Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. H. H. A., Αρ. Υπόθεσης: 11425/21, 26/6/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. H. H. A., Αρ. Υπόθεσης: 11425/21, 26/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 11425/21

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

H. H. A.

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 26.06.25

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ν. Νικολάου

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δοθείσα αυθημερόν)

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 23.09.21 εισήλθε στην οικία της παραπονούμενης, P.P., με σκοπό να ενοχλήσει, κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία αρ. 1) και ότι επιτέθηκε άσεμνα σε αυτήν, δηλαδή την χάιδεψε στο πρόσωπο και τη φίλησε στο στόμα, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία αρ. 2).

 

Για να αποδείξει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο 5 μάρτυρες ενώ από την πλευρά της Υπεράσπισης, κατέθεσε στο Δικαστήριο ο ίδιος ο κατηγορούμενος και 3 άλλοι μάρτυρες.

 

Προχωρώ σε παράθεση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου, ως αυτή μπορεί να συνοψιστεί από το Δικαστήριο.

 

Μ.Κ.1 – παραπονούμενη

 

Η παραπονούμενη (περίπου 20 ετών τότε), υιοθετώντας την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία[1], κατέθεσε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διέμενε με τη μητέρα της σε βοηθητικά δωμάτια (βοηθητική οικία) που βρίσκονται στο πίσω μέρος της κύριας κατοικίας, στην οποία διαμένει ο κατηγορούμενος με την οικογένειά του. Η σύζυγος του κατηγορούμενου είναι η θείας της (αδελφή της μητέρας της κατηγορούμενης). Επί της ουσίας διέμεναν στην ίδια διεύθυνση, η οικία χωρίζεται στην κυρίως κατοικία και στα «βοηθητικά» δωμάτια, που βρίσκονται πίσω από αυτή ενώ υπάρχει από την οικία του κατηγορούμενου, και συγκεκριμένα από το σημείο της κουζίνας, έξοδος που οδηγεί στα εν λόγω βοηθητικά δωμάτια.

 

Στις 23.09.21 και η ώρα 19:50 περίπου, η παραπονούμενη έκανε μπάνιο και έπειτα βγήκε, τυλιγμένη με την πετσέτα, έξω στην αυλή για να πάρει ρούχα που βρίσκονταν στην απλώστρα για στέγνωμα. Την είδε ο κατηγορούμενος και της μίλησε από το παράθυρο της κουζίνας του, ζητώντας της να του φτιάξει καφέ. Η ίδια απάντησε ότι δεν μπορούσε να του φτιάξει καφέ λόγω του ότι μόλις είχε βγει από το μπάνιο. Τότε ο κατηγορούμενος βγήκε από την έξοδο της κουζίνας, πλησίασε την παραπονούμενη, της είπε ότι ήταν πολύ όμορφη και της ζήτησε ξανά να του φτιάξει καφέ. Η παραπονούμενη έπιασε τα ρούχα της και επέστρεψε στο σπίτι της. Ο κατηγορούμενος την ακολούθησε, εισήλθε στο σπίτι της παραπονούμενης, την άρπαξε στα χέρια του, την μετέφερε στο δωμάτιο της και την έριξε στο κρεβάτι. Έπεσε από πάνω της, άρχισε να την χαϊδεύει στο πρόσωπο και να της λέει ότι είναι πολύ όμορφη. Μετά, την έπιασε από το λαιμό και τη φίλησε στο στόμα. Η παραπονούμενη άρχισε να φωνάζει και τότε ο κατηγορούμενος έφυγε, χωρίς να της αφαιρέσει την πετσέτα ή να την αγγίζει σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματός της.

 

Αμέσως μόλις ο κατηγορούμενος έφυγε από το μέρος (ώρα 20:00), η παραπονούμενη τηλεφώνησε στη θείας της Lora (Μ.Κ.2) και της είπε κλαίγοντας ότι δεν ήταν καλά. Η θεία της, η οποία διαμένει πλησίον της οικίας, έφθασε μαζί την ξαδέλφη της παραπονούμενης, 5 περίπου λεπτά αργότερα, και η παραπονούμενη της περιέγραψε τί είχε συμβεί. Τότε η θείας της πήγε να συναντήσει τον κατηγορούμενο για να του ζητήσει εξηγήσεις. Η παραπονούμενη παρέμεινε στην οικία της.

 

Στο σημείο κατέφθασε και ο τότε σύντροφό της παραπονούμενης, Γιώργος (Μ.Κ.3), με τον οποίο είχαν σκοπό να βγουν εκείνο το βράδυ. Αφού η παραπονούμενη τον ενημέρωσε για το τί είχε συμβεί, πήγε και εκείνος να μιλήσει με τον κατηγορούμενο και έπειτα η παραπονούμενη και ο Γιώργος μετέβηκαν στην αστυνομία για να καταγγείλουν το περιστατικό.

 

Ερωτηθείσα η παραπονούμενη ανέφερε ότι πριν το επίδικο περιστατικό δεν είχε ιδιαίτερες ή στενές σχέσεις με τον κατηγορούμενο, πλην του γεγονότος ότι πρόκειται για το σύζυγο της θείας της (Ilieva ReniM.Y.4). Επίσης, ανέφερε ότι, έπειτα από το περιστατικό, προσπάθησε να τηλεφωνήσει και στη μητέρα της αλλά η μητέρα της δούλευε εκείνη τη στιγμή και δεν ήταν διαθέσιμη.

 

Κατά την αντεξέτασή της, ρωτήθηκε κατά πόσο, έπειτα από το περιστατικό, όταν ο Γιώργος πήγε να ζητήσει το λόγο από τον κατηγορούμενο, ο κατηγορούμενος επέστρεψε μαζί με το Γιώργο στην οικία της παραπονούμενης και την ρώτησε ενώπιον του Γιώργου να περιγράψει τί της έκανε και εάν η παραπονούμενη τότε του ζήτησε απλά να βγει έξω. Η παραπονούμενη απάντησε ότι δεν θυμάται κάτι τέτοιο αλλά δεν το απέκλεισε. Πρόσθεσε ότι, λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν εκείνη τη στιγμή είναι πιθανό να ζήτησε από τον κατηγορούμενο να βγει έξω, εάν ο ίδιος επέστρεψε μαζί με το Γιώργο στην οικία της. Επίσης, ανέφερε η παραπονούμενη ότι δεν γνωρίζει τί έλαβε χώρα μεταξύ του ίδιου και του Γιώργου. Αυτό που της είπε η θεία της Lora είναι ότι πήγαν να βρουν τον κατηγορούμενο μαζί με την ξαδέλφη της (την κόρη της Μ.Υ.4) και ότι ο κατηγορούμενος εκείνη την ώρα προσευχόταν στο σπίτι του.

 

Μ.Κ.2 – Lora S.

 

H M.K.2 είναι παντρεμένη με τον αδελφό της μητέρας της παραπονούμενης (είναι δηλαδή θεία της παραπονούμενης) και η οικία της γειτνιάζει με αυτήν της παραπονούμενης και του κατηγορούμενου (περίπου 5 λεπτά, ως ανέφερε). Ο σύζυγός της είναι, επίσης, αδελφός της συζύγου του κατηγορούμενου.

 

Κατέθεσε ότι στις 23.09.21 έλαβε τηλεφώνημα από την παραπονούμενη, η οποία έκλαιγε και της ζήτησε να έρθει γρήγορα στην οικία της γιατί δεν ήταν καλά. Μετέβη αμέσως στην οικία της παραπονούμενης. Την βρήκε στο πάτωμα, τυλιγμένη με την πετσέτα του μπάνιου να κλαίει. Την ρώτησε τί έγινε και η παραπονούμενη της είπε ότι ο κατηγορούμενος προσπάθησε να τη βιάσει. Συγκεκριμένα, της ανέφερε ότι όταν η παραπονούμενη βγήκε από το μπάνιο για να πιάσει τα ρούχα της από την απλώστρα, ο κατηγορούμενος την είδε από το παράθυρο της κουζίνας του σπιτιού του, βγήκε από την κουζίνα, την πλησίασε, την άρπαξε με τα χέρια του, την μετέφερε στο σπίτι της. Εκεί την έπιασε από το λαιμό και προσπάθησε να τη φιλήσει. Εκείνη άρχισε να φωνάζει και τότε εκείνος έφυγε.

 

Αφού η μάρτυρας, πληροφορήθηκε τί έγινε, πήγε μπροστά από το σπίτι όπου μένει ο κατηγορούμενος και άρχισε να του φωνάζει. Ο κατηγορούμενος την κοίταξε αλλά δεν της είπε τίποτε. Κάποια στιγμή, όταν η μάρτυρας είδε τον ανήλικο γιο του κατηγορούμενου, ο οποίος βρισκόταν στο σπίτι, σταμάτησε να φωνάζει επειδή δεν ήθελε να ακούσει το παιδί τί έγινε.

 

Αντεξεταζόμενη ρωτήθηκε εάν η ίδια πήγε στο σπίτι του κατηγορούμενου μαζί με την Ani, την κόρη της συζύγου του κατηγορούμενου και η μάρτυρας απάντησε καταφατικά. Ο κατηγορούμενος υπέβαλε τη θέση ότι η Ani τον είχε ρωτήσει τί έγινε και ότι η μάρτυρας δεν του φώναζε. Η μάρτυρας διαφώνησε. Ανέφερε ότι ήταν «πάρα πολύ εκνευρισμένη» και φώναζε και δεν θυμάται εάν και πότε του μίλησε η Ani. Διερωτήθηκε εάν του μίλησε όταν η ίδια είχε πλέον φύγει από το σημείο.

 

Υποβλήθηκε στην μάρτυρα ότι ο λόγος που καταθέτει εναντίον του κατηγορούμενου είναι επειδή πρόσφατα επήλθε μια διαφωνία μεταξύ του συζύγου της και της συζύγου του κατηγορούμενου σχετικά με περιουσιακές διαφορές. Η μάρτυρας δεν τοποθετήθηκε ρητά επί της θέσης του κατηγορούμενου ότι επήλθε κάποια ρήξη στη σχέση του συζύγου της με τη σύζυγο του κατηγορούμενου. Είπε, όμως, ότι αρχικά δεν επιθυμούσε να μαρτυρήσει εναντίον του κατηγορούμενου επειδή δεν ήθελε να εμπλακεί σε μια οικογενειακή διαφορά, ενόψει του ότι η μητέρα της παραπονούμενης και η σύζυγος του κατηγορούμενου είναι αδελφές. Για αυτό το λόγο, δεν ερχόταν στο Δικαστήριο κατά τις προηγούμενες δικασίμους που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση. Ανεξαρτήτως τούτου, επέμεινε ότι λέει την αλήθεια στο Δικαστήριο.

 

Μ.Κ.3 – George (Γιώργος) I.

 

Πρόκειται για τον τότε σύντροφο της παραπονούμενης, ο οποίος, ως ανέφερε διέμενε, μαζί με την παραπονούμενη τότε. Έκτοτε έχουν χωρίσει. Δεν διατηρούσε οποιεσδήποτε σχέσεις με τον κατηγορούμενο και η επαφή τους περιοριζόταν σε απλούς χαιρετισμούς όταν τον έβλεπε.

 

Κατέθεσε ο μάρτυρας ότι στις 23.09.21, εργαζόταν και όταν σχόλασε, επέστρεψε στην οικία της παραπονούμενης και την βρήκε τυλιγμένη με την πετσέτα του μπάνιου να κλαίει «υστερικά». Της ζήτησε να του εξηγήσει τί έγινε αλλά η ίδια δεν μπορούσε να μιλήσει για λίγα λεπτά λόγω του ότι έκλαιγε. Έπειτα του είπε «ο Αράπης» εννοώντας τον κατηγορούμενο. Ο μάρτυρας τότε πήγε μπροστά από το σπίτι του κατηγορούμενου, μπήκε και τον ρώτησε τί έγινε. Ο κατηγορούμενος δεν του απαντούσε, απλά τον έβλεπε. Επειδή δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, ο μάρτυρας θεώρησε ότι δεν θα μπορούσαν να συνεννοηθούν και επέστρεψε στο σπίτι της παραπονούμενης. Εκεί έφθασε πλέον και η θείας της παραπονούμενης (η Μ.Κ.2) και τότε η παραπονούμενη τους εξήγησε τί έγινε.

 

Πιο μετά έφθασε και η μητέρα της και μια άλλη θεία της, οι οποίες αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι συνέβη κάτι τέτοιο. Έπειτα ο μάρτυρας και η παραπονούμενη πήγαν στην αστυνομία για να καταγγείλουν το περιστατικό.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι, αφού κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να συνεννοηθεί με τον κατηγορούμενο, ο ίδιος κατευθύνθηκε προς την οικία της παραπονούμενης και ο κατηγορούμενος τον ακολούθησε. Μετά, όμως, η παραπονούμενη του ζήτησε να φύγει και ο κατηγορούμενος έφυγε. Ανέφερε, επίσης, ότι «εξαφανίστηκε για μέρες».

 

Ο κατηγορούμενος υπέβαλε στο μάρτυρα ότι πριν το επίδικο περιστατικό (σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε), ο κατηγορούμενος είδε τον μάρτυρα και ένα άλλο άνδρα να χαϊδεύουν και οι δύο την παραπονούμενη και ότι τότε ρώτησε τον μάρτυρα εάν η παραπονούμενη είναι δική του σύντροφος ή κάποιου άλλου. Ο μάρτυρας απάντησε ότι το άλλο πρόσωπο που βρισκόταν εκεί ήταν φίλος του και όχι σύντροφος της παραπονούμενης. Ο κατηγορούμενος επέμεινε ότι φαινόταν ότι η παραπονούμενη έβγαινε και με τους δυο τους και ότι, από τότε που το επισήμανε στον μάρτυρα, ξεκίνησε η παρεξήγηση μεταξύ τους. Ο μάρτυρας διαφώνησε, επέμεινε ότι το τρίτο πρόσωπο ήταν φίλος του και ανέφερε ότι δεν συμπαθούσε ούτως ή άλλως τον κατηγορούμενο από πριν για άλλους λόγους που δεν προσδιόρισε.

 

Μ.Κ.4 – Α/αστ. 1634, Λ. Λάμπρου

 

Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε στον αστυνομικό σταθμό Αγ. Ιωάννη και ότι 24.09.21 συνέλαβε τον κατηγορούμενο δυνάμει δικαστικού εντάλματος[2].

 

Μ.Κ.5 – Αστυφύλακα 71, Χ. Αγαθοκλέους

 

Ο μάρτυρας υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο στην αστυνομική διεύθυνση Λεμεσού και στις 24.09.21, με τη βοήθεια διερμηνέα, έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, την οποία παρουσίασε στο Δικαστήριο[3].

 

Κατηγορούμενος

 

Ο κατηγορούμενος κατέθεσε ότι στις 23.09.21 βρισκόταν στην οικία του μαζί με το γιο του και ένα φίλο του γιου του. Κάποια στιγμή κτύπησε η πόρτα και ήρθε ο σύντροφος της παραπονούμενης ο οποίος τον ρώτησε γιατί πήγε στο σπίτι της παραπονούμενης προηγουμένως και «έκανε μαλακία». Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι δεν πήγε και προθυμοποιήθηκε να πάει μαζί του στο σπίτι της παραπονούμενης για να την δουν μαζί. Έτσι έγινε, στάθηκε έξω από την είσοδο της οικίας της παραπονούμενης και τι ρώτησε τί της έκανε και η παραπονούμενη του ζήτησε να φύγει. Επέστρεψε στο σπίτι του και τότε ήρθε η κόρη της συζύγου του μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας και τον ρωτούσε τί έκανε στην παραπονούμενη. Ο ίδιος αρνήθηκε ότι έκανε οτιδήποτε στην παραπονούμενη.

 

Αντεξεταζόμενος περιέγραψε τη διαμόρφωση του σπιτιού και ανέφερε ότι όταν σχολνάει από την εργασία του και κάθεται έξω, βλέπει ποιος περνά για εισέλθει στη βοηθητική οικία όπου διαμένει η παραπονούμενη. Η σχέση του με την παραπονούμενη δεν ήταν στενή ως ανέφερε. Ούτε με τον σύντροφο της παραπονούμενης είχε ιδιαίτερες σχέσεις.

 

Από το παράθυρο της κουζίνας της οικίας του μπορούσε να δει προς τη βοηθητική οικία, όπου διέμενε η παραπονούμενη. Επομένως, όταν βρισκόταν στην κουζίνα για οποιονδήποτε λόγο «συμπωματικά» τύχαινε να τις βλέπει.

 

Αν και, όταν δύσει ο ήλιος, ο κατηγορούμενος συνηθίζει να κάθετε στη βεράντα του σπιτιού του (πλησίον της εισόδου του σπιτιού όπου μένει η παραπονούμενη), εκείνη την ημέρα ισχυρίστηκε ότι δεν είδε την παραπονούμενη από το παράθυρο της κουζίνας, ούτε βγήκε έξω στην βεράντα. Από την ώρα που σχόλασε παρέμεινε μέσα στο σπίτι του. Βρισκόταν στο σαλόνι του σπιτιού, μαζί με το γιο του, ο οποίος ήταν τότε 12 ετών, και τον φίλο του. Τα παιδιά έπαιζαν βιντεοπαιγνίδια στην τηλεόραση και εκείνος έπινε κάποιο παραδοσιακό ρόφημα.

 

Ανέφερε, επίσης, ότι όταν πήγε στο σπίτι της παραπονούμενης, ακολουθώντας τον σύντροφό της, δεν θυμόταν τί φορούσε η παραπονούμενη.

 

Ερωτώμενος ποιο λόγο θα μπορούσε να είχε η παραπονούμενη ώστε να τον καταγγείλει ψευδώς, ο ίδιος απάντησε ότι δεν ξέρει. Ενδεχομένως, είπε, επειδή 2-3 μήνες προηγουμένως, όταν την είδε μαζί με τον σύντροφό της (τον Γιώργο) και ένα άλλο πρόσωπο να εισέρχονται της οικίας, ο ίδιος ρώτησε τον σύντροφό της, αστειευόμενος, εάν η ίδια είναι σε σχέση μαζί του τελικά ή με το άλλο πρόσωπο λόγω της εγγύτητας που παρατήρησε μεταξύ των προσώπων αυτών. Αρνήθηκε ότι είδε τον σύντροφό της και το άλλο πρόσωπο να χαϊδεύουν την παραπονούμενη την ημέρα που προέβη σε αυτή την ερώτηση, αλλά είπε ότι την είχε δει προηγουμένως να χαϊδεύεται ή να φιλά το πρόσωπο αυτό και θεώρησε ότι θα έπρεπε να «νουθετήσει» τον σύντροφό της.

 

Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του είπε ότι η παραπονούμενη κάνει τα πάντα για τα λεφτά και ότι εάν της έδινε Ευρώ 1000 δεν θα προωθούσε την καταγγελία εναντίον του. Ερωτηθείς εάν η παραπονούμενη του ζήτησε χρήματα για αυτό το σκοπό, απάντησε ότι δεν του ζήτησε. 

 

Μ.Υ.2 – Α.Σ.

 

Πρόκειται για τον φίλο του γιου του κατηγορούμενου, ο οποίος φοιτούσε τότε στην έκτη τάξη του δημοτικού και εκείνο το απόγευμα βρισκόταν στην οικία του κατηγορούμενου. Αυτό που θυμόταν ήταν ότι εκείνη την μέρα ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο σαλόνι και προσευχόταν ενώ ο ίδιος και ο γιος του κατηγορούμενου (Μ.Υ.3) έπαιζαν παιχνίδια στην τηλεόραση. Κάποια στιγμή κτύπησε η πόρτα της οικίας και την άνοιξε ο Μ.Υ.3. Ήταν η θυγατέρα της συζύγου του κατηγορούμενου, η οποία ήθελε να μιλήσει με τον κατηγορούμενο. Τους ζήτησε να πάνε σε άλλο δωμάτιο γιατί δεν ήθελε να ακούσουν τί θα συζητούσαν.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο ίδιος επισκεπτόταν πάρα πολύ συχνά το σπίτι του κατηγορούμενου από το 2015. Θυμήθηκε τί έγινε τη συγκεκριμένα μέρα γιατί τον «κάλεσε ο άνθρωπος δαμέ [δηλαδή ο κατηγορούμενος] και με θύμισε εκείνη τη μέρα είπε μου τάδε, τάδε έλεγε τα πράγματα να με θυμίσει και θύμισε με τι θα πω σήμερα». Δεν θυμόταν να ήρθε κάποιος άλλος στο σπίτι εκτός από την αδελφή του Μ.Υ.3., ούτε τί κουβέντες αντάλλαξαν μεταξύ τους μέχρι τα παιδιά να πάνε στο δωμάτιο, ούτε θυμόταν εάν τότε ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι. Όπως είπε: «Πού να θυμάμαι πριν 4 χρόνια την κουβέντα, που να θυμάμαι;».

 

Μ.Υ.3 – U.A.

 

Ο γιος του κατηγορούμενου κατέθεσε ότι εκείνη την ημέρα βρισκόταν στο σπίτι του μαζί με ένα φίλο του. Ο πατέρας του βρισκόταν στο σαλόνι και προσευχόταν. Κτύπησε η πόρτα και την άνοιξε ο ίδιος. Ήταν η αδελφή του, η Ani, και τον ρώτησε πού είναι ο κατηγορούμενος και εκείνος της απάντησε ότι βρισκόταν στο σαλόνι. Η Ani άρχισε να μιλά με τον κατηγορούμενο και έπειτα ζήτησαν από τα παιδιά να πάνε στο δωμάτιο του μάρτυρα για να μην ακούν τι λένε. Πέραν τούτου, ως είπε, ο μάρτυρας δεν είδε, ούτε άκουσε τίποτε. Ερωτηθείς σχετικά από τον κατηγορούμενο, ο μάρτυρας απάντησε ότι εξ όσων γνωρίζει ο πατέρας του παρέμεινε μέσα στο σπίτι μέχρι που ήρθε η Ani και κτύπησε την πόρτα.

 

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν θυμάται πολλά πράγματα από εκείνη τη μέρα, παρά μόνο ότι έφθασε στο σπίτι η Ani, πολύ αναστατωμένη, και ήθελε να κουβεντιάσει με τον κατηγορούμενο για κάτι που δεν έπρεπε να ακούσει ο ίδιος και ο φίλος του. Πρόσθεσε ότι εκεί βρισκόταν και η θεία του, η Lora, η οποία ήταν έξω από το σπίτι.

 

Ερωτηθείς εάν, σε περίπτωση που κτύπησε και κάποιος άλλος την πόρτα προηγουμένως θα θυμόταν να το αναφέρει στο Δικαστήριο, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά. Θυμόταν μόνο την επίσκεψη της Ani λόγω του ότι ήταν αναστατωμένη.

 

Μ.Υ.4 – I.R.

 

Πρόκειται για τη σύζυγο του κατηγορούμενου. Δεν βρισκόταν στην οικία κατά το επίδικο περιστατικό και άρα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τί έγινε. Πιστεύει, όμως, ότι ο κατηγορούμενος δεν διέπραξε το υπό κρίση αδίκημα.

 

Ανέφερε ότι πάντα βοηθούσε την οικογένειά της και μάλιστα ότι όταν η μητέρας της παραπονούμενης αντιμετώπιζε δυσκολίες στο παρελθόν, έκανε η ίδια διευθετήσεις για να μπορεί να διαμένει στη βοηθητική οικία της κατοικίας όπου διέμενε και η ίδια. Για αρκετό καιρό εργαζόταν δύο δουλειές την ημέρα για να μπορέσει να έχει αρκετά εισοδήματα και να στηρίζει οικονομικά και τη μητέρα της που διέμενε στο εξωτερικό. Ανέφερε επίσης ότι, πριν περίπου 5 χρόνια, δηλαδή πριν από το επίδικο περιστατικό, είχε δανείσει χρήματα (περίπου Ευρώ 2500) στην μητέρα της παραπονούμενης, τα οποία ακόμη δεν της τα έχει επιστρέψει. Επίσης, πριν 2 χρόνια (δηλαδή έπειτα από το επίδικο περιστατικό), η παραπονούμενη λόγω κάποιου τροχαίου χρειάστηκε χρήματα (Ευρώ 500-600) και η ίδια της τα έδωσε, επειδή πάντα θέλει να βοηθά την οικογένειά της, ως είπε. Επίσης, πριν περίπου ένα μήνα, ο αδελφός της μάρτυρας (σύζυγος της Lora), ζήτησε από τη μάρτυρα να συγκατατεθεί στη μεταβίβαση του σπιτιού της μητέρας τους, η οποία έχει αποβιώσει και η ίδια διαφώνησε με αποτέλεσμα να τσακωθούν έντονα.

 

Κατά την αντεξέτασή της ανέφερε ότι, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δεν γνώριζε ακριβώς τις καταλογιζόταν στον κατηγορούμενο. Μία μέρα, πρόσφατα, είχε ρωτήσει την παραπονούμενη να της αποκαλύψει τί της έκανε ο κατηγορούμενος αλλά η ίδια της είπε ότι δεν μπορεί να της πει, ότι δεν θέλει να έχει προβλήματα, θέλει να προχωρήσει με τη ζωή της αλλά ότι η μητέρα της επιθυμεί όπως τιμωρηθεί ο κατηγορούμενος. Η μάρτυρας ρώτησε και τον κατηγορούμενο αλλά ούτε εκείνος της λέει. Εάν ίσχυαν αυτά που του καταλογίζονται, η μάρτυρας είπε ότι θα τον έδιωχνε από το σπίτι και θα τον χώριζε αμέσως, αλλά είναι πεπεισμένη ότι ο κατηγορούμενος δεν προέβη σε τέτοια ενέργεια.

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Αφού ολοκληρώθηκε το στάδιο παράθεσης της μαρτυρίας, οι δύο πλευρές αγόρευσαν προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. Τα όσα έχουν αναφέρει, έχουν καταγραφεί στα πρακτικά του Δικαστηρίου και λαμβάνονται υπόψη.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη[4], με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε[5]. Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του.  Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία[6]. Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία ενός προσώπου δεν κλονίζουν, δίχως άλλο, την αξιοπιστία του. Αντιθέτως, αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες κατά τη διήγηση γεγονότων, ειδικότερα έπειτα από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος,  είναι αναμενόμενες και δύνανται να προσδώσουν περισσότερη αληθοφάνεια και πειστικότητα στην υπό αξιολόγηση μαρτυρία[7]Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο[8]. Είναι ανεπίτρεπτη η σύζευξη της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του βάρους απόδειξης. Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης[9].

 

Η μαρτυρία των Μ.Κ. 4 και 5 ήταν τυπικής φύσεως και εφόσον δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης, γίνεται αποδεκτή στην ολότητά της ως αξιόπιστη.

 

Κεντρικός πυρήνας στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής υπήρξε η μαρτυρία της παραπονούμενης, ΜΚ1. Λόγω του ότι αυτή αποτελεί την κύρια ενοχοποιητική μαρτυρία που παρουσιάστηκε εναντίον του κατηγορούμενου, το Δικαστήριο την προσεγγίζει με ιδιαίτερη προσοχή, προειδοποιώντας τον εαυτό του ως προς τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου βασιζόμενο στη μαρτυρία ενός μόνο προσώπου, ακόμη και εάν αυτή ενισχύεται, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, από τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 υπό τη μορφή «άμεσου παραπόνου». Η νοητική αυτή άσκηση από μέρους του Δικαστηρίου δεν γίνεται με μηχανιστικό τρόπο αλλά ουσιαστικά. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου και με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά χωρίς προκατάληψη,  προχωρώ να εξετάσω τη μαρτυρία της παραπονούμενης:

 

Η παραπονούμενη άφησε πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με ηρεμία και αμεσότητα, χωρίς υπερβολές ή αντιφάσεις στο Δικαστήριο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αμέσως μόλις ορκίστηκε στο εδώλιο του μάρτυρα και πριν καν ρωτηθεί οτιδήποτε από το συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, άρχισε να εξιστορεί τα γεγονότα ως τα βίωσε με αυθόρμητο τρόπο, δίδοντας την εντύπωση προσώπου που προσήλθε στο Δικαστήριο να πει την αλήθεια. Έπειτα της υποδείχθηκε και το κείμενο της κατάθεσής της που έδωσε στην αστυνομία χρόνια προηγουμένως, το περιεχόμενο της οποίας συνάδει πλήρως με αυτά που αρχικά παρέθεσε προφορικά στο Δικαστήριο. Γενικότερα ενέπνεε βεβαιότητα και ασφάλεια για την αλήθεια των όσων έλεγε, σε κάποια δε σημεία της αφήγησής της, και συγκεκριμένα κατά την αναφορά της ότι ο κατηγορούμενος την έπιασε από το λαιμό και τη φίλησε χωρίς τη θέλησή της, διαφάνηκε η συναισθηματική της φόρτιση (έκλαιγε με λιγμούς), απόρροια, προδήλως, της αναβίωσης δύσκολων στιγμών.

 

Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε ήταν περιορισμένη και δεν καταπιάστηκε καθόλου με τα επίδικα γεγονότα. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε δεν κατάφερε να πλήξει την αξιοπιστία της ούτε στον ελάχιστο βαθμό.

 

Περαιτέρω, η μαρτυρία της παραπονούμενης ενισχύεται και από τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 υπό τη μορφή «άμεσου παραπόνου». Συγκεκριμένα, μόλις ο κατηγορούμενος έφυγε από την οικία της, η παραπονούμενη τηλεφώνησε στη θεία της (Μ.Κ.2), η οποία διαμένει πολύ λίγα λεπτά από το σπίτι της παραπονούμενης. Κατά την τηλεφωνική της συνομιλίας, της ζήτησε κλαίγοντας να έρθει γρήγορα στο σπίτι της και η Μ.Κ.3 έφθασε εντός λίγων λεπτών. Η Μ.Κ.2 την βρήκε τυλιγμένη με την πετσέτα του μπάνιου να κλαίει στο πάτωμα και όταν την ρώτησε τί είχε συμβεί, η παραπονούμενη της περιέγραψε τις ενέργειες του κατηγορούμενου, ως τις περιέγραψε και στο Δικαστήριο.

 

Παράλληλα, πριν καταφθάσει στην οικία της παραπονούμενης η Μ.Κ.2, επέστρεψε από την εργασία του ο σύντροφός της, Μ.Κ.3, ο οποίος την βρήκε στην ίδια κατάσταση, ως την περιέγραψε και η Μ.Κ.2. Αρχικά η παραπονούμενη δεν μπορούσε να μιλήσει από το κλάμα και την αναστάτωση, παρά μόνο να υποδείξει τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που της έκανε κάτι. Τότε ο Μ.Κ.3 πήγε να ζητήσει το λόγο από τον κατηγορούμενο, χωρίς όμως να καταφέρει να συνεννοηθεί μαζί του. Επέστρεψε στο σπίτι της παραπονούμενης και αφού κατέφθασε και η θεία της, η παραπονούμενη του περιέγραψε, επίσης, τί είχε συμβεί.

 

Παρεμβάλλεται ότι το πρώτο παράπονο ως στοιχείο της αλήθειας των γεγονότων που περιλαμβάνει συνιστά κλασσική μορφή ενισχυτικής μαρτυρίας[10]. Ενόψει του ότι, εν προκειμένω, το παράπονο υποβλήθηκε στους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 (πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος της παραπονούμενης), χωρίς καθυστέρηση έπειτα από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος, χαρακτηρίζεται από «χρονική αμεσότητα» και «αυθορμητισμό» ώστε να μην υπάρχει ορατό «ενδεχόμενο κατασκευής μαρτυρίας»[11]

 

Παράλληλα, οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 άφησαν, επίσης, θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η σημασία της μαρτυρίας τους έγκειται στο ότι και τα δύο αποτελούσαν πρόσωπα του πολύ στενού κύκλου της παραπονούμενης και τα οποία βρέθηκαν στην οικία της, λίγα λεπτά έπειτα από τη διάπραξη του αδικήματος. Η παραπονούμενη εξέφρασε άμεσα το παράπονό της σε αυτά τα πρόσωπα. Η παρουσία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 στην οικία της παραπονούμενης κατά τον επίδικο χρόνο δεν αμφισβητήθηκε από τον κατηγορούμενο, ο οποίος καταθέτοντας στο Δικαστήριο παραδέχτηκε, ουσιαστικά, ότι εκείνοι τον επισκέφθηκαν διαδοχικά στην οικία του για να τον ρωτήσουν τί είχε συμβεί και να του ζητήσουν το λόγο. Συνάδει, επίσης, και με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, η οποία μάλιστα όταν μετέβη το ίδιο βράδυ στην αστυνομία για να υποβάλει την καταγγελία της εναντίον του κατηγορούμενου, έδωσε και τα στοιχεία επικοινωνίας των εν λόγω μαρτύρων, ώστε να επαληθεύσουν τα λεγόμενά της. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε σε σχέση με τους εν λόγω μάρτυρες δεν κατάφερε να πλήξει την αξιοπιστία τους.

 

Συνεπώς, η μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 ενισχύει την μαρτυρία της παραπονούμενης, η οποία ούτως ή άλλως, άφησε πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Αποδέχομαι, λοιπόν, τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως αξιόπιστη, όπως και αυτήν των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3.

 

Για σκοπούς πληρότητας, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω τα εξής:

 

Αναφορικά με την Μ.Κ.2, υποβλήθηκε σε αυτήν από τον κατηγορούμενο ότι ο λόγος που προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει εναντίον του οφείλεται στο ότι επήλθε ρήξη στη σχέση μεταξύ του συζύγου της (αδελφού της Μ.Υ.4) και της Μ.Υ.4 λόγω περιουσιακών διαφορών ένα μήνα περίπου πριν την έναρξη της  ακρόασης. Η Μ.Κ.2 αποδέχτηκε ότι, όντως, η Μ.Υ.4 τσακώθηκε με το σύζυγό της (και την ίδια) για αυτό το λόγο, πράγμα που επιβεβαίωσε και η Μ.Υ.4 με τη μαρτυρία της. Εξήγησε, όμως, ότι αυτό δεν συνεπάγεται ότι λέει ψέματα στο Δικαστήριο. Απλώς, προηγουμένως, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων που η υπόθεση εκκρεμούσε στο Δικαστήριο για εκδίκαση, η ίδια δεν επιθυμούσε να καταθέσει εναντίον του κατηγορούμενου για να μην προκληθεί κάποια ρήξη στις οικογενειακές τους σχέσεις. Η εν λόγω εξήγηση προβάλει, υπό τις περιστάσεις, ως αληθοφανής. Εξάλλου, ως ανέφερα πιο πάνω, η ίδια η παραπονούμενη κατέθεσε στην αστυνομία την ημέρα του επίδικου συμβάντος, και άρα χρόνια πριν τον τσακωμό μεταξύ των πιο πάνω προσώπων, ότι η Μ.Κ.2 ήταν το πρόσωπο που είχε καλέσει πρώτο για βοήθεια, έπειτα από την άσεμνη επίθεση του κατηγορούμενου. Έδωσε, μάλιστα, και τα στοιχεία επικοινωνίας της Μ.Κ.2 στην αστυνομία ώστε να επικοινωνήσουν μαζί της, σε χρόνο που η ίδια δεν είχε καμία περιουσιακή διαφορά με τον κατηγορούμενο. Η παραπονούμενη δεν είχε, τότε, κανένα λόγο να πιστεύει ότι η Μ.Κ.2 θα ήταν διατεθειμένη να υποστηρίξει την εκδοχή της, εάν αυτή ήταν ψευδής. Εν πάση περιπτώσει, η παρουσία της Μ.Κ.2 στην οικία του κατηγορούμενου έπειτα από το επίδικο περιστατικό επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο αλλά και από το Μ.Υ.3, ο οποίος την τοποθετεί έξω από την οικία του κατηγορούμενου μαζί με την Ani. Συνεπώς, ο τσακωμός μεταξύ των δύο ζευγαριών για περιουσιακούς λόγους προβάλει ως εντελώς ασύνδετος με την αλήθεια των ισχυρισμών της Μ.Κ.2 και δεν αρκεί για να πλήξει την αξιοπιστία της.  

 

Ομοίως, τέθηκε ο ισχυρισμός από πλευράς της Υπεράσπισης ότι τόσο η παραπονούμενη όσο και ο Μ.Κ.3 δεν διατηρούσαν καλές σχέσεις με τον κατηγορούμενο, επειδή ο ίδιος κάποιους μήνες πριν το επίδικο συμβάν, προσέγγισε τον Μ.Κ.3 διερωτώμενος εάν η παραπονούμενη διατηρεί σχέση και με άλλο πρόσωπο και συγκεκριμένα ένα φίλο του Μ.Κ.3. Αυτή η θέση δεν υποβλήθηκε στην παραπονούμενη κατά την αντεξέτασή της και άρα δεν της δόθηκε η ευκαιρία να τοποθετηθεί επί αυτής. Εγέρθηκε δε κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.3 αλλά όχι με τρόπο που να υπονοεί ότι οι δύο τους επινόησαν μια ψευδή εκδοχή των γεγονότων για να εκδικηθούν τον κατηγορούμενο για αυτό το λόγο. Ο κατηγορούμενος δεν υπαινίχθηκε κάτι τέτοιο (ούτε, βεβαίως, το ανέφερε ρητά) όταν αντεξέταζε το Μ.Κ.3. Με τον τρόπο που τέθηκε το ζήτημα διαφάνηκε ότι ο κατηγορούμενος υπονοούσε ότι η παραπονούμενη είναι πρόσωπο χαμηλών ηθών και άρα, συνειρμικά και ενδεχομένως, δεν θα έπρεπε να γίνει πιστευτή από το Δικαστήριο. Ο Μ.Κ.3 δεν διαφώνησε με τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι ο ίδιος προέβη σε τέτοιο σχόλιο στο παρελθόν, αλλά διερωτήθηκε με αυθόρμητο τρόπο, τί σχέση μπορεί να έχει αυτό με την υπό κρίση υπόθεση. Καμία απάντηση/υποβολή δεν δόθηκε από τον κατηγορούμενο. Κατά την κρίση μου, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να πλήξει την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Μ.Κ.3, ο οποίος εξάλλου, κατά κοινή παραδοχή, όντως βρισκόταν στην οικία της παραπονούμενης εκείνο το βράδυ και, μάλιστα, είναι παραδεκτό ότι επισκέφθηκε την οικία του κατηγορούμενου για να του ζητήσει το λόγο.

 

Κατά το στάδιο παράθεσης της μαρτυρίας του κατηγορούμενου, ο ίδιος άφησε να εννοηθεί ότι το εν λόγω σχόλιο του, ίσως αποτέλεσε το λόγο που προωθείται η παρούσα καταγγελία εναντίον του. Δεν έχουν δοθεί, όμως, στοιχεία που να υποστηρίζουν τέτοιο συνειρμό. Συγκεκριμένα, πέραν της αοριστίας και της ασάφειας που περιβάλλει το πότε και πώς ακριβώς έγινε αυτό το σχόλιο από τον κατηγορούμενο (εάν ήταν με την μορφή συμβουλής ή αστείου) και πώς εκλήφθηκε από τον Μ.Κ.3 (ή εάν το άκουσε και η παραπονούμενη ή όχι), στη βάση της μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, το σχόλιο αυτό δεν φαίνεται να πυροδότησε κάποια ρήξη στην υφιστάμενη σχέση του κατηγορούμενου με την παραπονούμενη, ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι η ίδια προσβλήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να προβεί σε ψευδή καταγγελία εναντίον του. Δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο εξάλλου ο κατηγορούμενος. Αντιθέτως, το σχόλιο αυτό δεν φαίνεται να επηρέασε τη σχέση μεταξύ της παραπονούμενης και του Μ.Κ.3, οι οποίοι συνέχισαν να διαμένουν μαζί ως ζευγάρι, ούτε τη σχέση του κατηγορούμενου με την παραπονούμενη, εφόσον ως ανέφερε ο ίδιος, συνέχιζε να επισκέπτεται την ίδια και τη μητέρα της, στην αυλή του σπιτιού τους και να πίνουν καφέ, χωρίς να επισημάνει κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά της έπειτα από το εν λόγω σχόλιο του. Επαναλαμβάνω ότι το ζήτημα αυτό δεν εγέρθηκε κατά το στάδιο της αντεξέτασης ούτε της παραπονούμενης, ούτε του Μ.Κ.3 ως ενδεχόμενο κίνητρο για την προώθηση ψευδούς καταγγελίας εναντίον του, κάτι το οποίο, λογικά, θα γινόταν εάν ο κατηγορούμενος, όντως, πίστευε ότι αυτός είναι ο λόγος που η παραπονούμενη τον κατήγγειλε στην αστυνομία ψευδώς.

 

Δεν έχω πεισθεί, λοιπόν, ότι το -αγενές- σχόλιο του κατηγορούμενου, το οποίο όμως έγινε μήνες πριν το επίδικο συμβάν και δεν φαίνεται να πυροδότησε οποιαδήποτε ένταση ή ρήξη στην σχέση του με την παραπονούμενη (ή τον Μ.Κ.3), θα μπορούσε ρεαλιστικά, υπό τις περιστάσεις, να ιδωθεί ως κίνητρο για την προώθηση της υπό κρίση καταγγελίας από την παραπονούμενη εναντίον του κατηγορούμενου. Με τον τρόπο που το εν λόγω επιχείρημα παρουσιάστηκε από τον κατηγορούμενο (και την περιορισμένη μαρτυρία που προσκομίστηκε σε σχέση με αυτό), το όλο επιχείρημα απολήγει ως μια εκ των υστέρων σκέψη του κατηγορούμενου, ο οποίος, διαισθανόμενος προφανώς ότι η παραπονούμενη δεν φαίνεται να είχε οποιονδήποτε απολύτως λόγο να τον καταγγείλει στην αστυνομία ψευδώς για άσεμνη επίθεση εναντίον της εκείνη τη μέρα και στην προσπάθειά του να πλήξει την αξιοπιστία της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε εναντίον του, προσπάθησε να καταπιαστεί από αυτό το, κατά τα λοιπά, χρονικά ασύνδετο με την παρούσα υπόθεση περιστατικό, και να προσδώσει σε αυτό μία αλλοιωμένη διάσταση και δυναμική, προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η εν λόγω εισήγηση του κατηγορούμενου δεν αρκεί για να πλήξει την αξιοπιστία ούτε της παραπονούμενης αλλά ούτε και του Μ.Κ.3.

 

Στρεφόμενος στην μαρτυρία των Μ.Υ. 2 και Μ.Υ.3, αν και δεν θεωρώ ότι προσήλθαν στο Δικαστήριο με σκοπό να παραθέσουν ψεύδη, εντούτοις διαφάνηκε ότι το μνημονικό τους ως προς το τί έλαβε χώρα κατά την επίδικη ημερομηνία ήταν ιδιαίτερα εξασθενημένο, τόσο λόγω του νεαρού της ηλικίας τους τότε (ήταν περίπου 12 ετών), όσο και λόγω του ότι οι ίδιοι δεν ήταν παρόντες κατά το επίδικο περιστατικό, ώστε να αποτυπωθεί κάτι αξιομνημόνευτο στη μνήμη τους. Το μόνο που θυμόνταν να παραθέσουν με βεβαιότητα στο Δικαστήριο ήταν ότι κάποια στιγμή επισκέφθηκε την οικία τους η Ani (θυγατέρας της συζύγου του κατηγορούμενου), η οποία ήθελε να συζητήσει κάτι πολύ σοβαρό με τον κατηγορούμενο και τους ζήτησε να πάνε στο δωμάτιο του Μ.Υ.3 για να μην ακούσουν. Έξω από την οικία ήταν και η Μ.Κ.2. Αποδέχομαι αυτή την πτυχή της μαρτυρίας τους. Όμως, οι μάρτυρες δεν θυμούνταν ότι την οικία επισκέφθηκε προηγουμένως και ο Μ.Κ.3, όπως εξάλλου παραδέχτηκε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ούτε θυμούνταν άλλες λεπτομέρειες εκείνης της ημέρας, ένδειξη της ασθενούς τους μνήμης αναφορικά με την επίδικη ημερομηνία. Ούτε είχαν εξάλλου κάποιο λόγο να θυμούνται τέτοιες λεπτομέρειες, εφόσον πέραν από την επίσκεψη της Ani, η οποία ήταν αναστατωμένη και τους ζήτησε να απομακρυνθούν για να συζητήσει με τον κατηγορούμενο, δεν είχε προηγηθεί, ούτε είχε υποπέσει στην αντίληψή τους κάτι ασύνηθες ή άξιο αναφοράς ώστε να το καταθέσουν στο Δικαστήριο. Διαφάνηκε, μάλιστα, μέσω της αντεξέτασής τους ότι οι ίδιοι δεν είχαν καθαρή εικόνα της υπόθεσης που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος και ότι ο μόνος λόγος που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο είναι επειδή ο ίδιος τους υπενθύμισε επανειλημμένα τί είχε συμβεί εκείνη την ημέρα και τους ζήτησε να τα παραθέσουν στο Δικαστήριο. Υπό αυτές τις περιστάσεις, και ενώ οι εν λόγω μάρτυρες έπαιζαν εκείνο το απόγευμα βιντεοπαιχνίδια στην τηλεόραση στο σαλόνι του σπιτιού του κατηγορούμενου, δεν έχω πεισθεί ότι υπήρχε περίπτωση να είχαν παρατηρήσει και να θυμούνται να καταθέσουν με βεβαιότητα, τέσσερα χρόνια αργότερα, εάν ο κατηγορούμενος μετέβη κάποια στιγμή στην κουζίνα, εξήλθε από την πόρτα που έχει πρόσβαση στην βοηθητική οικία όπου βρισκόταν η παραπονούμενη και εάν επέστρεψε εντός πολύ λίγων λεπτών. Για τους πιο πάνω λόγους, η μαρτυρίας τους δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τα επίδικα γεγονότα και συνεπώς απορρίπτεται. 

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία της Μ.Υ.5, αυτή δεν κρίνεται σχετική με τα επίδικα γεγονότα ώστε να χρίζει περαιτέρω ενασχόλησης από το Δικαστήριο. Δεν ήταν παρούσα κατά το επίδικο περιστατικό, ούτε κατέθεσε οτιδήποτε που θα μπορούσε δυνητικά να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς τα επίδικα γεγονότα.

 

Ο κατηγορούμενος, με τη σειρά του, δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Η μαρτυρία του ήταν περιορισμένη, αρκέστηκε ουσιαστικά στο να αναφέρει ότι ποτέ δεν επιτέθηκε με άσεμνο τρόπο στην παραπονούμενη και ότι εκείνη την ημέρα παρέμεινε στην οικία του. Απολήγει έτσι ως μια απλή άρνηση ή μη παραδοχή στην κατηγορία που του προσάπτεται. Ο υποτονικός τρόπος που κατέθεσε στο Δικαστήριο, με απολογητικό ύφος έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο έδαφος, δεν έδωσε την εντύπωση προσώπου το οποίο κατηγορείται αδίκως και ψευδώς. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο ίδιος απέφυγε να αντεξετάσει την παραπονούμενη επί των ουσιωδών ισχυρισμών της. Περαιτέρω, ως εξήγησα πιο πάνω, η αναφορά του, κατά το στάδιο της αντεξέτασής του, ότι το σχόλιο που έκανε στο Μ.Κ.3 σε σχέση με το εάν η παραπονούμενη έχει και άλλο σύντροφο, μήνες πριν το επίδικο περιστατικό, δεν προβάλει ως γνήσια παράθεση κάποιου αλλότριου κινήτρου από μέρους της παραπονούμενης, αλλά ως μια εκ των υστέρων σκέψη του κατηγορούμενου, προκειμένου να προσδώσει κάποια έστω δυναμική στην υπερασπιστική του γραμμή. Έχοντας υπόψη μου το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν έχω πεισθεί για την αλήθεια της απλής άρνησης του κατηγορούμενου ως προς τη διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων. Η μαρτυρία του, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Ευρήματα

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας, ανάλογα είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στις 23.09.21 και η ώρα 19:50 περίπου, η παραπονούμενη, η οποία διέμενε στη βοηθητική οικία που βρίσκεται πίσω από την οικία όπου διαμένει ο κατηγορούμενος, έκανε μπάνιο και έπειτα βγήκε, τυλιγμένη με την πετσέτα, έξω στην αυλή για να πάρει ρούχα που βρίσκονταν στην απλώστρα για στέγνωμα. Την είδε ο κατηγορούμενος και της μίλησε από το παράθυρο της κουζίνας του, ζητώντας της να του φτιάξει καφέ. Η ίδια απάντησε ότι δεν μπορούσε να του φτιάξει καφέ λόγω του ότι μόλις είχε βγει από το μπάνιο. Τότε ο κατηγορούμενος βγήκε από την έξοδο της κουζίνας, πλησίασε την παραπονούμενη, της είπε ότι ήταν πολύ όμορφη και της ζήτησε ξανά να του φτιάξει καφέ. Η παραπονούμενη έπιασε τα ρούχα της και επέστρεψε στο σπίτι της. Ο κατηγορούμενος την ακολούθησε, εισήλθε στο σπίτι της παραπονούμενης, την άρπαξε στα χέρια του, την μετέφερε στο δωμάτιο της και την έριξε στο κρεβάτι. Έπεσε από πάνω της, την χάιδεψε στο πρόσωπο και της είπε ότι είναι πολύ όμορφη. Την έπιασε από το λαιμό και τη φίλησε στο στόμα, χωρίς τη θέλησή της. Η παραπονούμενη άρχισε να φωνάζει και τότε ο κατηγορούμενος έφυγε, χωρίς να της αφαιρέσει την πετσέτα ή να την αγγίξει σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματός της.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται[12].

 

Α. ΑΣΕΜΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

 

Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης του άρθρου 151 του Π.Κ. απαιτείται να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Επιτέθηκε (assault), (β) Άσεμνα (indecently), (γ) Παράνομα (unlawfully), (δ) Εναντίον γυναίκας.

 

Ως προς τον όρο «επίθεση» για τους σκοπούς του άρθρου 151[13] του Π.Κ. αρκούντως κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την αγγλική απόφαση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L.:

 

«it is self evident, that the first stage in the proof of the offence is for the prosecution to establish an assault. The «assault» usually relied upon is a battery, the species of assault, conveniently described by Lord Lane C.J. in Faulkner v. Talbot [1981] 1 W.L.R. 1528, 1534 as «any intentional touching of another person without the consent of that person and without lawful excuse. It need not necessarily be hostile or rude or aggressive, as some of the cases seem to indicate». But the «assault» relied upon need not involve any physical contact but may consist merely of conduct which causes the victim to apprehend immediate and unlawful personal violence. In the case law on the offence of indecent assault, both categories of assault feature».

 

 Όσον αφορά το δεύτερο συστατικό στοιχείο, εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον το αποτέλεσμα της επίμαχης συμπεριφοράς ήταν τόσο προσβλητικό στα εκάστοτε ισχύοντα επίπεδα σεμνότητας (ευπρέπειας) και ιδιωτικότητας, ούτως ώστε η υπό κρίση επίθεση να καθίσταται άσεμνη (απρεπής)[14].

 

Σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της «παρανομίας», αυτό στοιχειοθετείται  όταν καταδειχθεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά του δράστη έγινε χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία (lawful excuse)[15].

 

Στην προκειμένη περίπτωση, και βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, προκύπτει αβίαστα ότι ο κατηγορούμενος «επιτέθηκε» στην παραπονούμενη εφόσον την άρπαξε με τα χέρια του, την μετέφερε στο κρεβάτι της, την χάιδεψε, την άρπαξε από το λαιμό και τη φίλησε στα χείλη. Οι ίδιες πράξεις του υποδηλώνουν ότι είχε την απαραίτητη πρόθεση να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε. Σαφώς, οι ενέργειές του προσβάλουν τα ισχύοντα επίπεδα σεμνότητας και ευπρέπειας με αποτέλεσμα, η επίθεσή του να κρίνεται, χωρίς δυσκολία, ως άσεμνη. Ως τέτοια θα θεωρείτο από κάθε ορθά σκεπτόμενο άνθρωπο. Περαιτέρω, σε κανένα σημείο της μαρτυρίας δεν διαφαίνεται ότι η παραπονούμενη συγκατατέθηκε ή επέτρεψε, έστω και έμμεσα, με την προηγούμενη της συμπεριφορά τις απρεπείς ενέργειες του κατηγορούμενου προς το πρόσωπό της. Ενήργησε, δηλαδή, ο κατηγορούμενος παράνομα, χωρίς νόμιμη δικαιολογία.

 

Έπεται ότι πληρούνται σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κατηγορίας 2.

 

Β. ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΕΝΟΧΛΗΣΕΙ

 

Το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος εδράζεται στο άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«280.  Όποιος εισέρχεται σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου, με σκοπό διάπραξης ποινικού  αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία ή με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή όποιος αφού εισέλθει νόμιμα σε τέτοια περιουσία,  παραμένει σε αυτή παράνομα, με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δυο χρόνων».

 

Ως αναφέρθηκε στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 493 «το αδίκημα της παράνομης επέμβασης διαπράττεται ανεξαρτήτως του αν ο κατηγορούμενος εισήλθε μεν νομίμως, αλλά στη συνέχεια εξετράπη ή αν εισήλθε στη συγκεκριμένη περιουσία με πρόθεση εξ αρχής να διαπράξει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 280».

 

Όσον αφορά την «πρόθεση όχλησης» στην Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ 404 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

                                                                                                                                             «Η πρόθεση όχλησης αποτελεί απαραίτητο στοιχείο του αδικήματος (Protopapas, πιο πάνω). Σύμφωνα με καλώς θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή η πρόθεση μπορεί να συναχθεί ως πραγματικό γεγονός από τις περιστάσεις που περιβάλλουν την συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν είναι αρκετό ότι το συμπέρασμα για ύπαρξη πρόθεσης είναι εύλογο, πρέπει να είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα. Το βάρος απόδειξης της πρόθεσης το φέρει η κατηγορούσα αρχή σε όλα τα στάδια της δίκης (Βλ. Stavrinou v. Republic (1969) 2 C.L.R. 97,104, Pefkos ν. Police (1961) C.L.R. 340, Katelaris ν. Police (1980) 2 C.L.R. 230, Eracleous v. Police (1972) 2 C.L.R. 102, R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128 και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,262).

                                                                                                                                             Η πρόθεση δεν μπορεί να αποδειχθεί με θετική άμεση απόδειξη. Ωστόσο τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. (Georghiades, πιο πάνω, σελ. 133).»

(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Στην ίδια απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα από το Ινδικό  σύγγραμμα "The Penal Law of India" by Dr. Sir Harri Singh Gour 9th ed., Vol. IV, σελ. 3576-113 σε σχέση με την έννοια του όρου "intent to annoy" (σε ελληνική μετάφραση):

 

«άμεση μαρτυρία της πρόθεσης δύσκολα μπορεί ποτέ να παρουσιασθεί και η πρόθεση πρέπει στις περισσότερες υποθέσεις να συναχθεί από τις περιστάσεις. Υπάρχει ένα καλώς γνωστό τεκμήριο ότι ο κάθε άνθρωπος έχει πρόθεση να επιφέρει τις πιθανές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο είναι μαχητό, αλλά εάν δεν ανατραπεί θα ισχύσει. Η ενόχληση στην οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο 441 του Ινδικού Ποινικού Κώδικα δεν σκοπείται να είναι ακαριαία. Μπορεί να επισυμβεί σε μεταγενέστερο στάδιο».

 

Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά.

 

Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος, ο οποίος προσέγγισε αρχικά την παραπονούμενη ζητώντας του να του κάνει καφέ και έπειτα λέγοντάς της ότι είναι όμορφη, και αφού η ίδια αρνήθηκε να του κάνει καφέ, την ακολούθησε και εισήλθε στην οικία της, αρπάζοντάς την με τα χέρια του και προχωρώντας σε άσεμνη επίθεση στο πρόσωπό της εντός της οικίας της.

 

Εισήλθε, δηλαδή, στην οικία της παραπονούμενης ηθελημένα, χωρίς η ίδια να του το επιτρέψει, με σκοπό, ως διαφάνηκε από τον τρόπο που εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, να την προσεγγίσει ερωτικά, καταλήγοντας να της επιτεθεί παράνομα με άσεμνο τρόπο.

 

Πληρούνται, συνεπώς, σωρευτικά και τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος.

 

Κατάληξη

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποσείσει το βάρος απόδειξης των συστατικών στοιχείων των δύο αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Αναπόδραστα, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες αρ. 1 και 2 που αντιμετωπίζει.

 

 

[Υπ.] ……………………….

Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Τεκμήριο 1

[2] Τεκμήρια 2 και 3

[3] Τεκμήρια 5 Α και 5 Β. Η πιστότητα της μετάφρασης δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης εκτός από ελάχιστα, μη ουσιώδη σημεία αυτής, τα οποία επισημάνθηκαν στο Δικαστήριο και καταγράφηκαν στα πρακτικά της διαδικασίας. Η Κατηγορούσα Αρχή αποδέχτηκε διορθώσεις, ως επισημάνθηκαν από την ορκωτή διερμηνέα που βρισκόταν στο Δικαστήριο.

[4] Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563

[5] Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614

[6] Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016

[7] Akil Mohammed Jaber ν. Αστυνομίας (2009) 2ΑΑΔ148

[8] Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266

[9] Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422

[10] Βλ. Typye ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 279

[11] Βλ. Andrei Tarita κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 106/14, 114/14 ημερομηνίας 08.07.2016

[12] βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).

[13] Πρόκειται για όμοιο αδίκημα με το αντίστοιχο αδίκημα του άρθρου 14(1) του προϊσχύσαντος αγγλικού Sexual Offences Act 1956 («indecent assault on a woman»)

[14] Καθοδηγητική θεωρείται η υπόθεση  v.  Court (1989) Α.C. 28 H.L, σύνοψη της οποίας παρατίθεται στο σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑364.

[15] R v. Kimber (1983) 3 All E.R. 316,  καθώς και η R v. Court (ανωτέρω)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο