ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. Λ. Λ., Αρ. Υπόθεσης: 6140/19, 8/8/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. Λ. Λ., Αρ. Υπόθεσης: 6140/19, 8/8/2025

 

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 6140/19

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

ΕΝΑΝΤΙΟΝ

 

   Λ. Λ.

 

 

-----------------------------------

 

 

Ημερομηνία:  8 Αυγούστου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Χρ. Κυριακίδου

Για την Κατηγορούμενo: κ. Χρ. Χατζηλοΐζου

Κατηγορούμενος παρών

 

 

ΠΟΙΝΗ

 

Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε 3 κατηγορίες δηλαδή της παράνομης κατοχής 5 φυτών του γένους κάνναβης (κατηγορία 1),  της παράνομης καλλιέργειας 5 φυτών κάνναβης (κατηγορία 3) και του καπνίσματος φυτού κάνναβης (κατηγορία 5) όλα χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 7, 10(α), 30 και 31 του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, ως τροποποιήθηκε.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν περιγραφεί αναλυτικά στην απόφαση του δικαστηρίου ημερομηνίας 26.6.25 όπου ο κατηγορούμενος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε στις κατηγορίες 2 και 4 της παράνομης κατοχής και καλλιέργειας των 5 φυτών με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα.

 

Συνοπτικά τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

               στις 13.9.17 κατόπιν έρευνας από την αστυνομία ανευρέθηκαν στην αυλή της οικίας του κατηγορούμενου 5 υπό καλλιέργεια φυτά του γένους κάνναβης. Τα δύο ήταν φυτεμένα μέσα σε δύο ξεχωριστές πλαστικές γλάστρες χρώματος μαύρου, ενώ τα υπόλοιπα τρία ήταν φυτεμένα στο χώμα. Αμέσως υποδείχθηκαν στον κατηγορούμενο, και αυτός απάντησε "εν δικά μου για να μεν αγοράζω που αλλού''. Τα ανευρεθέντα τεκμήρια αποστάληκαν και εξετάστηκαν στο Γενικό Χημείο του Κράτους και η Μ.Αυξεντίου ετοίμασε τη σχετική έκθεση της (τεκμήριο 9) στην οποία αναφέρει ότι τα 5 φυτά είναι φυτά κάνναβης από τα οποία δεν έχει εξαχθεί η ρητίνη και αυτά με αρ. Γ.Χ. 2288, 2289, 2290, 2291 και 2292 ήταν ύψους 115, 122, 160, 200 και 210 εκατοστά αντίστοιχα με ρίζωμα και χώμα. Ο κατηγορούμενος είχε  φυτέψει, πότιζε και γενικά φρόντιζε τα 5 φυτά και τα κατείχε για δική του προσωπική χρήση, αφού ήταν χρήστης κάνναβης κατά τους ουσιώδεις χρόνους και όχι για να τα προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα. Μόνο το ένα φυτό από τα 5 που είχε φυτέψει είχε φούντα, δηλαδή το μέρος του φυτού το οποίο καπνίζεται. Αυτά ευρίσκονταν μέσα στην αυλή του, παράλληλα της οδού Μακεδονίας και δεν ήταν κρυμμένα. Ο κατηγορούμενος κάπνιζε 4 – 5 τσιγάρα την ημέρα, περίπου ένα γραμμάριο κάνναβη με βιομηχανοποιημένο καπνό. Αυτός δεν έχει οποιαδήποτε άδεια από τον Υπουργό Υγείας για την κατοχή και την καλλιέργεια των φυτών κάνναβης τα οποία κατείχε και τα καλλιέργησε για δική του προσωπική χρήση.

 

               H Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου και ζήτησε την κατάσχεση και την καταστροφή των τεκμηρίων.

 

Ο συνήγορος του κατηγορούμενου δεν αμφισβήτησε τη σοβαρότητα των αδικημάτων. Αυτός υϊοθέτησε την έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας τεκμήριο Α στην οποία αναφέρονται οι προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες ως επίσης κατέθεσε μικροβιολογική ανάλυση ότι είναι αρνητικός σε ναρκωτικές ουσίες (τεκμήριο Β).

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Δικαστήριο αρχίζει από το μέγιστο της προβλεπόμενης στο Νόμο ποινής και ακολούθως ελέγχει τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων στην ενώπιον του υπόθεση για να προσαρμόσει την ποινή στα δεδομένα της υπόθεσης αφότου διακρίνει αν υφίστανται επιβαρυντικοί ή μετριαστικοί παράγοντες. Στη συνέχεια προχωρεί στην εξατομίκευση της ποινής ώστε αυτή να μην αντανακλά μόνο στη σοβαρότητα του αδικήματος και τις συνθήκες διάπραξής του, αλλά και στις πραγματικές προσωπικές συνθήκες του παραβάτη, με σκοπό η ποινή να τον αναμορφώσει και να τον αποτρέψει από το να εκδηλώσει στο μέλλον όμοια εγκληματική συμπεριφορά.

 

Τα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται και από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από το νομοθέτη όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από τον Νόμο.

 

Για το αδίκημα της 3ης κατηγορίας, για την καλλιέργεια φυτού γένους κάνναβης προβλέπεται φυλάκιση διά βίου ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές.

Για το αδίκημα της 1ης κατηγορίας ήτοι της κατοχής ναρκωτικών ουσιών τάξεως Β προβλέπεται φυλάκιση 8 χρόνων ή πρόστιμο ή και οι δύο ποινές. Για το αδίκημα του καπνίσματος ναρκωτικών ουσιών τάξεως Α΄ ή Β΄, προβλέπεται  φυλάκιση διά βίου ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές.

 

Ωστόσο, με δεδομένο ότι για την παρούσα υπόθεση έχει δοθεί η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 30 του Ν.29/77 όπως εκδικασθεί συνοπτικά από Επαρχιακό Δικαστήριο, η μέγιστη ποινή φυλάκισης που το παρόν Επαρχιακό Δικαστήριο δύναται να επιβάλει ανέρχεται στα 5 χρόνια.

 

Όπως έχει νομολογηθεί, το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης ποινής αντανακλά την αγωνία της κοινωνίας για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα διάπραξης αδικημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, τα οποία αποτελούν επικίνδυνη πληγή στο σώμα ολόκληρης της κοινωνίας και επηρεάζουν όχι μόνο το πρόσωπο που τα διαπράττει αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κινείται, ιδιαίτερα βέβαια το οικογενειακό του περιβάλλον (βλ. Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22 και Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482).

 

Στην υπόθεση Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100, 109, λέχθηκαν, ανάμεσα σε άλλα, τα ακόλουθα:

 

«Τα ναρκωτικά αποτελούν τη μάστιγα μιας σύγχρονης κοινωνίας, ιδιαιτέρως σε μια χώρα όπως την Κύπρο η οποία έχει ιδιαίτερα προβλήματα τα οποία ανάγονται στην κατοχή μέρους της χώρας μας από τα τουρκικά στρατεύματα και της αναγκαιότητας στήριξης της νεολαίας.  Τα ναρκωτικά, ως επί το πλείστον, έχουν στόχο νεαρά πρόσωπα. Η αυστηρή αντιμετώπιση αδικημάτων αυτής της μορφής, αντανακλάται από την προβλεπόμενη από το νόμο ποινή, που για την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β προνοείται ποινή φυλάκισης 8 χρονών, και για το αδίκημα της κατοχής ιδίας φύσεως, με σκοπό την προμήθεια προς τρίτα πρόσωπα, η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση δια βίου. Αυτό καταδεικνύει την αγωνία της κοινωνίας και την αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου για αδικήματα αυτής της μορφής.  Θα ήταν αδιανόητο να μην υπάρχει και η ενεργός συμμετοχή της δικαιοσύνης στον καθημερινό αγώνα που γίνεται για την καταπολέμηση της μάστιγας αυτής των ναρκωτικών.  Βλ. Hadavand v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 359

 

         Το είδος, η ποσότητα και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται τα ναρκωτικά είναι παράγοντες που λαμβάνονται συνήθως υπόψη από το Δικαστήριο στον καθορισμό της αρμόζουσας ποινής (βλ. Mallouk ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 711).

 

Το άρθρο 30(4) του Νόμου 29/77 θεσμοθετεί κατά τρόπο πιο ολοκληρωμένο τους παράγοντες που το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, ως καθιστώντες το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό ή λιγότερο σοβαρό. Ως καθιστώντα το αδίκημα λιγότερο σοβαρό λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

 

  • η ηλικία του κατηγορουμένου,
  • το γεγονός ότι διέπραξε το αδίκημα παρασυρόμενος από πρόσωπα δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή σε αυτόν,
  • το ότι δεν είχε ανάμειξη σε εμπορία και το παράπτωμά του σχετίζεται αποκλειστικά με χρήση,
  • ο βαθμός εξάρτησής του από ναρκωτικά,
  • η αποδεδειγμένη  μεταμέλειά του η οποία μεταξύ άλλων μαρτυρείται από τη συνεργασία του με τις αρχές για τη δίωξη των προμηθευτών και η προθυμία του να υποβληθεί σε θεραπεία για απεξάρτηση,
  • το είδος και η ποσότητα των απαγορευμένων ουσιών που βρέθηκαν στην κατοχή του,
  • και το γεγονός ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε από τα περιστατικά που καταγράφονται στο εδάφιο (α) του άρθρου 30(4) ως καθιστώντα το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό.

 

Πιο σοβαρό καθιστούν το αδίκημα τα εξής꞉

  • Η ανάμειξη στη διάπραξη του αδικήματος οργανωμένης ομάδας εγκληματιών στην οποία ο κατηγορούμενος ανήκει,
  • η ανάμειξη του κατηγορουμένου σε διεθνείς οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες,
  • η ανάμειξη του κατηγορουμένου σε άλλες παράνομες δραστηριότητες οι οποίες διευκολύνονται με τη διάπραξη του αδικήματος,
  • η χρήση βίας, πυροβόλων όπλων ή επιθετικών όπλων ή αντικειμένων κατά τη διάπραξη του αδικήματος,
  • το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος κατέχει δημόσιο αξίωμα ή θέση και το αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε σχετίζεται με το εν λόγω αξίωμα ή θέση,
  • η θυματοποίηση ή εκμετάλλευση ανηλίκων ή διανοητικώς ή λόγω ψυχικής νόσου πασχόντων,
  • το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε στις φυλακές ή σε κρατητήριο της Αστυνομίας ή στέγη ή ίδρυμα υπό τον έλεγχο, επίβλεψη ή φροντίδα του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή πλησίον τέτοιων στεγών ή ιδρυμάτων ή σε άλλους χώρους όπου συχνάζουν μαθητές ή φοιτητές για εκπαιδευτικές, αθλητικές, κοινωνικές ή άλλες δραστηριότητες.

 

Είναι και νομολογιακά θεμελιωμένη η αρχή της διάκρισης της σοβαρότητας των αδικημάτων που αφορούν στην καλλιέργεια ή κατοχή ναρκωτικών για σκοπούς προμήθειας σε τρίτους από εκείνα που αφορούν σε καλλιέργεια ή κατοχή  ναρκωτικών για προσωπική χρήση (βλ. Chaer ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 585, η οποία υιοθετήθηκε στη Mortimer v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 22). Στην υπόθεση Afroughi v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 174 και παραπέμπω στη σελ. 177:

 

«Και για τους χρήστες ναρκωτικών, οι οποίοι δηλητηριάζουν την ύπαρξή τους και διανοίγουν το δρόμο για τους εμπόρους ναρκωτικών, αρμόζουν αποτρεπτικές ποινές, όχι, όμως της ίδιας έντασης με αυτές που επιβάλλονται στους εμπόρους, εκείνους που καθιστούν επάγγελμά τους τη διασπορά του θανάτου. Για τους εμπόρους, είναι δύσκολο να ανευρεθούν ερείσματα μετριασμού. Για τους χρήστες υπάρχει κάποιο περιθώριο, που, ομολογουμένως, με το χρόνο στενεύει· το περιθώριο εκείνο που σχετίζεται με την αδυναμία του ανθρώπου».

 

            Παρομοίως, στην προηγούμενη απόφαση Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, υπογραμμίστηκε η διάκριση μεταξύ της σοβαρότητας των εγκλημάτων κατοχής και χρήσης ναρκωτικών, από τη μία, και εμπορίας ναρκωτικών, από την άλλη, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται ότι είναι οι χρήστες που συντηρούν την εμπορία.

 

Επίσης στην Ποινική Έφεση 177/15, 21.4.16, Νικόλας Γιαννακάκη ν Αστυνομίας, υιοθετήθηκε ο λόγος της απόφασης ημερ. 21.11.2014, στην Ποινική Έφεση 6/2014, Ελ Χαπίρ Ναζίπ ν. Αστυνομίας, όπου είχε λεχθεί ότι, η ενασχόληση με τα ναρκωτικά είτε για ιδία χρήση ή κατά μείζονα λόγο με την εισαγωγή και διάθεση ή προμήθεια σε τρίτους, αποτελεί μέγιστο κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή ενόψει των προβλημάτων που επιφέρει η εξάρτηση.  Η αντιμετώπιση κατά αυστηρό τρόπο των αδικοπραγούντων αποτελεί και τη συνδρομή των Δικαστηρίων, έστω κατασταλτικά, στον πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών. Βλέπε επίσης την Τρύφωνος v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 197 όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η χρήση ναρκωτικών ξαπλώνεται στη χώρα μας με γοργό ρυθμό επηρεάζοντας άμεσα και πολλές φορές καταλυτικά, όχι μόνο τη ζωή του χρήστη, της οικογένειας του αλλά ταυτοχρόνως φθείρει και τον ιστό της κοινωνίας. [...]  Κάτω από αυτά τα δεδομένα, τα Δικαστήρια είναι επιφορτισμένα με την υποχρέωση επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην χαλιναγώγηση του παρατηρούμενου φαινομένου της διάβρωσης της κοινωνίας και των νέων ανθρώπων, ειδικότερα».

 

Το παρόν Δικαστήριο έχει δικαστική γνώση για την τεράστια εξάπλωση των ναρκωτικών ουσιών στην επαρχία όπου εδρεύει η οποία αντλείται μέσα από την καταχώρηση σωρείας υποθέσεων αυτού του είδους στο Δικαστήριο. Λόγω, λοιπόν, της συχνότητας της διάπραξης των αδικημάτων που αφορούν στην καλλιέργεια κατοχή και εμπορία ναρκωτικών, και της αναγκαιότητας επιβολής αποτρεπτικών ποινών, οι συνήθεις μετριαστικοί παράγοντες, οι οποίοι εγείρονται έξω από το πλαίσιο των διαλαμβανομένων στο άρθρο 30(4) του Νόμου 29/77, είναι περιορισμένης σημασίας κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Στέλιος Ζωμενή ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400, όπου τονίστηκε ότι σε υποθέσεις αυτής της φύσης -

 

«Οι συνήθεις μετριαστικοί παράγοντες έχουν μόνο οριακή σημασία. Αυτό εν όψει των σοβαρότατων συνεπειών που προκύπτουν από την κατοχή και εμπορία των ναρκωτικών οι οποίες είναι πλέον ορατές.».

 

 

Στην Gloli v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30

 

''Οι προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα αδικοπραγούντων σε αυτού του είδους των υποθέσεων λαμβάνονται βέβαια σε κάποιο βαθμό υπόψη. Και η εξατομίκευση έχει τη θέση της. Αλλά δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας. Βλ. Παυλίδης και Άλλος ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220. Η πείρα καταδείχνει ότι οι έμποροι ναρκωτικών συχνά επιλέγουν άτομα αδύναμα ή άτομα με ειδικά προβλήματα για τη μεταφορά ναρκωτικών. Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών και προβλημάτων δεν μπορεί να επιδράσει κατά τρόπο που να εξασθενίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου''.  »

 

Επίσης έχει νομολογηθεί ότι το ύψος της ποινής πρέπει να καθορίζεται, αφού συνυπολογισθούν, πραγματικά οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου, ούτως ώστε η ποινή να μην είναι άδικη. Παραπέμπω στην Victor Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211, όπου λέχθηκαν τα εξής꞉

 

«Κρίνεται όμως ότι η ποινή που επεβλήθη εδώ θα μπορούσε να ήταν χαμηλότερη διότι δεν πρέπει να δίνεται η εντύπωση ότι οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου δεν λαμβάνονται ουσιαστικά καθόλου υπόψη, παρά το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση. Το λευκό ποινικό μητρώο καθώς και οι προσωπικές συνθήκες του θα μπορούσαν να βαρύνουν  περισσότερο στη σκέψη του Κακουργιοδικείου, επιβάλλοντας ελαφρώς χαμηλότερη ποινή που θα λογιζόταν ως δικαιότερο μέτρο στην ολότητα των περιστατικών της υπόθεσης.».

 

Όπως το έθεσε ο Δ. Χατζηχαμπής, Π., στην απόφαση ημερ. 29.4.2014 στην Ποινική Εφεση Αρ. 247/2013, Ανδρέας Παντελή ν. Δημοκρατίας꞉

 

«Μας έχει λεχθεί περαιτέρω από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον εφεσείοντα ότι αντιμετωπίζει προσωπικά προβλήματα, τα οποία δεν είναι άσχετα  με τη δική του χρήση κάνναβης, και τα οποία όμως ήσαν υπόψη του Κακουργιοδικείου. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει οτιδήποτε ιδιαίτερα ξεχωριστό σε αυτή την υπόθεση που να μας οδηγεί στη θεώρηση του παράγοντα αυτού ως δραστικώς ενεργούντος επί της ποινής. Όμως τον έχουμε παραλλήλως υπόψη στη στάθμιση του ερωτήματος κατά πόσον η ποινή κρίνεται εκδήλως υπερβολική ή όχι. Θα λάβουμε περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι ο εφεσείων έχει αποκτήσει ένα παιδί μετά από την καταδίκη του. Αν και οι προσωπικές συνθήκες γενικότερα δεν βαρύνουν με τον τρόπο που θα μπορούσε να βαρύνουν σε άλλες περιπτώσεις στις υποθέσεις που αφορούν ναρκωτικά, εντούτοις δεν μπορεί παρά να συνσταθμισθεί και τούτο το γεγονός παράλληλα με όλα τα άλλα.».

 

Στην Απόφαση ημερ. 9.6.2016 στην Ποινική Έφεση Αρ. 46/2016, Σάββα Σιδερένου ν Αστυνομίας.

Η πρώτη κατηγορία, αφορούσε στην κατοχή 6 φυτών κάνναβης χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας και η δεύτερη κατηγορία αφορούσε την καλλιέργεια των 6 φυτών κάνναβης.  Άλλη κατηγορία για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια, διακόπηκε.

         Η επιβληθείσα πρωτοδίκως άμεση ποινή φυλάκισης 6 μηνών επικυρώθηκε από το Εφετείο.

 

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να υπενθυμίσω τη γνωστή νομολογιακή αρχή πως οι προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, όμως δεν αποτελούν ένα σταθερό δείκτη καθορισμού ποινής καθότι η ποινή σε κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της και του παραβάτη. (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1). Τα Δικαστήρια δεν παραγνωρίζουν ότι οι συνέπειες της ποινής δεν είναι ομοιόμορφες για όλους τους εγκληματίες, όπως ούτε η πιθανότητα για αναμόρφωση τους (βλ. Τσιάκκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282), καθώς και ότι είναι κοινωνικά επιζήμια η διαγραφή ή υποτίμηση της προσδοκίας για αναμόρφωση των παραβατών, γι' αυτό και η ποινή δεν πρέπει να αρμόζει μόνο στο έγκλημα αλλά και στον παραβάτη, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Νικολάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 412.

 

Στην υπόθεση Beyki ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 52/07 ημερομηνίας 23.1.2008 λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:  

«Είναι θεμελιωμένο ότι τα ναρκωτικά αποτελούν σοβαρότατο κίνδυνο για τον άνθρωπο, ο οποίος κίνδυνος πρέπει να καταπολεμηθεί. Οι αυστηρές ποινές που επιβάλλονται για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικά είναι το μέσο που έχουν τα δικαστήρια για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Γι' αυτό και οι ποινές που συνήθως επιβάλλονται για τέτοια αδικήματα ενέχουν και το στοιχείο της αποτροπής. Όμως, θεμελιωμένη είναι και η αρχή της διάκρισης της σοβαρότητας των αδικημάτων που αφορούν σε εμπορία ναρκωτικών και εκείνων που αφορούν σε κατοχή και χρήση. Οι έμποροι ναρκωτικών, όπως λέχθηκε στην Afroughi (ανωτέρω), καθιστούν επάγγελμα τους τη διασπορά του θανάτου και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να ανευρεθούν ερείσματα για μετριασμό των ποινών που επιβάλλονται σ' αυτούς. Για τους χρήστες ναρκωτικών, όμως, υπάρχει κάποιο περιορισμένο περιθώριο για επίδειξη επιεικείας, το οποίον (περιθώριο) σχετίζεται με την αδυναμία του ανθρώπου και ειδικά των χρηστών ναρκωτικών, ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.»

 Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία στην:

 

         R. v. Xu [2007] EWCA Crim 3129

 

Κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, στην Αγγλία η κάνναβης είχε επαναξιολογηθεί και καθοριστεί ως ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Γ' που είναι ελαφρότερη κατηγορία από την κατηγορία Β' στην οποία κατατάσσετο προηγουμένως. Παρά τη μείωση κλίμακας, εντούτοις ο Νομοθέτης αύξησε την ποινή για την καλλιέργεια του συγκεκριμένου φαρμάκου από 5 σε 14 χρόνια φυλάκισης. Σημειώθηκε, συνεπώς, ότι ο Νομοθέτης έδειξε ότι συνέχιζε να θεωρεί την καλλιέργεια κάνναβης ένα σοβαρό αδίκημα. Τα Δικαστήρια προτρέπονταν να καθορίζουν το εύρος της ποινής, αναλόγως της ποσότητας και αξίας της κάνναβης που παραγόταν στο πλαίσιο της καλλιέργειας, το μέγεθος δηλαδή της αλυσίδας παραγωγής, την εξάπλωση και οργάνωση του δικτύου παραγωγής και το βαθμό εμπλοκής του κατηγορούμενου σε αυτήν. Όπου η παραγωγή συνδεόταν με πρόθεση προμήθειας σε τρίτους, προτεινόταν μια διαβάθμιση των ποινών μεταξύ 3 και 7 ετών φυλάκισης αναλόγως του βαθμού εμπλοκής ενός κατηγορούμενου στην παραγωγική διαδικασία. Διευκρινίστηκε ότι δεν ετίθετο θέμα επιβολής τέτοιου ύψους ποινών σε περίπτωση καλλιέργειας για προσωπική χρήση.

 

         R. v. Auton [2011] EWCA Crim 76

Αναγνωρίστηκε εκεί ότι ένας κατηγορούμενος που ασχολείται με την καλλιέργεια κάνναβης για προσωπική χρήση, το πράττει για να αποφύγει τον κίνδυνο να πιαστεί να αγοράζει στην αγορά μεγάλες ποσότητες κάνναβης. Επισημάνθηκε ότι με την ατομική καλλιέργεια φυτών κάνναβης, καταλήγει όμως, να υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα στην κοινότητα από εκείνην που φαίνεται στην αγορά.

 

«A defendant who embarks upon such cultivation, even exclusively for his own use, is avoiding the risk of being caught buying on the open market and making available to himself large quantities of strong cannabis. The total drug available in the community is appreciably increased by these operations.»

 

Τονίστηκε η διαφοροποίηση των ποινών που δέον να επιβάλλουν τα Δικαστήρια αναλόγως του αν η καλλιέργεια αφορά σε προσωπική χρήση ή σε προμήθεια σε τρίτους και έγινε περαιτέρω διάκριση στη δεύτερη περίπτωση ανάμεσα σε υποθέσεις όπου ο Κατηγορούμενος προμηθεύει κοινωνικά ορισμένους φίλους του περίγυρου του με μικρές ποσότητες από εκείνες τις περιπτώσεις όπου έχει στήσει μια κερδοσκοπική εμπορική επιχείρηση καλλιέργειας φυτών για προμήθεια προς τρίτους σε ευρεία κλίμακα꞉

 

 

 

Πρόκειται για υπόθεση που μνημονεύεται στις προαναφερθείσες δύο αποφάσεις, ως παράδειγμα υπόθεσης όπου η καλλιέργεια αφορούσε καθαρά σε προσωπική χρήση της κάνναβης από τον Κατηγορούμενο. Ο Εφεσείων ήταν 35 χρονών, εθισμένος χρήστης κάνναβης, ο οποίος δήλωσε παραδοχή για το αδίκημα της καλλιέργειας φυτών κάνναβης κατά παράβαση του άρθρου 6(2) του Misuse of Drugs Act 1971. Ο εν λόγω Νόμος προέβλεπε μέγιστη ποινή φυλάκισης 14 ετών για το συγκεκριμένο αδίκημα. Σημειωτέον ότι στο διαμέρισμα του Εφεσείοντος είχαν βρεθεί συγκεκριμένα 52 γλάστρες φυτών κάνναβης. Ο Εφεσείων είχε δηλώσει ότι επρόκειτο για τη 2η σοδειά της προσπάθειας του για καλλιέργεια τέτοιων φυτών διότι η πρώτη είχε αποτύχει. Δεν δόθηκε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για το πόση χρησιμοποιήσιμη κάνναβη μπορούσε να παραχθεί από την επίδικη σοδειά, αλλά ήταν αποδεκτό ότι η όποια παραγωγή  ήταν για προσωπική χρήση του Εφεσείοντος. Ο Εφεσείων είχε ποινικό μητρώο βεβαρυμένο με διάφορα αδικήματα, εκ των οποίων όμως το μόνο που αφορούσε σε ναρκωτικά χρονολογείτο το 1995 ενώ η ποινή για την τρέχουσα υπόθεση θα του επιβαλλόταν το 2005. Στο μεσοδιάστημα ο Κατηγορούμενος είχε αυτοβούλως ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού συνυπολόγισε όλους τους παράγοντες του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών. Το Εφετείο παραμέρισε την εν λόγω ποινή και τη μείωσε σε 6 μήνες φυλάκιση. Το σκεπτικό του περιέχει τις εξής επισημάνσεις꞉

 

-       Η μέγιστη προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή για την καλλιέργεια φυτών κάνναβης ανέρχεται σε 14 χρόνια. Το ανώτατο όριο ποινής τέθηκε τόσο ψηλά διότι η καλλιέργεια προορίζεται να καλύψει ένα ευρύ φάσμα δραστηριότητας, από βιομηχανική καλλιέργεια για σκοπούς κερδοσκοπίας μέχρι εκείνους που καλλιεργούν τα φυτά σε γλάστρες για ατομική χρήση.

«Against that must be set the fact that the maximum sentence for cultivation of cannabis remains unaltered at 14 years imprisonment suggesting that Parliament did not intend any lessening in the seriousness of that offence. Again it must be recognised that the Section 6 offence covers a very wide spectrum of criminality from industrial farming for substantial commercial profit down to those who keep cannabis plants where others more conventionally keep pot plants.

-       Όταν η καλλιέργεια γίνεται για προσωπική χρήση, η ποινή, όπου υπάρχει παραδοχή ενοχής, είναι λογικό να κυμαίνεται μεταξύ 6 και 9 μήνες.

«A perusal of cases like Davy [1997] 1 Crim App Rep (S) 17, Bennett [1998] 1 Crim App Rep (S)429 and Evans [2000] 1 Crim App Rep (S) 107 suggests that on a plea of guilty to this offence where the object is personal use a sentence of between 6 and 9 months imprisonment will usually be merited.».

-       Ακόμη και στις περιπτώσεις που η καλλιέργεια γίνεται για προσωπική χρήση ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και όχι προστίμου.

«Given that a significant element of calculated defiance of the law is required to commit the Section 6 offence even on a small scale, we would expect to see such offences not only being regarded as over the custodial threshold but as ordinarily attracting a custodial sentence. The issue is the length of such sentence.».

 

 

Στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνω κατ' αρχάς υπόψη τους συνήθεις μετριαστικούς παράγοντες, ήτοι την άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο, ότι είναι ηλικίας 44 ετών, άγαμος, με λευκό ποινικό μητρώο, τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, ως εμφαίνονται στο τεκμήριο Α΄. Ειδικότερα ότι διαμένει με τη μητέρα και την οικογένεια των 2 αδελφών του και ασχολείται με χωματουργικές εργασίες. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν 5 ετών και βίωσε δύσκολα παιδικά χρόνια χωρίς την παρουσία του πατέρα του στη ζωή του. Αυτός έκανε χρήση από την ηλικία των 13 ετών. 

 

Επίσης παράγοντας τον οποίο λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη μου είναι ότι καλλιέργησε και δεν κατείχε ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα φυτών κάνναβης. Nα υπομνήσω την αθώωση του στις κατηγορίες 2 και 4 ήτοι της κατοχής και της καλλιέργειας των 5 φυτών με σκοπό την προμήθεια.

 

Επίσης το είδος των ανευρεθέντων ναρκωτικών ήταν κάνναβης, η οποία με βάση τον Νόμο κατατάσσεται ως ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β’ και δεν θεωρείται από τα σκληρότερα είδη ναρκωτικών, χωρίς βέβαια αυτό να υποβαθμίζει το στοιχείο της σοβαρότητας των αδικημάτων. Αυτός είναι αρνητικός σε ναρκωτικές ουσίες με βάση το τεκμήριο Β το οποίο παρουσίασε ο κ. Χατζηλοϊζου.

 

Περαιτέρω ο κατηγορούμενος δεν τα είχε κρυμμένα, ούτε και ευρίσκονταν σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο όπως συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις καλλιέργειας ναρκωτικών.

 

 Αν και το στοιχείο της παραδοχής δεν πρέπει να υπερτιμάται σε υποθέσεις ναρκωτικών (βλ. Firat ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 402), εντούτοις η παραδοχή εμπεριέχει το απτό στοιχείο της μεταμέλειας, (Δημήτρης Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ 110/14, ημ. 15.6.15), και πρέπει να αμοίβεται με έκπτωση στην ποινή (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28), διότι αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης.

 

Τέλος ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη προς όφελος του κατηγορούμενου είναι και ο χρόνος που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων. Ως έχει νομολογηθεί η πάροδος χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, δηλαδή αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο, είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από περέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Η πάροδος τέτοιου μακρού χρόνου μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον κατηγορούμενο.

 

Περαιτέρω οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου στο διάστημα αυτό μπορεί να αλλάξουν ριζικά (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355). Ως λέχθηκε δε στην Αβραάμ ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365, η καθυστέρηση στην καταχώρηση μιας υπόθεσης εναντίον ενός προσώπου και/ή καθυστέρηση στην εκδίκαση της, αποτελούν σημαντικό ελαφρυντικό παράγοντα, ο οποίος, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση της ποινής αναφορικά με το είδος αυτής, αλλά και μετατροπή της ποινής που κανονικά θα επιβάλλετο αν δεν υπήρχε η καθυστέρηση. Η έκταση φυσικά της ευθύνης του κατηγορούμενου στην εν λόγω καθυστέρηση λαμβάνεται επίσης υπόψην στο δέοντα βαθμό. Σε τέτοια περίπτωση αυτός δεν μπορεί να την επικαλείται ως ελαφρυντικό παράγοντα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Ανεξαρτήτως όμως του ποιος φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας υπόθεσης το γεγονός της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την τιμωρία του παραβάτη τείνει ασφαλώς προς το μετριασμό της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267).

 

Ειδικότερα τα αδικήματα της παρούσας διαπράχθηκαν στις 13.9.17, το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 10.4.19 και δεν δόθηκε καμία εξήγηση από την Κατηγορούσα Αρχή περί τούτου. Το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή σχεδόν 8 χρόνια μετά.

 

Για προσδιορισμό και εξατομίκευση της ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω λοιπόν υπόψη μου τόσο τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ως αυτή διαφαίνεται και από τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξη τους καθώς και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών ενόψει και της ανησυχητικής έξαρσης, η οποία παρατηρείται αλλά και των συνεπειών τέτοιας φύσης αδικημάτων στην κοινωνία όσο και όλες τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια θεωρώ ότι στην παρούσα δεν ενδείκνυται η επιβολή χρηματικών ποινών αλλά η επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο.

 

Καταληκτικά επιβάλλω σε αυτόν τις ακόλουθες ποινές:

 

  • Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 10 μηνών. 
  • Στη 3η κατηγορία φυλάκισης 12 μηνών
  • Στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης  12  μηνών.

 

Οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω το ενδεχόμενο αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί στoν κατηγορούμενο.

 Το άρθρο 3(2) του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 186(Ι)/03, προβλέπει ότι το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου. Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας ή ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη και η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής της. Το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373, Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94). Μεταξύ των παραγόντων που επιμετρούν ως προς το επιθυμητό ή όχι της αναστολής της ποινής φυλάκισης είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος, το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.

Παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση ημερ. 17.10.2016 στην Ποινική Έφεση 11/2016, Παρασκευά Παπαντελή ν. Δημοκρατίας, το οποίο αποτυπώνει την πλέον πρόσφατη προσέγγιση του Εφετείου για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των δικαστηρίων περί αναστολής ή μη της ποινής

«Ο περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/72, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο, με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.  Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε με το Ν. 41(1)/97, ο οποίος περιόρισε, σε μεγάλο βαθμό, τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης μιας ποινής φυλάκισης, καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές.  Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος.

 

Με την περαιτέρω τροποποίηση που επήλθε με το Ν.186(Ι)/2003, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια διευρύνθηκε και το Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.

 

Το θέμα έκτοτε απασχόλησε σε έκταση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναφορά μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22, και Κύπρος Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση αρ. 28/2014, ημερ. 24.2.14.

 

 

Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης δηλαδή ειδικότερα :

 

1.  Tων προσωπικών, οικογενειακών και οικονομικών περιστάσεων του κατηγορουμένου ως εμφαίνονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας τεκμήριο Α΄.

 

2.   Tο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 44 ετών, ο οποίος μέχρι σήμερα διένυσε έντιμο βίο χωρίς να βαρύνεται με οιαδήποτε άλλη καταδίκη. (Παναγιώτου v Δημοκρατίας, 2008, 2 ΑΑΔ, 478).

 

3.   Το κίνητρο του Κατηγορούμενου για την καλλιέργεια, κατοχή και χρήση κάνναβης έχει ήδη αποφασιστεί από το Δικαστήριο ότι δεν συσχετίζεται με την εμπορία ναρκωτικών, παρά μόνο με την ατομική χρήση.

 

4. Η ποσότητα των ναρκωτικών η οποία δεν ήταν μεγάλη και ότι ήταν τάξεως Β΄ και όχι Α΄ σχετιζόμενη με σκληρά ναρκωτικά. Αυτός είναι αρνητικός σε ναρκωτικές ουσίες (τεκμήριο Β).

 

5.  Τον χρόνο που διαπράχθηκαν τα αδικήματα και μέχρι σήμερα που το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή, παρήλθαν σχεδόν 8 χρόνια και από τη διάπραξη τους μέχρι σήμερα ο κατηγορούμενος δεν αντιμετώπισε άλλη ποινική υπόθεση,

 

θεωρώ ότι δύναμαι να ασκήσω τις εξουσίες που ο νόμος μου παρέχει και να αναστείλω την εκτέλεση των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης. Υπό τις περιστάσεις που ανωτέρω ανέφερα καταλήγω ότι δύναμαι να δώσω στον κατηγορούμενο  μια δεύτερη ευκαιρία.

 

Συνεπώς η εκτέλεση των πιο πάνω αναφερθέντων ποινών φυλάκισης αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από σήμερα.

 

(Επεξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης).

 

Τα τεκμήρια της υπόθεσης ως τα ανέφερε η Κατηγορούσα Αρχή να κατασχεθούν και να καταστραφούν από την αστυνομία.  Τα €20 έξοδα να καταβληθούν από τον κατηγορούμενο.

 

                                                                               

 

 

     (Υπ.) ......................................

                                                                                           Γ. Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο