ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ A. K., Ευρωπαι?κο? Ε?νταλμα Συ?λληψης Αρ.: 2/25, 12/6/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ A. K., Ευρωπαι?κο? Ε?νταλμα Συ?λληψης Αρ.: 2/25, 12/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Θ. Συμεωνίδη, Ε.Δ. 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης Αρ.: 2/25

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004, ΝΟΜΟΣ 133(I)/2004

-και-

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ A. K.

(Αρ. Διαβατηρίου του Ισραήλ: ● και Ημερ. Γέννησης: ●)

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 12 Ιουνίου 2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Κεντρική Αρχή: κα. Α. Τιμοθέου εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα
Για τον Εκζητούμενο: κα. Τζ. Ζήνωνος
Εκζητούμενος: Παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Το υπό κρίση Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (εφεξής «Ε.Ε.Σ.») εκδόθηκε στις 08.05.24 από το «Ειρηνοδικείο του Itzehoe»  (Γερμανία) με σκοπό τη σύλληψη και παράδοσή του εκζητούμενου, Α.Κ., στις Γερμανικές Αρχές σε σχέση με ισχυριζόμενη συνέργειά του στη διάπραξη του αδικήματος της απάτης σε 53 περιπτώσεις κατά παράβαση του άρθρου 263 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα· αδίκημα το οποίο επισύρει μέγιστη ποινή φυλάκισης μέχρι και 10 έτη. Σύμφωνα με τις Γερμανικές Αρχές το αδίκημα διαπράχθηκε κατά την περίοδο από τις 29.09.20 μέχρι τις 13.08.21 στο Bordesholm (Γερμανία) και άλλους τόπους.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία εκτίθενται στο Ε.Ε.Σ., και ως αυτά δύναται να συνοψιστούν από το Δικαστήριο, καταλογίζεται στον εκζητούμενο ότι αποτελεί μέρος μιας πολυάριθμης ομάδας δραστών, οι οποίοι προσποιήθηκαν ότι συναλλάσσονται με διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα και απευθυνόμενοι σε ενδιαφερόμενους στη Γερμανία (αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες), μέσω τηλεφώνου ή διαδικτυακών εφαρμογών επικοινωνίας, τους έπειθαν με υποσχέσεις για υψηλά κέρδη, να καταβάλουν χρήματα σε διάφορους λογαριασμούς, με σκοπό αυτά να χρησιμοποιηθούν δήθεν για τη διαπραγμάτευση διαφόρων χρηματοπιστωτικών μέσων. Στην πραγματικότητα το κεφάλαιο που επενδύετο από τους ενδιαφερόμενους δεν χρησιμοποιείτο για κάποια επένδυση ενώ τα στοιχεία που αναγράφονταν στους διαδικτυακούς λογαριασμούς των θυμάτων, όπως το υπόλοιπο λογαριασμούς τους, ήταν πλασματικά. Όταν τα θύματα ζητούσαν την καταβολή χρημάτων, τότε η επικοινωνία με τους αντιπροσώπους πωλήσεων (ή «χρηματιστές») διακοπτόταν. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι δράστες αποκτούσαν πρόσβαση στους υπολογιστές των θυμάτων, μέσω σχετικών εφαρμογών «απομακρυσμένης σύνδεσης» και προέβαιναν οι ίδιοι σε μεταφορές και υποτιθέμενες συναλλαγές. Η φερόμενη ως εγκληματική ομάδα δεν είχε στην πραγματικότητα σκοπό να επενδύσει αυτά τα χρήματα, εκ μέρους των ενδιαφερόμενων επενδυτών, αλλά εισέπρατταν τα ποσά αυτά και τα μετέφεραν σε συγκεκριμένους λογαριασμούς προς ίδιον όφελος. Καταλογίζεται στον εκζητούμενο ότι ο ρόλος του, μαζί με άλλα πρόσωπα που διώκονται ξεχωριστά, ήταν να ενημερώνει τους κατόχους των λογαριασμών, όπου κατατίθεντο τα χρήματα των θυμάτων, για την παραλαβή των κεφαλαίων και έπειτα την μεταφορά τους, μέσω διαφόρων άλλων επαγγελματικών λογαριασμών που ανοίχθηκαν σε διάφορες χώρες και στους οποίους είχε, μαζί με άλλα άτομα, πρόσβαση. Ειδικότερα, σε 53 ξεχωριστές περιπτώσεις, καταλογίζεται στον εκζητούμενο ότι αφού τα θύματα (τα οποία κατονομάζονται στο Ε.Ε.Σ.) μετέφεραν κεφάλαια για σκοπούς επένδυσης σε συγκεκριμένους λογαριασμούς που ελέγχονται από τρίτο πρόσωπο, ο εκζητούμενος επικοινώνησε με αυτό το πρόσωπο, το ενημέρωσε για τα αναμενόμενα εισερχόμενα κεφάλαια και του έδωσε εντολή να προωθήσει τα κεφάλαια αυτά σε διάφορες διευθύνσεις κρυπτονομισμάτων ή άλλων λογαριασμών, αφού προηγουμένως αφαιρέσει από τα κεφάλαια ένα ποσό προμήθειας. Το συνολικό χρηματικό ποσό που κατέβαλαν τα φερόμενα ως θύματα σε αυτές τις 53 ξεχωριστές περιπτώσεις, στις οποίες φέρεται να εμπλέκεται ο εκζητούμενος, ανέρχεται στα Ευρώ 178.450.

 

Η Κυπριακή Αστυνομία συνέλαβε τον εκζητούμενο στις 13.05.25 και την ίδια μέρα τον παρουσίασε στο Δικαστήριο. Αυτός δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του και ως εκ τούτου το Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης για εκτέλεση του Ε.Ε.Σ..

 

Μαρτυρία

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν δύο μάρτυρες: κ. Π. Χίντικος (Μ.Κ.Α.1) εκ μέρους της Κεντρικής Αρχής και ο ίδιος ο εκζητούμενος. Δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι ο εκζητούμενος συνελήφθη στις 13.05.25 και ότι κατά τη σύλληψη του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο και ενημερώθηκε σχετικά με τα δικαιώματά του.

 

Παραθέτω συνοπτικά τη μαρτυρία του καθενός από αυτούς:

 

Ο κ. Χίντικος εργάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και, μεταξύ των καθηκόντων του, είναι ο χειρισμός ζητημάτων που αφορούν σε αιτήματα για εκτέλεση Ε.Ε.Σ.. Περιέγραψε ο μάρτυρας τον τρόπο το Υπουργείο Δικαιοσύνης έλαβε γνώση για την έκδοση του υπό κρίση Ε.Ε.Σ. και τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την ενημέρωση της Αστυνομίας πριν και για την ενημέρωση των αρμόδιων ξένων αρχών έπειτα από τη σύλληψη του εκζητούμενου. Κατέθεσε σειρά εγγράφων που αποτελείται από: ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ του ιδίου και της Αρχής Έκδοσης στην οποία επισυνάπτεται το Ε.Ε.Σ. στη γερμανική γλώσσα και μετάφραση αυτού στα ελληνικά[1], επιστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς την αστυνομία ημερομηνίας 16.04.25[2] και επιστολή της αστυνομίας προς το Εθνικό Γραφείο SIRENE ημερομηνίας 14.05.25[3]. Οι επιστολές είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και αφορούν τη σύλληψη του εκζητούμενου βάσει του Ε.Ε.Σ.

 

Ο μάρτυρας αντεξετάστηκε ως προς ζητήματα που αφορούν του περιεχόμενο του Ε.Ε.Σ, τον τρόπο που παρατίθενται τα γεγονότα που συνθέτουν τα αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η σύλληψή του, την πιστότητα της μετάφρασης του Ε.Ε.Σ. στην ελληνική γλώσσα, κατά πόσο εκδόθηκε προηγουμένως εθνικό ένταλμα σύλληψης από το Γερμανικό Δικαστήριο καθώς και τον σκοπό για τον οποίο ζητείται η παράδοση του εκζητούμενου στις Γερμανικές Αρχές. Ο μάρτυρας απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν ερμηνεύοντας ουσιαστικά το περιεχόμενο του Ε.Ε.Σ. που κατατέθηκε στο Δικαστήριο. Δεν πρόκειται για ζητήματα για τα οποία είχε προσωπική γνώση ο μάρτυρας και εμφανώς οι απαντήσεις που έδωσε στηρίζονται στο ίδιο το λεκτικό του Ε.Ε.Σ.

 

Όσον αφορά την πιστότητα της μετάφρασης του Ε.Ε.Σ. στην ελληνική γλώσσα, και εφόσον το μεταφρασμένο κείμενο είχε εμφανή λάθη, ο μάρτυρας ζήτησε από τις Γερμανικές Αρχές να του αποστείλουν διορθωμένο κείμενο της μετάφρασης του Ε.Ε.Σ. στην ελληνική γλώσσα, το οποίο προσκόμισε στο Δικαστήριο, με τη σύμφωνη γνώμη της πλευράς του εκζητούμενου[4] (καθώς και μετάφραση του Ε.Ε.Σ. στην αγγλική γλώσσα)[5].

 

Κατά το στάδιο της επανεξέτασης, η οποία ορίστηκε σε διαφορετική ημερομηνία, ο μάρτυρας ανέφερε ότι στο μεσοδιάστημα αποτάθηκε στην αρχή του κράτους έκδοσης του Ε.Ε.Σ. και ζήτησε περαιτέρω διευκρινήσεις σε σχέση με τα ζητήματα που εγέρθηκαν κατά την αντεξέτασή του. Έτσι προσκόμισε στο Δικαστήριο δέσμη εγγράφων που αποτελείται από ηλεκτρονική αλληλογραφία ημερομηνίας 22.05.25 μεταξύ του ιδίου και εκπροσώπων των Γερμανικών Αρχών στην οποία επισυνάπτεται η αρχική επιστολή του μάρτυρα με την οποία ζητά περαιτέρω διευκρινήσεις από τις Γερμανικές Αρχές και αντίγραφο του γερμανικού εντάλματος σύλληψης εναντίον του εκζητούμενου. Επί της ουσίας, μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, οι γερμανικές αρχές διαβεβαιώνουν ότι σκοπός του Ε.Ε.Σ. είναι η προώθηση ποινικής δίωξης εναντίον του εκζητούμενου στη Γερμανία, ο οποίος αναμένεται να κατηγορηθεί αμέσως μετά την παράδοσή του καθώς και ότι το Ε.Ε.Σ. εκδόθηκε στη βάση εθνικού εντάλματος σύλληψης. Οι Γερμανικές αρχές διαβεβαιώνουν, επίσης, την Κεντρική Αρχή ότι, ενόψει του ότι ο εκζητούμενος είναι κάτοικος Κύπρου, σε περίπτωση που καταδικαστεί από το Γερμανικό Δικαστήριο και του επιβληθεί ποινή στερητικής της ελευθερίας του, θα έχει το δικαίωμα, εάν το επιθυμεί, να εκτίσει την ποινή του στην Κύπρο.

 

Ο εκζητούμενος κατέθεσε ότι διαμένει στην Κύπρο από το 2018, αρχικά υπό το καθεστώς του επισκέπτη και έπειτα έλαβε άδεια παραμονής ως εργαζόμενος στο νησί[6]. Ο εκζητούμενος βρισκόταν στην Κύπρο κατά το χρόνο που του καταλογίζεται ότι διέπραξε τα αδικήματα που αναφέρονται στο Ε.Ε.Σ. και δεν ταξίδεψε στη Γερμανία. Η σύζυγός του, η οποία κατάγεται από την Ουκρανία, έφθασε στην Κύπρο το 2018 και κατά το χρόνο που βρίσκονταν στην Κύπρο απέκτησαν μαζί δύο παιδιά. Το ένα γεννήθηκε στις 28.10.2020 και το άλλο, πολύ πρόσφατα, στις 19.04.2025[7]. Τόσο η σύζυγός του όσο και τα παιδιά του διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο ως εξαρτόμενα μέλη της οικογένειάς του στη βάση της δικής του άδειας παραμονής[8]. Η σύζυγός του δεν εργάζεται και ο ίδιος είναι το μόνο πρόσωπο που στηρίζει οικονομικά την οικογένειά του. Εξήγησε ότι εάν ο ίδιος απωλέσει την άδεια παραμονής του στη Κυπριακή Δημοκρατία λόγω παρατεταμένης απουσίας του από το νησί, τότε αυτό θα επηρεάσει και το δικαίωμα παραμονής της συζύγου και των παιδιών του. Ερωτηθείς σχετικά, περιέγραψε τη διαδικασία διεξαγωγής έρευνας στην οικία του, που έλαβε χώρα κατά το χρόνο σύλληψής του και ανέφερε ότι δεν είναι, ακόμη και σήμερα, ξεκάθαρο στον ίδιο, για ποια αδικήματα κατηγορείται. Ο εκζητούμενος αναφέρθηκε στους δεσμούς του με την Κύπρο, ότι θεωρεί το νησί ως το σπίτι του, ότι εδώ εργάζεται, εδώ έφτιαξε την οικογένειά του και εδώ φοιτά το μεγαλύτερο του παιδί σε σχολείο. Ερωτηθείς σχετικά, ενόψει και της εγγύησης που παρείχαν οι Γερμανικές αρχές, εξέφρασε την επιθυμία όπως του επιτραπεί, σε περίπτωση καταδίκης του από το Γερμανικό Δικαστήριο, να εκτίσει την όποια ποινή στερητικής της ελευθερίας του στην Κύπρο. Σε σχέση με αυτό το αίτημα η Κεντρική Αρχή δήλωσε ότι δεν αμφισβητούνται οι δεσμοί του εκζητούμενου με την Κύπρο και συμφώνησε όπως δοθούν ανάλογες οδηγίες από το Δικαστήριο σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος για εκτέλεση του Ε.Ε.Σ.

 

Με την ολοκλήρωση της παράθεσης της μαρτυρίας, οι συνήγοροι αγόρευσαν προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους, καταθέτοντας στο Δικαστήριο κείμενο γραπτών αγορεύσεων. Έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και τα έχω αποτιμήσει. Προς αποφυγή αχρείαστης επιβάρυνσης της παρούσας απόφασης, δεν θα αναπαράγω το περιεχόμενό τους, το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο στο φάκελο του Δικαστηρίου. Θα αναφερθώ, όμως, πιο κάτω, όπου κρίνεται σκόπιμο, στην επιχειρηματολογία που έχει επιμελώς παρατεθεί, κατά την εξέταση των προϋποθέσεων έγκρισης της αίτησης για εκτέλεση του Ε.Ε.Σ..

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Η εξέταση και αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται υπό την αίρεση του περιορισμένου εύρους και σκοπού της παρούσας διαδικασίας. Ο σκοπός είναι μόνο να υποβοηθηθεί το Δικαστήριο, όταν αποφασίζει, κατά πόσο πληρούνται οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του Νόμου και της νομολογίας, ώστε να επιτρέπεται η εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. για την  παράδοση του εκζητούμενου. 

 

Παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία, και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Όλοι οι μάρτυρες άφησαν θετικοί εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρες αλήθειας. Κατέθεσαν με ευθύτητα και πηγαίο τρόπο στο Δικαστήριο και δεν εντόπισα αντιφάσεις ή υπερβολές στα όσα ανέφεραν, τα οποία είχαν λογική συνοχή.

 

Η μαρτυρία του Μ.Κ.Α.1 ήταν τυπικής φύσεως. Η ουσία της έγκειται στην προσκόμιση των σχετικών εγγράφων και διευκρινήσεων που στάλθηκαν από τις Γερμανικές αρχές σε σχέση με την έκδοση του Ε.Ε.Σ., το σκοπό έκδοσής του καθώς και την προηγούμενη έκδοση του εθνικού εντάλματος σύλληψης από το Γερμανικό Δικαστήριο. Η γνησιότητα των εγγράφων που παρέθεσε στο Δικαστήριο δεν αμφισβητήθηκε. Δεν εντόπισα την ύπαρξη οποιουδήποτε κινήτρου από μέρους του μάρτυρα να παραθέσει ψεύδη στο Δικαστήριο. Υπήρξε σαφής στις θέσεις του και δεν εντόπισα αντιφάσεις ή υπερβολές στα λεγόμενά του. Νοείται ότι η γνώμη που παρέθεσε σε κάποια σημεία της μαρτυρίας του ως προς τη νομική πτυχή του όλου θέματος ή η ερμηνεία που έδωσε ως προς το λεκτικό του Ε.Ε.Σ. δεν αποτελεί μαρτυρία γεγονότων η οποία δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Εξαιρουμένων αυτών των σημείων, αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.

 

Ο εκζητούμενος, επίσης, άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με ηρεμία και πηγαίο τρόπο στο εδώλιο του μάρτυρα ενώ δεν εντοπίζονται αντιφάσεις ή υπερβολές στη μαρτυρία του. Μάλιστα, τα όσα ανέφερε σε σχέση με το καθεστώς διαμονής του και τους δεσμούς που διατηρεί με την Κύπρο υποστηρίζονται και από έγγραφη μαρτυρία που προσκόμισε στο Δικαστήριο. Αποδέχομαι, επίσης, τον ισχυρισμό του ότι η διεξαγωγή έρευνας στην οικία του καθώς και η σύλληψή του (η οποία προηγήθηκε της παρουσίας του στο Δικαστήριο κατά το χρόνο καταχώρησης της παρούσας αίτησης), του προκάλεσε κάποια σύγχυση και αναστάτωση, αν και διευκρινίζω ότι αυτά τα ζητήματα καθώς και ζητήματα που αφορούν την ουσία των κατηγοριών που αντιμετωπίζει, δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και αξιολόγησης από το παρών Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας. Κατά τα λοιπά, αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.

 

Ανάλογα της μαρτυρίας που έχει γίνει αποδεκτή είναι και τα συμπεράσματα που εξάγονται  από το Δικαστήριο ως προς τα γεγονότα που περιβάλουν την υπό κρίση Αίτηση. Θα αναφερθώ σε αυτά πιο κάτω, όπου κρίνεται αναγκαίο, κατά την εξέταση των προϋποθέσεων έγκρισης του υπό κρίση αιτήματος.

 

Νομική πτυχή

 

Το νομικό πλαίσιο που διέπει την εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την εκτέλεση ενός Ε.Ε.Σ. εδράζεται στις πρόνοιες του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004 (Ν. 133(1)/2004), ως αυτός έχει τροποποιηθεί (ο «Νόμος»). Ο Νόμος ψηφίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης του ημεδαπού δικαίου με το Ευρωπαϊκό δίκαιο.

 

Ο μηχανισμός λειτουργείας του Ε.Ε.Σ. στηρίζεται στο υψηλό επίπεδο αμοιβαιότητας, εμπιστοσύνης και σεβασμού μεταξύ των δικαστικών αρχών των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για μια οικειοθελή απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας εκάστου κράτους μέλους προς όφελος μιας υπερεθνικής δικαιοδοτικής εφαρμογής των αρχών δικαίου με στόχο τη δημιουργία συνθηκών ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης σε ευρωπαϊκό επίπεδο[9]. Σκοπός του μηχανισμού που διέπει την έκδοση και εκτέλεση ενός Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης είναι η απλοποίηση μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών της διαδικασίας παράδοσης προσώπων που ενέχονται στη διάπραξη συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων, μέσω της παροχής δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερα περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις.  Η όλη διαδικασία δεν ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, εξ ου και τα στενά χρονικά περιθώρια που προβλέπονται από το Νόμο για την εξέταση αιτήσεων τέτοιας φύσης. Αυτό αποτελεί έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου[10]. Τα δικαστήρια των κρατών-μελών θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους κατά την πορεία εξέτασης Ε.Ε.Σ., έχοντας πάντα κατά νουν ότι, τηρουμένων, βεβαίως, των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος, κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία αποτελεί μέσο που ενισχύει τη συνοχή του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο μηχανισμός εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. θα ανασταλεί μόνο εάν διαπιστωθεί σοβαρή και διαρκείς παραβίαση από κράτος-μέλος των αρχών της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου[11], αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη-μέλη και συνιστούν, εξάλλου, απαραίτητη προϋπόθεση που νομιμοποιεί την ύπαρξη και ανάπτυξη του εν λόγω χώρου.

 

Σκοπός έκδοσης του Ε.Ε.Σ.

 

Το Ε.Ε.Σ., σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του Νόμου, αποτελεί Απόφαση ή Διάταγμα δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος:

(α)    για την άσκηση ποινικής δίωξης ή 

(β)    για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας.

 

Προκύπτει από το περιεχόμενο του Ε.Ε.Σ., και δεν φαίνεται να αμφισβητείται από την πλευρά του εκζητούμενου, ότι στην προκειμένη περίπτωση, αυτό δεν έχει εκδοθεί για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας του εκζητούμενου.

 

Αμφισβητείται από την πλευρά του εκζητούμενου κατά πόσο το Ε.Ε.Σ. έχει εκδοθεί με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του καθότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται ρητά στο ίδιο το Ε.Ε.Σ.

 

Η κυπριακή νομολογία έχει ερμηνεύσει τη φράση «ποινική δίωξη» διασταλτικά έτσι ώστε να περιλαμβάνει «μία διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη» χωρίς όμως να περιλαμβάνει το στοιχείο της βεβαιότητας της δίωξης[12].

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει της αντεξεταστικής γραμμής που ακολουθήθηκε σε σχέση με τον Μ.Κ.Α.1, ο ίδιος ζήτησε διευκρινήσεις από τις Γερμανικές Αρχές ως προς τον σκοπό του υπό κρίση Ε.Ε.Σ. και, κατόπιν τούτου, κατά το στάδιο της επανεξέτασής του, κατέθεσε στο Δικαστήριο αλληλογραφία η οποία περιλαμβάνει διαβεβαίωση των Γερμανικών Αρχών[13] ότι σκοπός του Ε.Ε.Σ. δεν είναι άλλος από την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του εκζητούμενου και ότι μάλιστα, πρόθεση των Γερμανικών Αρχών είναι να προσάγουν κατηγορίες εναντίον του αμέσως μετά την παράδοσή του στη Γερμανία.

 

Εν πάση περιπτώσει, αυτό ο σκοπός προκύπτει και από το λεκτικό του εθνικού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από το Γερμανικό Δικαστήριο στις 15.03.24. Εκεί γίνεται αναφορά σε μαρτυρία που έχει εντοπιστεί εναντίον του εκζητούμενου και, μάλιστα, στην τελευταία παράγραφο του εθνικού εντάλματος σύλληψης καταγράφεται ότι η κράτησή του εκζητούμενου εκκρεμούσης της δίκης, προς αποφυγή φυγοδικίας, δεν θα ήταν δυσανάλογη ώστε να διασφαλιστεί ότι η δίκη του στη Γερμανία θα διεξαχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα (swiftly)[14]. Λεκτικό που υποδηλώνει πρόθεση άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι η υπόθεση δεν αφορά στο στάδιο που θα πρέπει να υποβληθούν ερωτήσεις στον εκζητούμενο ή να συλλεχθεί περαιτέρω μαρτυρικό υλικό για να διαφανεί κατά πόσο αυτός θα πρέπει να θεωρηθεί ως ύποπτο πρόσωπο το οποίο εμπλέκεται στη διάπραξη κάποιου υπό διερεύνηση αδικήματος. Τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, περιλαμβανομένης της διευκρίνισης που έχει παρασχεθεί από τις Γερμανικές Αρχές, επιμαρτυρούν ότι, βάσει των εξετάσεων των Γερμανικών Αρχών και του μαρτυρικού υλικού που έχουν στη διάθεσή τους, έχει διαμορφωθεί μία ξεκάθαρη εικόνα ως προς την εμπλοκή του εκζητούμενου στο εν λόγω αδίκημα και ότι η υπόθεση αναμένεται να παραπεμφθεί στο Γερμανικό Δικαστήριο προς εκδίκαση αμέσως έπειτα από την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ.

 

Τα πιο πάνω απαντούν και στην εισήγηση της πλευράς του εκζητούμενου ότι οι Γερμανικές Αρχές «θεωρούν τον εκζητούμενο ως πρόσωπο που καλείται να συμβάλει στη διαλεύκανση της υπόθεσης υπό την ιδιότητα του μάρτυρα και όχι του κατηγορούμενου». Τέτοια θέση δεν βρίσκει έρεισμα στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου.

 

Περαιτέρω, η πλευρά του εκζητούμενου καλεί το Δικαστήριο να αγνοήσει τη διευκρίνηση που δόθηκε από τις Γερμανικές Αρχές σε σχέση με το σκοπό έκδοσης του Ε.Ε.Σ.. Αυτό γιατί αποτελεί «απλή αλληλογραφία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου». Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση.

 

Ως κατέθεσε ο Μ.Κ.Α.1., η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεκτή, πρόκειται για αλληλογραφία μεταξύ του ιδίου, ως προσώπου που εργάζεται στο Υπουργείου Δικαιοσύνης της Κύπρου και ενός εκπροσώπου της Αρχής Έκδοσης, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Δημόσιου Κατηγόρου».  Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια «απλή αλληλογραφία» μεταξύ προσώπων, άσχετων με τη διαδικασία έκδοσης και εκτέλεσης του υπό κρίση Ε.Ε.Σ. Εν πάση περιπτώσει, η ιδιότητα των προσώπων αυτών αλλά και η γνησιότητα του περιεχομένου της εν λόγω αλληλογραφίας δεν αμφισβητήθηκε κατά το στάδιο αντεξέτασης (ή επανεξέτασης) του Μ.Κ.Α.1.

 

Όσον αφορά τον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ήτοι μέσω «ανυπόγραφου» ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επισημαίνεται ότι στην απόφαση-πλαίσιο για το Ε.Ε.Σ., δεν προβλέπονται ειδικοί κανόνες σχετικά με τους τρόπους ή τις διαδικασίες επικοινωνίας μετά την παραλαβή του Ε.Ε.Σ. Ως αναφέρεται στο  «Εγχειρίδιο για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ»[15], η επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών μπορεί να πραγματοποιείται με οποιοδήποτε διαθέσιμο, επαρκώς ασφαλές μέσο, περιλαμβανομένου του τηλεφώνου ή  ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Αυτό συνδράμει στην αποφυγή καθυστερήσεων και στην τήρηση των σύντομων προθεσμιών για την εξέταση του αιτήματος που προβλέπει ο Νόμος. Δεν εντοπίζω, λοιπόν, οποιοδήποτε λόγο για να αγνοήσω το περιεχόμενο της εν λόγω αλληλογραφίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και ειδικότερα τις διευκρινίσεις/ διαβεβαιώσεις που δόθηκαν από τις Γερμανικές Αρχές σε σχέση με το σκοπό έκδοσης του Ε.Ε.Σ.

 

Περιεχόμενο και τύπος του Ε.Ε.Σ.

 

Έχοντας εξετάσει το επίδικο Ε.Ε.Σ., κρίνω ότι πληρούνται σωρευτικά όλα τα απαραίτητα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει ένα Ε.Ε.Σ. στη βάση του Άρθρου 4 του Νόμου.

 

Συγκεκριμένα αναφέρονται σε αυτό τα στοιχεία της ταυτότητας του εκζητούμενου, η ιθαγένειά του[16], η διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης που καταλογίζεται στον εκζητούμενο με παραπομπή στη σχετική Νομοθετική διάταξη καθώς και η προβλεπόμενη από το Γερμανικό Νόμο ποινή σε σχέση με την εν λόγω αξιόποινη πράξη. Επίσης, γίνεται μνεία σε σχέση με το εθνικό ένταλμα σύλληψης στο οποίο βασίζεται η έκδοση του Ε.Ε.Σ.. 

 

Περαιτέρω, στο σημείο «ε» του Ε.Ε.Σ. παρατίθεται περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης της αξιόποινης πράξης όπου συμπεριλαμβάνονται ο χρόνος, η τοποθεσία, καθώς και ο βαθμός συμμετοχής του εκζητούμενου στην εν λόγω αξιόποινη πράξη.

 

Εισηγήθηκε η πλευρά του εκζητούμενου ότι η περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης της αξιόποινης πράξης δεν είναι επαρκής με αποτέλεσμα να διατελεί υπό καθεστώς σύγχυσης ως προς τις κατηγορίες που του καταλογίζονται.  

 

Ευσεβάστως, δεν συμφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση.

 

Κατ’ αρχάς, δεν αναμένεται να δοθούν πλήρεις λεπτομέρειες ως προς τις ακριβείς ενέργειες, χρόνο και τόπο που διαπράχθηκε το αδίκημα στο οποίο αφορά το Ε.Ε.Σ.. Ό,τι απαιτείται είναι τέτοια περιγραφή ώστε, αφενός, η δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης να είναι σε θέση να διαπιστώνει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για τη μη εκτέλεση του εντάλματος και αφετέρου, ο κατηγορούμενος να ενημερωθεί για τους λόγους που συνελήφθη και κατηγορείται[17]. Έχοντας μελετήσει την περιγραφή των γεγονότων που παρατίθενται από την αρχή έκδοσης του Ε.Ε.Σ., σύνοψη των οποίων παρατίθεται πιο πάνω, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκής και αρκούντως κατατοπιστική σε βαθμό που ικανοποιεί τους πιο πάνω σκοπούς.

 

Περαιτέρω, είναι ξεκάθαρο από το τμήμα «ε» του Ε.Ε.Σ.[18] ότι στον εκζητούμενο καταλογίζεται συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, δηλαδή η συμμετοχή του, ως συνεργός, στη διάπραξη του αδικήματος της απάτης, αδίκημα το οποίο διέπεται από συγκεκριμένη πρόνοια του Ποινικού Κώδικα της Γερμανίας που προσδιορίζεται στο Ε.Ε.Σ. Στο ίδιο τμήμα του Ε.Ε.Σ. αναφέρεται ρητά ότι καταλογίζεται στον εκζητούμενο ότι συμμετείχε στη διάπραξη του πιο πάνω αδικήματος σε 53 περιπτώσεις, εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, και μάλιστα παρατίθεται σχετικός πίνακας όπου καταγράφονται, μεταξύ άλλων, τα ονόματα των φερόμενων ως θυμάτων καθώς και τα κεφάλαια που επένδυσαν σε σχέση με κάθε μία από τις 53 αυτές περιπτώσεις.

 

Στο σημείο «ε(ι)» του Ε.Ε.Σ., το Γερμανικό Δικαστήριο συμπληρώνοντας το σχετικό Παράρτημα, σημείωσε με «χ» δίπλα από τον προκαθορισμένο κατάλογο με αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες δεν υπάρχει ανάγκη ελέγχου του διττού αξιόποινου, ότι η αξιόποινη πράξη που προσάπτεται στον εκζητούμενο αφορά σε «εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο» και «απάτη». Η ίδια η φύση της  αξιόποινης πράξης που προσάπτεται στον κατηγορούμενο, ήτοι συμμετοχή σε «απάτη σε 53 περιπτώσεις», ως αυτή εξειδικεύεται στους ισχυρισμούς γεγονότων που παρατίθενται στο παράρτημα, εμπεριέχει εκ των πραγμάτων και τις δύο πιο πάνω αναφερόμενες πράξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση, ζητείται η ποινική δίωξη του εκζητούμενου για τις δύο πιο πάνω πράξεις ξεχωριστά. Νοείται ότι εάν η δικαστική αρχή έκδοσης επιθυμούσε να καταλογίσει στον εκζητούμενου περισσότερες από μία αξιόποινες πράξεις, θα το ανέφερε ρητά στο Ε.Ε.Σ.. Αντί αυτού, κατέγραψε με ξεκάθαρο τρόπο ότι το Ε.Ε.Σ. αφορά μόνο μία και συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη. Οι διάφορες ενέργειες του εκζητούμενου ως περιγράφονται στο παράρτημα του Ε.Ε.Σ. απαρτίζουν ουσιαστικά αυτή τη μία αξιόποινη πράξη που προσάπτεται στον εκζητούμενο, η οποία εκτείνεται χρονικά για την περίοδο από 29.09.20 μέχρι τις 13.08.21 και αφορά σε 53 περιπτώσεις επενδυτών.  

 

Τονίζεται ότι εάν από τα περιστατικά της υπόθεσης προκύπτουν και άλλες αξιόποινες πράξεις που δεν περιλήφθηκαν στην παράγραφο (ε) τότε κάτι τέτοιο δημιουργεί κώλυμα στις Γερμανικές αρχές στην άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του εκζητούμενου σε σχέση με αυτές, κατ’ επίκληση της «αρχής της ειδικότητας». Σημειώνεται ότι ο εκζητούμενος δεν έχει αποποιηθεί του δικαιώματός του να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή.

 

Προϋποθέσεις για την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ.

 

Οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. καθορίζονται στο Άρθρο 12, οι οποίες εξετάζονται παράλληλα με τα όσα καθορίζονται στα Άρθρα 13, 14 και 15 του Νόμου. 

 

Αναφορικά με τις πρόνοιες του Άρθρου 12 του Νόμου, δεν αμφισβητείται ότι η πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το Ε.Ε.Σ., συνιστά έγκλημα το οποίο τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή σύμφωνα με το δίκαιο της Γερμανίας και είναι αξιόποινη σύμφωνα και με τους Κυπριακούς Ποινικούς Νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της. Εμπίπτει, εν πάση περιπτώσει, και στην ομάδα αξιόποινων πράξεων για την οποία δεν χρειάζεται έλεγχος του διττού αξιόποινου[19].

 

Το Άρθρο 13 απαριθμεί τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ.. Κανένας από αυτούς δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.

 

Το Άρθρο 14 αναφέρει τους λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ.. Ό,τι ενδιαφέρει, εν προκειμένω, είναι το εδάφιο (στ) του Άρθρου 14 όπου αναφέρεται ότι αποτελεί δυνητικός λόγος μη έκδοσης εκζητούμενου εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία «θεωρείται κατά τον Κυπριακό ποινικό νόμο ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή σε εξομοιούμενο προς αυτό τόπο».

 

Εισηγείται η πλευρά του εκζητούμενου ότι το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. λόγω του ότι οι πράξεις που αποδίδονται σε αυτόν, έλαβαν χώρα στην Κύπρο.

 

Από τα όσα καταγράφονται στο Ε.Ε.Σ., οι έκνομες δραστηριότητες που αποδίδονται στον εκζητούμενο φαίνεται να έλαβαν χώρα στην Κύπρο, τουλάχιστον «εν μέρει», εφόσον αυτός διέμενε στο νησί κατά την χρονική περίοδο τέλεσης της ισχυριζόμενης αξιόποινης πράξης. Τονίζεται ότι στο πλαίσιο υλοποίησης του δόλιου σχεδίου, σύμφωνα με τα όσα του καταλογίζονται, ο εκζητούμενος ενεργούσε πάντοτε σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, ο τόπος διαμονής των οποίων δεν διευκρινίζεται, και μέσω εταιρειών που συστάθηκαν σε διάφορες χώρες, όπως η Φιλανδία, το Βέλγιο και η Λετονία, έδινε οδηγίες για τη μεταφορά κεφαλαίων σε διάφορους λογαριασμούς ή διευθύνσεις κρυπτονομισμάτων. Αναφέρεται, όμως, στο Ε.Ε.Σ. ότι τα φερόμενα ως θύματα ή επενδυτές κατοικούσαν στη Γερμανία (αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) και πείθονταν εξ αποστάσεως μέσω του διαδικτύου ή τηλεφωνικώς να επενδύσουν κεφάλαια σε χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία όμως δεν χρησιμοποιούνταν στην πραγματικότητα για κάποια οικονομική επένδυση. Εάν αληθεύουν αυτά που του καταλογίζονται από τις Γερμανικές Αρχές, συνάγεται ότι ο εκζητούμενος εμπλέκεται σε μία σύνθετη διεθνή εγκληματική δράση, η οποία δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο τόπο τέλεσης. Συνεπώς, στη βάση των γεγονότων που περιγράφονται στο Ε.Ε.Σ., θεωρώ ότι ένεκα της φύσης της αξιόποινης πράξης, ήτοι απάτη σε σχέση με επενδύσεις χρημάτων στο πλαίσιο ενός οργανωμένου σχεδίου σε συνεννόηση με πρόσωπα που διαμένουν σε διαφορετικές χώρες, με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας και του διαδικτύου και με θύματα επενδυτές από τη Γερμανία (και άλλων χωρών), δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να έχουν δύο ή περισσότερες χώρες, χωρίς να υπάρχουν αντικρουόμενες δικαιοδοσίες. Εφόσον, στη βάση των όσων παρατίθενται στο Ε.Ε.Σ., κάποια τουλάχιστον από τα φερόμενα ως θύματα διαμένουν στη Γερμανία, δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης φαίνεται να έχει και το Γερμανικό Δικαστήριο, πέραν από τα δικαστήρια της Κύπρου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει δοθεί μαρτυρία αλλά ούτε και τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε στοιχείο που να παραπέμπει σε ποινική διαδικασία ή διερεύνηση ή ποινική δίωξη του εκζητούμενου στην Κύπρο. Οι αρχές της Κύπρου δεν φαίνεται να έχουν πρόθεση να διερευνήσουν ή να διώξουν ποινικά τον εκζητούμενο. Η συμμετοχή τους στη διερεύνηση της υπόθεσης περιορίστηκε στην εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε από το Γερμανικό Δικαστήριο.

 

Συνεπώς, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε λόγο ικανό να οδηγήσει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της έκδοσης του εκζητούμενου στη Γερμανία στη βάση του ότι η αξιόποινη πράξη που του προσάπτεται διαπράχθηκε «εν μέρει» στην Κύπρο[20].

 

Κατάχρηση/ καταπιεστικό μέτρο

 

Αποτελεί εισήγηση της πλευράς του εκζητούμενου ότι τυχόν εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. θα αποτελούσε καταχρηστικό και καταπιεστικό μέτρο για τον ίδιο και την οικογένειά του και θα οδηγούσε στην καταστρατήγηση των ανθρώπινών του δικαιωμάτων που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»).

 

Σύμφωνα με το προβαλλόμενο επιχείρημα, ο εκζητούμενος είναι πρόσωπο το οποίο κατάγεται από το Ισραήλ και διαμένει νόμιμα και εργάζεται στην Κύπρο, βάσει άδειας παραμονής που του έχει παρασχεθεί από τις Κυπριακές αρχές, από το 2018. Η σύζυγός του κατάγεται από την Ουκρανία, δεν εργάζεται και διαμένει στην Κύπρο ως εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας του εκζητούμενου. Μαζί έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, το πρώτο ηλικίας 5 ετών και το δεύτερο ηλικίας περίπου 30 ημερών, όλα εξαρτόμενα οικονομικά από τον ίδιο. Ισχυρίζεται η πλευρά του εκζητούμενου, ότι τυχόν απουσία του εκζητούμενου από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας για χρονικό διάστημα άνω των 3 μηνών θα οδηγήσει στην ακύρωση τόσο της άδειας παραμονής του ίδιου στην Κύπρο όσο και της άδειας παραμονής της οικογένειάς του. Λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στην Ουκρανία, οποιαδήποτε απόπειρα επιστροφής ή απέλασής της συζύγου του εκεί θα καταστρατηγούσε τα ανθρώπινά της δικαιώματα[21]. Το ίδιο ισχύει και για τα ανήλικα τέκνα του[22].

 

Κατ’ αρχήν, όσον αφορά το ζήτημα της κατάχρησης της διαδικασίας, βάσει των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου, δεν διαπιστώνω ότι η έκδοση και κατ’ επέκταση το υπό κρίση αίτημα εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. προωθείται «καταχρηστικά» από τις Γερμανικές Αρχές.

 

Αναγνωρίζεται, βεβαίως, ότι η κατάχρηση μιας διαδικασίας δυνατόν να προσλάβει διάφορες μορφές. Εντούτοις, προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοιας κατάχρησης, είναι απόδειξη ότι ένα συγκεκριμένο διάβημα, εν προκειμένω η έκδοση του Ε.Ε.Σ. με σκοπό τη διαμεταγωγή του εκζητούμενου στη Γερμανία, είτε γίνεται προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού, είτε αποσκοπεί σε καταπίεση του εκζητούμενου[23].

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η προσαχθείσα μαρτυρία δεν είναι ικανή να οδηγήσει σε τέτοιο συμπέρασμα. Για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει, το Ε.Ε.Σ. έχει εκδοθεί με σκοπό την ποινική δίωξη του εκζητούμενου για την αξιόποινη πράξη που του προσάπτεται. Αυτό είναι καθόλα θεμιτό. Με δεδομένο ότι το επίδικο Ε.Ε.Σ. έχει σκοπό την παράδοση του εκζητούμενου στη Γερμανία ώστε να διωχθεί ποινικά, για σοβαρό, μάλιστα, αδίκημα που τιμωρείται με μέγιστη ποινή φυλάκισης μέχρι και 10 έτη (και όχι απλώς για τη λήψη μαρτυρίας από αυτόν), δεν εντοπίζεται λιγότερο επαχθές για τον εκζητούμενο μέτρο που να εξασφαλίζει την επίτευξη αυτού του σκοπού.

 

Παρεμβάλλεται ότι στο βαθμό που η εισήγηση της πλευράς του εκζητούμενου εδράζεται στη θέση ότι, υπό το πρίσμα των προσωπικών περιστάσεων του εκζητούμενου και των επιπτώσεων που τυχόν εκτέλεσή του Ε.Ε.Σ. ενδέχεται να έχει στην οικογένειά του, η έκδοση του Ε.Ε.Σ. προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας, επισημαίνω ότι ο έλεγχος της αναλογικότητας ενός Ε.Ε.Σ. ασκείται από τη δικαστική αρχή έκδοσης του και όχι από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης, όπως είναι το παρών Δικαστήριο[24].

 

Περαιτέρω, παρά το ότι η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν απαριθμείται στο Νόμο ως ξεχωριστός λόγος άρνησης εκτέλεσης ενός Ε.Ε.Σ., προκύπτει από το Άρθρο 2 (2)  του Νόμου ότι το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος εάν διαπιστωθεί ότι κάτι τέτοιο θα έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Miroslaw Mrukwa (2014) 1 ΑΑΔ 495, στην οποία με παρέπεμψε η πλευρά του εκζητούμενου, στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για εκτέλεση Ε.Ε.Σ., το Δικαστήριο έχει την ευθύνη να σταθμίσει τα δικαιώματα εκζητούμενου όπως διασφαλίζονται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), «σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει ότι κάθε παραβάτης πρέπει να οδηγείται ενώπιον της δικαιοσύνης». Στην ίδια απόφαση, με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΑΔ, αναφέρεται, επίσης, ότι κατά την εξέταση του ζητήματος το Δικαστήριο καλείται να συνεκτιμήσει ότι «θεωρείται δεδομένο ότι όλες οι χώρες- μέλη της ΕΕ διασφαλίζουν δίκαιη δίκη», «η καθυστέρηση και η εξ αυτής μεταβολή των προσωπικών συνθηκών ενός εκζητούμενου αφ΄ εαυτών δεν είναι αρκετό να δικαιολογήσουν άδικη και καταπιεστική μεταχείριση», ενώ παράλληλα «τα Δικαστήρια της χώρας έκδοσης οφείλουν να επιδεικνύουν σεβασμό στις υποχρεώσεις της χώρας τους έναντι της αιτήτριας χώρας και να συνεκτιμούν και την ανάγκη αποτροπής άλλων επίδοξων φυγοδίκων από το να βρουν καταφύγιο στην χώρα τους.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένης της πολυπλοκότητας των γεγονότων που συνθέτουν τη διάπραξη του αδικήματος που καταλογίζεται στον εκζητούμενο (και του διεθνούς χαρακτήρα αυτού) και αντίστοιχα του χρόνου που εύλογα χρειάζεται για τη διερεύνηση τέτοιου αδικήματος από τις αρχές, δεν διαπιστώνεται κάποια υπέρμετρη καθυστέρηση μεταξύ του χρόνου της ισχυριζόμενης διάπραξης του αδικήματος και της έκδοσης του Ε.Ε.Σ. Το αδίκημα φέρεται να διαπράχθηκε μεταξύ της περιόδου από τον Σεπτέμβριο του 2020 μέχρι τον Αύγουστο του 2021, εφόσον ακολούθησε διερεύνηση του αδικήματος, στο οποίο εμπλέκεται μεγάλος αριθμός προσώπων, το εθνικό ένταλμα σύλληψης εναντίον του εκζητούμενου εκδόθηκε το Μάρτιο του 2024, ενώ εφόσον αυτός δεν διέμενε στη Γερμανία, το Ε.Ε.Σ. εκδόθηκε το Μάιο του 2025, όταν και συνελήφθη στην Κύπρο. Κατά την κρίση μου, τα πιο πάνω χρονοδιαγράμματα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν άρνηση εκτέλεσης του υπό κρίση Ε.Ε.Σ. για λόγους που σχετίζονται με υπέρμετρη καθυστέρηση στην ποινική δίωξη του εκζητούμενου.

 

Παρά ταύτα, αντιλαμβάνομαι τη θέση της πλευράς του εκζητούμενου ότι τυχόν εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. θα προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικογένειά του, συνεπάγεται απομάκρυνσή του για κάποιο χρονικό διάστημα από τη σύζυγο και τα παιδιά του αλλά και ενδεχόμενη αλλαγή, τουλάχιστον προσωρινά, στην οικονομική τους κατάσταση, ενόψει του γεγονότος ότι τα πρόσωπα αυτά εξαρτούνται οικονομικά από τον ίδιο[25]. Δυστυχώς, όμως, τέτοιας έκτασης ταλαιπωρία και παρέμβαση στην ομαλή πορεία της ζωής κάποιου προσώπου (και της οικογένειάς του) προκαλείται στις πλείστες των περιπτώσεων όπου ζητείται η εκτέλεση κάποιου διεθνούς εντάλματος σύλληψης. Αντισταθμίζεται από την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος στην καταστολή του εγκλήματος και στην απονομή της δικαιοσύνης. Η έννοια της «καταπίεσης», ως λόγος άρνησης εκτέλεσης ενός Ε.Ε.Σ., εμπεριέχει κάτι πολύ πιο δυσχερές από την ταλαιπωρία που συνεπάγεται η διαμεταγωγή ενός προσώπου στην χώρα έκδοσης του Ε.Ε.Σ. και την παραμονή του εκεί για κάποιο διάστημα για σκοπούς ποινικής δίωξής του[26].

 

Στρεφόμενος στις δυσμενείς επιπτώσεις που η έγκριση του Ε.Ε.Σ. ενδέχεται να έχει στην εγκυρότητα της άδειας παραμονής του εκζητούμενου στην Κύπρο και κατ’ επέκταση στο προβαλλόμενο συμπέρασμα ότι θα ζητηθεί η απέλαση των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του από το νησί (σε χώρα, μάλιστα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση), κατά παράβαση των ανθρώπινων τους δικαιωμάτων, επισημαίνεται ότι το παρών Δικαστήριο δεν δύναται σε αυτό το στάδιο να υπεισέλθει σε υποθετικά σενάρια ως προς το κατά πόσο θα ανασταλεί ή θα ακυρωθεί η άδεια παραμονής του εκζητούμενου στην Κύπρο (το οποίο φαίνεται να εξαρτάται και από την πορεία της ποινικής δίωξης που θα λάβει χώρα στη Γερμανία), τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο θα έχει στα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειάς του (νοουμένου μάλιστα ότι τα παιδιά του έχουν γεννηθεί στο νησί), καθώς και το κατά πόσο, σε περίπτωση ακύρωσης της άδειας παραμονής τους, θα ζητηθεί η απέλασή τους σε χώρα, η οποία βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Όλα αυτά, εξάλλου, προϋποθέτουν την αξιολόγηση των ειδικών περιστάσεων των εμπλεκόμενων προσώπων και τη λήψη αποφάσεων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους σε σχέση με την μεταναστευτική μεταχείριση των μελών της οικογένειας του εκζητούμενου, οι οποίες διατηρούν συνεχές καθήκον να λαμβάνουν αποφάσεις σεβόμενες τα συνταγματικά κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα κάθε προσώπου που βρίσκεται στο νησί και χωρίς να παραβιάζουν οποιεσδήποτε πρόνοιες διεθνών συμβάσεων στις οποίες μετέχει η Κύπρος. Περαιτέρω, τέτοιες αποφάσεις, όταν και εφόσον ληφθούν, υπόκεινται στον έλεγχο των Δικαστηρίων και δύναται να ακυρωθούν εάν διαπιστωθεί ότι οδηγούν σε παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων προσώπων.

 

Επί της ουσίας, η πλευρά του εκζητούμενου καλεί το Δικαστήριο να λειτουργήσει προληπτικά, προκαταβάλλοντας ότι η όποια απόφαση θα ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους σε σχέση με την άδεια διαμονής των μελών της οικογένειάς του στην Κύπρο (ή απέλασής τους), αυτόματα θα παραβιάζει και τα ανθρώπινά τους δικαιώματα. Ευσεβάστως, η προσέγγιση αυτή είναι, κατά την κρίση μου, εσφαλμένη. Το παρών Δικαστήριο δεν μπορεί σε αυτό το στάδιο, να υπεισέλθει σε υποθετική εξέταση της νομιμότητας των όποιων αποφάσεων ενδέχεται να ληφθούν στο μέλλον από τις αρμόδιες αρχές του κράτους, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι αυτές θα οδηγήσουν απαρέγκλιτα, στην καταστρατήγηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων μερών και βάσει τούτου του σεναρίου να αρνηθεί προληπτικά την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ..

 

Έπεται ότι ούτε αυτή η γραμμή επιχειρηματολογίας μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να έχει επιτυχή κατάληξη και συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Έκτιση τυχόν ποινής φυλάκισης στην Κύπρο

 

Επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 15(2) του Νόμου, η πλευρά του εκζητούμενου αιτήθηκε κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας όπως, εφόσον ο εκζητούμενος «κατοικεί» στην Κύπρο, τυχόν έγκριση του αιτήματος εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι μετά από τυχόν καταδίκη του από το Γερμανικό Δικαστήριο, θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να εκτίσει εδώ ποινή στερητική της ελευθερίας του ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας.

 

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο εκζητούμενος, αν και όχι Κύπριος υπήκοος, κατοικεί στην Κύπρο εδώ και αρκετά χρόνια. Επίσης, η Κεντρική Αρχή δεν έφερε ένσταση στο εν λόγω αίτημα του εκζητούμενου, δηλώνοντας ρητά τη συγκατάθεσή της. Παράλληλα, οι αρμόδιες αρχές της Γερμανίας διαβεβαίωσαν το παρών Δικαστήριο, παρέχοντας έτσι σχετική εγγύηση μέσω της Κεντρικής Αρχής,[27] ότι συναινούν σε κάτι τέτοιο νοουμένου ότι, κατόπιν καταδίκης του και επιβολής σε αυτόν ποινής στερητικής της ελευθερίας του από το Γερμανικό Δικαστήριο, ο εκζητούμενος συγκατατεθεί στο να μεταφερθεί στην Κύπρο με σκοπό να εκτίσει την ποινή του εδώ.  

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω και συνεκτιμώντας τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου σε σχέση με τους δεσμούς του εκζητούμενου με την Κύπρο, ήτοι τη μακροχρόνια διαμονή του στο νησί, τους επαγγελματικούς και οικονομικούς του δεσμούς, το γεγονός ότι κατέχει ακίνητη ιδιοκτησία εδώ και ειδικότερα ότι εδώ εργάζεται και διαμένει μαζί με τη σύζυγό του και ότι εδώ γεννήθηκαν τα δυο παιδιά τους (ένα εκ των οποίων φοιτά σε σχολείο στην Κύπρο), κρίνω ότι αυτοί είναι τέτοιοι ώστε η εκτέλεση τυχόν ποινής στερητικής της ελευθερίας του εκζητούμενου στην Κύπρο (και όχι στη Γερμανία) να διαφαίνεται ως πιο ωφέλιμη για τον ίδιο και ότι θα συμβάλει με θετικό τρόπο στην κοινωνική επανένταξή του[28].

 

Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, το εν λόγω αίτημά του εγκρίνεται.

 

Κατάληξη

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι το υπό εξέταση Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, είναι σύμφωνο με τις πρόνοιες του Άρθρου 12 του Νόμου και μπορεί να εκτελεστεί.  Δεν εντοπίζεται οποιοσδήποτε λόγος στην βάση του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να ενεργήσει προς απόρριψη του αιτήματος, δυνάμει των προνοιών των Άρθρων 13, 14 και 15 του Νόμου.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, εγκρίνεται η εκτέλεση του υπό κρίση εντάλματος.

 

Σε περίπτωση καταδίκης του εκζητούμενου από το Γερμανικό Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, και επιβολής σε αυτόν ποινής στερητικής της ελευθερίας του, ο εκζητούμενος θα έχει δικαίωμα να ζητήσει να διαμεταχθεί στην Κύπρο και να εκτίσει τέτοια ποινή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.

 

Ο εκζητούμενος στο μεταξύ να τεθεί υπό αστυνομική κράτηση. Κάθε προγενέστερη διαταγή του Δικαστηρίου, σχετική με την απόλυση του εκζητουμένου με εγγύηση, ακυρώνεται.

 

Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Δημοκρατίας.

 

Έξοδα διερμηνέα θα καταβληθούν από το κράτος.

 

[Υπ.] ………………………

Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Τεκμήριο 1

[2] Τεκμήριο 2

[3] Τεκμήριο 3

[4] Τεκμήριο 4

[5] Τεκμήριο 5

[6] Τεκμήρια 7-11

[7] Τεκμήριο 10

[8] Τεκμήριο 11

[9] Βλ. REIIWALD ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2019, 23/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A159

[10] Βλ. ενδεικτικά Πηγασίου ν Γενικός Εισαγγελέας (2009) 1 (Α) Α.Α.Δ. 519 και Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 221/2013, ημερ. 2.9.2013.

[11] βλ.Said Shini-Mehrabzadeh ν. ΓΕ (2015) 1ΑΑΔ 2404

[12] Βλ. ενδεικτικά Eduard  Vovk και Κεντρική Αρχή‑Γενικός Εισαγγελέας Έφ. Ε.Ε.Σ. Αρ.6/24, ημερ.17.1.2025

[13] Τεκμήριο 6

[14] Βλ. την απόφαση ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ GHEBALI, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 50/2020, 11/5/2020 σχετικά με την προσέγγιση που ακολούθησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε παρόμοια ζητήματα, όπου μάλιστα εκεί δεν φαίνεται να δόθηκε αντίστοιχη διαβεβαίωση από τις αρχές του κράτους έκδοσης ως προς τον σκοπό έκδοσης του Ε.Ε.Σ.

[15] Βλ. υπο-παράγραφο 4.4.2. Σημειώνεται ότι το Εγχειρίδιο δεν αποτελεί πηγή δικαίου αλλά το περιεχόμενό του παραμένει καθοδηγητικής φύσεως σε σχέση με τα υπό εξέταση θέματα.

[16] Δεν μου διαφεύγει ότι, όπως έχει επισημανθεί και από την πλευρά του εκζητούμενου, στην ελληνική μετάφραση του Ε.Ε.Σ. (Τεκμήριο 4) καταγράφεται δίπλα από τη λέξη «ιθαγένειά» η λέξη «ελληνική» (και όχι ισραηλινή) αν και ως τόπος γέννησης του εκζητούμενου καταγράφεται το Ισραήλ. Στο πρωτότυπο, όμως, Ε.Ε.Σ. το οποίο είναι συνταγμένο στη γερμανική γλώσσα καταγράφεται ως ιθαγένεια του εκζητούμενου η λέξη «israelisch» που σαφώς παραπέμπει στη λέξη «ισραηλινή». Αντίστοιχα, στην αγγλική μετάφραση του Ε.Ε.Σ. που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 5) καταγράφεται δίπλα από τη λέξη “nationality” η λέξη «Israeli», απαλείφοντας έτσι κάθε αμφιβολία ως προς την ορθότητα της ιθαγένειας του εκζητούμενου που καταγράφεται στο Ε.Ε.Σ..

Ομοίως, στην ελληνική μετάφραση του Ε.Ε.Σ., καταγράφεται ως διεύθυνση διαμονής του εκζητούμενου το «Πισσούνι» και όχι «Πισσούρι» της επαρχίας Λεμεσού, όμως στο Ε.Ε.Σ. που είναι συντεταγμένο στη Γερμανική γλώσσα και στην Αγγλική μετάφραση αυτού, η διεύθυνση του εκζητούμενου έχει καταγραφεί ορθά. Καθίσταται σαφές ότι ο εκζητούμενος κατάγεται από το Ισραήλ, η ιθαγένειά του είναι «ισραηλινή» και ο ίδιος διαμένει σε οικία στο Πισσούρι της Λεμεσού. Συνάγεται ότι, εκ παραδρομής, έχει παρεισφρήσει κάποιο σφάλμα στη μετάφραση του Ε.Ε.Σ. στην ελληνική γλώσσα.

Τα σφάλματα που παρατηρούνται στη μετάφραση του Ε.Ε.Σ. δεν είναι τέτοιας έκτασης, ούτε προκαλούν τέτοια σύγχυση ή αμφιβολία στο Δικαστήριο ως προς τα πραγματικά στοιχεία του εκζητούμενου ώστε να θεωρηθεί ότι υπολείπονται από το Ε.Ε.Σ. όλα τα απαραίτητα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του Νόμου. Ούτε αρκούν, υπό τις περιστάσεις, για να οδηγήσουν, δίχως άλλο, στην ακυρότητα του Ε.Ε.Σ., ως εισηγείται η πλευρά του εκζητούμενου, και κατ’ επέκταση στη μη εκτέλεση του για αυτό το λόγο. Φρονώ πως αντίθετη προσέγγιση θα ήταν άκρως μικροσκοπική ή τυπολατρική, μη συνάδουσα με το πνεύμα αλληλεγγύης που διέπει την ευρωπαϊκή ενότητα, στην οποία στηρίζεται ο μηχανισμός λειτουργίας του Ε.Ε.Σ..

 

[17] Στην απόφαση Αναφορικά με το Θωμά Πέτρου, Πολιτική Έφεση 421/2017, ημερομηνίας 11.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A10, υποδείχθηκαν τα ακόλουθα, σε σχέση με την περιγραφή της τέλεσης του αδικήματος που πρέπει να περιέχεται στο ΕΕΣ:  

«Ό,τι απαιτείται είναι τέτοια περιγραφή ώστε η δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης να είναι σε θέση να διαπιστώνει κατά πόσο συντρέχουν οι λόγοι για τη μη εκτέλεση του εντάλματος. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζεται και από τις επεξηγηματικές σημειώσεις που έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή αναφορικά με την έκδοση και εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, όπου, σε σχέση με την απαιτούμενη περιγραφή, το ζήτημα περιορίζεται ως εξής και πάντοτε σε συνάρτηση, όπως προκύπτει, με κάποιο λόγο ένστασης που θα μπορούσε να εγείρει ο εκζητούμενος: 

 

  «The factual description should consist only of a short summary and not of a full transcript of whole pages of the file. However in more complex cases, and in particular where double criminality applies (not listed offences), a longer description might be necessary in order to document the main aspects of the facts. In those cases, include the data which is essential for a decision on the EAW by the executing judicial authority, in particular to identify any possible grounds for non‑execution or with a view to application of the rule of specialty.»[2]

 

Αυτόδηλο δε είναι πως απαιτείται εν πάση περιπτώσει τέτοια περιγραφή, ώστε να εκπληρώνεται η υποχρέωση, με αντίστοιχο δικαίωμα του καταζητούμενου, όπως τούτο αναγνωρίζεται από το Άρθρο 11 της Απόφασης ‑ Πλαίσιο, για ενημέρωση του ως προς το περιεχόμενο του εντάλματος, υπό την έννοια της πληροφόρησης του για τους λόγους που συνελήφθη και κατηγορείται, όπως απαιτείται από το Άρθρο 5.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Άρθρο 11.4 του Συντάγματος.

 

Είναι η παραπάνω έννοια, διασυνδεδεμένη με τους σκοπούς της διαδικασίας για έγκριση ή μη της εκτέλεσης, που πρέπει να αποδοθεί στην υποχρέωση για «περιγραφή των περιστάσεων της αξιόποινης πράξης», όπως και αποδόθηκε όπως προκύπτει και στην υπόθεση Anthony Joannides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 226/2017, ημερομηνίας 5.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A337, ECLI:CY:AD:2017:A337, ECLI:CY:AD:2017:A337ECLI:CY:AD:2017:Α337. Έχουμε μάλιστα εντοπίσει και την απόφαση του Αρείου Πάγου υπ' αρ.  2.149/2005, Ποιν Δικ 2006, 169, η οποία αφορούσε στην εκτέλεση ευρωπαϊκούεντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε στην Αγγλία για τα εγκλήματα της απαγωγής και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Παρά το ότι στο ένταλμα δεν αναγραφόταν ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, ούτε διευκρινιζόταν ο βαθμός συμμετοχής του εκζητούμενου σ' αυτό, ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για εκτέλεση του εντάλματος, αποδεχόμενος ότι ο εκζητούμενος θα είχε πρόσβαση στη δικογραφία και σαφέστερη περιγραφή της πράξης, στα πλαίσια της δίκης του.»

[18] Σελίδες 6-8 στο Ε.Ε.Σ.

[19] Ως προκύπτει από το Ε.Ε.Σ., το συγκεκριμένο αδίκημα εκ της φύσεως του και σε συνάρτηση με τα περιστατικά διάπραξής του αντιστοιχεί στα εξής αδικήματα ως αυτά καταγράφονται στο Άρθρο 12 (2) του Νόμου για τα οποία δεν χρειάζεται έλεγχος του διττού αξιόποινου: «(ια) εγκλήματα σχετικά με ηλεκτρονικούς υπολογιστές» και «(κ) απάτη».

[20] Βλ. DNX v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ.06/2022, 7/6/2022 στην οποία εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο πανομοιότυπο ζήτημα επικυρώνοντας την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς αυτή την κατεύθυνση. Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην Dumitry  v. Δημοκρατίας,  Πολ.΄Εφ.300/21, 8.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:A564 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από το Ανώτατο Δικαστήριο:

«Η θέση ότι τα αδικήματα, εκτός της Ρουμανίας, διαπράχθησαν και στην Κύπρο, δεν είναι γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει άρνηση εκτέλεσης του Εντάλματος (βλ. Joannides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ.Εφ.226/2017, 5.10.2017), ECLI:CY:AD:2017:A337, ECLI:CY:AD:2017:A337. ΄Αλλωστε λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων της υπόθεσης ο εφεσείων θα έχει, όταν θα έχει πλήρη πρόσβαση στην όλη δικογραφία. Όπως αναφέρεται πρωτοδίκως οι αξιόποινες πράξεις τελέστηκαν από κοινού και σε συνεργασία εγκληματικών ομάδων που δρούσαν παράλληλα στην Κύπρο και στη Ρουμανία. Όπως καταγράφονται τα γεγονότα στο ΕΕΣ και στα συναφή έγγραφα, δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο τόπος τέλεσης των αδικημάτων εκ μέρους του εφεσείοντα είναι αποκλειστικά η Δημοκρατία ή έστω αν οι πράξεις που συνιστούν τη δική του συμμετοχή στη διάπραξη τους φαίνεται να έλαβαν χώρα στην Κύπρο.»

[21] Γίνεται αναφορά στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης).

[22] Γίνεται αναφορά στο άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (CRC), εφόσον σύμφωνα με τη θέση του εκζητούμενου, βίαιη αποκοπή του παιδιού από τον περίγυρό του «θα επέφερε σοβαρό πλήγμα στην ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη».

[23] Βλ. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Beogradska (1996) 1 Α.Α.Δ. 911, Belbin v. The Regional Court of Lille, France [2015] EWHC 149 (Admin).

[24] Παραπέμπω στα όσα σχετικά λέχθηκαν πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση CHANIN STENLI v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 4/24, 7/1/2025:

«Ο έλεγχος αναλογικότητας ασκείται από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και όχι από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος. Σχετική είναι η απόφαση C‑625/19 PPU Openbaar  Ministerie, 12.12.2019 , στην οποία έχει αναφερθεί ότι στη σχετική Απόφαση ‑ Πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και της διαδικασίας παράδοσης μεταξύ των κρατών‑μελών όπως τροποποιήθηκε, οι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία απαιτήσεις των οποίων η τήρηση πρέπει να διασφαλίζεται σε σχέση με πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδίδεται Ε.Ε.Σ. στο πλαίσιο ποινικής δίωξης πληρούνται, εφόσον σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος οι προϋποθέσεις έκδοσης του  εντάλματος αυτού και ιδίως ο αναλογικός χαρακτήρας της υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο εντός του κράτους μέλους αυτού.»

 

[25] Αυτό σε περίπτωση, βεβαίως, που δεν υπάρχουν ήδη διαθέσιμες αποταμιεύσεις που θα τους επέτρεπαν να στηριχθούν οικονομικά μέχρι την αποπεράτωση της υπόθεσης εναντίον του εκζητούμενου, κάτι το οποίο δεν έχει διευκρινιστεί στο Δικαστήριο.

[26] Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Miroslaw Mrukwa (πιο πάνω):

«Ολοκληρώνουμε συναφώς την κατάληξη μας με τα πιο κάτω αποσπάσματα από τις υποθέσεις Pomiechowski και Gomes (ανωτέρω), τα οποία βρίσκουν πλήρη εφαρμογή και στην παρούσα.

 «The meaning of 'unjust and oppressive' was authoritatively determined by the House of Lords in Gomes v. Government of the Republic of Trinidad and Tobago [2009] 1 WLR 1038[2009] UKHL 21 drawing on and developing the reasoning in Kakis v. Government of the Republic of Cyprus [1978] 1 WLR 779 . In short, 'unjust' is directed primarily to the risk of prejudice to the accused and the conduct of the trial itself. Oppressive' is directed towards hardship to the accused resulting from changes in his circumstances that have occurred during the period to be taken into consideration. There is room for some overlap. Between them they would cover all cases where to return the requested person would not be fair. Category 1 countries are all members of the European Union and parties to the European Convention on Human Rights . It can therefore ordinarily be assumed that the requesting state will ensure a fair trial. Where a person has fled from the jurisdiction of the requesting state he cannot rely upon delay which follows, even if the requesting state has been slow to start extradition proceedings. Oppression is a concept which imports a good deal more than hardship, which is a commonplace consequence of extradition.»

 

 

[27] Βλ. Τεκμήριο 6

[28] Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση με αρ. C-700/21


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο