
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 6294/22
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ
REKHA REKHA
-----------------------------------
Ημερομηνία: 23 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ.Α.Μανώλη
Για την Κατηγορούμενη: κ. Κ. Κλεοβούλου
Κατηγορούμενη παρούσα
ΠΟΙΝΗ
Η κατηγορούμενη κρίθηκε ένοχη κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας για το αδίκημα της κλοπής υπό υπηρέτη, κατά παράβαση των άρθρων 268 και 255 του Κεφ.154, ως τροποποιήθηκε.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι καταγραμμένα στην τελική απόφαση του δικαστηρίου ημερομηνίας 12.6.25. Συνοπτικά να αναφέρω ότι η παραπονούμενη στην παρούσα υπόθεση εργοδότησε την κατηγορούμενη ως οικιακή βοηθό στην οικία της για 14 μήνες και η πρώτη είχε τοποθετήσει φάκελο στο ερμάρι του υπνοδωματίου της το οποίο περιλάμβανε €1.000 και την ταυτότητα του γιου της, χρήματα τα οποία χρειαζόταν για το γιατρό της. Η κατηγορούμενη γνώριζε την ύπαρξη των χρημάτων εκεί, τα οποία και έλαβε χωρίς τη συγκατάθεση της παραπονούμενης. Όταν στις 16/05/2022 η μάρτυρας το αντιλήφθηκε η κατηγορούμενη της παραδέχθηκε ότι τα πήρε, αλλά έγινε κατά λάθος και θα τα επιστρέψει. Αυτή δεν τα επέστρεψε, αντίθετα στις 17/05/2022 ξημερώματα εγκατέλειψε την οικία της παραπονούμενης για να μην γίνει αντιληπτή, με αποτέλεσμα το χρηματικό ποσό των €1.000 να μην της επιστραφεί ποτέ και το δελτίο ταυτότητας του γιου της παραπονούμενης ανευρέθηκε από αυτήν δέκα ημέρες μετά, έξω από το σπίτι της μάρτυρος.
Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι η κατηγορούμενη είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Ο συνήγορος Υπεράσπισης αγόρευσε προς μετριασμό της ποινής, υιοθέτησε την έκθεσή του Γραφείου Ευημερίας, Τεκμήριο Α, ως επίσης κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου βεβαίωση ότι αυτή ευρίσκεται σε κύηση και αναμένει τοκετό περί τις 04/01/2026 (τεκμήριο Β σχετικό).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ένοχη η κατηγορούμενη είναι σοβαρό. Αυτό διαφαίνεται και από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτό από το Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο. Συγκεκριμένα για το αδίκημα της κλοπής υπό υπηρέτη προνοείται ποινή φυλάκισης 14 ετών ενώ παλαιότερα προνοείτο 10 έτη φυλάκιση. Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης θέλησε να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο αδίκημα της κλοπής υπό υπηρέτη σε αντίθεση με άλλα αδικήματα κλοπής για τα οποία προβλέπεται ελαφρότερη ποινή φυλάκισης.
Η σοβαρότητα του αδικήματος τονίστηκε επίσης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου αναφέρεται ότι αυτή προκύπτει κύρια από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εκμεταλλεύεται τη σχέση εμπιστοσύνης, η οποία υπάρχει μεταξύ του και του παραπονούμενου και είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα εκεί όπου ο εργοδότης ή ο αντιπροσωπευόμενος βασίζεται στην αφοσίωση και ειλικρίνεια του κατηγορουμένου.
Στην υπόθεση The Attorney General ν. Vasiliotis (1967) 2 CLR 20 αναφέρθηκε ότι η κλοπή υπό υπαλλήλου/υπηρέτη τείνει να υπονομεύσει τη βάση πάνω στην οποία εκατοντάδες άνθρωποι ασκούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους ως εργοδότες, ή κερδίζουν τα προς το ζην ως υπάλληλοι. Η σχέση εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας που πρέπει πάντα να υπάρχει μεταξύ τους είναι μεγάλης σημασίας και δικαιούται επαρκούς προστασίας από το νόμο.
Στο σύγγραμμα G.M.Pikis Sentencing in Cyprus (1978) στη σελ. 63, τονίζεται η σοβαρότητα αυτής της φύσεως των αδικημάτων και οι επιπτώσεις που προκαλούνται στην οικονομική ζωή του τόπου από τη διάπραξη τους. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«High standards of fidelity are expected of employees in the public and private sectors in the discharge of their duties and of persons acting in a fiduciary capacity, such as agents or trustees. Stealing by clerks, servants, company directors, agents and trustees is punishable with 7 years imprisonment. The decisions of the Supreme Court in this area indicate that a serious view is invariably taken of offences of this nature, because of their repercussions on the economic life of the country».
Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης δεν διαφεύγει του δικαστηρίου ότι η κατηγορούμενη κατάγεται από την Ινδία και εργαζόταν στην παραπονούμενη ως οικιακή βοηθός προσέχοντας τον υιό της άτομο με ειδικές ικανότητες. Μετά τη διάπραξη του αδικήματος αυτή εγκατέλειψε την οικία της παραπονούμενης αφήνοντας τον υιό της μόνο στο σπίτι. Αυτή όφειλε να σέβεται και να υπακούει τους Νόμους της Δημοκρατίας και όχι να διαπράττει ποινικά αδικήματα. Λαμβάνω επίσης υπόψη ότι η παραπονούμενη δεν έχει αποζημιωθεί το ποσό που η κατηγορούμενη της έκλεψε.
Για προσδιορισμό και εξατομίκευση της ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω λοιπόν υπόψη μου τη σοβαρότητα του αδικήματος, ως αυτή διαφαίνεται από τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη του, στα πλαίσια της προαναφερθείσας νομολογίας.
Παρά τα πιο πάνω δεν εξαλείφεται η ανάγκη που υπάρχει παράλληλα για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Από την άλλη όμως η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Ιωάννου κ.α ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171 και Αστυνομία ν. Toorac Fashion Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 17).
Προς όφελος της κατηγορούμενης λαμβάνω λοιπόν υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και ιδιαίτερα:
· Το λευκό ποινικό της μητρώο, στοιχείο που της δίδει το δικαίωμα να αιτείται της επιείκειας του Δικαστηρίου.
· Το ότι μετά τη διάπραξη του αδικήματος και μέχρι και σήμερα δεν έχει διαπράξει οποιοδήποτε άλλο αδίκημα.
· Το ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν σχετικά νεαρό πρόσωπο, ηλικίας 26 ετών.
· Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές της περιστάσεις όπως φαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας τεκμήριο Α΄ και ιδιαίτερα ότι είναι έγκυος και αναμένεται η κύηση της περί τον Ιανουάριο του 2026 (τεκμ.Β’).
· Τέλος ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψην είναι και ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος. Έχει νομολογηθεί ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας υπόθεσης αποτελεί σημαντικό ελαφρυντικό παράγοντα ο οποίος, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση της ποινής αναφορικά με το είδος αυτής αλλά και μετατροπή της ποινής που κανονικά θα επιβάλλετο αν δεν υπήρχε η καθυστέρηση (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71). Η έκταση φυσικά της ευθύνης του κατηγορούμενου στην εν λόγω καθυστέρηση λαμβάνεται επίσης υπόψη στο δέοντα βαθμό (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Όσον δε αφορά την καθυστέρηση στην καταχώρηση μιας υπόθεσης το στοιχείο αυτό επίσης λαμβάνεται υπόψη και ανάλογα λειτουργεί υπέρ του μετριασμού της ποινής (βλ. Πεγειώτη κ.ά. ανωτέρω). Ανεξαρτήτως όμως του ποιος φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας υπόθεσης το γεγονός της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την τιμωρία του παραβάτη τείνει ασφαλώς προς το μετριασμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267).
Δεν μου διαφεύγει ότι στην παρούσα το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή στην κατηγορούμενη 3 χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος.
Το δικαστήριο έχει κατά νου τον Νόμο περί της Προστασίας Ανήλικων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Yποπτων Μητέρων Νόμο 33 (I) /2005. Στο άρθρο 3(1) αυτού αναφέρονται τα εξής:
3.(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, όπου σε νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας για οποιοδήποτε αδίκημα, η εν λόγω ποινή δεν επιβάλλεται σε μητέρα, αν δε συντρέχουν στη δεδομένη περίπτωση όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α)Το αδίκημα είναι κακούργημα ή είναι πλημμέλημα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης,
(β)το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση βίας κατά του ατόμου και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης το δικαστήριο κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία, και
(γ) το δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δεδομένου του άμεσου ή και συνεχιζόμενου κινδύνου που η μητέρα αποτελεί για την κοινωνία, είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας, κάθε άλλη ποινή, κύρωση, ή μέτρο που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει για το αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης της προσφοράς κοινοτικής εργασίας, και δε δικαιολογείται επίσης η έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω το αδίκημα το οποίο διέπραξε η κατηγορούμενη είναι κακούργημα, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (α) του άρθρου 3 αλλά φαίνεται ότι δεν συντρέχουν οι άλλες δύο προϋποθέσεις, δηλαδή το αδίκημα δεν έχει διαπραχθεί με τη χρήση βίας κατά του ατόμου, ούτε και ότι η κατηγορούμενη αποτελεί άμεσο ή συνεχόμενο κίνδυνο για την κοινωνία. Οι 3 προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 3 του Νόμου πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα.
Συνεκτιμώντας λοιπόν τα προαπαιτούμενα του πιο πάνω Νόμου, τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη του αδικήματος κρίνω ότι δεν δύναται να επιβληθεί ποινής φυλάκισης στην κατηγορούμενη, αλλά η επιβολή χρηματικής ποινής.
Συνακόλουθα, επιβάλλω στην κατηγορούμενη στη εναντίον της κατηγορία €600 πρόστιμο και να υπογράψει εγγύηση €1.000 να τηρεί τους Νόμους και κανονισμούς της Δημοκρατίας για δύο χρόνια.
Επίσης, εκδίδεται διάταγμα αποζημίωσης της παραπονούμενης €1.000 και το ποσό των €1000 που είναι κατατεθειμένο ως εγγύηση να χρησιμοποιηθεί γι΄αυτό τον σκοπό.
Τα έξοδα της διαδικασίας €80 θα πληρωθούν από την κατηγορούμενη.
Η χρηματική ποινή θα καταβληθεί εντός 5 μηνών από σήμερα.
(Υπ.) ........................................
Γ. Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο