ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. Φ. Σ. κ.α., Υπόθεση αρ. 13025 / 2025, 26/9/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. Φ. Σ. κ.α., Υπόθεση αρ. 13025 / 2025, 26/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Υπόθεση αρ. 13025 / 2025

 

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

1.  Φ. Σ.

2. Ε. Α.

 

__________________

 

Ημερομηνία: 26 Σεπτεμβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Π. Αβρααμίδης, για την Κατηγορούσα Αρχή

Δ. Τσολακίδης για τον Κατηγορούμενο 1

Λ. Νεοφύτου για τον Κατηγορούμενο 2

Κατηγορούμενοι 1 και 2: παρόντες

 

 

 

 

Αίτημα για προσωρινή κράτηση μέχρι τη δίκη

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex tempore)

 

1.        Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 αντιμετωπίζουν κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Α, με αναφορά σε ποσότητα άνω των 900 γραμμαρίων κοκαΐνης και άλλα, χωρίς άδεια του Υπουργού Υγείας, για προμήθεια, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν την 18.09.2025. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει την 10.11.2025. Η πλευρά της Καρτηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως μέχρι τότε οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 παραμείνουν υπό κράτηση.

 

2.        Το αίτημα κράτησης βασίζεται στον κίνδυνο φυγοδικίας. Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου το μέχρι στιγμής διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό (Τεκμήριο Α) και αποκοπή από το ημερολόγιο ενεργείας (Τεκμήριο Β). Επιχειρηματολογώντας, ανέφερε τις νομικές αρχές που ισχύουν, παραπέμποντας το Δικαστήριο σε συγκεκριμένες καταθέσεις.

 

3.        Ο εκπρόσωπος του Κατηγορουμένου 1 δεν έφερε ένσταση. Ο εκπρόσωπος του Κατηγορουμένου 2 δεν έφερε ένσταση, ωστόσο σχολίασε σχετικά με την πιθανότητα καταδίκης επί του μαρτυρικού υλικού. Επιφύλαξε το δικαίωμα να εγείρει ορισμένα ζητήματα ενώπιον του Δικαστηρίου που θα εκδικάσει την υπόθεση, λέγοντας πως η μαρτυρία από την οποία φαίνεται περιγραφή των όσων διαπιστώθηκαν από την παρακολούθηση, στην οποία υπάρχει και το Κυανούν 20, δεικνύει, κατά τη θέση του, εκ πρώτης όψης, ασυμφωνία ως προς τις λεπτομέρειες, συγκριτικά με όσα ανέφεραν τα μέλη της Αστυνομίας που συμμετείχαν στην παρακολούθηση. Έπειτα, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του όρκου που υποστηρίζει σε κάθε περίπτωση το ένταλμα και την αίτηση προφυλάκισης (Τεκμήριο Γ, Τεκμήριο Δ), επιχειρηματολόγησε επί του ιδίου θέματος, για σκοπούς καταγραφής στα πρακτικά.

 

4.        Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.

 

Νομικές πτυχές και εξέταση

 

5.        Η προσωπική ελευθερία συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα και ως εκ τούτου, η προσωρινή κράτηση ενός κατηγορουμένου αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο οφείλει να εφαρμόζεται μόνον εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις. Η πρώτη επιλογή του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης, είναι η υπό όρους απόλυση του Κατηγορουμένου, εκτός και αν κρίνεται αναγκαία η κράτηση για την εξυπηρέτηση σκοπών απονομής της δικαιοσύνης[1]. Έχουν αναγνωριστεί περιορισμένοι σκοποί ή λόγοι για τους οποίους μπορεί να δικαιολογηθεί η κράτηση. Θα πρέπει να εξετάζονται με επιμέλεια[2].

 

6.        Ένας από τους λόγους για τους οποίους μπορεί να δικαιολογηθεί η κράτηση μέχρι τη δίκη είναι ο κίνδυνος φυγοδικίας ή φυγής[3]. Η σχετική αξιολόγηση δεν μπορεί να εξαντλείται σε αφηρημένες γενικεύσεις ή υποθετικές εκτιμήσεις, αλλά πρέπει να βασίζεται σε ενδελεχή και τεκμηριωμένη ανάλυση. Ο κίνδυνος αυτός εκτιμάται με βάση:

 

·        Τη σοβαρότητα του αδικήματος και τη δυνητική αυστηρότητα της προβλεπόμενης ποινής·

 

·        την πιθανότητα καταδίκης, κατά την αρχική αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού·

 

·        τις προσωπικές και κοινωνικές συνθήκες του Κατηγορουμένου, ιδίως ως προς τη διασύνδεσή του με τη χώρα και τον τρόπο ζωής του.

 

7.        Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν νοείται να αποτιμάται απομονωμένα. Η κατοχυρωμένη αρχή του τεκμηρίου αθωότητας υπαγορεύει ότι ο Κατηγορούμενος πρέπει να παραμένει ελεύθερος εν αναμονή της δίκης, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθιστούν την κράτηση απολύτως αναγκαία. Η σοβαρότητα τεκμαίρεται τόσο από την προβλεπόμενη ποινή όσο και από τη φύση των πράξεων. Ωστόσο, η βαρύτητα των κατηγοριών δεν αρκεί per se να δικαιολογήσει μακρόχρονη στέρηση ελευθερίας.

 

8.        Αναγκαία είναι η πιθανολόγηση καταδίκης, η οποία στηρίζεται στην εκτίμηση της ισχύος του μαρτυρικού υλικού, σε οπτική μόνο προσέγγιση. Το στάδιο αυτό δεν συνιστά αξιολόγηση ουσίας ή αποδοχή αποδεικτικών ισχυρισμών, αλλά απλή δικονομική στάθμιση. Το κριτήριο της πιθανολόγησης είναι κατώτερο από αυτό της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και δεν συνεπάγεται κρίση για την ενοχή ή την αθωότητα. Μπορεί να στηρίζεται ακόμα και σε εξ ακοής μαρτυρία, υπό την προϋπόθεση ότι εκτιμάται συνολικά η νομική της επιρροή. Η κατάθεση του Κατηγορουμένου, όπου προσφέρεται, δύναται να διαφωτίσει περαιτέρω την εξ όψεως αποτύπωση των πραγματικών περιστατικών. Αν και η κατάσταση των αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ύπαρξη και εμμονή σοβαρών ενδείξεων ενοχής, και πάλι, από μόνη της, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση[4].

 

9.        Η ύπαρξη δεσμών με την Κύπρο (οικογενειακών, επαγγελματικών, κοινωνικών) λειτουργεί ανασταλτικά στην πιθανότητα φυγής και αποφυγής της δίκης. Όμως, οι δεσμοί αυτοί δεν μπορούν να εξουδετερώσουν καθολικά τον κίνδυνο, ειδικά όταν η σοβαρότητα των πράξεων ή άλλα ενισχυτικά στοιχεία δείχνουν αυξημένο ενδεχόμενο αποτροπής από την εμφάνιση στη δίκη[5].

 

10.     Το ΕΔΔΑ επισημαίνει, επίσης, ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν αξιολογείται μεμονωμένα βάσει της ενδεχόμενης ποινής, αλλά με πολλαπλά κριτήρια: χαρακτήρας, ήθος, περιουσιακά δεδομένα, διεθνείς επαφές, δέσμευση στον τόπο. Η απουσία σταθερής κατοικίας δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει τον κίνδυνο αυτό, ενώ ο χρόνος κράτησης δρα απομειωτικά σε τέτοιο ενδεχόμενο[6]. Όταν ο μόνος λόγος κράτησης που προβάλλεται είναι ο φόβος ότι ο κατηγορούμενος θα τραπεί σε φυγή και συνεπώς θα αποφύγει να παρουσιαστεί για δίκη, πρέπει να αφεθεί ελεύθερος εν αναμονή της δίκης, εάν είναι δυνατόν να ληφθούν εγγυήσεις που θα εξασφαλίσουν αυτή την εμφάνιση[7].

 

11.     Η προσήκουσα στάση του Κατηγορουμένου, όπως η εκούσια εμφάνισή του ενώπιον των Αρχών, αποτελεί ενθαρρυντική ένδειξη. Ωστόσο, εάν δεν γνώριζε τη σοβαρότητα των κατηγοριών, η σημασία της ενέργειάς του μειώνεται[8].

 

12.     Η επίδραση της κράτησης στον βίο του Κατηγορουμένου (οικογενειακή ζωή, εργασία, υγεία) πρέπει να συνεκτιμάται, αλλά δεν μπορεί να ανατρέψει την αναγκαιότητα κράτησης, όταν δεν είναι εφικτή η διασφάλιση της εμφάνισης με ηπιότερα μέσα[9].

 

13.     Δεν υφίσταται εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος περιορισμού εντός οικίας ή επιβολής ηλεκτρονικής επιτήρησης, ελλείψει ρητής νομοθετικής πρόβλεψης. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποτελούν «εύλογους» όρους απόλυσης[10].

 

14.     Η συμμόρφωση με όρους απόλυσης σε παλαιότερη υπόθεση δεν εξαλείφει τον κίνδυνο, αλλά δύναται να συνεκτιμηθεί ως στοιχείο καλής προαίρεσης. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Παρασκευάς ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 607, όπου η αυτοπρόσωπη παρουσία του κατηγορουμένου στη Δικαιοσύνη λειτούργησε προς όφελός του.

 

15.     Εν τέλει, ο κίνδυνος φυγοδικίας πρέπει να αποτιμάται με μεθοδική ακρίβεια, συνεκτιμώντας την ειδική περίσταση του Κατηγορουμένου, χωρίς γενικεύσεις ή τυποποιημένα σχήματα.

 

16.     Τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 έχουν σοβαρότητα, με γνώμονα τις προβλεπόμενες στον νόμο ποινές. Συνήθης ποινική μεταχείριση σε περίπτωση καταδίκης περιλαμβάνει ποινή στερητική της ελευθερίας.

 

17.     Μέσα από το μαρτυρικό υλικό που προσκομίστηκε, στην όψη του, υπάρχει ορατή πιθανότητα καταδίκης, χωρίς αυτή η διατύπωση να αναιρεί το τεκμήριο αθωότητας και συναφώς την προσδοκία αθώωσης των Κατηγορουμένων 1 και 2. Μέσα από την κατάθεση του Αστ.4881 και τις καταθέσεις του Αστ.4880 προκύπτει πως μέσα από πληροφορία που αναφέρονταν σε παράνομες δραστηριότητες του Κατηγορουμένου 1, οργανώθηκε επιχείρηση από την ΥΚΑΝ. Σύμφωνα με την πληροφορία ο Κατηγορούμενος 1 θα προμηθεύονταν μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης από τη Λεμεσό. Στήθηκε επιχείρηση, παρακολούθηση του Κατηγορουμένου 1. Εντοπίστηκαν συγκεκριμένα οχήματα, θεάθηκε να οδηγεί συγκεκριμένο όχημα ο Κατηγορούμενος 1, να μεταβαίνει στη Λεμεσό, σταμάτησε το αυτοκίνητό του στην περιοχή που αναφέρεται, αφού πέρασαν λίγα λεπτά και αφού από την παρακολούθηση του Κατηγορουμένου 1 θεάθηκε να μιλά στο κινητό και να έχει τα φώτα κινδύνου αναμμένα, εμφανίστηκε ο Κατηγορούμενος 2, ο οποίος αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων, να προσεγγίζει το μέρος πεζός, να γίνεται νόημα για προσέγγιση σε παρακείμενο χώρο στάθμευσης, να γίνεται ανταλλαγή μεταξύ τους. Στις καταθέσεις περιγράφονται οι συσκευασίες που ανταλλάχθηκαν και τι είδαν οι μάρτυρες τους Κατηγορούμενους 1 και 2 να πράττουν. Ο Κατηγορούμενος 1 αναχώρησε από το μέρος, τελούσε υπό συνεχή παρακολούθηση, ανακόπηκε σε κατοπινό στάδιο χωρίς να έχει σταματήσει οπουδήποτε μετά τη συνάντησή του με τον Κατηγορούμενο 2. Έγινε έρευνα στο όχημα και εντοπίστηκαν σακούλια με συνολικά 60 αυγοειδείς συσκευασίες με ποσότητα άσπρης σκόνης κοκαΐνης συνολικού μεικτού βάρους 910 γραμμαρίων (Τεκμήριο Β). Υπήρξε δεύτερη πληροφορία αναφορικά με την εμπλοκή του Κατηγορουμένου 2, εντοπίστηκαν κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, στα οποία περιγράφονται οι αριθμοί εγγραφής του οχήματος του Κατηγορουμένου 2. Επίσης υφίσταται η μαρτυρία σχετικά με την περιγραφή των συσκευασιών που εντοπίστηκαν στη συνέχεια. Ο Κατηγορούμενος 2 τοποθετεί τον εαυτό του στη σκηνή, δίνοντας όμως τους δικούς του ισχυρισμούς, και αναφέροντας πως δεν γνωρίζει τον Κατηγορούμενο 1. Ο Κατηγορούμενος 1, στη δική του ανακριτική κατάθεση, ανέφερε πως είχε τα ναρκωτικά στην κατοχή του, αλλά έκανε τον αποθηκάριο και τον μεταφορέα λόγω οικονομικών προβλημάτων. Ανέφερε πως δεν μπορεί να αναφέρει οτιδήποτε γιατί φοβάται για τη ζωή του. Σημειώνονται, για σκοπούς εξέτασης του σκέλους αυτού, οι αναφορές του συνηγόρου του Κατηγορουμένου 2, ωστόσο συνιστούν αξιολόγηση της υφιστάμενης μαρτυρίας, που δεν μπορεί να γίνει από το Δικαστήριο αυτό, σε αυτό το στάδιο.

 

18.     Αμφότεροι οι Κατηγορουμένοι 1 και 2 είναι Κύπριοι υπήκοοι, ωστόσο δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στους ειδικότερους δεσμούς τους με τη Δημοκρατία, όσον αφορά τις προσωπικές, οικογενειακές ή κοινωνικές και άλλες συνθήκες τους. Έπειτα, ο εκφρασμένος φόβος, τουλάχιστον πιο ξεκάθαρα από μέρους του Κατηγορουμένου 1, για τη ζωή του, είναι τέτοιος που φαίνεται να επηρεάζει τη συμπεριφορά του, κατά τρόπο που αναδύεται εύλογος φόβος πως εάν αφεθεί ελεύθερος, θα προσπαθήσει, κινούμενος από αυτόν τον φόβο, να προσπαθήσει να απομακρυνθεί ή να αποκρύψει την παρουσία του, για να προστατευθεί, κατ’ επέκταση να φυγοδικήσει. Όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 2, ενόψει της απουσίας αναφοράς του στους δεσμούς του με τη Δημοκρατία, με μόνη την Κυπριακή υπηκοότητά του, δεν είναι εφικτό, το Δικαστήριο, αντιπαραβάλλοντας αυτήν με τη σοβαρότητα των κατηγοριών και τη φύση τους, να αποκλείσει τον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

19.     Με δεδομένο τον κίνδυνο φυγοδικίας και την αδυναμία ελέγχου του με συγκεκριμένους όρους, ένεκα των λόγων και του τρόπου που αναδύεται, και συνεκτιμώντας όλα τα προαναφερόμενα, το αίτημα εγκρίνεται όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 1 και τον Κατηγορούμενο 2.

 

20.     Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι την 10.11.2025 που θα εμφανιστούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Εκδίδεται διάταγμα προσαγωγής τους.

 

(Υπ.) …………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024.

[2] Buzadji v. the Republic of Moldova [GC], 2016, § 87· Idalov v. Russia [GC], 2012, § 140.

[3] Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.2024, Ε.Ι.Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 186/2024, 24.07.2024, Στυλιανού ν Δημοκρατίας, ΠΕ 78/24, 08.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, ΠΕ 131/20, 20.08.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, ΠΕ 103/20, 03.09.2020, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54, Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790, Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7.

[4] Dereci v. Turkey, 2005, § 38.

[5] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024, Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2002) 2 ΑΑΔ 48, Καραγιάννη ν. Αστυνομίας, ΠΕ20/2025, 10.02.2025.

[6] W. v. Switzerland, 26 Ιανουαρίου 1993, § 33 Series A no. 254-A· Smirnova v. Russia, αρ. 46133/99 και 48183/99, §§ 9, 60, 63, ECHR 2003-IX· Panchenko v. Russia, 2005, § 106· Becciev v. Moldova, 2005, § 58· Sulaoja v. Estonia, 2005, § 64.

[7] Wemhoff v. Letellier, 1968, § 46· Luković v. Serbia, αρ. 43808/07, § 54, 26 Μαρτίου 2013.

[8] Παναγή ν. Αστυνομίας, ΠΕ 152/2024, 25.06.2024.

[9] Memic v. ΔημοκρατίαςΠΕ 81/2019 κ.ά., 16.07.2019, Diab v. Γενικός Εισαγγελέας, ΠΕ Ε151/2019, 13.08.2019, Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024.

[10] Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.2024 που παραπέμπει και στις Αστυνομία ν. Βούρκα, ΠΕ 43/21, 17.06.2021 και Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 ΑΑΔ 1718.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο