
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4102/25
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ
KHALED AMDUL QADIR
Ημερομηνία: 10 Iουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Χρ.Κυριακίδου
Για τον Κατηγορούμενo: κ. Σ.Αλβάνης
Κατηγορούμενος παρών
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής στην κατηγορία της κλοπής κατά παράβαση του άρθρου 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα - Κεφάλαιο 154 όπως έχει τροποποιηθεί.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος ο κατηγορούμενος στις 4/2/2025 στη Λεμεσό έκλεψε από περίπτερο ένα τσαντάκι το οποίο περιείχε το χρηματικό ποσό των €2.900 και 1600 λιρών Σαουδικής Αραβίας, περιουσία του υπαλλήλου του περιπτέρου ΜΚ1 που αναγράφεται στο Κατηγορητήριο.
Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έχουν αμφισβητηθεί από τον συνήγορο Υπεράσπισης, είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά του Δικαστηρίου και έχουν ληφθεί υπόψη για σκοπούς επιβολής της παρούσας ποινής. Συνοπτικά να αναφέρω ότι ο παραπονούμενος κατήγγειλε στο ΤΑΕ Λεμεσού ότι ενώ κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν εντός του περιπτέρου κλάπηκε το τσαντάκι του το οποίο περιείχε τα πιο πάνω χρήματα. Από τα πλάνα του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης διαπιστώθηκε ότι αυτό κλάπηκε από τον κατηγορούμενο που είναι συχνός πελάτης ενώ ο παραπονούμενος είχε αποκοιμηθεί.
Ο συνήγορος Υπεράσπισης αγόρευσε προς μετριασμό της ποινής, υιοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας η οποία έχει κατατεθεί ενώπιον μου - τεκμήριο A. Μεταξύ άλλων ο κύριος Αλβάνης ανέφερε στο Δικαστήριο ότι πρέπει να λάβει υπόψη του την άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου ενώπιον του Δικαστηρίου, την ηλικία του, τις προσωπικές του συνθήκες, ότι αποζημίωσε τον παραπονούμενο σε ένα μεγάλο ποσοστό και είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου κάτι το οποίο ανέφερε βεβαίως η Κατηγορούσα Αρχή.
Το αδίκημα το οποίο έχει διαπράξει ο κατηγορούμενος είναι αρκετά σοβαρό. Αυτό διαφαίνεται κατ' αρχάς από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σ' αυτό από τον νομοθέτη όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, δηλαδή για το αδίκημα της κλοπής προβλέπεται ποινή φυλάκισης που φτάνει μέχρι και 3 χρόνια ή χρηματική ποινή ή και οι δύο αυτές ποινές.
Η προβλεπόμενη στον Νόμο μέγιστη ποινή αποτελεί σαφή ένδειξη της σοβαρότητας του κάθε αδικήματος και παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής.
Στην Ποινική Έφεση Αρ.210/2018, ημερ.10 Μαϊου, 2019, xxx BALAMPANIDIS ν ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ αναφέρθηκαν τα εξής:
«Τονίζουμε συναφώς ότι κατά πάγια νομολογία σε αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως πρέπει να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές λόγω του ότι οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή εγκληματικότητας και όπου εντοπίζεται η ανάγκη επιβολής ποινής με αποτρεπτικό χαρακτήρα, ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής. (Βλ. ενδεικτικά Lucian Gheorghe v.Δημοκρατίας (2013)2Α.Α.Δ,824, Andrei Alin Bandits v. Αστυνομίας, Ποιν.Έφ.94/2015ημερ.21.10.2015,Αhmed Saadi v.Αστυνομίας, Ποιν.Έφ.308/2014,ημερ.24.6.2016 και xxx Yenier v.Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 256/2017 ημερ. 22.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B153.
Στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με υποθέσεις διάρρηξης και κλοπής, επανατονίσθηκε, η χωρίς σημεία κάμψης συνεχόμενη αυξητική τάση των διαρρήξεων και κλοπών, γεγονός που κλονίζει την ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης ενός εύνομου κράτους (Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 146).
Παρόμοια επισήμανση ως προς το γεγονός ότι αδικήματα της φύσεως αυτής απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβάλλονται να πρέπει να είναι αποτρεπτικές, έγινε και στις υποθέσεις Bukowski και άλλος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 92, Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 13, Mohammad Khaknegad v Police, (2011) 2 AAΔ, 192).
Περαιτέρω στην Bezanidis v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, όχι μόνο επιβεβαιώθηκαν τα πιο πάνω, αλλά έγινε αναφορά και στις υποθέσεις Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 485, στις οποίες τονίστηκε η ανάγκη για αποτροπή τόσο των ιδίων των παραβατών, όσο και της αναχαίτησης τρίτων από τη διάπραξη ομοίων ή παρομοίων εγκλημάτων. Η κατανόηση που το Δικαστήριο οφείλει να επιδεικνύει στις προσωπικές περιστάσεις του δράστη δεν υπερφαλαγγίζει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ιδίων των αδικημάτων.
Τα Δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν βεβαίως υπόψη τα ελαφρυντικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να υπολογίζουν κατά την επιμέτρηση της ποινής και την επίπτωση της εγκληματικής συμπεριφοράς επί του θύματος ή των θυμάτων αυτής.
Στην HUSSEIN V R, Ποινική Έφεση 252/18 ημερομηνίας 31.5.19, ECLI:CY:AD:2019:B206 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιβολή ποινής αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων, παραπέμποντας σε νομολογία ως προς την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσεως αδικήματα στην έξαρση που παρατηρείται στα αδικήματα αυτά, στις περιστάσεις διάπραξης τους, τον αριθμό των αδικημάτων που αφορούσαν οι κατηγορίες και τα αισθήματα ανασφάλειας που προκαλούνται στα θύματα τέτοιας φύσεως αδικημάτων πέραν της οικονομικής απώλειας, ανασφάλεια που αντανακλάται και στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, Somilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ.248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9, Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2ΑΑΔ, σελίδα 224, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ 132, Παναγή ν. Δημοκρατίας του (1993) 2 Α.Α.Δ σελίδα 47, Καμμούγιαρος v Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ σελίδα 565 και στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χατζημιτσή (2007) 2 Α.Α.Δ σελίδα 101.
Στην υπόθεση Ahmed Saadi v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 308/14 ημερ. 24/6/2016 που αφορούσε επίσης σε κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, το Εφετείο τόνισε τα εξής:
«Η νομολογία είναι αυστηρή στην αντιμετώπιση αυτού του είδους τις υποθέσεις. Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου, αδήρητη αναγκαιότητα».
Για προσδιορισμό της ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω λοιπόν υπόψη μου τη σοβαρότητα του αδικήματος, ως αυτή εμφαίνεται από τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη του, δηλαδή ενώ ο παραπονούμενος αποκοιμήθηκε ο κατηγορούμενος βρήκε την ευκαιρία να διαπράξει το αδικήματα, να εξέλθει και να εισέλθει και πάλι με αποτέλεσμα να αποστερήσει από τον παραπονούμενο μεγάλο χρηματικό ποσό ύψους €2.900 και 1600 λιρών Σαουδικής Αραβίας.
Επίσης λαμβάνω υπόψη μου ότι αδικήματα αυτής της φύσης βρίσκονται σε έξαρση, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση και από τις σωρηδόν υποθέσεις, οι οποίες καταχωρούνται καθημερινά ενώπιον του Δικαστηρίου (Αλ.Ιακώβου v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 159/24 , 8.11.24). Ο κατηγορούμενος κατάγεται από τη Συρία και συνεπώς φιλοξενείται από τη Δημοκρατία και οφείλει να σέβεται και να υπακούει στους νόμους αυτής και όχι να διαπράττει ποινικά αδικήματα.
Σύμφωνα όμως με τα πιο πάνω δεν μειώνεται σε καμία περίπτωση η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί ακόμα και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής.
Τονίζεται όμως ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας, ούτε του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά των αδικημάτων τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, όσο και για το κοινό γενικότερα.
Προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη μου όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου. Ιδιαίτερα:
· την άμεση παραδοχή και την απολογία του στο Δικαστήριο με την οποία διασώθηκε αρκετός δικαστικός χρόνος. Η παραδοχή ενός κατηγορούμενου λαμβάνεται υπόψη σαν μετριαστικός παράγοντας. Η βαρύτητα δε που μπορεί να της αποδοθεί ποικίλει ανάλογα με την περίπτωση. Όπου συμβάλλει αποτελεσματικά στη διερεύνηση της υπόθεσης και πηγάζει από πραγματική μεταμέλεια του έχει μεγαλύτερη αξία (Χαρτούμπαλλος v Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ σελ.28, 36, Κωνσταντίνου v Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ σελ.206, 208 – 209).
· Το λευκό του ποινικό μητρώο στοιχείο το οποίο του δίνει την ευχέρεια να αιτείται επιείκειας από το Δικαστήριο (Κοσασβίλη v Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ σελ.606, 609-611, Στεφάνου v Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ σελ.169).
· Όπως έχει αναφερθεί ο παραπονούμενος αποζημιώθηκε το ποσό των €1500 και υπολείπεται να του αποδοθεί το ποσό των €1813. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει απασχολήσει προγενέστερα τη δικαιοσύνη, είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου παράγοντας ο οποίος του δίνει την ευχέρεια να αιτείται της επιείκειας του Δικαστηρίου.
· Τις προσωπικές του συνθήκες ως εμφαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας Τεκμήριο A΄ στην οποία αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 26 ετών και κατάγεται από τη Συρία. Πριν την προφυλάκιση του εργαζόταν ως σιδεράς με εισοδήματα €80 ημερησίως και ήρθε στη Δημοκρατία το 2018.
Όλοι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες πρέπει να λεχθεί ότι λαμβάνονται μεν υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής δεν είναι όμως τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος, όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω. Μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.
Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα τα δεδομένα που αφορούν στην παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη του αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι η ποινή φυλάκισης. Και τούτο έχοντας πάντα κατά νου ότι αυτή επιβάλλεται μόνο εκεί όπου οποιαδήποτε άλλη ποινή θα ήταν αναμφίβολα ακατάλληλη και ανεπαρκής (βλ. Προδρόμου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 98).
Καταληκτικά επιβάλλω στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 9 μηνών.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μου αναφορικά με την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης στον κατηγορούμενο θα εξετάσω τώρα εάν η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε θα πρέπει να οδηγήσει στην άμεση φυλάκιση του, ή δύναται να ανασταλεί, δυνάμει των διατάξεων του Περί της Υφ΄ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72.
Με το Νόμο 186(Ι)/2003, ο οποίος τροποποίησε την πιο πάνω νομοθεσία, η διακριτική ευχέρεια αναστολής μιας ποινής φυλάκισης έχει πλέον διευρυνθεί, καθώς όπως προνοείται μέσα από το άρθρο 3(2) το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου (βλέπε επίσης Στεφάνου ν. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09).
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 τέθηκαν τα κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Στην Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ 449 λέχθηκε δε σχετικά ότι με την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος του 2003:
«… τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Θέλησε δηλαδή ο Νομοθέτης να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να δει αν η αναστολή θα δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τα προσωπικά δεδομένα του κάθε κατηγορούμενου, ορίζοντας ταύτα ως κατευθυντήριες γραμμές και μη περιορίζοντας το θέμα της αναστολής της επιβληθείσας ποινής στα κριτήρια που θα έπρεπε να υπάρχουν σύμφωνα με την παλαιότερη αντίληψη και δη μη περιορίζοντας την ευχέρεια του Δικαστηρίου να εξετάσει παράγοντες οι οποίοι μπορεί να έχουν σημασία και ως προς την αναστολή».
Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930:
«Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του Δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».
Έχω εξετάσει με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου τόσο τα γεγονότα της υπόθεσης όσο και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου καθώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα. Από την φύση του επίδικου αδικήματος, τα γεγονότα που περιβάλλουν την διάπραξη του και τις συνέπειες αυτού, προκύπτει ότι πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα. Πρόκειται για σοβαρής μορφής και με σοβαρές συνέπειες έκνομη συμπεριφορά και συναφώς προέχει κατά την κρίση μου, η ανάγκη για αποτροπή για άλλους επίδοξους παραβάτες, αλλά και του ίδιου του κατηγορούμενου.
Όλα δε τα στοιχεία και δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου, λήφθηκαν υπόψη ως μετριαστικοί παράγοντες, προσμέτρησαν δεόντως στην απόφαση για το ύψος της ποινής και δεν μεταβάλλουν τα δεδομένα στα πλαίσια εξέτασης θέματος αναστολής.
Ως εκ των άνω κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση διαταγής για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης η οποία και θα είναι άμεση.
Η περίοδος έκτισης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός τελεί υπό κράτηση για την παρούσα δηλαδή από τις 2.4.25.
Εκδίδεται επίσης διάταγμα καταβολής του ποσού το €1813 από τον κατηγορούμενο προς τον παραπονούμενο σε περίοδο 8 μηνών από την αποφυλάκιση του.
Το τεκμήριο να κατασχεθεί και να καταστραφεί και επίσης ποσό εξόδων €60 θα καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
[Υπ.] .......................................
Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο