ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. Β.Α, Αρ. Υπόθεσης: 460/2022, 9/7/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. Β.Α, Αρ. Υπόθεσης: 460/2022, 9/7/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

                   Μ. Γ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.

                   Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

                            ​                                                 Αρ. Υπόθεσης: 460/2022

 

 Mεταξύ:

​​​​    ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

​​​​​

​​​​​    v.

 

                                                          Β.Α

-----------------------------------------------------------------------------------------

 

Hμερ.: 09/07/2025.

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. A. Tιμοθέου.

Για τον Κατηγορούμενο : κ. Ρ. Ερωτοκρίτου.

Κατηγορούμενος:  παρών

 

 

Π Ο Ι Ν Η 

 

Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε δύο κατηγορίες οι οποίες αφορούν τα αδικήματα της Κλοπής υπό Υπαλλήλου κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία αρ.1) και της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1) (ιιι) και 5 του Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, Νόμος 188(1)/2007 (κατηγορία αρ.2).

Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε και τη κατηγορία αρ. 4 που αφορούσε το αδίκημα της Εξασφάλισης Αγαθών με Ψευδείς Παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, στη οποία αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από αυτήν.

Η έκνομη συμπεριφορά του, όπως διαπιστώθηκε στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, ήταν ότι μεταξύ των ετών 2017 και 2020, ενώ ήταν υπάλληλος της εταιρείας Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού Λίμιτεδ έκλεψε το συνολικό ποσό των €234.550,00 το οποίο ήταν περιουσία της πιο πάνω εταιρείας (1η κατηγορία) και ότι κατά τον πιο πάνω χρόνο απέκτησε και κατείχε το πιο πάνω ποσό, ενώ γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου (2η κατηγορία).

Τα γεγονότα και οι περιστάσεις διάπραξης των πιο πάνω αναφερόμενων  αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, εκτίθενται λεπτομερώς στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18/06/2025 και τα οποία για σκοπούς επιβολής ποινής λαμβάνονται υπόψη στην ολότητα τους και κάθε λεπτομέρεια αυτών, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η αναπαραγωγής τους.

 

Για σκοπούς της παρούσας, όμως, αναφέρουμε ότι εκείνο το οποίο προκύπτει από τα γεγονότα, είναι ότι ο κατηγορούμενος από την 01/08/2016 εργοδοτήθηκε από την εταιρεία «Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λτδ» (στο εξής «η Εταιρεία»), με καθήκοντα Διευθυντή του Παττιχείου Θεάτρου στη Λεμεσό. Ανάμεσα στα καθήκοντα που εκτελούσε, ως ο Διευθυντής του Θεάτρου κατά την επίδικη περίοδο, ήταν η Γενική διεύθυνση, οργάνωση, προγραμματισμός και εποπτεία των δραστηριοτήτων του Θεάτρου, η υλοποίηση των στόχων και του στρατηγικού προγραμματισμού όπως θα καθορίζονταν από το Δ.Σ της Εταιρείας, η κατάρτιση και υλοποίηση του ετήσιου καλλιτεχνικού προγράμματος στα πλαίσια των στόχων και σκοπών του Δ.Σ της Εταιρείας, η κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού του Θεάτρου και η υποβολή προτάσεων και εισηγήσεων για την καλύτερη λειτουργία του Θεάτρου. Ο καταμερισμός των εργασιών στους εργαζομένους του Θεάτρου γινόταν μετά από οδηγίες του κατηγορούμενου, στον οποίο ήταν υπόλογοι οι εργαζόμενοι του Θεάτρου.

Ο κατηγορούμενος ήταν άτομο που έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του Δ.Σ. της Εταιρείας και του Δήμου Λεμεσού, που ήταν το μοναδικό μέλος της Εταιρείας.

Το Θέατρο, διέθετε ένα ταμείο το οποίο πωλούσε εισιτήρια των παραστάσεων που θα γίνονταν και η πώληση τους γινόταν είτε με μετρητά είτε μέσω κάρτας. Το ταμείο του Θεάτρου εισέπραττε μόνο μετρητά από την πώληση των εισιτηρίων, ενώ όσα εισιτήρια αγοράζονταν με κάρτα, τα χρήματα από την πώληση τους πιστώνονταν στο λογαριασμό της Sold Out Tickets, η οποία αναλάμβανε τη διάθεση των εισιτηρίων και στην οποία ανήκε το σύστημα πληρωμής μέσω κάρτας. Μετά το τέλος της κάθε παράστασης η Sold Out Tickets έστελνε στον κατηγορούμενο και στην Μ.Κ.19 κατάσταση για την πώληση των εισιτηρίων.

Για όλες τις παραστάσεις που γίνονταν στο Θέατρο από τρίτους παραγωγούς, αυτοί θα έπρεπε να κατέβαλλαν στο Θέατρο τον φόρο θεάματος, ο οποίος επιβαλλόταν και παρακρατείτο από τις εισπράξεις από την πώληση εισιτηρίων, με σκοπό να αποδιδόταν στη συνέχεια από την Εταιρεία στον Δήμο Λεμεσού. Για τις παραγωγές ή συμπαραγωγές όπου το Θέατρο ενεργούσε ως παραγωγός, ο φόρος θεάματος αποκοπτόταν από το σύνολο των εισπράξεων από την πώληση των εισιτηρίων, ο οποίος,  επίσης,  θα έπρεπε στη συνέχεια να  πληρωνόταν  από την Εταιρεία στον Δήμο Λεμεσού. Ο φόρος θεάματος καταβαλλόταν στον Δήμο Λεμεσού με επιταγή από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου με οδηγίες πάντοτε του κατηγορούμενου προς την Μ.Κ.19.

 

Οι εισπράξεις από το ταμείο του Θεάτρου που προέρχονταν από τις πωλήσεις εισιτηρίων σε μετρητά κατέληγαν στον κατηγορούμενο, ο οποίος τα έβαζε σε συρτάρι του γραφείου του στο οποίο μόνο αυτός είχε πρόσβαση. Διαπιστώθηκε, για όλη την επίδικη περίοδο ότι μεγάλο μέρος των πληρωμών γινόταν με μετρητά, αφού υπήρχε η πρακτική αυτά να μην κατατίθονταν μετά το τέλος κάθε παράστασης αλλά κατά καιρούς και όταν ήταν αναγκαίο για να πληρωθούν επιταγές που εκδίδονταν και αυτό γινόταν πάντοτε με οδηγίες του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος, στην ουσία, διαχειριζόταν τα χρήματα του ταμείου και είχε τον έλεγχο τους. Ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που συνήθως έδινε στην Μ.Κ.19 τα χρήματα για κατάθεση στην τράπεζα, ενώ κάποιες φορές, κατόπιν συνεννόησης της με τον κατηγορούμενο, παρέλαβε και αυτή χρήματα από το ταμείο με σκοπό την κατάθεση τους στην Τράπεζα.

Από την έρευνα δικανικής λογιστικής που διενήργησε ο Μ.Κ.20,  προέκυψε ότι, οι εισπράξεις ή παρακρατήσεις που αφορούσαν τον φόρο θεάματος δεν εμφανίζονταν να καταχωρήθηκαν στα λογιστικά βιβλία. Προκύπτει, επίσης, ότι δεν εισήλθαν στο Κεντρικό Ταμείο του Θεάτρου και δεν κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του. Τα ποσά αυτά που αφορούν τον φόρο θεάματος που εισπράχθηκαν ή παρακρατήθηκαν ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των €202.838,00. Δηλαδή, €49,031 για το έτος 2017, €67,725 για το  έτος  2018, €59,155 για το έτος 2019 (€60.030-€876) και  €26,927 για το έτος 2020. Οι πληρωμές των ισάξιων ποσών για τον φόρο θεάματος προς τον Δήμο Λεμεσού εντοπίστηκαν να έγιναν από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου, όμως, δεν εντοπίστηκαν οι αντίστοιχες καταθέσεις ή χρεώσεις στο λογαριασμό του Κεντρικού Ταμείου και δεν κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας.

Επίσης, βάση των ευρημάτων της έρευνας του Μ.Κ.20 διαπιστώθηκε, ότι κατά τα έτη 2017 με 2019 σε εννέα παραγωγές/παραστάσεις οι πληρωμές που αναλογούσαν σε παραγωγούς, βάση των εκκαθαριστικών, ξοφλήθηκαν με επιταγές από τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας και παράλληλα τα μετρητά που εισπράχτηκαν από τις πωλήσεις των εισιτηρίων δεν φαίνεται να κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό, ούτως ώστε να δικαιολογείτο η τραπεζική πληρωμή τους, ούτε υπήρξε η αντίστοιχη χρέωση στο λογαριασμό «μετρητά στο ταμείο – Κεντρικό ταμείο». Τα ποσά αυτά ανέρχονται στις €11,709 για το 2017, €1,840 για το 2018 και €7,663 για το 2019, δηλαδή, το συνολικό ποσό ανέρχεται στις €21.212,00.

Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος επιπρόσθετα με τα πιο πάνω ποσά, πήρε από τις εισπράξεις τριών παραστάσεων που έγιναν στο Θέατρο το ποσό των €10.500, χωρίς την προηγούμενη έγκριση από το Δ.Σ. της Εταιρείας.

Από την αξιολόγηση που διενεργήθηκε από τον Μ.Κ.20 στα πλαίσια της έρευνας που του ανατέθηκε καταδείχθηκε, ότι οι εσωτερικές διαδικασίες της Εταιρείας ήταν ελλιπείς και σε αρκετές περιπτώσεις ανύπαρκτες. Η απουσία τυπικών ή άτυπων διαδικασιών ελέγχου και εγκρίσεων, υποδείκνυε αδυναμία εσωτερικού ελέγχου και συντελούσε στη δημιουργία περιβάλλοντος που ήταν επιρρεπές σε ενδεχόμενες παρατυπίες και/ή ατασθαλίες και /ή υπεξαιρέσεις.

Πέραν των πιο πάνω, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο κατηγορούμενος επικαλούμενος οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, ζήτησε δανεικά από τους Μ.Κ.2, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6, Μ.Κ.7 και Μ.Κ.19, που εργάζονταν στο Θέατρο, τα ποσά των €3.000, €300, €800, €300 και €500, αντίστοιχα. Εκτός από το ποσό των €500 που δεν επέστρεψε στην Μ.Κ.2, τα υπόλοιπα ποσά τους τα επέστρεψε. Ο κατηγορούμενος, για τον ίδιο λόγο, ζητούσε και από φίλους του δανεικά. Επίσης, σύμφωνα με τα ευρήματα μας, πριν ο κατηγορούμενος υποβάλει την παραίτηση του, όταν η Μ.Κ.19 ρώτησε τον κατηγορούμενο πως έφτασε σε αυτό το σημείο, της είπε τη λέξη «τζόγος».

Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι ο κατηγορούμενος ζητούσε και έπαιρνε από τα ταμεία χρήματα και σε κάποιες περιπτώσεις, λάμβανε χρήματα από τα ταμεία από μόνος του χωρίς να ανάφερε το ύψος των ποσών που έπαιρνε, ως αυτά λεπτομερώς αναφέρονται στα ευρήματα μας.

Πέραν των πιο πάνω, αναφέρθηκε από την κατηγορούσα αρχή ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου για σκοπούς μετριασμού της ποινής κάλεσε το Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη του, το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου και τον καλό του χαρακτήρα.

Κάλεσε, επίσης, το Δικαστήριο να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορουμένου, ότι κανένας δεν ζήμιωσε, αλλά ούτε ο κατηγορούμενος τελικώς κατέστη πλουσιότερος από τη λήψη του ποσού των €10.500 από τις τρείς παραστάσεις, αφού επιστράφηκε τονίζοντας πως η επίκληση του ελαφρυντικού αυτού δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη μεταμέλειας του κατηγορούμενου, αφού αυτός εξακολουθεί να έχει αντίθετη γνώμη για την κατάληξη του Δικαστηρίου γι’ αυτή την κατηγορία.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο συνήγορος του κατηγορουμένου αναφέρθηκε στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, υιοθετώντας την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, στο περιεχόμενο της οποίας θα αναφερθούμε πιο κάτω, με εξαίρεση την αναφορά στην Έκθεση ότι ο κατηγορούμενος πριν από 6 χρόνια παρακολουθείτο από ιδιώτη ψυχολόγο, λόγω προηγούμενης ενασχόλησης του με τον τζόγο. Εξ’ όσων τον ενημέρωσε ο κατηγορούμενος, δεν ανέφερε στην Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, ότι η παρακολούθηση του από ψυχολόγο σχετιζόταν με τον τζόγο. Αυτό που λέχθηκε ήταν ότι παρακολουθείτο από ψυχολόγο σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στην οικογένεια λόγω της ουσιοεξάρτησης και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που είχε ο γιός της συζύγου του, τα οποία αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο της Έκθεσης.

 

Ο συνήγορος κάλεσε, επίσης, το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχουν επιβαρυντικά στοιχεία στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και ως εκ τούτου η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις εκείνες όπου επιβάλλεται η αυστηρή αντιμετώπιση, μέσω της επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Συγκεκριμένα είπε, πως δεν υπάρχουν ευρήματα του Δικαστηρίου ότι για τις πράξεις του κατηγορουμένου υπήρξε προσχεδιασμός και μεθοδική προετοιμασία σε σχέση με την εκτέλεση των αδικημάτων. Ούτε υπήρξε «ευφάνταστη και θεατρική» προετοιμασία, είτε εκ των προτέρων είτε εκ των υστέρων, για να καλύψει τις συνέπειες των πράξεων του ή για να μην γίνει αντιληπτός εκ των προτέρων, ιδιαίτερα από αυτούς οι οποίοι εργάζονταν μαζί του στο Θέατρο. Επίσης, ο κατηγορούμενος δεν μετήλθε ή χρησιμοποίησε οποιοδήποτε τέχνασμα ή εκφοβισμό σε βάρος οποιουδήποτε σε σχέση με την υπόθεση αυτή. Περαιτέρω, δεν υπήρξε το στοιχείο της εκμετάλλευσης ευκολόπιστων, ανήμπορων ή κοινωνικά αδύνατων ή περιθωριοποιημένων ατόμων. Επίσης, ουδέποτε ο κατηγορούμενος προσπάθησε να επηρεάσει ή επηρέασε σε οποιοδήποτε στάδιο είτε τους συναδέλφους του στο Θέατρο είτε μάρτυρες κατά τη διάρκεια των λογιστικών ελέγχων. Ούτε προέκυψε να προέβηκε σε ενέργειες για να επηρεάσει οποιονδήποτε ή να αλλοιώσει οτιδήποτε κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας.

 

Επιπρόσθετα, ο συνήγορος του κατηγορουμένου κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορουμένου την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης για την οποία, όπως είπε, ουδεμία ευθύνη έχει ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος του. Χωρίς, όπως περαιτέρω είπε, να τίθεται ζήτημα παραβίασης των αρχών της διεξαγωγής δίκαιης δίκης, παραμένει ως αντικειμενικό γεγονός ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή για αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν κατά τα έτη 2017 – 2020 και 3 ½ χρόνια μετά την καταχώρηση της υπόθεσης. Εντός της περιόδου αυτής, όπως περαιτέρω είπε, μεταβλήθηκαν οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, αφού δεν μπόρεσε να εργοδοτηθεί με αποτέλεσμα να μην είχε κανένα εισόδημα, αλλά ούτε και μπορεί πλέον να εργοδοτηθεί ένεκα της συμπλήρωσης του 65ου έτους της ηλικίας του.

 

Τέλος, κάλεσε το Δικαστήριο όπως η ποινή που θα επιβληθεί να μην είναι εξοντωντική και να αντικατοπτρίζει την έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, η οποία, όπως είπε, δεν συγκεντρώνει εκείνα τα επιβαρυντικά στοιχεία έτσι ώστε να χρήζει ειδικής αποτροπής δια της επιβολής αυστηρής ποινής. Ανάφερε, επίσης, ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο κατηγορούμενος να διαπράξει εκ νέου τα ίδια αδικήματα, λόγω της ηλικίας του και της ιδιοσυγκρασίας και υποβάθρου του.

 

Αναμφίβολα τα αδικήματα που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει είναι ιδιαίτερα σοβαρά και αυτό αντικατοπτρίζεται από τις προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές. Για το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ποινή, είναι αυτή της φυλάκισης των 14 χρόνων, ενώ για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στην περίπτωση που πρόσωπο γνώριζε ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος και προβαίνει σε οποιεσδήποτε ενέργειες που περιγράφονται στο άρθρο 4(1) του Νόμου, ο νομοθέτης προβλέπει ποινή φυλάκισης 14 ετών ή χρηματική ποινή μέχρι €500.000 ή και τις δύο αυτές ποινές και, επιπρόσθετα, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα δήμευσης, αφού ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο Νόμο.

 

Η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή είναι ένα στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, για σκοπούς προσδιορισμού του είδους και ύψους της ποινής που θα επιβληθεί (βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9). Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632: «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή». Ως γενική αρχή, επίσης, τα γεγονότα της υπόθεσης μπορούν να επηρεάσουν τη σοβαρότητα ενός αδικήματος (βλ. επίσης, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391).

 

Η ιδιαίτερη σοβαρότητα του αδικήματος της κλοπής από υπάλληλο, όπως και κατ’ αναλογία άλλων συναφών ιδιοτήτων (διευθυντή ή αντιπρόσωπο ή δημόσιο λειτουργό) έγκειται στο γεγονός ότι ο παραβάτης εκμεταλλεύεται τη σχέση εμπιστοσύνης, η οποία υπάρχει μεταξύ του ιδίου και του εργοδότη του και είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα εκεί όπου ο εργοδότης βασίζεται στην αφοσίωση και ειλικρίνεια του εργοδοτουμένου του (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd Edition, p. 141 – 142).

 

Στην Τhe Attorney General v. Neophytos Nicola Vassiliotis alias Kaizer a.o (1967) 2 C.L.R. 20 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

“Stealing by servant tends to undermine the basis, upon which hundreds of people carry on their business as employers, or earn their living as employees. The relationship of trust and confidence which must always exist between them, is of great importance; and is entitled to adequate protection from the law.”

 

Στο σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική Sentencing in Cyprus, 2η Έκδοση (Sentencing Revisited) (2007), τονίζεται  η σοβαρότητα αυτής της φύσεως αδικημάτων και οι επιπτώσεις που προκαλούνται στην οικονομική ζωή του τόπου από τη διάπραξη τους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«High standards of fidelity are expected of employees in the public and private sectors of society in the discharge of their duties and of persons acting in a fiduciary capacity, such as agents or trustees. Stealing by clerks, servants, company directors, agents and trustees is punishable with 7 years imprisonment. The decisions of the Supreme Court in this area indicate that a serious view is invariably taken of offences belonging to this category, owing to their repercussions on the standards of public administration on the one hand and the economy on the other.»

 

Σημειώνεται, ότι για το αδίκημα της κλοπής υπό υπαλλήλου αρχικά προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια, η οποία, στις 07/04/2000 (βλ. Ν.43(1)/2000) αυξήθηκε σε 10 χρόνια και στη συνέχεια, στις 29/06/2012 σε 14 χρόνια (βλ. Ν.84(1)/2012). Στην πρόσφατη απόφαση Γιαννακού  κ.ά v. Δημοκρατίας κ.ά, Ποινικές Εφέσεις 235/2023 και 246/2023, Ημερομηνίας 19/07/2024 λέχθηκε πως η βούληση και επιλογή του Νομοθέτη, να αυξήσει δύο φορές, σε μια σύντομη περίοδο λίγων ετών, τις ποινές σε σχέση με τα αδικήματα της κλοπής υπό δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων, αξιωματούχων εταιρείας και αντιπροσώπων (βλ. Άρθρα 267, 268,  269 και 270, αντίστοιχα του Ποινικού Κώδικα) σχετίζεται άμεσα με το βασικό κοινό χαρακτηριστικό των αδικημάτων αυτών, που είναι η εκμετάλλευση της θέσης ή της ιδιότητας που κατέχει ο δράστης και κυρίως η εκμετάλλευση της σχέσης εμπιστοσύνης στην οποίαν ευρίσκεται ο δράστης σε σχέση με το θύμα της εγκληματικής του δραστηριότητας. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:

 

«Το αδίκημα της κλοπής περιουσίας εργοδότη από υπάλληλό του προβλέπεται στο  Άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικος («Π.Κ.») και εντάσσεται στα αδικήματα κατά περιουσίας, τα οποία ρυθμίζει το Μέρος VI του Π.Κ. Θα πρέπει να σημειωθεί πως για το βασικό αδίκημα της κλοπής (Π.Κ. 262), που τιμωρείται με φυλάκιση τριών ετών ή για κάποιες παραλλαγές της κλοπής που τιμωρούνται με φυλάκιση είτε πέντε ετών [Π.Κ. 265, 266, 272 (1)] είτε επτά ετών (Π.Κ. 263, 264, 272 (2)], ο Νομοθέτης μέχρι σήμερα διατήρησε αναλλοίωτες τις ποινές οι οποίες ίσχυαν κατά την Ανεξαρτησία, θεωρώντας προφανώς ότι, παρά την παρατηρούμενη έξαρση των αδικημάτων κατά περιουσίας, τα συγκεκριμένα τυγχάνουν ικανοποιητικής ποινικής μεταχείρισης από τον Νόμο και από τα Δικαστήρια στο πλαίσιο των πιο πάνω, υφιστάμενων εδώ και χρόνια, ποινών.

 

Συνεπώς αποκτά ιδιαίτερη και εξέχουσα σημασία το γεγονός ότι δεν ισχύει το ίδιο για τέσσερα εκ των αδικημάτων (κλοπής), τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούν διακεκριμένες μορφές κλοπής. Πρόκειται για τις κλοπές υπό δημοσίων λειτουργών (Π.Κ. 267), υπό υπαλλήλων από εργοδότη (Π.Κ. 268), υπό αξιωματούχων εταιρείας (Π.Κ. 269) και υπό αντιπροσώπων (Π.Κ. 270). Το διαφοροποιητικό στοιχείο είναι πως ο Νομοθέτης, σε μια σύντομη περίοδο λίγων ετών, επενέβη δύο φορές αυξάνοντας τις ποινές σε σχέση με τα τέσσερα αυτά αδικήματα. Εν πρώτοις, με τον Ν.43 (I)/2000 αύξησε τις ποινές από επτά σε 10 έτη και εν συνεχεία με τον Ν.84 (I)/2012 αύξησε τις ποινές σε 14 έτη φυλάκισης, οι οποίες ισχύουν μέχρι σήμερα. Εν ολίγοις, είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό ότι εντός περιόδου 12 ετών ο Νομοθέτης εν τη σοφία του, διπλασίασε την προβλεπόμενη ποινή για τα διακεκριμένα αυτά αδικήματα από επτά σε 14 έτη φυλάκισης. Εννοείται πως η βούληση και επιλογή αυτή του Νομοθέτη σχετίζεται άμεσα με το βασικό κοινό χαρακτηριστικό των αδικημάτων αυτών, το οποίο δεν είναι άλλο παρά η εκμετάλλευση της θέσης ή της ιδιότητας την οποία κατέχει ο δράστης και κυρίως η εκμετάλλευση της σχέσης εμπιστοσύνης στην οποίαν ευρίσκεται ο δράστης σε σχέση με το θύμα της εγκληματικής του δραστηριότητας».

 

Όπως έχει νομολογηθεί, τα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να προσφέρουν κατάλληλη προστασία, τιμωρώντας τα πρόσωπα που παραβιάζουν την εμπιστευτική αυτή σχέση και μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η κατάλληλη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης (βλ. Χρυσοδόντας v. Αστυνομίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 1085, Χρυσάνθου v. Αστυνομίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 1293 και Κουμπαρή v. Δημοκρατίας, Ποιν.  Έφ. 215/2018, ημερ. 11/05/2020).

 

Στην Πέτρος Πέτρου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 219, αφού έγινε αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές και παρατηρήσεις στις οποίες το Αγγλικό Εφετείο προέβη στην Barrick [1985] 7 Cr. App. R. (S) 142 και τις οποίες αναθεώρησε στην Clark [1998] 2 Cr. App. R. (S) 95, προς καθοδήγηση σε τέτοιου είδους υποθέσεις, λέχθηκε ότι δεν θα ήταν ορθό να παραγνωρίζονται τα σωρευτικά αποτελέσματα του συνόλου της εγκληματικής δραστηριότητας για την οποία ο κατηγορούμενος βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Η σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος δεν αντικατοπτρίζεται μόνο από την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή. Δυστυχώς, αποτελεί θλιβερή διαπίστωση, ότι τα τελευταία χρόνια, το οικονομικό έγκλημα βρίσκεται σε έξαρση και θα ήταν αδιανόητο να μην υπάρχει η ενεργός συμμετοχή της δικαιοσύνης στη πάταξη αυτή της φύσης των αδικημάτων, με την επιβολή αυστηρών ποινών (βλ. Sydenham v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 210 και Αστυνομία ν. Βακανά, Ποιν. Έφ. 173/2020, ημερ. 20.5.2021), ECLI:CY:AD:2021:B200. Η συχνότητα διάπραξής τους, καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο, στην επιλογή της ποινής. Όπως έχει νομολογηθεί, η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου δικαιολογείται όλως ιδιαιτέρως, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις (βλ. Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240). Αποτελεί, επίσης, πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων, παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμη αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani κ.ά ν. Δημοκρατίας, (2016) 2Β Α.Α.Δ 854, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551).

 

Πέραν των πιο πάνω, ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και αδίκημα Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το οποίο είναι, επίσης, ιδιαίτερα σοβαρό. Στην υπόθεση Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 298/2018, ημερ. 27/06/2019, επισημάνθηκε ότι το συγκεκριμένο αδίκημα: «….., όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται, συνίσταται στη χρήση/απόλαυση από τον αδικοπραγούντα των καρπών της παρανομίας του. Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητας του. Είναι αυτή την απόλαυση που έχει στο επίκεντρο του το υπό αναφορά αυτοτελές αδίκημα (………), και αυτό για πρόληψη ή πάταξη της παρανομίας με την πρόβλεψη αυστηρών ποινών αναφορικά με την απόλαυση των καρπών της.» (βλ. επίσης Ευτύχιος Μαληκκίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 40/2015, Ημερ. 25/11/2016).

 

 

Η τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέτρο άμυνας έναντι παραβιάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών. Η αποτροπή, ως παράγοντας, ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία, έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον.  Η άλλη, αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Η δεύτερη αυτή περίπτωση έχει δύο συνισταμένες.  Πρώτον, την αποτροπή, η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος και δεύτερον, την αποτροπή, ως μέσο για την καταστολή εγκλημάτων που βρίσκονται σε έξαρση. Οι συνέπειες του εγκλήματος προσμετρούν στον καθορισμό της σοβαρότητάς του (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603).

 

Στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, το πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, στόχος που επιτυγχάνεται μόνο με την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, του Γ.Μ. Πική, σελ. 3 και Republic ν. Georghiou, 22 C.L.R., 147). Τα Δικαστήρια, ως φρουροί της νομιμότητας και της ευταξίας, οφείλουν να διαφυλάξουν και να διασφαλίσουν την πιστή εφαρμογή του Νόμου με την επιβολή ανάλογων, σε κάθε περίπτωση, ποινών, ικανών να τιθασεύσουν συμπεριφορές που κινούνται εκτός του πλαισίου του Νόμου, προς όφελος κάθε πολίτη ξεχωριστά, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα  (βλ.  Χρυσάνθου v. Αστυνομίας, ανωτέρω). Η δέουσα εφαρμογή του Νόμου για το συμφέρον της κοινωνίας αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα, τον οποίο θα πρέπει να έχει υπόψη το Δικαστήριο στην επιλογή του είδους της ποινής και στην επιμέτρηση της έκτασής της. Από την άλλη, οι προσωπικές συνθήκες, η προσωπικότητα και η λειτουργία του παραβάτη στον ιδιαίτερο κοινωνικό χώρο, είναι επίσης σχετικοί παράγοντες. Τα Δικαστήρια, κατά την επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνουν υπόψη ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, που συχνά αντικρούονται μεταξύ τους. Πρόκειται για διεργασία στην οποία τα Δικαστήρια διατηρούν κατ' εξοχή διακριτική ευχέρεια, έχοντας ταυτόχρονα υποχρέωση να επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή. Η εξισορρόπηση είναι έργο λεπτό και δύσκολο (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, ανωτέρω, σελ. 2, 5‑8).

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, στην παρούσα υπόθεση, προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα. Το στοιχείο της αποτροπής είναι έντονο και, προκειμένου τα Δικαστήρια να επιτελέσουν το σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνία, αλλά και να στείλουν τα σωστά μηνύματα, οφείλουν να επιβάλλουν, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποιν.  Έφ. 74/2020, ημερ. 31.7.2020). Η επικρατούσα κατάσταση επηρεάζει τόσο την επιλογή του είδους της ποινής όσο και το ύψος της.

 

Στρεφόμενοι στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και για σκοπούς καθορισμού της σοβαρότητας τους, λαμβάνουμε υπόψη μας το σύνολο των ενεργειών του κατηγορούμενου, οι οποίες ουσιαστικά είχαν ως σκοπό την κλοπή από την Εταιρεία στην οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργοδοτείτο με καθήκοντα Διευθυντή στο Παττίχειο Θέατρο. Ο κατηγορούμενος ενώ κατείχε την πιο πάνω θέση στην Εταιρεία και προφανώς ήταν το πρόσωπο το οποίο όφειλε να διευθύνει τις εργασίες της Θεάτρου κατά τρόπο ορθό και έντιμο, αυτός καταχράστηκε τη θέση του αυτή, οικιοποιούμενος το συνολικό ποσό των €234,550 που προερχόταν από τα έσοδα του Θεάτρου. Σύμφωνα με τα ευρήματα μας, ο κατηγορούμενος ήταν το πρόσωπο που διαχειριζόταν τα μετρητά από τις εισπράξεις από την πώληση των εισιτηρίων στο ταμείο του Θεάτρου. Σε αυτόν κατέληγαν τα μετρητά από τις εν λόγω πωλήσεις, ο οποίος τα έβαζε σε συρτάρι του γραφείου του στο οποίο κανένας δεν είχε πρόσβαση. Αυτός, επίσης, έδινε οδηγίες στην Μ.Κ.19 για τις πληρωμές του φόρου θεάματος στον Δήμο Λεμεσού, οι οποίες γίνονταν από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου.

 

Ο κατηγορούμενος ενώ όφειλε να τιμήσει τη θέση του αυτή αλλά και την εμπιστοσύνη που του επιδείχθηκε, εντούτοις από τον πρώτο χρόνο που ουσιαστικά λειτούργησε το Θέατρο, δηλαδή από το 2017, και για περίοδο τριών χρόνων, συστηματικά και στοχευμένα έκλεψε από την Εταιρεία το πιο πάνω, σημαντικό και σοβαρό ποσό, στοιχεία τα οποία είναι επιβαρυντικά και θα τα λάβουμε υπόψη μας.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, επίσης, που αφορούν τον τρόπο δράσης του κατηγορούμενου είναι σοβαρά και αναμφίβολα επιβαρύνουν τη θέση του. Σύμφωνα με τα ευρήματα μας, σε τρείς περιπτώσεις, ο κατηγορούμενος πήρε, χωρίς την έγκριση του εργοδότη του, τα έσοδα από τρείς διαφορετικές παραστάσεις που έγιναν στο Θέατρο, οι δύο το 2018 και η τρίτη τον Ιούλιο του 2019. Συγκεκριμένα, περί τον Οκτώβρη του 2019, σε επικοινωνία που είχε η Μ.Κ.19 με την Sold Out Tickets για να τη ρωτήσει σχετικά με το ποσό των €5.000, που ήταν τα έσοδα μίας παράστασης που έγινε στο Θέατρο τον Ιούλιο του 2018 και το οποίο ποσό δεν εντόπισε να έγινε κατάθεση στο λογαριασμό του Θεάτρου και ούτε είχε σταλεί γι’ αυτό κάποια επιταγή, την πληροφόρησαν ότι το ποσό αυτό δόθηκε στον κατηγορούμενο. Όταν η Μ.Κ.19 ρώτησε τον κατηγορούμενο αν του δόθηκε το πιο πάνω ποσό, αυτός της επιβεβαίωσε ότι το πήρε και ότι μέχρι εκείνη την ημέρα δεν το είχε δώσει στο Θέατρο. Της είπε, επίσης, ότι πήρε και από άλλες δύο παραστάσεις που έγιναν, η μία τον Νοέμβριο του 2018 και η άλλη τον Ιούλιο του 2019, το ποσό €2.700 από τον κάθε πελάτη, τα οποία επίσης δεν είχε δώσει μέχρι εκείνη την ημέρα στο Θέατρο και ότι ο λόγος που πήρε τα πιο πάνω ποσά ήταν γιατί αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Η κλοπή του πιο πάνω ποσού περιήλθε σε γνώση του Δημάρχου Λεμεσού και μέσω αυτού στο Δ.Σ της Εταιρείας, όταν ο κατηγορούμενος σε συνάντηση που είχε μαζί του στις 26/04/2021 του ανέφερε πως λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε πήρε από τις προαναφερόμενες τρείς παραστάσεις το ποσό των €10.700, περίπου. Αξίζει να σημειωθεί, πως ο κατηγορούμενος ενημέρωσε τον Δήμαρχο Λεμεσού για τις πιο πάνω έκνομες πράξεις του, αμέσως μετά που πληροφορήθηκε ότι ο Τεχνικός Διευθυντής του Θεάτρου (Μ.Κ.6) θα συναντούσε τον Δήμαρχο με σκοπό να τον ενημέρωνε για τις ενέργειες του.

Επιπρόσθετα των πιο πάνω έκνομων ενεργειών του κατηγορούμενου, αυτός για μία μεγάλη περίοδο τριών χρόνων - από το 2017 έως το 2020 - οικειοποιείτο  το φόρο θεάματος που εισπρασσόταν ή παρακρατείτο από το Θέατρο από τις πωλήσεις των εισιτηρίων. Συγκεκριμένα, ενώ οι πληρωμές για το φόρο θεάματος προς τον Δήμο Λεμεσού εντοπίστηκαν, μετά από την έρευνα δικανικής λογιστικής που διενήργησε ο Μ.Κ.20, να έγιναν από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου, εντούτοις τα ποσά που πληρώθηκαν δεν εισήλθαν στο Κεντρικό Ταμείο του Θεάτρου και δεν κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του. Το συνολικό ποσό που πληρώθηκε στον Δήμο Λεμεσού για το φόρο θεάματος ήταν  €202.838,00 (€49,031 για το έτος 2017,  €67,725 για το  έτος  2018,  €59,155 για το έτος 2019 και  €26,927 για το έτος 2020). Οι πληρωμές προς τον Δήμο Λεμεσού για τον φόρο θεάματος, γίνονταν πάντοτε μετά από οδηγίες του κατηγορούμενου προς την Μ.Κ.19, η οποία ετοίμαζε τις επιταγές τις οποίες έπαιρνε για υπογραφή στον Δήμαρχο Λεμεσού. 

Επίσης, βάση των ευρημάτων της έρευνας του Μ.Κ.20 διαπιστώθηκε, ότι κατά τα έτη 2017 με 2019  σε εννέα παραγωγές/παραστάσεις οι πληρωμές που αναλογούσαν σε παραγωγούς και συνολικά ανέρχονταν στις €21.212,00, ξοφλήθηκαν με επιταγές από τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας και παράλληλα τα μετρητά που εισπράχτηκαν από τις πωλήσεις των εισιτηρίων δεν φαίνεται να κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό, ούτως ώστε να δικαιολογείτο η τραπεζική πληρωμή τους, ούτε υπήρξε η αντίστοιχη χρέωση στο λογαριασμό «μετρητά στο ταμείο – Κεντρικό ταμείο».

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, ο κατηγορούμενος αντί να τιμήσει τη θέση του ως ο διευθυντής του Θεάτρου, αλλά και την εμπιστοσύνη και εκτίμησης που απολάμβανε από τους εργοδότες του, καταχράστηκε την εμπιστοσύνη αυτή και για μία μεγάλη περίοδο, τριών χρόνων, που ξεκίνησε από το 2017 όταν, δηλαδή, το Θέατρο ουσιαστικά ξεκίνησε τη λειτουργία του. Έκτοτε άρχισε συστηματικά και στοχευμένα να οικειοποιείται μεγάλα ποσά που αποτελούσαν περιουσία των εργοδοτών του και που συνολικά ανήλθαν στο ποσό των €234.550,00.

 

Δεν παραγνωρίζουμε την οικονομική του κατάσταση και τις λοιπές προσωπικές του συνθήκες, ως θα εξηγηθούν κατωτέρω, αλλά αυτές δεν  μπορεί να αποτελέσουν δικαιολογία. Άλλωστε δεν τέθηκε και μια τέτοια θέση για το σύνολο του ποσού, εκτός από τις αναφορές του ιδίου στον Δήμαρχο και στην Μ.Κ.19, όταν αποκαλύφθηκε η κλοπή του ποσού των €10,500. Πέραν τούτου, ως έχει προκύψει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, αναφύεται το κίνητρο του κατηγορούμενου για τη διάπραξη των αδικημάτων να ήταν ο εθισμός του στον τζόγο. Ο ίδιος, είχε αναφέρει στην Μ.Κ.19, ότι για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, ευθυνόταν ο τζόγος. Σε κάθε περίπτωση, είτε το κίνητρο του κατηγορούμενου στη διάπραξη των αδικημάτων σχετιζόταν με οικονομικές του δυσκολίες και άλλε ευρύτερα οικογενειακά προβλήματα είτε με τον τζόγο, δεν μπορεί να αποτελούν δικαιολογία για την έκνομη αυτή του συμπεριφορά. Ουδείς έχει δικαίωμα να οικειοποιείται περιουσία η οποία δεν του ανήκει για οποιοδήποτε υποκειμενικό λόγο και αν γίνεται αυτό, πόσο μάλλον όταν η περιουσία αυτή ανήκει στον εργοδότη του, ο οποίος επέδειξε εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του για την διενέργεια των εργασιών του.

 

Δεν μπορεί, επίσης, να παραγνωριστεί και το είδος και η φύση της εργασίας και τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στον κατηγορούμενο. Ο ίδιος ήταν ο Διευθυντής του Θεάτρου, το οποίο για να λειτουργήσει καλύτερα, δημιουργήθηκε η συγκεκριμένη εταιρεία, της οποίας μοναδικό μέλος ήταν ο Δήμος Λεμεσού και ο σκοπός της, προφανώς, ήταν η ανάπτυξη του πολιτισμού προς όφελος της κοινωνίας. Ο ίδιος αντί να τιμήσει τη θέση αυτή την οποία του εμπιστεύτηκε, κατ’ ουσία ο Δήμος Λεμεσού, λόγω και του καλλιτεχνικού του υπόβαθρου, καταχράστηκε από την αρχή, ουσιαστικά, της εργοδότησης του, την εμπιστοσύνη που επιδείχθηκε στο πρόσωπο του, χρησιμοποιώντας και παίρνοντας, με κάθε ευκαιρία, χρήματα του Θεάτρου, για προσωπικούς στου σκοπούς.

 

Η πιο πάνω συμπεριφορά που ο κατηγορούμενος επέδειξε είναι άκρως απαράδεκτη, καταρρίπτει τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η σχέση υπαλλήλου – εργοδότη και την εμπιστοσύνη και εντιμότητα που πρέπει να διακατέχει μια τέτοια σχέση. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος επαναλαμβάνουμε έχαιρε της εκτίμησης και εμπιστοσύνης των εργοδοτών του, καταχράστηκε την εμπιστοσύνη αυτή και για μία μεγάλη περίοδο, αυτή των τριών χρόνων, συστηματικά οικειοποιείτο χρήματα από τις εισπράξεις του Θεάτρου.

 

Μια τέτοια συμπεριφορά είναι άκρως σοβαρή και καταδικαστέα και το Δικαστήριο έχει καθήκον σε τέτοιες περιπτώσεις να επιβάλλει αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί (βλ. Κόκκινος v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135). Η εξατομίκευση της ποινής, όμως, δεν θα πρέπει να εξουδετερώνει ούτε τη σοβαρότητα του εγκλήματος, ούτε το στοιχείο της αποτροπής και να καθιστά αναποτελεσματική την εφαρμογή του Νόμου (βλ. Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224). Όμως, όσο και αν η ανάγκη για αποτροπή μειώνει ανάλογα τη δυνατότητα εξατομίκευσης, δεν την καταργεί ως υπαρκτή επιδίωξη (βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14).

 

Προς όφελος του κατηγορούμενου και για σκοπούς μετριασμού της ποινής, λαμβάνουμε υπόψη μας το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία του καθότι αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του προς την νομιμότητα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1). Ο κατηγορούμενος σήμερα είναι ηλικίας 65 ετών, χωρίς στο παρελθόν να έχει απασχολήσει τη δικαιοσύνη, στοιχείο το οποίο θα λάβουμε σοβαρά υπόψη μας.

Προς περαιτέρω εξατομίκευση και μετριασμό της ποινής, υπόψη μας λαμβάνουμε τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες του κατηγορούμενου, όπως αυτές φαίνονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και τα όσα τέθηκαν και ενώπιον μας από το συνήγορο του.

Ειδικότερα λαμβάνουμε υπόψη μας ότι ο κατηγορούμενος ηλικίας, 65 χρονών, είναι έγγαμος και πατέρας 5 ενήλικων παιδιών. Είναι το μεγαλύτερο παιδί τετραμελούς οικογένειας.  Ο πατέρας του, ηλικίας 88 ετών, πριν την συνταξιοδότηση του, ήταν δημοτικός υπάλληλος στο Δήμο Λεμεσού, ενώ η  μητέρα του, 89 ετών, ασχολείτο με τα οικιακά.  Διαμένουν στην περιοχή Αγίας Ζώνης στη Λεμεσό.  Η αδερφή του αναφερόμενου, Αναστασία, 63 ετών, διαμένει με την οικογένεια της στη Λεμεσό και εργάζεται στην επιχείρηση του συζύγου της στη Λευκωσία.

Το 1977, ο κατηγορούμενος αποφοίτησε από το Λανίτειο Λύκειο και, ακολούθως, εξέτισε τη στρατιωτική του θητεία στη Στρατιωτική Μουσική Εθνικής Φρουράς (ΣΜΕΦ) καθώς, ασχολείτο με το βιολί από την ηλικία των 8 ετών.  Μετά την αποστράτευσή του, το 1980, μετέβηκε στη Ρωσία, όπου παρακολούθησε μουσικές σπουδές στο Κονσερβατόριο Μόσχας.  Συγκεκριμένα, το 1986, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη σύνθεση, ενορχήστρωση και το πιάνο. Από τότε, ασχολείται επαγγελματικά ως συνθέτης και ως μουσικός διευθυντής σε διάφορες συναυλίες, θέατρα και εκδηλώσεις, στην Κύπρο και το εξωτερικό.  Την περίοδο 1991 – 2005, διετέλεσε επίσης Διευθυντής Προγραμμάτων και ραδιοφωνικός παραγωγός στο «Κανάλι 6» και από τον 08/2016 μέχρι το 05/2021, ως Διευθυντής του «Παττίχειου Δημοτικού Θεάτρου Λεμεσού».

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, σύναψε δεσμό με συμφοιτήτρια του από τη Ρωσία και το 1981, τέλεσαν γάμο στη Μόσχα, λόγω εγκυμοσύνης.  Από το γάμο τους απέκτησαν 3 παιδιά. Το 1986, εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Κύπρο και το 1993, το ζεύγος οδηγήθηκε στο διαζύγιο. Η πρώην σύζυγος του, περίπου ένα χρόνο αργότερα, αποχώρησε από την Κύπρο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ενώ πλέον διαμένει στην Αγγλία. Οι επαφές τους σήμερα είναι σπάνιες, όπως αναφέρει. 

Τη φύλαξη και φροντίδα των παιδιών, αρχικά, την ανέλαβε ο κατηγορούμενος με τη νυν σύζυγο του.  Εντούτοις, προτού ο μικρότερος γιος του, αρχίσει τη φοίτηση του στο δημοτικό, μετακόμισε με τη μητέρα του στην Αθήνα, όπου διαμένει μέχρι σήμερα.  Ο 34χρονος είναι έγγαμος, πατέρας μιας ανήλικης κόρης, και εργάζεται ως προπονητής καλαθόσφαιρας. Τα 2 μεγαλύτερα παιδιά του μεγάλωσαν μαζί του στην Κύπρο. Ο μεγαλύτερος του γιός, ηλικίας 43 ετών, είναι έγγαμος σε διάσταση, πατέρας 4ων ανήλικων γιων. Διαμένει στη Λευκωσία, όπου εργάζεται ως ηχολήπτης. Η θυγατέρα του, 40 ετών, είναι νιόπαντρη και, πρόσφατα, εγκαταστάθηκε με το σύζυγο της στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως επαγγελματίας ηθοποιός. 

Από το 1994, ο κατηγορούμενος  διατηρούσε δεσμό με τη νυν σύζυγο του  ηλικίας 58 ετών με την οποία τέλεσαν γάμο το 1996. Μέχρι το 1996 περίπου, η  σύζυγος του εργαζόταν στις επιχειρήσεις του πατέρα της, ενώ στη συνέχεια παρέμεινε εκτός εργασίας και ασχολείτο με τα οικιακά. Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια εργάζεται στο τμήμα λογιστηρίου ιδιωτικής εταιρείας.  Από το γάμο τους, απέκτησαν 2 παιδιά, τα οποία είναι άγαμα και άτεκνα.  Η θυγατέρα τους, ηλικίας 38 ετών, απασχολείται αυτοτελώς ως χορεύτρια και χοροδιδάσκαλος και ο γιός τους, ηλικίας  27 χρόνων σπουδάζει φυσική σε πανεπιστήμιο στην Αθήνα.

Με την οικογένεια μεγάλωνε, επίσης, ο γιος της νυν συζύγου του από προηγούμενο γάμο της, ο πατέρας του οποίου απεβίωσε.  Ο γιός της είναι ηλικίας 36 χρόνων, είναι άγαμος και άτεκνος. Παρουσιάζει ιστορικό ουσιεξάρτησης από 17 ετών.  Ως αποτέλεσμα, αντιμετωπίζει προβλήματα ψυχικής υγείας (συμπ. σχιζοφρένειας και ψύχωσης) και έχει νοσηλευτεί επανειλημμένα στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας και σε ψυχιατρικές κλινικές στην Αθήνα. Μέχρι το 2020, διέμενε μαζί τους στη Λεμεσό, ενώ πλέον διαμένει μόνος του στην Αθήνα. Έχει εισοδήματα, όμως δε διευκρινίζεται  κατά πόσο είναι επαγγελματικά αποκατεστημένος. Η κατάσταση του παραμένει ασταθής και ο εθισμός του τον οδήγησε σε περαιτέρω αντικοινωνική συμπεριφορά και βρέθηκε σε αρκετές περιπτώσεις να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, γεγονός το οποίο επηρέαζε όλη την οικογένεια.

Ο κατηγορούμενος, αναφέρθηκε σε θέματα υγείας που αντιμετωπίζει.  Συγκεκριμένα, παρουσιάζει πολύποδα στις φωνητικές χορδές, εδώ και 20 περίπου χρόνια, και χρήζει χειρουργικής επέμβασης. Παρόλα αυτά, καπνίζει και καταναλώνει κοινωνικά αλκοόλ. Αναφέρθηκε, επίσης, σε δερματικές ευαισθησίες, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Όπως περαιτέρω ανέφερε ο συνήγορος του, πριν από 6 χρόνια παρακολουθείτο από ιδιώτη ψυχολόγο, ένεκα των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν στην οικογένεια λόγω της ουσιοεξάρτησης και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που είχε ο γιός της συζύγου του.  

Από το 2021 ο κατηγορούμενος παραμένει εκτός σταθερής εργασίας και λόγω χρεών τον Δεκέμβρη του ιδίου έτους έχασαν την οικογενειακή τους κατοικία. Η σύλληψη και η δημοσιοποίηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του τον 01/2022, αποτέλεσε περαιτέρω «οικονομικό πλήγμα» για τον ίδιο και την οικογένεια του. Προβληματίζεται για το ενδεχόμενο να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης, καθώς το τελευταίο διάστημα κατέβαλλε προσπάθειες να επαναδραστηριοποιηθεί επαγγελματικά και τους μήνες που ακολουθούν του έχουν ανατεθεί διάφορες μουσικές εκδηλώσεις. 

Λαμβάνουμε υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και ειδικότερα την άσχημη οικονομική κατάσταση και τα οικογενειακά προβλήματα που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει. Θα πρέπει να αναφερθεί, όμως, ότι σε σοβαρά αδικήματα τα οποία μάλιστα βρίσκονται σε έξαρση και επιβάλλεται η ανάγκη για αυστηρή και αποτρεπτική ποινή, οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων είναι ήσσονος σημασίας (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540, Κλεοβούλου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Αlarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 11 και Ψύλλος v. Aστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430). Περαιτέρω, στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331  έχουν λεχθεί τα ακόλουθα: «Έχει αποφασιστεί ότι σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, αν και παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται, είναι ήσσονος σημασίας αφού προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας».

Δεν παραγνωρίζουμε τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του ανάφερε σε σχέση με την συμπεριφορά του κατηγορούμενου έναντι των άλλων εργοδοτούμενων στο Θέατρο και ότι αυτή ήταν άψογη καθώς επίσης και το γεγονός ότι έχαιρε εκτίμησης και γενικότερα ότι πρόκειται για άνθρωπο καλού χαρακτήρα και με προφανή την προσφορά του στα καλλιτεχνικά δρώμενα και την κοινωνία λόγω και της ιδιότητας του. Όπως αναφέρθηκε στην Κάρλος Ντεκερμετζιαν v. Δημοκρατίας (2016) 2Β Α.Α.Δ 1378, «Είναι νομολογημένο πως ορθή συμπεριφορά μη σχετιζόμενη με το υπό κρίση αδίκημα, αποτελεί ελαφρυντικό που μπορεί να ληφθεί υπόψη (δέστε R. v. Reid [1982] 4 Cr. App. R (S.) 720, R. v. Alexander [1997] 2 Cr. App. R. (S.) 74), όπως και ο καλός χαρακτήρας του κατηγορούμενου.» Κατά συνέπεια, λαμβάνουμε υπόψη όλα τα πιο πάνω και θα τους δώσουμε την δέουσα βαρύτητα, υπό τις περιστάσεις.

Προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνουμε, επίσης, υπόψη την επιστροφή του ποσού των €10.500 στους εργοδότες του το οποίο, ως αναφέρθηκε πιο πάνω αποτελούσε έσοδα του Θεάτρου από τρεις που έγιναν στο Θέατρο, τα οποίο χωρίς την έγκριση των εργοδοτών του οικειοποιήθηκε. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος τον Απρίλη του 2021 επέστρεψε το ποσό των €3.000, στις 13/05/2021 επέστρεψε το ποσό των €2.000 και στις 17/05/2021 το ποσό των €2.000. Για το υπόλοιπο ποσό των €3.770, ο κατηγορούμενος υπέγραψε στις 17/05/2021 Γραμμάτιο Συνήθους Τύπου, το οποίο ξόφλησε.  Σημειώνεται, όμως, ότι ακόμη και η πλήρης και άμεση αποζημίωση σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι βαρυσήμαντο στοιχείο (βλ. Καραμανλής v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 248). Το στοιχείο αυτό προσμετρά για να καταδείξει την μεταμέλεια του κατηγορουμένου και μόνο και δεν μπορεί η καταβολή αποζημίωσης από το δράστη στο θύμα να χρησιμοποιείται ώστε να εξαγοράζει την τιμωρία του (π.χ. φυλάκιση) ο δράστης (βλ. Αστυνομία v. ΧΧΧ Βακανά (ανωτέρω) στην οποία έγινε παραπομπή στο σύγγραμμα Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα, Α. Καπαρδής και Ηλ. Α. Στεφάνου, σελ. 274, όπου γίνεται παραπομπή σε Αγγλική νομολογία).

Συγχρόνως,  σημειώνεται η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι δεν θα πρέπει να εκληφθεί το γεγονός αυτό ως μεταμέλεια καθότι ο κατηγορούμενος δεν συμφωνεί με την κατάληξη του Δικαστηρίου, στοιχείο το οποίο στην ουσία εξασθενεί περαιτέρω την βαρύτητα του γεγονότος της επιστροφής του εν λόγω ποσού. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι δεν αγνοούμε και λαμβάνουμε υπόψιν, τις περιστάσεις που οδήγησαν τον κατηγορούμενο να αποκαλύψει την οικειοποίηση του πιο πάνω ποσού και εν συνεχεία να αναλάβει με τον πιο πάνω τρόπο την επιστροφή του. Και περαιτέρω, πως ακόμη και τότε, παρέμεινε σιωπηλός σε ότι αφορούσε το οποιοδήποτε άλλο ποσό με βάση τα ευρήματα μας είχε οικειοποιηθεί, ευελπιστώντας, είναι προφανές, στην μη αποκάλυψη της έκτασης της εγκληματικής του διαγωγής, η οποία σαφώς ήταν πολύ πιο σοβαρή.

Πέραν των πιο πάνω, σημειώνεται ότι για όλο το υπόλοιπο ποσό δεν υπάρχει οποιαδήποτε αποζημίωση.   

Ο συνήγορος του κατηγορούμενου, ζήτησε, επίσης, όπως ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, ο χρόνος που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή. Είναι γνωστή η αρχή ότι ο χρόνος είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής και μάλιστα έχει νομολογηθεί, ότι εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απολύτως αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Πεγειώτη κ.α. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ 355 υποδείχθηκε, ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις όπου θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος.

Περαιτέρω, ο βασικός λόγος για τον οποίο η καθυστέρηση προσμετρά ως ελαφρυντικός παράγοντας είναι διότι στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου μπορεί να έχουν αλλάξει. Επιπρόσθετα, η αποτίμηση της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται ως προ το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Σωτήρης Αβραάμ v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 365).

Στην παρούσα υπόθεση, δεν παρατηρείται οποιαδήποτε καθυστέρηση στην διερεύνηση και προώθηση της παρούσας υπόθεσης στο Δικαστήριο από την κατηγορούσα αρχή (βλ. Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330). Η έρευνα της δικανικής λογιστικής που διενήργησε ο Μ.Κ.20 ολοκληρώθηκε στις 29/12/2021, η καταγγελία στην Αστυνομία έγινε στις 30/12/2021 και η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 11/01/2022, οπόταν παραπέφθηκε στο Κακουργιοδικείο για τις 17/02/2022.

Πέραν των πιο πάνω, για την μετέπειτα καθυστέρηση, προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος δεν φέρει ευθύνη. Εκτός του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος απάντησε μη παραδοχή στις κατηγορίες, κάτι το οποίο ήταν δικαίωμα του, στη συνέχεια για λόγους που αφορούσαν το Δικαστήριο, η υπόθεση αναβαλλόταν στις προγραμματισμένες ημερομηνίες.

Δεν παραγνωρίζουμε, επίσης, τα όσα ο κ. Ερωτοκρίτου ανάφερε σε σχέση την αλλαγή των προσωπικών και οικονομικών του συνθηκών στο μεσοδιάστημα. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στην δύσκολη οικονομική κατάσταση που περιήλθε ο κατηγορούμενος μετά την παραίτηση του από το Θέατρο και το πλήγμα το οποίο δέχθηκε από την δημοσιοποίηση του ονόματος του για την παρούσα υπόθεση. Συνεπεία τούτου, αναφέρθηκε στην αδυναμία του για συνέχιση των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων μέχρι τη συνταξιοδότηση του. Λαμβάνουμε υπόψη τα πιο πάνω, αν και τούτα δεν καταδεικνύουν δραματική αλλαγή στις προσωπικές του συνθήκες, ως τάσσει η νομολογία.

Στην βάση των πιο πάνω, θα λάβουμε υπόψη μας το αντικειμενικό γεγονός το οποίο παραμένει και αυτό είναι ότι το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή μετά από πάροδο σχεδόν 3 ½ χρόνων από την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης και θα του δώσουμε τη δέουσα βαρύτητα, υπό τις περιστάσεις. Η καθυστέρηση αυτή, όμως, αν και από τους βασικούς παράγοντες μετριασμού της ποινής, δεν είναι ικανή να διαφοροποιήσει το είδος της ποινής που θα πρέπει να επιβληθεί, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή φυλάκισης (βλ. Νικολάου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 45/2019, Ημερ. 03/07/2020). Η φύση των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει απαιτεί την αυστηρή αντιμετώπιση τους. Οι περιστάσεις διάπραξης τους, επίσης, είναι σοβαρές (βλ. Αστυνομία v ΧΧΧ Βακανά (ανωτέρω)). Η καθυστέρηση αυτή θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής και θα διαδραματίσει ρόλο στον καθορισμό του ύψους της ποινής και όχι του είδους της.

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη μας τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και τη σοβαρότητα τους από την μια και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου από την άλλη, κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης δεν μπορεί να αποφευχθεί. Οποιαδήποτε άλλη ποινή θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους παραβάτες και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου. Όλα τα πιο πάνω ελαφρυντικά του κατηγορουμένου και ειδικότερα οι προσωπικές του συνθήκες και η πιο πάνω αναφερόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, δεν είναι ικανά να διαφοροποιήσουν το είδος της ποινής, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή στερητική της ελευθερίας του κατηγορουμένου. Παρά ταύτα θα ληφθούν σοβαρά υπόψη και θα διαδραματίσουν ρόλο στο ύψος της ποινής που θα επιβληθεί.

Η νομολογία είναι καθοδηγητική για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιου είδους αδικημάτων και για το ύψος της ποινής που θα πρέπει να επιβάλλεται, αλλά όχι δεσμευτική καθότι κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσεις του για το ζήτημα της ποινής σχετικά με συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, είναι μόνο ενδεικτικές της ποινικής μεταχείρισης που ένας κατηγορούμενος μπορεί να τύχει από το Δικαστήριο, καθότι: «Ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων.». Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ελ Χαπιρ Ναζίπ ν Αστυνομίας, (2014) 2 ΑΑΔ 808: «Εκείνο στο οποίο βοηθά η προηγούμενη νομολογία, είναι στο πλαίσιο ανάδειξης εκείνου του μέτρου που ακολουθείται σε διάφορες υποθέσεις, ώστε να εξετάζεται σφαιρικά και η ποινή που θα επιβληθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.».

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστόδουλος Μαυρουδής v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2021, Ημερ. 19/12/2022, ECLI:CY:AD:2022:B485, αναφέρθηκε ότι η αναφορά σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων δεν συνιστά ουσιαστική καθοδήγηση και ενίοτε αποπροσανατολίζει. Θα πρέπει να επιλέγονται οι υποθέσεις εκείνες όπου τα γεγονότα, στο βαθμό που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος προσομοιάζουν. Και εξυπηρετεί να καταγράφονται οι ουσιαστικές παράμετροι που συνέδραμαν στην ποινή που μνημονεύεται, ώστε να καθίσταται ευχερής η όποια σύγκριση.

Οι κάτωθι υποθέσεις είναι σχετικές, έχοντας και κατά νου ότι όπως αναφέραμε πιο πάνω, στο Άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικα, αρχικά προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια, η οποία, στις 7.4.2000 (βλ. Ν.43(1)/2000) αυξήθηκε σε 10 χρόνια και στην συνέχεια, στις 29.6.2012 σε 14 χρόνια (βλ. Ν.84(1)/2012) και ότι κάποιες εκ των αναφερόμενων αποφάσεων είχαν ως βάση χαμηλότερη προβλεπόμενη ποινή.

Στην Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19, ποινή φυλάκισης 4 ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, για το αδίκημα της Κλοπής υπό υπαλλήλου, κατόπιν δικής του παραδοχής, κρίθηκε κατ’ έφεση ότι ήταν η ενδεδειγμένη. Ο εφεσειών, ηλικίας 36 ετών, ήταν λογιστής σε εταιρεία και είχε υπεξαιρέσει, χωρίς να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, €604.572. Λήφθηκαν υπόψη η δεινή οικονομική του κατάσταση η οποία τον είχε αναγκάσει να προσφύγει στις πράξεις με τις οποίες καταχράστηκε το πιο πάνω ποσό ένεκα του ότι είχε συνάψει πολλά χρέη από δάνεια που εξασφάλισε για την ανέγερση της οικίας του και την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του παιδιού του, το οποίο τα αντιμετώπιζε εκ γενετής. Λόγω αδυναμίας του εφεσείοντα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, η σύζυγος του, εν αγνοία του, είχε καταφύγει σε δανεισμό από τοκογλύφο, ενέργεια η οποία επέφερε αλυσιδωτές αυξήσεις των χρεών καθώς και αφόρητες πιέσεις για εξόφληση.

Στην Sydenham ν. Αστυνομίας, (ανωτέρω), επικυρώθηκε κατά πλειοψηφία ποινή φυλάκισης επτά ετών σε κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε ο εφεσείοντας ήταν μεγαλύτερο, αλλά αυτό το οποίο τελικά δεν επέστρεψε, ανέρχεται σε 945.605 στερλίνες, $376.171 και €31.483, ενώ η ποινή είχε επιβληθεί μετά από παραδοχή. Στην υπόθεση αυτή επισημάνθηκε η έξαρση του οικονομικού εγκλήματος και «η αποφασιστικότητα των Δικαστηρίων να συμβάλουν με αυστηρές ποινές στην πάταξη του».

Στην Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 A.A.Δ. 212,  απορρίφθηκε η έφεση για την καταδίκη και την ποινή  φυλάκισης 7 ετών που επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο,  για την εγκληματική ενέργεια του εφεσείοντα να αποσπάσει, στα πλαίσια δημοσιοποίησης της εταιρείας του, συνολικό ποσό £920.000. Ο εφεσείοντας είχε λευκό ποινικό μητρώο, ήταν 56 ετών και είχε διάφορα προβλήματα υγείας.

Στην Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά ετών στον εφεσείοντα, λευκού ποινικού μητρώου, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε αδικήματα κλοπής υπό αντιπροσώπου και συγκάλυψης. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν από αντιπρόσωπο εταιρείας, ο οποίος διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιο μετοχών του ταμείου συντάξεων και χορηγημάτων ημικρατικού οργανισμού. Ως αναφέρθηκε, υπήρχε δυνατότητα ανάκτησης σταδιακά έστω ορισμένων ποσών, στα πλαίσια του διατάγματος δήμευσης, που εκδόθηκε μετά την καταδίκη και πριν την επιβολή της ποινής.

Στην Ευθυμίου v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 113, γραμματέας συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος έκλεψε από αυτό, μεγάλο χρηματικό ποσό, με τη βοήθεια του εφεσείοντα, ο οποίος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάπραξη της κλοπής και καρπώθηκε ποσό, ύψους Λ.Κ.402.150. Μετά από ακροαματική διαδικασία, επιβλήθηκαν σ' αυτόν ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 6 ετών στην κατηγορία για παροχή βοήθειας προς τον γραμματέα της ΣΠΕ προς διάπραξη του αδικήματος της κλοπής από γραμματείς και υπηρέτες και στην κατηγορία της συγκάλυψης.  Η έφεση κατά της ποινής απορρίφθηκε.

Στην Πέτρου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών που επιβλήθηκε, μετά από παραδοχή, στον κατηγορούμενο, ηλικίας 31 ετών, οικογενειάρχη με τρία μικρά παιδιά ο οποίος έκλεψε συνολικά το ποσό των £36,000 ενώ ήταν υπάλληλος της ΣΠΕ Πολεμιδιών, το οποίο είχε εξοφλήσει, μειώθηκε σε 18 μήνες κατ’ έφεση αφού λήφθηκε υπόψη και το καταστροφικό πλήγμα που υπέστη από την απόλυση από την εργασία του καθώς και η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος που η υπόθεση βρισκόταν σε εκκρεμότητα.

Στην Στυλιανού  v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646 ο γραμματέας της Σ.Π.Ε. Πάνω Πλατρών, ηλικίας 25 ετών, έκλεψε στην περίοδο από 01/01/03 – 03/05/04, το ποσό των Λ.Κ.56,993 (και όχι το ποσό των Λ.Κ168.353, ως ανέφερε ο κ. Ερωτοκρίτου). Μετά από ακρόαση και αφού λήφθηκαν υπόψη ψυχολογικά προβλήματα που ο εφεσείων αντιμετώπιζε καθώς επίσης το χρόνο των 3 ετών που παρήλθε από την εγκληματική του δραστηριότητα μέχρι την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, του επιβλήθηκε ποινή 2,5 ετών, η οποία αν και θεωρήθηκε επιεικής, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Σημειώνεται, πως οι πιο πάνω υποθέσεις αφορούσαν αδικήματα τα οποία είχαν διαπραχθεί πριν την τελευταία αύξηση της ποινής σε 14 έτη φυλάκισης.

Στην Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 201/2019, Ημερ. 07/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:D442, ποινές φυλάκισης ύψους 6 ½ ετών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στα αδικήματα της Κλοπής από γραμματέα και της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, επικυρώθηκαν κατ’ έφεση. Ο εφεσειών εργαζόταν ως διευθυντής τυπογραφείου σε μια εταιρεία. Υπ’ αυτή του την ιδιότητα για μια μακρά περίοδο από τον Ιανουάριο 2012 μέχρι Απρίλιο 2017 είχε επιδοθεί σε μια περίτεχνη εγκληματική δραστηριότητα, με την χρήση πλαστών τιμολογίων και την παρουσίαση εικονικών αγορών, ώστε να εξασφαλίσει με ψευδείς παραστάσεις εις βάρος των εργοδοτών του το σοβαρό συνολικό ποσό των €434.886,51. Υπήρχε παραδοχή εκ μέρους του, ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ηλικίας 52 ετών και το παιδί του, ηλικίας 22 ετών παρουσίαζε σοβαρή αυτιστική διαταραχή και νοητική στέρηση. Το παιδί αυτό ήταν πλήρως εξαρτημένο από τον εφεσειών.

Στην Κουμπαρή v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 215/2018, ημερ. 11/05/2020, ECLI:CY:AD:2020:B151, η εφεσείουσα καταδικάστηκε, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε εννέα  κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου και σε μία κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η ανώτατη συντρέχουσα ποινή των οκτώ ετών που της επιβλήθηκε δεν θεωρήθηκε ως έκδηλα υπερβολική παρά τις προσωπικές της περιστάσεις, δεδομένου του μεγάλου ποσού που αυτή αποκόμισε (€1.975.000) και των συνθηκών παράβασης εμπιστοσύνης που κάλυπταν την έκνομη συμπεριφορά της.

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, Γιαννακού  κ.α v. Δημοκρατίας κ.α, Ποινική Έφεση 246/2023, Ημερομηνίας 19/07/2024,  το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη του το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσίβλητου, ηλικίας 55 χρόνων, την ομολογία του στην Αστυνομία, την παραδοχή του στο Δικαστήριο, τις προσωπικές, οικογενειακές και λοιπές περιστάσεις του, καθώς και τα προβλήματα υγείας του, επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης δύο ετών στο αδίκημα  της κλοπής υπό υπαλλήλου. Το ύψος του κλοπιμαίου ποσού ήταν €30.000. Ο εφεσίβλητος εργοδοτείτο ως κλητήρας σε εταιρεία και μεταξύ των καθηκόντων του ήταν η μεταφορά των εισπράξεων της εργοδότριας του σε τράπεζα για κατάθεση. Είχε συνωμοτήσει με τρίτο πρόσωπο να σκηνοθετήσουν ληστεία με σκοπό να κλέψουν το πιο πάνω ποσό από την εργοδότρια εταιρεία του. Στο πλαίσιο της σκηνοθετημένης ληστείας, παρέδωσε στο τρίτο πρόσωπο το πιο πάνω ποσό και ακολούθως κατήγγειλε στην Αστυνομία τη σκηνοθετημένη ληστεία. Αργότερα την ίδια ημέρα έδωσε θεληματική κατάθεση, στην οποία ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων και το σχέδιο της σκηνοθετημένης ληστείας, με σκοπό την κλοπή του πιο πάνω ποσού, το οποίο δεν επιστράφηκε ποτέ στην ιδιοκτήτρια εταιρεία.  Η πιο πάνω ποινή φυλάκισης, κρίθηκε από το Εφετείο ως έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης 3 ετών, αφού κρίθηκε ότι «αφενός δεν αντικατοπτρίζεται στην ποινή (των δύο ετών) η διαδοχική αύξηση των προβλεπόμενων ποινών για το αδίκημα του Π.Κ 268, όπως και η συνακόλουθη ανάγκη για πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα εν όψει της σοβαρότητας και αφετέρου ότι δόθηκε δυσανάλογη βαρύτητα στο ελαφρυντικό της ψυχικής υγείας και κυρίως σε αυτό της συνεργασίας του Εφεσίβλητου».

Όσον αφορά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, χρήσιμη καθοδήγηση παρέχουν οι αποφάσεις που ακολουθούν.

Στην Ευτύχιος Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), μετά από παραδοχή, επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων, ποινή φυλάκισης 6 ετών. Οι επιλήψιμες πράξεις του, είχαν σχέση με οικονομικές ατασθαλίες σε έργα του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Πάφου, του οποίου ήταν γενικός διευθυντής. Αποκόμισε ίδιον προσωπικό όφελος και νομιμοποίησε παράνομα το συνολικό ποσό των €498.000.  Η νομιμοποίηση των πιο πάνω εσόδων ήταν εκτεταμένης μορφής, κάλυπτε μία περίοδο δέκα ετών και αφορούσε σε οχτώ διαφορετικές περιπτώσεις. Το εφετείο επικύρωσε την πιο πάνω ποινή.

Στην Ορέστης Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), μετά από ακροαματική διαδικασία, επιβλήθηκε στον Βασιλείου ποινή φυλάκισης 9 ετών, για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων, η οποία μειώθηκε, κατ' έφεση, σε 7 χρόνια. Ο υπό αναφορά, οικειοποιήθηκε ποσό, ύψους €450.000. Στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης, στον εφεσείοντα Κιττή, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ήταν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.ΤΗ.Κ. και, εκ της θέσεως του, πρόεδρος του ταμείου συντάξεων. Εκμεταλλευόμενος τα αξιώματά του και την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλλε η πολιτεία, σε τρεις περιπτώσεις, απαίτησε και έλαβε το ποσό των €300.000. Λειτούργησε, τοιουτοτρόπως, ζημιώνοντας το ταμείο συντάξεων και, κατά συνέπεια, την ίδια την Α.ΤΗ.Κ. Η έφεση, κατά της ποινής, απορρίφθηκε.

Στην Davidescu κ.ά. ν. Δημοκρατίας,  Ποιν. Εφ. 197/2018 και 198/2018, ημερ. 8.7.2019, μετά από παραδοχή, ποινή φυλάκισης 6 ετών που επιβλήθηκε πρωτόδικα στους εφεσείοντες, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για ένα ποσό της τάξης περίπου των €310.000, επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επρόκειτο για μέλη διεθνούς κυκλώματος, οι εφεσείοντες, οι οποίοι δημοσίευαν στο διαδίκτυο υπηρεσίες πώλησης αγαθών ή ενοικιάσεις ακινήτων και ζητούσαν από τα υποψήφια θύματά τους, να τους εμβάσουν χρήματα για τις συναλλαγές σε τραπεζικούς λογαριασμούς που άνοιξαν σε διάφορες τράπεζες της Κύπρου, τα οποία και κατακρατούσαν, χωρίς να υλοποιείται η συναλλαγή.

Στην Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ποινή φυλάκισης 5 ετών, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, μετά από παραδοχή, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ύψους €571.145.  Η παραπονούμενη υπέστη ζημιά, ίση με το πιο πάνω ποσό και δεν αποζημιώθηκε.

Στην Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 125/2017, 127/2017, 129/2017, 130/2017 και 131/2017, ημερ. 26/04/2018, επιβλήθηκε στον εφεσείοντα Μιχαηλίδη, ποινή φυλάκισης 5½ ετών που του είχε επιβληθεί σε 3 κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων (ποσό €134.000), μειώθηκε σε 4½ χρόνια.  Στον Ευσταθίου, σε 2 κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων (€110.000), η ποινή φυλάκισης των 5½ ετών που του είχε επιβληθεί μειώθηκε σε 4½.  Στον Βασιλείου, σε 1 κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων (€60.000), του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών, η οποία μειώθηκε σε 3 χρόνια. Όλοι οι πιο πάνω εφεσείοντες αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας.  Στον Σιαηλή, σε 1 κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων (€27.500), του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών και διαδοχική ποινή 6 μηνών, για το αδίκημα της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία. Η ποινή, στο αδίκημα της νομιμοποίησης, μειώθηκε σε 3 έτη.  Δεν διέλαθε της προσοχής μας, ότι οι πιο πάνω εφεσείοντες, κρίθηκαν ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία.

Στην Αστυνομία ν. Βακανά (ανωτέρω), ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε συνολικά 14 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αναφορικά με το συνολικό ποσό των €383.304,49 που είχε αποσπάσει. Οι ποινές φυλάκισης 2 ετών με τριετή αναστολή, που του επιβλήθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο, κρίθηκαν ως έκδηλα ανεπαρκείς και αντικαταστάθηκαν με ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 4 ετών. Το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι, ενόψει της καθυστέρησης, θα επέβαλλε ποινές μειωμένες απ' ό,τι κανονικά θα άρμοζε, που θα μπορούσε να είναι, υπό τις περιστάσεις, ακόμη και το όριο της ποινικής δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.

Στην Δαυϊδ Νικολάου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 220/2014, Ημερ. 26/07/2016, επιβλήθηκε κατ’ έφεση ανώτατη ποινή φυλάκισης 5 χρόνων στο αδίκημα της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στον εφεσείοντα ο οποίος κατά το έτος 2009, μεταξύ των μηνών Απριλίου και Ιουνίου, διέπραξε μεγάλο αριθμό ποινικών αδικημάτων, αποσπώντας, έτσι, μεγάλα χρηματικά ποσά από λογαριασμούς, αλλοδαπού, πελάτη του τραπεζικού ιδρύματος, στο οποίο ο ίδιος εργαζόταν, ως προϊστάμενος καταστήματος. Ξόδεψε δε όλα τα ποσά που απέσπασε, συμποσούμενα σε €274.920,00, Η.Π.Α. $93.550,00 και St £11.700,00 για την πληρωμή χρεών, τα οποία είχε δημιουργήσει κατά την ενασχόληση του με τον τζόγο. Η πράξη αποπληρωμής χρεών από τον εφεσείοντα, με την προαναφερθείσα δραστηριότητα, επαναλήφθηκε δεκαέξι, συνολικά, φορές. Λήφθηκε υπόψη η παραδοχή και το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, η κακή ψυχική κατάσταση του η οποία συνέβαλε στη διάπραξη των αδικημάτων και οι διευθετήσεις που έγιναν για εξασφάλιση του συνόλου του υπεξαιρεθέντος ποσού καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής.

Έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω, εφαρμόζοντας τις αρχές της αναλογικότητας και συνολικότητας της ποινής, επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές φυλάκισης, οι οποίες, λαμβάνοντας υπόψιν την παραπάνω αναφερόμενη καθυστέρηση, θα είναι μειωμένες κατά έξι μήνες από ό,τι κανονικά θα άρμοζε:

1)      Στην κατηγορία αρ. 1, ποινή φυλάκισης 5,5 χρόνων.

2)      Στην κατηγορία αρ. 2, ποινή φυλάκισης 5,5 χρόνων.

Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο να συντρέχουν και να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα, που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, δηλαδή από τις 18/06/2025.

 

€395,00 έξοδα να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

Τα τεκμήρια να επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους τους.

 

(Υπ.) ………………………………………

                                               Χριστόδουλος Ι. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.

  

                                        (Υπ.) …………………………………………

                                      Μιχάλης Γ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.

 

                                        (Υπ.) …………………………………………

                                                        Εύη Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.

 

 

Πιστόν αντίγραφον

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο