ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Αίτηση αρ. 95/2024
1. Μ. Γ.
2. Π. Γ.
ν.
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
_________
Ημερομηνία: 25 Σεπτεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Δ. Απαισιώτης, για τους αιτούντες
Π. Βαρνάβα, για τον Καθ’ ου η αίτηση
Αίτηση ημερομηνίας 26.08.2025 για επιστροφή τεκμηρίων
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex tempore)
1. Οι αιτούντες, κατηγορούμενοι στην ποινική υπόθεση 10579/2024 του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, με την υπό εξέταση αίτησή τους ζητούν την επιστροφή στον αιτούντα 1 δύο συσκευών κινητών τηλεφώνων που περιγράφονται και στον αιτούντα 2 μία συσκευή κινητού τηλεφώνου που περιγράφεται, οι οποίες κατακρατούνται βάσει διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων.
2. Η αίτηση βασίζεται στα άρθρα 23 § 1, 30, 33 και 35 του Συντάγματος, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, Μέρος 1 και Μέρος 23, στο άρθρο 170 § 1 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, στα άρθρα 2, 3 και 22 § 4(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και επιείκειας, στη νομολογία και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.
3. Η αίτηση υποστηρίζεται από τις ένορκες δηλώσεις των αιτούντων, στις οποίες αναφέρουν τα γεγονότα. Βάσει αυτών, οι αιτούντες είναι ιδιοκτήτες των κινητών τηλεφώνων που περιγράφονται. Την 05.07.2024 ο αιτών 1 μετέβη στο ΤΑΕ Πάφου για να προβεί σε καταγγελία, ανέμενε εκεί περίπου εννέα ώρες μέχρι να εξυπηρετηθεί και στο τέλος της ανακριτικής του κατάθεσης ο ίδιος συνελήφθη βάσει δικαστικού εντάλματος. Πριν από την τοποθέτησή του στο κρατητήριο, παραλήφθηκαν τα δύο κινητά τηλέφωνα που είχε στην κατοχή του και περιγράφει. Την 15.07.2024 λήφθηκε και η συσκευή κινητού τηλεφώνου από τον αιτούντα 2. Την 16.07.2024 εξασφαλίστηκε μονομερώς διάταγμα κατακράτησής τους ανάμεσα σε άλλα τεκμήρια της υπόθεσης μέχρι την περάτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας. Το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων επιδόθηκε την 20.07.2024 στους δικηγόρους των αιτούντων, ωστόσο δεν προσβλήθηκε. Την 23.07.2024 η ποινική υπόθεση 10579/2024, που καταχωρίστηκε εναντίον των αιτούντων, παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού. Περιέχει κατηγορίες για συνωμοσία για καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 ΠΚ, σχέδιο προώθησης πυραμίδας κατά παράβαση του άρθρου 300Α(1)(α) ΠΚ και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007. Στις λεπτομέρειες των κατηγοριών δεν γίνεται αναφορά στα κινητά τηλέφωνα ούτε πρόκειται για τεκμήρια που θα πρέπει να καταστραφούν στο τέλος της διαδικασίας. Στο μεταξύ, λήφθηκε το μαρτυρικό υλικό. Με βάση αυτό την 22.07.2024 οι συσκευές κινητών τηλεφώνων μεταφέρθηκαν στην ΥΠ.ΕΓ.Ε. με σκοπό να σταλούν στην ΔΕΗΔ για να διαπιστωθεί κατά πόσο σε αυτές υπάρχουν οι κατονομαζόμενες εφαρμογές σε λειτουργήσιμη κατάσταση. Στο ιστορικό που περιλαμβάνεται στην αίτηση για επιστημονική εξέταση αναφέρεται πως την 01.07.2024 όλα τα Επαρχιακά ΤΑΕ άρχισαν να λαμβάνουν τηλεφωνήματα από πολίτες που είχαν καταγγείλει ότι είχαν πέσει θύματα απάτης. Η πλατφόρμα στην οποία είχαν επενδύσει χρήματα, η οποία κατονομάζεται, τέθηκε εκτός λειτουργίας, δεν τους επιτρέπονταν η πρόσβαση και δεν μπορούσαν να λάβουν τα χρήματά τους. Άρχισε η λήψη καταθέσεων από άτομα που είχαν εγγραφεί στην πλατφόρμα. Το ανακριτικό έργο κατέληξε σε μαρτυρία ότι οι αιτούντες προωθούσαν τις επενδύσεις στην υπό αναφορά πλατφόρμα, δελεάζοντας το κοινό να επενδύσει, μέσω προσωπικών επαφών και ομάδων επικοινωνίας σε κατονομαζόμενη εφαρμογή. Επειδή ολοκληρώθηκε αυτή η διαδικασία, η θέση που εκφράζεται από τους αιτούντες είναι πως θα πρέπει πλέον οι εν λόγω συσκευές να επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους τους, δηλαδή στους ιδίους, εφόσον δεν είναι πλέον αναγκαία η κράτησή τους. Μπορούν, όπως αναφέρουν στη μαρτυρία τους, να φωτογραφηθούν και να χρησιμοποιηθούν οι φωτογραφίες στο Δικαστήριο, εάν χρειάζεται. Μπορεί επίσης να «κλωνοποιηθεί» το σημείο των συσκευών όπου ζητήθηκε να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχουν οι κατονομαζόμενες εφαρμογές σε λειτουργήσιμη κατάσταση. Λόγω της φύσης των κατακρατηθέντων αντικειμένων, σε συνάρτηση με το σύνολο των γεγονότων, η θέση των αιτούντων είναι πως η εξέλιξη αυτή δεν θα επηρεάσει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Πρόκειται, όπως αναφέρεται, για νόμιμα αντικείμενα τα οποία είχαν παραδοθεί για επιστημονικές εξετάσεις, ζητήθηκε η επιστροφή τους με επιστολή, ωστόσο δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση.
4. Με ένσταση που καταχωρίστηκε από πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση, η οποία επίσης υποστηρίζεται από μαρτυρία, προβάλλονται λόγοι για τους οποίους, κατά τη θέση του Καθ’ ου η αίτηση, δεν θα πρέπει να εγκριθεί το αίτημα. Κατ’ αυτούς, η νομική βάση της αίτησης είναι λανθασμένη καθότι το άρθρο 170 Κεφ.155 οριοθετεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για διάθεση περιουσίας που τελεί υπό την κατοχή της Αστυνομίας μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας· θα έπρεπε να βασίζεται στο άρθρο 32 § 3 Κεφ.155. Η κατακράτηση είναι νόμιμη και έγινε βάσει διατάγματος που ισχύει μέχρι την αποπεράτωση της ποινικής διαδικασίας και δεν τελούσε υπό την αίρεση της ολοκλήρωσης των επιστημονικών εξετάσεων. Τα κινητά είναι απολύτως αναγκαία για την προώθηση της ποινικής υπόθεσης 10579/2024, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, θα κατατεθούν στο Δικαστήριο για σκοπούς διακίνησης τεκμηρίων αλλά και ουσίας αφού ενδέχεται να προκύψουν ζητήματα. Εάν τα αδικήματα διαπράχθηκαν ή όχι με τη χρήση των εν λόγω κινητών είναι θέμα μαρτυρίας και όχι λεπτομερειών στις κατηγορίες. Η αίτηση συνιστά, κατά τον Καθ’ ου η αίτηση, κεκαλυμμένη προσβολή του διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων που δεν προσβλήθηκε με έφεση βάσει του άρθρου 32(Α) Κεφ.155.
5. Η ακρόαση διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα. Οι δύο πλευρές αγόρευσαν. Έχω υπόψη μου τα έγγραφα και όσα αναφέρθηκαν στην πλήρη τους μορφή.
6. Τα άρθρα 25 § 2 και 32 § 3 Κεφ.155, στο κεφάλαιο που ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα σχετικά με την έρευνα, αναφέρεται σε πράγματα που κατασχέθηκαν κατόπιν έρευνας σε χώρους με ή χωρίς ένταλμα έρευνας. Στην προκειμένη περίπτωση, τα συγκεκριμένα έγγραφα που κατέχει η Αστυνομία δεν κατασχέθηκαν στο πλαίσιο έρευνας ή εκτέλεσης εντάλματος έρευνας, αλλά κρατήθηκαν από την Αστυνομία για σκοπούς έρευνας και ειδικότερα για τη διερεύνηση της διάπραξης των αδικημάτων με τη χρήση τους. Θα μπορούσαν, όμως, να είχαν κατασχεθεί και κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, εάν δεν είχαν κρατηθεί ευρισκόμενα στην κατοχή των συλληφθέντων προσώπων.
7. Το άρθρο 170 Κεφ.155 (disposal of property in police possession) αναφέρεται, συμπληρωματικά και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες συναφείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στη δυνατότητα του Δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση να διατάσσει την απόδοση περιουσίας που κατέχεται από την Αστυνομία. Αναφέρεται σε περιουσία που περιήλθε στην κατοχή της Αστυνομίας με οποιονδήποτε τρόπο άλλον τους ειδικότερα προβλεπόμενους, σε σχέση με οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, εφόσον η απόδοσή της δεν ρυθμίζεται ειδικότερα. Παρεμφερής διάταξη υπάρχει στην Αγγλική Police (Property) Act 1897 (c.30)[1]. Δεν φαίνεται να μπορεί να αποκλειστεί ερμηνευτικά από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 170 Κεφ.155 η περιουσία που περιήλθε στην κατοχή της Αστυνομίας με τον τρόπο που έτυχε περιγραφής στα γεγονότα και που κρατείται γιατί θεωρείται από την Αστυνομία ως ουσιώδης μαρτυρία για ποινική κατηγορία εναντίον των συλληφθέντων. Το άρθρο 170 Κεφ.155 δεν αναφέρεται ειδικά ούτε περιορίζεται σε περιουσία που περιήλθε στην κατοχή της Αστυνομίας μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας. Μπορεί να αναφέρεται σε περιουσία που περιήλθε στην κατοχή της κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αναφορικά με την οποία εγέρθηκε η ποινική υπόθεση, με διάφορους τρόπους (π.χ. ελήφθη με τον τρόπο που απασχολεί αυτή την υπόθεση, ή παραδόθηκε από μάρτυρα, κ.λπ.), ή κατ’ εφαρμογή συγκεκριμένης νομοθεσίας, ή άλλως πώς, κατά την εκτέλεση των νόμιμων καθηκόντων της Αστυνομίας.
8. Επίσης, το άρθρο 170 Κεφ.155 δεν ρυθμίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια να διατάξει την απόδοση συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου που κατέχει η Αστυνομία στον κύριό της. Κατ’ αναλογία με ό,τι ισχύει για τη διάθεση περιουσίας που συνιστά τεκμήρια που κατασχέθηκαν στο πλαίσιο έρευνας, κατά το άρθρο 32 § 3 Κεφ.155, θα πρέπει να πρόκειται για περιουσία που δεν είναι ουσιώδης ή αναγκαία για τους σκοπούς της ενώπιον του ποινικής διαδικασίας, σε σχέση με την οποίαν κρατείται. Το άρθρο 170 Κεφ.155 δεν αναφέρεται σε ποινική διαδικασία που έχει ήδη περατωθεί, όπως άλλωστε ούτε το άρθρο 32 § 3 Κεφ.155. Κατ’ ακολουθία, το άρθρο 170 Κεφ.155, κατά την άποψή μου, περιλαμβάνει είτε ποινική διαδικασία που περατώνεται με τρόπο άλλον από την καταδίκη (άρθρο 171 Κεφ.155), οπότε, λόγω της περάτωσής της, πλέον, δεν υπάρχει αναγκαιότητα κράτησης της περιουσίας αυτής, είτε σε ποινική υπόθεση που δεν έχει περατωθεί, ωστόσο δεν χρειάζεται η Αστυνομία να κατέχει πλέον τη συγκεκριμένη περιουσία, για οποιονδήποτε λόγο.
9. Η απόδοση της περιουσίας που κατέχει η Αστυνομία στον κύριο της μπορεί να επιτραπεί, κατόπιν αίτησης της ίδιας της Αστυνομίας ή του ιδίου του κυρίου της περιουσίας, εφόσον δεν επηρεάζεται βλαπτικά η εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας, είτε η απόδειξη της υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή, είτε η Υπεράσπιση των Κατηγορουμένων. Με την αίτηση των προσώπων που νομιμοποιούνται να υποβάλουν τέτοια αίτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται ακριβώς εάν υπάρχει αναγκαιότητα της διατήρησης της περιουσίας στην κατοχή της Αστυνομίας για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας και σε σχέση με αυτήν. Ο κύριος της περιουσίας έχει τη συνηθισμένη λαϊκή του σημασία, δηλαδή είναι ο δικαιούχος, και όχι απλώς αυτός που έτυχε να έχει το περιουσιακό στοιχείο στα χέρια του σε μια δεδομένη στιγμή[2]. Συναφώς, η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 170 Κεφ.155 δεν μπορεί να είναι κατάλληλη όταν είναι αμφισβητούμενη η κυριότητα ή η ιδιοκτησία της περιουσίας και πρόσθετα υπάρχει δυσκολία στο να διαπιστωθεί[3]. Ενδεχομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις, ως στην τελευταία περίπτωση, να πρέπει να μεσολαβεί πρώτα άλλο διάβημα, σε αστικό δικαστήριο.
10. Προηγούμενη διαταγή ή οδηγία του Δικαστηρίου να μείνουν στην κατοχή της Αστυνομία τα τεκμήρια, μετά την περάτωση της ποινικής υπόθεσης για τον έναν κατηγορούμενο, λόγω της εκκρεμότητας της ποινικής υπόθεσης για άλλον κατηγορούμενο, δεν εμποδίζει την υποβολή αίτησης από την Αστυνομία ή από τον νόμιμο δικαιούχο της περιουσίας που κρατείται, εάν και όταν προκύψει λόγος για τέτοια αίτηση.
11. Προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 170 Κεφ.155 είναι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τίθεται σχετικό αίτημα να είναι το αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης που καταχωρίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. και στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 Κεφ.155: «δικαστήριο»). Συνιστά κοινό τόπο πως καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση 10579/2024, η οποία παραπέμφθηκε για εκδίκαση στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού, το οποίο είναι πλέον το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης· ασχέτως εάν το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων σε προγενέστερο χρονικό στάδιο, κατά τη διερεύνηση, καθορίζοντας τη μετέπειτα διαχείριση των τεκμηρίων αυτών (το οποίο διάταγμα, ως αναφέρθηκε από την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση και δεν έτυχε αμφισβήτησης, δεν προσβλήθηκε για οποιονδήποτε λόγο σχετικό με τον τρόπο κατάσχεσής τους). Η εκδίκαση της υπόθεσης περιλαμβάνει και τα επιμέρους διαχειριστικά θέματα που σχετίζονται με τη μαρτυρία της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του περιορισμού της ή του τρόπου παρουσίασής της, ή δηλώσεις σχετικά με παραδοχές γεγονότων. Δεν θα μπορούσε, υπό το σύνολο των δεδομένων, το Επαρχιακό Δικαστήριο, επειδή εξέδωσε διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων (υπό άλλη σύνθεση), να παρέμβει στο έργο του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, ορίζοντας πως δεν είναι αναγκαία η κατακράτηση των υπό αναφορά αντικειμένων για τους σκοπούς της δικαστικής διαδικασίας, για την απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, παρά και τις αντίθετες εκτιμήσεις της ίδιας της Κατηγορούσας Αρχής, και περιορίζοντας τις αποδεικτικές δυνατότητές της. Αν μη τι άλλο, σε περίπτωση που μία διαφορετική προσέγγιση κρίνονταν ως η ορθότερη, δεν είναι γνωστή ούτε και η σκοπούμενη μαρτυρία και η συσχέτιση των κινητών τηλεφώνων με τις αποδεικτικές αναγκαιότητες της υπόθεσης βάσει των (άγνωστων) αποτελεσμάτων της διενεργηθείσας εξέτασης και δεν είναι εφικτό να γίνει τέτοια εκτίμηση με βάση μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιον άλλου Δικαστηρίου.
12. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η αίτηση και γι’ αυτό απορρίπτεται.
(Υπ.) ……………………….
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Βλ. και για τη διαδικασία, αντίστοιχα, Criminal Procedure Rules 2020, SI 2020/759, r 47.37.
[2] Raymond Lyons & Co Ltd v Metropolitan Police Comr [1975] QB 321, [1975] 1 All ER 335.
[3] Chief Constable of West Midlands v White (1992) 157 JP 222.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο