
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 12498/2024
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ
ΜΑΡΙΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
-----------------------------------
Ημερομηνία: 12/06/2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Χ. Κυριακίδου
Για την Κατηγορούμενη: κ. Σ. Αλβάνης
Κατηγορούμενος παρών
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε δύο κατηγορίες, δηλαδή της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’, δηλαδή 17,0417 γραμμαρίων φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας (κατηγορία 1) και του καπνίσματος φυτού κάνναβης στις 23.3.2024 (κατηγορία 2) και τα δύο αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών, Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/1977 όπως τροποποιήθηκε.
Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έχουν αμφισβητηθεί από τον Συνήγορο Υπεράσπισης, είναι καταγραμμένα στα πρακτικά του Δικαστηρίου και έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο για σκοπούς επιβολής της παρούσας ποινής. Συνοπτικά να αναφέρω ότι κατόπιν έρευνας από μέλη της ΥΚΑΝ Λεμεσού με δικαστικό ένταλμα σε οικία ανευρέθηκαν στην παρουσία του κατηγορούμενου οι πιο πάνω ναρκωτικές ουσίες σε τσαντάκι μέσης του για τις οποίες ανέφερε ότι είναι δικές του για προσωπική του χρήση.
Ενώπιον του Δικαστηρίου έχει παρουσιαστεί και η υπόθεση 17902/23 και λαμβάνεται υπόψη κατόπιν συγκατάθεσης της Κατηγορούσας Αρχής.
Τα γεγονότα και αυτής της υπόθεσης έχουν αναφερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και αφορούν αδικήματα όμοιας φύσεως, δηλαδή της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’, δηλαδή 2,1948 γραμμαρίων φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί ρητίνη στις 18/2/2022, κατηγορία καπνίσματος την ίδια ημερομηνία, της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ δηλαδή 8,1241 γραμμαρίων φυτού καννάβεως από το οποίο δεν είχε εξαχθεί ρητίνη σε άλλη ημερομηνία, δηλαδή στις 10/4/2022 και κατηγορία καπνίσματος στις 9.4.2022. Όταν ανευρέθηκαν οι εν λόγω ναρκωτικές ουσίες κατόπιν έρευνας σε οικία ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι είναι δικές του για δική του χρήση.
Έχει αναφερθεί ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου. Επίσης η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε όπως τα τεκμήρια κατασχεθούν και καταστραφούν.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης αγόρευσε προς μετριασμό της ποινής και ανέφερε στο Δικαστήριο τι πρέπει να λάβει υπόψη του προς όφελος του κατηγορούμενου, μεταξύ άλλων την παραδοχή, την απολογία του στο Δικαστήριο και την ηλικία του. Ακόμη υϊοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, τεκμήριο A’, στην οποία αναφέρονται οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του κατηγορούμενου. Επίσης ο κ. Αλβάνης κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου μικροβιολογική ανάλυση (τεκμήριο Β) στην οποία υποβλήθηκε ο κατηγορούμενος στις 25/11/2024 και στις 24/4/2025 και καταδεικνύει ότι αυτός είναι αρνητικός σε συγκεκριμένες απαγορευμένες ουσίες μεταξύ άλλων κάνναβης, κοκαΐνης, έκστασης, μεθαδόνης και PCP. Ο συνήγορος δεν αμφισβήτησε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Δικαστήριο αρχίζει από το μέγιστο της προβλεπόμενης στον Νόμο ποινής και ακολούθως ελέγχει τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων στην ενώπιον του υπόθεση για να προσαρμόσει την ποινή στα δεδομένα της υπόθεσης αφότου διακρίνει αν υφίστανται επιβαρυντικοί ή μετριαστικοί παράγοντες. Στη συνέχεια προχωρεί στην εξατομίκευση της ποινής ώστε αυτή να μην αντανακλά μόνο στη σοβαρότητα του αδικήματος και τις συνθήκες διάπραξης του, αλλά και στις πραγματικές προσωπικές συνθήκες του παραβάτη με σκοπό η ποινή να τον αναμορφώσει και να τον αποτρέψει από το να εκδηλώσει στο μέλλον όμοια εγκληματική συμπεριφορά.
Τα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται και από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σ' αυτά από τον νομοθέτη όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από τον Νόμο. Για τα αδικήματα των κατηγοριών που αφορούν την παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ προβλέπεται από τον σχετικό Νόμο ποινή φυλάκισης μέχρι και τα 8 χρόνια ή χρηματική ποινή και για το αδίκημα του καπνίσματος διά βίου φυλάκιση. Βέβαια το παρόν Δικαστήριο έχει την εξουσία να επιβάλει ποινή φυλάκισης μέχρι και πέντε χρόνια ή χρηματική ποινή ή και τις δύο αυτές ποινές.
Όπως ανέφερα προηγουμένως και έχει νομολογηθεί το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης ποινής αντανακλά την αγωνία της κοινωνίας για την διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα διάπραξης αδικήματος που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, τα οποία αποτελούν επικίνδυνη πληγή στο σώμα ολόκληρης της κοινωνίας και επηρεάζουν όχι μόνο το πρόσωπο που διαπράττει, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κινείται, ιδιαίτερα βέβαια το οικογενειακό του περιβάλλον. Παραπέμπω στην υπόθεση Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ σελίδα 22, Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ σελίδα 482. Έχει αναφερθεί ότι το είδος, η ποσότητα και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται τα ναρκωτικά είναι παράγοντες που λαμβάνονται συνήθως υπόψη από το Δικαστήριο στον καθορισμό της αρμόζουσας ποινής (δες Mallouk ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ σελίδα 711).
Το άρθρο 30(4) του Νόμου 29/77 θεσμοθετεί κατά τρόπο πιο ολοκληρωμένο τους παράγοντες που το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, ως καθιστώντες το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό ή λιγότερο σοβαρό.
Ως καθιστώντα το αδίκημα λιγότερο σοβαρό λαμβάνονται υπόψη τα εξής:
- η ηλικία του κατηγορουμένου,
- το γεγονός ότι διέπραξε το αδίκημα παρασυρόμενος από πρόσωπα δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή σε αυτόν,
- το ότι δεν είχε ανάμειξη σε εμπορία και το παράπτωμά του σχετίζεται αποκλειστικά με χρήση,
- ο βαθμός εξάρτησής του από ναρκωτικά,
- η αποδεδειγμένη μεταμέλειά του η οποία μεταξύ άλλων μαρτυρείται από τη συνεργασία του με τις αρχές για τη δίωξη των προμηθευτών και η προθυμία του να υποβληθεί σε θεραπεία για απεξάρτηση,
- το είδος και η ποσότητα των απαγορευμένων ουσιών που βρέθηκαν στην κατοχή του,
- και το γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε από τα περιστατικά που καταγράφονται στο εδάφιο (α) του άρθρου 30(4) ως καθιστώντα το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό.
Πιο σοβαρό καθιστούν το αδίκημα τα εξής꞉
- Η ανάμειξη στη διάπραξη του αδικήματος οργανωμένης ομάδας εγκληματιών στην οποία ο κατηγορούμενος ανήκει,
- η ανάμειξη του κατηγορουμένου σε διεθνείς οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες,
- η ανάμειξη του κατηγορουμένου σε άλλες παράνομες δραστηριότητες οι οποίες διευκολύνονται με τη διάπραξη του αδικήματος,
- η χρήση βίας, πυροβόλων όπλων ή επιθετικών όπλων ή αντικειμένων κατά τη διάπραξη του αδικήματος,
- το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατέχει δημόσιο αξίωμα ή θέση και το αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε σχετίζεται με το εν λόγω αξίωμα ή θέση,
- η θυματοποίηση ή εκμετάλλευση ανηλίκων ή διανοητικώς ή λόγω ψυχικής νόσου πασχόντων,
- το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε στις φυλακές ή σε κρατητήριο της Αστυνομίας ή στέγη ή ίδρυμα υπό τον έλεγχο, επίβλεψη ή φροντίδα του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή πλησίον τέτοιων στεγών ή ιδρυμάτων ή σε άλλους χώρους όπου συχνάζουν μαθητές ή φοιτητές για εκπαιδευτικές, αθλητικές, κοινωνικές ή άλλες δραστηριότητες.
Είναι και νομολογιακά θεμελιωμένη η αρχή της διάκρισης της σοβαρότητας των αδικημάτων που αφορούν στην καλλιέργεια ή κατοχή ναρκωτικών για σκοπούς προμήθειας σε τρίτους από εκείνα που αφορούν σε καλλιέργεια ή κατοχή ναρκωτικών για προσωπική χρήση (βλ. Chaer ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 585, η οποία υιοθετήθηκε στη Mortimer v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 22). Στην υπόθεση Afroughi v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 174 και παραπέμπω στη σελ. 177:
«Και για τους χρήστες ναρκωτικών, οι οποίοι δηλητηριάζουν την ύπαρξή τους και διανοίγουν το δρόμο για τους εμπόρους ναρκωτικών, αρμόζουν αποτρεπτικές ποινές, όχι, όμως της ίδιας έντασης με αυτές που επιβάλλονται στους εμπόρους, εκείνους που καθιστούν επάγγελμά τους τη διασπορά του θανάτου. Για τους εμπόρους, είναι δύσκολο να ανευρεθούν ερείσματα μετριασμού. Για τους χρήστες υπάρχει κάποιο περιθώριο, που, ομολογουμένως, με το χρόνο στενεύει· το περιθώριο εκείνο που σχετίζεται με την αδυναμία του ανθρώπου».
Παρομοίως, στην προηγούμενη απόφαση Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, υπογραμμίστηκε η διάκριση μεταξύ της σοβαρότητας των εγκλημάτων κατοχής και χρήσης ναρκωτικών, από τη μία, και εμπορίας ναρκωτικών, από την άλλη, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται ότι είναι οι χρήστες που συντηρούν την εμπορία.
Επίσης στην Ποινική Έφεση 177/15, 21.4.16, Νικόλας Γιαννακάκη ν Αστυνομίας, υιοθετήθηκε ο λόγος της απόφασης ημερ. 21.11.2014, στην Ποινική Έφεση 6/2014, Ελ Χαπίρ Ναζίπ ν. Αστυνομίας, όπου είχε λεχθεί ότι, η ενασχόληση με τα ναρκωτικά είτε για ιδία χρήση ή κατά μείζονα λόγο με την εισαγωγή και διάθεση ή προμήθεια σε τρίτους, αποτελεί μέγιστο κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή ενόψει των προβλημάτων που επιφέρει η εξάρτηση. Η αντιμετώπιση κατά αυστηρό τρόπο των αδικοπραγούντων αποτελεί και τη συνδρομή των Δικαστηρίων, έστω κατασταλτικά, στον πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών. Βλέπε επίσης την Τρύφωνος v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 197 όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Η χρήση ναρκωτικών ξαπλώνεται στη χώρα μας με γοργό ρυθμό επηρεάζοντας άμεσα και πολλές φορές καταλυτικά, όχι μόνο τη ζωή του χρήστη, της οικογένειας του αλλά ταυτοχρόνως φθείρει και τον ιστό της κοινωνίας. [...] Κάτω από αυτά τα δεδομένα, τα Δικαστήρια είναι επιφορτισμένα με την υποχρέωση επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην χαλιναγώγηση του παρατηρούμενου φαινομένου της διάβρωσης της κοινωνίας και των νέων ανθρώπων, ειδικότερα».
Το παρόν Δικαστήριο έχει δικαστική γνώση για την τεράστια εξάπλωση των ναρκωτικών ουσιών στην επαρχία όπου εδρεύει η οποία αντλείται μέσα από την καταχώρηση σωρείας υποθέσεων αυτού του είδους στο Δικαστήριο. Λόγω, λοιπόν, της συχνότητας της διάπραξης των αδικημάτων που αφορούν στην καλλιέργεια, κατοχή και εμπορία ναρκωτικών, και της αναγκαιότητας επιβολής αποτρεπτικών ποινών, οι συνήθεις μετριαστικοί παράγοντες, οι οποίοι εγείρονται έξω από το πλαίσιο των διαλαμβανομένων στο άρθρο 30(4) του Νόμου 29/77, είναι περιορισμένης σημασίας κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Στέλιος Ζωμενή ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400, όπου τονίστηκε ότι σε υποθέσεις αυτής της φύσης :
«Οι συνήθεις μετριαστικοί παράγοντες έχουν μόνο οριακή σημασία. Αυτό ενόψει των σοβαρότατων συνεπειών που προκύπτουν από την κατοχή και εμπορία των ναρκωτικών οι οποίες είναι πλέον ορατές».
Για προσδιορισμό και εξατομίκευση της ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω λοιπόν υπόψη μου τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ως αυτή διαφαίνεται και από τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξη τους καθώς και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών ενόψει και της ανησυχητικής έξαρσης, η οποία παρατηρείται αλλά και των συνεπειών τέτοιας φύσης αδικημάτων στην κοινωνία.
Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι στην παρούσα λαμβάνεται υπόψη και η υπόθεση υπ' αριθμόν 17902/23 η οποία περιλαμβάνει τέσσερις κατηγορίες για αδικήματα παρόμοιας φύσεως και αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες. Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας του (2005) 2 Α.Α.Δ 598 λέχθηκε ότι όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αδικήματα άλλων υποθέσεων μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που συμπεριλαμβάνονται στο Κατηγορητήριο από εκείνη που επέβαλε αν είχε ενώπιον του μόνο αυτές τις κατηγορίες.
Επί του προκειμένου λαμβάνω κατ' αρχάς υπόψη μου:
· τους συνήθεις μετριαστικούς παράγοντες, δηλαδή την παραδοχή του κατηγορούμενου στην Αστυνομία όπου φαίνεται ότι έδωσε και για τις δύο υποθέσεις θεληματικές καταθέσεις. Επίσης εμφαίνεται ότι υπήρχε άμεση παραδοχή του στην παρούσα υπόθεση αλλά και στην 17902/23 έγινε σε μεταγενέστερο στάδιο πριν την έναρξη της ακρόασης. Όπως έχει νομολογηθεί η παραδοχή ενός κατηγορούμενου λαμβάνεται υπόψη σαν μετριαστικός παράγοντας (δες Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ σελίδα 28). Η βαρύτητα που μπορεί να της αποδοθεί ποικίλει ανάλογα με την περίπτωση. Αν και το στοιχείο της παραδοχής δεν πρέπει να υπερτιμάται σε υποθέσεις ναρκωτικών, εντούτοις η παραδοχή εμπεριέχει το απτό στοιχείο της μεταμέλειας (Firat v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ 402.
· Ο κατηγορούμενος είναι άτομο νεαρής ηλικίας δηλαδή 21 ετών. Όπως έχει νομολογηθεί το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορούμενου αποτελεί σημαντικό μετριαστικό παράγοντα. Στο αναθεωρημένο σύγγραμμα του κ. Γ.Πική, Sentencing in Cyprus (2η έκδοση) τονίζεται το πόσο ευαίσθητο έργο αποτελεί το καθήκον επιβολής της ποινής σε νεαρά άτομα για τα οποία έμφαση πρέπει να δίνεται στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία. Γι' αυτά υπερισχύει η αρχή της υποβοήθησης τους να αναμορφωθούν αφού ακριβώς η πιθανότητα αναμόρφωσης στους νέους είναι ισχυρότερη από τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα. Από την άλλη το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορούμενου δεν αποτελεί πάντοτε παράγοντα που επηρεάζει από μόνος του το είδος της ποινής. Συνεκτιμάται και αυτός με όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες,
· είναι άτομο λευκoύ ποινικού μητρώου και δεν έχει απασχολήσει τη δικαιοσύνη προγενέστερα, παράγοντας που του δίνει το δικαίωμα να αιτείται της επιείκειας του δικαστηρίου,
· το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών η οποία δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, ως επίσης ότι πρόκειται για ναρκωτικά τάξεως Β’ και όχι A’ που είναι και θεωρούνται σκληρά ναρκωτικά,
· τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες ως εμφαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας - τεκμήριο A - στην οποία αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος διαμένει μαζί με τους γονείς του και τα αδέλφια του στη Λεμεσό,
· συμμετείχε σε πρόγραμμα απεξάρτησης ''Προμηθέας'' και έχει δηλώσει ότι είναι καθαρός από ουσίες. Προς τούτο παρουσιάστηκε ενώπιον μου από την Υπεράσπιση το τεκμήριο Β μικροβιολογική ανάλυση ότι είναι αρνητικός σε ναρκωτικές ουσίες μεταξύ αυτών και στην κάνναβη, κοκαΐνη και έκσταση,
· τον χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων. Ειδικότερα στην υπόθεση που λαμβάνεται υπόψη φαίνεται ότι τα αδικήματα έχουν διαπραχθεί σε δύο ξεχωριστές ημερομηνίες το έτος 2022, η υπόθεση καταχωρίστηκε 12.9.2023 και το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή τρία χρόνια μετά. Επίσης στην παρούσα τα αδικήματα διαπράχθηκαν το έτος 2024 και το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή ένα και πλέον χρόνο μετά. (δες Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355). Ως λέχθηκε δε στην Αβραάμ ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365, η καθυστέρηση στην καταχώρηση μιας υπόθεσης εναντίον ενός προσώπου και/ή η καθυστέρηση στην εκδίκαση της, αποτελούν σημαντικό ελαφρυντικό παράγοντα, ο οποίος, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση της ποινής αναφορικά με το είδος αυτής, αλλά και μετατροπή της ποινής που κανονικά θα επιβάλλετο αν δεν υπήρχε η καθυστέρηση. Η έκταση φυσικά της ευθύνης του κατηγορούμενου στην εν λόγω καθυστέρηση λαμβάνεται επίσης υπόψη στο δέοντα βαθμό. Σε τέτοια περίπτωση αυτός δεν μπορεί να την επικαλείται ως ελαφρυντικό παράγοντα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Ανεξαρτήτως όμως του ποιος φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας υπόθεσης το γεγονός της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την τιμωρία του παραβάτη τείνει ασφαλώς προς το μετριασμό της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267).
Εξετάζοντας όλα τα πιο πάνω δεδομένα της υπόθεσης και τη σοβαρότητα της θεωρώ ότι στην παρούσα δεν εκδείκνυται η επιβολή χρηματικών ποινών, ούτε η έκδοση κηδεμονευτικού διατάγματος με ώρες κοινοτικής εργασίας, αλλά η επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο.
Καταληκτικά επιβάλλω σ' αυτόν τις ακόλουθες ποινές.
Στην πρώτη κατηγορία επιβάλλω ποινή φυλάκισης 10 μηνών, στην δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 11 μηνών. Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.
Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω το ενδεχόμενο αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί στον κατηγορούμενο.
Το άρθρο 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 186(Ι)/03, προβλέπει ότι το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου. Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας ή ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη και η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής της. Το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373, Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94). Μεταξύ των παραγόντων που επιμετρούν ως προς το επιθυμητό ή όχι της αναστολής της ποινής φυλάκισης είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος, το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.
Παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση ημερ. 17.10.2016 στην Ποινική Έφεση 11/2016, Παρασκευά Παπαντελή ν. Δημοκρατίας, το οποίο αποτυπώνει την προσέγγιση του Εφετείου για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των δικαστηρίων περί αναστολής ή μη της ποινής꞉
«Ο περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/72, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο, με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε με το Ν. 41(1)/97, ο οποίος περιόρισε, σε μεγάλο βαθμό, τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης μιας ποινής φυλάκισης, καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος.
Με την περαιτέρω τροποποίηση που επήλθε με το Ν.186(Ι)/2003, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια διευρύνθηκε και το Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.
Το θέμα έκτοτε απασχόλησε σε έκταση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναφορά μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22, και Κύπρος Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση αρ. 28/2014, ημερ. 24.2.14.
Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών συνθηκών του κατηγορούμενου δηλαδή ειδικότερα της άμεσης παραδοχής του στο Δικαστήριο, της συνεργασίας του με την αστυνομία, του λευκού ποινικού μητρώου του, του νεαρού της ηλικίας του, όλων των προσωπικών και οικογενειακών του περιστάσεων ως εμφαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, ότι αυτός έχει απεξαρτηθεί και λαμβάνοντας υπόψη μου το Τεκμήριο Β’ δεν έχει σχέση περαιτέρω με ναρκωτικές ουσίες, τον χρόνο που έχει διαρρεύσει, το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών που κατείχε θεωρώ ότι δύναμαι να ασκήσω τις εξουσίες που ο Νόμος μου παρέχει και να αναστείλω την εκτέλεση των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης. Υπό τις περιστάσεις που ανωτέρω ανέφερα καταλήγω ότι δύναμαι να δώσω στον κατηγορούμενο μια δεύτερη ευκαιρία.
Συνεπώς η εκτέλεση των πιο πάνω αναφερθέντων ποινών φυλάκισης αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από σήμερα.
(Επεξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης).
Τα τεκμήρια και των δύο υποθέσεων, ως τα ανέφερε η Κατηγορούσα Αρχή να κατασχεθούν και να καταστραφούν.
Στην παρούσα λήφθηκε υπόψη και η 17902/23.
(Υπ.) ......................................
Γ. Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο