ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.
Μ. Γ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.
Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 460/2022
Mεταξύ:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
Β.Α
-----------------------------------------------------------------------------------------
Hμερ.:18/06/2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Θ. Παπακυριακού.
Για τον Κατηγορούμενο : κ. Ρ. Ερωτοκρίτου
Κατηγορούμενος: παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όπως αυτό τροποποιήθηκε, αντιμετωπίζει τρείς κατηγορίες, οι οποίες αφορούν τα αδικήματα της Κλοπής υπό Υπαλλήλου, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία αρ.1), της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1) (ιιι) και 5 του Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, Νόμος Ν. 188(1)/2007 (κατηγορία αρ.2) και της Εξασφάλισης Αγαθών με Ψευδείς Παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία αρ. 4).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, αυτό που αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι ότι μεταξύ των ετών 2017 και 2020, ενώ ήταν υπάλληλος της εταιρείας Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού Λίμιτεδ έκλεψε το συνολικό ποσό των €234.550,00 το οποίο ήταν περιουσία της πιο πάνω εταιρείας (1η κατηγορία) και ότι κατά τον πιο πάνω χρόνο απέκτησε και κατείχε το πιο πάνω ποσό, ενώ γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου (2η κατηγορία). Του αποδίδεται, επίσης, ότι μεταξύ των μηνών Μαΐου 2018 και Φεβρουαρίου του 2020 απέκτησε το συνολικό ποσό των €13.700 περιουσία της εταιρείας Αvaton Communications Ltd με ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, δηλαδή, πείθοντας ψευδώς την ιδιοκτήτρια της πιο πάνω εταιρείας ότι το πιο πάνω ποσό θα χρησιμοποιείτο για εκδηλώσεις που θα διοργανώνονταν από κοινού με την εταιρεία Αvaton Communications Ltd και το Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο, ενώ γνώριζε ότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (4η κατηγορία).
O κατηγορούμενος, σημειώνεται, πως αρχικά αντιμετώπιζε και την κατηγορία αρ. 3 η οποία αφορούσε το ποινικό αδίκημα της Απάτης για την οποία κατά την εξέλιξη εκδίκασης της υπόθεσης, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, δια της εκπροσώπου του, ανακοίνωσε αναστολή της ποινικής δίωξης του, με αποτέλεσμα τη διακοπή της κατηγορίας και την απαλλαγή του κατηγορουμένου από αυτή.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε όλες τις πιο πάνω κατηγορίες που αντιμετωπίζει και η υπόθεση προχώρησε σε ακροαματική διαδικασία. Η κατηγορούσα αρχή για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης της κάλεσε είκοσι (20) μάρτυρες κατηγορίας και συγκεκριμένα τον κ. Χρίστο Ευσταθιάδη (Μ.Κ.1), την κα. Ελεάνα Κωνσταντινίδου (Μ.Κ.2), την κα. Κυριακή Κούμα (Μ.Κ.3), την κα Ελένη Κασσέ (Μ.Κ.4), τον κ. Γιώργο Σκουφάρη (Μ.Κ.5), τον κ. Ανδρέα Τριανταφύλλου (Μ.Κ.6), τον κ. Χριστόδουλο Χαραλάμπους (Μ.Κ.7), την Αστ. 3567 Χρ. Νικολάου (Μ.Κ.8), την κα Ξένια Νικολάου (Μ.Κ.9), τον κ. Γιώργο Κωνσταντίνου (Μ.Κ.10), την κα Ραφαέλα Μιχαηλίδου (Μ.Κ.11), τον κ. Νίκο Νικολαϊδη (Μ.Κ.12), την κα Μαίρη Χαρίτωνος (Μ.Κ.13), τον κ. Δημήτρη Σαζεΐδη (Μ.Κ.14), τον κ. Κυριάκο Πρωτοπαπά (Μ.Κ.15), την κα Άννα Μαρία Αθανασίου (Μ.Κ.16), τον κ. Μάριο Μιχαηλίδη (Μ.Κ.17), τον Αστ. 3503 Α. Γιαννακού (Μ.Κ.18), την κα Έλενα Θεοδώρου (Μ.Κ.19) και τον κ. Νίκο Κυριακίδη (Μ.Κ.20).
Ο κατηγορούμενος, μετά που κρίθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχος, με σχετική ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και κάλεσε τέσσερις (4) μάρτυρες Υπεράσπισης και συγκεκριμένα τον κ. Γιώργο Αργυρίδη (Μ.Υ.1), τον κ. Γιώργο Συμιανό (Μ.Υ.2), την κα Μαρία Μέση (Μ.Υ.3) και την κα Στέλλα Αργυρίδη (Μ.Υ.4).
Η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει, είναι ότι ο κατηγορούμενος, κατά τους ουσιώδεις χρόνους, ενώ ήταν διευθυντής του Παττιχείου Θεάτρου, κατακρατούσε τις εισπράξεις του Θεάτρου, μεγάλο μέρος αυτών δεν κατατίθονταν στην Τράπεζα και δεν τηρούνταν ορθά τα λογιστικά βιβλία, με αποτέλεσμα να μην μπορούσε να γίνει ο σχετικός έλεγχος και η εταιρεία που διαχειριζόταν το Θέατρο να μην είχε ελεγμένους λογαριασμούς και οικονομικές καταστάσεις με κίνδυνο τη διαγραφή της από τον Έφορο Εταιρειών. Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής, ήταν το πρόσωπο που είχε τον πλήρη έλεγχο του Θεάτρου, συμπεριλαμβανομένου και της διαχείρισης των οικονομικών του, κατέληγαν σε αυτόν όλες οι εισπράξεις του Θεάτρου και οι οποιεσδήποτε πληρωμές, γίνονταν από τον ίδιο ή κατόπιν εντολής του. Ο κατηγορούμενος, βρισκόταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση και ήταν εθισμένος στον τζόγο, με αποτέλεσμα να παίρνει συχνά χρήματα από τα ταμεία του Θεάτρου και από τις ταμίες καθώς επίσης να δανείζεται χρήματα από διάφορα πρόσωπα. Κατόπιν λογιστικής έρευνας που ακολούθησε, μετά που ο Δήμαρχος, ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας που διαχειριζόταν το Θέατρο ενημερώθηκε από τον Ανδρέα Τριανταφύλλου (Μ.Κ.6) για τις υποψίες του ιδίου και άλλων υπαλλήλων του Θεάτρου ότι πιθανόν ο κατηγορούμενος να υπεξαιρεί χρήματα του Θεάτρου και μετά από παραδοχή του κατηγορούμενου ότι είχε πάρει ένα ποσό της τάξης των €10,700 περίπου, διαπιστώθηκε έλλειμμα της τάξης των €234,550, ποσό το οποίο κυρίως αφορούσε τον Φόρο Θεάματος. Αποτέλεσε θέση της κατηγορούσας αρχής ότι το πιο πάνω ποσό του ελλείμματος το οικειοποιήθηκε και το έκλεψε ο κατηγορούμενος. Θέση της, επίσης, ήταν ότι παρουσίασε, ψευδώς στην εταιρεία Avaton Communications Ltd, ότι θα συνδιοργάνωναν με το Παττίχειο Θέατρο εκδηλώσεις, χωρίς κάτι τέτοιο να γίνει, με αποτέλεσμα να κατατεθεί στον προσωπικό του λογαριασμό το ποσό των €13,700 και να το οικειοποιηθεί.
Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι οικειοποιήθηκε τα πιο πάνω ποσά, πρόβαλε τη θέση ότι δεν είχε λογιστικές και οικονομικές γνώσεις και εν πολλοίς ότι δεν είχε τη διαχείριση ή την πλήρη διαχείριση των εισπράξεων του Θεάτρου. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι δεν είναι δυνατό να οικειοποιήθηκε το πιο πάνω ποσό το οποίο αφορούσε, κυρίως, το Φόρο Θεάματος, αφού αυτός πληρωνόταν στον Δήμο Λεμεσού με επιταγές και αν κάτι τέτοιο συνέβαινε σημαίνει ότι θα υπήρχαν άλλες οφειλές του Θεάτρου, που δεν υπήρχαν, αφού το Θέατρο είχε καθορισμένο προϋπολογισμό. Προβάλλει, περαιτέρω, τη θέση ότι υπήρχε λογιστική ακαταστασία στο Θέατρο και δεν υπήρχαν δικλείδες ασφαλείας στην παράδοση και παραλαβή των χρημάτων των ταμείων. Επιπρόσθετα, αρνείται ότι ήταν εθισμένος στον τζόγο και προβάλει τη θέση ότι είχε οικονομικές δυσκολίες ένεκα οικογενειακών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο γιός της συζύγου του.
Θα προχωρήσουμε με την σύνοψη της μαρτυρίας που προσφέρθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, τόσο από την κατηγορούσα αρχή όσο και από την υπεράσπιση, για να διαφανούν και οι λεπτομερείς θέσεις και εκδοχές των μερών και στην συνέχεια θα ακολουθήσει η αξιολόγηση της.
Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής:
Ο Μ.Κ.1 είναι ο Δημοτικός Γραμματέας του Δήμου Λεμεσού από τις 02/10/2019 και διορισμένος στη θέση του Γραμματέα της Εταιρείας. Στην κατάθεση του, Έγγραφο Α και τη δια ζώσης μαρτυρία του αναφέρθηκε στη δημιουργία της εταιρείας «Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λτδ» και τους σκοπούς της που γενικά ήταν η λειτουργία του Θεάτρου το οποίο είναι ιδιοκτησίας του Δήμου Λεμεσού. Ακολούθως, αναφέρθηκε στη συμφωνία ημερομηνίας 23/11/2020 η οποία υπογράφηκε από τον Δήμαρχο Λεμεσού (Μ.Κ.12) και την MMCA Audit Ltd, για την παροχή από την τελευταία ελεγκτικών υπηρεσιών στο Θέατρο. Ανέφερε, επίσης, ότι στις 26/04/2021 ο Δήμαρχος τον ενημέρωσε, ότι περί τις 20/04/2021 πληροφορήθηκε από εργαζόμενο στο Θέατρο ότι υπάρχει κάποιο οικονομικό θέμα, ότι στη συνέχεια ζήτησε να τον δει ο κατηγορούμενος, ο οποίος στη συνάντηση που έγινε στις 26/04/2021 του ανάφερε ότι κατακράτησε το συνολικό ποσό περίπου των €10,700 από χρήματα που εισέπραξε από παραστάσεις του Θεάτρου που έγιναν το 2018 και 2019 και ότι επέστρεψε ήδη το ποσό των €3.000, ενώ το υπόλοιπο είχε πρόθεση να το επιστρέψει σύντομα. Από την καταμέτρηση του ταμείου η οποία έγινε στις 28/04/2021 στην παρουσία του ιδίου και της Μ.Κ.19 προέκυψε ότι το υπόλοιπο του ταμείου ανερχόταν στο ποσό των €645 (βλ. τεκμήρια 4 και 4Α).
Εν όψει των πιο πάνω, ο Δήμαρχος (Μ.Κ.12) του ζήτησε να βρει εσπευσμένα ένα εξωτερικό λογιστή/ελεγκτή με σκοπό να του ανατεθεί ο έλεγχος του ταμείου του Θεάτρου από την 01/01/2018, αφού οι οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 2016 και 2017 αναμένονταν άμεσα από την εταιρεία MMCA Audit Ltd. Διορίστηκε η εταιρεία Dimitris Sazeidis & Co Ltd, η οποία στις 10/05/2021 παρέδωσε στον Δήμαρχο την Έκθεση που ετοίμασε για το ταμείο του Θεάτρου. Η εν λόγω Έκθεση παρουσιάστηκε στο Δ.Σ της Εταιρείας στις 11/05/2021 και σε αυτή επισυνάφθηκαν, ως Παράρτημα Α, τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Εταιρείας που έλαβαν χώρα στις 11/05/2021 και 17/05/2021 (βλ. τεκμήριο 5, παράρτημα Α και τεκμήριο 7 παράρτημα Α, αντίστοιχα). Στο Τεκμήριο 7 επισυνάφθηκαν, επίσης, ως Παραρτήματα Β, Γ και Δ, αντίστοιχα, η δήλωση παραίτησης του κατηγορούμενου, η δήλωση της Μ.Κ.19 για τα ποσά που ο κατηγορούμενος κράτησε από τις εισπράξεις τριών παραστάσεων και η επιστολή της MMCA Audit Ltd, η οποία περιλάμβανε διάφορες εισηγήσεις για βελτίωση της λειτουργίας των λογιστικών του Θεάτρου. Στη συνέχεια, ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις οικονομικές καταστάσεις της MMCA Audit Ltd για το 2017 (τεκμήριο 6) οι οποίες εγκρίθηκαν από το Δ.Σ της Εταιρείας και την ετοιμασία του γραμματίου συνήθους τύπου για το ποσό των €3,770 προς εξόφληση του ποσού που ο κατηγορούμενος πήρε από τις προαναφερόμενες παραστάσεις του θεάτρου και την ετοιμασία του γραμματίου συνήθους τύπου για το ποσό των €635,94, που αντιπροσώπευε το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό που έλαβε το 2020 έναντι των μισθών του (βλ. Τεκμήριο 8). Σε τηλεδιάσκεψη στην οποία μετείχε και ο ίδιος, ο Μ.Κ.20 τους ενημέρωσε ότι φαινόταν να υπήρχε θέμα με το χειρισμό του φόρου θεάματος και τους εισηγήθηκε να ρωτήσουν σχετικά με αυτό το θέμα την MMCA Audit Ltd. Κατόπιν επικοινωνίας του Μ.Κ.12 με τον Μ.Κ.17 της MMCA Audit Ltd, η τελευταία με επιστολή της ημερομηνίας 12/10/2021 ενημέρωσε ότι επιθυμούσε να αναθεωρήσει τις ελεγμένες καταστάσεις της για το 2017, τις οποίες επισύναψε στην εν λόγω επιστολή. Ταυτόχρονα τους ενημέρωσε, ότι μόλις της επιστρέφονταν οι αρχικές ελεγμένες καταστάσεις θα υπέγραφε τις νέες (βλ. τεκμήριο 9). Οι νέες ελεγμένες καταστάσεις της MMCA Audit Ltd δεν εγκρίθηκαν από το Δ.Σ της Εταιρείας, ενόψει της συνολικής έρευνας που αποφασίστηκε να διεξαχθεί.
Στις 21/10/2021 αποφασίστηκε η ανάθεση έρευνας στην Deloitte Ltd και η διαφοροποίηση των καθηκόντων της Μ.Κ.19 η οποία αποφασίστηκε από τις 15/10/2021 (βλ. τεκμήριο 11). Αποφασίστηκε, επίσης, η παροχή λογιστικών υπηρεσιών από την εταιρεία Παπαδόπουλος και Σπαναχίδης Λτδ για σκοπούς τακτικής λειτουργίας του Θεάτρου.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε, περαιτέρω, στις συνθήκες υπό τις οποίες αποφασίστηκε να δοθεί στον κατηγορούμενο το ποσό των €4.000 έναντι των μισθών του καταθέτοντας προς τούτο τα πρακτικά της συνεδρίας του Δ.Σ της Εταιρείας ημερομηνίας 21/03/2020 (βλ. τεκμήριο 10).
Κατά την αντεξέταση του, ερωτήθηκε σχετικά με τα καθήκοντα του κατηγορούμενου με βάση το συμβόλαιο του και του υποβλήθηκε η θέση ότι δεν περιλαμβανόταν στα καθήκοντα του ο «εσωτερικός οικονομικός έλεγχος». Στην υποβληθείσα θέση, ότι ο λόγος που η Deloitte Ltd δεν ασχολήθηκε με το Θέατρο και τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων, όπως της είχαν ανατεθεί από την αρχή της λειτουργίας της Εταιρείας, ήταν γιατί δεν θα πληρωνόταν και ότι η δικαιολογία που έδινε η Deloitte Ltd στον κατηγορούμενο όταν τους καλούσε να κάνουν τον έλεγχο, ήταν ότι είναι πολύ απασχολημένοι, απάντησε ότι δεν γνώριζε κάτι τέτοιο. Σε σχετική ερώτηση, αν ο λόγος που προχώρησαν με την ανάθεση της εργασίας στην MMCA Audit Ltd ήταν, γιατί η Deloitte Ltd δεν έκανε την εν λόγω εργασία, απάντησε πως η Deloitte Ltd είχε δηλώσει πως υπήρχε δυστοκία για την ετοιμασία των ελεγμένων καταστάσεων της Εταιρείας λόγω της μορφής που υπήρχαν καταγραμμένα τα στοιχεία.
Κατά την επανεξέτασή του, κατέθεσε δέσμη εγγράφων αποτελούμενη από αντίγραφα των ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ του Θεάτρου και της Deloitte Ltd που αφορούσαν την ενημέρωση της Deloitte Ltd για τον διορισμό νέων ελεγκτών και την επιστολή που αποστάλθηκε το 2017 από την προηγούμενη Δημοτική Γραμματέα προς την Deloitte Ltd με την οποία τους ζητείτο να αναλάβουν ως ελεγκτές του Θεάτρου (βλ. τεκμήριο 12).
Η Μ.Κ.2, Ελεάνα Κωνσταντινίδου, στην κατάθεση της, Έγγραφο Β, αναφέρει ότι από το 2018 είναι εξωτερικός συνεργάτης με αγορά υπηρεσιών από το Θέατρο και ότι ανάμεσα στα καθήκοντα της είναι η συντήρηση της ιστοσελίδας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο συντονισμός παραγωγών και η ετοιμασία προγράμματος για τους ταξιθέτες και ταμίες. Πριν το 2018 και για περίοδο δύο χρόνων εργαζόταν και πάλι στο Θέατρο, αλλά πληρωνόταν από τον Δήμο Λεμεσού. Ο κατηγορούμενος, όπως περαιτέρω αναφέρει, είχε τον έλεγχο σε όλα, δηλαδή, σ’ αυτόν κατέληγαν οι εισπράξεις, αυτός έκανε τις πληρωμές και σε αυτόν έδωσε τις πιο πολλές φορές τις εισπράξεις. Κάποιες φορές έδωσε και στην Ε. Θεοδώρου (Μ.Κ.19) τις εισπράξεις, χωρίς να γνωρίζει τί της έκανε. Αναφερόμενη στη διαδικασία που τηρείτο για τα ταμεία, είπε ότι ο ταμίας είσπραττε τα χρήματα από την έκδοση των εισιτηρίων, είτε αυτά ήταν μετρητά είτε πληρώνονταν με κάρτα και στο τέλος της μέρας βλέποντας το report του προγράμματος επαλήθευε τα χρήματα που είχε με αυτά που εισπράχθηκαν. Τα χρήματα τοποθετούνταν σε φάκελο ο οποίος σφραγιζόταν και παραδινόταν στον υπεύθυνο. Κάποιες φορές, ενώ λειτουργούσε το ταμείο ο κατηγορούμενος τους ζητούσε κάποιο ποσό το οποίο του έδιναν, χωρίς να γνωρίζουν τί γινόταν μετά το ποσό αυτό. Δεν υπέπεσε στην αντίληψη της οτιδήποτε για κατάχρηση χρημάτων από το ταμείο του Θεάτρου. Ανέφερε, επίσης, ότι περί το 2019 η Έ. Θεοδώρου (M.K.19) της εξέφρασε κάποιες ανησυχίες και αμφιβολίες ως προς το ότι ο κατηγορούμενος έπαιρνε από το ταμείο χρήματα και της ζήτησε να προσπαθούσαν να δίνουν σε αυτήν τις εισπράξεις για να γίνονταν κατάθεση στην Τράπεζα. Το γεγονός αυτό το συζήτησε με τον Α. Τριανταφύλλου (Μ.Κ.6). Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο ποσό των «€2.000 - €2.500» που έβαλε στο συρτάρι της Μ.Κ.19, το οποίο κλείδωσε, και που ο κατηγορούμενος της ανέφερε σε μεταγενέστερο χρόνο ότι αυτός το πήρε. Φαίνεται, όπως περαιτέρω ανέφερε, ότι υπήρχε κακοδιαχείριση ή και κατάχρηση του ταμείου του Θεάτρου.
Στη δεύτερη της κατάθεση, Έγγραφο Γ, αναφέρει ότι το 2017 δάνεισε στον κατηγορούμενο €3.000, γιατί όπως της είπε τον πίεζαν άτομα του κύκλου του γιου της γυναίκας του και ότι ακόμη της οφείλει περί τα €500.
Σε περαιτέρω ερωτήσεις ανέφερε, ότι το συνολικό ποσό που μπορεί να είχε το ταμείο από τις εισπράξεις ενός σαββατοκύριακου ήταν €8.000 - €9.000. Αυτή έπαιρνε τις εισπράξεις στον κατηγορούμενο, πριν η Μ.Κ.19 ξεκινήσει να εργάζεται στο Θέατρο. Τα ποσά που ο κατηγορούμενος της ζητούσε ήταν €10, €20, €50, €100 χωρίς να της ανέφερε το λόγο που της τα ζητούσε και χωρίς να γνωρίζει αν τα επέστρεψε. Τα ποσά που του έδινε τα σημείωνε σε «κάτι χαρτιά» που είχαν «κάτω» στο ταμείο. Για το προαναφερόμενο ποσό των «€2.000 - €2.500» είχε ενημερώσει μόνο την Έλενα (προφανώς εννοούσε την Μ.Κ.19) όταν την ρώτησε εάν ήταν αυτή που τα πήρε.
Κατά την αντεξέτασή της ανέφερε, ότι εκτός από τον κατηγορούμενο έδινε και στην Έλενα χρήματα, η οποία είχε και κάποια λογιστικά καθήκοντα. Ο κατηγορούμενος πήρε μία φορά στην παρουσία της από το ταμείο κάποιο ποσό, χωρίς να γνωρίζει το ύψος του και τον λόγο που το πήρε. Ερωτηθείσα, τι εννοεί με την αναφορά της στην κατάθεση της ότι γινόταν κακοδιαχείριση, απάντησε πως θεωρούσε ότι δεν γίνονταν σωστοί έλεγχοι στα ταμεία, δηλαδή, όσον αφορά την καταμέτρηση ταμείων, το report με τα εισιτήρια, ποιος έπαιρνε τί και ότι υπήρχαν πάρα πολλά εισιτήρια απλήρωτα. Είπε, επίσης, ότι μόνο από τον κατηγορούμενο έπαιρναν οδηγίες και ότι δεν γνωρίζει τί διαταγές μπορεί να έδωσε ο τελευταίος στην Έλενα για τα ταμεία. Ερωτηθείσα σχετικά με την αναφορά στην κατάθεση της για κατάχρηση απάντησε πως, χωρίς να έχει οποιαδήποτε απόδειξη, θεωρεί, ότι είχε γίνει πράγματι κατάχρηση από τον κατηγορούμενο, αλλά δεν γνωρίζει το ύψος του ποσού.
Ως Μ.Κ.3 κατέθεσε η Κ. Κούμα η οποία στην κατάθεση της, Έγγραφο Δ, αναφέρει ότι από τον Νοέμβριο του 2016 έως και τον Φεβρουάριο του 2018 εργαζόταν στο Θέατρο, μόνο τα Σάββατα και κάποιες φορές πήγαινε επιπλέον μία – δύο φορές. Ανάμεσα στα καθήκοντα της ήταν και η πώληση εισιτηρίων. Κατόπιν οδηγιών του κατηγορούμενου, κάθε φορά που έκλεινε το ταμείο του τηλεφωνούσε και αυτός πήγαινε και του παρέδιδε τις εισπράξεις. Κάποιες φορές, χωρίς να του τηλεφωνήσει, πήγαινε ο ίδιος και έπαιρνε τα χρήματα. Το σύνολο των εισπράξεων του ταμείου, όπως είπε, το σημείωνε σ’ ένα έντυπο και ακολούθως ο κατηγορούμενος έπαιρνε τα χρήματα. Δεν γνωρίζει πόσα χρήματα του έδωσε στο διάστημα του ενάμιση χρόνου που εργάστηκε στο Θέατρο, γιατί τα ποσά ήταν διαφορετικά αλλά και γιατί πέρασαν πολλά χρόνια.
Κατά την αντεξέτασή της ερωτηθείσα αν υπέπεσε στην αντίληψη της ότι ο κατηγορούμενος έπαιρνε χρήματα από το ταμείο, απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι επειδή τα Σάββατα ήταν ο μοναδικός προϊστάμενος που δούλευε του παρέδιδε το ταμείο.
Η Μ.Κ.4, Ε. Κασέ στην κατάθεση της, Έγγραφο Ε, αναφέρει ότι από τον Ιούλιο του 2017 εργάζεται στο Θέατρο, ως ταξιθέτρια. Κάποιες φορές μετά από οδηγίες της Μ.Κ.2, που στην ουσία ήταν η υπεύθυνή της, καθόταν στο ταμείο για την πώληση εισιτηρίων. Τις εισπράξεις τις έδινε είτε στον κατηγορούμενο είτε στην Μ.Κ.19 και στην περίπτωση που δεν ήταν κάποιος από αυτούς στο Θέατρο τις άφηνε στο ταμείο χωρίς, όμως, να γνωρίζει ποιος τις έπαιρνε. Αναφέρει, επίσης, ότι είτε παρέδιδαν είτε άφηναν τις εισπράξεις στο ταμείο ετοίμαζαν πάντοτε μια κατάσταση στην οποία φαινόταν το ποσό που παρέλαβαν κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, το ποσό που εισέπραξαν και τον αριθμό των εισιτηρίων, ώστε να συμφωνούσε το ταμείο. Ο κατηγορούμενος σε δέκα περίπου περιπτώσεις πήγε στο ταμείο και της ζήτησε να του δώσει ένα ποσό σε μετρητά, λέγοντας της συνήθως ότι δεν είχε μετρητά και ότι θα έπρεπε να πληρώσει κάτι. Τις περισσότερες φορές της ζητούσε €10, €20 και μία φορά €200. Τα ποσά που του έδινε τα σημείωνε στην κατάσταση που ετοίμαζε όταν έκλεινε το ταμείο.
Ο Μ.Κ.5, Γ. Σκουφάρης, στην κατάθεση του, Έγγραφο ΣΤ, αναφέρει ότι από το 2017 εργάζεται ως ηχολήπτης στο Θέατρο με τεχνικό προϊστάμενο του τον Ανδρέα Τριανταφύλλου (Μ.Κ.6). Ενώ, όπως είπε, την περίοδο 2018 – 2019 γίνονταν πολλές παραστάσεις στο Θέατρο και ενώ γνώριζαν ότι για κάθε παράσταση το ενοίκιο ήταν πέραν των €1.000, εντούτοις όταν ζητούσαν από τον κατηγορούμενο την μονιμοποίησή τους αυτός τους έλεγε ότι δεν υπήρχαν χρήματα. Ένεκα τούτου, άρχισαν να υποψιάζονται ότι ο κατηγορούμενος πιθανόν να έπαιρνε από το ταμείο χρήματα. Είπε, επίσης, ότι μετά το καλοκαίρι του 2020 η Μ.Κ.2 κλαίγοντας του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος της είχε πει ότι πήρε από το συρτάρι του Θεάτρου, το οποίο είχε κλειδωμένο, το ποσό των €2.000 - €3.000. Είχε ακούσει πως, η Μ.Κ.19 πήρε από τότε το κλειδί από τον κατηγορούμενο για να μην είχε πρόσβαση στα συρτάρια. Είπε, επίσης, ότι δάνεισε στον κατηγορούμενο €300 τα οποία του επέστρεψε σε μία - δύο μέρες και ότι αρνήθηκε να τον δανείσει για δεύτερη φορά, γιατί είχε ακούσει ότι ζητούσε από παντού δανεικά.
Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε, ότι ο μόνος που είχε πρόσβαση στα χρήματα ήταν ο κατηγορούμενος.
Ο Μ.Κ.6, Α. Τριανταφύλλου, στην κατάθεση του, Έγγραφο Ζ, αναφέρει ότι τον Σεπτέμβρη του 2016 προσλήφθηκε στην θέση του τεχνικού Προϊσταμένου. Στις 27/03/2021 οι Χ. Χαραλάμπους (Μ.Κ.7) και Γ. Σκουφάρης (Μ.Κ.5), τεχνικοί του θεάτρου, τον πληροφόρησαν ότι η Μ.Κ.2 τους ανέφερε ότι έλειπε το ποσό των €2000 - €2500 το οποίο βρισκόταν σε κουτί στο γραφείο της Έλενας Θεοδώρου, Μ.Κ.19. Είπε, επίσης, ότι η Μ.Κ.2 του ανέφερε στις 29/03/2021, ότι ο κατηγορούμενος της είχε πει ότι πήρε το πιο πάνω ποσό, γιατί το χρειαζόταν και ότι το επέστρεψε μετά από κάποιους μήνες. Στις 31/03/21 η Έλενα Θεοδώρου (Μ.Κ.19) του ανέφερε, ότι ο κατηγορούμενος έπαιρνε αρκετά χρήματα έναντι του μισθού του και ότι έπαιρνε τις εισπράξεις από τους υπαλλήλους του ταμείου. Ανέφερε, επίσης, ότι ο ίδιος δάνεισε στον κατηγορούμενο δύο φορές τα ποσά των €500 και €300 τα οποία του επέστρεψε. Σε συνάντηση που είχε με τον Δήμαρχο Λεμεσού (Μ.Κ.12) στις 20/04/21 τον ενημέρωσε για τις αιχμές που άφηναν οι πιο πάνω συναδέλφισσές του για τον κατηγορούμενο και συγκεκριμένα για τα χρήματα που έπαιρνε έναντι του μισθού του αλλά και γι’ αυτά που χάθηκαν από το ταμείο. Όταν ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε στις 19/04/2021, ότι θα ενημέρωνε για τα πιο πάνω τον Δήμαρχο, του ανέφερε ότι θα πήγαινε και αυτός στον Δήμαρχο για να του εξηγούσε ο ίδιος. Δεν γνωρίζει, όπως είπε, πόσα χρήματα έκλεψε ο κατηγορούμενος και πόσα επέστρεψε.
Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε, ότι δεν είχε καμία πρόσβαση στους λογαριασμούς του Θεάτρου και ότι την οικονομική διαχείριση του την είχε ο κατηγορούμενος. Είπε, επίσης, ότι η Έλενα Θεοδώρου (Μ.Κ.19) δεν του έκανε οποιοδήποτε παράπονο για το έλλειμμα. Ο κατηγορούμενος όπως, επίσης, είπε δεν τον απέτρεψε ή τον διέταξε να μην συναντηθεί με τον Δήμαρχο. Θέση του ήταν, ότι δεν είπε στην κατάθεση του ότι ο κατηγορούμενος «έκλεψε» και ότι η αναφορά του αυτή γράφτηκε εκ παραδρομής και ότι δεν την είχε δει εκείνη την ημέρα.
Ο Μ.Κ.7, Χριστόδουλος Χαραλάμπους, στην κατάθεση του Έγγραφο Η, αναφέρει ότι από τον Σεπτέμβριο του 2016 μέχρι και τον Μάιο του 2021 εργαζόταν ως τεχνικός φωτισμού του Θεάτρου και ότι δεν υπέπεσε στην αντίληψη του να έκλεψε οποιοσδήποτε υπάλληλος χρήματα. Αναφέρει, επίσης, ότι περί το 2020 η Μ.Κ.2 κλαίγοντας ανέφερε στον ίδιο και στον Γ. Σκουφάρη (Μ.Κ.5), ότι έλειπαν χρήματα από το κλειδωμένο συρτάρι που είχε στο Θέατρο. Η πιο πάνω τους ανέφερε, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος της είχε πει ότι αυτός πήρε τα χρήματα και ότι του είχε ζητήσει να τα επιστρέψει. Πριν δύο – τρία χρόνια δάνεισε στον κατηγορούμενο €300 τα οποία του επέστρεψε σε δυο – τρεις μέρες. Μετά από λίγους μήνες άκουσε ότι ο κατηγορούμενος ζητούσε δανεικά από πολλή κόσμο.
Κατά την αντεξέταση του ανέφερε, ότι η αμοιβή του πληρωνόταν με επιταγές και ότι ο κατηγορούμενος κατέβαλε προσπάθειες για την μονιμοποίηση του.
Η Μ.Κ.8 Αστ. 3567, Χριστίνα Νικολάου, η οποία υπηρετεί στο ΤΑΕ Λεμεσού στην κατάθεση της, Έγγραφο Θ, αναφέρει ότι στις 03/01/2022 έλαβε μέρος στη διερεύνηση της υπόθεσης μετά την καταγγελία του Προέδρου του Δ.Σ. του Θεάτρου ότι κατά την περίοδο 2017 – 2020 υπήρξε, σύμφωνα με την Έκθεση έρευνας της Deloitte Ltd, κατάχρηση και υπεξαίρεση του ποσού των €234.550. Ακολούθως, αναφέρεται στη συνάντηση του Μ.Κ.6 με τον Δήμαρχο Λεμεσού (Μ.Κ.12) και τη μετέπειτα συνάντηση του τελευταίου με τον κατηγορούμενο στις 26/04/2021, όπου ο τελευταίος αποκάλυψε ότι σε δύο περιπτώσεις το 2018 και μία το 2019 παράνομα κράτησε από τις εισπράξεις του Θεάτρου το συνολικό ποσό των €10.700. Στη συνέχεια η μάρτυρας αναφέρεται στις μετέπειτα ενέργειες του Δ.Σ. του Θεάτρου, δηλαδή, τον διορισμό των ελεγκτικών οίκων για τον έλεγχο των βιβλίων για την περίοδο 2016 – 2017 από τον οποίο έλεγχο, όπως είπε, προέκυψε έλλειμμα στο ταμείο ύψους €5.752,67. Αναφέρει, επίσης, ότι στις 17/05/2021 το Δ.Σ του Θεάτρου έκανε αποδεκτή την παραίτηση του κατηγορούμενου ο οποίος είχε ήδη αναγνωρίσει το χρέος του. Μετά τον έλεγχο, όπως περαιτέρω αναφέρει, των λογιστικών βιβλίων που διενήργησε η Deloitte για την περίοδο 2018 προέκυψε το επίδικο ταμειακό έλλειμμα. Ακολούθως, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο περιεχόμενο της κατάθεσης που έλαβε από τον Μ.Κ.1 και στο διάταγμα ημερ. 07/01/2022 που εκδόθηκε από το Ε.Δ. Λεμεσού για την αποκάλυψη των τραπεζικών λογαριασμών του κατηγορούμενου, της συζύγου του και της εταιρείας Αναλόγιο Παραγωγές Λτδ. Η μάρτυρας κατέθεσε τα ημερολόγια ενεργείας που ετοίμασε ημερ. 07/01/2022 και 08/01/2022 (Τεκμήρια 13 και 14, αντίστοιχα). Ειδικότερα, στο τεκμήριο 13, αναφέρεται στο τί ο Μάριος Αθανασίου, ιδιοκτήτης του πρακτορείου στοιχημάτων «MEGABET PLUS» ανάφερε προφορικά σε σχέση με την στοιχηματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου, το χρέος που δημιούργησε έναντι του και τον τρόπο αποπληρωμής του που έλαβε χώρα με την μεταβίβαση στον γιο του μιας εξοχικής κατοικίας του πατέρα του κατηγορούμενου. Το εν λόγω πρόσωπο δεν επιθυμούσε να δώσει κατάθεση και να παραστεί ως μάρτυρας στο Δικαστήριο ενώ στην συνέχεια, όπως έχει προκύψει, απεβίωσε.
Κατά την αντεξέτασή της ανέφερε, ότι γνωρίζει για την εξόφληση των ποσών των €3.370 και €635.94, αλλά πέραν των εν λόγω ποσών δεν γνωρίζει αν ο κατηγορούμενος οφείλει οποιοδήποτε άλλο ποσό στο Θέατρο. Είπε, επίσης, ότι δεν γνωρίζει γιατί ο αποβιώσας Μ. Αθανασίου δεν ήθελε να δώσει κατάθεση στην Αστυνομία και ότι δεν μπορεί η Αστυνομία να αναγκάσει κάποιον να δώσει κατάθεση. Όταν ζητήθηκε από τον αποβιώσαντα να καταθέσει γραπτώς τους ισχυρισμούς του, παρόντες ήταν η ίδια και ο Μ.Κ.18. Διαφώνησε με τη θέση που της υποβλήθηκε ότι, τα όσα καταγράφονται στο ημερολόγιο ενέργειας, Τεκμήριο 13 ως ισχυρισμοί του αποβιώσαντα, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και δεν προέρχονται από αυτόν, αλλά αποτελούν επινοήματα δικά της και του Μ.Κ18. Διαφώνησε, επίσης, με τη θέση που επίσης της ετέθη, σχετικά με το ότι, οι όποιοι ισχυρισμοί του αποβιώσαντα, ενός προσώπου που λόγω των περιστάσεων του («του σιναφιού») δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστος, δεν διερευνήθηκαν και εκλήφθηκαν ως δεδομένοι.
Η Μ.Κ.9, Ξένια Νικολάου, στην κατάθεση της Έγγραφο Ι αναφέρει ότι για την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2016 έως τον Οκτώβριο του 2018 εργαζόταν ως ταμίας στο Θέατρο. Το βασικό της καθήκον ήταν η πώληση εισιτηρίων. Υπεύθυνη του ταμείου ήταν η Μ.Κ.2 η οποία μαζί με τον κατηγορούμενο της εξήγησαν τι έπρεπε να κάνει. Τα εισιτήρια, όπως περαιτέρω αναφέρει, εκδίδονταν μέσω συστήματος στον υπολογιστή και γι’ αυτό ήξεραν στο τέλος πόσα είχαν εκδώσει. Όπως περαιτέρω αναφέρει, συμπλήρωναν μία κατάσταση στην οποία αναγράφονταν τα εκδοθέντα εισιτήρια, τα χρήματα που είχαν στο ταμείο όταν το αναλάμβαναν και το ποσό των εισπράξεων. Όταν τα πιο πάνω «συμφωνούσαν» παρέδιδαν τα χρήματα στον κατηγορούμενο. Δεν θυμάται αν αυτός τα έλεγχε στην παρουσία της, όμως, κανείς δεν της είπε ποτέ ότι έλειπαν χρήματα. Οι οδηγίες που είχε από τον κατηγορούμενο ήταν ότι, όταν αυτός έλειπε θα έπρεπε να άφηνε τα χρήματα στο ταμείο κάτι το οποίο έπραττε γνωρίζοντας, όπως είπε, ότι κάποια στιγμή θα τα έπαιρνε ο κατηγορούμενος. Αυτό που γνώριζε ήταν ότι τα ποσά των εισπράξεων τα διαχειριζόταν ο κατηγορούμενος. Κανένας δεν της ζήτησε οποτεδήποτε χρήματα από το ταμείο ούτε και διαπίστωσε να έλειπαν από αυτό χρήματα. Αναφέρει, επίσης, ότι η πόρτα που υπήρχε στο χώρο του ταμείου κλείδωνε και ότι ο κατηγορούμενος είχε κλειδί.
Σε περαιτέρω εξέταση της, ερωτηθείσα σχετικά με την αναφορά στην κατάθεση της, ότι η Μ.Κ.2 ήταν η υπεύθυνη των ταμείων, είπε πως αυτό που εννοούσε ήταν ότι η Μ.Κ.2 καθόριζε το ωράριο των υπαλλήλων που εργάζονταν στα ταμεία.
Κατά την αντεξέτασή της ανέφερε, ότι η «κατάσταση» στην οποία αναφέρθηκε στην γραπτή της κατάθεση δεν ήταν από τον υπολογιστή αλλά ήταν ένα «μπακαλοδεύτερο» που δεν ξέρει που κατέληγε. Είπε, επίσης, όλοι όσοι εργάζονταν στο ταμείο είχαν κλειδί της πόρτας, αλλά δεν θυμάται αν όλες οι υπάλληλοι του ταμείου είχαν αντικλείδι για το συρτάρι όπου τοποθετούνταν τα χρήματα.
Ο Μ.Κ.10, Γιώργος Κωνσταντίνου, στην κατάθεση του Έγγραφο Κ, αναφέρει ότι κατά την περίοδο 2010 – 2020 ήταν ο υπεύθυνος πρακτορείου στοιχημάτων Meridien και ότι ένας από τους πελάτες του ήταν ο κατηγορούμενος τον οποίο, όπως περαιτέρω αναφέρει, «δυστυχώς» τον γνώρισε μέσα από τα πρακτορεία στοιχημάτων, αφού είχε και ο ίδιος προηγουμένως δικό του πρακτορείο. Ο κατηγορούμενος, όπως επίσης αναφέρει, είχε «πάθος» με το στοίχημα κάτι που το αναγνώριζε και ο ίδιος, αφού του παραδέχθηκε ότι επισκεπτόταν και ψυχολόγο. Κατά την περίοδο 2017 – 2020 ο κατηγορούμενος έπαιζε καθημερινά στοιχήματα για ποσά των €500 - €1.000 την βδομάδα. Ο κατηγορούμενος, του έδινε κάποια ποσά, αλλά πάντοτε του άφηνε υπόλοιπο οφειλόμενο. Θεωρούσε φίλο του τον κατηγορούμενο και γι’ αυτό δεν τον άφηνε να στοιχηματίζει πολλά χρήματα. Τους τελευταίους μήνες παίζει γύρω στα €50 με €100 την ημέρα. Αναφέρει, επίσης, ότι όταν ρώτησε τον κατηγορούμενο για ποιο λόγο σταμάτησε από το Θέατρο, αυτός του είπε πως βρέθηκε έλλειμμα €7.000 το οποίο πήρε ο ίδιος, γιατί το είχε ανάγκη και το οποίο σκόπευε να επιστρέψει.
Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε, ότι ο κατηγορούμενος κέρδιζε και ποσά από τα στοιχήματα και ότι από τα κέρδη του πλήρωνε τα χρήματα που του χρωστούσε. Το ποσό που στοιχημάτιζε δεν ήταν €500- €1.000. Ερωτηθείς, σχετικά με την αναφορά του στην κατάθεση του ότι ο κατηγορούμενος έχει «πάθος» με τα στοιχήματα, απάντησε ότι δεν γνωρίζει αν είπε ή όχι αυτή την λέξη. Μπορεί, όπως είπε, να την έγραψε ο αστυνομικός. Αρνήθηκε ότι είπε στην κατάθεση του ότι «αυτό που έχει ο Βάσος είναι αρρώστια και ως έτσι πρέπει να το δείτε και εσείς». Ερωτηθείς, σχετικά με την αναφορά του στην κατάθεση του, ότι ο κατηγορούμενος αναγνωρίζει και ο ίδιος το πάθος του, απάντησε ότι θα πρέπει να ερωτηθεί ο αστυνομικός που λάμβανε την κατάθεσή του. Σε σχετική ερώτηση για την αναφορά του στην κατάθεσή του, ότι ο κατηγορούμενος του είπε ότι επισκεπτόταν ψυχολόγο για το πάθος που είχε με τα στοιχήματα, απάντησε ότι ο κατηγορούμενος του είχε αναφέρει ότι επισκεπτόταν ψυχολόγο όχι όμως ειδικά για τον πιο πάνω λόγο, αλλά για οικογενειακά θέματα. Την κατάθεση του, όπως είπε, δεν μπόρεσε να τη διαβάσει γιατί δεν είχε γυαλιά. Ο αστυνομικός του είπε ότι έγραψε αυτά που του είχε αναφέρει και τότε την υπέγραψε. Δεν θυμάται αν στην κατάθεση του είπε την λέξη «δυστυχώς» όταν αναφερόταν στις συνθήκες γνωριμίας του με τον κατηγορούμενο.
Κατά την επανεξέτασή του ανέφερε, ότι δεν είχε πει στον αστυνομικό ότι έδινε στον κατηγορούμενο πίστωση €500 - €1.000, τη βδομάδα, όπως έγραψε ο αστυνομικός στην κατάθεση του.
Η Μ.Κ.11, Ραφαέλλα Μιχαηλίδου στην κατάθεση της Έγγραφο Λ, αναφέρει ότι από τον Σεπτέμβριο του 2018 έως τον Ιούλιο του 2020 εργαζόταν στο Θέατρο και ότι ανάμεσα στα καθήκοντά της ήταν η πώληση εισιτηρίων και η επιστροφή χρημάτων όταν ακυρωνόταν μια παράσταση. Όλα τα χρήματα από τα εισιτήρια παρέμεναν στο ταμείο το οποίο κλείδωνε. Κάποιες φορές τα είσπραττε η Έλενα από το λογιστήριο, η οποία τα έλεγχε στην παρουσία της. Ο κατηγορούμενος είσπραττε και αυτός χρήματα από το ταμείο είτε στην παρουσία της είτε ζητώντας της κάποιο ποσό, λέγοντας της ότι θα το επέστρεφε. Δεν τον ρωτούσε, όπως περαιτέρω αναφέρει, το λόγο που της ζητούσε χρήματα και πίστευε ότι θα τα επέστρεφε στο ταμείο. Δεν θυμάται να του παρέδωσε χρήματα του ταμείου, αντίθετα αυτός της ζητούσε να του δίνει χρήματα χωρίς ποτέ να τα έλεγχε στην παρουσία της. Ο χώρος όπου κάθονταν στο ταμείο είχε πόρτα που κλείδωνε και όσοι δούλευαν στο χώρο εκείνο είχαν κλειδί, όπως κλειδί είχαν ο κατηγορούμενος, η Έλενα, η Ελεάνα και ο Α. Τριανταφύλλου. Όταν κάποιες φορές ο κατηγορούμενος της ζητούσε τηλεφωνικά να βάλει κάποιο ποσό σε φάκελο τον οποίο έπαιρνε στη συνέχεια, αυτή το σημείωνε στις καταστάσεις που έδινε στην Έλενα και την ενημέρωνε.
Σε σχετικές ερωτήσεις ανέφερε ότι τα ποσά που έδινε στον κατηγορούμενο ήταν περίπου €200, €300. Επίσης, κάποιες φορές ο κατηγορούμενος έπαιρνε από μόνος του χρήματα χωρίς να γνώριζε το ποσό παρά μόνο το έλλειμμα που υπήρχε όταν έκλεινε το ταμείο της. Απ’ ότι γνωρίζει, μέσω της Έλενας, ελάχιστες φορές ο κατηγορούμενος επέστρεψε τα ποσά που έπαιρνε.
Κατά την αντεξέτασή της ανέφερε, ότι όταν έδινε στον κατηγορούμενο χρήματα έκανε σχετική σημείωση στις χειρόγραφες καταστάσεις τις οποίες υπέγραφε και έδινε στην Έλενα, η οποία, επίσης, υπέγραφε. Ο κατηγορούμενος όμως δεν τις υπέγραφε. Οι πιο πάνω καταστάσεις, τις οποίες οι ταμίες υπέγραφαν, τις είχαν στο ταμείο εκτός εάν η Έλενα κάποιες φορές τις έπαιρνε. Ο κατηγορούμενος δεν έπαιρνε μόνο ποσά των €200 - €300 αλλά και ποσά των €10, €20 και ελάχιστες φορές, απ’ ότι της είπε η Έλενα, επέστρεφε ένα μικρό ποσό. Διαφώνησε με τη θέση, ότι ο κατηγορούμενος δεν πήρε πολλές φορές το ποσό των €300, λέγοντας ότι αυτό συνέβη αρκετές φορές. Όταν, όπως είπε, έδινε την κατάθεσή της, δεν της έδειξαν τα χαρτιά που αφορούσαν την παραλαβή και παράδοση των χρημάτων που η ίδια υπέγραφε. Αυτές τις καταστάσεις τις έβαζαν σε διαφάνεια και τις άφηναν πάνω στο ταμείο. Η Έλενα, σύμφωνα με τη μάρτυρα, ήταν η λογίστρια του Θεάτρου, αλλά δεν ξέρει ποια ήταν η δουλειά της και τί έκανε μετά την παράδοση. Ανέφερε, επίσης, ότι δεν γνωρίζει αν μέχρι την αποχώρηση της από το Θέατρο ο κατηγορούμενος όφειλε οποιοδήποτε ποσό από αυτά που κατά τους ισχυρισμούς της έπαιρνε. Θέση της ήταν, ότι εκτός από τα ποσά που έδινε στον κατηγορούμενο, έδινε και στον γιο του ποσά των €20, €30 μετά που την ενημέρωνε σχετικά ο κατηγορούμενος. Τα εν λόγω ποσά, επίσης, τα σημείωνε και ενημέρωνε σχετικά την Έλενα. Κάποιες, ελάχιστες, φορές ο κατηγορούμενος της επέστρεφε στο ταμείο τα μικροποσά που του έδινε. Στην υποβληθείσα θέση, ότι ο κατηγορούμενος δεν οφείλει κανένα ποσό στο Θέατρο από αυτά, που κατά τους ισχυρισμούς της του έδωσε, απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή φαινόταν η αγοραπωλησία των εισιτηρίων και το ποσό που εισπράχθηκε. Από τον υπολογιστή δεν γινόταν καμία εκτύπωση για τις καταστάσεις των εισιτηρίων. Δεν γνωρίζει τη διαδικασία πώλησης των εισιτηρίων μέσω της Sold-Out ούτε γνωρίζει τη δουλειά που έκαναν η Έλενα (Μ.Κ.19) και η Ελεάνα (Μ.Κ.2).
Ο Μ.Κ.12, Νίκος Νικολαΐδης, στην κατάθεση, Έγγραφο Μ, αναφέρει ότι ήταν ο Δήμαρχος Λεμεσού από την 01/01/2017. Η Deloitte Ltd ουδέποτε έλεγξε τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας και ουδέποτε ετοίμασε τις ετήσιες οικονομικές της καταστάσεις, ως ήταν η συνεννόηση της με το Δ.Σ. του Παττιχείου, για το λόγο ότι ποτέ δεν της είχαν παραδοθεί για έλεγχο τα λογιστικά βιβλία. Συνεχίζοντας αναφέρει, ότι άφησαν τον κατηγορούμενο να χειριστεί το ζήτημα αυτό, γιατί ήταν ο Διευθυντής του Θεάτρου ο οποίος είχε την ευθύνη αλλά και γιατί θεωρείτο από το Δ.Σ. της εταιρείας έμπιστο πρόσωπο. Ακολούθως, αναφέρεται στην ενημέρωση που είχε το Δ.Σ. της Εταιρείας από τον κατηγορούμενο το 2020 για τη διαγραφή της Εταιρείας σε περίπτωση που δεν παρουσίαζαν άμεσα τις ετήσιες εκθέσεις με τις οικονομικές της καταστάσεις. Ένεκα του ότι η Deloitte Ltd δεν προλάμβανε να κάνει τον έλεγχο, η Εταιρεία ανέθεσε τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων για τα έτη 2016-2019 στην MMCA Audit Ltd, την οποία τους πρότεινε ο κατηγορούμενος.
Σε συνάντηση, όπως περαιτέρω αναφέρει που είχε στις 20/04/2021 με τον Μ.Κ.6 αυτός του μετέφερε «κάποιες αόριστες ανησυχίες» για την διαχείριση των χρημάτων του Θεάτρου. Ακολούθησε η συνάντηση του με τον κατηγορούμενο στις 26/04/2021 όπου ο τελευταίος τον πληροφόρησε ότι, ένεκα οικογενειακών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, κράτησε το συνολικό ποσό των €10.700, περίπου, από τις εισπράξεις τριών παραστάσεων, δύο το 2018 και μια το 2019, ότι απολογήθηκε για τις πράξεις του αυτές και ότι είχε επιστρέψει ήδη το ποσό των €3.000. Συνεχίζοντας, αναφέρθηκε στο διορισμό των Demetris Sazeidis & Co Ltd λογιστών-ελεγκτών για την άμεση διεξαγωγή ελέγχου του ταμείου από την 01/01/2018. Σύμφωνα με την Έκθεση τους, που παρέδωσαν στις 10/05/2021, το ταμείο μέχρι τις 28/04/2021 παρουσίαζε έλλειμμα ύψους €5.752,67. Την επόμενη μέρα ενημέρωσε το Δ.Σ. του Θεάτρου και λήφθηκαν οι αποφάσεις που περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 5. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 2016-2017 που η MMCA Audit Ltd παρέδωσε στις 14/05/2021, σύμφωνα με τις οποίες δεν υπήρχε έλλειμα. Το Δ.Σ. του Θεάτρου τις ενέκρινε και αποδέχτηκε την παραίτηση του κατηγορούμενου που υπέβαλε στις 17/05/2021, αφού προηγουμένως τον ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί η επαγγελματική του σχέση με το Θέατρο. Επίσης, αποφασίστηκε η ανάθεση του ελέγχου των λογιστικών βιβλίων για την περίοδο 2018-2020 στην Deloitte Ltd η οποία τους ζήτησε να αναθέσουν σε εξωτερικό λογιστή την υποστήριξη της λογίστριας του Θεάτρου με σκοπό τη βελτίωση των βιβλίων, ώστε να προετοιμαστούν για έλεγχο. Κατόπιν τούτου, ανάθεσαν στην εταιρεία Παπαδόπουλος και Σπανακίδης Λτδ την παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών προς την λογίστρια.
Αναφέρει, επίσης, ότι μετά την ενημέρωση που είχε από τον Ν. Κυριακίδη της Deloitte Ltd στις 11/08/2021, ότι θα έπρεπε να ζητηθούν εξηγήσεις από την MMCA Audit Ltd για την εγγραφή του ποσού των €36.438 ως έξοδο με την περιγραφή φόρος θεάματος και τις εξηγήσεις που ζήτησε από τον Μάριο Μιχαηλίδη (Μ.Κ.17) για το θέμα αυτό, ο τελευταίος στις 12/08/2021 τον ενημέρωσε πως είναι από δικό του λάθος που το πιο πάνω ποσό εμφανιζόταν ως έξοδο. Στις 12/10/2021 η πιο πάνω εταιρεία υπέβαλε νέους εξελεγμένους λογαριασμούς για το 2017 στους οποίους το πιο πάνω ποσό που εγγράφηκε ως έξοδο, παρουσιαζόταν πλέον ως έλλειμμα στο ταμείο και όχι ως φόρος θεάματος. Για την πιο πάνω εξέλιξη, ενημέρωσε και την Deloitte Ltd η οποία στις 14/10/2021 του ανέφερε ότι το ίδιο πρόβλημα εντοπιζόταν και για το έτος 2018. Ένεκα των πιο πάνω ενημέρωσαν, όπως περαιτέρω αναφέρει, την αστυνομία για το έλλειμμα που υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή και την πρόθεση τους να διορίσουν τη Deloitte Ltd ως ερευνών λειτουργό για τυχόν έλλειμμα για τα έτη 2017-2020. Στις 18/10/2021 το Δ.Σ. της εταιρείας απάλλαξε την Έλενα Θεοδώρου (Μ.Κ19) από τα καθήκοντα της που σχετίζονταν με το λογιστήριο και το ταμείο του Θεάτρου και στις 09/11/2021 ανατέθηκε στην Deloitte Ltd η διενέργεια έρευνας. Στις 29/12/2021 η Deloitte Ltd τους υπέβαλε το αποτέλεσμα της έρευνας της από το οποίο προκύπτει έλλειμμα από το ταμείο, με ενδεχόμενο την υπεξαίρεση ποσού πέραν των €200.000.
Σε περαιτέρω ερωτήσεις ανέφερε, ότι ο φόρος θεάματος που εισπραττόταν από το Θέατρο καταβαλλόταν στο Δήμο Λεμεσού με επιταγές τις οποίες κατά καιρούς υπέγραφε ο ίδιος, ως ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο Δήμος Λεμεσού έδινε ετήσια χορηγία στο Θέατρο που κυμαινόταν από €100.000 έως €150.000 ανάλογα με τις ανάγκες του και τους προϋπολογισμούς που έπαιρνε ο κατηγορούμενος στο Δ.Σ της Εταιρείας, για την κάλυψη των λειτουργικών του εξόδων και άλλα έξοδα.
Ακολούθως, αναφέρθηκε στο ποσό των €4.000 που ο κατηγορούμενος ζήτησε ως δάνειο από το Δ.Σ της Εταιρείας. Σχετικά με το εν λόγω ζήτημα είπε πως, επειδή στη συζήτηση τέθηκε η άποψη να του δινόταν το πιο πάνω ποσό ως φιλοδώρημα για τις υπηρεσίες του, το θέμα παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι να διευκρινιζόταν αν αυτό θα θεωρείτο ως δάνειο ή φιλοδώρημα. Όταν έδωσε την παραίτησή του διευθέτησε την πληρωμή και αυτού του ποσού. Ο μισθός του κατηγορούμενου ανερχόταν όπως φαίνεται και από την μισθοδοσία του για τον Οκτώβριο του 2020 (Τεκμήριο 15) στο ποσό των €2.400, περίπου, καθαρά. Μέσα στα πλαίσια της λειτουργίας του Θεάτρου, αυτό μπορούσε να κάνει συμπαραγωγές με διάφορους φορείς για τις οποίες το Δ.Σ. του Θεάτρου, συνήθως έδινε την έγκρισή του. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να λάμβανε αμοιβή από τους συμπαραγωγούς ούτε και να χρησιμοποιούσε τον προσωπικό του λογαριασμό για δουλειές του Θεάτρου, αφού αυτό είχε τον δικό του λογαριασμό.
Κατά την αντεξέτασή του αναφέρθηκε στους όρους εντολής προς την Deloitte Ltd για την ετοιμασία των λογαριασμών για τα έτη 2018-2020 αλλά και τους όρους εντολής που της δόθηκαν όταν την διόρισαν ως ερευνών λειτουργό. Διαφώνησε με τη θέση που του υποβλήθηκε, ότι δεν θα έπρεπε να διορίσει την Deloitte Ltd από την στιγμή που αυτή αδυνατούσε και δεν ήθελε να ετοιμάσει την εργασία που της ανατέθηκε, δηλαδή, τους λογαριασμούς. Ερωτηθείς σχετικά με τα καθήκοντα της Μ.Κ.19 είπε πως ήταν και η ετοιμασία των στοιχείων που θα δίνονταν στους λογιστές της εταιρείας για την ετοιμασία των εξελεγμένων λογαριασμών. Ουδέποτε ο κατηγορούμενος ανέφερε στο Δ.Σ. της Εταιρείας, ότι η προαναφερόμενη δεν ασκούσε σωστά τα καθήκοντα της. Στην ερώτηση κατά πόσο η Μ.Κ.19 θα έπρεπε να τηρούσε τα στοιχεία που θα έπρεπε να έδινε στην Deloitte Ltd, απάντησε ότι πιθανόν τα στοιχεία να μην της δίνονταν από τον κατηγορούμενο του οποίου η εμπλοκή δεν ήταν μόνο διοικητική αφού είχε άμεση εμπλοκή στη διαχείριση των χρημάτων. Εμπλοκή στη διαχείριση των χρημάτων είχε και η Έλενα Θεοδώρου (Μ.Κ.19). Θέση του ήταν, ότι η μη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων δεν μπορεί χωρίς άλλο να καταλογιστεί στην προαναφερόμενη, για το λόγο ότι στη διαχείριση των χρημάτων εμπλεκόταν και ο κατηγορούμενος. Η πρώτη φορά που περιήλθε στην αντίληψη του ότι ο κατηγορούμενος εμπλεκόταν σε παρακράτηση ή μη απόδοση χρημάτων στο ταμείο ήταν όταν του το ανέφερε ο ίδιος στη συνάντηση τους στις 26/04/2021. Αυτό το οποίο αντιλήφθηκε από την έκθεση της Deloitte Ltd ήταν ότι το έλλειμμα δεν ήταν ο φόρος θεάματος, ο οποίος δινόταν στο Δημαρχείο, αλλά προήλθε μέσα και από τη διαδικασία διαχείρισης των ποσών που αφορούσαν τον εν λόγω φόρο, τα οποία ποσά, όπως φαίνεται, ουδέποτε κατατέθηκαν. Αναφορικά με την ανάθεση της ετοιμασίας των λογαριασμών της MMCA Audit Ltd, είπε πως η εν λόγω ανάθεση έγινε μετά που η Deloitte Ltd τους είπε ότι ακόμη και αν της δίνονταν τα στοιχεία δεν θα μπορούσε να ετοιμάσει τους λογαριασμούς στο σύντομο χρονικό διάστημα που απέμενε. Ο ρόλος της Deloitte Ltd, όπως είπε, ήταν να εντοπίσει το έλλειμμα που πρόκυπτε από κάποιες διαδικασίες και όχι να πει κατά πόσο ο κατηγορούμενος ευθυνόταν για το έλλειμμα.
Η Μ.Κ.13 Μαίρη Χαρίτωνος στη γραπτή της κατάθεση, Έγγραφο Ν, αναφέρει ότι είναι ιδιοκτήτρια της εταιρείας Avaton Communications Ltd η οποία ασχολείται με την επικοινωνία, δημόσιες σχέσεις και διαφήμιση. Μεταξύ των συνεργατών της ήταν από το 2016 και το Θέατρο και στα πλαίσια συνεργασίας τους είχαν συχνές συναντήσεις με τον κατηγορούμενο. Στα πλαίσια συζήτησης που είχε με τον κατηγορούμενο για το ενδεχόμενο συμπαραγωγής εκδηλώσεων της εταιρείας της με το Θέατρο, ο κατηγορούμενος της πρότεινε τη δημιουργία ενός ταμείου στο οποίο θα συνείσφεραν κάποια χρήματα με σκοπό την ετοιμασία και παρουσίαση από κοινού με το Θέατρο, και όχι με τον κατηγορούμενο, κάποιων εκδηλώσεων. Στα πλαίσια της προαναφερόμενης ενδεχόμενης συνεργασίας ο κατηγορούμενος της ζήτησε σε δύο περιπτώσεις το 2018 και άλλες δύο περιπτώσεις το 2020 το συνολικό ποσό των €13,700, ποσό το οποίο ο κατηγορούμενος της ζήτησε να καταθέσει στον προσωπικό του λογαριασμό, γιατί όπως της είπε αυτή τη διαδικασία ακολουθούσε. Όταν τελικά δεν ευοδώθηκε η πιο πάνω συνεργασία και ζήτησε από τον κατηγορούμενο την επιστροφή των χρημάτων της, αυτός όχι μόνο δεν της τα επέστρεψε προβάλλοντας ως δικαιολογία κάποια προσωπικά του προβλήματα, αλλά τον Μάιο του 2020 της ζήτησε να τον δανείσει €3,000. Όταν άκουσε από το περιβάλλον του Θεάτρου, ότι ο κατηγορούμενος ζητούσε από παντού δανεικά για να παίζει τζόγο αποτάθηκε σε δικηγόρο στον οποίο ο κατηγορούμενος έδωσε 6 επιταγές για το συνολικό ποσό των €10,000, οι οποίες όμως δεν εξαργυρώθηκαν. Είπε, επίσης, ότι η συνεργασία που θα είχε ήταν με το Θέατρο και όχι με τον κατηγορούμενο.
Στην δια ζώσης μαρτυρία της κατέθεσε ως Τεκμήρια 16 και 17 τιμολόγια που όπως είπε επιβεβαιώνουν, ουσιαστικά, τα ποσά που αναφέρονται σε αυτά, και ως Τεκμήρια 18 και 19 τα αντίγραφα των προαναφερόμενων 6 επιταγών. Κατέθεσε, επίσης, ως Τεκμήριο 20 το τιμολόγιο ημερομηνίας 26/02/2020 για το ποσό των €5.000 που εκδόθηκε από τον κατηγορούμενο.
Κατά την αντεξέτασή της ανέφερε, ότι δεν έχει πλέον καμία χρηματική απαίτηση από τον κατηγορούμενο, ένεκα του διακανονισμού που έγινε μέσω του δικηγόρου της, ο οποίος την πληροφόρησε ότι καλύφθηκε όλο το ποσό. Η συνεργασία που έκανε για την εταιρεία της ήταν προφορική και ήταν με τον κατηγορούμενο. Καμία συμφωνία δεν υπέγραψε ότι η συμπαραγωγή θα γινόταν με το Θέατρο και η αναφορά στην κατάθεση της ότι η συμπαραγωγή θα γινόταν με το Θέατρο, έγινε γιατί με αυτό τον τρόπο λειτουργούσαν τα προηγούμενα χρόνια. Δεν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος την παραπλάνησε ή την εκμεταλλεύτηκε, για το λόγο ότι δεν είχαν προκύψει κατά τη συνεργασία τους κάποιες ενδείξεις ή στοιχεία ότι ο κατηγορούμενος ήθελε να εκμεταλλευτεί την ίδια ή την εταιρεία της. Όπως, επίσης, είπε, εκείνο το διάστημα δεν γίνονταν παραστάσεις λόγω του κορονοϊού ή και κάποιων άλλων δυσκολιών τις οποίες δεν γνωρίζει.
Ο Μ.Κ.14 Δ. Σαζεΐδης στη δια ζώσης μαρτυρία του ανέφερε, ότι είναι λογιστής – ελεγκτής. Αναγνώρισε και υιοθέτησε την Έκθεση που ετοίμασε και που αφορούσε τον έλεγχο που διενήργησε μόνο σε σχέση με την κίνηση του ταμείου για την περίοδο από 01/01/2018 έως την 28/04/21 (βλ. Παράρτημα Α του τεκμήριου 5). Ο έλεγχος, όπως περαιτέρω, αναφέρει στην Έκθεσή του, διενεργήθηκε επί των καταγεγραμμένων κινήσεων στα βιβλία και δεν επεκτάθηκε προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση. Έπειτα από τη φυσική καταμέτρηση του ταμείου που έγινε στις 28/04/2021 προέκυψε το ποσό των €645 ενώ με βάσει τα λογιστικά βιβλία, που όπως εξήγησε, αφορούσαν μόνο τις καταγεγραμμένες κινήσεις στο ταμείο επί των οποίων και εργάστηκε, το υπόλοιπο θα έπρεπε να ήταν €6.397,67. Στη βάση των πιο πάνω κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έλλειμα που παρουσίαζε το ταμείο στις 28/04/2021 ήταν €5.752,67. Συνεχίζοντας αναφέρει στην Έκθεσή του, ότι με βάση τα λογιστικά βιβλία το υπόλοιπο του ταμείου κατά την 01/01/2018 ήταν €27.309, ποσό εμφανέστατα λανθασμένο, αφού όπως εξήγησε, από τον έλεγχο που έκανε προέκυψε ότι οι επόμενες καταθέσεις μετρητών που έγιναν τον Γενάρη του 2018 στον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου δεν δικαιολογούσαν το πιο πάνω ποσό. Αναφέρει, επίσης, ότι αν δεν ολοκληρωνόταν ο έλεγχος για το έτος 2017 και γίνονταν οι απαραίτητες λογιστικές διορθώσεις, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πως αυτό θα επηρέαζε το πιο πάνω συμπέρασμά του. Είπε, επίσης, ότι υπήρχε μεγάλη κίνηση στο ταμείο, αφού μόνο για το 2018 οι πληρωμές σε μετρητά ανέρχονταν στις €44,000 πέραν, δηλαδή, του ποσού που κατατέθηκαν στο λογαριασμό του Θεάτρου.
Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε, ότι αυτό το οποίο τους ζητήθηκε ήταν να ελέγξουν μόνο την κίνηση του ταμείου και όχι τα πλήρη λογιστικά βιβλία. Δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αν υπήρχαν αποδείξεις για όλες τις εισπράξεις και τιμολόγια. Απ’ ότι αντιλήφθηκε, η υπεύθυνη για την έκδοση των τιμολογίων, των αποδείξεων εισπράξεων και των εκκαθαριστικών για κάθε παράσταση ήταν η Έλενα Θεοδώρου, Μ.Κ.19, η οποία επίσης ετοίμαζε τις πληρωμές και προέβαινε στις καταχωρήσεις στο λογιστικό σύστημα.
Ο Μ.Κ.15, Κ. Πρωτοπαπάς στην κατάθεση του, Έγγραφο Ξ και τη δια ζώσης μαρτυρία του ανέφερε, ότι είναι ο πρόεδρος του Λαογραφικού Ομίλου Λεμεσού, ο οποίος διοργανώνει εκδηλώσεις σε διάφορα θέατρα. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και μία εκδήλωση που έγινε στο Θέατρο στις 12/01/2018. Για τη διευθέτηση της ημερομηνίας που θα γινόταν η εκδήλωση συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο με τον οποίο συμφώνησαν το ποσό του ενοικίου της αίθουσας και ότι επιπλέον θα πρόκυπτε. Τις αμέσως επόμενες μέρες από την εκδήλωση επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο και συναντήθηκε μαζί του στο Θέατρο για να ξεκαθαρίσουν τα οικονομικά τους. Ο κατηγορούμενος του εξήγησε το τελικό εκκαθαριστικό στο οποίο, όπως είπε, φαινόταν το συνολικό ποσό από τις εισπράξεις των εισιτηρίων, οι αποκοπές για το φόρο θεάματος, την άδεια χρήσης και άλλα έξοδα, τα οποία ο μάρτυρας ανέφερε αναλυτικά και το ποσό που δόθηκε στον Όμιλο. Για κάποιες από τις εκδηλώσεις φιλανθρωπικού χαρακτήρα που έκαναν σε συνεργασία με άλλους ομίλους δεν υπήρχε χρέωση για φόρο θεάματος. Για μια τέτοια εκδήλωση, το Θέατρο έκδωσε το τιμολόγιο ημερομηνίας 16/03/2018 (τεκμήριο 21).
Σε περαιτέρω ερωτήσεις, ανέφερε πως μόνο με τον κατηγορούμενο συζητούσε για τη διευθέτηση της ενοικίασης του χώρου του Θεάτρου και των ποσών που θα πληρώνονταν στο Θέατρο.
Κατά την αντεξέτασή του αναγνώρισε την υπογραφή του στο προαναφερόμενο εκκαθαριστικό ημερομηνίας 12/01/2018 (Τεκμήριο Α προς αναγνώριση το οποίο μετατράπηκε σε κανονικό και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 22), λέγοντας πως δεν γνωρίζει ποιος το υπέγραψε για λογαριασμό του Θέατρου. Στο Τεκμήριο 21, όπως ανέφερε, δεν υπάρχει η υπογραφή του κατηγορούμενου.
Η Μ.Κ.16 Άννα Μαρία Αθανασίου στην κατάθεση της, Έγγραφο Ο, αναφέρει ότι ο αποβιώσας σύζυγος της, Μάριος Αθανασίου, ασχολείτο από το 2005 με πρακτορεία στοιχημάτων και ότι η ίδια δούλευε πάντοτε μαζί του. Από το 2005 ο κατηγορούμενος ήταν πελάτης του πρακτορείου και πάντοτε στοιχημάτιζε μεγάλα ποσά, περί τις €2.000 την βδομάδα. Ο κατηγορούμενος δεν πλήρωνε πάντοτε όλα τα ποσά και το ποσό που όφειλε ήταν αρκετά ψηλό, γεγονός για το οποίο αρκετές φορές τσακώθηκε με τον σύζυγό της. Σε συζητήσεις που ο κατηγορούμενος είχε με τον σύζυγο της, στην παρουσία της, θυμάται τις υποσχέσεις του κατηγορούμενου ότι θα εξασφάλιζε χρήματα και θα διευθετούσε το χρέος του. Πριν τρία χρόνια το ποσό που όφειλε ο κατηγορούμενος ήταν σχεδόν €100.000. Εξ’ όσων της είπε ο σύζυγός της, το οφειλόμενο ποσό θα μειωνόταν στις €80.000 και με το ποσό των €30.000 που θα έδινε στον κατηγορούμενο πλέον το ποσό των €10.000 που θα κατέβαλλε για τα μεταβιβαστικά, θα λάμβανε ως αντάλλαγμα ένα σπίτι που ανήκε στον πατέρα του κατηγορούμενου. Το εν λόγω σπίτι εγγράφηκε επ’ ονόματι του γιού τους. Από τότε δεν συνάντησε ξανά τον κατηγορούμενο. Μέχρι τότε που πήγαινε κοντά της είχε το ελάττωμα να «παίζει πολλή στοίχημα» το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει.
Σε περαιτέρω εξέταση της, ανέφερε, ότι δεν εργαζόταν με τον σύζυγο της στο πρακτορείο αλλά τα απογεύματα ήταν μαζί του στο σπίτι.
Κατά την αντεξέτασή της ανέφερε, πως το ότι ο κατηγορούμενος έπαιζε στοιχήματα το γνώριζε από τις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε ο κατηγορούμενος με τον σύζυγό της όταν ο τελευταίος βρισκόταν στο σπίτι. Μετά το τέλος των τηλεφωνικών τους επικοινωνιών ο σύζυγός της έλεγε τηλεφωνικά στους υπαλλήλους του πρακτορείου «να κτυπήσουν» τα κουπόνια. Δεν είδε ποτέ τον κατηγορούμενο στο πρακτορείο και δεν γνωρίζει αν το 2005-2006 ο κατηγορούμενος βοήθησε τον σύζυγο της να ανοίξει το πρακτορείο «Κορόνα» με τα χρήματα ενός Ρώσσου. Σε σχετικές ερωτήσεις, ανέφερε πως το ποσό που ο κατηγορούμενος χρωστούσε στο τέλος κάθε βδομάδας μπορεί να ήταν €500, €1.000 ή και €2.000 και σε αυτό το ποσό συνυπολογίζονταν και τα ποσά που κέρδιζε. Απ’ ότι της είπε ο σύζυγός της, αυτός τηρούσε ένα βιβλίο στο οποίο σημείωνε τα ποσά που ο κατηγορούμενος κέρδιζε και έχανε, το οποίο βιβλίο πέταξε ο σύζυγος της όταν πήραν το σπίτι. Δεν γνωρίζει αν το εν λόγω βιβλίο αφορούσε και άλλους πελάτες. Ο σύζυγός της ήταν αυτός που την πληροφόρησε ότι το πρόσωπο με το οποίο τσακώθηκε στο τηλέφωνο ήταν ο κατηγορούμενος. Διαφώνησε με την θέση, ότι ποτέ δεν της ανέφερε ο σύζυγος της ότι είναι με τον κατηγορούμενο που τσακώνονταν στο τηλέφωνο. Ο σύζυγος της είναι, επίσης, αυτός που την ενημέρωνε για τα ποσά που ο κατηγορούμενος χρωστούσε. Δεν γνωρίζει ότι το ποσό που δηλώθηκε στο Κτηματολόγιο και που τελικά ο σύζυγός της πλήρωσε στον πατέρα του κατηγορούμενου ήταν €60.000. Διαφώνησε με τη θέση που της υποβλήθηκε, ότι ο λόγος που συνεργάστηκε με την Αστυνομία και έδωσε την κατάθεση της ήταν, γιατί ήθελε να έχει καλές σχέσεις ενόψει του ότι διαχειρίζεται το γραφείο στοιχημάτων.
Ο Μ.Κ.17, Μάριος Μιχαηλίδης, στην κατάθεση του, Έγγραφο Π, αναφέρει ότι διατηρεί το λογιστικό – ελεγκτικό γραφείο MMCA Audit Ltd. Τον Νοέμβριο του 2020 ο κατηγορούμενος του ζήτησε να ελέγξει τα βιβλία του Θεάτρου για τα έτη 2016-2019, λέγοντας του ότι θα έπρεπε να υποβάλλονταν άμεσα στον Έφορο Εταιρειών οι οικονομικές καταστάσεις και ότι η Τράπεζα Κύπρου θα τους έκλεινε τον λογαριασμό. Ένεκα της γνωριμίας τους ως συμμαθητές και του γεγονότος ότι ο κατηγορούμενος είναι παντρεμένος με την αδελφότεκνή του, πήρε το θάρρος να τον πιέσει για να αποδεχθεί. Σε επικοινωνία που είχε με τον Δήμαρχο συμφώνησαν, έναντι αμοιβής ύψους €5.000, να αρχίσει τον έλεγχο στα λογιστικά βιβλία για τα πιο πάνω έτη και να ετοιμάσει οικονομικές καταστάσεις. Παρέλαβε τα λογιστικά βιβλία, «όποια και να ήταν αυτά», αφού υπήρχαν τεράστιες ελλείψεις και αδυναμίες και προσπάθησε να αρχίσει τον έλεγχο, ενημερώνοντας το Δ.Σ της Εταιρείας για τα πιο πάνω. Τον Μάϊο του 2021 ολοκλήρωσε τον έλεγχο των βιβλίων για την περίοδο 2016-2017 και δεν βρήκε οποιοδήποτε έλλειμα. Μεταξύ των εξόδων που εντόπισε ήταν και ο φόρος θεάματος ο οποίος παρουσιαζόταν στα βιβλία ως έξοδο και ως τέτοιο το εξέλαβε και ο ίδιος. Όταν το καλοκαίρι του 2021 ο Δήμαρχος του ζήτησε να ελέγξει πως κατέληξε στο ποσό που αφορούσε το φόρο θεάματος, αντιλήφθηκε, μετά από τον έλεγχο που έκανε, ότι δεν επρόκειτο για έξοδο του Θεάτρου αλλά για φόρο θεάματος τρίτων και ως εκ τούτου το ποσό αυτό έλειπε από το ταμείο. Παρασύρθηκε, όπως είπε, λόγω της απειρίας του στο θέμα του φόρου θεάματος. Ενημέρωσε άμεσα τον Δήμαρχο για το λάθος του και αναθεώρησε τους λογαριασμούς παρουσιάζοντας τελικά το ποσό για το φόρο θεάματος ως έλλειμμα στο ταμείο. Πέραν του πιο πάνω λάθους του, οι λογαριασμοί που ετοίμασε δεν παρουσίαζαν άλλα λάθη.
Σε περαιτέρω εξέτασή του, αναγνώρισε το Τεκμήριο 6 ως τις οικονομικές καταστάσεις για το 2017, στις οποίες ο φόρος θεάματος καταχωρήθηκε ως έξοδο. Αναγνώρισε, επίσης, το Τεκμήριο 9 ως τις οικονομικές καταστάσεις στις οποίες διορθώθηκε το λάθος, ώστε το ποσό του φόρου θεάματος ύψους €36.438 να παρουσιάζεται ως έλλειμα του ταμείου. Από τη στιγμή, όπως είπε, που το Θέατρο είσπραττε το φόρο θεάματος για να το δώσει στο Δημαρχείο, λανθασμένα το Θέατρο το καταχωρούσε ως έξοδο. Ο μάρτυρας αναγνώρισε, επίσης, την επιστολή ημερ. 13/05/2021 (Παράρτημα Δ του Τεκμηρίου 7) την οποία, όπως είπε, απέστειλε πριν την ολοκλήρωση του ελέγχου και ακολούθως αναφέρθηκε στις «Παρατηρήσεις» που αναγράφονται σε αυτή. Ειδικότερα, σε ότι αφορά την παρατήρησή του για τις εισπράξεις, ανέφερε πως ενώ στο ταμείο θα έπρεπε να καταχωρούνταν μόνο τα ποσά που εισπράχθηκαν, εντούτοις υπήρχαν περιπτώσεις που καταχωρούνταν ως εισπράξεις και ανείσπρακτα ποσά.
Κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε πως εάν δεν γινόταν το λάθος για το φόρο θεάματος, το ποσό αυτό θα έπρεπε να υπήρχε στο ταμείο. Για τον εν λόγω φόρο θα έπρεπε, όπως είπε, να υπήρχε ένας λογαριασμός χρέωσης στον οποίο θα καταχωρούνταν τα χρήματα των τρίτων και όταν αυτοί πληρώνονταν θα έπρεπε να αφαιρούνταν, ώστε στο τέλος το Θέατρο να μην είχε χρήματα τρίτων. Θέση του ήταν, ότι από τη στιγμή που το ποσό του φόρου θεάματος εισπράχθηκε και πληρώθηκε στο Δημαρχείο και αυτό το ποσό δεν βρέθηκε στο ταμείο του Θεάτρου, αυτό σημαίνει πως υπήρχε έλλειμα στο ταμείο. Αν ο πιο πάνω φόρος, όπως περαιτέρω είπε, καταχωρείτο ως είσπραξη στο ταμείο τότε δεν θα υπήρχε έλλειμα. Όπως εξήγησε, η πληρωμή του φόρου έγινε χωρίς να υπάρχει καταχωρημένη η είσπραξή του.
Κατά τον έλεγχο που διενήργησε εντόπισε τα εκκαθαριστικά και οι καταχωρήσεις σε αυτά ήταν ορθές. Εξ’ όσων νομίζει αυτά ετοιμάζονταν από την Έλενα Θεοδώρου η οποία, όπως του ανέφερε, δεν είχε την κατάλληλη κατάρτιση για να χειριστεί αυτά τα θέματα. Ένα λάθος που εντόπισε ήταν ότι, όταν δινόταν μια προκαταβολή αυτή καταχωρείτο ως πώληση, ενώ αυτό θα έπρεπε να γινόταν μόνο όταν πληρωνόταν όλο το ποσό και εκδιδόταν τιμολόγιο. Επίσης, εκδίδονταν αποδείξεις για πληρωμές που γίνονταν έναντι, ενώ οι αποδείξεις θα έπρεπε να εκδίδονταν όταν εξοφλούνταν τα τιμολόγια. Οι εισπράξεις, επίσης, δεν ήταν ισοσκελισμένες με τις αποδείξεις εισπράξεων, για το λόγο ότι μπορεί να υπήρχαν τιμολόγια που δεν εισπράχθηκαν. Δεν απέκλεισε και την πιθανότητα να υπήρχαν χρεώστες που δεν μπορούσαν να εντοπιστούν και συνακόλουθα να όφειλαν χρηματικά ποσά.
Ερωτηθείς, αν η «λογιστική ακαταστασία» που εντόπισε θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα, ότι σε αυτή οφειλόταν το έλλειμα των χρημάτων, απάντησε καταφατικά. Ένεκα της «ακαταστασίας» αυτής, όπως είπε, δεν μπορεί να γνωρίζει που χρησιμοποιήθηκε το ποσό του ελλείματος του ταμείου. Ούτε γνωρίζει, αν το ποσό του ελλείματος δεν χρησιμοποιήθηκε για κάποιες πληρωμές. Συμφώνησε με τη θέση, ότι το ποσό του ελλείματος δεν μπορούσε να προσδιορίσει σε τι οφειλόταν. Στην ερώτηση κατά πόσο η απουσία καταλόγου χρεωστών και των ποσών που χρωστούσαν πιθανόν να αντιστοιχεί στο ποσό του ελλείματος, απάντησε ότι πιθανόν να αφορά κάποιο μέρος αυτού. Τα παραστατικά των εξόδων, για τα οποία υπήρχε μεγάλη ακαταστασία, αποτελούσαν και αυτά άλλη μία πηγή, μη ανιχνεύσιμη, για ποσά που πιθανόν να πληρώθηκαν χωρίς παραστατικά.
Στην ερώτηση, κατά πόσο το έλλειμα του ταμείου θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ένεκα των πιο πάνω παραγόντων, απάντησε ότι σύμφωνα με τους όρους εντολής του η εργασία του δεν επεκτάθηκε σε έρευνα για το που πήγαν τα χρήματα που λείπουν από το ταμείο. Σαν εμπειρογνώμονας, όπως περαιτέρω είπε, δεν διενήργησε την κατάλληλη εργασία για να καταλήξει που πήγαν τα χρήματα. Θα μπορούσε να πιθανολογήσει, ότι υπήρχαν οφειλόμενα από χρεώστες, ότι πληρώθηκαν έξοδα για τα οποία χάθηκαν τα τιμολόγια ή ότι κάποιος τα οικειοποιήθηκε. Στην ερώτηση, πως είναι δυνατόν να λείπει μόνο το ποσό του φόρου θεάματος, απάντησε ότι από τη στιγμή που εντόπισαν στα βιβλία το ποσό για τον εν λόγω φόρο ενώ δεν θα έπρεπε να βρισκόταν εκεί, υπέθεσαν ότι αυτό είναι το έλλειμα του ταμείου. Συνεχίζοντας ανέφερε, πως δεν είναι βέβαιος ότι το έλλειμα που εντόπισαν αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα το ποσό του φόρου θεάματος. Όπως εξήγησε, δεν πρόκειται για περίπτωση που το έλλειμα του ταμείου πρόκυψε από μία καταμέτρηση και εντοπίστηκε ο φόρος θεάματος.
Κατά την επανεξέτασή του, ανέφερε πως για να υπάρχει έλλειμα σημαίνει πως είτε κάποιος πήρε τα χρήματα είτε «κάτι» δεν καταγράφηκε στα βιβλία για να το εντοπίσουν.
Ως Μ.Κ.18 κατέθεσε ο ανακριτής της υπόθεσης, Αστ. 3503 Α. Γιαννακού, ο οποίος υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και είναι τοποθετημένος στο γραφείο διερεύνησης οικονομικού εγκλήματος του ΤΑΕ. Είναι, όπως είπε, κάτοχος όλων των διπλωμάτων της λογιστικής, έχει εγγραφεί στο Association of Chartered Certified Accountants και είναι κάτοχος πτυχίου και μεταπτυχιακού στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Υιοθέτησε στο Δικαστήριο την κατάθεσή του, Έγγραφο Ρ, στην οποία αναφέρεται στην καταγγελία που ο Μ.Κ.12 υπέβαλε στο ΤΑΕ για την κατάχρηση του επίδικου ποσού και στην παραλαβή στις 03/01/2022 της Έκθεσης με τα συνοδευτικά της έντυπα, που ο Νίκος Κυριακίδης της Deloitte Ltd ετοίμασε για τα έτη 2017-2020. Αναφέρθηκε, επίσης, στην έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας της οικίας του κατηγορούμενου τα οποία, με τον όρκο που συνόδευε το αίτημα για την έκδοση τους, κατέθεσε ως Τεκμήρια 23, 24 και 25, αντίστοιχα. Όταν, όπως είπε, ο κατηγορούμενος συνελήφθη και του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο απάντησε, «δεν θέλω να πω κάτι, θέλω τον δικηγόρο μου». Ανέφερε, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος κατά την ανάκρισή του στις 03/01/2022, τού ανέφερε ότι στο παρελθόν πήρε κάποιο ποσό από τα ταμεία του Θεάτρου, το οποίο επέστρεψε και ότι για την πράξη του αυτή ενημερώθηκε ο Μ.Κ.12.
Στη συνέχεια είπε, πως αν και ο αποβιώσας, Μ. Αθανασίου αρνήθηκε να καταθέσει στην Αστυνομία γραπτώς τους ισχυρισμούς του, γιατί όπως του είπε γενικά, δεν ήταν κάτι που έπραττε, επειδή δεν ήθελε να πηγαίνει στο Δικαστήριο, εντούτοις προφορικά, του είπε ότι ο κατηγορούμενος, κατά την χρονική περίοδο των τελευταίων, από τότε, τεσσάρων ετών, ήταν θαμώνας του πρακτορείου στοιχημάτων του, όπου και στοιχημάτιζε σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, εβδομαδιαίως, περί τις €2.000 - €2.500, ότι τον δάνεισε αρκετές φορές με αποτέλεσμα την δημιουργία, σε κάποια φάση, χρέους προς αυτόν, €98.000. Προς εξόφληση του εν λόγω χρέους συμφώνησαν, όπως περαιτέρω του λέχθηκε από τον αποβιώσαντα, η μεταβίβαση προς αυτόν της ιδιοκτησίας της πατρικής οικίας του κατηγορουμένου στη Βάσα Κοιλανίου και αναφέρθηκε στους όρους της εν λόγω συμφωνίας. Επιπρόσθετα, ο Μ.Κ.18 πρόβαλε, ότι ο αποβιώσας του είπε για τον κατηγορούμενο, ότι ήταν εθισμένος στη στοιχηματική δραστηριότητα, αναφέροντας του πως, ακόμη και κατά την περίοδο που, λόγω των μέτρων περιορισμού ένεκα της πανδημίας του κορονοϊού 2019 (covid-19), δεν πραγματοποιούνταν ποδοσφαιρικοί αγώνες, ο κατηγορούμενος στοιχημάτιζε σε εικονικούς («virtual»). Επίσης, του δήλωσε πως, λόγω της στοιχηματικής του ανάγκης, ο κατηγορούμενος δανειζόταν χρήματα από τοκογλύφους, στους οποίους χρωστούσε αρκετά. Ο μάρτυρας, περαιτέρω, αναγνώρισε το Τεκμήριο 13, ως το ημερολόγιο ενέργειας που ετοίμασε η Μ.Κ.8 σχετικά με τα τεκταινόμενα και λεγόμενα της πιο πάνω συνάντησης με τον αποβιώσαντα και η οποία μετά από την συνάντηση τους, στην οποία ήταν και αυτή παρούσα, ετοίμασε το εν λόγω ημερολόγιο, εν γνώση του για το ο,τιδήποτε αναγράφεται σχετικά, και με την έγκριση του. Επιπλέον, ισχυρίστηκε πως, κατά την συνέντευξη με τον αποβιώσαντα, αμφότεροι με την Μ.Κ.8, ελάμβαναν σημειώσεις των ισχυρισμών του στην παρουσία του και ότι, τον είχαν ενημερώσει πως, από την στιγμή που δεν θα προέβαινε σε γραπτή κατάθεση, αυτούς θα τους κατέγραφαν σε ημερολόγιο ενέργειας. Ο αποβιώσας, δεν τους εναντιώθηκε σε αυτό. Τουναντίον, τους είπε πως δεν τον προβλημάτιζε. Είπε, επίσης, ότι η σύζυγος του αποβιώσαντα, Μ.Κ.16, του επιβεβαίωσε ουσιαστικά τους ανωτέρω ισχυρισμούς του συζύγου της.
Συνεχίζοντας ανέφερε, ότι όταν στις 08/01/2022 ανέκρινε εκ νέου τον κατηγορούμενο, αυτός αρνήθηκε ότι στοιχημάτιζε σε ποδοσφαιρικούς αγώνες και ότι δανείστηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο για να στοιχηματίζει. Σχετικά με το περιεχόμενο της κατάθεσης του Γ. Κωνσταντίνου, Μ.Κ.10, Έγγραφο Κ, ανέφερε ότι μετά που κατέγραψε τα όσα του ανέφερε ο εν λόγω μάρτυρας, του διάβασε την κατάθεση του την οποία και υπέγραψε.
Σε περαιτέρω ερωτήσεις ανέφερε, πως πέραν από τη διερεύνηση της υπόθεσης που ανέλαβε με την Μ.Κ.8, ανέλαβε και την οικονομική έρευνα της υπόθεσης και ότι ανέλυσε τα αποτελέσματα που εντόπισε στους λογαριασμούς του κατηγορούμενου, της συζύγου του και της εταιρείας του, λογαριασμούς τους οποίους εξασφάλισε δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου. Με βάση τους εν λόγω λογαριασμούς ετοίμασε μια κατάσταση με τις μηνιαίες καταθέσεις μετρητών στους τραπεζικούς λογαριασμούς του κατηγορούμενου, της συζύγου και της εταιρείας του, για την περίοδο από το 2017-2020 (Τεκμήριο 32). Συνεχίζοντας ανέφερε, πως από τη μελέτη των λογαριασμών που διατηρούσαν οι προαναφερόμενοι στην Ελληνική Τράπεζα (Τεκμήριο 34), παρατήρησε, μεταξύ άλλων, ότι σ’ ένα από τους λογαριασμούς του κατηγορούμενου που αφορούσε μία P-card, υπήρχε μία πληρωμή των €20 σε μία εταιρεία στοιχημάτων. Παρατήρησε, επίσης, ότι λίγες μέρες μετά την ανάθεση του κλεισίματος των λογαριασμών του Θεάτρου στην εταιρεία MMCA Audit Ltd, αυτή έκανε στις 03/12/2020 έμβασμα €1.000 στο λογαριασμό της συζύγου του κατηγορούμενου (Μ.Υ.4). Σε ότι αφορά τους λογαριασμούς που ο κατηγορούμενος διατηρούσε στην ΚΕΔΙΠΕΣ και στην Alpha Bank (Τεκμήρια 35 και 36, αντίστοιχα) αυτοί, όπως είπε, παρουσίαζαν χρεωστικά υπόλοιπα. Από τη μελέτη του λογαριασμού του κατηγορούμενου στη CDB Bank, στην οποία όπως είπε, ο κατηγορούμενος διατηρούσε τον «κύριο» λογαριασμό του (Τεκμήριο 33), εντόπισε ότι οι καταθέσεις σε αυτόν, συνήθως, γίνονταν για να καλυφθεί το αρνητικό υπόλοιπο. Ακολούθως, ανέφερε τις παρατηρήσεις του σχετικά με κάποια εμβάσματα που έγιναν στο λογαριασμό του κατηγορούμενου και στις ενέργειες που προέβη σχετικά με αυτά, για τις οποίες ετοίμασε τα ημερολόγια ενεργείας, τεκμήρια 37, 38 και 39. Ανέφερε, επίσης, ότι στο Τεκμήριο 33 εντόπισε πέντε εμβάσματα για το συνολικό ποσό των €13.700 που η εταιρεία Avaton Communications Ltd κατέθεσε στο λογαριασμό του και τα οποία, εξ’ όσων του ανέφερε η Μ.Κ.13, αφορούσαν παραστάσεις που θα έκανε η εταιρεία της με το Θέατρο.
Είπε, επίσης, ότι αυτό που προκύπτει από τη διερεύνηση που έκανε στα έγγραφα και εκκαθαριστικά είναι ότι, ο κατηγορούμενος είχε τον απόλυτο έλεγχο στο να κλείνει τις παραστάσεις, να καθορίζει τα ενοίκια, να λαμβάνει ή όχι προκαταβολές και να δίνει το λογαριασμό που θα κατατίθονταν οι προκαταβολές. Δεν εντόπισε οποιοδήποτε έγγραφο και κανένας δεν του ανέφερε, ότι υπήρχε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που μπορούσε να υπογράφει και να δεσμεύει το Θέατρο. Ερωτηθείς για τον τρόπο δράσης του κατηγορούμενου σε ότι αφορά τη φερόμενη κλοπή του επίδικου ποσού, ανέφερε πως ενώ το κάθε ποσό που εισέπραττε το Θέατρο για το φόρο θεάματος θα έπρεπε να γινόταν κατάθεση στο λογαριασμό του Θεάτρου και ακολούθως να καταβαλλόταν στον Δήμο Λεμεσού, αντ’ αυτού εκδίδονταν επιταγές από το λογαριασμό του Θεάτρου για εξόφληση του φόρου, χωρίς να γίνονταν οι καταθέσεις των ποσών που εισπράχθηκαν για τον φόρο, με αποτέλεσμα τα μετρητά να παρέμεναν την κατοχή του κατηγορούμενου.
Ερωτηθείς κατά πόσο είχε και η Έλενα Θεοδώρου (Μ.Κ.19) εμπλοκή, ανέφερε πως και αυτή είχε πρόσβαση σε χρήματα, όμως αυτό το οποίο αντιλήφθηκε από τη διερεύνηση είναι ότι τον έλεγχο στα μετρητά τον είχε ο κατηγορούμενος και ότι, ουσιαστικά, η προαναφερόμενη λάμβανε εντολές από τον κατηγορούμενο και ήταν υπό την καθοδήγηση του.
Ο μάρτυρας, περαιτέρω, κατέθεσε ως Τεκμήρια τα ακόλουθα:
1) Τις ανακριτικές καταθέσεις του κατηγορούμενου ημερ. 03/01/2022 και 08/01/2022 (Τεκμήρια 26 και 29, αντίστοιχα).
2) Δέσμη εγγράφων αποτελούμενη από πιστοποιητικά έρευνας της ακίνητης ιδιοκτησίας του κατηγορούμενου, της συζύγου του και της εταιρείας του από τα οποία, όπως είπε ο μάρτυρας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης ενός διώροφου κτιρίου που βαρύνεται με υποθήκη και memo, ότι η σύζυγος του είναι ιδιοκτήτρια ενός γραφείου το οποίο βαρύνεται με memo και ότι η εταιρεία του δεν είναι ιδιοκτήτρια οποιουδήποτε ακινήτου (Τεκμήριο 27).
3) Τη Δήλωση μεταβίβασης ακινήτου με τα συνημμένα σε αυτή έγγραφα και αποδείξεις (Τεκμήριο 28). Όπως είπε ο μάρτυρας, από τα εν λόγω έγγραφα προκύπτει ότι δυνάμει συμφωνίας πώλησης ημερ.13/07/2021, ο πατέρας του κατηγορούμενου (Μ.Υ1) πώλησε στον υιό του αποβιώσαντα Μ. Αθανασίου ένα ακίνητο για το ποσό των €60.000. Είπε, επίσης, πως ενώ από το πιο πάνω Τεκμήριο προκύπτει ότι κατά την πιο πάνω ημερομηνία ο κατηγορούμενος και ο αποβιώσας υπέγραψαν στη συμφωνία πώλησης, εντούτοις ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του ημερ. 08/01/2022 (Τεκμήριο 29), είπε ότι η τελευταία φορά που συνάντησε τον αποβιώσαντα ήταν 2 χρόνια πριν την πιο πάνω κατάθεση του. Επικαλούμενος την εμπειρία του ως Αστυνομικός, εξέφρασε την γνώμη πως, πολύ συχνά, οι συμβαλλόμενοι, για σκοπούς αποφυγής υψηλότερης φορολογίας και τελών, στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, δηλώνουν τιμή πώλησης χαμηλότερη της πραγματικής.
4) Την Ένορκη Δήλωση ημερ. 07/01/2022 που συνόδευε την αίτηση με αρ. 2/22 για την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τραπεζικών λογαριασμών (Τεκμήριο 30) και
5) Δέσμη εγγράφων από τον Έφορο Εταιρειών με σχετική επιστολή (Τεκμήριο 31), από την οποία, όπως είπε, προκύπτει ότι εκτός από την εταιρεία Αναλόγιο, ουδεμία άλλη εταιρεία είναι εγγεγραμμένη επ’ ονόματι του κατηγορούμενου και της συζύγου του.
Κατά την αντεξέτασή του διαφώνησε με τη θέση που του υποβλήθηκε, ότι τα εμβάσματα στο λογαριασμό του κατηγορούμενου ημερ. 13/09/2017 και 24/04/2019 δεν αφορούσαν προκαταβολές για τη χρήση του Θεάτρου, αλλά προκαταβολές για εργασίες που θα γίνονταν για κατασκευή και τοποθέτηση σκηνικών, επαναλαμβάνοντας ότι αυτό που του είχε αναφέρει ο Vitaliy Nedilco ήταν ότι επρόκειτο για προκαταβολές για παραστάσεις που θα έκανε και ότι όπως παρατήρησε στα σχετικά εκκαθαριστικά ουδεμία αναφορά υπήρχε για προκαταβολές είτε για τη χρήση του Θεάτρου είτε για εργασίες. Αναφορικά με το έμβασμα των €1.000 που έγινε στις 13/07/2020 και τη θέση που του τέθηκε ότι, δηλαδή, το ποσό αυτό αντιπροσώπευε την αμοιβή του κατηγορούμενου για τη μετάφραση που έκανε, ο μάρτυρας απάντησε πως δεν μπορεί να γνωρίζει κάτι τέτοιο από τη στιγμή που δεν μπόρεσε να μιλήσει με το πρόσωπο που αναφέρει στο ημερολόγιο ενεργείας του, Τεκμήριο 38.
Ερωτηθείς για ποιο λόγο ο αποβιώσας Μ. Αθανασίου δεν έδωσε κατάθεση, είπε πως ο τελευταίος του ανέφερε ότι δεν έδινε καταθέσεις και ότι δεν ήθελε να «πηγαίνει» στα Δικαστήρια. Διαφώνησε με τη θέση που του υποβλήθηκε ότι, δεν ενημέρωσε τον αποβιώσαντα πως αυτά που θα έλεγε θα γράφονταν και ότι εφόσον δεν ήθελε να ερχόταν στο Δικαστήριο θα μετέφεραν οι ίδιοι το τι τους ανέφερε, λέγοντας ότι ενημέρωσε το πιο πάνω πρόσωπο. Διαφώνησε, επίσης, με τη θέση ότι ο αποβιώσας δεν του είπε αυτά που καταγράφει στην κατάθεσή του και τα όσα προφορικά ανέφερε στο Δικαστήριο. Ερωτηθείς, κατά πόσο αντιλήφθηκε ότι τα όσα του ανέφερε ο αποβιώσας για το τίμημα πώλησης του ακινήτου δεν υποστηρίζονταν από το αγοραπωλητήριο έγγραφο που εξασφάλισε από το Κτηματολόγιο, επανέλαβε τη θέση που ανέφερε ότι από την εμπειρία του σε υποθέσεις που εμπλέκονται ακίνητα, σε ελάχιστες έως μηδαμινές περιπτώσεις δηλώνεται το πραγματικό τίμημα και ότι το Κτηματολόγιο υιοθετεί τη συμφωνηθείσα τιμή πώλησης. Σε σχετική ερώτηση, απάντησε πως δεν γνώριζε ότι πριν πωληθεί το ακίνητο στο υιό του αποβιώσαντα αυτό προσφερόταν για πώληση μέσω διαφήμισης σε ιστοσελίδα.
Συνεχίζοντας ανέφερε, πως όταν είχαν εκδηλώσεις από παραγωγούς αρχικά είχαν τις ηλεκτρονικές πληρωμές που γίνονταν στο Θέατρο μέσω της Sold-Out Ticket στην οποία μεταφέρονταν απευθείας τα χρήματα. Tα μετρητά από την πώληση εισιτηρίων που γίνονταν από τα ταμεία του Θέατρου για τις ίδιες εκδηλώσεις, κατέληγαν στον κατηγορούμενο. Τα χρήματα για τις καταθέσεις στην Τράπεζα συνήθως της τα έδινε ο κατηγορούμενος και κάποιες φορές, κατόπιν συνεννόησης της με τον κατηγορούμενο, εισέπραξε και η ίδια τα χρήματα του ταμείου, επειδή θα έπρεπε να κάνει κατάθεση για την κάλυψη επιταγών που εκδώσαν. Για τις επιταγές που έκδιδε είχε πάντοτε την έγκριση του κατηγορούμενου και την υπογραφή του στα τιμολόγια και ακολούθως τις έπαιρνε στο Δήμο για υπογραφή. Η ίδια δεν είχε καμία πρόσβαση στα χρήματα που έπαιρνε και κρατούσε ο κατηγορούμενος ούτε και του άσκησε οποτεδήποτε έλεγχο γι’ αυτά. Με τις οδηγίες πάντοτε του κατηγορούμενου προέβαινε σε καταθέσεις χρημάτων στην τράπεζα, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις κατάθεση στην τράπεζα έκανε ο κατηγορούμενος και η Μ.Κ.2.
Περί τον Οκτώβρη του 2019 ο κατηγορούμενος της είπε ότι οικειοποιήθηκε σε τρεις περιπτώσεις το συνολικό ποσό των €10,540, επειδή όπως της είπε είχε μεγάλη ανάγκη. Του ζήτησε, να τα επιστρέψει και τον συμβούλεψε να μην ασχολείται με το ταμείο και να αφήσει την ίδια ή και την Μ.Κ.2 να εισπράττουν. Όπως, επίσης, αναφέρει είχε ενημερώσει σχετικά την Μ.Κ.2 και της εξέφρασε τους φόβους της για κακοδιαχείριση του ταμείου από τον κατηγορούμενο στη βάση των όσων ο ίδιος της παραδέχθηκε. Μέρος του πιο πάνω ποσού και συγκεκριμένα το ποσό των €3.000, ο κατηγορούμενος το επέστρεψε πριν συναντήσει τον Δήμαρχο, ενώ το υπόλοιπο το ξόφλησε σε μεταγενέστερο χρόνο με δόσεις.
Ανέφερε, επίσης, ότι περί τον Μάρτη του 2020 ο κατηγορούμενος ζήτησε δάνειο από τον Δήμο Λεμεσού και εν αγνοία της ο ίδιος έκδωσε επιταγή για το ποσό των €4.000 την οποία πήρε για υπογραφή στον Δήμο. Όταν αυτή είδε το «αντίτυπο», και τον ρώτησε αυτός της είπε ότι ήταν φιλοδώρημα για το 2019, του έδωσε ένα χαρτί που υπέγραψε και δεν του έκανε αποκοπές από το μισθό του. Το τρέχον έτος έμαθε ότι τελικά το πιο πάνω ποσό δεν ήταν φιλοδώρημα, αλλά του δόθηκε έναντι των μισθών του. Στη συνέχεια, η μάρτυρας αναφέρθηκε στο ποσό των περίπου €2.500 που ο κατηγορούμενος πήρε από το γραφείο της, σε σημείο που ήταν κλειδωμένο.
Δεν γνωρίζει αν οποιοδήποτε πρόσωπο οικειοποιήθηκε χρήματα από τα ταμεία του Θεάτρου, πέραν από τα πιο πάνω ποσά που πήρε ο κατηγορούμενος, τα οποία επέστρεψε, ένεκα όμως των πράξεων του αυτών εξέφρασε τις αμφιβολίες της στους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.6. Όπως, επίσης, αναφέρει είχε δανείσει δύο φορές τον κατηγορούμενο με το συνολικό ποσό των €500 το οποίο της επέστρεψε. Δεν γνωρίζει το λόγο που ο κατηγορούμενος δανειζόταν χρήματα, αλλά απ’ ότι ο ίδιος έλεγε, είχε πρόβλημα με τον γιο της γυναίκας του για θέματα ναρκωτικών.
Σε περαιτέρω εξέτασή της, αναγνώρισε το συμβόλαιο εργοδότησης της (μέρος του Τεκμηρίου 2) και σε ότι αφορά ειδικότερα τα λογιστικά της καθήκοντα ανέφερε, πως αυτά αφορούσαν τις καταχωρήσεις στο λογιστικό πρόγραμμα, την ετοιμασία του μισθολογίου και τις πληρωμές που έκανε. Δεν ήταν υπεύθυνη λογιστηρίου και ούτε θα μπορούσε να είχε αυτή τη θέση, αφού για τη θέση αυτή χρειαζόταν ένα άτομο με ανώτερες σπουδές που θα μπορούσε προετοιμάζει και κάποιες καταστάσεις για τους ελεγκτές αργότερα. Όταν μετά από μία παράσταση ο κατηγορούμενος της έδινε το εκκαθαριστικό, αυτή προχωρούσε με την έκδοση του τιμολογίου που αφορούσε το ποσό του ενοικίου και το καταχωρούσε ως έσοδο. Τις περισσότερες φορές οι καταθέσεις στην Τράπεζα δεν γίνονταν για το ενοίκιο μίας παράστασης, αλλά αφορούσαν συνολικά ποσά που περιλάμβαναν εισπράξεις εισιτηρίων από διάφορες παραστάσεις. Ο τρόπος αυτός των καταθέσεων γινόταν μετά από οδηγίες του κατηγορούμενου. Ποτέ ο κατηγορούμενος δεν της έκανε κάποιο παράπονο, φαινόταν ότι ήταν ευχαριστημένος και αναγνώριζε ότι είχε πολύ φόρτο εργασίας.
Ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που διευθετούσε τις παραστάσεις και το κόστος τους. Αυτός, επίσης, αποφάσιζε αν θα ζητούνταν προκαταβολές. Για όλα αυτά ο κατηγορούμενος την ενημέρωνε, γιατί θα έπρεπε να έκανε κάποιες ενέργειες, ώστε να μπορούσε να ανέβει η παράσταση για προπώληση. Το τιμολόγιο ενοικίασης εκδιδόταν μετά που τελείωνε η παράσταση και την ευθύνη για την καταβολή των χρημάτων στους παραγωγούς, την είχε ο κατηγορούμενος. Όταν οι ταμίες στο τέλος της ημέρας έδιναν τα χρήματα στον κατηγορούμενο, αυτός μπορεί να έκανε κάποιες πληρωμές με μετρητά ή σε παραγωγούς και το υπόλοιπο ποσό το κλείδωνε σ’ ένα συρτάρι στο γραφείο του, στο οποίο κανένας δεν είχε πρόσβαση. Αν δεν ήταν κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο εκεί για να παραδώσουν οι ταμίες τα χρήματα τα κλείδωναν, απ’ ότι θυμάται, στο συρτάρι και το πρωί της επόμενης μέρας τα έπαιρνε ο κατηγορούμενος, που συνήθως πήγαινε πρώτος στο Θέατρο. Για τις καταθέσεις που ο κατηγορούμενος έκανε στην Τράπεζα αλλά και για πληρωμές που, επίσης, έκανε σε μετρητά της έδινε πάντοτε τις αποδείξεις. Ποτέ δεν υπογράφηκε αποδεικτικό παραλαβής-παράδοσης των χρημάτων που δίνονταν στον κατηγορούμενο. Είπε, επίσης, ότι οι ταμίες την ενημέρωσαν, ότι αρκετές φορές ο κατηγορούμενος τους ζητούσε διάφορα ποσά από τα ταμεία, τα οποία του έδιναν και τα οποία εξ’ όσων την ενημέρωσαν δεν επέστρεψε.
Αναφερόμενη στον τρόπο πληρωμής του φόρου θεάματος είπε, πως αυτός καταβαλλόταν με επιταγή από το λογαριασμό του Θεάτρου προς τον Δήμο Λεμεσού με οδηγίες πάντοτε του κατηγορούμενου. Δημιούργησε, όπως είπε, ένα λογαριασμό εξόδων, στον οποίο καταχωρούσε τις πληρωμές του φόρου στον Δήμο Λεμεσού. Η ίδια δεν έλεγχε το σύστημα πωλήσεων των εισιτηρίων, απλά έβλεπε τα reports. Πάντοτε μετά το τέλος της παράστασης η Sold Out έστελνε στην ίδια και τον κατηγορούμενο τις καταστάσεις των πωλήσεων εισιτηρίων. Η ίδια δεν διαχειριζόταν το ταμείο και γι’ αυτό δεν γνώριζε ποιο ποσό βρισκόταν στο ταμείο του Θεάτρου. Τον απόλυτο έλεγχο του ταμείου τον είχε ο κατηγορούμενος και ακολουθούσε τις οδηγίες του. Ανέφερε, επίσης, πως όταν στις 28/04/2021 έγινε η καταμέτρηση των χρημάτων του ταμείου στην παρουσία του Μ.Κ.1, υπέγραψαν και οι δύο τους το έγγραφο, Τεκμήριο 4Α. Είπε, ακόμη, πως όταν θα έδινε την παραίτηση του ο κατηγορούμενος, τον είχε ρωτήσει πως οδηγήθηκε σε αυτό το σημείο και αυτός της είπε τη λέξη «τζόγος», κάτι το οποίο την ξάφνιασε, αφού δεν είχε ακουστεί οτιδήποτε γι' αυτό πριν.
Κατά την αντεξέτασή της, συμφώνησε με τη θέση ότι για τα χρήματα του φόρου θεάματος δεν γινόταν καμία κατάθεση σε συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό ως ξεχωριστό ποσό. Σε ερώτηση, αν οι λογιστές της ζήτησαν να βρει τις παραστάσεις που γινόντουσαν κάθε χρόνο για να ελέγξουν τα εισιτήρια που πωλήθηκαν, ώστε να υπολογιζόταν ο φόρος θεάματος, απάντησε πως η Deloitte Ltd πήρε και μελετούσε όλα τα files είτε λογιστικά είτε κάποια που περιλάμβαναν λεπτομέρειες παραστάσεων. Μέσα στα files που πήραν, υπήρχαν στοιχεία που αφορούσαν πληρωμές που έγιναν με μετρητά και επιταγές, τα έσοδα και την Τράπεζα. Στην υποβληθείσα θέση, ότι στο πόρισμα τους αναφέρουν πως δεν παρέλαβαν και ούτε βρήκαν καμία απόδειξη για εξόφληση τιμολογίων σε μετρητά, απάντησε πως δεν το γνωρίζει αυτό. Τα τιμολόγια των πιστωτών του Θεάτρου τα είχε η ίδια και αυτά πληρώνονταν είτε με μετρητά ή με επιταγές τις οποίες η ίδια ετοίμαζε και τις έδινε μαζί με τα τιμολόγια, στον κατηγορούμενο για να δει ποια τιμολόγια θα πληρώνονταν και να τα υπογράψει. Ακολούθως οι επιταγές υπογράφονταν από τον Δήμαρχο και τον Δημοτικό Γραμματέα. Οι πληρωμές των μετρητών και τα έσοδα, καταγράφονταν λογιστικά, όχι όμως και η ροή του ταμείου. Για όσες πληρωμές έκανε ο κατηγορούμενος της έδινε αποδείξεις. Τα εκκαθαριστικά δεν καταχωρούνταν ηλεκτρονικά στο λογιστικό πρόγραμμα, αλλά φυλάγονταν σε files τα οποία πήραν οι λογιστές. Μετά το τέλος του 2019 άρχισε και η ίδια να ασχολείται με τα εκκαθαριστικά. Όπως είπε, τα χρησιμοποιούσε, για να έβλεπε το ποσό του ενοικίου και να ετοίμαζε το τιμολόγιο. Δεν έκανε κάτι άλλο στο εκκαθαριστικό.
Ο κατηγορούμενος ποτέ δεν της είπε ότι κάποιος παραγωγός του είχε καταθέσει λεφτά για κάποια δουλειά ή κάποια ενοικίαση ή οτιδήποτε. Ερωτηθείσα, για ποιο λόγο δεν έδωσε συμπληρωματική κατάθεση για να αναφέρει, ότι ο κατηγορούμενος της είπε ότι ασχολείτο με τον τζόγο, απάντησε ότι δεν σκέφτηκε ότι χρειαζόταν να το πράξει και ότι δεν ρωτήθηκε από την Αστυνομία. Διαφώνησε με τη θέση που της υποβλήθηκε, ότι ο τελευταίος της ισχυρισμός έγινε καθ’ υπόδειξη της Αστυνομίας και/ή της Κατηγορούσας Αρχής επαναλαμβάνοντας τη πιο πάνω θέση της.
Με την είσοδο της Ticket hour στις δραστηριότητες του Θεάτρου τον Γεννάρη του 2020 ο φόρος θεάματος πληρωνόταν απ’ ευθείας στον Δήμο Λεμεσού από την Tickethour. Ο κατηγορούμενος, δεν γνώριζε λογιστική ούτε γνώριζε τι έκανε η ίδια στο λογιστικό πρόγραμμα. Δεν μπορούσε, όπως περαιτέρω είπε, να την ελέγξει. Είπε ακόμη, ότι η ίδια χρειαζόταν καθοδήγηση και περίμενε από την Deloitte Ltd ή οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ελεγκτών, να πήγαιναν πιο νωρίς αλλά μέχρι και το 2020 δεν πήγαν. Έστειλε μηνύματα στην Deloitte Ltd και πολλές φορές είπε στον κατηγορούμενο να τους τηλεφωνήσει. Ερωτηθείσα, αν η Deloitte Ltd τους έλεγε ότι δεν μπορούσαν να εργαστούν, γιατί δεν υπήρχε το λογιστικό υπόβαθρο, απάντησε πως αυτό έλεγαν αλλά το είπαν αργά περί τις αρχές του 2020. Ερωτηθείσα, εάν η έλλειψη παρακολούθησης της και καθοδήγηση της από την Deloitte Ltd, δημιούργησε τη «λογιστική ακαταστασία», απάντησε ότι εάν υπήρχαν έλεγχοι από τον πρώτο χρόνο, θα εντοπίζονταν τα όποια λάθη της και εάν υπήρχε οποιοδήποτε έλλειμα, διότι αυτό υπήρχε από τα πρώτα χρόνια. Είπε, επίσης, πως αν όλα τα χρήματα κατέληγαν εκεί που έπρεπε δεν θα υπήρχε έλλειμα ούτε και ακαταστασία. Ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που χειριζόταν τη ροή του ταμείου και δεν γινόταν η καταγραφή του.
Ως Μ.Κ.20 κατέθεσε ο Νίκος Κυριακίδης, ο οποίος όπως είπε είναι λογιστής, ελεγκτής και σύμβουλος σε χρηματοοικονομικά θέματα. Από τον Δεκέμβριο του 2002 μέχρι και τον Μάϊο του 2023 ήταν συνέταιρος στη Deloitte Ltd και ήταν ο επικεφαλής του Γραφείου Λεμεσού και του Τμήματος Παροχής Χρηματοοικονομικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών. Από τον Μάιο του 2023 έχει τη δική του εταιρεία παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών.
Στην κατάθεση του ημερομηνίας 03/01/2022, την οποία υιοθέτησε και κατέθεσε ως Τεκμήριο Τ, αναφέρει ότι στις 09/11/2021 το Δ.Σ του Θεάτρου διόρισε την Deloitte Ltd για να διενεργήσει έλεγχο και να διερευνήσει υποψίες που αφορούσαν ενδεχόμενη υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας ή και μετρητών που ενδεχομένως να διαπράχθηκε στην Εταιρεία και να οδήγησε σε ταμειακό έλλειμα. Η έρευνα θα διεξαγόταν για τα έτη 2017 έως και 2020. Ο έλεγχος που διενεργήθηκε βασίστηκε στις διαδικασίες χειρισμού των μετρητών που εισπράττονταν από τις παραστάσεις και τις εισπράξεις, παρακράτησης και του τρόπου απόδοσης του φόρου θεάματος στις Δημοτικές Αρχές. Αναφέρει, επίσης, ότι όλες οι λεπτομέρειες και τα ευρήματα της έρευνας παρουσιάζονται στην Έκθεση ημερομηνίας 29/12/2021, την οποία υπέγραψε και παρέδωσε στην Αστυνομία.
Σε περαιτέρω εξέταση του, ο μάρτυρας ανέφερε πως ήταν ο επικεφαλής της ομάδας που ετοίμασε την πιο πάνω Έκθεση, την οποία υιοθέτησε και κατέθεσε ως Τεκμήριο 41 με τα συνημμένα σε αυτή Παραρτήματα. Σ’ αυτήν, όπως ανέφερε, περιλαμβάνονται όλες οι λεπτομέρειες και τα ευρήματα της έρευνας. Στην εν λόγω Έκθεση, αρχικά γίνεται αναφορά στην προαναφερόμενη συμφωνία μεταξύ της Deloitte Ltd και της Εταιρείας για την παροχή υπηρεσιών Δικανικής Λογιστικής (Forensic Services) και τους όρους εντολής που έλαβε η Deloitte Ltd και περιλαμβάνονται στο Παράρτημα 6.1 της Έκθεσης. Το Δ.Σ της Εταιρείας, όπως αναφέρει, τους ενημέρωσε ότι περιήλθαν στην αντίληψη τους στοιχεία που δημιουργούσαν σοβαρές υποψίες για τη διάπραξη κατάχρησης και υπεξαίρεσης των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας που εστιάζονταν στα ταμειακά διαθέσιμα του Θεάτρου, από μέλη του προσωπικού του Θεάτρου. Συγκεκριμένα, οι υποψίες αφορούσαν την υπεξαίρεση μετρητών από τα ταμεία του Θεάτρου και εστιάζονταν κυρίως στο χειρισμό του φόρου θεάματος, ο οποίος επιβαλλόταν και εισπραττόταν από το Θέατρο, για όλες τις πληρωμές που γίνονταν για την είσοδο στο Θέατρο για τις παραστάσεις, που είτε διοργανώνονταν από το Θέατρο, είτε από τρίτους παραγωγούς είτε από συμπαραγωγές. Ο φόρος θεάματος, εισπραττόταν και παρακρατείτο σε μετρητά και στη συνέχεια καταβαλλόταν στο Δήμο Λεμεσού. Συνεχίζοντας αναφέρει, ότι βάση των ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων για το 2017, που αποσύρθηκαν, και με βάση τα λογιστικά αρχεία της Εταιρείας για τις επόμενες περιόδους, το ποσό του φόρου θεάματος που εμφανιζόταν, ως έξοδο, ήταν δυσανάλογα ψηλό σε σύγκριση με τα έσοδα παραστάσεων από παραγωγές του Θεάτρου, που έπρεπε να αναγνωρίζονταν ως έσοδα στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας. Το γεγονός αυτό δημιούργησε βάσιμες υποψίες στα μέλη του Δ.Σ της Εταιρείας και στην Deloitte Ltd. Ο φόρος θεάματος, όπως περαιτέρω διευκρινίζει, που αφορούσε στα έσοδα από παραστάσεις τρίτων παραγωγών που ήταν και τα περισσότερα, κατακρατείτο από το Θέατρο και στη συνέχεια αποδιδόταν στον Δήμο Λεμεσού. Συνεπώς, η πληρωμή προς τον Δήμο δεν θα έπρεπε να καταχωρείτο ως έξοδο του Θεάτρου, αλλά ως πληρωμή υποχρέωσης προς το Δήμο Λεμεσού, η οποία δημιουργείτο με την παρακράτησή του από τις εισπράξεις των τρίτων παραγωγών (βλ. παράγραφος 1.5 του Τεκμηρίου 41).
Ακολούθως, αναφέρει τις πηγές πληροφόρησης που είχε στη διάθεση του και χρησιμοποίησε για την έρευνα, που ήταν τα λογιστικά αρχεία για τα έτη 2017-2020 (περιλαμβανομένων ισοζυγίων, γενικού καθολικού και καταστάσεις λογιστικών εγγραφών), τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις για το 2017, πριν την απόσυρσή τους, τις καταστάσεις τραπεζικών λογαριασμών για τα πιο πάνω έτη, τα εκκαθαριστικά παραστάσεων του Θεάτρου καθώς και με παραγωγούς και συναφή έγγραφα σχετικά με τις άδειες χρήσης του Θεάτρου, παραγωγές ή συμπαραγωγές όπως συμφωνίες με παραγωγούς, αποδείξεις είσπραξης και αλληλογραφία όπου αυτά ήταν διαθέσιμα, τιμολόγια εξόδων και αποδείξεις πληρωμών, συνεντεύξεις με προσωπικό του Θεάτρου, έντυπα πληρωμής του φόρου θεάματος στο Δήμο Λεμεσού και καταστάσεις πώλησης εισιτηρίων οι οποίες αποστέλλονταν στο Θέατρο από τη Sold Out (βλ. 1.6 του Τεκμηρίου 41)
Στο ταμείο του Θεάτρου, όπως αναφέρει στη συνέχεια, ήταν εφικτή η πώληση εισιτηρίων είτε με μετρητά είτε με το σύστημα πληρωμής με κάρτα, το οποίο σύστημα ανήκε στη Sold Οut που αναλάμβανε τη διάθεση των εισιτηρίων. Ως εκ τούτου το Θέατρο είχε μόνο την ευθύνη της πώλησης εισιτηρίων με μετρητά στο ταμείο του. Ο φόρος θεάματος υπολογιζόταν στο 5% της αξίας των εισιτηρίων που διατέθηκαν για κάθε παράσταση και περί τον Ιούνιο του 2020 μειώθηκε στο 2.5%. Με το εκκαθαριστικό, που ετοιμαζόταν μετά την ολοκλήρωση μίας παραγωγής, διευθετούνταν οι επί μέρους οφειλές μεταξύ του παραγωγού και του Θεάτρου. Το εν λόγω εκκαθαριστικό αποτελούσε την ανάλυση των συνολικών εισπράξεων από την πώληση των εισιτηρίων σε μετρητά από το Θέατρο και κατόπιν παρακράτησης του ποσού που αναλογούσε για την άδεια χρήσης του Θεάτρου, του φόρου θεάματος και των λοιπών εξόδων, το υπόλοιπο ποσό καταβαλλόταν στον παραγωγό. Στις περιπτώσεις που τα εισπρακτέα ποσά από την πώληση των εισιτηρίων με μετρητά στο ταμείο δεν ήταν αρκετά για να καλυφθούν οι πιο πάνω παρακρατήσεις, ο παραγωγός κατέβαλλε τη διαφορά στο Θέατρο. (βλ. παραγράφους 2.3 και 2.5 του Τεκμηρίου 41).
Για σκοπούς υπολογισμού του φόρου θεάματος καθώς και των εισπράξεων και πληρωμών του, ο μάρτυρας επισύναψε στη Έκθεση του, ως Παραρτήματα 1 έως 4, αναλύσεις που αφορούν στα έτη 2017 έως και το 2020 αντίστοιχα, με βάση τα αρχεία που παραλήφθηκαν. Κατόπιν εξέτασης των λογιστικών αρχείων, διαπιστώθηκε όπως περαιτέρω αναφέρει, ότι για την παρακράτηση ή την είσπραξη του φόρου θεάματος, που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ήταν σε μετρητά, δεν γινόταν καμία καταχώριση/εγγραφή στα λογιστικά βιβλία. Ως εκ τούτου, για τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στο φόρο θεάματος, που είτε είχαν εισπραχθεί είτε παρακρατηθεί, δεν γινόταν η αντίστοιχη χρέωση του ταμείου («μετρητά στο ταμείο – Κεντρικό Ταμείο») ή του λογαριασμού μετρητών στην τράπεζα («καταθέσεις στην τράπεζα») και συνεπώς ούτε εγγραφή που να αναγνωρίζει το φόρο θεάματος ως έξοδο μόνο στις περιπτώσεις που αφορούσε σε παραγωγές του Θεάτρου και ως οφειλή προς το Δημαρχείο σε όλες τις περιπτώσεις. Παράλληλα, βάσει ελέγχου των καταστάσεων του τραπεζικού λογαριασμού δεν εντοπίστηκαν οι αντίστοιχες καταθέσεις χρημάτων που αντιστοιχούσαν στον φόρο θεάματος, εκτός από το συνολικό ποσό των €876, που αφορούσε τρείς παραστάσεις που έλαβαν χώρα το 2019, όπου ο παραγωγός, επειδή, τα μετρητά από την πώληση δεν ήταν αρκετά για να καλυφθεί ο φόρος θεάματος, κατέθεσε το πιο πάνω ποσό στον τραπεζικό λογαριασμού του Θεάτρου (βλ. παραγράφους 2.7 και 2.10 του Τεκμηρίου 41).
Συνεχίζοντας αναφέρει, ότι από λογιστικής πλευράς ο πιο πάνω χειρισμός ήταν λανθασμένος, γιατί κατά την είσπραξη του φόρου θεάματος αυτός δεν αναγνωριζόταν στα λογιστικά βιβλία του Θεάτρου, δημιουργώντας έτσι ένα κενό στο ταμείο. Επίσης, ο φόρος εγγραφόταν ως έξοδο του Θεάτρου όταν πληρωνόταν από το τραπεζικό του λογαριασμό, με αποτέλεσμα οι εγγραφές να ακολουθούσαν το σύστημα της ταμειακής λογιστικής («cash accounting») αντί του ορθού λογιστικού χειρισμού με βάση την αρχή των δεδουλευμένων εσόδων/εξόδων («accrual basis of accounting») (βλ. παράγραφο 2.12 της Έκθεσης).
Συνεχίζοντας αναφέρει, πως παρά την προαναφερόμενη λανθασμένη λογιστική μεταχείριση για το φόρο θεάματος, αυτό που ανέμενε ήταν ότι τα χρήματα που είτε εισπράττονταν από παραγωγές του Θεάτρου είτε παρακρατούνταν κατά τη συμφωνία των εκκαθαριστικών με τρίτους παραγωγούς από τα μετρητά που εισπράττονταν, το ποσό που αντιστοιχούσε στο φόρο θεάματος θα γινόταν κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου και στη συνέχεια θα χρησιμοποιείτο για την πληρωμή του με επιταγή ή με τραπεζικό έμβασμα στις Δημοτικές Αρχές. Αντ’ αυτού διαπίστωσε, ότι ο φόρος θεάματος πληρωνόταν με επιταγή από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου χωρίς να είχε προηγηθεί η κατάθεση των χρημάτων αυτών στο τραπεζικό λογαριασμό. Το γεγονός αυτό, όπως περαιτέρω αναφέρει, δημιούργησε σοβαρά ερωτήματα για το χειρισμό που ετύγχαναν τα μετρητά που αντιστοιχούσαν στην παράλληλη είσπραξη. Κατά τα έτη 2017 και 2018 μόνο το ποσό των €2,616 πληρώθηκε με μετρητά στις Δημοτικές Αρχές για το φόρο θεάματος και μόνο κατά τους πρώτους μήνες του χρόνου. Επιπρόσθετα και σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρξε οποιαδήποτε χρέωση του λογαριασμού «μετρητά στο ταμείο – Κεντρικό Ταμείο» κατά την είσπραξη των εν λόγω ποσών. Ουσιαστικά το λογιστικό αποτέλεσμα της πιο πάνω καταχώρισης παρουσιάζει μόνο την πληρωμή του φόρου, από άλλα διαθέσιμα ταμειακά ή τραπεζικά αποθέματα και όχι από τα εισπρακτέα ποσά για το φόρο θεάματος (βλ. παράγραφο 2.13 της Έκθεσης).
Ακολούθως, ο μάρτυρας αναφέρει στην Έκθεση του, πως στην προσπάθεια εξακρίβωσης του ύψους του ενδεχόμενου ταμειακού ελλείμματος από τα ταμεία του Θεάτρου, εκτός από την λεπτομερή ανάλυση των εισπράξεων για το φόρο θεάματος και την προσπάθεια εντοπισμού των εν λόγω εγγραφών ή καταθέσεων, διεκπεραιώθηκε επιπρόσθετα μια συνολική αναλυτική εξέταση υπολογισμού/εντοπισμού του ποσού το οποίο ενδεχομένως, βάσει υποψιών, να έτυχε υπεξαίρεσης. Σκοπός της ανάλυσης, όπως περαιτέρω αναφέρει, ήταν να εξακριβωθεί κατά πόσο τα χρήματα που εισπράχτηκαν για το φόρο θεάματος, παρά το γεγονός ότι λογιστικά δεν φαίνεται να καταχωρήθηκαν ξεχωριστά, είχαν πράγματι εισέλθει στα ταμεία του Θεάτρου και χρησιμοποιήθηκαν για κάλυψη των εξόδων. Επιπρόσθετα, η ανάλυση αυτή αποσκοπούσε στο να εξετάσει κατά πόσο τα ποσά που αντιστοιχούσαν στο φόρο θεάματος, γίνονταν κατάθεση συνολικά και μικτά μαζί με άλλα έσοδα/εισροές. Με τη μεθοδολογία αυτή, εξετάστηκε αν οι συνολικές εισπράξεις του Θεάτρου, αφού αφαιρεθούν οι πληρωμές των τιμολογίων τοις μετρητοίς που διενεργούνταν πριν από την κατάθεση των μετρητών που εισπράττονταν, κατέληγαν σε κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου καθώς και μετά την αφαίρεση των ποσών των καταθέσεων σε μετρητά, το ποσό που απέμενε αντιστοιχούσε στο διαθέσιμο υπόλοιπο του ταμείου του Θεάτρου στο τέλος του έτους. Αναφέρει, επίσης, ότι στο μοντέλο που σχεδιάστηκε εισάχθηκαν πληροφορίες από τα λογιστικά αρχεία αλλά και από τις εξωτερικές πηγές όπως καταστάσεις των τραπεζικών λογαριασμών καθώς επίσης και από αναλύσεις που ετοιμάστηκαν για τους σκοπούς της έρευνας βάσει εγγράφων και αρχείων που τους παραχωρήθηκαν και αναφέρονται στην παράγραφο 2.6 της Έκθεσης (βλ. παράγραφο 2.15 και 2.16 της Έκθεσης).
Με βάση την ανάλυση η οποία έγινε για τον πιο πάνω σκοπό για τα έτη 2017, 2018 και 2019, όπως αυτή παρουσιάζεται στα συνημμένα στην Έκθεση Παραρτήματα 5, 6 και 7 αντίστοιχα, διαφάνηκε ότι το ποσό που υπολείπεται για τα έτη αυτά υπολογίζεται να ανέρχεται στο ποσό των €49.986 για το 2017, €67,725 για το 2018 και €57,715 για το 2019. Τα ποσά αυτά, όπως περαιτέρω αναφέρει, αντιστοιχούν, κατά προσέγγιση στα ποσά που υπολογίσθηκαν με βάση τα στοιχεία και αναλύσεις που είχαν στη διάθεση τους, στο φόρο θεάματος για τα έτη αυτά. Βάσει των πιο πάνω αναλύσεων ενισχύθηκαν οι υποψίες, ότι τα εισπρακτέα ποσά για το φόρο θεάματος δεν εισήλθαν στα ταμεία του Θεάτρου και στους αντίστοιχους λογαριασμούς στα λογιστικά βιβλία. Παράλληλα, εντοπίστηκαν οι πληρωμές των ισάξιων ποσών που αντιστοιχούσαν στα ποσά για το φόρο θεάματος κυρίως με επιταγή από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου, χωρίς να εντοπίζονται οι αντίστοιχες καταθέσεις (βλ. παράγραφο 2.17 έως 2.19 της Έκθεσης).
Ακολούθως, αναφέρεται στη χρήση μετρητών, σε μεγάλο βαθμό, για την εξόφληση τιμολογίων, λέγοντας ότι από τις καθαρά συνολικές εισπράξεις σε μετρητά, που για το 2017 ήταν περί τις €228.000, για το 2018 ήταν €285.000 και για το 2019 ήταν €215.000, τα ποσά των μετρητών που κατατέθηκαν στην Τράπεζα ισούνται με τα ποσά των €85.500 (37.5% του συνόλου) για το 2017, €152.000 (53%) για το 2018 και €125.000 (58% του συνόλου) για το 2019. Η χρήση των μετρητών για την εξόφληση των τιμολογίων για έξοδα του Θεάτρου αποτελούσε, όπως αναφέρει, κοινή πρακτική, αφού για το 2017 το ποσό ανήλθε στις €90.000 και για το 2018 στις €45.600. Ως εκ τούτου, όπως περαιτέρω αναφέρει, διαφαίνεται ότι η Διεύθυνση του Θεάτρου δεν λειτουργούσε μικρό ταμείο «petty cash», αλλά σημαντικό μέρος από τα έσοδα του, που αποτελούνταν κυρίως από μετρητά, χρησιμοποιούνταν για εξόφληση τιμολογίων που αφορούσαν σε λειτουργικά έξοδα. (βλ. παράγραφο 2.20 της Έκθεσης).
Συνεχίζοντας τη διερεύνηση των στοιχείων που είχαν στη διάθεση τους για τον εντοπισμό και άλλων παρατυπιών που δύναται να αποτελέσουν στοιχεία που ενισχύουν τις υποψίες για ενδεχόμενες ατασθαλίες, κατάχρηση και υπεξαίρεση χρημάτων από το ταμείο του Θεάτρου, αναφέρει πως εντοπίστηκε στα βιβλία του Θεάτρου, λογαριασμός εξόδου του οποίου η λογιστική βάση είναι λανθασμένη και η ύπαρξη του δεν δικαιολογείται. Συγκεκριμένα, για την περίοδο 2017, 2018 και 2019 το ισοζύγιο συμπεριλαμβάνει λογαριασμό εξόδου με την ονομασία «εκκαθαριστικό είσπραξης από εισιτήρια». Στον εν λόγω λογαριασμό αναγνωρίστηκαν, ως έξοδο, ποσά που καταβλήθηκαν σε παραγωγούς με βάση τα εκκαθαριστικά σημειώματα με συνολικά ποσά που ανέρχονταν στις €8.709 για το 2017, €1.840 για το 2018 και €7.663 για το 2019 (σύνολο €18.212). Διεξάγοντας έρευνα για τη φύση του λογαριασμού αυτού διαπιστώθηκε, ότι σε 9 παραστάσεις (έξι κατά το 2017, μία κατά το 2018 και δύο κατά το 2019) οι πληρωμές που έγιναν με βάση τα εκκαθαριστικά ξοφλήθηκαν με επιταγές από το τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου και παράλληλα τα μετρητά που εισπράχθηκαν από την πώληση των εισιτηρίων δεν φαίνεται να κατατέθηκαν στο λογαριασμό του, ώστε να δικαιολογείτο η τραπεζική πληρωμή τους, ούτε υπήρξε η αντίστοιχη χρέωση στο λογαριασμό «μετρητά στο ταμείο-Κεντρικό Ταμείο». Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πληρωμές στους παραγωγούς γινόταν με μετρητά, αφού οι εισπράξεις εκ μέρους αυτών από την πώληση των εισιτηρίων γινόταν στα ταμεία του Θεάτρου με μετρητά και δεν ακολουθεί η κατάθεση των αντίστοιχων ποσών στην Τράπεζα, για να δικαιολογείται η πληρωμή τους από τον τραπεζικό λογαριασμό. Παρόμοιο περιστατικό φαίνεται να συνέβη όταν ακυρώθηκε μία παράσταση που θα γινόταν στις 21/04/2017 της οποίας τα εισιτήρια είχαν προπωληθεί και τα χρήματα δεν καταχωρήθηκαν στο λογαριασμό «μετρητά στο ταμείο-Κεντρικό Ταμείο» ούτε κατατέθηκαν στη Τράπεζα. Για την αποπληρωμή των ακυρωθέντων εισιτηρίων η Μ.Κ.19 ζήτησε την άμεση έκδοση επιταγής από τον Δήμο για το ποσό των €3.000, γεγονός που επιβεβαιώνει το χαμηλό ταμειακό υπόλοιπο κατά την πιο πάνω ημερομηνία, στην απουσία καταμέτρησης του ταμείου η οποία οδήγησε στην ανάγκη έκδοσης της προαναφερόμενης επιταγής. Οι λογαριασμοί, όπου παρατηρούνται τα πιο πάνω και αφορούν το συνολικό ποσό των €21.212,00 παρουσιάζονται στο Παράρτημα 8 της Έκθεσης (βλ. παράγραφο 2.21, 2.22 και 2.23 της Έκθεσης).
Ο μάρτυρας στη συνέχεια αναφέρεται στον εντοπισμό μίας πληρωμής που δεν σύναδε με τις διαδικασίες λειτουργίας του Θεάτρου. Συγκεκριμένα, σε εκκαθαριστικό παραγωγής του Θεάτρου με τον Δήμο Λεμεσού ημερ. 21-22/07/2018, το οποίο επισύναψε ως Παράρτημα 9 στην Έκθεση του, εντοπίστηκε πληρωμή από τις εισπράξεις εισιτηρίων με την Sold Out για το ποσό των €5.000. Στο εκκαθαριστικό παραγωγής, συμπεριλαμβανόταν στις αποκοπές το πιο πάνω ποσό που ήταν δυσανάλογο με τις συνήθεις αποκοπές. Από εξέταση που έγινε διαπιστώθηκε, ότι αυτό το ποσό είχε αφαιρεθεί από τα έσοδα της παράστασης και δεν παρουσιάστηκε ως δάνειο στα λογιστικά βιβλία του Θεάτρου. Μετά που ο εξωτερικός λογιστής εντόπισε ότι οι εισπράξεις του Θεάτρου, με βάση το εκκαθαριστικό δεν συμφωνούσαν με τα ποσά που καταχωρήθηκαν στα βιβλία, η Μ.Κ.19 του είπε ότι ο κατηγορούμενος το πήρε υπό μορφή δανείου και μετά τον εντοπισμό του και συγκεκριμένα στις 27/07/2021 η Μ.Κ.19 καταχώρησε την εγγραφή στα λογιστικά βιβλία, αναγνωρίζοντας το ποσό της διαφοράς ως δάνειο στον κατηγορούμενο με ημερομηνία συναλλαγής την 22/07/2018. Η απόδειξη είσπραξης εντοπίστηκε στα βιβλία αλλά ήταν ανυπόγραφη. Η εν λόγω συναλλαγή δεν φαίνεται, όπως περαιτέρω αναφέρει ο μάρτυρας, να έτυχε της έγκρισης του Δ.Σ. της Εταιρείας και συνεπώς δημιουργεί υποψίες για υπεξαίρεση. (βλ. παράγραφο 2.24 της Έκθεσης).
Ακολούθως αναφέρεται στην αξιολόγηση των ευρημάτων σχετικά με τις εσωτερικές διαδικασίες ελέγχου, όπως αυτά του αναφέρθηκαν κατά τη συνέντευξη του με την Μ.Κ.19. Συνοπτικά αναφέρει, πως η τιμολογιακή πολιτική σχετικά με την άδεια χρήση της αίθουσας ήταν στην διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, ο οποίος συζητούσε και συμφωνούσε τους όρους με τους παραγωγούς, αναλάμβανε την έκδοση των τιμολογίων και τη συμφωνία χρεώσεων του Θεάτρου προς τους παραγωγούς και μετέπειτα ενημέρωνε την Μ.Κ.19. Σε ότι αφορά τις συμπαραγωγές, ο Διευθυντής δεν χρησιμοποιούσε σταθερές χρεώσεις αλλά αυτές καθορίζονταν ανάλογα με τις συμφωνίες που διαπραγματευόταν. Σε αρκετές περιπτώσεις διαπιστώθηκαν παραλείψεις σύναψης συμφωνίας μεταξύ Θεάτρου και παραγωγών /ή και απόδειξης ή δικαιολογητικού μεταξύ των δύο μερών για τα συμφωνηθέντα και σε αρκετές περιπτώσεις τα εκκαθαριστικά ήταν ανυπόγραφα. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπήρχαν αποδείξεις παραλαβής χρημάτων από παράγωγους. Παρατηρήθηκε, επίσης, ότι δεν ήταν έγκαιρη η ενημέρωση των λογιστικών βιβλίων, με αποτέλεσμα η οικονομική εικόνα της Εταιρείας να μην ήταν αντιπροσωπευτική κατά τη διάρκεια των λογιστικών περιόδων, αλλά πολύ αργότερα όταν θα συμπληρωνόταν η ενημέρωση των λογιστικών βιβλίων. Παρατηρήθηκε, επίσης, ότι υπήρχαν ελλιπείς διαδικασίες και απουσία εγχειριδίου διαδικασιών. Συγκεκριμένα, ενώ μεγάλο μέρος των συναλλαγών διεξαγόταν με μετρητά και αυτό που θα αναμενόταν ήταν να υπήρχαν καταγραμμένες διαδικασίες για τη διαχείριση των μετρητών, εντούτοις τα χρήματα από το ταμείο έκδοσης εισιτηρίων παραδίνονταν στον Διευθυντή ή στην Μ.Κ.19 και μεταφέρονταν σε συρτάρι του γραφείου του όπου φυλάσσονταν, ενώ για την παράδοση των μετρητών μεταξύ των διαφόρων προσώπων δε εκδιδόταν καμία εσωτερική απόδειξη ή σημείωμα παράδοσης-παραλαβής. Επίσης, κατά τα επίδικα έτη δεν εφαρμοζόταν η πρακτική ετοιμασίας καταστάσεων συμφιλίωσης τραπεζικών λογαριασμών, αλλά αυτές ετοιμάζονταν μεταγενέστερα και συγκεκριμένα πριν τον λογιστικό έλεγχο με αποτέλεσμα το ταμειακό υπόλοιπο του Θεάτρου στην Τράπεζα και το ταμειακό υπόλοιπο βάση των λογιστικών αρχείων να μην συμφιλιώνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα ή κατά το τέλος του κάθε λογιστικού έτους και έτσι τα εν λόγω υπόλοιπα παρέμεναν ασυμφιλίωτα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Επίσης, ουδέποτε έγινε κατά την επίδικη περίοδο, φυσική καταμέτρηση των μετρητών, η οποία όπως αναφέρει ο μάρτυρας, αποτελεί αυτούσια και ελλιπή πρακτική (βλ. παραγράφους 2.26.1 έως 2.26.9).
Συνεχίζοντας αναφέρει πως, βάση της αξιολόγησης που διενεργήθηκε στις εσωτερικές διαδικασίες, καταδεικνύεται, ότι αυτές ήταν ελλιπείς και σε αρκετές περιπτώσεις ανύπαρκτες, και ότι η απουσία τους συντελούσε στη δημιουργία περιβάλλοντος που ήταν επιρρεπές σε ενδεχόμενες παρατυπίες ή και ατασθαλίες. Στις πλείστες των περιπτώσεων, όπως αναφέρει, η έγκριση λειτουργικών αποφάσεων αφηνόταν στην αποκλειστική και διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή. Η πρακτική αυτή σε συνδυασμό με τον ανεπαρκή διαχωρισμό των καθηκόντων του προσωπικού και συγκεκριμένα η συγκέντρωση πολλών ευθυνών στον Διευθυντή, ενεργεί ενάντια στην πρόληψη και έγκαιρο εντοπισμό τυχόν ατασθαλιών και δρα αρνητικά στην αποτελεσματική εσωτερική εταιρική διακυβέρνηση. (βλ. παράγραφο 2.26.10).
Ακολούθως αναφέρεται στα σχόλια και δηλώσεις του προσωπικού του Θεάτρου και συγκεκριμένα της Μ.Κ.19, του κατηγορούμενου, της Μ.Κ.2 και του Μ.Κ.6 (βλ. παράγραφο 3 της Έκθεσης)
Στη συνέχεια αναφέρει, ότι τα λογιστικά βιβλία κατά το έτος 2020 ήταν, σε μεγάλο βαθμό ελλιπή καθώς δεν ήταν ενημερωμένα από την λογίστρια, ενώ στα λογιστικά βιβλία για το έτος 2019 υπολείπονταν εγγραφές. Ένεκα τούτου εισηγήθηκε όπως ολοκληρωθεί η ενημέρωση των λογιστικών βιβλίων μέχρι την 28 Απριλίου του 2021, ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η φυσική καταμέτρηση του ταμείου και να γίνει συμφιλίωση του υπολοίπου του ταμείου με τα ποσά βάσει της καταμέτρησης (βλ. παράγραφο 4.8 της Έκθεσης, τεκμήριο 41).
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση, για τα έτη που έληξαν στις 31 Δεκεμβρίου 2017, 2018, 2019 και με ελλιπή στοιχεία και το 2020, προκύπτει ότι ενδεχομένως να υπήρξαν οικονομικές ατασθαλίες στην διαχείριση των μετρητών του ταμείου του Θεάτρου και υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων κυρίως σε μετρητά. Συγκεκριμένα, οι εισπράξεις ή παρακρατήσεις που αφορούσαν το φόρο θεάματος δεν εμφανίζονται να καταχωρήθηκαν στα λογιστικά βιβλία και βάσει της έρευνας που διεξάχθηκε φαίνεται να προκύπτει ότι τα ποσά αυτά κατά πάσα πιθανότητα δεν εισήλθαν στα ταμεία του Θεάτρου και δεν κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου. Από αναλύσεις που διενεργήθηκαν φαίνεται, ότι τα ποσά που αφορούν το φόρο θεάματος, τα οποία εισπράχθηκαν ή παρακρατήθηκαν και δεν κατέληξαν στον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €202.838,00. Δηλαδή, €49,031 για το έτος 2017, €67,725 για το έτος 2018, €59,155 για το έτος 2019 (€60.030-€876) και €26,927 για το έτος 2020. Έχουν εντοπιστεί οι πληρωμές των ισάξιων ποσών για το φόρο θεάματος προς τις Δημοτικές αρχές από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου, χωρίς να εντοπιστούν οι αντίστοιχες καταθέσεις ή χρεώσεις στο λογαριασμό του κεντρικού ταμείου (βλ. παράγραφο 5.1 της Έκθεσης, τεκμήριο 41).
Επιπρόσθετα, κατά τα έτη 2017 με 2019, αναγνωρίστηκαν ως έξοδα στα βιβλία της Εταιρείας, με επικεφαλίδα του σχετικού λογαριασμού εξόδου στο γενικό καθολικό «εκκαθαριστικό είσπραξης από εισιτήρια», ποσά που καταβλήθηκαν σε παραγωγούς βάση εκκαθαριστικών. Τα ποσά αυτά ανέρχονται στις €11,709 το 2017, €1,840 το 2018 και €7,663 το 2019, δηλαδή, το συνολικό ποσό ανέρχεται στις €21.212,00. Βάση των ευρημάτων της έρευνας διαπιστώθηκε ότι σε εννέα παραγωγές/παραστάσεις οι πληρωμές που αναλογούσαν σε παραγωγούς, βάση των εκκαθαριστικών, ξοφλήθηκαν με επιταγές από τον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας και παράλληλα τα μετρητά που εισπράχτηκαν από τις πωλήσεις των εισιτηρίων δεν φαίνεται να κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό, ούτως ώστε να δικαιολογείται η τραπεζική πληρωμή τους, ούτε υπήρξε η αντίστοιχη χρέωση στο λογαριασμό «μετρητά στο ταμείο – Κεντρικό ταμείο» (βλ. παράγραφο 5.2 της Έκθεσης, τεκμήριο 41).
Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι κατά το έτος 2018 και 2019 ο κατηγορούμενος είσπραξε το ποσό των €10,500, το οποίο ως ισχυρίστηκε το δανείστηκε, και για το οποίο δεν φαίνεται να υπήρχε έγκριση από το Δ.Σ της Εταιρείας. Το εν λόγω ποσό επιστράφηκε τον Ιούλιο του 2021 (βλ. παράγραφο 5.3 της Έκθεσης, τεκμήριο 41).
Από την αξιολόγηση που διενεργήθηκε στις εσωτερικές διαδικασίες της Εταιρείας καταδεικνύεται ότι αυτές ήταν ελλιπείς και σε αρκετές περιπτώσεις ανύπαρκτες. Η απουσία τυπικών ή άτυπων διαδικασιών ελέγχου και εγκρίσεων, υποδεικνύει αδυναμία εσωτερικού ελέγχου και συντελεί στη δημιουργία περιβάλλοντος που είναι επιρρεπές σε ενδεχόμενες παρατυπίες και/ή ατασθαλίες και /ή υπεξαιρέσεις (βλ. παράγραφο 5.4 της Έκθεσης, τεκμήριο 41).
Ο μάρτυρας περαιτέρω, υιοθέτησε την Έκθεση Έρευνας ημερομηνίας 23/02/23 (τεκμήριο 42), λέγοντας ότι ο λόγος που αυτή ετοιμάστηκε ήταν για να συμφιλιώσει τα ευρήματα της πρώτης Έκθεσης (τεκμήριο 41) με το υπόλοιπο του ταμείου που καταμετρήθηκε τον Απρίλιο του 2021. Σύμφωνα με την εν λόγω Έκθεση το αρχικό υπόλοιπο του ταμείου κατά την 01/01/2021, με βάση τα λογιστικά βιβλία, ήταν €4.280 (βλ. παράγραφο 2.4 και παράρτημα 2 της Έκθεσης, τεκμήριου 42). Είπε, επίσης ,ότι το έλλειμα το οποίο εντοπίστηκε για την υπό διερεύνηση περίοδο, δηλαδή, από την 01/01/2021 έως και την 28/04/2021 ανέρχεται στο ποσό των €2.234, το οποίο είναι επιπρόσθετο του επίδικου ποσού του ελλείματος των €234.550, που εντοπίστηκε με την προηγούμενη Έκθεση και αφορούσε την επίδικη περίοδο. Είπε, επίσης, ότι το συνολικό ποσό των €236.784 αποτελεί, μέχρι τις 28/04/2021, το πραγματικό και όχι το λογιστικό έλλειμα του Θεάτρου.
Σε περαιτέρω εξέταση του, εξήγησε για ποιο λόγο ήταν λανθασμένη η καταγραφή του ποσού των €36.438, ως έξοδο, στις οικονομικές καταστάσεις του 2017 (τεκμήριο 6) και για ποιο λόγο δεν θα μπορούσαν να αναλάβουν ως ελεγκτές του Θεάτρου. Όπως είπε, από τη στιγμή που το πιο πάνω ποσό καταχωρήθηκε ως έλλειμα στις νέες καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήριο 9), θα έπρεπε να γίνει έρευνα. Είπε, επίσης, ότι η αναφορά του στην Έκθεση σε ενίσχυση των υποψιών, είναι θέμα ορολογίας, αλλά και φρασεολογίας που χρησιμοποιούν μέχρι να καταλήξουν στα συμπεράσματα. Ενόψει, όπως περαιτέρω είπε, ότι υπήρχαν ελλείψεις τόσο στα βιβλία όσο και στις διαδικασίες που ακολουθούνταν, για να κατέληγε στα συμπεράσματα έκανε ουσιαστικά αναπαράσταση του ταμείου για να δει αν υπάρχει ή όχι έλλειμα, παίρνοντας όλα τα εκκαθαριστικά των παραστάσεων και δημιουργώντας ξανά τι θα έπρεπε να πάει στο ταμείο και τι να κατατεθεί. Χρησιμοποίησαν και τις καταστάσεις της Τράπεζας για να επιβεβαιώσουν τα ποσά που κατατέθηκαν. Θέση του ήταν ότι μπορεί με βεβαιότητα κάποιος να βασιστεί στα συμπεράσματα της Έκθεσης. Είπε, επίσης, ότι το γεγονός ότι έμεναν μετρητά σε συρτάρι για μεγάλο χρονικό διάσημα, δίνει την ευχέρεια στο χειρισμό τους από το πρόσωπο που τα χειρίζεται. Όπως διευκρίνισε, η εργασία έγινε με βάση τα στοιχεία που τους δόθηκαν και γι’ αυτό αναφέρεται στην Έκθεση ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το πόρισμα να ήταν διαφορετικό αν έγιναν περισσότερες εργασίες – παραστάσεις. Από τις συνεντεύξεις που έγιναν δεν τους γνωστοποιήθηκε ότι θα έπρεπε να αποταθούν και αλλού αλλά ούτε και προέκυψε κάτι τέτοιο.
Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε, ότι η διακίνηση και διαχείριση των μετρητών αποτελούσε μέρος της έρευνας του, επισημαίνοντας ότι το αντικείμενο της Έκθεσης ήταν να διαπιστωθεί αν υπήρχε έλλειμα. Τα υποκείμενα της έρευνας ήταν ο Διευθυντής και η λογίστρια, όχι όμως και οι ταμίες. Τα χρήματα που παρέδιδαν οι ταμίες δεν κατέληγαν στη Τράπεζα, αλλά στο ταμείο του Θεάτρου. Αν δεν παραδίνονταν τα χρήματα από την ταμία, αυτό δεν αποτελούσε αντικείμενο της έρευνας, αφού το έλλειμα που εντόπισε αφορούσε το φόρο θεάματος. Τον απασχόλησε η μη ύπαρξη αποδεικτικών παράδοσης-παραλαβής, αλλά εν μέρει αυτό καλυπτόταν από το γεγονός ότι γίνονταν τα εκκαθαριστικά και ο Διευθυντής έλεγχε τι εισπράχθηκε, τι έπρεπε να αποδοθεί και τι έμενε στο ταμείο. Υπήρχαν εκκαθαριστικά που δεν υπογράφηκαν, αλλά δεν γνωρίζει τον αριθμό τους. Τα εκκαθαριστικά, όπως επίσης, είπε περάστηκαν ένα-ένα στις καταστάσεις. Αν όπως είπε, το ποσό του ελλείματος εντοπιζόταν εκ των υστέρων από τις εισπράξεις, και όχι από την χορηγία του Δήμου, τότε αυτό θα αποτελούσε πλεόνασμα, όχι όμως πλεόνασμα του ταμείου. Σε σειρά ερωτήσεων που του τέθηκαν ως προς τον λόγο που η Deloitte Ltd δεν έκανε τον έλεγχο των βιβλίων, ανέφερε πως αυτά θα έπρεπε να συμπληρωθούν και ότι θα έπρεπε να πάρουν ένα ολοκληρωμένο Trial Balance πάνω στο οποίο μπορούσαν να κάνουν ισοζύγιο, ώστε να μπορούσαν να κάνουν τον έλεγχο. Ο διορισμός τους, όπως είπε, δεν ήταν η ετοιμασία των βιβλίων, αφού η εν λόγω εργασία ήταν έργο των λογιστών.
Μαρτυρία Υπεράσπισης
Ο κατηγορούμενος στη δια ζώσης μαρτυρία του, αναφέρθηκε στην πώληση των εισιτηρίων από το ταμείο του Θεάτρου, στην πολιτική τιμολόγησης και το κόστος για την άδεια χρήσης της αίθουσας του Θεάτρου. Είπε, επίσης, ότι ο Δήμος Λεμεσού έδινε κάθε χρόνο στο Θέατρο χορηγία, για την οποία η Μ.Κ.19 σε συνεννόηση μαζί του ετοίμαζαν ετήσιο προϋπολογισμό τον οποίον έδιναν στο Δ.Σ. της Εταιρείας. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην διαδικασία πώλησης των εισιτηρίων από την Sold Out και τη μεταξύ τους διευθέτηση μετά από κάθε παράσταση. Είπε, επίσης, ότι ήταν σε γνώση τους ο αριθμός των εισιτηρίων που πωλούνταν καθημερινά και οι εισπράξεις από την πώλησή τους. Στο τέλος κάθε ημέρας, όπως περαιτέρω ανέφερε, οι ταμίες έβαζαν σε φάκελο τα χρήματα από τις εισπράξεις και τα έδιναν στον ίδιο ή στην Μ.Κ.19.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη μη διενέργεια ελέγχου των βιβλίων του Θεάτρου από την Deloitte Ltd και τους λόγους που, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν γινόταν ο έλεγχος. Ανέφερε, επίσης, ότι το 2017 ζήτησε από το Δ.Σ. της Εταιρείας βοήθεια για την εκπαίδευση της Μ.Κ.19 λέγοντας τους να αποσπάσουν κάποιο υπάλληλο από τον Δήμο Λεμεσού, κάτι το οποίο δεν έγινε αποδεκτό.
Ακολούθως, αναφέρθηκε στις συνθήκες υπό τις οποίες ανέλαβε ο Μ.Κ.17 τον έλεγχο των βιβλίων του Θεάτρου, στη διακίνηση των χρημάτων από τις εισπράξεις που έκανε το Θέατρο και τους λόγους που αυτός και η Μ.Κ.19 κρατούσαν τις εισπράξεις αντί να τις κατέθεταν στην Τράπεζα μετά από κάθε εκδήλωση. Είχε δώσει, όπως είπε, εντολή στην Μ.Κ.19 για να έκανε πληρωμές με μετρητά, σε κάποιους προμηθευτές. Ο ίδιος, επίσης, πλήρωνε με μετρητά προμηθευτές και τους παραγωγούς. Αναφέρθηκε, επίσης, στην τακτική που ακολουθούσαν για την πληρωμή του φόρου θεάματος στον Δήμο Λεμεσού, λέγοντας πως δεν είχε γνώση πάντα για την επιταγή που εκδιδόταν για την πληρωμή του, επειδή δεν αφορούσε έξοδο του Θεάτρου και ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητη η έγκρισή του. Ο ίδιος δεν έκανε ποτέ υποδείξεις για την διαχείριση των χρημάτων του Θεάτρου.
Για το επίδικο έλλειμμα, δήλωσε πως αυτό που αμφισβητεί δεν είναι το εύρημα του Μ.Κ.20 για την ύπαρξη του ελλείματος, αλλά το «σενάριο» που ο μάρτυρας «έκτισε» για να το δικαιολογήσει. Αναφέρθηκε, επίσης, στο περιεχόμενο της συζήτησης που είχε με τον Μ.Κ.20 όταν συναντήθηκε μαζί του για να του αναφέρει το αποτέλεσμα της έρευνας του.
Σε ότι αφορά το εκκαθαριστικό, ο κατηγορούμενος ανέφερε πως δεν επρόκειτο για επίσημο έγγραφο του Θεάτρου αλλά για έγγραφο εσωτερικής χρήσης, το οποίο με οδηγίες του ετοίμασε η Μ.Κ.2, ώστε να κατανοούσαν και οι δύο πλευρές- Θέατρο και παραγωγός- τα οικονομικά αποτελέσματα της παράστασης. Το εκκαθαριστικό συμπληρωνόταν από την Μ.Κ.19 στον υπολογιστή της και αφού το τύπωνε το έδειχνε στον πελάτη τους. Η Μ.Κ.19 μπορεί να του έπαιρνε το εκκαθαριστικό για να το δει, μπορεί όμως και να μην του το έπαιρνε, επειδή πολλές φορές έλειπε. Οι πελάτες έκαναν την τελική εκκαθάριση με την Μ.Κ.19 η οποία έπαιρνε και προκαταβολές από αυτούς. Όπως, επίσης, είπε, συμπλήρωνε και ο ίδιος τα εκκαθαριστικά, κυρίως όταν οι πελάτες τους ήταν ρωσσόφωνοι.
Σε ότι αφορά τον αποβιώσαντα Μ. Αθανασίου, αναφέρθηκε στην γνωριμία τους και την επαγγελματική συνεργασία που είχαν στο παρελθόν. Αρνήθηκε, ότι έπαιζε στοιχήματα στο πρακτορείο του και ισχυρίστηκε πως τα όσα ανέφερε ο αποβιώσας ήταν γιατί δεν τον είχε βοηθήσει στο παρελθόν όταν του το ζήτησε. Σχετικά με τις καταθέσεις που η Μ.Κ.13 έκανε στον τραπεζικό του λογαριασμό του, ισχυρίστηκε ότι αυτές αφορούσαν παραστάσεις που θα έκαναν μαζί, οι οποίες, όμως , δεν έγιναν για τους λόγους που εξήγησε.
Κατά την αντεξέτασή του, ισχυρίστηκε ότι οι καταθέσεις στην τράπεζα γίνονταν με «πρόβλεψη» της Μ.Κ.19 που γνώριζε τις ανάγκες. Σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι η πληρωμή προκαταβολής ήταν στην διακριτική του ευχέρεια. Διαφώνησε με τις θέσεις που του υποβλήθηκαν, ότι είναι με οδηγίες του που οι καταθέσεις γίνονταν «χύμα» και ότι η Μ.Κ.19 δεν έκανε οτιδήποτε από μόνη της. Διαφώνησε, επίσης, με την θέση που του υποβλήθηκε ότι τον φόρο θεάματος τον αναλάμβανε ο ίδιος και όχι η Μ.Κ.19, λέγοντας ότι δεν ήταν δική του αρμοδιότητα και ότι δεν χρειαζόταν την έγκριση του για την πληρωμή του, όπως χρειαζόταν η έγκριση του για άλλες πληρωμές. Ποτέ, όπως ισχυρίστηκε, δεν έδωσε στην Μ.Κ.19 οδηγίες για την πληρωμή του. Διαφώνησε, επίσης, με την θέση που του υποβλήθηκε ότι είχε πει στην Μ.Κ.19 ότι το ποσό των €4.000 ήταν φιλοδώρημα ενώ στην πραγματικότητα το έλαβε έναντι των μισθών του. Διαφώνησε, επίσης, με τις θέσεις που του υποβλήθηκαν, ότι ο φόρος θεάματος δεν εισήλθε στα ταμεία του θεάτρου και ότι αυτός είχε τον έλεγχο για τον φόρο θεάματος, τις χρεώσεις και την τιμολόγηση.
Σε ότι αφορά το επίδικο ποσό των €10,500, δέχθηκε ότι το πήρε από το Θέατρο χωρίς έγκριση και ήταν η θέση του ότι ενημέρωσε την Μ.Κ.19, ενώ για το ποσό των €2.500 που πήρε σε μετρητά, ισχυρίστηκε ότι ενημέρωσε σχετικά τις Μ.Κ.2 και Μ.Κ.19 όταν επέστρεψαν στην δουλειά τους. Ήταν περαιτέρω η θέση του, ότι το ποσό που δανείστηκε από την Μ.Κ.2 ήταν €1.200 και όχι €3.000, ως ήταν η θέση της τελευταίας και ότι από τους ταμίες δεν ζήτησε δανεικά. Ήταν, επίσης θέση του, ότι «κάποιος» υπέβαλε στην Μ.Κ.19 να αναφερθεί στον τζόγο.
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι ο Μ.Κ.18 ήταν εχθρικά προκατειλημμένος εναντίον του, για τον λόγο ότι δεν ανέφερε στη διαδικασία προσωποκράτησης του, ότι ξόφλησε το ποσό των €10.500 που πήρε.
Στην κατάθεση του Τεκμήριο 26 το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε κατά την αντεξέταση του, αναφέρει ότι δεν διαχειριζόταν το ταμείο του Θεάτρου. Από τις εισπράξεις έπαιρνε και ο ίδιος χρήματα, για το λόγο ότι δεν υπήρχε οργανωμένο λογιστήριο και αποκλειστικά υπεύθυνο άτομο για τις εισπράξεις. Εκτός από τον ίδιο, χρήματα είσπραττε και η Μ.Κ.19, που είχε την ευθύνη για τις καταθέσεις στην τράπεζα, αλλά και η Μ.Κ.2 η οποία τα παρέδιδε στον ίδιο ή στην Μ.Κ.19 ή απευθείας στις εταιρείες πώλησης εισιτηρίων. Μετά από οδηγίες του γινόταν ο καταμερισμός της εργασίας και είναι αυτός που έδινε στην Μ.Κ.2 οδηγίες για να απέστελλε στις εταιρείες χρήματα, χωρίς, ωστόσο, να την έλεγχε. Δεν έκαναν, όπως περαιτέρω αναφέρει, κατάθεση μετά από κάθε παράσταση αλλά οι καταθέσεις γίνονταν όταν τα χρήματα συσσωρεύονταν και όταν θα έπρεπε να εκδιδόταν κάποια επιταγή που θα έπρεπε να καλυφθεί. Από τα χρήματα που του παραδίδονταν μετά από κάθε παράσταση απέδιδε τα οφειλόμενα στους διοργανωτές, αφού παρακρατούσε τα ποσά για την άδεια χρήσης και τον φόρο θεάματος. Τα χρήματα που παρακρατούσε τα έδινε στην Μ.Κ.19. Στο παρελθόν πήρε από το ταμείο του Θεάτρου κάποια ποσά γιατί τα χρειάστηκε, τα οποία επέστρεψε ενημερώνοντας τον Δήμαρχο Λεμεσού. Ποτέ δεν πήρε άλλα χρήματα και δεν έχει καμία σχέση με το έλλειμμα. Ούτε γνωρίζει αν κάποιος καταχράστηκε χρήματα από τα ταμεία του Θεάτρου, αλλά ούτε θεωρεί ότι κάποιος έκλεψε χρήματα από το Θέατρο.
Στη συμπληρωματική του κατάθεση, ημερ. 08/01/2022 (Τεκμήριο 29) σε ερωτήσεις που του τέθηκαν αρνήθηκε, ότι έπαιζε στοιχήματα στα πρακτορεία του Μ.Κ.10 και του Μ. Αθανασίου όπως, επίσης, αρνήθηκε ότι δανείστηκε χρήματα από τα εν λόγω πρόσωπα ή και από άλλα πρόσωπα για να παίζει στοιχήματα. Αρνήθηκε, επίσης, ότι ο λόγος που ο πατέρας του πώλησε το ακίνητο του στον Μ. Αθανασίου, ήταν για να εξοφλήσει τα χρήματα που του χρωστούσε. Είπε, επίσης, ότι μπορεί να ζητούσε δανεικά από φίλους του για τις ανάγκες του, τα οποία τους επέστρεφε.
Ως Μ.Υ.1 κατέθεσε ο Γ. Αργυρίδης, πατέρας του κατηγορούμενου, ο οποίος αναφέρθηκε στην πώληση του ακινήτου του στον αποβιώσαντα Μ. Αθανασίου για το ποσό των €60.000. Θέση του ήταν ότι για την πώληση του ακινήτου είχε κάνει δημοσίευση στο facebook και ότι ο αποβιώσας, τον οποίο δεν γνώριζε, ενδιαφέρθηκε για την αγορά του. Ένας από τους λόγους, όπως είπε, που ήθελε να πωλήσει το ακίνητο του ήταν γιατί ο κατηγορούμενος είχε σοβαρό πρόβλημα με το παιδί της γυναίκας του. Ο αποβιώσας δεν του είπε ότι ο κατηγορούμενος του χρωστούσε χρήματα ούτε γνωρίζει αν ο κατηγορούμενος έπαιζε στοιχήματα και χρωστούσε στον αποβιώσαντα χρήματα.
Διαφώνησε με τις θέσεις που του υποβλήθηκαν, ότι για την πώληση του ακινήτου του δεν έγινε η προαναφερόμενη δημοσίευση και ότι η εν λόγω πώληση έγινε κατόπιν πίεσης και παρότρυνσης του κατηγορούμενου, επειδή γνώριζε ότι χρωστούσε στον αποβιώσαντα ένα μεγάλο ποσό.
Ο Μ.Υ.2, Γ. Συμιανός, ανέφερε ότι συνεργάστηκε με τη στοιχηματική εταιρεία Korona στο πρακτορείο του αποβιώσαντα. Όταν η εν λόγω εταιρεία πωλήθηκε ο αποβιώσας συνεργάστηκε με άλλη στοιχηματική εταιρεία και ο ίδιος συνέχισε να εργάζεται στο πρακτορείο του. Η περίοδος που συνολικά εργάστηκε στο πρακτορείο του αποβιώσαντα ήταν περίπου από το 2005-2006 μέχρι τις αρχές του 2013. Στη συνέχεια εργάστηκε σε κάποια άλλη στοιχηματική εταιρεία μέχρι το 2019-2020 που απολύθηκε και έκτοτε εργάζεται σε εστιατόριο. Είπε, επίσης, πως όταν άρχισε να εργάζεται στο πρακτορείο του αποβιώσαντα γνώρισε περί το 2006 τον κατηγορούμενο ο οποίος εργαζόταν ως supervisor στην εταιρεία korona και ότι με την ιδιότητα του αυτή για περίοδο περίπου δύο χρόνων επισκεπτόταν το πρακτορείο του αποβιώσαντα για επίβλεψη. Ποτέ δεν είδε τον κατηγορούμενο να παίζει στοιχήματα την περίοδο που εργαζόταν στα πρακτορεία του αποβιώσαντα αλλά ούτε και μετέπειτα σε άλλα πρακτορεία. Από την εμπειρία του, όπως είπε, δεν υπάρχει καμία περίπτωση ένας πελάτης να παίξει σε πρακτορείο στοιχημάτων με πίστωση €100.000, διότι ο πράκτορας θα πρέπει, αφού αφαιρέσει την προμήθεια του που μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 10%, να δώσει άμεσα στη στοιχηματική εταιρεία το ελάχιστο ποσό των €90.000. Για όσο καιρό εργαζόταν στον αποβιώσαντα το μέγιστο ποσό που έδινε πίστωση ήταν μέχρι €500, που ήταν το όριο της εγγυητικής του.
Διαφώνησε με τις θέσεις που του υποβλήθηκαν, ότι η σύζυγος του αποβιώσαντα, Μ. Αθανασίου δούλευε με τον σύζυγο της και ότι ο σκοπός που προσήλθε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο είναι για να βοηθήσει την υπόθεση που χειρίζεται ο κος Ερωτοκρίτου, τον οποίο γνωρίζει προσωπικά.
Η Μ.Υ.3, κα Μ. Μέση, στην κατάθεση της, Έγγραφο Υ, αναφέρθηκε στις δύο παραστάσεις που διοργάνωσε η σχολή της στο Θέατρο, τον Ιούλιο του 2017 και 2019. Σχετικά με την τελευταία παράσταση που έγινε στις 11 και 12/07/2019, είπε πως έδωσε ως προκαταβολή το ποσό των €300 για το οποίο της δόθηκε η απόδειξη ημερ. 22/01/2019 (τεκμήριο 45). Είπε, επίσης, ότι μετά το πέρας της παράστασης, η Έλενα ετοίμασε το έντυπο τελικής εκκαθάρισης (τεκμήριο 46) και ότι της δόθηκε, σε μετρητά, το ποσό €4.572,87. Δεν γνωρίζει γιατί δεν υπογράφηκε το εν λόγω έγγραφο, όμως τα ποσά που αναγράφονταν σε αυτό ήταν ορθά. Η μάρτυρας, επίσης, κατέθεσε, ως τεκμήριο 47, την απόδειξη είσπραξης ημερ. 24/07/2019 την οποία της έδωσε η Μ.Κ.19 και η οποία αφορούσε την επιταγή της Sold Out για το ποσό €3.702,47.
Σε περαιτέρω ερωτήσεις που της τέθηκαν, απάντησε πως για καμία από τις πιο πάνω παραστάσεις της δεν επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο. Είπε, επίσης, ότι είχε ρωτηθεί 3-4 φορές από τον αστυνομικό που της λάμβανε την κατάθεση κατά πόσο ο κατηγορούμενος της ζήτησε χρήματα λέγοντας της ότι θα το «κανόνιζαν» όταν θα γινόταν η τελική εκκαθάριση.
Ερωτηθείσα, κατά την αντεξέτασή της, σχετικά με την ετοιμασία των τεκμηρίων 44, 45 και 46, απάντησε πως δεν γνωρίζει ποιος τα ετοίμασε ούτε γνωρίζει τις εσωτερικές διαδικασίες του Θεάτρου. Σε ότι αφορά το τεκμήριο 46 (εκκαθαριστικό), είπε πως αυτό ετοιμάστηκε στην παρουσία της, αλλά δεν γνωρίζει πότε έγιναν οι υπολογισμοί. Είπε, ακόμη, ότι την ημερομηνία για την τελευταία της παράσταση την έκλεισε με τον κ. Τριανταφύλλου (Μ.Κ.6), ο οποίος κρατούσε ένα βιβλίο με ημερομηνίες και αυτή επέλεξε την ημερομηνία.
Η Μ.Υ.4, Σ. Αργυρίδη – σύζυγος του κατηγορούμενου- στην κατάθεση της την οποία υιοθέτησε (Έγγραφο Φ), αναφέρει ότι απ’ ότι της είπε ο κατηγορούμενος και το διασταύρωσε με τις Μ.Κ.2 και Μ.Κ.19, εν γνώσει της τελευταίας δανείστηκε από το ταμείο του Θεάτρου περί τις €10.000 τις οποίες επέστρεψε. Δεν γνωρίζει αν ο σύζυγος της ασχολείται με στοιχήματα. Ούτε γνωρίζει αν ο σύζυγος της ασχολείτο με οποιαδήποτε δραστηριότητα παράνομη ή μη για την οποία χρειαζόταν χρήματα. Απ’ ότι ξέρει δεν πήγαινε σε καζίνο και δεν αντιλήφθηκε να τον «κυνηγούν» τοκογλύφοι. Δεν πιστεύει ότι ο σύζυγος της πήρε χρήματα από το Θέατρο.
Σε περαιτέρω εξέταση της αναφέρθηκε στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο γιός της τα τελευταία 15 χρόνια, για τα οποία κατέθεσε σχετικά πιστοποιητικά (Τεκμήρια 48, 49 και 50). Κάποιες φορές που ο γιός της χρειαζόταν χρήματα ενημέρωνε τον κατηγορούμενο, ότι ο γιός της θα περνούσε από το Θέατρο για να του έδινε χρήματα. Ο θείος της, Μ. Μιχαηλίδης (Μ.Κ.17), της έκανε έμβασμα στο λογαριασμό της €1.000 όταν του είχε ζητήσει €700, για να πληρώσει άδειες κυκλοφορίας και πρόστιμα του γιού της (τεκμήρια 51, 51Α και 51Β).
Κατά την αντεξέτασή της, είπε πως το επίδικο ποσό δεν έχει σχέση με τον γιό της. Για το ποσό των €10.000 που αναφέρει στην κατάθεση της, είπε πως ίσως κάποιο μέρος του εν λόγω ποσού να συνδέεται με το γιό της με την έννοια ότι θα έπρεπε να πληρώσουν κάποια ποσά που τον αφορούσαν. Το πιο πάνω ποσό, όπως περαιτέρω είπε, δεν το έκλεψε ο σύζυγος της αλλά το δανείστηκε εν γνώσει της Μ.Κ.19. Ερωτηθείσα για το έμβασμα στο λογαριασμό της του ποσού των €800 από την εταιρεία Atria Music απάντησε ότι δεν θυμόταν τον λόγο που έγινε το εν λόγω έμβασμα. Είπε, επίσης, ότι είναι σίγουρη ότι ο σύζυγός της δεν είναι εθισμένος στον τζόγο.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας οι συνήγοροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις θέσεις τους μέσα από τις αγορεύσεις τους, τις οποίες μελετήσαμε και λαμβάνουμε υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να χρειάζεται η αναπαραγωγή τους και στις οποίες θα αναφερθούμε εκεί και όπου κριθεί σκόπιμο.
Αξιολόγηση μαρτυρίας:
Έχουμε διεξέλθει και μελετήσει επισταμένα ολόκληρη τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μας και θα προχωρήσουμε κατωτέρω στην αξιολόγηση της. Έχουμε παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαστε σε θέση να το πράξουμε, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία (βλ. Πελεκάνου v. Πελεκάνου (1999) Α.Α.Δ., Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002), 1A A.A.Δ. 454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 173). Επίσης, διατηρούμε κατά νου την πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει, αφού προηγουμένως αιτιολογήσει την προσέγγιση του αυτή (βλ. Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266 και Ιωσηφίδης v. Αστυνομίας, (2014) 2Α Α.Α.Δ. 307).
Είναι επίσης γνωστό, ότι μικροαντιφάσεις ή μικρές ανακρίβειες, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά πολλές φορές, την ενδυναμώνουν γιατί ακριβώς δεικνύουν έλλειψη προσχεδιασμού (βλ. Άριστος Μαρκίτσης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 23/2015, Ημερ. 21/04/2016, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2011)2 Α.Α.Δ. 345, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391). Στη Σιβιτανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166 επαναλήφθηκε η αρχή ότι «Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων (βλ. Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056 και Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220).».
Για σκοπούς δομής της αξιολόγησης, κρίνουμε ορθό να αξιολογήσουμε πρώτα τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 έως Μ.Κ13, Μ.Κ.15, Μ.Κ.16 και Μ.Κ.19, ακολούθως θα αξιολογήσουμε τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων Μ.Κ,14, Μ.Κ.17 και Μ.Κ.20 και στη συνέχεια θα αξιολογήσουμε τη μαρτυρία των Αστυνομικών Μ.Κ. 8 και Μ.Κ. 20.
Ξεκινώντας με τον Μ.Κ.1, αυτός μας έκανε θετική εντύπωση και θεωρούμε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια. Απάντησε τις ερωτήσεις που του τέθηκαν με αμεσότητα και χωρίς υπεκφυγές και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, ικανές να προκαλέσουν ρήγμα στη μαρτυρία του. Για όσα ζητήματα ερωτήθηκε και δεν γνώριζε την απάντηση και ειδικότερα γι’ αυτά που προηγήθηκαν του διορισμού του ως Δημοτικού Γραμματέα του Δήμου Λεμεσού και του Δ.Σ. της Εταιρείας, ευθέως το δήλωνε χωρίς να προβαίνει σε εικασίες. Επίσης, για όσα ζητήματα κλήθηκε να σχολιάσει και/ή να εκφέρει την άποψη του, όπως για το περιεχόμενο της επιστολής της MMCA Audit Ltd ή κατά πόσο ο κατηγορούμενος είχε τα τυπικά προσόντα για να ασκούσε τον έλεγχο «για τον οποίο σήμερα βρίσκεται στο Δικαστήριο», ευθαρσώς δήλωνε πως δεν ήταν σε θέση να απαντήσει, αφού δεν ήταν εντός της αρμοδιότητας του.
Όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του, μεγάλο μέρος αυτής δεν έτυχε αμφισβήτησης και/ή αποτέλεσε κοινό έδαφος, το οποίο και αποδεχόμαστε, αφού δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για να μην την το αποδεχθούμε. Συνοπτικά αναφερόμαστε στις δηλώσεις του, ότι η Deloitte Ltd δεν διενήργησε τους ελέγχους στα λογιστικά βιβλία του Θεάτρου, τον λόγο και τις συνθήκες υπό τις οποίες ανατέθηκε στην MMCA Audit Ltd ο έλεγχος των λογιστικών βιβλίων του Θεάτρου για την περίοδο 2016-2019, τις οικονομικές καταστάσεις που ετοίμασε η εν λόγω Εταιρεία για την περίοδο 2016-2017 και τον λόγο που στη συνέχεια ετοίμασε νέες αναθεωρημένες καταστάσεις για την ίδια περίοδο. Επίσης, δεν αμφισβητήθηκαν και/ή αποτέλεσαν κοινό έδαφος, οι αναφορές του σχετικά με την καταμέτρηση του ταμείου στις 28/04/2021, στην παρουσία του ιδίου και της Μ.Κ.19, την ανάθεση της διενέργειας του ελέγχου του ταμείου για την περίοδο από την 01/01/2018 στη εταιρεία Dimitris Sazeidis & Co Ltd, την παρουσίαση της Έκθεσης που ετοίμασε η εν λόγω εταιρεία στο Δ.Σ της Εταιρείας στις 11/05/2021, τις συνθήκες υπό τις οποίες το Δ.Σ της Εταιρείας αποφάσισε στις 21/10/2021 την ανάθεση της έρευνας στην Deloitte Ltd και τις αποφάσεις του Δ.Σ της Εταιρείας για τη διαφοροποίηση των καθηκόντων της Μ.Κ.19 και της παροχής λογιστικών υπηρεσιών στην Παπαδόπουλος και Σπαναχίδης Λτδ, για σκοπούς τακτικής λειτουργίας του Θεάτρου.
Αποδεκτές είναι και οι αναφορές του Μ.Κ.1 αναφορικά με το περιεχόμενο της συνομιλίας που είχε με τον Μ.Κ.12 και το τί ο εν λόγω μάρτυρας του ανάφερε σχετικά με τις συναντήσεις που είχε με τον κατηγορούμενο και κάποιο υπάλληλο του Θεάτρου, που όπως προέκυψε από την ενώπιον μας μη αμφισβητούμενη μαρτυρία επρόκειτο για τον Μ.Κ.6. Οι αναφορές του αυτές, παρόλο που περιέχουν δευτέρου βαθμού εξ’ ακοής μαρτυρία, δηλαδή ο Μ.Κ.12 του ανάφερε τί ο Μ.Κ.6 και τί ο κατηγορούμενος του είπαν στις συναντήσεις που είχαν, εντούτοις κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις μπορούμε να δώσουμε βαρύτητα σε αυτές και να αποδεχθούμε την αλήθεια του περιεχομένου τους. Το περιεχόμενο των συναντήσεων αυτών, προκύπτει να επιβεβαιώνεται, τόσο από τη μαρτυρία του Μ.Κ.12, όσο και από τα ίδια τα πρόσωπα που προέβηκαν στις αρχικές δηλώσεις και τα οποία κατάθεσαν στο Δικαστήριο και η μαρτυρία τους, όπως θα διαφανεί και κατωτέρω κατά την αξιολόγηση τους είναι αποδεκτή. Είναι σημαντικό, επίσης, να αναφερθεί ότι οι συναντήσεις αυτές τόσο του Μ.Κ.6 όσο και κατηγορούμενου με τον Μ.Κ.12 και το περιεχόμενο τους, δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση και προέκυψε να αποτελεί κοινό έδαφος. Σημειώνεται ότι το γεγονός ότι μια μαρτυρία είναι εξ’ ακοή, αυτό δεν την καθιστά εκ προοίμιού μη αποδεκτή (βλ. Άρθρο 24 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 32(1)/2004). Η βαρύτητα που θα της δοθεί εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται υπό το σύνολο των περιστάσεων και λαμβανομένων ενδεικτικά υπόψη των κριτηρίων που θέτει το Άρθρο 27(2) του Κεφ.9 (βλ. επίσης Θεοπίστη Τουμαζή v. Vandita Dixit, Πολ. Έφεση Αρ. 274/2010, Ημερ. 05/05/2015, Αli Αbdullah Hazzaz Assad v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 164/2010, Ημερομηνίας 06/12/2017).
Ο μάρτυρας αντεξετάσθηκε σε έκταση για τη μη διενέργεια ελέγχου στα λογιστικά βιβλία του Θεάτρου και υποβλήθηκαν σε αυτόν θέσεις για τις οποίες θα επανέλθουμε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.20 αλλά και του κατηγορούμενου. Στο σημείο αυτό θα περιοριστούμε να αναφέρουμε πως όταν ο συνήγορος Υπεράσπισης του υπέβαλε τη θέση, ότι ήταν απαράδεκτο μετά το διορισμό της MMCA Audit Ltd να διορίσουν εκ νέου την Deloitte Ltd ως λογιστές και «ταυτόχρονα» να της αναθέσουν τον ρόλο του ερευνόντα λειτουργού, ο μάρτυρας με σαφήνεια εξήγησε, πως οι προαναφερόμενες αναθέσεις δεν ταυτίζονταν χρονικά. Όπως εξήγησε, η απόφαση του Δ.Σ. της Εταιρείας για την ανάθεση των ελεγμένων λογαριασμών στην Deloitte Ltd για τα έτη 2018-2020 λήφθηκε στις 17/05/2021 (βλ. τεκμήριο 7), ενώ η απόφαση για την ανάθεση της έρευνας έγινε, για τους λόγους που εξήγησε, μεταγενέστερα και συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 2021. Οι θέσεις του αυτές, συνάδουν με τη μαρτυρία του Μ.Κ.20, η μαρτυρία του οποίου, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια γίνεται αποδεκτή. Υπενθυμίζουμε πως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Κ.20, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, ο λόγος που η Deloitte Ltd δεν διενήργησε τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων του Θεάτρου που της ανατέθηκε για την πιο πάνω περίοδο ήταν γιατί στο μεταξύ διαφάνηκε ότι ο φόρος θεάματος καταχωρήθηκε ως έξοδο όχι μόνο στις οικονομικές καταστάσεις της MMCA Audit Ltd, (τεκμήριο 6) αλλά και στα λογιστικά βιβλία για το 2018, οπόταν, όπως είπε, προέκυψε η αναγκαιότητα έρευνας Δικανικής Λογιστικής. Όπως, επίσης, είπε και δεν αμφισβητήθηκε για κανένα από τα επίδικα έτη δεν διενεργήθηκε έλεγχος στα λογιστικά βιβλία του Θεάτρου από την Deloitte Ltd.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.
Η Μ.Κ.2, Ελεάνα Κωνσταντινίδου, μας έκανε θετική εντύπωση και θεωρούμε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια. Απαντούσε στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν αυθόρμητα και με αμεσότητα και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, επί ουσιαστικών ζητημάτων, ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία της. Περαιτέρω, δεν έχουμε διαπιστώσει ότι αποσκοπούσε να βοηθήσει την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ή από την άλλη να βλάψει τον κατηγορούμενο. Εξήγησε με σαφήνεια τη διαδικασία που ακολουθείτο στα ταμεία, ένεκα του ότι και αυτή, όπως είπε, κάποιες φορές έτυχε να εργαστεί στο ταμείο.
Συνεχίζοντας αναφέρουμε, πως η μαρτυρία της, ότι τις περισσότερες φορές έδινε τις εισπράξεις του ταμείου στον κατηγορούμενο και σε κάποιες περιπτώσεις στην Μ.Κ.19, δεν έτυχε αμφισβήτησης και δεν διαπιστώνουμε να συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για να μην την αποδεχθούμε. Όπως, επίσης, ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε, στις λίγες φορές που η ίδια έκανε κατάθεση στην Τράπεζα, ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που της έδινε τα χρήματα, ο οποίος όχι μόνο της έλεγε το ύψος του ποσού που της έδινε, αλλά το μετρούσαν και μαζί. Σε ότι αφορά το ποσό των «€2.000 - €2.500» που ο κατηγορούμενος πήρε από το κλειδωμένο συρτάρι της Μ.Κ.19, η μάρτυρας εξήγησε τις συνθήκες υπό τις οποίες το εν λόγω ποσό βρέθηκε στην κατοχή της και το λόγο που τον Αύγουστο του 2020 το κλείδωσε στο συρτάρι της Μ.Κ.19. Όπως είπε και δεν έτυχε αμφισβήτησης, το εν λόγω ποσό ήταν οι εισπράξεις από τη πώληση εισιτηρίων από την Ticket hour, το οποίο θα έπρεπε να επιστρέψει λόγω της ακύρωσης των παραστάσεων. Όπως, περαιτέρω είπε και επίσης δεν αμφισβητήθηκε, όταν επέστρεψε από την άδεια της και εντόπισε ότι τα χρήματα έλειπαν από το σημείο που τα κλείδωσε, επικοινώνησε με την Μ.Κ.19 για να την ρωτήσει αν τα έκανε κατάθεση. Μετά το τέλος της τηλεφωνικής τους επικοινωνίας και ενώ ακόμη βρισκόταν στο γραφείο της Μ.Κ.19 και ήταν πανικοβλημένη, ο κατηγορούμενος μπήκε στο γραφείο και αφού την ρώτησε εάν έψαχνε τα χρήματα, στη συνέχεια της είπε ότι αυτός τα πήρε, γιατί τα χρειάστηκε και ότι θα της τα επέστρεφε σε λίγες μέρες, κάτι το οποίο έπραξε μετά από περίπου δύο μήνες.
Αποδεκτές είναι και οι αναφορές της, ότι κατά τη διάρκεια που λειτουργούσε το ταμείο ο κατηγορούμενος ζητούσε και του έδιναν από το ταμείο ποσά των €10, €20, €50 και €100 και ότι μία φορά στην παρουσία της πήρε από το ταμείο κάποιο ποσό, χωρίς να γνωρίζει το ύψος του και τον λόγο που το πήρε. Το μέρος αυτό της μαρτυρίας της δεν έτυχε αμφισβήτησης κατά την αντεξέτασή της και σε κάθε περίπτωση δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για να μην το αποδεχθούμε. Άλλωστε, αυτό που ο συνήγορος Υπεράσπισης έθεσε στη μάρτυρα ήταν ότι ο λόγος που ο κατηγορούμενος ζητούσε τα πιο πάνω ποσά ήταν γιατί ενδεχομένως θα έπρεπε να έδινε ρέστα, αφού ήταν «υπεύθυνος και για την πληρωμή υποχρεώσεων που είχε το Παττίχειο προς κάποιους άλλους ανθρώπους, δηλαδή, χρήματα που πληρώνονταν στους παραγωγούς, χρήματα που πληρώνονταν για τα εκτυπωτικά, χρήματα που πληρώνονταν για τις διαφημίσεις, χρήματα τα οποία είσπραττε το Παττίχειο ως ενοίκιο». Αποδεκτή είναι και η αναφορά της, ότι το 2017 δάνεισε στον κατηγορούμενο το ποσό των €3.000 η οποία, επίσης, δεν έτυχε αμφισβήτησης.
Αποδεκτή, περαιτέρω, είναι η θέση της ότι, περί το 2019 η Μ.Κ.19 της εξέφρασε τις ανησυχίες της για τον κατηγορούμενο, εννοώντας όπως είπε, ότι αυτός έπαιρνε από το ταμείο χρήματα και ότι της είπε να προσπαθήσει να δίνουν σε αυτή τις εισπράξεις για να γίνονται κατάθεση. Η θέση της αυτή δεν έχει κλονιστεί και δεν προκύπτει να έτυχε αμφισβήτησης από την υπεράσπιση. Πέραν τούτου, προκύπτει να συνάδει και να υποστηρίζεται από την μαρτυρία της Μ.Κ.19, η αξιολόγηση της οποίας ακολουθεί.
Από τη μαρτυρία της, ωστόσο, δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα στις αναφορές της περί κατάχρησης από τον κατηγορούμενο, αφού το μέρος αυτό της μαρτυρίας της αποτελεί την προσωπική της εκτίμηση, για την οποία μάλιστα ευθαρσώς δήλωσε ότι δεν έχει οποιαδήποτε απόδειξη. Βαρύτητα, επίσης, δεν μπορεί να δοθεί στο μέρος της μαρτυρίας της περί «κακοδιαχείρισης» του Θεάτρου, αφού οι αναφορές της για το εν λόγω θέμα, πέραν του ότι χαρακτηρίζονται από γενικότητα χωρίς την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων, σε κάθε περίπτωση αποτελούσαν την προσωπική της γνώμη. Όπως είναι καλά γνωστό οι μάρτυρες, κατά κανόνα, δεν επιτρέπεται να διατυπώνουν προσωπικές απόψεις ή συμπεράσματα (βλ. «Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» των κκ. Ηλιάδη και Σάντη σελ.605 -608). Πέραν αυτού, το κατά πόσο ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα που του αποδίδονται και το κατά πόσο η μαρτυρία της εμπλέκει τον κατηγορούμενο με τη διάπραξη όλων των αδικημάτων ή κάποιων από αυτά, αποτελούν ζητήματα που το Δικαστήριο θα αποφασίσει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, με εξαίρεση το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας της, αποδεχόμαστε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη.
Θετική είναι και η εντύπωση που αποκομίσαμε από την Μ.Κ.3 η οποία θεωρούμε ότι κατέθεσε με ειλικρίνεια σε σχέση με τα όσα περιήλθαν στην αντίληψη της στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της στο Θέατρο. Τα όσα ισχυρίστηκε στην κυρίως εξέταση της, ουσιαστικά, δεν έτυχαν αμφισβήτησης κατά την αντεξέταση της, η οποία περιορίστηκε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Το ουσιαστικό από τη μαρτυρία της, είναι ότι κατά την περίοδο που εργαζόταν στο Θέατρο, δηλαδή, από το 2017 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018, που καλύπτει μέρος της επίδικης περιόδου, ακολουθώντας τις οδηγίες του κατηγορούμενου τον ενημέρωνε όταν έκλεινε το ταμείο και του παρέδιδε τα χρήματα. Κάποιες φορές ο κατηγορούμενος πήγαινε και έπαιρνε τα χρήματα χωρίς προηγουμένως να την ενημερώσει.
Συνακόλουθα, κρίνουμε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Μ.Κ.3, την οποία και αποδεχόμαστε στην ολότητά της.
Η εντύπωση που αποκομίσαμε από την Μ.Κ.4 είναι, επίσης, θετική. Από την όλη παρουσία της στο εδώλιο του μάρτυρα, σχηματίσαμε την εντύπωση ότι προσήλθε στο Δικαστήριο, για να καταθέσει την αλήθεια. Με σαφήνεια αναφέρθηκε στα όσα περιήλθαν στην αντίληψη της στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της στο Θέατρο και ειδικότερα σε ότι αφορά την παράδοση των εισπράξεων του ταμείου που έκανε, ενώ για όσα ζητήματα ερωτήθηκε και δεν γνώριζε την απάντηση ευθέως το δήλωνε χωρίς να υπεκφεύγει. Η μαρτυρία της, ότι ο κατηγορούμενος πήγε περί τις δέκα φορές στο ταμείο και της ζήτησε να του δώσει από το ταμείο μετρητά ύψους €10 και €20 και σε μία περίπτωση €200, παρέμεινε αναντίλεκτη και δεν έχουμε εντοπίσει και οποιοδήποτε λόγο για να μην την αποδεχθούμε.
Ουδεμία, ωστόσο, βαρύτητα δίνουμε στην αναφορά της για κατάχρηση από πλευράς του κατηγορούμενου, αφού όπως προέκυψε από τη μαρτυρία της, δεν είχε προσωπική γνώση αλλά όπως είπε το πληροφορήθηκε από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η μαρτυρία της Μ.Κ.4 κρίνεται ως αξιόπιστη και αποδεκτή, με εξαίρεση όμως το πιο πάνω αναφερόμενο μέρος της μαρτυρίας της.
Ερχόμενοι στον Μ.Κ.5, αναφέρουμε πως πέρα από τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία του, ότι δάνεισε στον κατηγορούμενο €300 τα οποία του επέστρεψε και ότι αρνήθηκε να τον δανείσει για δεύτερη φορά, ουδεμία βαρύτητα δίνουμε στο υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του. Ενδεικτικά αναφέρουμε, πως ουδεμία βαρύτητα δίνουμε στην αναφορά του, ότι ο κατηγορούμενος «πιθανόν» να έπαιρνε από το ταμείο χρήματα, αφού η εν λόγω αναφορά του δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μία υποψία που του δημιουργήθηκε, όπως είπε, ένεκα του ότι παρά τις πολλές εισπράξεις που είχε το Θέατρο από τις παραστάσεις, εντούτοις ο κατηγορούμενος του έλεγε ότι δεν υπήρχαν χρήματα για να μονιμοποιηθεί. Ουδεμία, επίσης, βαρύτητα δίνουμε στην αναφορά του ότι, εξ’ όσων άκουσε, η Μ.Κ.19 πήρε από τον κατηγορούμενο το κλειδί, αφού πρόκειται για εξ’ ακοής μαρτυρία για την οποία δεν κατονόμασε το πρόσωπο που προέβη στην αρχική δήλωση και η οποία σε κάθε περίπτωση δεν επιβεβαιώθηκε από την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας.
Με εξαίρεση επομένως το πιο πάνω μέρος εκείνο της μαρτυρίας του, το οποίο αποδεχόμαστε και αναφέραμε πιο πάνω, ουδεμία βαρύτητα δίνουμε στο υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω.
Συνεχίζοντας με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.6, λέμε πως από την όλη παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, σχηματίσαμε την εντύπωση ότι προσήλθε στο Δικαστήριο, για να καταθέσει την αλήθεια. Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του αποτέλεσε κοινό έδαφος και/ή δεν έτυχε αμφισβήτησης. Ενδεικτικά αναφερόμαστε στους ισχυρισμούς του για το ποσό που ο κατηγορούμενος πήρε από το κλειδωμένο συρτάρι της Μ.Κ.19, τη συνάντηση που είχε με τον Δήμαρχο, Μ.Κ.12, και το σκοπό της συνάντησης τους. Επιπρόσθετα, αναφέρουμε πως το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του, επιβεβαιώνεται από την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.2 αλλά και του Μ.Κ.12, τη μαρτυρία του οποίου για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, κρίνουμε αποδεκτή. Ουδεμία, επίσης, αμφισβήτησης έτυχε η αναφορά του, ότι δάνεισε δύο φορές τον κατηγορούμενο με το συνολικό ποσό των €800 το οποίο του επέστρεψε. Δεν παραβλέπουμε, βεβαίως, το γεγονός πως ενώ στην κατάθεση του αναφέρθηκε σε κλοπή από πλευράς του κατηγορούμενου, κατά την αντεξέτασή του ισχυρίστηκε ότι ποτέ δεν είπε ότι ο κατηγορούμενος έκλεψε και ότι εκ παραδρομής δεν το είδε εκείνη τη μέρα. Θεωρούμε ότι η εν λόγω διαφοροποίηση στη μαρτυρία του, δεν είναι ικανή να πλήξει την αξιοπιστία του ενόψει της θετικής εντύπωσης που σχηματίσαμε γι’ αυτόν, ως μάρτυρα της αλήθειας. Άλλωστε, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, το κατά πόσο ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα που του αποδίδονται ή κάποια από αυτά, αποτελούν ζητήματα που το Δικαστήριο θα αποφασίσει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η μαρτυρία του Μ.Κ.6 κρίνεται ως αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή.
Αναφορικά με τον Μ.Κ.7, από την όλη παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, σχηματίσαμε θετική εντύπωση και θεωρούμε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο, για να καταθέσει την αλήθεια. Η μαρτυρία του και οι αναφορές του για την πληροφόρηση που έλαβε από την Μ.Κ.2, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος πήρε τα χρήματα από το κλειδωμένο συρτάρι, δεν έτυχε αμφισβήτησης και επί της ουσίας, το γεγονός αυτό αποτελεί κοινό έδαφος και/ή επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία της Μ.Κ.2, η οποία έγινε αποδεκτή και της Μ.Κ.19, η αξιολόγηση της μαρτυρίας της οποίας ακολουθεί. Αποδεκτή είναι, επίσης, η μαρτυρία του ότι δάνεισε στον κατηγορούμενο μία φορά €300, τα οποία του επέστρεψε.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η μαρτυρία του Μ.Κ.7 κρίνεται ως αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή.
Θετική είναι και η εντύπωση που αποκομίσαμε από την Μ.Κ.9 η οποία θεωρούμε ότι κατέθεσε με ειλικρίνεια σε σχέση με τα όσα περιήλθαν στην αντίληψη της στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της στο Θέατρο κατά την περίοδο που εργαζόταν σε αυτό, δηλαδή από τον Γενάρη του 2017 μέχρι τον Οκτώβριο του 2018. Τα όσα ισχυρίστηκε στην κυρίως εξέτασή της ουσιαστικά δεν έτυχαν αμφισβήτησης κατά την αντεξέτασή της, η οποία περιορίστηκε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Αυτό που προέκυψε από τη μαρτυρία της, είναι ότι τα χρήματα από τις εισπράξεις τα έδινε στον κατηγορούμενο, ότι δεν της ζητούσε κανένας χρήματα από το ταμείο, ότι κανένας δεν της είπε ότι έλειπαν χρήματα και ότι κατόπιν οδηγιών του κατηγορούμενου άφηνε τα χρήματα στο ταμείο σε περίπτωση που αυτός έλειπε, γνωρίζοντας όπως είπε ότι αυτός θα τα έπαιρνε σε κάποια στιγμή. Το μέρος αυτό της μαρτυρίας της, όπως αναφέραμε, δεν έτυχε αμφισβήτησης και δεν διαπιστώνουμε να συντρέχει οποιοδήποτε λόγος για να μην το αποδεχθούμε.
Συνακόλουθα, κρίνουμε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Μ.Κ.9, την οποία αποδεχόμαστε στην ολότητα της.
Ερχόμενοι στη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.10, Γ. Κωνσταντίνου, αναφέρουμε πως η εικόνα που αποκομίσαμε γι’ αυτόν δεν είναι θετική και κρίνουμε πως δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια. Ήταν εμφανέστατη η προσπάθεια του να βοηθήσει τον κατηγορούμενο, με τον οποίο διατηρεί φιλικές σχέσεις. Αντιλαμβανόμενος ότι οι αναφορές στην κατάθεση του περί εθισμού του κατηγορούμενου στον τζόγο και στην στοιχηματική του δραστηριότητα, δεν θα μπορούσαν να επενεργήσουν ευνοϊκά για τον κατηγορούμενο, όπως ήταν και η θέση του στην κατάθεση του – ότι δηλαδή είναι άρρωστος και θέλει βοήθεια – κατά την προφορική του μαρτυρία στο Δικαστήριο και ιδιαίτερα στο στάδιο της αντεξέτασης του, επιχείρησε να αποποιηθεί των ισχυρισμών της κατάθεσης του. Στην προσπάθεια του, λοιπόν, να προωθήσει μια ευνοϊκή πλέον για τον κατηγορούμενο εκδοχή, πρόβαλε ισχυρισμούς που βρίσκονται σε διάσταση με τα όσα ανέφερε στην κατάθεσή του, στοιχείο ενδεικτικό της αναξιοπιστίας του και του ανασφαλές να βασιστούμε στα όσα ανάφερε. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως, ενώ στην κατάθεσή του είπε ότι ο κατηγορούμενος είχε πάθος και αρρώστια με το στοίχημα, κατά την αντεξέτασή του όχι μόνο αρνήθηκε ότι έκανε τέτοιες αναφορές στην κατάθεσή του, αλλά ισχυρίστηκε ότι είναι ο αστυνομικός που τις έγραψε. Επίσης, ενώ στην κατάθεση του ισχυρίστηκε ότι για το πιο πάνω πάθος του, ο κατηγορούμενος του είπε ότι επισκεπτόταν ψυχολόγο, κατά την αντεξέταση του διαφοροποίησε τη θέση του λέγοντας ότι οι επισκέψεις του στο ψυχολόγο ήταν για οικογενειακά θέματα και όχι ειδικά για το στοίχημα. Περαιτέρω, ενώ στην κατάθεση του είπε ότι τα ποσά που ο κατηγορούμενος έπαιζε στον τζόγο ήταν €500, €1.000 τη βδομάδα και ότι του έκανε πίστωση για ποσά αυτού του ύψους, κατά την αντεξέτασή του διαφοροποίησε τη θέση του αυτή λέγοντας ότι ήταν πιο μικρά τα ποσά. Για να δικαιολογήσει την πιο πάνω διαφοροποίηση των ισχυρισμών του κατά την αντεξέτασή του, πρόβαλε ισχυρισμούς που στερούνται πειστικότητας και που δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις του. Συγκεκριμένα ενώ αρχικά ισχυρίστηκε, πως όταν ο αστυνομικός του είπε ότι έγραψε στην κατάθεση όσα του είχε πει, αυτός την υπέγραψε γιατί βιαζόταν να φύγει, στη συνέχεια διαφοροποίησε τη θέση του αυτή λέγοντας πως ο λόγος που δεν μπόρεσε να τη διαβάσει, ήταν γιατί δεν είχε τα γυαλιά του. Επιπρόσθετα των πιο πάνω είναι σημαντικό να επισημάνουμε, πως οι πιο πάνω ισχυρισμοί του σε ότι αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες υπέγραψε την κατάθεσή του, καταρρίπτονται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.18, την οποία για τους λόγους που αναφέρουμε πιο κάτω την αποδεχόμαστε, ο οποίος ανέφερε πως είχε διαβάσει στον μάρτυρα την κατάθεσή του και αφού συμφώνησε με αυτή την υπόγραψε στην παρουσία του.
Συνεχίζοντας αναφέρουμε, πως δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι στην προσπάθεια του ο μάρτυρας να βοηθήσει την πλευρά του κατηγορούμενου, διαφοροποίησε την αρχική του εκδοχή, ακόμη και ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες τον γνώρισε. Συγκεκριμένα, ενώ στην κατάθεση του ισχυρίστηκε ότι τον κατηγορούμενο «δυστυχώς» τον γνώρισε μέσα από τα πρακτορεία στοιχημάτων, κατά την αντεξέτασή του ισχυρίστηκε, ότι τον γνώρισε επειδή καθημερινά περνούσε από το πρακτορείο του για να πάει στη δουλειά του, έγιναν φίλοι και ότι στο πρακτορείο του μπορεί να πήγαινε για να παρακολουθήσουν κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα.
Για τους πιο πάνω λόγους η όλη μαρτυρία του είναι τέτοιας υφής και ποιότητας που κλόνισαν την αξιοπιστία του σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτή να μην μπορεί να αποτελέσει στέρεο υπόβαθρο για την εξαγωγή ασφαλών και λεπτομερών συμπερασμάτων.
Συνακόλουθα, η μαρτυρία του Μ.Κ.10 κρίνεται ως αναξιόπιστη και απορρίπτεται.
Η εντύπωση που αποκομίσαμε από την Μ.Κ.11 είναι θετική. Από την όλη παρουσία της στο εδώλιο του μάρτυρα, σχηματίσαμε την εντύπωση ότι προσήλθε στο Δικαστήριο, για να καταθέσει την αλήθεια. Παρέμεινε σταθερή στη μαρτυρία της χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις ικανές να προκαλέσουν ρήγμα στην αξιοπιστία της. Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια και σαφήνεια για το πως η ίδια χειριζόταν τα ποσά που είσπραττε από τις πωλήσεις των εισιτηρίων. Για όσα ζητήματα ρωτήθηκε και δεν γνώριζε την απάντηση, το ανέφερε χωρίς να προέβαινε σε εικασίες.
Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας της δεν έτυχε αμφισβήτησης και δεν θεωρούμε, ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για να μην το αποδεχθούμε. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στις δηλώσεις της, ότι κάποιες φορές η Μ.Κ.19 έπαιρνε τα χρήματα από τις εισπράξεις των εισιτηρίων, αφού προηγουμένως τα έλεγχε στην παρουσία της και συμφωνούσαν το ποσό. Επίσης, ότι πολύ σπάνια έπαιρνε το ποσό των εισπράξεων στο λογιστήριο το οποίο και πάλι η Μ.Κ.19 έλεγχε. Σημειώνεται πως, η θέση της για την παράδοση των εισπράξεων του ταμείου κάποιες φορές στην Μ.Κ.19, συνάδει με τη μαρτυρία της τελευταίας, η οποία ανέφερε πως κάποιες φορές έπαιρνε τις εισπράξεις από το ταμείο, για τον λόγο που εξήγησε και σε συνεννόηση, όπως είπε, πάντα με τον κατηγορούμενο. Συνεχίζοντας, αναφέρουμε πως ουδόλως αμφισβητήθηκαν και οι αναφορές της ότι, ο κατηγορούμενος της ζητούσε και του έδινε από το ταμείο χρήματα χωρίς αυτός να τα έλεγχε και ότι κάποιες φορές έπαιρνε στην παρουσία της κάποιο ποσό από το ταμείο χωρίς η ίδια να γνώριζε το ύψος του παρά μόνο το διαπίστωνε από το έλλειμα που έβρισκε όταν έκλεινε το ταμείο της.
Αναντίλεκτες, επίσης, παρέμειναν και οι αναφορές της, ότι ο κατηγορούμενος κάποιες φορές της ζητούσε να του δώσει κάποιο ποσό από το ταμείο και ότι κάποιες φορές μετά που την ρωτούσε πόσα χρήματα είχε στο ταμείο, της ζητούσε να βάλει σε φάκελο κάποιο ποσό τον οποίο ο κατηγορούμενος πήγαινε και έπαιρνε από το ταμείο. Όταν συνέβαινε αυτό, όπως περαιτέρω είπε, έβαζε σημείωση στην κατάσταση που έδινε στην Μ.Κ.19 και της το έλεγε. Σύμφωνα, επίσης με τη μάρτυρα, κατόπιν οδηγιών του κατηγορούμενου, έδινε και στον γιο του χρήματα ύψους €20 - €30.
Συνακόλουθα, κρίνουμε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Μ.Κ.11, την οποία αποδεχόμαστε.
Ο Μ.Κ.12 μας έκανε θετική εντύπωση και θεωρούμε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια. Η συνολική εντύπωση που άφησε στο Δικαστήριο ήταν ενός ειλικρινούς μάρτυρα, ο οποίος ένεκα της θέσης και ιδιότητας του, όταν έλαβε ενημέρωση για το ενδεχόμενο οικονομικών ατασθαλιών στο Θέατρο, επιχείρησε με κάθε τρόπο να διερευνήσει το όλο θέμα. Δεν διακρίναμε ότι είχε οποιοδήποτε λόγο να πει ψέματα ή να κινηθεί εκδικητικά εναντίον του κατηγορούμενου. Άλλωστε, ουδέποτε του τέθηκε τέτοια θέση από την υπεράσπιση. Στην αντεξέτασή του, η οποία ήταν εκτενής, δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία του και δεν διακρίναμε σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του προσπάθεια απόκρυψης της αλήθειας από το Δικαστήριο.
Μελετώντας τη μαρτυρία του διαπιστώσαμε πως μεγάλο μέρος αυτής δεν έτυχε αμφισβήτησης και/ή αποτέλεσε κοινό έδαφος και δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για να μην την το αποδεχθούμε. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητήθηκαν οι αναφορές του, ότι η Deloitte Ltd δεν έκανε τον έλεγχο των βιβλίων του Θεάτρου για την επίδικη περίοδο, ότι κατά το 2020 ο κατηγορούμενος ενημέρωσε το Δ.Σ της Εταιρείας ότι αν δεν παρουσιάζονταν οι οικονομικές της Εκθέσεις θα διαγραφόταν, ότι ανέθεσαν στην MMCA Audit Ltd τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων για τα έτη 2016 -2019, ότι στη συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο στις 26/04/2021 ο τελευταίος του ανέφερε ότι λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε κράτησε από τις εισπράξεις τριών παραστάσεων το συνολικό ποσό των €10.700 περίπου και ότι πριν τη συνάντηση τους είχε επιστρέψει το ποσό των €3.000. Σε ότι αφορά την τελευταία του αναφορά για την κράτηση των εισπράξεων, σημειώνεται πως όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε ο μάρτυρας για το τί ο κατηγορούμενος τού ανέφερε στη συνάντησή τους, αλλά ο μάρτυρας ρωτήθηκε από τον συνήγορο του κατηγορούμενου κατά πόσο ρώτησε τον κατηγορούμενο οτιδήποτε για τις οικονομικές δυσκολίες που του ανέφερε ότι αντιμετώπιζε. Συνεχίζοντας, αναφέρουμε πως είναι, επίσης, αποδεκτή η μαρτυρία του για τις συνθήκες υπό τις οποίες προχώρησαν στο διορισμό των λογιστών/ελεγκτών Demetris Sazeidis & Co Ltd, Παπαδόπουλος και Σπαναχίδης Λτδ και MMCA Audit Ltd και ποιο ήταν το αντικείμενο της εργασίας που ανατέθηκε σε κάθε μία από αυτές. Δεν έτυχε, επίσης, αμφισβήτησης η μαρτυρία του σε ότι αφορά το λόγο που αποφασίστηκε και ανατέθηκε στην Deloitte Ltd η διεξαγωγή έρευνας για τον εντοπισμό τυχόν ελλείματος στο Θέατρο.
Ένα ζήτημα για το οποίο ο μάρτυρας αντεξετάστηκε σε έκταση από τον συνήγορο Υπεράσπισης, ήταν η μη διενέργεια από πλευράς της Deloitte Ltd των ελέγχων στα λογιστικά βιβλία του Θεάτρου κατά την επίδικη περίοδο. Παρά το ότι ο μάρτυρας σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του δεν ισχυρίστηκε ότι υπήρξε από πλευράς της Deloitte Ltd απροθυμία στη διενέργεια των ελέγχων και παρά το ότι παρέμεινε σταθερός στην εκδοχή του, ότι δεν ήταν δυνατός ο προαναφερόμενος έλεγχος των λογιστικών βιβλίων του Θεάτρου, εντούτοις όπως διαφάνηκε από τη μαρτυρία του, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τί ακριβώς χρειαζόταν η Deloitte Ltd για να προχωρούσε στους ελέγχους. Συγκεκριμένα, άλλοτε αναφερόταν στη μη ετοιμασία των λογιστικών βιβλίων από το Θέατρο, άλλοτε σε «στοιχεία» που θα έπρεπε να δοθούν στην Deloitte Ltd και που όπως διαφάνηκε δεν γνώριζε με βεβαιότητα ποια ήταν αυτά και άλλοτε αναφερόταν σε στοιχεία που θα έπρεπε να είχαν τη «μορφή» που ήθελε η Deloitte Ltd για να μπορούσε να προχωρήσει στους ελέγχους. Δεν παραγνωρίζουμε, επίσης, ότι σε σχετικές ερωτήσεις που του υποβάλλονταν για το υπό αναφορά ζήτημα προέβαινε σε εικασίες, όπως π.χ. όταν ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ενδεχόμενα να μην έδινε στην Μ.Κ.19, κάποια στοιχεία.
Σε ότι αφορά τις υποβολές που ο συνήγορος Υπεράσπισης έθεσε στον μάρτυρα για το πιο πάνω θέμα, για τις οποίες θα επανέλθουμε κατά την αξιολόγηση του Μ.Κ.20, θα περιοριστούμε στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι αυτές παρέμειναν στο επίπεδο απλών ισχυρισμών, αφού ουδεμία αποδεκτή μαρτυρία τέθηκε ενώπιον μας που να τις υποστηρίζει. Στο σημείο αυτό ανοίγουμε μια παρένθεση για να τονίσουμε ότι, ούτε και μέσω της μαρτυρίας του κατηγορούμενου υποστηρίχθηκε κάτι συγκεκριμένο επί του εν λόγω ζητήματος, πέραν από τις γενικές και χωρίς τεκμηρίωση αναφορές του για να υποστηρίξει τη θέση του, ότι ο λόγος που δεν ανταποκρινόταν η Deloitte Ltd ήταν γιατί δεν θα πληρωνόταν για υπηρεσίες της, θέση η οποία σημειώνεται πως δεν τέθηκε ούτε στον Μ.Κ.12 αλλά ούτε και στον Μ.Κ.20, ώστε να τους δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθούν. Στη βάση των πιο πάνω, πέραν από τη προαναφερόμενη μη αμφισβητούμενη και αποδεκτή θέση του μάρτυρα, η οποία αποτελεί και κοινό έδαφος, ότι, δηλαδή, η Deloitte Ltd δεν διενήργησε έλεγχο στα λογιστικά βιβλία του Θεάτρου, ουδεμία βαρύτητα δίνουμε στις αναφορές του μάρτυρα σχετικά με τον λόγο που δεν διενεργήθηκε ο πιο πάνω έλεγχος.
Ουδεμία, επίσης, βαρύτητα δίνουμε στο μέρος εκείνο της μαρτυρίας του που αφορούσε το περιεχόμενο των Εκθέσεων που ετοίμασαν οι Μ.Κ.14, Μ.Κ.17 και Μ.Κ.20. Οι αναφορές του σχετικά με το εν λόγω θέμα αναμφίβολα αποτελούσαν την προσωπική του αντίληψη και γνώμη στην βάση του περιεχομένου των εν λόγω Εκθέσεων, αφού όπως και ο ίδιος ανέφερε δεν διαθέτει προσόντα ελεγκτή-λογιστή. Σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο των εν λόγω Εκθέσεων, τέθηκε ενώπιον μας με τη μαρτυρία των προσώπων που τις ετοίμασαν και η οποία θα αξιολογηθεί κατωτέρω.
Συνακόλουθα, με εξαίρεση το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του, κρίνουμε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ.12, την οποία αποδεχόμαστε.
Ερχόμενοι στη αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.13, Μ. Χαρίτωνος, αναφέρουμε πως δεν μας έκανε καθόλου καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα. Η μαρτυρία της, όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο της ένορκης της κατάθεσης όσο και από τις διάφορες αντιφάσεις ανάμεσα στην ένορκη μαρτυρία της και την κατάθεση της καταδεικνύουν ότι απώτερος σκοπός της ήταν να προωθήσει μια ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο εκδοχή. Αναφορικά με την στάση της αυτής, δεν μπορεί να είναι άσχετο και το γεγονός ότι μετά την κατάθεση της, ο κατηγορούμενος της έχει επιστρέψει το ποσό το οποίο του κατέβαλε στον προσωπικό του λογαριασμό και όπως ανάφερε δεν έχει κανένα παράπονο από αυτόν.
Η ουσία, όμως, είναι ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε στη μαρτυρία της και να εξάξουμε ασφαλές εύρημα ή συμπέρασμα αναφορικά με το τί ο κατηγορούμενος της ανάφερε και με ποιόν τελικά θα διοργανώνονταν οι εκδηλώσεις. Η Μ.Κ.13 προέβαλε στο Δικαστήριο αντιφατικές εκδοχές.
Συγκεκριμένα, ενώ στην κατάθεσή της, την οποία κατά την κυρίως εξέτασή της υιοθέτησε, ισχυρίστηκε ότι το ποσό των €13.700, που η εταιρεία της κατέθεσε στον προσωπικό λογαριασμό του κατηγορούμενου, αφορούσε την ετοιμασία και παρουσίαση εκδηλώσεων της εταιρείας της από κοινού με το Θέατρο και ενώ τόνισε ότι η συνεργασία που θα είχε η εταιρεία της ήταν με το Θέατρο και όχι με τον κατηγορούμενο προσωπικά, κατά την αντεξέτασή της διαφοροποίησε τις θέσεις της αυτές, λέγοντας ότι δεν υπέγραψε καμία συμφωνία για συμπαραγωγή με το Θέατρο και ότι η συμφωνία έγινε με τον κατηγορούμενο. Επίσης, ενώ στην κατάθεσή της ανέφερε πως λυπάται που παρασύρθηκε και εμπιστεύθηκε τον κατηγορούμενο δίνοντας του το πιο πάνω ποσό, κατά την αντεξέτασή της αναίρεσε τη θέση της αυτή λέγοντας, πως δεν θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος την παραπλάνησε ή την εκμεταλλεύτηκε. Στην προσπάθεια της δε να δικαιολογήσει την αναίρεση της αρχικής της θέσης, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι στη διάρκεια της συνεργασίας τους δεν προέκυψαν στοιχεία που να δείχνουν ότι επρόκειτο για άτομο που θα ήθελε να εκμεταλλευτεί την ίδια ή την εταιρεία της. Ο εν λόγω ισχυρισμός της, ωστόσο, βρίσκεται σε διάσταση με την απάντηση που έδωσε κατά την επανεξέταση της, όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο ανέφερε στην κατάθεση της ότι παρασύρθηκε από τον κατηγορούμενο. Συγκεκριμένα είπε, πως επειδή είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να έχει ενδείξεις για το πως θα εξελισσόταν η κατάσταση και επειδή αγωνιούσε για το αν ο κατηγορούμενος θα επέστρεφε τα χρήματα στην εταιρεία της, ήταν πολύ φυσιολογικό να πει στην κατάθεση της αυτά που αισθανόταν.
Επίσης, ενώ στην κατάθεσή της ισχυρίστηκε ότι όταν ο κατηγορούμενος της ζήτησε τον Μάϊο του 2020 δανεικά αυτή άρχισε να ανησυχεί, ότι «ταυτόχρονα» είχε ακούσει από το περιβάλλον του Θεάτρου ότι ο κατηγορούμενος ζητούσε από παντού δανεικά, ότι έπαιζε τζόγο και ότι γι’ αυτό αποτάθηκε στον δικηγόρο της, κατά την αντεξέτασή της, όταν ρωτήθηκε κατά πόσο οι αναφορές της στην κατάθεσή της για δανεικά και τζόγο πιθανόν να λέχθηκαν από τον αστυνομικό που έλαβε την κατάθεσή της, διαφοροποίησε την αρχική της θέση λέγοντας πως δεν θυμόταν.
Επιπρόσθετα της πιο πάνω διαφοροποίησης των αρχικών της θέσεων, στοιχείο ενδεικτικό της αναξιοπιστίας της, δεν διαφεύγει της προσοχής μας και το εξής. Ότι, ενώ δήλωσε ότι είχε πολύ μεγάλη εμπειρία στη διοργάνωση εκδηλώσεων, εντούτοις κατά την αντεξέτασή της, σε μία προσπάθεια της να βοηθήσει τον κατηγορούμενο, απέφευγε να απαντήσει με θετικό και σαφή τρόπο αν οι παραστάσεις θα γίνονταν μόνο στο Θέατρο ή και σε άλλα θέατρα της Κύπρου. Πιο συγκεκριμένα, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε πως ποτέ δεν διευκρινίσαν το θέμα αυτό με τον κατηγορούμενο και ότι αυτό που η ίδια θεωρούσε ήταν ότι οι παραστάσεις πιθανόν να γίνονταν στο Θέατρο που ήταν και ο χώρος συνεργασίας τους, στη συνέχεια όταν της υποδείχθηκε από τον συνήγορο Υπεράσπισης το τιμολόγιο που ο κατηγορούμενος έκδωσε (βλ. τεκμήριο 20), ισχυρίστηκε πως το εν λόγω τεκμήριο την παραπέμπει στο ενδεχόμενο οι παραστάσεις να μην γίνονταν στο Θέατρο και ότι επρόκειτο για μια ευρύτερη συνεργασία.
Για τους λόγους που έχουμε αναφέρει πιο πάνω, η όλη μαρτυρία της είναι τέτοιας υφής και ποιότητας που κλόνισαν την αξιοπιστία της σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτή να μην μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Συνακόλουθα, η μαρτυρία της κρίνεται ως αναξιόπιστη και απορρίπτεται.
Ο Μ.Κ.15 μας έκανε θετική εντύπωση και δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό στο να αποδεχθούμε τη μαρτυρία του. Τα όσα ισχυρίστηκε στην κυρίως εξέτασή του δεν έτυχαν αμφισβήτησης κατά την αντεξέτασή του, η οποία περιορίστηκε σε διευκρινιστικές κυρίως ερωτήσεις που, ουσιαστικά, αφορούσαν την υπογραφή των τεκμηρίων 21 και 22. Ο μάρτυρας εξήγησε με σαφήνεια τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παράσταση που ο Όμιλος έκανε στο Θέατρο στις 12/01/2018. Όπως, είπε και δεν αμφισβητήθηκε, μόνο με τον κατηγορούμενο συζητούσε για την ενοικίαση του Θεάτρου και τα ποσά που θα πληρώνονταν σε αυτό. Αναφέρθηκε, επίσης, και στη συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο λίγες μέρες μετά την πιο πάνω εκδήλωση, όπου ο κατηγορούμενος του εξήγησε το τελικό εκκαθαριστικό (τεκμήριο 22) και αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στο κάθε ποσό που φαινόταν σε αυτό. Σημειώνεται, πως ουδόλως αμφισβητήθηκε η ορθότητα των ποσών αλλά και των υπόλοιπων στοιχείων που φαίνονταν στο εν λόγω εκκαθαριστικό. Πέραν αυτού, αυτό το οποίο διαπιστώνουμε από τη μελέτη του εν λόγω τεκμηρίου, είναι ότι τα ποσά που φαίνονται σε αυτό και αφορούν το συνολικό ποσό των εισπράξεων και τα ποσά που αφορούν το φόρο θεάματος και την άδεια χρήσης του Θεάτρου, είναι τα ίδια με τα ποσά της παράστασης που έγινε στο Θέατρο κατά την πιο πάνω ημερομηνία, η οποία περιλαμβάνεται στην Έκθεση, τεκμήριο 41, που κατέθεσε ο Μ.Κ.20 (βλ. σελίδα 5 του Παραρτήματος 2 της Έκθεσης, τεκμήριο 41).
Κατά συνέπεια, η μαρτυρία του Μ.Κ.15 κρίνεται ως αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή στο σύνολό της.
Η Μ.Κ.16, Α. Αθανασίου, δεν μας έκανε καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα. Κατά την ένορκη μαρτυρία της πρόβαλε ισχυρισμούς, οι οποίοι βρίσκονται σε διάσταση με τα όσα ανέφερε στην κατάθεσή της, στοιχείο ενδεικτικό της αναξιοπιστίας της. Επίσης, απέφευγε να απαντά ευθέως και με σαφήνεια στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις διαφοροποιούσε τις θέσεις της. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα:
Ενώ στην κατάθεσή της ισχυρίστηκε, ότι από το 2005 που ο αποβιώσας σύζυγος της, Μ. Αθανασίου, άνοιξε το πρακτορείο στοιχημάτων ήταν πάντοτε μαζί του στη δουλειά, όταν στη συνέχεια ρωτήθηκε από την κα Παπακυριακού αν τις περισσότερες ώρες ήταν με τον σύζυγό της στο πρακτορείο, η μάρτυρας διαφοροποίησε την πιο πάνω θέση της λέγοντας ότι δεν δούλευε με τον σύζυγό της στο πρακτορείο αλλά ήταν μαζί του το απόγευμα στο σπίτι όταν εκείνος μιλούσε με πελάτες στο τηλέφωνο.
Επίσης, ενώ στην κατάθεσή της ισχυρίστηκε, ότι ο κατηγορούμενος ήταν πελάτης του πρακτορείου τους από το 2005 και ότι μάλιστα στην αρχή το επισκεπτόταν για κάποιο διάστημα, μετά σταματούσε και μετά ξαναπήγαινε και ενώ σε άλλα σημεία της κατάθεσής της ισχυρίστηκε ότι μέχρι το χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος πήγαινε στο πρακτορείο έπαιζε πολλά στοιχήματα και ότι μετά τη μεταβίβαση του ακινήτου δεν «εμφανίστηκε» ξανά στο πρακτορείο τους, κατά την αντεξέτασή της όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ο κατηγορούμενος πήγαινε στο πρακτορείο, διαφοροποίησε τις πιο πάνω θέσεις της λέγοντας, πως η ίδια δεν τον είχε δει ποτέ στο πρακτορείο. Όταν μάλιστα στη συνέχεια ρωτήθηκε, αν συνάντησε ποτέ της τον κατηγορούμενο, απάντησε πως αυτό που θυμάται είναι ότι τον είχε δει μία φορά όταν πήγαν για φαγητό και ότι μπορεί να τον είδε ακόμη μία φορά σε μία καφετέρια όταν της τον γνώρισε ο σύζυγός της. Πέραν από τη πιο πάνω διαφοροποίηση της αρχικής της εκδοχής, η τελευταία της θέση αντιστρατεύεται και ενός άλλου ισχυρισμού που πρόβαλε στην κατάθεσή της. Ότι, δηλαδή, «έτυχε να είναι μπροστά σε συζητήσεις» του κατηγορούμενου με τον σύζυγό της και ότι θυμόταν τον κατηγορούμενο που «πάντα» υποσχόταν στον σύζυγο της ότι θα έβρισκε χρήματα για να διευθετούσε το χρέος του. Όταν όμως στη συνέχεια ρωτήθηκε, κατά πόσο οι ισχυριζόμενες συζητήσεις έγιναν τηλεφωνικά, εφόσον, όπως η ίδια είπε, δεν θυμόταν να συνάντησε τον κατηγορούμενο σε άλλες περιπτώσεις εκτός από τις προαναφερόμενες, διαφοροποίησε και πάλι τη θέση της λέγοντας, πως οι συζητήσεις «ήταν και από το τηλέφωνο», θέση την οποία και πάλι στη συνέχεια διαφοροποίησε, αφού ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν αν αυτές έγιναν από το τηλέφωνο ή όταν πήγαν για φαγητό.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω αναφέρουμε και τα εξής: Ότι ενώ με τους ισχυρισμούς που προβάλει στην κατάθεση της παρουσιάζεται να έχει προσωπική γνώση για τη φερόμενη στοιχηματική δραστηριότητα του κατηγορούμενου, δίνοντας μάλιστα και λεπτομέρειες για τη συχνότητα των επισκέψεων του στο πρακτορείο που διατηρούσε με τον σύζυγό της, τα ποσά που εβδομαδιαία στοιχημάτιζε και το ποσό που όφειλε, εντούτοις αυτό το οποίο προέκυψε από την αντεξέτασή της είναι ότι ουδεμία προσωπική γνώση είχε για τα προαναφερόμενα, αφού όπως ανέφερε είναι ο σύζυγος της που της έδινε τις πληροφορίες. Επαναλαμβάνουμε, πως αυτό που προέκυψε από την αντεξέταση της είναι ότι, όχι μόνο δεν εργαζόταν στο πρακτορείο και δεν είδε ποτέ τον κατηγορούμενο να το επισκέπτεται, αλλά δεν ήταν και βέβαιη αν ο «Βάσος», με τον οποίο ο σύζυγός της μιλούσε στο τηλέφωνο, ήταν ο κατηγορούμενος. Επίσης, όπως είπε, δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να επιβεβαιώσει τα ποσά που, κατά τους ισχυρισμούς της, στοιχημάτιζε ο κατηγορούμενος μετά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον σύζυγο της.
Επίσης, ενώ στην κατάθεση της πρόβαλε τον ισχυρισμό, ότι ο κατηγορούμενος τους είπε ότι περίμενε από ένα Ρώσο να του δώσει χρήματα, κατά την αντεξέτασή της διαφοροποίησε τη θέση της λέγοντας, ότι είναι ο σύζυγός της που την πληροφόρησε ότι ο κατηγορούμενος θα τους ξοφλούσε με αυτό τον τρόπο. Σε ότι αφορά το κατ’ ισχυρισμό χρέος του κατηγορούμενου και πάλι, όπως προέκυψε κατά την αντεξέτασή της, δεν είχε προσωπική γνώση, αφού όπως δέχθηκε η γνώση της προερχόταν από την πληροφόρηση που είχε από τον σύζυγό της.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η μαρτυρία της δεν κρίνεται αξιόπιστη, περιέχει αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές, αποτελεί ανασφαλές υπόβαθρο εξαγωγής συμπερασμάτων και απορρίπτεται στην ολότητα της.
Συνεχίζοντας με την αξιολόγηση της Μ.Κ.19, η οποία ήταν από τους βασικούς μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή, αναφέρουμε πως έχουμε διεξέλθει της μαρτυρίας της με πολλή προσοχή και λάβαμε υπόψη την εντύπωση που αποκομίσαμε από αυτήν, ενώ κατέθετε από το εδώλιο του μάρτυρα. Έχουμε, επίσης, αντιπαραβάλει τη μαρτυρία της με την υπόλοιπη μαρτυρία που δόθηκε τόσο για την Κατηγορούσα Αρχή όσο και από την Υπεράσπιση αλλά και τις εισηγήσεις του συνηγόρου Υπεράσπισης που προβάλει στην αγόρευση του.
Η μάρτυρας αυτή λόγω της φύσης των καθηκόντων της – γραφειακή εργασία και λογιστικά ζητήματα- είχε εμπλοκή με λογιστικές εγγραφές, κατάθεση χρημάτων στην Τράπεζα και πληρωμές. Η εμπλοκή της αυτή, όμως, δεν την καθιστά, υπό τις περιστάσεις και την όλη μαρτυρία, είτε ως συναυτουργό είτε ως μάρτυρα που είχε σκοπό να εξυπηρετήσει ίδιον όφελος με τη μαρτυρία της (βλ. XXXX Κουσουλίδη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 10/2018, Ημερ. 09/11/2018 και Regina v. Malcolm James Stewart [2001] NSWCCA 260 revised -10/09/2001) έτσι ώστε να πρέπει να εξεταστεί η μαρτυρία της με επιφυλακτικότητα και την αναγκαία προσοχή που τάσσει η νομολογία. Άλλωστε δεν έχει τεθεί και ένα τέτοιο ζήτημα από την υπεράσπιση και ούτε προέκυψε και από την ίδια την μαρτυρία της το ενδεχόμενο να έχει εμπλοκή με τα υπό εξέταση αδικήματα.
Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία της θα αξιολογηθεί με την δέουσα προσοχή και αφού λάβουμε υπόψη και όλη την υπόλοιπη ενώπιον μας μαρτυρία.
Η μάρτυρας αυτή μας άφησε θετική εντύπωση και θεωρούμε ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια. Οι απαντήσεις της ήταν αυθόρμητες και πειστικές και δεν διαπιστώσαμε κατά την αντεξέτασή της να υπέπεσε σε αντιφάσεις, επί ουσιαστικών ζητημάτων, ικανές να προκαλέσουν ρήγμα στην αξιοπιστία της. Δεν διαπιστώσαμε, επίσης, να δίσταζε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση που της υποβαλλόταν ή ότι προσπάθησε να αλλοιώσει ή να αποκρύψει την πραγματικότητα. Για όσα ζητήματα ερωτήθηκε και δεν γνώριζε την απάντηση ή αδυνατούσε να θυμηθεί, ευθέως το δήλωνε χωρίς να υπεκφεύγει. Επίσης, δεν διακρίναμε ότι με τη μαρτυρία της αποσκοπούσε να βοηθήσει τους εργοδότες της ή να βλάψει τον κατηγορούμενο, τον οποίο όπως προέκυψε από τη μαρτυρία της εκτιμούσε και αναγνώριζε, για τους λόγους που εξήγησε, το έργο του στο Θέατρο.
Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας της, δεν έτυχε αμφισβήτησης και δεν έχουμε εντοπίσει το οτιδήποτε που να δικαιολογεί τη μη αποδοχή του. Ενδεικτικά αναφέρουμε, πως δεν έτυχαν αμφισβήτησης οι θέσεις της ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που διευθετούσε τις συμφωνίες με τους παραγωγούς για τις παραστάσεις, το κόστος τους, το ύψος των προκαταβολών σε περίπτωση που αποφάσιζε να ζητηθούν και ότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος για τις πληρωμές στους παραγωγούς. Αναντίλεκτη, επίσης, παρέμεινε η μαρτυρία της ότι μετά τις αποκοπές που γίνονταν από τις εισπράξεις για το φόρο θεάματος, το ενοίκιο και τυχόν άλλα έξοδα, το υπόλοιπο ποσό δινόταν στον παραγωγό. Δεν έτυχαν, επίσης, αμφισβήτησης οι αναφορές της, ότι τα μετρητά από τις πωλήσεις των εισιτηρίων κατέληγαν στον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε τον έλεγχο τους και ότι τα έβαζε σε συρτάρι του γραφείου του στο οποίο μόνο αυτός είχε πρόσβαση. Αναντίλεκτη, επίσης, έμεινε η μαρτυρία της ότι είναι κατόπιν έγκρισης του κατηγορούμενου που ετοίμαζε τις επιταγές για την πληρωμή οφειλών του Θεάτρου, ότι του έπαιρνε τα τιμολόγια για τις πληρωμές που θα γίνονταν τα οποία υπέγραφε και ότι τα χρήματα για τις καταθέσεις στην Τράπεζα συνήθως της τα έδινε ο κατηγορούμενος, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις και συγκεκριμένα όταν θα έπρεπε να καλυφθούν επιταγές, έκανε καταθέσεις από χρήματα που έπαιρνε η ίδια από τα ταμεία, πάντοτε σε συνεννόηση με τον κατηγορούμενο. Ουδόλως, επίσης, αμφισβητήθηκε η μαρτυρία της, ότι ο φόρος θεάματος καταβαλλόταν με επιταγή από το λογαριασμό του Θεάτρου, με τις οδηγίες του κατηγορούμενου.
Δεν έτυχαν, επίσης, αμφισβήτησης οι θέσεις της ότι μετά από κάθε παράσταση ο κατηγορούμενος ετοίμαζε το εκκαθαριστικό και ότι είναι κατόπιν οδηγιών του κατηγορούμενου που οι καταθέσεις γίνονταν συνολικά και όχι για κάθε παράσταση ξεχωριστά. Ούτε αμφισβητήθηκαν οι αναφορές της, ότι ο κατηγορούμενος της έδινε πάντοτε τις αποδείξεις για τις πληρωμές που έκανε με μετρητά και για τις καταθέσεις που έκανε στην Τράπεζα. Επίσης, ουδόλως αμφισβητήθηκε η μαρτυρία της σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εντόπισε ότι ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε την επιταγή των €4.000 λέγοντας της, ότι επρόκειτο για φιλοδώρημα με αποτέλεσμα να μην του απέκοπτε από τους μισθούς του το εν λόγω ποσό. Αποδεκτή είναι, επίσης, η μαρτυρία της ότι περί τον Οκτώβρη του 2019 ο κατηγορούμενος της είπε ότι πήρε από τρεις παραστάσεις το συνολικό ποσό των €10.540.
Με ειλικρίνεια είπε, πως δεν διέθετε τα προσόντα αλλά και την εμπειρία για να μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντα υπεύθυνης του λογιστηρίου και να ετοίμαζε καταστάσεις για τους ελεγκτές. Αναγνώρισε την έλλειψη γνώσης για κάποια ζητήματα και τα λάθη που έκανε, λόγω της άγνοιας της, όπως ήταν η εγγραφή του φόρου θεάματος, ως έξοδο. Όπως, επίσης, είπε λόγω φόρτου εργασίας καθυστερούσε να κάνει τις λογιστικές εγγραφές, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από την αναφορά της, ότι ενώ είχε περάσει στην excel την παράσταση που διοργάνωσε τον Ιούλιο του 2018 το Θέατρο από κοινού με τον Δήμο Λεμεσού καθώς και τα έσοδα της εν λόγω παράστασης, εντούτοις μετά από πολλούς μήνες θα έκανε τη λογιστική εγγραφή της.
Αποδεκτή είναι, επίσης, η μαρτυρία της ότι όταν ο κατηγορούμενος θα έφευγε από το Θέατρο και τον ρώτησε για ποιο λόγο έφτασε σε αυτό το σημείο να ρισκάρει τη θέση του και τη φήμη του αυτός της ανέφερε τη λέξη «τζόγος». Όπως περαιτέρω είπε, είχε πάθει σοκ όταν της το είπε, γιατί ούτε είχε υποψιαστεί αλλά ούτε είχε ακούσει οτιδήποτε γι’ αυτό. Δεν μας διαφεύγει, ότι η μάρτυρας δεν ανέφερε στην κατάθεσή της τους πιο πάνω ισχυρισμούς της και ότι τους πρόβαλε δια ζώσης κατά την κυρίως εξέτασή της. Οι εξηγήσεις, ωστόσο, που έδωσε κατά την αντεξέτασή της για τη μη αναφορά τους στην κατάθεσή της ήταν πειστικές και δεν έχουμε καμία αμφιβολία, ότι η μάρτυρας δεν υποκινήθηκε από την Αστυνομία ή από την Κατηγορούσα Αρχή για να τους προβάλει στο Δικαστήριο, ως ήταν η θέση που της υποβλήθηκε από τον συνήγορο Υπεράσπισης. Σε κάθε περίπτωση αναφέρουμε, πως το ότι η μάρτυρας δεν ανέφερε τα πιο πάνω στην κατάθεσή της δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο και ότι η Αστυνομία ή κάποιος άλλος την καθοδήγησε να τα πει στο Δικαστήριο, ως είναι η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης στην αγόρευση του. Δεν μας βρίσκει, επίσης, σύμφωνους η αναφορά του συνηγόρου Υπεράσπισης ότι η μάρτυρας «άλλα είπε στην κατάθεση και άλλα στο Δικαστήριο», αφού όπως προαναφέραμε, η μάρτυρας δεν ανέφερε στην κατάθεσή της τους πιο πάνω ισχυρισμούς της και συνεπώς δεν τίθεται θέμα προβολής αντιφατικών ισχυρισμών. Επίσης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης στην αγόρευσή του, ότι η αναφορά της μάρτυρος ότι «έως το τέλος που έφυγε ο Αργυρίδης» δεν είχε ιδέα για τον τζόγο, επιβεβαιώνει πως ό,τι άκουσε για τον τζόγο ήταν από φήμες και σχόλια. Αυτό το οποίο προέκυψε από τη μαρτυρία της είναι ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που τη πληροφόρησε για τον τζόγο και ότι μάλιστα αυτό συνέβη μετά τη συνάντηση που είχε με τον Δήμαρχο και πριν δώσει την παραίτησή του, όταν τον ρώτησε πως έφτασε σε αυτό το σημείο.
Ερχόμενοι στην εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης στην αγόρευσή του, ότι δεν μετρούνταν τα χρήματα που έπαιρνε η μάρτυρας από τον κατηγορούμενο για να τα καταθέσει στην Τράπεζα, αναφέρουμε ότι δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ουδόλως αμφισβητήθηκαν οι αναφορές της μάρτυρος, ότι οι εισπράξεις των μετρητών από τα ταμεία κατέληγαν στον κατηγορούμενο και ότι είναι αυτός που της έδινε τα χρήματα για τις καταθέσεις, εκτός από κάποιες περιπτώσεις που θα έπρεπε να καλυφθούν επιταγές οπόταν οι καταθέσεις γίνονταν από χρήματα που έπαιρνε η ίδια από τα ταμεία, σε συνεννόηση πάντα με τον κατηγορούμενο. Σημειώνουμε, πως σε κανένα σημείο κατά την αντεξέτασή της δεν ρωτήθηκε ή αμφισβητήθηκε ότι τα πόσα που έκανε κατάθεση στην Τράπεζα ήταν λιγότερα απ’ αυτά που έπαιρνε από το ταμείο ή ότι αυτά που έπαιρνε δεν τα έκανε κατάθεση. Ούτε της υποβλήθηκε αυτό που ο συνήγορος Υπεράσπισης αναφέρει στην αγόρευσή του, ότι, δηλαδή, «κατά την ώρα» που έπαιρνε τα χρήματα από τον κατηγορούμενο για κατάθεση αυτά δεν μετρούνταν, ώστε να της δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί. Επίσης, δεν της υποβλήθηκε η θέση του κατηγορούμενου, που για πρώτη φορά πρόβαλε στην ένορκη μαρτυρία του, ότι, δηλαδή, όταν του έλεγε η μάρτυρας πως θα έπρεπε να γινόταν κατάθεση στη Τράπεζα, αυτός της έδινε το φάκελο που είχε με τα χρήματα και ότι αυτή «μάζευε» το ποσό που χρειαζόταν, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να έπαιρνε περισσότερα χρήματα από τον φάκελο απ’ αυτά που του έλεγε ότι χρειαζόταν. Επιπρόσθετα των πιο πάνω και έχοντας υπόψη μας τη σχετική με το εν λόγω ζήτημα μαρτυρία της Μ.Κ.2, η οποία κρίθηκε αποδεκτή, το εύλογο κατά την κρίση μας ερώτημα που γεννάται είναι, για ποιο λόγο όταν ο κατηγορούμενος έδινε στην Μ.Κ.2 χρήματα για κατάθεση, της έλεγε το ποσό που της έδινε και το μετρούσαν μαζί, ενώ όταν του ζητούσε η Μ.Κ.19 χρήματα δεν τα μετρούσαν, ως είναι η εκδοχή του, αλλά της έδινε το φάκελο που είχε για να πάρει η ίδια από μέσα χρήματα;
Επιπρόσθετα των πιο πάνω επισημαίνουμε και το εξής. Ότι η μη υπογραφή αποδεικτικού κατά την παράδοση και παραλαβή χρημάτων, η οποία αποτελεί κοινό έδαφος, δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι τα χρήματα δεν μετρούνταν. Ούτε μπορεί το γεγονός αυτό, χωρίς οποιαδήποτε άλλη θετική μαρτυρία να οδηγήσει στο συμπέρασμα, ότι δεν κατέληγαν όλα τα χρήματα των εισπράξεων στον κατηγορούμενο, όπως ουσιαστικά άφησε να νοηθεί με τη μαρτυρία του. Άλλωστε, όπως προέκυψε από την ενώπιον μας αποδεκτή μαρτυρία ο μόνος που έπαιρνε χρήματα από τις εισπράξεις των ταμείων, όταν αυτά λειτουργούσαν, άλλοτε ζητώντας από τις ταμίες να του δώσουν χρήματα και σε κάποιες περιπτώσεις παίρνοντας μόνος του από τα ταμεία χρήματα, χωρίς μάλιστα να ενημέρωνε για το ύψος των ποσών που πήρε, ήταν ο κατηγορούμενος.
Δεν μας βρίσκει, επίσης, σύμφωνους η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης, ότι η μάρτυρας πρόβαλε αντιφατικούς ισχυρισμούς για τη λογιστική εγγραφή του φόρου θεάματος. Επί του εν λόγω ζητήματος η μάρτυρας με σαφήνεια εξήγησε, ότι ο λόγος που δεν έκανε καμία λογιστική εγγραφή κατά την αποκοπή του φόρου θεάματος, ήταν γιατί δεν το θεωρούσε έσοδο. Λόγω της άγνοιας της όπως περαιτέρω εξήγησε, όταν πληρωνόταν στον Δήμο Λεμεσού ο φόρος θεάματος τον καταχωρούσε ως έξοδο, στο λογαριασμό εξόδων που δημιούργησε. Αυτό το λάθος της, όπως περαιτέρω ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε, της εξηγήθηκε και το αντιλήφθηκε μετά που η Deloitte Ltd το εντόπισε στις οικονομικές καταστάσεις.
Εισηγήθηκε, επίσης, ο συνήγορος Υπεράσπισης στην αγόρευσή του, ότι η μάρτυρας επιβεβαιώνει τον κατηγορούμενο ότι της «εξήγησε σε ανύποπτο χρόνο, όταν δανείστηκε τις €5.000 από την Ticket hour, ότι είχε οικονομικές δυσκολίες λόγω χρημάτων που έπρεπε να πληρώσει σε δικηγόρους και ότι ο γιος της γυναίκας του ήταν μπλεγμένος με ναρκωτικά και ότι τους έκλεβε». Ούτε η εν λόγω εισήγηση γίνεται αποδεκτή, για τους ακόλουθους λόγους.
Καταρχάς, θα πρέπει να επισημάνουμε πως τα όσα η μάρτυρας ανέφερε για το επίδικο αυτό ζήτημα που αφορούσε το συνολικό ποσό των €10.540 δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την πλευρά της Υπεράσπισης. Συγκεκριμένα, η μάρτυρας είπε ότι τον Ιούλιο του 2018 είχε γίνει μία παράσταση στο Θέατρο με συμπαραγωγό τον Δήμο Λεμεσού. Όταν μετά από πολλούς μήνες θα έκανε εγγραφές των εσόδων, διαπίστωσε ότι ενώ στο report της Sold - Out φαινόταν ότι το ποσό των €5.000, που ήταν τα έσοδα από την πιο πάνω παράσταση, είχε δοθεί στο Θέατρο, εντούτοις δεν βρήκε να έγινε κατάθεση του εν λόγω ποσού ούτε ότι στάλθηκε κάποια επιταγή. Όταν επικοινώνησε με τη Sold- Out και ρώτησε σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, την πληροφόρησαν ότι το πιο πάνω ποσό το είχαν στείλει στον κατηγορούμενο προσωπικά. Μετά την εν λόγω πληροφόρηση της, ρώτησε τον κατηγορούμενο και αυτός της επιβεβαίωσε ότι πήρε τα χρήματα και ότι δεν τα είχε δώσει μέχρι τότε στο Θέατρο. Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τις πιο πάνω αναφορές της μάρτυρος, οι οποίες επαναλαμβάνουμε ότι ουδόλως αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέτασή της, ο κατηγορούμενος μόνο μετά που τον ρώτησε η μάρτυρας για το πιο πάνω ποσό της αποκάλυψε ότι το πήρε ο ίδιος και δεν το έδωσε στο Θέατρο. Συνεπώς, ούτε σε «ανύποπτο χρόνο» της είπε ο κατηγορούμενος ότι «δανείστηκε» το ποσό, ούτε ότι το ποσό που πήρε ήταν από την Ticket hour, ως είναι η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης, η οποία αποσκοπούσε στο να καταδείξει ότι ο κατηγορούμενος αυτόβουλα και χωρίς να μεσολαβήσει οτιδήποτε το ανέφερε στην μάρτυρα.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω αναφέρουμε πως η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης, ότι, δηλαδή, είναι σε ανύποπτο χρόνο που ο κατηγορούμενος εξήγησε στη μάρτυρα για το πιο πάνω ποσό, βρίσκεται και σε διάσταση με την ερώτηση που έθεσε στη μάρτυρα αμέσως μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της για το εν λόγω ζήτημα, την οποία παραθέτουμε αυτούσια:
«Ε. Άρα σας το είπε κατόπιν δικής σας ερώτησης. Σωστά;
Α. Ναι.»
Πέραν των πιο πάνω επισημαίνουμε και το εξής. Ότι, η αναφορά της μάρτυρος, ότι της είχε πει ο κατηγορούμενος ότι ο γιος της γυναίκας του ήταν μπλεγμένος με ναρκωτικά και ότι τους έκλεβε, δεν αφορούσε την περίπτωση που ο κατηγορούμενος πήρε από τη Sold-Οut τις €5.000, ως είναι η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης στην αγόρευσή του, αλλά όπως προκύπτει από την ένορκη μαρτυρία της αφορούσε την περίπτωση που πήρε τα χρήματα της Ticket hour, δηλαδή, το ποσό των €2.500. Συγκεκριμένα, αυτό που η μάρτυρας ανέφερε όταν ο κατηγορούμενος πήρε τα χρήματα που προορίζονταν για την Ticket-hour, ήταν ότι της είχε πει ότι τα χρήματα τα χρειάστηκε για να πληρώσει δικηγόρους και γιατί τα είχε μεγάλη ανάγκη.
Πέραν από το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας της σε ότι αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες πληροφορήθηκε ότι ο κατηγορούμενος πήρε το επίδικο ποσό των €5.000, το οποίο για τους λόγους που εξηγήσαμε αποδεχόμαστε, η μάρτυρας αναφέρθηκε και στα ποσά που ο κατηγορούμενος πήρε σε δύο άλλες περιπτώσεις, τα οποία κράτησε και δεν τα έδωσε στο θέατρο. Αναφερόμαστε στο επίδικο ποσό των €5.540 για το οποίο η μάρτυρας ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε, ότι περί τον Οκτώβρη του 2019 όταν ο κατηγορούμενος της είπε για το προαναφερόμενο ποσό των €5.000, της παραδέχθηκε επίσης ότι για δύο παραστάσεις που έγιναν στο Θέατρο, η μία τον Νοέμβριο του 2018 και η άλλη τον Ιούλιο του 2019, πήρε από τον κάθε πελάτη το ποσό των €2.770, το οποίο, επίσης, δεν είχε δώσει στο Θέατρο μέχρι την ημέρα που της το ανέφερε.
Επιπρόσθετα, των πιο πάνω αναφέρουμε και τα εξής. Ότι αν πράγματι ο κατηγορούμενος είχε «δανειστεί» το πιο πάνω ποσό και συνεπώς δεν υπήρχε οτιδήποτε μεμπτό στις πράξεις του αυτές, ως είναι ουσιαστικά η εισήγηση του συνηγόρου του, το λογικά αναμενόμενο θα ήταν στη συνάντηση που είχε ο κατηγορούμενος με τον Μ.Κ.12 να τον ενημέρωνε ότι δανείστηκε το πιο πάνω ποσό. Αντ’ αυτού, όπως προέκυψε από τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία των Μ.Κ.6 και Μ.Κ.12, ο κατηγορούμενος μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Μ.Κ.6 θα επισκεπτόταν τον Μ.Κ.12, έσπευσε την αμέσως επόμενη μέρα να ζητήσει συνάντηση μαζί του κατά την οποία του ανέφερε πως λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε είχε κρατήσει το πιο πάνω ποσό που προερχόταν από τα έσοδα τριών παραστάσεων και απολογήθηκε για τις πράξεις του αυτές. Επίσης, γιατί όταν ζήτησε έναντι των μισθών του το ποσό των €4.000 υπέβαλε, ως ήταν η θέση του, το αίτημα του στο Δ.Σ της Εταιρείας, στοιχείο ενδεικτικό της γνώσης του ότι αυτό ήταν το αρμόδιο όργανο στο οποίο θα έπρεπε να αποταθεί για δάνειο, δεν έπραξε το ίδιο και για το επίδικο ποσό των €10.540;
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, ότι η εισήγηση του συνηγόρου περί δανεισμού βρίσκεται και σε διάσταση με την θέση του κατηγορούμενου ο οποίος κατά την αντεξέτασή του συμφώνησε ότι το ποσό των €10.540 το πήρε χωρίς να εξασφαλίσει προηγούμενη συγκατάθεση.
Προτού προχωρήσουμε με τον περαιτέρω σχολιασμό της μαρτυρίας της Μ.Κ.19, κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε πως αυτό το οποίο προέκυψε από τη μη αμφισβητούμενη και αποδεκτή μαρτυρία της, είναι ότι ο κατηγορούμενος εν αγνοία της και χωρίς την έγκριση του Δ.Σ. Εταιρείας πήρε από τρείς παραστάσεις τα έσοδα του Θεάτρου ύψους €5.000 και €5.540 και ότι της το αποκάλυψε περί τον Οκτώβρη του 2019 μετά που η μάρτυρας πληροφορήθηκε από τη Sold-Οut ότι του πλήρωσε το ποσό των €5.000 για την παράσταση που έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2018. Το κατά πόσο ήταν παράνομες ή όχι οι πράξεις του αυτές, αποτελεί ζήτημα που το Δικαστήριο θα αποφασίσει.
Ο συνήγορος Υπεράσπισης, για πρώτη φορά, μέσω της αγόρευσής του αμφισβητεί, ότι η Deloitte Ltd πήρε τα files για τα έσοδα και τις λεπτομέρειες για κάθε παραγωγή. Εάν, όπως αναφέρει ο συνήγορος, η Deloitte Ltd έπαιρνε τα εν λόγω files δεν θα υπήρχε η ανάγκη για την «προσομοίωση» που έκανε ο Μ.Κ.20. Επί του εν λόγω ζητήματος, η μάρτυρας ανέφερε ότι για την έρευνα της η Deloitte Ltd πήρε τα files που είχαν στοιχεία για τις πληρωμές που έγιναν με μετρητά και επιταγές, τα έσοδα και την Τράπεζα. Η θέση της αυτή, ουδόλως αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση. Αυτό που της τέθηκε ήταν, κατά πόσο γνώριζε το γεγονός ότι «στο πόρισμα τους οι λογιστές ανέφεραν πως δεν παρέλαβαν και ούτε βρήκαν καμία απόδειξη για εξόφληση τιμολογίων σε μετρητά». Η μάρτυρας απάντησε πως δεν το γνωρίζει αυτό. Το ότι η μάρτυρας απάντησε, ότι δεν γνώριζε τι ανέφεραν στο πόρισμα τους οι ελεγκτές για το εν λόγω ζήτημα δεν σημαίνει ότι αναιρείται η πιο πάνω θέση της ότι, δηλαδή, οι ελεγκτές πήραν τα πιο πάνω στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση επισημαίνουμε, ότι σε κανένα σημείο του πορίσματος του ο Μ.Κ.20 αναφέρει ότι «δεν παρέλαβαν και ούτε βρήκαν καμία απόδειξη για εξόφληση τιμολογίων σε μετρητά». Για τους πιο πάνω λόγους, ούτε αυτή η εισήγηση του συνηγόρου γίνεται αποδεκτή.
Δεν γίνεται, επίσης, αποδεκτή η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης στην αγόρευση του, ότι «τα εκκαθαριστικά στα οποία υποτίθεται βασίστηκε» ο Μ.Κ.20 για να βγάλει το πόρισμα του, η μάρτυρας «σε κάποιο στάδιο τα είχε καταστρέψει, τα είχε εξαφανίσει, αγνοώντας ..ότι αυτά τα εκκαθαριστικά θα ήταν χρήσιμα». Η μάρτυρας, ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι κατέστρεψε ή εξαφάνισε τα εκκαθαριστικά και ούτε της υποβλήθηκε τέτοια θέση. Αντίθετα αυτό το οποίο ανέφερε, και δεν αμφισβητήθηκε, ήταν ότι τα εκκαθαριστικά βρίσκονταν στα files που πήρε η Deloitte Ltd για την έρευνα της. Δεν γίνεται, επίσης, αποδεκτή η εισήγηση του συνηγόρου, ότι η μάρτυρας είπε ότι στα εκκαθαριστικά καταγραφόταν μόνο το ενοίκιο. Όπως είπε η μάρτυρας, στη συνέχεια, εκτός από το ενοίκιο αναγράφονταν στο εκκαθαριστικό και οι εισπράξεις από τις πωλήσεις.
Σε ότι αφορά την εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης ότι, η μάρτυρας «ομολόγησε» ότι δεν κατέγραφε τα έσοδα για όλα τα ταμεία, αναφέρουμε πως από μια προσεκτική μελέτη της μαρτυρίας της, αυτό το οποίο προκύπτει είναι ότι η μάρτυρας αναφερόταν στη μη καταγραφή της «ροής του ταμείου» που χειριζόταν ο κατηγορούμενος, δίνοντας μάλιστα σαφείς και πειστικούς λόγους για τους οποίους δεν έκανε την εν λόγω καταγραφή. Σε ότι αφορά την καταγραφή των εσόδων του Θεάτρου, επαναλαμβάνουμε, πως σύμφωνα με τη μη αμφισβητούμενη και αποδεκτή μαρτυρία της, κατέγραφε λογιστικά τόσο τα έσοδα του Θεάτρου όσο και τις πληρωμές που γίνονταν.
Κατά συνέπεια, η μαρτυρία της Μ.Κ.19 κρίνεται ως αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή στο σύνολό της. Πέραν από την καλή εντύπωση που έκανε από το εδώλιο του μάρτυρα, η μαρτυρίας της ήταν σταθερή, πειστική και εμπεριστατωμένη και σε διάφορα σημεία της υποστηρίζεται από άλλη ενώπιον μας αποδεκτή μαρτυρία. Κατά συνέπεια, δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να βασιστούμε στη μαρτυρία της μάρτυρος αυτής και να εξάξουμε ασφαλή ευρήματα γεγονότων.
Οι Μ.Κ.14, Μ.Κ17 και Μ.Κ.20 κλήθηκαν για να καταθέσουν ως εμπειρογνώμονες. Είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες εξετάζεται και αξιολογείται η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Κατ΄ αρχάς το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο ο μάρτυρας που καταθέτει ως εμπειρογνώμονας έχει τα απαραίτητα και αναγκαία προσόντα για να θεωρηθεί ως τέτοιος για το θέμα στο οποίο αναφέρεται. Στην Κωνσταντίνα Σιακόλα v. Aστυνομίας Ποιν. Έφεση Αρ. 53/11, Ημερομηνίας 24/01/2013 αναφέρθηκε, ότι για την εξακρίβωση κατά πόσο ένας μάρτυρας είναι ικανός να δώσει μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας θα πρέπει να απαντηθούν δύο ερωτήματα. Πρώτο, κατά πόσο το αντικείμενο της εμπειρογνωμοσύνης του εμπίπτει στην κατηγορία των θεμάτων εκείνων για τα οποία επιτρέπεται να δοθεί μαρτυρία πραγματογνώμονα και δεύτερο, κατά πόσο ο μάρτυρας έχει αποκτήσει είτε κατόπιν σπουδών είτε λόγω εμπειρίας επαρκή γνώση του αντικειμένου ώστε η γνώμη του να καθίσταται πολύτιμη (of value) στην επίλυση των επίδικων θεμάτων. Πέραν τούτου, έχει νομολογηθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτό (βλ. Θεοσκέπαστη Φαρμ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 534, Evagelou & Another v. Ambizas & Another (1982) 1 C.L.R. 41, Φιλίππου v. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ. 1 και Μάριος Νικολάου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 841).
Πέραν των πιο πάνω, η αξιολόγηση τέτοιων μαρτύρων δεν διαφέρει από την αξιολόγηση των υπόλοιπων μαρτύρων. Πρέπει όμως, οι μάρτυρες αυτοί να δώσουν όλα τα εχέγγυα και απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια για να μπορεί να ελεγχθεί η ακρίβεια των συμπερασμάτων τους και το ίδιο το Δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει στα δικά του ευρήματα γεγονότων (Vassiliko Cement Works Ltd v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389 και Νεάρχου v. Στεφανίδης κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351, Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1 και Andreas Anastasiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97).
Οι Μ.Κ.14, Δ. Σαζεΐδης και Μ.Κ.17, Μ. Μιχαηλίδης, κλήθηκαν και κατέθεσαν, ως εμπειρογνώμονες υπό την ιδιότητα τους ως λογιστές-ελεγκτές. Σημειώνεται ότι σε κανένα στάδιο η πλευρά της Υπεράσπισης αμφισβήτησε την εμπειρογνωμοσύνη τους, την οποία και αποδεχόμαστε. Όπως και οι δύο ανάφεραν είναι εγκεκριμένοι λογιστές – ελεγκτές.
Ο Μ.Κ.14, μας δημιούργησε την εντύπωση ενός ειλικρινούς μάρτυρα που προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια σχετικά με τον έλεγχο που του ανατέθηκε. Υπενθυμίζουμε πως, σύμφωνα με τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία του, η οποία συνάδει με την αποδεκτή μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.12, αυτό που του ανατέθηκε δεν ήταν ο πλήρης έλεγχος των λογιστικών βιβλίων του Θεάτρου, αλλά ο έλεγχος της κίνησης του ταμείου για την περίοδο από 01/01/2018 μέχρι την 28/04/2021. Παρά το ότι δεν αμφισβητήθηκε το συμπέρασμα του, ότι το ταμείο του Θεάτρου παρουσίαζε στις 28/04/2021 έλλειμα ύψους €5.752,67, εντούτοις δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε αυτό για να καταλήξουμε με ασφάλεια σε ανάλογο εύρημα. Και αυτό γιατί, όπως αναφέρει στην Έκθεσή του, αν δεν ολοκληρωνόταν ο έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων για το 2017 και δεν γίνονταν οι απαραίτητες λογιστικές διορθώσεις, δεν μπορούσε να γνωρίζει εάν το λάθος που εντόπισε στα λογιστικά βιβλία για το ποσό του υπόλοιπου του ταμείου κατά την 01/01/2018 θα μπορούσε να επηρεάσει το πιο πάνω συμπέρασμά του (βλ. Παράρτημα Α του τεκμήριου 5 ).
Σημειώνεται ότι βαρύτητα δίνουμε στο σκοπό για τον οποίον άμεσα διορίστηκε ο μάρτυρας που ήταν ο έλεγχος της κίνησης του ταμείου για την εν λόγω περίοδο, στην βάση των λογιστικών βιβλίων. Και στην βάση αυτή, διαπιστώθηκε ότι όντως ενδεχομένως να υπήρχε ζήτημα ελλείμματος και κατά συνέπεια, δικαιολογούνται οι περαιτέρω ενέργειες του Μ.Κ.12, ως αυτές αναφέρθηκαν από τον ίδιο.
Πέραν των πιο πάνω, σε ότι αφορά τις υπόλοιπες αναφορές του για τις αποδείξεις εισπράξεων και τα τιμολόγια, αναφέρουμε πως ουδεμία βαρύτητα δίνουμε σε αυτές, αφού όπως και ο ίδιος αναφέρει στην Έκθεσή του δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας του.
Ο Μ.Κ.17, ο οποίος όπως έχει προκύψει διορίστηκε καθ’ υπόδειξη του κατηγορούμενου, κατάθεσε ως λογιστής – ελεγκτής και παρουσίασε τα αποτελέσματα του ελέγχου που διενέργησε για τα έτη 2016 – 2017. Λεπτομέρειες της μαρτυρίας του, αναφέρθηκαν ανωτέρω κατά την καταγραφή της.
Κατ’ αρχάς, ο Μ.Κ.17 δεν μας δημιούργησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο, κατά την ώρα της κατάθεσης του από το εδώλιο του μάρτυρα αλλά και στη βάση του περιεχομένου της μαρτυρίας του. Η μαρτυρία του δεν χαρακτηριζόταν από σταθερότητα και σαφήνεια, ενώ υπέπεσε και σε αντιφάσεις επί ουσιωδών ζητημάτων, οι οποίες προκάλεσαν ρήγμα στην αξιοπιστία του και μας έχει δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα και αμεροληψία του. Δεν μπορούμε να μη λάβουμε υπόψη μας και τη συγγενική σχέση που συνδέει τον μάρτυρα με την σύζυγο του κατηγορούμενου, αφού όπως ανέφερε, είναι θείος της. Τα πιο πάνω σε συνδυασμό με το ότι ο Μ.Κ.17 προχώρησε σε έμβασμα στο λογαριασμό της €1.000 λίγες μέρες μετά που του ανατέθηκε ο έλεγχος των βιβλίων του Θεάτρου και δεδομένης της απόρριψης της εκδοχής της Μ.Υ.4, όπως θα διαφανεί κατωτέρω, μας έχουν δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα του.
Συγκεκριμένα, ενώ στην κατάθεσή του όσο και στην ένορκη μαρτυρία του κατά την κυρίως εξέτασή του με βεβαιότητα ανέφερε, ότι το έλλειμα του ταμείου ήταν ο φόρος θεάματος και ότι όταν εντόπισε ότι λανθασμένα τον καταχώρησε ως έξοδο στις οικονομικές καταστάσεις που ετοίμασε, τον αντικατέστησε με το έλλειμα του ταμείου και ενώ σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του κατά την αντεξέτασή του ισχυρίστηκε ότι για την «κατάταξη» του φόρου ως έλλειμα του ταμείου συμβουλεύτηκε κάποιους συναδέλφους του και όλοι μαζί συμφωνήσαν ότι θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είναι έλλειμα ταμείου, εντούτοις σε άλλα σημεία της μαρτυρίας του κατά την αντεξέτασή του διαφοροποίησε τη θέση του αυτή λέγοντας, πως όταν εντόπισε στα βιβλία το φόρο θεάματος, ως έξοδο, υπέθεσε ότι είναι έλλειμα του ταμείου. Επίσης, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του σε σχετικό ερώτημα του συνηγόρου Υπεράσπισης, συμφώνησε πως δεν ήταν βέβαιος αν το έλλειμα του ταμείου αντιπροσώπευε στην πραγματικότητα το ποσό του φόρου θεάματος, θέση την οποία και πάλι διαφοροποίησε κατά την επανεξέταση του, υιοθετώντας την αρχική του θέση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη μαρτυρία του κατά την επανεξέτασή του:
«Ε…Λέτε στην κατάθεση σας………. «`Κατάλαβα πως δεν επρόκειτο για έξοδο του θεάτρου, αλλά για φόρο θεάματος τρίτων, άρα ποσό που έλειπε από το Ταμείο»
Α. Ναι.
Ε. Άρα είναι Φόρος Θεάματος και είναι έλλειμα του ταμείου; Συμφωνείτε μαζί μου;
Α Μάλιστα
Ε. Άρα δεν τον βαφτίσατε ως Φόρο Θεάματος, είναι όπως λέτε στην κατάθεση σας, Φόρος Θεάματος που λείπει από το ταμείο, είναι έλλειμα του ταμείου του Παττιχείου. Σωστά;
Α. Σωστά».
Επίσης, ενώ σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του ισχυρίστηκε ότι το έλλειμα δεν προέκυψε «με μία καταμέτρηση του ταμείου», σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του πρόβαλε μια διαφορετική θέση λέγοντας τα εξής: «Είπαμε ήταν έλλειμα επειδή εντοπίσαμε κάποιο έλλειμα, μετρήσαμε το ταμείο και ήβραμε έλλειμα, είπαμε ότι αυτά τα λεφτά έπρεπε να ήταν στο ταμείο, έτσι; Αφού είσπραξε τα, μετά βεβαιότητας εισπράχθηκαν, διότι είδαμε τις πληρωμές που έγιναν στο Δημαρχείο, άρα αυτά τα λεφτά έπρεπε να ήταν στο ταμείο…».
Πέραν των πιο πάνω δεν διαφεύγει της προσοχής μας και το εξής. Ότι ενώ στην κατάθεσή του ανέφερε, ότι από τον έλεγχο που διενήργησε δεν βρήκε οποιοδήποτε έλλειμα και ότι μετά που εντόπισε το λάθος του παρουσίασε το ποσό των €36.438 ως έλλειμα του ταμείου, εντούτοις αυτό το οποίο διαπιστώνουμε από τη μελέτη των οικονομικών καταστάσεων που ετοίμασε, πριν την διόρθωση του λάθους, είναι ότι το Θέατρο είχε έλλειμα €46.934, δηλαδή, €10.496 πέραν του ποσού των €36.438 (βλ. σελίδα 6 του τεκμηρίου 6).
Συνεχίζοντας με την εκδοχή του για το λόγο που καταχώρησε το φόρο θεάματος, ως έξοδο, στις οικονομικές καταστάσεις που ετοίμασε (βλ. τεκμήριο 6), αναφέρουμε πως μας έχουν δημιουργηθεί αμφιβολίες για τη γνησιότητά της. Υπενθυμίζουμε πως σύμφωνα με την εκδοχή του, επειδή μεταξύ των εξόδων που εντόπισε ήταν και ο λογαριασμός «Φόρος Θεάματος», ο οποίος παρουσιαζόταν στα λογιστικά βιβλία ως έξοδο του Θεάτρου και επειδή δεν ήταν εξοικειωμένος με αυτού του είδους τον φόρο τον καταχώρησε και αυτός ως έξοδο. Έχοντας, ωστόσο, υπόψη μας την επαγγελματική του ιδιότητα, θεωρούμε, πως η ισχυριζόμενη άγνοια του για το είδος του φόρου σε συνδυασμό με τις ελλείψεις που, όπως είπε, υπήρχαν στα βιβλία, θα έπρεπε να τον οδηγήσουν στη διερεύνηση του υπό αναφορά εξόδου και όχι να αρκεστεί στη συμφιλίωση του ύψους του με το ποσό που είσπραξε ο Δήμος Λεμεσού. Πέραν τούτου, είναι αξιοπερίεργο και το εξής: Ότι, ενώ, όπως ισχυρίστηκε δεν γνώριζε οτιδήποτε για το φόρο θεάματος, εντούτοις όταν ο Δήμαρχος τον ρώτησε κατά πόσο ήταν εξοικειωμένος με τον εν λόγω φόρο, υποψιάστηκε, όπως είπε, ότι για να τον ρωτά ο Δήμαρχος σημαίνει ότι «κάτι είδε και δεν του άρεσε», οπόταν κατάλαβε «αμέσως» ότι ο φόρος αφορούσε τρίτους. Είχε μάλιστα επισημάνει, ότι πέραν της πιο πάνω ερώτησης δεν του είχε αναφέρει ο Δήμαρχος οτιδήποτε άλλο.
Δεν διαφεύγει, επίσης, της προσοχής μας ότι, ενώ στην κατάθεσή του ανέφερε πως πέραν από τη λανθασμένη καταχώρηση του φόρου θεάματος δεν υπήρχαν άλλα λάθη στους λογαριασμούς που ετοίμασε και, ενώ με την επιστολή του ημερομηνίας 13/05/2021 που απέστειλε στον Πρόεδρο και Δ.Σ. της Εταιρείας, τους έδινε όπως αναφέρεται σε αυτή «χρήσιμες πληροφορίες και εισηγήσεις για να βελτιώσουν τη λειτουργία του Θεάτρου και να περιορίσουν τις αδυναμίες, οι οποίες ενδεχομένως να οδηγήσουν σε ουσιαστικές ζημιές και σφάλματα», εντούτοις στις αναθεωρημένες οικονομικές καταστάσεις που ετοίμασε και απέστειλε στις 12/10/2021 στον Πρόεδρο και Δ.Σ. της Εταιρείας, τις οποίες όπως τους ενημέρωσε θα υπέγραφε μόνο αν του επιστρέφονταν οι αρχικές, ο μάρτυρας δεν περιορίστηκε στη διόρθωση του πιο πάνω λάθους του, αλλά στην παράγραφο 3 της Έκθεσης του υπό τον τίτλο «Βάση για Γνώμη» πρόσθεσε τη φράση «με Επιφύλαξη» και ακολούθως πρόσθεσε και την ακόλουθη φράση:
«Κατά τη γνώμη μας, ο τρόπος καταχώρησης των οικονομικών δραστηριοτήτων του θεάτρου στο μηχανογραφημένο λογιστικό σύστημα, δεν ήταν πλήρης. Επιπρόσθετα, υπήρξαν λανθασμένες καταχωρήσεις στο λογιστικό σύστημα, που δεν μας επέτρεπαν να διαπιστώσουμε την ορθότητα και την πληρότητα των εισοδημάτων και των εξόδων του θεάτρου. Ως εκ τούτου, δεν είμασταν σε θέση να προσδιορίσουμε αν χρειάζονται οποιεσδήποτε προσαρμογές σε αυτά τα ποσά.» (βλ. σελ. 3 του τεκμηρίου 9).
Σημειώνεται, πως ουδεμία εξήγηση δόθηκε από τον μάρτυρα για την προσθήκη της πιο πάνω παραγράφου στην νέα του Έκθεση. Έχοντας δε υπόψη μας τη θέση του, ότι τη μόνη αλλαγή που έκανε στις αναθεωρημένες οικονομικές καταστάσεις ήταν η αντικατάσταση του ποσού του εξόδου με το έλλειμα ταμείου, το ερώτημα που εύλογα γεννάται είναι για ποιο λόγο όταν εντόπισε το λάθος του, που όπως είπε ήταν το μόνο που είχαν οι καταστάσεις που ετοίμασε, έκρινε αναγκαία την προσθήκη της πιο πάνω παραγράφου στη νέα του Έκθεση και η γνώμη του ήταν πλέον με επιφύλαξη;
Επιπρόσθετα των πιο πάνω αναφέρουμε και το εξής. Ότι ενώ όπως ανέφερε δεν έκανε, σαν εμπειρογνώμονας, την κατάλληλη εργασία για να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα για το που πήγαν τα χρήματα του ελλείματος, εντούτοις ήταν εμφανής η προσπάθεια του κατά την ένορκη μαρτυρία του να δημιουργήσει αμφιβολίες όχι μόνο για το ύψος του ελλείματος του ταμείου αλλά και για το πως αυτό μπορεί να δημιουργήθηκε. Στην προσπάθεια του αυτή προέβαινε σε υποθετικά σενάρια και εικασίες, όπως ότι υπήρχε η πιθανότητα να οφείλονταν στο Θέατρο ποσά από χρεώστες που δεν μπορούσαν να ανιχνευθούν ή ότι πιθανόν να έγιναν κάποιες δαπάνες που δεν καταχωρήθηκαν και για τις οποίες δεν υπάρχουν αποδεικτικά ή ότι γίνονταν πολλές πληρωμές σε μετρητά χωρίς αποδείξεις. Παρά το ότι το μέρος αυτό της μαρτυρίας του δεν μπορούμε παρά να το αγνοήσουμε, αφού, όπως και ο ίδιος ανέφερε δεν διενήργησε έρευνα, ως εμπειρογνώμονας, εντούτοις θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε κάποιους ισχυρισμούς του που καταδεικνύουν την πιο πάνω προσπάθεια του.
Συγκεκριμένα, ενώ σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του ισχυρίστηκε ότι, το έλλειμα του ταμείου ισούται με το ποσό του φόρου θεάματος, όταν κατά την αντεξέτασή του ρωτήθηκε κατά πόσο «η έλλειψη καταλόγου χρεωστών και των ποσών», που «πιθανόν» να όφειλαν στο Θέατρο, θα μπορούσε να ισούται με το έλλειμα του ταμείου απάντησε, «Να ισούται με το ποσό όι, αλλά μπορεί κάποιο μέρος που τζείνο».
Είπε, επίσης, ότι η «εντύπωση» που του δημιουργήθηκε ήταν, ότι όποιος πήγαινε στο Θέατρο και ήθελε χρήματα π.χ. για κάποια επιδιόρθωση που έκανε, χωρίς όπως είπε, να θυμόταν κάτι περισσότερο, «..ο πρώτος διαθέσιμος που ήταν τζιαμέ τζιαι είχε στα χέρια του χρήματα μπορούσε να τον πληρώσει».
Σε ότι αφορά δε τις πληρωμές που γίνονταν σε μετρητά έφερε ως παράδειγμα τους καλλιτέχνες, για τους οποίους όπως είπε δεν υπήρχε τρόπος να ελέγξουν, κατά πόσο τα ποσά που πληρώθηκαν ήταν αυτά που θα έπρεπε να πληρωθούν ή αν πληρώθηκαν μεγαλύτερα ποσά. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη μαρτυρία του που ακολούθησε:
«Ε. Αποδεικτικά δεν υπάρχουν εννοείς.
Α, Αποδεικτικά για τζιείνα που πληρώθηκαν υπήρχαν. Αλλά εμείς το ερωτηματικό ήταν αν υπήρχαν πληρωμές που έγιναν χωρίς παραστατικά. Δεν μπορεί να διαπιστωθεί.
Ε. Δεν μπορείς να το ξέρεις.
Α. Όχι»
Είναι πραγματικά άξιο απορίας, από τη μια να προβληματίζεται για τις αμοιβές των καλλιτεχνών για τις οποίες, μάλιστα, εντόπισε τις αποδείξεις πληρωμών τους και να εξηγεί τον λόγο που δεν μπορούσε να ελέγξει αν τους καταβλήθηκαν μεγαλύτερες αμοιβές, ενώ για το φόρο θεάματος που όπως είπε δεν γνώριζε τι αφορούσε και που, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις που ετοίμασε, ήταν το τρίτο στη σειρά μεγαλύτερο έξοδο του Θεάτρου, να αρκείται στη συμφιλίωση που έκανε με το ποσό που πληρώθηκε στον Δήμο Λεμεσού, χωρίς να διερευνήσει τί αφορούσε ο εν λόγω φόρος και γιατί το Θέατρο έκανε αυτές τις πληρωμές στον Δήμο Λεμεσού.
Στην προσπάθεια του, επίσης, να δημιουργήσει αμφιβολίες για την ύπαρξη του ελλείμματος και το ύψος αυτού, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να γίνονταν παρεμβάσεις και διορθώσεις στα στοιχεία που ήταν καταχωρημένα στο λογιστικό πρόγραμμα της Μ.Κ.19. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε πως όταν παρουσιάζονταν προβλήματα στο πρόγραμμα, χωρίς να αναφερθεί με σαφήνεια ποια ήταν τα εν λόγω προβλήματα, η Μ.Κ.19 του έλεγε ότι θα μιλούσε με τον πάροχο του προγράμματος ο οποίος είχε πρόσβαση εξ αποστάσεως και ότι αυτός έκανε τις διορθώσεις. Ισχυρίστηκε, επίσης, πως όταν της ζητούσε να εκτυπώσει στοιχεία από το λογιστικό πρόγραμμα, αυτή του έλεγε ότι υπήρχαν δυσκολίες και ότι το βράδυ θα συνδεόταν ο προγραμματιστής για να τα διορθώσει. Οι ισχυρισμοί του αυτοί, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από γενικότητα και έλλειψη σαφήνειας, σε κάθε περίπτωση καταρρίπτονται από την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.19, η οποία όπως ανέφερε εκτός από την ίδια δεν είχε κανένας πρόσβαση στο λογιστικό της πρόγραμμα, ότι είχε το δικό της κωδικό, τον οποίο δεν γνώριζε κανένας και ότι όποτε είχε πρόβλημα ο ηλεκτρονικός της υπολογιστής και γινόταν η διόρθωση του από αυτούς που εγκατέστησαν το λογιστικό πρόγραμμα, η ίδια ήταν πάντα παρούσα και έβλεπε.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η μαρτυρία του Μ.Κ.17 δεν κρίνεται αξιόπιστη και απορρίπτεται.
Ο Μ.Κ.20 αναφέρθηκε στο Δικαστήριο στις διαδικασίες που ακολούθησε, ως ο επικεφαλής της ομάδας της Deloitte Ltd την οποία το Δ.Σ του Θεάτρου διόρισε για τη διεξαγωγή της έρευνας Δικανικής Λογιστικής, ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη τυχόν ελλείματος του ταμείου Θεάτρου για την επίδικη περίοδο. Ο μάρτυρας κατάθεσε στο Δικαστήριο σχετικό βιογραφικό σε σχέση με τα ακαδημαϊκά του προσόντα και την εμπειρία του (βλ. τεκμήριο 40). Στην Deloitte Ltd, όπως διευκρίνισε κατά την αντεξέτασή του, το Τμήμα της Δικανικής Λογιστικής υπάγεται στο τμήμα των Χρηματοοικονομικών Συμβουλευτικών Υπηρεσιών, γιατί τα άτομα που εκπαιδεύονται σε αυτό το Τμήμα έχουν υπόβαθρο λογιστή και ελεγκτή, υπόβαθρο το οποίο έχει και ο ίδιος. Έχοντας υπόψη μας τα προσόντα και εμπειρία του μάρτυρα όπως αυτά αναφέρονται στο βιογραφικό του και τα όσα επιπρόσθετα ανέφερε γι’ αυτά στην ένορκη μαρτυρία του, τα οποία δεν έτυχαν αμφισβήτησης, κρίνουμε ότι μπορούμε να τον αποδεχθούμε ως ειδικό στα ζητήματα που αναφέρθηκε στο Δικαστήριο και στα όσα περιλαμβάνονται στις Εκθέσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο, ως τεκμήρια 41 και 42.
Ο μάρτυρας μας έκανε πολύ καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και όπως έχει διαφανεί μέσα από τη μαρτυρία του, απώτερος στόχος του ήταν να βοηθήσει το Δικαστήριο για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Με την Έκθεσή του τεκμήριο 41 αλλά και την Έκθεση του, τεκμήριο 42, στο βαθμό που αυτή αφορά τα επίδικα θέματα, και τα όσα περαιτέρω ανέφερε στην προφορική του μαρτυρία, έδωσε επαρκείς και τεκμηριωμένες εξηγήσεις τόσο για τους ελέγχους και μεθοδολογίες που ακολούθησε όσο και για τα δεδομένα που έλαβε υπόψη του, για να καταλήξει στα συμπεράσματα του. Παρά την εκτενή αντεξέταση που υποβλήθηκε για διάφορα ζητήματα, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, αυτός με άνεση και αμεσότητα έδινε σαφείς, πειστικές και τεκμηριωμένες απαντήσεις για όσα ζητήματα ενέπιπταν στη γνώση του, ενώ για όσα ζητήματα δεν γνώριζε την απάντηση δεν δίστασε να το αναφέρει. Παρέμεινε σταθερός στη μαρτυρία του, δεν υπέπεσε σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις, ικανές να προκαλέσουν ρήγμα στη μαρτυρία του και δεν διακρίναμε εκ μέρους του οποιαδήποτε προσπάθεια υπεκφυγής.
Παρά την προσπάθεια της Υπεράσπισης να καταδείξει μέσω της αντεξέτασής του μάρτυρα αλλά και των Μ.Κ.1, Μ.Κ.12 και Μ.Κ.19, ότι δεν υπήρξε από πλευράς της Deloitte Ltd ενδιαφέρον και καθοδήγηση για την ετοιμασία των λογιστικών βιβλίων του Θεάτρου και παρά τη θέση της Υπεράσπισης, αλλά και του κατηγορούμενου ότι η Deloitte Ltd παρέλειψε να παρέμβει προσφέροντας τη βοήθεια της, αυτός παρέμεινε αμετακίνητος στις θέσεις του, ότι ποτέ δεν διορίστηκαν λογιστές του Θεάτρου για να ετοιμάσουν τα λογιστικά του βιβλία και ότι για να μπορούσαν, ως ελεγκτές, να προχωρούσαν στον έλεγχό τους θα έπρεπε αυτά να ήταν συμπληρωμένα. Όπως με σαφήνεια εξήγησε, κατά την κυρίως εξέτασή του, ο έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων που ετοιμάζει μία εταιρεία διαφέρει από την Έκθεση του που ετοιμάστηκε για την παρούσα περίπτωση. Συγκεκριμένα είπε, ότι ο έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων διεξάγεται από ανεξάρτητο επαγγελματία ελεγκτή με δειγματοληπτικό τρόπο για να διαμορφώσει τη γνώμη αν αυτές δείχνουν την πραγματική εικόνα της οικονομικής κατάστασης μιας εταιρείας. Η Έκθεση που ετοιμάστηκε στην παρούσα περίπτωση, όπως είπε, δεν διεξάχθηκε με τον πιο πάνω δειγματοληπτικό τρόπο. Σκοπός της ετοιμασίας της ήταν να διερευνηθούν οι υποψίες που τέθηκαν υπόψη τους από το Δ.Σ του Θεάτρου, γι’ αυτό και επικεντρώθηκαν με λεπτομέρεια στα σημεία που έκριναν ότι θα έπρεπε να διερευνηθούν για να καταλήξουν στα συμπεράσματα τους.
Όπως, περαιτέρω, είπε για το εν λόγω ζήτημα, ενημέρωσαν το Δ.Σ του Θεάτρου και τη Διεύθυνση ότι αν δεν συμπληρώνονταν τα λογιστικά βιβλία δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν στον έλεγχο τους και με ειλικρίνεια δέχθηκε, πως πράγματι υπήρχαν συνομιλίες για το ζήτημα αυτό τόσο με το Δημαρχείο και το Θέατρο όσο και με τον κατηγορούμενο. Η απάντηση της Deloitte Ltd, όμως, ήταν όπως είπε πάντοτε η ίδια. Ότι, δηλαδή, θα έπρεπε να συμπληρώνονταν τα λογιστικά βιβλία, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να διεξάγουν τον έλεγχο τους. Παρεμβάλουμε στο σημείο αυτό, ότι σε κανένα σημείο κατά την αντεξέτασή του, δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση η θέση του ότι τα λογιστικά βιβλία δεν ήταν συμπληρωμένα. Επί τούτου, αναφέρουμε πως η θέση του αυτή, υποστηρίζεται, τόσο από τη μη αμφισβητούμενη και αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.19, η οποία ανέφερε πως δεν ήταν σε θέση να ετοιμάζει καταστάσεις που χρειάζονταν οι ελεγκτές, όσο και από το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 30/10/2020 με το οποίο η Μ.Κ.19 ενημέρωσε, όπως είπε, εκ μέρους του Θεάτρου την Deloitte Ltd ότι αποφάσισαν να προχωρήσουν με άλλο ελεγκτικό γραφείο, γιατί χρειάζονταν «..στήριξη αρχικά σε λογιστικό επίπεδο.» (βλ. τεκμήριο 12).
Ο μάρτυρας, επίσης, αρνήθηκε τη θέση που του υποβλήθηκε, ότι ενήργησε αντιδεοντολογικά γιατί δέχθηκε εκ μέρους της Deloitte Ltd να κάνει την έρευνα για να βρει «ποιος έκλεψε ή οικειοποιήθηκε χρήματα μέσα από μία κατάσταση την οποία επέτρεψαν με τις παραλείψεις» τους να γίνει. Όπως με σαφήνεια εξήγησε, από τη στιγμή που εντόπισαν το πρόβλημα, εννοώντας την λανθασμένη καταχώρηση του φόρου θεάματος ως έξοδο και για το 2018, θα έπρεπε να προηγηθεί η διεξαγωγή έρευνας, την οποία και ανέλαβε να κάνει. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε, πως για κανένα από τα επίδικα έτη δεν διενήργησε η Deloitte Ltd έλεγχο στα λογιστικά βιβλία του Θεάτρου.
Πέραν των πιο πάνω και επί της ουσίας της έρευνας και των αποτελεσμάτων του μάρτυρα αυτού, κρίνουμε ότι ο μάρτυρας αυτός έδωσε όλα εκείνα τα εχέγγυα έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να βασιστεί σε αυτά και να εξάξει τα δικά του ασφαλή συμπεράσματα, ως θα αναφερθεί κατωτέρω.
Αναφορικά με την ύπαρξη του ελλείματος και το ύψος αυτού, αρχικά αναφέρουμε πως παρά τη σαφή δήλωση του κατηγορούμενου, κατά την κυρίως εξέταση του, ότι δεν αμφισβητεί το έλλειμα που ο Μ.Κ.20 εντόπισε με την έρευνα του, εντούτοις ο συνήγορος Υπεράσπισης μέσω της αντεξέτασής του μάρτυρα αμφισβήτησε την ορθότητα κάποιων από τα ευρήματά του υποβάλλοντας σε αυτόν διάφορες θέσεις, στις οποίες θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Ξεκινώντας με το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του που αφορά τις πηγές πληροφόρησης του, οι οποίες καταγράφονται στην παράγραφο 1.6 της Έκθεσης, τεκμήριο 41, ο μάρτυρας σε σχετική ερώτηση κατά την κυρίως εξέταση του, με βεβαιότητα και σαφήνεια ανέφερε πως αυτές ήταν ικανοποιητικές και πλήρεις για την εργασία που έγινε, με εξαίρεση το έτος 2020 που δεν ήταν ολοκληρωμένο. Στο τέλος του 2020, όπως εξήγησε, υπήρχε υπόλοιπο ταμείου, το οποίο όμως δεν καταμετρήθηκε για να συμφωνείτο με τα στοιχεία που του δόθηκαν. Είναι γι’ αυτόν το λόγο, όπως περαιτέρω εξήγησε, που στην προαναφερόμενη Έκθεση καταληκτικά εισηγείται τη συμπλήρωση της εργασίας μέχρι την ημερομηνία της καταμέτρησης του ταμείου. Επανερχόμενοι στις πηγές πληροφόρησης και συγκεκριμένα στις αποδείξεις για τις πληρωμές σε μετρητά, για τις οποίες η θέση της Υπεράσπισης προς την Μ.Κ.19 ήταν ότι οι λογιστές αναφέρουν στο πόρισμα τους ότι «δεν παρέλαβαν και ούτε βρήκαν καμία απόδειξη για εξόφληση τιμολογίων», αναφέρουμε πως πέραν της θέσης του μάρτυρα ότι οι εν λόγω αποδείξεις και τα τιμολόγια αποτελούσαν μία από τις πηγές πληροφόρησης του (βλ. παράγραφο 1.6 της Έκθεσης) και ότι όπως αναφέραμε και πιο πάνω κατά την αξιολόγηση της Μ.Κ.19, δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο στο πόρισμα, τεκμήριο 41, κατά την αντεξέτασή του όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ζήτησε από την Μ.Κ.19 «τιμολόγια και αποδείξεις πληρωμών προς πιστωτές που έγιναν τοις μετρητοίς», με βεβαιότητα απάντησε πως τα εν λόγω έγγραφα ήταν ανάμεσα σε αυτά που τους δόθηκαν. Η θέση του αυτή όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, αλλά όταν του ζητήθηκε να αναφέρει και τα ευρήματα του για τις πληρωμές που έγιναν τοις μετρητοίς με αμεσότητα απάντησε, και δεν αμφισβητήθηκε, ότι τα ποσά που πληρώθηκαν σε μετρητά για τα έτη 2017, 2018 και 2019 ήταν €90.029, €45.662 και €24.589, αντίστοιχα (βλ. Παραρτήματα 6, 7 και 8 της Έκθεσης). Πέραν αυτού, η μαρτυρία του συνάδει με την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.19, ότι κατέγραφε λογιστικά τις πληρωμές που γίνονταν και ότι τα τιμολόγια και αποδείξεις πληρωμών βρίσκονταν σε files τα οποία πήρε η Deloitte Ltd για την έρευνα που θα έκανε. Όπως, επίσης, είπε ο μάρτυρας, και δεν αμφισβητήθηκε, τα ποσά των ενοικίων φαίνονταν στα εκκαθαριστικά και όλα τα εισοδήματα ήταν καταγραμμένα.
Ένα άλλο ζήτημα για το οποίο ο μάρτυρας αντεξετάσθηκε ήταν σχετικά με τη μη ύπαρξη αποδεικτικών για τα χρήματα που παραδίνονταν από τους ταμίες στον κατηγορούμενο ή την Μ.Κ.19. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος Υπεράσπισης υπέβαλε στον μάρτυρα ότι, ενόψει της μη ύπαρξης τέτοιων αποδεικτικών δεν υπήρχε ακριβής εικόνα για τα ποσά των εισπράξεων και κατ’ επέκταση για τα ποσά που γίνονταν κατάθεση στην Τράπεζα. Επί του ζητήματος αυτού ο μάρτυρας ρωτήθηκε, επίσης, εάν ήταν και οι ταμίες υποκείμενα έρευνας και κατά πόσο η «πιθανότητα» παράδοσης λιγότερων χρημάτων από τους ταμίες από αυτά που πράγματι εισέπρατταν, αποτελούσε ένα στοιχείο που θα μπορούσε να έχει σημασία για το ισχυριζόμενο έλλειμα. Ο μάρτυρας και επ’ αυτού του ζητήματος έδωσε πειστικές και τεκμηριωμένες εξηγήσεις.
Όπως είπε, τα χρήματα των εισπράξεων που παρέδιδαν οι ταμίες, ήταν αυτά που κατέληγαν στο ταμείο του Θεάτρου και όχι στην Τράπεζα. Είπε, επίσης, ότι το ποσό του ελλείματος που εντόπισαν είναι αυτό που αφορούσε το φόρο θεάματος ο οποίος υπολογίστηκε με βάση τα εκκαθαριστικά και ότι αν δεν παραδίνονταν χρήματα από τα ταμεία, δεν θα υπολογιζόταν ο φόρος θεάματος. Συνεπώς, όπως περαιτέρω είπε, ακόμη και αν χάνονταν χρήματα πριν την έκδοση των εκκαθαριστικών, αυτό δεν θα μπορούσε να διαφοροποιήσει το ύψος του ελλείματος που εντόπισε, αφού η βάση για τον υπολογισμό του ήταν τα εκκαθαριστικά. Συμπληρώνοντας, μάλιστα, ανέφερε πως με δεδομένο ότι γνώριζαν ποια ποσά κατατέθηκαν στην Τράπεζα, εάν πράγματι οι ταμίες παρέδιδαν μικρότερα ποσά απ’ αυτά που εισέπρατταν, τότε το έλλειμα θα ήταν μεγαλύτερο αφού τα έσοδα θα ήταν περισσότερα.
Πέραν των πιο πάνω, είναι θεωρούμε σημαντικό να επισημάνουμε και τα εξής. Ότι ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον μας, από την οποία να προκύπτει ότι οι ταμίες ή κάποια από αυτές δεν παρέδιδαν όλα τα ποσά από τις εισπράξεις των ταμείων ή ότι τα οικειοποιούνταν. Ούτε και υποβλήθηκε κάτι τέτοιο στις μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, οι οποίες εργάζονταν στα ταμεία, αλλά ούτε και ο κατηγορούμενος πρόβαλε τέτοια εκδοχή. Αντίθετα, η θέση του κατηγορούμενου ήταν ότι δεν έχει καμία υποψία ότι κάποιος υπάλληλος του Θεάτρου έκλεψε από αυτό χρήματα.
Ένα άλλο ζήτημα για το οποίο ο μάρτυρας αντεξετάσθηκε ήταν τα εκκαθαριστικά. Η θέση που του υποβλήθηκε από τον συνήγορο Υπεράσπισης, ήταν ότι τα εκκαθαριστικά δεν αποτελούσαν ασφαλή οδηγό για να βασιζόταν σε αυτά, αφού όλα και/ή στην πλειοψηφία τους ήταν ανυπόγραφα. Ο μάρτυρας σε σχετική ερώτηση, με ειλικρίνεια απάντησε πως δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί πόσα εκκαθαριστικά υπογράφηκαν και πόσα όχι, ήταν όμως βέβαιος ότι δεν ήταν πολλά αυτά που ήταν ανυπόγραφα. Η αδυναμία του να θυμηθεί τον αριθμό των υπογραμμένων και μη υπογραμμένων εκκαθαριστικών σε κάθε περίπτωση δεν θεωρούμε ότι καταδεικνύει από πλευράς του πρόθεση να πει ψέματα ή να αποκρύψει την αλήθεια από το Δικαστήριο.
Συνεχίζοντας επί του εν λόγω ζητήματος, αναφέρουμε πως η πιο πάνω θέση του συνηγόρου Υπεράσπισης παρέμεινε μετέωρη και χωρίς τεκμηρίωση, αφού ουδεμία αποδεκτή μαρτυρία τέθηκε ενώπιον μας που να την υποστηρίζει. Συγκεκριμένα, σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι όσα εκκαθαριστικά δεν ήταν υπογραμμένα δεν απέδιδαν την πραγματική εικόνα για τα οικονομικά δεδομένα της κάθε παράστασης. Ούτε ισχυρίστηκε, ότι τα εκκαθαριστικά θα έπρεπε να υπογράφονταν. Αντίθετα σε σχετική ερώτηση που του τέθηκε από τον συνήγορο του, απάντησε πως, «Υπήρχαν πελάτες τους οποίους άρεσε να υπογράφουν και υπόγραφαν, κάποιοι το έβλεπαν και έλεγαν «ΟΚ, συμφωνούμε. Γιατί ο πελάτης, όλοι οι πελάτες παρακολουθούσαν τις πωλήσεις των παραστάσεων, δεν υπήρχε θέμα να τους ξεγελάσει κανείς». Πέραν τούτου, υπενθυμίζουμε πως σύμφωνα με τη μαρτυρία του ήταν δική του ιδέα η ετοιμασία ενός τέτοιου εγγράφου με σκοπό, όπως είπε, να υποβοηθούνταν οι ίδιοι αλλά και για να κατανοεί ο κάθε παραγωγός τα οικονομικά αποτελέσματα της παράστασής του. Σε αυτό φαίνονταν, όπως είπε, οι πωλήσεις σε μετρητά και στο διαδίκτυο, οι οφειλές του πελάτη, το ενοίκιο και ο φόρος. Ήθελε, όπως είπε, να βγαίνει στο τέλος το αποτέλεσμα ότι ο παραγωγός χρωστά ή το Θέατρο του χρωστά. Επρόκειτο, όπως περαιτέρω είπε για ένα εσωτερικό έγγραφο του Θεάτρου, όχι επίσημο, γι’ αυτό υπάρχουν ανυπόγραφα.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω αναφέρουμε, πως σύμφωνα με τα όσα ο μάρτυρας περαιτέρω ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκαν, τα εκκαθαριστικά «περάστηκαν ένα-ένα» στις καταστάσεις, Παραρτήματα 1 έως 4 της Έκθεσης, τεκμήριο 41 και αποτέλεσαν, όπως εξήγησε, τη βάση για τον υπολογισμό του φόρου θεάματος. Στα εν λόγω Παραρτήματα, όπως διαπιστώνουμε από το περιεχόμενο τους, καταγράφηκαν μεταξύ άλλων, ξεχωριστά για κάθε επίδικο έτος, η ημερομηνία και ο παραγωγός της κάθε εκδήλωσης, τα ποσά για την άδεια χρήσης του Θεάτρου και το φόρο θεάματος για κάθε εκδήλωση, εάν υπήρχαν, το συνολικό ποσό του φόρου θεάματος για κάθε επίδικο έτος και η ημερομηνία της εκάστοτε πληρωμής του στο Δήμο Λεμεσού. Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να επισημάνουμε, ότι ουδόλως αμφισβητήθηκε, κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, η ορθότητα οποιουδήποτε από τα στοιχεία που φαίνονται στα υπό αναφορά Παραρτήματα τα οποία επισυνάφθηκαν στην Έκθεση, τεκμήριο 41 και κατατέθηκαν χωρίς να τεθεί από πλευράς Υπεράσπισης ζήτημα ως προς την αποδεκτότητα τους. Ούτε και ο κατηγορούμενος αμφισβήτησε κατά την ένορκη μαρτυρία του, την ορθότητα των προαναφερόμενων Παραρτημάτων. Πέραν αυτού, η ορθότητα του περιεχομένου τους, επιβεβαιώνεται και από το εξής. Ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 20, η οποία δεν έτυχε αμφισβήτησης και η οποία σε κάθε περίπτωση αποτελεί κοινό έδαφος, όλα τα ποσά του φόρου θεάματος που εισπράχθηκαν από το Θέατρο συμπίπτουν με τα ποσά που το Θέατρο πλήρωσε στον Δήμο Λεμεσού.
Πέραν της μη αμφισβήτησης της ορθότητας των δεδομένων που καταγράφονται στα εν λόγω Παραρτήματα, από την ενώπιον μας μαρτυρία προκύπτουν και τα εξής σε σχέση με τα εκκαθαριστικά που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά το εκκαθαριστικό Τεκμήριο 46 που η Μ.Υ.3 προσκόμισε στο Δικαστήριο και αφορούσε τις δοκιμές και παραστάσεις που έλαβαν χώρα στο Θέατρο στις 9-12/07/2019, προκύπτει ότι όλα τα ποσά που αφορούν τις εισπράξεις, το φόρο θεάματος και την άδεια χρήσης είναι τα ίδια με αυτά που καταγράφονται στη σελ. 11 του Παραρτήματος 3 του Τεκμηρίου 41 για την εκδήλωση που έλαβε χώρα εκείνες τις ημέρες. Προκύπτει, επίσης, από το πιο πάνω εκκαθαριστικό, ότι η Sold-Out αφού απέκοψε τα ποσά που αφορούσαν την προμήθεια της αλλά και την προμήθεια της κάρτας (€305,53), πλήρωσε με επιταγή στην μάρτυρα το υπόλοιπο ποσό που είσπραξε από τις πωλήσεις των εισιτηρίων και συγκεκριμένα το ποσό των €3.702,47 (βλ. τεκμήριο 47). Προκύπτει, επίσης, ότι από το ποσό που το Θέατρο είσπραξε σε μετρητά από τις πωλήσεις των εισιτήριων για την παράσταση της, απέκοψε το ποσό για την άδεια χρήσης και το ποσό για το φόρο θεάματος που υπολογίστηκε στο σύνολο των εισιτήριων που πωλήθηκαν, δηλαδή, και αυτών που πωλήθηκαν από τη Sold-Out. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε πως σύμφωνα με τη μη αμφισβητούμενη και αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Υ.3, για το εν λόγω ζήτημα, αυτή είχε ελέγξει τα ποσά που αναφέρονταν στο προαναφερόμενο εκκαθαριστικό που της δόθηκε και συμφώνησε με την ορθότητα τους.
Το ίδιο παρατηρούμε και σε σχέση με το εκκαθαριστικό ημερομηνίας 12/01/2018, τεκμήριο 22, που ο Μ.Κ.15 κατέθεσε. Δηλαδή, επίσης, στο εν λόγω εκκαθαριστικό τα ποσά των εισπράξεων, του φόρου θεάματος και της άδειας χρήσης είναι τα ίδια με τα ποσά που καταγράφονται στο Παράρτημα 3, σελ. 5 του Τεκμηρίου 41. Επίσης, ενώπιον μας τέθηκαν και τα εκκαθαριστικά που ο Μ.Κ.18 επισύναψε στα ημερολόγια ενεργείας που ετοίμασε, η ύπαρξη και το περιεχόμενο των οποίων, επίσης, δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση (βλ. τεκμήρια 37, 38 και 39). Συγκεκριμένα, για τα εκκαθαριστικά ημερομηνίας 04/05/2019 και 19/05/2019 που είναι συνημμένα στο τεκμήριο 37 παρατηρούμε ότι τα ποσά των εισπράξεων, του φόρου θεάματος και της άδειας χρήσης για τις εκδηλώσεις που έκανε η Atria Music Ltd στο Θέατρο είναι τα ίδια με τα ποσά που καταγράφονται στη σελίδα 10 του Παραρτήματος 3. Το ίδιο παρατηρούμε και για τα εκκαθαριστικά που ο Μ.Κ.18 επισύναψε στα τεκμήρια 38 και 39 (βλ. σελίδα 15 του Παραρτήματος 4 και σελίδα 2 του Παραρτήματος 1, αντίστοιχα της Έκθεσης, τεκμήριο 41).
Επιπρόσθετα των πιο πάνω αναφορικά με το ζήτημα των εκκαθαριστικών, επισημαίνουμε και το εξής. Ότι η θέση που υποβλήθηκε στον μάρτυρα από τον συνήγορο Υπεράσπισης ότι, δηλαδή, λόγου φόρτου εργασίας η Μ.Κ.19 έπαιρνε σημειώσεις και ότι τα εκκαθαριστικά τα ετοίμαζε «όπου και όταν έβρισκε χρόνο», βρίσκεται σε διάσταση με τη θέση που πρόβαλε ο κατηγορούμενος στην ένορκη μαρτυρία του. Ότι, δηλαδή, τα εκκαθαριστικά ετοιμάζονταν και τα παρουσίαζαν στους πελάτες μετά την παράσταση, για να γνώριζαν και οι δύο πλευρές, παραγωγός-Θέατρο, τα οικονομικά αποτελέσματα της παράστασης.
Ένα άλλο θέμα το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο αντεξέτασης του μάρτυρα, ήταν το κατά πόσο κάποιο πρόσωπο, που δεν είχε καμία γνώση λογιστικής, όπως ο κατηγορούμενος σύμφωνα με τη θέση του συνηγόρου του, θα μπορούσε να κλέβει για τέσσερα χρόνια με «χειρουργική ακρίβεια» μόνο το ποσό του φόρου θεάματος. Ο μάρτυρας με αμεσότητα και βεβαιότητα απάντησε ότι ο οποιοσδήποτε και χωρίς γνώσεις λογιστικής θα μπορούσε να το κάνει, επισημαίνοντας ότι ποτέ δεν ειπώθηκε ότι ο φόρος θεάματος αφαιρείτο εκ των προτέρων. Παραθέτουμε από τα πρακτικά αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από τη μαρτυρία του:
«Α....Όταν δεν τον βάλεις μέσα τον φόρο θεάματος αλλά τον πληρώνεις από τον τραπεζικό λογαριασμό, τι είναι αυτό; Δεν τον φέρνω μέσα στο ταμείο μου, αλλά τον πληρώνω από τον τραπεζικό λογαριασμό.
Ε. Ναι αυτό--
Α. Άρα το έλλειμα είναι η συγκεκριμένη πληρωμή που κάμνω, διότι την κάμνω προς μια κατεύθυνση και εκείνο το ποσό δεν το αναγνώρισα την ώρα που το εισέπραττα, άρα αυτόματα δημιουργείται ένα έλλειμα και αυτό το έλλειμα στους πρώτους λογαριασμούς που έγιναν καταχωρήθηκε σαν έξοδο, χωρίς να είναι έξοδο, γιατί έξοδο θα ήταν μόνο το ποσό που αφορούσε τις παραστάσεις του Θεάτρου, όχι το ποσό που αφορούσε τις παραστάσεις άλλων.
…………………
Ε. Μπορεί να το κάνει οποιοσδήποτε χωρίς να είναι λογιστής;
Α. Ναι
Ε. Δηλαδή εννοείς να αφαιρεί τον Δημοτικό Φόρο;
Α. Είπαμε ότι ο Δημοτικός Φόρος αφαιρείτο εκ των προτέρων; Αφαιρείτουν από το ταμείο το ποσό αυτό το οποίο μπορεί να γίνει ως το τέλος της περιόδου ή να εγίνετουν σιγά-σιγά. Δεν είπαμε ότι αφαιρείτο εκ των προτέρων».
Καθόλα πειστική ήταν και η απάντηση που έδωσε ο μάρτυρας στη θέση που του υποβλήθηκε ότι, δηλαδή, αν λάμβανε υπόψη του ότι η Ticket hour πλήρωνε το φόρο θεάματος απ’ ευθείας στο Δήμο Λεμεσού το ποσό του ελλείματος θα μειωνόταν. Όπως εξήγησε, το έλλειμα δεν θα επηρεαζόταν, αφού με την απ’ ευθείας πληρωμή του φόρου θεάματος στο Δήμο Λεμεσού δεν θα τον εντόπιζαν σαν πληρωμή του από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου.
Πειστική και κατατοπιστική ήταν, επίσης, η απάντηση του στη θέση που του υποβλήθηκε από τον συνήγορο Υπεράσπισης, ότι, δηλαδή, το πόρισμα του είναι πλημμελές, γιατί ενώ θα έπρεπε να επικοινωνήσει με τη Sold - Οut, ώστε να είχε πλήρη γνώση για την πώληση των εισιτηρίων, παρέλειψε να το πράξει. Όπως είπε, από τη στιγμή που μπορούσε να δει τη συμφιλίωση από τα εκκαθαριστικά, δεν υπήρχε λόγος να επικοινωνήσει με τη Sold-Οut. Πέραν αυτού, σύμφωνα με την ενώπιον μας μη αμφισβητούμενη μαρτυρία της Μ.Κ.19, μετά από κάθε παράσταση η Sold-Οut απέστελλε στην ίδια και τον κατηγορούμενο, την κατάσταση με τα πωληθέντα εισιτήρια. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία της, όταν θα πληρωνόταν ο φόρος θεάματος απέστελλε στον αρμόδιο λειτουργό του Δήμου Λεμεσού τις εν λόγω καταστάσεις και αφού γινόταν ο υπολογισμός του φόρου, κατόπιν έγκρισης του κατηγορούμενου για την πληρωμή του, ετοίμαζε την επιταγή την οποία έπαιρνε για υπογραφή στον Μ.Κ12 και τον Δημοτικό Γραμματέα. Επίσης, οι εν λόγω καταστάσεις της Sold-Οut ήταν, σύμφωνα με τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία του Μ.Κ.20, μία από τις πηγές πληροφόρησης που είχε για τη διεξαγωγή της έρευνας του (βλ. παράγραφο 1.6.9 της Έκθεσης). Επιπλέον, σημειώνουμε πως ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον μας, ότι οι εν λόγω καταστάσεις δεν απεικόνιζαν την αληθή εικόνα για τα πωληθέντα εισιτήρια ή ότι ο φόρος θεάματος που υπολογίσθηκε με βάση αυτές δεν ήταν αυτός που πληρώθηκε στον Δήμο Λεμεσού. Σε κάθε περίπτωση αναφέρουμε πως οι πιο πάνω θέσεις της Υπεράσπισης, οι οποίες δεν έγιναν αποδεκτές από τον μάρτυρα, παρέμειναν μετέωρες και άνευ αξίας, αφού ουδεμία μαρτυρία τέθηκε ενώπιον μας που να τις επιβεβαιώνει.
Ερωτηθείς, πως μπορεί να γνωρίζει αν ο φόρος θεάματος γινόταν ή όχι κατάθεση στην Τράπεζα, από τη στιγμή που οι καταθέσεις στην Τράπεζα γίνονταν «χύμα», ο μάρτυρας απάντησε πως αυτός ήταν και ο λόγος που έγινε η «αναπαράσταση του ταμείου», επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τη μεθοδολογία που ακολούθησε και η οποία με σαφήνεια εξηγείται στις παραγράφους 2.15 και 2.16 της Έκθεσης του, για να καταλήξει ότι ο φόρος θεάματος δεν γινόταν κατάθεση στην Τράπεζα. Η όλη μαρτυρία του για την αναπαράσταση του ταμείου που έκανε, η οποία ουσιαστικά δεν έτυχε αμφισβήτησης, απαντά και στη θέση που υποβλήθηκε από τον συνήγορο Υπεράσπισης στον Μ.Κ.12, ότι, δηλαδή, η έρευνα της Deloitte Ltd περιορίστηκε στο να διαπιστωθεί μόνο ο φόρος θεάματος.
Ο μάρτυρας, επίσης, με σαφήνεια και πειστικότητα εξήγησε ότι η λέξη «ενδεχομένως» που χρησιμοποιεί στην παράγραφο 5.1 της Έκθεσης του είναι ορολογία και φρασεολογία που χρησιμοποιείται, επισημαίνοντας ότι στη συνέχεια της ίδιας παραγράφου δίνεται η εξήγηση και δήλωσε ότι είναι βέβαιος για το συμπέρασμα του που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο.
Σαφής και πειστική ήταν και η απάντηση του μάρτυρα όταν του υποβλήθηκε η θέση ότι, όταν ο κατηγορούμενος τον ρώτησε πως μπορεί κάποιος χωρίς γνώσεις λογιστικής να μπορούσε με τέτοια ακρίβεια να έπαιρνε το ποσό του φόρου θεάματος, αυτός του απάντησε ότι «όντως είναι σπαζοκεφαλιά». Όπως είπε ο μάρτυρας, ουδέποτε στη συνάντηση τους, του έθεσε ο κατηγορούμενος το πιο πάνω ερώτημα, συμπληρώνοντας πως αν για τον ίδιο ήταν σπαζοκεφαλιά δεν θα εντόπιζε από την πρώτη στιγμή το λάθος στους λογαριασμούς του 2017. Πέραν αυτού θα πρέπει να αναφέρουμε, πως η εν λόγω θέση του συνηγόρου παρέμεινε μετέωρη, αφού ο κατηγορούμενος κατά την ένορκη μαρτυρία του πρόβαλε μια εντελώς διαφορετική θέση. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε πως, αυτό που ρώτησε τον μάρτυρα ήταν, πως είναι δυνατόν να πληρωνόταν ο φόρος θεάματος από την Τράπεζα, χωρίς να γινόταν η κατάθεση του ποσού και να μην χρωστά σε κανένα πρόσωπο το Θέατρο και ότι αυτός του απάντησε, «Για μένα είναι σπαζοκεφαλιά». Σημειώνεται, πως η πιο πάνω εκδοχή του κατηγορούμενου προβλήθηκε για πρώτη φορά στην ένορκη μαρτυρία του, χωρίς αυτή να είχε τεθεί στον Μ.Κ.20, ώστε να του δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί και για το λόγο αυτό δεν θα τη λάβουμε υπόψη.
Σε ότι αφορά την εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης, ότι καμία χρησιμότητα δεν έχει η Έκθεση του, τεκμήριο 41, για το λόγο ότι δεν υπήρχε η γραπτή συγκατάθεση της Deloitte Ltd για να την παρουσιάσει στο Δικαστήριο, αναφέρουμε πως δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως προκύπτει από την παράγραφο 4.4 της Έκθεσης, η Deloitte Ltd απευθυνόμενη στην Εταιρεία την ενημέρωσε, ότι εάν επιθυμούσε να αποκαλύψει την Έκθεση της στο Δικαστήριο ή την Αστυνομία θα έπρεπε να είχε τη γραπτή συγκατάθεση της. Εν προκειμένω, δεν είναι η Εταιρεία που την παρουσίασε στην Αστυνομία ή το Δικαστήριο, αλλά ο Μ.Κ.20 ο οποίος αφού την ετοίμασε, την παρέδωσε στην Αστυνομία όταν έδωσε την κατάθεση του και την υιοθέτησε και κατέθεσε ως τεκμήριο στο Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, ο μάρτυρας είπε στην ουσία ότι υπάρχει η συγκατάθεση της Deloite και μπορεί να την ζητήσει και να την παρουσιάσει. Δεν έχει, άλλωστε, τεθεί και οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία περί τούτου.
Δεν μας βρίσκει, επίσης, σύμφωνους η εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης, ότι ο Μ.Κ.20, ως δικανικός ερευνητής, δεν θα έπρεπε να απλά να πάρει σημειώσεις από τα όσα του ανέφεραν οι εργαζόμενοι στο Θέατρο και να τα αναπαράγει στο Δικαστήριο, αλλά θα έπρεπε να τους έπαιρνε καταθέσεις και ότι τουλάχιστον για τον κατηγορούμενο θα έπρεπε να του έκανε επίστηση της προσοχής του στο Νόμο. Όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του, μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του για την διεξαγωγή της έρευνας του για τον εντοπισμό του ελλείματος και κατά πόσο αυτό οφειλόταν σε λάθος ή υπεξαίρεση, πήρε πληροφόρηση από τους Μ.Κ.2, Μ.Κ6, Μ.Κ19 και τον κατηγορούμενο και στη βάση και των υπόλοιπων στοιχείων που είχε στη διάθεση του, διεξήγαγε την έρευνα του κατέληξε στα συμπεράσματα του. Προφανώς ο μάρτυρας δεν είναι αστυνομικός, για να ακολουθούσε τη διαδικασία λήψης καταθέσεων και ούτε εκλαμβάνονται ως καταθέσεις τα όσα οι προαναφερόμενοι ανέφεραν κατά τις συναντήσεις τους τα οποία συμπεριέλαβε στην Έκθεση του. Σε κάθε περίπτωση σημειώνουμε, πως η πληροφόρηση που έλαβε από τα πιο πάνω πρόσωπα, τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με τη μαρτυρία του και από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του δεν προέκυψε οτιδήποτε το μεμπτό.
Στο σημείο αυτό θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε και την εισήγηση του συνηγόρου κατά την τελική του αγόρευση, ότι, δηλαδή, παρέμειναν μετέωροι και αναπόδεικτοι οι ισχυρισμοί του μάρτυρα, γιατί παρά την υποχρέωση που είχε να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα διάφορα έγγραφα και εκκαθαριστικά στα οποία βασίστηκε για να καταλήξει στα συμπεράσματα του, εντούτοις δεν το έπραξε. Προς υποστήριξη της εισήγησης του αναφέρθηκε στην υπόθεση Odeon Associated Theatres Ltd v. Jones (Inspector of Taxes) 1972 (I) All E.R, στην οποία όπως είπε γίνεται σχόλιο για τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα στα θέματα λογιστών. Επικαλέστηκε, επίσης, το Άρθρο 21 του Κεφ. 9 λέγοντας πως, ενώ με βάση το εν λόγω Άρθρο το μόνο που ο μάρτυρας δικαιούταν να πράξει, ήταν να φωτοτυπήσει τα στοιχεία που είχε και να τα προσκομίσει στο Δικαστήριο, εντούτοις αυτός τα έγραψε σε excel και τα επισύναψε στην Έκθεση του ως Παραρτήματα, χωρίς να τα παρουσιάσει. Ο συνήγορος παρέπεμψε, επίσης, το Δικαστήριο στο σύγγραμμα Expert Evidence Law and Practice των Hadgkinson και James (2007) σελ.470-473.
Παρόλο που η μαρτυρία λογιστών, υπόκειται στους συνήθεις κανόνες απόδειξης, εντούτοις στις πλείστες περιπτώσεις, οι μάρτυρες αυτοί καλούνται στο Δικαστήριο για να αναφερθούν στα αποτελέσματα των εξετάσεων που διενέργησαν στα λογιστικά βιβλία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορούν να καταθέσουν τα ευρήματα και συμπεράσματα τους, νοουμένου ότι τα εν λόγω λογιστικά βιβλία προσαχθούν ως μαρτυρία. Στην JOHNSON V. KEKSHAW, April 26, 27, 1847, [S. C. 11 Jur. 553.], όπου ο λογιστής στην κατάθεση του αναφέρθηκε στα αποτελέσματα των εξετάσεων των λογιστικών βιβλίων του συνεταιρισμού που αφορούσε η υπόθεση η εκείνη, χωρίς να παρουσιάσει τα εν λόγω λογιστικά βιβλία, η μαρτυρία του απορρίφθηκε. Λέχθηκαν τα εξής: “If the account books had been in evidence, the accountant's statement of the result of his examination of those books, as the evidence of a person of skill, might be receivable; but, inasmuch as the books are not in evidence, I must decline to receive the deposition of Mr. Peet as to their contents, or as to the result of his examination of their contents.”
Μπορεί, όμως, να γίνουν αποδεκτοί πίνακες και περιλήψεις των αποτελεσμάτων εξέτασης τόμων εγγράφων που παραλήφθηκαν ως μαρτυρία προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου στην κατανόηση των ευρημάτων, νοουμένου ότι υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου πρωταρχική ή στοιχειώδη (primary) μαρτυρία για αυτά τα βιβλία ή έγγραφα (βλ. R v Tucker [1907] SALR 30). Στην R v Menzies [1982] 1 NZLR 40, το Εφετείο της Νέας Ζηλανδίας, ασχολούμενο με το πιο πάνω ζήτημα, ανάφερε τα ακόλουθα:
“The use of time-saving schedules and charts to assist the jury in complicated cases can be very desirable and is not improper, provided that the contents are proved and that the judge is satisfied that there is no unfairness: see Smith v The Queen (1970) 44 ALJR 467 at 469; R v Simmonds [1969] 1 QB 685 at 690 ' (emphasis added).
Εκείνο το οποίο προκύπτει, λοιπόν, είναι ότι πίνακες και περίληψη των αποτελεσμάτων εξέτασης της διαθέσιμης μαρτυρίας και εγγράφων, για σκοπούς περίσωσης χρόνου και υποβοήθησης του Δικαστηρίου, μπορεί να γίνουν αποδεκτά, νοουμένου ότι αποδεικνύεται με τον κατάλληλο τρόπο, η βάση και των περιεχόμενο τους.
Στην παρούσα περίπτωση, πέραν της αναφοράς της συνηγόρου για την κατηγορούσα αρχή ότι όλα τα σχετικά έγγραφα και εκκαθαριστικά είχαν από προηγουμένως παραδοθεί στην πλευρά της υπεράσπισης και άρα ήταν σε γνώση της, παρατηρούνται και τα εξής: Η Έκθεση του μάρτυρα αυτού, τεκμήριο 41 αλλά και 42, κατατέθηκαν στο Δικαστήριο χωρίς να εγερθεί οποιαδήποτε ένσταση για την αποδοχή τους και ειδικότερα για το γεγονός ότι δεν επισυνάπτονταν σε αυτή αυτούσια τα παραστατικά. Επίσης, έχουμε διεξέλθει με πολλή προσοχή της μαρτυρίας του μάρτυρα αυτού και πουθενά κατά την αντεξέταση του, έχουμε διαπιστώσει ότι αμφισβητήθηκε η ύπαρξη των εν λόγω παραστατικών καθώς και το περιεχόμενο τους, τα οποία καταγράφονται αναλυτικά ένα προς ένα στα Παραρτήματα 1 – 4 της Έκθεσης του μάρτυρα, τεκμήριο 41. Πέραν τούτου, ο ίδιος ο μάρτυρας στην μαρτυρία του, είπε ότι περάστηκαν ένα προς ένα τα εν λόγω εκκαθαριστικά με βάση τη μαρτυρία που συλλέχθηκε και ετοίμασε τα σχετικά Παραρτήματα. Ουδόλως αμφισβητήθηκε η θέση του αυτή. Και ουδέποτε του τέθηκε ότι ενδέχεται να είναι λανθασμένα τα ποσά που καταγράφει ότι αφορούν έκαστο των εκκαθαριστικών. Περαιτέρω, ως διαφάνηκε και ανωτέρω, δεν προκύπτει και επί της ουσίας να αμφισβητείται η διαπίστωση της ύπαρξης του συγκεκριμένου ελλείμματος, πέραν από τις διάφορες θέσεις που του υποβλήθηκαν, κυρίως για τη διακίνηση των μετρητών εντός του θεάτρου. Ούτε υπάρχει ενώπιον μας οποιαδήποτε άλλη αντίθετη μαρτυρία εμπειρογνώμονα (βλ. TUI UK Ltd (Respondent) v. Griffiths (Appellant), [2023] UKSC 48) και ούτε ο κατηγορούμενος κατά τη μαρτυρία του αμφισβήτησε, επί της ουσίας, τα παραστατικά και το έλλειμμα. Περαιτέρω, τα εν λόγω ποσά που αφορούν τον Φόρο Θεάματος, είναι ποσά που όντως καταβλήθηκαν προς την Δήμο Λεμεσού και το ύψος αυτού δεν τυγχάνει αμφισβήτησης. Όπως αμφισβήτησης δεν τυγχάνει και το γεγονός της μη κατάθεσης των ποσών αυτών στην Τράπεζα. Κατά συνέπεια και υπό τις περιστάσεις, έχουμε ικανοποιηθεί για την ορθότητα της βάσης και όλων των εγγράφων και των εκκαθαριστικών, επί των οποίων ο μάρτυρας αυτός βασίστηκε στο να ετοιμάσει τις σχετικές του Εκθέσεις και να εκφράσει την γνώμη του. Η μαρτυρία που τέθηκε στην παρούσα, υπό τις περιστάσεις, κρίνουμε ότι είναι ικανοποιητική (βλ. 1. Sea Island Travel κ.α. v. 1. Μαρίας Κώστα Αγαθαγγέλου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1687). Περαιτέρω, δεν διαπιστώνουμε ότι ενδέχεται η μη αυτούσια παρουσία τους να επηρεάζει δυσμενώς τον κατηγορούμενο, υπό τις περιστάσεις. Ως εκ τούτου, η μαρτυρία και τα συμπεράσματα του μάρτυρα αυτού, δεν δύναται να απορριφθούν για το λόγο που ισχυρίστηκε ο συνήγορος υπεράσπισης.
Έχοντας υπόψη μας τη μαρτυρία του μάρτυρος αυτού στην ολότητα της, κρίνουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε σε αυτή και να εξάξουμε τα δικά μας ασφαλή ευρήματα. Θεωρούμε, πως με τα όσα παρέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου έχει δώσει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του έτσι ώστε το Δικαστήριο να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση (βλ. Θεοσκέπαστη Φαρμ. v. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984).
Οι Αστ. 3567 Χ. Νικολάου και 3503 Α. Γιαννακού, Μ.Κ.8 και Μ.Κ.18, μας έκαναν θετική εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και δεν διακρίναμε σε κανένα σημείο της μαρτυρίας τους προσπάθεια απόκρυψης της αλήθειας από το Δικαστήριο. Θεωρούμε, ότι και οι δύο μάρτυρες κατέθεσαν με ειλικρίνεια για τις ενέργειες στις οποίες ο καθένας από αυτούς προέβη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Από το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους δεν προκύπτει ότι ενήργησαν κατά τρόπο μεροληπτικό σε βάρος του κατηγορούμενου ή υπέρ της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής, ούτε και διαφάνηκε ότι είχαν οποιοδήποτε λόγο ή συμφέρουν για να βλάψουν τον κατηγορούμενο.
Η Μ.Κ.8, αναφέρθηκε με σαφήνεια και λεπτομέρεια στις ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε λόγο γιατί να μην αποδεχτούμε το μέρος αυτό της μαρτυρίας της. Επίσης, μεγάλο μέρος της μαρτυρίας της δεν έτυχε αμφισβήτησης και/ή αποτέλεσε κοινό έδαφος. Ενδεικτικά αναφερόμαστε στις αναφορές της για τη συνάντηση του Μ.Κ.6 με τον Μ.Κ.12, τη συνάντηση του τελευταίου με τον κατηγορούμενο και το περιεχόμενο της συζήτησης του αναφορικά με το ποσό που κράτησε ο κατηγορούμενος από παραστάσεις και ότι η MMCA Audit Ltd διενήργησε έλεγχο στα λογιστικά βιβλία του Θεάτρου για την περίοδο 2016-2017.
Από τη μαρτυρία της, ωστόσο, δεν θα δώσουμε βαρύτητα στην αναφορά της, ότι «παράνομα» ο κατηγορούμενος κράτησε από τις εισπράξεις του Θεάτρου το ποσό των €10.700, αφού το κατά πόσο ήταν ή όχι παράνομη η πράξη του αυτή, αποτελεί ζήτημα που το Δικαστήριο θα αποφασίσει. Ουδεμία, επίσης, βαρύτητα δίνουμε στις αναφορές της, ότι από την πρόσληψη του ο κατηγορούμενος είχε τον απόλυτο έλεγχο για τη διαχείριση και λειτουργία του Θεάτρου αλλά και του ταμείου, για το λόγο ότι σε αυτόν κατέληγαν εισπράξεις και ότι δεν τύγχανε ελέγχου από οποιονδήποτε. Οι εν λόγω αναφορές της αποτελούν τα συμπεράσματα της στην βάση, προφανώς, της μαρτυρίας που λήφθηκε και τούτο θα ανευρεθεί από εκείνη την μαρτυρία.
Βαρύτητα, επίσης, δεν θα δώσουμε στις αναφορές της σε ότι αφορά το περιεχόμενο της Έκθεσης που ετοίμασε η Deloitte Ltd και στο γεγονός ότι η εν λόγω εταιρεία διενέργησε «έλεγχο» στα βιβλία του Θεάτρου, αφού δεν προέκυψε από τη μαρτυρία της να διαθέτει προσόντα ελεγκτή-λογιστή ή να είχε εμπλοκή με την ετοιμασία της εν λόγω Έκθεσης ή προσωπική γνώση για τον ισχυριζόμενο έλεγχο. Υπενθυμίζουμε, πως σύμφωνα με την ενώπιον μας μη αμφισβητούμενη και αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.20, η Deloitte Ltd δεν διενήργησε ποτέ έλεγχο των λογιστικών βιβλίων του Θεάτρου, ο δε έλεγχος του ταμείου μέχρι τις 28/04/2021, στον οποίο αναφέρθηκε η μάρτυρας, διενεργήθηκε από τον Μ.Κ.14.
Σε ότι αφορά το μέρος εκείνο της μαρτυρία της για την πληροφόρηση που είχε από τον αποβιώσαντα Μ. Αθανασίου και το ημερολόγιο ενεργείας που ετοίμασε, τεκμήριο 13, θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, κατά την εξέταση της εισήγησης του κ. Ερωτοκρίτου, ότι δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα στην εν λόγω μαρτυρία η οποία προέρχεται από τον αποβιώσαντα.
Ο Μ.Κ.18, κρίνουμε, επίσης, ότι κατέθεσε με ειλικρίνεια και μετέφερε στο Δικαστήριο με σαφήνεια και αντικειμενικό τρόπο τα όσα έπραξε στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων του, ως ο ανακριτής της υπόθεσης.
Η μαρτυρία του αναφορικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια των καθηκόντων του, οι οποίες καταγράφηκαν πιο πάνω κατά την παράθεση της μαρτυρίας του, δεν έτυχε ουσιαστικά αμφισβήτησης και δεν θεωρούμε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για να μην την αποδεχθούμε. Ενδεικτικά, αναφερόμαστε στη λήψη καταθέσεων από μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και τον κατηγορούμενο, την εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης του κατηγορούμενου και έρευνας της οικίας του, τις ενέργειες στις οποίες προέβη μετά που έλαβε τις καταστάσεις των τραπεζικών λογαριασμών του κατηγορούμενου για τις οποίες ετοίμασε τα ημερολόγια ενεργείας, τεκμήρια 37, 38 και 39 ως επίσης και τις ενέργειες στις οποίες προέβη για τον εντοπισμό του αποβιώσαντα Μ. Αθανασίου αλλά και του Μ.Κ.10. Αποδεκτή είναι, επίσης, η μαρτυρία του ότι ο αποβιώσας Μ. Αθανασίου, δεν ήταν πρόθυμος να καταθέσει τους σχετικούς ισχυρισμούς του στην Αστυνομία γραπτώς. Η μαρτυρία του, επίσης, σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Μ.Κ.10 υπέγραψε την κατάθεσή του, δεν έτυχε αμφισβήτησης και δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για να μην την αποδεχθούμε.
Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του αφορούσε την οικονομική έρευνα της υπόθεσης που, όπως είπε, διενήργησε μετά την εξασφάλιση των καταστάσεων των τραπεζικών λογαριασμών του κατηγορούμενου, της συζύγου του και της εταιρείας Αναλόγιο Λτδ. Ο μάρτυρας αυτός έχει ακαδημαϊκά λογιστικά προσόντα και πείρα στην διερεύνηση των ζητημάτων στα οποία αναφέρθηκε στο Δικαστήριο και κρίνουμε ότι μπορεί να αναφερθεί στο αποτέλεσμα της έρευνας που διενέργησε στους λογαριασμούς του κατηγορουμένου και άλλων συγγενικών του προσώπων. Επί της ουσίας, προκύπτει ότι η ορθότητα του περιεχομένου των εν λόγω καταστάσεων, ουδόλως αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση και δεν θεωρούμε ότι συντρέχει κάποιος λόγος που να δικαιολογεί τη μη αποδοχή τους. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα εμβάσματα που παρατήρησε ότι έγιναν στον λογαριασμό του κατηγορούμενου που διατηρούσε στη CDB Bank από παραγωγούς που συνεργάστηκαν με το Θέατρο (Τεκμήριο 33). Πρόκειται, όπως είπε, για τα δύο εμβάσματα των €1.000 το καθένα που έκανε η εταιρεία Atria Music στις 13/09/2017 και 24/04/2019, τα δύο εμβάσματα που έγιναν από την εταιρεία παραγωγών Mosaic Entertainment Ltd στις 13/07/2020 και 24/10/2020 για τα ποσά των €1.000 και €2.500 και τα δύο εμβάσματα των €11.000 και €10.812 που έγιναν στις 20 και 21/09/2017 από τον Milgotin Felix. Στα πλαίσια της έρευνας του για τα εν λόγω εμβάσματα προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες για τις οποίες, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ετοίμασε τα ημερολόγια ενεργείας, τεκμήρια 37, 38 και 39, αντίστοιχα, στα οποία επισύναψε τα εκκαθαριστικά που αφορούσαν εκδηλώσεις που έγιναν στο Θέατρο από τους πιο πάνω παραγωγούς. Περαιτέρω, ο μάρτυρας αναφέρθηκε και στα πέντε εμβάσματα που έκανε η εταιρεία Avaton Communications Ltd στο λογαριασμό του κατηγορούμενου και που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των €13.700, αλλά και στο έμβασμα των €1.000 που η εταιρεία MMCA Audit Ltd έκανε στον λογαριασμό της συζύγου του κατηγορούμενου (Μ.Υ.4) λίγες μέρες μετά που της ανατέθηκε ο έλεγχος των λογιστικών βιβλίων του Θεάτρου (βλ. σελ. 53 του τεκμηρίου 34)
Πέραν από το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του, το οποίο δεν έτυχε αμφισβήτησης και δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για να μην το αποδεχθούμε, ουδεμία βαρύτητα δίνουμε στο υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του που αφορούσε τον λόγο που έγιναν στον λογαριασμό του κατηγορουμένου τα εμβάσματα από την Atria Music, τον Milgotin Felix και την Avaton Communications Ltd, για τους λόγους που αναφέρουμε αμέσως πιο κάτω.
Ξεκινώντας με τις αναφορές του για το τί του ανέφερε ο Vitaliy Nedilco, υπεύθυνος της εταιρείας Atria Music, για τα προαναφερόμενα δύο εμβάσματα ότι, δηλαδή, επρόκειτο για προκαταβολές για την παράσταση που θα έκανε στο Θέατρο, αναφέρουμε πως το μέρος αυτό της μαρτυρίας του αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία. Όπως προαναφέραμε, καμία μαρτυρία δεν αποκλείεται από μόνο τον λόγο ότι είναι εξ ακοής, αλλά η βαρύτητα που θα της αποδοθεί εξαρτάται από διάφορες περιστάσεις ορισμένες εκ των οποίων μνημονεύονται στο άρθρο 27(2) του Κεφ. 9. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από την Κατηγορούσα Αρχή για τον λόγο που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να καταθέσει ο Vitaliy Nedilco, που ήταν το πρόσωπο που προέβη στην αρχική δήλωση. Καμία, επίσης, μαρτυρία δεν δόθηκε, ότι δεν ήταν εύλογο ή εφικτό να κληθεί ως μάρτυρας το πιο πάνω πρόσωπο (βλ. άρθρο 27(2)(α) και (3) του περί Απόδειξης Νόμου Κεφ. 9). Περαιτέρω, οι αναφορές του εν λόγω προσώπου, δεν προκύπτει να υποστηρίζονται από άλλη ενώπιον μας αποδεκτή μαρτυρία.
Για τους ίδιους λόγους, επίσης, βαρύτητα δεν μπορεί να δοθεί στη μαρτυρία του για το τί του ανέφερε ο Milgotin Felix σχετικά με τα δύο εμβάσματα που έκανε στο λογαριασμό του κατηγορούμενου. Ότι, δηλαδή, είχε δανείσει στο κατηγορούμενο τα συγκεκριμένα ποσά και ότι αυτός του τα επέστρεψε.
Συνεχίζοντας με τη μαρτυρία του για τα εμβάσματα που η εταιρεία Avaton Communications Ltd έκανε στο λογαριασμό του κατηγορούμενου, αναφέρουμε πως και αυτή αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, αφού όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του τα όσα ανέφερε σχετικά με το εν λόγω ζήτημα δεν τα γνώριζε προσωπικά αλλά τα πληροφορήθηκε από την Μ.Κ.13. Η εν λόγω μάρτυρας κατάθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και η μαρτυρία της αξιολογήθηκε ανωτέρω και δεν έγινε αποδεκτή. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα στα όσα ο μάρτυρας αυτός μετέφερε στο Δικαστήριο και προέρχονται από τις αναφορές της Μ.Κ.13.
Για τον ίδιο λόγο που αναφέραμε αμέσως πιο πάνω, δεν δίνουμε βαρύτητα και στις αναφορές του, για τις οποίες η πηγή πληροφόρησης του ήταν οι Μ.Κ.10 και Μ.Κ.16, η μαρτυρία των οποίων για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω δεν κρίθηκε αξιόπιστη και απορρίφθηκε.
Συνεχίζοντας, αναφέρουμε πως βαρύτητα δεν μπορεί να δοθεί και στις αναφορές του, ότι, εξ’ όσων αντιλήφθηκε, ο λόγος που έγιναν τα δύο εμβάσματα στο λογαριασμό του κατηγορούμενου από την εταιρεία Atria Music, ήταν για να τα οικειοποιηθεί, ότι από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος δεν είχε άλλους πόρους εκτός από το μισθό του αυτό που υποθέτει είναι πως τα χρήματα που λείπουν τα «επένδυσε στα στοιχήματα», ότι ο κατηγορούμενος είχε τον απόλυτο έλεγχο για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τις παραστάσεις που γίνονταν στο Θέατρο και ότι μπορούσε να έδινε το λογαριασμό του για να του καταθέτουν χρήματα για προκαταβολή. Οι αναφορές του αυτές, αποτελούν τη γνώμη ή τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, οι μάρτυρες καταθέτουν για γεγονότα και δεν επιτρέπεται να εκφέρουν τη γνώμη τους, εκτός από συγκεκριμένες εξαιρέσεις οι οποίες στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχουν.
Ουδεμία βαρύτητα δίνουμε, επίσης, στα όσα ανέφερε για να υποστηρίξει τη θέση του, ότι το πραγματικό τίμημα πώλησης του ακίνητου του Μ.Υ.1 ήταν μεγαλύτερο απ’ αυτό που αναγραφόταν στο αγοραπωλητήριο έγγραφο. Κατ’ αρχάς η θέση του αυτή καταρρίπτεται, από τη Δήλωση Μεταβίβασης Ακινήτου του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού, που ο ίδιος προσκόμισε στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 28, από την οποία προκύπτει ότι ο Υπεύθυνος του Κλάδου Εκτιμήσεων του Κτηματολογίου συμφώνησε και έγκρινε το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης. Πέραν αυτού σημειώνουμε και το εξής. Ότι, ενώ ο μάρτυρας ισχυρίστηκε πως αυτό που γνωρίζει από τη διερεύνηση άλλων υποθέσεων είναι ότι στις πλείστες από αυτές το τίμημα πώλησης που αναγράφεται στα αγοραπωλητήρια συμβόλαια είναι χαμηλότερο από το πραγματικό, στην παρούσα περίπτωση δεν έκανε καμία διερεύνηση για να διαπιστωθεί ποιο θα έπρεπε να ήταν το πραγματικό τίμημα πώλησης, αλλά αρκέστηκε, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του, στην πληροφόρηση που είχε από την Μ.Κ.16, η μαρτυρία της οποίας απορρίφθηκε, αλλά και την πληροφόρηση που είχε από τον αποβιώσαντα, Μ. Αθανασίου, για την οποία θα ασχοληθούμε αμέσως πιο κάτω.
Ερχόμενοι τώρα στην εξέταση της εισήγησης του κ. Ερωτοκρίτου κατά την τελική του αγόρευση, ότι η εξ ακοής μαρτυρία που, όπως υποστήριξε, παρουσιάστηκε από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής από τον αποβιώσαντα, Μ. Αθανασίου, θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο ή σε κάθε περίπτωση, να μην της δοθεί βαρύτητα, επειδή, κάτι τέτοιο, θα καταστρατηγούσε το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, όπως αναφέραμε πιο πάνω, η εξ ακοής μαρτυρία, σύμφωνα με το Άρθρο 24 του Κεφ. 9 δεν αποκλείεται απλά και μόνο επειδή έχει αυτή την μορφή.
Το Δικαστήριο, για να αποφασίσει ως προς τη βαρύτητα που θα προσδώσει σε εξ ακοής μαρτυρία, πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψιν του και το συμφέρον της δικαιοσύνης. Δηλαδή, τους σκοπούς της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το οποίο περιλαμβάνει, πρωτίστως, τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και ακριβοδίκαιης μεταχείρισης των διαδίκων (βλ. Νικηφόρου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 19/2022, 06/03/2023), ECLI:CY:AD:2023:B79.
Στην ενδιάμεση απόφαση μας ημερομηνίας 13/11/2024, πραγματευθήκαμε το ζήτημα της δεκτότητας εξ ακοής μαρτυρίας που προέρχεται από πρόσωπο που έχει αποβιώσει. Αφορούσε μέρος της κατάθεσης της Μ.Κ.16, Έγγραφο Ο, στο οποίο περιλαμβάνονται δηλώσεις οι οποίες, κατ’ ισχυρισμό της, αρχικώς της είχαν γίνει από τον σύζυγο της, Μ. Αθανασίου, για γεγονότα, εκ πρώτης όψεως σχετικά με τα επίδικα και για τα οποία, φερόμενα, ο εν λόγω Μ. Αθανασίου, είχε προσωπική γνώση. Με αναφορά και στην νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στις υποθέσεις Muskita Aluminium Industries Ltd, κ. α. ν. Alsako Aluminium Ltd, κ. α., (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481 και Αγρότου, κ. α. ν. Αγρότου, (2016) 1 Α.Α.Δ. 1325, στις οποίες εξετάστηκε σε βάθος το θέμα της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας προερχόμενης από πρόσωπο που έχει αποβιώσει, αποφασίσαμε, για τους λόγους που εξηγήσαμε και τις περιστάσεις της υπόθεσης, την αποδοχή της.
Σε σχέση με το ίδιο ζήτημα, με ανάλογο σκεπτικό, με ενδιάμεση απόφαση μας ημερομηνίας 26/11/2024, αποδεχτήκαμε ολόκληρη, για τους λόγους που, επίσης, εξηγήσαμε την κατάθεση του Μ.Κ.18, Έγγραφο Ρ.
Σε ότι αφορά τα προαναφερόμενα και το ημερολόγιο ενέργειας, Τεκμήριο 13, τα ίδια, σε γενικές γραμμές, με τον Μ.Κ.18, ισχυρίστηκε και η Μ.Κ.8, της οποίας η αντεξέταση από πλευράς Υπεράσπισης του κατηγορουμένου, διενεργήθηκε επί των ιδίων βασικά θέσεων.
Σε συνέχεια των πιο πάνω, κρίνουμε ως κατάλληλο το σημείο αυτό να αναφερθούμε στο ημερολόγιο ενέργειας Τεκμήριο 13, στο οποίο σε γενικές γραμμές, καταγράφονται, ανάμεσα σε άλλα, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οι Μ.Κ.18 και Μ.Κ.8 οδηγήθηκαν στον αποβιώσαντα, το τι αυτός τους ανέφερε για τη γνωριμία του με τον κατηγορούμενο, τις επισκέψεις του κατηγορούμενου στο πρακτορείο στοιχημάτων που είχε, όπου στοιχημάτιζε μεγάλα χρηματικά ποσά, της τάξεως, εβδομαδιαίως, των €2.000 - €2.500 ή και περισσότερα και ότι έπραττε το ίδιο και στο πρακτορείο στοιχημάτων του «Γιώργου Κωνσταντίνου, @ Κόκος». Καταγράφονται, επίσης, οι αναφορές του αποβιώσαντα για το χρέος που δημιούργησε ο κατηγορούμενος, τις υποσχέσεις του για εξόφληση του και τη συμφωνία που έκαναν για την πώληση της οικίας του πατέρα του. Επιπλέον, καταγράφονται οι αναφορές του αποβιώσαντα, ότι ο κατηγορούμενος, πολλές φορές ζητούσε δανεικά από όποιον γνώριζε και ότι κατά την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού 2019 (covid-19), όπου δεν γίνονταν αγώνες στοιχημάτιζε μεγάλα χρηματικά ποσά σε εικονικούς ποδοσφαιρικούς αγώνες και τότε ήταν που αντιλήφθηκε πόσο σοβαρός ήταν ο εθισμός του στο στοίχημα. Επιπρόσθετα, και σε σχέση με τις €10.500 που ο κατηγορούμενος είχε πάρει από το Θέατρο, τους είπε ότι γνώριζε για αυτό το γεγονός, προσθέτοντας πως, ο κατηγορούμενος, είχε αρχίσει να έχει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας, όταν, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού 2019 (covid-19) και των μέτρων περιορισμού, είχαν μειωθεί δραματικά οι παραστάσεις στο Θέατρο και ως εκ τούτου, δεν είχε πρόσβαση σε χρήματα. Επίσης, τους είπε ότι, ο κατηγορούμενος, χρωστούσε χρήματα και σε τοκογλύφους, από τους οποίους επίσης δανειζόταν, κατά καιρούς, για να τροφοδοτούσε τον εθισμό του και οι οποίοι, μετά που μαθεύτηκε η πράξη τους με την προαναφερόμενη οικία και ότι ο κατηγορούμενος είχε εισπράξει από αυτόν σε μετρητά €30.000, είχαν «εμφανιστεί» ζητώντας εξόφληση.
Σε ότι αφορά τη μαρτυρία της Μ.Κ.16 η οποία, επίσης, πρόβαλε ισχυρισμούς για τα προαναφερόμενα γεγονότα, την έχουμε αξιολογήσει ως αναξιόπιστη και ως εκ τούτου, την απορρίψαμε. Με αυτά ως δεδομένα και μετά από αξιολόγηση του συνόλου της αποδεκτής μαρτυρίας, έχουμε καταλήξει πως, στην παραπάνω εξ ακοής μαρτυρία των Μ.Κ.8 και Μ.Κ.18, η οποία προέρχεται από δηλώσεις του αποβιώσαντα, Μ. Αθανασίου, δεν μπορούμε να προσδώσουμε αποδεικτική αξία, καθότι κρίνουμε πως, υπό τις περιστάσεις, μετά από εφαρμογή και των παραπάνω σχετικών διατάξεων του Κεφ. 9 και αρχών της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν είμαστε σε θέση να ελέγξουμε και να αξιολογήσουμε ορθά και δίκαια την αξιοπιστία της. Στην κατάληξη μας αυτή λάβαμε υπόψη μας, ειδικότερα, τα εξής:
Ότι, η εξεταζόμενη εξ ακοής μαρτυρία, αν και δεν είναι τέτοιας σπουδαιότητας και σημασίας που καθιστά πιθανό να είναι καθοριστική για την έκβαση της υπόθεσης, ωστόσο, αποτελεί μαρτυρία η οποία δυνατόν να καταδείξει κίνητρο του κατηγορουμένου στην διάπραξη των ποινικών αδικημάτων των κατηγοριών που αντιμετωπίζει, το οποίο, ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας, δυνατόν, μαζί με άλλη μαρτυρία, να οδηγήσει σε καταδίκη του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριακίδη, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 256/2022, κ. α., 27/02/2025).
Ότι, ο αποβιώσας, Μ. Αθανασίου, ως το πρόσωπο που προέβη στις αρχικές δηλώσεις που αφορά η εξεταζόμενη εξ ακοής μαρτυρία, παρά το γεγονός ότι, μεταξύ αυτών και της ακρόασης της υπόθεσης, απεβίωσε και ως εκ τούτου, δεν ήταν εύλογο και εφικτό για την Κατηγορούσα Αρχή να τον κλήτευε ως μάρτυρα στην διαδικασία, όταν ήταν εν ζωή, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Κ.18, δεν επιθυμούσε η κατάθεση του στην Αστυνομία να ήταν επίσημη, κανονική και με τις απαιτούμενες διατυπώσεις και ειδικότερα, εξέφρασε ότι, δεν το έπραττε, επειδή ακριβώς δεν επιθυμούσε την κλήτευση του ως μάρτυρα σε ενδεχόμενη δικαστική διαδικασία. Κάτι που συνεπαγόταν, ο κατηγορούμενος, σε περίπτωση ποινικής δίωξης του, θα αποκλειόταν της ευχέρειας, επαρκούς και κατάλληλης ευκαιρίας, υποβολής του σε αντεξέταση, προς αμφισβήτηση της αληθοφάνειας και αξιοπιστίας των ισχυρισμών που θα παρουσίαζε, ενοχοποιητικών ή ενάντια στα συμφέροντα του. Και αυτό, αποτελεί πολύ σημαντικό στοιχείο, επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, η αναγκαιότητα για την παρουσίαση της εξεταζόμενης εξ ακοής μαρτυρίας κατά την ακρόαση, δεν προέκυψε λόγω του θανάτου του Μ. Αθανασίου στο μεταξύ των αρχικών δηλώσεων του και της δίκης, αλλά υπήρχε και διαφαινόταν στους Μ.Κ.18 και Μ.Κ.8, από την αρχή, λόγω της στάσης του. Συνεπώς, δεν είμαστε ενώπιον μίας κλασσικής περίπτωσης εξ ακοής μαρτυρίας από δηλώσεις αποβιώσαντος προσώπου, με την οποία ασχολήθηκε η πιο πάνω νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου και το ιδιαίτερο στοιχείο της αναγκαιότητας είχε τον δικό του καθοριστικό ρόλο να διαδραματίσει. Σύμφωνα με τις σχετικές αρχές, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγιναν οι αρχικές δηλώσεις που αφορούν την εξεταζόμενη εξ ακοής μαρτυρία και ο σκοπός τους, είναι παράγοντες σχετικοί της αξιολόγησης της βαρύτητάς της.
Επιπρόσθετα και σε συνέχεια των ανωτέρω, αξιοσημείωτο είναι και το ότι, οι αρχικές δηλώσεις του αποβιώσαντα Μ. Αθανασίου που αφορούν την εξεταζόμενη εξ ακοής μαρτυρία, έγιναν προς τους Μ.Κ.18 και Μ.Κ.8 στις 07/01/2022 και αναφέρονταν σε διάφορα γεγονότα, πλείστα από τα οποία, αν και δεν προσδιορίζονται χρονολογικά ή και συγκεκριμενοποιείται η χρονική τους εξέλιξη, φαίνεται ή παρουσιάζεται να ανάγονται κατά την περίοδο των ετών 2017 – 2020 ή ακόμη, κάποια από αυτά, και προγενέστερα, Πρόκειται για χρονικό διάστημα, αντικειμενικά, αρκετά μεγάλο και σημαντικό, ώστε, εύλογα να δημιουργεί προβληματισμό για την ακρίβεια τους, περισσότερο συσχετιζόμενα αυτά με τα επίδικα γεγονότα και τον χρόνο που έλαβαν χώρα.
Επιπλέον και εξίσου σημαντικό, σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, είναι και το ότι, οι αρχικές δηλώσεις του Μ. Αθανασίου που αφορούν την εξεταζόμενη εξ ακοής μαρτυρία, όπως αυτές καταγράφονται στο ημερολόγιο ενέργειας Τεκμήριο 13 και παρουσιάστηκαν κατά την ακρόαση από τους Μ.Κ.18 και Μ.Κ.8, πέραν του ισχυρισμού του για οφειλή του κατηγορουμένου προς αυτόν, πώς αυτή προέκυψε και με ποιο τρόπο στην συνέχεια διευθετήθηκε, δεν αποκαλύπτουν κατά πόσο περιλαμβάνουν εξ ακοής μαρτυρία και αν είναι πέραν του πρώτου βαθμού. Ωσαύτως, παραμένει άγνωστη η πηγή γνώσης ή πληροφόρησης του Μ. Αθανασίου για τα γεγονότα που αφορούν τους εν λόγω ισχυρισμούς του και μάλιστα, στην περίπτωση εξ ακοής μαρτυρίας, ποιοι οι εμπλεκόμενοι, ώστε να υπάρχει αδυναμία ελέγχου των όποιων, ενδεχομένως, κινήτρων απόκρυψης ή και παραποίησης τους.
Αναφορικά με τα προαναφερόμενα, παρατηρούμε ότι, στο ημερολόγιο ενέργειας, Τεκμήριο 13, καταγράφεται το εξής, που εγείρει ένα ερωτηματικό με ευρύτερες προεκτάσεις, και σχετίζεται με τον αυθορμητισμό των ισχυρισμών του Μάριου Αθανασίου προς τους Μ.Κ.18 και Μ.Κ.8. Αναφέρεται, κατά τρόπο που εύλογα συμπεραίνεται ότι, κατά κάποιο τρόπο, του αποκαλύφθηκαν ισχυρισμοί για γεγονότα για τον σχολιασμό του, χωρίς να υπάρχει ενώπιον μας το υπόβαθρο ενός τέτοιου συμβάντος προς αξιολόγηση. Καταγράφονται τα εξής: «Επίσης, ο Αθανασίου ανέφερε ότι γνώριζε από τον Βάσο για τις €10.500 που πήρε από το Παττίχειο Θέατρο και σημείωσε ότι …». Σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι ο εν λόγω ισχυρισμός του βασίστηκε σε γεγονότα που του αποκάλυψε ο κατηγορούμενος, ή αν πρόκειται για δικό του συμπέρασμα στη βάση των όσων μπορούσε να αντιληφθεί, από τα όσα θεωρούσε ότι γνώριζε και τα οποία μπορεί να βασίζονταν και σε εξ ακοής μαρτυρία.
Προεκτείνοντας, από την αποδεκτή μαρτυρία των Μ.Κ.8 και Μ.Κ.18, προκύπτει επιπλέον πως, τα όσα καταγράφονται στο ημερολόγιο ενέργειας, Τεκμήριο 13, δεν αποτελούν επακριβώς το τι δήλωσε ο Μάριος Αθανασίου, αλλά, ουσιαστικά, σύνοψη των κυριότερων ή βασικότερων, κατά την κρίση των Μ.Κ.18 και Μ.Κ.8, οι οποίοι ελάμβαναν σχετικές σημειώσεις, από τη συνέντευξη τους. Από την αποδεκτή μαρτυρία, κυρίως του Μ.Κ.18, φαίνεται ότι είχαν λεχθεί και πολλά άλλα, τα οποία δεν καταγράφηκαν καθόλου. Ο Μ.Κ.18 ήταν, ως προς αυτό, αποκαλυπτικός. Αντεξεταζόμενος, είπε, χαρακτηριστικά σε κάποια φάση στον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ότι: «αν εκάμναμε δύο ώρες εξέταση εν τζιαι μπορώ να γράψω 30 σελίδες, γράφω την περίληψη.». Συνεπώς, δεν είμαστε ενώπιον εξ ακοής μαρτυρίας, της οποίας η αρχική δήλωση με την οποία σχετίζεται, είναι σύντομη ή έχει τέτοια μορφή ή και περιεχόμενο, για την οποία μπορεί να ειπωθεί ή συναχθεί με βεβαιότητα, ότι μεταφέρθηκε επακριβώς.
Τέλος, για την πιο πάνω απόφαση μας, συνυπολογίσαμε ότι, η εξεταζόμενη εξ ακοής μαρτυρία, δεν υποστηρίζεται από άλλη αποδεκτή μαρτυρία. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η μαρτυρία της συζύγου του Μάριου Αθανασίου, Μ.Κ.16, δεν έχει γίνει αποδεκτή για λόγους που έχουμε εξηγήσει ανωτέρω. Ενώ, η μαρτυρία που προέκυψε, όπως ο Μ.Κ.18 ανέφερε, από διερεύνηση των ισχυρισμών του Μάριου Αθανασίου με το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και φαίνεται στα έγγραφα του Τεκμηρίου 28 που αποτυπώνουν σχετικές διαδικασίες, δεν έγινε αποδεκτή για τους λόγους που εξηγήσαμε.
Κατά συνέπεια, αποδεχόμαστε τη μαρτυρία των Μ.Κ.8 και Μ.Κ.18, στο βαθμό που αναφέρθηκε ανωτέρω.
Από την αντίπερα όχθη, ο κατηγορούμενος δεν μας έκανε καθόλου καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα. Εξετάζοντας τη μαρτυρία του, δεν μας έχει πείσει για τη γνησιότητα της εκδοχής του και δεν έχουμε καμία αμφιβολία, ότι η μαρτυρία του αποσκοπούσε στο να αποσυνδέσει τον εαυτό του από τη έκνομη συμπεριφορά που του αποδίδεται. Η μαρτυρία του, όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο της ένορκης του κατάθεσης όσο και από τις διάφορες αντιφάσεις και παραλείψεις ανάμεσα στην ένορκη μαρτυρία του και τις ανακριτικές του καταθέσεις όσο και από την όλη συμπεριφορά του από τη θέση του μάρτυρα ενώ κατέθετε, καταδεικνύουν ότι απώτερος σκοπός του δεν ήταν να πει στο Δικαστήριο την αλήθεια. Η μαρτυρία του ήταν επιτηδευμένη και αποσκοπούσε στο να καταρρίψει το μέρος εκείνο της μαρτυρίας που τον ενοχοποιούσε ή δεν ευνοούσε την εκδοχή του. Ήταν εμφανής η προσπάθεια του να πλήξει την αξιοπιστία κάποιων από τους μάρτυρες κατηγορίας αφήνοντας υπόνοιες, μεταξύ άλλων, για τον χειρισμό των χρημάτων από τις εισπράξεις των ταμείων του Θεάτρου, όσο και ότι κάποιοι από τους υπαλλήλους του Θεάτρου ενδεχόμενα να υποκινήθηκαν από αλλότρια κίνητρα, θέση η οποία σημειώνεται πως ουδέποτε τους τέθηκε από τον συνήγορο Υπεράσπισης.
Σημαντικό στοιχείο, επίσης, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ήταν και η επιλογή του να προβάλει για πρώτη φορά στη μαρτυρία του ουσιώδη ζητήματα, χωρίς αυτά να είχαν τεθεί στους μάρτυρες κατηγορίας ενόσω αυτοί κατέθεταν, ώστε να τους δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθούν. Αυτή η στάση εκ μέρους της Υπεράσπισης είναι τέτοια που γενικά πλήττει την αξιοπιστία του κατηγορουμένου και αυτές οι αναφορές του δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από το Δικαστήριο. Σχετικά με τις συνέπειες από την παράλειψη αντεξέτασης ενός μάρτυρα, σ’ ένα ουσιαστικό ζήτημα, είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το Σύγγραμμα Criminal Procedure in Cyprus, G.M. Pikis, τα οποία θεωρούμε πως απαντούν στα όσα σχετικά με το εν λόγω ζήτημα ανέφερε ο συνήγορος του κατηγορούμενου στην αγόρευση του σε απάντηση της αναφοράς της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, ότι, δηλαδή, κάποιες από τις θέσεις του κατηγορούμενου δεν τέθηκαν από την Υπεράσπιση σε μάρτυρες κατηγορίες, προκειμένου να τοποθετηθούν.
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Criminal Procedure in Cyprus, G.M. Pikis σελ. 107:
«. where the version or a particular account of facts relating to an incident of the accused differs from that of a prosecution witness then the witness must be confronted with the version of the accused and any failure to adhere to this course will seriously weaken the weight of the evidence of the accused on the matter. It is improper for counsel for the defence to make suggestions regarding the testimony of a witness without such allegations having been first put to the witness in cross-examination.»
Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μοσχάτου v. Μοσχάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 785:
« .. Στην απουσία δέουσας εξήγησης της παράλειψης (αντεξέτασης) το Δικαστήριο μπορεί εύλογα να μη λάβει υπόψιν τους ισχυρισμούς επί γεγονότων που διατυπώθηκαν στους μάρτυρες της άλλης πλευράς λόγω του ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στον αντίδικο να αντικρούσει με μαρτυρία τους ισχυρισμούς αυτούς. Στην απουσία μιας τέτοιας αντιπαράθεσης το Δικαστήριο μένει μόνο με την μια πλευρά της ιστορίας και μπορεί για το λόγο αυτό να την απορρίψει ως μονόπλευρη και ασύμβατη με το δικαίωμα της άλλης πλευράς να έχει την κατάλληλη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση της επί του σημείου.
Κατά κανόνα ο διάδικος θα πρέπει να θέσει στους μάρτυρες της άλλης πλευράς το μέρος της υπόθεσης του που αφορά το συγκεκριμένο μάρτυρα. Αν κατά την αντεξέταση δεν υποβάλει οποιεσδήποτε ερωτήσεις, γενικά θεωρείται ότι αποδέχεται την εκδοχή που θέτει ο μάρτυρας (Browne -v- Dunn [1894] 6 R.67 (HL) και R. -v- Hart [1932] Cr.App. R.202). Στην Αγγλία δεν επιτρέπεται στο διάδικο αυτό να επιτεθεί κατά την τελική του αγόρευση ή να προωθήσει εξηγήσεις, στα σημεία όπου παρέλειψε να αντεξετάσει σχετικούς μάρτυρες επί του σημείου (βλέπε επίσης Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παραγρ. 33-69).»
Στην υπόθεση, επίσης, Frederickou Schools Co Ltd κ.α v. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527, 1541, τονίστηκε ότι υπάρχουν δύο κανόνες πρακτικής που έχουν εμπεδωθεί προ πολλού στα δικαστήρια μας, οι οποίοι πρέπει απαρέγκλιτα να τηρούνται. Παραθέτουμε τη σχετική περικοπή από την εν λόγω απόφαση:
« . Ο πρώτος είναι ότι ο μάρτυρας πρέπει να αντεξεταστεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται. Διαφορετικά το Δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε. Ο δεύτερος είναι ότι, κατά την αντεξέταση, τίθεται στο μάρτυρα η υπόθεση που θα στηθεί από τον αντίδικο. Τέτοια αντεξέταση είναι προϋπόθεση για να κληθεί μαρτυρία που αντικρούει το μάρτυρα.»
(βλ. επίσης, Tekinder Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ., 551, σελ. 590, στην οποία έκανε αναφορά και η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής).
Ξεκινώντας με το επίδικο ποσό των €10.500 που ο κατηγορούμενος πήρε σε τρείς περιπτώσεις από παραστάσεις που έγιναν στο Θέατρο, αναφέρουμε πως πέραν από τη δήλωση του κατηγορούμενου ότι το εν λόγω ποσό το πήρε χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση, δεν γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του ότι η πράξη του αυτή δεν συνιστούσε κλοπή, αφού πρόκειται για ζήτημα που το Δικαστήριο θα αποφασίσει. Σε ότι αφορά τη θέση του, ότι ενημέρωσε την Μ.Κ.19, δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι ενώ για άλλα ζητήματα η μαρτυρία του ήταν εκτενής, για το εν λόγω ζήτημα περιορίστηκε απλά να αναφέρει ότι ενημέρωσε τη μάρτυρα, χωρίς να αναφερθεί πότε και υπό ποιες συνθήκες την ενημέρωσε. Έχουμε ήδη αναφερθεί κατά την αξιολόγηση της Μ.Κ.19, ότι η μαρτυρία της ως προς τις συνθήκες που πληροφορήθηκε για τις πράξεις του αυτές παρέμεινε αναντίλεκτη και έγινε αποδεκτή. Δεν διαφεύγει, επίσης, της προσοχής μας ότι, ενώ δήλωσε πως δεν επιθυμούσε να σχολιάσει τη θέση που του υποβλήθηκε, ότι, δηλαδή, μόλις αντιλήφθηκε ότι είχε μαθευτεί η πράξη του πήγε να ενημερώσει τον Μ.Κ.12, εντούτοις αναφέρθηκε εκτενώς στο παράπονο που είχε από τον Μ.Κ.18, επειδή, όπως ισχυρίστηκε, δεν είχε αναφέρει στη διαδικασία προσωποκράτησης του, ότι επέστρεψε όλο το πιο πάνω ποσό επισημαίνοντας, ότι υπήρχε μία εχθρική προκατάληψη και προδιάθεση γι’ αυτή την υπόθεση. Οι ισχυρισμοί του αυτοί, ωστόσο, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην ένορκη μαρτυρία του, χωρίς να είχαν τεθεί στον Μ.Κ.18, ώστε να του δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί.
Στην προσπάθεια του να πείσει το Δικαστήριο, ότι δεν είχε καμία σχέση με την πληρωμή του φόρου θεάματος στον Δήμο Λεμεσού, ισχυρίστηκε πως ποτέ δεν έδωσε οδηγίες στην Μ.Κ.19 για να πληρωθεί ο φόρος και ότι δεν γνώριζε πάντα για την επιταγή που δινόταν στον Δήμο Λεμεσού. Οι εν λόγω ισχυρισμοί του, επίσης, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού για πρώτη φορά προβλήθηκαν στην ένορκη μαρτυρία του, χωρίς είχαν τεθεί στην Μ.Κ.19, ώστε να της δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί. Υπενθυμίζουμε, πως σύμφωνα με τη μη αμφισβητούμενη και αποδεκτή μαρτυρία της, μόνο με οδηγίες του κατηγορούμενου πληρωνόταν ο φόρος θεάματος.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, αναφέρουμε πως η προσπάθεια του να πείσει, ότι τα ποσά που εισπράττονταν σε μετρητά για τον φόρο θεάματος γίνονταν κατάθεση στην τράπεζα, έπεσε στο κενό, αφού πρόβαλε ισχυρισμούς που αντιστρατεύονται της πιο πάνω εκδοχής του. Συγκεκριμένα, ενώ σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στην κατάθεση του, από τα μετρητά που είσπραττε μετά από κάθε εκδήλωση, πλήρωνε τα οφειλόμενα ποσά στους διοργανωτές και ότι τα ποσά που παρακρατούσε για την άδεια χρήσης και το φόρο θεάματος τα έδινε για κατάθεση στην Μ.Κ.19 και ενώ κατά την ένορκη μαρτυρία του ισχυρίστηκε, ότι στα μετρητά που γίνονταν κατάθεση περιλαμβάνονταν και τα ποσά του φόρου θεάματος, εντούτοις σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του είπε, πως όταν γίνονταν οι καταθέσεις δεν ξεχώριζαν ποιο ποσό αφορούσε τον φόρο θεάματος και ότι δεν γίνονταν όλα τα μετρητά κατάθεση, αλλά κρατούσαν κάποια ποσά για να τα έδιναν στους παραγωγούς ή για να έκαναν κάποιες πληρωμές. Πως, λοιπόν, ήταν βέβαιος ότι ο φόρος θεάματος γινόταν μαζί με άλλα ποσά κατάθεση, από τη στιγμή που, όπως είπε, δεν τον ξεχώριζαν και δεν γίνονταν όλα τα μετρητά κατάθεση, για τους λόγους που ανέφερε;
Σχετικά με την αναφορά του, ότι το σενάριο που έκτισε ο Μ.Κ.20 ότι, δηλαδή, ο ίδιος γνώριζε «τάχα» τον φόρο θεάματος, ότι τον έκλεβε και μετά έδινε εντολή για να πληρωθεί από την Τράπεζα, υπενθυμίζουμε ότι ο Μ.Κ.20 δεν υποστήριξε ότι ο φόρος αφαιρείτο εκ των προτέρων. Όπως είπε, «Αφαιρείτουν από το ταμείο το ποσό αυτό το οποίο μπορεί να γίνει ως το τέλος της περιόδου ή να εγίνετουν σιγά-σιγά. Δεν είπαμε ότι αφαιρείτο εκ των προτέρων».
Στα πλαίσια, επίσης, της προσπάθειας του να πείσει το Δικαστήριο, ότι είναι η Μ.Κ.19 που, ουσιαστικά, διαχειριζόταν τις εισπράξεις και που αποφάσιζε για τις πληρωμές που θα έπρεπε να γίνονταν, ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τη ροή του ταμείου και ότι δεν το διαχειριζόταν, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καθημερινή επαφή με τις πληρωμές που γίνονταν και τα τιμολόγια που θα έπρεπε να πληρωθούν και ότι όλα αυτά τα έκανε η Μ.Κ.19. Ούτε, οι ισχυρισμοί του αυτοί μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού για πρώτη φορά προβλήθηκαν στην ένορκη μαρτυρία του. Σημειώνουμε, πως σε κανένα σημείο κατά την αντεξέτασή της Μ.Κ.19, τέθηκαν υπό αμφισβήτηση οι αναφορές της, ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε για τις πληρωμές που θα γίνονταν και ότι του έπαιρνε τα τιμολόγια για να τα δει και να τα υπογράψει, ώστε να ετοίμαζε τις επιταγές για υπογραφή από τον Δήμο Λεμεσού. Σε ότι αφορά τις πληρωμές που έκανε με μετρητά η Μ.Κ.19 επισημαίνουμε πως, ο ίδιος ανέφερε, ότι είναι με δικές του οδηγίες που γίνονταν. Επίσης, ενώ αρχικά ανέφερε πως δεν είχε επαφή με τις πληρωμές που γίνονταν και τα τιμολόγια που θα έπρεπε να πληρωθούν, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, στην προσπάθεια του να πείσει ότι δεν είχε γνώση για την πληρωμή του φόρου θεάματος, ισχυρίστηκε ότι η πληρωμή του δεν ήταν όπως τις άλλες πληρωμές εξόδων, για τις οποίες χρειαζόταν η έγκρισή του.
Πέραν των πιο πάνω επισημαίνουμε και το εξής. Ότι, ενώ ισχυριζόταν, ότι ήταν η Μ.Κ.19 που γνώριζε για τις πληρωμές που θα έπρεπε να γίνονταν και ότι δεν ήταν αυτός που διαχειριζόταν το ταμείο, αυτό το οποίο προκύπτει από το πιο κάτω απόσπασμα από τη μαρτυρία του είναι ότι όχι μόνο ενημερωνόταν από την Μ.Κ.19 για τις πληρωμές που θα έπρεπε να γίνουν, αλλά ήταν αυτός που αποφάσιζε και έδινε οδηγίες για το πότε θα γίνονταν οι πληρωμές, έχοντας προφανώς υπόψη του τη ροή του ταμείου. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τη μαρτυρία του:
«Α. Ο Φόρος Θεάματος επειδή δεν είναι δουλειά του Παττιχείου για την οποία πρέπει να εγκρίνω κάτι σαν διευθυντής, δεν με αφορούσε, δεν ήταν όπως «Κύριε Βάσο, πρέπει να πληρώσω την ΑΗΚ» και μπορούσα να της πω «Έλενα, περίμενε 2 μέρες». «Κύριε Βάσο, πρέπει να πληρώσουμε το τάδε..».
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως οι ισχυρισμοί του, ότι δεν διαχειριζόταν το Ταμείο του Θεάτρου, ότι δεν ασχολείτο με τα τιμολόγια που θα πληρώνονταν και ότι δεν ήταν «και η δουλειά του (μου) οι πληρωμές και τα ενοίκια του Θεάτρου» βρίσκονται και σε διάσταση με τη θέση που υπέβαλε ο συνήγορος του, ο οποίος υπέχει θέση αντιπροσώπου του, στην Μ.Κ.2 όταν αυτή ισχυρίστηκε ότι όταν λειτουργούσε το ταμείο, ο κατηγορούμενος ζητούσε και του έδιναν ποσά των €10, €20, €50, €100. Συγκεκριμένα της υποβλήθηκε η ακόλουθη θέση:
«Ε. Ξέρεις όμως ότι ο κ. Αργυρίδης ήταν υπεύθυνος τζιαι για την πληρωμή υποχρεώσεων που είχε το Παττίχειο προς κάποιους άλλους ανθρώπους, δηλαδή χρήματα που πληρώνονταν στους παραγωγούς, χρήματα που πληρώνονταν για τα εκτυπωτικά, χρήματα που πληρώνονταν για τις διαφημίσεις, χρήματα τα οποία είσπραττε το Παττίχειο ως ενοίκιο και ενδεχομένως έπρεπε να δοθούν ρέστα. Όλα αυτά γίνονταν. Σωστά;»
Σε ότι αφορά το θέμα των χρημάτων που έδινε στην Μ.Κ.19 για κατάθεση, αναφέρουμε πως ούτε οι ισχυρισμοί του αυτοί μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην ένορκη μαρτυρία του, χωρίς να είχαν τεθεί στην Μ.Κ.19, ώστε να έδινε και εκείνη τη δική της εκδοχή. Πέραν αυτού, αναφέρουμε πως οι ισχυρισμοί που πρόβαλε για το εν λόγω ζήτημα είναι αντιφατικοί και σε κάθε περίπτωση στερούνται πειστικότητας.
Συγκεκριμένα, ενώ όταν ρωτήθηκε από τον συνήγορο του κατά πόσο μετρούσε τα χρήματα που έδινε στην Μ.Κ.19, αρχικά απάντησε πως κάποτε τα μετρούσε και κάποτε όχι, στη συνέχεια διαφοροποίησε τη θέση του αυτή λέγοντας, πως όταν η Μ.Κ.19 του ζητούσε χρήματα για κατάθεση, αυτός της έδινε το φάκελο που είχε στο συρτάρι του με τα χρήματα, από τον οποίο η Μ.Κ.19 «μάζευε» το ποσό που χρειαζόταν. Πέραν τούτου, όπως αναφέραμε και πιο πάνω κατά την αξιολόγηση της Μ.Κ.19, σχολιάζοντας την εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης, ότι, δηλαδή, δεν μετρούνταν τα χρήματα κατά την ώρα της παράδοσης – παραλαβής, επαναλαμβάνουμε ότι είναι ένα θέμα η μη υπογραφή αποδεικτικού εγγράφου για την παράδοση–παραλαβή των χρημάτων μεταξύ τους και άλλο να μην μετρούνταν τα χρήματα, ως είναι ουσιαστικά η εκδοχή του κατηγορούμενου. Σε κάθε περίπτωση αναφέρουμε, πως η πιο πάνω εκδοχή του δεν συνάδει με τις αναφορές του, ότι παρακολουθούσε τις πωλήσεις των εισιτηρίων και ότι γνώριζε στο τέλος κάθε μέρας ποιο ήταν το ποσό των εισπράξεων από τις πωλήσεις και ότι οι ταμίες έβαζαν σε φάκελο τα χρήματα από τις πωλήσεις των εισιτηρίων τον οποίο «έπρεπε» να έδιναν στον ίδιο ή στην Μ.Κ.19. Επίσης, αδυνατούμε να αποδεχθούμε ότι όταν, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.2, της έδινε χρήματα για κατάθεση της έλεγε το ύψος του ποσού και ότι το μετρούσαν, δεν ακολουθούσε, σύμφωνα με την εκδοχή του, την ίδια τακτική και με την Μ.Κ.19.
Στην προσπάθεια του, επίσης, να πλήξει την αξιοπιστία της Μ.Κ.19 η οποία ανέφερε πως τα μετρητά από τις εισπράξεις κατέληγαν σε αυτόν, εκτός από τις περιπτώσεις που θα έπρεπε να κάνει κατάθεση, και ότι ο κατηγορούμενος έβαζε τα χρήματα που έπαιρνε στο συρτάρι του στο οποίο δεν είχε κανένας άλλος πρόσβαση, ισχυρίστηκε, για πρώτη φορά, ότι υπήρχαν και σε άλλα συρτάρια χρήματα, από τα οποία όπως είπε έπαιρνε χρήματα όταν χρειαζόταν να κάνει πληρωμές και δεν είχε ο ίδιος χρήματα. Πέραν του ότι η θέση του αυτή, επίσης, προβλήθηκε για πρώτη φορά, και για τον λόγο αυτό θα αγνοηθεί, κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε το εξής. Ότι και αν ακόμη υπήρχαν σε άλλα συρτάρια χρήματα αυτό αναμφίβολα δεν του έδινε το δικαίωμα να τα ανοίγει για να παίρνει χρήματα, όπως, δηλαδή, έπραξε στην περίπτωση που πήρε το ποσό των «€2.000-€2.500» από το συρτάρι της Μ.Κ.19 το οποίο ξεκλείδωσε, χωρίς προηγουμένως να την ενημερώσει, αλλά και το πιο σημαντικό να χρησιμοποιήσει το πιο πάνω ποσό για τις προσωπικές του ανάγκες.
Σε ότι αφορά την εκδοχή που πρόβαλε στην κατάθεση του, ότι ο λόγος που έπαιρνε και ο ίδιος χρήματα από τις εισπράξεις ήταν, γιατί «δεν υπήρχε οργανωμένο λογιστήριο και αποκλειστικό υπεύθυνο για τις εισπράξεις», αναφέρουμε πως αυτή στερείται κάθε πειστικότητας και δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για μία εκ των υστέρων σκέψη του σε μία προσπάθεια του να πείσει ότι δεν είναι σ’ αυτόν που κατέληγαν οι εισπράξεις και ότι δεν είναι αυτός που τις διαχειριζόταν. Είναι πραγματικά άξιο απορίας πως, ενώ όπως ο ίδιος ανέφερε, ήταν ο αρμόδιος για να έδινε οδηγίες για τον καταμερισμό των εργασιών και ότι οι υπάλληλοι του Θεάτρου ήταν υπόλογοι του, εντούτοις γι’ αυτό το σημαντικό ζήτημα που αφορούσε τις εισπράξεις να μην έδωσε, όπως προκύπτει από τον εν λόγω ισχυρισμό του, οδηγίες για το ποιος θα ήταν ο αποκλειστικά υπεύθυνος. Επίσης, αδυνατούμε να αντιληφθούμε πως η μη ύπαρξη οργανωμένου λογιστηρίου, αποτελούσε λόγο για να είσπραττε και αυτός χρήματα, ως ήταν ο ισχυρισμός του.
Σε ότι αφορά το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του για τις καταθέσεις των μετρητών στη τράπεζα και το λόγο που αυτές γίνονταν «χύμα» και όχι μετά από κάθε εκδήλωση, αναφέρουμε πως η μαρτυρία του στερείτο σταθερότητας και πειστικότητας και δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι τα όσα ανέφερε στόχευαν στο να δικαιολογήσει την τακτική που ακολουθούσε, δηλαδή, να μην γίνονταν κατάθεση στην τράπεζα, όλες οι εισπράξεις των μετρητών με αποτέλεσμα μεγάλα ποσά από τα μετρητά να κατέληγαν σε αυτόν. Στην προσπάθεια του να πείσει το Δικαστήριο για την εκδοχή του, δεν απέφυγε, επίσης, να προβάλει αντιφατικούς ισχυρισμούς, στοιχείο ενδεικτικό της αναξιοπιστίας του.
Συγκεκριμένα, σε ερώτηση του συνηγόρου του, για ποιο λόγο κρατούσαν τα χρήματα από τις εισπράξεις και δεν τα έκαναν κατάθεση, απάντησε πως ο πρώτος λόγος ήταν καθαρά πρακτικός, δηλαδή, για να μη πήγαινε κάθε πρωί η Μ.Κ.19 στην Τράπεζα, η οποία σημειώνεται ότι, όπως ο ίδιος είπε, βρισκόταν απέναντι από το Θέατρο. Ο δεύτερος λόγος ήταν, όπως είπε, γιατί κάποια μετρητά τα χρησιμοποιούσαν είτε για πληρωμές σε μικροεμπόρους, όπως για χαρτικά είδη, καφέδες και είδη υγιεινής είτε για πληρωμές σε παραγωγούς όταν τους ζητούσαν έναντι κάποια ποσά από τις εισπράξεις που γίνονταν από τις πωλήσεις εισιτηρίων της εκδήλωσης τους. Οι εν λόγω ισχυρισμοί του, σημειώνεται, πως βρίσκονται σε διάσταση με τον ισχυρισμό που πρόβαλε στην κατάθεση του. Ότι, δηλαδή, οι καταθέσεις στην τράπεζα γίνονταν όταν θα εκδιδόταν κάποια επιταγή που έπρεπε να καλυφθεί.
Επίσης, ενώ ισχυρίστηκε ότι, για λόγους ασφάλειας ουδέποτε αυτός και η Μ.Κ.19 άφηναν στα συρτάρια τους μετρητά πέραν του συνολικού ποσού των €10.000 και ότι όταν συσσωρευόταν το εν λόγω ποσό, έλεγε στην Μ.Κ.19 ότι θα έπρεπε να πάει για κατάθεση, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του πρόβαλε έναν νέο ισχυρισμό, ο οποίος δεν σχετίζεται με το ύψος του ποσού. Ότι, δηλαδή οι καταθέσεις γίνονταν κάθε 3 - 4 μέρες. Στη συνέχεια πρόβαλε και ένα νέο λόγο, ότι δηλαδή τα χρήματα από τις πωλήσεις των εισιτηρίων ανήκαν κατά το 90% στους παραγωγούς που έκαναν τις εκδηλώσεις τους στο Θέατρο. Κατά την αντεξέταση του, ωστόσο, διαφοροποίησε τις πιο πάνω θέσεις του λέγοντας, ότι η Μ.Κ.19 απλά τον ενημέρωνε ότι θα πήγαινε να κάνει κατάθεση στην τράπεζα και ότι οι καταθέσεις γίνονταν κυρίως με δική της πρόβλεψη, αφού ήξερε τις ανάγκες του Θεάτρου.
Επιπρόσθετα των όσων αναφέραμε πιο πάνω για το εν λόγω ζήτημα, επισημαίνουμε και το εξής. Ότι στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει τη μη κατάθεση των μετρητών στη Τράπεζα και ότι αυτά δεν κινδύνευαν λόγω της μη κατάθεσης τους, ισχυρίστηκε πως επειδή ήταν ολιγομελές το προσωπικό του Θεάτρου δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να κινδύνευαν τα χρήματα από τα συρτάρια του ιδίου και της Μ.Κ.19 που ο κάθε ένας τους, όπως τόνισε, είχε αποκλειστικά το δικό του κλειδί. Η δικαιολογία του αυτή στερείται κάθε πειστικότητας και δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι αποτελεί μία εκ των υστέρων σκέψη του. Προφανώς διέφυγε του κατηγορούμενου, ότι είναι από τον ίδιο που κινδύνεψαν τα χρήματα, όταν ξεκλείδωσε το συρτάρι της Μ.Κ.19, χωρίς να την ενημερώσει, και πήρε το ποσό των«€2.000-€2.500» για να το χρησιμοποιήσει, μάλιστα, για τις δικές του ανάγκες.
Σε ότι αφορά δε τη δικαιολογία που έδωσε όταν ρωτήθηκε από τον συνήγορο του, για ποιο λόγο διακινούνταν τόσο μεγάλα ποσά σε μετρητά, ότι, δηλαδή, κανένας δεν τους συμβούλεψε ότι θα έπρεπε να γίνονταν κατάθεση, αναφέρουμε ότι αυτή στερείται κάθε πειστικότητας και αναμφίβολα αποτελεί μια εκ των υστέρων σκέψη του για να δικαιολογήσει την τακτική του. Αδυνατούμε να αποδεχθούμε, ότι γι’ αυτό το ζήτημα χρειαζόταν καθοδήγηση, όταν όπως προέκυψε από τη δική του μαρτυρία, στα πλαίσια των καθηκόντων του, ανάμεσα σε άλλα, έκανε συμφωνίες με παραγωγούς, έδινε οδηγίες για τον καταμερισμό των εργασιών, έδωσε οδηγίες για την ετοιμασία του εντύπου του εκκαθαριστικού, αφαιρούσε μετά από κάθε παράσταση από τις εισπράξεις τα ποσά του φόρου και του ενοικίου, έδινε εντολές στην Μ.Κ.19 και σε κάποιες περιπτώσεις στην Μ.Κ.2 για να κάνουν καταθέσεις στην τράπεζα, έγκρινε τις πληρωμές εξόδων και σύμφωνα με το συμβόλαιο εργοδότησης του, ανάμεσα στα καθήκοντα του ήταν και η ετοιμασία του ετήσιου προϋπολογισμού του Θεάτρου.
Συνεχίζοντας με το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του που αφορούσε το ποσό των «€2.000-€2.500» που πήρε από το κλειδωμένο συρτάρι της Μ.Κ.19, αναφέρουμε πως αυτό στερείτο κάθε πειστικότητας και δεν έχουμε καμία αμφιβολία, ότι τα όσα για πρώτη φορά ανέφερε κατά την αντεξέτασή του στόχευαν στο να πλήξουν την αξιοπιστία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.19 αλλά και να δικαιολογήσει την εν λόγω πράξη του.
Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε πως το πιο πάνω ποσό το πήρε από το συρτάρι της Ελεάνας (Μ.Κ.2) και της Έλενας (Μ.Κ.19) και ότι ενημέρωσε την πρώτη όταν επέστρεψε από την άδεια της και την δεύτερη την επόμενη μέρα. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι επειδή πρόκυπτε η ανάγκη να έδιναν προκαταβολές σε παραγωγούς τις οποίες ζητούσαν πριν την παράσταση, χωρίς προειδοποίηση, εάν δεν είχε στο δικό του συρτάρι χρήματα τη δεδομένη εκείνη στιγμή έπαιρνε χρήματα από άλλα συρτάρια. Συνεχίζοντας ανέφερε, πως και οι δύο πιο πάνω μάρτυρες επιβεβαίωσαν ότι επιστράφηκαν τα χρήματα.
Πέραν από τις αναφορές του ότι πήρε το πιο πάνω ποσό και ότι το επέστρεψε, οι οποίες όπως αναφέρθηκε πιο πάνω αποτελούν κοινό έδαφος, οι λοιποί ισχυρισμοί του δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην ένορκη μαρτυρία του, χωρίς να είχαν τεθεί στις πιο πάνω μάρτυρες ενόσω αυτές κατέθεταν για να μπορέσουν να δώσουν και εκείνες τη δική τους εκδοχή. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά πρόβαλε τους ισχυρισμούς, ότι το πιο πάνω ποσό βρισκόταν και στο συρτάρι της Ελεάνας (Μ.Κ.2) και ότι ο λόγος που το πήρε ήταν για τις ανάγκες του Θεάτρου. Υπενθυμίζουμε, πως σύμφωνα με τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία της Μ.Κ.2, το ποσό το τοποθέτησε η ίδια σε συρτάρι του γραφείου της Μ.Κ.19, το οποίο κλείδωσε και όταν με την επιστροφή της από τις διακοπές στη δουλειά εντόπισε πανικοβλημένη ότι τα χρήματα δεν βρίσκονταν στο συρτάρι, ο κατηγορούμενος μπαίνοντας εκείνη την ώρα στο γραφείο που βρισκόταν η μάρτυρας, την ρώτησε αν έψαχνε τα χρήματα και τότε της είπε ότι αυτός τα πήρε γιατί τα είχε ανάγκη και ότι θα τα επέστρεφε. Επιπρόσθετα αναφέρουμε πως, εάν πράγματι ο λόγος που πήρε το πιο πάνω ποσό ήταν για να το χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες του Θεάτρου, ως ήταν ο ισχυρισμός του, τότε το εύλογο ερώτημα που γεννάται είναι για ποιο λόγο της το επέστρεψε;
Ερχόμενοι στην εκδοχή του για το ποσό των €4.000 που έλαβε έναντι των μισθών του, αναφέρουμε πως στην προσπάθεια του να πείσει το Δικαστήριο, ότι δεν είπε ψέμα στην Μ.Κ.19 ότι το πιο πάνω ποσό του δόθηκε ως φιλοδώρημα, πρόβαλε για πρώτη φορά ισχυρισμούς οι οποίοι σε κάθε περίπτωση στερούνται πειστικότητας και δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για εκ των υστέρων σκέψεις του για να δικαιολογήσει και αυτή την πράξη του.
Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε, πως όταν του αναφέρθηκε από το Δ.Σ της Εταιρείας ότι το πιο πάνω ποσό θα του δινόταν ως φιλοδώρημα και όχι έναντι των μισθών του, όπως ήταν και το αίτημα του, φεύγοντας από εκεί πήγε στο Θέατρο και ανακοίνωσε στην Μ.Κ.19, ότι του δόθηκε φιλοδώρημα. Στις επόμενες, όμως, δύο μέρες, όπως επίσης ισχυρίστηκε, πληροφορήθηκε από κάποιο μέλος του Δ.Σ της Εταιρείας ότι τελικά το πιο πάνω ποσό θα του δινόταν έναντι των μισθών του και ότι θα το απέκοπταν από τους μισθούς του. Αυτή τη «λεπτομέρεια», όπως περαιτέρω ισχυρίστηκε, δεν την ήξερε η Μ.Κ.19. Πέραν του ότι και αυτοί οι ισχυρισμοί του, όπως αναφέραμε πιο πάνω, προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην ένορκη μαρτυρία του χωρίς να είχαν τεθεί στην Μ.Κ.19, ώστε να της δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί και συνεπώς θα αγνοηθούν, κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε και το εξής. Ότι αν πράγματι τα γεγονότα ήταν όπως τα παρουσίασε, τότε για ποιο λόγο δεν ενημέρωσε άμεσα την Μ.Κ.19, ότι τελικά το ποσό δεν θα του δινόταν ως φιλοδώρημα, αλλά έναντι των μισθών του παρά μόνο της το απέκρυψε και το πληροφορήθηκε από τον Μ.Κ.1;
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως, σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία της Μ.Κ.19, ο κατηγορούμενος εν αγνοία της συμπλήρωσε την επιταγή με το πιο πάνω ποσό και την πήρε για υπογραφή στον Δήμο Λεμεσού και μόνο όταν σε μεταγενέστερο χρόνο εντόπισε στο βιβλιάριο επιταγών το «αντίτυπο» της επιταγής με σημειωμένο το όνομα του και το ποσό και τον ρώτησε τι αφορούσε η εν λόγω επιταγή, της είπε ότι το πιο πάνω ποσό του δόθηκε ως φιλοδώρημα.
Ερχόμενοι στους ισχυρισμούς του, ότι το λογιστικό πρόγραμμα που επέλεξαν φαινόταν δυσνόητο και επειδή συχνά η Μ.Κ.19 αντιμετώπιζε τεχνικές δυσκολίες, «δεκάδες βράδια» φεύγοντας από το Θέατρο άφηνε ανοικτό τον υπολογιστή της στον οποίο οι τεχνικοί δούλευαν στην απουσία της πάνω στο λογιστικό πρόγραμμα, αναφέρουμε πως ούτε οι ισχυρισμοί του αυτοί μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού και αυτοί προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην ένορκη μαρτυρία του, χωρίς να είχαν τεθεί στην Μ.Κ.19, ώστε να της δινόταν η ευκαιρία να απαντήσει. Για το εν λόγω ζήτημα, επισημαίνουμε πως σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η μάρτυρας κατά την κυρίως εξέτασή της, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, κανένας δεν είχε πρόσβαση στο λογιστικό της πρόγραμμα, είχε το δικό της κωδικό τον οποίο δεν γνώριζε κανένας και ότι όταν ο ηλεκτρονικός της υπολογιστής είχε κάποιο πρόβλημα και καλούσε αυτούς που εγκατέστησαν το λογιστικό πρόγραμμα για να το διορθώσουν, αυτή ήταν πάντοτε παρούσα και έβλεπε.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω αναφέρουμε, πως δεν έχουμε καμία αμφιβολία πως με τους πιο πάνω προβαλλόμενους ισχυρισμούς του, αποσκοπούσε στο να αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπήρξαν παρεμβάσεις στο λογιστικό πρόγραμμα, οι οποίες δυνατόν να αλλοίωσαν τα δεδομένα που υπήρχαν σε αυτό. Στην προσπάθεια του, μάλιστα, να γίνει πιο πειστικός ισχυρίστηκε πως όταν ανέφερε σε «κάποιο φίλο του των οικονομικών» ότι οι τεχνικοί δούλευαν στο λογιστικό πρόγραμμα στην απουσία της Μ.Κ.19, αυτός του είπε ότι, «Είναι απαράδεκτο αυτό το πράγμα, να μένει εκτεθειμένο» και ότι όταν τον ρώτησε ο φίλος του, «Ποιος το σκέφτηκε;» του είπε ότι είναι ο ίδιος που έδωσε την άδεια, αφού δεν μπορούσε να βρει άλλη λύση.
Προσπάθησε, επίσης, να πείσει το Δικαστήριο, ότι εκτός από τις περιπτώσεις που με οδηγίες του στις ταμίες, αυτές έδιναν στον γιο της συζύγου του ποσά των €10 – €20 ευρώ, ποτέ δεν ζήτησε ή πήρε άλλα χρήματα (μικροποσά) από τα ταμεία. Ούτε η θέση του αυτή γίνεται αποδεκτή, για τους ακόλουθους λόγους.
Καταρχάς, η πιο πάνω θέση του ουδέποτε υποβλήθηκε στις Μ.Κ.2, Μ.Κ.4 και Μ.Κ.11 οι οποίες, σύμφωνα με τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία τους, ανέφεραν ότι ο κατηγορούμενος τους ζητούσε και του έδιναν από το ταμείο διάφορα μικροποσά και ότι, μάλιστα στην παρουσία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.11 πήρε από μόνος του κάποια ποσά από το ταμείο χωρίς να τους έλεγε το ύψος τους. Μόνο στην Μ.Κ.11 υποβλήθηκε η θέση, ότι ο κατηγορούμενος δεν έπαιρνε από το ταμείο ποσά ύψους €300, ως ήταν ο ισχυρισμός της. Για τα πιο μικρά ποσά που η μάρτυρας ανέφερε ότι του έδινε από το ταμείο όταν της ζητούσε, ουδόλως αμφισβητήθηκε η μαρτυρία της. Πέραν, λοιπόν, του ότι δεν υποβλήθηκε στις πιο πάνω μάρτυρες ο ισχυρισμός του ότι, δηλαδή, δεν πήρε ποτέ από τα ταμεία τα ποσά που ανέφεραν και για τον λόγο αυτό ο εν λόγω ισχυρισμός του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, είναι θεωρούμε σημαντικό να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό και το εξής. Ότι ο εν λόγω ισχυρισμός του βρίσκεται και σε διάσταση με τη θέση που προώθησε ο συνήγορος Υπεράσπισης κατά την αντεξέτασή της Μ.Κ.2, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Ότι, δηλαδή, λόγω των καθηκόντων του ενδεχομένως να έπρεπε να δίνει ρέστα.
Σε ότι αφορά το θέμα των εκκαθαριστικών, πέραν από το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του για το πως ετοιμάστηκε το έντυπο του εκκαθαριστικού, τι περιλάμβανε και σε τι χρησιμοποιείτο, το οποίο αποτελεί κοινό έδαφος, αναφέρουμε πως οι λοιποί ισχυρισμοί του δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού αυτοί δεν τέθηκαν στην Μ.Κ.19, ώστε να της δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στους ισχυρισμούς του, ότι όταν ετοίμασε με την Μ.Κ.2 το έντυπο του εκκαθαριστικού, το καταχώρησε και στον υπολογιστή της Μ.Κ.19, ότι αυτή συμπλήρωνε τα περισσότερα εκκαθαριστικά, επειδή όπως είπε ήταν ένας τομέας με τον οποίο ο ίδιος δεν ασχολείτο, ότι η Μ.Κ.19 τα τύπωνε και τα έδειχναν στους πελάτες και ότι ο ίδιος λάμβανε γνώση για τα εκκαθαριστικά που κυρίως αφορούσαν ρωσόφωνους πελάτες. Στην προσπάθεια του να πείσει ότι είναι η Μ.Κ.19 που ασχολείτο με τα εκκαθαριστικά και όχι ο ίδιος, ισχυρίστηκε, για πρώτη φορά επίσης, ότι πολλές φορές η Μ.Κ.19 δεν του τα έδειχνε, διότι έλειπε από το Θέατρο, ισχυρισμός που σε κάθε περίπτωση στερείται πειστικότητας δεδομένης της αναφοράς του σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, ότι εργαζόταν στο Θέατρο 15 ώρες καθημερινά.
Στην προσπάθεια του να πείσει, ότι η ανάθεση του ελέγχου των λογιστικών βιβλίων στην εταιρεία MMCA Audit Ltd έγινε καθ’ υπόδειξη και/ή έγκριση της Deloitte Ltd και/ή του Μ.Κ.20, ισχυρίστηκε πως στην τελευταία τους τηλεφωνική επικοινωνία, ο Μ.Κ.20 του είπε ότι δεν προλάβαιναν να κάνουν τη δουλειά και ότι θα έπρεπε να βρουν άλλον ελεγκτή. Ισχυρίστηκε, επίσης, πως όταν του ανέφερε ότι ο ένας από τους δύο λογιστές που είχε υπόψη του ήταν ο συμμαθητής τους Μ. Μιχαηλίδης (Μ.Κ.17), ο Μ.Κ.20 του ανέφερε «Είναι πολύ καλός ο Μάριος Μιχαηλίδης». Ήταν περαιτέρω η θέση του, ότι ο Μ.Κ.17 συναντήθηκε με τον Δήμαρχο και συμφώνησαν, ισχυρισμός ο οποίος σημειώνεται ότι για πρώτη φορά προβλήθηκε στην ένορκη μαρτυρία του. Υπενθυμίζουμε πως σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Κ.1, η «Διεύθυνση του Θεάτρου» είχε προσκομίσει στον Μ.Κ.12 συμφωνία παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών, αφού προηγουμένως διευκρινίστηκε το κόστος. Ο δε Μ.Κ.12 ανέφερε πως ήταν ο κατηγορούμενος που τους σύστησε την πιο πάνω εταιρεία και ότι του είπαν να προχωρήσει με αυτήν, αφού τους πίεζε ο χρόνος. Πέραν των πιο πάνω, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε πως αυτό που προέκυψε από την ενώπιον μας μαρτυρία για το εν λόγω ζήτημα, είναι ότι ο κατηγορούμενος σε κανέναν από τους πιο πάνω μάρτυρες δεν αποκάλυψε τη συγγενική σχέση που συνδέει την σύζυγο του με τον Μ.Κ.17. Και το ερώτημα που, εύλογα κατά την κρίση μας, προκύπτει είναι για ποιο λόγο, σύμφωνα με την εκδοχή του, ανέφερε στον Μ.Κ.20 ότι ο Μ.Κ.17 ήταν συμμαθητής τους και δεν του ανέφερε ότι είναι και θείος της συζύγου του; Όχι μόνο δεν αποκάλυψε στους πιο πάνω μάρτυρες την προαναφερόμενη συγγενική σχέση, αλλά στην προσπάθεια της η Υπεράσπιση να πείσει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε αποφασιστικό ρόλο για το διορισμό του Μ.Κ.17, ρώτησε ο συνήγορος του τον Μ.Κ.1 εάν γνώριζε ότι η Deloitte Ltd προέτρεψε το Παττίχειο για τον διορισμό του Μ.Κ.17 ενώ τον Μ.Κ.12 τον ρώτησε αν τον συνέδεε κάποια σχέση με τον Μ.Κ.17. Επίσης, στον Μ.Κ.20 έθεσε το ερώτημα αν είχε πει στον κατηγορούμενο ότι, «.είναι μια χαρά ο Μάριος ο Μιχαηλίδης, πείτε του αναλάβει εκείνος». Ο μάρτυρας αρνήθηκε ότι είπε κάτι τέτοιο στον κατηγορούμενο, επισημαίνοντας πως αναγνωρίζει και σέβεται όλους τους συναδέλφους του.
Η προσπάθεια του να μετακυλήσει την ευθύνη που του αποδίδεται στην Deloitte Ltd, με την έννοια ότι η μη διενέργεια των ελέγχων των βιβλίων του Θεάτρου και η έλλειψη καθοδήγησης και βοήθεια τους οδήγησε στην λογιστική ακαταστασία με αποτέλεσμα να βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτά που του καταλογίζουν, ήταν εμφανής. Οι ισχυρισμοί που πρόβαλε για το εν λόγω ζήτημα στερούνται πειστικότητας και αντιστρατεύονται την κοινή λογική. Συγκεκριμένα, ενώ από τη μια ισχυριζόταν ότι η Μ.Κ.19 δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της ως λογίστρια και γι’ αυτό ο ίδιος ζήτησε από τον Δήμο Λεμεσού την απόσπαση ενός υπαλλήλου για να την εκπαιδεύσει, ότι έδωσε την άδεια του για να τη βοηθούσε μία ξαδέλφη της λογίστρια, ότι όταν επικοινωνούσε με τον Μ.Κ.20 ζητώντας του να «κλείσουν τα βιβλία» αυτός του έλεγε ότι περίμεναν από την Μ.Κ.19 να τους ετοιμάσει «κάποια πράγματα που ζήτησαν» και ενώ όπως επίσης ισχυρίστηκε όταν ρωτούσε την Μ.Κ.19 αυτή του έλεγε ότι προσπαθούσε να τα ετοιμάσει και ότι είχε δυσκολίες, ταυτόχρονα ισχυρίζεται πως τα όσα του ανέφερε ο Μ.Κ.20 για τον λόγο που δεν γίνονταν οι έλεγχοι των βιβλίων, ήταν προφάσεις και δικαιολογίες, γιατί δεν θα πληρωνόταν η Deloitte Ltd, θέση την οποία σημειώνεται ότι δεν υπέβαλε στον Μ.Κ.20, ώστε να του δινόταν η δυνατότητα να απαντήσει. Στην προσπάθεια του να πείσει για την εκδοχή του αυτή, ισχυρίστηκε μάλιστα ότι μετά που ο ίδιος έφυγε από το Θέατρο, η Deloitte Ltd πήγε «επιτέλους επί πληρωμή αυτή τη φορά να κλείσει τα βιβλία» τονίζοντας ότι η ανάθεση του ελέγχου έγινε χωρίς προσφορές. Για το εν λόγω ζήτημα υπενθυμίζουμε πως σύμφωνα με τη μη αμφισβητούμενη μαρτυρία του Μ.Κ.20, η Deloitte Ltd δεν έκανε τον έλεγχο των λογιστικών βιβλίων του Θεάτρου, ενόψει της αναγκαιότητας που προέκυψε για τη διεξαγωγή έρευνας.
Πέραν των πιο πάνω αναφέρουμε και το εξής. Ότι αποτελεί σχήμα οξύμωρο από τη μια να ισχυρίζεται ότι η Deloitte Ltd δεν ανταποκρινόταν στις εκκλήσεις του για να κάνουν τον έλεγχο των βιβλίων του Θεάτρου, επειδή, όπως ισχυρίστηκε, δεν θα πληρώνονταν και από την άλλη να ζητά, ως είναι ο ισχυρισμός του, την άποψη του Μ.Κ.20 για τους δύο λογιστές που του ανέφερε. Επίσης, το εύλογο, κατά την κρίση μας ερώτημα, που προκύπτει είναι για ποιο λόγο από τη στιγμή που, όπως ισχυρίστηκε, η Deloitte Ltd έδειχνε αυτή την αδιαφορία και δεν ανταποκρινόταν στις επανειλημμένες εκκλήσεις του επέτρεψε, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος ανέφερε, να έχει για τέσσερα χρόνια το λογότυπο της σε όλες τις εκδηλώσεις και στα μηνιαία προγράμματα του Θεάτρου και δεν έθεσε ως ο Διευθυντής του Θεάτρου ενώπιον του Δ.Σ της Εταιρείας σχετική εισήγηση για να διακοπεί η διαφήμιση της;
Σχετικά με την αναφορά του, ότι όταν πήγε στο Θέατρο τον Αύγουστο του 2016 του αναφέρθηκε από την τότε Δημοτική Γραμματέα και τότε Δήμαρχο ότι οι ελεγκτές του Θεάτρου ήταν η Deloitte Ltd, αναφέρουμε πως η επιστολή της τότε Δημοτικής Γραμματέα τον διαψεύδει, αφού όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της, το οποίο δεν έτυχε αμφισβήτησης, στις 29/05/2017 είχε ενημερώσει την Deloitte Ltd για την απόφαση του Δ.Σ της Εταιρείας να τους διορίσουν ελεγκτές της και ότι ανέμεναν την απάντηση τους (βλ. τεκμήριο 12).
Στην προσπάθεια του, επίσης, να πείσει για την εκδοχή του, ότι ουδεμία ευθύνη έχει γι’ αυτά που αποδίδονται, πρόβαλε το πιο κάτω επιχείρημα, όταν του υποβλήθηκε η θέση ότι εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη του Μ.Κ.12 και την έλλειψη ελέγχου με αποτέλεσμα να κλέβει τα επίδικα ποσά.
«Α. ..καλούσα εγώ προσωπικά τηλεφωνικώς τον Κυριακίδη από το 2018 «Πρέπει να κλείσουμε βιβλία, έχουμε πρόβλημα» και καταλήξαμε στο 2021. Αυτό τι σημαίνει; Ότι τι…; Τελικά πρέπει να είμαι μεγάλο σατανικό μυαλό από τη μια να κλέβω και από την άλλη να σκηνοθετώ και τη σύλληψη μου».
Το πιο πάνω επιχείρημα του, ενδεχομένως, θα μπορούσε να έχει κάποια βάση, εάν δεν γνώριζε ότι ο έλεγχος των βιβλίων δεν μπορούσε να γίνει. Όπως, όμως, προκύπτει τόσο από τη δική του μαρτυρία, αλλά και αυτή του Μ.Κ.20, ο τελευταίος τον ενημέρωνε ότι δεν μπορούσε να γίνει ο έλεγχος των βιβλίων. Άλλωστε, όπως προκύπτει και από το τεκμήριο 12 το οποίο απεστάλη από την Μ.Κ.19 με οδηγίες του ιδίου, ως ήταν η θέση της, η Εταιρεία θα προχωρούσε σε διορισμών άλλων ελεγκτών, γιατί χρειάζονταν στήριξη «αρχικά σε λογιστικό επίπεδο». Σχετικά με το εν λόγω ζήτημα παραθέτουμε και σχετικό απόσπασμα από την μαρτυρία του Μ.Κ.20 κατά την αντεξέτασή του:
«Ε. Το έχω καταλάβει κύριε, όμως συμφωνάς μαζί μου ότι και από την πλευρά του Παττιχείου υπήρχαν παρακλήσεις και παραινέσεις προς την Deloitte Ltd, ανεξάρτητα ότι εξήγησες το, ότι η πλευρά του Παττιχείου υπήρχαν παρακλήσεις και παραινέσεις προς την Deloitte έχει αυτή τη θέση;
Α. Κύριε Ερωτοκρίτου, οι παρακλήσεις προς τη Deloitte σε τι αποσκοπούσαν; Αφού δεν ήταν η Deloitte που έπρεπε να κάνει τη δουλειά. Γίνονταν επαφές προς εμάς και απαντούσαμε ότι «Συμπληρώστε τα λογιστικά βιβλία για να μπορέσουμε να έλθουμε με την ομάδα μας στο Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο να κάνουμε έλεγχο να σας δώσουμε λογαριασμούς. Αυτό εγίνετουν»
Στην προσπάθεια του να πλήξει την αξιοπιστία του Μ.Κ.20, ισχυρίστηκε ότι ο μάρτυρας λανθασμένα ή ψευδώς είπε στο Δικαστήριο ότι το οποιοδήποτε έλλειμα που παρουσιαζόταν θα καλυπτόταν από την χορηγία του Δήμου Λεμεσού. Προς υποστήριξη της θέσης του αυτής, ισχυρίστηκε ότι τα έξοδα του Θεάτρου ήταν περισσότερα από τα έσοδα του, οπόταν τη διαφορά αυτή την κάλυπτε η χορηγία στη βάση του ετήσιου προϋπολογισμού που ετοίμαζε με την Μ.Κ.19. Πέραν του ότι, η αναφορά του ότι τα έξοδα ήταν περισσότερα από τα έσοδα δεν υποστηρίχθηκε από οποιαδήποτε στοιχεία και συνεπώς επρόκειτο για μία γενική αναφορά, η οποία σε κάθε περίπτωση καταρρίπτεται από την Έκθεση του Μ.Κ.20, η οποία δεν έτυχε αμφισβήτησης, αυτό το οποίο ο Μ.Κ. 20 ανέφερε κατά την αντεξέτασή του, ήταν ότι αν εντοπιζόταν το επίδικο ποσό, αυτό θα ήταν πλεόνασμα στο Ταμείο του Θεάτρου και όχι κέρδος, ως ήταν η θέση του συνηγόρου Υπεράσπισης.
Ισχυρίστηκε, επίσης, πως παρά το ότι δεν αμφισβητεί το εύρημα του Μ.Κ.20 για το έλλειμα που εντόπισε, εντούτοις αμφισβητεί την «ερμηνεία που έδωσε και το σενάριο που έκτισε για να δικαιολογήσει το εύρημα του», λέγοντας πως από τη στιγμή που όλοι οι πιστωτές του Θεάτρου ήταν πληρωμένοι, δεν μπορεί να ευσταθεί το σενάριο του. Ισχυρίστηκε, επίσης, πως όταν εξήγησε στον Μ.Κ.20 το εν λόγω σκεπτικό του, αυτός του είπε «Για μένα είναι σπαζοκεφαλιά». Όπως έχουμε ήδη αναφέρει κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.20, ο πιο πάνω ισχυρισμός του κατηγορούμενου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, αφού δεν τέθηκε στον Μ.Κ.20 για να τοποθετηθεί. Πέραν τούτου, επισημαίνουμε πως ο ισχυρισμός του αυτός βρίσκεται και σε διάσταση με τη θέση που υπέβαλε ο συνήγορος του στον Μ.Κ.20, στην οποία αναφερθήκαμε κατά αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.20.
Ερχόμενοι τώρα στη μαρτυρία του για τον αποβιώσαντα Μ. Αθανασίου διαπιστώνουμε ότι και γι’ αυτό το ζήτημα πρόβαλε για πρώτη φορά ισχυρισμούς που δεν τέθηκαν στον Μ.Κ.18, ώστε να του δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί, ενώ δεν απέφυγε να υποπέσει σε αντιφάσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε, πως στην προσπάθεια του να πείσει ότι τα όσα ο αποβιώσας ανέφερε στην Αστυνομία δεν ήταν αλήθεια και ότι τα είπε γιατί ήθελε να τον τιμωρήσει επειδή του «χάλασε» μια δουλειά με κάποιο Ρώσο, ισχυρίστηκε ότι ο αποβιώσας πήγε αυτοβούλως στην Αστυνομία, ότι δεν τον κάλεσαν για κατάθεση και ότι τηλεφώνησε σε κάποιο γνωστό του στο οικονομικό έγκλημα και του είπε «Έρχομαι εγώ να σας τα πω». Η εκδοχή του ότι αυτή όχι μόνο δεν τέθηκε στον Μ.Κ.18, όπως αναφέραμε πιο πάνω, αλλά όπως προέκυψε από την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Κ.18, μετά από πληροφορίες που έλαβε ότι ο κατηγορούμενος έπαιζε στοιχήματα στο πρακτορείο του αποβιώσαντα, επισκέφθηκε το πρακτορείο του για να πάρει από τον ίδιο πληροφορίες. Αυτός έλειπε και μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν διευθετήθηκε η συνάντηση τους στην Αστυνομία.
Στη βάση των όσων έχουμε προσπαθήσει να εξηγήσει πιο πάνω, πέραν από το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του κατηγορούμενου το οποίο αποτελεί κοινό έδαφος, αυτός κρίνεται ως αναξιόπιστος και η μαρτυρία του δεν γίνεται αποδεκτή.
Ο Μ.Υ.1, πατέρας του κατηγορούμενου, δεν έχει διαφωτίσει με τη μαρτυρία του το Δικαστήριο ως προς τα επίδικα θέματα, αφού όπως προέκυψε δεν είχε οποιαδήποτε γνώση σχετικά με αυτά. Με τη μαρτυρία του επιδίωξε να υποστηρίξει την εκδοχή του κατηγορούμενου, ότι ουδεμία σχέση είχε η πώληση του ακινήτου του με το κατ’ ισχυρισμό χρέος του κατηγορούμενου προς το αποβιώσαντα. Στην προσπάθεια του να πείσει για την εκδοχή του αυτή ισχυρίστηκε, ότι μετά τη δημοσίευση που έκανε στο Facebook για την πώληση του ακινήτου του, επικοινώνησε μαζί του ο αποβιώσας, τον οποίο όπως είπε δεν γνώριζε, και ότι μετά τη συνάντηση που είχαν κατέληξαν σε συμφωνία. Όταν, όμως του ζητήθηκε κατά την αντεξέταση του να παρουσιάσει στο Δικαστήριο την πιο πάνω δημοσίευση, δεν το έπραξε προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες, οι οποίες στερούνται πειστικότητας και δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις του. Συγκεκριμένα, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι δεν είχε μαζί του τη δημοσίευση, στη συνέχεια διαφοροποίησε τη θέση του λέγοντας πως δεν την είχε δει, θέση την οποία στη συνέχεια και πάλι διαφοροποίησε λέγοντας, πως την είδε «περαστικά που το κομπιούτερ» όταν του την έδειξαν τα παιδιά του. Επίσης, ενώ θυμόταν με λεπτομέρεια ότι το τίμημα πώλησης του δόθηκε σε χαρτονομίσματα των €500, ότι ο αποβιώσας τον πήρε σε συγκεκριμένο χώρο του Κτηματολογίου για να του δώσει το ποσό του τιμήματος, λέγοντας του ότι μπορεί να τους έκαναν κακό, εντούτοις όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του δεν γνώριζε τελικά ποιος ήταν ο αγοραστής του ακινήτου του. Συγκεκριμένα, ενώ ισχυρίστηκε ότι στο πωλητήριο συμβόλαιο υπέγραψαν, ως μάρτυρες υπογραφών, ο κατηγορούμενος και ο γιός του αποβιώσαντα, αυτό το οποίο προκύπτει από το ίδιο το έγγραφο, τεκμήριο 28, είναι ότι ως αγοραστής του ακινήτου εμφανίζεται ο γιος του αποβιώσαντα και ως μάρτυρας υπογραφών ο τελευταίος.
Στη βάση των πιο πάνω, ουδεμία βαρύτητα δίνουμε στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 την οποία κρίνουμε ως αναξιόπιστη.
Ερχόμενοι στον Μ.Υ.2, κρίνουμε ότι η μαρτυρία δεν μπορεί να βοηθά την εκδοχή του κατηγορούμενου, ότι δηλαδή δεν ασχολείτο με τα στοιχήματα και ότι δεν θα μπορούσε να χρωστά στον αποβιώσαντα το ποσό των €100.000 για στοιχήματα που έπαιζε στο πρακτορείο του.
Καταρχάς, αυτό το οποίο προέκυψε από τη μαρτυρία του είναι ότι μετά το 2013 δεν συνεργάστηκε ξανά με τον αποβιώσαντα και μάλιστα από τότε δεν είχε επισκεφθεί το πρακτορείο του. Συνεπώς, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ούτε αν ο κατηγορούμενος ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, πελάτης του αποβιώσαντα ούτε κατά πόσο ο αποβιώσας έδινε μεγαλύτερα ποσά πίστωσης από αυτά που έδινε όταν ο ίδιος εργαζόταν στο πρακτορείο του. Σε ότι αφορά τη δήλωση του, ότι ένα πρακτορείο δεν μπορεί να δώσει πίστωση ύψους €100.000 στη βάση του ποσοστού που λάμβανε ως προμήθεια, αναφέρουμε πως η δήλωση του αυτή παρέμεινε απογυμνωμένη από στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο να ελέγξει την ορθότητα της. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας δεν αναφέρθηκε ούτε και παρουσίασε στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών του πρακτορείου του αποβιώσαντα κατά τον επίδικο χρόνο και ούτε βέβαια θεωρούμε πως θα μπορούσε να το πράξει, δεδομένης της θέσης του ότι από το 2013 δεν είχε καμία επαγγελματική σχέση μαζί του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν μπορούσε να δοθεί βαρύτητα στη γνώμη που εξέφρασε, θεωρούμε πως, είναι ένα ζήτημα το ύψος του κέρδους που πραγματοποιεί ένα πρακτορείο, ώστε να έχει τη δυνατότητα να δίνει πίστωση, και άλλο το κατά πόσο ο διαχειριστής του πρακτορείου, εν προκειμένω ο αποβιώσας, ήταν σε θέση να καλύπτει ο ίδιος τη στοιχηματική δραστηριότητα του πελάτη του.
Για τους πιο πάνω λόγους, ουδεμία βαρύτητα δίνουμε στη μαρτυρία του Μ.Υ.2.
Συνεχίζοντας με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ.3, αυτό το οποίο διαπιστώνουμε από τη μελέτη της μαρτυρίας της είναι ότι μεγάλο μέρος αυτής δεν έτυχε αμφισβήτησης και/ή αποτέλεσε κοινό έδαφος, το οποίο και αποδεχόμαστε. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στους ισχυρισμούς της ότι η σχολή της διοργάνωσε παράσταση στο Θέατρο στις 11 και 12/07/2019 για την οποία, όπως είπε, της δόθηκε το τιμολόγιο ημερ. 12/07/2019 για το ενοίκιο της αίθουσας του Θεάτρου, η απόδειξη πληρωμής ημερομηνίας 22/01/2019 που αφορούσε την προκαταβολή, το εκκαθαριστικό και η απόδειξη είσπραξης ημερομηνίας 24/07/2019 (βλ. τεκμήρια 44, 45, 46 και 47, αντίστοιχα). Αποδεκτή είναι, επίσης, η αναφορά της, η οποία δεν έτυχε αμφισβήτησης, ότι είχε ελέγξει τα ποσά που αναγράφονταν στο εκκαθαριστικό και ότι αυτά ήταν ορθά. Παρεμβάλουμε στο σημείο αυτό, ότι όπως αναφέραμε και πιο πάνω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.20, τα ποσά που αναφέρονται στο εκκαθαριστικό Τεκμήριο 46, είναι τα ίδια με τα ποσά που αναγράφονται στη σελ. 11 του Παραρτήματος 3, του Τεκμηρίου 41 για την εκδήλωση που έλαβε χώρα τις πιο πάνω ημερομηνίες.
Πέραν του πιο πάνω μέρους της μαρτυρίας της, το οποίο για τον λόγο που εξηγήσαμε κρίνεται αποδεκτό, αυτό το οποίο προέκυψε κατά την αντεξέτασή της είναι ότι δεν γνώριζε ούτε ποιος ετοίμασε τα τεκμήρια 44, 45 και 46, αλλά ούτε και εάν οι υπολογισμοί που αναφέρονται σε αυτά έγιναν σε άλλη χρονική στιγμή. Σε σχετικές ερωτήσεις και υποβολές που της έγιναν, για το ζήτημα αυτό, απάντησε πως δεν γνωρίζει τις εσωτερικές διαδικασίες του Θεάτρου. Ούτε γνωρίζει, όπως είπε, «ποιος ετοιμάζει και τι.».
Επίσης, στην προσπάθεια της να υποστηρίξει την εκδοχή του κατηγορούμενου για έλλειψη αμεροληψίας από πλευράς της Αστυνομίας, ισχυρίστηκε ότι ο αστυνομικός που της λάμβανε κατάθεση επανειλημμένα την ρωτούσε αν δέχθηκε από τον κατηγορούμενο τηλεφώνημα για να της ζητήσει έναντι χρήματα, λέγοντας της ότι θα τα «κανόνιζαν» όταν θα τέλειωνε η παράσταση. Οι εξηγήσεις που έδωσε κατά την αντεξέταση της, όταν της επισημάνθηκε από την κα Παπακυριακού ότι καμία αναφορά δεν έγινε στην κατάθεση της για το εν λόγω ισχυρισμό της, στερούνται κάθε πειστικότητας και δεν έχουμε καμία αμφιβολία, ότι ο υπό αναφορά ισχυρισμός της αποτελεί μια εκ των υστέρων σκέψη της. Συγκεκριμένα, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι μετά που τέλειωσε η κατάθεση της, ο αστυνομικός της είπε να την υπογράψει και ότι την υπόγραψε χωρίς να τη διαβάσει, λέγοντας, μάλιστα, ότι αυτό μπορεί να ήταν και λάθος της, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν με την αντίληψη ότι ο ισχυρισμός της καταγράφηκε στην κατάθεση της από τον αστυνομικό, στη συνέχεια όταν της υποδείχθηκε ότι σύμφωνα με τη δήλωση του αστυνομικού που καταγράφεται στην κατάθεση της, αυτός της είχε διαβάσει την κατάθεση της και ότι αυτή την υπέγραψε ως ορθή, απάντησε πως δεν θυμόταν να της διαβάστηκε. Πέραν τούτου είναι σημαντικό να λεχθεί, ότι σε κανένα σημείο της μαρτυρίας της δεν κατονόμασε τον αστυνομικό που της λάμβανε κατάθεση και που κατά τους ισχυρισμούς της την ρωτούσε επίμονα για το πιο πάνω θέμα. Ούτε και τέθηκε η θέση της αυτή στους αστυνομικούς Μ.Κ.8 και 18 που διερεύνησαν την υπόθεση.
Επίσης, στα πλαίσια της προσπάθεια της να πείσει ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε καμία εμπλοκή για την παράσταση της, πρόβαλε για πρώτη φορά στην ένορκη μαρτυρία της ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στην κατάθεση της και δεν υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας.
Συγκεκριμένα, ενώ στη κατάθεση της ανάφερε το χρονικό σημείο που έκλεισε την ημερομηνία της παράσταση της, εντούτοις ουδεμία αναφορά έκανε στην κατάθεση της, ότι τη διευθέτηση της ημερομηνίας την έκανε με τον Μ.Κ.6 ο οποίος κρατούσε το βιβλίο με τις ημερομηνίες, ως ήταν οι ισχυρισμοί που πρόβαλε στην ένορκη μαρτυρία της. Πέραν αυτού, σημειώνουμε πως οι εν λόγω θέσεις της δεν υποβλήθηκαν στον Μ.Κ.6, ώστε να του δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθεί. Επιπρόσθετα επισημαίνουμε και το εξής. Ότι ούτε ο Μ.Κ.6 αλλά ούτε και ο κατηγορούμενος ανέφεραν σε οποιοδήποτε σημείο της μαρτυρίας τους, ότι ανάμεσα στα καθήκοντα του Μ.Κ.6, ήταν και η διευθέτηση ημερομηνιών για τις παραστάσεις που θα γίνονταν.
Για τους πιο πάνω λόγους πέραν από το μέρος εκείνο της μαρτυρίας της το οποίο δεν αμφισβητήθηκε και/ή αποτέλεσε κοινό έδαφος και καταγράφηκε πιο πάνω, το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της δεν κρίνεται αξιόπιστο και απορρίπτεται.
Η εικόνα που αποκομίσαμε από την M.Y.4, σύζυγο του κατηγορούμενου, δεν ήταν θετική. Θεωρούμε πως δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει με ειλικρίνεια και δεν έχουμε αμφιβολία ότι αποκλειστικός σκοπός της ήταν να βοηθήσει με τη μαρτυρία της τον κατηγορούμενο - σύζυγο της. Στην προσπάθεια της αυτή δεν απέφυγε να υποπέσει σε αντιφάσεις, στοιχείο ενδεικτικό της αναξιοπιστίας της. Επίσης, πρόβαλε για πρώτη φορά θέσεις που δεν υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίες και συγκεκριμένα στους Μ.Κ.2, Μ.Κ.18 και Μ.Κ.19, ώστε να τους δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθούν, με αποτέλεσμα αυτές να αγνοηθούν (βλ. Tekinder Pal v. Δημοκρατίας, ανωτέρω)
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα πιο κάτω:
Ενώ στην κατάθεση της, ανέφερε πως δεν γνώριζε αν ο σύζυγος της ασχολείτο με στοιχήματα ή με οποιαδήποτε δραστηριότητα για την οποία χρειαζόταν χρήματα, κατά την κυρίως εξέταση της όταν της ζητήθηκε να διευκρινίσει τί εννοούσε με την αναφορά της ότι δεν γνώριζε για τα πιο πάνω, είπε πως δεν μπορούσε να ήταν «κάθετη» αλλά και γιατί ενώ έκλαιγε με λυγμούς και έλεγε ότι είναι σκευωρία, ο ανακριτής, Μ.Κ.18, της έλεγε να μη στεναχωριέται, να μην κλαίει γιατί ο σύζυγος της είναι άρρωστος και γι’ αυτό το έκανε. Ισχυρίστηκε, επίσης, πως ενώ του έλεγε ότι αποκλείεται να συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτός της παρουσίαζε ως δεδομένο ότι ο σύζυγος της έπαιζε τζόγο και στοιχήματα. Οι εν λόγω ισχυρισμοί της, όπως και ο ισχυρισμός που πρόβαλε σε άλλα σημεία της μαρτυρίας ότι, δηλαδή, ο Μ.Κ.18 της «έσπερνε την αμφιβολία» στερούνται κάθε πειστικότητας και δεν έχουμε αμφιβολία ότι προβλήθηκαν σε μία προσπάθεια της να πείσει ότι ήταν βέβαιη ότι ο σύζυγος της δεν έπαιζε στοιχήματα αλλά και για να πείσει για την έλλειψη αμεροληψίας από τον Μ.Κ.18. Θεωρούμε πως, εάν πράγματι ήταν βέβαιη ότι ο σύζυγος της δεν ασχολείτο με τα στοιχήματα, δεν θα δήλωνε άγνοια όταν ρωτήθηκε γι’ αυτό, αλλά θα απαντούσε με βεβαιότητα ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο και κανένα από τα κατ’ ισχυρισμό λεγόμενα του Μ.Κ.18 δεν θα μπορούσαν να της δημιουργήσουν, όπως είπε, αμφιβολίες. Επιπρόσθετα των πιο πάνω, αναφέρουμε πως οι πιο πάνω ισχυρισμοί της δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού δεν τέθηκαν από την Υπεράσπιση στον Μ.Κ.18, ώστε να του δινόταν η ευκαιρία να απαντήσει, χωρίς μάλιστα να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για την εν λόγω παράλειψη.
Σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς της, ότι μετά την παραίτηση του κατηγορούμενου επικοινώνησαν μαζί της οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.19, εκφράζοντας τη λύπη τους και ότι η Μ.Κ.19 της είπε πως γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος «δανείστηκε» το ποσό των €10.000, αλλά αυτό θεωρείτο παράτυπο γιατί θα έπρεπε να το γνώριζε το Διοικητικό Συμβούλιο και ο Δήμαρχος, αναφέρουμε πως ούτε αυτοί οι ισχυρισμοί της τέθηκαν από την Υπεράσπιση στις πιο πάνω μάρτυρες κατηγορίες, για να τους δινόταν η δυνατότητα να τοποθετηθούν και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.
Από τη μαρτυρία της δεν μπορεί, επίσης, να γίνει αποδεκτή η αναφορά της, ότι το ποσό των €10.000 που ο κατηγορούμενος «δανείστηκε, εν γνώσει» της Μ.Κ.19, δεν είναι κλοπή αλλά ενδεχόμενα παρατυπία, αφού η αναφορά της αυτή αποτελεί την προσωπική της άποψη. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, το κατά πόσο ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα της κλοπής που του αποδίδεται αποτελεί ζήτημα που το Δικαστήριο θα αποφασίσει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, πέραν από το μέρος εκείνο της μαρτυρίας της που δεν έτυχε αμφισβήτησης και το οποίο αφορούσε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο γιός της και τις οικονομικές ανάγκες που είχε η οικογένεια της για τους λόγους που εξήγησε, το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της δεν κρίνεται αξιόπιστο και απορρίπτεται.
Ευρήματα πραγματικών γεγονότων:
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση της ενώπιον μας μαρτυρίας καθώς και τη μαρτυρία η οποία αποτέλεσε κοινό έδαφος των διαδίκων και/ή δεν έτυχε αμφισβήτησης προβαίνουμε στα ακόλουθα ευρήματα:
- Η Εταιρεία «Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λτδ» είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση η οποία συστάθηκε στις 24/03/2016 με σκοπό τη λειτουργία του Παττιχείου Θεάτρου και έχει αριθμό εγγραφής ΗΕ353850. Μοναδικό μέλος της Εταιρείας είναι ο Δήμος Λεμεσού. Το Συμβούλιο της Εταιρείας απαρτίζεται από 12 εκπροσώπους/μέλη, μεταξύ των οποίων, είναι και ο Δήμαρχος Λεμεσού (βλ. τεκμήριο 1).
- Ο κατηγορούμενος από την 01/08/2016 εργοδοτήθηκε από την εταιρεία «Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λτδ, με καθήκοντα Διευθυντή του Παττιχείου Θεάτρου στη Λεμεσό. Τα καθήκοντα του περιλαμβάνονταν στη συμφωνία εργοδότησης ημερομηνίας 01/08/2016, η οποία στην συνέχεια ανανεώθηκε (βλ. τεκμήριο 2). Ανάμεσα στα καθήκοντα που ο κατηγορούμενος εκτελούσε, ως ο Διευθυντής του Θεάτρου κατά την επίδικη περίοδο, με βάση το συμβόλαιο εργοδότησης του, ήταν η Γενική διεύθυνση, οργάνωση, προγραμματισμός και εποπτεία των δραστηριοτήτων του Θεάτρου, η υλοποίηση των στόχων και του στρατηγικού προγραμματισμού όπως θα καθορίζονταν από το Δ.Σ της Εταιρείας, η κατάρτιση και υλοποίηση του ετήσιου καλλιτεχνικού προγράμματος στα πλαίσια των στόχων και σκοπών του Δ.Σ της Εταιρείας, η κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού του Θεάτρου και η υποβολή προτάσεων και εισηγήσεων για την καλύτερη λειτουργία του Θεάτρου. Ο καταμερισμός των εργασιών στους εργαζομένους του Θεάτρου, επίσης, γινόταν μετά από οδηγίες του κατηγορούμενου, στον οποίο ήταν υπόλογοι οι εργαζόμενοι του Θεάτρου.
- Από το έτος 2016 η Εταιρεία εργοδοτούσε με συμφωνίες εργοδότησης καθορισμένης διάρκειας, πέραν του κατηγορούμενου, τον κ. Α.Τριανταφύλλου στη θέση του Τεχνικού Διευθυντή του Θεάτρου (Μ.Κ.6) και την κα Έ. Θεοδώρου (Μ.Κ.19), στη θέση της Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού (εκτελεί γενικά γραφειακά και λογιστικά καθήκοντα στην Εταιρεία) (βλ. τεκμήριο 2). Οι υπόλοιπες ανάγκες για τη λειτουργία του Θεάτρου καλύπτονταν από αγορά υπηρεσιών από τρίτους.
- Ο κατηγορούμενος ήταν άτομο που έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του Δήμου Λεμεσού και του Δ.Σ. της Εταιρείας.
-Ο Δήμος Λεμεσού έδινε στο Θέατρο ετήσια χορηγία που κυμαινόταν από €100.000 έως €150.000, ανάλογα με τον ετήσιο προϋπολογισμό που ο κατηγορούμενος παρουσίαζε στο Δ.Σ. της Εταιρείας και αυτή καταβαλλόταν τμηματικά.
-Ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που έκανε τις συμφωνίες με τους παραγωγούς για τις παραστάσεις/εκδηλώσεις που θα γίνονταν στο Θέατρο και συμφωνούσε μαζί τους το ποσό για την άδεια χρήσης του Θεάτρου και ακολούθως ενημέρωνε την Μ.Κ.19. Η τιμολόγηση για την άδεια χρήσης του Θεάτρου ακολουθούσε συγκεκριμένη πολιτική, όπου στις πλείστες των περιπτώσεων το ποσό, ανερχόταν στις €2.000. Για παραγωγές όπου το Θέατρο ενοικιαζόταν για περισσότερες μέρες υπήρχε η πολιτική των εκπτώσεων. Εκπτώσεις, δίνονταν και για παραγωγές/εκδηλώσεις τοπικών σωματείων και σε συγκεκριμένους παραγωγούς λόγω της πελατειακής τους σχέσης. Το περιθώριο προσαρμογής του τελικού ποσού για την άδεια χρήσης ήταν στην διακριτική ευχέρεια του κατηγορούμενου. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου το Θέατρο παραχωρείτο σε παραγωγούς χωρίς χρέωση, συνήθως με μορφή ανταλλαγή υπηρεσιών/αγαθών ή για σκοπούς διαφήμισης και προώθησης. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις οι αποφάσεις λειτουργίας και τιμολόγησης ήταν στην αρμοδιότητα και διακριτική ευχέρεια του κατηγορούμενου. Η απόφαση για το κατά πόσο θα ζητείτο προκαταβολή από τους παραγωγούς ήταν, επίσης, στη διακριτική ευχέρεια του κατηγορούμενου.
- Το Θέατρο, μετά από εισήγηση του κατηγορούμενου, διέθετε ένα ταμείο το οποίο πωλούσε εισιτήρια των παραστάσεων που θα γίνονταν. Ήταν μία υπηρεσία που το Θέατρο πρόσφερε στους παραγωγούς και η οποία μαζί με άλλες υπηρεσίες που πρόσφερε, όπως η ηχητική και φωτιστική εγκατάσταση, οι ταξιθέτριες και οι τεχνικοί σκηνής, περιλαμβάνονταν στο ποσό για την άδεια χρήσης του Θεάτρου.
- Η πώληση των εισιτηρίων στο ταμείο του Θεάτρου γινόταν είτε με μετρητά είτε μέσω κάρτας. Το ταμείο του Θεάτρου εισέπραττε μόνο μετρητά από την πώληση των εισιτηρίων. Το σύστημα πληρωμής μέσω κάρτας ανήκε στην Sold Out Ticket’s που αναλάμβανε τη διάθεση των εισιτηρίων. Η εν λόγω εταιρεία μπορούσε να παρακολουθεί όλες τις πωλήσεις των εισιτηρίων, είτε αυτές γίνονταν διαδικτυακά είτε από το ταμείο. Ο κατηγορούμενος, επίσης, μπορούσε να παρακολουθεί τις πωλήσεις των εισιτηρίων και αυτές που γίνονταν με μετρητά.
-Μετά από κάθε παράσταση ετοιμαζόταν εκκαθαριστικό. Το έντυπο του εκκαθαριστικού ετοιμάστηκε από την Μ.Κ.2 στην excel μετά από οδηγίες του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος της ζήτησε όπως συμπεριλάβει σε αυτό τις πωλήσεις των εισιτηρίων σε μετρητά και στο διαδίκτυο, το φόρο θεάματος, τις οφειλές του παραγωγού, δηλαδή, το ενοίκιο για την αίθουσα του Θεάτρου και τυχόν άλλα έξοδα όπως εκτυπωτικά, ώστε να γνώριζε ο παραγωγός μετά από την παράσταση του αν όφειλε οποιοδήποτε ποσό στο Θέατρο ή το αντίθετο.
-Οι εισπράξεις από το ταμείο του Θεάτρου που προέρχονταν από τις πωλήσεις εισιτηρίων σε μετρητά κατέληγαν στον κατηγορούμενο, ο οποίος τα έβαζε σε συρτάρι του γραφείου του στο οποίο μόνο αυτός είχε πρόσβαση και η Μ.Κ.19 δεν γνώριζε το ποσό που υπήρχε σε αυτό.
-Ο κατηγορούμενος διαχειριζόταν τα χρήματα του ταμείου και είχε τον έλεγχο τους. Η Μ.Κ.19 ουδέποτε άσκησε οποιοδήποτε έλεγχο στα χρήματα που ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του από τις εισπράξεις των μετρητών από την πώληση των εισιτηρίων και ουδέποτε έκανε καταγραφή της ροής του ταμείου.
-Όταν η Μ.Κ.19 ή οι ταμίες έδιναν στο κατηγορούμενο τις εισπράξεις από την πώληση των εισιτηρίων, δεν υπογραφόταν απόδειξη παράδοσης-παραλαβής των χρημάτων. Ούτε όταν ο κατηγορούμενος έδινε χρήματα στην Μ.Κ.19 για κατάθεση στην τράπεζα υπογραφόταν τέτοια απόδειξη.
-Μετά από κάθε παράσταση ο κατηγορούμενος συμπλήρωνε το εκκαθαριστικό. Από τις εισπράξεις σε μετρητά από την πώληση των εισιτηρίων, ο κατηγορούμενος απέκοπτε το ποσό για την άδεια χρήσης του Θεάτρου, το φόρο θεάματος και τυχόν άλλα έξοδα και το υπόλοιπο ποσό δινόταν στον παραγωγό.
-Το εκκαθαριστικό δεν υπογράφονταν πάντοτε από τον πελάτη. Όσοι από τους πελάτες δεν επιθυμούσαν να το υπογράψουν, έλεγχαν το περιεχόμενο του και συμφωνούσαν με αυτό. Τα εκκαθαριστικά των παραστάσεων φυλάσσονταν από την Μ.Κ.19 σε files τα οποία παραδόθηκαν στην Deloitte Ltd για την διεξαγωγή της έρευνας της από τον Μ.Κ.20.
-Όταν ο κατηγορούμενος έδινε μετά από την παράσταση το εκκαθαριστικό που ετοίμαζε στην Μ.Κ.19, αυτή προχωρούσε με την έκδοση του τιμολογίου για την είσπραξη του ποσού του ενοικίου, το οποίο καταχωρούσε ως έσοδο.
-Οι καταθέσεις χρημάτων στην τράπεζα από την Μ.Κ.19 γίνονταν με τις οδηγίες του κατηγορούμενου. Σε σπάνιες περιπτώσεις, κατάθεση στην τράπεζα έκαναν ο κατηγορούμενος και η Μ.Κ.2.
-Τα χρήματα για τις καταθέσεις στην Τράπεζα συνήθως τα έδινε ο κατηγορούμενος στην Μ.Κ.19, ενώ κάποιες φορές, κατόπιν συνεννόησης της με τον κατηγορούμενο, παρέλαβε και αυτή χρήματα από το ταμείο, γιατί θα έπρεπε να έκανε κατάθεση για την κάλυψη επιταγών που εκδώσαν.
-Για τις καταθέσεις και τις πληρωμές που έκανε ο κατηγορούμενος, έδινε τις αποδείξεις στην Μ.Κ.19.
-Για τις επιταγές που η Μ.Κ.19 ετοίμαζε για υπογραφή, είχε πάντοτε την έγκριση του κατηγορούμενου, ο οποίος υπέγραφε τα τιμολόγια που του έπαιρνε. Μετά την έγκριση του κατηγορούμενου, η Μ.Κ.19 έπαιρνε τις επιταγές για υπογραφή στον Δήμο Λεμεσού. Η Μ.Κ.19 με οδηγίες του κατηγορούμενου έκανε σε κάποιες περιπτώσεις πληρωμές σε πιστωτές με μετρητά.
-Οι καταθέσεις στην Τράπεζα δεν γίνονταν για το ενοίκιο μίας παράστασης, αλλά αφορούσαν συνολικά ποσά που περιλάμβαναν εισπράξεις από την πώληση εισιτηρίων από διάφορες παραστάσεις. Ο τρόπος αυτός των καταθέσεων γινόταν μετά από οδηγίες του κατηγορούμενου.
-Τα μετρητά από τις εισπράξεις του ταμείου δεν γίνονταν καθημερινά κατάθεση ή μετά από κάθε παράσταση/εκδήλωση, αλλά μετά από οδηγίες του κατηγορούμενου προς την Μ.Κ.19, όταν θα έπρεπε να καλυφθούν επιταγές που εκδίδονταν.
-Για την εξόφληση τιμολογίων, χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό μετρητά. Συγκεκριμένα από τις καθαρά συνολικές εισπράξεις σε μετρητά, που για το 2017 ήταν περί τις €228.000, για το 2018 ήταν €285.000 και για το 2019 ήταν €215.00, τα ποσά των μετρητών που κατατέθηκαν στην Τράπεζα ισούνταν με τα ποσά των €85.500 (37.5% του συνόλου) για το 2017, €152.000 (53%) για το 2018 και €125.000 (58% του συνόλου) για το 2019.
-Ο κατηγορούμενος κάποιες φορές, ενώ λειτουργούσε το ταμείο του Θεάτρου για την πώληση των εισιτηρίων, ζητούσε από τις ταμίες κάποιο ποσό το οποίο του έδιναν, χωρίς να γνώριζαν τι γινόταν μετά το ποσό αυτό. Τα εν λόγω ποσά κυμαίνονταν μεταξύ των €10 έως €100, ενώ κάποιες φορές του δόθηκαν και ποσά €200 - €300.
-Ο κατηγορούμενος, σε μια περίπτωση στην παρουσία της Μ.Κ.2 και σε κάποιες περιπτώσεις στην παρουσία της Μ.Κ.11 πήρε από το ταμείο κάποιο ποσό, χωρίς να τους πει πόσα πήρε. Επίσης, με οδηγίες του κατηγορούμενου προς την Μ.Κ.11, αυτή έδωσε κάποιες φορές από το ταμείο στον γιο της συζύγου του ποσά των €20 - €30.
-Για όλες τις παραστάσεις που γίνονταν στο Θέατρο από τρίτους παραγωγούς, αυτοί θα έπρεπε να κατέβαλλαν στο Θέατρο τον φόρο θεάματος, ο οποίος επιβαλλόταν και παρακρατείτο από τις εισπράξεις από την πώληση εισιτηρίων, με σκοπό να αποδιδόταν στη συνέχεια από την Εταιρεία στον Δήμο Λεμεσού.
-Για τις παραγωγές ή συμπαραγωγές όπου το Θέατρο ενεργούσε ως παραγωγός, ο φόρος θεάματος αποκοπτόταν από το σύνολο των εισπράξεων από την πώληση των εισιτηρίων, ο οποίος επίσης θα έπρεπε στη συνέχεια να πληρωνόταν από την Εταιρεία στον Δήμο Λεμεσού.
-Ο φόρος θεάματος υπολογιζόταν στο 5% της αξίας όλων των εισιτηρίων που πωλούνταν για κάθε παράσταση/εκδήλωση, ενώ περί τον Ιούνιο του 2020 ο φόρος μειώθηκε στο 2.5%
-Το ταμείο του Θεάτρου είσπραττε μόνο μετρητά από την πώληση των εισιτηρίων, ενώ όσα εισιτήρια αγοράζονταν με κάρτα, τα χρήματα από την πώληση τους πιστώνονταν στο λογαριασμό της Sold Out, η οποία αναλάμβανε τη διάθεση των εισιτηρίων και στην οποία ανήκε το σύστημα πληρωμής μέσω κάρτας. Μετά το τέλος της κάθε παράστασης η SoldOut έστελνε στον κατηγορούμενο και στην Μ.Κ.19 κατάσταση για την πώληση των εισιτηρίων.
- Από τον Γενάρη του 2020 και έπειτα άρχισε να διαθέτει προς πώληση εισιτήρια των παραστάσεων και η εταιρεία Ticket hour.
- Ο φόρος θεάματος καταβαλλόταν στον Δήμο Λεμεσού με επιταγή από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου με οδηγίες πάντοτε του κατηγορούμενου προς την Μ.Κ.19.
-Για όσες παραστάσεις τα εισιτήρια τους πωλήθηκαν ηλεκτρονικά μέσω της Ticket hour, ο φόρος θεάματος πληρωνόταν από αυτήν απ’ ευθείας στον Δήμο Λεμεσού.
- Από την έρευνα δικανικής λογιστικής που έκανε ο Μ.Κ.20, προέκυψε ότι το συνολικό ποσό που εισπράχτηκε ή παρακρατήθηκε για τον φόρο θεάματος ανήλθε στις €203.712,00. Συγκεκριμένα, από 130 παραστάσεις που έγιναν στο Θέατρο το 2017 ο φόρος θεάματος ήταν €49,030, για το 2018 από 134 παραστάσεις ο φόρος ήταν €67,725, για το 2019 από 118 παραστάσεις ήταν €60,030 και για το 2020 από 32 παραστάσεις ήταν €26,927.
-Η Μ.19 λανθασμένα, ένεκα της άγνοιάς της, δεν έκανε καμία εγγραφή στα λογιστικά βιβλία κατά την παρακράτηση ή την είσπραξη του φόρου θεάματος που να τον αναγνώριζε ως οφειλή προς το Δήμο Λεμεσού σε όλες τις περιπτώσεις και ως έξοδο, στις περιπτώσεις που αφορούσε παραγωγές που γίνονταν από το Θέατρο.
- Τις μόνες λογιστικές εγγραφές που η Μ.Κ.19 καταχώρησε για τον φόρο θεάματος ήταν αυτές που αφορούσαν τις πληρωμές των αντίστοιχων πιο πάνω ποσών στο Δήμο Λεμεσού, οι οποίες ωστόσο, λανθασμένα χρεώθηκαν ως έξοδο, αφού μόνο τα ποσά των €1,915 για το 2017, €2.115 για το 2018, €669 για το 2019, και €190 για το 2020 αφορούσαν παραγωγές του Θεάτρου και συνεπώς έπρεπε να αναγνωριστούν ως έξοδο.
- Από την έρευνα που διενήργησε ο Μ.Κ.20 στις καταστάσεις του τραπεζικού λογαριασμού της Εταιρείας, προέκυψε, ότι τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στον φόρο θεάματος που εισπράχθηκαν ή παρακρατήθηκαν για την επίδικη περίοδο, πληρώθηκαν στον Δήμο Λεμεσού με επιταγές από τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας, χωρίς όμως τα χρήματα αυτά να είχαν κατατεθεί στον εν λόγω λογαριασμό. Μόνο το ποσό των €876,00 που αφορούσε τον φόρο θεάματος για τρείς παραστάσεις που έγιναν το 2019, κατατέθηκε από τον ίδιο τον παραγωγό στον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας, επειδή στην περίπτωση εκείνη, τα μετρητά που εισέπραξε το Θέατρο από τις πωλήσεις των εισιτηρίων των εν λόγω τριών παραστάσεων, δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν το φόρο θεάματος.
-Με βάση την ανάλυση που ο Μ.Κ.20 διενήργησε (αναπαράσταση του ταμείου), με σκοπό να εξακριβωθεί αν τα χρήματα που εισπράχθηκαν για τον φόρο θεάματος είχαν πράγματι εισέλθει στα ταμεία το Θεάτρου και χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη αναγκών αλλά και για να εξακριβωθεί αν τα εν λόγω ποσά γίνονταν κατάθεση συνολικά και μικτά με άλλα έσοδα/εισροές, προέκυψε ότι το ποσό που υπολείπεται υπολογίζεται να ανέρχεται στα ποσά των €49.986 για το 2017, €67,725 για το 2018 και €57,715 για το 2019, τα οποία ποσά αντιστοιχούν, κατά προσέγγιση στον φόρο θεάματος για τα έτη αυτά.
-Στη βάση των πιο πάνω αναλύσεων και το συμπέρασμα που ο Μ.Κ.20 κατέληξε, προκύπτει ότι, οι εισπράξεις ή παρακρατήσεις που αφορούν τον φόρο θεάματος δεν εμφανίζονται να καταχωρήθηκαν στα λογιστικά βιβλία. Προκύπτει, επίσης, ότι δεν εισήλθαν στο Κεντρικό Ταμείο του Θεάτρου και δεν κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του. Τα ποσά αυτά που αφορούν τον φόρο θεάματος που εισπράχθηκαν ή παρακρατήθηκαν ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €202.838,00 που αποτελεί μέρος του επίδικου ποσού. Δηλαδή, €49,031 για το έτος 2017, €67,725 για το έτος 2018, €59,155 για το έτος 2019 (€60.030-€876) και €26,927 για το έτος 2020. Οι πληρωμές των ισάξιων ποσών για τον φόρο θεάματος προς τον Δήμο Λεμεσού εντοπίστηκαν να έγιναν από τον τραπεζικό λογαριασμό του Θεάτρου, όμως δεν εντοπίστηκαν οι αντίστοιχες καταθέσεις ή χρεώσεις στο λογαριασμό του Κεντρικού Ταμείου και δεν κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας.
-Βάση των ευρημάτων της έρευνας του Μ.Κ.20 διαπιστώθηκε, επίσης, ότι κατά τα έτη 2017 με 2019 σε εννέα παραγωγές/παραστάσεις οι πληρωμές που αναλογούσαν σε παραγωγούς, βάση των εκκαθαριστικών, ξοφλήθηκαν με επιταγές από τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας και παράλληλα τα μετρητά που εισπράχτηκαν από τις πωλήσεις των εισιτηρίων δεν φαίνεται να κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό, ούτως ώστε να δικαιολογείτο η τραπεζική πληρωμή τους, ούτε υπήρξε η αντίστοιχη χρέωση στο λογαριασμό «μετρητά στο ταμείο – Κεντρικό ταμείο». Τα ποσά αυτά ανέρχονται στις €11,709 για το 2017, €1,840 για το 2018 και €7,663 για το 2019, δηλαδή, το συνολικό ποσό ανέρχεται στις €21.212,00, που αποτελεί μέρος του επίδικου ποσού.
-Από την αξιολόγηση που διενεργήθηκε από τον Μ.Κ.20 στα πλαίσια της έρευνας που του ανατέθηκε καταδείχθηκε ότι οι εσωτερικές διαδικασίες της Εταιρείας ήταν ελλιπείς και σε αρκετές περιπτώσεις ανύπαρκτες. Η απουσία τυπικών ή άτυπων διαδικασιών ελέγχου και εγκρίσεων, υποδείκνυε αδυναμία εσωτερικού ελέγχου και συντελούσε στη δημιουργία περιβάλλοντος που ήταν επιρρεπές σε ενδεχόμενες παρατυπίες και/ή ατασθαλίες και /ή υπεξαιρέσεις.
-Η Έκθεση Έρευνας ημερομηνίας 23/02/23, τεκμήριο 42, που ετοιμάστηκε από τον Μ.Κ.20 σκοπό είχε να συμφιλιώσει τα ευρήματα της πρώτης Έκθεσης (τεκμήριο 41) με το υπόλοιπο του ταμείου που καταμετρήθηκε τον Απρίλιο του 2021. Σύμφωνα με την εν λόγω Έκθεση το αρχικό υπόλοιπο του ταμείου κατά την 01/01/2021, με βάση τα λογιστικά βιβλία, ήταν €4.280.
-Περί τον Οκτώβρη του 2019, σε επικοινωνία που είχε η Μ.Κ.19 με την Sold Out για να τη ρωτήσει σχετικά με το ποσό των €5.000, που ήταν τα έσοδα μίας παράστασης που έγινε στο Θέατρο τον Ιούλιο του 2018 και το οποίο ποσό δεν εντόπισε να έγινε κατάθεση στο λογαριασμό του Θεάτρου και ούτε είχε σταλεί γι’ αυτό κάποια επιταγή, την πληροφόρησαν ότι το ποσό αυτό δόθηκε στον κατηγορούμενο. Όταν η Μ.Κ.19 ρώτησε τον κατηγορούμενο αν του δόθηκε το πιο πάνω ποσό, αυτός της επιβεβαίωσε ότι το πήρε και ότι μέχρι εκείνη την ημέρα δεν το είχε δώσει στο Θέατρο.
-Την ίδια ημέρα ο κατηγορούμενος είπε στην ΜΚ.19, ότι πήρε και από άλλες δύο παραστάσεις που έγιναν, η μία τον Νοέμβριο του 2018 και η άλλη τον Ιούλιο του 2019, το ποσό €2.700 από τον κάθε πελάτη, δηλαδή, το συνολικό ποσό των €5.400, το οποίο επίσης δεν είχε δώσει μέχρι εκείνη την ημέρα στο Θέατρο.
- Ο κατηγορούμενος είπε, επίσης, στην Μ.Κ.19 ότι, ο λόγος που πήρε τα πιο πάνω ποσά, που συνολικά ανέρχονταν στο ποσό των €10.400, ήταν γιατί τα είχε ανάγκη. Η Μ.Κ.19 ζήτησε από τον κατηγορούμενο να τα επιστρέψει στο Θέατρο.
- Το πιο πάνω ποσό των €10.400, ο κατηγορούμενος το πήρε χωρίς την προηγούμενη έγκριση από το Δ.Σ. της Εταιρείας και αποτελεί μέρος του επίδικου ποσού.
- Περί τον Αύγουστο του 2020, ο κατηγορούμενος πήρε από το συρτάρι του γραφείου της Μ.Κ.19 το οποίο ήταν κλειδωμένο, το ποσό των €2.000 - €2.500, περίπου. Το εν λόγω ποσό το είχε τοποθετήσει προσωρινά η Μ.Κ.2 με σκοπό να το επέστρεφε στην δικαιούχο του, δηλαδή, στην Tickethour, λόγω ακύρωσης μίας παράστασης. Όταν η Μ.Κ.2 επέστρεψε στην εργασία της από τις διακοπές της και εντόπισε ότι το πιο πάνω ποσό έλειπε από το συρτάρι της Μ.Κ.19, ο κατηγορούμενος εισερχόμενος εκείνη την ώρα στο γραφείο της Μ.Κ.19, είπε στην Μ.Κ.2 ότι αυτός πήρε τα χρήματα γιατί τα χρειάστηκε και ότι θα της τα επέστρεφε σε λίγες μέρες, κάτι το οποίο έπραξε μετά από περίπου δύο μήνες.
-Όταν ο κατηγορούμενος στις 19/04/2021 πληροφορήθηκε από τις Μ.Κ.2 και Μ.Κ.19, ότι ο Μ.Κ.6 θα συναντούσε τον Δήμαρχο Λεμεσού για να τον ενημερώσει για τα χρήματα που πήρε από το κλειδωμένο συρτάρι της Μ.Κ.19 αλλά και τα χρήματα που έπαιρνε από το ταμείο, ανέφερε στον Μ.Κ.6 ότι θα πήγαινε και αυτός στον Μ.Κ.12, για να του εξηγούσε.
-Όταν στις 26/04/2021 ο κατηγορούμενος συναντήθηκε με τον Μ.Κ.12, του είπε ότι λόγω δύσκολων οικογενειακών και προσωπικών οικονομικών καταστάσεων κράτησε από τις εισπράξεις προαναφερόμενες τρείς παραστάσεις, το ποσό περίπου των €10.700. Απολογήθηκε στον Μ.Κ.12 για τις πράξεις του αυτές και τον πληροφόρησε ότι είχε ήδη επιστρέψει εντός του Απρίλη του 2021 το ποσό των €3.000. Στις 13/05/2021, ο κατηγορούμενος επέστρεψε, επίσης, το ποσό των €2000 και στις 17/05/2021, το ποσό των €2000. Για το υπόλοιπο ποσό των €3,770, ο κατηγορούμενος υπέγραψε στις 17/05/2021 γραμμάτιο συνήθους τύπου, το οποίο εξόφλησε. Την ίδια ημέρα υπέγραψε και στο γραμμάτιο συνήθους τύπου για το ποσό των €635,94 που αντιπροσώπευε το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό που έλαβε το 2020 έναντι των μισθών του, το οποίο, επίσης, ξόφλησε. Μετά τις πιο πάνω αποκαλύψεις του κατηγορούμενου, οι οποίες έλαβαν χώρα αφού προηγουμένως ο Μ.Κ.6 Ανδρέας Τριανταφύλλου, επισκέφθηκε τον Μ.Κ.12 και τον ενημέρωσε για τις υποψίες που δημιουργήθηκαν σε υπαλλήλους του Θεάτρου ότι ο κατηγορούμενος ενδεχομένως να υπεξαιρεί χρήματα του Θεάτρου, ο Μ.Κ.12, είπε στον κατηγορούμενο ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί η επαγγελματική του σχέση με το Θέατρο και αυτός στις 17/05/2021 υπέβαλε στο Δ.Σ. της Εταιρείας την παραίτηση του, η οποία έγινε αποδεκτή (τεκμήριο 7, παράρτημα Β).
-Περί τον Μάρτη του 2020, ο κατηγορούμενος εν αγνοία της Μ.Κ.19 συμπλήρωσε από το βιβλιάριο επιταγών μία επιταγή στο όνομα του για το ποσό των €4.000 την οποία πήρε για υπογραφή στον Δήμο Λεμεσού. Όταν η Μ.Κ.19 εντόπισε σε μεταγενέστερο χρόνο το αντίτυπο της επιταγής στο βιβλιάριο επιταγών και τον ρώτησε τι αφορούσε η εν λόγω επιταγή, αυτός της είπε ότι το εν λόγω ποσό του δόθηκε ως φιλοδώρημα.
-Ο κατηγορούμενος δεν ανέφερε στην Μ.Κ.19 ότι το πιο πάνω ποσό το είχε ζητήσει ως δάνειο έναντι των μισθών του από το Δ.Σ της Εταιρείας.
-Ο κατηγορούμενος επικαλούμενος οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, ζήτησε από τους Μ.Κ.2, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6, Μ.Κ.7 και Μ.Κ.19, τα ποσά των €3.000, €300, €800, €300 και €500, αντίστοιχα. Εκτός από το ποσό των €500 που δεν επέστρεψε στην Μ.Κ2, τα υπόλοιπα ποσά τους τα επέστρεψε. Ο κατηγορούμενος, για τον ίδιο λόγο, ζητούσε και από φίλους του δανεικά.
- Όταν ο κατηγορούμενος θα υπέβαλλε την παραίτηση του από το Θέατρο και η Μ.Κ.19 τον ρώτησε πως οδηγήθηκε σ’ αυτό το σημείο, αυτός της είπε τη λέξη «τζόγος».
-Η Deloitte Ltd δεν διενήργησε ελέγχους στα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας για τα επίδικα έτη, για τον λόγο ότι αυτά δεν ήταν συμπληρωμένα.
-Το συνολικό ποσό των €234.550,00, που αποτελεί το επίδικο ποσό, αποτελεί, μέχρι τις 28/04/2021, το πραγματικό και όχι το λογιστικό έλλειμα του Θεάτρου.
Στην βάση, λοιπόν, των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο η Kατηγορούσα Aρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της στον απαραίτητο βαθμό, δηλαδή, αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει στην 1η κατηγορία το αδίκημα της Κλοπής υπό Υπαλλήλου κατά παράβαση των άρθρων 255 και 268 του Κεφ.154.
Το άρθρο 268 του Κεφ.154 προνοεί τα ακόλουθα:
«268. Αν ο υπαίτιος κλοπής είναι γραµµατέας ή υπηρέτης, αυτό που κλάπηκε είναι περιουσία του εργοδότη του ή πράγµα που περιήλθε στην κατοχή του υπαίτιου για λογαριασµό του εργοδότη του, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.»
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ανδρονίκου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 486, η έννοια της κλοπής ορίζεται στο άρθρο 255 του Κεφ.154. Το άρθρο 268 του Κεφ.154 αφορά ειδική περίπτωση κλοπής και πρέπει να διαβάζεται με το άρθρο 255 του Κεφ.154 το οποίο καθορίζει την έννοια της κλοπής.
Το Άρθρο 255 του Κεφ.154 έχει ως ακολούθως:
«255.—(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται µε δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώµατος µε καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκοµίζει οτιδήποτε που µπορεί να καταστεί αντικείµενο κλοπής µε σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη µόνιµα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγµατος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόµιµα, αν είναι θεµατοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, µε δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.
(2) (α) Ο όρος "αποκτά κατοχή" περιλαµβάνει και το να αποκτά κατοχή—
(i) µε τέχνασµα·
(ii) µε εκφοβισµό·
(iii) µε συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώµενου αποκτήθηκε µε τέτοιο τρόπο·
(iv) µε ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης µπορεί να ανακαλυφθεί µε εύλογα διαβήµατα·
(β) ο όρος "αποκοµίζει" περιλαµβάνει κάθε µετακίνηση οποιουδήποτε πράγµατος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειµένου όµως για πράγµα προσαρτηµένο, µόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς·
(γ) ο όρος "ιδιοκτήτης" περιλαµβάνει και τον ιδιοκτήτη µέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγµατος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείµενο κλοπής.
(3) ∆ύναται να είναι αντικείµενο κλοπής κάθε πράγµα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειµένου όµως για πράγµα προσκολληµένο σε ακίνητο µετά το διαχωρισµό του από τέτοιο ακίνητο.»
Από τη συνδυασμένη εφαρμογή των πιο πάνω Άρθρων, προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του υπό εξέταση αδικήματος είναι τα εξής: 1) ο κατηγορούμενος να είναι υπηρέτης ή γραμματέας, 2) η κλαπείσα περιουσία να ανήκει στον εργοδότη του ή να περιήλθε στην κατοχή του κατηγορούμενου για λογαριασμό του εργοδότη του, 3) η λήψη της περιουσίας να έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη της, 4) η περιουσία να είναι τέτοια που να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, 5) ο κατηγορούμενος να ενήργησε δόλια και 6) ο κατηγορούμενος να είχε πρόθεση μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας.
Στην παρούσα περίπτωση, αποτελεί εύρημα μας, ότι ο κατηγορούμενος κατά την επίδικη περίοδο, δηλαδή, από το 2017 έως το 2020, ήταν υπάλληλος στην Εταιρεία «Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λτδ», ασκώντας τα καθήκοντα του Διευθυντή στο Παττίχειο Θέατρο.
Αποτελεί, επίσης, εύρημα μας ότι για την επίδικη περίοδο διαπιστώθηκε να υπήρχε έλλειμμα στην Εταιρεία, ύψους €234.550,00. Το εν λόγω ποσό χρημάτων αποτελεί περιουσία, η οποία αναμφίβολα μπορούσε να καταστεί αντικείμενο κλοπής. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για το ποσό των €202.838,00 που αντιπροσώπευε τον φόρο θεάματος που εισπράχθηκε ή παρακρατήθηκε από την Εταιρεία και ενώ πληρώθηκε με επιταγές από τον τραπεζικό λογαριασμό της στον Δήμο Λεμεσού, εντούτοις δεν κατέληξε το αντίστοιχο ποσό ούτε στον τραπεζικό λογαριασμό της ούτε στο Κεντρικό Ταμείο της, το ποσό των €21.212,00 που αφορούσε τις πληρωμές που έγιναν με επιταγές από τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας σε παραγωγούς κατά τα έτη 2017 με 2019 για εννέα παραγωγές/παραστάσεις, ενώ τα μετρητά που εισπράχτηκαν από τις πωλήσεις των εισιτηρίων δεν κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό της ούτε και υπήρξε η αντίστοιχη χρέωση στο λογαριασμό «μετρητά στο ταμείο – Κεντρικό ταμείο» και το ποσό των €10.500,00 που ο κατηγορούμενος πήρε από τις εισπράξεις τριών παραστάσεων που έγιναν στο Θέατρο, οι δύο εκ των οποίων έγιναν το 2018 και η τρίτη το 2019.
Δεδομένου του ελλείμματος των πιο πάνω ποσών, εκείνο το οποίο απαιτείται να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος, είναι αυτός που τα οικειοποιήθηκε, ως η είναι θέση της Κατηγορούσας Αρχής.
Πέραν από το ποσό των €10.500,00 που ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε τόσο στην Μ.Κ.19 όσο και στον Μ.Κ.12, ότι το πήρε από τις εισπράξεις των προαναφερόμενων τριών παραστάσεων που αποτελούσε έσοδο της Εταιρείας, δεν έχει προσκομισθεί ενώπιον μας άμεση μαρτυρία, υπό την έννοια της παρουσίασης αυτοπτών μαρτύρων ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε (ή απέκτησε χωρίς να καταθέσει) και το υπόλοιπο επίδικο ποσό των €224.050,00. Ωστόσο, πέραν της άμεσης μαρτυρίας, αναγνωρίζεται στο δίκαιο μας και η περιστατική μαρτυρία η οποία δεν είναι υποδεέστερη μορφή μαρτυρίας και μπορεί υπό συγκεκριμένες περιπτώσεις να οδηγήσει σε καταδίκη. Στην πρόσφατη απόφαση στην Πατσαλίδης ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 76/2022, 19/01/2023, ECLI:CY:AD:2023:B13, λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με την περιστατική μαρτυρία:
«… [Αποτελεί] πάγια νομολογία ότι όχι μόνο δεν υπάρχει προκατάληψη εναντίον της [περιστατικής μαρτυρίας], αλλά τουναντίον μπορεί να οδηγήσει από μόνη της σε καταδίκη, νοουμένου βέβαια ότι όπου η καταδίκη στηρίζεται καθ' ολοκληρίαν ή ουσιαστικά πάνω σε περιστατική μαρτυρία το δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει όχι μόνο κατά πόσο τα αποδειχθέντα γεγονότα συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορούμενου, αλλά εάν το καταδικαστικό συμπέρασμα τότε μόνο είναι επιτρεπτό εάν βρίσκεται σε σχέση άμεσης συνάφειας με τα στοιχεία που συνθέτουν την περιστατική μαρτυρία και εάν είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τέτοια μαρτυρία (Fournides v. Republic (1986) 2 CLR 73, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444, Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 693, Μαμαλικόπουλος ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/14, 20.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:D411, ECLI:CY:AD:2018:D411). Τα γεγονότα δεν αρκεί να συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά δεν θα πρέπει να συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από εκείνο ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Παφίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 102). Διαφορετικά καταλείπεται εύλογη αμφιβολία.».
Στην ΧΧΧ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 51/2021, Ημερ. 17/03/2022, ECLI:CY:AD:2022:D117, επίσης, λέχθηκαν τα εξής:
«Στις περιπτώσεις όπου η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία το δικαστήριο θα πρέπει όχι μόνο να κρίνει κατά πόσον τα γεγονότα συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι δεν συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα παρά το ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα. Τα διάφορα περιστατικά της υπόθεσης τότε μόνο μπορούν να οδηγήσουν σε καταδίκη εάν, σωρευτικά αποτιμούμενα, δεν επιδέχονται λογικά άλλης ερμηνείας ή εξήγησης από την ενοχή του κατηγορούμενου. Κατά τα άλλα η περιστατική μαρτυρία, όχι μόνο δεν υπολείπεται της άμεσης μαρτυρίας, αλλά τείνει να περιορίσει τις πιθανότητες του ανθρώπινου λάθους (Fournides v. Republic (1976) 2 CLR 73, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, 55, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444).
Και στην Παφίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102, 119-120 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων). Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους. Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας. (Βλ. μεταξύ άλλων Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R., 73 p. 79 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172).
Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του.»
(βλ. επίσης Ανδρέας Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 166/2015, Ημερ. 08/07/2016).
Προτού, όμως, προχωρήσουμε με την εξέταση της ύπαρξης ή μη περιστατικής μαρτυρίας για το προαναφερόμενο ποσό των €224.050,00 κρίνουμε κατάλληλο στο σημείο αυτό, να αναφερθούμε στη θέση που ο συνήγορος Υπεράσπισης, επανειλημμένα πρόβαλε κατά την ακροαματική διαδικασία αλλά και κατά την αγόρευση του. Ότι, δηλαδή, η λήψη του ποσού των €10.500,00 από τον κατηγορούμενο δεν αποτελεί επίδικο θέμα, γιατί το εν λόγω ποσό που ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην Εταιρεία, το είχε δανειστεί και ενημέρωσε σχετικά την Μ.Κ.19.
Στην υπόθεση Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 CLR, 174 λέχθηκε ότι οι λέξεις «με δόλιο τρόπο» (fraudulently) προσθέτουν στις λέξεις «χωρίς αξίωση δικαιώματος» και υποδηλούν απόκτηση κατοχής με πρόθεση (intentionally) και εσκεμμένα (deliberately), δηλαδή, όχι από λάθος. Στην πιο πάνω υπόθεση και στη βάση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στο ότι ο εφεσείων είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει τα χρήματα τα οποία οικειοποιήθηκε από το χρηματοκιβώτιο και τα οποία πράγματι χρησιμοποίησε για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους τα είχε στην κατοχή του και για τους οποίους τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης τα είχαν καταβάλει, δηλαδή, προς οικονομική βοήθεια της χήρας πρώην συναδέλφου τους. Παίρνοντας τα χρήματα και χρησιμοποιώντας τα για δικούς του σκοπούς ο εφεσείων είχε πρόθεση να τα αποστερήσει από την χήρα και πράττοντας έτσι ενήργησε με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος, επειδή γνώριζε ότι δεν είχε δικαίωμα να τα πάρει αφού γνώριζε ότι δεν ήταν δικά του.
Στην παρούσα περίπτωση, σύμφωνα με τα ευρήματα μας, ο κατηγορούμενος πήρε σε τρείς διαφορετικές περιπτώσεις το συνολικό ποσό €10.500,00. Το εν λόγω ποσό αποτελούσε περιουσία της Εταιρείας, αφού προερχόταν από τα έσοδα παραστάσεων που έγιναν στο Θέατρο, γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος. Όπως, επίσης, προκύπτει από τα ευρήματα μας, ο κατηγορούμενος πήρε κατά την επίδικη περίοδο το πιο πάνω ποσό, χωρίς την έγκριση του Δ.Σ της Εταιρείας με πρόθεση να το χρησιμοποιήσει για δικούς του σκοπούς και πράγματι το χρησιμοποίησε για σκοπούς άλλους από αυτούς που το κατείχε. Παίρνοντας ο κατηγορούμενος το προαναφερόμενο ποσό και χρησιμοποιώντας το για δικούς του σκοπούς, ενώ δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, είχε πρόθεση να το αποστερήσει μόνιμα από την Εταιρεία στην οποία ανήκε και συνεπώς ενήργησε με δόλιο τρόπο.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, αναφέρουμε πως το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ανέφερε στην Μ.Κ.19 και στον Μ.Κ.12 ότι πήρε το πιο πάνω ποσό, δεν καθιστά τις πράξεις του αυτές μη επιλήψιμες. Υπενθυμίζουμε πως, μόνο όταν η Μ.Κ.19 εντόπισε, περί τον Οκτώβρη του 2019, ότι δεν κατατέθηκαν στο λογαριασμό της Εταιρείας τα έσοδα μίας παράστασης που έγινε το 2018 και πληροφορήθηκε από την Sold Out ότι έδωσε το ποσό των €5.000 στον κατηγορούμενο, αυτός της αποκάλυψε ότι το πήρε γιατί το είχε ανάγκη και ότι το ίδιο έπραξε και με τα έσοδα ακόμη δύο παραστάσεων που συνολικά ανέρχονταν στις €5.540,00. Υπενθυμίζουμε, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος μόνο μετά που πληροφορήθηκε ότι ο Μ.Κ.6 θα συναντούσε τον Πρόεδρο του Δ.Σ. της Εταιρείας, ζήτησε να συναντηθεί και αυτός μαζί του και κατά τη συνάντηση τους εκείνη, που έγινε στις 26/04/2021, του είπε ότι λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε πήρε το ποσό των €10.700,00, περίπου. Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τα ευρήματα μας ο κατηγορούμενος πήρε το πιο πάνω ποσό που ανήκε στους εργοδότες του χωρίς την έγκριση του Δ.Σ. της Εταιρείας.
Στη βάση των πιο πάνω, δεν γίνεται αποδεκτή η πιο πάνω εισήγηση της Υπεράσπισης.
Επανερχόμενοι στη μαρτυρία που παρατέθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη του υπό εξέταση αδικήματος, που αφορά το υπόλοιπο επίδικο ποσό των €224.050,00, αναφέρουμε πως από την ενώπιον μας αποδεκτή μαρτυρία και από τα ευρήματα μας, προκύπτει ότι οι εισπράξεις από το ταμείο του Θεάτρου που προέρχονταν από τις πωλήσεις εισιτηρίων σε μετρητά κατέληγαν στον κατηγορούμενο, ο οποίος τα έβαζε σε συρτάρι του γραφείου του, στο οποίο μόνο αυτός είχε πρόσβαση. Προκύπτει, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που διαχειριζόταν τα χρήματα του ταμείου και είχε τον έλεγχο τους και ότι ουδέποτε η Μ.Κ.19 άσκησε οποιοδήποτε έλεγχο στα χρήματα που ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του από τις εισπράξεις των μετρητών από την πώληση των εισιτηρίων. Όπως, επίσης, προκύπτει από τα ευρήματα μας, ο κατηγορούμενος με βάση την ταμειακή διευθέτηση που γινόταν μετά από κάθε παράσταση με τους παραγωγούς, απέκοπτε από τις εισπράξεις των παραστάσεων το ενοίκιο, τον φόρο θεάματος και τυχόν άλλα έξοδα και ακολούθως έδινε στον παραγωγό το υπόλοιπο ποσό από τις εισπράξεις, ενώ σε όσες παραστάσεις το Θέατρο ενεργούσε ως παραγωγός και πάλι ο φόρος θεάματος αποκοπτόταν από τις εισπράξεις από τις πωλήσεις των εισιτηρίων. Προκύπτει, επίσης, από την ενώπιον μας αποδεκτή μαρτυρία και τα ευρήματα μας, ότι μόνο με τις οδηγίες του κατηγορούμενου προς την Μ.Κ.19 γινόταν η πληρωμή του φόρου θεάματος στον Δήμο Λεμεσού και ότι γνώριζε ότι η πληρωμή του θα γινόταν με επιταγή από τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας. Επίσης, ο κατηγορούμενος ενημερωνόταν από την Μ.Κ.19 για τις πληρωμές των τιμολογίων των πιστωτών του Θεάτρου, αφού του έπαιρνε για υπογραφή τα τιμολόγια τους και μόνο με τη δική του έγκριση έπαιρνε τις επιταγές για υπογραφή στον Δήμο Λεμεσού με σκοπό την εξόφληση τους.
Τα μετρητά, επίσης, από τις εισπράξεις του ταμείου δεν γίνονταν καθημερινά κατάθεση ή μετά από κάθε παράσταση/εκδήλωση, αλλά μετά από οδηγίες του κατηγορούμενου προς την Μ.Κ.19, όταν θα έπρεπε να καλυφθούν επιταγές που εκδίδονταν. Προκύπτει, επίσης, ότι τα χρήματα για κατάθεση στην τράπεζα είναι ο κατηγορούμενος που συνήθως τα έδινε στην Μ.Κ.19, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις που η Μ.Κ.19 πήρε και η ίδια χρήματα από το ταμείο για να κάνει κατάθεση, αυτό έγινε κατόπιν συνεννόησης της με τον κατηγορούμενο. Προκύπτει, περαιτέρω, από τα ευρήματα μας ότι είναι με δικές του οδηγίες που οι καταθέσεις στην Τράπεζα γίνονταν για συνολικά ποσά.
Έχει, επίσης, προκύψει ότι στα ποσά των καταθέσεων στην τράπεζα, δεν περιλαμβάνονταν τα ποσά που αφορούσαν τον φόρο θεάματος που ο κατηγορούμενος απέκοπτε από τις εισπράξεις των παραστάσεων και που συνολικά ανέρχονταν στις €202.838,00. Τα εν λόγω ποσά, όπως επίσης έχει προκύψει, ενώ πληρώνονταν με επιταγές από τον τραπεζικό της λογαριασμό της Εταιρείας, εντούτοις όπως προέκυψε από την έρευνα του Μ.Κ.20 δεν έγιναν κατάθεση στην Τράπεζα και ούτε κατέληξαν στο Κεντρικό Ταμείο της Εταιρείας. Έχει, επίσης, προκύψει από τα ευρήματα μας, ότι ούτε το ποσό των €21.212,00 που αφορούσε τις πληρωμές που έγιναν με επιταγές από τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας σε παραγωγούς κατά τα έτη 2017 με 2019 για εννέα παραγωγές/παραστάσεις, κατατέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας αλλά ούτε και υπήρξε η αντίστοιχη χρέωση στο λογαριασμό «μετρητά στο ταμείο – Κεντρικό ταμείο».
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, έχει προκύψει ότι λόγω οικονομικών προβλημάτων που ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατά την επίδικη περίοδο, χωρίς να ενημερώσει την Μ.Κ19, πήρε από συρτάρι του γραφείου της που ήταν κλειδωμένο το ποσό των €2.000-€2.500, περίπου. Επίσης, για τον ίδιο λόγο σε τρείς διαφορετικές περιπτώσεις πήρε από τα έσοδα της Εταιρείας, το συνολικό ποσό των €10.500,00 χωρίς την έγκριση του Δ.Σ. της Εταιρείας, γεγονός το οποίο παραδέχθηκε στην Μ.Κ.19 όταν αυτή μετά από πολλούς μήνες ανακάλυψε ότι τα έσοδα μίας παράστασης δεν κατατέθηκαν από την Sold Out στο λογαριασμό της Εταιρείας. Επίσης, έχει προκύψει, ότι εν αγνοία της Μ.Κ.19, συμπλήρωσε από το βιβλιάριο επιταγών μία επιταγή στο όνομα του για το ποσό των €4.000 την οποία πήρε για υπογραφή στον Δήμο Λεμεσού και ότι όταν η Μ.Κ.19 εντόπισε σε μεταγενέστερο χρόνο εντόπισε το αντίτυπο της επιταγής στο βιβλιάριο επιταγών και τον ρώτησε τι αφορούσε, αυτός της είπε ότι το πιο πάνω ποσό του δόθηκε ως φιλοδώρημα, με αποτέλεσμα να μην του απέκοπτε το ποσό αυτό από τους μισθούς του.
Έχει, επίσης, προκύψει, από τα ευρήματα μας ότι κάποιες φορές, ενώ λειτουργούσε το ταμείο του Θεάτρου για την πώληση των εισιτηρίων, ο κατηγορούμενος ζητούσε από τις ταμίες και αυτές του έδιναν ποσά που κυμαίνονταν μεταξύ των €10 έως €100, ενώ κάποιες φορές του δόθηκαν από την Μ.Κ.11 και ποσά των €200 - €300. Επίσης, σε μια περίπτωση στην παρουσία της Μ.Κ.2 και σε κάποιες περιπτώσεις στην παρουσία της Μ.Κ11, πήρε από το ταμείο κάποια ποσά, χωρίς να τους πει το ύψος των ποσών που πήρε. Προέκυψε, επίσης, ότι η Μ.Κ.11 με οδηγίες του κατηγορούμενου έδωσε κάποιες φορές από το ταμείο στον γιο της συζύγου του ποσά των €20 - €30 και ότι ζητούσε δανεικά από εργαζόμενους στο Θέατρο αλλά και από φιλικά πρόσωπα, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και/ή για δικές του ανάγκες. Έχει, επίσης, προκύψει ότι, όταν θα υπέβαλλε την παραίτηση του και τον ρώτησε η Μ.Κ.19 πως έφτασε στο σημείο αυτό, αυτός της είπε τη λέξη «τζόγος».
Είναι προφανές ότι στην παρούσα υπόθεση η συνεκτίμηση όλων των πιο πάνω στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας και τα υπόλοιπα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τον τρόπο δράσης και συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, οδηγούν αβίαστα στο μοναδικό ασφαλές συμπέρασμα και ταυτόχρονα ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία πως ο κατηγορούμενος είναι αυτός που οικειοποιήθηκε κατά την επίδικη περίοδο το επίδικο ποσό που αφορά το έλλειμμα. Δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία μαρτυρικού υλικού τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία. Οι όποιες διαζευκτικές εκδοχές επιχειρήθηκαν από την Υπεράσπιση να προβληθούν κατά την αντεξέταση ειδικότερα του Μ.Κ.20, αναφορικά την ύπαρξη του ελλείματος ή το ύψος αυτού και πού αυτό πήγε, απορρίφθηκαν και δεν έχουν τεκμηριωθεί ή καλύτερα δεν ήταν ικανές να δημιουργήσουν λογική αμφιβολία για την ύπαρξη του ελλείμματος και το ύψος αυτού.
Επισημαίνουμε, ότι από την ενώπιον μας μαρτυρία δεν έχει προκύψει, ότι οποιοσδήποτε από τους εργαζόμενους στο Θέατρο πήρε οποιοδήποτε ποσό από τις εισπράξεις του ταμείου ούτε και τους υποβλήθηκε τέτοια θέση κατά την αντεξέταση τους. Αντίθετα, αυτό το οποίο προέκυψε από την ενώπιον μας μαρτυρία, είναι ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που ζητούσε και του έδιναν χρήματα από το ταμείο ενώ αυτό λειτουργούσε. Είναι αυτός, επίσης, που χωρίς την έγκριση του Δ.Σ της Εταιρείας, πήρε σε τρείς περιπτώσεις χρήματα από παραστάσεις που έγιναν στο Θέατρο και που αναγκάστηκε να παραδεχθεί τις πράξεις του μόνο όταν η Μ.Κ.19 το εντόπισε. Είναι αυτός, επίσης, που εν αγνοία της Μ.Κ.19 συμπλήρωσε το όνομα του σε επιταγή παίρνοντας την για υπογραφή στον Δήμο και που όταν το εντόπισε η Μ.Κ.19, της είπε ότι επρόκειτο για φιλοδώρημα και όχι έναντι των μισθών του και ότι σε μία περίπτωση δεν δίστασε να ξεκλειδώσει το συρτάρι της Μ.Κ.19 για να πάρει το ποσό που βρισκόταν μέσα και να το χρησιμοποιήσει για δικούς τους σκοπούς. Η μαρτυρία για τον τρόπο δράσης του κατηγορούμενου είναι, θεωρούμε, καταπελτική εναντίον του.
Στη βάση των πιο πάνω αναφερομένων και των ευρημάτων μας, αποτελεί κατάληξη μας ότι το αδίκημα της Κλοπής υπό Υπαλλήλου που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος με την 1η κατηγορία, έχει στοιχειοθετηθεί με την απόδειξη της κλοπής του επίδικου ποσού ύψους €234.550,00 από τον κατηγορούμενο, το οποίο ποσό ανήκε στην Εταιρεία που τον εργοδοτούσε, αφού όπως προέκυψε από την ενώπιον μας αποδεκτή μαρτυρία και τα ευρήματα μας, τα χρήματα αποτελούσαν μέρος των εσόδων της. Ο κατηγορούμενος, παραβαίνοντας το καθήκον που είχε να χρησιμοποιεί προς όφελος της Εταιρείας τα ποσά που περιήλθαν στην κατοχή του, τα οικειοποιήθηκε. Το γεγονός ότι οι έκνομες ενέργειες του, αφορούσαν μία μεγάλη χρονική περίοδο και συγκεκριμένα τρία χρόνια καταδεικνύει, ότι αποσκοπούσε να αποστερήσει μόνιμα από την εργοδότρια Εταιρεία του τα επίδικα ποσά.
Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει, στον απαιτούμενο βαθμό, την κατηγορία αρ.1.
Όσον αφορά το αδίκημα της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, ο Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος, Ν. 188(Ι)/2007 και συγκεκριμένα το Άρθρο 4(1), προνοεί ως ακολούθως:
«4.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε µορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από παράνοµες δραστηριότητες, προβαίνει σε οποιασδήποτε από τις πιο κάτω ενέργειες:
(i) ………………………………………………………….
(ii) ………………………………………………………….
(iii) αποκτά, κατέχει ή χρησιµοποιεί τέτοια περιουσία˙
(iv) ………………………………………………………….
(v) ………………………………………………………
διαπράττει αδίκηµα τιµωρούµενο µε φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών ή µε χρηµατική ποινή µέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500000) ή και µε τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (α) πιο πάνω, και µε φυλάκιση πέντε ετών ή µε χρηµατική ποινή µέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50000) ή και µε τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (β) πιο πάνω.»
Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου, «έσοδο» σημαίνει οποιασδήποτε μορφής περιουσία ή οικονομικό όφελος, που προήλθε άμεσα ή έμμεσα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος».
Στο Άρθρο 5 του ιδίου Νόμου, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίηση του που επήλθε στις 03/04/2018 από το Νόμο 13(Ι)/2018, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«5. Γενεσιουργά αδικήµατα είναι:
(α) Τα ποινικά αδικήµατα τα τιµωρούµενα µε ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει το ένα έτος, ως αποτέλεσµα των οποίων προήλθαν έσοδα, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν αντικείµενο αδικήµατος νοµιµοποίησης εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες όπως ορίζεται στο άρθρο 4·»
Το πιο πάνω Άρθρο με την τροποποίηση του από το Νόμο 13(Ι)/2018 προνοεί τα ακόλουθα:
«5. Γενεσιουργό αδίκημα είναι οποιοδήποτε αδίκημα καθορίζεται ως ποινικό αδίκημα από νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας.»
Στην υπόθεση Κουλέρμου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 179/2015, Ημερ. 20/07/2018, ECLI:CY:AD:2018:B372, υπόθεση που αφορούσε μεταξύ άλλων αδικήματα Κλοπής από Διευθυντές ή Αξιωματούχους Εταιρειών και Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες, λέχθηκε ότι «Υπό την αίρεση απόδειξης της διάπραξης του αδικήματος της κλοπής, εξαρτάται και η στοιχειοθέτηση των κατηγοριών που αφορούν το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες».
Στη βάση της πιο πάνω κατάληξης μας σε σχέση με το αδίκημα της Κλοπής υπό Υπαλλήλου και των υπόλοιπων ευρημάτων μας, κρίνουμε ότι έχει αποδειχθεί και η κατηγορία αρ. 2 της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες. Και τούτο, διότι έχει αποδειχθεί το αδίκημα της Κλοπής υπό Υπαλλήλου το οποίο αποτελεί γενεσιουργό αδίκημα τόσο εν τη έννοια του Νόμου 188(Ι)/2007 όσο και εν τη έννοια του Νόμου ως αυτή τροποποιήθηκε με το Νόμο 13(Ι)/2018. Επίσης, έχει προκύψει ότι όλα τα έσοδα (χρήματα) από τη διάπραξη του πιο πάνω αδικήματος αποκτήθηκαν από τον κατηγορούμενο. Άλλωστε δεν έχει προκύψει και οποιαδήποτε αντίθετη θέση σε σχέση με το ζήτημα αυτό, αφού η εκδοχή του κατηγορούμενου, ότι δεν οικειοποιήθηκε το επίδικο ποσό, δεν έγινε αποδεκτή και απορρίφθηκε.
Συνακόλουθα έχει αποδεχθεί, στον απαιτούμενο βαθμό, και η κατηγορία αρ. 2.
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και το αδίκημα της Εξασφάλισης Αγαθών με Ψευδείς Παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία αρ. 4).
Το άρθρο 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 προνοεί τα ακόλουθα:
«298. Όποιος με ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελεί αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων.»
Το άρθρο 297 του Κεφ. 154 δίνει τον ορισμό της ψευδούς παράστασης που αναφέρεται στο πιο πάνω άρθρο και έχει ως ακολούθως:
«297. Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»
Έχοντας υπόψη μας την πιο πάνω νομική πτυχή και τα ευρήματα πραγματικών γεγονότων, κρίνουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί εναντίον του κατηγορουμένου η υπό εξέταση κατηγορία στον απαραίτητο βαθμό. Η απόρριψη της μαρτυρίας της Μ.Κ.13 αλλά και του Μ.Κ.18 στο βαθμό που η μαρτυρία του σχετιζόταν με το υπό εξέταση αδίκημα, για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, έχει ως αποτέλεσμα να αφήσει μετέωρη την κατηγορία αρ. 4 που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει.
Στη βάση όλων όσων έχουμε προαναφέρει, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες αρ. 1 και 2.
Σε ότι αφορά την κατηγορία αρ. 4, για τους λόγους που έχουμε αναφέρει πιο πάνω, ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.
Υπογραφή: ____________________
Χρ. Ι. Χριστοδούλου, Π. Ε. Δ.
Υπογραφή: ____________________
Μ. Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Υπογραφή: ____________________
Ε. Χατζήπαπα - Αβραάμ, Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο