Αναφορικά με τον S. I., Αίτηση Προσωποκράτησης αρ.: 349 / 2025, 24/10/2025
print
Τίτλος:
Αναφορικά με τον S. I., Αίτηση Προσωποκράτησης αρ.: 349 / 2025, 24/10/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Αίτηση Προσωποκράτησης αρ.:  349 / 2025

 

 

Αναφορικά με τον S. I. και την αίτηση της Αστυνομίας ημερομηνίας 24.10.2025 για προσωποκράτηση

____________

 

Ημερομηνία: 24 Οκτωβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Π. Αβρααμίδης, για την Αστυνομία

Κ. Ανδρεάκος, για τον ύποπτο

Ύποπτος: παρών

 

____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex tempore)

 

1.        Με αίτηση της Αστυνομίας που υποβάλλεται μέσω του Υπαστυνόμου Κ. Μιχαήλ, η Αστυνομία ζητά την κράτηση του προσώπου που αναφέρεται στην αίτηση ως ύποπτος, για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων σχετικά με τα αδικήματα:

 

·               Διάδοση υλικού πορνογραφικού ή σεξουαλικού περιεχομένου [άρθρο 9, ν.115(Ι)/2021]

·               Παρενοχλητική παρακολούθηση [άρθρο 3(1) ν.114(Ι)/2021, άρθρο 5 ν.115(Ι)/2021, Πίνακας 57]

·               Παρενόχληση [άρθρο 3(1) ν. 114(Ι)/2021, άρθρο 5 ν.115(Ι)/2021, Πίνακας 57]

·               Άσκηση ψυχολογικής βίας [άρθρο 6 ν.115(Ι)/2021]

 

2.        Η αίτηση υποστηρίζεται από τον όρκο της Αστ.1420 Ελένης Τσιάκκιρου, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο σε έγγραφη μορφή (Τεκμήριο Α), υιοθετήθηκε και, μαζί με τις απαντήσεις που έδωσε η μάρτυρας κατά την αντεξέτασή της από τον συνήγορο του υπόπτου, ως έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας, συνιστά το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας. Έχει ακουστεί επίσης η επιχειρηματολογία που εκτέθηκε σε σχέση με το υπό εξέταση αίτημα.

 

Νομικές αρχές

 

3.        Όπως προκύπτει από τον νόμο[1] και πάγια νομολογία, με τελευταία αναφορά την Ανδρέου ν. Αστυνομίας ΠΕ 273/2025, ημερ.16.10.2025, στην οποία παρέπεμψε η πλευρά της αιτούσας, ο σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων για το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία έγινε η σύλληψη και αναφέρονται και στην αίτηση[2]. Η έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης επηρεάζει την ελευθερία του ατόμου. Τέτοια διατάγματα πρέπει να αιτιολογούνται σε κάθε περίπτωση. Τέτοια διατάγματα εκδίδονται εφόσον[3]:

 

·               υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχουν διαπραχθεί τα αδικήματα που διερευνώνται

·               η υφιστάμενη μαρτυρία δημιουργεί εύλογη και γνήσια υπόνοια ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξη τους

·               οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη και

·               η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων

 

4.        Τα προαναφερόμενα συνιστούν προϋποθέσεις τη συνδρομή των οποίων πρέπει να αποδεικνύει η Αστυνομία, σωρευτικά.

 

5.        Το «εύλογο» της υπόνοιας συναρτάται με την ύπαρξη στοιχείων στην κατοχή της Αστυνομίας που τείνουν κατά λογική προέκταση να καταδείξουν τη διάπραξη των αδικημάτων και να συνδέσουν τον ύποπτο με αυτά. Προϋποτίθεται η ύπαρξη γεγονότων ή πληροφοριών που θα ικανοποιούσαν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι ο ύποπτος διέπραξε τα αδικήματα[4]. Δεν αξιολογείται, όμως, στο στάδιο αυτό, η μαρτυρία, ως προς την αποδεικτική της αξία ή την δραστικότητά της[5]. Δεν απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας που να καταδεικνύει σε οποιονδήποτε άλλο βαθμό και επίπεδο τη σύνδεση του υπόπτου με τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο λόγος είναι περί «εύλογης υπόνοιας». Η υπόνοια, για να είναι «εύλογη», δεν θα πρέπει να είναι εντελώς θεωρητική ή υποθετική, αλλά να είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένο πραγματικό πλαίσιο. Η καταγγελία στην Αστυνομία, ακόμα κι αν είναι μεμονωμένη, συνιστά ένα διάβημα με νομική σημασία ή επισημότητα στον λόγο του καταγγέλλοντος πολίτη, έναντι και στις συνέπειες που έχει το αξιόποινο τυχόν ψευδούς καταγγελίας[6]. Λαμβανομένης υπόψη και της φύσης των υπό διερεύνηση αδικημάτων, μπορεί να θεωρείται επαρκής.

 

6.        Πρέπει να εξισορροπηθεί, από τη μια, η αναγκαιότητα για προστασία της ελευθερίας του ατόμου, και από την άλλη να δοθεί λογική ευκαιρία στις ανακριτικές αρχές να διαλευκάνουν αποτελεσματικά το έγκλημα.

 

7.        Για τους σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο η υποψία εναντίον ενός υπόπτου είναι «εύλογη» ή όχι, η Αστυνομία δεν είναι υποχρεωμένη να αποκαλύπτει είτε ονόματα μαρτύρων είτε άλλες πληροφορίες, εάν αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία των αστυνομικών ανακρίσεων. Στη Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 ΑΑΔ 165 υποδείχθηκε πως η προσαγωγή των καταθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου που εξετάζει αίτημα για προσωποκράτηση είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει, για ευνόητους λόγους, τον σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης. Υιοθέτηση τέτοιου κανόνα θα καθιστούσε το ανακριτικό έργο αναποτελεσματικό.

 

8.        Σε περίπτωση που η αίτηση της Αστυνομίας αφορά περισσότερα αδικήματα, το Δικαστήριο δεν οφείλει, σε αυτή τη διαδικασία, να προβεί σε ξεχωριστή σύνδεση του ύποπτου με κάθε ένα από τα αδικήματα, ούτε ενδείκνυται να προβεί σε μικροσκοπική εξέταση του κάθε αδικήματος ξεχωριστά, όπως θα έπραττε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης[7]. Ποια τελικά είναι η αλήθεια, μπορεί να διαπιστωθεί μέσα από τις έρευνες της Αστυνομίας· λόγος για τον οποίο ζητείται η κράτηση. Η διερεύνηση περιλαμβάνει και την εξακρίβωση οποιωνδήποτε ισχυρισμών του υπόπτου που δημιουργούν απεμπλοκή του.

 

9.        Σε ότι αφορά το «γνήσιο» της υποψίας, έχει την έννοια ότι δεν πρέπει να αναδύεται από κατάχρηση εξουσίας ή να προσβλέπει προς μια τέτοια κατεύθυνση, δηλαδή σε κράτηση για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους επιτρέπεται τέτοιου είδους περιορισμός της ελευθερίας. Κάθε τέτοια πιθανότητα πρέπει να αποκλείεται.

 

10.     Αναφορικά με την αναγκαιότητα της κράτησης, το ζήτημα εξετάζεται πρόσθετα και σε συνάρτηση με τη φύση του ανακριτικού έργου. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κίνδυνος επηρεασμού είτε μαρτύρων είτε καταστροφής τεκμηρίων η εν γένει οιοσδήποτε επηρεασμός, τότε δικαιολογείται η κράτηση. Δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί με μαρτυρία ότι πράγματι ο ύποπτος επηρέασε ήδη ή προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρες ή να καταστρέψει τεκμήρια. Κριτήριο αποτελεί το κατά πόσον υπάρχουν πιθανοί κίνδυνοι και εύλογος δικαιολογημένος φόβος να επηρεαστεί το ανακριτικό έργο[8].

 

11.     Αναφορικά με την χρονική διάρκεια της κράτησης, αυτή μπορεί να συναρτηθεί άμεσα και μόνο με το εναπομείναν ανακριτικό έργο. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τον όγκο του εναπομείναντος έργου και το είδος των ανακριτικών πράξεων· αυτό, όμως, όχι προς αντιπαραβολή ή ελάττωση της υποχρέωσης των ανακριτικών αρχών για γρήγορη διεκπεραίωση του ανακριτικού έργου, που θα οδηγήσει στο ξεκαθάρισμα της θέσης του ύποπτου. Είναι καθήκον της Αστυνομίας να περατώσει το ανακριτικό έργο το ταχύτερο δυνατό.

 

Εξέταση

 

12.     Η αίτηση για προσωποκράτηση υποβλήθηκε παραδεκτά και μπορεί να τύχει ουσιαστικής εξέτασης. Γι’ αυτό προχωρώ στην εξέταση της αίτησης, έχοντας υπόψη το ως προαναφερόμενο νομικό πλαίσιο.

 

13.     Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, προς υποστήριξη της αίτησης, προκύπτουν τα εξής, σε συνάρτηση με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις:

 

13.1.            Υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχουν διαπραχθεί τα αδικήματα που αναφέρονται στην αίτηση. Υπάρχει γραπτή καταγγελία σχετικά με το πώς παρήχθη το υλικό και σχετικά με τη διάδοσή του, με αποστολή του σε συγκεκριμένο πρόσωπο, καθώς και με τη σχέση που υφίστατο μεταξύ του υπόπτου και της καταγγέλλουσας.

 

13.2.            Η υφιστάμενη μαρτυρία δημιουργεί εύλογη και γνήσια υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος, που κατονομάζεται, εμπλέκεται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Δεν μπορεί να αξιολογηθεί σε αυτό το στάδιο ή σε αυτή τη διαδικασία η μαρτυρία της καταγγέλλουσας, εάν λέει αλήθεια ή ψέματα, ή εάν λόγω της παρόδου των ημερών, από το αρχικό της παράπονο, μέχρι και την από μέρους της αναφορά των γεγονότων που σχετίζονται με τα γεγονότα που διερευνώνται, υπήρξαν άλλα γεγονότα που να δηλούν σκοπιμότητα στην από μέρους της προώθηση της καταγγελίας, όπως εν πολλοίς είναι η μη αποκλειόμενη εκδοχή του υπόπτου. Η μάρτυρας αναφέρθηκε και σε προηγούμενη επικοινωνία με τον ύποπτο, που παρουσιάζεται ως κίνηση επαλήθευσης από μέρους της Αστυνομίας, τουλάχιστον των βασικών παραμέτρων που τα μέλη της Αστυνομίας έχουν να διερευνήσουν. Επειδή δεν μπορεί να αξιολογηθεί η μαρτυρία που κατέχει η Αστυνομία, δεν μπορεί να υπεισέλθει το Δικαστήριο και στην παράμετρο των όσων η καταγγέλλουσα ανέφερε στην Αστυνομία, χαρακτηρίζοντάς τα «εξ ακοής», όπως επίσης ήταν η αναφορά από την Υπεράσπιση του υπόπτου. Νοείται πως η αλήθεια είναι ό,τι θα προκύψει από την ανακριτική διαδικασία, που περιλαμβάνει και τη διερεύνηση των ισχυρισμών του υπόπτου, ως τουλάχιστον αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο. Το γεγονός ότι από τη σύλληψή του, χθες (23.10.2025) ώρα 12:38, μέχρι σήμερα το πρωί που οδηγήθηκε στο Δικαστήριο δεν έγινε κατορθωτή η λήψη της κατάθεσής του, λόγω έλλειψης διερμηνέως, δεν οδηγεί, από μόνο του, σε συμπέρασμα σκόπιμης κωλυσιεργείας ή σκόπιμης παράκαμψης αναγκαίας ανακριτικής πράξης. Αν και είναι κατανοητές οι παράμετροι που τίθενται, δεν μπορεί να υποτεθεί πως ήταν εφικτή η εύρεση διερμηνέως και δεν χρησιμοποιήθηκε. Δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως υπάρχει κατάχρηση ή ότι γίνεται προσπάθεια να εξυπηρετηθεί αλλότριος σκοπός, όπως η εξυπηρέτηση αναγκών της καταγγέλλουσας ή η εξωθεσμική τιμωρία, πλην της εξιχνίασης της υπόθεσης. Δεν προκύπτει ότι η Αστυνομία θέλει να κρατήσει τον ύποπτο για να επιτύχει οτιδήποτε άλλο, που δεν συνάδει με το ανακριτικό έργο. Δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο η θέση της Υπεράσπισης του υπόπτου πως υπήρξε  - ορατή τουλάχιστον - αμέλεια από πλευράς των ανακριτικών αρχών ως προς τις λεπτομέρειες που ζητήθηκαν από την καταγγέλλουσα, ούτε μπορεί να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα από τη θέση της πλευράς της Υπεράσπισης ότι η μαρτυρία της καταγγέλλουσας δεν περιέχει και τους ισχυρισμούς του υπόπτου.

 

13.3.            Οι ανακρίσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Η μάρτυρας αναφέρθηκε στο εναπομείναν ανακριτικό έργο με λεπτομέρεια και δεν αμφισβητείται το γεγονός καθαυτό, ότι δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, για να μπορεί να  λεχθεί πως έχει εξιχνιαστεί η υπόθεση. Δεν έχει εξιχνιαστεί, όπως αυτό φαίνεται να είναι και το ζητούμενο, από πλευράς Υπεράσπισης του υπόπτου, να διερευνηθούν και οι δικοί του ισχυρισμοί, σε συνάρτηση με όλα τα υπόλοιπα δεδομένα.

 

13.4.            Δεν προβλέπεται κάποια άλλη διαδικασία κατά το στάδιο της ανάκρισης ως ηπιότερο μέσο, όπως ήταν η εισήγηση της πλευράς του υπόπτου, και η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων. Ειδικότερα, ασχέτως εάν ο ύποπτος [αφαίρεση προσωπικού δεδομένου] ή εάν [αφαίρεση προσωπικού δεδομένου] ή εάν [αφαίρεση προσωπικού δεδομένου], δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη, εάν ο ύποπτος αφεθεί ελεύθερος πριν από την ολοκλήρωση των ανακριτικών πράξεων που πρέπει να γίνουν, είναι δυνατός, με την οπτική ενός αντικειμενικού παρατηρητή, ο επηρεασμός του ανακριτικού έργου. Αυτό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση αφενός των υπό διερεύνηση αδικημάτων και τη σχέση αναμεταξύ της καταγγέλλουσας και του υπόπτου, αφετέρου σε συνάρτηση με τις ανακριτικές πράξεις που αναμένονται να γίνουν, που με βάση το Τεκμήριο Β περιλαμβάνουν τη λήψη 11 καταθέσεων από άτομα που δυνητικά μπορούν να προσεγγιστούν από τον ύποπτο, σε χώρους όπου μπορεί να προσεγγίσει ο ύποπτος. Η εμπιστευτικότητα της έρευνας επιβάλλει την μη περαιτέρω επέκταση. Δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο πως ο ύποπτος θα μπορούσε να επηρεάσει ανακριτικό έργο νωρίτερα, από τη στιγμή που ενημερώθηκε πως η καταγγέλλουσα είχε προβεί σε οποιαδήποτε καταγγελία. Η μάρτυρας διευκρίνισε πως η διερεύνηση της υπόθεσης, με τις πλήρεις λεπτομέρειες του παραπόνου της καταγγέλλουσας, ήταν εκείνη που οδήγησε στην έκδοση του εντάλματος σύλληψης του υπόπτου και είναι υπό εκείνο το πρίσμα που δημιουργείται ο κίνδυνος επηρεασμού, από τη στιγμή που ο ύποπτος γνωρίζει ότι διερευνώνται τα συγκεκριμένα αδικήματα για τα οποία έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψής του. Δεν είναι ζητούμενο η μάρτυρας να συγκεκριμενοποιήσει τον τρόπο που ο ύποπτος θα επηρεάσει τους μάρτυρες από τους οποίους αναμένεται η λήψη καταθέσεων. Η δυνατότητα επηρεασμού του ανακριτικού έργου, ως έχει περιγραφεί, υφίσταται με δεδομένους τους αναφερόμενους από την πλευρά της Υπεράσπισης δεσμούς του υπόπτου με τη Δημοκρατία.

 

13.5.            Όσον αφορά τον χρόνο κράτησης που ζητείται, των έξι ημερών, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και τη φύση των ανακριτικών πράξεων που πρέπει να γίνουν, οι οποίες καθιστούν αναγκαία την κράτηση, ο ζητούμενος χρόνος υπερβαίνει τον χρόνο που θεωρεί το Δικαστήριο εύλογα αναγκαίο. Το γεγονός ότι δεν είναι γνωστό πότε θα καταστεί κατορθωτό να ληφθούν ορισμένες καταθέσεις, από πρόσωπα που βρίσκονται στο εξωτερικό, δεν δικαιολογεί την κράτηση του υπόπτου για όσο χρόνο και μέχρι να καταστεί εφικτή η λήψη των εν λόγω καταθέσεων. Οφείλει η Αστυνομία να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, για την εξασφάλιση της μαρτυρίας αναφορικά με την οποία είναι αναγκαία η κράτηση του υπόπτου. Είναι όμως αναγκαίος και δικαιολογημένος ο χρόνος των τριών ημερών, για τη διεξαγωγή και ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου που αναφέρεται στην αίτηση, ως αυτό αναφέρεται.

 

Κατάληξη

 

14.     Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, επειδή συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έγκριση του αιτήματος προσωποκράτησης και ο χρόνος κράτησης των τριών ημερών είναι αναγκαίος και δικαιολογημένος, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ο ύποπτος παραπέμπονται σε αστυνομική κράτηση για περίοδο τριών ημερών.

 

(Υπ.) …………………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[2] Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιγνατίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 502.

[3] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή, ΠΕ 18/2025, 04.02.2025, Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 104/24 κ.ά, 02.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 111/24 κ.ά, 14.05.2024, Yordanova v. Αστυνομίας, ΠΕ 22/24, 19.02.2024, Αριστοδήμου v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) ΑΑΔ 667, Ζαννέτου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652, Mahapini v. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 330, Stamataris v. The Police (1983) 2 CLR 107.

[4]  Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 314· Ilgar Mammadov v. Azerbaijan, 2014, § 88; Erdagöz ν. Turkey, 1997, § 51; Fox, Campbell and Hartley ν. The United Kingdom, 1990, § 32.

[5] Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 ΑΑΔ 160, Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 240.

[6] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή, ΠΕ 18/2025, 04.02.2025.

[7] Ζανέτου  v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652.

[8] Πέτρου ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 679.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο