ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 2917/23
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ
N. K.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ
-----------------------------------
Ημερομηνία: 31 Ιουλίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Χρ.Κυριακίδου
Για τον Κατηγορούμενο: καμία εμφάνιση
Κατηγορούμενος απών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει στο παρόν κατηγορητήριο το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως ‘’Α’', κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Μέρος Ι, 6(1)(2), 24, 30, 31, 31Α και ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε (κατηγορία 1) και το αδίκημα της παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως ‘’Α’’, κατά παράβαση των άρθρων 10(α), 24(1) και 30, 31 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ, Μέρος Ι και Τρίτος Πίνακας του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, όπως τροποποιήθηκε (κατηγορία 2).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας ο κατηγορούμενος την 22η Μαρτίου 2019 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως ‘’Α’’, δηλαδή 0,18 γραμμάρια μεθαμφεταμίνης χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της δεύτερης κατηγορίας ο κατηγορούμενος την 21η Μαρτίου 2019 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, παράνομα χρησιμοποίησε ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως ‘’Α’’, ήτοι μεθαμφεταμίνη.
Ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου και κατόπιν αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής διατάχθηκε με ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου όπως η ακροαματική διαδικασία διεξαχθεί στην απουσία του και καταχωρίστηκε μη παραδοχή στις εναντίον του κατηγορίες.
Ενόψει αυτής της κατάληξης θα προχωρήσω στην συνοπτική παράθεση της μαρτυρίας και παράλληλα στην αξιολόγηση των μαρτύρων που κατέθεσαν αναφορικά με την απόδειξη των δύο κατηγοριών. Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης, έχει μελετηθεί διεξοδικά και αξιολογήθηκε πλήρως παρά την απουσία ρητής αναφοράς (βλ. Al Watani κ.α. ν. Παπαδοπούλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 924, 1937).
Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν 4 μάρτυρες κατηγορίας, ήτοι ο Α/Αστυφ.3430 Ε.Παπαελισσαίου (ΜΚ1), ο Λοχ.70 Γ.Γεωργίου (πρώην Ε/Αστυφ.5259 - ΜΚ2), ο Λοχ.2532 Α.Παναγίδης (ΜΚ3) και ο Αστ.3437 Α.Αριστοτέλους (ΜΚ4). Επίσης, ενώπιον του Δικαστηρίου κατατέθηκαν 11 τεκμήρια.
Είχα την ευκαιρία μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους ΜΚ 1 - 4 που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Η μαρτυρία τους ενόψει της απουσίας του κατηγορούμενου παρέμεινε αναντίλεκτη.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στην βάση τη μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (Hasan v Ανδρέου, πολιτική έφεση 2/11, ημερ.2.12.15). Το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, (Βασιλειάδης v Σπύρου Λτδ, πολιτική έφεση 123/09, ημερ.14.10.15).
Μάρτυρας Κατηγορίας 1 (ΜΚ1) ήταν ο Λοχ.3430 Ε.Παπαελισσαίου ο οποίος υπηρετεί στην ΥΚΑΝ Λεμεσού και κατέθεσε και υιοθέτησε την κατάθεση του τεκμήριο 1 ως επίσης και τα τεκμήρια 2 - 5 μεταξύ άλλων τη θεληματική κατάθεση που έλαβε από τον κατηγορούμενο (τεκμ.2), ως επίσης και καφέ φάκελο της Κυπριακής Δημοκρατίας εντός του οποίου υπάρχει τεμάχιο άσπρου χαρτονιού που περιείχε κρυσταλλική ουσία (τεκμ.5 δικαστηρίου). Στο φάκελο αυτού και στη σφράγιση υπάρχει υπογραφή του μάρτυρα, του κατηγορούμενου και της Χημικού που το εξέτασε.
Ο ΜΚ1 μου έκανε καλή εντύπωση και αποδέχομαι τα όσα αυτός αναφέρει στην κατάθεση του, δηλαδή ότι ο Ε/Αστυφ.5259 του παρέδωσε ένα τεμάχιο άσπρου χαρτονιού, το οποίο περιείχε κρυσταλλική ουσία, μεταμφεταμίνη (τεκμ.1 ως το περιγράφει και τεκμήριο 5 δικαστηρίου) και τον πληροφόρησε εν συντομία για τις συνθήκες ανεύρεσης του στην κατοχή του Κορελίδη, τον οποίο και συνέλαβε για αυτόφωρο αδίκημα.
Ο ΜΚ1 πρώτα, πληροφόρησε γραπτώς τον Κορελίδη για τα νομικά του δικαιώματα, όπου η ώρα 00.50 ο τελευταίος υπέγραψε και το σχετικό έντυπο δικαιωμάτων (τεκμ.4). Ακολούθως του εξήγησε τη διαδικασία συσκευασίας του τεκμηρίου, στην οποία προχώρησε μεταξύ των ωρών 00.55 – 00.57, στην παρουσία του, συσκευάζοντας και σφραγίζοντας το πιο πάνω τεκμήριο σε χάρτινο χακί φάκελο της Κ.Δ., στον οποίο έδωσε τα διακριτικά Ε.Π.1. Μαζί με τον Κορελίδη υπέγραψαν τη σφράγιση του τεκμηρίου, το οποίο κράτησε υπό την φύλαξή του. Στη συνέχεια, μεταξύ των ωρών 01.05 – 01.20, μετά από επιθυμία του Κορελίδη και αφού πρώτα του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο, κατέγραψε τη θεληματική του κατάθεση. Μέσα από την εν λόγω κατάθεση, ο Κορελίδης μεταξύ άλλων ομολογεί ότι το πιο πάνω τεκμήριο του ανήκε και το κατείχε για δική του χρήση, αναφέροντας μάλιστα πως η τελευταία φορά που έκανε χρήση κρύσταλ, ήταν την προηγούμενη ημέρα, 21.03.19. Στις 08.04.19 και ώρα 08.30, παρέδωσε το πιο πάνω τεκμήριο, στον Α/Αστυφ.2532 Α. Παναγίδη, για να το μεταφέρει στο Κρατικό Χημείο, για τις δέουσες επιστημονικές εξετάσεις. Στις 15.07.19 και ώρα 16.00, ο Αστυφ.3437 Αρ. Αριστοτέλους, του παρέδωσε πίσω το προαναφερόμενο τεκμήριο, το οποίο παρέλαβε καθ’ υπόδειξή του από το Κρατικό Χημείο και φέρει την υπογραφή της Χημικού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων, η ανευρεθείσα κρυσταλλική ουσία, που περιείχε το Τεκμ.1 (τεκμ.5 δικαστηρίου), είναι πράγματι μεταμφεταμίνη, βάρους 0,18 του γραμμαρίου.
Ως εκ των πιο πάνω, την 01.09.19 και μεταξύ των ωρών 22.25 – 22.28, στα γραφεία της Υ.ΚΑ.Ν. Λεμεσού, κατηγόρησε γραπτώς τον Κορελίδη (τεκμήριο 3) για τα αδικήματα της παράνομης κατοχής και χρήσης Ε.Φ.Τ.Α΄, δηλαδή μεταμφεταμίνης και αφού του επέστησε γραπτώς την προσοχή του στο Νόμο, του απάντησε «Παραδέχομαι», απάντηση την οποία έγραψε ο ίδιος και ως ορθή την υπέγραψε στην παρουσία του.
Ο ΜΚ1 μου έκανε καλή εντύπωση καταθέτοντας για τις ενέργειες του και αποδέχομαι ως αξιόπιστη στο σύνολο της, την αναντίλεκτη μαρτυρία του για την παρούσα υπόθεση και προβαίνω στα ανάλογα ευρήματα.
Μάρτυρας Κατηγορίας 2 (ΜΚ2) ήταν ο Λοχ.70 Γ.Γεωργίου (πρώην Ε/Α.5259) ο οποίος υπηρετεί στον ΟΠΕ Λεμεσού και κατέθεσε την κατάθεση του την οποία υιοθέτησε (τεκμήριο 6).
Αποδέχομαι τα όσα αναφέρει ο ΜΚ2 στην κατάθεσή του (τεκμήριο 6) δηλαδή ότι στις 22.3.19 και περί ώρα 00.15 ενώ βρισκόταν μαζί με δύο συναδέλφους του σε μηχανοκίνητη περιπολία ανέκοψαν όχημα για έλεγχο στο οποίο επέβαιναν δύο άντρες οι οποίοι με την θέα τους έδειξαν ανησυχία. Αυτός κατέβηκε και προσέγγισε το αυτοκίνητο από την πλευρά του συνοδηγού. Τους υπέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα και τους ζήτησε να του παρουσιάσουν τα στοιχεία τους και να κατέβουν από το αυτοκίνητο, πράγμα που έπραξαν. Από τον έλεγχο των στοιχείων τους διαπίστωσε ότι ο συνοδηγός ήταν ο κατηγορούμενος μαζί με άλλο πρόσωπο. Αφού τους εξήγησε τον λόγο της παρουσίας τους στο μέρος και την πρόθεση τους για έρευνα των ιδίων και του οχήματος, τους ρώτησε αν είχαν τίποτα παράνομο στην κατοχή τους και τους επέστησε την προσοχή τους στο νόμο και αυτοί απάντησαν «όχι». Στη συνέχεια προχώρησε σε σωματική έρευνα του κατηγορούμενου όπου και εντόπισε ένα τεμάχιο άσπρο χαρτόνι μέσα στο οποίο υπήρχε ποσότητα άσπρης κρυσταλλικής ουσίας μεταμφεταμίνης μέσα σε πακέτο τσιγάρων μάρκας Winston το οποίο βρισκόταν μέσα σε τσαντάκι μέσης που είχε πάνω του. Αμέσως το παρέλαβε ως τεκμήριο το υπέδειξε στον κατηγορούμενο και τον πληροφόρησε ότι η κατοχή της μεθαμφεταμίνης απαγορεύεται από τον Νόμο και του επέστησε την προσοχή του στον Νόμο απάντησε «εν crystal και εν δικό μου, είμαι χρήστης ναρκωτικών». Η ώρα 00:21 συνέλαβε τον κατηγορούμενο για το αυτόφωρο αδίκημα που διέπραξε και του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο και απάντησε «εντάξει τι να πω κάνε τη δουλειά σου» και τον πληροφόρησε προφορικά για τα νομικά του δικαιώματα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε μαζί με το τεκμήριο στην ΥΚΑΝ Λεμεσού για διερεύνηση της υπόθεσης και τον παρέδωσε μαζί με το τεκμήριο στο ΜΚ1.
Ο ΜΚ2 μου έκανε καλή εντύπωση καταθέτοντας για τις ενέργειες του και δεν μου έδωσε την εντύπωση μάρτυρα που ψευδόταν. Αποδέχομαι ως αξιόπιστη στο σύνολο της, την αναντίλεκτη μαρτυρία του για την παρούσα υπόθεση και προβαίνω στα ανάλογα ευρήματα.
Μάρτυρας Κατηγορίας 3 ( ΜΚ3) ήταν ο Λοχίας 2532 A. Παναγίδης ο οποίος κατέθεσε και υιοθέτησε στο Δικαστήριο την κατάθεση του τεκμήριο 7. Σε αυτήν αναφέρει ότι υπηρετεί στην ΥΚΑΝ και είναι τοποθετημένος στο κλιμάκιο της Λεμεσού. Στις 8/4/2019 και περί ώρα 08:30 ενώ ήταν καθήκον ο A/Αστ. 3430 Ε. Παπαελισσαίου του παρέδωσε ένα τεκμήριο συσκευασμένο σε χάρτινο καφέ φάκελο για να το μεταφέρει στο Γενικό Χημείο του Κράτους για επιστημονικές εξετάσεις. Αυτός αναγνώρισε το τεκμήριο 5 ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο και μετέφερε και παρέδωσε την ίδια ημέρα στον Χρ.Κουντούρη του Κρατικού Χημείου του Κράτους.
Ο ΜΚ3 κατέθεσε στο Δικαστήριο το έντυπο Αστ.161 ως τεκμήριο 8 που αφορά τη διακίνηση του τεκμηρίου 5 το οποίο κατατέθηκε. Ακόμη κατέθεσε την έκθεση του Γενικού Χημείου του Κράτους (Τεκμήριο 9) για την επιστημονική εξέταση του τεκμηρίου 5 η οποία είναι υπογραμμένη από τον παραλήπτη Χρ.Κουντούρη, την Δρ.Μ.Κωνσταντίνου – Υπεύθυνη Χημικό της υπόθεσης και την Μ.Αυξεντίου Προϊσταμένη του Εργαστηρίου. Στο τεκμήριο 9 αναφέρεται ότι η άσπρη κρυσταλλική ουσία είναι μεθαμφεταμίνη βάρους 0,18 γραμμαρίου.
Η μαρτυρία του ΜΚ3 ήταν τυπική και αφορούσε την διακίνηση του πιο πάνω τεκμηρίου 5. Αυτή παρέμεινε αναντίλεκτη και γίνεται από το δικαστήριο αποδεκτή στο σύνολο της. Επίσης αποδέχομαι το περιεχόμενο των προαναφερθέντων τεκμηρίων 8 και 9 τα οποία φέρουν τις υπογραφές των εμπλεκομένων προσώπων σε αυτά όπως τα εξήγησε ο ΜΚ3 στο δικαστήριο και παρέμειναν αναντίλεκτα.
Μάρτυρας Κατηγορίας 4 (ΜΚ4) ήταν ο Αστ. 3437 Αρ. Αριστοτέλους ο οποίος κατέθεσε και υιοθέτησε στο Δικαστήριο την κατάθεση του τεκμήριο 10. Σε αυτήν αναφέρει ότι υπηρετεί στην ΥΚΑΝ και είναι τοποθετημένος στο Κλιμάκιο της Λεμεσού. Στις 15/7/2019 ενώ ήταν καθήκον μετέβηκε στο Γενικό Χημείο του Κράτους όπου ο Χρ. Κουντούρης φύλακας τεκμηρίων του Γενικού Χημείου του Κράτους του παρέδωσε το τεκμήριο 5 το οποίο αναγνώρισε στο Δικαστήριο. Το τεκμήριο 5 το είχε παραδώσει την ίδια ημέρα στον ανακριτή της υπόθεσης Ε. Παπαελισσαίου ΜΚ1. Ο ΜΚ4 κατέθεσε το έντυπο δήλωσης επιστροφής του τεκμηρίου 5 (τεκμήριο 11).
Η μαρτυρία του ΜΚ4 ήταν ως και του ΜΚ3 τυπική και αφορούσε την διακίνηση του πιο πάνω τεκμηρίου 5. Αυτή παρέμεινε αναντίλεκτη και γίνεται από το δικαστήριο αποδεκτή στο σύνολο της. Επίσης αποδέχομαι το περιεχόμενο του τεκμηρίου 11 το οποίο αποδεικνύει ότι το τεκμήριο 5 παραλήφθηκε από τον ΜΚ4 που του το παρέδωσε ο Χρ.Κουντούρης του Γενικού Χημείου του Κράτους και φέρει τις υπογραφές και των δύο.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ
Στην θεληματική κατάθεσή του ο κατηγορούμενος ημερ.22.3.19 - τεκμήριο 2 την οποία έλαβε ο ΜΚ1 αναφέρει αυτολεξεί τα εξής: «φίλε το crystal που βρήκαν οι συνάδελφοι σου μές το τσαντάκι μου είναι δικό μου. Ο φίλος μου ο Πολύκαρπος που ήταν μαζί μου δεν γνώριζε ότι είχα έτσι πράγμα μαζί μου. Εγώ κάνω χρήση crystal τρία χρόνια περίπου όπως και χθες όταν ήμουν μόνος μου. Ο Πολύκαρπος γνωρίζω ότι έκανε και αυτός crystal αλλά δεν του είπα τίποτα γιατί προσπαθεί να το κόψει. Ότι είχα το είχα για μένα και το αγόρασα €20 αλλά από που δεν θέλω να πω. Αυτή είναι η αλήθεια και δεν έχω κάτι άλλο να πω».
Όσον αφορά τη γραπτές καταθέσεις του κατηγορούμενου, υπάρχει σωρεία αποφάσεων σχετικά με τη βαρύτητα την οποία το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει σ’ αυτή. Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με την μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου και να απορρίψει άλλο ασχέτως αν αυτό αποτελεί άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Είναι φυσικό να αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως, ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις. (Βλ. Vrakas α.ο. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195), Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 και Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359). (Δικές μου οι επισημάνσεις).
Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», των κ.κ Ηλιάδη και Σάντη, στις σελ. 888 και επ., με παραπομπή σε ανάλογη νομολογία τόσο των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας όσο και Αγγλικών Δικαστηρίων, δεν υπάρχουν στεγανά στον τρόπο ταξινόμησης μιας δήλωσης ή συμπεριφοράς ως ομολογίας, αφού οι εκάστοτε περιστάσεις που την περιβάλλουν, είναι αδύνατο να προκαθοριστούν. Μια τέτοια ομολογία θα μπορούσε να προκύψει από κάποια γραπτή ή προφορική δήλωση, ως αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς ή ακόμη και από παρεμφερείς δηλώσεις που δεν ισοδυναμούν με άμεση ομολογία ή παραδοχή. Η ομολογία ή παραδοχή δε, αλλά και κάθε άλλης μορφής ενοχοποιητική δήλωση μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική, χωρίς κατ΄ ανάγκη η καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία να είναι ανασφαλής ή μη ικανοποιητική.
Κάθε μέρος αυτής που γίνεται δεκτό αποτελεί μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται. Το Δικαστήριο μπορεί να δώσει όπως αυτό θεωρεί ότι επιβάλλεται, αλλιώτικη βαρύτητα σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης ή δήλωσης ή και μικρότερη σημασία ή ακόμη και να απορρίψει ένα ή περισσότερα μέρη αυτής (Πετράκης v Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 455, Κωνσταντινίδης v Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 190).
«Η ομολογία ενοχής έχει αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών. Στο σύστημα όμως που διέπει την ποινική μας δίκη δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο αυτό βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας, το δικαστήριο, στο τέλος, προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Η σχετική νομολογία μας, που αρχίζει από τις παλιές υποθέσεις R. v. Sfongaras 22 C.L.R. 13 και Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169 τηρεί σταθερή γραμμή στο θέμα αυτό. Είναι ζήτημα που άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης. (Μάρτιν v. Δημοκρατίας (1994) 2 A.A.Δ. 65).
Ερχόμενη τώρα στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος προέβηκε σε ενοχοποιητικές δηλώσεις και σε παραδοχές ως πιο πάνω αναφέρθηκε κατά τη σύλληψη του από τον ΜΚ2 αλλά και στην θεληματική κατάθεση του (τεκμήριο 2) και όταν κατηγορήθηκε γραπτώς (τεκμήριο 3) και αφού το επεστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο απάντησε «παραδέχομαι».
Για το θέμα της αποδεκτότητας τέτοιων ενοχοποιητικών δηλώσεων ή παραδοχών από τον κατηγορούμενο παραπέμπω στα πιο πάνω αναφερθέντα.
Συνεπώς αποδέχομαι τις ενοχοποιητικές δηλώσεις αλλά και τις παραδοχές στις οποίες προέβηκε ο κατηγορούμενος σε τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις ήτοι την 22.3.19 όταν ανακόπηκε από την αστυνομία και κατά την λήψη της θεληματικής του κατάθεσης αλλά και την 1.9.19 όταν κατηγορήθηκε γραπτώς από τον ΜΚ1 για την παράνομη κατοχή της μεθαμφεταμίνης βάρους 0,18 του γραμμαρίου και της παράνομης χρήσης της, την προηγούμενη ημέρα.
Οι εν λόγω παραδοχές και ενοχοποιητικές δηλώσεις του κατηγορούμενου παρέμειναν αναντίλεκτες και γίνονται αποδεκτές για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους (Καϊμης v Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ, 662).
Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση βρίσκω ότι τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως η αναντίλεκτη εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής την οποία δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω και αποτελούν ευρήματα του δικαστηρίου. Συνοπτικά να αναφέρω ότι ο κατηγορούμενος μετά από την ανακοπή του οχήματος στο οποίο αυτός ευρισκόταν ως συνοδηγός διαπιστώθηκε κατόπιν έρευνας από τον ΜΚ2 ότι κατείχε μεθαμφεταμίνη βάρους 0,18 του γραμμαρίου, για την οποία παραδέχθηκε στους ΜΚ1 και 2 ότι είναι δική του, για δική του χρήση αφού είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών και αυτός έκανε χρήση μεθαμφεταμίνης την προηγούμενη ημέρα, ήτοι 21.3.19 στη Λεμεσό.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Προχωρώ να παραθέσω τα άρθρα στα οποία βασίζονται οι κατηγορίες εναντίον του κατηγορούμενου και τα συστατικά στοιχεία αυτών.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 ΚΑΙ 2
Η 1η κατηγορία αφορά το αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α', κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Μέρος Ι, 6(1)(2), 24, 30, 31, 31 Α και ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε. Δηλαδή με βάση το άρθρο 6(1)(2) αποτελεί αδίκημα, πρόσωπο να έχει στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο, χωρίς άδεια.
H 2η κατηγορία αφορά το αδίκημα της παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α', κατά παράβαση των Άρθρων 10 (α), 24(1), 30, 31 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Μέρος I και ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε. Δηλαδή με βάση το άρθρο 10 (α) αποτελεί αδίκημα όταν πρόσωπο χρησιμοποιεί ελεγχόμενο φάρμακο, χωρίς άδεια.
Το άρθρο 3 του Νόμου προνοεί για τα Ελεγχόμενα φάρμακα και τη ταξινόμηση τους:
3.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω:
(α) ο όρος “ελεγχόμενον φάρμακον” σημαίνει οιανδήποτε ουσίαν ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον εις το Μέρος Ι, ΙΙ ή ΙΙΙ του Πρώτου Πίνακος του παρόντος Νόμου˙ και
(β) ο όρος “φάρμακον Τάξεως Α” , “φάρμακον Τάξεως Β” και “φάρμακον Τάξεως Γ” σημαίνει οιανδήποτε ουσίαν ή προϊόν εκάστοτε καθοριζόμενον αντιστοίχως εις το Μέρος Ι, Μέρος ΙΙ και Μέρος ΙΙΙ του εν λόγω Πίνακος,
αι διατάξεις του Μέρους IV του εν λόγω Πίνακος θα ισχύωσιν ως προς την ερμηνείαν των όρων των χρησιμοποιουμένων εν τω ρηθέντι Πίνακι.
(2) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά Διατάγματος δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, να επιφέρη τοιαύτας τροποποιήσεις εις τον Πρώτον Πίνακα του παρόντος Νόμου οίαι ήθελον καταστή αναγκαίαι ίνα προστεθή ή αφαιρεθή οιαδήποτε ουσία ή προϊόν εξ οιουδήποτε των Μερών Ι έως ΙΙΙ του ως είρηται Πίνακος (περιλαμβανομένων τροποποιήσεων σκοπουσών την διασφάλισιν ώστε ουδέποτε να καθορίζηται οιαδήποτε ουσία ή προϊον εν ιδιαιτέρω τινί των Μερών τούτων, ή σκοπουσών την ένταξιν οιασδήποτε ουσίας ή προϊόντος εις οιονδήποτε των Μερών τούτων εν τοις οποίοις δεν καθορίζεται η τοιαύτη ουσία ή προϊον).
(3) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά Διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου να τροποποιή το Μέρος ΙV του Πρώτου Πίνακος του παρόντος Νόμου και δύναται να πράττη ούτω ανεξαρτήτως του εάν τροποποιή οιονδήποτε έτερον Μέρος του εν λόγω Πίνακος ή μή.
(4) Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου εκδοθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να τροποποιηθή ή ανακληθή διά μεταγενεστέρου Διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει του αυτού άρθρου.
Το άρθρο 6 προνοεί για τον Περιορισμό κατοχής ελεγχομένων φαρμάκων:
6.-(1) Τηρουμένων οιωνδήποτε δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου εκάστοτε εν ισχύι κανονισμών, δεν είναι νόμιμον δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να προμηθεύεται ή να έχη ελεγχόμενον φάρμακον εν τη κατοχή αυτού.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου και του εδαφίου (4) κατωτέρω, αποτελεί αδίκημα δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να αγοράζει ή προμηθεύεται ή να έχη εν τη κατοχή αυτού ελεγχόμενον φάρμακον κατά παράβασιν του εδαφίου (1) ανωτέρω.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου, αποτελεί αδίκημα δι’ οιονδήποτε πρόσωπον να αγοράζει ή π
Το άρθρο 24 προνοεί τα εξής:
(1) Πας όστις παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθή προς Κανονισμόν γενόμενον δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές και το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη δήμευση οποιασδήποτε ουσίας σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το αδίκημα.
(2) Πας όστις παραβαίνει οιονδήποτε όρον αδείας εκδοθείσης δυνάμει του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ή αδείας ή ετέρας εξουσιοδοτήσεως εκδοθείσης δυνάμει Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του παρόντος Νόμου, μη ούσης αδείας εκδοθείσης δυνάμει Κανονισμών εκδοθέντων συμφώνως προς το άρθρον 11(2) (θ), είναι ένοχος αδικήματος.
(3) Πρόσωπον τι διαπράττει αδίκημα εάν, εν τη προσπαθεία αυτού να εμφανισθή συμμορφούμενον προς οιανδήποτε υποχρέωσιν παροχής πληροφορίας ην τούτο υπέχει δυνάμει ή λόγω κανονισμών γενομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου, παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις ειναι εν γνώσει του ψευδής εν ουσιώδη λεπτομερεία ή αμελώς παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις είναι ψευδής.
(4) Πρόσωπον τι διαπράττει αδίκημα εάν, προς τον σκοπόν εξασφαλίσεως δι’ εαυτόν ή δι’ έτερον πρόσωπον της εκδόσεως ή ανανεώσεως αδείας ή ετέρας εξουσιοδοτήσεως δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει οιωνδήποτε κανονισμών γενομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου-
(α) προβαίνη εις δήλωσιν ή παρέχη πληροφορίαν ήτις είναι εν γνώσει του ψευδής εις ουσιώδη τινά λεπτομέρειαν ή αμελώς παρέχη οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις είναι ψευδής˙ ή
(β) προσάγη ή άλλως χρησιμοποιή οιονδήποτε βιβλίον, αρχείον ή έτερον έγγραφον όπερ εν γνώσει του περιέχει δήλωσιν ή πληροφορίαν ήτις έιναι εν γνώσει του ψευδής εις ουσιώδη τινά λεπτομέρειαν.
(5) Σε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει πρόνοιες Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νομου δύναται να επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζεται με Κανονισμούς.
Το άρθρο 10 Α(1) προνοεί ότι:
Πρόσωπο το οποίο προμηθεύει αντικείμενο ή προσφέρεται για προμήθεια αντικειμένου το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί ή να προσαρμοστεί προς χρήση, είτε μόνο του είτε σε συνδυασμό με άλλο ή άλλα αντικείμενα, για τη λήψη ελεγχόμενου φαρμάκου από οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ γνωρίζει ότι το αντικείμενο θα χρησιμοποιηθεί για παράνομη παροχή ή λήψη ελεγχόμενου φαρμάκου, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.
Σύμφωνα με την σχετική νομολογία, κατοχή εν τη εννοία του Νόμου σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (βλ. Queiss ν. Republic (1987) 2 CLR 49, Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289 και Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 21). Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71, λέχθηκε ότι «η κατοχή εξυπακούει φυσικό έλεγχο του αντικείμενου μαζί με γνώση του κατηγορούμενου ότι το έχει στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του. Δυνατόν κάποιος να κατέχει κάποιο αντικείμενο χωρίς να γνωρίζει ή να αντιλαμβάνεται τη φύση του, αλλά δεν το κατέχει υπό τη νομική έννοια, εκτός κι αν γνωρίζει ότι το έχει». Ως λέχθηκε δε στην Καϊμης v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 662 δεν αρκεί η απόδειξη φυσικής κατοχής αλλά απαιτείται και απόδειξη γνώσης της φυσικής κατοχής όπως και της φύσης του αντικειμένου της κατοχής. Συνεπώς προς στοιχειοθέτηση του συστατικού στοιχείου της κατοχής πρέπει να αποδειχθούν όλα τα πιο πάνω στοιχεία.
Στην Κούκος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 64, λέχθηκε ότι η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) της κατοχής, συνίσταται είτε σε άμεση φυσική φύλαξη του αντικειμένου είτε σε εξυπακουόμενη κατοχή, σύμφωνα με το άρθρο 2(3) του Νόμου 29/77, το οποίο προβλέπει ότι αντικείμενα που τελούν υπό τον έλεγχο προσώπου, θεωρούνται ότι βρίσκονται στην κατοχή του, ανεξάρτητα αν βρίσκονται υπό την κατοχή ή φύλαξη άλλου προσώπου. Με άλλα λόγια η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί πάντα προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης (βλ. και Λαζάρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633). Η έννοια της κατοχής έχει τέτοια ευρύτητα ώστε καλύπτει και περιπτώσεις φύλαξης του αντικειμένου σε υποστατικό τρίτου εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον έλεγχο του αντικειμένου (βλ. Τίτος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409 και Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).
Η κατηγορούσα αρχή έχει το βάρος να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος έχει υπό την κατοχή ή τον έλεγχό του, εν γνώσει του ένα αντικείμενο ή ένα αντικείμενο που περιέχει κάτι. Αυτό στοιχειοθετεί την απαραίτητη κατοχή. Περαιτέρω η κατηγορούσα αρχή έχει το βάρος να αποδείξει ότι το αντικείμενο αυτό περιέχει ή αποτελεί το επίδικο ελεγχόμενο φάρμακο. Εάν αποδειχθούν αυτά τότε εναποτίθεται το βάρος στους ώμους του κατηγορούμενου «να αποδείξει» ότι η υπόθεση εμπίπτει στα πλαίσια του άρθρου 32.
Εξηγήθηκε δε ουσιαστικά στην απόφαση Κούκος ανωτέρω ότι το εν λόγω άρθρο δημιουργεί ένα μαχητό τεκμήριο γνώσης του κατηγορούμενου. Σε τέτοια περίπτωση αυτό που πρέπει να πράξει ο κατηγορούμενος είναι απλά να δημιουργήσει στο μυαλό του Δικαστηρίου κάποια πραγματική αμφιβολία ή υποψία ότι δεν είχε γνώση της φύσης του αντικειμένου, ότι δηλ. ήταν ναρκωτικά ή ότι δεν είχε κανένα λόγο να υποπτεύεται ότι στο αντικείμενο περιλαμβάνονταν τα ναρκωτικά που βρέθηκαν (βλ. Μαυρίκιου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359, Σκούλλου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 87, Ιακώβου ανωτέρω, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250 και L. v. Director of Public Prosecutors (2002) 2 All ER 854). Ο όρος «να αποδείξει» ερμηνεύεται λοιπόν ως ανωτέρω και όχι ως να καθιερώνει μετατόπιση του βάρους απόδειξης στον κατηγορούμενο. Για αυτό
άλλωστε σε άλλο μέρος της προαναφερόμενης απόφασης, σε σχέση και με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τα άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος, αναφέρθηκε ότι η νομολογία μας έχει ξεκαθαρίσει ότι η δημιουργία μαχητών τεκμηρίων δεν μεταθέτει το νομικό βάρος απόδειξης («legal burden of proof») στον κατηγορούμενο, αλλά του δίδει την ευκαιρία να δημιουργήσει λογική αμφιβολία και κάτι τέτοιο δεν αποτελεί παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας (βλ. Ιακώβου ανωτέρω, Μαυρικίου ανωτέρω, Σκούλλου ανωτέρω, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301, Emegoakor v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 31 και R. v. Lambert (2001) 3 All ER 577). Το νομικό βάρος απόδειξης εξακολουθεί να βρίσκεται πάντα στους ώμους της κατηγορούσας αρχής.
ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλ. πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων V Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υϊοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις.
H κα Κυριακίδου κατά την τελική της αγόρευση υποστήριξε ότι με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής έχουν αποδειχθεί και οι 2 κατηγορίες εναντίον του κατηγορούμενου και το δικαστήριο θα πρέπει να τον βρει ένοχο.
ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Έχοντας λοιπόν κατά νου τα πιο πάνω θα προχωρήσω να εξετάσω εάν στοιχειοθετούνται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος βάση των προαναφερθέντων άρθρων.
Από την αναντίλεκτη αξιόπιστη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου διαπιστώνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει τα συστατικά στοιχεία και των δύο αδικημάτων, ήτοι ότι στις 22.3.19 ενώ ο κατηγορούμενος ήταν συνοδηγός σε όχημα το οποίο ανακόπηκε από την αστυνομία κατόπιν σωματικής έρευνας στον ίδιο από τον ΜΚ2 ανευρέθηκε στη κατοχή του ένα τεμάχιο άσπρου χαρτονιού μέσα στο οποίο υπήρχε ποσότητα άσπρης κρυσταλλικής ουσίας (τεκμήριο 5) η οποία ως διαπιστώθηκε κατόπιν επιστημονικών εξετάσεων της Δρ.Μ.Κωνσταντίνου – Υπεύθυνης Χημικού του Γενικού Χημείου του Κράτους ήταν μεθαμφεταμίνη βάρους 0,18 του γραμμαρίου (τεκμήριο 9). Ο κατηγορούμενος τόσο κατά την σωματική έρευνα όσο και κατά τη λήψη της θεληματικής κατάθεσης (τεκμήριο 2) που έδωσε παραδέχθηκε (γραπτή κατηγορία - τεκμήριο 3) ότι η ανευρεθείσα μεθαμφεταμίνη είναι δική του, για δική του χρήση εφόσον είναι χρήστης ναρκωτικών από το 2016 περίπου.
Η ανεύρεση από τον ΜΚ2 της μεθαμφεταμίνης η οποία αποτελεί ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α΄στη κατοχή του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με τις παραδοχές και τις ενοχοποιητικές του δηλώσεις και στους δύο μάρτυρες κατηγορίας (ΜΚ1,2) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία στο δικαστήριο για τη διάπραξη των δύο αδικημάτων από αυτόν.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει και τις
δύο κατηγορίες εναντίον του κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ως έχει υποχρέωση να πράξει και αυτός κρίνεται ένοχος σε αυτές.
(Υπ.) ........................................
Γ. Ιωαννίδου ‑ Παπά, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο