ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.
Μ. Γ. Λοϊζου, Α.Ε.Δ.
Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 228/2024
Mεταξύ:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
Α.A.S
-----------------------------------------------------------------------------------------
Hμερ.: 25/07/2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. N. Kόλιαρου για κα Θ. Παπακυριακού.
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Λ. Πιερής.
Κατηγορούμενος, παρών.
Π Ο Ι Ν Η
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, μετά από ακρόαση, σε τέσσερις (4) κατηγορίες Ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση του Άρθρου 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορίες αρ. 1 - 4) και στην κατηγορία της Οδήγησης Μηχανοκίνητου Οχήματος, με ταχύτητα δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή, κατά παράβαση των Άρθρων 6(1), 19 και 20Α, του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν. 86/72 (κατηγορία αρ. 9).
Πέραν των πιο πάνω, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε τέσσερις κατηγορίες (4) Πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορίες αρ. 5 – 8) και στην κατηγορία της Μη συμμόρφωσης με φωτεινό σηματοδότη τροχαίας, κατά παράβαση των Κανονισμών 2, 66 Α, 66Β(1)(α)(i), 66Β(2) και 72 των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 και των Άρθρων 19 και 20Α του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, Ν.86/72 (κατηγορία αρ.10).
Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης όλων των πιο πάνω αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, αναφέρονται λεπτομερώς στην καταδικαστική μας απόφαση ημερομηνίας 02/07/2025, λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο στην ολότητα τους και δεν χρειάζεται η λεπτομερής αναπαραγωγή τους, για σκοπούς της παρούσας ποινής.
Συνοπτικά, όμως, αναφέρουμε ότι την 01ην/01/2024 και περί ώρα 00:32, δηλαδή λίγο χρόνο μετά την έλευση του έτους 2024, ο κατηγορούμενος οδηγούσε το διπλοκάμπινο όχημα του με αρ. εγγραφής KSG 861, στην οδό Γιάννου Κρανιδιώτη με βόρεια κατεύθυνση, έχοντας ως συνοδηγό την σύντροφο του και είχε σκοπό να επιστρέψει στο χωριό Απαισιά, όπου διέμεναν, αφού προηγουμένως είχαν μεταβεί στην Λεμεσό για τους εορτασμούς της 1ης του χρόνου. Κατά την ίδια ώρα, η Βαθούλα Γεωργίου, 27 ετών, οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής KMC 128 από την αντίθετη κατεύθυνση και είχε σκοπό να μεταβεί στο χωριό Λιμνάτι με σκοπό να μεταφέρει τον παππού της Νικόλα Ζαβρό, 71 ετών και την γιαγιά της Βαθούλα Γεωργίου, 73 ετών, τους οποίους προηγουμένως είχε μεταφέρει στο σπίτι της με σκοπό να περάσουν μαζί με την οικογένεια της, την Παραμονή της Πρωτοχρoνιάς. Στο πιο πάνω όχημα, επιβιβάστηκε και ο αδελφός της Βαθούλας Γεωργίου (οδηγού), Νικόλας Γεωργίου, 16 ετών.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Βαθούλα Γεωργίου, οδηγός του οχήματος με αρ. εγγραφής KMC 128, εισήλθε στη συμβολή της οδού Γιάννου Κρανιδιώτη με την οδό Αγίας Αναστασίας, η οποία ελέγχεται με φώτα τροχαίας και επιχείρησε στροφή προς τα δεξιά με σκοπό να κατευθυνθεί στην οδό Αγίας Αναστασίας. Κατά το χρόνο εισόδου της στην εν λόγω ελεγχόμενη, από φώτα τροχαίας, συμβολή, το φως στην πορεία της ήταν πράσινο και ενώ βρισκόταν σε αυτήν και επιχειρούσε στροφή προς τα δεξιά μετατράπηκε σε κίτρινο και ακολούθως σε κόκκινο. Η οδηγός του πιο πάνω οχήματος καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους κινείτο εντός της διασταύρωσης με χαμηλή ταχύτητα και επιχειρούσε στροφή προς τα δεξιά.
Κατά τον ίδιο πιο πάνω αναφερόμενο χρόνο, ο κατηγορούμενος, ο οποίος τηρούσε την δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, σύμφωνα με την πορεία του, στην οδό Γιάννη Κρανιδιώτη, κινείτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, δηλαδή με ταχύτητα πέραν των 108 Χ.Α.Ω. ενώ το όριο ταχύτητας στο συγκεκριμένο δρόμο, αστικών προτύπων, ήταν 50 Χ.Α.Ω. και ενώ υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο τροχαία κίνηση στον εν λόγω δρόμο. Σε απόσταση 82 περίπου μέτρων από το σημείο αλτ της πορείας του οχήματος του κατηγορούμενου, είχε ανάψει το κίτρινο φως στην πορεία του, ένδειξη ότι θα έπρεπε να σταματήσει το όχημα του ή να λάμβανε μέτρα με σκοπό να ακινητοποιήσει το όχημα του, όταν το φως στην πορεία του μετατρεπόταν σε κόκκινο. Ο κατηγορούμενος συνέχισε την πορεία του με σκοπό να διέλθει της συμβολής, ενώ το όχημα των θυμάτων βρισκόταν εντός αυτής και επιχειρούσε στροφή προς τα δεξιά και ήταν ορατό και ο κατηγορούμενος, είτε το αντιλήφθηκε είτε όφειλε να το είχε αντιληφθεί. Σε απόσταση 36,2 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης, φαίνονται τα φώτα πέδησης του κατηγορούμενου να ανάβουν, χωρίς όμως το όχημα του να τροχοπεδήσει και συνέχισε την πορεία του προς τη συμβολή, παραβιάζοντας εν τω μεταξύ και το κόκκινο φως της πορείας του, ως είχε μετατραπεί, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί βίαια με το όχημα των θυμάτων. Το οδικό δίκτυο ήταν γνωστό στον κατηγορούμενο και γνώριζε ότι στην πορεία του υπήρχαν φώτα τροχαίας στην επίδικη συμβολή, πέραν του γεγονότος ότι υπήρχαν και προειδοποιητικές πινακίδες.
Η σύγκρουση έγινε στο αριστερό μέρος του οχήματος των θυμάτων με το μπροστινό μέρος του οχήματος του κατηγορούμενου και ήταν σφοδρή. Το όχημα του κατηγορούμενου εμβόλησε το όχημα των θυμάτων κατά 50 εκατοστά, το εκτίναξε στον αέρα και ακινητοποιήθηκε σε μια απόσταση περίπου 22 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης.
Το αποτέλεσμα της πιο πάνω σύγκρουσης ήταν τραγικό, αφού και οι τέσσερις επιβαίνοντες στο όχημα με αρ. εγγραφής KMC 128 έχασαν την ζωή τους. Ο θάνατος τους επήλθε αμέσως ή σε πολύ σύντομο χρόνο από το δυστύχημα και απεγκλωβίστηκαν από το όχημα τους από τη πυροσβεστική. Ο θάνατος της Βαθούλας Γεωργίου, οδηγού και των Νικόλα Ζαβρού και Βαθούλας Γεωργίου, συνεπιβατών, οφειλόταν σε πολυτραυματισμό, ως είναι κατά το τροχαίο ατύχημα ενώ του Νικόλα Γεωργίου σε διατομή θωρακικής αορτής, ως είναι κατά τροχαίο ατύχημα.
Στην βάση των πιο πάνω και όλων των ευρημάτων μας, κρίναμε ότι ο κατηγορούμενος κατά την οδήγηση του οχήματος του επέδειξε τέτοια συμπεριφορά που αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, ικανή να στοιχειοθετήσει τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας. Ειδικότερα είχαμε καταλήξει ότι ο κατηγορούμενος για λόγους που παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο, επέλεξε και/ή αποφάσισε να οδηγήσει το όχημα του, λίγα μόνο μέτρα πριν από την γνωστή στον ίδιο συμβολή που ελέγχεται με φώτα τροχαίας, ως η πορεία του, με ταχύτητα υπερδιπλάσια του επιτρεπόμενου ορίου, και παρά τη δυνατότητα που είχε, αν τηρούσε τη δέουσα παρατηρητικότητα, να αντιληφθεί από 82 περίπου μέτρα πριν προσεγγίσει την εν λόγω συμβολή, ότι τα φώτα μεταβλήθησαν σε κίτρινο, ένδειξη που προειδοποιεί για απαγόρευση την εντός της συμβολής είσοδο, επέλεξε να συνεχίσει με την ίδια ταχύτητα την πορεία του προς τα εμπρός, με αποτέλεσμα, όταν πλέον για λόγους που και πάλι παρέμειναν άγνωστοι, αποφάσισε να θέσει τα φρένα του σε εφαρμογή – με τον τρόπο που αναφέρθηκε ανωτέρω και χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αποφευκτική κίνηση που εν πάση περιπτώσει ήταν πλέον αργά για να αποφευχθεί η σύγκρουση. Τονίζεται ότι όπως έχει προκύψει, ακόμη και να εφάρμοζε πλήρως τα φρένα του τη δεδομένη στιγμή και με την ταχύτητα που κινείτο, δεν θα ήταν εφικτό να αποφευχθεί η σύγκρουση, αφού το όχημα θα σταματούσε σε τουλάχιστον 17,26 μέτρα, μετά το σημείο σύγκρουσης. Κάλλιστα μπορεί να λεχθεί ότι τη δεδομένη στιγμή, το όχημα του κατηγορούμενου λειτουργούσε ήδη ως σφαίρα που αποδεσμεύτηκε από το πιστόλι και κινείτο ήδη προς το στόχο του και συγκεκριμένα το κάθε άλλο διερχόμενο όχημα το οποίο, τη δεδομένη στιγμή, νομίμως θα επιχειρούσε με δεξιόστροφη κίνηση να εισέλθει στην οδό Αγίας Αναστασίας ως και το όχημα των θυμάτων.
Στην πιο πάνω συλλογιστική μας, συνυπολογίσαμε και το γεγονός, ότι ο κατηγορούμενος, για λόγους που και πάλι παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο, ενώ οδηγούσε με την πιο πάνω ταχύτητα στο συγκεκριμένο, γνωστό στον ίδιο οδικό δίκτυο, ως τούτο περιγράφηκε ανωτέρω, δεν κατάφερε να αντιληφθεί, αφενός την εκεί – εντελώς αναμενόμενη, υπό τις περιστάσεις - παρουσία του οχήματος των θυμάτων, το οποίο, όχι απλώς δεν περιορίστηκε στην εκεί παρουσία του αλλά κινείτο και προέβη και σε ειδική ένδειξη για την εκεί παρουσία του (tips), και συνέχισε την πιο πάνω οδηγική του συμπεριφορά, μέχρι, που, ακολούθως, προέβη στην αδύνατη για αποτροπή της σύγκρουσης χρήσης των φρένων του, με τον τρόπο που, φυσικά, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, το έπραξε. Στην προκείμενη περίπτωση και με βάση τα ευρήματα μας, είχαμε καταλήξει ότι δύο είναι τα τινά, αμφότερα, ωστόσο, ικανά και επαρκή για να καταδειχθεί και να κριθεί τελικώς ότι απέδειξε την υπόθεση της η κατηγορούσα αρχή. Συγκεκριμένα, είτε ο κατηγορούμενος στην βάση των πιο πάνω δεδομένων, αντιλήφθηκε τους δύο υπαρκτούς και ορατούς στον ίδιο κινδύνους (μεταβολή φώτων σε κίτρινο και διαγώνια εντός της συμβολής κίνησης των θυμάτων) και παρά ταύτα επέλεξε αντί να επιχειρήσει αμέσως την ακινητοποίηση του οχήματος, να συνεχίσει την προς τα εμπρός πορεία του διατηρώντας την υπερβολική πιο πάνω αναφερόμενη ταχύτητα του, είτε, δεν έστρεψε την προσοχή του, ως όφειλε, στους πιο πάνω προβλέψιμους και με πλήρη δυνατότητα να αντιληφθεί κινδύνους, ενώ διατηρούσε την πιο πάνω υπερβολική ταχύτητα, βρισκόμενος σε πλήρη εγγύτητα σε γνωστή στον ίδιο διασταύρωση. Όποια και από τα δύο πιο πάνω σενάρια να ίσχυσαν εν απουσία άλλης εκδοχής περί άλλου δυνατού σεναρίου, το οποίο να προκύπτει από τα ευρήματα μας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (Αρ.1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525 και Θεοφάνους v. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 161), ο κατηγορούμενος ενέργησε με κατά πολύ μεγαλύτερη αμέλεια και απερισκεψία από ότι είναι αναγκαίο να αποδειχθεί, για σκοπούς στοιχειοθέτησης του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα. Υπενθυμίζουμε ότι ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να έθετε τα φρένα του σε εφαρμογή από το σημείο που άναψε το κίτρινο φως στην πορεία του και να ακινητοποιούσε το όχημα του, δεδομένης και της απόστασης στην οποία βρισκόταν στο σημείο εκείνο.
Περαιτέρω, καταλήξαμε ότι η οδήγηση του κατηγορούμενου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με τον πιο πάνω περιγραφόμενο τρόπο, ήταν πολύ επικίνδυνη (highly dangerous) και δημιούργησε μεγάλο (high) και όχι απλό (simply), σοβαρό και υπαρκτό ρίσκο για θάνατο ή σοβαρή σωματική βλάβη. Η δημιουργία τέτοιου μεγάλου βαθμού ρίσκου ήταν το αποτέλεσμα της ενσυνείδητης οδήγησης του κατηγορούμενου με τον τρόπο που το έπραξε. Ενώ γνώριζε το οδικό δίκτυο και ότι ακολουθούσαν τα επίδικα φώτα τροχαίας, πλησιάζοντας την διασταύρωση κινείτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα και όταν το φως στην πορεία του είχε ανάψει κίτρινο, συνέχισε με την ίδια ταχύτητα προς την διασταύρωση, στην οποία στο τέλος εισέρχεται ενώ το φως στην πορεία του είχε μεταβληθεί σε κόκκινο. Η ενέργεια του, λοιπόν, αυτή στο σημείο εκείνο ήταν κατά πολύ χαμηλότερη από αυτή που θα επεδείκνυε ένας συνετός οδηγός. Και τούτο, διότι κατά το χρόνο που αποφασίζει να οδηγήσει με τον τρόπο αυτό, βρισκόταν σε μια μεγάλη απόσταση από τη γραμμή του άλτ της πορείας του (τουλάχιστον 81,9 μέτρα) και όφειλε να αρχίσει να ελαττώνει ταχύτητα για να σταματήσει το όχημα του. Το ρίσκο το οποίο ανέλαβε τη δεδομένη στιγμή ήταν μεγάλο. Στο δρόμο, παρά του προχωρημένου της ώρας και προφανώς λόγω της ημέρας (αμέσως μετά την έλευση του νέου χρόνου), υπήρχε τροχαία κίνηση κάτι το οποίο γνώριζε και προφανώς το είχε αντιληφθεί.
Ο κατηγορούμενος, στην ουσία, αδιαφόρησε πλήρως για τους εξ αντικειμένου, ουσιαστικούς ή πραγματικούς πιθανούς κινδύνους που ελλόχευαν από την όλη οδηγική του συμπεριφορά, δηλαδή κίνδυνο πρόκλησης θανάτου ή τουλάχιστον σοβαρής σωματικής βλάβης. Η οδηγική του συμπεριφορά ήταν εγωιστική και παντελώς αδιάφορη για την ασφάλεια των άλλων χρηστών του δρόμου και συγκεκριμένα των θυμάτων. Οδηγούσε το όχημα του με τρόπο έτσι ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι καθήκον επιμέλειας είχαν οι άλλοι οδηγοί έναντι του μόνο και όχι ο ίδιος.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε πει και ψέματα στις γραπτές του καταθέσεις σε σχέση με την οδηγική του συμπεριφορά τόσο πριν την επίδικη σύγκρουση όσο και αμέσως προηγουμένως αυτής και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή προκλήθηκε.
Έχει αναφερθεί, επίσης, από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου, για σκοπούς μετριασμού της ποινής, υιοθέτησε την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας σε σχέση με τις προσωπικές του συνθήκες, με μια συγκεκριμένη διευκρίνηση σε σχέση με τα παιδιά του και ότι το ορθό είναι ότι δεν έχει φυσική επαφή μαζί τους λόγω του ότι βρίσκονται σε άλλη χώρα και όχι ότι δεν τα γνωρίζει, όπως αναφέρεται στην εν λόγω Έκθεση.
Εξέφρασε την απολογία του κατηγορούμενου προς τους συγγενείς και φίλους των θυμάτων και την μεταμέλεια του. Διευκρίνισε ότι ο κατηγορούμενος απάντησε παραδοχή στις πέντε από τις δέκα κατηγορίες και το ουσιαστικό μέρος της ακροαματικής διαδικασίας αφορούσε το επίπεδο αμέλειας το οποίο επέδειξε, αλλά για την πράξη του έχει μετανοήσει.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κατηγορούμενο, ανάφερε ότι ο κατηγορούμενος λάμβανε φαρμακευτική αγωγή για περίοδο έξι μηνών με σκοπό να μπορεί να κοιμάται. Δεν πρόκειται για ένα άνθρωπο δολοφόνο και είπε μακάρι να ήταν ο ίδιος στην άλλη πλευρά, δηλαδή στην θέση των θυμάτων.
Τόνισε το λευκό του ποινικό μητρώο και το γεγονός ότι δεν απασχόλησε τις αρχές για κανένα θέμα. Διαμένει στην Κύπρο νόμιμα τα τελευταία 15 χρόνια. Έφυγε από την χώρα του λόγω πολέμου. Το σπίτι του καταστράφηκε από τον Τούρκικο στρατό και η οικογένεια του διαχωρίστηκε.
Όσον αφορά την οδηγική του συμπεριφορά πριν από το επίδικο δυστύχημα, ο ευπαίδευτος συνήγορος είπε ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει κανένα βαθμό ποινής και δεν παραβίασε ποτέ τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Το όχημα του ήταν συντηρημένο και έφερε καινούργια ελαστικά. Το επίδικο δυστύχημα ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.
Κατά τον επίδικο χρόνο, αυτός μαζί με την σύζυγο του είχαν μεταβεί στους εορτασμούς για την 1η του χρόνου και δεν είχε καταναλώσει αλκοόλ ή ναρκωτικά. Κατά συνέπεια, είπε, ο κατηγορούμενος δεν είχε βάλει τον εαυτό του εκ των προτέρων σε κατάσταση που να μην μπορούσε να οδηγήσει.
Πέραν των πιο πάνω, αναφέρθηκε ότι ο κατηγορούμενος είναι άνθρωπος που βοηθά στην τοπική κοινωνία και συγκεκριμένα, βοηθούσε τους γείτονες του αφιλοκερδώς στις ανακαινίσεις των σπιτιών τους, εξ’ ου και οι τελευταίοι ενδιαφέρθηκαν για να τον βοηθήσουν μετά το επίδικο δυστύχημα.
Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε ότι ο κατηγορούμενος διατηρούσε επιχείρηση στην οποία εργοδοτούσε υπαλλήλους και ότι ένεκα της παρούσας υπόθεσης και της κράτησης του, αναγκάστηκε να την κλείσει.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κατηγορούμενο, αναφέρθηκε στην απόφαση στην υπόθεση Nτιμιτρένκου, για να πει, κατά πρώτον, ότι η παρούσα περίπτωση εντάσσεται στην κατηγορία της ακούσιας ανθρωποκτονίας. Κατά δεύτερο, είπε ότι τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης ήταν πιο επιβαρυντικά από αυτά της παρούσας, αν και ήταν ο ίδιος βαθμός αμέλειας.
Τέλος, αναφερόμενος σε νομολογία, ο ευπαίδευτος συνήγορος είπε ότι στην παρούσα θα πρέπει οι ποινές που θα επιβληθούν να είναι συντρέχουσες καθότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν με την τέλεση μιας πράξης. Δεν θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να γνώριζε πόσα άτομα ήταν απέναντι του. Επίσης, είπε ότι ο κατηγορούμενος δεν αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία και η πράξη του ήταν μεμονωμένη.
Η επιβολή της ποινής αποτελεί πολύ λεπτό έργο του Δικαστηρίου και η δικαστική διεργασία για την επιμέτρηση της δεν είναι εύκολη. Απαιτείται εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης από τη μια και της εξατομίκευσης της ποινής στα πλαίσια του συγκεκριμένου παραβάτη από την άλλη (βλ. Κωνσταντίνος Λευκαρίτης κ.α. v. Δημοκρατία, Ποιν. Έφεση Αρ. 135/2014 και 138/2014).
Η σοβαρότητα του αδικήματος της ανθρωποκτονίας, που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, είναι δεδομένη και αυτή αντικατοπτρίζεται από την προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή, ο οποίος επιφέρει ανώτατη ποινή ισόβιας φυλάκισης. Η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή είναι ένα στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, για σκοπούς προσδιορισμού του είδους και ύψους της ποινής που θα επιβληθεί (βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248 και Γεν. Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9). Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632: «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή».
Η σοβαρότητα, επίσης, του πιο πάνω αδικήματος έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και την νομολογία μας τονίζοντας τη σημασία της ανθρώπινης ζωής, η οποία αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεσή της µέγιστο έγκληµα. Στην απόφαση στην xxx OKMELASHVILI v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποιν. Έφεση Αρ. 146/2020, Ημερ. 22/12/2021 λέχθηκαν τα εξής:
«∆εν θα κουραστεί το ποινικό Εφετείο, κάθε φορά που εξετάζει υπόθεση ανθρωποκτονίας να υπενθυµίζει την µνηµειώδη αναφορά στην Ονησίλλου ν. ∆ηµοκρατίας (1991) 2 Α.Α.∆. 556, 584 ότι: «Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεσή της µέγιστο έγκληµα. Η δέσµευση στην προστασία της ανθρώπινης ζωής επιβάλλει ανάλογο καθήκον για την περιφρούρησή της, γεγονός που αντανακλάται στην τιµωρία που επιβάλλεται για εγκληµατικές πράξεις που επιφέρουν την απώλεια ανθρώπινης ζωής. Γι' αυτό το λόγο προσδίδεται αποτρεπτικός χαρακτήρας στην τιµωρία κάθε φονικής πράξης.»
Το σοβαρό έγκλημα της ανθρωποκτονίας είναι αφεαυτού ένα από τα σοβαρότερα του ποινικού κώδικα εφόσον ως συνεπεία του εγκλήματος αφαιρείται το ύψιστο αγαθό, που είναι η ανθρώπινη ζωή (βλ. Στέλιος Μαυρολουκα v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 30, και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Μichael Binnington κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 76 και 77/2007, Ημερ. 10/04/2008).
Η ποινή που επιβάλλεται στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξαρτάται από τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την διάπραξη του (βλ. Νίκος Ιορδάνους ν.Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 152/2014. Ημερ. 19/4/2018), ECLI:CY:AD:2018:B175. Η ανθρωποκτονία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς με ανάλογες διακυμάνσεις ως προς την τιμωρία των δραστών. Στον καθορισμό της εγκληµατικότητας του δράστη λαµβάνεται σοβαρά υπόψη ο σχεδιασµός και ο βαθµός αδιαφορίας για την ανθρώπινη ύπαρξη (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Μichael Binnington κ.α. (ανωτέρω). Στην VASILE BISTRICEANU v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 76/2017, Ημερ. 26/04/2018, ECLI:CY:AD:2018:B199 λέχθηκε ότι «Όπου τα γεγονότα οδηγούν στην κατάταξη ανθρωποκτονίας κινούμενης στο μεταίχμιο του φόνου εκ προμελέτης, δικαιολογείται ποινή πολυετούς φυλάκισης, 15 ή περισσοτέρων ετών (Philippou v. Republic (1983) 2 CLR 245, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 ΑΑΔ 603).
Ο τρόπος εκτέλεσης του εγκλήματος είναι στοιχείο που επίσης προσμετράται ως αποκαλυπτικό της σοβαρότητας του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας.»
Στην Αλεξέη Ντιμιτρένκο v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ.124/2021, Ημερ. 18/04/2024 η οποία αφορούσε το αδίκημα της ανθρωποκτονίας συνεπεία υπαίτιας αμέλειας, λέχθηκαν τα εξής: «Ως προκύπτει από τη νομολογία το έγκλημα της ανθρωποκτονίας καλύπτει ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς με ανάλογες διακυμάνσεις στην τιμωρία των δραστών (βλ. ΒΟ κ.α. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 293). Η έρευνα μας καταδεικνύει ότι στις περιπτώσεις που η αφαίρεση ζωής ήταν αποτέλεσμα ηθελημένης πράξης ή στο μεταίχμιο φόνου εκ προμελέτης, επιβλήθηκαν αυστηρότερες πολυετείς ποινές φυλάκισης οι οποίες υπερέβαιναν τα 12 έτη (βλ. Γ.Ε. v. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603, Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 613) σε αντίθεση με περιπτώσεις ακούσιων ανθρωποκτονιών. Ως επισημαίνεται στο σύγγραμμα του Γεώργιου Πική, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 110, η σοβαρότητα του αδικήματος της ανθρωποκτονίας είναι ανάλογη και της πρόθεσης του δράστη να επιφέρει τον θάνατο, όσο πιο «απομακρυσμένη» είναι η πρόθεση αυτή, ανάλογα μειώνεται και η σοβαρότητα του αδικήματος, στις δε περιπτώσεις στις οποίες ο δράστης δεν είχε σκοπό να επιφέρει το θάνατο του θύματος, η ποινή φυλάκισης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα δέκα έτη.»
Πέραν των πιο πάνω, σοβαρά είναι και τα υπόλοιπα αδικήματα, τροχαίας φύσης, που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει. Ειδικότερα, το αδίκημα της Οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος με ταχύτητα δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή, το Άρθρο 6(1) του Νόμου 86/1972 (όπως τροποποιήθηκε) επιφέρει ποινή φυλάκισης μέχρι 2 έτη ή χρηματικό πρόστιμο μέχρι €5000 ή και τις δύο αυτές ποινές. Σύμφωνα με το Άρθρο 19(1) του πιο πάνω Νόμου, το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει και στέρηση του δικαιώµατoς του να κατέχει ή να λαµβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστηµα που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) µήνες. Στην απόφαση Κώστας Ζυπιτής ν. Αστυνομίας, (2003) 2 Α.Α.Δ. 220 λέχθηκε ότι το αυτοκίνητο αποτελεί, ως υποδεικνύει το Δικαστήριο με αναφορά στην R. v. Reid (1992) 3 All E.R. 873, αντικείμενο ικανό να προκαλέσει το θάνατο ή σοβαρή βλάβη, κατά πάντα χρόνο, όταν αυτό βρίσκεται σε κίνηση, γεγονός που προσδιορίζει και τις ευθύνες του οδηγού για τη χρήση και το καθήκον του για την προστασία της ασφάλειας τρίτων. Περαιτέρω, θα πρέπει να λεχθεί ότι τα θανατηφόρα δυστυχήματα στο τόπο μας έχουν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και η νομολογία έχει καταδείξει ότι τα Δικαστήρια έχουν υποχρέωση να επιβάλουν αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές σε τέτοιες περιπτώσεις. Στην Μενελάου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 λέχθηκαν τα εξής:
«….Τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, διαπίστωση που άπτεται τόσο της επιλογής των τιμωρητικών μέσων όσο και του ύψους της ποινής, μέσα στο πλαίσιο που επιλέγεται. Τα οδικά δυστυχήματα έχουν αποβεί χαίνουσα πληγή για την κυπριακή κοινωνία. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, τραυματισμούς και υλική ζημιά είναι τεράστιες. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να αδιαφορήσει μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Αυτό επιβάλει το καθήκον του Δικαστηρίου για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που έχει ως λόγο την καθήλωση μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς, που στην περίπτωση της οδικής αμέλειας χαρακτηρίζει ο έντονος αντικοινωνικός χαρακτήρας.»
Η τιμωρία δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέτρο άμυνας έναντι παραβιάσεων του δικαίου και υπονόμευσης των αρχών. Η αποτροπή, ως παράγοντας, ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία, έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη, αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Η δεύτερη αυτή περίπτωση έχει δύο συνισταμένες. Πρώτον, την αποτροπή, η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος και δεύτερον, την αποτροπή, ως μέσο για την καταστολή εγκλημάτων που βρίσκονται σε έξαρση. Οι συνέπειες του εγκλήματος προσμετρούν στον καθορισμό της σοβαρότητάς του (βλ. Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603).
Στην υπό εξέταση περίπτωση, λαμβάνουμε υπόψη, ότι ο κατηγορούμενος δεν επέφερε τον θάνατο στα θύματα από παράνομη πράξη ή με πρόθεση αλλά από παράνομη παράλειψη, που συνιστά υπαίτια αμέλεια, κάτω από τις περιστάσεις που περιγράφονται στην απόφαση. Ενσυνείδητα ανέλαβε ουσιαστικό ή πραγματικό υπαρκτό κίνδυνο πρόκλησης θανάτου ή τουλάχιστον σοβαρής σωματικής βλάβης. Αδιαφόρησε πλήρως για τους κινδύνους που ελλόχευαν από την όλη συμπεριφορά του. Επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την τροχαία κίνηση και ειδικότερα για τα θύματα Ενήργησε ωσάν, καθήκον επιμέλειας είχαν μόνο οι άλλοι οδηγοί προς αυτόν και όχι αυτός προς τρίτους. Επέδειξε αλαζονεία.
Όσον, όμως, και αν λαμβάνεται υπόψη ότι πρόκειται για περίπτωση ακούσιας ανθρωποκτονίας, χωρίς πρόθεση αλλά από υπαίτια αμέλεια, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος τη δεδομένη στιγμή οδήγησε το όχημα του πολύ επικίνδυνα και κατά τρόπο που εμπεριείχε μεγάλο κίνδυνο να επιφέρει το θάνατο των θυμάτων ή τουλάχιστον σοβαρή σωματική βλάβη. Αποφάσισε να οδηγήσει σε ένα δρόμο αστικών προτύπων, ως περιγράφεται στα ευρήματα μας, και με την ύπαρξη τροχαίας κίνησης με ταχύτητα υπερδιπλάσια του επιτρεπόμενου ορίου, αγνοώντας τα φώτα τροχαίας και την ύπαρξη του οχήματος των θυμάτων εντός της διασταύρωσης τη δεδομένη στιγμή, το οποίο είχε αντιληφθεί ή όφειλε να είχε αντιληφθεί, υπό τις περιστάσεις και την ορατότητα που υπήρχε στο σημείο. Με την πιο πάνω περιγραφόμενη οδήγηση του ο κατηγορούμενος έφερε τον εαυτό του σε μια κατάσταση που ακόμη και όταν βρισκόταν σε απόσταση 36,2 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης και κοντά στο όχημα των θυμάτων να μην ήταν σε θέση να λάβει οποιαδήποτε αποτρεπτικά μέτρα, πέραν του γεγονότος ότι ακόμη και τότε δεν εφάρμοσε πλήρως τα φρένα του οχήματος του και συνέχισε την πορεία του κτυπώντας βίαια και σφοδρά επί του οχήματος των θυμάτων.
Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι δεν έχει προκύψει μια παρατεταμένη επικίνδυνη οδήγηση του κατηγορούμενου, παρά το γεγονός που διαπιστώθηκε ότι πριν να πλησιάσει την επίδικη διασταύρωση προσπέρασε άλλα δύο αυτοκίνητα. Η ενσυνείδητη οδήγηση του, όμως, αμέσως πριν την επίδικη συμβολή, με τον τρόπο που περιγράφεται ανωτέρω και στα ευρήματα του Δικαστηρίου και οι μετέπειτα ενέργειες του, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, δεδομένων και των συνθηκών που επικρατούσαν στο δρόμο, καταδεικνύουν τη σοβαρότητα της οδηγικής του συμπεριφοράς και τον σοβαρό και υπαρκτό κίνδυνο να επιφέρει το θάνατο των θυμάτων ή σοβαρή σωματική βλάβη, τον οποίο αγνόησε. Ο κατηγορούμενος, αγνόησε κατάφορα ένα πολύ ψηλό κίνδυνο πρόκλησης θανάτου, ως αποτέλεσμα της αμελούς συμπεριφοράς του. Επέδειξε επιμονή να διέλθει της διασταύρωσης αγνοώντας, τόσο το κίτρινο φως στην πορεία του, το οποίο είχε ανάψει ενώ βρισκόταν σε μια πολύ μεγάλη απόσταση από το σημείο άλτ της πορείας του και την ύπαρξη του οχήματος των θυμάτων εντός της διασταύρωσης χωρίς να λάβει οποιαδήποτε μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης ή έστω να καταβάλει οποιαδήποτε ουσιαστική προσπάθεια ακινητοποίησης του οχήματος του.
Λαμβάνουμε υπόψη μας τα όσα ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου ανάφερε περί μη χρήσης ναρκωτικών και αλκοόλ από τον κατηγορούμενο και ότι στην ουσία δεν είχε θέσει εκ των προτέρων τον εαυτό του σε κατάσταση που να μην μπορούσε να οδηγήσει. Τούτα, αν και συνυπολογίζονται, δεν μπορούν να αποτελούν ουσιαστικά ελαφρυντικά στοιχεία. Αντιθέτως, στην περίπτωση που ενυπήρχαν, θα αποτελούσαν επιβαρυντικά στοιχεία.
Πέραν των πιο πάνω, συνυπολογίζεται και το αποτέλεσμα του επίδικου τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο ήταν τραγικό. Η πιο πάνω συμπεριφορά του κατηγορούμενου επέφερε το θάνατο τεσσάρων συνανθρώπων μας, αμέσως μετά την έλευση του έτους 2024 με τον πλέον τραγικό και φρικτό τρόπο. Συγκρούστηκε βίαια και σφοδρά με το όχημα στο οποίο επέβαιναν, εμβόλησε το όχημα τους κατά 50 εκατοστά και χρειάστηκε μια απόσταση 22 περίπου μέτρων για να ακινητοποιηθεί καθώς και η συμβολή της πυροσβεστικής για να τους απεγκλωβίσει. Τα θύματα εξέπνευσαν αμέσως ή σε πολύ σύντομο χρόνο μετά το δυστύχημα, ένεκα των τραυμάτων που προκλήθηκαν σε αυτά.
Δεν θα πρέπει, επίσης, να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι τα θανατηφόρα δυστυχήματα αποτελούν κοινωνική μάστιγα, ανεξάρτητα από το βαθμό αμέλειας, γεγονός που καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στην επιβολή ποινής (βλ. Μακρής v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 49/2021, Ημερ. 21/12/2021, Παπαεπιφανίου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 16/2021, ημερ. 19/10/2021).
Συνυπολογίζουμε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε τα αδικήματα του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και την παραβίαση του κόκκινου φωτεινού σηματοδότη ενώ αρνήθηκε τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας και της ταχύτητας δυνάμενης να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή. Λαμβάνουμε υπόψη τη θέση του κ. Πιερή ότι η ακροαματική διαδικασία προχώρησε σε σχέση με το βαθμό αμέλειας του κατηγορούμενου. Δεν θα πρέπει, όμως, να διαφεύγει της προσοχής ότι χρειάστηκε να ακουστούν 22 συνολικά μάρτυρες εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής, αφού αμφισβητήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, διάφορα ζητήματα, όπως η ταχύτητα, η ορατότητα και γενικά ο όλος τρόπος διερεύνησης της υπόθεσης και σωρεία τεχνικών θεμάτων. Τονίζουμε, όμως, ότι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, στις πιο πάνω κατηγορίες δεν επιβαρύνει την θέση του, αλλά του στερεί το δικαίωμα σε περαιτέρω επιείκεια ένεκα παραδοχής (βλ. Yusuf ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 46/2014, ημερ.18.2.2016).
Περαιτέρω, η θέση του κ. Πιερή ότι, στην ουσία, η μη χρήση ζώνης από τα θύματα συνέβαλε στο θάνατο τους, το οποίο αποτέλεσε και ένα από τα ζητήματα της ακρόασης, δεν βρίσκει έρεισμα στα ευρήματα του Δικαστηρίου. Κρίθηκε ότι ακόμη και να έφεραν ζώνη ασφαλείας, δεν θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί το αποτέλεσμα ένεκα της σφοδρότητας της σύγκρουσης.
Παρά την σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη που υπάρχει για αποτροπή, η υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας δεν ατονεί ώστε να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη, νοουμένου ότι η εξατομίκευση δεν οδηγεί στην εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1996) 2Α.Α.Δ. 245, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Κόκκινος v. Aστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135.
Για σκοπούς μετριασμού της ποινής του κατηγορούμενου, λαμβάνουμε υπόψη μας το λευκό του ποινικό μητρώο, στοιχείο που του δίνει την ευχέρεια να αιτείται την επιείκια του Δικαστηρίου (βλ. Ψωμά v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 40).
Προς περαιτέρω μετριασμό και εξατομίκευση της ποινής που θα επιβληθεί, λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, όπως αυτές αναφέρονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, την οποία ο συνήγορος του υιοθέτησε. Ειδικότερα λαμβάνουμε υπόψη ότι ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 46 ετών, κατάγεται από τη Συρία και έχει τρεις αδελφούς και έξι αδελφές. Ο πατέρας του απασχολείται με γεωργικές εργασίες και η μητέρα του είναι οικοκυρά. Μετά το πόλεμο, κάποια μέλη της οικογένειας μετακόμισαν στο Λίβανο και κάποια στη Τουρκία.
Ο κατηγορούμενος φοίτησε για 6 χρόνια σε σχολείο στη χώρα του και στη συνέχεια εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος. Ήρθε στην Κύπρο το 2010 ως πολιτικός πρόσφυγας όπου αρχικά εργαζόταν ως υπάλληλος ενώ από το 2016 – 2017 διατηρεί τη δική του εταιρεία.
Το 2008 παντρεύτηκε στη Συρία και απέκτησε δύο δίδυμα παιδιά 15 ετών με τα οποία δεν έχει φυσική επαφή. Παράλληλα το 2017 παντρεύτηκε κοπέλα από τις Φιλιππίνες με την οποία δεν έχει αποκτήσει παιδιά. Η ίδια απασχολείται ως καθαρίστρια.
Ο κατηγορούμενος στην Έκθεση αναφέρει ότι έχει υποβληθεί σε εγχείρηση αφαίρεσης κύστης στο συκώτι η οποία του προκαλεί σοβαρά προβλήματα. Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας οποιαδήποτε ιατρικά πιστοποιητικά και δεν έχουμε οποιαδήποτε άλλη επεξήγηση για την φύση των προβλημάτων αυτών. Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει από τις αναφορές αυτές και μόνο στην Έκθεση ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει οποιαδήποτε σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία θα μπορούσαν να αποτελούν ουσιαστικό παράγοντα μετριασμού της ποινής (βλ. Χρύσανθος Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 67/2024, Ημερ. 26/04/2024).
Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη την οικονομική του κατάσταση και ότι τα εισοδήματα του ανέρχονται στα €1500 μηνιαίως από την εργασία του στις οικοδομές, ότι δεν έχει χρέη και οποιαδήποτε άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία. Πριν από την σύλληψη του για την παρούσα υπόθεση, διέμενε με τη σύζυγο του σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων στη Λεμεσό και το ενοίκιο ανερχόταν στα €500 μηνιαίως.
Συνεκτιμούμε, περαιτέρω, την μεταμέλεια την οποία εκφράζει και αναφέρεται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, απέναντι στην οικογένεια των θυμάτων, μεταμέλεια και απολογία που εκφράστηκε και από το συνήγορο του κατά την αγόρευση του για την πράξη του. Σημειώνεται ότι η μεταμέλεια του αυτή, ως έχουμε αντιληφθεί και προκύπτει, αφορά τις κατηγορίες του Άρθρου 210, τις οποίο παραδέχθηκε και όχι τις κατηγορίες του Άρθρου 205, στις οποίες κρίθηκε ένοχος, αφού όπως μας έχει αναφερθεί, για αυτές έχει καταχωρηθεί έφεση. Κατά συνέπεια, θα δώσουμε στην ανωτέρω μεταμέλεια και συγνώμη του κατηγορούμενου την δέουσα βαρύτητα, υπό τις περιστάσεις.
Λαμβάνουμε υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του κατηγορούμενους. Θα πρέπει να αναφερθεί, όμως, ότι σε σοβαρά αδικήματα τα οποία μάλιστα βρίσκονται σε έξαρση και επιβάλλεται η ανάγκη για αυστηρή και αποτρεπτική ποινή, οι προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων είναι ήσσονος σημασίας (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540, Κλεοβούλου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Αlarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 11 και Ψύλλος v. Aστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430). Περαιτέρω, στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331 έχουν λεχθεί τα ακόλουθα: «Έχει αποφασιστεί ότι σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, αν και παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται, είναι ήσσονος σημασίας αφού προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας».
Πέραν των πιο πάνω, θα λάβουμε υπόψη τα όσα ανάφερε ο συνήγορος του κατηγορούμενου για την διαγωγή του κατηγορούμενου, τον χαρακτήρα του και ότι η πράξη του αυτή αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό και ότι αυτός δεν αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία. Ο καλός χαρακτήρας ενός κατηγορούμενου προσμετρά ως ελαφρυντικός παράγοντας. Στην Κάρλος Ντεκερμετζιαν v. Δημοκρατίας (2016) 2Β Α.Α.Δ 1378, αναφέρθηκε ότι «Είναι νομολογημένο πως ορθή συμπεριφορά μη σχετιζόμενη με το υπό κρίση αδίκημα, αποτελεί ελαφρυντικό που μπορεί να ληφθεί υπόψη (δέστε R. v. Reid [1982] 4 Cr. App. R (S.) 720, R. v. Alexander [1997] 2 Cr. App. R. (S.) 74), όπως και ο καλός χαρακτήρας του κατηγορούμενου.»
Επιπρόσθετα, λαμβάνουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στην ουσία έχει απωλέσει την εργασία του αφού ένεκα της παρούσας υπόθεσης η επιχείρηση του έχει κλείσει και δεν μπορεί να δραστηριοποιείται, τουλάχιστον για όσο χρόνο αυτός θα τελεί υπό κράτηση. Τούτο αποτελεί ένα είδος εξωδικαστηριακής τιμωρίας κα θα το λάβουμε υπόψη μας (βλ. Κουλουντή ν. Αστυνομίας, (2015) 2 Α.Α.Δ. 870, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, κ. α., Ποινική Έφεση Αρ. 127/2019, κ. α., 10/03/2021, Πετρίδης ν. Αστυνομία, (2016) 2 Α.Α.Δ. 44 και Σουτζής ν. Δημοκρατίας, (2003) 2 Α.Α.Δ. 424).
Έχουμε συνεκτιμήσει τη σοβαρότητα των περιστάσεων και των αδικημάτων που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, από την μια και από την άλλη έχουμε λάβει υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία του κατηγορούμενου και κρίνουμε ότι η ποινή φυλάκισης δεν μπορεί να αποφευχθεί. Οποιαδήποτε άλλη ποινή θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους παραβάτες και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου. Όλα τα πιο πάνω ελαφρυντικά του κατηγορουμένου και ειδικότερα οι προσωπικές του συνθήκες, το λευκό του ποινικό μητρώο και ο καλός του χαρακτήρας, δεν είναι ικανά να διαφοροποιήσουν το είδος της ποινής που θα επιβληθεί, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από ποινή στερητική της ελευθερίας του κατηγορουμένου. Παρά ταύτα θα ληφθούν σοβαρά υπόψη και θα διαδραματίσουν ρόλο στο ύψος της ποινής που θα επιβληθεί.
Οι προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας σε παρόμοιας φύσης αδικήματα χωρίς να αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού ποινής, καθότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση είναι αλληλένδετη με τα χαρακτηριστικά των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123, Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 100, Μαυρόλουκα ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 30 και Παναγή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2016, ημερ. 23.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:B510).
Στην Μαυρολουκα v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), όμως, αναφέρθηκε ότι το δικαστικό προηγούμενο δεν είναι άνευ σημασίας. Χαρακτηριστικά λέχθηκαν τα εξής: «Επίκληση, όμως, προηγηθείσας νομολογιακής προσέγγισης είναι χρήσιμη προς την κατεύθυνση εντοπισμού ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και καθορισμού του γενικότερου πλαισίου της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Καταληκτικά, δεν είναι χωρίς σημασία να τονίσουμε ότι η παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας και ακόμη περισσότερο όπου η φυλάκιση είναι μακροχρόνια, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιαδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα.»
Στην Νίκος Ιορδάνους v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) λέχθηκε ότι η αναφορά σε προηγούμενες αυθεντίες σε συνάρτηση με το θέμα της ποινής δεν έχει το στοιχείο της δεσμευτικότητας της νομολογίας (βλ. Valdez ν. Δημοκρατίας, Ποιν.εφ.144/16 κ.ά., 21.2.2017 και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντίνου, Ποιν.έφ.147/17, 13.3.2018), ECLI:CY:AD:2018:B112. Συνήθως η νομολογία που το Δικαστήριο παραθέτει είναι απλώς ενδεικτική των τάσεων που αφορούν ποινές ανθρωποκτονίας, ένα αδίκημα που εν τοις πράγμασι μπορεί να διαπραχθεί με άπειρους τρόπους.
Η μοναδική απόφαση που υπάρχει σε επίπεδο Εφετείου, για παρόμοιες περιστάσεις με την παρούσα, είναι η απόφαση στην Ντιμιτρένκου v. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Εκείνη η υπόθεση αφορούσε, επίσης, θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα για το οποίο ο εκεί εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, αφού η συμπεριφορά του αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια. Σε εκείνη την υπόθεση, στις 28.11.19 περί ώρα 00:38 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας‑Λεμεσού, λίγο πριν την έξοδο του χωριού Μουτταγιάκα επεσυνέβη θανατηφόρο δυστύχημα με θύμα τον Παναγιώτη Χριστοφόρου, ηλικίας 27 ετών, πατέρα ενός ανηλίκου παιδιού. Ο Εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του μάρκας BMW και συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του προπορευόμενου αυτοκινήτου μάρκας SUZUKI που οδηγούσε το θύμα. Κατά τη σύγκρουση και τα δύο οχήματα βρίσκονταν στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Αντιμετώπισε τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Κεφ. 154 (1η κατηγορία), της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Κεφ. 154 (2η κατηγορία), της οδήγησης σε χρόνο που η αναλογία αλκοόλης στο αίμα υπερέβαινε το ανώτατο καθορισθέν όριο (3η κατηγορία), της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών (4η κατηγορία), της οδήγησης με ταχύτητα δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή (5η κατηγορία) και της μη συμμόρφωσης σε φωτεινό σηματοδότη τροχαίας (6η κατηγορία). Ο Εφεσειών αρχικά παραδέχθηκε τις κατηγορίες 2 μέχρι 6 ενώ δήλωσε μη παραδοχή στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Ένεκα της εγερθείσας υπεράσπισης, όμως, του αυτοματισμού κατά το στάδιο των αγορεύσεων καταχωρήθηκε μη παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες. Μετά από ακροαματική διαδικασία ο εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος μεταξύ άλλων και στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Ο εφεσειών ο οποίος ήταν κάτοχος άδειας οδήγησης, οδηγούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο το όχημα του ενώ τελούσε σε κατάσταση μέθης. Η αναλογία αλκοόλης στο αίμα του ήταν 246 χιλιοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου αίματος, ενώ το ανώτατο καθορισθέν όριο ανέρχεται στα 50 χιλιοστά, αναλογία η οποία θεωρείται πολύ ψηλή και έχει κατασταλτική δράση. Στο αίμα του εντοπίστηκε επιπρόσθετα και 0,4mg/l διαζεπάμη, 0,98mg/l νορδιαζεπάμη, οξαζεπάμη και παρακεταμόλη. Την ίδια κατασταλτική δράση η οποία περιεγράφηκε για την εντοπισθείσα στο αίμα του αλκοόλη και τις ίδιες στην ουσία επιπτώσεις από αυτή προκαλεί και η λήψη διαζεπάμης. Στην περίπτωση που πρόσωπο λάβει παράλληλα και τις δύο πιο πάνω ουσίες, η κατασταλτική δράση τους επενεργεί προσθετικά ως προς το αποτέλεσμα.
Ο εφεσείων πριν εισέλθει στον αυτοκινητόδρομο, παραβίασε φωτεινό σηματοδότη ο οποίος είχε ένδειξη κόκκινο και όταν εισήλθε στον αυτοκινητόδρομο, με δυτική κατεύθυνση, προς Λεμεσό κινείτο ζικ‑ζακ, εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας. Ο Μ.Κ.2 του αναβόσβησε τα φώτα πορείας, υψηλής τάσης, του οχήματος του, για να του υποδείξει το επικίνδυνο της οδήγησης του αλλά ο Εφεσείων ανέπτυξε ταχύτητα. Ο Μ.Κ.2 προσπάθησε να τον φτάσει, αναπτύσσοντας ταχύτητα περί τα 140 χ.α.ω., πλην όμως το όχημα του Εφεσείοντος κινήθηκε με μεγαλύτερη ταχύτητα, με αποτέλεσμα ο Μ.Κ.2 να χάσει οπτική επαφή μαζί του, στο σημείο περίπου όπου βρίσκεται η έξοδος του Αγ. Τύχωνα. Την ίδια χρονική περίοδο το θύμα οδηγούσε το SUZUKI, στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, με δυτική κατεύθυνση, πορεία την οποία ακολουθούσε και ο Εφεσείων. Ο τελευταίος οδηγούσε με ταχύτητα γύρω στα 180 χ.α.ω., τη στιγμή που το θύμα κινείτο με ταχύτητα γύρω στα 95 χ.α.ω. Ο Εφεσείων, χωρίς προηγουμένως να λάβει οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής, συγκρούστηκε σφόδρα‑βίαια, νοτιομετωπικά με το προπορευόμενο σε κίνηση SUZUKI προκαλώντας σ' αυτό εκτεταμένες ζημιές στο πίσω μέρος. Στη σκηνή δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε ίχνη που να συνάδουν με ενέργεια αποφυγής της σύγκρουσης. Ο θάνατός του θύματος ήταν σχεδόν ακαριαίος και οφειλόταν σε διατομή θωρακικής αορτής, σε έδαφος κατάγματος σπονδυλικής στήλης.
Ποινή φυλάκισης 9 ετών που επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα για το αδίκημα της Ανθρωποκτονίας, μειώθηκε κατ’ έφεση στα 7 χρόνια. Το Εφετείο έκρινε ότι οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος εντάσσονται στα πλαίσια και το εύρος των ποινών που η νομολογία έχει θέσει ως συνθήκες ακούσιας ανθρωποκτονίας και αφού έλαβε υπόψη και τους μετριαστικούς παράγοντες του εφεσείοντα, μείωσε την ποινή ως ανωτέρω. Ειδικότερα, λήφθηκαν υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου σε συνδυασμό με την ηλικία του, τη διαγωγή που επέδειξε μέχρι την επιβολή ποινής, ότι συνεπεία της διάπραξης του αδικήματος ο Εφεσείων έχει απωλέσει την εργασία του και ότι έχει επηρεαστεί η επαγγελματική του σταδιοδρομία. Λήφθηκε, επίσης, υπόψη η πιθανότητα ο εφεσειών και η οικογένεια του να απωλέσουν την Κυπριακή Υπηκοότητα, σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης 5 ετών και άνω.
Τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της παρούσας. Δεν παραγνωρίζουμε ότι ο εφεσειών σε εκείνη την υπόθεση βρισκόταν σε κατάσταση μέθης και είχε λάβει και φάρμακα, ο συνδυασμός των οποίων του στερούσε την ικανότητα να οδηγεί σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο στην παρούσα. Ο βαθμός αμέλειας, όμως, ήταν ο ίδιος καθώς και οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων. Αμφότεροι οδηγούσαν με υπερβολική ταχύτητα σε γνωστό τους οδικό δίκτυο με την ύπαρξη τροχαίας κίνησης και συνέχισαν την πορεία τους, χωρίς την λήψη οποιωνδήποτε μέτρων αποφυγής της σύγκρουσης. Ο κίνδυνος πρόκλησης θανάτου ή σοβαρής σωματικής βλάβης ήταν μεγάλος, ορατός και υπαρκτός, τον οποίο αμφότεροι αγνόησαν. Σημαντικό, διαφοροποιητικό στοιχείο, στην παρούσα, όμως, είναι το αποτέλεσμα της βαριάς – υπαίτιας αμέλειας του κατηγορούμενου, ο οποίος επέφερε το θάνατο σε τέσσερα άτομα, σε αντίθεση με ένα άτομο σε εκείνη την υπόθεση. Η άγνοια του κατηγορούμενου σε σχέση με τον αριθμό των ατόμων που επέβαιναν στο άλλο όχημα, όπως ανάφερε ο κ. Πιερής, είναι στοιχείο, κατά την κρίση μας, που δεν επηρεάζει ουσιωδώς. Είναι πλήρως προβλεπτό και αντιληπτό ότι σε ένα saloon όχημα δύναται να επιβαίνουν πέραν του ενός ατόμου και πολλές φορές 4 άτομα. Άλλωστε και στην απόφαση μας έχει κριθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε καθήκον επιμέλειας σε όλα τα θύματα. Ο θάνατος και των τεσσάρων θυμάτων στην παρούσα ήταν το αποτέλεσμα της οδηγικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου και το αποτέλεσμα του πλήρως προβλεπτό.
Έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και αφού έχουμε λάβει υπόψη μας τα γεγονότα διάπραξης των αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, τη συνολική εγκληματική του συμπεριφορά και τις συνέπειες αυτής, οι οποίες ήταν ο θάνατος τεσσάρων προσώπων με βίαιο και τραγικό τρόπο, θα προχωρήσουμε με την επιβολή των αρμόζουσων ποινών φυλάκισης στον κατηγορούμενο, στα αδικήματα της ανθρωποκτονίας.
Δεν θα επιβάλουμε ποινές στις κατηγορίες αρ. 5 – 8, που αφορούν τα αδικήματα του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 καθότι θα επιβληθούν ποινές στα σοβαρότερα αδικήματα, στα οποία ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος και η παραδοχή του κατηγορούμενου στα λιγότερα σοβαρά αδικήματα, αυτά του Άρθρου 210, θα παραμένει στο φάκελο της υπόθεσης. Στην R v. Cole [1965] 2 All E.R. 29, αποφασίστηκε ότι η παραδοχή σε λιγότερο σοβαρό αδίκημα, μπορεί να γίνει αποδεκτή και η ακρόαση μπορεί να προχωρήσει για το πιο σοβαρό αδίκημα. Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος αθωωθεί για το πιο σοβαρό αδίκημα, τότε επιβάλλεται ποινή στο λιγότερο σοβαρό αδίκημα το οποίο παραδέχθηκε. Στην περίπτωση δε που κριθεί ένοχος στο πιο σοβαρό αδίκημα, επιβάλλεται ποινή σε αυτό και η παραδοχή του κατηγορούμενου στο λιγότερο σοβαρό αδίκημα παραμένει στο φάκελο. Λέχθηκαν τα εξής:
“This court has been invited to lay down what is the proper practice. It is sufficient to say that, in the ordinary case, a judge should allow the plea of guilty to stand. In those circumstances, the accused will be put in charge of the jury only on the serious charge, in this case the armed robbery. If he is acquitted of the armed robbery, then he can be sentenced on the count to which he has pleaded guilty. If, on the other hand, he is convicted of the armed robbery, then the proper course for the judge is to allow the count to which he has pleaded guilty to remain on the file and not to proceed to sentence him.” (βλ. επίσης R v. Hazeltine [1967] 2 All E.R. 671) και Rex v. Ruben Matthew Marks [2024] EWCA Crim 1162).
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:
1) Στις κατηγορίες αρ. 1, 2, 3 και 4, ποινή φυλάκισης 10 χρόνων, σε έκαστη από αυτές.
2) Στις κατηγορίες αρ. 9 και 10 καμία ποινή καθότι τα γεγονότα αυτών περιέχονται στα γεγονότα των κατηγοριών αρ. 1 – 4 στις οποίες επιβλήθηκαν ποινές (βλ. Παύλος Πισσαρίδης v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 67 και 68/2023, Ημερ. 29/05/2025).
Όλες οι πιο πάνω ποινές που επιβλήθηκαν να συντρέχουν καθότι οι θάνατοι των θυμάτων προκλήθηκαν από μια πράξη ή καλύτερα από την υπαίτια αμέλεια του κατηγορούμενου η οποία ήταν η ιδία (βλ. XXX MANGA EKOLE v. Aστυνομίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 108/21, Ημερ. 15/02/2022, ECLI:CY:AD:2022:B62 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά, Ποινική Έφεση Αρ. 132/2017, σχ. με 136/2017, ημερ. 26/6/2019). Επίσης, να μειωθούν κατά το χρόνο που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση για την παρούσα υπόθεση, δηλαδή από τις 09/01/2024.
€540 έξοδα να καταβληθούν από τη Δημοκρατία. Τα τεκμήρια της υπόθεσης και τα αυτοκίνητα να επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους και/ή ιδιοκτήτες τους, μετά την παρέλευση του χρόνου για καταχώριση έφεσης και σε περίπτωση καταχώρησης μιας τέτοιας έφεσης, μετά την αποπεράτωση της.
(Υπ.)....................................................
Χρ. Ι. Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.
(Υπ.)...................................................
Μ. Γ. Λοϊζου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.)…...............................................
Ε. Χατζήπαπα – Αβραάμ, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο