
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης:6315/25
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ν
A.A.
Κατηγορούμενος
----------------
Ημερομηνία: 27.5.25
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ.Α.Μανώλη
Για τον Κατηγορούμενο 1: κα Δ.Χριστοδούλου
Κατηγορούμενος παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει στο παρόν κατηγορητήριο έξι κατηγορίες, συγκεκριμένα για το αδίκημα του βιασμού (κατηγορία 1), της κοινής επίθεσης (κατηγορία 2), της απειλής (κατηγορία 3), της άσκησης βίας στην οικογένεια (κατηγορία 4), της άσκησης ψυχολογικής βίας (κατηγορία 5) και της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία της Κύπρου (κατηγορία 6). Μετά από σχετική διαδικασία ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε σε απευθείας δίκη στο Κακουργιοδικείο, το οποίο θα συνεδριάσει στη Λεμεσό στις 08/07/2025.
Η Κατηγορούσα Αρχή αιτήθηκε την κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την έναρξη της δίκης του στο Κακουργιοδικείο και επικαλέστηκε την πιθανότητα μη προσέλευσης του στη δίκη του. Προς υποστήριξη του αιτήματος της έχει καταθέσει το μαρτυρικό υλικό (τεκμήριο Α), υποστηρίζοντας ότι υπάρχει ο κίνδυνος φυγοδικίας.
Η συνήγορος του κατηγορουμένου έφερε ένσταση στην κράτησή του, επικαλέστηκε ότι η μαρτυρία της παρούσας υπόθεσης είναι μόνο αυτή της παραπονούμενης και ο κατηγορούμενος είναι άτομο λευκού ποινικού μητρώου. Η κα Χριστοδούλου παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα που υποστηρίζουν τη θέση της ότι δικαιολογείται όπως αυτός αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Αυτά κατατέθηκαν ως Τεκμήρια Β, Γ και Δ ενώπιον του Δικαστηρίου.
Οι θέσεις και των δύο πλευρών είναι καταγραμμένες στα πρακτικά του Δικαστηρίου και έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη για σκοπούς της παρούσας απόφασης.
Η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία βεβαίως την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση είναι μέτρο κατ΄εξαίρεση.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι το Δικαστήριο αποφασίζοντας ζήτημα κράτησης υπόπτου προσώπου μέχρι τη δίκη του οφείλει να έχει αφετηρία τη βασική αρχή ότι ο υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος εφόσον όπου τίθενται όροι που συμβάλλουν στην προσέλευση του κατά τη δίκη, αυτός συμμορφώνεται, (Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109). Κράτηση ατόμου που δεν δικαιολογείται από τους παράγοντες που έχουν καθορισθεί από τη νομολογία αντιβαίνει το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο άλλωστε είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την έννοια της δίκαιης δίκης, που, όπως λέχθηκε και στη Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790, αποτελούν δύο καλά θεμελιωμένες αρχές στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας, αλλά και στις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. νομολογία ( και Χουσείν v. Δημοκρατίας, Ποινική έφεση 80/19, ημερ. 8.7.19, Ανδρονίκου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 159/18, ημερ. 4.4.18).
Το Δικαστήριο κάθε φορά που καλείται να αποφασίσει κράτηση ατόμου ασκεί βέβαια διακριτική ευχέρεια στη βάση του Άρθρου 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, τέτοια δε ευχέρεια πρέπει να αποφασίζεται σε συνάρτηση με τα νομολογιακά κριτήρια και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Επειδή διατάγματα αυτής της φύσης επηρεάζουν την ελευθερία του ατόμου, η έκδοσή τους θα πρέπει να δικαιολογείται δικαστικά.
Στη Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, αναφέρεται ότι ο κανόνας ότι οι υπόδικοι αφήνονται ελεύθεροι, κάμπτεται μόνο εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι κίνδυνοι. Ως ζήτημα γενικής αρχής, η οποία κατοχυρώνεται και συνταγματικά, ένας υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος με εγγύηση στις περιπτώσεις όπου υπάρχει προσδοκία ότι θα προσέλθει στο Δικαστήριο για να δικαστεί. Ανάγκη περιορισμού του πολίτη πρέπει να διαπιστώνεται δικαστικά σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και να επιβάλλεται από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης (Ανδρέας Καραγιώργης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92 και Μωϋσίδης ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ, 138
Η κράτηση ή μη ενός κατηγορούμενου εξετάζεται με αναφορά:
(α) στον κίνδυνο μη προσέλευσής του στο Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο, ο οποίος καθορίζεται από τη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης, και το ενδεχόμενο επιβολής αυτστηρής ποινής,
(β) στην πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων, και
(γ) στην πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Οι τρεις αυτοί λόγοι δεν είναι ανάγκη να συνυπάρχουν, αλλά, δύνανται, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογούν την κράτηση (Ανδρονίκου (ανωτέρω)). Χρειάζεται ισοζυγισμένη στάθμιση όλων των παραγόντων και καθένας από τους πιο πάνω παράγοντες εξετάζεται χωριστά. (Ανδρέου εναντίον Αστυνομίας,ποινική έφεση με αρ.129/20 ημερομηνίας 20.8.20 (υπόθεση ναρκωτικών).
Η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνάρτηση προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολής αυστηρής ποινής, αποτελούν βασικούς δείκτες που αφορούν την εκτίμηση της πιθανότητας προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη του. Όσο σοβαρότερη είναι η κατηγορία, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο ενός κατηγορούμενου να αποφύγει τη δίκη του. (Θεοδωρίδης κ.α. v Αστυνομίας, 2001, 2 ΑΑΔ, 139).
Αναφορικά με τον κίνδυνο μη προσέλευσης, η σοβαρότητα των αδικημάτων προκύπτει από τις ποινές που προβλέπει ο νόμος. Βεβαίως υπάρχουν διαβαθμίσεις στη σοβαρότητα των αδικημάτων ανάλογα με τις συνθήκες, τα γεγονότα και τις συνθήκες διάπραξής τους σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.
Στην Κρασοπούλη και άλλοι εναντίον Δημοκρατίας, 2012, 2 ΑΑΔ, 450 (φόνος εκ προμελέτης) αναφέρθηκε ότι: «πρωταρχικό μέλημα του δικαστηρίου είναι η διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορούμενου στη δίκη όπου η παράσταση του κρίνεται επιβεβλημένη για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ο πιθανός κίνδυνος διαφυγής υποδίκου υπολογίζεται στη βάση διαφόρων στοιχείων τα οποία συνθέτουν καθιερωμένους από τη νομολογία παράγοντες, η συρροή των οποίων δεν είναι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση. (Βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7). Η σύμφυτη σοβαρότητα του αδικήματος του φόνου εκ προμελέτης, αυτοπροσδιοριζόμενη από την προβλεπόμενη στο νόμο ποινή της ισόβιας κάθειρξης καθώς και η εκ πρώτης όψεως πιθανολόγηση του ενδεχομένου καταδίκης των εφεσειόντων είναι οι παράγοντες που πρωτίστως λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο και καθοριστικά συνέτειναν στην απόφαση για τη συνέχιση της κράτησης τους τους. Ενόψει τούτου ορθά κρίθηκε ότι ο κίνδυνος διαφυγής των εφεσειόντων είναι εξ αντικειμένου δυνητικά πραγματοποιήσιμος. Βεβαίως η απόφαση διαφυγής προς αποφυγή των συνεπειών πιθανής καταδίκης δεν είναι εύκολη όταν μάλιστα υπάρχουν ισχυροί δεσμοί οι οποίοι συνδέουν τον υπόδικο με τη χώρα του, τους ανθρώπους που έχει γύρω του και τον τόπο όπου μονίμως διαμένει. Από την άλλη όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο ποτέ δεν πρέπει να θεωρείται ως εντελώς απίθανο και να αποκλείεται. Όσο πιο σοβαρή είναι η ποινή που ενδεχομένως θα επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης τόσο πιο δυνητικά πραγματοποιήσιμος είναι ο κίνδυνος διαφυγής. Είναι αυτονόητο ότι εκεί όπου η προβλεπόμενη ποινή είναι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης το ενδεχόμενο διαφυγής είναι ακόμη μεγαλύτερο εφόσον η σκέψη για διαφυγή μπορεί να επενεργήσει ως δέλεαρ αποφυγής της ισόβιας φυλάκισης. (Βλ. Θεοδωρίδης πιο πάνω και Χριστοδούλου κ.ά. v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538.)
H πιθανότητα καταδίκης, εξετάζεται μέσα από τη μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου. «Πιθανότητα» σημαίνει πιθανολόγηση. Το μαρτυρικό υλικό εξετάζεται στην όψη του, χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε αξιολόγησή του και ούτε να προβαίνει σε οποιαδήποτε ευρήματα επί της ουσίας της υπόθεσης εφόσον δεν αποφασίζεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας η ενοχή ή μη του κατηγορούμενου. Θέματα τα οποία σχετίζονται με το κατά πόσον το παράπονο του θύματος υποβλήθηκε αργότερα, ή η μαρτυρία προέρχεται μόνο από το θύμα, ή ισχυρισμοί που αφορούν την νομιμότητα της σύλληψης του υπόπτου, ή τη δεκτότητα της μαρτυρίας που βασίζεται σε δηλώσεις του κατηγορουμένου, ή για την λήψη παράνομης ή μη μαρτυρίας εξετάζονται κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της ουσίας της υπόθεσης και όχι στο στάδιο της εξέτασης της αίτησης για την κράτηση ή μη του κατηγορούμενου. Περιορίζεται στην εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού, με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη (Ευριπίδου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135), Αργύρη εναντίον Δημοκρατίας ποινική έφεση 195/20, ημερομ. 23.12.20, Τσεκκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ, 32, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ, 54, Κουννάς κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ, 790, Στέλιος Καλλή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 114/15, ημερ. 19.6.2015, Μαυρομιχάλης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 165/20 και 166/20, απόφαση ημερ. 22.10.2020, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, ποιν.εφ.131/20 και 132/20, 20.8.20).
Στην προκειμένη περίπτωση η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη λόγω της φύσης τους και των προβλεπόμενων ποινών. Πρόκειται για σεξουαλικά αδικήματα που κατ΄ισχυρισμό διαπράχθηκαν από τον κατηγορούμενο εναντίον της συμβίας του. Ειδικότερα για το σοβαρότερο αδίκημα της κατηγορίας 1 προνοείται ποινή φυλάκισης διά βίου.
Έχω μελετήσει ενδελεχώς το μαρτυρικό υλικό - τεκμήριο Α, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, το οποίο περιλαμβάνει κατάθεση της παραπονούμενης όσο και μελών της οικογένειας της. Επίσης σ' αυτό περιλαμβάνονται και καταθέσεις που αφορούν την κατηγορία 6, της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Ειδικότερα από την κατάθεση της παραπονούμενης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος σε διάφορες ημερομηνίες ενώ η παραπονούμενη δεν έδινε τη συγκατάθεση της ερχόταν σε συνουσία μαζί της. Αυτός επέμενε μέχρι που αυτή υπέκυπτε και αναγκαζόταν, επειδή φοβόταν. Παραπέμπω συγκεκριμένα στις σελίδες 1 - 3 της κατάθεσή της. Ακόμη στη σελίδα 3 αναφέρει ότι δεν πήγαινε να κάνει καταγγελία γιατί φοβόταν την αντίδρασή του, δεν ήθελε να μπει σε τέτοια διαδικασία να θυμηθεί όσα πέρασε στα χέρια του κατηγορουμένου. Επίσης, αυτά που ανέφερε στην κατάθεσή της υποστηρίζονται και από τις καταθέσεις της μητέρας της και της αδελφής της.
Για την κατηγορία 6 παραπέμπω στο ημερολόγιο ενεργείας του Αστυφύλακα 4552 στο οποίο αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος βρίσκεται παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις 13/12/2024.
Συνεπώς, διαπιστώνω ότι με βάση τα πιο πάνω υπάρχει πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, χωρίς βεβαίως η διαθέσιμη μαρτυρία να αποκλείει κάθε λογική προσδοκία για αθώωση, ως επίσης τυχόν ποινές ενδεχομένως να είναι αυστηρές. Δεν αποκλείεται μάλιστα η επιβολή πολυετούς ποινής φυλάκισης, ειδικότερα στην κατηγορία 1.
Τα πιο πάνω εκτιμήθηκαν στην όψη τους και μόνο και για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα της πιο πάνω μαρτυρίας, ή κατά πόσο διαπράχθηκαν τα αδικήματα. Παραπέμπω στην υπόθεση Χόλιεφ v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 302/18 .4.2.19.
Ακόμη παράγοντες που λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο μεταξύ άλλων είναι εκείνοι που συνδέονται με τον χαρακτήρα του κατηγορούμενου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς δεσμούς και όλων των ειδών τους δεσμούς με την χώρα στην οποία διώκεται καθώς και γενικότερα θέματα υγείας και οι δεσμοί ενός κατηγορουμένου προσώπου με τη Δημοκρατία έχοντας κατά νου το αυτονόητο ότι ένας Κύπριος κατηγορούμενος ή υπόδικος έχει κατά κανόνα δεσμούς με τη χώρα του, δυνατούς ή χαλαρούς, ανάλογα με τις προσωπικές του συνθήκες. Παρόλον που οι δεσμοί αυτοί δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα για το κατηγορούμενο πρόσωπο προς υπερφαλάγγιση της σοβαρότητας του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται, εντούτοις εξετάζεται η ενδεχόμενη επίπτωση αυτών των δεσμών επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης κατά τη δίκη του (Μαρκίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 50/17, ημερ.22.3.17, Κρίνος Θεοχάρους κ.α. v Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 48, Ψύλλας v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 444, Γενικός Εισαγγελέας v Λουκάς Σιδερένιος κ.α ποινικές εφέσεις 73 -76/2008, ημερομηνίας 23.4.2008).
Επιπρόσθετα για τον κίνδυνο φυγοδικίας στην πρόσφατη ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ V ΓΚ, 88/21, 5.7.21: με αναφορά της στην Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 48 αναφέρθηκε ότι:
«Είναι επίσης νομολογημένο πως σε καμιά περίπτωση δεν εκτιμάται η πιθανότητα μη προσέλευσης με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων.Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος».
Συνεπώς προχωρώ να εξετάσω και τα υποκειμενικά κριτήρια της παρούσας, δηλαδή τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Αυτός είναι αλλοδαπός, κατάγεται από το Καμερούν και βρίσκεται στη Κυπριακή Δημοκρατία τουλάχιστον εδώ και 4 χρόνια. Με την παραπονούμενη έχει αποκτήσει ένα ανήλικο τέκνο ηλικίας τριών ετών. Η συνήγορος Υπεράσπισης κατέθεσε διάφορα έγγραφα ενώπιον του Δικαστηρίου. Ειδικότερα από το τεκμήριο Β προκύπτει ότι στις 08/12/2024 ο κατηγορούμενος καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο αίτηση με την οποία ζητεί απόφαση/διάταγμα του Δικαστηρίου για καθορισμό του δικαιώματος επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα τους, ή απόφαση/διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται ο τόπος διαμονής της ανήλικης και απόφαση/διάταγμα Δικαστηρίου με το οποίο να ανατίθεται στην Αιτήτρια η φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου τέκνου και λοιπές πτυχές της γονικής μέριμνας θα ασκούνται από κοινού και από τους δύο διάδικους.
Σύμφωνα με το Τεκμήριο Γ, διαφαίνεται ότι ο ίδιος στις 25/05/2025 υπέβαλε αίτηση επανανοίγματος του φακέλου του, η οποία παραλήφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας αναφορικά με την 6η κατηγορία.
Ακόμη σύμφωνα με το Τεκμήριο Δ προκύπτει ότι στις 22/02/2024 εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με το οποίο διατάχθηκε ο κατηγορούμενος - Καθ' ου η αίτηση να καταβάλλει μηνιαίως στην παραπονούμενη ποσό διατροφής ύψους €250 για το ανήλικο τέκνο τους. Τα πιο πάνω τεκμήρια δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή.
Εξετάζοντας τα πιο πάνω στοιχεία και έγγραφα σε συνάρτηση με την πιο πάνω αναφερθείσα νομολογία έχω ικανοποιηθεί ότι ο κατηγορούμενος έχει δεσμούς με τη Δημοκρατία αφού με την παραπονούμενη απέκτησε ένα ανήλικο τέκνο για το οποίο έχει ήδη προβεί σε διαβήματα που το αφορούν. Συνεπώς θεωρώ ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας του, αλλά επί του προκειμένου αυτός μπορεί να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους.
Ενόψει των πιο πάνω δεν δικαιολογείται το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής το οποίο και απορρίπτεται.
Ο κατηγορούμενος μπορεί να αφεθεί ελεύθερος με τους εξής περιοριστικούς όρους:
· να υπογράψει προσωπική εγγύηση ύψους €20.000,
· το όνομά του να τεθεί στον κατάλογο των προσώπων που απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία,
· να παραδώσει όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα,
· θα παρουσιάζεται καθημερινά σε Αστυνομικό Σταθμό που θα υποδείξει μεταξύ των ωρών 18:00 με 21:00
· απαγορεύεται στον κατηγορούμενο από του να διερχεται από τα οδοφράγματα που οδηγούν σε μη ελεγχόμενες περιοχές από την Κυπριακή Δημοκρατία,
· δεν θα προσεγγίζει με οποιοδήποτε τρόπο την παραπονούμενη σε απόσταση τουλάχιστον 150 μέτρων.
Βεβαίως ο κατηγορούμενος έχει κάθε δικαίωμα να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο του, εφόσον γίνουν οι ανάλογες διευθετήσεις χωρίς να παρενοχλήσει την παραπονούμενη με οποιοδήποτε τρόπο.
(Υπ.).................................
Γ. Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο