ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 19419/2023
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ
1. Ρ.N
2. Γ.N
-----------------------------------
Ημερομηνία: 7η Ιουλίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Μανώλη
Για τους Κατηγορούμενους 1 και 2: κ. Α. Σάββα
Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες
ΠΟΙΝΗ
Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 (κατηγορούμενοι στο εξής) έχουν κριθεί ένοχοι με δική τους παραδοχή σε κατηγορία βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των άρθρων 231, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία 2) και της επίθεσης προκαλούσας πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση των άρθρων 243, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία 3).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας οι κατηγορούμενοι την 16η Απριλίου 2023 στη Λεμεσό, παράνομα προκάλεσαν βαριά σωματική βλάβη στον Λ.Νικολάου από τη Λεμεσό.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της τρίτης κατηγορίας οι κατηγορούμενοι την 16η Απριλίου 2023 στη Λεμεσό, διέπραξαν επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη στον Λ.Νικολάου από τη Λεμεσό.
Στην παρούσα υπόθεση δόθηκε η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 24(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 για τη συνοπτική εκδίκασή της. Η κατηγορία 1 διακόπηκε σε προγενέστερο στάδιο και οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν σε αυτήν.
Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου (τεκμήριο Α) και συνοπτικά έχουν ως ακολούθως:
Στις 20/04/2023 και περί ώρα 19:10 προσήλθε στα γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού ο Λ. Νικολάου παραπονούμενος (M1) και κατάγγειλε ότι στις 16/04/2023 και περί ώρα 17:00 ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του φτάνοντας στη συμβολή οδών Πάφου και M.Μερκούρη μπροστά του βρισκόταν ένα όχημα μάρκας Mazda Demio σταματημένο χρώματος μαύρου, με το άναμμα του πράσινου φωτεινού σηματοδότη το εν λόγω όχημα δεν εκκίνησε και αυτός κόρναρε. Ο συνοδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου έβγαλε το χέρι του έξω από το παράθυρο και έκανε κίνηση του τύπου «τι θέλεις τι συμβαίνει;».
Ο M1 δεν ανταποκρίθηκε, προσπέρασε και συνέχισε τη διαδρομή του. Κατά τη διαδρομή αυτός αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο που βρισκόταν μπροστά του προηγουμένως στα φώτα τροχαίας τον ακολουθούσε από απόσταση. Φτάνοντας στον προορισμό του το εν λόγω όχημα του Μ1 σταμάτησε μέσα στον δρόμο, κατέβηκαν οι δύο κατηγορούμενοι φωνάζοντας του κατευθυνόμενοι προς αυτόν πεζοί αναγκάζοντας τον να σταματήσει. Τότε ο οδηγός πήγε προς την πλευρά του M1, συνέχισε να φωνάζει, άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του M1 και αυτός αμέσως κατέβηκε κάτω ζητώντας τα κλειδιά του πίσω. Η συζήτηση έγινε έντονη και σε ανύποπτο χρόνος ο δεύτερος κατηγορούμενος άρπαξε τον M1 από το λαιμό κάνοντας του κεφαλοκλείδωμα. Ο M1 κατάφερε να ξεφύγει, συνέχιζε να φωνάζει στον κατηγορούμενο 1 που ήταν ο οδηγός του οχήματος, να του επιστρέψει τα κλειδιά του και την ίδια στιγμή ο δεύτερος κατηγορούμενος του έριξε δύο μπουνιές στο πρόσωπο ρίχνοντας τον στο έδαφος. Το επόμενο βράδυ ο Μ1 επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου αφού εξετάστηκε από τον επί καθήκοντι Ιατρό M. Πατσαλίδη (M2) διαπιστώθηκε ότι έφερε πολλαπλά κατάγματα στην αριστερή πλευρά του προσώπου του, καθώς και περιοφθαλμικό αιμάτωμα. Αφού έτυχε των Πρώτων Βοηθειών απολύθηκε.
Στη γραπτή κατάθεση που του λήφθηκε κατονόμασε τους δύο κατηγορούμενους. Αυτός αναγνώρισε τον δεύτερο κατηγορούμενο μέσω του προφίλ του στην πλατφόρμα Facebook.
Στις 02/05/2023 και περί ώρα 12:05 η υπεύθυνη του ακτινολογικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού M. Πηλαβάκη παρέδωσε στον Αναπληρωτή Λοχία 494 M.Φιλίππου του ΤΑΕ Λεμεσού ένα ψηφιακό δίσκο του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, δηλαδή την αξονική τομογραφία, στην οποία υποβλήθηκε ο Μ1 στις 17/04/2023, ο οποίος κρατήθηκε ως τεκμήριο.
Σύμφωνα με την έκθεση της Ιατρού ακτινολόγου Ε.Γεωργίου (M6) από την εξέταση του M1 παρατηρούνται πολλαπλά κατάγματα στο έξω πλάγιο τοίχωμα του αριστερού ιγμορείου, στην οροφή του αριστερού ιγμόρειου/έδαφος αριστερού οφθαλμικού κόγχου, στο αριστερό ζυγωματικό οστό/ζυγωματικό τόξο.
Στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης λήφθηκαν διάφορες καταθέσεις από τις οποίες προέκυψε εμπλοκή των δύο κατηγορουμένων, οι οποίοι είναι αδέλφια. Μεταξύ άλλων καταθέσεων λήφθηκε κατάθεση από την αδελφή του M1, η οποία είδε τον αδελφό της σε λιπόθυμη κατάσταση να κάθεται στον δρόμο και να είναι ακουμπημένος στο αυτοκίνητο των κατηγορουμένων. Αυτή είδε τον πρώτο κατηγορούμενο, τον οποίο γνώριζε αφού φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο να κουνά τον M1 με τα χέρια του, για να φέρει τις αισθήσεις του. Επίσης αναγνώρισε τον δεύτερο κατηγορούμενο, τον οποίο επίσης γνώριζε καλά, αφού ήταν συμμαθητής της στην ίδια τάξη στο Γυμνάσιο να κρατά στα χέρια του τα κλειδιά του αυτοκινήτου του M1.
Στις 18.4.23 εξετάστηκε από τον Δρ.Η.Ηλία ειδικό χειρούργο οφθαλμίατρο ο οποίος διέγνωσε τραύμα του αριστερού οφθαλμού μετά από κτύπημα, αιμάτωμα και οίδημα των βλεφάρων του αρ.οφθαλμού και αιμάτωμα του επιπεφυκότα. Η όραση στον αριστερό οφθαλμό είναι μειωμένη. Στις 5.7.25 ο ΜΚ1 εξετάστηκε από τον ίδιο Ιατρό και διέγνωσε μερική ατροφία των οπτικών νεύρων και των δύο οφθαλμών και τα οπτικά πεδία είναι μειωμένα. Η όραση είναι μειωμένη στον αριστερό οφθαλμό και είναι πιθανό οι αλλοιώσεις αυτές να σχετίζονται με το τραύμα που υπέστη ο ΜΚ1 τον επίδικο χρόνο. Χρήζει περαιτέρω διερεύνησης (τεκμήριο Ε). Στις 26/04/2023 ο M1 υποβλήθηκε σε εγχείρηση σε ιδιωτικό νοσοκομείο από γναθοχειρούργο (τεκμήριο ΣΤ΄).
Στις 06/05/2023 ο Π.Δημητρίου διευθυντής και ιδιοκτήτης εταιρείας συστημάτων ασφαλείας παρέδωσε στην Αστυνομία ένα usb, το οποίο περιείχε πλάνα που καταγράφηκαν από την οδό Δημήτρη Λάγιου στη Λεμεσό και κρατήθηκε ως τεκμήριο. Επίσης την ίδια ημέρα παραδόθηκε στην Αστυνομία ένα usb, το οποίο περιείχε άλλα πλάνα από κινητό τηλέφωνο για τις 16/04/2023.
Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν μέσω του μηχανογραφημένου συστήματος της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου που ενεπλάκηκε με τον M1 είναι η Α.Νικολάου, σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου.
Στις 06/05/2023 ο Μ3 συνέλαβε τους κατηγορούμενους και αφού τους επιστήθηκε η προσοχή τους στον Νόμο απάντησε ο μεν πρώτος «εντάξει» και ο δε δεύτερος «ξέρω το, δεν έχει πρόβλημα». Την ίδια ημερομηνία τους λήφθηκαν ανακριτικές καταθέσεις, στις οποίες ανέφεραν τους ισχυρισμούς τους.
Ο Μ1 είδε και αναγνώρισε τον κατηγορούμενο 2 στα πλαίσια αναγνωριστικής παράταξης και ανέφερε «εν τούτος που μου χτύπησε στο πρόσωπο», ως επίσης είδε και αναγνώρισε τον πρώτο κατηγορούμενο και ανέφερε «εν ο αρφός του Γιάννη που με χτύπησε και ήταν οδηγός του αυτοκινήτου που με ακολούθησε».
Στις 07/05/2023 ο μάρτυρας 14 κατηγόρησε γραπτώς και τους δύο κατηγορουμένους και απάντησαν «δεν παραδέχομαι, ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».
Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι οι κατηγορούμενοι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Επίσης ζήτησε όπως ο ψηφιακός δίσκος της αξονικής τομογραφίας του παραπονούμενου να του επιστραφεί, τα υπόλοιπα τεκμήρια να κατασχεθούν και να καταστραφούν.
Ο συνήγορος Υπεράσπισης αγόρευσε προς μετριασμό της ποινής και ανέφερε ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ηλικία των κατηγορουμένων όταν διέπραξαν τα αδικήματα, δηλαδή 23 και 25 ετών αντίστοιχα. Ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό και μία νεανική παρεξήγηση. Εάν το Δικαστήριο προτίθεται να τους καταδικάσει σε ποινές φυλάκισης αυτές δύνανται να ανασταλούν.
Τα αδικήματα τα οποία παραδέχτηκαν οι κατηγορούμενοι είναι σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από το Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής. Συγκεκριμένα για το αδίκημα της βαρειάς σωματικής βλάβης προνοείται ποινή φυλάκισης 7 χρόνων ή χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές και το αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης ποινή φυλάκισης έως και τρία χρόνια ή χρηματική ποινή ή και οι δύο αυτές ποινές.
Η σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων επισημαίνεται και από τη σχετική νομολογία εφόσον αυτά ενέχουν το στοιχείο της ηθελημένης χρήσης βίας. Ως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλος (2001) 2 Α.Α.Δ. 95 η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας, πλήττει το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του. «Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης είτε ως μέσο εκδίκησης είτε ως μέσο τιμωρίας δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωση της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς». Ούτε φυσικά και η επίλυση προσωπικών διαφορών με τη χρήση βίας μπορεί να γίνει ανεκτή. Η ποινή για τέτοιου είδους αδικήματα θα πρέπει να είναι ανάλογη και με την έκταση της χρήσης βίας, τα μέσα που χρησιμοποιούνται, τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται, το προβλεπτό αυτών και τις επιπτώσεις τους στο θύμα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639, Σακαρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ 272 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ 342). Περαιτέρω λαμβάνεται υπόψη και το κατά πόσο αυτή ασκείται σε δημόσιο χώρο στην παρουσία άλλων προσώπων εφόσον κάτι τέτοιο αποτελεί απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά. Πρόκειται για συμπεριφορά, η οποία δεν επιφέρει μόνο σωματικό τραυματισμό αλλά και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος. Επίδειξη ισχύος σε δημόσιο χώρο συνιστά μορφή αντιπαράθεσης προς το νόμο, που δεν γίνεται ανεκτή (βλ. και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 327 και Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 581). Σε τέτοιες περιπτώσεις ενδεικνυόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης.
Η ύπαρξη ή έλλειψη προσχεδιασμού ή προσυνεννόησης είναι επίσης στοιχείο που λαμβάνεται υπόψην είτε ως επιβαρυντικός είτε ως ελαφρυντικός παράγοντας αντίστοιχα (βλ. Αχτάρ κ.α. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 397).
Αυστηρότερη είναι ασφαλώς η αντιμετώπιση της νομολογίας μας για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα του Γ. Πικί, Sentencing in Cyprus (2nd edition) σελ. 116-117, η πλέον συνηθισμένη ποινή για παρόμοιου είδους αδικήματα είναι η ποινή της φυλάκισης, η οποία μπορεί να ανέρχεται σε ημέρες, μήνες ή και χρόνια. Σημασία για το ύψος της ποινής έχουν οι συνθήκες και οι περιστάσεις της κάθε υπόθεσης περιλαμβανόμενης ασφαλώς κάθε μιας εκ των προαναφερόμενων παραμέτρων που την χαρακτηρίζει (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ 463, Αεροπόρος ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 275 και Evans ανωτέρω).
Θεώρηση της νομολογίας επισημαίνει ότι η ποινή που επιβάλλεται είναι ανάλογη της σοβαρότητας που χαρακτηρίζει την κάθε υπόθεση ξεχωριστά στη βάση των γεγονότων και περιστατικών που την περιβάλουν.
Με τα πιο πάνω κατά νου, επιστρέφω στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ειδικά στους παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση της ποινής που θα επιβληθεί στους Κατηγορούμενους.
Για προσδιορισμό, λοιπόν, της ποινής, πρώτα και πάνω απ' όλα λαμβάνω υπόψη αφενός τη σοβαρότητα των δύο αδικημάτων, ως προκύπτει από τις προβλεπόμενες στον Νόμο ποινές, την αναφερθείσα νομολογία και τα γεγονότα και αφετέρου την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τους. Δυστυχώς, τα αδικήματα που διέπραξαν οι Κατηγορούμενοι παρουσιάζουν έξαρση, κάτι το οποίο είμαι σε θέση να γνωρίζω εντός των πλαισίων της δικαστικής μου γνώσης από τις υποθέσεις που επιλαμβάνομαι. Αδικήματα του είδους που οι Κατηγορούμενοι διέπραξαν αποτελούν συχνό φαινόμενο. Εξ’ ου και τα Δικαστήρια οφείλουν να αντιμετωπίζουν τέτοιες απαράδεκτες και επικίνδυνες συμπεριφορές με αυστηρότητα, σε μία προσπάθεια αφενός να προστατεύσουν την κοινωνία και αφετέρου να στείλουν το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Συγκεκριμένα από τα γεγονότα προκύπτει ότι επειδή ο παραπονούμενος κόρναρε στο όχημα των δύο κατηγορουμένων, αρχικά ο συνοδηγός δηλαδή ο κατηγορούμενος 2 έβγαλε το χέρι του έξω από το παράθυρο και έκανε κίνηση του τύπου «τι θέλεις τι συμβαίνει;». Ο M1 δεν ανταποκρίθηκε, προσπέρασε και συνέχισε τη διαδρομή του. Κατά τη διαδρομή αυτός αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο που βρισκόταν μπροστά του προηγουμένως στα φώτα τροχαίας τον ακολουθούσε από απόσταση. Στη συνέχεια αυτοί κατέβηκαν από το όχημα τους φωνάζοντας του, κατευθυνόμενοι πεζοί προς αυτόν, αναγκάζοντας τον να σταματήσει. Τότε ο 1ος κατηγορούμενος – οδηγός του οχήματος πήγε προς την πλευρά του M1, συνέχισε να φωνάζει, άρπαξε και κρατούσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του M1 χωρίς να του τα δίνει. Η συζήτηση έγινε έντονη και σε ανύποπτο χρόνος ο δεύτερος κατηγορούμενος του έκανε κεφαλοκλείδωμα και του επιτέθηκε με γροθιές στο πρόσωπο με αποτέλεσμα να καταλήξει στο έδαφος και να χάσει τις αισθήσεις του. Αυτός τραυματίστηκε και υποβλήθηκε σε εγχείρηση από γναθοχειρούργο. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στις 18.4.23 αλλά και στις 5.7.25 ο ΜΚ1 εξετάστηκε από τον Δρ.Η.Ηλία ειδικό χειρούργο οφθαλμίατρο και διέγνωσε μερική ατροφία των οπτικών νεύρων και των δύο οφθαλμών και τα οπτικά πεδία είναι μειωμένα. Η όραση είναι μειωμένη στον αριστερό οφθαλμό και είναι πιθανό οι αλλοιώσεις αυτές να σχετίζονται με το τραύμα που υπέστη ο ΜΚ1 τον επίδικο χρόνο. Χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Η συνολική συμπεριφορά των κατηγορουμένων ήταν άκρως επικίνδυνη και καταδικαστέα. Δεν διαλανθάνει βεβαίως της προσοχής μου ότι ελλείπει παντελώς οποιοσδήποτε προσχεδιασμός στις ενέργειες τους που αποτέλεσαν την αξιόποινη συμπεριφορά τους κατά του παραπονούμενου και ότι ενήργησαν στιγμιαία. Άλλο στοιχείο το οποίο επιβαρύνει τη συμπεριφορά τους, είναι το γεγονός ότι η βία ασκήθηκε σε δημόσιο χώρο, προσδίδουσα ειδικότερα στο αδίκημα της επίθεσης έντονο αντικοινωνικό χαρακτήρα. Τέτοιους είδους συμπεριφορές είναι απαράδεκτες και δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές. Επίσης δεν μου διαφεύγει η σοβαρότητα των βλαβών που έχει υποστεί ο παραπονούμενος, δηλαδή πολλαπλά κατάγματα και δη στο πρόσωπο, πλησίον του αριστερού του οφθαλμού και περιοφθαλμικό αιμάτωμα (τεκμήριο Δ΄σχετικό). Αυτός υποβλήθηκε σε εγχείρηση από γναθοχειρούργο και σε σχέση με τους οφθαλμούς του παρουσιάζεται μερική ατροφία των οπτικών νεύρων και των δύο οφθαλμών και τα οπτικά πεδία είναι μειωμένα. Η όραση είναι μειωμένη στον αριστερό οφθαλμό και είναι πιθανό οι αλλοιώσεις αυτές να σχετίζονται με το τραύμα που υπέστη ο ΜΚ1 τον επίδικο χρόνο. Χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Παρά τα πιο πάνω δεν εξαλείφεται η ανάγκη που υπάρχει παράλληλα για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Από την άλλη η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας των αδικημάτων, ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Ιωάννου κ.α ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286).
Ως έχει αναφερθεί στην Πισκόπου ανωτέρω, η αποτροπή ως παράγοντας, ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Αυτή δε η παράμετρος έχει δύο συνισταμένες, μια η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος και άλλη που σχετίζεται με την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που βρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.
Προς όφελος λοιπόν των κατηγορουμένων λαμβάνω υπόψην μου όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και συγκεκριμένα:
· Την παραδοχή τους στο Δικαστήριο η οποία δεν ήταν άμεση αλλά έγινε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και με αυτή διασώθηκε αρκετός δικαστικός χρόνος. Χωρίς την παραδοχή τους, τα περιθώρια επιείκειας θα ήταν στενά. Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με αποτέλεσμα να μη σπαταλείται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28).
· Δεν υπήρξε προσχεδιασμός στην διάπραξη των αδικημάτων και ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.
· Το νεαρό της ηλικίας τους εφόσον κατά τη διάπραξη των αδικημάτων ήταν 27 και 25 ετών αντίστοιχα. Ως έχει νομολογηθεί το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορούμενου αποτελεί σημαντικό μετριαστικό παράγοντα. Στο αναθεωρημένο σύγγραμμα G. Piki, Sentencing in Cyprus (2nd ed.) τονίζεται το πόσο ευαίσθητο έργο αποτελεί το καθήκον επιβολής ποινής σε νεαρά άτομα για τα οποία έμφαση πρέπει να δίδεται στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία. Το δεδομένο όμως αυτό δεν αποτελεί πάντοτε παράγοντα που επηρεάζει από μόνο του το είδος της ποινής. Συνεκτιμάται και αυτό με όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες (βλ. Φανάρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50).
· Η χρονική καθυστέρηση που υπήρξε στην υπόθεση. Ως έχει νομολογηθεί η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, δηλαδή αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355, Αβραάμ ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365, βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267). Τα αδικήματα διαπράχθηκαν το έτος 2023 και το δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή 2 χρόνια μεταγενέστερα.
· Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές τους περιστάσεις όπως αυτές αναφέρονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας τεκμήρια Β και Γ αντίστοιχα και στα όσα έχει αναφέρει ο συνήγορος τους και ειδικότερα ότι ο κατηγορούμενος 1 είναι σήμερα ηλικίας 29 ετών, έγγαμος, εργάζεται με μηνιαίο εισόδημα €2000 και είναι πατέρας ενός ανήλικου παιδιού (3 ετών). Ο κατηγορούμενος 2 σύμφωνα με την έκθεση - τεκμήριο Γ, είναι ηλικίας σήμερα 27 ετών, άγαμος, διαμένει με την οικογένειά του και λαμβάνει €1200 μηνιαίως από την εργασία του.
· Έχουν καταβάλει στον παραπονούμενο το χρηματικό ποσό των €5000 και αποδέχονται την έκδοση διατάγματος αποζημίωσης ύψους €6000.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σε σοβαρά όμως αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής ποινής, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ 382).
Όλοι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται μεν υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, δεν είναι όμως τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω.
Το δικαστήριο έχει κατά νου ότι κάθε περίπτωση κρίνεται με τα δικά της περιστατικά. Οι ποινές που επιβάλλονται σε άλλες περιπτώσεις εντούτοις, αποτελούν μέσο και μέτρο καθοδήγησης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδουλίδη (2001) 2 ΑΑΔ 753).
Στην υπόθεση Ε.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 221/2017, ημερ. 15.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B428, ECLI:CY:AD:2019:B428, η οποία αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης βαρειάς σωματικής βλάβης την οποία η εφεσείουσα προκάλεσε στο θύμα, δηλαδή κάταγμα του ισχίου και μικροτραυματισμούς αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: «Κρίνουμε όμως αναγκαίο να υποδείξουμε, υπό μορφή γενικότερης παρατήρησης, ότι τα αδικήματα αυτής της φύσης, τα οποία διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα και τα οποία ενέχουν το στοιχείο της αυθαιρεσίας, της αυτοδικίας και της βίαιης επιθετικότητας έναντι συνανθρώπου, η οποία συνιστά παράλληλα βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του, θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά και αποτρεπτικά, ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθεί έμπρακτη μεταμέλεια».
Στην υπόθεση Mehmet Urgan ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. 159/11 ημερ. 4/4/12), επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης 2½ ετών για το αδίκημα της τέλεσης πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα και 2 ετών για δυο κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Ο εφεσείοντας σε δυο περιπτώσεις επιτέθηκε στο θύμα προκαλώντας του στην πρώτη περίπτωση κάταγμα κάτω γνάθου, κάταγμα ζυγωματικού καθώς και εκχυμώσεις σε διάφορα μέρη του σώματος του και στην δεύτερη περίπτωση προκαλώντας του θλαστικό τραύμα στον τράχηλο, τραυματισμό γλώσσας, αποκόλληση δοντιών, οίδημα και εκχυμώσεις τραχήλου, οίδημα αφτιού, αιμάτωμα στην γλώσσα, στοματικές κακώσεις και επιπλοκή στα κατάγματα που είχε υποστεί κατά το προηγούμενο επεισόδιο.
Ο τότε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Α. Κραμβής, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Τα φαινόμενα βίας που συχνά παρατηρούνται τον τελευταίο καιρό σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, μας προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Η βία στα γήπεδα, στους δρόμους, στην οικογένεια ακόμη και στα σχολεία είναι πλέον θέματα της καθημερινότητας. Προτού αυτά τα φαινόμενα προσλάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις και με ολέθριες συνέπειες, κάποιοι πρέπει να προβληματιστούν ώστε εγκαίρως και με τα κατάλληλα μέτρα να αντιμετωπιστεί όσο μπορεί πιο αποτελεσματικά η κατάσταση. Τα Δικαστήρια από τη δική τους πλευρά, οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι υποθέσεις αυτού του είδους να εκδικάζονται χωρίς καθυστέρηση και να επιβάλλονται στους δράστες αποτρεπτικές ποινές, στέλνοντας έτσι μήνυμα μηδενικής ανοχής».
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Evans (2005) 2 ΑΑΔ 639 ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε το αδίκημα της πρόκλησης βαρειάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα. Ο παραπονούμενος υπέβαλε ερωτήσεις στον εφεσίβλητο για το αν ήταν ομοφυλόφιλος με αποτέλεσμα ο τελευταίος να τον σπρώξει και να τον φτύσει και όταν προσπάθησε να απομακρυνθεί αντιλήφθηκε τον παραπονούμενο να κινείται προς το μέρος του με κατεβασμένο παντελόνι και εσώρουχο. Ο εφεσίβλητος έχασε την ψυχραιμία του και τον γρονθοκόπησε στο στήθος και στο πρόσωπο και όταν έπεσε στο έδαφος του έτριψε με το πόδι το πρόσωπο στο έδαφος. Ο παραπονούμενος υπέστη σοβαρά τραύματα και μια από τις συνέπειες του τραυματισμού του ήταν και η μείωση της διανοητικής του ικανότητας από υψηλής σε μέσου όρου. Το Ανώτατο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, την άμεση παραδοχή του το λευκό του ποινικό μητρώο παραμέρισε την ποινή φυλάκισης 14 μηνών και την αντικατέστησε με φυλάκιση δυο ετών.
Στην υπόθεση Αχτάρ ν. Αστυνομίας κ.ά. (2010) 2 ΑΑΔ 397, οι εφεσείοντες μεταξύ άλλων αντιμετώπιζαν το αδίκημα των πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 228(α) και την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Οι τέσσερεις αστυνομικοί τραυματίστηκαν με ένα από αυτούς να είχε υποστεί τους σοβαρότερους τραυματισμούς με σοβαρής μορφής αστάθεια του αριστερού αγκώνα, με πλήρη ρήξη των έσω πλαγίων συνδέσμων και της έσω πλευράς του θύλακα του αριστερού αγκώνα. Χρειαζόταν χειρουργική επέμβαση για σταθεροποίηση του αγκώνα. Οι ποινές φυλάκισης μειώθηκαν για μεν τον εφεσείοντα στην ποινική έφεση αρ. 207/08 σε ποινές φυλάκισης 18 μηνών και 1 χρόνου, για τον εφεσείοντα στην ποινική έφεση αρ. 208/08 μειώθηκε σε ποινή φυλάκισης 2½ ετών και 3 ετών, για τον εφεσείοντα στην ποινική έφεση αρ.209/08 μειώθηκε σε ποινή φυλάκισης 2½ ετών.
Συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα όσα εκτίθενται πιο πάνω και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλουν τη διάπραξη τους, αλλά και τη φύση και τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων κρίνω ότι αυτά δεν αφήνουν άλλη επιλογή στο Δικαστήριο εκτός από την επιβολή ποινής φυλάκισης.
Έχοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω κρίνω ως αρμόζουσες ποινές αυτές της φυλάκισης. Καταληκτικά επιβάλλονται στους κατηγορούμενους οι ακόλουθες ποινές:
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: 7 μήνες φυλάκιση έκαστος κατηγορούμενος.
ΤΡΙΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: 4 μήνες φυλάκιση έκαστος κατηγορούμενος.
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.
Έχοντας επιβάλει στους κατηγορούμενους ποινή φυλάκισης κάτω των 3 ετών προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω το θέμα της αναστολής της ποινής φυλάκισης που τους επιβλήθηκε.
Το θέμα της αναστολής ποινής φυλάκισης ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 καθώς επίσης και οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161). Επιβληθείσα ποινή φυλάκισης είναι δυνατό να ανασταλεί εφόσον αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ή και από τα προσωπικά περιστατικά ενός κατηγορούμενου.
Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης στην υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 λέχθηκε ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».
Στην απόφαση Απέργη ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 64/2023, ημερ. 22.6.2023 έγινε αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2021, ημερ. 29.7.2021 στην οποία εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.
Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 186(Ι)/2003 και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία επί του θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161) και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη μου το σύνολο των επιβαρυντικών περιστάσεων της υπόθεσης δηλαδή εντελώς απρόκλητα και για ασήμαντο λόγο οι κατηγορούμενοι ακολούθησαν τον παραπονούμενο για κάποια απόσταση, τον ανάγκασαν να σταματήσει σε δημόσιο χώρο, αυτός δέχθηκε επίθεση με αποτέλεσμα την λυποθυμία, τον σοβαρό τραυματισμό του στο πρόσωπο και την μετέπειτα υποβολή του σε εγχείρηση από γναθοχειρούργο αλλά και ότι ενδεχομένως από το τραύμα μετά από το κτύπημα που δέκτηκε παρατηρείται μερική ατροφία στα οπτικά νεύρα και των δύο οφθαλμών του και η όραση του είναι μειωμένη στον αρ.οφθαλμό. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν την σοβαρότητα του επεισοδείου και γι΄αυτό προέχει λοιπόν το στοιχείο της αποτροπής όχι μόνο για το κοινό γενικότερα αλλά πρώτιστα για τους ίδιους τους κατηγορούμενους.
Συνεπώς κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογείται όπως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκηθεί υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που τους επιβλήθηκε.
Όλοι δε οι ελαφρυντικοί παράγοντες ως και οι επιπτώσεις σ΄ αυτούς από την άμεση εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, έχουν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο αλλά δεν μεταβάλλουν τα πιο πάνω για σκοπούς του υπό εξέταση θέματος. Δεν δικαιολογείται λοιπόν η έκδοση διαταγής για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης.
Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στους κατηγορούμενους να εκτελεστούν άμεσα.
Εκδίδεται διάταγμα αποζημίωσης του παραπονούμενου ύψους €6000 εναντίον των κατηγορουμένων εντός 8 μηνών από την αποφυλάκιση τους.
Όσον αφορά τον ψηφιακό δίσκο της αξονικής τομογραφίας του παραπονούμενου
να του επιστραφεί και τα υπόλοιπα τεκμήρια να κατασχεθούν και να καταστραφούν από την αστυνομία.
(Υπ.) ............................................
Γ. Ιωαννίδου ‑ Παπά, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο