ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 12068 / 2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ν.
1. J. A.
2. A. D.
___________________
Ημερομηνία: 12 Σεπτεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Π. Αβρααμίδης, για την Κατηγορούσα Αρχή
Κ. Πιερούδη (κα) για τον Κατηγορούμενο 1
Μ. Αρμεύτης για τον Κατηγορούμενο 2
Κατηγορούμενοι 1 και 2: παρόντες
Αίτημα για προσωρινή κράτηση μέχρι τη δίκη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
1. Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 αντιμετωπίζουν κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β, με αναφορά σε 595 γραμμάρια φυτού κάνναβης από το οποίο δεν έχει εξαχθεί η ρητίνη χωρίς άδεια του Υπουργού Υγείας, κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν την 25.05.2025. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει την 03.11.2025. Η πλευρά της Καρτηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως μέχρι τότε οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 παραμείνουν υπό κράτηση.
2. Το αίτημα κράτησης βασίζεται στον κίνδυνο φυγοδικίας και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη.
3. Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου το μέχρι στιγμής διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό (Τεκμήριο Α), προηγούμενες καταδίκες και εκκρεμείς υποθέσεις. Επιχειρηματολογώντας, ανέφερε τις νομικές αρχές που ισχύουν, με έμφαση στο γεγονός πως οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν έχουν οποιονδήποτε δεσμό με τη Δημοκρατία. Ο Κατηγορούμενος 1 βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες ημερομηνίας 21.05.2022 για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικές ουσίες και ημερομηνίας 15.03.2023 για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικές ουσίες όπου σε αμφότερες τις περιπτώσεις είχαν επιβληθεί ποινές φυλάκισης (Τεκμήριο Β). Επίσης ο Κατηγορούμενος 1 αντιμετωπίζει τρεις ακόμα εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις καταχωρισμένες στο Ε.Δ. Λεμεσού, για αδικήματα ληστείας, παράνομης κατοχής περιουσίας, μεταφοράς επιθετικού όπλου, συνωμοσίας και παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία. Επίσης, εναντίον του Κατηγορουμένου 1 σήμερα καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση 12069/2025 ως έκτακτη, για αδικήματα, μεταξύ άλλων, σχετικά με ναρκωτικές ουσίες (Τεκμήριο Γ). Ο Κατηγορούμενος 2 είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, αλλά εναντίον του εκκρεμεί προς εκδίκαση στο Ε.Δ. Λεμεσού ακόμα μία υπόθεση για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικές ουσίες (Τεκμήριο Δ). Αναφέρθηκε ακόμα πως ο χρόνος μέχρι τον οποίο υποβάλλεται το αίτημα είναι μέχρι την 03.11.2025.
4. Η εκπρόσωπος του Κατηγορουμένου 1 ανέφερε πως δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις σε οποιαδήποτε από τις δύο βάσεις που στηρίζουν το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής. Αναφέρθηκε και η ίδια στις νομικές αρχές. Ως μαρτυρικό υλικό να βαρύνει τον Κατηγορούμενο 1, όπως ανέφερε, υπάρχει «εξασθενημένη» μαρτυρία. Άρχισαν συλλήψεις εναντίον άλλων ατόμων, από τον Μάιο. Ο Κατηγορούμενος 1 συνελήφθη επειδή ταυτίστηκε πρόσφατα με γενετικό υλικό στα σακούλια που εντοπίστηκαν στον χώρο. Ο ίδιος, στην ανακριτική του κατάθεση, ανέφερε πως δεν έχει οποιαδήποτε γνώση. Δεν γνωρίζει οποιονδήποτε, πλην του «Ομάρ», ο οποίος ήταν άστεγος και τον βοηθούσε στην ικανοποίηση κάποιων αναγκών. Είναι η μόνη αναφορά, είπε, που συνδέει τον Κατηγορούμενο 1 με την υπόθεση. Ο συνδυασμός αυτός, της «ισχνής» γενετικής ταύτισης και της αναφοράς του ιδίου για την επαφή του στο παρελθόν με τον «Ομάρ» δεν είναι επαρκής για σκοπούς κράτησης. Κατ’ επέκταση, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ικανοποιείται ο κίνδυνος φυγοδικίας. Όσον αφορά τη διάπραξη άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη, όπως ανέφερε, οι δύο προηγούμενες καταδίκες δεν εμποδίζουν τη θέση όρων. Ναι μεν υπάρχουν εκκρεμείς υποθέσεις, αλλά ανελλιπώς ο Κατηγορούμενος 1 είχε εμφανιστεί στο Δικαστήριο με όρους που είχαν τεθεί και δεν δημιουργήθηκε πρόβλημα. Ζει στην Κύπρο τα τελευταία 20 χρόνια, ναι μεν αναφέρεται άνεργος στην κατάθεσή του, αλλά αυτούς τους μήνες είναι η ανεργία του. Πάντα, είπε, απασχολείται και επιβιώνει και φροντίζει να έχει εισόδημα. Έτυχε αυτό το διάστημα να μην έχει εργασία. Ποτέ, τα τελευταία 20 χρόνια που διαμένει στην Κύπρο, οι υποθέσεις ή η περιστασιακή ανεργία ή όσα αναφέρθηκαν αποτέλεσαν λόγο να φυγοδικήσει. Προτάθηκε η θέση όρων. Πέραν του ότι είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών δεν έχει ροπή σε άλλης μορφής παραβατική συμπεριφορά που να περιέχει βία, ήταν πάντα συνεργάσιμος και συνεπής. Είναι, όπως αναφέρθηκε, υπερβολικό να του στερηθεί η ατομική του ελευθερία. Ανελλιπώς εμφανίζεται και υπογράφει στον Αστυνομικό Σταθμό, είναι συνεπής και δεν έχει δώσει δείγματα γραφής πως σκέφτηκε να φυγοδικήσει. Το καθεστώς του στη Συρία δεν του επιτρέπει να επιστρέψει και η ουσία είναι πως έχει αποδείξει πως δεν είναι άτομο που θα φυγοδικήσει. Μπορεί να καταβάλει μέχρι €1.000.
5. Ο εκπρόσωπος του Κατηγορουμένου 2 ανέφερε πως για τον κίνδυνο φυγοδικίας, η μόνη μαρτυρία που συνδέει και τον Κατηγορούμενο 2 είναι γενετικό υλικό, είτε δεν μπορεί να αποκλειστεί είτε είναι κύριος δότης. Στην ανακριτική του κατάθεση εργάζετο και εργάζεται ακόμα στο επίδικο υποστατικό τα τελευταία δύο χρόνια και σε κάποιες ερωτήσεις που του έγιναν, λόγω της φύσης της δουλειάς του ανέφερε πως ερχόταν σε επαφή με συσκευασίες νάϋλον και σακούλια. Στην όψη και μόνον αυτού του γεγονότος αποδυναμώνεται η πιθανολόγηση της καταδίκης. Σχετικά με τους υποκειμενικούς παράγοντες, αναφέρθηκε πως ο Κατηγορούμενος 2 είναι τα τελευταία 9 χρόνια στη Δημοκρατία, παντρεμένος με Κύπρια πολίτη, και έχουν αποκτήσει μαζί ένα παιδί 3 ετών σήμερα. Αυτό το γεγονός εξανεμίζει σχεδόν την πιθανότητα να διαφύγει και να μεταβεί στη Συρία και να αφήσει την οικογένειά του. Η εκκρεμής υπόθεση εναντίον του Κατηγορουμένου 2, όπως επισήμανε ο δικηγόρος του, αφορά αδικήματα ναρκωτικών ουσιών, λόγω του μαχητού τεκμηρίου, επειδή είναι 30 γραμμάρια, προστέθηκε και η κατηγορία της προμήθειας, αν και είναι χρήστης ναρκωτικών, ενώ για το χρηματικό ποσό έδωσε κάποια δικαιολογητικά. Δεν δείχνει ροπή προς το έγκλημα ώστε να πρέπει να καταστεί υπόδικος. Τέθηκαν αυστηροί όροι, να παρουσιάζεται στον Αστυνομικό Σταθμό τακτικά, έχει παραδώσει τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και έχει καταβάλει ένα χρηματικό ποσό ως εγγύηση. Πρόσφατα μετέβη στη Συρία, με άδεια του Δικαστηρίου, να βοηθήσει τη μητέρα του σε μετακόμιση και επέστρεψε μία ημέρα πριν τη σύλληψή του για τους σκοπούς της συγκεκριμένης υπόθεσης. Παρουσιάστηκε οικειοθελώς. Προτάθηκαν όροι, περιλαμβανομένων οικονομικών όρων κατάθεσης €5.000 σε μετρητά.
6. Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Νομικές πτυχές και εξέταση
7. Η προσωπική ελευθερία συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα και ως εκ τούτου, η προσωρινή κράτηση ενός κατηγορουμένου αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο οφείλει να εφαρμόζεται μόνον εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις. Η πρώτη επιλογή του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης, είναι η υπό όρους απόλυση του Κατηγορουμένου, εκτός και αν κρίνεται αναγκαία η κράτηση για την εξυπηρέτηση σκοπών απονομής της δικαιοσύνης[1]. Έχουν αναγνωριστεί περιορισμένοι σκοποί ή λόγοι για τους οποίους μπορεί να δικαιολογηθεί η κράτηση. Θα πρέπει να εξετάζονται με επιμέλεια[2].
Κίνδυνος φυγοδικίας
8. Ένας από τους λόγους για τους οποίους μπορεί να δικαιολογηθεί η κράτηση μέχρι τη δίκη είναι ο κίνδυνος φυγοδικίας ή φυγής[3]. Η σχετική αξιολόγηση δεν μπορεί να εξαντλείται σε αφηρημένες γενικεύσεις ή υποθετικές εκτιμήσεις, αλλά πρέπει να βασίζεται σε ενδελεχή και τεκμηριωμένη ανάλυση. Ο κίνδυνος αυτός εκτιμάται με βάση:
· Τη σοβαρότητα του αδικήματος και τη δυνητική αυστηρότητα της προβλεπόμενης ποινής·
· την πιθανότητα καταδίκης, κατά την αρχική αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού·
· τις προσωπικές και κοινωνικές συνθήκες του Κατηγορουμένου, ιδίως ως προς τη διασύνδεσή του με τη χώρα και τον τρόπο ζωής του.
9. Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν νοείται να αποτιμάται απομονωμένα. Η κατοχυρωμένη αρχή του τεκμηρίου αθωότητας υπαγορεύει ότι ο Κατηγορούμενος πρέπει να παραμένει ελεύθερος εν αναμονή της δίκης, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθιστούν την κράτηση απολύτως αναγκαία. Η σοβαρότητα τεκμαίρεται τόσο από την προβλεπόμενη ποινή όσο και από τη φύση των πράξεων. Ωστόσο, η βαρύτητα των κατηγοριών δεν αρκεί per se να δικαιολογήσει μακρόχρονη στέρηση ελευθερίας.
10. Αναγκαία είναι η πιθανολόγηση καταδίκης, η οποία στηρίζεται στην εκτίμηση της ισχύος του μαρτυρικού υλικού, σε οπτική μόνο προσέγγιση. Το στάδιο αυτό δεν συνιστά αξιολόγηση ουσίας ή αποδοχή αποδεικτικών ισχυρισμών, αλλά απλή δικονομική στάθμιση. Το κριτήριο της πιθανολόγησης είναι κατώτερο από αυτό της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και δεν συνεπάγεται κρίση για την ενοχή ή την αθωότητα. Μπορεί να στηρίζεται ακόμα και σε εξ ακοής μαρτυρία, υπό την προϋπόθεση ότι εκτιμάται συνολικά η νομική της επιρροή. Η κατάθεση του Κατηγορουμένου, όπου προσφέρεται, δύναται να διαφωτίσει περαιτέρω την εξ όψεως αποτύπωση των πραγματικών περιστατικών. Αν και η κατάσταση των αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ύπαρξη και εμμονή σοβαρών ενδείξεων ενοχής, και πάλι, από μόνη της, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση[4].
11. Η ύπαρξη δεσμών με την Κύπρο (οικογενειακών, επαγγελματικών, κοινωνικών) λειτουργεί ανασταλτικά στην πιθανότητα φυγής και αποφυγής της δίκης. Όμως, οι δεσμοί αυτοί δεν μπορούν να εξουδετερώσουν καθολικά τον κίνδυνο, ειδικά όταν η σοβαρότητα των πράξεων ή άλλα ενισχυτικά στοιχεία δείχνουν αυξημένο ενδεχόμενο αποτροπής από την εμφάνιση στη δίκη[5].
12. Το ΕΔΔΑ επισημαίνει, επίσης, ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν αξιολογείται μεμονωμένα βάσει της ενδεχόμενης ποινής, αλλά με πολλαπλά κριτήρια: χαρακτήρας, ήθος, περιουσιακά δεδομένα, διεθνείς επαφές, δέσμευση στον τόπο. Η απουσία σταθερής κατοικίας δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει τον κίνδυνο αυτό, ενώ ο χρόνος κράτησης δρα απομειωτικά σε τέτοιο ενδεχόμενο[6]. Όταν ο μόνος λόγος κράτησης που προβάλλεται είναι ο φόβος ότι ο κατηγορούμενος θα τραπεί σε φυγή και συνεπώς θα αποφύγει να παρουσιαστεί για δίκη, πρέπει να αφεθεί ελεύθερος εν αναμονή της δίκης, εάν είναι δυνατόν να ληφθούν εγγυήσεις που θα εξασφαλίσουν αυτή την εμφάνιση[7].
13. Η προσήκουσα στάση του Κατηγορουμένου, όπως η εκούσια εμφάνισή του ενώπιον των Αρχών, αποτελεί ενθαρρυντική ένδειξη. Ωστόσο, εάν δεν γνώριζε τη σοβαρότητα των κατηγοριών, η σημασία της ενέργειάς του μειώνεται[8].
14. Η επίδραση της κράτησης στον βίο του Κατηγορουμένου (οικογενειακή ζωή, εργασία, υγεία) πρέπει να συνεκτιμάται, αλλά δεν μπορεί να ανατρέψει την αναγκαιότητα κράτησης, όταν δεν είναι εφικτή η διασφάλιση της εμφάνισης με ηπιότερα μέσα[9].
15. Δεν υφίσταται εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος περιορισμού εντός οικίας ή επιβολής ηλεκτρονικής επιτήρησης, ελλείψει ρητής νομοθετικής πρόβλεψης. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποτελούν «εύλογους» όρους απόλυσης[10].
16. Η συμμόρφωση με όρους απόλυσης σε παλαιότερη υπόθεση δεν εξαλείφει τον κίνδυνο, αλλά δύναται να συνεκτιμηθεί ως στοιχείο καλής προαίρεσης. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Παρασκευάς ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 607, όπου η αυτοπρόσωπη παρουσία του κατηγορουμένου στη Δικαιοσύνη λειτούργησε προς όφελός του.
17. Εν τέλει, ο κίνδυνος φυγοδικίας πρέπει να αποτιμάται με μεθοδική ακρίβεια, συνεκτιμώντας την ειδική περίσταση του Κατηγορουμένου, χωρίς γενικεύσεις ή τυποποιημένα σχήματα.
18. Τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι έχουν σοβαρότητα, με γνώμονα τις προβλεπόμενες στον νόμο ποινές. Συνήθης ποινική μεταχείριση περιλαμβάνει ποινή στερητική της ελευθερίας.
19. Μέσα από το μαρτυρικό υλικό που προσκομίστηκε, στην όψη του, μπορεί να αναδυθεί «ισχνή» έστω πιθανότητα καταδίκης, που βασίζεται στη γενετική μαρτυρία, με τον τρόπο που παρουσιάζεται στη σχετική έκθεση του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής. Δεν αξιολογείται κατ’ ουσία, ωστόσο δεν είναι και σε επίπεδο που θα μπορούσε, σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τα υπόλοιπα δεδομένα, να οδηγήσει το Δικαστήριο στην ανάγκη περιορισμού της ατομικής ελευθερίας για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας των Κατηγορουμένων 1 και 2 στη δίκη.
20. Αμφότεροι οι Κατηγορουμένοι 1 και 2 κατάγονται από τη Συρία, αλλά διαμένουν για αρκετά χρόνια στην Κύπρο. Ο μεν Κατηγορούμενος 1 βρίσκεται στην Κύπρο για περίπου 20 χρόνια και δεν είχε οποτεδήποτε την τάση να φυγοδικήσει παρά τις διάφορες ευκαιρίες και λόγους που είχε να το πράξει, περιλαμβανομένου του κινδύνου να υποστεί πολυετή ποινή φυλάκισης. Ο δε Κατηγορούμενος 2 έχει στην Κύπρο την οικογένειά του και επίσης αρκετά χρόνια διαμονής και δεν προκύπτει από οπουδήποτε κίνδυνος φυγοδικίας.
21. Συνεκτιμώντας όλα τα προαναφερόμενα, δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να εγκριθεί το αίτημα στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας.
22. Εξετάζεται το αίτημα στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη.
Κίνδυνος Διάπραξης Άλλων Αδικημάτων
23. Λόγος που δύναται να δικαιολογήσει την επιβολή προσωρινής κράτησης είναι και η πιθανότητα διάπραξης νέων ποινικών αδικημάτων από τον Κατηγορούμενο στο διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας[11]. Το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση αυτού του κινδύνου, δεν απαιτείται να βασιστεί σε ακριβή μαρτυρία για μελλοντικές πράξεις. Η φύση του λόγου αυτού είναι προληπτική, επομένως η απόδειξη συγκεκριμένου περιστατικού στο μέλλον δεν είναι απαραίτητη ή ακόμα εφικτή. Αρκεί η διαμόρφωση ισχυρής εντύπωσης ότι υφίσταται τέτοια πιθανότητα.
24. Η πιθανολόγηση του κινδύνου δεν είναι απόλυτη, αλλά συνάγεται από τη γενική ροπή του Κατηγορουμένου προς το έγκλημα, από στοιχεία του ποινικού του ιστορικού, από τη φύση και τον τρόπο τέλεσης των υπό εκδίκαση αδικημάτων, από εγγενή χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του ή των περιστάσεων της υπόθεσης, καθώς και από άλλες σχετικές παραμέτρους, ικανές να συγκροτήσουν πειστικό και εξατομικευμένο προφίλ. Ενδεικτικά, τέτοια πιθανολόγηση μπορεί να θεμελιωθεί στο ποινικό μητρώο του Κατηγορουμένου, σε εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, ή ακόμη και σε υπό καταχώριση υποθέσεις, εφόσον πρόκειται για αδικήματα ίδιας ή συναφούς σοβαρότητας ή φύσης. Η συνένωση πολλών κατηγοριών σε ενιαίο κατηγορητήριο δεν αναιρεί τη δυνατότητα αξιολόγησης των ατομικών περιστατικών υπό το πρίσμα του παρόντος λόγου. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το στοιχείο της επανάληψης παραβατικής συμπεριφοράς ενόσω ο Κατηγορούμενος βρισκόταν ήδη ελεύθερος υπό όρους. Όπου τα υπό εξέταση αδικήματα καλύπτουν χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο Κατηγορούμενος ήταν αποφυλακισμένος ή τελούσε υπό περιοριστικούς όρους για άλλες ποινικές υποθέσεις ή υπό όρους αναστολής, ιδίως για αδικήματα ίδιας ή παρεμφερούς φύσης, το στοιχείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, υποδηλώνοντας επανειλημμένη εγκληματική τάση[12]. Η πιθανολόγηση μελλοντικής εγκληματικής συμπεριφοράς βάσει υφιστάμενων ή εκκρεμουσών ποινικών διαδικασιών δεν αντιβαίνει στο τεκμήριο της αθωότητας, στον βαθμό που το Δικαστήριο αποφεύγει οποιαδήποτε ουσιαστική κρίση για την ενοχή. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε προληπτικά δεδομένα κινδύνου και όχι σε κρίση περί ενοχής ή αθωότητας[13].
25. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η αιτιολόγηση προσωρινής κράτησης υπό τον λόγο της πρόληψης νέων αδικημάτων επιβάλλεται να εδράζεται σε συγκεκριμένα και εξατομικευμένα πραγματικά περιστατικά. Η απλή απαρίθμηση προηγούμενων καταδικών, χωρίς αξιολόγηση της μεταξύ τους σχέσης και των σημερινών συνθηκών, είναι ανεπαρκής. Ο κίνδυνος τέλεσης νέων αδικημάτων πρέπει να είναι πραγματικός (plausible), σε παρόντα χρόνο, και η ίδια η κράτηση κατάλληλο και αναλογικό μέτρο, συνυπολογιζομένων των χαρακτηριστικών, της προσωπικότητας και του ιστορικού του κατηγορουμένου[14]. Η ευθύνη απόδειξης της αναγκαιότητας επιβολής ή διατήρησης του μέτρου βαρύνει το κράτος, όχι τον κατηγορούμενο[15].
26. Δεν είναι νόμιμη η εκτίμηση επικινδυνότητας αποκλειστικά λόγω ανεργίας ή απουσίας οικογενειακών δεσμών, εάν τέτοια κριτήρια δεν συνοδεύονται από αντικειμενικά τεκμήρια παραβατικής ροπής[16].
27. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ (Kurt v. Austria [GC], App. no. 62903/15, 15.06.2021, σκέψεις 187-188), η αναγκαιότητα προσωρινής κράτησης υπό το άρθρο 5 § 1(γ) της ΕΣΔΑ προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστον την ύπαρξη τεκμηριωμένης και διαρκούς εύλογης υποψίας για τελεσθέν ποινικό αδίκημα, και, επικουρικά, συγκεκριμένα και επαληθεύσιμα στοιχεία που στηρίζουν την εκτίμηση κινδύνου τέλεσης νέων αδικημάτων. Η προσωρινή κράτηση, αποκομμένη από τον πυρήνα της εύλογης υποψίας, καθίσταται δικονομικά αυθαίρετη, σε οποιοδήποτε στάδιο. Επιπρόσθετα, η αναλογικότητα επιβάλλει την προηγούμενη εξέταση ηπιότερων μέτρων: π.χ. περιοριστικοί όροι, απομάκρυνση από θύματα ή συγκεκριμένα σημεία, επιτήρηση κ.λπ. Η προληπτική κράτηση ενεργοποιείται μόνον εφόσον έχουν εξαντληθεί άλλες εναλλακτικές ή έχει αποδειχθεί η ανεπάρκειά τους.
28. Η απλή επίκληση της προσεχούς ημερομηνίας ακρόασης δεν αρκεί ως τεκμήριο νομιμότητας της κράτησης (π.χ. δεν επιβάλλεται κράτηση επειδή θα εκδικαστεί η υπόθεση σύντομα). Κάθε χρονικό διάστημα στέρησης της ελευθερίας πρέπει να τεκμηριώνεται με σαφήνεια και εξατομικευμένη αιτιολογία[17].
29. Αναφορικά με την προστασία της δημόσιας τάξης, το ΕΔΔΑ περιορίζει την επίκλησή της ως λόγο κράτησης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως εγκλήματα πολέμου, τρομοκρατία, μαζική βία ή κραυγαλέες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακόμη και τότε, απαιτείται να υφίσταται συγκεκριμένος και αποδείξιμος κίνδυνος, όχι απλώς κοινωνική κατακραυγή ή ανάγκη καθησυχασμού του κοινού αισθήματος[18].
30. Αναφορικά με υποθέσεις άλλης φύσης, αδικημάτων κατά της περιουσίας, υπήρξε κάποια στιγμή η Παναγή v. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, όπου ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων είχε διαπιστωθεί στη βάση ενός πολύ μεγάλου αριθμού αδικημάτων. Μεταγενέστερες αποφάσεις, όπως μεταξύ άλλων η Τριανταφυλλίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 96/2025, 15.04.2025 και η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κίτσιου, ΠΕ 111/2025, 29.05.2025, απέτρεψαν από το να αναχθεί η Παναγή ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) σε γνώμονα εκτίμησης της απαιτούμενης έντασης και ζωτικότητας του κινδύνου, επιτρέποντας την κράτηση και σε περιπτώσεις που υπήρχαν λιγότερες προηγούμενες καταδίκες ή εκκρεμείς υποθέσεις ή όπου ακόμα παρήλθαν πολλά χρόνια. Ως προς την τελευταία παράμετρο, συνήθως γίνεται επίκληση της παλαιάς Αρέστη ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1, όπου το 2015 ελήφθη υπόψη, εκτός από μία ακόμη εκκρεμή υπόθεση με όμοια αδικήματα, και μία προηγούμενη καταδίκη του 2004 για εμπρησμό, υπόθεση στην οποία είχαν ληφθεί υπόψη και άλλα αδικήματα.
31. Πάντως, οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου, από οπουδήποτε κι αν προκύπτει, εφόσον προκύπτει δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα, πρέπει να αναχαιτίζει την πορεία προς την έγκριση ενός αιτήματος κράτησης, εφόσον δεν αποκλείεται η επανεξέτασή του, εάν υπάρξουν νεότερα πιο σαφή δεδομένα. Ασφαλώς, δεν αναμένεται ότι κάθε δικαστήριο θα πρέπει ή ακόμα ότι μπορεί να ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που την ασκεί ένα άλλο. Αναμένεται, πάντως, ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των συγκεκριμένων ατομικών δικαιωμάτων ώστε, στην στάθμισή τους με τον κατά πρώτον ευρύ και απρόβλεπτο κοινωνικό κίνδυνο, να μην επιδέχονται εύκολα εκπτώσεις, χωρίς τον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας και συγκεκριμενοποίησης.
32. Όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τις πιθανότητες καταδίκης μέσα από την όψη του μαρτυρικού υλικού ισχύουν και όσον αφορά αυτό το σκέλος του αιτήματος.
33. Σχετικά με τον Κατηγορούμενο 2, αρχίζοντας από αυτόν, είναι μεν λευκού ποινικού μητρώου, αλλά και η υπό εκδίκαση υπόθεση και η μία επιπλέον εκκρεμής ποινική υπόθεση εναντίον του, για αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, επαρκούν για να μπορεί να εκτιμηθεί πως υπάρχει κίνδυνος διάπραξης και άλλων αδικημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, λόγω του στοιχείου της χρήσης και της έξης, που στην όψη των πραγμάτων φαίνεται να υπάρχει. Όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος έχει προηγούμενες καταδίκες και επιπλέον εκκρεμείς υποθέσεις για συναφή αδικήματα, είναι περισσότερο έκδηλος ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων μέχρι τη δίκη.
34. Προβλημάτισε το γεγονός πως υπάρχει εύλογη υποψία εμπλοκής των Κατηγορουμένων 1 και 2 στα υπό εκδίκαση αδικήματα, εκ του τρόπου που έγινε η γενετική ταυτοποίηση και της υπόλοιπης περιστατικής μαρτυρίας, που δίδει έστω «ισχνή» πιθανότητα καταδίκης, που δεν είναι σε τέτοιο επίπεδο που θα επέτρεπε περιορισμό της ελευθερίας τους στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας· κατά πόσο χρήζει ο περιορισμός της ελευθερίας τους καθότι υπάρχει ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη και συγκεκριμένα αδικημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, λόγω του ότι η χρήση ουσιών είναι ισχυρός εγκληματογόνος παράγοντας, ή εάν θα ήταν ως να χρησιμοποιείτο αυτή η εκκρεμοδικία, με την «ισχνή» πιθανότητα καταδίκης, για τον προληπτικό σκοπό καθαυτόν ή για γενική πρόληψη.
35. Καταλήγω στο ότι υπάρχει η εύλογη υποψία ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 ενέχονται στη διάπραξη των υπό εκδίκαση αδικημάτων στη βάση γενετικής και περιστατικής μαρτυρίας, λόγος για τον οποίον δικαιολογημένα καταχωρίστηκε και η εναντίον τους υπόθεση, η οποία παραπέμφθηκε για να εκδικαστεί από το Κακουργιοδικείο. Αυτή η συνθήκη επαρκεί για την εξέταση αυτού του σκέλους του αιτήματος. Υπάρχει ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη λόγω της εξακολουθούμενης κατοχής και χρήσης ουσιών (μεγάλων ποσοτήτων) που αναπόφευκτα οδηγεί και σε περαιτέρω αδικηματικές πράξεις. Είχαν τεθεί όροι σε άλλες υποθέσεις που δεν λειτούργησαν αποτρεπτικά ως προς το να μην απασχολήσουν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 ξανά τη δικαιοσύνη και δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια δυνατότητα, με τη θέση όρων να ελεγχθεί ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη, ιδίως αδικημάτων σχετικών με τα ναρκωτικά.
36. Καταληκτικά, το αίτημα εγκρίνεται στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη. Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι την εμφάνισή τους στο Κακουργιοδικείο την 03.11.2025. Εκδίδεται διάταγμα προσαγωγής τους.
(Υπ.) …………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024.
[2] Buzadji v. the Republic of Moldova [GC], 2016, § 87· Idalov v. Russia [GC], 2012, § 140.
[3] Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.2024, Ε.Ι.Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 186/2024, 24.07.2024, Στυλιανού ν Δημοκρατίας, ΠΕ 78/24, 08.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, ΠΕ 131/20, 20.08.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, ΠΕ 103/20, 03.09.2020, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54, Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790, Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7.
[4] Dereci v. Turkey, 2005, § 38.
[5] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024, Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2002) 2 ΑΑΔ 48, Καραγιάννη ν. Αστυνομίας, ΠΕ20/2025, 10.02.2025.
[6] W. v. Switzerland, 26 Ιανουαρίου 1993, § 33 Series A no. 254-A· Smirnova v. Russia, αρ. 46133/99 και 48183/99, §§ 9, 60, 63, ECHR 2003-IX· Panchenko v. Russia, 2005, § 106· Becciev v. Moldova, 2005, § 58· Sulaoja v. Estonia, 2005, § 64.
[7] Wemhoff v. Letellier, 1968, § 46· Luković v. Serbia, αρ. 43808/07, § 54, 26 Μαρτίου 2013.
[8] Παναγή ν. Αστυνομίας, ΠΕ 152/2024, 25.06.2024.
[9] Memic v. Δημοκρατίας, ΠΕ 81/2019 κ.ά., 16.07.2019, Diab v. Γενικός Εισαγγελέας, ΠΕ Ε151/2019, 13.08.2019, Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024.
[10] Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.2024 που παραπέμπει και στις Αστυνομία ν. Βούρκα, ΠΕ 43/21, 17.06.2021 και Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 ΑΑΔ 1718.
[11] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, ΠΕ 47/24, 11.03.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 81/23, 10.05.2023, Ιωάννου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 25/22, 04.02.2022, ECLI:CY:AD:2022:B50, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 227, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 130, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45.
[12] Γενικός Εισαγγελέας ν. Παταϊσιας, ΠΕ 157/2024, 30.09.2024, Μπατιρίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 231/2024, 08.10.2024, Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Παναγή ν. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 271/23, 24.01.2023, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 689, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024.
[13] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Παναγή v. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 ΑΑΔ 373.
[14] Clooth v. Belgium (1991).
[15] Clooth v. Belgium, 1991, § 40· Boicenco v. Moldova, § 142· Aleksanyan v. Russia, § 179, Tase v. Romania, § 40.
[16] Merabishvili v. Georgia [GC], § 234, Sulaoja v. Estonia, 2005.
[17] Idalov v. Russia [GC], § 140.
[18] Letellier v. France (1991), § 51· Prencipe v. Monaco, 2009, § 79· Milanković and Bošnjak v. Croatia (2016), § 154 κ.α.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο