
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 1953/23
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού
ν.
Χ. Π.
Κατηγορούμενη
Ημερομηνίας: 06.06.25
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Αναστασίου
Για Κατηγορούμενη: κα. Μ. Νεοφύτου μαζί με Χρ. Χατζηελευθερίου
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει την κατηγορία απείθειας κατά νόμιμων διαταγών, κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα και συγκεκριμένα της καταλογίζεται ότι στις 16.12.22 απείθησε σε διάταγμα που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού ημερομηνίας 18.07.2019 στο πλαίσιο της Αίτηση με αρ. 43/2019 (εφεξής το «Διάταγμα»), αρνούμενη να παραδώσει τα ανήλικα παιδιά της στον πατέρα τους, ο οποίος έχει δικαίωμα επικοινωνίας με αυτά.
Μαρτυρία
Για να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον της κατηγορούμενης, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο δύο μάρτυρες, τον Αστυφύλακα 3218 κ. Αντρέα Ιωάννου και τον κ. Χ. Γ. (παραπονούμενο) ενώ, όταν κλήθηκε σε απολογία, η κατηγορούμενη επέλεξε να καταθέσει ενόρκως στο Δικαστήριο, καλώντας, επίσης, ακόμη μία μάρτυρα. Προχωρώ σε συνοπτική παράθεση των όσων ανέφερε ο κάθε ένας από αυτούς στο Δικαστήριο:
Μ.Κ.1 – Αστ. 3218
Ο Μ.Κ.1, υιοθετώντας το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερομηνίας 06.01.23[1] κατέθεσε ότι υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν απεσπασμένος στον Αστυνομικό Σταθμό Επισκοπής. Την 16.12.22 και περί η ώρα 15:20 προσήλθε στον αστυνομικό σταθμό ο Μ.Κ.2/παραπονούμενος και κατήγγειλε ότι την ίδια μέρα και η ώρα 15:00, σύμφωνα με το Διάταγμα είχε δικαίωμα να παραλάβει τα ανήλικα τέκνα από την οικία της κατηγορούμενης αλλά όταν μετέβηκε στην οικία της, αυτή απουσίαζε. Την 20.12.22, ο μάρτυρας έλαβε ανακριτική κατάθεση από την κατηγορούμενη[2], η οποία του ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο λόγος που δεν παρέδωσε τα παιδιά της στον παραπονούμενο εκείνη την ημέρα ήταν επειδή ο γιος της, Π.Γ., ήταν άρρωστος. Επίσης, του ανέφερε ότι η ίδια είχε αποστείλει ηλεκτρονικό μήνυμα στον παραπονούμενο λέγοντάς του πως εάν ο Π.Γ. ένιωθε καλύτερα την επόμενη ημέρα, τότε θα μπορούσε να τον παραλάβει τότε. Ο Μ.Κ.1 κατηγόρησε γραπτώς[3] την κατηγορούμενη για το αδίκημα της απείθειας κατά νόμιμων διαταγών και η ίδια απάντησε ότι δεν παραδέχεται τη διάπραξή του. Κατέθεσε, επίσης, και αντίγραφο του Διατάγματος, το οποίος του είχε παραδώσει ο παραπονούμενος όταν προέβη στη σχετική καταγγελία.
Αντεξεταζόμενος, αφού παραπέμφθηκε από τη συνήγορο Υπεράσπισης στην κατάθεση του παραπονούμενου και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι ως ώρα έναρξης αυτής καταγράφεται η ώρα 15:00 και ως ώρα λήξης η ώρα 15:20, ανέφερε ότι στη δική του κατάθεση, την οποία υιοθέτησε στο Δικαστήριο, λανθασμένα κατέγραψε ότι ο παραπονούμενος κατήγγειλε το περιστατικό στον αστυνομικό σταθμό η ώρα 15:20. Ήταν περί η ώρα 15:00 και όχι η ώρα 15:20 που προσήλθε ο παραπονούμενος για να καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία.
Ερωτηθείς σχετικά, κατέθεσε ότι εξ όσων γνωρίζει η κατηγορούμενη έχει προβεί σε καταγγελία εναντίον του παραπονούμενου για αδικήματα που σχετίζονται με άσκηση βίας στην οικογένεια. Λόγω της καταγγελίας αυτής, και εκκρεμούσης της εκδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο, η οικία της περιπολείται κατά διαστήματα από την αστυνομία. Πρόκειται για γεγονότα πολύ μεταγενέστερα αυτών που αφορούν στην παρούσα υπόθεση. Κατά το στάδιο της επαναξέτασης, πρόσθεσε ότι και ο παραπονούμενος είχε προβεί σε καταγγελία εναντίον της κατηγορούμενης πριν τις καταγγελίες στις οποίες προέβη η κατηγορούμενη εναντίον του.
Μ.Κ.2 – παραπονούμενος
Υιοθετώντας την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία στις 16.12.22[4], ο Μ.Κ.2 ανέφερε ότι είχαν παντρευτεί με την κατηγορούμενη το 2007 και απέκτησαν μαζί δύο παιδιά. Ο Π.Γ. γεννήθηκε το 2009 και ο Χ.Γ. το 2014 (κατά τον ουσιώδη χρόνο ηλικίας 13 και 8 ετών αντίστοιχα). Λόγω προβλημάτων στη σχέση τους χώρισαν και στις 18.09.2019 εκδόθηκε το Διάταγμα. Στις 16.12.22, ημερομηνία κατά την οποία βάσει του Διατάγματος είχε δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά του, παραλαμβάνοντάς τα από την οικία της κατηγορούμενης περί η ώρα 15:00, ο μάρτυρας μετέβη στην οικία της κατηγορούμενης αλλά διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανένας εκεί. Τηλεφώνησε στην κατηγορούμενη αλλά δεν κατάφερε να έρθει σε επικοινωνία μαζί της αφού τον είχε μπλοκάρει από το τηλέφωνό της καιρό πριν.
Κατέθεσε ο μάρτυρας ότι η κατηγορούμενη τηρούσε τις πρόνοιες του Διατάγματος από το 2019, όταν είχε εκδοθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο, μέχρι τις 25.11.2022. Στις 25.11.2022, ημέρα Παρασκευή, ο παραπονούμενος είχε παραλάβει τα παιδιά του από την κατηγορούμενη και υποχρεούτο να τα επιστρέψει την επόμενη μέρα βάσει του Διατάγματος. Λόγω επιθυμίας των ίδιων των παιδιών και αφού ήρθε σε συνεννόηση με την κατηγορούμενη, στις 26.11.2022, ημέρα Σάββατο, συμφωνήθηκε να τα κρατήσει ακόμη μια μέρα και να τα επιστρέψει την Κυριακή η ώρα 10:00 π.μ.. Τα επέστρεψε. Την Κυριακή περί η ώρα 13:30, ο γιος του επικοινώνησε μαζί του και του ζήτησε να πάει πίσω γρήγορα και να τους παραλάβει λόγω του ότι δέχτηκε επίθεση από τη μητέρα του και τους γονείς της. Ο παραπονούμενος επέστρεψε και είδε ότι ο μεγαλύτερος του γιος είχε τραύμα στο πρόσωπο και συγκεκριμένα ένα σχίσιμο στο μάγουλό. Ο γιος του του είπε ότι του επιτέθηκαν η μητέρα του και ο παππούς και η γιαγιά του αλλά ότι τώρα είναι εντάξει και τα είχαν βρει με τη μητέρα τους. Ο παραπονούμενος προσπάθησε να πάρει τα παιδιά μαζί του αλλά η κατηγορούμενη εκείνη την ώρα φώναζε και δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Εν τέλει, ο παραπονούμενος μετέβη στο Τμήμα Βίας στην Οικογένεια της Αστυνομίας για να καταγγείλει το περιστατικό ενώ τα παιδιά παρέμειναν με την κατηγορούμενη. Από τότε, η κατηγορούμενη δεν του επέτρεψε να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα παιδιά του.
Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι όταν υπέβαλε την καταγγελία εναντίον της κατηγορούμενης για άσκηση βίας εναντίον των παιδιών, η κατηγορούμενη δεν επέτρεψε στην αστυνομία να παραλάβει τα παιδιά, ούτε επέτρεψε όπως αυτά εξεταστούν από κάποιο γιατρό. Τα παιδιά παρέμειναν μαζί της. Λήφθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση από τα παιδιά περίπου ένα μήνα αργότερα και σε αυτήν, ο μεγαλύτερος του γιος κατέθεσε ότι είχε μαλώσει με τον αδελφό του και ότι είναι αυτός που του προκάλεσε τον τραυματισμό. Έτσι, η υπόθεση έκλεισε.
Ερωτηθείς σχετικά, ο παραπονούμενος ανέφερε ότι μίλησε μεταγενέστερα με την παιδοψυχολόγο, η οποία τα εξέτασε κατά τον χρόνο που αυτά έδωσαν οπτικογραφημένη κατάθεση. Η θέση της ήταν ότι τα παιδιά δεν δέχτηκαν κάποια πίεση για να καταθέσουν τα πιο πάνω. Ο παραπονούμενος επέμενε ότι το τραύμα δεν προκλήθηκε επειδή τα παιδιά μάλωσαν μεταξύ τους και ότι ο μικρότερος του γιος, λόγω του ότι «τρώει τα νύχια του» δεν θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοιο σχίσιμο στο μάγουλο του αδελφού του, οριζόντια μάλιστα. Η παιδοψυχολόγος τον ρώτησε εάν αμφισβητεί την εμπειρογνωμοσύνη της και επέμεινε στη θέση της. Ο παραπονούμενος ανέφερε, επίσης, ότι δεν είχε κανένα λόγο εκείνη την ημέρα να επινοήσει κάποιο περιστατικό και να καταγγείλει την κατηγορούμενη ψευδώς στην αστυνομία. Μάλιστα, ανέφερε ότι στις 27.11.2022, δηλαδή έπειτα από την καταγγελία, ο γιος του του απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα λέγοντάς του «παπά έκαμα λάθος που μαλώσαμε με τη μάμα», το οποίο επιμαρτυρεί, ως ανέφερε, ότι το τραύμα προκλήθηκε λόγω τσακωμού που είχε με την κατηγορούμενη (και όχι με τον αδελφό του).
Ανέφερε ότι 4-5 μέρες έπειτα από το πιο πάνω περιστατικό, επισκέφθηκε το σχολείο του Π.Γ. και μίλησε με τη διευθύντρια του σχολείου στην παρουσία της συμβούλου και της υπεύθυνης καθηγήτριας του παιδιού. Όταν περιέγραψε τα όσα έλαβαν χώρα, οι καθηγήτριες κινητοποιήθηκαν και κάλεσαν τον Π.Γ. για να του μιλήσουν, ο οποίος φαινόταν πολύ «συγχυσμένος». Η σύμβουλος διαβεβαίωσε τον παραπονούμενο ότι θα έστελνε κάποια επιστολή στο Υπουργείο Παιδείας ώστε να επιλυθεί το ζήτημα και θα τον ενημέρωνε για τις εξελίξεις το επόμενο δεκαήμερο. Εφόσον δεν έλαβε κάποια απάντηση, έπειτα από κάποιες μέρες ο παραπονούμενος επισκέφθηκε το σχολείο ξανά και διαπίστωσε ότι η αντίδραση από τη σύμβουλο ήταν διαφορετική. Του ζήτησε να μην ξαναεπισκεφθεί το σχολείο και ότι θα τον ενημέρωνε η ίδια εάν είχε κάποια εξέλιξη. Μέχρι σήμερα, δεν ενημερώθηκε από το σχολείο για κάποια εξέλιξη, ούτε έλαβε ποτέ οποιοδήποτε έγγραφο για να συγκατατεθεί σε οτιδήποτε αφορά τη φοίτηση του παιδιού του. Δεν επισκέφθηκε ξανά το σχολείο προς αποφυγή, ως είπε, δημιουργίας εντάσεων.
Ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε ότι το Διάταγμα προνοεί ότι η κατηγορούμενη θα πρέπει να παραδίδει και ο ίδιος να παραλαμβάνει τα παιδιά από την εκάστοτε οικίας της η ώρα 15:00. Στην πράξη και για σκοπούς διευκόλυνσης του προγράμματός τους, πριν τις 25.11.22, όταν ακόμη υπήρχε συμμόρφωση με το Διάταγμα, οι γονείς συνεννοούνταν μεταξύ τους προηγουμένως και ο παραπονούμενος παραλάμβανε τα παιδιά και από άλλους χώρους, ανάλογα με το πού αυτοί βρίσκονταν, είτε από την οικία της μητέρας της κατηγορούμενης, είτε από κάποιο πάρκο, είτε από την οικία της κτλ. Στις 16.12.2022 είχε επιχειρήσει να επικοινωνήσει μαζί με την κατηγορούμενη τηλεφωνικώς αλλά λόγω του ότι είχε μπλοκάρει τις κλήσεις του, δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί της. Περί η ώρα 14:30 πέρασε αρχικά από την οικία της μητέρας της κατηγορούμενης (χωρίς να τηλεφωνήσει στη μητέρα της επειδή δεν έχει, ούτε θέλει να έχει σχέσεις μαζί της) και έπειτα κατευθύνθηκε στην οικία της κατηγορούμενης που βρίσκεται σε άλλη περιοχή της Λεμεσού. Περί η ώρα 15:00 έφθασε στο σπίτι της κατηγορούμενης και όταν διαπίστωσε ότι δεν ήταν κανείς εκεί, μετέβη στον αστυνομικό σταθμό, ο οποίος βρίσκεται πλησίον της οικίας της κατηγορούμενης και προέβη αμέσως σε καταγγελία. Σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι άρχισε να δίνει κατάθεση κάποια λεπτά μετά από τις 15:00 με βάση το δικό του ρολόι αλλά ότι μπορεί στην κατάθεση ο αστυφύλακας να κατέγραψε ότι αυτή άρχισε να λαμβάνεται η ώρα 15:00.
Κατά το χρόνο που βρισκόταν στον αστυνομικό σταθμό είχε λάβει κάποιο ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο διάβασε μετά την αποχώρησή του από το σταθμό, περί η ώρα 15:30. Στάλθηκε από τον Π.Γ., περί η ώρα 15:17, ο οποίος του έλεγε ότι ήταν άρρωστος και έφυγε από το σχολείο και ότι θα μπορούσαν να βρεθούν την επόμενη μέρα. Ο παραπονούμενος είχε εκπλαγεί λόγω του ότι από τις 25.11.2022 μέχρι εκείνη την ημέρα, δηλαδή κατά την περίοδο που και πάλι δεν υπήρχε συμμόρφωση με το Διάταγμα, ο παραπονούμενος δεν είχε λάβει αντίστοιχο μήνυμα που να εξηγεί το λόγο που δεν θα επικοινωνούσε με τα παιδιά του. Έτυχε να το λάβει την ημέρα που προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία. Ο παραπονούμενος αφού είδε το μήνυμα πήρε τηλέφωνο το γιο του για να μάθει πού βρίσκεται αλλά κανείς δεν απαντούσε. Επίσης, έπαιρνε τηλέφωνο και την κατηγορούμενη αλλά ούτε εκείνη απαντούσε. Επιχείρησε να τηλεφωνήσει στο γιο του και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη, ως είπε, αλλά ποτέ δεν έλαβε κάποια απάντηση.
Ρωτήθηκε, επίσης, ο παραπονούμενος εάν η κατηγορούμενη του είχε αποστείλει ηλεκτρονικό μήνυμα στις 16.12.22 λέγοντάς του ότι ο Π.Γ. είναι άρρωστος και εάν επιθυμούσε θα μπορούσε να παραλάβει τα παιδιά του την επόμενη μέρα. Αρχικά, ο παραπονούμενος απάντησε ότι δεν έλαβε τέτοιο μήνυμα. Έπειτα, βρισκόμενος στο εδώλιο του μάρτυρα, έλεγξε το κινητό του τηλέφωνο ανατρέχοντας σε εκείνες τις ημερομηνίες και ανέφερε στο Δικαστήριο ότι όντως έλαβε τέτοιο μήνυμα στις 16.12.22. Το μήνυμα στάλθηκε περί τις 15:11. Επίσης, συμφώνησε ότι στις 19.12.22, η κατηγορούμενη του έστειλε μήνυμα ζητώντας του να συνεννοηθούν για το ποιες ημερομηνίες θα προτιμούσε να παραλαμβάνει τα παιδιά[5].
Περαιτέρω, ο μάρτυρας ανέφερε ότι είχε στείλει ο ίδιος μήνυμα στην κατηγορούμενη στις 23.12.22 λέγοντάς της ότι η ώρα 15:00 θα ερχόταν να παραλάβει τα παιδιά από την οικία της και ότι, κατά την περίοδο μη συμμόρφωσης της κατηγορούμενης με το Διάταγμα, και ειδικότερα το τελευταίο διάστημα, συνηθίζει να στέλνει τέτοια μηνύματα στην κατηγορούμενη. Επίσης, πρόσθεσε ότι η μητέρα του παραπονούμενου πήρε τηλέφωνο τη μητέρα της κατηγορούμενης εκείνες τις μέρες, (τη Δευτέρα, απ’ ότι θυμόταν, μετά τις 16.12.22) για να ρωτήσει αναφορικά με την υγεία του παιδιού, αλλά η τελευταία της έκλεισε το τηλέφωνο.
Του υποβλήθηκε η θέση ότι ο λόγος που δεν ήταν δυνατό να επικοινωνήσει με τα παιδιά του κατά την επίδικη ημερομηνία ήταν επειδή το ένα ήταν άρρωστο και όχι επειδή αρνήθηκε η κατηγορούμενη να συμμορφωθεί με το Διάταγμα. Ο παραπονούμενος δεν συμφώνησε αναφέροντας ότι εκείνη την ημέρα έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο την κατηγορούμενη με σκοπό να του επιτρέψει να μιλήσει με τα παιδιά του και η ίδια δεν του απαντούσε. Ούτε, σύμφωνα με τον ίδιο, επέτρεπε στον Π.Γ. να απαντήσει το δικό του τηλέφωνο. Διερωτήθηκε ο παραπονούμενος εάν αυτός είναι ο λόγος που δεν επικοινώνησε με τα παιδιά του εκείνη την ημέρα, τότε γιατί τα τελευταία 2,5 χρόνια, η κατηγορούμενη δεν του παρέδωσε τα παιδιά του.
Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι κατά το χρόνο που ακολούθησε του επίδικου περιστατικού, προέβη αρκετές φορές σε καταγγελία εναντίον της κατηγορούμενης στην αστυνομία ενώ εκκρεμούν και σχετικές διαδικασίες ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Ο μάρτυρας συμφώνησε με τη θέση της συνηγόρου Υπεράσπισης ότι, μεταγενέστερα του επίδικο περιστατικού (χωρίς να προσδιοριστεί στο Δικαστήριο πότε), η κατηγορούμενη επέτρεψε στον παραπονούμενο να συναντήσει τα παιδιά του σε χώρο του Γραφείου Ευημερίας στην παρουσία λειτουργών. Σε εκείνη τη συνάντηση, τα παιδιά ήταν «στρεσαρισμένα». Ως είπε ο παραπονούμενος, «βρισκόμασταν σε ένα γραφείο 3 επί 3, τα παιδιά δεν έβγαλαν ούτε μια λέξη από το στόμα τους» και είδε ότι τα χέρια τους έτρεμαν. Τους ρώτησε εάν ήθελαν να φύγουν και ο ένας απάντησε καταφατικά, έτσι ο παραπονούμενος διέκοψε τη συνάντηση έτσι ώστε να φύγουν. Δεν συμφώνησε με τη θέση που του υποβλήθηκε ότι κατά τη συνάντηση είπε στα παιδιά ότι αγόρασε πυροβόλα όπλα και ότι θα τα ανάγκαζε να πάνε κυνήγι ή να παίξουν με τα όπλα αυτά. Τους είπε μόνο ότι είχε αγοράσει ένα αεροβόλο πιστόλι και ότι θα μπορούσαν να πάνε σε κάποιο σκοπευτήριο, όπου διεξάγεται παιδική εκπαίδευση, για να μάθουν σκοποβολή εάν το επιθυμούσαν. Επίσης, σε άλλο σημείο της αντεξέτασής του, ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε ότι περί το Δεκέμβριο του 2023 διευθετήθηκε μια ακόμη συνάντηση στο σπίτι του παραπονούμενου με την παρουσία κάποιας λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας. Κάποια στιγμή, η λειτουργός του Γρ. Ευημερίας ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από την προϊστάμενή της ότι η κατηγορούμενη την είχε καταγγείλει. Η κατηγορούμενη μετέβη έξω από το σπίτι του παραπονούμενου και φώναζε στο χωρίο «να δεις τί θα σου κάνω» και έπειτα τον κατήγγειλε στην αστυνομία για άσκηση βίας στην οικογένεια. Αργότερα, η λειτουργός του Γρ. Ευημερίας τον ενημέρωσε ότι η κατηγορούμενη είναι «επικίνδυνη» και ότι δεν επιθυμούσε να αναμειχθεί σε αυτή την υπόθεση, φοβούμενη περαιτέρω καταγγελίες.
Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, από τότε μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να έχει επικοινωνία με τα παιδιά του. Εξέφρασε την ανησυχία του ότι η κατηγορούμενη κατάφερε να τους κάνει «πλύση εγκεφάλου» αποξενώνοντάς τα από τον ίδιο, αν και θεωρεί ότι δεν έχει καταφέρει να επηρεάσει ακόμη στον ίδιο βαθμό τον μικρότερο του γιο.
Κατηγορούμενη
Η κατηγορούμενη, υιοθετώντας την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία ημερομηνίας 20.12.22[6], ανέφερε ότι σύναψε γάμο με τον παραπονούμενο το 2007 και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά. Χώρισαν περί το 2019 λόγω του ότι ασκούσε ψυχολογική και σωματική βία στην ίδια αλλά και ψυχολογική βία στα παιδιά. Έπειτα από το χωρισμό τους, εκδόθηκε το Διάταγμα.
Στις 16.12.22, ο μεγαλύτερος της γιος, ο Π.Γ., ήταν άρρωστος. Την ενημέρωσαν από το σχολείο και έτσι η ίδια τον παρέλαβε περί η ώρα 10:00 π.μ. και τον πήρε στην οικία της μητέρας της[7]. Ισχυρίστηκε ότι είπε στη μητέρα της ότι περί η ώρα 15:00 θα ερχόταν ο παραπονούμενος να τον παραλάβει από εκεί, ως συνήθιζε να κάνει. Της ζήτησε να αφήσει το παιδί να ξεκουραστεί και να του δώσει και κάποιο φάρμακο ώστε να είναι σε θέση να πάει στον πατέρα του η ώρα 15:00. Όταν έστειλε μήνυμα στον Παναγιώτη για να δει πώς είναι, εκείνος της είπε ότι ακόμη δεν ένιωθε καλά[8]. Έλαβε χώρα η ακόλουθη στιχομυθία μεταξύ τους:
«Κ: Φάε κάτι και πιες Calpol ρε αγάπη μου. Θα σχολάσω η ώρα 4 και θα έρθω. Μην αγχώνεσαι. Είμαι δίπλα σου. Άγγελε μου μπορείς να πάτε στον παπά σου; Επειδή το δικαστήριο λέει ότι πρέπει να πάτε».
Π: Αφού είμαι άρρωστος, δεν μπορώ να πάμε. Θέλω να μείνω μαζί σου που με προσέχεις.
Κ: Εντάξει αγάπη μου. Καταλάβω σε και είμαι δίπλα σου σε ότι χρειάζεσαι. Μην μαραζώνεις. Αν είσαι καλύτερα να του πούμε να πάτε αύριο εντάξει; Αν σου περάσει ως αύριο θα πρέπει να πάτε και θα είμαι δίπλα σας σε ό,τι χρειαστείς.
Π: Αύριο βλέπουμε αν είμαι καλά.
Κ: Ανά πάσα στιγμή. Ξέρεις το! Αγαπώ σας πολλά και θέλω να είστε καλά ψυχή μου!
Π: Ευχαριστώ.
Κ: Εντάξει αύριο θα δούμε!! Αγαπώ σε μωρό μου!
Π: Και εγώ!
Κ: Ξέρω το!! Είμαι δίπλα σου!! Χχχ Αγάπη μου αν μπορείς στείλε ένα μήνυμα του παπά σου να τον ενημερώσεις.
Π: Τωρά;
Κ: Ναι μωρό μου για να ξέρει.»
Η κατηγορούμενη ανέφερε ότι απέστειλε τόσο η ίδια, όσο και ο γιος της, ηλεκτρονικό μήνυμα στο κινητό του παραπονούμενου ενημερώνοντάς τον ότι δεν θα μπορούσε να παραλάβει τα παιδιά του εκείνη την μέρα και ότι, εάν ο Π.Γ. ένιωθε καλύτερα την επόμενη μέρα, ήτοι το Σάββατο, θα μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του τότε. Είπε ότι αναγκάστηκε να «χρησιμοποίησε το Δικαστήριο για να μην μπλέξει» και ισχυρίστηκε ότι ο παραπονούμενος ποτέ δεν επιχείρησε να επικοινωνήσει μαζί της ούτε τηλεφωνικώς, ούτε μέσω της αποστολής ηλεκτρονικών μηνυμάτων.
Ο μικρότερος γιος της, Χ.Γ., δεν ήρθε σε επικοινωνία με τον πατέρα του εκείνη την ημέρα, επειδή, ως ανέφερε η κατηγορούμενη, ποτέ προηγουμένως δεν είχε πάει μόνος του να διανυκτερεύσει με τον πατέρα του αλλά πάντα πήγαινε μαζί με τον αδελφό του. «Τα μωρά ένιωθαν ασφάλεια να πηγαίνουν μαζί», ως είπε.
Ερωτηθείσα γιατί από τις 25.11.22 μέχρι τις 16.12.22 τα παιδιά δεν είχαν επικοινωνία με τον πατέρα τους, η κατηγορούμενη ανέφερε ότι λόγω της καταγγελίας που υπέβαλε ο παραπονούμενος, ενόψει και της εμπλοκής της αστυνομίας αλλά και του Γραφείου Ευημερίας, τα παιδιά αναστατώθηκαν και φοβήθηκαν «χωρίς λόγο». Υποβάλλοντας την καταγγελία αυτή, ο παραπονούμενος τα έβλαψε ψυχολογικά και για αυτό το λόγο δεν ήθελαν να έρθουν σε επαφή μαζί του.
Η ίδια κατέθεσε ότι έχει κάθε καλή διάθεση να συμμορφώνεται με το Διάταγμα, αναγνωρίζοντας ότι χρειάζονται και το «αντρικό πρότυπο» αλλά τα παιδιά δεν θέλουν να έρχονται σε επαφή με τον πατέρα τους λόγω του ότι «τον φοβούνται επειδή τους αναγκάζει να λένε ψέματα εναντίον [της]». Επίσης, φοβούνται λόγω του ότι «έχει βίαιη συμπεριφορά γενικά». Αυτό παρά το ότι η ίδια τους έλεγε ότι «είναι καλός ο πατέρας σας ότι και να έκανε» και ότι θα έπρεπε να τον συγχωρέσουν. Ακόμη και εάν δεν τους αποκαλύπτει τη βίαιη συμπεριφορά που ο παραπονούμενος έχει εναντίον της, αναφερόμενη σε απειλές που έχει ξεστομίσει κατά καιρούς, εντούτοις τα παιδιά βλέπουν την αναστάτωσή της και αντιλαμβάνονται τι γίνεται. Σε άλλο σημείο, ανέφερε ότι τα παιδιά είναι τρομοκρατημένα επειδή τους έδερνε, τους απειλούσε και τον άκουγαν που απειλούσε και την ίδια.
Διερωτήθηκε, επίσης, εάν ο παραπονούμενος ενδιαφέρθηκε ποτέ πραγματικά για τα παιδιά του, ακόμη και πριν το 2022, εάν τους διάβασε ποτέ τα μαθήματά τους, εάν τους πήρε ποτέ σε κάποιο μάθημα ή εάν ρώτησε ποτέ για τις επιδόσεις τους στο σχολείο.
Παρόλα αυτά, επέμεινε ότι πρόθεσή της ήταν να παραδώσει τα παιδιά στις 16.12.22 αλλά λόγω του ότι ο παραπονούμενος δεν επικοινώνησε προηγουμένως μαζί της για να την πληροφορήσει ότι σκόπευε να τα παραλάβει η ώρα 15:00, η ίδια δεν γνώριζε καν εάν όντως ήθελε να τα πιάσει. Απέστειλε το ηλεκτρονικό μήνυμα στον παραπονούμενο για να τον ενημερώσει ότι ο Π.Γ. είναι άρρωστος και ότι θα μπορούσε να τον παραλάβει την επόμενη μέρα αλλά και πάλι δεν είχε κάποια απάντηση. Στις 19.12.22 απέστειλε και νέο μήνυμα με σκοπό να συνεννοηθούν σε σχέση με τις μέρες που προτιμούσε να παραλαμβάνει τα παιδιά για σκοπούς επικοινωνίας αλλά και πάλι δεν έλαβε κάποια απάντηση. Ενημερώθηκε μόνο στις 20.12.22 από την αστυνομία ότι ο παραπονούμενος υπέβαλε καταγγελία εναντίον της για απείθεια στο Διάταγμα.
Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι όταν επήλθε η διάσταση μεταξύ του ζεύγους, ο παραπονούμενος είχε επικοινωνία μαζί με τα παιδιά του. Από το 2018 και έπειτα, τα παιδιά «πήγαιναν όχι με χαρά, αλλά πήγαιναν αναγκαστικά λόγω διαταγμάτων». Η ίδια τους έλεγε ότι θα πρέπει να τον συγχωρέσουν για τη συμπεριφορά του, που δεν ήταν αρεστή, και ότι θα έπρεπε να πηγαίνουν διαφορετικά η ίδια θα έμπαινε φυλακή. Ο λόγος που στις 26.11.22 ζήτησαν να διανυκτερεύσουν ακόμη μια μέρα μαζί του, οφειλόταν στο ότι ο ίδιος τους «έταξε» διάφορα πράγματα, τα οποία στο τέλος δεν πραγματοποίησε.
Ερωτηθείσα ως προς το τί έλαβε χώρα στις 27.11.22, η κατηγορούμενη ανέφερε ότι όταν επέστρεψαν τα παιδιά σπίτι, αυτά έπαιζαν με το κινητό τους και κάποια στιγμή μάλωσαν μεταξύ τους και κτυπήθηκαν. Η ίδια τους είπε «πιάστε τον παπά να έρτει να του το πείτε» όπως και έγινε. Όταν έφθασε ο παραπονούμενος πήρε τον Χ.Γ. και τον έβαλε στο αυτοκίνητο, παρά το ότι η ίδια δεν το επέτρεψε και έπειτα προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία εναντίον της. Παρά την καταγγελία, η αστυνομία με το Γραφείο Ευημερίας έδωσαν οδηγίες όπως τα παιδιά παραμείνουν με τη μητέρα τους, ως προνοεί το Διάταγμα. Έπειτα, ως ανέφερε, ξεκίνησε μια διαδικασία ανακρίσεων, η οποία αναστάτωσε τα παιδιά. Λήφθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση από τα παιδιά έπειτα από αρκετές μέρες - λιγότερο από 4 βδομάδες όμως. Από την ημέρα της καταγγελίας μέχρι τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης, τα παιδιά διέμεναν με την κατηγορούμενμη, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία με τον πατέρα τους. Η κατηγορούμενη ανέφερε ότι δεν θα μπορούσε να τα συνοδεύσει ο παραπονούμενος στην αστυνομία εφόσον «κινδυνεύουν» από αυτόν. Εν τέλει, ενόψει του περιεχομένου της κατάθεσης των παιδιών, δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε ποινική δίωξη εναντίον της. Είναι η θέση της ότι εκείνη την ημέρα, ο παραπονούμενος κατασκεύασε μία δική του εκδοχή και βρήκε την ευκαιρία να την καταγγείλει στην αστυνομία επειδή πάντα την μισούσε και όχι επειδή ανησυχούσε για τα παιδιά του. Αρνούμενη ότι ο λόγος που είχε διακοπεί η επικοινωνία έπειτα από τις 27.11.22 ήταν για να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά δεν θα κατέθεταν στην αστυνομία εναντίον της, η κατηγορούμενη είπε ότι η ίδια δεν είχε κανένα λόγο να αποστερήσει την επικοινωνία των παιδιών με τον παραπονούμενο και ότι είναι τα ίδια που δεν επιθυμούν να έρχονται σε επαφή μαζί του επειδή τον φοβούνται. Σε άλλο σημείο ανέφερε ότι ο λόγος που δεν επικοινώνησε ο παραπονούμενος με τα παιδιά κατά το χρόνο που μεσολάβησε από τις 27.11.22 μέχρι τις 16.12.22, ήταν επειδή ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά του. «Δεν επικοινώνησε μαζί μας» είπε «εμείς ήμασταν σπίτι κανονικά και δεν επικοινωνούσε μαζί μας».
Ερωτηθείσα γιατί δεν ενημέρωσε τον παραπονούμενο πριν τις 15:00 ότι το παιδί ήταν άρρωστο και δεν θα μπορούσε να το παραλάβει, η κατηγορούμενη απάντησε ότι η ώρα 14:30 έφυγε από την πρώτη της δουλειά και οδήγησε για να μεταβεί στη δεύτερη. Επιθυμούσε πρώτα να μιλήσει με τον Π.Γ. και έπειτα να ενημερώσει τον παραπονούμενο. Αυτό το έκανε περί η ώρα 15:00. Επίσης, ο παραπονούμενος δεν είχε επικοινωνήσει προηγουμένως μαζί της για να της πει ότι θα περνούσε για να παραλάβει τα παιδιά εκείνη την μέρα. Ο μόνος λόγος που του έστειλε μήνυμα εκείνη την ημέρα (σε αντίθεση με τις προηγούμενες βδομάδες), ήταν επειδή η ίδια δεν θα βρισκόταν στην οικία της εκείνο το απόγευμα, σε περίπτωση που ερχόταν. Με αναφορά στο ηλεκτρονικό μήνυμα που έστειλε στον παραπονούμενο, λέγοντάς του ότι θα τον ενημέρωνε για την πορεία της υγείας του παιδιού, η κατηγορούμενη απάντησε ότι δεν τον ενημέρωσε, επειδή ο ίδιος δεν απάντησε στο πρώτο μήνυμα. Η κατηγορούμενη κατέθεσε ότι στις 16.12.22, ενώ η ίδια βρισκόταν ακόμη στην εργασία της, η μητέρα της πήρε τον Π.Γ. σε παιδίατρο για να τον εξετάσει. Διαγνώστηκε με «γαστρεντερική λοίμωξη»[9], δηλαδή είχε πόνο στο στομάχι και αδυναμία. Είπε ότι η μητέρα της επέστρεψε με το παιδί περί η ώρα 16:30 κατά την επίδικη ημερομηνία.
Η κατηγορούμενη κατέθεσε ότι ο λόγος που δεν μετέφερε τον Π.Γ. από το σχολείο στον παραπονούμενο, αλλά στη γιαγιά τους, ήταν επειδή όταν τον παρέλαβε από το σχολείο δεν είχε αρχίσει ακόμη η περίοδος επικοινωνίας του βάσει του Διατάγματος και ότι εν πάση περιπτώσει, ποτέ, ακόμη και κατά τη διάρκεια του γάμου τους, ο παραπονούμενος δεν αναλάμβανε τη φροντίδα των παιδιών όταν αυτά ήταν άρρωστα.
Όσον αφορά το άλλο παιδί, δηλαδή τν. Χ.Γ., η κατηγορούμενη δεν το παρέδωσε στον παραπονούμενο επειδή για πολλά χρόνια τα παιδιά πήγαιναν μαζί στον πατέρα τους και όχι χωριστά. Ήταν μια «άτυπη συμφωνία» μεταξύ τους, ως την χαρακτήρισε. Η ίδια δεν «απαγόρευσε» ποτέ στον Χ.Γ. να πάει μόνος του, ως ισχυρίστηκε και διερωτήθηκε γιατί να φταίει η ίδια που δεν πήγε ο Χ.Γ. εκείνη τη μέρα, εφόσον τα παιδιά βρίσκονταν στη γιαγιά τους και ο παραπονούμενος δεν σταμάτησε στην οικία της και δεν ζήτησε να τα πάρει από εκεί.
Ερωτηθείσα σχετικά ανέφερε ότι δεν θυμόταν πότε έγινε η πρώτη συνάντηση των παιδιών με τον παραπονούμενο σε χώρο του Γραφείου Ευημερίας έπειτα από τη διακοπή της επικοινωνίας. Υπολογίζει ότι πρέπει να έλαβε χώρα κατά τον Φλεβάρη ή το Μάρτιο του 2023. Συμφώνησε ότι η συνάντηση δεν έγινε «υπό τις καταλληλότερες συνθήκες» αλλά ότι το Γραφείο Ευημερίας και το Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν επιθυμητό να γίνει στην παρουσία λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας «για την ασφάλεια των παιδιών». Της υποβλήθηκε ότι η συνάντηση έλαβε χώρα κατόπιν πιέσεων του παραπονούμενου και ότι το μόνο που μπορούσε το Γραφείο Ευημερίας να κάνει είναι να επιτρέψει όπως η συνάντηση γίνει στα γραφεία τους. Η κατηγορούμενη συμφώνησε. Αρνήθηκε, όμως, ότι ο παραπονούμενος τους εισηγήθηκε να συμμετέχουν σε μαθήματα σκοποβολής για παιδιά, λέγοντας ότι «ο χαρακτήρας του δεν είναι για σκοπευτήριο, είναι για ωμή βία».
Αντεξεταζόμενη κατέθεσε ότι, από όσα της ανέφεραν τα παιδιά της αργότερα, ο παραπονούμενος «έδερνε» τα παιδιά όταν ακόμη εκείνος ασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας βάσει του Διατάγματος πριν το 2022. Ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά έρχονταν φοβισμένα πίσω στο σπίτι αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι, ως είπε, γιατί δεν μπορούσε να ακυρώσει το Διάταγμα.
Μ.Υ.2 – Χριστίνα Ξινάρη
Η μάρτυρας είναι εκπαιδευτικός και εργάζεται στο γυμνάσιο όπου φοιτάει ο Π.Γ.. Κατέθεσε ότι περί το έτος 2022, ο παραπονούμενος επισκέφθηκε το σχολείο και στην παρουσία της ίδιας αλλά και της συμβούλου του σχολείου τους ανέφερε ότι η κατηγορούμενη δεν του επιτρέπει να έρθει σε επικοινωνία με τα παιδιά του και ότι τα κακοποιεί. Κάλεσαν τον Π.Γ. για να συζητήσουν μαζί του. Ο παραπονούμενος του υπέβαλε ευθέως κάποιες ερωτήσεις σε σχέση με το περιστατικό της ισχυριζόμενης επίθεσης που δέχθηκε από τη μητέρα του και τους γονείς της και το παιδί ήταν πολύ φοβισμένο, έτρεμε και ήταν έτοιμο να κλάψει. Δεν ήθελε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και έτσι, για να το βγάλουν από τη δύσκολη θέση, του ζήτησαν να επιστρέψει στην τάξη του. Η μάρτυρας ανέφερε στον παραπονούμενο ότι το προσωπικό του σχολείου δεν ήταν αρμόδιο για να επιλύσει τέτοιου είδους διαφορές και του ζήτησαν να αποταθεί στις αρμόδιες αρχές.
Έπειτα, η μάρτυρας προσέγγισε το παιδί και του είπε ότι εάν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα και επιθυμεί να το συζητήσει με κάποιον, η ίδια θα μπορούσε να το συζητήσει μαζί του εμπιστευτικά, αλλά το παιδί δεν της εκμυστηρεύτηκε οτιδήποτε. Παρατήρησε, όμως, ότι με το πέρας του χρόνου το παιδί παρουσίασε στο σχολείο μια καλύτερη εικόνα, ήταν πιο «ξέγνοιαστος» και πιο «χαρούμενος».
Αντεξεταζόμενη, τοποθέτησε τη συνάντηση που έλαβε χώρα με τον παραπονούμενο περί το τέλος του 2022, αλλά δεν θυμόταν συγκεκριμένη ημερομηνία. Συμφώνησε με τη θέση που της υποβλήθηκε ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει εάν το παιδί ήταν φοβισμένο λόγω της πίεσης που δεχόταν από την κατηγορούμενη εκείνη την περίοδο ή λόγω κάποιας αξιόμεπτης συμπεριφοράς του πατέρα του. Δεν γνωρίζει με βεβαιότητα εάν ο πατέρας επισκέφθηκε ξανά το σχολείο μεταγενέστερα αλλά δεν θυμάται να αναφέρθηκε στον παραπονούμενο ότι το σχολείο θα απέστελλε οποιαδήποτε επιστολή στο Υπουργείο Παιδείας για αυτό το θέμα. Σε σχέση με τη διαπίστωσή της ότι με το πέρας του χρόνου το παιδί ήταν λιγότερο συγκρατημένο και πιο χαρούμενο, ανέφερε ότι αυτή είναι η εντύπωση που της δημιουργήθηκε παρακολουθώντας το παιδί τους μήνες που ακολούθησαν, αλλά επισήμανε ότι η ίδια δεν είναι ειδική να εκφέρει άποψη επί αυτού του θέματος, ούτε είχε κάποια συζήτηση με το παιδί για τα ζητήματα που αφορούν την αντιπαλότητα μεταξύ των γονέων του.
Παραδεκτά/ μη αμφισβητούμενα γεγονότα
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης δηλώθηκε από κοινού ως παραδεκτό γεγονός (και εγκρίθηκε ως τέτοιο από το Δικαστήριο) ότι το Διάταγμα[10] βρισκόταν σε ισχύ στις 16.12.22 (και μάλιστα βρίσκεται σε ισχύ μέχρι και σήμερα) και ότι η κατηγορούμενη είχε δεόντως λάβει γνώση για τις πρόνοιες αυτού, εφόσον εξάλλου, ως αναγράφεται στο κείμενο του Διατάγματος, η κατηγορούμενη όχι μόνο ήταν παρούσα ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου κατά το χρόνο έκδοσής του Διατάγματος αλλά συγκατατέθηκε και σε αυτήν. Το Διάταγμα, δηλαδή, εκδόθηκε με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο γονέων.
Βάσει των μη αμφισβητούμενων προνοιών του Διατάγματος, η φύλαξη και η φροντίδα των ανήλικων τέκνων της κατηγορούμενης και του παραπονούμενου ανατέθηκε στην κατηγορούμενη ενώ οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας θα ασκούνταν από κοινού. Καθορίζεται, επίσης, ως τόπος διαμονής των ανήλικων, ο εκάστοτε τόπος διαμονής της κατηγορούμενης και αναφέρεται ρητά σε αυτό η διεύθυνση διαμονής της. Ό,τι ενδιαφέρει, εν προκειμένω, είναι ότι το Διάταγμα ρυθμίζει το χρόνο και τρόπο επικοινωνίας του παραπονούμενου με τα ανήλικα παιδιά του. Με εξαίρεση τις περιόδους των διακοπών των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του καλοκαιριού, για τις οποίες γίνεται ξεχωριστή μνεία, το Διάταγμα προνοεί ότι ο παραπονούμενος θα έχει δικαίωμα επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα του: την 1η εβδομάδα έκδοσης του Διατάγματος την Παρασκευή από η ώρα 15:00 μέχρι το Σάββατο η ώρα 13:00 και τη 2η εβδομάδα, το Σάββατο από η ώρα 15:00 μέχρι την Κυριακή η ώρα 17:00 και ούτω καθεξής και εναλλάξ κάθε επόμενη εβδομάδα. Η κατηγορούμενη διατάσσεται να παραδίδει τα ανήλικα τέκνα της από την κατοικία της στον παραπονούμενο για σκοπούς επικοινωνίας του με αυτά και να τα παραλαμβάνει κατά τη λήξη του δικαιώματος επικοινωνίας, όταν θα τα επιστρέφει στον ίδιο τόπο ο παραπονούμενος. Το Διάταγμα είναι δεόντως οπισθογραφημένο.
Παρεμβάλλεται ότι εξετάζοντάς το λεκτικό του Διατάγματος, διαπιστώνω ότι οι όροι ως είναι διατυπωμένοι είναι σαφείς και εύκολα αντιληπτοί, καθορίζοντας ρητά τον χρόνο, τόπο και τρόπο παράδοσης και παραλαβής των δύο ανήλικων παιδιών δημιουργώντας έτσι νόμιμες υποχρεώσεις τόσο στην κατηγορούμενη όσο και στον παραπονούμενο ως προς το τί ακριβώς διατάσσεται να πράξει ο κάθε ένας από αυτούς από το Οικογενειακό Δικαστήριο στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του τελευταίου με τα παιδιά του. Δεν εγέρθηκε εξάλλου από μέρους της Υπεράσπισης ζήτημα μη αντίληψης ή σύγχυσης από μέρους της κατηγορούμενης (ή μη ύπαρξης νόμιμης υποχρέωσης) ως προς τί ακριβώς υποχρεούτο να πράξει στη βάση των προνοιών του Διατάγματος κατά την επίδικη ημερομηνία.
Κατόπιν υπολογισμού των ημερών επικοινωνίας του παραπονούμενου με τα ανήλικα τέκνα του, με βάση το ημερολογιακό έτος, προκύπτει από την πιο πάνω ρύθμιση, και δεν αμφισβητείται από μέρους της Υπεράσπισης, ότι στις 16.12.22, ημέρα Παρασκευή, η κατηγορούμενη υποχρεούτο να παραδώσει τα ανήλικα παιδιά της από τον τόπο διαμονής της στον κατηγορούμενο, ο οποίος, στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του με αυτά, θα τα παραλάμβανε από τον συγκεκριμένο τόπο, η ώρα 15:00.
Αυτή ήταν η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Έπειτα από την παράθεση της μαρτυρίας, οι δύο πλευρές αγόρευσαν στο Δικαστήριο προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. Έχω υπόψη μου τα όσα έχουν θέσει ενώπιον μου και τα έχω αποτιμήσει. Προς αποφυγή αχρείαστης επιβάρυνσης της παρούσας απόφασης, δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.
Αξιολόγηση
Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.
Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη[11], με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε[12]. Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του. Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία[13]. Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία ενός προσώπου δεν κλονίζουν, δίχως άλλο, την αξιοπιστία του. Αντιθέτως, αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες κατά τη διήγηση γεγονότων, ειδικότερα έπειτα από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, είναι αναμενόμενες και δύνανται να προσδώσουν περισσότερη αληθοφάνεια και πειστικότητα στην υπό αξιολόγηση μαρτυρία[14]. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο[15]. Είναι ανεπίτρεπτη η σύζευξη της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του βάρους απόδειξης. Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης[16].
Ο Μ.Κ.1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Η μαρτυρία του ήταν τυπικής φύσεως και ο ίδιος, όντας τρίτο ανεξάρτητο πρόσωπο χωρίς οποιοδήποτε κίνητρο να παραποιήσει τα γεγονότα, ουσιαστικά παρέθεσε τις ενέργειες στις οποίες ο ίδιος προέβη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, καταθέτοντας προς τούτο σχετικά έγγραφα. Δεν έδωσε την εντύπωση στο Δικαστήριο ότι θυμόταν ιδιαίτερες λεπτομέρειες σε σχέση με την υπόθεση, ενόψει και του χρόνου που έχει διαρρεύσει από τότε. Ειδικότερα, η μαρτυρία του, σε σχέση με τις ημερομηνίες και ώρες καταγγελίας και λήψης κατάθεσης από τους εμπλεκόμενους, στηρίχθηκε εμφανώς στα όσα καταγράφονται στα διάφορα έγγραφα που ετοίμασε εκείνη την περίοδο και τα οποία προσκόμισε στο Δικαστήριο. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη ως προς τις ενέργειες στις οποίες προέβη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Αποκόμισα θετική εντύπωση από τον παραπονούμενο ως πρόσωπο το οποίο προσήλθε να καταθέσει στο Δικαστήριο την αλήθεια. Κατέθεσε με ηρεμία, αμεσότητα κα αυθορμητισμό. Έδωσε την εντύπωση προσώπου το οποίο είχε διάθεση να αποκαλύψει στο Δικαστήριο κάθε σχετικό γεγονός, χωρίς δυσκολία ή δισταγμό, ενώ δεν εντόπισα οποιεσδήποτε υπερβολές ή αντιφάσεις στα λεγόμενά του. Οι ουσιώδεις - για την παρούσα υπόθεση - θέσεις του, εξάλλου, δεν φαίνεται να αμφισβητούνται από την πλευρά της Υπεράσπισης, είτε επειδή αποτελούν μέρος των από κοινού παραδεκτών γεγονότων, είτε επειδή δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αντεξέτασης του παραπονούμενου[17].
Ειδικότερα, δεν αντεξετάστηκε ο παραπονούμενος επί του ισχυρισμού του ότι στις 26.11.22, έπειτα από επιθυμία που εξέφρασαν τα ίδια τα παιδιά του και κατόπιν συγκατάθεσης από την κατηγορούμενη, κράτησε τα παιδιά του, τα οποία είχε παραλάβει από τη μητέρα τους στις 25.11.22 βάσει του Διατάγματος, για ακόμη μία μέρα και έτσι τα επέστρεψε στην κατηγορούμενη στις 27.11.22 το πρωί. Επίσης, δεν αμφισβητήθηκε μέσω της αντεξέτασης ο ισχυρισμός του, ότι λίγες ώρες έπειτα από την παράδοση των παιδιών στη μητέρα τους, στις 27.11.22 έλαβε μήνυμα από το ανήλικο τέκνο του με το οποίο του ζητούσε να επιστρέψει να τα παραλάβει επειδή δέχθηκαν επίθεση, πράγμα το οποίο έπραξε. Έπειτα προέβη σε καταγγελία εναντίον της κατηγορούμενης στην αστυνομία για άσκηση βίας εναντίον του γιου τους. Αυτά συνάδουν και με τη μαρτυρία της κατηγορούμενης.
Βεβαίως, στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν καλείται να προβεί σε ευρήματα γεγονότων ως προς το κατά πόσο η κατηγορούμενη όντως επιτέθηκε στο παιδί της εκείνη την ημέρα ή όχι. Δεν αποτελεί επίδικο γεγονός το εάν το αρχικό παράπονο του παιδιού ως φέρεται να εκφράστηκε στον πατέρα του στις 27.11.22 ήταν αληθές ή όχι, ή εάν τα παιδιά μετέπειτα επηρεάστηκαν από τη μητέρα τους (ή από οποιονδήποτε άλλον) ως προς το τί θα κατέθεταν στην αστυνομία. Εξάλλου, η διάπραξη ή όχι του αδικήματος της επίθεσης από την κατηγορούμενη απασχόλησε τις αρχές κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, οι οποίες έκριναν ότι δεν στοιχειοθετείτο τέτοιο αδίκημα. Ούτε σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση το εάν ο παραπονούμενος προέβη «εκδικητικά» ή με αλλότρια κίνητρα στη συγκεκριμένη καταγγελία εναντίον της. Αυτό γιατί, βάσει του Διατάγματος, η υποχρέωση παράδοσης των παιδιών στον πατέρα τους δεν παύει να ισχύει στην περίπτωση που ο ίδιος προβαίνει σε καταγγελία εναντίον της μητέρας στην αστυνομία για οποιονδήποτε λόγο, ακόμη και κακόπιστα. Με άλλα λόγια, ακόμη και εντελώς εκδικητικά και ανυπόστατα να προωθήθηκε η εν λόγω καταγγελία από τον παραπονούμενο, η κατηγορούμενη εξακολουθούσε να είχε υποχρέωση να συμμορφώνεται με το Διάταγμα.
Εν πάση περιπτώσει, στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου με πειστικό τρόπο από τον παραπονούμενο, κρίνω ότι η επιλογή του να προβεί στην εν λόγω καταγγελία τη δεδομένη στιγμή προβάλλει ως εύλογη υπό τις περιστάσεις και δεν προβάλλει ως υποκινούμενη από αλλότρια κίνητρα. Ήταν πεπεισμένος ο ίδιος τότε (και συνεχίζει να είναι), στηριζόμενος στα όσα του ανέφερε αρχικά ο μεγαλύτερος του γιος (ανεξαρτήτως εάν το παιδί τα αναίρεσε μετέπειτα), ότι το τραύμα στο πρόσωπό του παιδιού προκλήθηκε από επίθεση που δέχτηκε από την κατηγορούμενη ή τον παππού και τη γιαγιά του και όχι από το μικρότερο του αδελφό. Εξ ου και ο παραπονούμενος προέβη στην εν λόγω καταγγελία στην αστυνομία την ίδια μέρα. Ό,τι ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι ότι έπειτα από την καταγγελία αυτή, η οποία έλαβε χώρα λίγες βδομάδες πριν την επίδικη ημερομηνία, έπαυσε και η συμμόρφωση της κατηγορούμενης με το Διάταγμα. Μάλιστα, δεν αμφισβητήθηκε μέσω της αντεξέτασής του παραπονούμενου, ο ισχυρισμός του ότι από την ημέρα της καταγγελίας και έπειτα (περιλαμβανομένης και τις 16.12.22), ο παραπονούμενος δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα ανήλικα παιδιά του όπως προνοείται από το Διάταγμα, για περίπου 2,5 έτη.
Οι διευκρινήσεις που έδωσε, με πηγαίο και αυθόρμητο τρόπο, σε σχέση με το γεγονός ότι η κατάθεσή του στην αστυνομία φαίνεται να ξεκινά στις 15:00 ήταν λογικοφανείς. Εξάλλου ο Μ.Κ.1 δεν ήταν απόλυτος ή κάθετος ως προς την ακριβή ώρα έναρξης της κατάθεσης του παραπονούμενου, ούτε ερωτήθηκε εάν είναι δυνατόν η κατάθεση να ξεκίνησε κάποια λεπτά αργότερα και ο ίδιος να κατέγραψε ως ώρα έναρξης της κατάθεσης τις 15:00. Περαιτέρω, όπως ανέφερε ο παραπονούμενος, χωρίς να αμφισβητηθεί κατά την αντεξέτασή του, η οικία της κατηγορούμενης γειτνιάζει με τον αστυνομικό σταθμό, στον οποίο μετέβη αμέσως για να καταγγείλει την παρακοή του Διατάγματος, και ότι η καταγραφή της ώρα έναρξης της κατάθεσής του από τον αστυνομικό έγινε κατά προσέγγιση, ήτοι στην πραγματικότητα η κατάθεση ξεκίνησε κάποια λεπτά έπειτα από τις 15:00 και ο αστυνομικός μάλλον κατέγραψε ως ώρα έναρξης της κατάθεσης την 15:00 και λήξης την 15:20, στρογγυλοποιώντας ουσιαστικά τα λεπτά της ώρας.
Ο ίδιος πάντως επέμεινε, εκπέμποντας βεβαιότητα ως προς τούτο, ότι κτύπησε την πόρτα της κατηγορούμενης η ώρα 15:00, αφού προηγουμένως την πήρε και τηλέφωνο και η ίδια δεν απάντησε και αμέσως έσπευσε στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό. Η επιλογή του να μεταβεί αμέσως στην αστυνομία για να υποβάλει την επίδικη καταγγελία δεν φαίνεται παράλογη υπό τις περιστάσεις, ούτε ασύνδετη με το γεγονός ότι, ούτως ή άλλως, η κατηγορούμενη δεν συμμορφώθηκε με το Διάταγμα τις προηγούμενες 3 περίπου βδομάδες ενώ δεν είχε προηγηθεί κάποια συνεννόηση μεταξύ τους σε σχέση με την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας εκείνη την ημέρα. Επομένως, ο παραπονούμενος δεν φαίνεται να είχε κάποιο λόγο να πιστεύει ότι αυτή τη φορά υπήρχε κάποια πιθανότητα συμμόρφωσης της με το Διάταγμα ώστε να περιμένει έξω από την οικία της για κάποιο χρονικό διάστημα πριν μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό για να καταγγείλει την απείθεια στις πρόνοιες του Διατάγματος από μέρους της κατηγορούμενης.
Δεν μου διαφεύγει ότι ο παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία της υποβολής της καταγγελίας δεν χρειάστηκε πολλή ώρα καθότι, λόγω των προηγούμενων καταγγελιών που υπέβαλε για το ίδιο ζήτημα, οι αστυνομικοί είχαν πλέον καταγραμμένα στο σύστημα όλα τα σχετικά στοιχεία. Εδώ διαφάνηκε κάποια σύγχυση του παραπονούμενου εφόσον, από τη μαρτυρία προκύπτει ότι η παρούσα ήταν η πρώτη φορά που ο παραπονούμενος υπέβαλε καταγγελία εναντίον της κατηγορούμενης για παρακοή διατάγματος (δεν έγινε αναφορά τουλάχιστον σε κάποια προηγούμενη καταγγελία) και άρα τα στοιχεία του δεν μπορεί να ήταν ήδη καταγραμμένα στο σύστημα της αστυνομίας, ούτε η κατάθεσή του ήταν δακτυλογραφημένη. Αυτό ίσως να συνέβη κατά τη διάρκεια λήψης κατάθεσης στο πλαίσιο μεταγενέστερων καταγγελιών που υπέβαλε εναντίον της κατηγορούμενης, ενόψει του ότι η μη συμμόρφωση με το Διάταγμα εκτείνεται για περίοδο 2,5 χρόνων και ο ίδιος ανέφερε ότι προχώρησε σε μεγάλο αριθμό καταγγελιών εναντίον της. Εν πάση περιπτώσει, αυτό το ολίσθημα δεν κρίνεται τέτοιας σημασίας ώστε να πλήττει την αξιοπιστία του μάρτυρα.
Η θέση του ότι ο ίδιος επισκέφθηκε την οικία της κατηγορούμενης η ώρα 15:00 κατά την επίδικη ημερομηνία δεν προσκρούει σε καμία άλλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου. Εξάλλου, σε κανένα σημείο της ακρόασης δεν προωθήθηκε η θέση από μέρους της Υπεράσπισης ότι η κατηγορούμενη βρισκόταν στο σπίτι της η ώρα 15:00, πρόθυμη να παραδώσει τα παιδιά της στον παραπονούμενο για σκοπούς επικοινωνίας (αντιθέτως υπάρχει παραδοχή ότι κανένας δεν ήταν εκεί), ούτε αμφισβητήθηκε μέσω της αντεξέτασης στην οποία υπεβλήθη, ο ισχυρισμός του ότι καλούσε στο τηλέφωνο την κατηγορούμενη ακόμη και έπειτα από την υποβολή της επίδικης καταγγελίας στην αστυνομία στις 16.12.22 (και αφού έλαβε τα ηλεκτρονικά μηνύματα τα οποία ανέφεραν ότι ο γιος του είναι άρρωστος), χωρίς να λάβει κάποια απάντηση. Τονίζεται ότι το ίδιο το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος[18] που απέστειλε η κατηγορούμενη προς τον παραπονούμενο υποδηλώνει ότι η ίδια δεν επρόκειτο να παραδώσει τα παιδιά της στον παραπονούμενο εκείνη την ημέρα.
Περαιτέρω, ο παραπονούμενος κατέθεσε, με πηγαίο και πειστικό τρόπο στο Δικαστήριο, ότι στις 16.12.22 επιχείρησε να επικοινωνήσει μέσω τηλεφώνου με την κατηγορούμενη, τόσο πριν τις 15:00 για σκοπούς επικοινωνίας με τα παιδιά, όσο και μετά τις 15:00, αφού έλαβε το ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Π.Γ., και η ίδια δεν του απαντούσε. Κατά τον ισχυρισμό του, η κατηγορούμενη είχε τοποθετήσει τις κλήσεις του σε ρύθμιση φραγής (blocked) και έτσι δεν είχε τρόπο να επικοινωνήσει μαζί της. Μέχρι την κατάθεση της κατηγορούμενης στο Δικαστήριο, η οποία αρνήθηκε αυτή τη θέση, ο ισχυρισμός του μάρτυρα δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης. Δεν αντεξετάστηκε επί αυτού του του ισχυρισμού ο παραπονούμενος, ούτε του υποβλήθηκε οποιαδήποτε θέση περί του αντιθέτου, έτσι ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να επεκταθεί επί αυτού του του ισχυρισμού και ενδεχομένως να καταθέσει οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία είχε στην κατοχή του. Ενόψει τούτου, αποδέχομαι τη θέση του ότι ο ίδιος επιχείρησε να επικοινωνήσει μέσω τηλεφώνου μαζί με την κατηγορούμενη, τόσο πριν όσο και μετά από τις 15:00 και ότι η ίδια δεν του απαντούσε το τηλέφωνο. Τούτου δοθέντος, το κατά πόσο τον είχε τοποθετήσει σε ρύθμιση φραγής ή απλά αγνοούσε τις τηλεφωνικές του κλήσεις καθίσταται άνευ σημασίας εν προκειμένω.
Δεν μου διαφεύγει, βεβαίως, ότι όταν ρωτήθηκε ο παραπονούμενος εάν η κατηγορούμενη του είχε αποστείλει μήνυμα λίγο μετά τις 15:00, ενημερώνοντάς τον ότι ο γιος τους ήταν άρρωστος και ότι θα μπορούσε να τον δει την επόμενη μέρα εάν ένιωθε καλύτερα, ο παραπονούμενος αρχικά απάντησε αρνητικά. Έπειτα, όμως, όντας στο εδώλιο του μάρτυρα, προέβη σε έλεγχο του κινητού του τηλεφώνου και αφού ανέτρεξε στα συγκεκριμένα μηνύματα, απάντησε ότι όντως, πέραν από τον γιο του, του είχε στείλει πανομοιότυπο μήνυμα και η κατηγορούμενη εκείνη την ημέρα. Με τον τρόπο που εκτυλίχθηκε η στιχομυθία μεταξύ της συνηγόρου Υπεράσπισης και του παραπονούμενου, δεν μου δόθηκε η εντύπωση ότι ο παραπονούμενος προσέφυγε στο ψεύδος όταν αρχικά αρνήθηκε τη λήψη μηνύματος από την κατηγορούμενη. Φάνηκε όντως να μην θυμόταν κάτι τέτοιο, ενόψει, ενδεχομένως και του χρόνου που έχει παρέλθει αλλά και του γεγονότος ότι είχε δεχθεί πανομοιότυπο μήνυμα από το γιο του την ίδια περίπου ώρα. Εάν ήθελε εξ αρχής να το αποκρύψει, για οποιονδήποτε λόγο, απλά θα ανέφερε ότι δεν μπορούσε να εντοπίσει τέτοιο μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο. Η προθυμία του να επιβεβαιώσει τη αρχική του θέση ελέγχοντας το κινητό του και να τροποποιήσει την απάντησή του όταν διαπίστωσε το λάθος του, αλλά κυρίως ο αυθόρμητος και πηγαίος τρόπος με τον οποίο το έκανε, υποδηλώνει πρόσωπο το οποίο δεν προσήλθε για να καταθέσει ψευδώς στο Δικαστήριο. Έπεται ότι ούτε το πιο πάνω ολίσθημα, απολήγει ως ουσιώδης αντίφαση στη μαρτυρία του, ούτε αρκεί για να κλονίσει με οποιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του.
Αποδέχομαι, λοιπόν, τη μαρτυρία του παραπονούμενου ως αξιόπιστη και αληθή.
Παρεμβάλλεται ότι κατά την αντεξέταση του παραπονούμενου, αναφορά έγινε και σε δύο συναντήσεις που έλαβαν χώρα, στην παρουσία λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας μεταξύ του παραπονούμενου και των παιδιών του. Αν και δεν προσδιορίστηκαν οι ημερομηνίες των συναντήσεων αυτών, αναφέρθηκε ότι αυτές έλαβαν χώρα με τη συγκατάθεση της κατηγορούμενης και τοποθετήθηκαν χρονικά σε περιόδους μεταγενέστερες της επίδικης ημερομηνίας, ήτοι κάποιους μήνες έπειτα από τις 16.12.22 και ενώ η κατηγορούμενη συνέχιζε να μη συμμορφώνεται με το Διάταγμα. Αφέθηκε να εννοηθεί ότι αυτές οι συναντήσεις διευθετήθηκαν κατόπιν προτροπής του Οικογενειακού Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμούσαν διαδικασίες που σχετίζονται με την παρατεταμένη μη συμμόρφωση της εδώ κατηγορούμενης με το Διάταγμα, αν και τα γεγονότα που οδήγησαν στην διευθέτηση των συναντήσεων παρέμειναν ασαφή. Παρά το ότι η αντεξεταστική γραμμή εστίασε στη συμπεριφορά των παιδιών κατά την πρώτη εκ των δύο συναντήσεων, κατά την κρίση μου, η εν λόγω στάση των παιδιών και συγκεκριμένα, η από κοινού παραδεκτή δυσχέρεια στην επικοινωνία μεταξύ του παραπονούμενου και αυτών εκείνη την ημέρα, η οποία είναι παραδεκτό ότι οδήγησε στη σύντομη διακοπή της συνάντησης, δεν ρίχνει φως στην προγενέστερη κατάσταση της σχέσης του παραπονούμενου με τα παιδιά του, ούτε τείνει να υποστηρίξει την από μέρους της Υπεράσπισης ισχυριζόμενη άρνησή τους να επικοινωνήσουν μαζί του στις 16.12.22. Αυτό γιατί, προφανώς, από τις 25.11.22 μέχρι τις εν λόγω συναντήσεις, είχε διαρρεύσει χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο παραπονούμενος δεν διατηρούσε επικοινωνία με τα παιδιά του, στοιχείο που από μόνο του δυνητικά είναι αρκετό για να επιφέρει την παρατηρηθείσα αποξένωση του παραπονούμενου με αυτά, στο βαθμό που περιγράφηκε και από τον ίδιο. Το κατά πόσο αυτή η στάση των παιδιών ήταν γνήσια ή οφείλεται σε ενέργειες (προσεγγίσεις ή συμπεριφορές) της κατηγορούμενης ή ακόμη και στην εισήγηση του παραπονούμενου να συμμετέχουν σε μαθήματα σκοποβολής είναι ζήτημα που ενδεχομένως θα απασχολούσε το Δικαστήριο σε περίπτωση που καλείτο να εκδικάσει κατηγορία απείθειας διατάγματος που αφορά σε εκείνες τις χρονικές περιόδους. Ελλείψει της απαραίτητης χρονικής διασύνδεσης μεταξύ του επίδικου περιστατικού και των όσων έλαβαν χώρα κατά τις εν λόγω συναντήσεις, αυτή η πτυχή της μαρτυρίας δεν κρίνεται σχετική με τα επίδικα γεγονότα εφόσον δεν δύναται, ορθολογιστικά, να αποτελέσει πηγή άντλησης συμπερασμάτων ως προς την κατάσταση πραγμάτων που υφίστατο προηγουμένως κατά την επίδικη ημερομηνία. Δεν θα ήταν επωφελής, ή ακόμη και ασφαλής, η περαιτέρω ενασχόληση του Δικαστηρίου με τους διάφορους ισχυρισμούς που με κάποια ασάφεια εγέρθηκαν εκατέρωθεν σε σχέση με αυτά τα ζητήματα.
Η κατηγορούμενη δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Η εκδοχή της ήταν συγκεχυμένη, οι ουσιώδεις για την Υπεράσπιση ισχυρισμοί της παρέμειναν ως επί των πλείστων ασαφείς και ατεκμηρίωτοι ενώ, ιδωμένοι σφαιρικά σε συνάρτηση με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, στερούνται πειστικότητας εφόσον αποδοκιμάζονται από την κοινή λογική.
(Α) Βασικός άξονας στην όλη εκδοχή της υπήρξε ο ισχυρισμός της ότι από τις 27.11.22 και έπειτα, συμπεριλαμβανομένης της επίδικης ημερομηνίας, ήτοι τις 16.12.22, τα παιδιά αρνούνταν να έρθουν σε επαφή με τον παραπονούμενο επειδή τον φοβούνταν.
Σε κανένα σημείο της μαρτυρίας της δεν υπεισήλθε σε λεπτομέρειες γεγονότων ως προς τις ενέργειες των παιδιών της κατά την επίδικη περίοδο, οι οποίες την οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα. Ενώ πρόβαλλε, δηλαδή, τον ισχυρισμό ότι τα παιδιά ήταν «αναστατωμένα» και «φοβούνταν» τον πατέρα τους, από τον οποίο «κινδύνευαν» και δεν ήθελαν να έρθουν σε επαφή μαζί του, εντούτοις, αυτή η εκδοχή δεν εξειδικεύτηκε με ισχυρισμούς γεγονότων ως προς τις αντιδράσεις τους ή τον τρόπο που εξέφρασαν την άρνησή τους να επικοινωνήσουν μαζί του ως απάντηση συγκεκριμένων εισηγήσεων ή παροτρύνσεων της κατηγορούμενης να τον συναντήσουν κατά την περίοδο μεταξύ τις 27.11.22 (όταν διεκόπη η επικοινωνία) και τις 16.12.22 (κατά την επίδικη ημερομηνία), ώστε το Δικαστήριο να δύναται να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα επί του θέματος.
Αντί αυτού, η κατηγορούμενη αρκέστηκε στην προώθηση γενικών και αόριστων ισχυρισμών περί άσκησης βίας από μέρους του παραπονούμενου προς τα παιδιά του αλλά και στην ίδια, πριν το χωρισμό τους αλλά και κατά το χρόνο τήρησης των προνοιών του Διατάγματος. Ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά προηγουμένως, δηλαδή από το 2019 μέχρι το τέλος του 2022, δεν συναντούσαν τον πατέρα τους με «χαρά» και ότι όταν επέστρεφαν από την οικία του, η ίδια τα έβλεπε «ανήσυχα», στοιχείο το οποίο απέδωσε στο ότι τους «έδερνε». Εντούτοις, στην κατάθεσή της στην αστυνομία, η κατηγορούμενη ουδέποτε ανέφερε ότι ο παραπονούμενος άσκησε σωματική βία στα παιδιά του, παρά το ότι ισχυρίστηκε, και πάλι με γενικό τρόπο, ότι τον «φοβούνται επειδή έχει βίαιη συμπεριφορά».
Αυτοί της οι ισχυρισμοί, ακόμη και με την αοριστία που τους χαρακτηρίζει, προσκρούουν στον αναντίλεκτο γεγονός ότι από το 2019 μέχρι τις 27.11.22, δηλαδή για περίπου 3 χρόνια, ο παραπονούμενος ασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα παιδιά του, χωρίς προβλήματα. Δεν φαίνεται να υποβλήθηκε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του, εκείνο το διάστημα, ως προς τη συμπεριφορά του προς τα παιδιά, ούτε η κατηγορούμενη απευθύνθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο για να ζητήσει την τροποποίηση του Διατάγματος λόγω της κακοποιητικής συμπεριφοράς που, εκ των υστέρων, του αποδίδει. Ούτε κλήθηκαν τα παιδιά στο Δικαστήριο για να καταθέσουν τα ίδια επί αυτών των θεμάτων. Αντιθέτως, παρά την έντονη προσπάθεια της κατηγορούμενης να παρουσιάσει τον παραπονούμενο ως ένα επικίνδυνο, αμελή και κακοποιητικό πατέρα προς τα παιδιά του, αυτό που αναφύεται από τα γεγονότα ως έχουν τεθεί ενώπιον μου, είναι ότι τα παιδιά επισκέπτονταν και επικοινωνούσαν με τον πατέρα του, χωρίς προβλήματα[19], τουλάχιστον από το 2019 μέχρι τις 27.11.22. Μάλιστα, δεν αμφισβητήθηκε ότι στις 26.11.22, ενώ τα παιδιά θα επέστρεφαν στην οικία της κατηγορούμενης, ζήτησαν τα ίδια όπως διανυκτερεύσουν ακόμη μια μέρα στο σπίτι του πατέρα τους, στοιχείο που αν μη τι άλλο, καταρρίπτει τη θέση της κατηγορούμενης ότι μέχρι το Νοέμβριο του 2022, τον φοβούνταν και δεν ήθελαν να περνούν χρόνο μαζί του.
Περαιτέρω, η θέση της κατηγορούμενης ότι τα παιδιά «φοβούνταν» τον παραπονούμενο λόγω της δήθεν επικίνδυνης και κακοποιητικής συμπεριφοράς του πριν το Νοέμβριο του 2022, προσκρούει και στο γεγονός ότι στις 27.11.22, όταν κτυπήθηκε ο Π.Γ., ο ίδιος επικοινώνησε αμέσως με τον παραπονούμενο και του ζήτησε να επιστρέψει στην οικία της μητέρας τους για να τους βοηθήσει. Σαφώς, εάν ίσχυαν αυτά που ανέφερε η κατηγορούμενη και τα παιδιά δεν επιθυμούσαν να είχαν επικοινωνία με τον πατέρα τους τότε, ο Π.Γ. δεν θα επέλεγε να καλέσει τον πατέρα του για βοήθεια εκείνη την ημέρα ζητώντας του να επιστρέψει και να τους παραλάβει, εφόσον μάλιστα εκεί βρισκόταν και η κατηγορούμενη αλλά και οι γονείς της.
Διαισθανόμενη, εμφανώς, ότι η ενέργεια του παιδιού της να ζητήσει βοήθεια από τον πατέρα του στις 27.11.22 αποδυναμώνει εκ των πραγμάτων την πειστικότητα της εκδοχής της, η κατηγορούμενη ανέφερε για πρώτη φορά κατά την αντεξέτασή της, ότι είναι η ίδια που ζήτησε από τον γιο της να στείλει αυτό το μήνυμα στον πατέρα του για να τον ενημερώσει δήθεν ως προς το τί είχε συμβεί (και όχι ότι το έπραξε το ίδιο το παιδί λόγω του ότι δέχθηκε επίθεση από εκείνη). Ούτε, όμως, η θέση αυτή συνάδει με την εκδοχή της. Εάν η ίδια αλλά και τα παιδιά φοβούνταν τον παραπονούμενο στο βαθμό, μάλιστα, που περιέγραψε η κατηγορούμενη ώστε για τόσα χρόνια το Διάταγμα να τηρείται αναγκαστικά και όχι επειδή τα παιδιά επιθυμούσαν να έρχονται σε επαφή με τον πατέρα τους (και τούτο λόγω της ισχυριζόμενης βίαιης συμπεριφοράς του προς αυτά), αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί η κατηγορούμενη να θεώρησε πρέπον ή ωφέλιμο να ζητήσει από τον γιο της να επικοινωνήσει με τον παραπονούμενο στις 27.11.22 για να τον ενημερώσει ότι τα παιδιά μάλωσαν μεταξύ τους και να του ζητήσει να επιστρέψει στην οικία της.
Όπως έχω ήδη εξηγήσει, το παρών Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί κατά πόσο η κατηγορούμενη ή οι γονείς της άσκησαν βία κατά του ενός εκ των παιδιών στις 27.11.22. Εξάλλου, δεν προωθήθηκε κάποια ποινική δίωξη εναντίον της κατηγορούμενης για αυτό το θέμα, ενόψει του περιεχομένου της οπτικογραφημένης κατάθεσης των παιδιών που έλαβε χώρα κάποιες βδομάδες αργότερα (και ενώ στο μεσοδιάστημα τα παιδιά έμεναν μαζί της).
Το ζήτημα, όμως, σε κάποιο βαθμό συμπλέκεται με τα επίδικα γεγονότα. Προκύπτει από τη μαρτυρία ότι η υποβολή της καταγγελίας εναντίον της κατηγορούμενης από τον παραπονούμενο στις 27.11.22, σήμανε και τη διακοπή της επικοινωνίας του με τα παιδιά του. Ισχυρίστηκε η κατηγορούμενη ότι, πέραν από τη βίαιη συμπεριφορά του παραπονούμενου, τα παιδιά δεν επιθυμούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του, ενόψει της αναστάτωσης που προκλήθηκε λόγω της υποβολής της καταγγελίας και ειδικότερα του γεγονότος ότι ο παραπονούμενος τα ανάγκαζε να «λένε ψέματα» εναντίον της. Επισημαίνεται ότι δεν δόθηκαν λεπτομέρειες ως προς την έκταση της ισχυριζόμενης αναστάτωσης που προκλήθηκε στα παιδιά λόγω της καταγγελίας, ούτε προσκομίστηκε μαρτυρία που να τείνει να καταδείξει ότι λόγω αυτής της αναστάτωσης τα παιδιά δεν επιθυμούσαν να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους έκτοτε, πέραν του γενικού ισχυρισμού της κατηγορούμενης.
Επίσης, η μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου δεν τείνει να καταδείξει ότι ο παραπονούμενος υπέβαλε την καταγγελία περί άσκησης βίας εναντίον των παιδιών εκδικητικά και ψευδώς, ως ισχυρίστηκε η κατηγορούμενη. Είναι αποδεκτό ότι ο παραπονούμενος έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα από το γιο του ζητώντας του να επιστρέψει στην οικία της κατηγορούμενης και ότι, όταν μετέβη εκεί, βρήκε το γιο του κτυπημένο στο πρόσωπο. Η κατηγορούμενη, τότε, δεν επέτρεψε στον παραπονούμενο να φύγει με το γιο τους επικαλούμενη τους όρους του Διατάγματος. Υπό αυτές τις περιστάσεις, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο παραπονούμενος, ότι δηλαδή ασκήθηκε βία στο παιδί του, δεν προβάλει ως παράλογο. Ως έχω εξηγήσει πιο πάνω, η καταγγελία που υποβλήθηκε στην αστυνομία εκείνη την ημέρα, ανεξαρτήτως του εάν αντικατοπτρίζει το τί πραγματικά είχε συμβεί, δεν προβάλει ως κατασκευασμένη από τον παραπονούμενο, ούτε εκδικητική. Ο παραπονούμενος επέστρεψε στην οικία της κατηγορούμενης, διαπληκτίστηκε μαζί της και έπειτα υπέβαλλε την καταγγελία εναντίον της στην αστυνομία, λόγω του ότι ο γιος του, ο οποίος είχε κτυπηθεί στο πρόσωπο, εξέφρασε σχετικό παράπονο προς εκείνον, ζητώντας του βοήθεια.
Έπειτα, περί η ώρα 11:24 π.μ., ο παραπονούμενος έλαβε το εξής ηλεκτρονικό μήνυμα από το γιο του: «Παπά εμερώσαμε με την μάμα. Εκάμαμε λάθος που εμαλόσαμε μαζί της, γιατί η μάμα εν πάντα δίπλα μας». Αντεξεταζόμενη η κατηγορούμενη δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί ο γιος της απέστειλε αυτό το μήνυμα προς τον πατέρα του, εφόσον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, δεν ήταν η ίδια που κτύπησε το παιδί. Αρνήθηκε ότι η ίδια πίεσε με τον τρόπο της το παιδί να αποστείλει αυτό το μήνυμα στο πατέρα του ώστε να αποφύγει τυχόν συνέπειες της καταγγελίας που υποβλήθηκε εναντίον της. Προσπάθησε να αποδώσει τα λεγόμενά του γιου της, στο ότι η ίδια είχε θυμώσει στα παιδιά μετά που αυτά μάλωσαν μεταξύ τους, αλλά η εμφανής αμηχανία της στο εδώλιο του μάρτυρα σε συνδυασμό με την αλληλουχία των γεγονότων ως αναφύονται από την μαρτυρία, αποδυναμώνουν ουσιωδώς την πειστικότητα της μαρτυρίας της. Η εκδοχή που παρέθεσε δεν προβάλει ως αληθοφανής.
Δεν έχω πεισθεί, λοιπόν, ότι ο λόγος διακοπής της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του παραπονούμενου με τα παιδιά του, από τις 27.11.22 μέχρι τις 16.12.22 οφείλεται στο ότι τα παιδιά τον «φοβούνταν» λόγω της βίαιης τους συμπεριφοράς γενικά ή λόγω του ότι τους ανάγκαζε να λένε «ψέματα» εναντίον της κατηγορούμενης σε σχέση με το περιστατικό που έλαβε χώρα στις 27.11.22. Αντιθέτως, το γεγονός ότι η διακοπή της επικοινωνίας συμπίπτει επακριβώς με την υποβολή της εν λόγω καταγγελίας εναντίον της κατηγορούμενης σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος που απέστειλε το παιδί στον παραπονούμενο στις 27.11.22[20] (ανακαλώντας ουσιαστικά το παράπονο που εξέφρασε λίγο νωρίτερα αναφορικά με τη συμπεριφορά της κατηγορούμενης), καταδεικνύει ότι ο λόγος που δεν επιτράπηκε η επικοινωνία του παραπονούμενου με τα παιδιά του εκείνη την περίοδο οφείλεται στην ίδια την απόφασή του να καταγγείλει την κατηγορούμενη στην αστυνομία στις 27.11.22 και στο ενδεχόμενο μετέπειτα ποινικής δίωξής της – και όχι σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή συμπεριφορά του παραπονούμενου έναντι των παιδιών του.
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης περί άρνησης των παιδιών να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους στις 16.12.22, λόγω της κατ’ ισχυρισμό βίαιης, κακοποιητικής και επικίνδυνής του συμπεριφοράς, προσκρούει και με τη θέση της ότι εάν ο γιος της, ο οποίος ήταν άρρωστος στις 16.12.22, ένιωθε καλύτερα την επόμενη μέρα, η ίδια είχε κάθε καλή διάθεση να παραδώσει τα παιδιά στον πατέρα τους στις 17.12.22 αλλά δεν το έπραξε επειδή ο παραπονούμενος δεν απάντησε στο μήνυμα της. Περαιτέρω, ως προκύπτει από την αλληλογραφία μεταξύ τους γιου της και της ίδιας ημερομηνίας 16.12.22[21], το παιδί ερωτώμενο εάν επιθυμεί να διανυκτερεύσει στον πατέρα του απάντησε «Αφού είμαι άρρωστος. Δεν μπορώ να πάμε, θέλω να μείνω μαζί σου που με προσέχεις». Η απάντηση του παιδιού δεν υποστηρίζει την εκδοχή της ότι το παιδί φοβόταν τον πατέρα του λόγω της βίαιής του συμπεριφοράς και ότι αρνιόταν, παρά τις προσπάθειές της, να τον συναντήσει από τις 27.11.22 μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Εάν όντως έτσι είχαν τα πράγματα, λογικά το παιδί θα παρουσιαζόταν πιο απόλυτο ως προς την άρνησή του ή θα επικαλείτο την δήθεν εκφρασθείσα θέση του ότι δεν επιθυμεί να συναντήσει τον πατέρα επειδή τον φοβάται και δεν θα περιοριζόταν στο να απαντήσει ότι για εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα δεν επιθυμούσε να δει τον πατέρα του επειδή δεν ένιωθε καλά στην υγεία του. Περαιτέρω, ο Π.Γ. δεν θα ήταν διαλλακτικός στο να τον συναντήσει την επόμενη μέρα εάν ένιωθε καλύτερα[22]. Είτε το παιδί φοβόταν τον πατέρα του σε τέτοιο βαθμό που παρά τις παροτρύνσεις της μητέρας του, δεν ήταν δυνατή η συμμόρφωση με το Διάταγμα (ανεξαρτήτως του εάν ήταν άρρωστο ή όχι), είτε προτιμούσε να παραμείνει με τη μητέρα του στις 16.12.22 λόγω της αρρώστιας του αλλά ήταν συγκαταβατικός στο να τον συναντήσει την επόμενη μέρα ή μεταγενέστερα εάν ένιωθε καλύτερα.
Ομοίως, η θέση της κατηγορούμενης ότι τα παιδιά αρνιόντουσαν να συναντήσουν τον πατέρα τους λόγω της βίαιης του συμπεριφοράς προσκρούει και με τον ισχυρισμό της ότι ο λόγος που ο μικρότερος τους γιος δεν επικοινώνησε με τον πατέρα του στις 16.12.22 οφείλεται στο ότι υπήρχε «άτυπη συμφωνία» μεταξύ τους, ότι το δικαίωμα επικοινωνίας του παραπονούμενου θα ασκείτο και για τα δύο παιδιά συντοχρόνως.
Η κατηγορούμενη δεν κατάφερε να εξηγήσει τους λόγους μη συμμόρφωσής της με το Διάταγμα στις 16.12.22 προβάλλοντας μία ξεκάθαρη ή έστω σταθερή θέση. Αντιλαμβανόμενη ότι, ενόψει της προγενέστερης μη συμμόρφωσής της με το Διάταγμα, από τις 27.11.22 μέχρι τις 16.12.22, δεν μπορούσε να αποδώσει, με αληθοφάνεια, τη μη συμμόρφωσή της στις 16.12.22 αποκλειστικά στην αρρώστια του παιδιού της, επικαλέστηκε την άρνηση των παιδιών της να συναντήσουν τον πατέρα τους στηριζόμενη σε ανυπόστατους ισχυρισμούς ως προς τη γενικότερη συμπεριφορά του έναντι των παιδιών. Έφθασε μέχρι το σημείο να αναφέρει ότι πρόκειται για άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από «ωμή βία», χωρίς παράλληλα να παραθέσει με κάποια λεπτομέρεια έστω και ένα γεγονός το οποίο έλαβε χώρα κατά την περίοδο πριν τις 25.11.22 και το οποίο θα μπορούσε δυνητικά να εξηγήσει την ισχυριζόμενη άρνηση των παιδιών να τον συναντήσουν από τις 27.11.22 και έπειτα – ενώ μάλιστα στις 26.11.22 τα ίδια ήθελαν να διανυκτερεύσουν ακόμη μία μέρα μαζί του και ενώ στις 27.11.22 ο μεγαλύτερος του γιος του έστειλε μήνυμα για να του ζητήσει βοήθεια.
Σε άλλο σημείο, επιχείρησε να αποδώσει τη μη συμμόρφωση με το Διάταγμα από τις 27.11.22 μέχρι τις 16.12.22 στην αναστάτωση που δήθεν προκλήθηκε στα παιδιά λόγω της καταγγελίας που εκδικητικά και ψευδώς υπέβαλε ο παραπονούμενος στην αστυνομία εναντίον της. Και πάλι, όμως, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, δεν διαφαίνεται ότι η εν λόγω καταγγελία υποβλήθηκε αυθαίρετα ή «εκδικητικά» από τον παραπονούμενο ενώ δεν τέθηκαν ισχυρισμοί γεγονότων που να τείνουν να εξηγήσουν, με κάποια έστω πειστικότητα, τον βαθμό της αναστάτωσης που δήθεν προκλήθηκε στα παιδιά λόγω της καταγγελίας και ειδικότερα τις ενέργειές στις οποίες προέβησαν τα παιδιά τις ημέρες που θα έπρεπε, βάσει του Διατάγματος, να συναντηθούν με τον πατέρα τους, ώστε να δικαιολογείται η θέση της κατηγορούμενης ότι εκείνα αρνούνταν να τον συναντήσουν επειδή τον φοβόντουσαν, παρά τις δικές της προσπάθειες. Ούτε, βεβαίως, οι δικές της προσπάθειες για να μεταπείσει τα παιδιά της να αποδεχτούν την επικοινωνία με τον πατέρα τους, κατά την περίοδο από τις 27.11.22 μέχρι τις 16.12.22, εξειδικεύτηκαν με οποιουσδήποτε ισχυρισμούς από την κατηγορούμενη.
Περαιτέρω, για πρώτη φορά, κατά το στάδιο της αντεξέτασης της, η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι ο παραπονούμενος δεν επικοινώνησε μαζί της από τις 27.11.22 μέχρι την επίδικη ημερομηνία ώστε να συναντήσει τα παιδιά, παρά το ότι η ίδια βρισκόταν στην οικία της μαζί με τα παιδιά της, αποδίδοντας έτσι, τη μη συμμόρφωσή της με το Διάταγμα, κατ’ εκείνη την περίοδο, (και) στην έλλειψη ενδιαφέροντος από μέρους του παραπονούμενου να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του βάσει του Διατάγματος. Αυτή η θέση, η οποία είναι βεβαίως ουσιώδης, δεν τέθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στον παραπονούμενο κατά το στάδιο της αντεξέτασής του, ο οποίος στην κατάθεσή του στο Δικαστήριο, εξέφρασε ξεκάθαρα το παράπονό του σε σχέση με τη μη συμμόρφωση της κατηγορούμενης με το Διάταγμα από τις 27.11.22 και έπειτα, αποδίδοντάς, μάλιστα, την άρνησή της να επιτρέψει την επικοινωνία του με τα παιδιά σε εκδικητικά κίνητρα ενόψει της καταγγελίας που υπέβαλε εναντίον της. Αφενός η κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι η επικοινωνία δεν ήταν δυνατή επειδή πλέον τα παιδιά φοβούνταν τον παραπονούμενο λόγω της βίαιης του συμπεριφοράς και λόγω του ότι τους ανάγκαζε να λένε ψέματα εναντίον της και αφετέρου, στο στάδιο της αντεξέτασης της, προσθέτει ότι ο παραπονούμενος δεν ενδιαφέρθηκε να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του, αμελώντας να επικοινωνήσει μαζί της ώστε να παραλάβει τα παιδιά η ώρα 15:00 από την οικία της, ενώ η ίδια βρισκόταν καθηκόντως εκεί. Εφόσον, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, δεν τέθηκε καν ζήτημα επικοινωνίας των παιδιών με τον πατέρα τους κατά την περίοδο μεταξύ την 27.11.22 και την 16.12.22 (εφόσον ο ίδιος δήθεν δεν ενδιαφέρθηκε να τα συναντήσει), αδυνατώ να αντιληφθώ πώς η κατηγορούμενη διαπίστωσε ότι, παρά τις προσπάθειές της, τα παιδιά αρνούνταν να διανυκτερεύσουν στην οικία του εκείνη την περίοδο λόγω του έντονου φόβου που ένιωθαν απέναντί του. Δεν έχω πεισθεί για την αλήθεια του εν λόγω ισχυρισμού της κατηγορούμενης, ο οποίος, πέραν του ότι παρουσιάζει κάποια παλινδρόμηση σε σχέση με προηγούμενες θέσεις της, στην απουσία σχετικής υποβολής κατά το στάδιο της αντεξέτασης του παραπονούμενου, προβάλλει ως μια εκ των υστέρων σκέψη της κατηγορούμενης (πρόχειρη, θα έλεγα) στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει (και με αυτόν τον τρόπο) τη μη συμμόρφωσή της με το Διάταγμα κατά τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της επίδικης καταγγελίας.
Έπεται, ότι η θέση της κατηγορούμενης ότι στις 16.12.22, όπως και κατά την περίοδο που προηγήθηκε αρχής γενομένης την 27.11.22, τα παιδιά αρνούνταν να συναντηθούν με τον πατέρα τους λόγω της κατ’ ισχυρισμό βίαιης, κακοποιητικής και επικίνδυνής του συμπεριφοράς δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένους ή πειστικούς ισχυρισμούς γεγονότων, δεν συνάδει ούτε με την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου και αποδοκιμάζεται από την κοινή λογική.
(Β) Αποτελεί ξεχωριστή θέση της κατηγορούμενης, η οποία προωθείται παράλληλα με την πιο πάνω, ότι στις 16.12.22 δεν ήταν δυνατή η συμμόρφωσή της με το Διάταγμα καθότι ο Π.Γ. «ήταν άρρωστος».
Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι λόγω του ότι το παιδί δεν ένιωθε καλά εκείνη τη μέρα, τον παρέλαβε από το σχολείο νωρίτερα, περί η ώρα 10:15 π.μ., και τον μετέφερε στην οικία της γιαγιάς του. Η ίδια επέστρεψε στην εργασία της και έπειτα μετέβη περί η ώρα 14:30 στη δεύτερή της εργασία. Συνομίλησε με τον Π.Γ. μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τον ρώτησε εάν επιθυμούσε να συναντηθεί με τον πατέρα του την ίδια ημέρα και το παιδί απάντησε ότι δεν μπορεί να πάει λόγω του ότι είναι άρρωστο και ότι ήθελε να μείνει μαζί της. Ζήτησε και από το γιο της να αποστείλει ηλεκτρονικό μήνυμα στον πατέρα του και να τον ενημερώσει αντίστοιχα. Περαιτέρω, η ίδια απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον παραπονούμενο ενημερώνοντάς τον ότι «επειδή το παιδί είναι άρρωστο» θα μπορούσε να τον παραλάβει την επόμενη μέρα, εάν ήθελε ο ίδιος, και εάν το παιδί ένιωθε καλύτερα.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί γεγονότων υποστηρίζονται από τα Τεκμήρια 7, 8, 9 και 10, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε. Ο παραπονούμενος, εφόσον δεν ήταν παρών, δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί επί της αλήθειας των πιο πάνω ισχυρισμών, εκτός από την αποδοχή του ότι έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Π.Γ και την κατηγορούμενη στις 16.12.22. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή δεν επιδίωξε να αντικρούσει τους πιο πάνω ισχυρισμούς της κατηγορούμενης, οι οποίοι, επί της ουσίας, παρέμειναν αναντίλεκτοι. Αποδέχομαι, λοιπόν, ότι ο Π.Γ. δεν ένιωθε καλά εκείνη την ημέρα, ένιωθε δηλαδή κάποια αδιαθεσία και πόνο στο στομάχι, εφόσον αυτό απορρέει από έγγραφη μαρτυρία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο.
Δεν αποδέχομαι, όμως, τον ισχυρισμό της κατηγορούμενης ότι στις 16.12.22, η γιαγιά του παιδιού το μετέφερε για εξέταση από παιδίατρο και ότι το παιδί διαγνώστηκε με γαστρεντερική λοίμωξη. Πρόκειται για ισχυρισμό που εγέρθηκε για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση της κατηγορούμενης, παρά το ότι η ίδια στήριξε από την αρχή την όλη εκδοχή της στο γεγονός ότι το παιδί ασθενούσε. Εντούτοις, δεν ανέφερε στην αστυνομία κατά το χρόνο λήψης κατάθεσής της ότι το παιδί εξετάστηκε την ίδια μέρα από παιδίατρο – παρά μόνο ότι «ήταν άρρωστο», ούτε ανέφερε οτιδήποτε κατά την κυρίως εξέτασή της – παρά το ότι είχε πολλές ευκαιρίες να το πράξει. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος αμφισβητήθηκε έντονα από την Κατηγορούσα Αρχή, δεν υποστηρίχθηκε από οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα (είτε τον ίδιο τον παιδίατρο, είτε από την μητέρα της κατηγορούμενης – ενώ είχε δοθεί αρκετός χρόνος από το Δικαστήριο για να κλητευθεί τέτοιος μάρτυρας). Επί της ουσίας αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, η οποία υπό τις περιστάσεις, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πέραν τούτου, το γεγονός και μόνο ότι ισχυρισμός τέτοιας σημασίας για την υπεράσπιση της κατηγορούμενης εγέρθηκε για πρώτη φορά με τόση καθυστέρηση, κατά το στάδιο της αντεξέτασης της κατηγορούμενης, αποδυναμώνει περαιτέρω την αληθοφάνεια ή την πειστικότητα των λεχθέντων της. Με απλά λόγια, αδυνατώ να πιστέψω ότι ενώ η κατηγορούμενη θα μετέβαινε στην οικία της μητέρας της για να παραλάβει το παιδί η ώρα 16:00, η γιαγιά αποφάσισε χωρίς να την ενημερώσει να μεταφέρει το παιδί σε παιδίατρο για εξέταση λίγη ώρα προηγουμένως και η κατηγορούμενη δεν ανέφερε αυτό το γεγονός ούτε στην αστυνομία όταν έδινε κατάθεση, ούτε στο Δικαστήριο κατά την κυρίως εξέτασή της, παρά μόνο το ήγειρε για πρώτη φορά κατά την αντεξέτασή της (η οποία έλαβε χώρα σε άλλη ημερομηνία) ενώ παράλληλα, δεν κατέστη δυνατό να παρουσιαστεί είτε η μητέρα της, είτε ο παιδίατρος στο Δικαστήριο για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά της. Πρόκειται εμφανώς για ψευδή ισχυρισμό ο οποίος εγέρθηκε με σκοπό να προσδώσει περισσότερη πειστικότητα στα λεγόμενά της - είχε, όμως, το αντίθετο αποτέλεσμα.
Η αντεξεταστική γραμμή εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής εύστοχα επικεντρώθηκε στο κατά πόσο, παρά την αδιαθεσία ή «αρρώστια» του παιδιού, η κατηγορούμενη είχε όντως πρόθεση να συμμορφωθεί με το Διάταγμα στις 16.12.22:
Στην προσπάθειά της να υποστηρίξει ότι η ίδια είχε αρχικά τέτοια πρόθεση, η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι όταν παρέδωσε τον Π.Γ. στη γιαγιά του το πρωί εκείνης της ημέρας, της ζήτησε να του δώσει φάρμακο και να τον αφήσει να ξεκουραστεί ώστε να είναι έτοιμος περί η ώρα 15:00 να συναντηθεί με τον πατέρα του. Ωστόσο, απλή ανάγνωση της αλληλογραφίας που ανταλλάχθηκε μεταξύ τους στις 16.12.22[23], αποδυναμώνει αυτόν της τον ισχυρισμό. Συγκεκριμένα, περί η ώρα 15:00 η κατηγορούμενη απέστειλε μήνυμα στον Π.Γ. ρωτώντας τον πώς νιώθει και αφού ο ίδιος της απάντησε «πονώ», του ζήτησε να μην αγχώνεται και ότι η ίδια θα τελείωνε την εργασία της στις 16:00 και θα ερχόταν. Βεβαίως, δεν υπήρχε κανένας λόγος να του πει κάτι τέτοιο, εάν το πλάνο εξαρχής, ως η ίδια ισχυρίστηκε, ήταν ότι θα τα παραλάμβανε ο πατέρας τους εκείνη την ώρα.
Όταν της υποβλήθηκε ότι από το εν λόγω μήνυμα διαφαίνεται ότι από τις 15:00 είχε ήδη αποφασίσει ότι δεν θα συμμορφωνόταν με το Διάταγμα, η ίδια διαφώνησε. Αρχικά ισχυρίστηκε ότι με τη φράση «θα έρθω» εννοούσε ότι «μπορεί να είναι τρόπος του λέγειν: θα σχολάσω και θα έρθω και θα μπορώ να μιλήσω να κάνουμε κάτι» και όταν ξαναρωτήθηκε απάντησε: «Δεν λέω θα έρθω, λέω εν να έρτω, δηλαδή και στον παπά να ήταν εν να έρτω.». Σαφώς, η ερμηνεία που επιχείρησε να δώσει στο εν λόγω μήνυμα δεν είναι αληθοφανής, εφόσον δεν συνάδει με το λεκτικό του μηνύματος που απέστειλε. Αυτό που εννοούσε, βέβαια, ήταν ότι όταν θα σχόλναγε από την εργασία της κατά τις 16:00, θα πήγαινε να παραλάβει τον Π.Γ. από τη γιαγιά του με σκοπό να τον φροντίσει η ίδια (και όχι ο πατέρας του). Για αυτό ζήτησε από το παιδί να μην αγχώνεται, επαναλαμβάνοντας τη φράση «είμαι δίπλα σου».
Αυτή μου η κατάληξη ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα παιδιά βρίσκονταν στην οικία της γιαγιάς τους (και όχι στην δική της οικία) και δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε συνεννόηση μεταξύ της ίδιας και του παραπονούμενου σε σχέση με την πρόθεσή της να παραδώσει τα παιδιά σε εκείνον στις 16.12.22. Χωρίς σχετική συνεννόηση μεταξύ τους, εκ των πραγμάτων, δεν θα ήταν δυνατή η συμμόρφωση με το Διάταγμα, εφόσον το Διάταγμα προβλέπει την παραλαβή των παιδιών από την οικία της κατηγορούμενης η ώρα 15:00.
Περαιτέρω, η θέση της κατηγορούμενης ότι προτίθετο να συμμορφωθεί με το Διάταγμα στις 16.12.22 θα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα των γεγονότων που προηγήθηκαν της επίδικης ημερομηνίας. Δεν αμφισβητείται ότι η κατηγορούμενη δεν συμμορφώθηκε με το Διάταγμα από τις 27.11.22 μέχρι τις 16.12.22. Συνεπώς, εφόσον δεν παρέδωσε τα παιδιά στον πατέρα τους, κατά τις προηγούμενες ημερομηνίες όπως όφειλε να πράξει, για τους λόγους που η ίδια προέβαλε, εγείρεται, ευλόγως, το ερώτημα: τί άλλαξε στις 16.12.22 και η ίδια διατείνεται ότι προτίθετο να παραδώσει τα παιδιά στον πατέρα τους εκείνη τη μέρα; Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία να άλλαξε κάτι.
Συνάγεται ότι οι ισχυρισμοί της κατηγορούμενης περί του αντιθέτου απολήγουν ως μια, μη πειστική προσπάθεια, να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο ως προς την αλήθεια.
Δεν μου διαφεύγει, βεβαίως, ότι η κατηγορούμενη απέστειλε στις 16.12.22 μήνυμα στον Π.Γ. λέγοντάς του: «Άγγελε μου μπορείς να πάτε στον παπά σου; Επειδή το δικαστήριο λέει ότι πρέπει να πάτε.». Ούτε, όμως, αυτό το στοιχείο αρκεί, υπό το φως του υπόλοιπου μαρτυρικού υλικού, για να πείσει το Δικαστήριο ως προς την αλήθεια της εκδοχής της.
Αυτό γιατί, η κατηγορούμενη, αφού, πρώτα, καθησύχασε το παιδί ότι η ίδια θα ερχόταν να το παραλάβει η ώρα 16:00 και ότι θα είναι δίπλα του, έπειτα το ρώτησε εάν «θα μπορούσε» να πάει στον πατέρα του εκείνη την ημέρα, δίδοντας του ξεκάθαρα την επιλογή να αρνηθεί με ευκολία εάν το ήθελε και παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την επικοινωνία με τον πατέρα του ως μια υποχρέωση που επιβάλλεται εξωγενώς από το Δικαστήριο. Ανεξαρτήτως τούτου, μόλις το παιδί απάντησε ότι ήταν άρρωστο και ήθελε να μείνει μαζί της, αμέσως του απάντησε ότι είναι «εντάξει», χωρίς να επιμείνει περαιτέρω και χωρίς βεβαίως να διαβουλευτεί πρώτα με τον παραπονούμενο για να επιβεβαιώσει κατά πόσο ο ίδιος συγκατατίθετο με την παρέκκλιση από τα διαλαμβανόμενα του Διατάγματος, επαναλαμβάνοντας προς το παιδί τη φράση ότι είναι δίπλα του ότι και εάν χρειάζεται.
Συζήτησαν το ενδεχόμενο να επικοινωνήσει ο Π.Γ. με τον πατέρα του την επόμενη μέρα, εάν ένιωθε καλύτερα, επειδή «πρέπει», και το παιδί απάντησε «αύριο βλέπουμε, αν είμαι καλά». Έτσι, η κατηγορούμενη, χωρίς να αναφέρεται οποιαδήποτε περαιτέρω προτροπή προς το παιδί της, προχώρησε στην αποστολή μηνύματος προς τον παραπονούμενο δηλώνοντάς του, ως τετελεσμένο γεγονός, ότι δεν θα παραλάμβανε τα παιδιά εκείνη την ημέρα λόγω του ότι ο Π.Γ. ήταν άρρωστος και ότι ίσως να τα παραλάμβανε την επόμενη, εάν ένιωθε καλύτερα. Βεβαίως, την επόμενη μέρα η κατηγορούμενη παρέλειψε να ενημερώσει τον παραπονούμενο για την πορεία της υγείας του Π.Γ., ή για το εάν θα ήταν δυνατόν να επικοινωνήσει με τα παιδιά του εκείνη τη μέρα (ήτοι στις 17.12.22). Κατ’ ακρίβεια, έκτοτε η κατηγορούμενη δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του Διατάγματος, εξ ου και ο παραπονούμενος προέβη σε σωρεία καταγγελιών εναντίον της στην αστυνομία.
Ούτε η αποστολή του μηνύματος ημερομηνίας 19.12.22 δύναται να προσδώσει οποιαδήποτε πειστικότητα στα λεγόμενα της κατηγορούμενης. Κατ’ αρχήν, το μήνυμα στάλθηκε 3 μέρες αργότερα και κατά συνέπεια το περιεχόμενό του δεν δύναται να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς τη νοητική κατάσταση της κατηγορούμενης κατά την επίδικη ημερομηνία. Επίσης, δεν κατέστη αντιληπτό γιατί η κατηγορούμενη έκρινε ότι στις 19.12.22 υπήρχε ανάγκη να προγραμματίσουν μεταξύ τους νέες ημερομηνίες επικοινωνίας, άλλες από αυτές που ρητά προνοούνται από το Διάταγμα – ειδικότερα εντός μιας περιόδου που δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους, ούτε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Διατάγματος. Ανεξαρτήτως τούτου, ο παραπονούμενος απέστειλε μήνυμα στην κατηγορούμενη στις 23.12.22 ενημερώνοντάς την ότι προτίθετο να παραλάβει τα παιδιά από την οικία της η ώρα 15:00 και η ίδια δεν απάντησε, ούτε συμμορφώθηκε με το Διάταγμα την εβδομάδα που ακολούθησε. Εάν η κατηγορούμενη είχε πρόθεση να συμμορφωθεί με το Διάταγμα στις 16.12.22 και ο λόγος που δεν το έπραξε ήταν επειδή ο Π.Γ. ήταν άρρωστος, τότε λογικά θα ήταν δυνατή η συμμόρφωση με το Διάταγμα τουλάχιστον την επόμενη εβδομάδα.
Συνεπώς, η στιχομυθία που έλαβε χώρα μεταξύ της κατηγορούμενης και του παιδιού της αλλά και τα μηνύματα που απέστειλε στον παραπονούμενο στις 16.12.22 και στις 19.12.22 δεν προβάλλουν ως μια γνήσια και ειλικρινής προσπάθεια από μέρους της να συμμορφωθεί με το Διάταγμα. Αντί αυτού, παραπέμπουν σε μια, εκ των προτέρων, προσπάθεια κατασκευής μαρτυρίας προς υποστήριξη της υπεράσπισής της, σε περίπτωση υποβολής καταγγελίας από τον παραπονούμενο, ενδεχόμενο που υπό τις περιστάσεις, προέβαλε τότε ως ορατό.
Το ως άνω λεκτικό που επέλεξε να χρησιμοποιήσει απευθυνόμενη στο γιο της, περιλαμβανομένης της αρχικής της δήλωσης ότι θα τον παραλάμβανε η ώρα 16:00 όταν θα ολοκλήρωνε την εργασία της, της αναφοράς της στο «Δικαστήριο» ως μέσο επιβολής υποχρέωσης για επικοινωνία με τον πατέρα του αλλά και της πρόδηλης ελαστικότητας που επέδειξε απαντώντας στην άρνησή του Π.Γ. να επικοινωνήσει με τον πατέρα του εκείνη την ημέρα, συνηγορούν στο ότι η κατηγορούμενη δεν είχε σκοπό να πείσει το γιο της να διανυκτερεύσει στην οικία πατέρα του στις 16.12.22.
Πέραν των πιο πάνω, ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης ότι ο λόγος που δεν φρόντισε να παραδώσει τον μικρότερό της γιο, τον Χ.Γ., στον παραπονούμενο στις 16.12.22 ήταν επειδή υπήρχε μια «άτυπη συμφωνία» μεταξύ της ίδιας και του παραπονούμενου ότι ο τελευταίος θα παραλάμβανε και τα δύο παιδιά μαζί, δεν υποβλήθηκε στον παραπονούμενο κατά το στάδιο της αντεξέτασής του. Δεν παρατέθηκαν άλλες περιπτώσεις όπου ο παραπονούμενος συγκατατέθηκε σε κάτι τέτοιο ώστε να διαφανεί μια τέτοια «άτυπη συμφωνία». Ούτε προκύπτει από τη μαρτυρία να έλαβε χώρα ρητά ή άλλως πως, τέτοια συνεννόηση μεταξύ τους, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Διατάγματος. Ο εν λόγω ισχυρισμός της κατηγορούμενης προβάλλει ως εκ των υστέρων σκέψη σε μια προσπάθειά της να δικαιολογήσει αυτή την πτυχή της παράβασης του Διατάγματος. Εξάλλου, αντεξεταζόμενος, ο ίδιος παραπονούμενος, διερωτήθηκε με ειλικρινή και πηγαίο τρόπο, γιατί η κατηγορούμενη δεν του επέτρεψε να δει τουλάχιστον τον μικρότερό του γιο στις 16.12.22, εφόσον ο μεγαλύτερος δεν θα μπορούσε επειδή ήταν άρρωστος. Αντεξεταζόμενη επί αυτού του θέματος η κατηγορούμενη ανέφερε ότι ποτέ δεν απαγόρευσε στον Χ.Γ. να συναντά τον πατέρα του μόνος του και ότι είθισται να πηγαίνουν και οι δύο μαζί. Η θέση της ήταν ότι τα παιδιά «ένιωθαν ασφάλεια» να πηγαίνουν μαζί. Πέραν, όμως, από αυτό τον γενικό ισχυρισμό της κατηγορούμενης, δεν τέθηκε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να τείνει να τον υποστηρίξει, ούτε που να διαφωτίζει το Δικαστήριο ως προς την αντίδραση του Χ.Γ. στο ενδεχόμενο να επικοινωνήσει μόνο εκείνος με τον πατέρα του εκείνη τη μέρα, ούτε που να παραθέτει τις όποιες ενέργειες τυχόν προέβη η ίδια η κατηγορούμενη προς αυτή την κατεύθυνση. Απογυμνωμένη από αυτά τα στοιχεία, και αυτή η θέση της κατηγορούμενης, με την αοριστία που την διακατέχει, στερείται πειστικότητας και απορρίπτεται.
Για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, η μαρτυρία της κατηγορούμενης, πέραν των μη αμφισβητούμενων γεγονότων, κρίνεται ως αναξιόπιστη και απορρίπτεται.
Η μαρτυρία της Μ.Υ.2 είναι ήσσονος σημασίας για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης και οριακά μπορεί να θεωρηθεί ως σχετική με τα επίδικα γεγονότα. Οι ισχυρισμοί της ως προς το τί έλαβε χώρα κατά την συνάντηση που είχε ο παραπονούμενος μαζί της στο σχολείο δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής. Η μαρτυρία της επιβεβαιώνει ουσιαστικά τον ισχυρισμό του παραπονούμενου ότι ο ίδιος επισκέφθηκε το σχολείο εκείνη την περίοδο και ότι όταν κλήθηκε ο γιος του και ερωτήθηκε σχετικά, ήταν φοβισμένος και δισταχτικός στο να μιλήσει για οτιδήποτε συνέβαινε στο σπίτι. Αποδέχομαι αυτή την πτυχή της μαρτυρίας της Μ.Υ.2. Βεβαίως, όπως ανέφερε και η ίδια η μάρτυρας, η φοβισμένη στάση του παιδιού κατά την εν λόγω συνάντηση δεν μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα σε κάποια αξιόμεμπτη συμπεριφορά, είτε του παραπονούμενου, είτε της κατηγορούμενης. Για αυτό το λόγο δεν μπορεί να εκληφθεί ως στοιχείο υποστηρικτικό των θέσεων είτε της μίας είτε της άλλης πλευράς.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Μ.Υ.2 ότι με το πέρας του χρόνου παρατήρησε μια βελτίωση στη διάθεση του παιδιού, αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως στοιχείο σχετικό με τα επίδικα γεγονότα εφόσον δεν τείνει να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς το κατά πόσο η μη συμμόρφωση της κατηγορούμενης με το Διάταγμα κατά την επίδικη ημερομηνία ήταν ηθελημένη ή μη. Εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε και η ίδια, πρόκειται για μια εντύπωση που της δημιουργήθηκε ή «ερμηνεία» που η ίδια έδωσε στη συμπεριφορά του παιδιού παρατηρώντας το περιοδικά στο σχολείο και άρα δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλή βάση εξαγωγής συμπερασμάτων ωσάν να αποτελούσε διάγνωση κάποιου εμπειρογνώμονα επί του θέματος. Η ίδια πάντως ανέφερε ότι κατά την περίοδο πριν την εν λόγω συνάντηση, όταν δηλαδή το παιδί ήταν δήθεν αναστατωμένο λόγω της καταγγελίας που υποβλήθηκε από τον παραπονούμενο στην αστυνομία, δεν είχε παρατηρήσει οτιδήποτε ασύνηθες στη συμπεριφορά του παιδιού, με αποτέλεσμα η εντύπωση που της δημιουργήθηκε αργότερα να μην αποτελεί ουσιαστικά ένδειξη για την ύπαρξη οποιουδήποτε γεγονότος σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση. Εξάλλου, η παρατηρηθείσα βελτίωση της διάθεσης του παιδιού με το πέρας του χρόνου, εάν υφίσταται, τουλάχιστον στο βαθμό που την αντιλήφθηκε η μάρτυρας, μπορεί να οφείλεται σε σωρεία λόγων άσχετων με την παρούσα υπόθεση.
Ευρήματα
Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου σε συνάρτηση με τα παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:
- Ο παραπονούμενος και η κατηγορούμενη απέκτησαν κατά τη διάρκεια του γάμου τους δυο παιδιά, τον Π.Γ. και τον Χ.Γ. Λόγω προβλημάτων στη σχέση τους, για κάποιο χρονικό διάστημα βρίσκονταν σε διάσταση και εν τέλει χώρισαν περί το 2019.
- Στις 18.09.2019 εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού εκ συμφώνου το Διάταγμα, το οποίο ρυθμίζει ζητήματα φύλαξης και φροντίδας των δύο ανήλικων παιδιών καθώς και το δικαίωμα επικοινωνίας του παραπονούμενου με τα παιδιά του.
- Από τις 18.09.2019 μέχρι τις 27.11.2022, ο παραπονούμενος ασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά του βάσει των προνοιών του Διατάγματος, χωρίς προβλήματα.
- Στις 25.11.22, ο παραπονούμενος παρέλαβε το παιδιά του και είχε υποχρέωση να τα επιστρέψει στην οικία της κατηγορούμενης στις 26.11.22. Όμως, λόγω του ότι τα παιδιά επιθυμούσαν να παραμένουν ακόμη μία μέρα με τον πατέρα τους και κατόπιν συγκατάθεσης της κατηγορούμενης, τα παιδιά διανυκτέρευσαν στην οικία του πατέρα τους, ο οποίος τα επέστρεψε στην κατηγορούμενη το πρωί της 27.11.22.
- Λίγο αργότερα, ο Π.Γ. επικοινώνησε με τον πατέρα του καλώντας τον να επιστρέψει γρήγορα πίσω στην οικία της κατηγορούμενης. Ο παραπονούμενος επέστρεψε και είδε ότι ο Π.Γ. ήταν κτυπημένος στο πρόσωπο. Το παιδί του είπε ότι του επιτέθηκε η κατηγορούμενη και οι γονείς της. Έλαβε χώρα κάποιος διαπληκτισμός μεταξύ του παραπονούμενου και της κατηγορούμενης και ο παραπονούμενος έφυγε από το σημείο και μετέβη αμέσως σε αστυνομικό σταθμό όπου κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία. Περί η ώρα 11:24 έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Π.Γ. ο οποίος του ανέφερε ότι συμφιλιώθηκαν με τη μητέρα τους και ότι ήταν λάθος να τσακωθούν μαζί της. Τρεις περίπου βδομάδες αργότερα, τα παιδιά, τα οποία στο μεσοδιάστημα διέμεναν με την κατηγορούμενη χωρίς καμία επικοινωνία με τον πατέρα τους, κλήθηκαν να δώσουν οπτικογραφημένη κατάθεση στην οποία ανέφεραν ότι είχαν τσακωθεί μεταξύ τους και δεν δέχθηκαν επίθεση από τη μητέρα τους. Η καταγγελία του παραπονούμενου δεν οδήγησε στην ποινική δίωξη της κατηγορούμενης.
- Από τις 27.11.22 μέχρι τις 16.12.22, η κατηγορούμενη δε συμμορφώθηκε με το Διάταγμα.
- Το Διάταγμα βρισκόταν σε ισχύ στις 16.12.22 και η κατηγορούμενη γνώριζε τις πρόνοιες αυτού. Βάσει των προνοιών του Διατάγματος, στις 16.12.22, ημέρα Παρασκευή, η κατηγορούμενη υποχρεούτο να παραδώσει τα ανήλικα παιδιά της από τον τόπο διαμονής της στον κατηγορούμενο, ο οποίος, στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του με αυτά, θα τα παραλάμβανε από τον συγκεκριμένο τόπο, η ώρα 15:00. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι το Δεκέμβριο του 2022, ο Π.Γ. ήταν 13 ετών και ο Χ.Γ. ήταν 8 ετών.
- Στις 16.12.22, ημέρα Παρασκευή, η κατηγορούμενη ειδοποιήθηκε όπως παραλάβει τον Π.Γ. νωρίτερα από το σχολείο, περί η ώρα 10:15 π.μ., λόγω του το παιδί δεν ένιωθε καλά. Τον μετέφερε στην οικία της μητέρας της. Ο Π.Γ. ένιωθε πόνο στο στομάχι και αδιαθεσία.
- Περί η ώρα 15:00 ο παραπονούμενος μετέβη στην οικία της κατηγορούμενης με σκοπό να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά του. Διαπίστωσε ότι κανένας δεν βρισκόταν εντός της οικίας. Έπαιρνε τηλέφωνο την κατηγορούμενη αλλά δεν ήταν δυνατό να έρθει σε επικοινωνία μαζί της. Αμέσως, μετέβη στον αστυνομικό σταθμό που βρίσκεται δίπλα από το σπίτι της κατηγορούμενης και υπέβαλε την επίδικη καταγγελία.
- Στις 16.12.22 και περί η ώρα 15:00 η κατηγορούμενη, η οποία βρισκόταν στην εργασία της, απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον Π.Γ. ρωτώντας τον εάν ένιωθε καλύτερα. Το παιδί της είπε ότι ακόμη πονούσε και η κατηγορούμενη του ζήτησε να φάει κάτι και να πιει φάρμακο, διαβεβαιώνοντάς το ότι θα ερχόταν να τον πάρει, μόλις σχόλναγε περί η ώρα 16:00. Τον ρώτησε εάν μπορούσε να πάει στον πατέρα του «επειδή το Δικαστήριο λέει ότι πρέπει να πάτε» και ο Π.Γ. απάντησε ότι ήταν άρρωστος και ήθελε να μείνει μαζί της. Η κατηγορούμενη συμφώνησε και του είπε ότι θα μπορούσε να πάει την επόμενη μέρα, εάν ένιωθε καλύτερα. Ζήτησε από τον Π.Γ. να ενημερώσει τον πατέρα του στέλνοντάς του ηλεκτρονικό μήνυμα.
- Μόλις ο παραπονούμενος εξήλθε από τον αστυνομικό σταθμό, είδε ότι είχε λάβει ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Π.Γ. ο οποίος του ανέφερε ότι ήταν άρρωστος και για αυτό το λόγο δεν θα συναντιόντουσαν εκείνη την ημέρα. Η κατηγορούμενη είχε, επίσης, αποστείλει ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον παραπονούμενο, περί η ώρα 15:11 λέγοντάς του ότι λόγω του Π.Γ. ήταν άρρωστος, εάν ένιωθε καλύτερα, θα μπορούσε να τον παραλάβει την επόμενη μέρα. Του είπε ότι θα έπαιρνε το παιδί στο γιατρό και θα τον ενημέρωνε.
- Μόλις διάβασε τα μηνύματα, ο παραπονούμενος έπαιρνε τηλέφωνο τόσο την κατηγορούμενη όσο και τον Π.Γ. αλλά κανένας τους δεν το απαντούσε.
- Την επόμενη μέρα, δεν έλαβε κανένα τηλεφώνημα από την κατηγορούμενη, η οποία, εν τέλει, δεν τον ενημέρωσε για την υγεία του Π.Γ. ή εάν και πότε θα μπορούσε να συναντηθεί με τα παιδιά του.
- Έκτοτε, για περίοδο 2,5 χρόνων περίπου, ο παραπονούμενος δεν κατάφερε να ασκήσει του δικαίωμα επικοινωνίας του με τα παιδιά με αποτέλεσμα να προβεί επανειλημμένως σε καταγγελίες στην αστυνομία εναντίον της κατηγορούμενης.
Νομική πτυχή
Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται[24].
Καταλογίζεται στην κατηγορούμενη ότι διέπραξε το αδίκημα της απείθειας κατά νόμιμων διαταγών, κατά παράβαση του άρθρου 137 του ΠΚ. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 137 του ΠΚ: «Όποιος ανυπακούει σε διάταγμα, ένταλμα, ή διαταγή που εκδόθηκε από Δικαστήριο, λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε επίσημη ιδιότητα και κανονικά εξουσιοδοτημένο για αυτό, είναι ένοχος πλημμελήματος.»
Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος θα πρέπει να αποδειχθεί:
(α) Η ύπαρξη σε ισχύ διατάγματος το οποίο εκδόθηκε από Δικαστήριο,
(β) Η γνώση της κατηγορούμενης για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του διατάγματος[25], και
(γ) Η ηθελημένη ανυπακοή στις πρόνοιες του διατάγματος ή αλλιώς η πρόθεση από μέρους της κατηγορούμενης να μην συμμορφωθεί με το διάταγμα.
Νοείται ότι η φύση του διατάγματος θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να δημιουργείται νόμιμη υποχρέωση υπακοής σε αυτό. Για να δημιουργεί υποχρέωση υπακοής, το διάταγμα θα πρέπει να είναι δυνατόν να επιβληθεί (enforced). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένη συμπεριφορά την οποία το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται θα πρέπει να έχει, είτε αφορά προσταγή, είτε απαγόρευση, ώστε εάν το πρόσωπο δεν συμπεριφερθεί ως ορίζει το διάταγμα να επέρχεται η ανυπακοή. Ο χαρακτήρας του διατάγματος δεν θα πρέπει να είναι απλώς αναγνωριστικής ή ρυθμιστικής φύσης[26]. Περαιτέρω, το διάταγμα θα πρέπει να είναι απόλυτα σαφές ώστε το διατασσόμενο πρόσωπο να γνωρίζει επακριβώς τί θα πρέπει να πράξει[27].
Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί παραδεκτό γεγονός, το οποίο, προκύπτει αβίαστα και από την μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου, ότι στις 16.12.22 το Διάταγμα, το οποίο είχε εκδοθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, βρισκόταν σε ισχύ και η κατηγορούμενη είχε την απαιτούμενη γνώση ως προς το περιεχόμενό του. Περαιτέρω, το Διάταγμα ορίζει συγκεκριμένη συμπεριφορά την οποία η κατηγορούμενη θα πρέπει να έχει, ήτοι να παραδώσει τα παιδιά της από την οικίας της η ώρα 15:00 στον πατέρα των παιδιών για σκοπούς άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας με αυτά. Η κατηγορούμενη δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του Διατάγματος, ήτοι δεν βρισκόταν στην οικία της κατά τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα και δεν παρέδωσε τα παιδιά στον παραπονούμενο, στερώντας του έτσι το δικαίωμα επικοινωνίας με αυτά.
Το ίδιο το αποτέλεσμα της ανυπακοής, όμως, από μόνο του δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται να αποδειχθεί ότι η ανυπακοή στο Διάταγμα από μέρους της κατηγορούμενης ήταν «ηθελημένη», δηλαδή ότι αυτή είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, «πρόθεση» καταστρατήγησης του Διατάγματος.
Στις περιπτώσεις όπου η πρόθεση δεν αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία, η ύπαρξη αυτού του συστατικού στοιχείου μπορεί να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία[28]. Το ηθελημένο της παρακοής μπορεί να συνίσταται και να αποφασίζεται στην όλη συμπεριφορά του διατασσόμενου γονέα[29].
Η αδυναμία εκτέλεσης ενός δικαστικού διατάγματος αποτελεί υπεράσπιση, η οποία εάν πετύχει, οδηγεί στην αθώωση του κατηγορούμενου. Αναγνωρίζεται από τη νομολογία ότι αδυναμία στη μη εκτέλεση θετικής υποχρέωσης δικαιολογείται όπου είναι εξ αντικειμένου και εκ των πραγμάτων φυσικά αδύνατο να εκτελεστεί η υποχρέωση, νοουμένου ότι η επικαλούμενη αδυναμία δεν δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Η αδυναμία αυτή θα πρέπει απαραίτητα να διαπιστώνεται από το Δικαστήριο ως πραγματικό γεγονός[30].
Συνοψίζοντας τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην υπόθεση Γ. Κ. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 13/2023, 30/5/2023:
«Όταν προκύπτει ζήτημα σοβαρής και σθεναρής άρνησης του τέκνου να συνεργαστεί προς εκτέλεση δικαστικού διατάγματος επικοινωνίας που το αφορά, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε το δικαστήριο, ούτε ο υπόχρεος της επικοινωνίας γονέας, έχουν δικαίωμα να το πειθαναγκάσουν να το υποστεί, διότι αυτό θα ήταν τελικά αντίθετο στο συμφέρον του (ΑΠ 429/2002 ΕλλΔνη 2002, 1622, ΑΠ 499/1994 ΕλλΔνη 1995, 141 και ΝοΒ 1195, 555). Σημειώνεται η νομολογιακή αρχή ότι όταν ένα τέτοιας φύσεως διάταγμα δεν εκτελείται, συνεπεία της αρνητικής στάσης και συμπεριφοράς του ίδιου του ανήλικου, το δικαστήριο «οφείλει να ενδιατρίψει και να διαπιστώσει τα αίτια μιας τέτοιας στάσης και απόφασης και κατά πόσο η άρνηση του ανήλικου μορφώθηκε εξ ιδίων ή ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον εφεσείοντα» (Ιακώβου ν. Γεωργίου, Έφεση ΔΟΔ 4/2014, ημερ. 2.6.2017).»
Παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Αρείου Πάγου ΑΠ 1910/2005, το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε την ευχέρεια με την οποία ένας ανήλικος (που έχει ακόμα ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση) μπορεί να επηρεαστεί από τους γονείς του ή τρίτα πρόσωπα και την συνεπακόλουθη υποχρέωση του διατασσόμενου γονέα στο να αποφεύγει τον σχηματισμό εχθρότητας του παιδιού προς τον άλλο γονέα:
«Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμα ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξ άλλου της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιλογή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής.»
Καθίσταται σαφές ότι η αρνητική στάση των παιδιών δεν οδηγεί, άνευ ετέρου, και στην απαλλαγή του διατασσόμενου γονέα από την υποχρέωσή του να συμμορφώνεται με διάταγμα επικοινωνίας. Η υποχρέωση για συμμόρφωση προς το διάταγμα απαιτεί θετική ενέργεια από μέρους του διατασσόμενου γονέα, ήτοι θετική ενθάρρυνση και προτροπή προς το ανήλικο παιδί ώστε να υπάρχει πραγματική συμμόρφωση με τις πρόνοιες του διατάγματος. Δεν αρκεί, δηλαδή, μια μηχανιστική συμπεριφορά από μέρους του ώστε να ενεργοποιηθεί η υπεράσπιση της αντικειμενικής αδυναμία συμμόρφωσης[31].
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα The Law of Contempt - Borrie & Lowe, (σελ. 322) ο διάδικος ο οποίος επικαλείται και έχει το βάρος να αποδείξει αδυναμία συμμόρφωσης, έχει ταυτόχρονα καθήκον να εξεύρει τους κατάλληλους εκείνους τρόπους για να συμμορφωθεί προς το διάταγμα:
«So far as disobedience to a positive order is concerned it has been held that it is the duty of the defendant to find the proper means of obeying the order and although may be defence to show that compliance with the order was impossible, the burden of proving such impossibility is upon the defendant.»
Σε περίπτωση που ο γονέας, που διατάσσεται να συμμορφωθεί με διάταγμα επικοινωνίας, προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του, το βάρος το έχει εκείνος που προβάλλει τη δικαιολογία να αποδείξει ότι αυτή είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Αυτό, αντίθετα με την Κατηγορούσα Αρχή που καλείται να αποδείξει την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας[32].
Με γνώμονα τα πιο πάνω, προχωρώ να εξετάσω την υπερασπιστική γραμμή που ακολούθησε η κατηγορούμενη:
Στην προκειμένη περίπτωση, η κατηγορούμενη, επιχειρώντας να προβάλει την ως άνω υπεράσπιση, διατείνεται ότι παρά το ότι η ίδια είχε κάθε πρόθεση να συμμορφωθεί με το Διάταγμα, αυτό δεν κατέστη εφικτό για δύο λόγους: (α) πρώτον, τα ανήλικα τέκνα της αρνούνταν να συναντήσουν τον πατέρα τους επειδή τον φοβούνταν λόγω της βίαιης του συμπεριφοράς και επειδή τους ανάγκαζε να λένε ψέματα εναντίον της, και (β) δεύτερον, ο ένας της γιος, ο Π.Γ., ήταν «άρρωστος» στις 16.12.22 ενώ ο μικρότερος της γιος, ο Χ.Γ., δεν επιθυμούσε να διανυκτερεύσει στο σπίτι του πατέρα του, μόνος, χωρίς τον αδελφό του.
Βάσει των ευρημάτων που παρατίθενται πιο πάνω, στις 16.12.22 ο Π.Γ. ένιωθε αδιαθεσία και πόνους στο στομάχι. Όμως, δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι αυτή η κατάσταση της υγείας του, η οποία δεν περιεγράφηκε ως κρίσιμη ή σοβαρή, κατέστησε αδύνατη την μετακίνησή του στην οικία του παραπονούμενου εκείνη την ημέρα. Εφόσον, το παιδί βρισκόταν από το πρωί στην οικία της γιαγιάς του και μετέπειτα, κατά τις 16:00, θα μεταφερόταν στην οικία της μητέρας του, δεν, προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό, να υφίστατο κάποιος λόγος που να παρεμπόδιζε την επικοινωνία με τον πατέρα του η ώρα 15:00 και τη διανυκτέρευσή του στην οικία του. Επίσης, δεν τέθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης κανένα στοιχείο που να τείνει να καταδείξει ότι ο παραπονούμενος δεν είχε την ικανότητα ή τη θέληση να φροντίσει το παιδί του εκείνη την ημέρα[33]. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος άρνησης συμμόρφωσης με το Διάταγμα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός εφόσον, εκ των πραγμάτων, η «αρρώστια» του Π.Γ. δεν συνεπάγεται αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης με το Διάταγμα.
Περαιτέρω, η άρνηση του Π.Γ. στην ερώτηση της κατηγορούμενης, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, για το εάν θα μπορούσε να συναντηθεί με τον πατέρα του εκείνη την ημέρα δεν ήταν τέτοιας σθεναρότητας που, με τον κατάλληλο χειρισμό από μέρους της, να μην άφηνε περιθώρια παρέκκλισης από την αρχικά εκφρασθείσα του προτίμηση.
Παράλληλα, δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη οποιασδήποτε «άτυπης συμφωνίας» ή συγκατάθεσης του παραπονούμενου στο να μην έρθει σε επικοινωνία τουλάχιστον με τον μικρότερο του γιο, τον Χ.Γ, στις 16.12.22. Ούτε προκύπτει από την προσκομισθείσα μαρτυρία ότι η κατηγορούμενη έθεσε καν τέτοιο ζήτημα προς τον Χ.Γ. και ο ίδιος αρνήθηκε, λόγω του ότι επιθυμούσε να παραμείνει με τον αδελφό του.
Εν πάση περιπτώσει και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, από μόνο του το γεγονός ότι η επικοινωνία των παιδιών με τον πατέρα τους διακόπηκε από τις 27.11.22 (δηλαδή λίγες βδομάδες πριν να «αρρωστήσει» ο Π.Γ.) και 2,5 έτη αργότερα, ακόμη δεν έχει υπάρξει συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Διατάγματος, αποστερεί οποιαδήποτε δυναμική και εξαλείφει κάθε πειστικότητα από την προβαλλόμενη θέση της κατηγορούμενης ότι ο λόγος που δεν συμμορφώθηκε με το Διάταγμα στις 16.12.22 ήταν επειδή ο Π.Γ. ήταν άρρωστος. Συνάγεται ότι αυτή η πτυχή της υπεράσπισης προωθείται από την κατηγορούμενη ευκαιριακά και όχι επειδή η κατάσταση της υγείας του Π.Γ. εκείνη την ημέρα διαδραμάτισε κάποιο ουσιαστικό ρόλο στην απόφαση της να μη συμμορφωθεί με το Διάταγμα.
Συνεπώς, αυτή η πτυχή της υπεράσπισης της κατηγορούμενης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Στρεφόμενος στη δεύτερη πτυχή της προβαλλόμενης υπεράσπισης, προκύπτει από την προσκομισθείσα μαρτυρία, ως αυτή έχει αξιολογηθεί πιο πάνω, ότι η άρνηση των παιδιών να συναντήσουν τον πατέρα τους εκείνη την αρχική περίοδο μη συμμόρφωσης της κατηγορούμενης με το Διάταγμα (από τις 27.11.22 μέχρι τις 16.12.22), εγείρεται από την κατηγορούμενη προσχηματικά και δεν τεκμηριώνεται μέσω της μαρτυρίας της.
Η κατηγορούμενη, επί της ουσίας, περιορίστηκε στο να προβάλει με γενικό και αόριστο τρόπο τον εν λόγω ισχυρισμό, χωρίς να τον υποστηρίξει με οποιανδήποτε περαιτέρω περιγραφή ή εξήγηση ως προς τη συμπεριφορά των παιδιών, την σθεναρή αντίσταση που επέδειξαν (εάν επέδειξαν όντως τέτοια αντίσταση) στις 16.12.22 (ή ακόμη και προηγουμένως) και τις προσπάθειες που η ίδια κατέβαλε κατά την επίδικη ημερομηνία (ή έστω εκείνη την περίοδο) για να επιτύχει ή έστω να ενθαρρύνει τη συμμόρφωση με το Διάταγμα.
Η αλληλουχία των γεγονότων κατά την επίδικη περίοδο, ως αυτά εκτυλίχθηκαν, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατηγορούμενη έπαυσε ηθελημένα να συμμορφώνεται με το Διάταγμα όταν ο παραπονούμενος την κατήγγειλε στην αστυνομία στις 27.11.22 για άσκηση βίας εναντίον των παιδιών της, ενέργεια στην οποία ο παραπονούμενος οδηγήθηκε, όχι αυθαίρετα, αλλά κατόπιν παραπόνου που εξέφρασε σε αυτόν ο γιος του, ανεξαρτήτως του εάν μετέπειτα το ανακάλεσε.
Προηγουμένως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο παραπονούμενος ασκούσε απρόσκοπτα το δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά του, τα οποία μάλιστα στις 26.11.22 εξέφρασαν την επιθυμία να παραμείνουν ακόμη μία μέρα μαζί του – ένδειξη ότι τότε δεν είχε σχηματιστεί οποιαδήποτε εχθρότητα απέναντί του. Πέραν από την υποβολή της καταγγελίας εναντίον της στις 27.11.22, δεν εντοπίζεται στο μαρτυρικό υλικό κάποια ενέργεια του παραπονούμενου έναντι των παιδιών του που να δικαιολογεί ορθολογιστικά τέτοια αντίδραση από αυτά.
Εξάλλου, η ηλεκτρονική αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ της κατηγορούμενης και του γιου της στις 16.12.22 σε σχέση με το ενδεχόμενο να συναντηθεί με τον πατέρα του εκείνη την ημέρα, δεν υποστηρίζει τον ισχυρισμό της κατηγορούμενης ότι τα παιδιά τον φοβούνταν ή ότι πεισματικά αρνούνταν να τον συναντήσουν, παρά τις δικές της παροτρύνσεις, ώστε η συμμόρφωση με το Διάταγμα να καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη για αυτό το λόγο. Αντιθέτως, το αρχικό της μήνυμα με το οποίο διαβεβαίωνε τον γιο της ότι θα τον παραλάμβανε η ώρα 16:00 από τη γιαγιά του όταν θα σχόλναγε από την εργασία της, αλλά και η ελαστικότητα την οποία επέδειξε σε σχέση με την υποχρέωση επικοινωνίας των παιδιών με τον πατέρα τους, υποδηλώνει ότι η ίδια στην πραγματικότητα είχε εξαρχής σκοπό να παραλάβει τα παιδιά της από τη γιαγιά τους όταν θα σχόλναγε από την εργασία της και όχι να συμμορφωθεί με το Διάταγμα.
Πέραν από τα πιο πάνω, επισημαίνω τα εξής στοιχεία, τα οποία συνολικά ιδωμένα, καταρρίπτουν περαιτέρω την εκφρασθείσα θέση της κατηγορούμενης ότι η ίδια επιθυμούσε ή προτίθετο να συμμορφωθεί με το Διάταγμα:
(α) το γεγονός ότι, πέραν από την αποστολή του μηνύματος ημερομηνίας 16.12.22, κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο, ήτοι από τις 27.11.22 μέχρι τις 16.12.22, δεν ήρθε σε επικοινωνία με τον παραπονούμενο για να του εξηγήσει τους λόγους μη συμμόρφωσης της με το Διάταγμα ώστε να δρομολογηθεί η επίλυση του όποιου προβλήματος ισχυρίζεται η ίδια ότι είχε προκύψει,
(β) το ότι το μήνυμα ημερομηνίας 16.12.22 δήλωνε στον παραπονούμενο τελεσίδικα ότι η επικοινωνία εκείνη την ημέρα δεν θα ήταν δυνατή. Δεν ζητήθηκε δηλαδή η συγκατάθεση του παραπονούμενου σε κάτι τέτοιο, ούτε του δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσει το θέμα ο ίδιος με τα παιδιά του, ούτε ενημερώθηκε ο ίδιος ότι η επικοινωνία δεν ήταν δυνατή λόγω της άρνησης των παιδιών στην κατ’ ισχυρισμό βίαιη του συμπεριφορά ως θα αναμενόταν από την κατηγορούμενη να πράξει εάν καλόπιστα επιθυμούσε τη συμμόρφωση με το Διάταγμα, και
(γ) το ότι η κατηγορούμενη δεν φρόντισε να έρθει σε επικοινωνία με τον παραπονούμενο αργότερα την ίδια μέρα ή την επόμενη, παραλείποντας να τον ενημερώσει για την κατάσταση της υγείας του παιδιού.
Το γεγονός ότι, στις 16.12.22, η κατηγορούμενη ρώτησε τον Π.Γ., με τον τρόπο που το έκανε, εάν επιθυμούσε να συναντηθεί με τον παραπονούμενο και αμέσως έπειτα εισηγήθηκε ότι το ζήτημα θα μπορούσε να επανεξεταστεί την επόμενη μέρα ή το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος που, για ανεξήγητο λόγο, η κατηγορούμενη απέστειλε στον παραπονούμενο στις 19.12.22 δεν αρκούν, υπό το φως των πιο πάνω, για να θολώσουν, την κατά τα λοιπά, ξεκάθαρη εικόνα που αναφύεται από το μαρτυρικό υλικό, ως προς την πραγματική πρόθεση της κατηγορούμενης να αποστερήσει από τον παραπονούμενο την επικοινωνία του με τα παιδιά του.
Η όλη συμπεριφορά της κατηγορούμενης, σφαιρικά ιδωμένη, επιμαρτυρεί με βεβαιότητα ότι η ίδια στην πραγματικότητα δεν είχε πρόθεση να συμμορφωθεί με το Διάταγμα στις 16.12.22 – εξ ου και δεν το έπραξε. Ειδικότερα, κανένα στοιχείο της μαρτυρίας δεν τείνει να καταδείξει ότι, εκείνη την περίοδο, τα ανήλικα τέκνα της κατηγορούμενης αρνούνταν σθεναρά να έρθουν σε επικοινωνία με τον πατέρα τους κατά την επίδικη ημερομηνία ή ότι η κατάσταση της υγείας του Π.Γ. ήταν τέτοιας σοβαρότητας που να καθιστά ριψοκίνδυνο το όποιο εγχείρημα μετακίνησής του στην οικία του πατέρα του ή ότι απασχόλησε την κατηγορούμενη η δυνατότητα επικοινωνίας του Χ.Γ. με τον πατέρα του, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε λόγω του ότι δεν θα βρισκόταν ο αδελφός του εκεί.
Κατάληξη
Κατάληξή μου είναι ότι η κατηγορούμενη ηθελημένα δεν συμμορφώθηκε με το Διάταγμα λόγω της καταγγελίας την οποία ο παραπονούμενος υπέβαλε εναντίον της στις 27.11.22 και της γενικότερης πεποίθησής της, η οποία ήταν διάχυτη στη μαρτυρία της, ότι αυτός δεν είναι κατάλληλος ή ικανός πατέρας για να έρχεται σε επικοινωνία με τα ανήλικα παιδιά τους.
Στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του υπό κρίση αδικήματος. Η υπερασπιστική γραμμή της κατηγορούμενης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Αναπόδραστα, η κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.
[Υπ.] ……………………..
Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Τεκμήριο 1
[2] Τεκμήριο 2
[3] Τεκμήριο 3
[4] Τερκμήριο 5
[5] Τεκμήριο 7
[6] Τεκμήριο 2
[7] Αντίγραφο άδειας εξόδου από το σχολείο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8
[8] Η ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ τους κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9
[9] Κατατέθηκε αντίγραφο ιατρικού πιστοποιητικού ως «Τεκμήριο προς αναγνώριση Δ», όμως εφόσον δεν κλήθηκε ο συγκεκριμένο παιδίατρος για να καταθέσει στο Δικαστήριο, αυτό δεν μπορεί να ενταχθεί και να ληφθεί υπόψη ως μέρος του μαρτυρικού υλικού.
[10] Τεκμήριο 4
[11] Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563
[12] Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614
[13] Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016
[14] Akil Mohammed Jaber ν. Αστυνομίας (2009) 2ΑΑΔ148
[15] Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266
[16] Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422
[17] βλ. Σύμφωνα με τους κανόνες απόδειξης και νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων A.C.T. Textiles v. Zodhiatis (1986) 1 C.L.R. 89, 105, Adidas v. Jonitexo Ltd. (1987) 1 C.L.R. 383, 388, 389 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd. v. Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057, 1060), εκεί όπου ένας διάδικος παραλείπει να αντεξετάσει ένα μάρτυρα πάνω σε ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας του, τότε το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει ότι η πλευρά που παρέλειψε να αντεξετάσει, δέχεται τα γεγονότα όπως τα κατέθεσε ο μάρτυρας.
[18] Τεκμήριο 7
[19] Παρεμβάλλεται ότι η κατηγορούμενη αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που κατ’ ισχυρισμό έλαβε χώρα το 2018 και το οποίο, προφανώς, αποσκοπούσε στο να αναδείξει ότι ο παραπονούμενος δεν επιδεικνύει το απαραίτητο ενδιαφέρον στην φροντίδα των παιδιών του κατά το χρόνο που ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Αφενός, αυτός ο ισχυρισμός δεν τέθηκε από την Υπεράσπιση στον παραπονούμενο κατά το στάδιο της αντεξέτασής του ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί επί τούτου και αφετέρου, αφορά γεγονότα πολύ προγενέστερα των επίδικων. Στο ενδιάμεσο, εκδόθηκε το Διάταγμα, με τη συγκατάθεση της κατηγορούμενης, το οποίο τηρείτο για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνεπώς, το περιστατικό αυτό, ακόμη και εάν όντως έλαβε χώρα με τον τρόπο που το περιέγραψε η κατηγορούμενη (για το οποίο, ενόψει της απουσίας αντεξέτασης, διατηρώ αμφιβολίες και δεν το αποδέχομαι), δεν μπορεί λογικά να έχει κάποια ουσιαστική επίδραση στην επιθυμία των παιδιών να συναντούν τον πατέρα τους χρόνια αργότερα.
[20] Τεκμήριο 10
[21] Τεκμήριο 9
[22] Όταν η κατηγορούμενη του είπε ότι εάν νιώθει καλύτερα την επόμενη μέρα θα πρέπει να πάει στον πατέρα τους και ότι η ίδια θα είναι δίπλα του σε ό,τι χρειαστεί, το παιδί απάντησε «Αύριο βλέπουμε εάν είμαι καλά».
[23] Τεκμήριο 9
[24] βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).
[25] Βλ. Police v. Kyriakides (1988)2 CLR 172
[26] Βλ. Πετράκη ν. Petraki (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 911
[27] Βλ. Federal Bank of the Middle East Limited v. Hadkinson a.o. [2000] 1 WLR 1695 και Harris v. Harris, A-G v. Harris [2001] 2 FLR 895
[28] Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560
[29] Βλ. Α. K v. Κ. Κ., Εφεση Αρ. 11/2022, 6/4/2022
[30] Βλ. Μακρίδης ν. Cyber Group Ltd (2005) 2 AAΔ 57 και Έπαρχος Πάφου ν. Κωνσταντίνου (2009) 2 Α.Α.Δ. 594
[31] Βλ. Γ. Κ. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 13/2023, 30/5/2023 στην οποία υιοθετείται το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293:
«Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την, όσο το δυνατό, πιο ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών και ταυτοχρόνως αυξημένη υποχρέωση απάλειψης ή μείωσης των τραυματικών επιπτώσεων ενός διαζυγίου στα παιδιά τους. Η καταφυγή σε αντιμετώπιση των όποιων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με, «εμπορικούς όρους» σαφώς δεν οδηγεί σε επίτευξη του πιο πάνω στόχου. Όπως ορθώς παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο «η παράδοση» δεν έπρεπε να αντικρίζεται από την εφεσείουσα ως μηχανιστική ενέργεια, αλλά, ως υποχρέωση θετικής ενέργειας, που αντίκριση της οποίας επέβαλλε όχι μόνο τη φυσική της παρουσία, που στην προκείμενη περίπτωση δεν υλοποιήθηκε, αλλά και στη δική της ενθάρρυνση και προτροπή, που ούτε αυτό υπήρχε, έτσι ώστε να υλοποιήσει την αναληφθείσα εκ συμφώνου υποχρέωση με το Διάταγμα «για παράδοση».
[32] Βλ. Κωνσταντίνου Ελένη ν. Κώστα Ξιούρου (Αρ. 2) (2014) 1 ΑΑΔ 922
[33] Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κωνσταντίνου Ελένη ν. Κώστα Ξιούρου (Αρ. 2) (2014) 1 ΑΑΔ 922. Σε εκείνη την υπόθεση, η εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες διατάγματος επικοινωνίας γιατί η ανήλικη κόρη του ζεύγους είχε προηγουμένως τραυματιστεί και συγκεκριμένα έφερε κάταγμα της δεξιάς κλείδας. Τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσίασε ανέφεραν ότι θα έπρεπε να αποφεύγονταν οι «άσκοπες μετακινήσεις» ώστε να αποφευχθεί επανατραυματισμός της ανήλικης και φροντίδα, εφόσον το κάταγμα της δεν πορώθηκε πλήρως. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία των διαδίκων και έλαβε υπόψη του τα ιατρικά πιστοποιητικά, έκρινε ότι η αποφυγή «άσκοπων μετακινήσεων» της προαναφερόμενης ανήλικης δεν αφορούσε τη μετακίνηση της για σκοπούς επικοινωνίας με τον πατέρα της (από τη Λευκωσία στο Παραλίμνι). Επίσης, δεν έγινε αποδεκτή η θέση ότι ο εφεσείβλητος- πατέρας στερείτο της ικανότητας να φροντίσει την τραυματισμένη κόρη του. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση συμφώνησε ότι είχε αποδειχθεί η απαραίτητα πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος, ανεξαρτήτως των κινήτρων που μπορεί να είχε η εφεσείουσα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο