ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΜΙΧΑΗΛ, Αρ. Υπόθεσης: 14565/2020, 30/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΜΙΧΑΗΛ, Αρ. Υπόθεσης: 14565/2020, 30/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 14565/2020

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

ΕΝΑΝΤΙΟΝ

 

   ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΜΙΧΑΗΛ

 

 

-----------------------------------

 

 

Ημερομηνία: 30 Μαϊου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Χ. Κυριακίδου

Για την Κατηγορούμενη: κα Ε. Ευσταθίου

Κατηγορούμενη παρούσα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

               Η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει το αδίκημα της επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 

               Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας 1, η κατηγορούμενη κατηγορείται ότι την 16η Νοεμβρίου του 2019 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, διέπραξε επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη στη Γιώτα Αριστείδου από τη Λεμεσό.

 

               Η κατηγορούμενη δεν παραδέχθηκε ενοχή και διεξήχθηκε ακροαματική διαδικασία.

 

               Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν τρεις μάρτυρες κατηγορίας, ήτοι η Γ.Αριστείδου (ΜΚ1), ο Αστυφύλακας 3610 Κ. Αντωνίου (ΜΚ2) και ο Δρ.Μ.Αχιλλέως (ΜΚ3). Επίσης, ενώπιον του Δικαστηρίου κατατέθηκαν 5 τεκμήρια.

 

Στη συνέχεια θα αναφερθώ στα κύρια σημεία της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και παράλληλα θα προβώ σε αξιολόγηση της. Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης, έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολο του. Δεν απαιτείται εδώ - και δεν συνιστάται για πρακτικούς κυρίως λόγους - η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας των μαρτύρων, όπως και η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της (βλ.κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v Παπαδόπουλου και Άλλων (2001) 1(Α) ΑΑΔ 88, 92, Paphos Stone C Estates v Ζαβρού και Άλλου (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1854, 1859).

 

Είχα την ευκαιρία μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους ΜΚ 1 – 3 και την κατηγορούμενη που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αξιολογώ τη μαρτυρία τους με δείκτη μεταξύ άλλων την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, της ευκαιρίας που είχαν να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, την ακεραιότητα και ειλικρίνεια τους, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους Ποιν. Έφ. 9163, ημερ. 24.9.97, Αθανασίου ν. Κουνούνη Ποιν. Έφ. 9041 ημερ. 29.5.97 και Καρεκλά ν. Κλεάνθους Ποιν. Έφ. 9161, ημερ. 24.5.97).  Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρας (1992), 1 Α.Α.Δ. 1056, Mustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165.  Επίσης, η κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν περιορίστηκε στην εξωτερική εμφάνιση που προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά τέθηκε στην βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της. (βλ. Γεώργιος και Σπύρος Τσιαππής v. Πολυβίου (2009), 1 Α.Α.Δ. 339.  Όπως επισημάνθηκε στην Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008), 2 Α.Α.Δ. 256:

 

«Όταν αναφερόμαστε στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της μαρτυρίας, εννοούμε κατά κύριο λόγο τον έλεγχο με την βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στην βάση τη μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (Hasan v Ανδρέου, πολιτική έφεση 2/11, ημερ.2.12.15).  Το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, (Βασιλειάδης v Σπύρου Λτδ, πολιτική έφεση 123/09, ημερ.14.10.15).

 

Στην υπόθεση Akil v Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 148 αναφέρθηκε ότι «αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν μία μαρτυρία που γενικά έχει κριθεί ως αξιόπιστη, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν».

 

 

Η ΜΚ1 – παραπονούμενη κατά την κυρίως εξέταση της κατέθεσε και υϊοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία τεκμήριο 1 και αναγνώρισε την κατηγορούμενη. Αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίον της επιτέθηκε η κατηγορούμενη την επίδικη ημέρα δηλαδή την τράβηξε από τα μαλλιά, την έριξε κάτω, την κλώτσησε και πέταξε το κινητό της κάτω. Αυτή της είχε ζητήσει το ττέλι που είχε κόψει στο χώρο της και η κατηγορούμενη θύμωσε, φώναζε και μετά πήρε το κινητό το πέταξε και ύστερα την πήρε από τα μαλλιά, την έσυρε κάτω και άρχισε να την κλωτσά και να τη δέρνει.

Αντεξεταζόμενη είπε ότι πριν το επίδικο περιστατικό οι σχέσεις τους ήταν καλές. Για την περίφραξη που άλλαξε πήρε άδεια και δεν ήταν κοινόχρηστος ο χώρος. Η κατηγορούμενη έκοψε το τέλλι. Την  επίδικη ημέρα την είδε μαζί με κάποιο άλλο πρόσωπο, ενώ αυτή ήταν στην κουζίνα, βγήκε έξω και ζήτησε το λόγο γιατί η κατηγορούμενη έκοψε το ττέλι.

Την ώρα που η κατηγορούμενη της επιτέθηκε ο κύριος που ήταν μαζί με την κατηγορούμενη είχε φύγει αλλά ήταν παρών γείτονας ο οποίος όμως δεν ήθελε να συμμετέχει σε όλα αυτά και γι’ αυτό δεν τον ανέφερε. Αυτός είχε κάνει παρατήρηση στην κατηγορούμενη να την αφήσει ήσυχη. Η ΜΚ1 σηκώθηκε, τηλεφώνησε της νύφης της, πήγε στην αστυνομία και ύστερα στο Νοσοκομείο.

Αυτή έκλαιγε όταν την χτύπησε η κατηγορούμενη και στην πολυκατοικία όλοι δούλευαν εκτός απ΄αυτήν. Είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία αλλά της είπαν ότι πρέπει να πάει εκεί για να δώσει κατάθεση. Δεν αποδέχτηκε την θέση ότι λέει ψέματα και ότι δεν έγινε το εν λόγω περιστατικό, ούτε αποδέχτηκε τη θέση ότι η κατηγορούμενη της είπε με φιλικό τρόπο ότι ήταν παράνομη η περίφραξη που η μάρτυρας έκανε και η τελευταία την εξύβρισε και διασαλεύτηκαν οι σχέσεις τους. Ακόμη δεν αποδέχτηκε τη θέση ότι η κατηγορούμενη της φώναξε να βγει για να βάλει μία βρύση την οποία είχε παλιά στην περίφραξη και η μάρτυρας εκνευρίστηκε και την ύβρισε.

Η ΜΚ1 δεν έχει πείσει το δικαστήριο για τις θέσεις της και ότι τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν όπως τα περιέγραψε και προχωρώ να εξηγήσω. Στην κατάθεση της κάνει αναφορά σε ένα πρόσωπο που μετρούσε για να βάλει περίφραξη, ενώ καταθέτοντας αναφέρθηκε και σε άλλο πρόσωπο - γείτονα ο οποίος ουδέποτε παρουσιάστηκε στο δικαστήριο για να υποστηρίξει τη θέση της. Ούτε και τον ανέφερε όταν αυτή ήταν στην αστυνομία αλλά ούτε και αναφέρθηκε οτιδήποτε από τον ΜΚ2 περί τούτου.

Δεν εξήγησε τον λόγο γιατί  η κατηγορούμενη ευρισκόταν με το άλλο πρόσωπο στο χώρο και εξηγώ. Στην κατάθεση της λέει ήταν για να βάλει περίφραξη ακριβώς μπροστά από το σπίτι της και ενόρκως είπε ήταν για να κάνει «τη δική της περίφραξη». Αυτή της η θέση δεν ευσταθεί αφ΄ης στιγμής η κατηγορούμενη κατοικεί στον πρώτο όροφο και όχι στο ισόγειο. 

Είναι αποδεκτό ότι στην πολυκατοικία των εμπλεκομένων υπάρχουν 12 κατοικημένα διαμερίσματα συνεπώς εφόσον το κατ΄ισχυρισμό περιστατικό έγινε μεσημέρι Σαββάτου ήταν αναμενόμενο το επεισόδειο να ακουστεί ή να γίνει αντιληπτό και από άλλα πρόσωπα ή τουλάχιστον από 1 – 2.

Ακόμη ενώ στην κατάθεση της αναφέρει ότι μετρούσαν για να βάλουν περίφραξη, ενόρκως υποστήριξε για πρώτη φορά ότι η κατηγορούμενη «έκοψε το ττέλι» μπροστά από την αυλή της κουζίνας της και της ζήτησε τον λόγο γιατί να το κόψει. Τότε είναι που της επιτέθηκε. Στην κατάθεση της δίνει άλλη περιγραφή χωρίς να αναφέρεται σε κόψιμο του ττελιού και συνομιλία μαζί της περί τούτου. Ενώ αρχικά είπε έφερε αστυνομία «εκείνη την ημέρα και άλλη μέρα» στη συνέχεια το αναίρεσε.

Επίσης στην κατάθεση της αναφέρει ότι μετά τη συνομιλία της με την κατηγορούμενη η τελευταία της είπε «αφού τα έχεις εσύ παράνομα να τα έχω και γω» ακολούθως της επιτέθηκε. Ενόρκως είπε ότι ο κύριος που ευρισκόταν εκεί ήταν παρών στη συνομιλία, αλλά όταν της  επιτέθηκε αυτός είχε φύγει. Παρέμεινε αδιευκρίνιστο και αναπάντητο πότε πρόλαβε να φύγει αυτός από τον χώρο, αφού η ίδια ανέφερε ότι «ακολούθως» της επιτέθηκε.

Ακόμη στην κατάθεση της περιέγραψε τον τρόπο της επίθεσης της κατηγορούμενης, δηλαδή ότι την τράβηξε από τα μαλλιά και ταυτόχρονα την κλώτσησε στα χέρια και στη ράχη, ενόρκως έδωσε άλλη περιγραφή, δηλαδή πρόσθεσε ότι «θυμώθηκε, φώναζε και μετά έπιασε το κινητό, πέταξε το, έπιασε την που τα μαλλιά και έσυρε την κάτω και άρχισε να την κλωτσά και να την δέρνει».

Η θέση της στην ερώτηση για το πώς αντέδρασε στην επίθεση της κατηγορούμενης ότι έμεινε απαθής και δεν της είπε κάτι, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε και είναι πειστική εφόσον δέχθηκε απρόκλητη και αδικαιολόγητη επίθεση από την κατηγορούμενη.

Στην αντεξέταση της όταν ρωτήθηκε για τον χώρο που περίφραξε αφού αυτή ήταν η αιτία της διασάλευσης των σχέσεων τους ανέφερε ότι δεν ήταν κοινόχρηστος χώρος. Στην ερώτηση της κας Ευσταθίου ποιόν ρώτησε είπε «τους υπεύθυνους» και χρειάστηκε να της θέσει την ίδια ερώτηση 3 φορές για να πει για τον κοινοτάρχη.

Στην ερώτηση της κας Ευσταθίου εάν την ώρα της επίθεσης που δέκτηκε δεν βγήκε κάποιος να δει τι έγινε, αυτή δεν απαντούσε και μετά από άλλες ερωτήσεις είπε για ένοικο της πολυκατοικίας που δεν ήθελε να αναμειχθεί. Επίσης στην κατάθεση της δεν ανέφερε ότι αυτός έκανε παρατήρηση στην κατηγορούμενη κάτι που πρόσθεσε ενόρκως.

Τα τραύματα που διαπίστωσε ο ΜΚ3 δεν συνάδουν με την κατ΄ισχυρισμό επίθεση τπου δέχθηκε. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν η θέση της ότι η κατηγορούμενη την έγδαρε ούτως ώστε να δικαιολογούνται οι εκδορές στον δεξί της ώμο. Βεβαίως ο ΜΚ3 είπε ότι δεν μπορεί να καθορίσει ούτε πως προκλήθηκαν τα τραύματα της, ούτε και μπορεί να τα προσδιορίσει χρονικά.

Ακόμη αναφορικά με την ώρα που ευρισκόταν στην αστυνομία επέμενε ότι ήταν η ώρα 16.00 στην προσπάθεια της να καταδείξει ότι δεν άργησε να πάει στην αστυνομία αφού το κατ΄ισχυρισμό συμβάν έλαβε χώρα περί της 13.30, ενώ από την κατάθεση της προκύπτει ότι αυτή λήφθηκε 17.00 – 17.30. Επίσης είπε ενόρκως ότι η ώρα 17.00 ήταν στο Νοσοκομείο κάτι που δεν ευσταθεί, αφού τον εν λόγω χρόνο ευρισκόταν στην αστυνομία.

Στην υποβολή ότι πριν το επεισόδειο η κατηγορούμενη της είπε ότι η περίφραξη είναι παράνομη και αυτή θύμωσε και την ύβρισε, η ΜΚ1 δεν απάντησε απλά είπε « πότε γίνηκε;».

Συνακόλουθα δεν αποδέχομαι ως αληθή τα γεγονότα που υποστήριξε, πλην της αναντίλεκτης θέσης ότι αυτή ήταν γειτόνισσα με την κατηγορούμενη με την οποία είχαν διασαλευτεί οι σχέσεις τους, λόγω ενεργειών της στον χώρο της πολυκατοικίας και την επίδικη ημέρα του Σαββάτου συζήτησαν με αποτέλεσμα η κατηγορούμενη να αποχωρήσει απ΄εκεί μαζί με τη θυγατέρα της.

 

Ο ΜΚ2 κατά την κυρίως εξέταση του υϊοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του τεκμήριο 2. Αυτός έλαβε ανακριτική κατάθεση της κατηγορουμένης και την κατηγόρησε γραπτώς (τεκμήρια 3 και 4 αντίστοιχα).

Κατά την αντεξέταση του είπε ότι δεν είναι ο ανακριτής της υπόθεσης και δεν γνωρίζει τους ισχυρισμούς που είχε αναφέρει η παραπονούμενη στην κατάθεση της ότι υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας.

Η μαρτυρία του ΜΚ2 ήταν τυπική και αναντίλεκτη συνεπώς την αποδέχομαι στο σύνολο της.

 

Ο ΜΚ3 ήταν ο Δρ. Μ. Αχιλλέως ο οποίος ανέφερε στην κυρίως εξέταση του ότι είναι Ιατρικός Λειτουργός, Γενικός Ιατρός των Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού από το 2008. Έχει αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο της Σλοβακίας και έχει κάνει ειδίκευση στο Κέντρο Αποκατάστασης Τραυμάτων (ΚΑΤ) στην Αθήνα. Παρουσίασε την ιατρική έκθεση - τεκμήριο 5 την οποία έχει συμπληρώσει ο ίδιος για την παραπονούμενη. Σε αυτήν αναφέρει αυχεναλγία, άλγος δεξιού ώμου, εκδορές δεξιού ώμου, ακτινογραφικός έλεγχος χωρίς σαφή εικόνα κατάγματος.

               Αντεξεταζόμενος είπε ότι δεν είναι ειδικός για να αναφέρει από πού προήλθαν τα τραύματα της παραπονούμενης. Αυτό μπορεί να το πράξει ο ιατροδικαστής. Για να γράψει ότι η παραπονούμενη είχε εκδορές σημαίνει υπήρχαν. Αυτές αποτελούν τη λύση της συνέχειας του δέρματος του πρώτου στρώματος της επιδερμίδας. Αυτές μπορεί να είναι μιάς ή δύο ημερών.

 

               Ο ΜΚ3 ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε για τα πιο πάνω ευρήματα του συνεπώς η μαρτυρία του ως αναντίλεκτη γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της. Αυτό που ερωτήθηκε και ήταν σημαντικό για την υπεράσπιση είναι ποιά ήταν η αιτία πρόκλησης κάτι που δεν μπορεί να απαντήσει αυτός, αλλά ο Ιατροδικαστής. Επίσης δεν μπορούσε να καθορίσει επακριβώς τον χρόνο πρόκλησης των εκδορών στην παραπονούμενη. Είναι αποδεκτή η αναντίλεκτη θέση του ότι αυτός διαπίστωσε τις εκδορές στον δεξί ώμο της παραπονούμενης. Παραμένει αναπάντητο το πώς και πότε προκλήθηκαν αυτές, για το οποίο είναι σημαντική η θέση της ΜΚ1 της οποίας όμως η μαρτυρία κρίθηκε αναξιόπιστη.  

 

               Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής η συνήγορος Υπεράσπισης δεν έθεσε ότι με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση  για την κατηγορία, δυνάμει του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ως τροποποιήθηκε.  Στη συνέχεια το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του έκρινε ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της κατηγορούμενης και αυτή κλήθηκε σε απολογία στην κατηγορία που αντιμετωπίζει. Αφού της επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα της δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου επέλεξε να καταθέσει ενόρκως. Αυτή δεν παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιονδήποτε μάρτυρα Υπεράσπισης.

 

 

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗ (ΜΥ1)

 

               Στην ανακριτική κατάθεση της (τεκμήριο 3) η ΜΥ1 ανέφερε ότι την παραπονούμενη την γνώρισε πριν ενάμιση χρόνο περίπου και είχε πολύ καλές σχέσεις μαζί της εξ΄ου και τη βοηθούσε στη μεταφορά της και σε άλλα πράγματα. Υπήρχε μια περίφραξη από ττέλι από τον προηγούμενο κάτοικο και η παραπονούμενη το επέκτεινε παράνομα. Αυτή πήγε να της μιλήσει και να της πει ότι δεν ήταν ορθό να περικλείσει τον χώρο παράνομα με ττέλι. Αυτή την έβριζε με διάφορες λέξεις. Δεν περίμενε να της συμπεριφερθεί με αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κλονιστούν οι σχέσεις τους. Μεταξύ άλλων σκόπιμα προκαλούσε φασαρία με αποτέλεσμα να ενοχλεί την κόρη της και αυτή δυσκολευόταν να διαβάσει. Την επίδικη ημέρα και περί ώρα 13:00 πήγε έξω από το σπίτι της ΜΚ1, της φώναζε να βγει έξω για να της ανοίξει την κλειδωνιά της αυλής που έκλεισε ούτως ώστε να τοποθετήσει μια βρύση του νερού που είχε τοποθετημένη παλιά. Αυτή την έβρισε και της είπε να φύγει γιατί θα φέρει την Αστυνομία. Εκεί βρέθηκε η θυγατέρα της κατηγορούμενης 10,5 χρονών η οποία της είπε να σταματήσει να την βρίζει, η ΜΚ1 κατευθύνθηκε προς το μέρος της θυγατέρας της, η κατηγορούμενη μπήκε μπροστά από την ΜΚ1 για να την αποτρέψει από το να κάνει κακό στη θυγατέρα της. Αυτή δεν την άγγιξε, ούτε την χτύπησε. Αμέσως πήρε το παιδί της, έφυγε και πήγε σπίτι της. Την ίδια ημέρα και περί ώρα 21:00 έλαβε τηλέφωνο από την Αστυνομία.

 

               Η Κατηγορούμενη κατά την κυρίως εξέταση της αναγνώρισε και υϊοθέτησε την κατάθεση της - τεκμήριο 3. Κατά τον επίδικο χρόνο αυτή διέμενε στο συνοικισμό περιοχή Λινόπετρας στο μεσοπάτωμα και η παραπονούμενη στο ισόγειο μέχρι και σήμερα. Αυτή διέμενε εκεί γύρω στα 18  - 20 χρόνια. Αρχικά με την παραπονούμενη είχαν πολύ καλές σχέσεις οι οποίες διασαλεύτηκαν στη συνέχεια όταν αυτή της είπε ότι το να περιφράξει κοινόχρηστο χώρο δεν ήταν σωστό αλλά παράνομο. Την επίδικη ημέρα πήγε στο ισόγειο χτύπησε την πόρτα και είπε στην παραπονούμενη να της ανοίξει για να μπορέσει να βάλει την βρύση της, αντ’ αυτού την ύβρισε και την έδιωξε με αποτέλεσμα αυτή να πάρει το παιδί της και να φύγει. Αυτή δεν είχε φέρει κάποιο άλλο άτομο μαζί της. Στην πολυκατοικία τους υπάρχουν 12 κατοικημένα διαμερίσματα, είναι πυκνοκατοικημένη περιοχή και δίπλα υπάρχουν και άλλες πολυκατοικίες της ίδιας κατηγορίας.

 

               Αντεξεταζόμενη είπε ότι τα διαμερίσματα στην πολυκατοικία είναι μονάρια και δυάρια. Όταν αυτή της έκανε παρατήρηση μετέπειτα ήρθαν εκεί και ο κοινοτάρχης και άτομα του Δήμου γιατί δεν της είχε δοθεί άδεια για να κλείσει το χώρο. Η παραπονούμενη όχι μόνο είχε κλείσει ολόκληρο το χώρο αλλά έβαλε και κλειδαριά. Περί τούτου δεν το είχε καταγγείλει στην αστυνομία γιατί δεν ήθελε να την εμπλέξει. Στην ερώτηση πως αυτή θα έβαζε την βρύση της, είπε ότι θα έβαζε μία σωλήνα και την βρύση και ήταν απλή η διαδικασία αφού υπήρχε η πρόνοια. Βρύση δεν υπήρχε. Επανέλαβε τις θέσεις της και αρνήθηκε ότι της επιτέθηκε και την ύβρισε. Αναφέρθηκε και σε άλλα προβλήματα, δηλαδή ότι η παραπονούμενη προκαλούσε οχληρία βάζοντας μουσική και ο σκύλος της προκαλούσε ακαθαρσίες οι οσμές του οποίου έφταναν μέχρι πάνω. Στην υποβολή της κατηγορούσας αρχής ότι την επίδικη ημέρα έκοψε το ττέλι, αυτή απάντησε αρνητικά. Ακόμη στην υποβολή ότι αυτή ήταν μαζί με άλλο πρόσωπο και μετρούσαν για να βάλουν περίφραξη απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι της χτύπησε την πόρτα για να της πει να της ανοίξει την κλειδαριά.

 

 

Όσον αφορά γραπτές καταθέσεις κατηγορούμενου προσώπου υπάρχει σωρεία αποφάσεων σχετικά με τη βαρύτητα την οποία το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει σ’ αυτή.  Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με την μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου και να απορρίψει άλλο ασχέτως αν αυτό αποτελεί άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Είναι φυσικό να αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως, ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις. (Βλ. Vrakas α.ο. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195), Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 και  Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359, Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190 και Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693).

 

Η εκτίμηση λοιπόν της κατάθεσης της κατηγορούμενης είναι θέμα που ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων.

 

Εξετάζοντας το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης της κατηγορούμενης σε συνάρτηση με την ένορκη μαρτυρία της κρίνω ότι κινήθηκαν στην ίδια γραμμή γεγονότων. Αυτή ήταν σταθερή και συνεπής στη μαρτυρία της και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις αναφορικά με τα γεγονότα και δη ότι δεν επιτέθηκε της ΜΚ1, θέση της που αποδέχομαι. Αντίθετα ήταν ειλικρινής μάρτυρας και είπε ότι αρχικά οι σχέσεις τους ήταν καλές αλλά διασαλεύτηκαν λόγω ενεργειών της ΜΚ1 που αφορούσαν επεμβάσεις της στον χώρο. Να αναφέρω ότι το επίδικο θέμα στην παρούσα είναι εάν η κατηγορούμενη επιτέθηκε στη ΜΚ1 και της προκάλεσε τραύματα και όχι εάν η τελευταία προέβηκε σε παράνομες ή μη επεμβάσεις στο χώρο, θέμα που απασχόλησε επί μακρόν τη διαδικασία.

               Όταν ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία τόσο η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής όσο και η συνήγορος της κατηγορούμενης ανέφεραν στο Δικαστήριο τις τελικές τους εισηγήσεις και θέσεις. Ειδικότερα η κα Κυριακίδου υποστήριξε ότι η ΜΚ1 ήταν σαφής και σταθερή στη μαρτυρία της και αποδείχθηκε η κατηγορία εναντίον της κατηγορούμενης. Από την αντίπερα όχθη η κα Ευσταθίου υποστήριξε ότι δεν αποδείχθηκε η κατηγορία εναντίον της κατηγορούμενης και αυτή πρέπει να αθωωθεί. Ειδικότερα η κα Ευσταθίου κατά την αγόρευση της αναφέρθηκε στις αντιφάσεις της ΜΚ1 λέγοντας ότι κατά την προφορική της μαρτυρία στο δικαστήριο ανέφερε ότι  είδε την κατηγορούμενη μαζί με έναν κύριο να κόβουν το ττέλι της συγκεκριμένης περίφραξης που υπήρχε από την ΜΚ1, κάτι που δεν ανέφερε στη γραπτή κατάθεση της. Ούτε ανέφερε στην κατάθεση της αλλά το είπε προφορικά ότι υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας που διέμενε στην πολυκατοικία επιπροσθέτως του πιο πάνω κυρίου ο οποίος δεν ήθελε να αναμειχθεί και ότι  έκανε παρατήρηση στην κατηγορούμενη την ώρα που την χτυπούσε.  Η υπεράσπιση θεωρεί ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής είναι ελλιπής εφόσον η ΜΚ1 ισχυρίζεται ότι τα δύο πρόσωπα ήταν στο επεισόδειο και αυτά δεν παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο για να καταθέσουν. Ομοίως και ο ανακριτής για να ερωτηθεί γι΄αυτούς, ή κατά πόσο προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες ψάχνοντας τους για να τους λάβει καταθέσεις. Είναι σημαντικό να υπήρχε αυτή η μαρτυρία εφόσον υπάρχουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές. Επίσης αναφέρθηκε στην μαρτυρία του ΜΚ3 ότι δεν μπορούσε να πει από πού προήλθαν τα τραύματα της παραπονούμενης. Ακόμη τα τραύματα που διαπίστωσε ο Ιατρός (τεκμ.5) δεν συνάδουν με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης για την κατ´ ισχυρισμό επίθεση δηλαδή ότι της τράβηξε τα μαλλιά και ταυτόχρονα την κλώτσησε. Αυτά που ανέφερε η ΜΚ1 ήταν εκ των υστέρων σκέψεις της. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η πολυκατοικία που αυτές διαμένουν βρίσκεται σε πυκνοκατοικημένη περιοχή με αρκετούς ένοικους και ιδιοκτήτες και συνεπώς εφόσον το περιστατικό έγινε μεσημέρι Σαββάτου εάν τα γεγονότα γίνονταν όπως τα περιέγραψε η παραπονούμενη το περιστατικό θα γινόταν αντιληπτό από τους γείτονες κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί.

 

Οι εν λόγω θέσεις των συνηγόρων έχουν δεόντως μελετηθεί και ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο για την παρούσα απόφαση.

 

ΕΥΡΗΜΑΤA

 

Με βάση τη μαρτυρία της ΜΚ1 την οποία δεν έχω κάνει δεκτή δεν μπορώ να καταλήξω σε ασφαλή ευρήματα αναφορικά με το τι επακριβώς διαδραματίστηκε την επίδικη ημέρα του Σαββάτου μεταξύ της ΜΚ1 και της κατηγορούμενης. Αυτό που είναι αποδεκτό και αποτελεί εύρημα του δικαστηρίου είναι ότι η ΜΚ1 και η κατηγορούμενη κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν γειτόνισσες. Αρχικά οι σχέσεις τους ήταν καλές και στην πορεία διασαλεύτηκαν λόγω ενεργειών της ΜΚ1 στο ισόγειο με αποτέλεσμα την επίδικη ημέρα να συναντηθούν και οι δύο εκεί όπου ευρίσκεται το διαμέρισμα της ΜΚ1 και να συζητήσουν έντονα. Παρούσα σε κάποια στιγμή ήταν και η θυγατέρα της κατηγορούμενης με την οποία η τελευταία αποχώρησε.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα, είναι τα ακόλουθα:

 

1.         Επίθεση ενάντια σε άλλο πρόσωπο και

2.         Η πρόκληση στο πρόσωπο αυτό πραγματικής σωματικής βλάβης από την εν λόγω επίθεση.

 

Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη, που γίνεται με πρόθεση ή με απερισκεψία (recklessly), να προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο το φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (βλ. R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας από κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του.

 

Σε σχέση με το νοητικό στοιχείο της επίθεσης (mens rea), σχετική είναι η υπόθεση Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574 όπου λέχθηκε ότι ο νόμος δεν συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση χρήσης βίας. Απαγορεύει την χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα παρανόμως (unlawfully). Με αυτή την έννοια, η διάπραξη του αδικήματος θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο εκεί που υπάρχει πρόθεση χρήσης βίας αλλά και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος ενεργεί με απερισκεψία. Η απερισκεψία καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, αφού συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κινδύνου, παρά ταύτα προβαίνει στις ενέργειες του (βλ. R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964).

 

Στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 αναφέρεται ότι "σωματική βλάβη" σημαίνει σωματική βλάβη, ασθένεια ή διαταραχή είτε μόνιμη είτε προσωρινή. Πραγματική σωματική βλάβη περιλαμβάνει οποιοδήποτε τραύμα εξωτερικό ή εσωτερικό (συμπεριλαμβανομένης και υστερικής νευρικής κατάστασης) που επέρχεται ως αποτέλεσμα της επίθεσης. Στην υπόθεση Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56 μια επιπόλαιη εκδορά στο πρόσωπο και κοκκίνισμα θεωρήθηκε αρκετή για σκοπούς του άρθρου 243 (βλ. επίσης R. v. Miller (1954) 2 All E.R. 529 και Αστυνομία v. Ιωάννου (1989) 2 Α.Α.Δ. 61). Στο σύγγραμμα Archbold 41η έκδοση, παρ. 20–116 αναφέρεται ότι πραγματική σωματική βλάβη σημαίνει κάποια πραγματική σωματική κάκωση. Δεν είναι αναγκαίο να είναι κάκωση μόνιμου χαρακτήρα, ούτε είναι αναγκαίο να είναι αυτό που θεωρείται οδυνηρή (grievous) σωματική βλάβη. Συνεπώς δεν χρειάζεται το τραύμα να είναι σοβαρό ή μόνιμου χαρακτήρα.

 

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλ. πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων V Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υϊοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. 

 

Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι, όπως επισημαίνεται στην Γενικός Εισαγγελέας εναντίον Σπύρος Σπύρου (2002) 2, Α.Α.Δ. 71, στην οποία επαναλαμβάνεται η ανωτέρω αρχή, όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Λοίζου εναντίον Αστυνομίας 1989 (2) Α.Α.ΑΔ 363 και επαναδιατυπώθηκε στην Σωτηριάδης εναντίον Αστυνομίας 1991 (2) Α.Α.Δ. 482.

 

Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι αξιόπιστη και σαφής.  (Φλουρής εναντίον Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). 

 

 

ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Ως προαναφέρθηκε η μαρτυρία της ΜΚ1 δεν έγινε δεκτή. Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την υπόθεση της στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Προς απόσειση αυτού η Κατηγορούσα Αρχή στηρίχθηκε ουσιαστικά στη μαρτυρία της ΜΚ1. Για τους λόγους όμως που έχουν αναφερθεί κατά την αξιολόγηση της, η μαρτυρία της δεν έγινε αποδεκτή. Δεν μου διαφεύγει ότι η κατηγορούμενη στο τεκμήριο 3 αναφέρει ότι όταν η ΜΚ1 κατευθύνθηκε προς το μέρος της θυγατέρας της πρώτης, με άσχημο και απειλητικό ύφος αυτή μπήκε μπροστά της για να την αποτρέψει. Δεν θεωρώ ότι υπό αυτές τις συνθήκες για να προστατεύσει την θυγατέρα της, θα μπορούσε να κριθεί ένοχη στην κατηγορία της κοινής επίθεσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει στον δέοντα βαθμό την κατηγορία που αποδίδεται στην κατηγορούμενη και αυτή

 

 

αθωώνεται και απαλλάσσεται σε αυτήν.

 

 

 

 

[Υπ.] ...........................................

                                                                                            Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο