
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης
Αρ. Υπόθεσης: 24463/23
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού
ν.
G. K.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 04/04/2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Ν. Νικολάου
Για τον Κατηγορούμενο: κος Κ. Σπηλιωτόπουλος
Κατηγορούμενος: παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Ex tempore)
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, του καταλογίζεται ότι στις 16/11/2023 σε δημόσιο χώρο εξύβρισε τον παραπονούμενο, Φ. Κ., εκστομίζοντας τη φράση «Call the police and your lawyer and fuck off» με τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο σε επίθεση.
Για να αποδείξει την υπόθεσή της στο Δικαστήριο η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε έναν μάρτυρα, τον παραπονούμενο. Σειρά από γεγονότα κατατέθηκαν από κοινού ως παραδεκτά και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο ως τέτοια. Μεταξύ αυτών, κατατέθηκε εκ συμφώνου η κατάθεση ημερομηνίας 20.11.23 που έδωσε στην αστυνομία ο κατηγορούμενος στην αγγλική γλώσσα καθώς και η πιστή μετάφρασή της στην ελληνική. Προς υποστήριξη της Υπεράσπισης, όταν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως.
Ο παραπονούμενος ανάφερε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο διέμενε μαζί με τη γυναίκα και το παιδί του σε γειτονική οικία από αυτήν που διαμένει ο κατηγορούμενος. Στις 16/11/2023 περί η ώρα 7: 15 π.μ., βγήκε από το σπίτι του για να πάει στη δουλειά του και τότε διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος ασχολείτο με εργασίες στο γκαράζ του σπιτιού του και πότιζε με το αυτόματο σύστημα ποτίσματος (ψεκαστήρα) τον κήπο του. Διαπίστωσε ο παραπονούμενος ότι αρκετό νερό κατέληγε στο δικό του σπίτι ενώ από το ψεκαστήρα βρέχτηκε και ο ίδιος στην προσπάθειά του να εισέλθει στο όχημά του. Για αυτό το λόγο πλησίασε τον κατηγορούμενο και βρισκόμενος στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι του κατηγορούμενου, τον καλημέρισε και του ζήτησε να αλλάξει τις ρυθμίσεις του αυτόματου μηχανισμού ποτίσματος ώστε να μην εισέρχεται το νερό στην οικία του. Τότε ο κατηγορούμενος αντέδρασε και γυρίζοντας προς το μέρος του του είπε να καλέσει την Αστυνομία και τον δικηγόρο του και «να πάει να γαμηθεί». Τη φράση αυτή ξεστόμισε στην αγγλική γλώσσα ο κατηγορούμενος, ως αυτή αναγράφεται πιο πάνω. Λόγω αυτής της αντίδρασης, ο παραπονούμενος δεν ήταν σίγουρος εάν ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε τί του είχε ζητήσει και επανέλαβε το αίτημά του σε σχέση με τη ρύθμιση του ψεκαστήρα, ρωτώντας τον κατηγορούμενο εάν αντιλήφθηκε τί του είχε πει. Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι αντιλήφθηκε και επανέλαβε τη φράση «Call the police and fuck off, fuck off». Χωρίς να συζητήσει οτιδήποτε άλλο, ο παραπονούμενος έφυγε από το σημείο και κατήγγειλε αμέσως το περιστατικό στην Αστυνομία.
Αντεξεταζόμενος αναφέρθηκε σε κάποια αστικής ή πολεοδομικής φύσεως διαφορά που υπήρχε, πριν από το επίδικο περιστατικό, μεταξύ του ίδιου και του κατηγορούμενου, η οποία επιλύθηκε αργότερα από το Δικαστήριο. Θεωρεί ότι είναι αυτή η υποβόσκουσα αντιπαλότητα στη σχέση τους που ώθησε τον κατηγορούμενο να αντιδράσει με τον τρόπο που το έκανε.
Ο Κατηγορούμενος από την άλλη ανάφερε στο Δικαστήριο ότι όταν ο παραπονούμενος τον πλησίασε εκείνη τη μέρα, άρχισε να του σφυρίζει και να του φωνάζει «σαν να είναι σκύλος». Ο τρόπος που του απεύθυνε το λόγο ο παραπονούμενος τον πρόσβαλε και για αυτό του ζήτησε να φύγει από το σημείο και να πάει όπου θέλει. Πρόσθεσε ότι ο παραπονούμενος προβαίνει συχνά σε καταγγελίες εναντίον του στην Αστυνομία με αποτέλεσμα να επισκέπτονται το σπίτι του διάφορα πρόσωπα για να εξετάσουν διάφορα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, εάν οι κάμερες του ΚΚΠ είναι στραμμένες προς την οικία του παραπονούμενου. Ισχυρίστηκε ότι ο παραπονούμενος τον προκαλεί συχνά με τις ενέργειες του. Ωστόσο, ο ίδιος δεν τον εξύβρισε εκείνη την ημέρα.
Κατέθεσε ότι, επειδή ο ίδιος βρισκόταν μακριά από το πεζοδρόμιο, ήτοι στο γκαράζ του σπιτιού του, στην πραγματικότητα δεν άκουσε καν ότι ο παραπονούμενος του ζητούσε να αλλάξει τη ρύθμιση του συστήματος ποτίσματος και ότι αυτό είναι κάτι που μαθαίνει τώρα, κατά την ακροαματική διαδικασία. Ερωτώμενος γιατί, εφόσον δεν άκουσε τότε ότι ο παραπονούμενος τον πλησίασε λόγω του συστήματος αυτόματου ποτίσματος, στην κατάθεσή του στην αστυνομία ανέφερε ότι είχε πει στον παραπονούμενο ότι το σύστημα ποτίσματος είναι προγραμματισμένο να ποτίζει την αυλή του, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι κατά τη λήψη της κατάθεσής του, δεν διευθετήθηκε η παρουσία διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα και άρα ότι δεν αντιλαμβανόταν το περιεχόμενο της κατάθεσής του. Αυτό χωρίς να θέλει να υπονοήσει ότι η Αστυνομία ενήργησε με μεμπτό ή κακόπιστο τρόπο.
Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ο κατηγορούμενος ότι τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ του ίδιου και του παραπονούμενου εκείνη τη μέρα, έχουν καταγραφεί από το ΚΚΠ που είναι εγκατεστημένο στην οικία του. Από την καταγραφή φαίνεται, ως είπε, ο τρόπος που τον προσέγγισε ο παραπονούμενος. Ερωτηθείς, όμως, αν μπορεί να το παρουσιάσει στο Δικαστήριο, ανέφερε ότι η καταγραφή είναι διακεκομμένη, παρουσιάζει μόνο τον παραπονούμενο και όχι τον ίδιο και εν τέλει ότι δεν μπορεί να το παρουσιάσει επειδή δεν βρίσκεται στην κατοχή του.
Με γνώμονα τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας, παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.
Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη, με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε. Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του. Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία. Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας.
Είναι ανεπίτρεπτη η σύζευξη της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του βάρους απόδειξης. Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης.
Ο παραπονούμενος άφησε στο Δικαστήριο πολύ θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με απλότητα και πηγαίο τρόπο, χωρίς υπεκφυγές ή υπερβολές, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, οι οποίες είχαν λογική συνοχή, χωρίς να εντοπίζονται οποιεσδήποτε αντιφάσεις στα λεγόμενά του ενώ γενικότερα εξέπεμπε με τον τρόπο που κατέθετε μία βεβαιότητα, συνάδουσα με πρόσωπο που λέει την αλήθεια. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε δεν έπληξε την αξιοπιστία του. Δεν θεωρώ ότι ο παραπονούμενος είχε κίνητρο να καταγγείλει τον κατηγορούμενο ψευδώς στην αστυνομία και δη για τόσο χαμηλής σοβαρότητας αδίκημα ενώ η αμεσότητα υποβολής του παραπόνου στην αστυνομία προσδίδει ακόμη περισσότερη πειστικότητα στα λεγόμενά του. Δεν εντοπίζω οποιονδήποτε λόγο γιατί να μην αποδεχτώ τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη στην ολότητά της.
Ο κατηγορούμενος δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Αστάθεια και παλινδρομήσεις στη μαρτυρία του, καθιστούν την εκδοχή του συγκεχυμένη και κατά συνέπεια, μη συμπαγής ή πειστική. Ο τρόπος που κατέθετε εξέπεμπε ανασφάλεια ως προς το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, δίδοντας την εντύπωση ότι επιχειρούσε στο εδώλιο του μάρτυρα να κατασκευάσει μία νέα εκδοχή, διαφορετική από αυτήν που παρέθεσε αρχικά στην αστυνομία.
Επισημαίνω τα εξής:
- Στο Δικαστήριο ανέφερε για πρώτη φορά ότι ο παραπονούμενος τον πλησίασε σφυρίζοντας του και φωνάζοντας του «σαν να είναι σκύλος», κάτι το οποίο τον πρόσβαλε. Αυτή η θέση δεν υποβλήθηκε στον παραπονούμενο κατά την αντεξέτασή του, ούτε περιλαμβάνεται στους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αστυνομία.
- Περαιτέρω, ενώ ισχυρίστηκε ότι το περιστατικό είχε καταγραφεί από το ΚΚΠ που είναι εγκατεστημένο στην οικία του, όταν του ζητήθηκε να το παρουσιάσει, άρχισε να προβάλλει διάφορους λόγους για τους οποίους δεν θα ήταν δυνατό να παρουσιαστεί η δική του αντίδραση κατά το επίδικο περιστατικό και εν τέλει, δεν προσκόμισε την εν λόγω καταγραφή στο Δικαστήριο, ακόμη και εάν αυτή θα παρουσίαζε μόνο τις αντιδράσεις του παραπονούμενου.
- Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του αναλώθηκε στους, γενικούς και ασαφείς, ισχυρισμούς του ότι ο παραπονούμενος τον εχθρεύεται και του δημιουργεί συνεχώς διάφορα προβλήματα καταγγέλλοντάς τον στην αστυνομία. Ωστόσο, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να παραθέσει λεπτομέρειες ως προς τυχόν ποινικές υποθέσεις ή καταγγελίες που εκκρεμούν εναντίον του, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να το πράξει.
- Επίσης, ανάφερε ότι δεν γνώριζε ότι ο λόγος που τον πλησίασε ο παραπονούμενος εκείνη τη μέρα σχετιζόταν με τον ψεκαστήρα του νερού, εξηγώντας παράλληλα ότι μόνο κάποιες σταγόνες νερού ενδέχεται να μεταφέρθηκαν από τον αέρα στην οικία του. Όταν αντεξετάστηκε επί τούτου, απάντησε στο δημόσιο κατήγορο «για να λέτε ότι είναι για το νερό σημαίνει είναι για το νερό» που έγινε αυτό το περιστατικό. Αυτή η θέση προσκρούει στο περιεχόμενο της κατάθεσής του στην αστυνομία, όπου ανέφερε με σαφήνεια ότι αυτός ήταν ο λόγος που τον πλησίασε ο παραπονούμενος και ότι μάλιστα, όταν ο παραπονούμενος έφυγε, ο κατηγορούμενος έκλεισε το αυτόματο σύστημα ποτίσματος.
- Στην προσπάθειά του να υποστηρίξει ότι δεν εξύβρισε τον παραπονούμενο, ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ο κατηγορούμενος στο Δικαστήριο ότι δεν άκουγε καλά τι του έλεγε ο παραπονούμενος γιατί ο ίδιος βρισκόταν μακριά στο βάθος του γκαράζ της οικίας του. Αυτό, βεβαίως, έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεσή του στην αστυνομία όπου, όχι μόνο ανέφερε ότι αντιλήφθηκε το λόγο που τον πλησίασε ο παραπονούμενος αλλά παραδέχτηκε ότι του είπε ότι δεν επιθυμεί να ομιλεί μαζί του αλλά με το δικηγόρο του.
Αντιμέτωπος με τις πιο πάνω αντιφάσεις στη μαρτυρία του, κατά το στάδιο της αντεξέτασής του, ο κατηγορούμενος αρχικά απάντησε ότι δεν γνώριζε ότι έπρεπε να αναφέρει αυτά στην αστυνομία όταν έδιδε κατάθεση και έπειτα ότι η κατάθεσή του δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές του θέσεις λόγω του ότι δεν είχε διευθετηθεί η παρουσία διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα, κατά το χρόνο λήψης της κατάθεσης. Αυτό, παρά το ότι η κατάθεση του στην αστυνομία κατατέθηκε εκ συμφώνου στο Δικαστήριο, ως μέρος των παραδεκτών γεγονότων, χωρίς να εγερθεί οποιαδήποτε ένσταση σε σχέση με τη δυνατότητα του κατηγορούμενου να αντιληφθεί την αγγλική γλώσσα και τα όσα ανέφερε στην αστυνομία τότε, αλλά και το ότι, στην ίδια την κατάθεσή του, επιβεβαιώνει ότι αυτά που αναφέρει είναι αληθή και προϊόν της ελεύθερης του βούλησης. Ο ισχυρισμός του ότι η κατάθεσή του δεν αντικατοπτρίζει επακριβώς τις θέσεις του, προβάλει, υπό τις περιστάσεις, ως εκ των υστέρων σκέψη του κατηγορούμενου και ως μια προσπάθεια να αποφύγει να τοποθετηθεί ευθέως επί των αντιφάσεων που παρατηρούνται στη μαρτυρία του.
Η μαρτυρία του κατηγορούμενου, λοιπόν, στερείται πειστικότητας και απορρίπτεται ως αναξιόπιστη.
Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας, ανάλογα είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στις 16/11/2023, το πρωί, ο παραπονούμενος πλησίασε την οικία του κατηγορουμένου. Ενώ στεκόταν στο πεζοδρόμιο έξω από την οικία του κατηγορούμενου, με τον τελευταίο να βρίσκεται εντός της αυλής του, του ζήτησε να ρυθμίσει το αυτόματο σύστημα ποτίσματος που είχε εγκατεστημένο στην αυλή του, επειδή το νερό έπεφτε και στη δική του αυλή, βρέχοντας μάλιστα τον ίδιο. Ευθύς αμέσως ο κατηγορούμενος του απάντησε στην αγγλική γλώσσα: «Call the police and your lawyer and fuck off”. Μη γνωρίζοντας ο παραπονούμενος κατά πόσο ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε το αίτημά του, το επανέλαβε με ήρεμο τρόπο. Τότε ο κατηγορούμενος του είπε ότι κατάλαβε προσθέτοντας: «Yes, call the police and fuck off, fuck off». Ο παραπονούμενος προχώρησε λίγο αργότερα σε καταγγελία στην αστυνομία.
Προχωρώ τώρα στη νομική πτυχή του υπό κρίση αδικήματος:
Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος.
Το επίδικο αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης προβλέπεται από το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα και τα συστατικά του στοιχεία είναι τα ακόλουθα:
1. Ο κατηγορούμενος να εξυβρίσει άλλον,
2. Η εξύβριση να γίνεται με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση,
3. Η εξύβριση να γίνεται σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο.
Όσον αφορά το τι συνιστά δημόσιο χώρο, ο όρος αυτός δίδεται στο άρθρο 4 του Κεφ. 154 και ερμηνεύθηκε στις υποθέσεις Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 25, Anthony Castelow and another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Μιχαήλ κ.α ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362).
Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος ξεστόμισε την επίδικη φράση ενώ βρισκόταν στην αυλή της οικίας του και ενώ ο παραπονούμενος βρισκόταν στο πεζοδρόμιο, έξω από την οικία του. Ο παραπονούμενος άκουσε τη φράση ενώ βρισκόταν σε δημόσιο χώρο και άρα πληρείται το εν λόγω συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Τίποτα περί του αντιθέτου δεν εγέρθηκε από μέρους της Υπεράσπισης.
Το τι αποτελεί εξύβριση δεν καθορίζεται στον Ποινικό Κώδικα. Αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και έχοντας υπόψη τις επικρατούσες απόψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Στην υπόθεση Brutus v. Cozens (1972) 2 All E.R. 1297 αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο μέσος συνετός άνθρωπος αντιλαμβάνεται την ύβρη όταν τη βλέπει ή την ακούει. Το κριτήριο είναι καθαρά αντικειμενικό.
Στην προκειμένη περίπτωση, και νοουμένου ότι ο παραπονούμενος και ο κατηγορούμενος δεν διατηρούσαν φιλικές σχέσεις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η φράση «fuck off» απευθυνόμενη στον παραπονούμενο, με τον τρόπου που εκφράστηκε, δεν εμπίπτει στα αποδεκτά όρια της ηθικής και της ευπρέπειας της κοινωνίας μας και δύναται να προσβάλει τον αποδέκτη αυτής. Αντικειμενικά πρόκειται για υβριστική φράση.
Επιπρόσθετα στην Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 98 κρίθηκε ότι δεν χρειάζεται απόδειξη ότι προκλήθηκε οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος να επιτεθεί. Είναι αρκετό ότι, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 99, ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο. Κάτι τέτοιο συνάγεται στην κάθε περίπτωση από τις περιστάσεις στο σύνολο τους.
Ούτε αυτό το συστατικό στοιχείο παρουσιάζει οποιαδήποτε δυσκολία στην προκειμένη περίπτωση. Η επιλογή του κατηγορούμενου να ξεστομίσει την επίδικη φράση εναντίον του παραπονούμενου, με τον τρόπο που έγινε, όταν δηλαδή ο παραπονούμενος τον πλησίασε για να του ζητήσει να ρυθμίσει το αυτόματο σύστημα ποτίσματος, θα μπορούσε δυνητικά να εξοργίσει τον παραπονούμενο και να τον προκαλέσει να αντιδράσει με βίαιο τρόπο.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, κατά την κρίση μου, πληρούνται σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Η Κατηγορούσα Αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη διάπραξη του αδικήματος από τον κατηγορούμενο, ο οποίος, συνεπώς, κρίνεται ένοχος στην κατηγορία αρ. 1 που αντιμετωπίζει.
[Υπ.] ………………………..
Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο