Αναφορικά με τους Κ. Λ κ.α., Αίτηση Προσωποκράτησης αρ.: 298 / 2025, 15/9/2025
print
Τίτλος:
Αναφορικά με τους Κ. Λ κ.α., Αίτηση Προσωποκράτησης αρ.: 298 / 2025, 15/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Αίτηση Προσωποκράτησης αρ.:  298 / 2025

 

 

Αναφορικά με τους 1) Κ. Λ., 2) Θ. Ξ., 3) Κ. Β. και την αίτηση της Αστυνομίας ημερομηνίας 15.09.2025 για προσωποκράτηση

____________

 

Ημερομηνία:  15 Σεπτεμβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Κ. Χ’ Κωνσταντίνου (κα) για την Αστυνομία

Λ. Νεοφύτου, για τον 1ο ύποπτο και για τον 3ο ύποπτο

Α. Χαραλάμπους, για τον 2ο ύποπτο

Ύποπτοι 1, 2, 3: παρόντες

 

____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex tempore)

 

1.        Με αίτηση της Αστυνομίας που υποβάλλεται μέσω του Υπαστυνόμου  Π. Μουρίδη, η Αστυνομία ζητά την κράτηση των φερόμενων ως υπόπτων, που κατονομάζονται στην αίτηση, για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων σχετικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στην αίτηση:

 

·        Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος [άρθρο 371 Κεφ.154)

·        Παράνομη κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου Β5 [ν. 113(Ι)/2004]

·        Παράνομη κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών [Κεφ.54]

·        Ρίψη πυροβολισμών σε κατοικημένη περιοχή [άρθρο 374(η) Κεφ.154]

·        Κακόβουλη ζημία [άρθρο 324(1) Κεφ.154]

 

2.        Η αίτηση υποστηρίζεται από τον όρκο του Α/Αστ. 2851 Ι. Μαυρομούστακου, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο σε έγγραφη μορφή, υιοθετήθηκε, και συνιστά το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας μαζί με τις απαντήσεις που έδωσε ο μάρτυρας κατά την αντεξέτασή του από τους συνηγόρους των υπόπτων, ως έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας. Έχω ακούσει με προσοχή επίσης την επιχειρηματολογία που εκτέθηκε σε σχέση με το υπό εξέταση αίτημα.

 

Νομικές αρχές

 

3.        Όπως προκύπτει από τον νόμο[1] αλλά και πάγια νομολογία, ο σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων για το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία έγινε η σύλληψη και αναφέρονται και στην αίτηση[2].

 

4.        Η έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης επηρεάζει την ελευθερία του ατόμου. Τέτοια διατάγματα πρέπει να αιτιολογούνται δικαστικά, σε κάθε περίπτωση. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την κράτηση ύποπτου για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων είναι οι εξής[3]:

 

(i)                    υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχει διαπραχθεί αδίκημα·

(ii)                   η υφιστάμενη μαρτυρία δημιουργεί εύλογη και γνήσια υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξη του·

(iii)                  οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη· και

(iv)                 η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων

 

5.        Οι προαναφερόμενες αρχές αποτελούν προϋποθέσεις τη συνδρομή των οποίων πρέπει να αποδεικνύει η Αστυνομία, σωρευτικά.

 

6.        Όσον αφορά το «εύλογο» της υπόνοιας ή υποψίας, η τελική απόφαση συναρτάται με την ύπαρξη στοιχείων στην κατοχή της Αστυνομίας, τέτοιων, που να τείνουν, κατά λογική προέκταση, να καταδείξουν τη διάπραξη των αδικημάτων και να συνδέσουν τον ύποπτο με αυτά.

 

7.        Δεν αξιολογούνται στο στάδιο αυτό η μαρτυρία, ως προς την αποδεικτική της αξία ή την δραστικότητά της[4]. Δεν απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας που να αποδεικνύει όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ούτε μαρτυρία που να καταδεικνύει σε οποιονδήποτε άλλο βαθμό και επίπεδο τη σύνδεση του ύποπτου με τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο λόγος είναι περί εύλογης υπόνοιας ή υποψίας, όπου υπόνοια και υποψία χρησιμοποιούνται, για τους σκοπούς της διαδικασίας, ως συνώνυμες. Η υπόνοια, για να είναι «εύλογη», δεν θα πρέπει να είναι εντελώς θεωρητική ή υποθετική, αλλά να είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένο πραγματικό πλαίσιο. Πρέπει να εξισορροπηθεί, από τη μια, η αναγκαιότητα για προστασία της ελευθερίας του ατόμου, και από την άλλη να δοθεί λογική ευκαιρία στις ανακριτικές αρχές να διαλευκάνουν αποτελεσματικά το έγκλημα.

 

8.        Ειδικότερα, ως προς το επίπεδο των στοιχείων που μπορούν να δημιουργήσουν το «εύλογο» της υποψίας, εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Ακόμα και η μεμονωμένη γραπτή καταγγελία, εάν ο λόγος γίνεται για καταγγελία, εναντίον συγκεκριμένου προσώπου δυνατόν να επαρκεί, σε ορισμένες περιπτώσεις. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, δυνατόν να μην επαρκεί. Θα πρέπει το περιεχόμενο της μαρτυρίας, είτε πρόκειται για καταγγελία από έναν πολίτη, είτε για άλλο στοιχείο που μπορεί να αποτελεί μαρτυρία, να παρέχει συγκεκριμένα και λεπτομερή στοιχεία, για να θεωρείται επαρκές. Αυτή η εκ πρώτης όψεως αναγκαία εκτίμηση, αρχικά από την Αστυνομία, της επάρκειας του περιεχομένου της καταγγελίας ή άλλης μαρτυρίας, δεν σημαίνει ανεπίτρεπτη αποδεικτική αξιολόγηση από το Δικαστήριο. Είναι γεγονός πως ορισμένα αδικήματα είναι της φύσης που δεν μπορούν να διερευνηθούν εύκολα ή με συνήθεις ανακριτικές πράξεις και η διερεύνηση των οποίων να πρέπει να διευκολυνθεί. Ανάμεσα σε αυτά τα αδικήματα δυνατόν να είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, και αδικήματα που σχετίζονται με τη διαφθορά, όπως γενικά επισημάνθηκε και στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή, ΠΕ 18/2025, 04.02.2025. Ισχύει, επίσης, πως η καταγγελία στην Αστυνομία συνιστά ένα διάβημα με νομική σημασία ή επισημότητα στον λόγο του καταγγέλλοντος πολίτη, έναντι στις συνέπειες που έχει το αξιόποινο τυχόν ψευδούς καταγγελίας[5].

 

9.        Ασφαλώς πότε η καταγγελία ή γενικότερα η μαρτυρία επαρκεί, και πότε όχι, δεν είναι ζήτημα που προσεγγίζεται βάσει δογμάτων του δικαίου της απόδειξης (π.χ. testis unus, testis nullus). Το δίκαιο της απόδειξης, γενικά, ουδεμία εμπλοκή έχει ή μπορεί να έχει, σε οποιοδήποτε επίπεδο. Είναι ζήτημα αναγκαίας υπόστασης του στοιχείου στα χέρια της Αστυνομίας, για να μπορεί να στηρίξει το «εύλογο», που προσεγγίζεται στο πλαίσιο της απαραίτητης στάθμισης των λόγων για τους οποίους ζητείται ο περιορισμός του κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ατομική ελευθερία, που είναι πάντοτε και η απαρχή κάθε προσέγγισης. Συναφώς, καθοδήγηση αντλείται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε σχέση με το πότε η υπόνοια είναι «εύλογη» και πότε όχι.

 

10.     Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1(γ) της ΕΣΔΑ (η υπογράμμιση πρόσθετη):

 

1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια. Κανείς δεν επιτρέπεται να στερηθεί την ελευθερία του παρά μόνο στις παρακάτω περιπτώσεις και σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία:

γ. εάν συνελήφθη και κρατείται προκειμένου να οδηγηθεί ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής, σε περίπτωση εύλογης υπόνοιας ότι διέπραξε αδίκημα ή όταν αυτό εύλογα κρίνεται απαραίτητο ώστε να εμποδιστεί από το να διαπράξει αδίκημα ή να δραπετεύσει μετά τη διάπραξη αυτού,

… .

 

11.     Αντίστοιχα, με βάση το άρθρο 11 §§ 1, 2(γ) του Συντάγματος (η υπογράμμιση πρόσθετη):

 

1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας.

2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:

….

(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,

 

12.     Οι γενικές αρχές στις οποίες αναφέρεται η νομολογία του ΕΔΔΑ επί του άρθρου 5 § 1, κατ’ επέκταση και αυτές με βάση τις οποίες ερμηνεύεται το εγχώριο Σύνταγμα, είναι η αρχή του κράτους δικαίου και, σε συνάρτηση με αυτήν, της ασφάλειας δικαίου, της αναλογικότητας και της προστασίας από την αυθαιρεσία που είναι, εξάλλου, ο ίδιος ο στόχος του άρθρου 5 ΕΣΔΑ[6]. Η έννοια της αυθαιρεσίας ποικίλλει, ανάλογα με το είδος της κράτησης που εμπλέκεται. Μπορεί να προκύψει αυθαιρεσία όταν υπήρξε στοιχείο κακής πίστης ή εξαπάτηση εκ μέρους των αρχών· όπου η εντολή κράτησης και η εκτέλεση της κράτησης δεν συμμορφωνόταν πραγματικά με τον σκοπό των περιορισμών που επιτρέπονται από τη σχετική υποπαράγραφο του άρθρου 5 § 1· ακόμα και όπου δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας[7].

 

13.     Ο περιορισμός που επιτρέπεται υπό το άρθρο 5 § 1 (γ) ΕΣΔΑ, και αντίστοιχα από το άρθρο 11 § 2 (γ) του Συντάγματος, που περιλαμβάνει και την προσωποκράτηση για σκοπούς διευκόλυνσης των ανακρίσεων, δεν προϋποθέτει η αστυνομία να έχει στοιχεία με βαθμό επάρκειας τέτοια, για να απαγγείλει και κατηγορίες[8]. Εάν είχε τέτοια στοιχεία, δεν θα χρειάζονταν τη διερεύνηση. Θα πρέπει οπωσδήποτε, όμως, να έχει επαρκή στοιχεία για σκοπούς διερεύνησης. Η επάρκεια για σκοπούς διερεύνησης συνυφαίνεται ακριβώς με την αναγκαιότητα η υποψία ή υπόνοια για την εμπλοκή του υπόπτου στη διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων να είναι «εύλογη» (reasonable). Το αντικείμενο της ανάκρισης, κατά τη διάρκεια της αιτούμενης κράτησης, νοείται, είναι ακριβώς η προώθηση της εγκληματολογικής έρευνας μέσω της επιβεβαίωσης ή της διάλυσης της συγκεκριμένης υποψίας που στηρίζει τη σύλληψη[9]. Το «εύλογο» της υποψίας στην οποία πρέπει να βασίζεται μια σύλληψη, κατ’ επέκταση και η προσωποκράτηση για σκοπούς διερεύνησης, αποτελεί ουσιαστικό μέρος του περιορισμού του ατομικού δικαιώματος, και προσεγγίζεται με αυστηρότητα και στενότητα[10]. Το γεγονός ότι υπάρχει καλόπιστη υποψία δεν αρκεί από μόνο του[11]. Θα πρέπει να είναι και «εύλογη».

 

14.     Η «εύλογη» υποψία ότι έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα προϋποθέτει την ύπαρξη γεγονότων ή πληροφοριών που θα ικανοποιούσαν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι ο ύποπτος διέπραξε αδίκημα[12]. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει αναγκαστικά έλεγχο, εάν τέτοιος έλεγχος είναι εφικτός, της εκ πρώτης όψεως βασιμότητας της καταγγελίας ή της μαρτυρίας για τη διάπραξη αδικήματος, ως προς τα βασικά γεγονότα που την συνθέτουν· από πλευράς της Αστυνομίας ο έλεγχος. Οπότε, και η αποτυχία των αρχών να κάνουν μια πραγματική έρευνα για το βασικό γεγονός μιας υπόθεσης προκειμένου να επαληθευτεί εάν μια καταγγελία είναι βάσιμη (well-founded), ρητά, με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ, συνεπάγεται παραβίαση του άρθρου 5 § 1 (γ). Σχετικές είναι η Elçi and Others ν. Turkey, 2003, § 674, η Stepuleac ν. Moldova, 2007, § 73, και η Moldoveanu ν. The Republic of Moldova, 2021, §§ 52-57.  

 

15.     Παρεμβάλλεται πως, όσον αφορά την παραπομπή του ΕΔΔΑ και στην Fox. Cambell and Hartley v. the United Kingdom (1990), στην υπόθεση εκείνη, στην οποία, επίσης, είχε εκτεθεί η προαναφερόμενη αρχή, υπήρξε και εκεί καταδίκη για παράβαση του άρθρου 5 § 1, στη βάση της μη τήρησης του «εύλογου» της υποψίας. Αφορούσε, μάλιστα, τη διερεύνηση τρομοκρατικού εγκλήματος, που ανήκει σε μια ειδική κατηγορία. Σε τέτοια αδικήματα, λόγω του συνακόλουθου κινδύνου απώλειας ζωών και ανθρώπινου πόνου, η αστυνομία είναι υποχρεωμένη να ενεργεί με τη μέγιστη δυνατή επείγουσα ανάγκη, για την παρακολούθηση όλων των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών από μυστικές πηγές. Επιπλέον, η αστυνομία μπορεί συχνά να χρειαστεί να συλλάβει έναν ύποπτο ως τρομοκράτη με βάση πληροφορίες που είναι αξιόπιστες, αλλά που δεν μπορούν, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η πηγή των πληροφοριών, να αποκαλυφθούν στον ύποπτο ή να προσαχθούν στο δικαστήριο για να υποστηρίξουν μια κατηγορία. Όπως τόνισε η κυβέρνηση, εκεί, και συμφώνησε και το ΕΔΔΑ, ενόψει των δυσκολιών που είναι εγγενείς στην έρευνα και τη δίωξη τρομοκρατικών εγκλημάτων στη Βόρεια Ιρλανδία, το «εύλογο» της υποψίας που δικαιολογεί τέτοιες συλλήψεις δεν μπορεί πάντα να κριθεί σύμφωνα με τα ίδια πρότυπα που ισχύουν για την αντιμετώπιση του συμβατικού εγκλήματος. Ωστόσο, επισημάνθηκε, οι ανάγκες αντιμετώπισης του τρομοκρατικού εγκλήματος δεν μπορούν να δικαιολογήσουν και την επέκταση της έννοιας του «εύλογου» στο σημείο όπου η ουσία της διασφάλισης από το άρθρο 5 § 1 (γ) να επηρεάζεται. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν μπόρεσε να αποκαλύψει το άκρως ευαίσθητο υλικό στο οποίο βασιζόταν η υποψία εναντίον των τριών προσφευγόντων λόγω του κινδύνου αποκάλυψης της πηγής του υλικού και ως εκ τούτου θέσης σε κίνδυνο της ζωής και της ασφάλειας άλλων. Προς στήριξη του ισχυρισμού της, ότι παρόλα αυτά υπήρχε εύλογη υποψία, επεσήμανε τα γεγονότα ότι οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες είχαν προηγούμενες καταδίκες για σοβαρές τρομοκρατικές ενέργειες και ότι και οι τρεις αιτούντες ανακρίθηκαν κατά τη διάρκεια της κράτησής τους για συγκεκριμένες τρομοκρατικές ενέργειες για τις οποίες ήταν ύποπτοι. Κατά τον ισχυρισμό της κυβέρνησης, αυτά τα γεγονότα ήταν επαρκή για να επιβεβαιώσουν ότι ο αξιωματικός που διενήργησε τη σύλληψη είχε καλή ή γνήσια υποψία, υποστηρίζοντας επίσης ότι δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά μεταξύ μιας καλόπιστης ή γνήσιας υποψίας και μιας εύλογης υποψίας. Η κυβέρνηση παρατήρησε επιπλέον ότι οι ίδιοι οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν ότι συνελήφθησαν και κρατήθηκαν σε σχέση με τρομοκρατικές ενέργειες. Η κυβέρνηση δήλωσε, επίσης, ότι, αν και δεν μπορούσαν να αποκαλύψουν τις πληροφορίες ή να προσδιορίσουν την πηγή των πληροφοριών που οδήγησαν στη σύλληψη των προσφευγόντων, υπήρχαν ισχυροί λόγοι στην περίπτωση του πρώτου και του δεύτερου προσφεύγοντα για να υπονοηθεί ότι τη στιγμή της σύλληψής τους οι προσφεύγοντες ασχολούνταν με τη συλλογή πληροφοριών και τις εργασίες ταχυμεταφοράς για την τρομοκρατική οργάνωση και ότι στην περίπτωση του τρίτου προσφεύγοντος ήταν διαθέσιμο το υλικό σχετικά με την απόπειρα σύλληψης του από την αστυνομία. Λέχθηκε, από το ΕΔΔΑ, πως το άρθρο 5 § 1 (γ), πράγματι, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να δημιουργεί δυσανάλογες δυσκολίες στις αστυνομικές αρχές στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την καταπολέμηση της οργανωμένης τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ζητηθεί να αποδειχθεί το «εύλογο» της υποψίας που βασίζεται στη σύλληψη ενός ύποπτου τρομοκράτη, αποκαλύπτοντας τις εμπιστευτικές πηγές υποστηρικτικών πληροφοριών ή ακόμη και γεγονότων που θα μπορούσαν να υποδείξουν τέτοιες πηγές ή την ταυτότητά τους. Ωστόσο, λέχθηκε, επίσης, το δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξακριβώνει εάν η ουσία της διασφάλισης που παρέχεται από το άρθρο 5 § 1 (γ) έχει εξασφαλιστεί. Κατά συνέπεια, η Ιρλανδική κυβέρνηση έπρεπε να παράσχει τουλάχιστον ορισμένα γεγονότα ή πληροφορίες ικανά να ικανοποιήσουν το δικαστήριο ότι το συλληφθέν άτομο ήταν «εύλογα» ύποπτο ότι διέπραξε το φερόμενο αδίκημα. Αυτό είναι ακόμη πιο αναγκαίο όταν, όπως εν προκειμένω, το εθνικό δίκαιο δεν απαιτεί «εύλογη» υποψία, αλλά θέτει ένα χαμηλότερο όριο, απαιτώντας απλώς την ειλικρινή ή γνήσια υποψία (που δεν εξομοιώνεται). Το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι η σύλληψη και η κράτηση καθενός από τους προσφεύγοντες βασίστηκε σε μια «καλή» υποψία ότι ήταν τρομοκράτες και ότι καθένας από αυτούς ανακρίθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησής του για συγκεκριμένες τρομοκρατικές ενέργειες για τις οποίες ήταν ύποπτος. Το γεγονός ότι οι δύο εξ αυτών είχαν προηγούμενες καταδίκες για τρομοκρατικές ενέργειες που συνδέονται με την ίδια τρομοκρατική οργάνωση, αν και θα μπορούσε να ενισχύσει την υποψία που τους συνδέει με τη διάπραξη τρομοκρατικού τύπου εγκλημάτων, δεν μπορούσε να αποτελέσει τη μοναδική βάση μιας υπόνοιας που να δικαιολογεί τη σύλληψή τους, περίπου επτά χρόνια αργότερα. Το γεγονός ότι όλοι οι προσφεύγοντες, κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, ανακρίθηκαν για συγκεκριμένες τρομοκρατικές ενέργειες, δεν επιβεβαιώνει παρά μόνο ότι οι αξιωματικοί που του συνέλαβαν είχαν πραγματική υποψία ότι είχαν εμπλακεί σε αυτές τις πράξεις, αλλά, όπως καταληκτικά λέχθηκε, δεν μπορεί να ικανοποιήσει έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι οι προσφεύγοντας μπορεί να διέπραξαν αυτές τις πράξεις. Τα προαναφερθέντα στοιχεία, από μόνα τους, δεν αρκούν για να υποστηρίξουν το συμπέρασμα ότι υπήρχε «εύλογη υποψία». Η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει κανένα άλλο υλικό στο οποίο βασίστηκε η υποψία εναντίον των προσφευγόντων. Ως εκ τούτου, οι εξηγήσεις τους δεν πληρούσαν τα ελάχιστα πρότυπα που ορίζει το άρθρο 5 § 1 (γ) για την κρίση του «εύλογου» μιας υπόνοιας για τη σύλληψη ενός ατόμου. Συνεπώς, κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1.

 

16.     Συνοπτικά, στα αδικήματα που σχετίζονται με την τρομοκρατία, δεν υπάρχει υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν το εύλογο της υποψίας που βασίζεται στη σύλληψη ενός ύποπτου τρομοκράτη με την αποκάλυψη εμπιστευτικών πηγών πληροφοριών. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι και εκεί, οι ανάγκες αντιμετώπισης του τρομοκρατικού εγκλήματος δεν μπορούν να δικαιολογούν την επέκταση της έννοιας του «εύλογου» σε σημείο όπου η διασφάλιση που παρέχεται από το άρθρο 5 § 1 (γ) να δίδεται αλλοιωμένη. Με την επακόλουθη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με μια συγκεκριμένη κατηγορία, μπορεί μερικές φορές να ενισχυθεί μια υποψία που συνδέει έναν ύποπτο με τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση μιας υπόνοιας που δικαιολογεί την κράτηση. Σε κάθε περίπτωση, η μετέπειτα συγκέντρωση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων δεν απαλλάσσουν τις εθνικές αρχές από την υποχρέωσή τους να παρέχουν επαρκή στοιχεία που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αρχική κράτηση ενός ατόμου[13].

 

17.     Τονίζεται ότι, ο λόγος της Fox. Cambell and Hartley v. the United Kingdom (ανωτέρω), στην οποία υπήρξε η προαναφερόμενη προσέγγιση, ήταν βάσει αδικημάτων σχετικών με την τρομοκρατία, που συνυφαίνονται με την ανθρώπινη ζωή, και που δεν επιτρέπουν ενέργειες επαλήθευσης, αλλά οι αρχές θα πρέπει να ενεργούν με αμεσότητα και στη βάση οποιωνδήποτε σχετικών πληροφοριών. Δεν υπάρχει εύκολα όμοιο ισοζύγιο σε άλλης φύσης αδικήματα. Εάν υπάρχει, θα πρέπει να εξειδικεύονται οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται η απόκλιση από τα βασικά και συνήθη πρότυπα εφαρμογής του άρθρου 5 § 1. Γιατί γίνεται επίκληση της ανάγκης εφαρμογής των προτύπων της Fox. Cambell and Hartley v. the United Kingdom (ανωτέρω), όπου και εκεί, τελικά, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, που περισσότερο είχαν να κάνουν με τον επικείμενο χειρισμό από την Ιρλανδική κυβέρνηση, δεν ικανοποιήθηκαν οι απαιτήσεις του «εύλογου» της υποψίας.

 

18.     Στη βάση των προαναφερόμενων, οι υποψίες, που απορρέουν ιδίως από μεμονωμένη καταγγελία ή «πληροφορία από αξιόπιστη πηγή», θα πρέπει να δικαιολογούνται με επαληθεύσιμα και αντικειμενικά στοιχεία, για να είναι σε επίπεδο «εύλογης» υποψίας, εφόσον υπάρχει η χρονική και πρακτική δυνατότητα τέτοιας επαλήθευσης, χωρίς να προκαλείται κάποιος κίνδυνος που διεκδικεί υπέρτερη προσοχή. Η αξιοπιστία της καταγγελίας ή των λοιπών στοιχείων, ως προς τα βασικά τους στοιχεία, και κατ’ επέκταση η εκ πρώτης όψεως βασιμότητά τους, με βάση την παρατιθέμενη νομολογία του ΕΔΔΑ, πρέπει να ελέγχεται από τις διωκτικές αρχές, εφόσον εξ αυτής της αξιολόγησης είναι που απορρέει το «εύλογο». Το δικαστήριο, που εξετάζει το αίτημα, δεν εξετάζει την αξιοπιστία της μαρτυρίας καθαυτήν, αλλά τις ενέργειες των αρχών σχετικά με την από μέρους τους διερεύνηση της αξιοπιστίας της καταγγελίας ή άλλων στοιχείων, δηλαδή τις ενέργειες επαλήθευσης που έγιναν, για να θεωρηθεί σοβαρή και βάσιμη καταγγελία ή γενικά η μαρτυρία. Ακόμα και η επώνυμη γραπτή καταγγελία, όπως άλλωστε και η δεόντως καταχωρισμένη στα μητρώα πληροφορία που αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη στη βάση συγκεκριμένων δεδομένων, δεν θα πρέπει να είναι «απογυμνωμένη», όπως ήταν η έκφραση που χρησιμοποιήθηκε σε εγχώρια νομολογία· χωρίς η αναφορά σε «απογυμνωμένο» στοιχείο να έχει, και πάλι, την έννοια της αξιολόγησης από το Δικαστήριο της αξιοπιστίας ή της αποδεικτικής αξίας ή ισχύος της μαρτυρίας ως σε δίκη ουσίας ή ακόμα και σε εκ πρώτης όψεως στάδιο. Επίσης, αόριστες και γενικές αναφορές σε απροσδιόριστο «υλικό της υπόθεσης» δεν μπορούν να είναι επαρκείς, για να δικαιολογήσουν το «εύλογο» μιας υποψίας, ελλείψει συγκεκριμένων δηλώσεων, πληροφοριών ή καταγγελιών[14].

 

19.     Όπως λέχθηκε προηγουμένως, το τι είναι «εύλογο», εξαρτάται εν πολλοίς από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Βεβαίως, τα γεγονότα που εγείρουν μια υποψία δεν χρειάζεται να του ίδιου επιπέδου με εκείνα που είναι απαραίτητα για να δικαιολογηθεί μια καταδίκη ή ακόμη και η απαγγελία κατηγορίας[15]. Ο όρος «λογικότητα» (reasonableness) σημαίνει, επίσης, το όριο που πρέπει να πληροί η υποψία για να ικανοποιήσει τον αντικειμενικό παρατηρητή σχετικά με την πιθανότητα των κατηγοριών[16]. Κατά κανόνα, προβλήματα σχετικά με την «εύλογη υποψία» προκύπτουν σε επίπεδο γεγονότων. Το ερώτημα είναι εάν η σύλληψη και κράτηση βασίζονται σε επαρκή αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν μια «εύλογη υποψία», ότι τα επίμαχα γεγονότα έχουν όντως συμβεί.

 

20.     Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον ικανοποιείται το ελάχιστο πρότυπο για το «εύλογο» μιας υπόνοιας, για μια σύλληψη ή κράτηση ενός ατόμου, που, επαναλαμβάνεται, δεν είναι αξιολόγηση επιμέρους μαρτυρίας για σκοπούς ελέγχου της αξιοπιστίας της ως σε δίκη, το Δικαστήριο οφείλει, με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ, να λαμβάνει υπόψη το γενικό πλαίσιο των γεγονότων της συγκεκριμένης περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένης της ιδιότητας του υπόπτου, της σειράς των γεγονότων, του τρόπου με τον οποίον διενεργήθηκαν έρευνες και τη συμπεριφορά των αρχών[17]. Τα ελάχιστα πρότυπα δεν πληρούνταν, για παράδειγμα, στη Shmorgunov and Others v. Ukraine, 2021, §§ 464-477, κατά τη σύλληψη και κράτηση υπόπτων, με την υποψία ότι είχαν διαπράξει εγκλήματα συναφή με το γεγονός ότι συμμετείχαν σε διαδήλωση· υπερτερούσε η αυθαιρεσία, κι η σύλληψη περισσότερο αναδεικνύονταν και αποτελούσε μέρος μιας στρατηγικής των αρχών προκειμένου να εμποδίσουν και να τερματίσουν ειρηνικές διαδηλώσεις. Ενώ πρέπει να υπάρχει εύλογη υποψία κατά την στιγμή της σύλληψης και της αρχικής κράτησης, πρέπει επίσης να αποδεικνύεται, σε περιπτώσεις παρατεταμένης κράτησης, ότι η υποψία παρέμεινε και παραμένει «εύλογη» καθ' όλη τη διάρκεια της κράτησης.

 

21.     Ενώ το πλαίσιο μιας υπόθεσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 5, οι Αρχές δεν διαθέτουν λευκή κάρτα, να μπορούν να διατάξουν την κράτηση ενός ατόμου κατά τη διάρκεια επικαλούμενης έκτακτης ανάγκης της χώρας, χωρίς επαληθεύσιμα στοιχεία ή πληροφορίες ή χωρίς επαρκή τεκμηριωμένη βάση που να πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 5 § 1 (γ)[18]. Τα μη επιβεβαιωμένα στοιχεία από φήμες ενός ανώνυμου πληροφοριοδότη δεν κρίθηκαν από το ΕΔΔΑ ως επαρκή, για να βασίσουν «εύλογη υποψία», ότι ο ύποπτος εμπλέκεται σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τη μαφία (Labita v. Italy [GC], 2000, §§ 156 κ.ε.). Αντίθετα, οι ενοχοποιητικές δηλώσεις που χρονολογούνταν από πολλά χρόνια και αργότερα αποσύρθηκαν από τους υπόπτους δεν αφαίρεσαν την ύπαρξη εύλογης υποψίας. Επιπλέον, δεν υπήρχε επίδραση στη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης (Talat Tepe v. Turkey, 2004, § 61). Το ΕΔΔΑ δέχθηκε, επίσης, ότι οι συγκεκριμένες και λεπτομερείς δηλώσεις του ανώνυμου μάρτυρα μπορούν να αποτελέσουν επαρκή πραγματική βάση για μια «εύλογη» υποψία στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος (Yaygin v. Turkey (dec.), 2021, §§ 37-46).

 

22.     Είναι νομολογημένο και σε εγχώρια νομολογία ότι, για τους σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο η υποψία εναντίον ενός υπόπτου είναι εύλογη ή όχι, η Αστυνομία δεν είναι υποχρεωμένη να αποκαλύπτει είτε ονόματα μαρτύρων, είτε άλλες πληροφορίες, αν αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία των αστυνομικών ανακρίσεων. Ωστόσο, η Αστυνομία είναι δυνατό να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου έγγραφα και καταθέσεις που συνδέουν τον ύποπτο με το υπό διερεύνηση αδίκημα, χωρίς την ανάγκη αυτά να παρουσιαστούν στον ύποπτο ή το δικηγόρο του, αν αυτό θα παράβλαπτε το ανακριτικό έργο[19]. Στη Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 ΑΑΔ 165 υποδείχθηκε πως η προσαγωγή των καταθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου που εξετάζει αίτημα για προσωποκράτηση, είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει, για ευνόητους λόγους, τον σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης. Υιοθέτηση τέτοιου κανόνα θα καθιστούσε το ανακριτικό έργο αναποτελεσματικό. Το γενικό συμφέρον στην καταστολή του εγκλήματος θα παραβλαπτόταν ανεπανόρθωτα. Θα ήταν δυσχερής ή αδύνατη η διερεύνηση του εγκλήματος και η προσαγωγή των υπόπτων μπροστά στη δικαιοσύνη.

 

23.     Σε περίπτωση που η αίτηση της Αστυνομίας αφορά σε περισσότερα αδικήματα, το Δικαστήριο δεν οφείλει, σε αυτή τη διαδικασία, να προβεί σε ξεχωριστή σύνδεση του ύποπτου με έκαστο από τα αδικήματα, ούτε ενδείκνυται να προβεί σε μικροσκοπική εξέταση του κάθε αδικήματος ξεχωριστά, όπως θα το εξέταζε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης[20].

 

24.     Ποια τελικά είναι η αλήθεια, είναι πάντοτε κατά νου, μπορεί να διαπιστωθεί μέσα από τις έρευνες της Αστυνομίας, λόγος για τον οποίον, ακριβώς, ζητείται η κράτηση.

 

25.     Σε ότι αφορά το «γνήσιο» της υποψίας, αυτή δεν πρέπει να αναδύεται από κατάχρηση εξουσίας ή να προσβλέπει προς μια τέτοια κατεύθυνση, σε κράτηση για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους επιτρέπεται τέτοιου είδους περιορισμός της ελευθερίας. Κάθε τέτοια πιθανότητα πρέπει να αποκλείεται σε κάθε περίπτωση.

 

26.     Αναφορικά με την αναγκαιότητα της κράτησης, το ζήτημα εξετάζεται πρόσθετα και σε συνάρτηση με τη φύση του ανακριτικού έργου. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κίνδυνος επηρεασμού είτε μαρτύρων είτε καταστροφής τεκμηρίων η εν γένει οιοσδήποτε επηρεασμός, τότε δικαιολογείται η κράτηση.

 

27.     Δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί με μαρτυρία ότι πράγματι ο ύποπτος επηρέασε ήδη ή προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρες ή να καταστρέψει τεκμήρια. Κριτήριο αποτελεί το κατά πόσον υπάρχουν πιθανοί κίνδυνοι και εύλογος δικαιολογημένος φόβος να επηρεαστεί το ανακριτικό έργο[21].

 

28.     Αναφορικά με την χρονική διάρκεια της κράτησης, αυτή μπορεί να συναρτηθεί άμεσα και μόνο με το εναπομείναν ανακριτικό έργο. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τον όγκο του εναπομείναντος έργου και το είδος των ανακριτικών πράξεων· αυτό, όμως, όχι προς αντιπαραβολή ή ελάττωση της υποχρέωσης των ανακριτικών αρχών για γρήγορη διεκπεραίωση του ανακριτικού έργου, που θα οδηγήσει στο ξεκαθάρισμα της θέσης του ύποπτου. Είναι καθήκον της Αστυνομίας να περατώσει το ανακριτικό έργο το ταχύτερο δυνατό.

 

Εξέταση

 

29.     Η αίτηση για προσωποκράτηση υποβλήθηκε παραδεκτά και μπορεί να τύχει ουσιαστικής εξέτασης.

 

30.     Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, προς υποστήριξη της αίτησης, προκύπτουν τα εξής, σε συνάρτηση με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις:

 

30.1.   Υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχει διαπραχθεί αδίκημα. Ειδικότερα, υπήρξε καταγγελία από συγκεκριμένο, κατονομαζόμενο πρόσωπο, ότι δέχθηκε πυροβολισμούς το φαρκαμείο, που αναφέρεται, έγιναν επιτόπιες εξετάσεις, διαπιστώθηκε η βασιμότητα της καταγγελίας και η ανάγκη για τη διερεύνησή της.

 

30.2.   Σε σχέση με το εάν υφιστάμενη μαρτυρία δημιουργεί εύλογη και κατ’ επέκταση γνήσια υπόνοια περί του ότι οι ύποπτοι εμπλέκονται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, υπήρξε έντονη αμφισβήτηση, συνεπώς και ιδιαίτερος προβληματισμός. Υπάρχει μαρτυρία ότι ο άγνωστος δράστης, ένα άτομο, προσέγγισε το φαρμακείο με μοτοποδήλατο και πυροβόλησε με όπλο που είχε στην κατοχή του. Έγινε από τον Α/Αστ.2851 Ι. Μαυρομούστακο επίπληση «πληροφορίας» ότι ο 1ος ύποπτος έλαβε από τον 2ο ύποπτο, μέσω του 3ου υπόπτου (διαμεσολαβητή), το ποσό των €2.500 ως αμοιβή για να ρίξει τρεις πυροβολισμούς και ότι οι πυροβολισμοί ρίχθηκαν με πυροβόλο όπλο το οποίο ο 1ος ύποπτος έχει ακόμα στην κατοχή του μαζί με εκρηκτικές ύλες. Η πληροφορία, κατά τον μάρτυρα, σημειώθηκε ως «αξιόπιστη» και η συγκεκριμένη πηγή έδωσε και στο παρελθόν αρκετές σημαντικές πληροφορίες, οι οποίες επαληθεύθηκαν και η πηγή θεωρείται «υψηλής αξιοπιστίας». Ο μάρτυρας δεν γνωρίζει τον πληροφοριοδότη, ούτε τον γνώρισε οποτεδήποτε, ούτε ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Όπως ανέφερε, έχει προσκομιστεί στο τμήμα η πληροφορία γραπτώς, γι’ αυτό και βρίσκεται στον ανακριτικό φάκελο, αλλά δεν υπάρχει δυνατότητα να λεχθεί οτιδήποτε άλλο σχετικά με την πληροφορία αυτή. Υπέδειξε την καταχωρισμένη πληροφορία στο Δικαστήριο, η οποία ‒ως διαπιστώνει το Δικαστήριο‒ προβαίνει σε ονομαστικές αναφορές και έχει λεπτομέρεια και έκταση, χωρίς αποκάλυψη περαιτέρω στοιχείων σχετικών με την πηγή του πληροφοριοδότη. Δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως δεν ήταν διαθέσιμες άλλες ενέργειες προς επαλήθευσή της, πριν από τη σύλληψη των υπόπτων. Σε σχέση με τον 2ο ύποπτο και τον 3ο ύποπτο δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο. Περαιτέρω, υπήρξε μαρτυρία ότι η περιγραφή του δράστη «ομοιάζει» ως προς τον σωματότυπο με τον 1ο ύποπτο. Αυτή η μαρτυρία προέρχεται από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, από τα πλάνα του οποίου δεν ήταν, όπως αναφέρθηκε, ευδιάκριτο το μοντέλο της μηχανής, πλην του μαύρου χρώματος, ενώ διαπιστώθηκε πως ο 1ος ύποπτος δεν διαθέτει μοτοσικλέτα. Δεν αποκλείεται βεβαίως, όπως λέχθηκε από τον μάρτυρα, να την πήρε από άλλο πρόσωπο. Εικασία. Η δε αναφορά σε «ομοιότητα» ήταν γενικευμένη στον σωματότυπο του δράστη, ο οποίος δεν αναφέρεται σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, χωρίς αυτή η διατύπωση από πλευράς Δικαστηρίου να υπεισέρχεται σε αξιολόγηση. Στην έρευνα που έγινε στην οικία του 1ου υπόπτου παραλήφθηκαν τεκμήρια, στα οποία δεν έγινε περαιρτέρω αναφορά. Γενικά, παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία μελών της Αστυνομίας περί ομοιότητας υπόπτων και οι σχετικές ανακριτικές πράξεις δεν είναι ασυνήθης ούτε μεμπτή, στην προκειμένη περίπτωση, εκτίθεται γενικά η εν λόγω μαρτυρία ή πληροφορία ως προς την αναφερόμενη αναγνώριση του 1ου υπόπτου, βάσει σωματότυπου, από πλάνα μέσα από τα οποία δεν διακρίνονται μέχρι στιγμής άλλα βασικά στοιχεία. Δεν υπάρχουν προφανή κίνητρα που να ωθούν στη διερεύνηση εναντίον των συγκεκριμένων προσώπων, ώστε προστιθέμενα, να συμβάλλουν στη σύνθεση του «εύλογου» της υποψίας. Το Δικαστήριο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει πειστεί ότι το επίπεδο της υποψίας ή υπόνοιας σχετικά με την εμπλοκή του 1ου υπόπτου, του 2ου υπόπτου και του 3ου υπόπτου είναι στο απαιτούμενο επίπεδο της «εύλογης» υποψίας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αδικημάτων και τις ανάγκες διερεύνησής τους με βάση τα χαρακτηριστικά τους και τα στοιχεία που κατέχει η Αστυνομία σε συνάρτηση με τις ενέργειες που έγιναν προς επαλύθευση ή και θα μπορούσαν να γίνουν. Αυτή η διαπίστωση σφραγίζει την κατάληξη του Δικαστηρίου.

 

30.3.   Χάριν πληρότητας αναφέρομαι και στις εναπομείνασες προϋποθέσεις. Οι ανακρίσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί. Περαιτέρω, εάν το Δικαστήριο ικανοποιείτο ότι υπάρχει εύλογη και γνήσια υποψία σχετικά με την εμπλοκή με τριών υπόπτων, με βάση τον βαθμό που έχει επεξηγηθεί πως χρειάζεται, με βάση τη νομολογία, η κράτηση θα κρίνονταν ως αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων, ενόψει της ανάγκης να ληφθούν καταθέσεις από πρόσωπα που μπορούν να προσεγγιστούν από τους υπόπτους. Και ο αιτούμενος χρόνος κράτησης, των 8 ημερών, σε τέτοια περίπτωση, θα ήταν ικανοποιητικός.

 

Κατάληξη

 

31.     Για τους λόγους όμως που εξηγήθηκαν, επειδή με βάση τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί δεν ικανοποιείται, στον απαιτούμενο βαθμό, το «εύλογο» της υποψίας αναφορικά με την εμπλοκή του 1ου υπόπτου, του 2ου υπόπτου και του 3ου υπόπτου, η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί με προοπτική την επιβολή αστυνομικής κράτησης και γι’ αυτό απορρίπτεται. Νοείται ότι η μη έγκρισή της δεν εμποδίζει τη συνέχιση του ανακριτικού έργου για τη διαλεύκανση των υπό διερεύνηση αδικημάτων και ειδικότερα για την ταυτοποίηση του δράστη.

 

(Υπ.) ................................

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[2] Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιγνατίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 502.

[3] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή, ΠΕ 18/2025, 04.02.2025, Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 104/24 κ.ά, 02.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 111/24 κ.ά, 14.05.2024, Yordanova v. Αστυνομίας, ΠΕ 22/24, 19.02.2024, Αριστοδήμου v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) ΑΑΔ 667, Ζαννέτου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652, Mahapini v. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 330, Stamataris v. The Police (1983) 2 CLR 107.

[4] Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 ΑΑΔ 160, Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 240.

[5] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή, ΠΕ 18/2025, 04.02.2025.

[6] Simons v. Belgium (dec.), 2012, § 32.

[7] James, Wells and Lee v. the United Kingdom, 2012, §§ 191-195, Saadi v. the United Kingdom [GC], 2008, §§ 68-74.

[8] Petkov and Profirov v. Bulgary, 2014, § 52· Erdagöz v. Turkey, 1997, § 51.

[9] Mehmet Hasan Altan ν. Τurkey, 2018, § 125; Brogan and Others v. the United Kingdom, 1988, §§ 52-54; Labita ν. Italy [GC], 2000, § 155; O'Hara v. The United Kingdom, 2001, § 36.

[10] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 314, Mehmet Hasan Altan v. Turkey, 2018, § 124; Fernandes Pedroso v. Portugal, 2018, § 87.

[11] Sabuncu and Others v. Turkey, 2020, § 145.

[12]  Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 314· Ilgar Mammadov v. Azerbaijan, 2014, § 88; Erdagöz ν. Turkey, 1997, § 51; Fox, Campbell and Hartley ν. The United Kingdom, 1990, § 32).

[13]  Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 321.

[14] Akgün v. Turkey, 2021, §§ 156, 175.

[15] Merabishvili v. Georgia [GC], 2017, § 184

[16] Kavala v. Turkey, 2019, § 128.

[17]  Ibrahimov and Mammadov ν. Azerbaijan, 2020, §§ 113-131.

[18] Akgün v. Turkey, 2021, § 184.

[19] Ι.Μ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 40/2023, ECLI:CY:AD:2023:B120, 04.04.2023, Tsirides v. Police (1973) 2 CLR 204.

[20] Ζανέτου  v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652.

[21] Πέτρου ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 679.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο