ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. Σ.Σ. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 11015/20, 1/8/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. Σ.Σ. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 11015/20, 1/8/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

​                   Μ.Γ. Λοϊζου, Α.Ε.Δ.

​        ​            Ε. Χατζήπαπα - Αβραάμ, Ε.Δ.

 

                        ​   ​ ​                                               Αρ. Υπόθεσης: 11015/20

 Mεταξύ:

​​​​  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

​​​​​

​​​​​    v.

​ 

1.   Σ.Σ.

2.   Α.Χ.

3.   Χ.Χ.

4.   Α.Σ.

5.   Φ.Σ

-----------------------------------------------------------------------------------------

Hμερ.: 01/08/2025.

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Πασιαρδή.

Για τους Κατηγορούμενους αρ. 1 και 2: κ. Χρ. Πουργουρίδης μαζί με την κα. Μαρία Σωκράτους.

Κατηγορούμενοι αρ. 1 και 2, παρόντες.

 

Π Ο Ι Ν Η 

Η κατηγορούμενη αρ.1 κρίθηκε ένοχη, μετά από ακροαματική διαδικασία, στις κατηγορίες με αρ. 1 – 186, 189 – 228, 239 – 274, 295 – 336, 341 – 344, 379 – 380. Οι εν λόγω κατηγορίες, υπό την μονή τους αρίθμηση, αφορούν το αδίκημα της Πλαστογραφίας, κατά παράβαση του Άρθρου 333 [(α) και (δ)(i)] του Κεφ. 154 και υπό την ζυγή τους αρίθμηση, το αδίκημα της Κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση του Άρθρου 339 του Κεφ. 154. Κρίθηκε ένοχη ότι σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, που αναφέρονται σε έκαστη από τις πιο πάνω κατηγορίες, κατά την χρονική περίοδο μεταξύ της 31ης/07/2017 και της 27ης/04/2020, πλαστογράφησε συγκεκριμένες επιταγές, συγκεκριμένων Τραπεζών και εταιρειών του Ομίλου Δημητριάδη, οι οποίες εκδόθηκαν στα ονόματα διαφόρων προσώπων, δηλαδή τις οπισθογράφησε υπογράφοντας ως να ήταν ο δικαιούχος τους και τις έθεσε σε κυκλοφορία. Επίσης, κρίθηκε ένοχη σε ακόμη δύο κατηγορίες Πλαστογραφίας, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(α) και 336 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορίες με αρ. 383 και 384). Οι κατηγορίες αυτές αφορούν την πλαστογραφία εντύπων μεταφοράς χρημάτων και εντύπων καταστάσεων αποδοχών και εισφορών. Συγκεκριμένα, η Κατηγορούμενη αρ. 1 κρίθηκε ένοχη ότι σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ της 1.1.17 και της 21.5.20, με σκοπό την καταδολίευση πλαστογράφησε 198 έντυπα μεταφοράς χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό που κατείχε η εταιρεία DEMETRIADES GROUP EXPRESS LTD στην τράπεζα CDB BANK, σε λογαριασμό που κατείχε η εταιρεία MINISTOP EXPRESS LTD στην ίδια τράπεζα για το συνολικό ποσό του €1.372,872, τα οποία εμφανίζονταν ως να μην είναι στην πραγματικότητα (κατηγορία αρ. 383). Περαιτέρω, η Κατηγορούμενη αρ. 1 κρίθηκε ένοχη ότι σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ του μηνός Σεπτεμβρίου 2018 και του μηνός Ιανουαρίου του 2020, με σκοπό την καταδολίευση, πλαστογράφησε έντυπες καταστάσεις αποδοχών και εισφορών, θέτοντας σε αυτές την υπογραφή του Βάσου Δημητριάδη, οι οποίες αφορούσαν εισφορές για τον Χρίστο Χάλιο (πρώην κατηγορούμενο αρ. 3), παρουσιάζοντας τον τελευταίο ως υπάλληλο της εταιρείας MINISTOP EXPRESS LTD ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν.

Πέραν των πιο πάνω, η κατηγορούμενη αρ. 1, κρίθηκε ένοχη στην κατηγορία με αρ. 385, η οποία αφορά το αδίκημα της Κλοπής από γραμματείς και υπηρέτες, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Κεφ. 154 και στην κατηγορία με αρ. 388, η οποία αφορά το αδίκημα της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση του Άρθρου 4(1)(iii)(2) και 5(α) του Νόμου 188(I)/2007.   Συγκεκριμένα, κρίθηκε ένοχη ότι μεταξύ της 01ης/01/2017 και της 21ης/05/2020, ενώ ήταν υπάλληλος στον Όμιλο εταιρειών DEMETRIADES GROUP LTD, έκλεψε το συνολικό χρηματικό ποσό των €3.217.680,88 περιουσία της πιο πάνω εταιρείας και ότι απέκτησε και κατείχε το εν λόγω χρηματικό ποσό ενώ γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.

 

Τέλος, η κατηγορούμενη αρ. 1, κρίθηκε ένοχη στην κατηγορία με αρ. 387, η οποία αφορά το αδίκημα των Ψευδών λογαριασμών με σκοπό την καταδολίευση, κατά παράβαση του Άρθρου 313(α) του Κεφ. 154 και συγκεκριμένα ότι μεταξύ των ετών 2017 – 2020 ενώ ενεργούσε με την ιδιότητα του υπαλλήλου του Ομίλου εταιρειών DEMETRIADES GROUP LTD, με σκοπό την καταδολίευση, κατέστρεψε αρχεία και έγγραφα που αφορούσαν τα λογιστικά βιβλία του Ομίλου, δηλαδή διέγραψε τα πιο πάνω από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που χρησιμοποιούσε κατά την εργοδότηση της στον πιο πάνω όμιλο εταιρειών.

Ο κατηγορούμενος αρ. 2 κρίθηκε ένοχος, μετά από ακρόαση, στις κατηγορίες με αρ. 337 – 340 και 389 – 408, οι οποίες υπό την μονή τους αρίθμηση αφορούν το αδίκημα της Πλαστογραφίας, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333 [(α) και (δ)(i)] και 336 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και υπό τη ζυγή τους αρίθμηση, το αδίκημα της Κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 339 και 336 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Οι πλαστογραφίες αφορούν επιταγές συγκεκριμένων τραπεζών εκδομένες σε διάφορα ονόματα και για συγκεκριμένα ποσά, τις οποίες ο κατηγορούμενος αρ. 2 οπισθογράφησε υπογράφοντας ως να ήταν δικαιούχος αυτών και τις έθεσε σε κυκλοφορία.

 

Ο κατηγορούμενος αρ. 2, επίσης, κρίθηκε ένοχος, στις κατηγορίες με αρ. 422 – 428, οι οποίες αφορούν το αδίκημα της Κλοπής, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 263 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Ειδικότερα κρίθηκε ένοχος ότι στις 4.11.19 και 25.11.19 έκλεψε από την εταιρεία Combijet Manufacturing Ltd του Ομίλου εταιρειών Demetriades Group of Companies Ltd το ποσό των €1000 και €1300 αντίστοιχα ενώ στις 27.5.19 και 5.11.19 έκλεψε από την εταιρεία Demetriades Handling Ltd του ιδίου πιο πάνω αναφερόμενου ομίλου το ποσό των €500 και €800 αντίστοιχα. Κρίθηκε ένοχος, επίσης, ότι στις 3.12.19 έκλεψε από την εταιρεία Demetriades Service and Parts Ltd του εν λόγω ομίλου το ποσό των €1300 και στις 9.5.19 και 16.5.2019 έκλεψε από την εταιρεία του ιδίου ομίλου εταιρειών, Ministop Express Ltd, το ποσό των €5000 και €800 αντίστοιχα. 

 

Περαιτέρω, κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία με αρ. 429, η οποία αφορά το αδίκημα της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1)(iii),(2), 5 του Νόμου 188(I)/2007 και συγκεκριμένα ότι μεταξύ των ημερομηνιών 9.5.19 και 3.12.19 απέκτησε περιουσία η οποία γνώριζε ότι αποτελούσε έσοδο από παράνομες δραστηριότητες, δηλαδή απέκτησε το συνολικό ποσό των €10.700 που αποτελεί αντικείμενο κλοπής, ως περιγράφεται στις κατηγορίες αρ. 422 – 428.   

 

Τα γεγονότα και οι περιστάσεις διάπραξης των πιο πάνω αναφερόμενων  αδικημάτων από αμφότερους τους κατηγορούμενους με αρ. 1 και 2, εκτίθενται λεπτομερώς στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18/07/2025 και τα οποία για σκοπούς επιβολής ποινής λαμβάνονται υπόψη στην ολότητα τους και κάθε λεπτομέρεια αυτών, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η αναπαραγωγής τους.

Για σκοπούς της παρούσας, όμως, αναφέρουμε ότι εκείνο το οποίο προκύπτει από τα γεγονότα, είναι ότι η κατηγορούμενη αρ.1, η οποία κατά τους ουσιώδεις για την παρούσα υπόθεση χρόνους, ήταν υπάλληλος και υπεύθυνη του λογιστηρίου στον Όμιλο εταιρειών Demetriades Group of Companies Ltd και εργοδοτείτο στον εν λόγω Όμιλο από το έτος 2005, οικειοποιήθηκε μεγάλα χρηματικά ποσά, με διάφορους τρόπους και με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να προέρχονται από τις εισπράξεις των περιπτέρων της εταιρείας MiniStop Express Ltd.  Η κατηγορούμενη αρ. 1 ήταν άτομο το οποίο έχαιρε της πλήρης εμπιστοσύνης των διευθυντών του Ομίλου και από το 2016 και εντεύθεν ανέλαβε την πλήρη διαχείριση της εταιρείας του Ομίλου Δημητριάδη MiniStop Express Ltd. Όλες οι εισπράξεις των περιπτέρων της Λεμεσού κατέληγαν στο λογιστήριο και τις παραλάμβανε η κατηγορούμενη αρ. 1. Όπως διαπιστώθηκε, τα ποσά των εν λόγω εισπράξεων, δεν κατατίθονταν όλα στις Τράπεζες. Το δε ταμείο και οι εισπράξεις του περιπτέρου της Λινόπετρας, το οποίο παραλάμβανε ο κατηγορούμενος αρ. 2 ή η κατηγορούμενη αρ. 1, δεν κατατίθετο στις Τράπεζες. Από το σύνολο των εισπράξεων των περιπτέρων για όλη την περίοδο, ύψους €10,202,552 κατατέθηκε στις Τράπεζες και στους λογαριασμούς της εταιρείας Mini Stop Express Ltd, μόνο το ποσό των €6,825,850.

Οι εταιρείες του Ομίλου Δημητριάδη, κατά τους ουσιώδεις χρόνους, δεν είχαν ελεγμένους λογαριασμούς καθότι δεν υπήρχαν έτοιμα τα λογιστικά βιβλία. Ο διευθυντής του Ομίλου κ. Βάσος Δημητριάδης απαιτούσε από την κατηγορούμενη αρ. 1 να ετοιμαστούν τα λογιστικά βιβλία για να διεξαχθεί ο έλεγχος, καθώς τον πίεζαν οι Τράπεζες, οι οποίες απαιτούσαν ελεγμένες καταστάσεις λογαριασμών λόγω δανειοδοτήσεων. Η κατηγορούμενη αρ. 1 υποσχόταν ότι θα ετοιμάσει τα βιβλία χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Στην συνέχεια και όταν ζητήθηκε από τον Μ.Κ.1, ο έλεγχος των λογιστικών βιβλίων διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν μπορούσε να γίνει καθότι δεν υπήρχαν λογιστικά βιβλία ή ορθές εγγραφές και εργοδοτήθηκε ο Μ.Κ.2 με σκοπό να βοηθήσει με την ετοιμασία των λογιστικών βιβλίων, οπόταν διαπιστώθηκαν ατασθαλίες και η κατηγορούμενη αρ. 1 δεν συνεργαζόταν. Εν τέλει, αυτή αποχώρησε από την εργασία της στις 22/05/2020.

Στην συνέχεια, διορίστηκε από τον Όμιλο εταιρειών, ο κ. Πεττεμερίδης, Μ.Κ.18, ο οποίος είναι δικανικός λογιστής – ερευνητής, για να εξετάσει την όλη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και προέκυψε στο λογιστήριο και κατά πόσο στην ουσία υπήρχε απάτη και έλλειμμα.

Κατά την έρευνα του Μ.Κ.18 διαπιστώθηκε ότι το λογιστήριο του Ομίλου ήταν διαλυμένο, δηλαδή δεν υπήρχαν οι αναγκαίες και ορθές εγγραφές καθώς επίσης τα παραστατικά. Σύμφωνα με τον Μ.Κ.18 ήταν το πιο διαλυμένο λογιστήριο που συνάντησε.

Για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρχε έλλειμμα στην εταιρεία Mini Stop Express Ltd, κατά την επίδικη περίοδο, δηλαδή από 01/01/2017 – 20/05/2020, έλαβε υπόψη του διάφορες μαρτυρίες και στοιχεία και ιδιαίτερα το γεγονός ότι υπήρχαν μεταφορές από άλλες εταιρείες του Ομίλου, μέσω επιταγών και μέσω των 198 εντύπων μεταφορών χρημάτων, συνολικού ποσού €3,093,000, ενώ κάτι τέτοιο δεν χρειαζόταν διότι η εταιρεία για όλη την περίοδο ήταν κερδοφόρα ή τουλάχιστον δεν είχε ανάγκη αυτές τις μεταφορές για να ήταν σε θέση να καλύψει τα έξοδα της. Προχώρησε, επίσης, να κτίσει ξανά το λογιστήριο αποτεινόμενος στις πρωτογενείς πήγες. Στην βάση της εργασίας που επιτέλεσε διαπιστώθηκε ότι το έλλειμμα, κατά την επίδικη περίοδο, στην πιο πάνω εταιρεία ανέρχεται σε €3,376,702. Η ουσία του αποτελέσματος αυτού, ήταν να επιβεβαιώσει και με άμεσο τρόπο ότι το έλλειμμα αφορούσε το ύψος των μεταφορών χρημάτων από άλλες εταιρείες του Ομίλου, ως ανωτέρω αναφέρθηκε και το οποίο, έχει κριθεί ότι αποτελεί ασφαλή εύρημα. 

Η κατηγορούμενη αρ. 1 επεδείκνυε άσχημη και υποτιμητική συμπεριφορά σε πολλούς υπαλλήλους και όσοι υπάλληλοι δεν την υπάκουαν αναγκάζονταν και αποχωρούσαν από την εταιρεία. Ιδιαίτερα άσχημη και υποτιμητική συμπεριφορά, η κατηγορούμενη αρ. 1 επεδείκνυε προς την βοηθό της, Λίζα Σταύρου, η οποία πολλές φορές έκλαιγε στην κουζίνα του λογιστηρίου καθώς και στο σπίτι της όταν σχόλανε. Ένεκα της άσχημης συμπεριφοράς της κατηγορούμενης αρ. 1 προς το πρόσωπο της πιοπάνω αναφερόμενης, η τελευταία αναγκάστηκε να επισκεφθεί ψυχολόγο. Η Λίζα Σταύρου, ήταν ανειδίκευτη και άπειρη σε λογιστικά ζητήματα και ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες της κατηγορούμενης αρ. 1. Επίσης, λόγω της άσχημης συμπεριφοράς της κατηγορούμενης αρ. 1, του φόβου της και της οικονομικής ανάγκης που είχε, αναγκαζόταν να εκτελεί πιστά τις οδηγίες της και ενεργούσε αθώα.

Ο Όμιλος εταιρειών δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του. Καθυστερούσε την πληρωμή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και δεν είχε καλή εικόνα προς το εν λόγω τμήμα. Μάλιστα, υπήρχαν και ποινικές διώξεις εναντίον των εταιρειών του Ομίλου λόγω μη πληρωμής των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως προκύπτει από τα παραδεχτά γεγονότα. Υπεύθυνη για την καταβολή των εν λόγω οφειλών εκ μέρους του Ομίλου εταιρειών και την συμπλήρωση των απαραίτητων εντύπων ήταν η κατηγορούμενη αρ.1. Καθυστερήσεις παρουσιάζονταν και στην πληρωμή των προμηθευτών, οι οποίοι πολλές φορές μετέβαιναν στο λογιστήριο και προέβαιναν σε παράπονα. Η κατηγορούμενη αρ. 1, όταν έρχονταν στην αντίληψη του κ. Βάσου Δημητριάδη, διευθυντή του Ομίλου, οι καθυστερήσεις στις Αρχές και στους προμηθευτές, τον καθησύχαζε ότι θα τα κανονίσει και ότι τους παρεχόταν πίστωση για ένα μήνα.

Πολλές φορές οι τραπεζικοί λογαριασμοί της εταιρείας Mini Stop Express στην CDB Bank δεν είχαν αρκετά υπόλοιπα για να τιμηθούν οι εκδομένες προς προμηθευτές και άλλους, επιταγές, με αποτέλεσμα να επικοινωνεί μαζί με την κατηγορούμενη αρ. 1 η τράπεζα με σκοπό να γίνει κατάθεση των αναγκαίων χρημάτων για να τιμηθούν οι εν λόγω επιταγές. Η κατηγορούμενη αρ. 1, με σκοπό να καλύψει τα ως άνω έξοδα της εταιρείας, προέβαινε σε μεταφορές χρημάτων με έντυπα μεταφορών. Συγκεκριμένα, η κατηγορούμενη αρ. 1 κατά την περίοδο 26/04/2018 – 30/03/2020, μέσω 198 εντύπων μεταφοράς χρημάτων, μετέφερε το συνολικό ποσό του €1,372,872 από το λογαριασμό με αρ. χχχχ4478010 της Demetriades Group Ltd στη CDB Bank προς λογαριασμό της Mini Stop Express Ltd στην ίδια πιο πάνω τράπεζα. Οι εισπράξεις της εταιρείας Demetriades Group Ltd από τις άλλες εταιρείες του Ομίλου, έπρεπε να κατατίθονταν σε λογαριασμό της στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ και αντί αυτού η κατηγορούμενη αρ. 1 τις κατάθετε στο λογαριασμό της στην CDB Bank, o oποίος έπρεπε να ήταν ανενεργός και τον οποίο δεν παρακολουθούσε ο κ. Βάσος Δημητριάδης. Το σύνολο των καταθέσεων και επιταγών αυτών κατά την περίοδο μεταξύ 19/04/2018 - 3/04/2020 ανέρχεται στο €1,670,419.

Για να επιτευχθεί η πιο πάνω μεταφορά χρημάτων, η κατηγορούμενη αρ. 1, έδινε οδηγίες στην Λίζα Σταύρου όπως φωτοτυπεί και σκανάρει ένα έντυπο μεταφοράς χρημάτων υπογραμμένο από τον κ. Γιώργο Δημητριάδη, να αλλάζει την ημερομηνία και το ποσό και στη συνέχεια αποστελλόταν από την κατηγορούμενη αρ. 1 με email στην Τράπεζα, η οποία διενεργούσε τις μεταφορές. Κάποια έντυπα μεταφοράς χρημάτων έφεραν την σφραγίδα της Mini Stop Express Ltd στο σημείο της εντολότριας εταιρείας ενώ ήταν και η ίδια εταιρεία που τα λάμβανε. Η Τράπεζα που διενεργούσε τις μεταφορές αυτές, δεν τις επιβεβαίωνε με τους διευθυντές αλλά με την κατηγορούμενη αρ. 1. Οι πιο πάνω μεταφορές χρημάτων γίνονταν χωρίς την γνώση και έγκριση των διευθυντών του Ομίλου.

Μεταφορές χρημάτων προς τους λογαριασμούς της Mini Stop Express Ltd γίνονταν και με επιταγές διαφόρων εταιρειών του Ομίλου, εκδομένες στο όνομα διαφόρων προσώπων, κατά το πλείστο υπαλλήλων του Ομίλου, οι οποίοι δεν είχαν καμία γνώση για την έκδοση αυτών των επιταγών. Η κατηγορούμενη αρ. 1, κατάφερνε να υπογράφονταν οι εν λόγω επιταγές από τον κ. Γιώργο Δημητριάδη, ο οποίος σύμφωνα με τις οδηγίες του κ. Βάσου Δημητριάδη, έπρεπε να υπογράφει μόνο επιταγές της Mini Stop Express Ltd. Αντί αυτού, ανάμεσα στις επιταγές της Mini Stop Express Ltd, που πήγαιναν στον κ. Γιώργο Δημητριάδη, η κατηγορούμενη αρ. 1 εξέδιδε και επιταγές άλλων εταιρειών τις οποίες υπόγραφε. Ο κ. Γιώργος Δημητριάδης αντιμετωπίζει πρόβλημα με την όραση του και επίσης ένεκα της εμπιστοσύνης που επεδείκνυε στην κατηγορούμενη αρ. 1 δεν έλεγχε τις επιταγές που υπόγραφε. Χαρακτηριστικό του τρόπου δράσης της κατηγορούμενης αρ. 1, ήταν η αναφορά της Μ.Κ.4 της οποίας έλεγε να πάρει επιταγές στον κ. Γιώργο Δημητριάδη για να υπογράψει λέγοντας της «Πάρτη τούτη την επιταγή του στραού να την υπογράψει τζιαι τζίνος εν θα καταλάβει αφού εν βλέπει καλά». Τέτοιες επιταγές έπαιρνε και η Λίζα Σταύρου προς τον κ. Γιώργο Δημητριάδη για να τις υπογράψει κατόπιν οδηγιών της κατηγορούμενης αρ. 1.

Μετά την υπογραφή των εν λόγω επιταγών, η κατηγορούμενη αρ. 1 ή η Λίζα Σταύρου κατόπιν οδηγιών της, έβαζαν μια «καρακατσούνα» στο πίσω μέρος αυτών οπισθογραφώντας αυτές και δίνονταν κυρίως σε κλητήρες οι οποίοι τις κατάθεταν στους λογαριασμούς της Mini Stop Express Ltd. Κατά την κατάθεση τους στην Τράπεζα, υπόγραφαν στο πίσω μέρος και τα πρόσωπα τα οποία τις κατάθεταν. Μεταφέρθηκε με αυτό τον τρόπο από άλλες εταιρείες του Ομίλου το συνολικό ποσό του €1,670,419. Γραφολογικά δεν ήταν δυνατό να συνδεθούν οι μονογραφές στο πίσω μέρος των εν λόγω επιταγών με την κατηγορούμενη αρ. 1 καθότι επρόκειτο για φανταστικές υπογραφές. Η έκδοση και μονογραφή, όμως, των εν λόγω επιταγών, γινόταν μόνο από την κατηγορούμενη αρ. 1 και τη Λίζα Σταύρου και δεν έχει προκύψει να είχε εμπλοκή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με αυτές.

Περαιτέρω, η κατηγορούμενη αρ. 1, συμπλήρωσε και υπέγραψε  το έντυπο πρόσληψης εργοδοτουμένου, τεκμήριο 91, το οποίο αφορά την εργοδότηση και εγγραφή στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις του γιου της, Χρίστου Χάλιου, ο οποίος ουδέποτε εργάστηκε στον Όμιλο Δημητριάδη. Η κατηγορούμενη αρ. 1, επίσης, ήταν αυτή που ετοίμαζε τις Καταστάσεις Αποδοχών και Εισφορών στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και δίνονταν χρήματα σε κλητήρα για την πληρωμή τους. Διαπιστώθηκε ότι για την περίοδο που ο γιος της κατηγορούμενης αρ. 1 φαινόταν εγγεγραμμένος στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, πληρώθηκαν ως εισφορές για αυτόν, από την εταιρεία Mini Stop Express Ltd, το συνολικό ποσό των €3.883,88.

Πέραν των πιο πάνω, η κατηγορούμενη αρ. 1 ακολουθούσε την τακτική να καταβάλλει τους εβδομαδιαίους μισθούς των υπαλλήλων της Demetriades Handling Ltd και Demetriades Service & Parts Ltd, σε μετρητά. Συγκεκριμένα, ετοίμαζε σε Excel το εβδομαδιαίο μισθολόγιο, το οποίο παρουσίαζε στον κ. Βάσο Δημητριάδη και στη βάση αυτού εκδίδονταν δύο επιταγές, μια για κάθε εταιρεία, για το σύνολο των μισθών. Στη συνέχεια εξαργυρώνονταν σε μετρητά οι εν λόγω επιταγές από τους κλητήρες και τα οποία παρέδιδαν στην κατηγορούμενη αρ. 1, η οποία διενεργούσε τις πληρωμές. Διαπιστώθηκε ότι σε 11 Excel περιλαμβανόταν το ποσό των €350, το οποίο δινόταν ως εβδομαδιαία βοήθεια προς τον πατέρα των διευθυντών, Πολύδωρα Δημητριάδη. Για την εν λόγω βοήθεια, όμως, εκδιδόταν και δεύτερη επιταγή την οποία υπόγραφε ο κ. Γιώργος Δημητριάδης, εξαργυρωνόταν και τα μετρητά του παραδίδονταν. Κατά συνέπεια, διαπιστώθηκε ότι για τουλάχιστον αυτές τις 11 περιπτώσεις εκδόθηκαν διπλές επιταγές για την εν λόγω βοήθεια, συνολικού ποσού ύψους €3,850, χωρίς την γνώση των διευθυντών, χρήματα τα οποία κρίθηκε ότι η κατηγορούμενη αρ.1, επίσης, οικειοποιήθηκε.

Πέραν των πιο πάνω, έχει προκύψει ότι η κατηγορούμενη αρ. 1 είχε πάντοτε πολλά χρήματα στην τσάντα της, εξαργύρωνε επιταγές που αφορούσαν μισθούς υπαλλήλων, δάνειζε χρήματα και βοηθούσε κόσμο καθώς επίσης παραλάμβανε δέματα από το εξωτερικό που είχαν πολλά ζευγάρια παπούτσια και ρούχα, αγόραζε πολλά αρώματα και έκανε διάφορες πλαστικές επεμβάσεις στο πρόσωπο, στο στήθος και στην κοιλιακή χώρα. Τελευταίως, η Μ.Κ.4 άκουσε την κατηγορούμενη αρ. 1 που έλεγε ότι έψαχνε διαμέρισμα για να αγοράσει για το γιο της διότι είχε χρήματα και έπρεπε να τα ξοδέψει. Επίσης, έδινε μετρητά σε κλητήρες και τα καταθέταν σε προσωπικούς της λογαριασμούς και σε λογαριασμούς του συζύγου της.

Από την έρευνα που διενέργησε ο Μ.Κ.18 διαπιστώθηκε ότι η κατηγορούμενη αρ. 1, εξέδωσε 65 επιταγές στο όνομα της από διάφορες εταιρείες του Ομίλου (βλ. τεκμήριο 5 της Έκθεση αρ. 5, τεκμήριο 120) οι οποίες δεν αφορούσαν τους μισθούς της και κατατέθηκαν στους λογαριασμούς της. Το ύψος των επιταγών αυτών ανέρχεται στις €45,551. Περαιτέρω, εκδόθηκαν ή παραδόθηκαν επιταγές προς τον πατέρα της κατηγορούμενης αρ.1, Ανδρέα Σάββα, ύψους €60.105 και οι οποίες κατατέθηκαν στους λογαριασμούς του, χωρίς ο ίδιος να εργοδοτείτο από τον Όμιλο ή να είχε οποιαδήποτε σχέση με αυτόν (βλ. τεκμήριο 7 της Έκθεσης αρ. 5, τεκμήριο 120).

Πέραν τούτου, έχει προκύψει ότι εκδόθηκαν τρεις επιταγές της MiniStop Express Ltd, στην μητέρα της κατηγορούμενης αρ. 1, συνολικού ποσού €11,000. Η μητέρα της κατηγορούμενης αρ. 1, τροφοδοτούσε τα περίπτερα με διάφορα προϊόντα και η κατηγορούμενη αρ. 1, της έδινε χρήματα για την αγορά τους από μετρητά που είχε στην κατοχή της και όχι με επιταγές. 

Πέραν των πιο πάνω, έχει προκύψει ότι η κατηγορούμενη αρ. 1, κάποιες φορές, έβαζε χρήματα που βρίσκονταν στο τσαντάκι της, για να καλυφθεί το ποσό που χρειαζόταν για να περάσουν οι επιταγές της εταιρείας που ήταν εκδομένες και την επόμενη μέρα, έπαιρνε αυτά τα χρήματα από τα ταμεία.

Περαιτέρω, έχει προκύψει ότι η κατηγορούμενη αρ. 1 κατάθετε επιταγές από προσωπικούς της λογαριασμούς και του συζύγου της, σε λογαριασμό της MiniStop Express Ltd, χωρίς να παρασχεθεί οποιαδήποτε εξήγηση γι’ αυτό. Ζούσε μια πολυτελή ζωή, έκανε ταξίδια στο εξωτερικό και παράγγελνε διάφορα προϊόντα τα οποία τις παραδίδονταν με δέματα. Έδωσε οδηγίες στα περίπτερα, όπως διάφορα φιλικά της πρόσωπα ψωνίζουν κάθε Σάββατο και να μην πληρώνουν, λέγοντας ότι τα κανόνιζε η ίδια, χωρίς να προκύψει να το έπραττε. Αντιθέτως, προκύπτει από τα παραδεχτά γεγονότα ότι τα εν λόγω ποσά τα χρησιμοποιούσε για δικούς της σκοπούς, αφού αγόραζε ρούχα, καλλυντικά και αρώματα και πήγαινε κομμωτήριο, τα οποία αφαιρούσε από τα ποσά που η ίδια όφειλε στα πιο πάνω πρόσωπα και ουσιαστικά τα χρησιμοποιούσε για προσωπικούς της σκοπούς. Αγόρασε, επίσης, 4 αυτοκίνητα πολυτελείας, ως λεπτομερώς αναφέρεται στα παραδεχτά γεγονότα.

Επιπρόσθετα, εντοπίστηκαν στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή διαγραμμένα 18 Excel Sheets, τα οποία αφορούσαν τους μισθούς των υπαλλήλων των εταιρειών Handling και Service & Parts. Eπίσης, με βάση το τεκμήριο 45 (usb) εντοπίστηκαν διαγραμμένα τα 198 έντυπα μεταφορών χρημάτων, στην μνήμη των φωτοτυπικών μηχανών του Ομίλου με το όνομα «Stella Scan» και αρχεία από τον κεντρικό διακομιστή του Ομίλου με όνομα «Stella Share Data Server».

Όσον αφορά τον κατηγορούμενο αρ. 2, έχει προκύψει ότι ο αυτός προχώρησε και κατάθεσε σε λογαριασμό της Mini Stop Express Ltd τις επιταγές που αναφέρονται στις σχετικές κατηγορίες, οπισθογραφώντας αυτές. Ο κατηγορούμενος αρ.2 δεν είχε καμία σχέση με τις εταιρείες του Ομίλου και καμία αρμοδιότητα να εμπλέκεται στις εργασίες αυτών. Επίσης, έχει προκύψει ότι υπήρχαν κλητήρες του Ομίλου οι οποίοι μετέβαιναν καθημερινά στις Τράπεζες, είτε για καταθέσεις είτε για αναλήψεις χρημάτων, πάντοτε κατόπιν οδηγιών της κατηγορούμενης αρ. 1, η οποία ήταν η υπεύθυνη του λογιστηρίου του Ομίλου και δεν υπήρχε κανένας λόγος να εμπλακεί σε μια τέτοια ενέργεια.

Πέραν τούτου, η υπόλοιπη περιστατική μαρτυρία καταδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος είχε και περαιτέρω εμπλοκή με τις εργασίες της εταιρείας Mini Stop Express Ltd, χωρίς κανένα απολύτως δικαίωμα ή αρμοδιότητα. Συγκεκριμένα, ήταν το άτομο το οποίο στις πλείστες περιπτώσεις παραλάμβανε το ταμείο του περιπτέρου της Λινόπτερας ενώ υπήρχαν κλητήρες για αυτήν την δουλειά και που όπως έχει αποδειχθεί, οι εισπράξεις αυτές ουδέποτε κατατίθονταν στην Τράπεζα. Σημαντικό, επίσης, είναι και το γεγονός ότι στους λογαριασμούς του κατηγορούμενου αρ. 2 γίνονταν καταθέσεις μετρητών από κλητήρες του Ομίλου και ανευρέθηκαν καταθέσεις μετρητών που δεν έχουν δικαιολογηθεί. Περαιτέρω, στους λογαριασμούς του κατηγορούμενου αρ. 2 ανευρέθηκαν κατατεθειμένες επιταγές του Ομίλου εταιρειών, χωρίς, επίσης, να έχουν δοθεί αξιόπιστες εξηγήσεις και γι’ αυτές. Οι θέσεις και εξηγήσεις που ο κατηγορούμενος πρόβαλε έχουν απορριφθεί για τους λόγους που εξηγήθηκαν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Ιδιαίτερα έχουν απορριφθεί οι θέσεις του ότι δεν είχε κοιτάξει τους λογαριασμούς του και δεν γνώριζε ότι γίνονταν σε αυτούς καταθέσεις μετρητών από κλητήρες του Ομίλου, τη στιγμή που ο κατηγορούμενος αρ. 2 είναι λογιστής στο επάγγελμα και έχει προκύψει ότι οι λογαριασμοί του παρουσίαζαν κίνηση.

Πέραν των πιο πάνω, οι εν λόγω επιταγές ήταν εκδομένες σε διάφορα ονόματα από άλλες εταιρείες του Ομίλου και κατατίθονταν σε λογαριασμό της Μini Stop Express Ltd, χωρίς ο κατηγορούμενος αρ. 2, λογιστής στο επάγγελμα, να διερωτηθεί ή να αναφέρει κατά πόσο το γεγονός αυτό τον προβλημάτισε ή να ζητούσε περισσότερες εξηγήσεις από την κατηγορούμενη αρ. 1 για το ζήτημα αυτό και τον σκοπό που αυτές οι επιταγές έπρεπε να κατατεθούν στο λογαριασμό της Mini Stop Express Ltd.

Κατά συνέπεια, κρίθηκε ότι ο κατηγορούμενος αρ. 2 είχε πλήρη γνώση για τις επιταγές αυτές και τον σκοπό που τις κατάθετε στην Τράπεζα. Για να ήταν εφικτή η εν λόγω κατάθεση, απαιτείτο η υπογραφή του και δεδομένης της γνώσης του, ως αναφέρεται ανωτέρω, υπογράφοντας αυτές προέβηκε σε πλαστογραφία.

Επίσης, παρουσιάζοντας αυτές τις επιταγές στην Τράπεζα, στοιχειοθετήθηκε και η κυκλοφορία των εν λόγω επιταγών, εν γνώση του ότι ήταν πλαστογραφημένες.

Από τα παραδεχτά γεγονότα, επίσης, και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι κατατέθηκαν σε λογαριασμούς του κατηγορούμενου αρ. 2 επιταγές της εταιρείας Combijet Manufacturing Ltd ημερ. 04/11/2019 και 25/11/2019 ύψους €1,000 και €1300 αντίστοιχα, της εταιρείας Demetriades Handling Ltd ημερ. 27/05/2019 και 05/11/2019 ύψους €500 και €800 αντίστοιχα, της εταιρείας Demetriades Service & Parts Ltd ημερ. 03/12/2019 ύψους €1,300. Επίσης, βρέθηκε κατατεθειμένη σε λογαριασμό του κατηγορούμενου αρ. 2 στην RCB Bank η επιταγή με αριθμό 00044259 με εκδότη την Mini Stop Express Ltd και δικαιούχο τον κατηγορούμενο 2 ύψους €5000 και ακόμη μια επιταγή ημερ. 16/05/2019 της εταιρείας Ministop Express Ltd, ύψους €800. 

 

Ο κατηγορούμενος αρ. 2, δεν είχε καμία σχέση με τον Όμιλο Δημητριάδη και δεν δικαιούταν να λάβει οποιαδήποτε ποσά από τον εν λόγω Όμιλο. Η λήψη και/ή κατάθεση των εν λόγω επιταγών του Ομίλου στους λογαριασμούς του συνιστά κλοπή. Ο κατηγορούμενος αρ. 2 είχε γνώση για την λήψη και κατάθεση των εν λόγω επιταγών και κατ’ επέκταση τη λήψη των αντίστοιχων ποσών, τα οποία αποστέρησε από τις συγκεκριμένες εταιρείες του Ομίλου χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα στη λήψη των ποσών αυτών. Η προσπάθεια του να δικαιολογήσει την λήψη των πιο πάνω ποσών και ότι αυτές οι επιταγές του δόθηκαν από τον πεθερό του, Μ.Υ.8 ο οποίος κατ’ ισχυρισμό είχε δοσοληψίες με τις εταιρείες του Ομίλου, ήταν ανεπιτυχής και απορρίφθηκε.

 

Πέραν των πιο πάνω, αναφέρθηκε από την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Επιπρόσθετα, καταχωρήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα Αίτηση Δήμευσης εναντίον των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2, και στις 28/07/2025, εκδόθηκαν εκ συμφώνου σχετικά διατάγματα. Συγκεκριμένα, εκδόθηκε εναντίον της κατηγορούμενης αρ. 1, διάταγμα δήμευσης για την είσπραξη του συνολικού χρηματικού ποσού των €3.217.680,88 και διάταγμα για την αναστολή είσπραξης του ποσού των €2.507.374,78, το οποίο ισοδυναμεί με την διαφορά μεταξύ του ποσού που έχει οικειοποιηθεί η κατηγορούμενη αρ.1 και του ποσού του οποίου έχει εντοπιστεί ως ρευστοποιήσιμη περιουσία άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένη με αυτήν. Εκδόθηκε, επίσης, διάταγμα δήμευσης εναντίον του κατηγορούμενου αρ.2 για την είσπραξη του χρηματικού ποσού των €10,700. Περαιτέρω, εκδόθηκε διάταγμα επιστροφής του συνολικού ποσού που θα δημευτεί/εισπραχθεί στο θύμα/παραπονούμενο των ποινικών αδικημάτων. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι δηλώθηκε από αμφότερα τα μέρη ότι ο Αιτητής δεν θα προχωρήσει με την εκτέλεση των πιο πάνω διαταγμάτων προτού ολοκληρωθεί τυχόν έφεση που θα καταχωρηθεί καθώς επίσης και η αστική αγωγή που εκκρεμεί.  

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2, για σκοπούς μετριασμού της ποινής, κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη του, το λευκό τους ποινικό μητρώο. Σε σχέση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, αναφέρθηκε ότι αυτά καταγράφονται στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου. Με βάση αυτά, είπε ο                    κ. Πουργουρίδης, εκείνο το οποίο προκύπτει είναι ότι θα πρέπει να διαχωριστεί η ευθύνη του κατηγορούμενου αρ. 2 από αυτήν της κατηγορούμενης αρ.1, η οποία είναι εντελώς διαφορετική.

 

Κάλεσε το Δικαστήριο, επίσης, να λάβει υπόψη του το χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα που θα επιβληθεί ποινή. Ζήτησε, περαιτέρω, όπως ληφθεί υπόψη η σοβαρή έλλειψη ελέγχου εκ μέρους των διευθυντών του Ομίλου εταιρειών. Η ευθύνη τους αυτή συνίστανται στην άσκηση ελέγχου ότι οι νομοθεσίες εφαρμόζονται και ότι οι επιχειρήσεις τους δραστηριοποιούνται και ενεργούν μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια και γενικά την ευθύνη που έχουν οι διευθυντές να ασκούν έλεγχο των δραστηριοτήτων εταιρειών και επιχειρήσεων τους.

 

Πέραν των πιο πάνω, ζητήθηκε όπως ληφθεί υπόψη το γεγονός το οποίο έχει προκύψει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι η κατηγορούμενη    αρ. 1 δεν χρησιμοποίησε το προϊόν των παράνομων δραστηριοτήτων της με σκοπό να πλουτίσει ή να συγκεντρώσει πλούτο. Το προϊόν αυτό το χρησιμοποιούσε σε σπατάλες και για να κάνει μια πολυτελή ζωή. Ο                      κ. Πουργουρίδης, διευκρίνισε ότι θέτει το ζήτημα αυτό ως ένα στοιχείο ανθρώπινης αδυναμίας κάτι το οποίο μπορεί να έχει κάποια μικρή μετριαστική σημασία.

 

Περαιτέρω, αναφέρθηκε ότι η κατηγορούμενη αρ. 1, ήταν ένα άτομο το οποίο έχαιρε εκτίμησης και κατείχε κάποια θέση στην κοινωνία ενώ μετά την καταδίκη της στην παρούσα υπόθεση και σε αυτή την ηλικία, διατρέχει τον κίνδυνο με μια σοβαρή ποινή φυλάκισης η οποία θα έχει καταστροφικές συνέπειες για αυτήν.

 

Όσον αφορά τις προσωπικές συνθήκες των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2, ο ευπαίδευτος συνήγορος τους, ανάφερε ότι η κατηγορούμενη αρ. 1 είναι σήμερα ηλικίας 54 χρόνων, περίπου, ενώ ο κατηγορούμενος αρ. 2, είναι ηλικία 68, περίπου χρόνων. Οι κατηγορούμενοι αρ. 1 και 2 είναι ζεύγος, αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας και προς τούτο, κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά. Έχουν, επίσης, ένα παιδί, ενήλικα μεν, ηλικίας 24 χρόνων αλλά με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Είναι και οι δύο λογιστές στο επάγγελμα και σε σχέση με τον κατηγορούμενο αρ. 2, αναφέρθηκε ότι αυτός εργαζόταν ως λογιστής στην εταιρεία Σκλαβενίτης και ότι, μετά την καταδίκη του στην παρούσα υπόθεση, θα απωλέσει την δουλειά του.  

 

Πέραν των πιο πάνω, ο κ. Πουργουρίδης κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι εναντίον των κατηγορούμενων αρ. 1 και 2 εκδόθηκε διάταγμα δήμευσης από το Δικαστήριο. Ειδικότερα και σε σχέση με τον κατηγορούμενο αρ.2, ανάφερε ότι το διάταγμα δήμευσης αφορούσε μετρητά χρήματα του που ανευρέθηκαν στην Τράπεζα για το ποσό των €10,700 και θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το ποσό για το οποίο κρίθηκε ένοχος έχει καταβληθεί.

 

Όσον αφορά τον ρόλο του κατηγορούμενου αρ. 2 στη διάπραξη των αδικημάτων, αυτός δεν ήταν πρωταγωνιστικός. Η κατάθεση επιταγών στην Τράπεζα από τον ίδιο έγινε με σκοπό να βοηθήσει τη σύζυγο του και δεν είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο να περιέλθουν στην κατοχή του οι επιταγές που βρέθηκαν ότι κατατέθηκαν και εξαργυρώθηκαν στον λογαριασμό του.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2, αναφέρθηκε στα Sentencing Guidelines του Sentencing Council της Αγγλίας σε σχέση με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και σε Κυπριακή νομολογία για το ύψος των ποινών που επιβάλλονται, στην βάση του ύψους του ποσού και άλλων περιστάσεων για να καταλήξει ότι και η νομολογία μας, στην ουσία, ακολουθεί το ύψος των προβλεπόμενων ποινών στα ανωτέρω Sentencing Guidelines.

 

Tέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2, εισηγήθηκε ότι σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο αρ.2, συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αναστολή εκτέλεσης της. Ειδικότερα αναφέρθηκε στον περιορισμένο ρόλο του στη διάπραξη των αδικημάτων, στα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο γιος των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2 αλλά και τα προβλήματα υγείας που ο ίδιος ο κατηγορούμενος αρ. 2 αντιμετωπίζει και ότι οι κατηγορούμενοι αρ. 1 και 2 είναι ζεύγος. Είναι ένα ιδιαίτερα λεπτό έργο, είπε, στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει ενώπιον του ένα ζεύγος και είναι απολύτως ανθρώπινο και όλοι γνωρίζουμε την ασυναίσθητη και πολλές φορές χωρίς να το καταλάβουμε επίδραση που μπορεί να έχει η σύζυγος πάνω στο σύζυγο, όπως και στην παρούσα υπόθεση και ανάποδα.       

 

Αναμφίβολα τα αδικήματα που οι κατηγορούμενοι αρ. 1 και 2 αντιμετωπίζουν είναι ιδιαίτερα σοβαρά και αυτό αντικατοπτρίζεται από τις προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές. Ειδικότερα, για το αδίκημα των Πλαστογραφιών και Κυκλοφορίας Πλαστού Εγγράφου, τα Άρθρα 336 και 339 αντίστοιχα του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 προνοούν ποινή φυλάκισης 14 χρόνων. Για το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ποινή, είναι αυτή της φυλάκισης των 14 χρόνων, ενώ για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στην περίπτωση που πρόσωπο γνώριζε ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος και προβαίνει σε οποιεσδήποτε ενέργειες που περιγράφονται στο άρθρο 4(1) του Νόμου, ο νομοθέτης προβλέπει ποινή φυλάκισης 14 ετών ή χρηματική ποινή μέχρι €500.000 ή και τις δύο αυτές ποινές και, επιπρόσθετα, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης, αφού ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο Νόμο. Πέραν των πιο πάνω, το αδίκημα των Ψευδών Λογαριασμών με σκοπό καταδολίευση, σύμφωνα με το Άρθρο 313 του Ποινικού Κώδικα, προνοεί ποινή φυλάκισης 7 χρόνων ενώ το αδίκημα της Κλοπής, σύμφωνα με το Άρθρο 262 του Ποινικού Κώδικα, προνοεί ως γενική ποινή αυτή της φυλάκισης των 3 χρόνων.

 

Η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή είναι ένα στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, για σκοπούς προσδιορισμού του είδους και ύψους της ποινής που θα επιβληθεί (βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9). Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632: «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Ως γενική αρχή, επίσης, τα γεγονότα της υπόθεσης μπορούν να επηρεάσουν τη σοβαρότητα ενός αδικήματος (βλ. Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391).

 

Η ιδιαίτερη σοβαρότητα του αδικήματος της κλοπής από υπάλληλο, όπως και κατ’ αναλογία άλλων συναφών ιδιοτήτων (διευθυντή ή αντιπρόσωπο ή δημόσιο λειτουργό) έγκειται στο γεγονός ότι ο παραβάτης εκμεταλλεύεται τη σχέση εμπιστοσύνης, η οποία υπάρχει μεταξύ του ιδίου και του εργοδότη του και είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα εκεί όπου ο εργοδότης βασίζεται στην αφοσίωση και ειλικρίνεια του εργοδοτουμένου του (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd Edition, p. 141 – 142).

 

Στην Τhe Attorney General v. Neophytos Nicola Vassiliotis alias Kaizer a.o (1967) 2 C.L.R. 20 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

“Stealing by servant tends to undermine the basis, upon which hundreds of people carry on their business as employers, or earn their living as employees. The relationship of trust and confidence which must always exist between them, is of great importance; and is entitled to adequate protection from the law.”

 

Στο σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική Sentencing in Cyprus, 2η Έκδοση (Sentencing Revisited) (2007), τονίζεται  η σοβαρότητα αυτής της φύσεως αδικημάτων και οι επιπτώσεις που προκαλούνται στην οικονομική ζωή του τόπου από τη διάπραξη τους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«High standards of fidelity are expected of employees in the public and private sectors of society in the discharge of their duties and of persons acting in a fiduciary capacity, such as agents or trustees. Stealing by clerks, servants, company directors, agents and trustees is punishable with 7 years imprisonment. The decisions of the Supreme Court in this area indicate that a serious view is invariably taken of offences belonging to this category, owing to their repercussions on the standards of public administration on the one hand and the economy on the other.»

 

Σημειώνεται, ότι για το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου αρχικά προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια, η οποία, στις 07/04/2000 (βλ. Ν.43(1)/2000) αυξήθηκε σε 10 χρόνια και στη συνέχεια, στις 29/06/2012 σε 14 χρόνια (βλ. Ν.84(1)/2012). Στην πρόσφατη απόφαση Γιαννακού  κ.ά v. Δημοκρατίας κ.ά, Ποινικές Εφέσεις 235/2023 και 246/2023, Ημερομηνίας 19/07/2024 λέχθηκε πως η βούληση και επιλογή του Νομοθέτη, να αυξήσει δύο φορές, σε μια σύντομη περίοδο λίγων ετών, τις ποινές σε σχέση με τα αδικήματα της κλοπής υπό δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων, αξιωματούχων εταιρείας και αντιπροσώπων (βλ. Άρθρα 267, 268,  269 και 270, αντίστοιχα του Ποινικού Κώδικα) σχετίζεται άμεσα με το βασικό κοινό χαρακτηριστικό των αδικημάτων αυτών, που είναι η εκμετάλλευση της θέσης ή της ιδιότητας που κατέχει ο δράστης και κυρίως η εκμετάλλευση της σχέσης εμπιστοσύνης στην οποίαν ευρίσκεται ο δράστης σε σχέση με το θύμα της εγκληματικής του δραστηριότητας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:

 

«Το αδίκημα της κλοπής περιουσίας εργοδότη από υπάλληλό του προβλέπεται στο  Άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικος («Π.Κ.») και εντάσσεται στα αδικήματα κατά περιουσίας, τα οποία ρυθμίζει το Μέρος VI του Π.Κ. Θα πρέπει να σημειωθεί πως για το βασικό αδίκημα της κλοπής (Π.Κ. 262), που τιμωρείται με φυλάκιση τριών ετών ή για κάποιες παραλλαγές της κλοπής που τιμωρούνται με φυλάκιση είτε πέντε ετών [Π.Κ. 265, 266, 272 (1)] είτε επτά ετών (Π.Κ. 263, 264, 272 (2)], ο Νομοθέτης μέχρι σήμερα διατήρησε αναλλοίωτες τις ποινές οι οποίες ίσχυαν κατά την Ανεξαρτησία, θεωρώντας προφανώς ότι, παρά την παρατηρούμενη έξαρση των αδικημάτων κατά περιουσίας, τα συγκεκριμένα τυγχάνουν ικανοποιητικής ποινικής μεταχείρισης από τον Νόμο και από τα Δικαστήρια στο πλαίσιο των πιο πάνω, υφιστάμενων εδώ και χρόνια, ποινών.

 

Συνεπώς αποκτά ιδιαίτερη και εξέχουσα σημασία το γεγονός ότι δεν ισχύει το ίδιο για τέσσερα εκ των αδικημάτων (κλοπής), τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούν διακεκριμένες μορφές κλοπής. Πρόκειται για τις κλοπές υπό δημοσίων λειτουργών (Π.Κ. 267), υπό υπαλλήλων από εργοδότη (Π.Κ. 268), υπό αξιωματούχων εταιρείας (Π.Κ. 269) και υπό αντιπροσώπων (Π.Κ. 270). Το διαφοροποιητικό στοιχείο είναι πως ο Νομοθέτης, σε μια σύντομη περίοδο λίγων ετών, επενέβη δύο φορές αυξάνοντας τις ποινές σε σχέση με τα τέσσερα αυτά αδικήματα. Εν πρώτοις, με τον Ν.43 (I)/2000 αύξησε τις ποινές από επτά σε 10 έτη και εν συνεχεία με τον Ν.84(I)/2012 αύξησε τις ποινές σε 14 έτη φυλάκισης, οι οποίες ισχύουν μέχρι σήμερα. Εν ολίγοις, είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό ότι εντός περιόδου 12 ετών ο Νομοθέτης εν τη σοφία του, διπλασίασε την προβλεπόμενη ποινή για τα διακεκριμένα αυτά αδικήματα από επτά σε 14 έτη φυλάκισης. Εννοείται πως η βούληση και επιλογή αυτή του Νομοθέτη σχετίζεται άμεσα με το βασικό κοινό χαρακτηριστικό των αδικημάτων αυτών, το οποίο δεν είναι άλλο παρά η εκμετάλλευση της θέσης ή της ιδιότητας την οποία κατέχει ο δράστης και κυρίως η εκμετάλλευση της σχέσης εμπιστοσύνης στην οποίαν ευρίσκεται ο δράστης σε σχέση με το θύμα της εγκληματικής του δραστηριότητας».

 

Όπως έχει νομολογηθεί, τα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να προσφέρουν κατάλληλη προστασία, τιμωρώντας τα πρόσωπα που παραβιάζουν την εμπιστευτική αυτή σχέση και μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η κατάλληλη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης (βλ. Χρυσοδόντας v. Αστυνομίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 1085, Χρυσάνθου v. Αστυνομίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 1293 και Κουμπαρή v. Δημοκρατίας, Ποιν.  Έφ. 215/2018, ημερ. 11/05/2020).

 

Στην Πέτρος Πέτρου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 219, αφού έγινε αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές και παρατηρήσεις στις οποίες το Αγγλικό Εφετείο προέβη στην Barrick [1985] 7 Cr. App. R. (S) 142 και τις οποίες αναθεώρησε στην Clark [1998] 2 Cr. App. R. (S) 95, προς καθοδήγηση σε τέτοιου είδους υποθέσεις, λέχθηκε ότι δεν θα ήταν ορθό να παραγνωρίζονται τα σωρευτικά αποτελέσματα του συνόλου της εγκληματικής δραστηριότητας για την οποία ο κατηγορούμενος βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Η σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος δεν αντικατοπτρίζεται μόνο από την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή. Δυστυχώς, αποτελεί θλιβερή διαπίστωση, ότι τα τελευταία χρόνια, το οικονομικό έγκλημα βρίσκεται σε έξαρση και θα ήταν αδιανόητο να μην υπάρχει η ενεργός συμμετοχή της δικαιοσύνης στη πάταξη αυτή της φύσης των αδικημάτων, με την επιβολή αυστηρών ποινών (βλ. Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 210 και Αστυνομία ν. Βακανά, Ποιν. Έφ. 173/2020, ημερ. 20.5.2021), ECLI:CY:AD:2021:B200. Η συχνότητα διάπραξής τους, καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο, στην επιλογή της ποινής. Όπως έχει νομολογηθεί, η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου δικαιολογείται όλως ιδιαιτέρως, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις (βλ. Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240). Αποτελεί, επίσης, πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων, παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμη αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani κ.ά ν. Δημοκρατίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 854, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551).

 

Σοβαρό είναι και το αδίκημα της Κλοπής που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος αρ. 2, αφού σύμφωνα με το Άρθρο 262 αποτελεί κακούργημα. Η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος, προκύπτει, επίσης, από τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται. Αδικήματα τα οποία στρέφονται εναντίον της περιουσίας, παρουσιάζουν δυστυχώς έξαρση. Ως αποτέλεσμα τα Δικαστήρια καλούνται σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του φαινομένου να επιβάλλουν αποτρεπτικές ποινές. Θεώρηση της νομολογίας καταδεικνύει ότι η συνήθης ποινή που επιβάλλεται σε αδίκημα παρόμοιας φύσης, είναι αυτή της φυλάκισης (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Hassan v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 71) χωρίς φυσικά να αποκλείεται και η επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής κρίνει υπό τις περιστάσεις ορθή το Δικαστήριο (βλ. Νίκη Μιχαήλ και Άλλη v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362). Λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη και έκταση προσχεδιασμού στη διάπραξη του αδικήματος, η φύση και η αξία της κλαπείσας περιουσίας και οι περιστάσεις του κατηγορούμενου. Κατά κανόνα, όμως, απαιτείται αυστηρή αντιμετώπιση τέτοιου είδους αδικημάτων (βλ. Μichal Bukowski v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 92).

Στην Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ 104 διακηρύττεται η υποστήριξη του Εφετείου σε αυστηρές ποινές για τέτοιου είδους συμπεριφορά και επισημαίνεται ότι αδικήματα εναντίον της περιουσίας όπως κλοπές και άλλα ομοειδή αδικήματα, είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται αντίθετα έξαρση. Τα Δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη (βλ. επίσης Φιλίππου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160 και Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 2 Α.Α.Δ. 194).

Οι παραπάνω αρχές της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πολύ πρόσφατα, συγκεφαλαιώθηκαν από το Εφετείο στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 9/2024, 19/07/2024. Στην απόφαση του, με παραπομπή στην υπόθεση Saadi v. Αστυνομίας, (2016) 2 Α.Α.Δ. 572, τονίζεται πως: «Η ανάγκη για αποτροπή είναι προεξάρχουσα». Και αυτό επειδή: «η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών αποτελεί προτεραιότητα και η έστω κατά κατασταλτικό τρόπο αντιμετώπιση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εμπέδωση του δικαίου αποτελούν αδήριτη ανάγκη». 

 

Πέραν των πιο πάνω, οι κατηγορούμενοι αρ. 1 και 2 αντιμετωπίζουν και αδίκημα Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το οποίο είναι, επίσης, ιδιαίτερα σοβαρό. Στην υπόθεση Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 298/2018, ημερ. 27/06/2019, επισημάνθηκε ότι το συγκεκριμένο αδίκημα: «….., όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγούντα των καρπών της παρανομίας του. Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητας του. Είναι αυτή την απόλαυση που έχει στο επίκεντρο του το υπό αναφορά αυτοτελές αδίκημα (………), και αυτό για πρόληψη ή πάταξη της παρανομίας με την πρόβλεψη αυστηρών ποινών αναφορικά με την απόλαυση των καρπών της.» (βλ. επίσης Ευτύχιος Μαληκκίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 40/2015, Ημερ. 25/11/2016).

 

Ιδιαίτερα σοβαρά είναι και τα αδικήματα της Πλαστογραφίας και Κυκλοφορίας Πλαστών Εγγράφων. Έχει νομολογηθεί ότι σε συμπεριφορές πλαστογραφιών και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων που υπονομεύουν την αξιοπιστία και το κύρος των συναλλαγών, απαιτείται η επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Στην Χριστάκης Πίτσιλλος v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 346, όπου ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε τα αδικήματα της πλαστογραφία δελτίων πληρωμής πιστωτικών καρτών, κυκλοφορίας αυτών των εγγράφων και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, λέχθηκαν τα εξής:

«Τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά και βρίσκονται σε έξαρση. Είναι αδικήματα που διαπράττονται πολύ εύκολα και υπονομεύουν τις συναλλαγές και τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών. Η ποινή φυλάκισης είναι αναγκαία, όχι μόνο για να τιμωρηθεί ο παραβάτης, αλλά και για να καταδειχθεί σε όσους σκοπεύουν να αποκομίσουν φθηνό και εύκολο κέρδος ότι απλώς δεν αξίζει τον κόπο. (βλ. Γεν. Εισαγγελέας v. Λεωνίδα Ματθαίου άλλως Μαλέγγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Α.Α. Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κώστας Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 216).»

Αδικήματα πλαστογραφιών και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων είναι ιδιαίτερα σοβαρά εκ της φύσεως τους και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Κατά κανόνα σε τέτοιου είδους αδικήματα επιβάλλονται ποινές φυλάκισης (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd edition, p. 145). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις διάπραξης τους και τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου με σκοπό να καθοριστεί τόσο το είδος όσο και το ύψος των ποινών (βλ. επίσης Αθανάσης Μιχάλη Αθανασιάδης v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 121, Θεόδωρος Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 206 και Μιχάλης Αναξαγόρα Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330).

Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Μαρίας Γεωργίου Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ 55 αναφέρθηκε ότι «Η χρήση της επιταγής στις συναλλαγές μεταξύ των πολιτών είναι σήμερα ευρεία. Η διάπραξη του αδικήματος της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών επιταγών υπονομεύει τις συναλλαγές και τις οικονομικές πράξεις και γενικά την οικονομία καθώς και την εμπιστοσύνη των πολιτών. Το αδίκημα διαπράττεται εύκολα για προσπορισμό παράνομου οικονομικού κέρδους από το δράστη. Οι παραπονούμενοι υφίστανται τις συνέπειες με την απώλεια, τις περισσότερες φορές, της περιουσίας τους.»

Είναι δεδομένο, λοιπόν, ότι όλα τα αδικήματα που αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και υπάρχει ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών.

Η τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέτρο άμυνας έναντι παραβιάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών. Η αποτροπή, ως παράγοντας, ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία, έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον.  Η άλλη, αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Η δεύτερη αυτή περίπτωση έχει δύο συνισταμένες.  Πρώτον, την αποτροπή, η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος και δεύτερον, την αποτροπή, ως μέσο για την καταστολή εγκλημάτων που βρίσκονται σε έξαρση. Οι συνέπειες του εγκλήματος προσμετρούν στον καθορισμό της σοβαρότητάς του (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603).

 

Στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, το πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, στόχος που επιτυγχάνεται μόνο με την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, του Γ.Μ. Πική, σελ. 3 και Republic ν. Georghiou, 22 C.L.R., 147). Τα Δικαστήρια, ως φρουροί της νομιμότητας και της ευταξίας, οφείλουν να διαφυλάξουν και να διασφαλίσουν την πιστή εφαρμογή του Νόμου με την επιβολή ανάλογων, σε κάθε περίπτωση, ποινών, ικανών να τιθασεύσουν συμπεριφορές που κινούνται εκτός του πλαισίου του Νόμου, προς όφελος κάθε πολίτη ξεχωριστά, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα (βλ. Χρυσάνθου v. Αστυνομίας, ανωτέρω). Η δέουσα εφαρμογή του Νόμου για το συμφέρον της κοινωνίας αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα, τον οποίο θα πρέπει να έχει υπόψη το Δικαστήριο στην επιλογή του είδους της ποινής και στην επιμέτρηση της έκτασής της. Από την άλλη, οι προσωπικές συνθήκες, η προσωπικότητα και η λειτουργία του παραβάτη στον ιδιαίτερο κοινωνικό χώρο, είναι επίσης σχετικοί παράγοντες. Τα Δικαστήρια, κατά την επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνουν υπόψη ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, που συχνά αντικρούονται μεταξύ τους. Πρόκειται για διεργασία στην οποία τα Δικαστήρια διατηρούν κατ' εξοχή διακριτική ευχέρεια, έχοντας ταυτόχρονα υποχρέωση να επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή. Η εξισορρόπηση είναι έργο λεπτό και δύσκολο (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, ανωτέρω, σελ. 2, 5‑8).

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, στην παρούσα υπόθεση, προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα. Το στοιχείο της αποτροπής είναι έντονο και, προκειμένου τα Δικαστήρια να επιτελέσουν το σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνία, αλλά και να στείλουν τα σωστά μηνύματα, οφείλουν να επιβάλλουν, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποιν.  Έφ. 74/2020, ημερ. 31.7.2020). Η επικρατούσα κατάσταση επηρεάζει τόσο την επιλογή του είδους της ποινής όσο και το ύψος της.

 

Στρεφόμενοι στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και για σκοπούς καθορισμού της σοβαρότητας τους, λαμβάνουμε υπόψη μας το σύνολο των ενεργειών της κατηγορούμενης αρ.1, οι οποίες ουσιαστικά είχαν ως σκοπό την κλοπή από τον Όμιλο Εταιρειών στον οποίο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργοδοτείτο ως υπεύθυνη λογιστηρίου. Η κατηγορούμενη αρ.1, η οποία ήταν πρόσωπο το οποίο έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης των εργοδοτών της και της εμπιστεύτηκαν την πιο πάνω θέση και ιδιότητα στον Όμιλο Εταιρειών τους, καταχράστηκε αυτή την εμπιστοσύνη με τον πλέον βάναυσο τρόπο και έκλεψε από τον Όμιλο Εταιρειών το σημαντικό και ιδιαίτερα μεγάλο ποσό των €3.217.680,88, στοιχεία τα οποία είναι επιβαρυντικά και θα τα λάβουμε υπόψη μας.

 

Η δράση της κατηγορούμενης αρ. 1, ήταν συστηματική, μεθοδευμένη, οργανωμένη και πολύπλευρη και αφορούσε μια μεγάλη περίοδο και συγκεκριμένα από την 01/01/2017 μέχρι τις 20/05/2020, δηλαδή περίπου 3 ½ χρόνια. Δεν παραγνωρίζουμε ότι η κατηγορούμενη        αρ. 1 εργοδοτείτο στον συγκεκριμένο Όμιλο Εταιρειών από το 2005, χωρίς μέχρι το 2017 να επιδείξει οποιαδήποτε αξιόποινη συμπεριφορά, η συμπεριφορά που επέδειξε, όμως, κατά την πιο πάνω περίοδο ήταν ιδιαίτερα σοβαρή και άκρως απαράδεκτη.

 

Ειδικότερα, η κατηγορούμενη αρ.1, ως εκ της θέσεως της είχε υποχρέωση να διαφυλάσσει όλες τις εισπράξεις των περιπτέρων, οι οποίες κατέληγαν σε αυτήν, να τις καταθέτει στην Τράπεζα και να τις χρησιμοποιεί για σκοπούς των εργασιών της εταιρείας Mini Stop Express Ltd, η οποία διαχειριζόταν τα περίπτερα. Η κατηγορούμενη αρ. 1 δεν κατάθετε όλες τις εισπράξεις των περιπτέρων στην Τράπεζα ενώ τις εισπράξεις του περιπτέρου της Λινόπετρας, τις παραλάμβανε καθημερινά ο σύζυγος της και κατηγορούμενος αρ. 2 ή η ίδια χωρίς ποτέ αυτές οι εισπράξεις να κατατίθονταν στην Τράπεζα. Υπήρχαν καθυστερήσεις στις πληρωμές των τρέχουσων υποχρεώσεων της εταιρείας καθότι πάντοτε οι λογαριασμοί της εταιρείας δεν είχαν αρκετά κεφάλαια να τις καλύπτουν, ένεκα της οικειοποίησης των εισπράξεων των περιπτέρων από την κατηγορούμενη αρ. 1.

 

Η κατηγορούμενη αρ. 1, για να συγκαλύπτει την οικειοποίηση των εισπράξεων των περιπτέρων και να είναι σε θέση η εταιρεία Mini Stop Express Ltd να λειτουργεί και με σκοπό να μην γινόταν αντιληπτή από τους εργοδότες της, προχωρούσε σε μεταφορές χρημάτων, με τους τρόπους που αναφέρονται στα ευρήματα του Δικαστηρίου και δια πλαστογραφίας από άλλες εταιρείες του Ομίλου στην εταιρεία Mini Stop Express Ltd. Οι πράξεις και ενέργειες της αυτές ήταν συστηματικές και οργανωμένες. Επιστράτευσε προς τούτο την βοηθό της στο λογιστήριο, Ελισάβετ Σταύρου, η οποία ήταν άτομο ευάλωτο και στο οποίο επεδείκνυε και άσχημη συμπεριφορά εκμεταλλευόμενη την ευαλοτότητα της και την ανάγκη που είχε για εργασία. Μάλιστα, της έλεγε ότι δεν έπρεπε να αναφέρει σε κανένα τίποτε για το ό,τι γινόταν στο λογιστήριο.

 

Η κατηγορούμενη αρ. 1, λοιπόν, αντί να διαφυλάσσει τις εισπράξεις των περιπτέρων και να τις χρησιμοποιεί για τους σκοπούς της Εταιρείας, επεδείκνυε μια εγκληματική συμπεριφορά εις βάρος των συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργοδοτών της και διαχειριζόταν την Εταιρεία και τις εισπράξεις ωσάν να ήταν ιδιοκτησία της, οικειοποιούμενη και σπαταλώντας τα χρήματα της εταιρείας για προσωπικούς της σκοπούς, ως αναφέρεται στα ευρήματα του Δικαστηρίου. Η θέση της υπεράσπισης αναφορικά με τον σκοπό που η κατηγορούμενη αρ.1 προέβαινε στις πιο πάνω ενέργειες της και ότι ο σκοπός της δεν ήταν να πλουτίσει αλλά να προβαίνει σε μια πολυτελή ζωή η οποία, κατά την υπεράσπιση, αναγόταν σε ανθρώπινη αδυναμία, δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο μετριαστικό. Ουδείς έχει δικαίωμα να οικειοποιείται περιουσία η οποία δεν του ανήκει για οποιοδήποτε υποκειμενικό λόγο και αν γίνεται αυτό, πόσο μάλλον όταν η περιουσία αυτή ανήκει στον εργοδότη του, ο οποίος επέδειξε εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του για την διενέργεια των εργασιών του.

 

Η κατηγορούμενη αρ. 1, με τον πλέον προκλητικό τρόπο, επίσης, οικειοποιείτο και άλλα χρήματα του Ομίλου, αφού εξέδιδε επιταγές του Ομίλου στο όνομα της χωρίς να είχε δικαίωμα σε αυτές καθώς και επιταγές στα ονόματα του κατηγορούμενου αρ. 2, της μητέρας και πατέρα της, πρώην κατηγορουμένων αρ. 4 και 5, τις οποίες δεν δικαιούνταν. Έφτασε, επίσης, στο σημείο να προχωρήσει στην εγγραφή στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων του γιου της, πρώην κατηγορούμενου αρ.3 και να του καταβάλλει εισφορές, τη στιγμή που ο τελευταίος ουδέποτε εργάστηκε στην εταιρεία Mini Stop Express Ltd, ζημιώνοντας την εταιρεία με το ανάλογο ποσό, ως αναφέρεται ανωτέρω και αφού πλαστογράφησε τα σχετικά έγγραφα.  

 

Επιπρόσθετα, προχώρησε και σε 11 περιπτώσεις και έκλεβε το ποσό των €350, το οποίο δινόταν ως βοήθεια στον πατέρα των ιδιοκτήτων και διευθυντών του Ομίλου, με τον τρόπο που αναφέρεται ανωτέρω στα ευρήματα του Δικαστηρίου. 

 

Πέραν των πιο πάνω, η κατηγορούμενη αρ. 1, άφησε πίσω της ένα διαλυμένο λογιστήριο και με παραποιημένες εγγραφές, προφανώς στα πλαίσια των ενεργειών της για τον μη εντοπισμό των χρημάτων και του ελλείμματος. Σε κάθε περίπτωση, έχει προκύψει ότι δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις της που απορρέαν από την θέση που της εμπιστεύθηκαν οι εργοδότες της, δεν υπήρχαν λογιστικά βιβλία και ο Όμιλος είχε οφειλές στις Κρατικές Υπηρεσίες με τεράστιες ζημιές γι’ αυτόν και τους ιδιοκτήτες τους.

 

Επεδείκνυε, επίσης, μια άσχημη συμπεριφορά στο υπόλοιπο προσωπικό και ιδιαίτερα στη βοηθό της Ελισάβετ Σταύρου.

 

Ακόμα και όταν ο διευθυντής του Ομίλου, κ. Βάσος Δημητριάδης προσπάθησε, με την βοήθεια εξωτερικών ελεγκτών και λογιστών να κλείσει τα λογιστικά βιβλία για να διεξαχθεί ο σχετικός έλεγχος των εταιρειών του Ομίλου, η κατηγορούμενη αρ. 1 δεν συνεργαζόταν, διαπιστώθηκε ότι είχε καταστρέψει και συγκεκριμένα αρχεία από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και όταν άρχισε να αποκαλύπτεται η παράνομη δράση της, εν τέλει αποχώρησε από τον Όμιλο εταιρειών. Η δράση της, σταμάτησε μόνο τότε και όταν άρχισαν να αποκαλύπτονται οι διάφορες ατασθαλίες στον Όμιλο και εν τέλει εντοπίστηκε το έλλειμμα.

 

Έχουμε συνυπολογίσει, τα όσα ο κ. Πουργουρίδης ανάφερε σε σχέση με τις υποχρεώσεις των διευθυντών του Ομίλου και ότι όφειλαν να είχαν επαρκή έλεγχο των επιχειρήσεων και εταιρειών τους, κάτι το οποίο δεν έπρατταν, αλλά πάλι τούτο δεν έδινε το δικαίωμα στην κατηγορούμενη αρ.1, να οικειοποιείται τα χρήματα του Ομίλου και να ενεργεί με τον τρόπο που αναφέρεται ανωτέρω. Την στιγμή που οι εργοδότες της επέδειξαν σε αυτήν απόλυτη εμπιστοσύνη στην διαχείριση των οικονομικών και όλων όσων απορρέουν από την θέση του οικονομική διευθυντή και υπεύθυνου λογιστηρίου του Ομίλου εταιρειών τους.   

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, που αφορούν τον τρόπο δράσης της κατηγορούμενης αρ.1 είναι ιδιαίτερα σοβαρά και αναμφίβολα επιβαρύνουν τη θέση της. Η μεγάλη έκταση της εγκληματικής της συμπεριφοράς και ο όλος τρόπος δράσης της καθώς και το συνολικό ύψος του ποσού που οικειοποιήθηκε, κατατάσσει την παρούσα υπόθεση στις πλέον σοβαρές του είδους της.

 

Η πιο πάνω συμπεριφορά που η κατηγορούμενη αρ.1 επέδειξε είναι άκρως απαράδεκτη, καταρρίπτει τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η σχέση υπαλλήλου – εργοδότη και την εμπιστοσύνη και εντιμότητα που πρέπει να διακατέχει μια τέτοια σχέση. Η κατηγορούμενη αρ.1, η οποία επαναλαμβάνουμε έχαιρε της εκτίμησης και της απόλυτης εμπιστοσύνης των εργοδοτών της, καταχράστηκε την εμπιστοσύνη αυτή με τον πλέον βάναυσο τρόπο και για μία μεγάλη περίοδο, αυτή των 3 ½ περίπου χρόνων, συστηματικά οικειοποιείτο χρήματα από τις εισπράξεις των περιπτέρων και με κάθε άλλο τρόπο, γενικότερα, χρήματα του Ομίλου εταιρειών.

 

Μια τέτοια συμπεριφορά είναι άκρως σοβαρή και καταδικαστέα και το Δικαστήριο έχει καθήκον σε τέτοιες περιπτώσεις να επιβάλλει αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

Όσον αφορά το κατηγορούμενο αρ. 2, αυτός οικειοποιήθηκε από τις εταιρείες του Ομίλου το συνολικό ποσό των €10,700. Ανευρέθηκαν στους λογαριασμούς του, επιταγές των εταιρειών του Ομίλου, χωρίς αυτός να έχει δικαίωμα σε αυτές, αφού καμία σχέση είχε με τις εργασίες του Ομίλου εταιρειών. Προέκυψε, επίσης, ότι εν γνώσει του, προχώρησε και κατάθεσε επιταγές άλλων εταιρειών του Ομίλου, εκδομένες σε πρόσωπα τα οποία δεν είχαν γνώση για αυτές τις επιταγές και οι οποίες ήταν πλαστογραφημένες από την κατηγορούμενη αρ. 1. Ο ίδιος για να καταστεί εφικτή η κατάθεση τους, προχώρησε εν γνώση του και τις οπισθογράφησε. Αυτό έγινε στα πλαίσια μεταφοράς χρημάτων σε λογαριασμό της Mini Stop Express Ltd, από την κατηγορούμενη αρ.1 και που όπως έχει κριθεί εν γνώση του κατηγορούμενου αρ.2 για τον τρόπο δράσης της. Κατά συνέπεια, παρά το περιορισμένο της εγκληματικής δράσης του κατηγορούμενου αρ.2 σε σχέση με αυτήν της κατηγορούμενης αρ.1, όπως ο κ. Πουργουρίδης εισηγήθηκε, δεν παύει από το και ο κατηγορούμενος αρ.2 να έχει υποπέσει στη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρών αδικημάτων για τις επίδικες περιόδους, αν ληφθεί υπόψη και η εμπλοκή του ιδίου με τις εργασίες του Ομίλου εταιρειών, με τις οποίες δεν είχε καμία σχέση.

 

Όλα τα αδικήματα, λοιπόν, που αμφότεροι οι κατηγορούμενου αρ. 1 και 2 αντιμετωπίζουν καθώς και οι περιστάσεις διάπραξης τους, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και απαιτούν αυστηρή αντιμετώπιση δια της επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών.

 

Παρά τα πιο πάνω, όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί (βλ. Κόκκινος v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135). Η εξατομίκευση της ποινής, όμως, δεν θα πρέπει να εξουδετερώνει ούτε τη σοβαρότητα του εγκλήματος, ούτε το στοιχείο της αποτροπής και να καθιστά αναποτελεσματική την εφαρμογή του Νόμου (βλ. Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224). Όμως, όσο και αν η ανάγκη για αποτροπή μειώνει ανάλογα τη δυνατότητα εξατομίκευσης, δεν την καταργεί ως υπαρκτή επιδίωξη (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14).

 

Προς όφελος των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2 και για σκοπούς μετριασμού της ποινής, λαμβάνουμε υπόψη μας το λευκό τους ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία τους καθότι αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού τους προς την νομιμότητα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1). Η κατηγορούμενη αρ.1 σήμερα είναι ηλικίας 54 περίπου ετών και ο κατηγορούμενος αρ. 2, ηλικίας 68 ετών, χωρίς στο παρελθόν να έχουν απασχολήσει τη δικαιοσύνη, στοιχείο το οποίο θα λάβουμε σοβαρά υπόψη μας και το οποίο τους δίδει την ευχέρεια να αιτούνται της επιείκιας του Δικαστηρίου.

Προς περαιτέρω εξατομίκευση και μετριασμό της ποινής, υπόψη μας λαμβάνουμε τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες αμφοτέρων των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2, στο βαθμό που αυτές αναφέρθηκαν ενώπιον μας από τον συνήγορο τους. Ειδικότερα, λαμβάνουμε υπόψη τα προβλήματα υγείας που έκαστος των κατηγορουμένων αντιμετωπίζει, όπως αυτά μας τέθηκαν από το συνήγορο τους και προκύπτουν από τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά που κατατέθηκαν και με τα οποία συμφώνησε η κατηγορούσα αρχή.

 

Ειδικότερα, λαμβάνουμε υπόψη ότι, σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 21/07/2025 του Δρ. Κώστα Χαραλαμπίδη, Παθολόγου - Καρδιολόγου η κατηγορούμενη αρ. 1 πάσχει από πολλές νοσηρότητες, όπως σακχαρώδη διαβήτη σε θεραπεία Eucreas 50 mg/850 mg 1 X 2 την ημέρα, υπερλιπιδαιμία σε θεραπεία με platorel (rosuvastatin) 10 mg X 1 την ημέρα, παροξυσμική ταχυκαρδία σε θεραπεία με emconcor 2.5 mg X 2 την ημέρα, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση σε θεραπεία με Reprat 40 mg X 1 την ημέρα και Medoverin 135 mg X 3 για σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Είναι υψηλού κινδύνου και χρειάζεται υγιεινές συνθήκες διαβίωσης και αποφυγή έντονων συναισθηματικών αντιδράσεων.

 

Όσον αφορά τον κατηγορούμενο αρ. 2, ενώπιον μας έχει τεθεί το ιατρικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 21/07/2025 του Δρ. Κώστα Χαραλαμπίδη και το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Κωνσταντίνου Α. Γούναρη, Νευροχειρουργού, ημερομηνίας 24/07/2025. Στην βάση αυτών προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αρ. 2 έχει ιστορικό σοβαρής οσφυαλγίας και ισχυαλγίας και χειρουργήθηκε τον Μάρτιο του 2019 και τον Αύγουστο του 2020 με δισκεκτομή στη οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Από τότε παραπονείται για καθημερινά προβλήματα οσφυαλγίας και χρειάζεται τακτικά φυσιοθεραπεία και φαρμακευτική αναλγητική αγωγή. Πάσχει, επίσης, από σακχαρώδη διαβήτη σε φαρμακευτική αναλγητική αγωγή με Glucophage 750 mg X 1 την ημέρα, υπερλιπιδαιμία σε θεραπεία με Εrezel 10 mg X 1 την ημέρα, υπέρταση σε θεραπεία με Diovan 80 mg X 1 την ημέρα και για νευροπαθητικό πόνο Lyrica 75 mg X 2 την ημέρα, αγχώδη διαταραχή σε lorazepam 2 mg X 1 την ημέρα. Είναι ασθενής υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου και χρειάζεται συστηματική φαρμακευτική αγωγή και αποφυγή εντόνων συναισθηματικών καταστάσεων.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο κατηγορούμενος αρ. 2, έχει εξεταστεί από τον Νευροχειρουργό Κωνσταντίνο Α. Γούναρη και αναφέρει ότι είναι περιπατηκός, σε άψογο επίπεδο συνείδησης με ελαφρά όψη πάσχοντος. Παρουσιάζει διαλείπουσα χωλότητα. Σημείο LASEGUE θετικό αμφώ στις 45 μοίρες. Ιστορικό δισκεκτομή 04 – 05 δεξιά το 2019 και επανεπέμβαση τον Αύγουστο του 2020. Διενεργήθηκε ΑΤ οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης (ΟΜΣΣ) που ανέδειξε ευρεία, ενδοτρηματική αμφώ κήλη στο 04-5. Έχει γίνει ισχυρή σύσταση για χειρουργική αποσυμπίεση, καθώς η συμπτωματολογία επηρεάζει την καθημερινότητα του και η συντηρητική αγωγή δεν έχει αποδώσει.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνουμε υπόψη μας ότι ο κατηγορούμενος αρ. 2 κατά την κράτηση του μεταφέρθηκε στο ΤΑΕΠ Πάφου έπειτα από θωρακικό άλγος.  

 

Αν και λαμβάνουμε υπόψη μας όλα τα πιο πάνω ιατρικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, εντούτοις θα πρέπει να αναφερθεί ότι τούτα δεν αποτελούν μια εξαιρετική περίσταση, έτσι ώστε να παίζουν ουσιαστικό μετριαστικό παράγοντα. Δεν είναι τέτοια, επίσης, που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τις Φυλακές. Όπως έχει αναφερθεί στην Χρύσανθος Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 67/2024, Ημερ. 26/04/2024 «Εάν οι προσωπικές περιστάσεις του καταδικασθέντος είναι εξαιρετικές, τότε μπορούν να επενεργήσουν ως ελαφρυντικός παράγοντας ο οποίος δικαιολογεί μείωση της ποινής φυλάκισης. Τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις υφίστανται αν λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας η φυλάκιση θα προκαλέσει στον καταδικασθέντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού (βλ. Zewar (1990) 2 A.A.Δ. 384, Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 144, Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315, Κώστα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 205/20, ημερ. 22.12.2021).

Από την άλλη, όπως υποδεικνύεται στη Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1186, τα προβλήματα υγείας των κρατουμένων μπορούν να αντιμετωπιστούν από το σωφρονιστικό ίδρυμα όπου παρέχεται τέτοια δυνατότητα. Στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 223/19, ημερ. 8.4.2020, λέχθηκε ότι οι αρχές των Φυλακών θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα και ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διαφύλαξη της υγείας των κρατουμένων. Το ίδιο ισχύει κατ’ αναλογία για φυλακισθέντα πρόσωπα. Στην Attorney – General vMavrokefalos (ανωτέρω) όπου κρίθηκε επιβεβλημένη η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης αντί προστίμου, λέχθηκε ότι σε περίπτωση που η κατάσταση υγείας του Εφεσείοντος καθιστούσε αναγκαία τη νοσηλεία του, όλα τα αναγκαία μέτρα θα λαμβάνονταν από τη Διεύθυνση των Φυλακών προς αυτή την κατεύθυνση (βλ. και Alexandrou vThe Police (1969) 2 C.L.R. 165, Voudaskas vThe Republic (1967) 2 C.L.R. 109, Tsiolis vThe Police (1981) 2 C.L.R. 231, Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373).»

 

Λαμβάνουμε υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και ειδικότερα τα προβλήματα υγείας που οι κατηγορούμενοι αρ. 1 και 2 αντιμετωπίζουν. Θα πρέπει να αναφερθεί, όμως, ότι σε σοβαρά αδικήματα τα οποία μάλιστα βρίσκονται σε έξαρση και επιβάλλεται η ανάγκη για αυστηρή και αποτρεπτική ποινή, οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων είναι ήσσονος σημασίας (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540, Κλεοβούλου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Αlarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 11 και Ψύλλος v. Aστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430). Περαιτέρω, στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331  έχουν λεχθεί τα ακόλουθα: «Έχει αποφασιστεί ότι σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, αν και παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται, είναι ήσσονος σημασίας αφού προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας».

Πέραν των πιο πάνω, θα λάβουμε υπόψη μας ότι εναντίον των κατηγορούμενων αρ. 1 και 2, εκδόθηκε, εκ συμφώνου, διάταγμα δήμευσης, ως ανωτέρω αναφέρθηκε (βλ. Γεώργιος Θεμιστοκλέους v. Αστυνομίας (2016) 2Α Α.Α.Δ 154, Κρίνος Θεοχάρους v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 22 και  Pal Tekinder κ.ά ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551).  

 

Ειδικότερα, σε σχέση με τον κατηγορούμενο αρ. 2 εκδόθηκε διάταγμα για δήμευση ολόκληρου του ποσού για το οποίο ανευρέθηκε ένοχος ενώ για την κατηγορούμενη αρ. 1, για το ποσό, στην ουσία, των €710.306.10 το οποίο ισούται με την ρευστοποιήσιμη περιουσία που ανευρέθηκε ενώ για το υπόλοιπο ποσό το διάταγμα θα τελεί υπό αναστολή. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι τα εισπραχθέντα ποσά θα αποδοθούν στον παραπονούμενο, χωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται ότι η εκτέλεση των διαταγμάτων δήμευσης, συμφωνήθηκε όπως λάβει χώρα, όχι μόνο μετά το πέρας ενδεχόμενης έφεσης που ήθελε καταχωρηθεί αλλά και μετά το πέρας των αστικών αγωγών που εκκρεμούν. Θα δώσουμε, λοιπόν, τη δέουσα βαρύτητα στα εν λόγω διατάγματα δήμευσης, λαμβάνοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και ότι ενδέχεται να αποζημιωθεί εν μέρη ο παραπονούμενος. Μεγάλο μέρος, όμως, των ποσών για τα οποία καταδικάστηκε η κατηγορούμενη αρ. 1, προκύπτει να μην υπάρχει άλλη ρευστοποιήσιμη περιουσία για να τα καλύψει και ούτε οποιαδήποτε αποζημίωση, κάτι το οποίο συνυπολογίζεται.  

Έχουμε λάβει υπόψη μας, τα όσα ο κ. Πουργουρίδης ανάφερε σε σχέση με τις καταστροφικές συνέπειες που ενδεχόμενη αυστηρή ποινή φυλάκισης θα έχει στην κατηγορούμενη αρ.1, ένεκα του ότι στην ηλικία της και ενώ έχαιρε εκτίμησης στην κοινωνία, θα πρέπει να είναι κατάδικη. Όσον και αν λαμβάνονται υπόψη τα πιο πάνω, θα πρέπει να αναφερθεί ότι τούτο είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ίδια της εγκληματικής της συμπεριφοράς και των παράνομων ενεργειών της και δεν μπορεί να μέμφεται τον οποιονδήποτε παρά τον εαυτό της (βλ. Ευτύχιος Μαληκκίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 40/2015, Ημερ. 25/11/2016).

Πέραν των πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη μας τα προβλήματα υγείας τα οποία ο γιος των κατηγορούμενων αρ. 1 και 2 αντιμετωπίζει. Ειδικότερα λαμβάνουμε υπόψη μας ότι, σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Ανδρέα Λ. Θεοφάνους, ημερομηνίας 28/07/2025, Ειδικού Νευρολόγου, ο Χρίστος Χάλιος από τον Ιούλιο του 2020 άρχισε να παρουσιάζει ψυχικές διαταραχές, κατάθλιψη, κλείστηκε στον εαυτό του και τα βράδια ο ύπνος του έγινε ανήσυχος. Τα προβλήματα αυτά συνεχίζονται μέχρι τώρα και νοιώθει ανασφάλεια λόγω απουσίας των γονιών του. Δεν παραγνωρίζουμε τα πιο πάνω και τις επιπτώσεις που τυχόν φυλάκιση στους κατηγορούμενους αρ. 1 και 2, θα έχει στον γιο τους και ότι ενδέχεται να επιβαρύνουν την ψυχική του υγεία και τα λαμβάνουμε υπόψη. Εντούτοις, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι επιπτώσεις φυλάκισης στην οικογένεια ενός κατηγορουμένου συγκαταλέγονται μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων, πλην όμως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής (βλ. Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328 και Okmelashvili ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 14/2020, ημερ. 22.12.2021), ECLI:CY:DOD:2021:24.

 

Υπόψη μας, περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη τα όσα ο κ. Πουργουρίδης ανάφερε σε σχέση με τον κατηγορούμενο αρ. 2 και ότι είτε επιβληθεί σε αυτόν ποινή άμεσης φυλάκισης είτε ποινή φυλάκισης με αναστολή, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να απωλέσει την εργασία του. Όπως έχει αναφερθεί και προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος αρ. 2 εργάζεται ως λογιστής στην εταιρεία Σκλαβενίτης. Το πιο πάνω γεγονός, μπορεί να συνυπολογιστεί προς όφελος του κατηγορούμενου αρ. 2, αφού αποτελεί μια μορφή εξωδικαστηριακής τιμωρίας (βλ. (βλ. Κουλουντή ν. Αστυνομίας, (2015) 2 Α.Α.Δ. 870, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 127/2019, κ. α., 10/03/2021, Πετρίδης ν. Αστυνομία, (2016) 2 Α.Α.Δ. 44 και Σουτζής ν. Δημοκρατίας, (2003) 2 Α.Α.Δ. 424).   

Ο συνήγορος του κατηγορούμενου, ζήτησε, επίσης, όπως ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή. Είναι γνωστή η αρχή ότι ο χρόνος είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής και μάλιστα έχει νομολογηθεί, ότι εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απολύτως αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Πεγειώτη κ.α. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ 355 υποδείχθηκε, ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις όπου θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος.

Περαιτέρω, ο βασικός λόγος για τον οποίο η καθυστέρηση προσμετρά ως ελαφρυντικός παράγοντας είναι διότι στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου μπορεί να έχουν αλλάξει. Επιπρόσθετα, η αποτίμηση της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Σωτήρης Αβραάμ v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 365).

Στην παρούσα υπόθεση, δεν παρατηρείται οποιαδήποτε καθυστέρηση στην διερεύνηση και προώθηση της παρούσας υπόθεσης στο Δικαστήριο από την κατηγορούσα αρχή (βλ. Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330). Η καταγγελία στην Αστυνομία έγινε στις 05/06/2020 και χωρίς καθυστέρηση, μετά από την αποκάλυψη της όλης εγκληματικής δραστηριότητας της κατηγορούμενης αρ.1 αλλά και του κατηγορούμενου αρ. 2, και η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 13/07/2020, οπόταν παραπέφθηκε στο Κακουργιοδικείο για τις 07/09/2020.

Πέραν των πιο πάνω, για την μετέπειτα καθυστέρηση, προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου, αυτή να οφείλεται κυρίως στη φύση και πολυπλοκότητα της παρούσας υπόθεσης, στην αλλαγή δικηγόρων εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής, εν μέρει στο Δικαστήριο αλλά και στους κατηγορούμενοι αρ. 1 και 2. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, αρχικά απουσίαζε ο κατηγορούμενος αρ. 2 από το Δικαστήριο λόγω ασθένειας και στη συνέχεια ζητείτο χρόνος για απάντηση στο κατηγορητήριο με σκοπό να παραδοθεί στην Υπεράσπιση το μαρτυρικό υλικό που υπολειπόταν. Στις 11/03/2021 οι κατηγορούμενοι απάντησαν στο κατηγορητήριο μη παραδοχή, κάτι φυσικά που ήταν δικαίωμα τους και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 07/06/2021. Εν τω μεταξύ η τότε κατηγορούμενη αρ. 5, απουσίαζε κατά τις 11/03/2021 λόγω προβλήματος υγείας και εμφανίστηκε στις 10/05/2021, οπόταν απάντησε και αυτή μη παραδοχή. Στις 07/06/2021 ζητήθηκε από αμφότερες τις πλευρές αναβολή με σκοπό να μελετηθούν τα έγγραφα σε μια προσπάθεια να δηλωθούν παραδεχτά γεγονότα και η υπόθεση ορίστηκε στις 04/10/2021. Εκείνη την ημερομηνία απουσίαζε η τότε κατηγορούμενη αρ. 5, λόγω προβλήματος υγείας και δεδομένου και του προγράμματος του Δικαστηρίου, η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση στις 14/02/2022. Αναβλήθηκε εκ νέου η ακρόαση κατά την ημερομηνία εκείνη, λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου και επαναπρογραμματίστηκε για τις 12/09/2022. Εκείνη την ημέρα ζητήθηκε από κοινού αναβολή με σκοπό τα μέρη να καταλήξουν σε παραδεχτά γεγονότα και ορίστηκε στις 14/11/2022. Ακολούθως, αναβλήθηκε για τις 29/11/2022, λόγω απουσίας των δύο μελών του Κακουργιοδικείου. Κατ’ εκείνη την ημερομηνία είχε αναφερθεί ότι η πλευρά της υπεράσπισης είχε αποστείλει παραδεχτά γεγονότα, πλην όμως η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δεν ήταν έτοιμη για αυτό. Αναφέρθηκε, επίσης, ότι λόγω προχωρημένης εγκυμοσύνης της θα έπρεπε η υπόθεση να ανατεθεί από την υπηρεσία της σε άλλη δικηγόρο για να την χειριστεί. Ορίστηκε προς το σκοπό αυτό στις 12/12/2022 και ακολούθως σε άλλες ημερομηνίες με σκοπό να μελετηθεί η υπόθεση από τη νέα δικηγόρο και να γίνουν παραδεχτά γεγονότα. Στις 30/05/2023, την υπόθεση εν τέλει εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής ανέλαβε η κα Πασιαρδή, η οποία ζήτησε και αυτή χρόνο για να μελετήσει την υπόθεση. Ως εκ τούτου, η υπόθεση πλέον είχε προγραμματιστεί για ακρόαση στις 05/07/2023, 06/07/2023, 07/07/2023, 11/07/2023, 12/07/2023, 13/07/2023, 18/07/2023, 19/07/2023, 20/07/2023, 27/07/2023 και 28/07/2023. Η ακρόαση της υπόθεσης προχώρησε απρόσκοπτα και διήρκεσε δύο περίπου χρόνια η εκδίκαση της. Σημειώνεται ότι προκλήθηκε και κάποια καθυστέρηση στην ετοιμασία της Έκθεσης του λογιστή εκ μέρους της υπεράσπισης. Κατά συνέπεια, λαμβάνουμε υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και τους λόγους που αφορούν τον χρόνο ολοκλήρωσης της παρούσας υπόθεσης, χωρίς να παραγνωρίζεται η πολυπλοκότητα και ο όγκος της μαρτυρίας που χρειάστηκε να ακουστεί.      

Πέραν των πιο πάνω, δεν έχει προκύψει και ούτε μας τέθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία να καταδεικνύουν δραματική αλλαγή στις προσωπικές συνθήκες των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2 στο μεσοδιάστημα, ως τάσσει η νομολογία.

Στην βάση των πιο πάνω, θα λάβουμε υπόψη μας το αντικειμενικό γεγονός το οποίο παραμένει και αυτό είναι ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή μετά από πάροδο 5 και πλέον χρόνων περίπου από την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης και θα του δώσουμε τη δέουσα βαρύτητα, υπό τις περιστάσεις. Η καθυστέρηση αυτή, όμως, αν και από τους βασικούς παράγοντες μετριασμού της ποινής, δεν είναι ικανή να διαφοροποιήσει το είδος της ποινής που θα πρέπει να επιβληθεί, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή φυλάκισης (βλ. Νικολάου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 45/2019, Ημερ. 03/07/2020). Η φύση των αδικημάτων που οι κατηγορούμενοι αρ. 1 και 2 αντιμετωπίζουν απαιτεί την αυστηρή αντιμετώπιση τους. Οι περιστάσεις διάπραξης τους, επίσης, είναι ιδιαίτερα σοβαρές (βλ. Αστυνομία v ΧΧΧ Βακανά (ανωτέρω)). Η καθυστέρηση αυτή θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής και θα διαδραματίσει ρόλο στον καθορισμό του ύψους της ποινής και όχι του είδους της.

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη μας τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και τη σοβαρότητα τους από την μια και όλα τα ελαφρυντικά των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2 από την άλλη, κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης δεν μπορεί να αποφευχθεί. Οποιαδήποτε άλλη ποινή θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους παραβάτες και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου. Όλα τα πιο πάνω ελαφρυντικά των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2 και ειδικότερα οι προσωπικές του συνθήκες και η πιο πάνω αναφερόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, δεν είναι ικανά να διαφοροποιήσουν το είδος της ποινής, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή στερητική της ελευθερίας των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2. Παρά ταύτα θα ληφθούν σοβαρά υπόψη και θα διαδραματίσουν ρόλο στο ύψος της ποινής που θα επιβληθεί.

Η νομολογία είναι καθοδηγητική για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιου είδους αδικημάτων και για το ύψος της ποινής που θα πρέπει να επιβάλλεται, αλλά όχι δεσμευτική καθότι κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσεις του για το ζήτημα της ποινής σχετικά με συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, είναι μόνο ενδεικτικές της ποινικής μεταχείρισης που ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει από το Δικαστήριο, καθότι: «Ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων.». Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ελ Χαπιρ Ναζίπ ν Αστυνομίας, (2014) 2 ΑΑΔ 808: «Εκείνο στο οποίο βοηθά η προηγούμενη νομολογία, είναι στο πλαίσιο ανάδειξης εκείνου του μέτρου που ακολουθείται σε διάφορες υποθέσεις, ώστε να εξετάζεται σφαιρικά και η ποινή που θα επιβληθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.».

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστόδουλος Μαυρουδής v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2021, Ημερ. 19/12/2022, ECLI:CY:AD:2022:B485, αναφέρθηκε ότι η αναφορά σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων δεν συνιστά ουσιαστική καθοδήγηση και ενίοτε αποπροσανατολίζει. Θα πρέπει να επιλέγονται οι υποθέσεις εκείνες όπου τα γεγονότα, στο βαθμό που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος προσομοιάζουν. Και εξυπηρετεί να καταγράφονται οι ουσιαστικές παράμετροι που συνέδραμαν στην ποινή που μνημονεύεται, ώστε να καθίσταται ευχερής η όποια σύγκριση.

Οι κάτωθι υποθέσεις είναι σχετικές, έχοντας και κατά νου ότι όπως αναφέραμε πιο πάνω, στο Άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικα, αρχικά προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια, η οποία, στις 7.4.2000 (βλ. Ν.43(1)/2000) αυξήθηκε σε 10 χρόνια και στην συνέχεια, στις 29.6.2012 σε 14 χρόνια (βλ. Ν.84(1)/2012) και ότι κάποιες εκ των αναφερόμενων αποφάσεων είχαν ως βάση χαμηλότερη προβλεπόμενη ποινή.

Στην Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19, ποινή φυλάκισης 4 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, για το αδίκημα της Κλοπής υπό υπαλλήλου, κατόπιν δικής του παραδοχής, κρίθηκε κατ’ έφεση ότι ήταν η ενδεδειγμένη. Ο εφεσειών, ηλικίας 36 ετών, ήταν λογιστής σε εταιρεία και είχε υπεξαιρέσει, χωρίς να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, €604.572. Λήφθηκαν υπόψη η δεινή οικονομική του κατάσταση η οποία τον είχε αναγκάσει να προσφύγει στις πράξεις με τις οποίες καταχράστηκε το πιο πάνω ποσό ένεκα του ότι είχε συνάψει πολλά χρέη από δάνεια που εξασφάλισε για την ανέγερση της οικίας του και την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του παιδιού του, το οποίο τα αντιμετώπιζε εκ γενετής. Λόγω αδυναμίας του εφεσείοντα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, η σύζυγος του, εν αγνοία του, είχε καταφύγει σε δανεισμό από τοκογλύφο, ενέργεια η οποία επέφερε αλυσιδωτές αυξήσεις των χρεών καθώς και αφόρητες πιέσεις για εξόφληση.

Στην Sydenham ν. Αστυνομίας, (ανωτέρω), επικυρώθηκε κατά πλειοψηφία ποινή φυλάκισης επτά ετών σε κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε ο εφεσείοντας ήταν μεγαλύτερο, αλλά αυτό το οποίο τελικά δεν επέστρεψε, ανέρχεται σε 945.605 στερλίνες, $376.171 και €31.483, ενώ η ποινή είχε επιβληθεί μετά από παραδοχή. Στην υπόθεση αυτή επισημάνθηκε η έξαρση του οικονομικού εγκλήματος και «η αποφασιστικότητα των Δικαστηρίων να συμβάλουν με αυστηρές ποινές στην πάταξη του».

Στην Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 A.A.Δ. 212,  απορρίφθηκε η έφεση για την καταδίκη και την ποινή  φυλάκισης 7 ετών που επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο,  για την εγκληματική ενέργεια του εφεσείοντα να αποσπάσει, στα πλαίσια δημοσιοποίησης της εταιρείας του, συνολικό ποσό £920.000. Ο εφεσείοντας είχε λευκό ποινικό μητρώο, ήταν 56 ετών και είχε διάφορα προβλήματα υγείας.

Στην Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά ετών στον εφεσείοντα, λευκού ποινικού μητρώου, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε αδικήματα κλοπής υπό αντιπροσώπου και συγκάλυψης. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν από αντιπρόσωπο εταιρείας, ο οποίος διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιο μετοχών του ταμείου συντάξεων και χορηγημάτων ημικρατικού οργανισμού. Ως αναφέρθηκε, υπήρχε δυνατότητα ανάκτησης σταδιακά έστω ορισμένων ποσών, στα πλαίσια του διατάγματος δήμευσης, που εκδόθηκε μετά την καταδίκη και πριν την επιβολή της ποινής.

Στην Ευθυμίου v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 113, γραμματέας συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος έκλεψε από αυτό, μεγάλο χρηματικό ποσό, με τη βοήθεια του εφεσείοντα, ο οποίος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάπραξη της κλοπής και καρπώθηκε ποσό, ύψους Λ.Κ.402.150. Μετά από ακροαματική διαδικασία, επιβλήθηκαν σ' αυτόν ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 6 ετών στην κατηγορία για παροχή βοήθειας προς τον γραμματέα της ΣΠΕ προς διάπραξη του αδικήματος της κλοπής από γραμματείς και υπηρέτες και στην κατηγορία της συγκάλυψης.  Η έφεση κατά της ποινής απορρίφθηκε.

Στην Πέτρου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών που επιβλήθηκε, μετά από παραδοχή, στον κατηγορούμενο, ηλικίας 31 ετών, οικογενειάρχη με τρία μικρά παιδιά ο οποίος έκλεψε συνολικά το ποσό των £36,000 ενώ ήταν υπάλληλος της ΣΠΕ Πολεμιδιών, το οποίο είχε εξοφλήσει, μειώθηκε σε 18 μήνες κατ’ έφεση αφού λήφθηκε υπόψη και το καταστροφικό πλήγμα που υπέστη από την απόλυση από την εργασία του καθώς και η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος που η υπόθεση βρισκόταν σε εκκρεμότητα.

Στην Στυλιανού  v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646 ο γραμματέας της Σ.Π.Ε. Πάνω Πλατρών, ηλικίας 25 ετών, έκλεψε στην περίοδο από 01/01/03 – 03/05/04, το ποσό των Λ.Κ.56,993. Μετά από ακρόαση και αφού λήφθηκαν υπόψη ψυχολογικά προβλήματα που ο εφεσείων αντιμετώπιζε καθώς επίσης το χρόνο των 3 ετών που παρήλθε από την εγκληματική του δραστηριότητα μέχρι την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, του επιβλήθηκε ποινή 2,5 ετών, η οποία αν και θεωρήθηκε επιεικής, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Σημειώνεται, πως οι πιο πάνω υποθέσεις αφορούσαν αδικήματα τα οποία είχαν διαπραχθεί πριν την τελευταία αύξηση της ποινής σε 14 έτη φυλάκισης.

Στην Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 201/2019, Ημερ. 07/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:D442, ποινές φυλάκισης ύψους 6 ½ ετών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στα αδικήματα της Κλοπής από γραμματέα και της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, επικυρώθηκαν κατ’ έφεση. Ο εφεσειών εργαζόταν ως διευθυντής τυπογραφείου σε μια εταιρεία. Υπ’ αυτή του την ιδιότητα για μια μακρά περίοδο από τον Ιανουάριο 2012 μέχρι Απρίλιο 2017 είχε επιδοθεί σε μια περίτεχνη εγκληματική δραστηριότητα, με την χρήση πλαστών τιμολογίων και την παρουσίαση εικονικών αγορών, ώστε να εξασφαλίσει με ψευδείς παραστάσεις εις βάρος των εργοδοτών του το σοβαρό συνολικό ποσό των €434.886,51. Υπήρχε παραδοχή εκ μέρους του, ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ηλικίας 52 ετών και το παιδί του, ηλικίας 22 ετών παρουσίαζε σοβαρή αυτιστική διαταραχή και νοητική στέρηση. Το παιδί αυτό ήταν πλήρως εξαρτημένο από τον εφεσειών.

Στην Κουμπαρή v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 215/2018, ημερ. 11/05/2020, ECLI:CY:AD:2020:B151, η εφεσείουσα καταδικάστηκε, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε εννέα  κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου και σε μία κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η ανώτατη συντρέχουσα ποινή των οκτώ ετών που της επιβλήθηκε δεν θεωρήθηκε ως έκδηλα υπερβολική παρά τις προσωπικές της περιστάσεις, δεδομένου του μεγάλου ποσού που αυτή αποκόμισε (€1.975.000) και των συνθηκών παράβασης εμπιστοσύνης που κάλυπταν την έκνομη συμπεριφορά της.

Στην Χριστάκης Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 519, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών για καταρτισμό εγγράφων χωρίς εξουσία, πέντε ετών για κλοπή υπό υπαλλήλου, τριών ετών για απόπειρα κλοπής από υπαλλήλου, πέντε ετών για πλαστογραφία επιταγών και για κυκλοφορία τους, δεκαοκτώ μηνών για πλαστογραφία εγγράφου και δεκαοκτώ μηνών για κυκλοφορία πλαστών εγγράφων, δεκαοκτώ μηνών για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, τριών ετών για ψευδή καταχώρηση σε βιβλίο και πέντε ετών για συγκάλυψη, επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο εφεσειών ήταν γραμματέας της ΣΠΕ Πολεμίου και η σχεδιασμένη εγκληματική του δραστηριότητα που κράτησε ως την αποκάλυψη της από το 2001 μέχρι το 2003, προκάλεσε μεγάλη οικονομική ζημιά στους εργοδότες του. Από τον καταρτισμό και την είσπραξη των επιταγών στις οποίες αφορούσαν οι κατηγορίες £82.625. Και από τα αδικήματα που λήφθηκαν υπόψη τα οποία αφορούσαν κατά κύριο λόγο στον καταρτισμό εικονικών δανείων, ποσό πέραν των £100.000. Στο τέλος ο εφεσειών συνεργάστηκε με την Αστυνομία και επέστρεψε ποσό της τάξης των £25,000. Ο εφεσειών ήταν ηλικίας 50 ετών, λευκού ποινικού μητρώου και λήφθηκαν υπόψη τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και γενικά οι προσωπικές του περιστάσεις.

Στην Παντελής Γεωργίου Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, κατόπιν δικής του παραδοχής, ποινές φυλάκισης έξι ετών για κάθε ένα από τα αδικήματα της πλαστογραφίας επιταγής και κυκλοφορίας της ίδιας πλαστογραφημένης επιταγής και ποινές φυλάκισης δύο ετών για κάθε ένα από τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις και κλοπής επιταγών. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη, μετά από αίτηση του εφεσείοντος, άλλα τριάντα αδικήματα της ίδιας φύσης προς εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε, τα οποία ενείχαν το στοιχείο της κλοπής και της απάτης. Ως αποτέλεσμα της εγκληματικής του συμπεριφοράς, ο εφεσειών οικειοποιήθηκε ποσό περίπου £5.000. Βαρυνόταν με δεκατρεις προηγούμενες καταδίκες για τη διάπραξη όμοιων αδικημάτων.

Στην Κωνσταντίνος Τάκη Κολοκασίδη v. Της Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252, ποινές φυλάκισης πέντε ετών που επιβλήθηκαν πρωτόδικα στις κατηγορίες της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, μειώθηκαν κατ’ έφεση σε ποινές φυλάκισης τριάμισι ετών. Ο εφεσειών ήταν αρχιλογιστής σε ξενοδοχείο και σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ της 6ης Φεβρουαρίου και της 26ης Οκτωβρίου 1990 είχε εκδώσει 26 συνολικά πλαστές επιταγές για διάφορα ποσά χωρίς εξουσιοδότηση. Ο εφεσειών πλαστογράφησε τις υπογραφές του Διευθυντή του ξενοδοχείου και είτε του ενός είτε του άλλου από τους δύο διευθυντές της ιδιοκτήτριας εταιρείας του ξενοδοχείου. Αφού έκαμε τις κατάλληλες πλαστές «οπισθογραφήσεις» όπου χρειαζόταν, κατάθεσε τις 26 αυτές επιταγές στην Τράπεζα με αποτέλεσμα οι λογαριασμοί του να πιστωθούν με το συνολικό ποσό των £102.999,25 από το οποίο κατόρθωσε να αποσύρει £79.909,25. Ο εφεσειών ο οποίος ήταν ηλικίας 32 χρόνων και πατέρας δύο ανήλικων παιδιών επέστρεψε οικειοθελώς στην Κύπρο στις 7.2.91, συνεργάστηκε πλήρως με τις Αστυνομικές Αρχές, παραδέχτηκε τη διάπραξη των αδικημάτων του, εξέφρασε τη μεταμέλεια του και την πρόθεση του για οικονομική επανόρθωση του ποσού. Τονίστηκε κατ’ έφεση η σημασία της επανόρθωσης της ζημιάς και η μεταμέλεια.    

Όσον αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρήσιμη καθοδήγηση παρέχουν οι αποφάσεις που ακολουθούν.

Στην Ευτύχιος Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), μετά από παραδοχή, επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων, ποινή φυλάκισης 6 ετών. Οι επιλήψιμες πράξεις του, είχαν σχέση με οικονομικές ατασθαλίες σε έργα του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Πάφου, του οποίου ήταν γενικός διευθυντής. Αποκόμισε ίδιον προσωπικό όφελος και νομιμοποίησε παράνομα το συνολικό ποσό των €498.000.  Η νομιμοποίηση των πιο πάνω εσόδων ήταν εκτεταμένης μορφής, κάλυπτε μία περίοδο δέκα ετών και αφορούσε σε οχτώ διαφορετικές περιπτώσεις. Το εφετείο επικύρωσε την πιο πάνω ποινή.

Στην Ορέστης Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), μετά από ακροαματική διαδικασία, επιβλήθηκε στον Βασιλείου ποινή φυλάκισης 9 ετών, για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων, η οποία μειώθηκε, κατ' έφεση, σε 7 χρόνια. Ο υπό αναφορά, οικειοποιήθηκε ποσό, ύψους €450.000. Στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης, στον εφεσείοντα Κιττή, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.ΤΗ.Κ. και, εκ της θέσεως του, πρόεδρος του ταμείου συντάξεων. Εκμεταλλευόμενος τα αξιώματά του και την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε η πολιτεία, σε τρεις περιπτώσεις, απαίτησε και έλαβε το ποσό των €300.000. Λειτούργησε, τοιουτοτρόπως, ζημιώνοντας το ταμείο συντάξεων και, κατά συνέπεια, την ίδια την Α.ΤΗ.Κ. Η έφεση, κατά της ποινής, απορρίφθηκε.

Στην Davidescu κ.ά. ν. Δημοκρατίας,  Ποιν. Εφ. 197/2018 και 198/2018, ημερ. 8.7.2019, μετά από παραδοχή, ποινή φυλάκισης 6 ετών που επιβλήθηκε πρωτόδικα στους εφεσείοντες, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για ένα ποσό της τάξης περίπου των €310.000, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επρόκειτο για μέλη διεθνούς κυκλώματος, οι εφεσείοντες, οι οποίοι δημοσίευαν στο διαδίκτυο υπηρεσίες πώλησης αγαθών ή ενοικιάσεις ακινήτων και ζητούσαν από τα υποψήφια θύματά τους, να τους εμβάσουν χρήματα για τις συναλλαγές σε τραπεζικούς λογαριασμούς που άνοιξαν σε διάφορες τράπεζες της Κύπρου, τα οποία και κατακρατούσαν, χωρίς να υλοποιείται η συναλλαγή.

Στην Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ποινή φυλάκισης 5 ετών, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, μετά από παραδοχή, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ύψους €571.145. Η παραπονούμενη υπέστη ζημιά, ίση με το πιο πάνω ποσό και δεν αποζημιώθηκε.

Στην Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 125/2017, 127/2017, 129/2017, 130/2017 και 131/2017, ημερ. 26/04/2018, επιβλήθηκε στον εφεσείοντα Μιχαηλίδη, ποινή φυλάκισης 5½ ετών που του είχε επιβληθεί σε 3 κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων (ποσό €134.000), μειώθηκε σε 4½ χρόνια.  Στον Ευσταθίου, σε 2 κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων (€110.000), η ποινή φυλάκισης των 5½ ετών που του είχε επιβληθεί μειώθηκε σε 4½.  Στον Βασιλείου, σε 1 κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων (€60.000), του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών, η οποία μειώθηκε σε 3 χρόνια. Όλοι οι πιο πάνω εφεσείοντες αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας.  Στον Σιαηλή, σε 1 κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων (€27.500), του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών και διαδοχική ποινή 6 μηνών, για το αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία. Η ποινή, στο αδίκημα της νομιμοποίησης, μειώθηκε σε 3 έτη.  Όλοι οι πιο πάνω εφεσείοντες, κρίθηκαν ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία.

Στην Αστυνομία ν. Βακανά (ανωτέρω), ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε συνολικά 14 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αναφορικά με το συνολικό ποσό των €383.304,49 που είχε αποσπάσει. Οι ποινές φυλάκισης 2 ετών με τριετή αναστολή, που του επιβλήθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κρίθηκαν ως έκδηλα ανεπαρκείς και αντικαταστάθηκαν με ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 4 ετών. Το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι, ενόψει της καθυστέρησης, θα επέβαλλε ποινές μειωμένες απ' ό,τι κανονικά θα άρμοζε, που θα μπορούσε να είναι, υπό τις περιστάσεις, ακόμη και το όριο της ποινικής δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.

Στην Δαυϊδ Νικολάου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 220/2014, Ημερ. 26/07/2016, επιβλήθηκε κατ’ έφεση ανώτατη ποινή φυλάκισης 5 χρόνων στο αδίκημα της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στον εφεσείοντα ο οποίος κατά το έτος 2009, μεταξύ των μηνών Απριλίου και Ιουνίου, διέπραξε μεγάλο αριθμό ποινικών αδικημάτων, αποσπώντας, έτσι, μεγάλα χρηματικά ποσά από λογαριασμούς, αλλοδαπού, πελάτη του τραπεζικού ιδρύματος, στο οποίο ο ίδιος εργαζόταν, ως προϊστάμενος καταστήματος. Ξόδεψε δε όλα τα ποσά που απέσπασε, συμποσούμενα σε €274.920,00, Η.Π.Α. $93.550,00 και St £11.700,00 για την πληρωμή χρεών, τα οποία είχε δημιουργήσει κατά την ενασχόληση του με τον τζόγο. Η πράξη αποπληρωμής χρεών από τον εφεσείοντα, με την προαναφερθείσα δραστηριότητα, επαναλήφθηκε δεκαέξι, συνολικά, φορές. Λήφθηκε υπόψη η παραδοχή και το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, η κακή ψυχική κατάσταση του η οποία συνέβαλε στη διάπραξη των αδικημάτων και οι διευθετήσεις που έγιναν για εξασφάλιση του συνόλου του υπεξαιρεθέντος ποσού καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής.

Προτού καταλήξουμε στην επιβολή των αρμόζουσων ποινών φυλάκισης, θα λάβουμε υπόψη μας τα όσα ο κ. Πουργουρίδης ανάφερε σε σχέση με την ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου αρ. 2 και ότι η εγκληματική του συμπεριφορά δεν συγκρίνεται με αυτή της κατηγορούμενης αρ. 1. Έχουμε υπόψη μας την αρχή της ισότητας σύμφωνα με το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Εκείνο που διασφαλίζεται με το εν λόγω άρθρο είναι ότι ίσα και όμοια πράγματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο.  Όπως προκύπτει, από την νομολογία επί του θέματος, το πιο πάνω άρθρο, δεν προϋποθέτει την εξομοίωση των ανόμοιων, ούτε παρεμβάλει κώλυμα σε διακρίσεις μεταξύ των ανόμοιων οι οποίες δικαιολογούνται από την ανομοιότητα τους. Εκεί όπου τα δεδομένα δικαιολογούν τη μεταξύ των κατηγορουμένων διαφοροποίηση, η διαφοροποίηση είναι επιτρεπτή και δεν οδηγεί σε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου που επηρεάζεται  (βλ. Μιχάλης Καλαθάς ν. Γενικός Εισαγγελέας (2002) 2 Α.Α.Δ. 38 Τάσος Φιλίππου ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 360, Λούκας Παναγιώτου Κακουρή και Άλλος ν. Αστυνομίας (1997) 2  Α.Α.Δ. 391 και Γιαννάκης Ξυδιάς & Άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174).

Το ζήτημα της άνισης μεταχείρισης μεταξύ αδικοπραγούντων εξετάστηκε στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2019 ημερ. 27.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B173, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Η αρχή της ισότητας διασφαλίζεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου κατά την επιβολή ποινής είναι να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσους βρίσκονται στην ίδια θέση, έτσι ώστε να μην προκαλείται, δικαιολογημένα, αίσθημα αδικίας. Η ισότητα, όμως, ενώπιον του Νόμου δε σημαίνει αριθμητική εξίσωση, αλλά ισότητα έναντι αυθαίρετων διακρίσεων, μη αποκλείοντας εύλογες διακρίσεις, εάν αυτό δικαιολογείται από τις περιστάσεις (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 354 και Γερμανός ν. Δημοκρατίας(2013) 2 ΑΑΔ 525).»

 

Στην περίπτωση που ο βαθμός συμμετοχής των συνενόχων στο έγκλημα είναι διαφορετικός, τότε αυτό αποτελεί αποφασιστικό και ουσιαστικό παράγοντα ο οποίος νομιμοποιεί τη διαφορετική μεταχείριση (βλ. Hassan ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 356, Κάττος ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 195 και Ζαχαρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 595). Πέραν του ρόλου συμμετοχής των συνενόχων στο έγκλημα και άλλοι παράγοντες είναι δυνατό να διαφοροποιήσουν τον τρόπο μεταχείρισης τους, όπως η παραδοχή στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας, η συνεργασία με τις διωκτικές αρχές και η έμπρακτη μεταμέλεια (βλ. Suresh Crisnatha Rangajeeva ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 485 και Λοϊζου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546).

 

Στην παρούσα περίπτωση, είναι γεγονός και προκύπτει τόσο από τον ίδιο το κατηγορητήριο όσο και από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι η έκταση της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου αρ.2 είναι σαφώς μειωμένη και περιορισμένη σε σχέση με αυτή της κατηγορούμενης αρ.1. Κατ’ αρχάς αντιμετωπίζει τα αδικήματα της Κλοπής κατά παράβαση του Άρθρου 255 του Κεφ. 154 και το συνολικό ποσό αυτής ανέρχεται σε €10,700 σε σχέση με την κατηγορούμενη αρ.1 η οποία αντιμετωπίζει σοβαρότερο αδίκημα και συγκεκριμένα αυτό της Κλοπής υπό υπαλλήλου κατά παράβαση του Άρθρου 268 του Κεφ.154 και για ένα τεράστιο ποσό. Ο αριθμός δε των κατηγοριών και των περιστατικών που τις στοιχειοθετούν είναι σαφώς περιορισμένος σε σχέση με αυτές που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη αρ. 1. Περαιτέρω, ο ρόλος του στην πλαστογραφία και κυκλοφορία των πλαστών επιταγών ήταν με σκοπό να βοηθήσει την κατηγορούμενη αρ. 1, να μεταφέρει χρήματα στο λογαριασμό της Mini Stop Express Ltd για να καλύψει τις υποχρεώσεις της εν λόγω εταιρείας και να συγκαλύψει την οικειοποίηση των χρημάτων τα οποία λάμβανε και η δράση του αυτή ήταν περιορισμένη. Σημειώνεται, όμως, ότι ο κατηγορούμενος αρ. 2 είχε γνώση για αυτή την εγκληματική δραστηριότητα της κατηγορούμενης αρ.1 και ο ίδιος μάλιστα έλαβε και αποδέχτηκε επιταγές του Ομίλου και το ανάλογο χρηματικό ποσό το οποίο δεν δικαιούταν.

 

Προκύπτει, όμως, ότι πρωταγωνιστικό ρόλο στην παρούσα υπόθεση είχε η κατηγορούμενη αρ.1, ένεκα της ιδιότητας της στον Όμιλο εταιρειών και η έκταση της εγκληματικής της συμπεριφοράς είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτήν του κατηγορούμενου αρ.2.  

 

Στην βάση των πιο πάνω και όλων των περιστατικών, δικαιολογείται η διαφορετική και ηπιότερη μεταχείριση του κατηγορουμένου αρ.2 σε σχέση με αυτή που θα πρέπει να τύχει η κατηγορούμενη αρ.1   

 

Έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω, εφαρμόζοντας τις αρχές της αναλογικότητας και συνολικότητας της ποινής, επιβάλλονται στους κατηγορούμενους αρ. 1 και 2 οι ακόλουθες ποινές φυλάκισης, οι οποίες, λαμβάνοντας υπόψιν την παραπάνω αναφερόμενη καθυστέρηση, θα είναι μειωμένες κατά ένα χρόνο από ό,τι κανονικά θα άρμοζε:

Κατηγορούμενη αρ. 1:

1)           Στις κατηγορίες αρ. 1 – 186, 189 – 228, 239 – 274, 295 – 336, 341 – 344, 379 – 380, ποινή φυλάκισης 8 χρόνων σε έκαστη από αυτές.

2)           Στην κατηγορία αρ. 383, ποινή φυλάκισης 8 χρόνων.

3)           Στην κατηγορία αρ. 384, ποινή φυλάκισης 3 χρόνων.

4)           Στην κατηγορία αρ. 385, ποινή φυλάκισης 8 χρόνων.

5)           Στην κατηγορία αρ. 387, ποινή φυλάκισης 3 χρόνων.

6)           Στην κατηγορία αρ. 388, ποινή φυλάκισης 8 χρόνων.

 

Κατηγορούμενος αρ. 2:

 

1)   Στις κατηγορίες με αρ. 337 – 340 και 389 – 408, ποινή φυλάκισης 2 χρόνων, σε έκαστη από αυτές.

2)   Στις κατηγορίες αρ. 422 – 428, ποινή φυλάκισης 18 μηνών σε έκαστη από αυτές.

3)   Στην κατηγορία αρ. 429, ποινή φυλάκισης 18 μηνών.

 

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στους κατηγορούμενους αρ. 1 και 2 να συντρέχουν.

 

Έχοντας υπόψη μας το ύψος των επιβαλλόμενων ποινών στον κατηγορούμενο αρ.2, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την εισήγηση του κ. Πουργουρίδη για αναστολή εκτέλεσης τους.

 

Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί. Το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου».

 

Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373).

 

Οι αρχές για αναστολή ποινής φυλακίσεως έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Μελέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Δημοκρατία ν. Δημητρίου Παντελή (1974) 2 C.L.R. 45, Athanasiou v. Republic (1978) 2 C.L.R. 17, Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, Republic v. Georgiou (1989) 2 Α.Α.Δ. 31, Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 .

 

Όπως έχει αναφερθεί στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκάς Φανιέρος (πιο πάνω), οι ακόλουθοι είναι παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψη από το Δικαστήριο στην απόφαση του κατά πόσο θα ανασταλεί η ποινή φυλακίσεως:

 

(α)      Η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του εγκλήματος.

(β)     Το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτη για την ανάγκη αποτροπής.

(γ)     Η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.

 

(βλ. επίσης Σκεύη Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22).

 

Οι παράγοντες και κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση ζητήματος αναστολής της ποινής φυλάκισης αναλύθηκαν, επίσης, στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

(βλ. και Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 121/17, ημερ. 21.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D311, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μυλωνά, Ποιν. Έφ. 65/2017, ημερ. 14.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B537).

 

Όπως προκύπτει, λοιπόν, σύμφωνα με τη νομολογία, στο στάδιο αυτό, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται. Παραπέμπουμε, επίσης, στο κάτωθι απόσπασμα από την Δάφνη Αριστοδήμου v. Δημοκρατία, Ποιν. Έφεση Αρ. 121/2017, Ημερ. 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:

 

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, τα αδικήματα τα οποία ο κατηγορούμενος αρ. 2 διέπραξε είναι ιδιαίτερα σοβαρά, κάτι το οποίο έχει αναφερθεί ανωτέρω και απαιτούν αυστηρή αντιμετώπιση. Οι περιστάσεις διάπραξης τους, επίσης, είναι σοβαρές, αφού ο κατηγορούμενος αρ.2, χωρίς κανένα δικαίωμα έκλεψε το συνολικό ποσό των €10,700 από τις εταιρείες του συγκεκριμένου Ομίλου εταιρειών. Κατά την περίοδο από 09/05/2019 μέχρι 03/12/2019, κατατέθηκαν και εξαργυρώθηκαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς του 7 επιταγές συγκεκριμένων εταιρειών του Ομίλου εταιρειών Δημητριάδη, οι οποίες ανέρχονταν στο πιο πάνω ποσό. Επιπρόσθετα, ο κατηγορούμενος αρ. 2 επισκέφθηκε την Τράπεζα και αφού πλαστογράφησε επιταγές οι οποίες ήταν εκδομένες στα ονόματα υπαλλήλων του Ομίλου εταιρειών, προχώρησε με την κατάθεση τους σε λογαριασμό της Mini Stop Express Ltd και με αυτό τον τρόπο έγινε μεταφορά χρημάτων. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος αρ. 2 προέβηκε στις πιο πάνω πράξεις 4 συνολικά φορές, δηλαδή στις 31/07/2017, 10/08/2017, 12/08/2017 και 17/08/2017. Κατά τις 31/07/2017 κατάθεσε συνολικά 6 επιταγές, κατά τις 10/08/2017 2 επιταγές και από μια επιταγή κάθε φορά στις 12/08/2017 και 17/08/2017. Το συνολικό ποσό το οποίο μεταφέρθηκε σε λογαριασμό της Mini Stop Express Ltd ανερχόταν στις €8.443.07.

 

Λαμβάνουμε υπόψη μας το γεγονός ότι από την πλαστογραφία και κυκλοφορία των πιο πάνω επιταγών δεν επωφελήθηκε με οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ο κατηγορούμενος αρ.2. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, όμως, ότι οι ενέργειες του έλαβαν χώρα εν γνώσει του και ότι ο σκοπός της μεταφοράς αυτής ήταν για να καλύψει τις υποχρεώσεις της Μini Stop Express Ltd και να συγκαλύψει την οικειοποίηση των χρημάτων αυτής από την κατηγορούμενη αρ.1, όπως έχει κριθεί. Ούτε, επίσης, πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος αρ.2 είχε και περαιτέρω εμπλοκή με τις εργασίες της Mini Stop Express Ltd και συγκεκριμένα ότι ήταν το άτομο που παραλάμβανε συνήθως τις εισπράξεις του ταμείου του περιπτέρου της Λινόπετρας, το οποίο δεν κατατιθόταν στην Τράπεζα από την κατηγορούμενη αρ.1, χωρίς ο ίδιος να είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα και σχέση με τις εργασίες της εν λόγω εταιρείας.

 

Συνυπολογίζουμε, όμως, τα όσα ο κ.  Πουργουρίδης ανέφερε σε σχέση με τον ρόλο του κατηγορούμενου αρ. 2, την έκταση της εγκληματικής του συμπεριφοράς και ότι στην ουσία ενέργησε λόγω και της σχέσης του που είχε με την κατηγορούμενη αρ.1, η οποία είναι η σύζυγος του και η οποία τον επηρέασε. Αν και δεν προκύπτει ευθέως ένα τέτοιο γεγονός από τα ευρήματα του Δικαστηρίου και ούτε αποτέλεσε τέτοια θέση του κατηγορούμενου αρ.2, εντούτοις δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός αυτό. Με τη διευκρίνηση, όμως, ότι και ο κατηγορούμενος αρ.2 επωφελήθηκε από αυτή την εγκληματική συμπεριφορά που επεδείκνυε η κατηγορούμενη αρ.1, τουλάχιστον για το ποσό των €10,700 που ανευρέθηκε κατατεθειμένο στους λογαριασμούς του.

 

Λαμβάνουμε, επίσης, υπόψη ότι δεν προκύπτει ο κατηγορούμενος αρ.2 να ήταν ο ιθύνων νους της εγκληματικής συμπεριφοράς που επέδειξε και ότι τον κύριο και πρωταγωνιστικό ρόλο είχε η κατηγορούμενη αρ.1 και οι ενέργειες και πράξεις του εκπορεύονταν από την κατηγορούμενη αρ.1, λόγω και της ιδιότητας που είχε στον συγκεκριμένο Όμιλο εταιρειών.

 

Πέραν των πιο πάνω, έχουμε λάβει υπόψη μας το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου αρ.2, παρά την ηλικία του, στοιχείο το οποίο του δίνει την ευχέρεια να έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν. Ο κατηγορούμενος αρ.2 είναι ηλικίας 68 ετών, χωρίς προηγουμένως να έχει απασχολήσει τη δικαιοσύνη με την διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε έμπρακτη μεταμέλεια από τον κατηγορούμενο αρ.2, αφού αυτός αρνήθηκε τις κατηγορίες, κάτι που φυσικά ήταν δικαίωμα του. Θα λάβουμε, όμως, υπόψη τη διαγωγή του μετά τη διάπραξη των αδικημάτων και ειδικότερα ότι από το 2017 και 2019 που υπέπεσε στα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε δεν διέπραξε οποιοδήποτε άλλο αδίκημα και σε όλο το χρόνο μετά την καταχώρηση της υπόθεσης που παρήλθε και αυτός ανέρχεται πέραν των 5 χρόνων. Ο χρόνος αυτός λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Έχουμε συνεκτιμήσει εκ νέου τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου αρ.2, την ηλικία του καθώς και τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετωπίζει. Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη μας ότι μετά την καταδίκη του, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα δήμευσης του ποσού των €10,700 για το οποίο κρίθηκε ένοχος ότι έκλεψε και το οποίο ποσό, μετά την εκτέλεση του εν λόγω διατάγματος, θα αποδοθεί στον παραπονούμενο. Επιπρόσθετα, λαμβάνουμε υπόψη μας ότι ο κατηγορούμενος, λογιστής στο επάγγελμα, μετά την καταδίκη του θα απωλέσει την εργασία του και σε συνδυασμό με την ηλικία του καθιστά απομακρυσμένο το ενδεχόμενο διάπραξης εκ νέου παρόμοιων αδικημάτων.

 

Πέραν των πιο πάνω, συνυπολογίζουμε και τα προβλήματα υγείας στο παιδί του κατηγορούμενου αρ.2, αν και ενήλικας. Όπως προκύπτει ο γιος των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2, αντιμετωπίζει ψυχικές διαταραχές, κατάθλιψη και κλείστηκε στον εαυτό του και νιώθει ανασφάλεια λόγω της απουσίας αμφοτέρων των γονιών του. Η παρουσία και μόνο του ενός εκ των γονιών του και στην προκειμένη του κατηγορούμενου αρ. 2, προκύπτει ότι θα βοηθήσουν την κατάσταση του πιο πάνω προσώπου, πέραν από την οποιαδήποτε ενδεχόμενη φροντίδα και άλλη βοήθεια μπορεί ένας γονιός να παράσχει στο παιδί του. Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Πέτρου Τρύφωνος (2003) 2 Α.Α.Δ 147, αποφασίστηκε ότι η επίδειξη φροντίδας και αφοσίωσης σε ένα στενό συγγενικό πρόσωπο που πάσχει ή υποφέρει από μια σοβαρή ασθένεια μπορεί να επενεργήσουν ευνοϊκά υπέρ της αναστολής  της ποινής. Σε εκείνη την υπόθεση έγινε αναφορά στην Αγγλική απόφαση Elaine Edney [1994] 15 Cr. App. R. (S.) 889, όπου η κατηγορουμένη καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 μηνών αφού βρέθηκε ένοχη σε εννιά κατηγορίες κλοπής και μιας πλαστογραφίας και στην οποία διατάχθηκε η αναστολή εκτέλεσης τους ένεκα  της αφοσίωσης που επέδειξε η εφεσείουσα για τις ανάγκες της μητέρας της και ο υποβιβασμός του επιπέδου της δικής της ζωής σε σχέση με τις απαιτήσεις της ζωής της μητέρας της για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Παραπέμπουμε, επίσης, στην R v. Golamaully (Nazimabee), [2017] EWCA Crim 898, όπου μειώθηκε σημαντικά η ποινή φυλάκισης σε μητέρα τεσσάρων παιδιών, η οποία ενέργησε κατόπιν οδηγιών του συζύγου της στην διάπραξη αδικήματος σχετιζόμενο με τρομοκρατία με το Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου να επικαλείται την επίδειξη «συμπόνιας» («mercy»). Όπως ανέφερε το Δικαστήριο, η κατηγορούμενη ήταν μια εξαιρετική μητέρα και, σε περίπτωση φυλάκισής της, τα τέσσερα παιδιά της θα έχαναν και τους δύο γονείς τους.

 

Έχουμε συνεκτιμήσει και ισοζυγίσει όλα τα πιο πάνω και κάθε τι το οποίο προκύπτει σε σχέση με τον κατηγορούμενο αρ. 2 και έχουμε ιδιαίτερα προβληματιστεί κατά πόσο ενδείκνυται να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ του αιτήματος του για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που του επιβλήθηκαν. Έχουμε λάβει σοβαρά υπόψη μας την φύση και σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχος και την ανάγκη που υπάρχει για αποτροπή. Συνεκτιμούμε, όμως, τον τρόπο εμπλοκής του κατηγορούμενου αρ.2 στην διάπραξη των αδικημάτων, το ύψος του ποσού που οικειοποιήθηκε, την μη εξασφάλιση οποιουδήποτε οφέλους από τον ίδιο με την πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστών εγγράφων καθώς και τις συνέπειες που η καταδίκη του θα έχει στον ίδιο και στο άλλο μέλος της οικογένειας των κατηγορουμένων αρ. 1 και 2. Δεν παραγνωρίζουμε, επίσης, την ηλικία του κατηγορούμενου αρ.2, το λευκό του ποινικό μητρώο και τα προβλήματα υγείας του καθώς και την εκ συμφώνου έκδοση διατάγματος δήμευσης της περιουσίας του.

 

Ισοζυγίζοντας όλα τα πιο πάνω, έχουμε καταλήξει, αν και με πολλή δισταγμό, να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ του αιτήματος του κατηγορούμενου αρ.2. Δεν εξουδετερώνεται κατ’ αυτό τον τρόπο η σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο κατηγορούμενος αρ.2 αφού η ποινή φυλάκισης, είτε άμεση είτε με αναστολή εξακολουθεί να είναι ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς του Νόμου και κατ’ αυτό τον τρόπο στέλνεται το μήνυμα στην κοινωνία ότι τέτοιου είδους αδικήματα είναι, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και αν διαπράττονται, σοβαρά και τιμωρούνται με αυστηρές ποινές. Από την άλλη λαμβάνονται υπόψη επαρκώς όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου αρ.2, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διέπραξε τα αδικήματα, η ηλικία του, ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη τους, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και όλα τα υπόλοιπα ελαφρυντικά που αναφέρθηκαν ανωτέρω. 

Κατά συνέπεια, οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο αρ. 2 αναστέλλονται για περίοδο τριών ετών από σήμερα.

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην κατηγορούμενη αρ.1, να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα, που αυτή τελεί υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, δηλαδή από τις 18/07/2025.

€940,00 έξοδα να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

Τα τεκμήρια της υπόθεσης να καταστραφούν, μετά την παρέλευση του χρόνου καταχώρισης έφεσης.

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………

                                               Χρ. Ι. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

  

                                        (Υπ.) …………………………………………

                                      Μ. Γ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.

 

                                        (Υπ.) …………………………………………

                                                           Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

 

Πιστόν αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο