το ουίσκι. Απάντησε ότι του είχαν προσφέρει ένα προκατασκευασμένο κοκτέιλ που αγόρασαν από το περίπτερο αλλά ο ίδιος δεν επιθυμούσε να πιει. Επέμεινε ότι, παρά το ότι είχε καταναλώσει αλκοόλ προηγουμένως, δεν ήταν μεθυσμένη και αντιλαμβανόταν πολύ καλά τί γινόταν και θυμάται να παραθέσει τα γεγονότα στο Δικαστήριο.
Συμφώνησε ότι καθώς κάθονταν στο παγκάκι που βρισκόταν στον πεζόδρομο, πέρασε από μπροστά τους ο κατηγορούμενος και τον χαιρέτησαν και έτσι άρχισε η συνομιλία μεταξύ τους. Δεν εντυπωσιάστηκε από την εξωτερική του εμφάνιση, όπως της υποβλήθηκε, ούτε πρόθεσή της ήταν να προχωρήσει η γνωριμία τους ερωτικά. Αρνήθηκε τη θέση που της υποβλήθηκε από την κα. Αδάμου ότι καθώς άκουγαν μουσική, «χόρευαν κολλητοί ο ένας με τον άλλον» «κάτω από τη σελήνη του φεγγαριού» και ότι όταν «επήλθε πιο πολλή οικειότητα», φιλήθηκαν «στα χείλη».
Εξήγησε ότι κατά την γνωριμία τους, ο κατηγορούμενος ήταν ιδιαίτερα φιλικός και ευχάριστος και τους ενέπνευσε εμπιστοσύνη. Για αυτό το λόγο, συμφώνησαν να μπουν στο αυτοκίνητό του για να πάνε για φαγητό. Η ίδια κάθισε στη θέση του συνοδηγού τυχαία και όχι επειδή ένιωθε κάποια έλξη προς το πρόσωπό του, ως της υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση.
Ανέφερε ότι όταν έφυγαν από το εστιατόριο, ο κατηγορούμενος δεν της είπε από την αρχή να κάνουν έρωτα. Άρχισε να την προσεγγίζει αγγίζοντας το πόδι και έπειτα το στήθος της. Αφού εκείνη αρνήθηκε τα αγγίγματά του, ο κατηγορούμενος θύμωσε και σταμάτησε απότομα το αυτοκίνητο. Της ζήτησε να κάνουν έρωτα και η ίδια προσπαθούσε να τον καθησυχάσει λέγοντάς του όχι αλλά αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να έκαναν έρωτα άλλη μέρα.
Η μάρτυρας αρνήθηκε τη θέση της κας. Αδάμου ότι, η ίδια και η φίλη της πίεζαν τον κατηγορούμενο επίμονα να τους προμηθεύσει με ναρκωτικά και ότι είναι για αυτό το λόγο που ο κατηγορούμενος ήθελε να τις διώξει από το αυτοκίνητό του άμεσα. Ανέφερε ότι δεν είναι χρήστης ναρκωτικών και ποτέ της δεν δοκίμασε.
Η κα. Αδάμου δήλωσε στη μάρτυρα ότι ο κατηγορούμενος παραδέχεται ότι την άγγιξε στο στήθος και τη φίλησε στα χείλη, αλλά αυτό έγινε με τη θέλησή της. Η μάρτυρας διαφώνησε με αυτή τη θέση και επανέλαβε τους ισχυρισμούς που προέβαλε προηγουμένως. Έπειτα, η κα. Αδάμου αναδιατυπώνοντας, ανέφερε ότι το φιλί και το άγγιγμα στο στήθος έλαβε χώρα προηγουμένως, όταν άκουγαν μουσική κοντά στην παραλία. Και πάλι η μάρτυρας αρνήθηκε αυτή τη θέση.
Αντεξεταζόμενη ανέφερε η μάρτυρας ότι όταν ο κατηγορούμενος σταμάτησε απότομα να οδηγεί, πάτησε ένα κουμπί με το οποίο κλείδωσαν οι πισινές πόρτες του αυτοκινήτου. Άκουσε, ως είπε, το χαρακτηριστικό ήχο του κλειδώματος των πορτών του οχήματος. Αφού τράβηξε την ίδια έξω από το όχημα, η φίλη της κατάφερε να βγει από το μπροστινό κάθισμα και όχι από την πίσω πόρτα.
Της υποβλήθηκε η θέση ότι όταν ο κατηγορούμενος προσπάθησε να τις βγάλει από το όχημα, επειδή οι ίδιες αρνούνταν να βγουν, η μάρτυρας άρχισε να του ρίχνει πέτρες και η φίλη της τον κλώτσησε στα γεννητικά του όργανα. Η μάρτυρας αρνήθηκε ότι του έριξε πέτρες. Απάντησε, όμως, ότι, όταν ο κατηγορούμενος επιτίθετο σε κάθε μία από αυτές, τόσο η ίδια όσο και η φίλη της προσπαθούσαν να αντισταθούν, σπρώχνοντάς τον ώστε να σώσουν η μία την άλλη.
Αντεξεταζόμενη ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος έσυρε την ίδια στο έδαφος και κτύπησε με βία τη φίλη της με αποτέλεσμα να προκληθούν τραύματα σε διάφορα μέρη του σώματός τους.
Της υποβλήθηκε η θέση ότι τα τραύματά της ήταν επιπόλαια και δεν υπήρχε ανάγκη να τα περιθάλψει πηγαίνοντας στο νοσοκομείο. Η ίδια απάντησε ότι τα τραύματά της δεν ήταν επιπόλαια, ότι το είδος των τραυμάτων που υπέστη συνεπεία των κτυπημάτων του κατηγορούμενου φαίνεται και στις φωτογραφίες που προσκόμισε στο Δικαστήριο και ότι, εν πάση περιπτώσει, έλαβε οδηγίες από την αστυνομία να επισκεφθεί το νοσοκομείο ώστε να εξεταστεί και να καταγραφούν τα τραύματά της για σκοπούς υποβολής καταγγελίας. Ερωτηθείσα σχετικά, η μάρτυρας ανέφερε ότι της χορηγήθηκε εμβόλιο τετάνου και στο νοσοκομείου της Κύπρου.
Υποβλήθηκε στη μάρτυρα ότι ο λόγος που έφυγαν από το τμήμα πρώτων βοηθειών του νοσοκομείου οφείλεται στο ότι ήθελαν να αποκρύψουν το γεγονός ότι ήταν μεθυσμένες. Η μάρτυρας απάντησε ότι περίμεναν στο χώρο αναμονής για περίπου 2 ώρες αλλά δεν τις δέχθηκαν για εξέταση και έπειτα λόγω του προχωρημένου της ώρας κουράστηκαν και αποφάσισαν να φύγουν. Εάν ήθελαν να αποκρύψουν κάτι, πρόσθεσε, δεν θα περίμεναν τόση ώρα εκεί. Αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί, ως είπε, και από το ΚΚΠ του νοσοκομείου.
Αντεξεταζόμενη σε σχέση με το κτύπημα που δέχθηκε από το όχημα που οδηγούσε ο κατηγορούμενος, η μάρτυρας υπέδειξε ότι καθώς εκκίνησε με ταχύτητα ο κατηγορούμενος με το όχημά του, έστριψε προς το μέρος της και της κτύπησε με τον μπροστινό προφυλακτήρα του αυτοκινήτου στο αριστερό πόδι και συγκεκριμένα στο σημείο δίπλα από το γόνατο, εσωτερικά (μεταξύ των ποδιών). Δεν θυμόταν να προσδιορίσει με ποιο σημείο ακριβώς του οχήματος κτυπήθηκε (εάν ήταν από τη δεξιά ή την αριστερή πλευρά του μπροστινού προφυλακτήρα). Υπέδειξε παραστατικά στο Δικαστήριο ότι την στιγμή που επιχείρησε να σηκωθεί, ούσα σχεδόν γονατισμένη, ο προφυλακτήρας του οχήματος την κτύπησε σε εκείνο το σημείο, το οποίο ήταν εκτεθειμένο και η ίδια πετάχτηκε προς τα πίσω.
Μ.Κ.3 – Δρ. Μαρία Ησαΐα
Η Μ.Κ.3 εργάζεται ως γενικός χειρούργος στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Αφού περιέγραψε τις ακαδημαϊκές τις σπουδές και την επαγγελματική της πορεία[8], δηλώθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης ότι η εμπειρογνωμοσύνη της δεν αμφισβητείται.
Κατέθεσε ότι εξέτασε την E. στις 22.05.24 αφού προηγουμένως η ασθενής εξετάστηκε από γιατρό του τμήματος Πρώτων Βοηθειών. Κατέγραψε τα ευρήματα στα οποία προέβη κατόπιν εξέτασης της στο ενημερωτικό σημείωμα/ εξιτήριο ασθενούς[9] και προχώρησε σε περιγραφή της διαδικασίας κλινικής εξέτασης και των ευρημάτων της.
Η E. εισήλθε στο νοσοκομείο στις 21.05.24 λόγω αναφερόμενης επίθεσης/ξυλοδαρμού που ως ισχυρίστηκε υπέστη το προηγούμενο βράδυ και έλαβε εξιτήριο στις 22.05.24. Διαπίστωσε ότι η E. έφερε «πληθώρα εξωτερικών κακόσεων». Συγκεκριμένα, παρατήρησε ότι η ασθενής έφερε εκχύμωση περιοχής δεξιού ώμου και βραχίονα, εκδορές δεξιού και αριστερού αγκώνα, πολλαπλές εκδορές στην οσφυϊκή και θωρακική μοίρα, πολλαπλές εκδορές και εγκαύματα τριβής στους γλουτούς, εκχύμωση δεξιού μηρού, εγκαύματα τριβής και των δύο γονάτων, εκδορές στα κάτω άκρα και άλγος αριστερού άνω άκρου.
Κατέθεσε, επίσης, η Μ.Κ.3 ότι ο γιατρός των επειγόντων περιστατικών είχε ζητήσει, μεταξύ άλλων, την ετοιμασία αξονικού ελέγχου της ασθενούς. Από τα ευρήματα του αξονικού ελέγχου διαπιστώθηκε κάταγμα στέρνου και ειδικότερα, μία μικρή γωνίωση στο κάτω τμήμα του σώματος του στέρνου. Η γνωμάτευση της γιατρού που ετοίμασε την αξονική έκθεση λήφθηκε υπόψη κατά την κλινική εξέταση. Εφόσον διαπιστώθηκε κατά την κλινική εξέταση ότι υπήρχε άλγος στο σημείο του κατάγματος, η μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι επρόκειτο για κάταγμα στέρνου. Λόγω του σημείου κατάγματος, η ασθενής εισήχθη στη χειρουργική κλινική για παρακολούθηση. Τηρήθηκαν, ως είπε, όλα τα πρωτόκολλα της παρακολούθησης περιλαμβανομένων νευρολογίας, αγωγής για τον πόνο και ενδοφλέβιας ενυδάτωσης. Την επόμενη μέρα, ζητήθηκαν επιπλέον ακτινογραφίες στο στέρνο και στον αριστερό καρπό. Αυτές δεν ανέδειξαν κάποιο καινούργιο κάταγμα. Ζητήθηκε από την ασθενή να υποβληθεί σε ορθοπεδική εκτίμηση αλλά εκείνη δεν επιθυμούσε να παραμείνει περαιτέρω στην κλινική και έτσι έλαβε οδηγίες περίθαλψης του κατάγματος στέρνου και απολύθηκε.
Ερωτηθείσα σχετικά, εξήγησε ότι για να επέλθει ένα τέτοιο κάταγμα στέρνου προηγήθηκε ένα ισχυρό κτύπημα στο θώρακα. Παρουσιάζονται συνήθως, έπειτα από τροχαίο όταν ανοίξουν οι αερόσακοι ή όταν γίνει πρόσκρουση πάνω στη ζώνη ή λόγω πτώσης από ύψος ή συνεπεία ξυλοδαρμού μετά από μία άμεση πλήξη του θώρακα. Τέτοιο κάταγμα δεν θεραπεύεται, ως είπε, με χειρουργική επέμβαση αλλά αντιμετωπίζεται «συντηρητικά», δηλαδή με αναλγησία και με ξεκούραση και με αποχή από δραστηριότητες που απαιτούν άσκηση. Κατά μέσο όρο θεραπεύεται σε περίοδο ενός μηνός. Βάσει της αξονικής γνωμάτευσης και εφόσον δεν αναφέρεται κάποια πώρωση ή επούλωση του κατάγματος, η μάρτυρας το κατονόμασε ως οξύ κάταγμα, δηλαδή κάταγμα που προκλήθηκε κατά τα αμέσως προηγούμενα 24ωρα.
Κατέθεσε, επίσης η μάρτυρας ότι δεν είναι ασύνηθες για ένα ασθενή που υπέστη κάταγμα στέρνου, όπως αυτό που διέγνωσε στην Elizabete, να θεωρήσει αρχικά ότι πρόκειται για «κόστωμα» και να μην προσέλθει αμέσως στο νοσοκομείο. Έπειτα, όμως, τις επόμενες 1-3 μέρες οι ασθενείς προσέρχονται στο νοσοκομείο λόγω του έντονου πόνου που συνεχίζουν να νιώθουν στο σημείο.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες κακώσεις, που όπως επισήμανε, βρίσκονταν σε διάφορα μέρη του σώματος μπορεί να προκληθούν από ξυλοδαρμό ενώ τα εγκαύματα τριβής δύνανται να προκληθούν από τριβή σε άσφαλτος ή σε σπρίτς κτλ. Με το πέρας του χρόνου και εάν παραμείνουν εκτεθειμένα στον ήλιο, τα τραύματα αυτά, όταν επουλωθούν, μπορεί να αφήσουν σημάδια στο δέρμα.
Παρουσιάστηκαν στη μάρτυρα οι φωτογραφίες των τραυμάτων που έφερε η E. και αφού τις είδε η μάρτυρας ανέφερε ότι υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των ευρημάτων που καταγράφει στη διάγνωσή της και αυτά που απεικονίζουν οι φωτογραφίες, με εξαίρεση τη φωτογραφία που απεικονίζει το κτυπημένο πρόσωπο της E. και αυτή που παρουσιάζει τις παλάμες τις[10], για τις οποίες ανέφερε ότι δεν υπάρχει σχετική καταγραφή ευρημάτων στο εξιτήριο ασθενούς. Διευκρίνισε ότι το κάταγμα στέρνου δεν είναι ορατό εξωτερικά ώστε να δύναται να απεικονιστεί σε φωτογραφία.
Η μάρτυρας υποβλήθηκε σε αχρείαστα μακρά αντεξέταση, δυσανάλογη του εύρους της μαρτυρίας της, και αυτό λόγω της επανάληψης από μέρους της συνηγόρου Υπεράσπισης των ίδιων ερωτήσεων και υποβολής ίδιων θέσεων με διαφορετικούς τρόπους. Συνοπτικά, υποβλήθηκε στη μάρτυρα ότι για να μπορεί να διαγνωστεί κάταγμα στέρνου θα πρέπει προηγουμένως να διαπιστώνεται η σωρευτική συνύπαρξη και άλλων συμπτωμάτων όπως εκχυμώσεις στο πρόσθιο τοίχωμα του στέρνου, ακουστικός τριγμός, περιορισμός στην κίνηση, οίδημα και μώλωπες. Η μάρτυρας εξήγησε ότι αυτό δεν ευσταθεί. Επέμεινε ότι μπορεί να διαγνωστεί κάταγμα στέρνου όταν κατά την κλινική εξέταση διαπιστώνεται άλγος στο σημείο και εφόσον διαφαίνεται γωνίωση στο οστό από τον αξονικό έλεγχο, όπως στην παρούσα περίπτωση. Της υποβλήθηκε ότι η ίδια δεν είναι θωρακοχειρούργος και άρα δεν μπορεί να διαγνώσει τέτοιο κάταγμα. Η μάρτυρας διαφώνησε και ανέφερε ότι δέχονται τέτοια περιστατικά στο νοσοκομείο, χωρίς να χρειάζεται η διάγνωση θωρακοχειρούργου. Αντεξεταζόμενη ανέφερε, επίσης, ότι το κατά πόσο το κάταγμα είναι οξύ ή πορωμένο προκύπτει από τα αποτελέσματα του αξονικού ελέγχου και τη διάγνωση της ακτινολόγου η οποία συνεκτιμάται κατά την κλινική εξέταση. Εφόσον κατά την κλινική εξέταση διαπιστώθηκε άλγος στο στέρνο και δεν υπήρχε κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι η ασθενής έπασχε από χρόνιο πόνο. Επέμεινε ότι το κάταγμα στέρνου ήταν οξύ. Εξήγησε ότι η ασθενής ήταν ένα νέο άτομο, με ελεύθερο ιστορικό, το οποίο δεν έπαιρνε οποιαδήποτε φάρμακα, δεν υπήρχε ένδειξη υποσιστισμού, ούτε από την αξονική τομογραφία πρόκυπτε ότι είχε αδύναμα οστά και άρα, ενόψει της απουσίας πώρωσης στο κάταγμα ως προέκυπτε από τον αξονικό έλεγχο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι η ασθενής έπασχε από κάποια πάθηση οστών που να έθετε εν αμφιβόλω τη διάγνωση ότι το συγκεκριμένο κάταγμα στέρνου ήταν οξύ (δηλαδή ότι προκλήθηκε τα προηγούμενα 24ωρα).
Μ.Κ.4 – Δρ. Μαρτίνος Αχιλλέως
Ο Μ.Κ.4 εργάζεται ως ιατρικός λειτουργός στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού[11]. Η εμπειρογνωμοσύνη του δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης. Είναι το πρόσωπο που εξέτασε τις παραπονούμενες στις 21.05.24 και συμπλήρωσε τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά ίδιας ημερομηνίας[12].
Σε σχέση με την Elizabete, αφού την εξέτασε διαπίστωσε ότι έφερε εκχυμώσεις στην περιοχή του δεξιού ώμου-βραχίονα, πολλαπλές εκχυμώσεις- εκδορές δεξιού αντιβραχίονα, αγκώνα και βραχίονα, πολλαπλές εκδορές στην περιοχή της θωρακικής και οσφυϊκής μοίρας, εκδορές στην περιοχή του αριστερού αγκώνα, πολλαπλές εκδορές με εγκαύματα τριβής γονάτων και κνήμης και εκδορές στην περιοχή του δεξιού γλουτού. Επίσης, διαπίστωσε ότι είχε άλγος στην περιοχή του δεξιού θωρακικού και αριστερού χεριού. Έδωσε οδηγίες όπως διεξαχθεί αξονικός έλεγχος και αφότου ετοιμάστηκε η γνωμάτευση της ακτινολόγου, κάλεσε τον επί καθηκόντι χειρουργό για να αξιολογήσει κλινικά την ασθενή.
Σε σχέση με την Vlada, αφού την εξέτασε διαπίστωσε ότι έφερε εγκαύματα τριβής δεξί και αριστερού γονάτου κνήμης πρόσθειας επιφάνειας, αιμάτωμα περιοχής αριστερού γονάτου έσω επιφάνειας και εκχυμώσεις αριστερού βραχίονα έσω επιφάνειας. Ο μάρτυρας έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να παραμείνει για νοσηλεία και της έδωσε εξιτήριο.
Υποδείχθηκαν στο μάρτυρα οι φωτογραφίες που απεικόνιζαν τα τραύματα κάθε μίας από τις παραπονούμενες και ο μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι τα τραύματα που απεικονίζονται στις φωτογραφίες που του υποδείχθηκαν συνάδουν με τη δική του διάγνωση ως καταγράφεται στα σχετικά πιστοποιητικά (εκτός από τις φωτογραφίες που απεικονίζουν το πρόσωπο της Elizabete σε σχέση με το οποίο δεν κατέγραψε οτιδήποτε κατά τη διάγνωσή του).
Τέτοια τραύματα, ως ανέφερε, μπορεί να προκληθούν από κτυπήματα μεγάλης έντασης και ανάλογα με τον ασθενή, δύναται να προκαλέσουν πόνο.
Ερωτηθείς πόση ώρα μπορεί να αναμένει ένας ασθενής ο οποίος θα προσέλθει στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών μέχρι να εξεταστεί, ο μάρτυρας ανέφερε ότι αυτό εξαρτάται από το φόρτο εργασίας του τμήματος. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αναμονή είναι σχετικά μεγάλης διάρκειας.
Αντεξεταζόμενος, ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν κατέγραψε οτιδήποτε σε σχέση με κοκκίνισμα, πόνο ή εκδορά στο λαιμό των παραπονούμενων. Επίσης, η Vlada δεν του ανέφερε εάν κτυπήθηκε από όχημα στο σημείο του γονάτου της, ανέφερε ως αιτία των τραυματισμό το ξυλοδαρμό που δέχθηκε από κάποιο πρόσωπο, αλλά ο μάρτυρας επισήμανε ότι κατέγραψε στη διάγνωσή του αιμάτωμα στο εσωτερικό του αριστερού γονάτου, χωρίς να είναι σε θέση, εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος να εξακριβώσει από που προήλθε το κάθε τραύμα που υπέστη η παραπονούμενη.
Μ.Κ.6 – Δρ. Ευαγγελία Παπαευθυμίου
Η μάρτυρας εργάζεται ως γιατρός- ακτινολόγος στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Τα προσόντα και η εμπειρογνωμοσύνη της δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της Υπεράσπισης. Η μάρτυρας κατέθεσε ότι στις 21.05.24 προέβη στην γνωμάτευση της αξονικής τομογραφίας της Elizabete[13], περιγράφοντας τη διαδικασία που ακολούθησε για να την ετοιμάσει. Κατά την εξέταση, εντόπισε ότι υπήρχε μία μικρή γωνίωση στο κάτω μέρος του σώματος του στέρνου, η οποία απεικονίζει κάταγμα. Εξήγησε ότι τέτοιας φύσεως κάταγμα μπορεί να προκληθεί είτε από ξυλοδαρμό, είτε από τροχαίο ατύχημα, είτε από πτώση βαρεού αντικειμένου πάνω στο θώρακα. Λόγω του ότι το συγκεκριμένο κάταγμα δεν φέρει καθόλου στοιχεία πώρωσης, διαβεβαίωσε το Δικαστήριο ότι πρόκειται για οξύ κάταγμα, δηλαδή για κάταγμα που προκλήθηκε πρόσφατα (λίγα λεπτά προηγουμένως μέχρι 3 βδομάδες).
Αντεξεταζόμενη, η μάρτυρας ανέφερε ότι, στο βαθμό που θα μπορούσε να γνωρίζει ή να διαπιστώσει από την αξονική τομογραφία, δεν θεωρεί ότι η ασθενής έπασχε από «οστεοπενία». Επανέλαβε ότι το κάταγμα δεν έφερε καθόλου στοιχεία πώρωσης, επιμένοντας ότι προκλήθηκε πρόσφατα, χωρίς όμως να είναι σε θέση να γνωρίζει πότε ακριβώς.
Μ.Κ.5 – A. Z.
Η μάρτυρας κατάγεται από τη Λετονία και διαμένει στην Κύπρο εδώ και περίπου 5 χρόνια. Είναι αδελφή της E. και σύζυγος του S.. Υιοθετώντας την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 22.05.24[14], κατέθεσε ότι στις 21.05.24 τα ξημερώματα, έλαβε τηλεφώνημα από τη φίλη της αδελφής της, την V., η οποία είχε έρθει στην Κύπρο την προηγούμενη μέρα για να την επισκεφθεί. Επειδή το κινητό της ήταν αθόρυβο, η ίδια δεν το απάντησε. Ερωτώμενη σχετικά, διευκρίνισε ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που καταγράφονται στο κινητό της, είχε λάβει αναπάντητη κλήση από την Vlada η ώρα 01:43 π.μ.. Στη συνέχεια η Vl. τηλεφώνησε στο σύζυγό της και του ανέφερε ότι κάποιος άγνωστος άνδρας προσπαθούσε να βιάσει την ίδια και την αδελφή της εκείνη την ώρα. Ο S. της ζήτησε να του αποστείλει αμέσως την τοποθεσία που βρισκόταν και εκείνη έκλεισε το τηλέφωνο και την έστειλε. Ο σύζυγός της έφυγε αμέσως για να μεταβεί στο σημείο και η ίδια παρέμεινε στο σπίτι, επιχειρώντας να τηλεφωνήσει στη V. αλλά το τηλέφωνό της ήταν κλειστό. Η ώρα 01:52 τηλεφώνησε στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό και ενημέρωσε για το περιστατικό ζητώντας τους να μεταβούν αμέσως στο σημείο, το οποίο είχε στείλει η V. στον S. προηγουμένως. Ενημερώθηκε ύστερα από λίγη ώρα μέσω τηλεφώνου ότι οι δύο κοπέλες είχαν κτυπηθεί αλλά ότι ήταν ζωντανές και ότι ο S. θα τις μετέφερνε στο νοσοκομείο. Έφθασαν στο σπίτι περί η ώρα 4:00 π.μ., τις εξιστόρησαν το τί είχε συμβεί και της είπαν ότι είχαν μεταβεί στο νοσοκομείο αλλά επειδή δεν τους έδιναν σημασία έφυγαν. Όταν επέστρεψαν σπίτι, οι δύο παραπονούμενες ήταν «σοκαρισμένες», «αιματωμένες» με τραύματα στα πόδια, στα χέρια, στο λαιμό και το πρόσωπο, έκλαιγαν και πονούσαν. Πλυθήκαν, περιποιήθηκαν οι ίδιες τα τραύματά τους, στο βαθμό που μπορούσαν και κοιμήθηκαν. Όταν πλέον ξύπνησαν, η E. ένιωθε πόνο στο στήθος και δυσκολευόταν να αναπνεύσει ενώ η V. δυσκολευόταν να περπατήσει. Η μάρτυρας τηλεφώνησε στο δικηγόρο της, ρωτώντας τον πώς θα έπρεπε να ενεργήσουν υπό τις περιστάσεις και η συμβουλή που τους έδωσε ήταν να μεταβούν πρώτα στο αστυνομικό τμήμα για να υποβάλουν καταγγελία και έπειτα να μεταβούν στο νοσοκομείο στη βάση παραπεμπτικού που θα τους διδόταν από την αστυνομία. Έτσι και έπραξαν. Η E., λόγω των τραυμάτων της, χρειάστηκε να παραμείνει μία νύχτα στο νοσοκομείο ενώ η Vl. έλαβε εξιτήριο την ίδια μέρα.
Υποδείχθηκε στη μάρτυρα η δέσμη φωτογραφιών στις οποίες απεικονίζονται τα τραύματα που έφεραν οι παραπονούμενες[15]. Η μάρτυρας τις αναγνώρισε, περιγράφοντας τί απεικονίζει η κάθε μία και δήλωσε ότι πρόκειται για φωτογραφίες που έβγαλε η ίδια. Τις απέστειλε στο κινητό της Μ.Κ.2 ώστε να μπορεί να τις παρουσιάσει στο Δικαστήριο. Ανέφερε, επίσης, ότι προχώρησε και η ίδια στην εκτύπωση των ίδιων φωτογραφιών από το δικό της κινητό, με τρόπο που να φαίνεται η ημερομηνία και η ώρα λήψης τους, ως καταγράφηκε από το κινητό της όταν τις έλαβε[16].
Αντεξεταζόμενη, ανέφερε ότι η V. είχε στείλει την τοποθεσία που βρισκόταν μέσω σχετικής εφαρμογής στο κινητό της προς τον S. και ο S. την προώθησε και στο κινητό της ίδιας. Έτσι η ίδια, αφού πρώτα επικοινώνησε με μέλη της αστυνομίας, απέστειλε την τοποθεσία μέσω της εφαρμογής Whatssup σε αριθμό κινητού τηλεφώνου που της έδωσε[17]. Η ώρα 02:08 ο αστυνομικός της απάντησε μέσω της εφαρμογής ενημερώνοντάς την ότι βρέθηκαν οι παραπονούμενες. Επίσης, απαντώντας σε σχετικές υποβολές που της έγιναν από τη συνήγορο Υπεράσπισης, ανέφερε ότι όταν επέστρεψαν οι παραπονούμενες σπίτι, έπειτα από το περιστατικό, δεν ήταν μεθυσμένες, ενώ δήλωσε ότι οι παραπονούμενες δεν είναι χρήστες ναρκωτικών και ότι ουδέποτε υπήρξε οποιοδήποτε θέμα στην οικογένειά τους σε σχέση με χρήση ναρκωτικών.
M.K.7 – S. S.
Πρόκειται για το σύζυγο της Μ.Κ.5. Υιοθετώντας την κατάθεσή του στην αστυνομία ημερομηνίας 26.01.25[18], ανέφερε ότι στις 21.05.24, περί η ώρα 01:43 π.μ., έλαβε τηλεφώνημα από την Vlada, η οποία ήταν πολύ αναστατωμένη και έκλαιγε, ζητώντας βοήθεια και λέγοντάς του ότι ένας άνδρας κτύπησε την ίδια και την E. και προσπάθησε να τις βιάσει. Η V. του απέστειλε την τοποθεσία στην οποία βρισκόταν μέσω εφαρμογής τηλεφώνου και ο μάρτυρας έσπευσε στο σημείο. Περιέγραψε με λεπτομέρεια τα όσα αντίκρυσε όταν έφθασε στο σημείο: ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα απόμερο σημείο, όπου υπήρχαν σκουπίδια, ότι υπήρχε σκοτάδι και έβλεπε από το φώτα του οχήματός του, ότι αρχικά δεν είδε κανένα πρόσωπο εκεί, παρά μόνο εντόπισε πεταμένα στο δρόμο ένα γυναικείο εσώρουχο και ένα παπούτσι το οποίο αναγνώρισε ως εκείνο που φορούσε η V. (την οποία είχε παραλάβει από το αεροδρόμιο το μεσημέρι της προηγούμενης μέρας) και κηλίδες αίματος. Υστέρα από λίγη ώρα και καθώς οδηγούσε το όχημά του σε εκείνο το δρόμο ψάχνοντάς τις παραπονούμενες, άκουσε την Vlada να του φωνάζει, ρωτώντας εάν ήταν εκείνος. Οι παραπονούμενες βγήκαν από τους θάμνους όπου κρύβοντας και ο μάρτυρας περιέγραψε ότι ήταν τραυματισμένες με διάφορες εκδορές και αίματα στο σώμα και στα ρούχα τους. Η Eli. επαναλάμβανε συνεχώς σε κατάσταση σοκ ότι ο δράστης επιχείρησε να τη βιάσει αλλά δεν τα κατάφερε. H V. του περιέγραψε τί είχε συμβεί και ύστερα από λίγο κατέφθασε η αστυνομία. Οι αστυνομικοί τους παρέπεμψαν να λάβουν ιατρική περίθαλψη στο νοσοκομείο, λέγοντάς του ότι θα έπρεπε να το πράξουν εντός του 24ώρου. Ο ίδιος μετέφερε τις παραπονούμενες στο νοσοκομείο αλλά λόγω του ότι πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να εξεταστούν, ενώ εκείνες ήταν κουρασμένες και δεν ένιωθαν καλά, αποφάσισαν να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο (εντός του 24ώρου). Κατά το χρόνο της αναμονής τους στο νοσοκομείο, η V., που είχε πλέον φορτίσει λίγο την μπαταρία του κινητού της στο αυτοκίνητο του μάρτυρα, εντόπισε τα στοιχεία του κατηγορούμενου, εφόσον είχαν προηγουμένως (στην αρχή της γνωριμίας τους) ανταλλάξει αριθμούς τηλεφώνων, και απέστειλε στον S. τον αριθμό τηλεφώνου του κατηγορούμενου που συνοδεύεται με φωτογραφία του[19]. Ο ίδιος το προώθησε στην γυναίκα του.
Ερωτηθείς σχετικά, επιβεβαίωσε ότι είχε δει τις παραπονούμενες την προηγούμενη μέρα του περιστατικού και ήταν καλά στην υγεία τους χωρίς οποιαδήποτε τραύματα. Επίσης, ανέφερε ότι εξ όσων γνωρίζει δεν κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών ενώ όταν τις εντόπισε κατά το χρόνο του περιστατικού και έπειτα, δεν του έδωσαν την εντύπωση ότι ήταν μεθυσμένες.
Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν είχε κληθεί αμέσως από την αστυνομία για να δώσει κατάθεση σε σχέση με το επίδικο περιστατικό και ότι όταν τελικά κλήθηκε να παρουσιαστεί σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, ενημέρωσε την αστυνομία ότι δεν ήταν διαθέσιμος λόγω του ότι απουσίαζε στο εξωτερικό για λόγους εργασίας. Προγραμματίστηκε εν τέλει συνάντηση για σκοπούς λήψης κατάθεσης στις 26.01.24.
Του υποβλήθηκε η θέση ότι ο κατηγορούμενος άφησε τις παραπονούμενες στο συγκεκριμένο σημείο γιατί αυτό βρισκόταν πολύ κοντά στο διαμέρισμα όπου διέμεναν ώστε να πάνε με τα πόδια. Ο ίδιος απάντησε ότι λόγω του ότι το σημείο ήταν απόμερο και υπήρχε σκοτάδι, ακόμη και εκείνος, όντας άνδρας μεγαλύτερης ηλικίας, φοβήθηκε που βρισκόταν μόνος εκεί.
Του υποβλήθηκε, επίσης, η θέση ότι οι τραυματισμοί προκλήθηκαν στις παραπονούμενες στην προσπάθεια του κατηγορούμενου να τις κατεβάσει από το αυτοκίνητο λόγω του ότι οι ίδιες αρνούνταν να κατέβουν. Προκλήθηκαν συνεπώς οι τραυματισμοί στις παραπονούμενες «συνεπεία της συμπεριφοράς τους». Ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν ήταν παρών κατά το χρόνο του περιστατικού.
Μ.Κ.8 – Αστ. 250, κ. Αντώνης Φιλίππου
Πρόκειται για αστυφύλακα, ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν στον Αστυνομικό Σταθμό Μονής στη Λεμεσό και ανέλαβε την εξέταση της υπόθεσης, λαμβάνοντας μεταξύ άλλων και καταθέσεις από τα εμπλεκόμενα μέρη. Κατέθεσε ότι στις 21.05.24, κατά τις πρωινές ώρες (περί η ώρα 02:00) δέχθηκε τηλεφώνημα από την A., η οποία τον ενημέρωσε ότι η αδελφή της (E.) βρισκόταν σε συγκεκριμένο σημείο και ότι ανησυχεί για την ασφάλειά της. Του απέστειλε, μέσω εφαρμογής τηλεφώνου, την τοποθεσία στην οποία βρισκόταν η αδελφή της και ο μάρτυρας μετέβη μαζί με άλλους αστυφύλακες στο συγκεκριμένο σημείο. Επρόκειτο για ένα «παράμερο μέρος», ως είπε, «ένας δρόμος που οδηγούσε σε χωματόδρομο», χωρίς φωτισμό. Εκεί εντόπισαν τις δύο παραπονούμενες μαζί με τον S. Οι παραπονούμενες ήταν «αναστατωμένες, έκλαιγαν, ήταν τρομοκρατημένες» και κρατούσε η μία την άλλη. Βρίσκονταν σε «κατάσταση σοκ και μέθης» ως είπε, εξηγώντας ότι αυτό το αντιλήφθηκε λόγω του ότι η αναπνοή τους μύριζε αλκοόλ. Δεν υπήρχε κάποιο άλλο στοιχείο στη συμπεριφορά τους που να υποδηλώνει ότι ήταν μεθυσμένες ή ότι δεν αντιλαμβάνονταν τί γινόταν γύρω τους. Η V. είχε εκδορές στα πόδια της ενώ η E., φαινόταν ακόμη πιο κτυπημένη, με αίματα στο πρόσωπο και διάφορες εκδορές στο σώμα της. Οι παραπονούμενες μιλούσαν στη μητρική τους γλώσσα με τον S. και εκείνος μετέφρασε στα αγγλικά ότι ένα άγνωστο πρόσωπο τις είχε κτυπήσει. Ο μάρτυρας είπε στον S. ότι θα έπρεπε να τύχουν ιατρικής εξέτασης εφόσον ήταν κτυπημένες και τους παρέπεμψε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών Νοσοκομείο Λεμεσού.
Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας εξήγησε ότι κατέγραψε στην κατάθεσή του 27.05.24[20] ότι οι παραπονούμενες ήταν, μεταξύ άλλων, σε «κατάσταση μέθης», μόνο λόγω του ότι μύρισε αλκοόλ στην αναπνοή τους. Δεν τις υπέβαλε σε έλεγχο αλκοόλης, ούτε εντόπισε οποιαδήποτε άλλο στοιχείο στη συμπεριφορά τους που να υποδήλωνε ότι οι ίδιες δεν αντιλαμβάνονταν τί γινόταν (π.χ. οι γυναίκες δεν παρέπαιαν). Διευκρίνισε ότι αυτό που εννοούσε ήταν ότι οι παραπονούμενες φαίνονταν να είχαν καταναλώσει αλκοόλ επειδή μύριζε η αναπνοή τους και όχι ήταν μεθυσμένες υπό την έννοια του ότι είχαν μειωμένη αντίληψη του τί γινόταν γύρω τους ή επειδή συμπεριφέρονταν με αλλόκοτο τρόπο. Εάν παρατηρούσε κάτι τέτοιο θα το κατέγραφε στην κατάθεσή του, ως είπε.
Περαιτέρω, ο μάρτυρας ανέφερε ότι, κατά το χρόνο λήψης κατάθεσης από τον κατηγορούμενο, ο κατηγορούμενος δεν του υπέδειξε οποιαδήποτε τραύματα ή άλλες σωματικές βλάβες που είχε υποστεί, ούτε φαινόταν κτυπημένος ώστε να τον παραπέμψει σε ιατρική εξέταση. Μάλιστα, όπως πράττει κάθε φορά που λαμβάνει ανακριτική κατάθεση, ο μάρτυρας ενημέρωσε τον κατηγορούμενο προφορικά (αλλά και γραπτώς) για το δικαίωμα του να τηρήσει σιωπή, να συμβουλευτεί δικηγόρο αλλά και να παραπεμφθεί για ιατρική εξέταση και ο κατηγορούμενος δεν ζήτησε να εξεταστεί από γιατρό.
Κατηγορούμενος
Ο κατηγορούμενος υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία ημερομηνίας 23.05.24[21]. Ανέφερε περαιτέρω ότι στις 20.05.24, καθώς περπατούσε στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού, συνάντησε τις δύο παραπονούμενες, οι οποίες τον χαιρέτησαν και έπειτα άρχισαν να συζητούν μαζί του. Του πρόσφεραν ποτό, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε, και έμειναν εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα ακούγοντας μουσική, κουβεντιάζοντας και χορεύοντας. Ανέπτυξε περισσότερη οικειότητα και χημεία με τη V. Ύστερα, προθυμοποιήθηκε να τις μεταφέρει στο διαμέρισμα όπου διέμεναν, κοντά στο ξενοδοχείο Park lane, αλλά προηγουμένως συμφώνησαν να περάσουν από κάποιο ταχυφαγείο για να πάρουν φαγητό. Όταν έφθασαν στο ταχυφαγείο, ο κατηγορούμενος κατέβηκε από το αυτοκίνητο μαζί με τη V. και παράγγειλαν φαγητό ενώ η E. παρέμεινε στο όχημα. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι, καθώς περίμενε στο όχημα, η E. συνέχισε να καταναλώνει αλκοόλ (και συγκεκριμένα ουίσκι με κοκα-κόλα). Αφού παρήγγειλαν φαγητό, επέστρεψαν στο όχημα του κατηγορούμενου και το έφαγαν εκεί. Έπειτα, ο κατηγορούμενος άρχισε να οδηγεί για να τις μεταφέρει στο χώρο όπου διέμεναν, μέσω του αυτοκινητόδρομου.
Κατά τη διαδρομή, παρατήρησε ο κατηγορούμενος ότι η E. δεν συμπεριφερόταν ευπρεπώς μέσα στο όχημα του κατηγορούμενου και συγκεκριμένα ότι έφτυνε. Αυτό δεν άρεσε στον κατηγορούμενο, ο οποίος όμως δεν της είπε τίποτα. Κάποια στιγμή, η E. ρώτησε τον κατηγορούμενο εάν μπορούσε να τις προμηθεύσει με κάνναβη, ή εάν ήξερε κάπου όπου θα μπορούσαν να εξεύρουν κάνναβη και ο ίδιος απάντησε ότι δεν καπνίζει και δεν γνωρίζει κάτι τέτοιο. Οι παραπονούμενες επέμεναν και αυτό φόβισε τον κατηγορούμενο επειδή γνωρίζει, ως είπε, ότι η κατοχή και χρήση ναρκωτικών είναι πολύ σοβαρό αδίκημα και δεν ήθελε να μπλέξει σε κάτι τέτοιο. Καθώς η E. τον πίεζε να εξεύρει ναρκωτικά, ο κατηγορούμενος ρώτησε τη V., με την οποία υπήρχε κάποια χημεία και ερωτικό ενδιαφέρον, εάν επιθυμούσε να κάνουν έρωτα. Η V. αρνήθηκε αλλά του απάντησε «ίσως αύριο». Ο κατηγορούμενος, φοβισμένος από το αίτημα των παραπονούμενων για να εξεύρουν κάνναβη αποφάσισε ότι δεν επιθυμούσε πλέον την παρουσία των παραπονούμενων στο όχημά του. Σταμάτησε το όχημα σε κάποιο παράδρομο του αυτοκινητόδρομου, κοντά στο κέντρο Monte Caputo, και ζήτησε από τις παραπονούμενες να εξέλθουν από το όχημα και να επιστρέψουν με τα πόδια στο διαμέρισμά τους. Οι παραπονούμενες αρνήθηκαν να βγουν έξω και τότε ο κατηγορούμενος κατέβηκε από το όχημα, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού όπου καθόταν η V., την πήρε από τον καρπό του χεριού και με ευγένεια την παρακάλεσε να βγει έξω. Τότε η E. βγήκε έξω από το όχημα, τον άρπαξε από τη φανέλα του και τον κλώτσησε στα γεννητικά όργανα. Η V. βγήκε έξω από το όχημα, μάζεψε πέτρες και άρχισε να του τις ρίχνει. Ο ίδιος προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, προτάσσοντας τα χέρια του. Δεν κτύπησε, ούτε τραυμάτισε τις παραπονούμενες. Έπειτα μπήκε στο όχημά του, έκανε στροφή και έφυγε από το σημείο, χωρίς να κτυπήσει με το όχημά του σε κανένα.
Ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε ότι όταν χόρευε με τη V. στην παραλία, η ίδια τον φίλησε στο πρόσωπο (και συγκεκριμένα στο μάγουλο) φιλικά. Καθώς χόρευαν τα σώματά τους ήρθαν σε επαφή αλλά ο ίδιος δεν την άγγιξε με τα χέρια του στο στήθος. Παρά τα κτυπήματα που δέχθηκε από τις παραπονούμενες, ο ίδιος δεν μετέβη σε κάποιο γιατρό λόγω του ότι αυτά δεν ήταν τέτοιας σοβαρότητας ώστε να χρίζουν ιατρικής περίθαλψης.
Η αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε ο κατηγορούμενος ήταν μακρά και επεκτάθηκε σε κάθε πτυχή της εκδοχής του. Συνοπτικά, επισημαίνω ότι, ερωτηθείς σχετικά, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει εάν οι παραπονούμενες ήταν μεθυσμένες ή όχι. Ανέφερε αφενός ότι μπορούσε να συζητήσει μαζί τους, χωρίς να εντοπίσει σημάδια στη συμπεριφορά τους που να παραπέμπουν σε μέθη, αφετέρου όμως τόνισε ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους, οι παραπονούμενες κατανάλωναν αλκοόλ, συμπεραίνοντας έτσι ότι ήταν μεθυσμένες.
Απάντησε ότι ο λόγος που δεν ανέφερε στην αστυνομία ότι χόρευε με τη Vlada, όταν βρίσκονταν στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού, και ότι η ίδια τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο πρόσωπο, ήταν επειδή δεν ρωτήθηκε από την αστυνομία συγκεκριμένα για αυτό το ζήτημα. Αν και κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, η συνήγορος Υπεράσπισης υπέβαλε τη θέση ότι ο κατηγορούμενος φίλησε τη Vlada «στα χείλη» και η ίδια το δέχθηκε «με ευχαρίστηση», ο κατηγορούμενος διευκρίνισε ότι δεν εννοούσε ότι το φιλί ήταν στα χείλη, αλλά στο μάγουλο. Επίσης, αναφορικά με την υποβολή που έγινε από τη συνήγορο Υπεράσπισης αλλά και με την αντίστοιχη αναφορά στην κατάθεσή του, ότι το άγγισμα στο στήθος της Vlada έγινε με τη συγκατάθεσή της, ο ίδιος απάντησε ότι με τη λέξη «άγγιγμα», δεν εννοούσε άγγιγμα με το χέρι, αλλά με το σώμα, όταν δηλαδή τα σώματά τους άγγιξαν καθώς οι δυο τους χόρευαν. Σε κανένα άλλο σημείο της βραδιάς δεν άγγιξε το στήθος της Vlada.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε, επίσης, ότι όταν η E. του ζητούσε επίμονα να εξεύρει ναρκωτικά ο ίδιος σταμάτησε το όχημα, σε σημείο κοντά στο Monte Caputo, και τότε ρώτησε και τη Vlada, με την οποία είχε αναπτύξει στενότερη σχέση, εάν επιθυμούσε να κάνει έρωτα μαζί του. Δεν εννοούσε εκείνη την ώρα, όμως. Η V. του απάντησε «ίσως αύριο» και τότε ο ίδιος, φοβούμενος ότι οι παραπονούμενες εμπλέκονται με «παράνομα ναρκωτικά», ζήτησε από κατέβουν από το όχημα του.
Όταν η E. τον κλότσησε στα γεννητικά όργανα, ο ίδιος προσπάθησε να τη σταματήσει, τραβώντας την από το φόρεμά της. Πρόκειται για γρήγορη αντίδραση, ως είπε. Δεν της επιτέθηκε, όμως. Όταν ανέφερε στην κατάθεσή του στην αστυνομία ότι τσακώθηκαν ή πάλεψαν (fought), για να προστατεύσει τον εαυτό του, εννοούσε «λεκτικά» και όχι σωματικά. H E. προσπάθησε να τρέξει και έπεσε κάτω μόνη της στο έδαφος. Τότε ο ίδιος άφησε τις παραπονούμενες, οι οποίες ήταν πλέον κάπως απομακρυσμένες από το όχημα, μπήκε στο όχημά του και έφυγε. Δεν γνωρίζει πώς προκλήθηκαν τα τραύματα στις παραπονούμενες εκείνο το βράδυ, εφόσον ο ίδιος δεν ήταν πλέον εκεί.
Επίσης, ερωτηθείς σχετικά, απάντησε ότι δεν γνώριζε προηγουμένως τις παραπονούμενες, ούτε είχε οποιαδήποτε διαφορά μαζί τους.
Αυτή ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Έπειτα από την παράθεση της μαρτυρίας, οι δύο πλευρές αγόρευσαν στο Δικαστήριο προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. Έχω υπόψη μου τα όσα έχουν θέσει ενώπιον μου και τα έχω αποτιμήσει. Προς αποφυγή αχρείαστης επιβάρυνσης της παρούσας απόφασης, δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.
Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη[22], με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε[23]. Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του. Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία[24]. Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία ενός προσώπου δεν κλονίζουν, δίχως άλλο, την αξιοπιστία του. Αντιθέτως, αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες κατά τη διήγηση γεγονότων, ειδικότερα έπειτα από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, είναι αναμενόμενες και δύνανται να προσδώσουν περισσότερη αληθοφάνεια και πειστικότητα στην υπό αξιολόγηση μαρτυρία[25]. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο[26]. Είναι ανεπίτρεπτη η σύζευξη της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του βάρους απόδειξης. Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης[27].
Η μαρτυρία της Μ.Κ.1 ήταν τυπικής φύσεως και εφόσον δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης, γίνεται αποδεκτή στην ολότητά της ως αξιόπιστη.
Κεντρικός πυρήνας, βεβαίως, στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής υπήρξε η μαρτυρία της παραπονούμενης, ΜΚ2. Λόγω του ότι αυτή αποτελεί την κύρια ενοχοποιητική μαρτυρία που παρουσιάστηκε εναντίον του κατηγορούμενου (πλην της μαρτυρίας «άμεσου παραπόνου» του Μ.Κ.7), το Δικαστήριο οφείλει να την προσεγγίσει με ιδιαίτερη προσοχή, προειδοποιώντας τον εαυτό του ως προς τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου βασιζόμενο κυρίως στη μαρτυρία ενός μόνο προσώπου. Η νοητική αυτή άσκηση από μέρους του Δικαστηρίου δεν γίνεται με μηχανιστικό τρόπο αλλά ουσιαστικά. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου και με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά χωρίς προκατάληψη, προχωρώ να εξετάσω τη μαρτυρία της παραπονούμενης:
Η παραπονούμενη άφησε πάρα πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με ηρεμία, αμεσότητα, χωρίς υπερβολές ή αντιφάσεις στο Δικαστήριο. Τα όσα ανέφερε είχαν λογική συνοχή και συνάδουν και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου (πλην της μαρτυρίας του κατηγορούμενου). Απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν αβίαστα, με ευθύ και κατηγορηματικό τρόπο, χωρίς υπεκφυγές, επίπλαστες ασάφειες ή επιφυλάξεις. Διαφάνηκε η επιθυμία της να αποκαλύψει στο Δικαστήριο κάθε πτυχή των γεγονότων, ως η ίδια τα βίωσε, ενίοτε με παραστατικό τρόπο. Γενικότερα ενέπνεε βεβαιότητα και ασφάλεια για την αλήθεια των όσων έλεγε, σε κάποια δε σημεία της αφήγησής της διαφάνηκε η συναισθηματική της φόρτιση, απόρροια, προδήλως, της αναβίωσης δύσκολων στιγμών. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε και στην οποία υπεβλήθη η μάρτυρας, παρά το ότι καταπιάστηκε με κάθε πτυχή της μαρτυρίας της, με εξουθενωτικό -θα έλεγα- τρόπο, όχι μόνο απέτυχε να πλήξει την αξιοπιστία της, αλλά λόγω του ευθύ, σταθερού και αυθόρμητου τρόπου με τον οποίο η μάρτυρας απαντούσε στη σωρεία ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν, αλλά και της δυνατότητας της μάρτυρας να παραθέσει λογικοφανείς εξηγήσεις για τις ενέργειες και αντιδράσεις της, κατέληξε να ενισχύσει περαιτέρω την πειστικότητα των λεχθέντων της και κατ΄ επέκταση να ενδυναμώσει τη θετική εικόνα και αξιοπιστία της.
Πρόκειται για πρόσωπο το οποίο δεν έχει κανένα κίνητρο, προσωπικό συμφέρον ή οικονομικό όφελος να καταθέσει ψευδώς εναντίον του κατηγορούμενου, τον οποίο εξάλλου γνώρισε εκείνη την ημέρα.
Ο ισχυρισμός της ως προς τις σωματικές βλάβες που υπέστη τόσο η ίδια, όσο και η Elizabete, κατά το επίδικο περιστατικό υποστηρίζεται από τη μαρτυρία των γιατρών που τις εξέτασαν την επόμενη μέρα αλλά και από το φωτογραφικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Το είδος των τραυμάτων που προκλήθηκαν στην ίδια και τη φίλη της συνάδει με την περιγραφή της επίθεσης που δέχθηκαν, ως την περιέγραψε η μάρτυρας στο Δικαστήριο. Επίσης, η περιγραφή της ως προς τον τρόπο που αμέσως, με την πρώτη ευκαιρία, και καθώς το περιστατικό ουσιαστικά ακόμη εκτυλισσόταν, κάλεσε για βοήθεια την αδελφή και το σύζυγό της, συνάδει και με τα όσα κατέθεσαν στο Δικαστήριο οι Μ.Κ.5 και Μ.Κ.7. Ο Μ.Κ.7, μάλιστα, ανέφερε ότι μόλις έφθασε στο σημείο και καθώς έψαχνε τις παραπονούμενες, είδε στο δρόμο ένα εσώρουχο και υπόδημα της Μ.Κ.2, στοιχείο το οποίο υποστηρίζει τον ισχυρισμό της ότι ο κατηγορούμενος, καθώς κάθισε πάνω της, της αφαίρεσε το εσώρουχο. Περαιτέρω, η σωματική και συναισθηματική κατάσταση στην οποία εντοπίστηκαν οι δύο παραπονούμενες αρχικά από το Μ.Κ.7 και, λίγα λεπτά αργότερα, από το Μ.Κ.8, κτυπημένες και εμφανώς αναστατωμένες, συνάδει με την περιγραφή της παραπονούμενης και υποστηρίζει την μαρτυρία της.
Παρά το ότι η ίδια παραδέχθηκε ότι πριν το επίδικο περιστατικό είχε καταναλώσει κάποια ποσότητα αλκοόλ, δεν έχω καμία αμφιβολία, από τον τρόπο που περιέγραψε το επίδικο περιστατικό, ότι ήταν σε θέση να αντιληφθεί τα γεγονότα ως εκτυλίσσονταν και να τα μεταφέρει, χωρίς αλλοιώσεις ή κενά μνήμης, στο Δικαστήριο. Την ίδια θέση υποστήριξε στο Δικαστήριο και ο Μ.Κ.7, ο οποίος την εντόπισε στο σημείο αμέσως έπειτα από το επίδικο περιστατικό και τη συνόδευσε, κατόπιν οδηγιών της αστυνομίας, στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για εξέταση. Ο ισχυρισμός του Μ.Κ.8 ότι η ανάσα της μύριζε αλκοόλ, δεν αλλοιώνει τα πιο πάνω. Εξάλλου, παρά τις προσπάθειες της συνηγόρου Υπεράσπισης να παρουσιάσει αντίθετη εικόνα στο Δικαστήριο, ουδέποτε ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η νοητική κατάσταση της μάρτυρας είχε εξασθενήσει λόγω της κατανάλωσης αλκοόλ και ότι αυτή παρουσίαζε μειωμένη αντίληψη ή ότι δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με τους γύρω της.
Δεν μου διαφεύγει ότι, στην κατάθεσή της στην αστυνομία, η μάρτυρας αρχικά ισχυρίστηκε ότι το κινητό της είχε κλείσει από μπαταρία πριν να μπουν στο όχημα του κατηγορούμενου ενώ μετέπειτα εξήγησε ότι σε αυτό είχε απομείνει ελάχιστη μπαταρία (1%), αρκετή για να τηλεφωνήσει στον Μ.Κ.7, προτού αυτό εν τέλει κλείσει. Πρόκειται για άνευ σημασίας ολίσθημα ή μικροαντίφαση, η οποία δεν αρκεί για να κλονίσει την αξιοπιστία της. Εξάλλου, ως ανέφερε η Μ.Κ.5, αφού διαπίστωσε ότι είχε λάβει αναπάντητη κλήση από την Μ.Κ.2, επιχείρησε, λίγα λεπτά αργότερα, να επικοινωνήσει μαζί της αλλά το τηλέφωνό της ήταν κλειστό, κάτι το οποίο συνάδει με την εκδοχή της παραπονούμενης ότι το κινητό της λειτουργούσε ακόμη με πολύ χαμηλή μπαταρία και έπειτα έκλεισε. Άνευ σημασίας, ή ακόμη και σχετικότητας με τα επίδικα γεγονότα, είναι και ο ισχυρισμός της μάρτυρας ότι έλαβε προληπτική ένεση τετάνου στο νοσοκομείο Λεμεσού, παρά το ότι σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της είχε αναφέρει ότι τέτοια ένεση είχε λάβει μετέπειτα, όταν επέστρεψε στη χώρα της.
Η μαρτυρία της ενισχύεται, επίσης, από τη μαρτυρία του Μ.Κ.7, τον οποίο κάλεσε για βοήθεια, λέγοντάς του κλαίγοντας ότι κάποιο πρόσωπο τους επιτίθετο και προσπαθούσε να τις βιάσει (εννοώντας προφανώς τις άσεμνες πράξεις στις οποίες κατ’ ισχυρισμό προέβη ο κατηγορούμενος εναντίον της), καθώς το περιστατικό ακόμη εκτυλισσόταν. Πρόκειται για ενισχυτική μαρτυρία υπό τη μορφή άμεσου παραπόνου. Όταν ο Μ.Κ.7 κατέφθασε στο σημείο λίγα λεπτά αργότερα, βρήκε την ίδια και την E. κτυπημένες και έντονα αναστατωμένες. Οι δύο γυναίκες του περιέγραψαν τί είχε συμβεί. Λίγο αργότερα, καθώς περίμεναν στο νοσοκομείο για να εξεταστούν, η Vlada του απέστειλε και φωτογραφία του κατηγορούμενου, υποδεικνύοντάς τον ως το πρόσωπο που τις κτύπησε.
Παρεμβάλλεται ότι το πρώτο παράπονο ως στοιχείο της αλήθειας των γεγονότων που περιλαμβάνει συνιστά κλασσική μορφή ενισχυτικής μαρτυρίας[28]. Ενόψει του ότι, εν προκειμένω, το παράπονο υποβλήθηκε στον Μ.Κ.7 (ένα πρόσωπο του στενού περιβάλλοντος της παραπονούμενης στην Κύπρο), χωρίς καθυστέρηση έπειτα από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος, κρίνω ότι χαρακτηρίζεται από «χρονική αμεσότητα» και «αυθορμητισμό» ώστε να μην υπάρχει ορατό «ενδεχόμενο κατασκευής μαρτυρίας»[29].
Η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν σε τέτοιο βαθμό συμπαγής, πειστική και συνάδουσα με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, που δεν διατηρώ οποιεσδήποτε αμφιβολίες ως προς το ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια. Χωρίς οποιονδήποτε δισταγμό, λοιπόν, την αποδέχομαι στην ολότητά της ως αξιόπιστη.
Οι Μ.Κ.3, 4 και 6 είναι οι γιατροί που εξέτασαν τις παραπονούμενες όταν αυτές μετέβησαν στο Νοσοκομείο Λεμεσού για εξέταση και περίθαλψη. Κατέθεσαν στο Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονες. Η εμπειρογνωμοσύνη τους δεν αμφισβητήθηκε και εν πάση περιπτώσει, με τα όσα έχουν παραθέσει σε σχέση με το βιογραφικό τους, δεν έχω αμφιβολία για την επαγγελματική τους κατάρτιση.
Παρεμβάλλεται ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα, η οποία είναι επιτρεπτό να περιλαμβάνει και μαρτυρία γνώμης ως προς τα επίδικα θέματα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες[30].
Ως προς τη σημασία ιατρικής μαρτυρίας σε υποθέσεις όπως η παρούσα, σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 439, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η ιατρική μαρτυρία σε τέτοιες υποθέσεις είναι πολύ ζωτικής σημασίας. Αποτελεί και πραγματική μαρτυρία η οποία συνιστά αξιόπιστο βοήθημα και σταθερό οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων (βλ. Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, 1010, Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51).»
Οι Μ.Κ.3, 4 και 6 άφησαν εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρες αλήθειας. Πρόκειται για πρόσωπα τα οποία δεν έχουν κανένα κίνητρο να παραθέσουν ψεύδη στο Δικαστήριο, ούτε οποιοδήποτε όφελος να αποκομίσουν από την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. Κατέθεσαν και οι τρεις με αμεσότητα και σαφήνεια στο Δικαστήριο, περιέγραψαν πλήρως τη διαδικασία που ακολούθησαν για να καταλήξουν στις διαγνώσεις τους, τις οποίες υποστήριξαν με εμπεριστατωμένο τρόπο και δεν εντοπίζονται οποιεσδήποτε αντιφάσεις, υπεκφυγές ή υπερβολές στα λεγόμενά τους. Η μαρτυρία τους συνάδει και με την μαρτυρία των παραπονούμενων αλλά και της Μ.Κ.5 ως προς τα τραύματα που υπέστησαν ένεκα του συμβάντος αλλά και με το φωτογραφικό υλικό που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο. Σε κανένα σημείο δεν έχει πληγεί η αξιοπιστία τους και αποδέχομαι τη μαρτυρία τους στην ολότητά της.
Η Μ.Κ.5 άφησε, επίσης, πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με σαφή και ήρεμο τρόπο στο Δικαστήριο, τα όσα ανέφερε είχαν λογική συνοχή και συνάδουν με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν είχε οποιοδήποτε κίνητρο να καταθέσει ψευδώς εναντίον του κατηγορούμενου (τον οποίο δεν γνωρίζει καν), ενώ η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε ουδόλως έπληξε την αξιοπιστία της - το αντίθετο θα έλεγα: Η Μ.Κ.5 παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της, δίνοντας την εντύπωση προσώπου το οποίο ήταν βέβαιο και ένιωθε ασφάλεια για την αλήθεια των όσων έλεγε.
Αν και δεν ήταν παρούσα κατά το επίδικο περιστατικό, επιβεβαίωσε ουσιαστικά τη θέση της Μ.Κ.2 ότι η τελευταία επιχείρησε να της τηλεφωνήσει κατά το χρόνο που αυτό εκτυλισσόταν αλλά και το ότι, έπειτα, δεν ήταν δυνατό να έρθει σε επικοινωνία μαζί της λόγω του ότι το κινητό της Μ.Κ2 είχε κλείσει λόγω μπαταρίας. Μεγάλη σημασία έχει και η περιγραφή της ως προς τα τραύματα που είχαν υποστεί οι παραπονούμενες, ως αυτή τα είδε μόλις οι παραπονούμενες επέστρεψαν σπίτι λίγες ώρες μετά το περιστατικό (και πριν να εξεταστούν από τους γιατρούς). Η μαρτυρία της συνάδει με τη μαρτυρία της παραπονούμενης αλλά και με τη μαρτυρία των Μ.Κ.3, 4 και 6. Η Μ.Κ.5 είναι το πρόσωπο που έβγαλε τις πλείστες από τις φωτογραφίες που απεικονίζουν τα τραύματα των παραπονούμενων. Υποστήριξε μέσω της μαρτυρίας της ότι, η E., πέραν από τα τραύματα που μετέπειτα κατέγραψαν οι γιατροί στις εκθέσεις τους, έφερε τραύματα στα χέρια, κτύπημα στο κεφάλι, στο οποίο έτρεχε αίμα, και σημάδια στο λαιμό. Αυτά απεικονίζονται και στις φωτογραφίες τις όποιες προσκόμισε στο Δικαστήριο και συνάδουν με τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Ανέφερε, επίσης, ότι όταν έφθασαν στο σπίτι, έπειτα από το επίδικο περιστατικό, οι παραπονούμενες ήταν έντονα αναστατωμένες, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και ότι δεν ήταν «μεθυσμένες», καταρρίπτοντας έτσι τις θέσεις που επιχείρησε να προωθήσει η Υπεράσπιση περί μέθης και χάλκευσης της καταγγελίας τους. Τέλος, επιβεβαίωσε ότι η αδελφή της, η E., δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών και ότι ουδέποτε αντιμετώπισαν στην οικογένεια οποιοδήποτε θέμα τέτοιας φύσεως.
Η Μ.Κ.5 υπήρξε ιδιαίτερα πειστική στα λεγόμενά της, τα οποία συνάδουν με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Αποδέχομαι τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη.
Ομοίως, ο Μ.Κ.7 άφησε εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με αμεσότητα και χωρίς υπεκφυγές και ήταν ιδιαίτερα παραστατικός στην λεπτομερέστατη περιγραφή του ως προς τα όσα έζησε κατά τον επίδικο χρόνο. Τα όσα ανέφερε συνάδουν με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό και δεν εντοπίζονται οποιεσδήποτε αντιφάσεις ή υπερβολές στα λεγόμενά του. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε δεν αποκάλυψε οποιαδήποτε κενά ή αντιφάσεις, ούτε έπληξε σε κανένα σημείο την αξιοπιστία του. Δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω το ότι ο μάρτυρας προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του στο σύνολό της.
Ο Μ.Κ.8 άφησε, επίσης, θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Πρόκειται για τρίτο, ανεξάρτητο πρόσωπο το οποίο δεν φαίνεται να έχει κανένα κίνητρο να καταθέσει ψεύδη στο Δικαστήριο εις βάρος του κατηγορούμενου. Η περιγραφή που παρέθεσε ως προς τα όσα έλαβαν χώρα, κατά την επίδικη ημερομηνία, περιλαμβανομένης και της τοποθεσίας που εντόπισε τις παραπονούμενες καθώς και την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, δηλαδή κτυπημένες και σε κατάσταση σοκ, συνάδει πλήρως με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που έχει τεθεί ενώπιον μου και δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης. Αποδέχομαι τον ισχυρισμό του ότι οι παραπονούμενες φαίνονταν να είχαν προηγουμένως καταναλώσει αλκοόλ επειδή μύριζε η αναπνοή τους. Εξήγησε ο ίδιος ότι δεν παρατήρησε κάτι άλλο στη συμπεριφορά τους που να υποδηλώνει ότι ήταν σε τέτοιο βαθμό μεθυσμένες ώστε να παραπαίουν ή να έχουν μειωμένη αντίληψη. Αυτά συνάδουν και με την περιγραφή του Μ.Κ.7, ο οποίος ήταν επίσης παρόν κατά τον ουσιώδη χρόνο (αλλά και των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.5). Περαιτέρω, δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω τη θέση του μάρτυρα ότι κατά το χρόνο λήψης κατάθεσης από τον κατηγορούμενο, ο ίδιος δεν παρατήρησε οποιουσδήποτε τραυματισμούς στο σώμα του, ούτε ο κατηγορούμενος του υπέδειξε τέτοιους τραυματισμούς ώστε να τον παραπέμψει σε ιατρική εξέταση. Εάν ο κατηγορούμενος ήταν τραυματισμένος, υποδείκνυε σωματικές βλάβες στο μάρτυρα ή ζητούσε να εξεταστεί από γιατρό, σαφώς, ο μάρτυρας δεν θα είχε κανένα λόγο να αρνηθεί τέτοια εξέταση από τον κατηγορούμενο, πολλώ δε μάλλον, να αποκρύψει κάτι τέτοιο από το Δικαστήριο. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε δεν κατάφερε να πλήξει την αξιοπιστία του μάρτυρα, ο οποίος, παρέμεινε σταθερός και εν τέλει, πειστικός στα όσα κατέθεσε. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του στο σύνολό της.
Ο κατηγορούμενος δεν άφησε καθόλου θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Δεν υπήρξε σταθερός στις θέσεις του και παρατηρούνται σοβαρές αντιφάσεις και παλινδρομήσεις σε καίρια σημεία της μαρτυρίας του. Η Υπερασπιστική γραμμή που ακολουθήθηκε ήταν συγκεχυμένη με αποτέλεσμα κάποιες υποβολές που τίθεντο στους μάρτυρες κατηγορίας από την Υπεράσπιση (ως θέσεις του κατηγορούμενου), να απέχουν ουσιωδώς από την εκδοχή που εν τέλει ο ίδιος επέλεξε να παραθέσει ενόρκως.
Ειδικότερα, όταν ρωτήθηκε ο κατηγορούμενος από την αστυνομία κατά τη λήψη της κατάθεσής του εάν επιτέθηκε με άσεμνο τρόπο στην V. στην περιοχή που βρίσκεται το κέντρο Monte Caputo αφαιρώντας της το εσώρουχο και αγγίζοντάς την στο στήθος, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι δεν αφαίρεσε το εσώρουχο από τις παραπονούμενες, παρά μόνο τράβηξε το φόρεμα που φορούσε η E., όταν εκείνη τον κλότσησε στα γεννητικά του όργανα. Πρόσθεσε ότι άγγιξε το στήθος της V., όμως όχι με τη βία, αλλά με τη θέλησή της. Επίσης, όταν ρωτήθηκε εάν κατά τον ίδιο χρόνο και τόπο, φίλησε την V. στα χείλη χωρίς τη θέλησή της, απάντησε ότι αποδέχεται ότι τη φίλησε, αλλά ότι ήταν με τη θέλησή της, καθώς βρίσκονταν «πρόσωπο με πρόσωπο». Αντίστοιχες υποβολές έγιναν και προς τους μάρτυρες κατηγορίας από τη συνήγορο του κατηγορούμενου.
Ο κατηγορούμενος, όμως, αποκλίνοντας από την αρχική του θέση, καταθέτοντας στο Δικαστήριο αρνήθηκε τα πιο πάνω. Ανέφερε ότι ουδέποτε άγγιξε το στήθος της V. με το χέρι του και ότι η μόνη σωματική επαφή που είχε με εκείνη, ήταν προηγουμένως, καθώς χόρευαν στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού και τα σώματά τους άγγιξαν το ένα το άλλο, δηλαδή ότι το στέρνο του άγγιξε το στήθος της V. κατά τη διάρκεια του χορού. Επίσης, επέμεινε ότι ουδέποτε φίλησε τη V. στα χείλη. Αντί αυτού, ισχυρίστηκε ότι καθώς χόρευαν, η V. τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο, φιλικά. Εμφανώς, οι θέσεις που προέβαλε στο Δικαστήριο δεν συνάδουν με τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αστυνομία κατά τη λήψη της κατάθεσής του. Ούτε και με τις αντίστοιχες υποβολές που τέθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας.
Όταν του υποδείχθηκαν τα σχετικά σημεία της κατάθεσής του από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, δεν ήταν σε θέση να δώσει κάποια λογική εξήγηση στο Δικαστήριο ως προς τις αποκλίσεις που παρατηρούνται στη μαρτυρία του. Αντιμέτωπος με τις εν λόγω αντιφάσεις, ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία κατά τη λήψη της κατάθεσής του, του υπέβαλε τις θέσεις των παραπονούμενων με γενικό τρόπο και άρα ο ίδιος απαντούσε γενικά, χωρίς να κρίνει σκόπιμο να διευκρινίσει με ποιο τρόπο και πότε άγγιξε το στήθος της V. (ότι ήταν με το στέρνο του και όχι με το χέρι του), ή ότι δεν φίλησε τη V. στα χείλη αλλά ότι εκείνη τον φίλησε στο μάγουλο και ότι όλα έγιναν πριν από το επίδικο περιστατικό. Διαφάνηκε, όμως, ότι δεν έλεγε την αλήθεια. Αντί αυτού, προσπάθησε – άγαρμπα θα έλεγα - να δώσει μια ευφάνταστη, διασταλτική ερμηνεία στις απαντήσεις που καταγράφονται στην κατάθεσή του, η οποία όμως, έπειτα από μια απλή ανάγνωση της κατάθεσής του, δεν αναφύεται ως πειστική ή αληθοφανής, έχοντας, μάλιστα, υπόψη το λεκτικό που χρησιμοποίησε για να απαντήσει τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν σε συνάρτηση με την ξεκάθαρη διατύπωση των εν λόγω ερωτήσεων/υποβολών της αστυνομίας.
Ωστόσο, ακόμη πιο σοβαρή είναι η αστάθεια που παρατηρείται στη μαρτυρία του κατηγορούμενου σε σχέση με το εάν τελικά κτύπησε τις παραπονούμενες ή όχι. Καταθέτοντας στο Δικαστήριο, ο ίδιος ανέφερε ότι δεν κτύπησε τις παραπονούμενες. Τις παρακάλεσε ευγενικά και ήρεμα να βγουν από το όχημά του, επειδή του ζήτησαν εάν μπορεί να τους εξεύρει ναρκωτικά, και εκείνες τότε του επιτέθηκαν. Με τη σειρά του πρόταξε τα χέρια του για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να αποφύγει έτσι τα κτυπήματά τους (η E. τον τραβούσε από τη φανέλα και η V. του έριχνε πέτρες, ως ισχυρίστηκε) και έπειτα μπήκε στο όχημά του και έφυγε. Ισχυρίστηκε πως δεν γνωρίζει πώς προκλήθηκαν οι σωματικές βλάβες που κατ’ ισχυρισμό υπέστησαν οι παραπονούμενες γιατί ο ίδιος είχε φύγει από το σημείο, χωρίς να τις τραυματίσει με οποιονδήποτε τρόπο.
Αυτή, όμως, η θέση του, η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την κατάθεσή του στο Δικαστήριο και η οποία -βολικά- αποσκοπεί στο να εξαλείψει οποιαδήποτε εμπλοκή του στην πρόκληση των σωματικών βλαβών στις παραπονούμενες (και κατ’ επέκταση οποιαδήποτε συζήτηση περί εφαρμογής της υπεράσπισης της αυτοάμυνας), δεν συνάδει με τα όσα ο κατηγορούμενος κατέθεσε στην αστυνομία αμέσως μετά το επίδικο περιστατικό ή ακόμη και με τις θέσεις που υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας από την πλευρά της Υπεράσπισης κατά την αντεξέτασή τους. Πρόκειται για μια ουσιώδη αλλαγή στην Υπερασπιστική γραμμή που κτίστηκε προηγουμένως από τη συνήγορο Υπεράσπισης (ήτοι ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε υπό καθεστώς αυτοάμυνας) η οποία προβάλλει ως μια από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις και παλινδρομήσεις στη μαρτυρία του, καθιστώντας την αυτόματα ως μη πειστική ή αληθοφανή.
Ειδικότερα, σε διάφορα σημεία της κατάθεσής του στην αστυνομία, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι άρχισε να τσακώνεται με τις παραπονούμενες, όταν εκείνες του επιτέθηκαν πρώτες, και ότι τις κτύπησε στην προσπάθειά του να αμυνθεί. Μάλιστα, ερωτώμενος ως προς το πώς προκλήθηκε το κάταγμα στέρνου στην Elizabete, απάντησε ότι εκείνη έπεσε στο έδαφος καθώς τσακώνονταν (την είχε τραβήξει από το φόρεμα) και ίσως εκείνη να κτύπησε τότε. Συγκεκριμένα, κατά την ανακριτική του κατάθεση[31], απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις ανέφερε: «Then we started fighting, E. jumped from the driver’s door”, “I just fighted with them because they wouldn’t get out of the car and they attacked me”, “[E.] fell after we were fighting”, “They hit me too and I fought back. I was defending myself”.
Επίσης, αμέσως έπειτα από την αναγνωριστική παράταξη που διενεργήθηκε στις 27.05.24 και αφού ο κατηγορούμενος αναγνωρίστηκε από τη V. ως το πρόσωπο που της επιτέθηκε, ο κατηγορούμενος ανέφερε στην αστυφύλακα (M.K.1) ότι ο ίδιος την κτύπησε, αφού εκείνη τον κτύπησε πρώτη (“She hit me first and after I hit her”[32]). Η δήλωση αυτή δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.1.
Σημειώνω, επίσης, ότι κατά την αντεξέτασή του, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι η E. αφού τον κτύπησε στα γεννητικά όργανα, άρχισε να τρέχει και έπεσε στο έδαφος (χωρίς, όμως, ο κατηγορούμενος να γνωρίζει εάν κτύπησε ή όχι από το πέσιμο) ενώ στην κατάθεσή του στην αστυνομία, ο ίδιος ανέφερε ότι την τράβηξε από το φόρεμα και η Elizabete έπεσε κάτω στο έδαφος, και ότι ίσως τότε να προκλήθηκε το κάταγμα στο στέρνο της.
Περαιτέρω, κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, υποβλήθηκε η θέση από τη συνήγορο Υπεράσπισης ότι τα τραύματα που προκλήθηκαν στις παραπονούμενες οφείλονται στην άρνησή τους να κατεβούν από το όχημα του κατηγορούμενου, όταν εκείνος τους το ζήτησε. Υποβολή η οποία συμπλέει με τις θέσεις που ο ίδιος παρέθεσε στην αστυνομία κατά την ανακριτική του κατάθεση, αλλά όχι με τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο.
Αντεξεταζόμενος ο κατηγορούμενος, διαισθανόμενος ότι τα όσα ανέφερε στην αστυνομία δεν συνάδουν με τις θέσεις που προέβαλε στο Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ψευδώς ότι οι αναφορά του στη λέξη «fight» δεν θα έπρεπε να ερμηνευτεί ως ενέργεια που περιγράφει σωματικής φύσεως επίθεση, αλλά μόνο «λεκτικής». Ότι, δηλαδή, τσακώθηκε μαζί τους προφορικά. Μια απλή ανάγνωση της κατάθεσής του, όμως, εκθεμελιώνει αυτό το επιχείρημα, εφόσον κατ’ αρχάς, η λέξη «fight» συχνά χρησιμοποιείται από τον ίδιο σε εναλλαγή με τη λέξη «hit» που, σαφώς, σημαίνει σωματικό κτύπημα (και δεν παραπέμπει σε λεκτική αντιπαράθεση). Παράλληλα, οι απαντήσεις του θα πρέπει να ιδωθούν σε συνάρτηση με τις ερωτήσεις/ υποβολές που του γίνονταν από την αστυνομία και υπό το πρίσμα του ότι κατέθετε ως ύποπτος για τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων, περιλαμβανομένης της πρόκλησης σωματικής βλάβης στις παραπονούμενες. Για παράδειγμα, του υποβλήθηκε η θέση από την αστυνομία ότι στις 21.05.24 και περί η ώρα 2:00 στην περιοχή Monte Caputo, ο ίδιος κτύπησε με τα χέρια του τη V. και την E. προκαλώντας του πραγματική σωματική βλάβη και ο κατηγορούμενος απάντησε: «They hit me too and I fought back. I was defending myself”. Η εν λόγω απάντηση του, όπως και άλλες του απαντήσεις κατά την κατάθεσή του στην αστυνομία, δεν επιτρέπουν την αποδοχή της ερμηνείας που ο ίδιος μετέπειτα επιχείρησε να δώσει στο Δικαστήριο. Δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτό ότι, υπό αυτές τις περιστάσεις, ο κατηγορούμενος θεώρησε ορθό να παραθέσει στην αστυνομία ισχυρισμούς όπως το ότι άρχισε να τσακώνεται με τις παραπονούμενες, επειδή οι ίδιες τον κτύπησαν πρώτες και να εννοούσε, στην πραγματικότητα, ότι ο εν λόγω τσακωμός ήταν λεκτικός, χωρίς να το αναφέρει ρητά.
Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι η θέση που προέβαλε κατά το στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης ήταν ότι κτύπησε τις παραπονούμενες υπό καθεστώς αυτοάμυνας, επειδή εκείνες τον κτύπησαν πρώτες, ενώ – για δικούς του λόγους- οπισθοχωρώντας από την εν λόγω θέση, στο εδώλιο του μάρτυρα, ισχυρίστηκε ότι δεν κτύπησε στις παραπονούμενες και δεν μπορεί να γνωρίζει πώς προκλήθηκαν οι τραυματισμοί τους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μπορεί και να τους προκάλεσαν οι ίδιες μόνες τους ή να προκλήθηκαν από κάποιο τρίτο άγνωστο πρόσωπο, εντός των ολίγων λεπτών που μεσολάβησαν μέχρι να φθάσει στο σημείο ο Μ.Κ. 7.
Δεν θεωρώ ότι χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω. Οι πιο πάνω αντιφάσεις είναι τόσο ουσιώδεις που εξαλείφουν οποιοδήποτε βαθμό πειστικότητας στα λεγόμενα του κατηγορούμενου. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε άλλο ενώπιον μου που να δύναται να περισώσει την αξιοπιστία της μαρτυρίας του κατηγορούμενου, η οποία έχει κλονιστεί βαθύτατα. Έπεται, ότι η μαρτυρία του κρίνεται αναξιόπιστη και απορρίπτεται.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου σε συνάρτηση με τα παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:
- Στις 20.05.24 το βράδυ, η V., η οποία κατάγεται από τη Λετονία και βρισκόταν στην Κύπρο για διακοπές επισκεπτόμενη τη φίλη της E., αποφάσισε να βγει βόλτα με τη φίλη της στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού. Κάθονταν σε ένα παγκάκι, κατανάλωναν αλκοόλ και άκουγαν μουσική από το κινητό τους, όταν από το σημείο πέρασε περπατώντας ο κατηγορούμενος. Η V. τον χαιρέτησε και έτσι άρχισαν να συζητούν. Η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν ευχάριστη και οι κοπέλες τον εμπιστεύτηκαν να τις μεταφέρει με το όχημά του κάπου για να φάνε.
- Μετέβηκαν με το όχημα του κατηγορούμενου σε ένα ταχυφαγείο, το οποίο ήταν ανοικτό εκείνη την ώρα και ο κατηγορούμενος κέρασε το φαγητό στις δύο κοπέλες. Αφού έφαγαν, ο κατηγορούμενος προθυμοποιήθηκε να τις μεταφέρει στο διαμέρισμα όπου διέμεναν.
- Στη διαδρομή και ενώ ο κατηγορούμενος οδηγούσε, τοποθέτησε το αριστερό του χέρι πάνω στο πόδι της V., η οποία καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Έπειτα, «απότομα» ο κατηγορούμενος τοποθέτησε το χέρι του μέσα από το φόρεμα της και άγγιξε το στήθος της, προσπαθώντας να το χαϊδέψει. Τότε, η V., η οποία δεν ανέμενε αυτή την ενέργεια του κατηγορούμενου, ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να τον απωθήσει, μη επιτρέποντας στον κατηγορούμενο να συνεχίσει.
- Τότε ο κατηγορούμενος θύμωσε και ζήτησε από την V. να πάνε μαζί στο δάσος να κάνουν έρωτα στα γρήγορα ενώ η φίλη της θα παρέμενε στο όχημα. Η V. αρνήθηκε λέγοντάς του «όχι σήμερα, αύριο» με σκοπό να τον καθησυχάσει.
- Στο άκουσμα της άρνησης της, ο κατηγορούμενος αύξησε ταχύτητα, έκανε απότομα κάποιες στροφές με το όχημά του και σταμάτησε το αυτοκίνητο σε ένα απόμερο σημείο του δρόμου (σε ένα παράδρομο του αυτοκινητόδρομου), όπου δεν υπήρχαν φώτα. Ο κατηγορούμενος κατέβηκε από το αυτοκίνητο, μετέβη στην πλευρά του συνοδηγού όπου καθόταν η V., άνοιξε την πόρτα και άρχισε να την τραβά με βία από τα πόδια για να την βγάλει από το αυτοκίνητο. Η E., η οποία καθόταν στο πίσω κάθισμα, προσπαθούσε να την κρατήσει εντός του οχήματος.
- Ο κατηγορούμενος κατάφερε να τραβήξει την V. με βίαιο τρόπο έξω από το όχημα, σέρνοντάς την στο έδαφος. Ενώ βρισκόταν στο έδαφος, κάθισε από πάνω της και με τα χέρια του την κρατούσε από το λαιμό. Την φιλήσε στα χείλη ενώ η μάρτυρας δεν μπορούσε να κινηθεί ή να τον σπρώξει.
- Την ίδια ώρα, η E., βγήκε από το όχημα και προσπάθησε να απωθήσει τον κατηγορούμενο ο οποίος βρισκόταν πάνω από την V., σπρώχνοντάς τον. Ο κατηγορούμενος, τότε, άφησε τη V. και άρπαξε την E. Tην έσυρε με βία σπρώχνοντάς την στο έδαφος και κάθισε από πάνω της, κτυπώντας την. H E. αντιστεκόταν και καθώς οι δυο τους πάλευαν, με την E. να είναι στο έδαφος και με τον κατηγορούμενο να κάθετε από πάνω της, η V. σηκώθηκε και επιχείρησε να απωθήσει τον κατηγορούμενο από τη φίλη της και πάλι σπρώχνοντάς τον.
- Τότε, ο κατηγορούμενος στράφηκε και πάλι προς τη V., σηκώθηκε από πάνω από την E. και έσπρωξε τη V. στο έδαφος. Καθώς βρισκόταν από πάνω της, και ενώ η V. προσπαθούσε να αντισταθεί, ο κατηγορούμενος της έβγαλε το εσώρουχο (κάτω από το φόρεμα που φορούσε) και τις παντόφλες της, χωρίς όμως να πράξει οτιδήποτε άλλο.
- Την άφησε και στράφηκε ξανά προς την E., η οποία και πάλι προσπαθούσε να σώσει τη φίλη της. Καθ’ όλη τη διάρκεια, οι γυναίκες προσπάθησαν να αντισταθούν και να απωθήσουν τον κατηγορούμενο από πάνω τους ενώ εκείνος τους επιτίθετο και τις κτυπούσε με τα χέρια του.
- Κάποια στιγμή, ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν πάνω από την E., η V. έψαξε στη τσάντα της, η οποία ήταν κρεμασμένη στον ώμο της, βρήκε το τηλέφωνό της, το οποίο λειτουργούσε ακόμη, παρά το ότι είχε ελάχιστη μπαταρία. Πήρε αρχικά τηλέφωνο την αδελφή της E., την A., αλλά εκείνη δεν απάντησε το τηλέφωνο. Τότε δοκίμασε να τηλεφωνήσει στο σύζυγό της A., τον S., τον οποία γνώριζε από παιδική ηλικία και ο οποίος απάντησε το τηλέφωνο. Αναστατωμένη του ζήτησε να έρθει αμέσως στο σημείο. Εκείνος της ζήτησε να του αποστείλει ηλεκτρονικά την τοποθεσία στην οποία βρισκόταν και έκλεισαν το τηλέφωνο. Κατάφερε να του στείλει την τοποθεσία μέσω εφαρμογής τηλεφώνου (“What’s up”) και τότε το τηλέφωνό της έκλεισε λόγω έλλειψης μπαταρίας. Η ώρα ήταν 01:34 το πρωί της επόμενης μέρας, ήτοι στις 21.05.24.
- Μόλις ο κατηγορούμενος άκουσε τη V. να μιλά στο τηλέφωνο και να καλεί βοήθεια, έτρεξε προς το όχημά του και το εκκίνησε με ταχύτητα. Ο κατηγορούμενος στην προσπάθειά του να φύγει από το μέρος, οδήγησε το όχημά του προς την κατεύθυνσή της V., η οποία βρισκόταν στο έδαφος. Εκείνη βλέποντας το όχημα να έρχεται προς την κατεύθυνσή της, προσπάθησε να σηκωθεί για να το αποφύγει και ενώ ήταν γονατιστή, ο κατηγορούμενος την κτύπησε με το πλαϊνό μέρος του μπροστινού προφυλακτήρα στο εσωτερικό μέρος του γονάτου της. Από το κτύπημα η V. σπρώχτηκε προς τα πίσω ενώ ο κατηγορούμενος έφυγε οδηγώντας και εγκαταλείποντάς τις εκεί.
- Η V. πλησίασε τη φίλη της, η οποία έκλαιγε και φώναζε και οι δυο τους κρύφτηκαν μέσα στους θάμνους. Ήταν και οι δύο σε κατάσταση σοκ, πανικόβλητες και δεν μίλησαν μεταξύ τους, πέραν της αναφοράς της V. ότι είχε τηλεφωνήσει στον S. Λίγο αργότερα κατέφθασε στο σημείο ο S. Αρχικά, όταν είδε τα φώτα του αυτοκινήτου του S., η V. φοβήθηκε να πλησιάσει γιατί δεν γνώριζε εάν ήταν ο S. ή εάν επέστρεψε ο κατηγορούμενος. O S. οδηγούσε φοβισμένος, λόγω του ότι ο δρόμος ήταν απόμερος και υπήρχε σκοτάδι. Με τα φώτα του οχήματός του είδε κηλίδες αίματος στο δρόμο καθώς και ένα πεταμένο εσώρουχο και μια παντόφλα, η οποία άνηκε στη V. Φώναζε τα ονόματα των δύο γυναικών, και αυτές μόλις κατάλαβαν ότι επρόκειτο για το S., έτρεξαν προς το μέρος του. Λίγα λεπτά αργότερα έφθασε και περιπολικό της αστυνομίας.
- Κατόπιν προτροπής της αστυνομίας, ο S. μετέφερε τις δύο γυναίκες στο τμήμα πρώτων βοηθειών του Νοσοκομείου Λεμεσού. Φτάνοντας στο νοσοκομείο, έκαναν εγγραφή και περίμεναν στο χώρο αναμονής μέχρι να τις εξετάσει κάποιος γιατρός. Περίμεναν εκεί για περίπου 1,5 ώρα και εφόσον ακόμη δεν είχαν κληθεί για εξέταση αποφάσισαν να φύγουν και να πάνε στο σπίτι της αδελφής της E., A., για να ξεκουραστούν, να κάνουν μπάνιο και να κοιμηθούν.
- Στις 21.03.24 μετέβηκαν ξανά στο νοσοκομείο για εξέταση. Η V. έλαβε εξιτήριο την ίδια μέρα ενώ η E., λόγω των τραυμάτων της, χρειάστηκε να παραμείνει για παρακολούθηση και εξήλθε του νοσοκομείου την επόμενη μέρα.
- Από την ιατρική εξέταση που έλαβε χώρα, διαπιστώθηκε ότι η E. έφερε εκχυμώσεις στην περιοχή του δεξιού ώμου-βραχίονα, πολλαπλές εκχυμώσεις- εκδορές δεξιού αντιβραχίονα, αγκώνα και βραχίονα, πολλαπλές εκδορές στην περιοχή της θωρακικής και οσφυϊκής μοίρας, εκδορές στην περιοχή του αριστερού αγκώνα, πολλαπλές εκδορές με εγκαύματα τριβής γονάτων και κνήμης και εκδορές στην περιοχή του δεξιού γλουτού. Επίσης, παρατηρήθηκε άλγος στην περιοχή του δεξιού θωρακικού και κατόπιν ακτινολογικών εξετάσεων διαγνώσθηκε ότι έφερε οξύ κάταγμα στέρνου. Συγκεκριμένα, υπήρχε μία μικρή γωνίωση στο κάτω μέρος του σώματος του στέρνου.
- Σε σχέση με την V. V., διαπίστωσε ότι έφερε εγκαύματα τριβής δεξί και αριστερού γονάτου κνήμης πρόσθειας επιφάνειας, αιμάτωμα περιοχής αριστερού γονάτου έσω επιφάνειας και εκχυμώσεις αριστερού βραχίονα έσω επιφάνειας.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται[33].
Α. ΕΠΙΘΕΣΗ ΠΡΟΚΑΛΟΥΣΑ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορίες για κοινή επίθεση, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Π.Κ., για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Π.Κ. και για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 231 του Π.Κ. Λόγω του θεματικού συσχετισμού των εν λόγω κατηγοριών, σε συνάρτηση πάντοτε με τα γεγονότα της υπόθεσης, ως έχουν αυτά αποκρυσταλλωθεί πιο πάνω, κρίνω ορθό όπως εξεταστούν μαζί:
Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη, που γίνεται με πρόθεση ή με απερισκεψία (recklessly), να προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο το φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του[34]. Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας από κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του. Απαγορεύει τη χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα, δηλαδή παρανόμως (unlawfully).
Σε σχέση με το νοητικό στοιχείο της επίθεσης (mens rea), σχετική είναι η υπόθεση Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574 όπου λέχθηκε ότι ο νόμος δεν συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση χρήσης βίας. Με αυτή την έννοια, η διάπραξη του αδικήματος θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο εκεί που υπάρχει πρόθεση χρήσης βίας αλλά και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος ενεργεί με απερισκεψία. Η απερισκεψία καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, αφού συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κινδύνου, παρά ταύτα προβαίνει στις ενέργειες του[35].
Τα ζητήματα αυτά δεν είναι πάντοτε δεκτικά θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ως αναγόμενα στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου μπορεί να αποδειχθούν με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση.
Όσον αφορά την διάπραξη του αδικήματος της επίθεσης με την οποία προκαλείται «πραγματική σωματική βλάβη», αυτό που χρειάζεται να αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, πέραν από την «επίθεση» προς άλλο πρόσωπο είναι και η πρόκληση, λόγω αυτής, «πραγματικής σωματικής βλάβης» στο θύμα.
Ως προς το τί συνιστά «πραγματική σωματική βλάβη», στην υπόθεση Γεωργιάδης ν. Αστυνομίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 56 αναφέρεται ότι μια επιπόλαια εκδορά στο πρόσωπο και κοκκίνισμα, αρκούν για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.
Στρεφόμενος στο αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ως προκύπτουν από το λεκτικό του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, είναι:
1. Η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης σε άλλον.
2. Το πιο πάνω να γίνεται παράνομα.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η λέξη «παράνομα» αποδίδει πράξη η οποία γίνεται χωρίς έρεισμα στο Νόμο. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει νόμιμη δικαιολογία για την τέλεση της όπως π.χ. αυτοάμυνα ή προστασία τρίτων προσώπων και περιουσίας (Βλ. Archbold Criminal Evidence & Practice, 2001, παρ. 19 – 210).
Το συγκεκριμένο αδίκημα δεν έχει ως συστατικό στοιχείο την ειδική πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Ότι χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος παράνομα και θεληματικά με κάποιας μορφής επίθεση προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη, έστω και αν δεν είχε ειδική πρόθεση να προκαλέσει τέτοιου είδους βλάβη στο θύμα. Αρκεί ακόμα και η αδιαφορία για τις συνέπειες της πράξης του που έχουν ως αποτέλεσμα να προκληθεί βαριά σωματική βλάβη[36].
Ο όρος «βαριά σωματική βλάβη» ερμηνεύεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο:
«βαριά σωματική βλάβη» σημαίνει σωματική βλάβη που ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό ή επικίνδυνη σωματική βλάβη ή που επιφέρει ή που πρόκειται να επιφέρει σοβαρή ή μόνιμη βλάβη στην υγεία ή την άνεση ή που εκτείνεται μέχρι τη μόνιμη παραμόρφωση ή τη νόμιμη ή σοβαρή βλάβη εξωτερικού ή εσωτερικού σωματικού οργάνου, μεμβράνης ή αίσθησης»
Στην Αχτάρ κ.α. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397 λέχθηκε ότι στην έννοια της βαριάς σωματικής βλάβης αποδίδεται η συνήθης γραμματική έννοια. Αναφέρθηκε με παραπομπή στην D.P.P. v. Smith [1960] 44 Cr.App.R. 261 και στο σύγγραμμα Archbold:Criminal Pleading, Evidence and Practice, έκδοση 2007 σελ. 1858, παρ. 19-206, ότι δεν είναι αναγκαίο η βαριά σωματική βλάβη να είναι είτε μόνιμη, είτε επικίνδυνη. Στο ίδιο δε σύγγραμμα αναφέρεται επίσης ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για να θεωρηθεί μια βλάβη ως «βαριά», το θύμα να χρειάζεται θεραπεία ή η βλάβη να έχει συνέπειες, οι οποίες να έχουν διάρκεια. Στο σύγγραμμα Blackstone’s, Criminal Practice, έκδοση 2018 σελ. 269 αναφέρεται περαιτέρω ότι ένας αριθμός τραυμάτων που το καθένα τους είναι ελαφρύ («minor») μπορεί να θεωρηθεί ως βαριά σωματική βλάβη[37].
Στην Evripides Christou ν. The Police (1972) 2 CLR 38 αποφασίστηκε πως το κάταγμα παγίδας το οποίο ήταν επώδυνο και ανάγκασε το θύμα να παραμείνει στο Νοσοκομείο για δύο ημέρες ήταν σοβαρός τραυματισμός της άνεσης του θύματος και, συνεπώς, βαριά σωματική βλάβη εν τη εννοία του άρθρου 4. Στην υπόθεση Patatinis v. Police (1985) 2 CLR 110 ο κατηγορούμενος όρμισε προς το θύμα και το γρονθοκόπησε στο μέτωπο με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να σπάσει κόκαλο του αριστερού χεριού το οποίο έπρεπε να τοποθετηθεί σε γύψο. Κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ορθά ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για το αδίκημα του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα παρά το γεγονός ως και το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το σπάσιμο δεν προκλήθηκε από κτύπημα προορισμένο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της πτώσης του θύματος μετά την γροθιά. Υπό το φως των δοσμένων περιστάσεων κρίθηκε ότι ο δράστης ήθελε την απλή σωματική βλάβη, πλην όμως, αδιαφόρησε για τα παραπέρα αποτελέσματα της πράξης του. Στην υπόθεση Γεώργιος Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 463 το κάταγμα ρινικών οστών, μεταξύ άλλων κακώσεων, κρίθηκε ότι συνιστά βαριά σωματική βλάβη[38].
Στην βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, απόρροια της αξιολόγησης της μαρτυρίας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στη Vlada και στην Elizabete, σέρνοντάς τις στο έδαφος με βίαιο τρόπο, σπρώχνοντάς τις και κτυπώντας τις με τα χέρια του.
Από τις ενέργειές του προκύπτει αβίαστα ότι ο κατηγορούμενος είχε την απαραίτητη πρόθεση χρήσης βίας εναντίον των δύο γυναικών, αφού αυτό ήταν και το φυσικό επακόλουθο των πράξεων του.
Όσον αφορά την εισήγηση της πλευράς της Υπεράσπισης ότι οι ενέργειες του κατηγορούμενου ήταν νόμιμες εφόσον ο ίδιος ενεργούσε σε «αυτοάμυνα»[39], δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Βάσει των ευρημάτων του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι εγειρόταν οποιαδήποτε ανάγκη άμυνας από μέρους του κατηγορούμενου για επικείμενη ή υπό εξέλιξη επίθεση που δεχόταν από τις παραπονούμενες.
Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος αφού κτύπησε τις παραπονούμενες, και ενώ λόγω του προχωρημένου της ώρας, υπήρχε σκοτάδι και πολύ περιορισμένη ορατότητα στο συγκεκριμένο σημείο, εισήλθε στο όχημά του, φεύγοντας με ταχύτητα και απότομα. Στην προσπάθειά του να φύγει, κατεύθυνε το όχημά του προς το σημείο που βρισκόταν η V. ξαπλωμένη και κτυπημένη στο έδαφος. H V. επιχείρησε να σηκωθεί για να αποφύγει το όχημα αλλά δεν πρόλαβε και ενώ ήταν ακόμη γονατιστή, κτυπήθηκε από τον μπροστινό προφυλακτήρα του οχήματος του κατηγορούμενου με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο εσωτερικό μέρος του αριστερού της γονάτου.
Συνάγεται ότι, σε αυτή την περίπτωση, ο κατηγορούμενος ενήργησε με απερισκεψία εφόσον ο κίνδυνος πρόκλησης σωματικής βλάβης στη V., υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, θα ήταν πασιφανής σε κάθε ευλόγως ενεργούντα. Το γεγονός ότι εκκίνησε το όχημα του με ταχύτητα, μέσα στο σκοτάδι, κατευθύνοντάς το προς την κατεύθυνση όπου βρισκόταν η V., κτυπημένη στο έδαφος, καταδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε εκούσια και αδιαφορώντας (recklessly) ως προς τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του, που δεν ήταν άλλες, βεβαίως, από την πρόκληση σωματικής βλάβης σε αυτή.
Πληρούνται, λοιπόν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της επίθεσης.
Απόρροια των πράξεων του ήταν να τραυματιστούν οι δύο γυναίκες. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται πιο πάνω, στην E. προκλήθηκαν οι εξής σωματικές βλάβες:
- εκχυμώσεις στην περιοχή του δεξιού ώμου-βραχίονα,
- πολλαπλές εκχυμώσεις- εκδορές δεξιού αντιβραχίονα, αγκώνα και βραχίονα,
- πολλαπλές εκδορές στην περιοχή της θωρακικής και οσφυϊκής μοίρας,
- εκδορές στην περιοχή του αριστερού αγκώνα,
- πολλαπλές εκδορές με εγκαύματα τριβής γονάτων και κνήμης και εκδορές στην περιοχή του δεξιού γλουτού, καθώς και
- οξύ κάταγμα στέρνου.
Έχοντας υπόψη μου τις νομολογιακές αρχές που παρατίθενται πιο πάνω, ως προς τον τρόπο διαβάθμισης της σοβαρότητας των εκάστοτε τραυματισμών και κατηγοριοποίησής τους σε «πραγματική» ή «βαριά» σωματική βλάβη, κρίνω ότι οι διάφορες εκδορές, εκχυμώσεις και εκδορές με εγκαύματα τριβής τις οποίες υπέστη η Elizabete εμπίπτουν στην κατηγορία της «πραγματικής σωματικής βλάβης».
Το κάταγμα στέρνου, όμως, είναι σαφώς σοβαρότερης μορφής σωματική βλάβη (για αυτό το λόγο εξάλλου η E. χρειάστηκε να διανυκτερεύσει στο νοσοκομείο για περίθαλψη και παρακολούθηση) και εμπίπτει αφ’ εαυτού (αλλά και συνολικά ιδωμένο με τους υπόλοιπους τραυματισμούς) στην έννοια της «βαριάς σωματικής βλάβης».
Πληρούνται, συνεπώς, σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών αρ. 4, 5 και 6.
Στην V. προκλήθηκαν οι εξής σωματικές βλάβες:
- εγκαύματα τριβής δεξί και αριστερού γονάτου κνήμης πρόσθειας επιφάνειας,
- αιμάτωμα περιοχής αριστερού γονάτου έσω επιφάνειας, και
- εκχυμώσεις αριστερού βραχίονα έσω επιφάνειας.
Έχοντας μελετήσει το είδος των τραυματισμών που υπέστη η V., την περιορισμένη ιατρική περίθαλψη που χρειάστηκε να λάβει για την αντιμετώπισή τους και το βαθμό του πόνου που της προκλήθηκε λόγω αυτών, κρίνω ότι οι εν λόγω τραυματισμοί, αν και σαφώς δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ελαφράς μορφής, εντούτοις δεν προκύπτει ότι είναι τέτοιας σοβαρότητας (ο κάθε τραυματισμός από μόνος του ή συνολικά ιδωμένοι) ώστε να εντάσσονται με ασφάλεια στην κατηγορίας της «βαριάς σωματικής βλάβης», ως αναλύεται πιο πάνω. Κατά την κρίση μου, οι τραυματισμοί που υπέστη η V., συγκριτικά λιγότερο σοβαροί από αυτούς που υπέστη η E., εντάσσονται στην κατηγορία της «πραγματικής σωματικής βλάβης» και για σκοπούς διαβάθμισης της σοβαρότητάς τους, εντός αυτής της κατηγορίας, κρίνονται ως σχετικά υψηλής σοβαρότητας.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής ως προς το είδος της σωματικής βλάβης που υπέστη η V., προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο ενδείκνυται η τροποποίηση του κατηγορητηρίου από το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο με την τροποποίησης της 11ης κατηγορίας, απαλείφοντας την κατηγορίας πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης στη βάση του άρθρου 231 του Π.Κ. και αντικατάστασής της με την κατηγορία πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης στη βάση του άρθρου 243 του Π.Κ..
Η εξουσία του Δικαστηρίου για το πιο πάνω ζήτημα διέπεται από το άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Σχετικές, ως προς την εφαρμογή του άρθρου αυτού, είναι οι αποφάσεις Χρυστοστόμου ν. Αστυνομίας 24 CLR 192 και Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 458.
Στην προκειμένη περίπτωση, έχει αποδειχθεί η διάπραξη από τον κατηγορούμενο του αδικήματος της επίθεσης με την οποία προκλήθηκε πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα. Κρίνω ότι δεν είναι δυνατή η καταδίκη του κατηγορούμενου για το αδίκημα αυτό χωρίς προηγούμενη τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Η προβλεπόμενη ποινή για το εν λόγω αδίκημα δεν υπερβαίνει την ποινή που προβλέπεται από το άρθρο 231 του Π.Κ. (το οποίο είναι σοβαρότερο) ενώ καμία δυσμένεια δεν θα προκληθεί στον κατηγορούμενο από την εν λόγω τροποποίηση αφού οι λεπτομέρειες του αδικήματος παραμένουν ουσιαστικά οι ίδιες – το μόνο που αλλάζει είναι η κατηγορία ταξινόμησης της σωματικής βλάβης που υπέστη η Vlada, κατόπιν σχετικής εκτίμησης του Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, η υπεράσπιση του κατηγορούμενου δεν θα ήταν διαφορετική αν εξαρχής το κατηγορητήριο αναφερόταν σε επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη βάσει του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα.
Συνεπώς, προχωρώ σε ανάλογη τροποποίηση της 11ης κατηγορίας ως εξής:
ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Αρ. κατηγορίας 11
Επίθεση με την οποία προκλήθηκε πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 5(α) (Πίνακας – αδίκημα 34) και 11 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021, ως έχουν τροποποιηθεί.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο κατηγορούμενος την 21η Μαΐου 2024 στον Πύργο της Επαρχίας Λεμεσού, προκάλεσε παράνομα πραγματική σωματική βλάβη στη V. V. από τη Λετονία, δηλαδή εγκαύματα τριβής και αιμάτωμα σε διάφορα μέρη του σώματός της.
Συνακόλουθα, κρίνω ότι πληρούνται σωρευτικά και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κατηγορίας 11, ως αυτή έχει τροποποιηθεί αλλά και της κατηγορίας αρ.12.
Β. ΑΣΕΜΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης του άρθρου 151 του Π.Κ. απαιτείται να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Επιτέθηκε (assault), (β) Άσεμνα (indecently), (γ) Παράνομα (unlawfully), (δ) Εναντίον γυναίκας.
Ως προς τον όρο «επίθεση» για τους σκοπούς του άρθρου 151[40] του Π.Κ. αρκούντως κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την αγγλική απόφαση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L.:
«it is self evident, that the first stage in the proof of the offence is for the prosecution to establish an assault. The «assault» usually relied upon is a battery, the species of assault, conveniently described by Lord Lane C.J. in Faulkner v. Talbot [1981] 1 W.L.R. 1528, 1534 as «any intentional touching of another person without the consent of that person and without lawful excuse. It need not necessarily be hostile or rude or aggressive, as some of the cases seem to indicate». But the «assault» relied upon need not involve any physical contact but may consist merely of conduct which causes the victim to apprehend immediate and unlawful personal violence. In the case law on the offence of indecent assault, both categories of assault feature».
Όσον αφορά το δεύτερο συστατικό στοιχείο, εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον το αποτέλεσμα της επίμαχης συμπεριφοράς ήταν τόσο προσβλητικό στα εκάστοτε ισχύοντα επίπεδα σεμνότητας (ευπρέπειας) και ιδιωτικότητας, ούτως ώστε η υπό κρίση επίθεση να καθίσταται άσεμνη (απρεπής)[41].
Σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της «παρανομίας», αυτό στοιχειοθετείται όταν καταδειχθεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά του δράστη έγινε χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία (lawful excuse)[42].
Στην προκειμένη περίπτωση, βάσει των ευρημάτων του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος καθώς οδηγούσε το όχημά του, στο οποίο η V. επέβαινε στη θέση του συνοδηγού, τοποθέτησε το αριστερό του χέρι πάνω στο πόδι της V., η οποία καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Έπειτα, απότομα, και χωρίς η V. να προλάβει να αντιληφθεί τί γινόταν, ο κατηγορούμενος τοποθέτησε το χέρι του μέσα από το φόρεμα της και άγγιξε το στήθος της, προσπαθώντας να το χαϊδέψει. Τότε, η V., η οποία δεν ανέμενε αυτή την ενέργεια του κατηγορούμενου, ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να τον απωθήσει, μη επιτρέποντας στον κατηγορούμενο να συνεχίσει.
Προκύπτει αβίαστα από τα πιο πάνω, ότι η ενέργεια του κατηγορούμενου να αγγίξει απότομα το στήθος της παραπονούμενης, η οποία ως ενέργεια εμπίπτει εντός της έννοιας της «επίθεσης» ήταν συνειδητή και ηθελημένη και άρα ότι ο ίδιος είχε την απαιτούμενη πρόθεση να επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα. Η V., με την προηγούμενη συμπεριφορά της, δεν είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για κάτι τέτοιο και άρα η εν λόγω πράξη έγινε χωρίς νόμιμη δικαιολογία. Παράλληλα, στην απουσία συγκατάθεσης, η πράξη αυτή απολήγει ως προσβλητική σε συνάρτηση με τα ισχύοντα επίπεδα σεμνότητας και θα θεωρείτο, υπό τις περιστάσεις, από κάθε ορθά σκεπτόμενο άνθρωπο ως απρεπής και άρα ως «άσεμνη».
Δεν μου διαφεύγει βεβαίως ότι προηγουμένως το ίδιο βράδυ, η V. είχε χαιρετήσει τον κατηγορούμενο, τον κάλεσε στην παρέα τους, του πρόσφερε ποτό, κουβέντιασαν και αποδέχθηκε να μπει στο όχημά του ώστε να τη μεταφέρει, μαζί με την E., σε κάποιο ταχυφαγείο και έπειτα στο διαμέρισμα τους. Αντιλαμβάνομαι ότι τα γεγονότα ως εκτυλίχθηκαν ευλόγως έδωσαν στον κατηγορούμενο την εντύπωση ότι ενδεχομένως η σχέση που μόλις είχε δημιουργηθεί με τη V. και βρισκόταν ακόμη σε φιλικό επίπεδο να εξελισσόταν σε ερωτικής φύσεως. Όμως, στην συγκεκριμένη περίπτωση, και ειδικότερα με τον απότομο τρόπο με τον οποίο επήλθε το άγγιγμα στο στήθος, η V. δεν φαίνεται να προέβη σε κάποια ενέργεια ή συμπεριφορά που να επέτρεπε στον κατηγορούμενο να θεωρήσει εύλογα ότι εκείνη συγκατατίθετο σε κάτι τέτοιο. Ο κατηγορούμενος, δηλαδή, με την υπό κρίση ενέργειά του υπερέβη τα όρια που του είχε θέσει η παραπονούμενη μέσω της συμπεριφοράς της. Εν πάση περιπτώσει, η πλευρά της Υπεράσπισης ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι η V. είχε έμμεσα ή άμεσα δώσει τέτοια συγκατάθεση, εφόσον η θέση του κατηγορούμενου, η οποία απορρίφθηκε, ήταν ότι δεν άγγιξε καν το στήθος της V. κατά το επίδικο περιστατικό.
Έπειτα, καθώς ο κατηγορούμενος άρπαξε τη V. και την έσυρε έξω από το όχημα με βίαιο τρόπο, κάθισε από πάνω της και κρατώντας την από το λαιμό, τη φίλησε στα χείλη. Όσον αφορά αυτή την ενέργεια του κατηγορούμενου, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Προφανώς, καταδεικνύει ηθελημένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, χωρίς την συγκατάθεση της παραπονούμενης, την οποία ορθά σκεπτόμενοι άνθρωποι θα θεωρούσαν ως «άσεμνη».
Ομοίως, «άσεμνη» κρίνεται και η εμφανώς ηθελημένη ενέργειά του, η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του επίδικου περιστατικού, να αφαιρέσει το εσώρουχο της παραπονούμενης, χωρίς τη συγκατάθεσή της, όταν και πάλι o καστηγορούμενος κάθισε πάνω της, αφού εκείνη τον είχε προηγουμένως σπρώξει με σκοπό να διακόψει την επίθεση που εκείνος εξαπέλυσε κατά της Elizabete.
Δεν υφίσταται κάποια δυσκολία στο να κριθεί ότι πληρούνται σωρευτικά τα συστατικά αδικήματος των κατηγοριών αρ. 8, 9 και 10.
Γ. ΑΠΕΡΙΣΚΕΠΤΕΣ ΚΑΙ ΑΜΕΛΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 236(α) του Π.Κ. 236 «όποιος, με τέτοιο αλόγιστο τρόπο, βεβιασμένο ή αμελή, ώστε να θέτει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή ή να είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει σωματική βλάβη σε άλλο- (α) οδηγεί όχημα ή ιππεύει σε οποιαδήποτε δημόσια διάβαση, […] είναι ένοχος πλημμελήματος».
Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα χρειάζεται να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) οδηγούσε όχημα, (β) σε δημόσια διάβαση, (γ) με αλόγιστο, βεβιασμένο ή αμελή τρόπο ώστε να είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει βλάβη σε άλλο.
Ο όρος “δημόσια διάβαση” περιλαμβάνει οδό ή άλλη διάβαση που χρησιμοποιείται νόμιμα από το κοινό[43].
Διαφωτιστική, εν προκειμένω, είναι η απόφαση Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. στην οποία γίνεται ανάλυση της έννοιας της αμέλειας σε σχέση ειδικότερα με το άρθρο 236 του Ποινικού Κώδικα. Επί του θέματος της ποινικής αμέλειας, εξηγεί το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι έχει δημιουργηθεί μια κλίμακα ευθύνης όσον αφορά το βαθμό αμέλειας που απαιτείται για διάφορα αδικήματα του Ποινικού Κώδικα. Η «υπαίτιος αμέλεια» συνιστά τον υψηλότερο βαθμό αμέλειας και εμπεριέχει το στοιχείο της αλόγιστης πράξης (recklessness). Το άρθρο 236 του Κεφ. 154 αποκλείει, ως εκ της διατυπώσεώς του, την υπαίτιο αμέλεια. Εντούτοις, η αμέλεια που απαιτείται από το άρθρο 236 παραμένει ψηλότερου και σοβαρότερου βαθμού από την αμέλεια που απαιτείται για την αστική ευθύνη (civil negligence).
Στην απόφαση Mcleod v. Police (1973) 2 C.L.R. 63 αναφέρθηκε (σε συνάρτηση με το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, προτού αυτό τροποποιηθεί) ότι "για να θεμελιωθεί ποινική ευθύνη τα γεγονότα πρέπει να είναι τέτοια που να καταδεικνύουν ότι η αμέλεια του κατηγορουμένου προχώρησε πέρα από το απλό θέμα αποζημίωσης μεταξύ ατόμων και αποτελούσε τέτοια περιφρόνηση για τη ζωή και ασφάλεια των άλλων έτσι που να ισοδυναμεί με έγκλημα κατά της Πολιτείας και συμπεριφορά που αξίζει να τιμωρηθεί."
Σε κάθε περίπτωση το θέμα κατά πόσο η αμέλεια που έχει επιδειχθεί είναι τέτοια που μπορεί να καταλήξει σε καταδίκη, είναι πάντα πραγματικό και εξαρτάται από τα γεγονότα κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, (βλ. Kannas v. The Police (1968) 2 C.L.R. 29, Mylordis v. The Police (1981) 2 C.L.R. 219) αλλά ο απαιτούμενος βαθμός αμέλειας είναι πάντα ψηλός (Stylianou v. The Police (1981) 2 C.L.R. 245,249).
Παρεμβάλλεται ότι, όπως ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας Π.Ε 221/2018, 26.03.2019, ECLI:CY:AD:2019:B107, σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων όπου τα γεγονότα εκτυλίσσονται ξαφνικά, χωρίς προσχεδιασμό και δεν είναι δυνατό να καθοριστεί επακριβώς το σημείο σύγκρουσης, το Δικαστήριο θα πρέπει να καθοδηγείται από την κοινή λογική, χωρίς να περιπλέκεται σε λεπτομέρειες, όπως το ακριβές σημείο από το οποίο π.χ. οι διάδικοι αντίκρισαν ο ένας τον άλλο, κάτι που θα έδινε την εντύπωση ότι καταπιάνεται με μαθηματική άσκηση[44]. Δεν θα πρέπει να δίδεται η εντύπωση ότι τα Δικαστήρια προβαίνουν σε αριθμητικούς υπολογισμούς και ασκήσεις επί χάρτου, για να καταλήξουν στην ευθύνη ή όχι ενός κατηγορούμενου. Άλλωστε, θέματα που σχετίζονται με οδική συμπεριφορά και δυνατότητα αντίδρασης ενός οδηγού σε επερχόμενο κίνδυνο αντικρίζονται με βάση τη γενική αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς τα πράγματα, υπό το φως πάντοτε της λογικής, εκτός όπου παρουσιάζεται κάποια επιστημονική ή τεχνική πτυχή όπου απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνώμονα[45].
Στην προκειμένη περίπτωση, ως έχω ήδη εξηγήσει πιο πάνω, ο κατηγορούμενος ενήργησε με αλόγιστο και απερίσκεπτο τρόπο, οδηγώντας το όχημά του, με περιορισμένη ορατότητα λόγω σκότους και με απότομη εκκίνηση και ψηλή, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητα, προς την κατεύθυνση όπου η V. βρισκόταν κτυπημένη στο έδαφος. Η V. βλέποντας το όχημα να έρχεται κατά πάνω της προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν πρόλαβε και το όχημα της κτύπησε στο γόνατο (συγκεκριμένα ο μπροστινός προφυλακτήρας αυτού), σπρώχνοντάς την προς τα πίσω και προκαλώντας της αιμάτωμα στο συγκεκριμένο σημείο του γονάτου. Υπό τις περιστάσεις, ο αλόγιστος και βεβιασμένος τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο κατηγορούμενος εκφεύγει του βαθμού της αστικής αμέλειας και απολήγει σε τέτοια περιφρόνηση ως προς την ασφάλεια και σωματική ακεραιότητα του θύματος, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 236(α) του Π.Κ..
Έπεται ότι πληρούνται σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κατηγορίας αρ. 13.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει τη σωρευτική συνύπαρξη των υπό κρίση αδικημάτων, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Αναπόδραστα, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες αρ. 4, 5, 6, 8, 9, 10, 11 (ως έχει τροποποιηθεί), 12 και 13.
Υπ. …………………………
Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Τεκμήριο 4
[2] Τεκμήριο 5 – ημερολόγιο ενεργείας σε σχέση με την αναγνώριση που έλαβε χώρα
[3] Τεκμήριο 6 Α και 6 Β
[4] Τεκμήριο 10 Α και 10 Β
[5] Τεκμήριο 11 Α και 11 Β
[6] Τεκμήριο 12
[7] Το Τεκμήριο 13 παρουσιάζει τα τραύματα που υπέστη στα πόδια η Μ.Κ.2. ενώ τα Τεκμήρια 14 μέχρι 24 απεικονείζουν τα τραύματα που υπέστη η Elizabete Zablocka σε διάφορα σημεία του σώματός της (στις παλάμες, στα χέρια, στα πόδια, στο πρόσωπο και στην πλάτη και στο άνω μέρος των γοφών).
[8] Τεκμήριο 25
[9] Τεκμήριο 26
[10] Τεκμήριο 15, 21 και 24
[11] Είναι εγγεγραμμένος στον ιατρικό σύλλογο από το 2003-2004
[12] Τεκμήρια 27 και 28
[13] Τεκμήριο 33
[14] Τεκμήριο 29 Α και 29 Β
[15] Τεκμήρια 13 - 24
[16] Τεκμήριο 30
[17] Τεκμήριο 31 – εκτύπωση οθόνης με τη σχετική συνομιλία μεταξύ της μάρτυρας και της αστυνομίας
[18] Τεκμήριο 35 Α και 35 Β
[19] Βλ. εκτύπωσης οθόνης κινητού τηλεφώνου – Τεκμήριο. 35 Α
[20] Τεκμήριο 36
[21] Τεκμήριο 38 Α και 38 Β
[22] Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563
[23] Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614
[24] Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016
[25] Akil Mohammed Jaber ν. Αστυνομίας (2009) 2ΑΑΔ148
[26] Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266
[27] Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422
[28] Βλ. Typye ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 279
[29] Βλ. Andrei Tarita κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 106/14, 114/14 ημερομηνίας 08.07.2016
[31] Βλ. Τεκμήριο 38 Α
[32] Βλ. Τεκμήριο 5
[33] βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).
[34] βλ. R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788
[35] βλ. R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964
[36] Ιδιαίτερα διαφωτιστική και επεξηγηματική ως προς το ζήτημα είναι η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 136/2024, 31/3/2025, όπου γίνεται παραπομπή σε σωρεία προηγούμενων αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου.
[37] βλ. επίσης Birmingham [2002] EWCA Crim 2608
[38] Βλ. επίσης, Αεροπόρος ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 275
[39] Βλ. Άρθρο 17 του Π.Κ.
[40] Πρόκειται για όμοιο αδίκημα με το αντίστοιχο αδίκημα του άρθρου 14(1) του προϊσχύσαντος αγγλικού Sexual Offences Act 1956 («indecent assault on a woman»)
[41] Καθοδηγητική θεωρείται η υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L, σύνοψη της οποίας παρατίθεται στο σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑364.
[42] R v. Kimber (1983) 3 All E.R. 316, καθώς και η R v. Court (ανωτέρω)
[43] Βλ. άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα
[44] Vakanas v. Thomas and Another (1982) 1 CLR 530
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο