ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Αίτηση Προσωποκράτησης αρ.: 365 / 2025
Αναφορικά με τους 1) A.M. και 2) Ν.Κ. και την αίτηση της Αστυνομίας ημερομηνίας 04.11.2025 για προσωποκράτηση (ανανέωση)
____________
Ημερομηνία: 05 Νοεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Π. Αβρααμίδης, για την Αστυνομία
Ν. Κορομίας, για τον ύποπτο 1
Αλ. Χρ. Αλεξάνδρου μαζί με Ε. Αλεξάνδρου (κα), για τον ύποπτο 2
Ύποπτοι 1 και 2: παρόντες
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
1. Με αίτηση της Αστυνομίας που υποβάλλεται μέσω του Υπαστυνόμου Η.Κ., η Αστυνομία ζητά την περαιτέρω κράτηση των προσώπων που αναφέρονται στην αίτηση ως ύποπτοι, για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων σχετικά με τα αδικήματα:
Φόνος εκ προμελέτης [άρθρα 203, 204 Κεφ.154]
Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος [άρθρο 371 Κεφ.154]
Συνωμοσία για φόνο [άρθρο 217 Κεφ.154]
Εμπρησμός μηχανοκίνητου οχήματος [άρθρο 315(Α) Κεφ.154]
Παράνομη κατοχή, μεταφορά και χρήση πυροβόλου όπλου [άρθρα 2, 4(1), 5(1)(α) ν.113(Ι)/2004]
Παράνομη κατοχή, μεταφορά και χρήση εκρηκτικών υλών [άρθρα 4(4)(δ) Κεφ.54]
Κλοπή αυτοκινήτου [άρθρα 255-262 Κεφ.154]
2. Η αίτηση υποστηρίζεται από τον όρκο του ιδίου Υπαστυνόμου Η.Κ., που κατατέθηκε στο Δικαστήριο σε έγγραφη μορφή (Τεκμήριο Α), υιοθετήθηκε, και μαζί με τις απαντήσεις που έδωσε ο μάρτυρας κατά την αντεξέτασή του από τους συνηγόρους των υπόπτων, ως έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας, και τα Τεκμήρια Β και Γ, συνιστά το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας. Έχει ακουστεί επίσης η επιχειρηματολογία που εκτέθηκε σε σχέση με το υπό εξέταση αίτημα.
Νομικές αρχές
3. Όπως προκύπτει από τον νόμο[1] και πάγια νομολογία, ο σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων για το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία έγινε η σύλληψη και αναφέρονται και στην αίτηση[2]. Η έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης επηρεάζει την ελευθερία του ατόμου και πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Τέτοια διατάγματα μπορούν να εκδοθούν εφόσον αποδεικνύεται από την Αστυνομία σωρευτικά ότι[3]:
(α) υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχουν διαπραχθεί τα αδικήματα που διερευνώνται
(β) η υφιστάμενη μαρτυρία δημιουργεί εύλογη και γνήσια υπόνοια ότι οι ύποπτοι εμπλέκονται στη διάπραξη τους
(γ) οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη και
(δ) η κράτηση των υπόπτων είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων
4. Όταν η αίτηση αφορά παράταση του χρόνου κράτησης, τα ζητήματα που τίθενται πρόσθετα είναι: κατά πόσον ο διαρρεύσας χρόνος αξιοποιήθηκε δεόντως από την Αστυνομία, για τη διερεύνηση των αδικημάτων, και κατά πόσον η παράταση της κράτησης κρίνεται ευλόγως αναγκαία για την περαιτέρω διερεύνηση.
5. Το «εύλογο» της υπόνοιας συναρτάται με την ύπαρξη στοιχείων στην κατοχή της Αστυνομίας που τείνουν κατά λογική προέκταση να καταδείξουν τη διάπραξη των αδικημάτων και να συνδέσουν τον ύποπτο με αυτά. Προϋποτίθεται η ύπαρξη γεγονότων ή πληροφοριών που θα ικανοποιούσαν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι οι ύποπτοι διέπραξαν τα αδικήματα[4]. Δεν αξιολογείται, στο στάδιο αυτό, η μαρτυρία, ως προς την αποδεικτική της αξία ή τη δραστικότητά της[5]. Δεν απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας που να καταδεικνύει σε οποιονδήποτε άλλο βαθμό και επίπεδο τη σύνδεση των υπόπτων με τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο λόγος είναι περί «εύλογης υπόνοιας». Η υπόνοια, για να είναι «εύλογη», δεν θα πρέπει να είναι εντελώς θεωρητική ή αφηρημένα υποθετική, αλλά συνδεδεμένη με συγκεκριμένο πραγματικό πλαίσιο. Πρέπει να εξισορροπηθεί, από τη μια, η αναγκαιότητα για προστασία της ελευθερίας του ατόμου, και από την άλλη να δοθεί λογική ευκαιρία στις ανακριτικές αρχές να διαλευκάνουν αποτελεσματικά το έγκλημα.
6. Παρεμβάλλεται πως σε περιπτώσεις αδικημάτων μεταξύ άλλων σχετικών με το οργανωμένο έγκλημα ή συναφών εγκλημάτων, η υποψία που βασίζεται σε απλές πληροφορίες, ακόμα και από ανώνυμο πληροφοριοδότη, μπορεί να ικανοποιεί το επίπεδο επάρκειας σε πρώτο στάδιο, και να δικαιολογεί αρχικά την κράτηση· υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι γίνονται στη συνέχεια, με την πρώτη ευκαιρία, ενέργειες για την αναγκαία επαλήθευση. Με αναφορά στη νομολογία του ΕΔΔΑ, ενδεικτικά, σχετικές είναι η Fox, Campbell and Hartley ν. The United Kingdom, αιτήσεις αρ. 12244/86, 12245/86, 12383/86, ημερ. 30.08.1990 (τρομοκρατία) και σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα η Yaygin v. Turkey (dec.), αίτηση αρ. 12254/20, ημερ. 11.03.2021, §§ 37- 46 και σε σχέση με τη μαφία η Labita v. Italy [GC], αίτηση αρ. 26772/95, ημερ. 06.04.2000, § 156.
7. Για τους σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσον η υποψία εναντίον ενός υπόπτου είναι «εύλογη» ή όχι, η Αστυνομία δεν είναι υποχρεωμένη να αποκαλύπτει είτε ονόματα μαρτύρων είτε άλλες πληροφορίες, εάν αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία των αστυνομικών ανακρίσεων. Στη Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 ΑΑΔ 165 υποδείχθηκε πως η προσαγωγή των καταθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου που εξετάζει αίτημα για προσωποκράτηση είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει, για ευνόητους λόγους, τον σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης. Υιοθέτηση τέτοιου κανόνα θα καθιστούσε το ανακριτικό έργο αναποτελεσματικό. Το γενικό συμφέρον στην καταστολή του εγκλήματος θα παραβλαπτόταν ανεπανόρθωτα.
8. Σε περίπτωση που η αίτηση της Αστυνομίας αφορά περισσότερα αδικήματα, όπως είναι και η υπό εξέταση περίπτωση, το Δικαστήριο δεν οφείλει, σε αυτή τη διαδικασία, να προβεί σε ξεχωριστή σύνδεση του κάθε ύποπτου με κάθε ένα από τα αδικήματα, ούτε ενδείκνυται να προβεί σε μικροσκοπική εξέταση του κάθε αδικήματος ξεχωριστά, όπως ένα Δικαστήριο θα έπραττε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης[6].
9. Σε ότι αφορά το «γνήσιο» της υποψίας, έχει την έννοια ότι δεν πρέπει να αναδύεται από κατάχρηση εξουσίας ή να προσβλέπει προς μια τέτοια κατεύθυνση, δηλαδή σε κράτηση για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους επιτρέπεται τέτοιου είδους περιορισμός της ελευθερίας. Κάθε τέτοια πιθανότητα πρέπει να αποκλείεται.
10. Αναφορικά με την αναγκαιότητα της κράτησης, το ζήτημα εξετάζεται πρόσθετα και σε συνάρτηση με τη φύση του ανακριτικού έργου. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κίνδυνος επηρεασμού είτε μαρτύρων είτε καταστροφής τεκμηρίων η εν γένει οιοσδήποτε επηρεασμός, τότε δικαιολογείται η κράτηση. Δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί με μαρτυρία ότι πράγματι ένας ύποπτος επηρέασε ήδη ή προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρες ή να καταστρέψει τεκμήρια. Κριτήριο αποτελεί το κατά πόσον υπάρχουν πιθανοί κίνδυνοι και εύλογος δικαιολογημένος φόβος να επηρεαστεί το ανακριτικό έργο[7].
11. Αναφορικά με τη χρονική διάρκεια της κράτησης, αυτή μπορεί να συναρτηθεί άμεσα και μόνον με το εναπομείναν ανακριτικό έργο. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τον όγκο του εναπομείναντος έργου και το είδος των ανακριτικών πράξεων· αυτό, όμως, όχι προς αντιπαραβολή ή ελάττωση της υποχρέωσης των ανακριτικών αρχών για γρήγορη διεκπεραίωση του ανακριτικού έργου, που θα οδηγήσει και στο ξεκαθάρισμα της θέσης ενός ύποπτου. Είναι καθήκον της Αστυνομίας να περατώνει το ανακριτικό έργο το ταχύτερο δυνατό.
12. Επειδή ο χρόνος κράτησης συναρτάται άμεσα με το ανακριτικό έργο, το αποδεικτικό βάρος επαυξάνεται με κάθε αίτηση για ανανέωση της κράτησης. Αναμένεται, επίσης, παροχή περισσότερων λεπτομερειών, για τη φύση της μαρτυρίας που τείνει να καταδείξει εμπλοκή του κάθε υπόπτου[8].
Εξέταση
13. Η αίτηση για προσωποκράτηση υποβλήθηκε νομότυπα και δύναται να εξεταστεί με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο και τις προϋποθέσεις που έχουν ήδη αναπτυχθεί.
14. Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Συνοπτικά, στις 17.10.2025 εντοπίστηκε όχημα τύπου βαν να καίγεται στην περιοχή Ποταμού Γερμασόγειας. Από τις εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για εμπρησμό, πως το όχημα έφερε πλαστές πινακίδες, και ότι στη σκηνή θεάθηκαν δύο πρόσωπα να απομακρύνονται με μοτοσικλέτα σκούρου χρώματος. Την ίδια ημέρα φονεύθηκε, με πυροβόλο όπλο, το θύμα της υπόθεσης, που επέβαινε σε όχημα Rolls-Royce, το οποίο είχε ανακοπεί από βαν ίδιου τύπου και περιγραφής με εκείνο που κατόπιν ανευρέθη καμένο. Το εν λόγω βαν αποδείχθηκε κλοπιμαίο και συνδέθηκε με τη σκηνή του φόνου. Σε μεταγενέστερο στάδιο εντοπίστηκε εγκαταλελειμμένη μαύρη μοτοσικλέτα χωρίς πινακίδες, η οποία αντιστοιχούσε περιγραφικά με τη μοτοσικλέτα των δραστών. Από εξετάσεις διαπιστώθηκε ο αριθμός εγγραφής και εντοπίστηκε ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, ο ύποπτος 1. Επιπλέον, κλοπιμαίο όχημα Mitsubishi Colt, εντοπισμένο στις 14.10.2025 κοντά στο κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας με μπιτόνια καυσίμου στο εσωτερικό του, συνδέθηκε, βάσει μαρτυρίας και ανάλυσης κινήσεων, με τη σκηνή του φόνου και του εμπρησμού. Τα δεδομένα από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης κατέδειξαν επαναλαμβανόμενες διαδρομές του Mitsubishi και του βαν προς το σπίτι του θύματος τις ημέρες 9-14.10.2025, οι οποίες υποδηλώνουν ενδεχόμενο προσχεδιασμό της εγκληματικής ενέργειας. Υφίσταται μαρτυρία που υποδηλώνει τη διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται στην αίτηση.
15. Όσον αφορά τους υπόπτους:
15.1. Ο 1ος ύποπτος είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της μοτοσικλέτας η οποία, σύμφωνα με την Αστυνομία, φέρεται να χρησιμοποιήθηκε για τη διαφυγή των δραστών μετά τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι είχε πωλήσει τη μοτοσικλέτα ανεπίσημα, χωρίς μεταβίβαση. Βάσει του ισχυρισμού του τρίτα πρόσωπα τελούν επίσης υπό κράτηση. Το γεγονός ότι το όχημα δεν μεταβιβάστηκε τυπικά τον διατήρησε ως εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη, χωρίς ωστόσο αυτό να φανερώνει ότι ο 1ος ύποπτος εξακολουθούσε να έχει έλεγχο, κατοχή ή χρήση της μοτοσικλέτας τον κρίσιμο χρόνο. Η ιδιότητα αυτή, του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη, από μόνη της, δεν συνιστά στοιχείο εμπλοκής· ούτε μπορεί να στηρίξει εύλογη υπόνοια περί γνώσης ή συμμετοχής, ελλείψει συμπληρωματικών πραγματικών δεδομένων που να καταδεικνύουν πρόθεση ή συναίνεση στη χρήση της μοτοσικλέτας για εγκληματικό σκοπό. Η «εκτός συστήματος» μεταβίβαση, σε αυτό πλέον το ερευνητικό στάδιο, ενδέχεται πράγματι να δημιουργεί υπόνοιες, σε συνδυασμό με άλλα δεδομένα, πλην όμως δεν υπάρχουν πρόσθετα στοιχεία που να οδηγούν σε ενδεχόμενο περαιτέρω εμπλοκής του 1ου υπόπτου. Κατά τις ανακριτικές ενέργειες που ακολούθησαν, ο ύποπτος 1 όχι μόνο δεν απέφυγε τη συνεργασία με τις Αρχές, αλλά παρείχε πληροφορίες που οδήγησαν στη σύλληψη άλλων προσώπων, τα οποία επιβεβαίωσαν τη διάθεση της μοτοσικλέτας. Από το σύνολο των δεδομένων που προέκυψαν στη διάρκεια της κράτησης του 1ου υπόπτου δεν προστέθηκε κανένα νέο στοιχείο που να διαφοροποιεί την εικόνα σχετικά με την εμπλοκή του. Οι ισχυρισμοί του, αν και διαφοροποιήθηκαν μερικώς σε λεπτομέρειες που δεν παρουσιάστηκαν ως ουσιώδεις, δεν αναιρούν τη βασική του θέση περί παραχώρησης της μοτοσικλέτας σε τρίτους. Σε κάθε περίπτωση, δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε αντικειμενικό στοιχείο που να συνδέει τον 1ο ύποπτο είτε με τις σκηνές του φόνου και του εμπρησμού είτε με ενέργειες προπαρασκευαστικού χαρακτήρα. Η μαρτυρία, ως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, παραμένει θεωρητική ως προς τη συμμετοχή του 1ου υπόπτου. Ουδεμία πράξη, επικοινωνία, φυσική παρουσία ή τεκμήριο φαίνεται, προς το παρόν, να τον συνδέει με την εκτέλεση ή την οργάνωση των εγκλημάτων. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο παρόν στάδιο, μετά από πολυήμερη κράτηση και εκτεταμένες ανακριτικές ενέργειες, η απουσία οποιασδήποτε πρόσθετης μαρτυρίας καθιστά την υπόνοια αδύναμη. Κατά συνέπεια, η αρχική, τυπική, σύνδεση του ονόματος του 1ου υπόπτου με τη μοτοσικλέτα, που δικαιολογούσε αρχικά την κράτησή του, δεν μπορεί να θεμελιώσει πλέον εύλογη ή γνήσια υπόνοια εμπλοκής, για σκοπούς περαιτέρω κράτησης. Η υπόνοια, με την πάροδο του χρόνου και την απουσία ενίσχυσης, έχει καταστεί υποθετική και εκτός των ορίων που θέτει ο νόμος και η αρχή της αναλογικότητας. Ένας αντικειμενικός παρατηρητής δεν θα μπορούσε, στη βάση των υπαρχόντων στοιχείων, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο 1ος ύποπτος συνέδραμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διάπραξη ή στη συγκάλυψη των αδικημάτων. Χωρίς τουλάχιστον άλλα στοιχεία προς μία τέτοια κατεύθυνση. Η πιθανότητα και μόνον εύρεσης τέτοιων στοιχείων μελλοντικά, λ.χ. από την ανάλυση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, δεν δικαιολογεί την επέκταση της κράτησης, επί του παρόντος.
15.2. Ο 2ος ύποπτος ταυτίστηκε γενετικά με υλικό που ανευρέθηκε στο πώμα ενός μπιτονιού καυσίμου, εντός του κλοπιμαίου οχήματος Mitsubishi Colt, το οποίο φέρεται να συνδέθηκε από την Αστυνομία με την προπαρασκευαστική φάση του εγκλήματος. Το εύρημα αυτό αποτέλεσε αρχικά το μοναδικό στοιχείο που συνέδεε τον ύποπτο με την υπόθεση. Σε πρώτο στάδιο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η παρουσία γενετικού υλικού επί αντικειμένου εντός οχήματος που συνδέθηκε με μεταγενέστερη εγκληματική ενέργεια δημιουργούσε υπόνοια συμμετοχής σε προπαρασκευαστικές πράξεις. Ωστόσο, η αξιολόγηση αυτής της υπόνοιας σήμερα, μετά και από ανακριτικό έργο, οφείλει να γίνεται με βάση τη λογική αλληλουχία των γεγονότων, το χρονικό πλαίσιο και τα υπόλοιπα δεδομένα. Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι το Mitsubishi και τα μπιτόνια καυσίμου εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν ως τεκμήρια στις 14.10.2025, δηλαδή τρεις ημέρες πριν τον φόνο και τον εμπρησμό. Η Αστυνομία δεν αναφέρθηκε σε επιστημονική ή μαρτυρική ένδειξη που να προέκυψε στο μεταξύ και να συνδέει τα συγκεκριμένα μπιτόνια με την καύση του βαν ή οποιοδήποτε άλλο στάδιο της εγκληματικής ακολουθίας της 17ης Οκτωβρίου. Δεν προέκυψε ότι τα μπιτόνια, που αρχικά υποτέθηκε – εκ της παρουσίας τους στο όχημα που συνδέθηκε με τις σκηνές, ότι «θα χρησιμοποιούνταν», τελικά χρησιμοποιήθηκαν, ούτε ότι το περιεχόμενό τους συνδέεται τελικά με το καύσιμο που βρέθηκε στη σκηνή του εμπρησμού. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στην ημερομηνία εντοπισμού των αντικειμένων και στην τέλεση των πράξεων δημιουργεί, πλέον, χωρίς περαιτέρω στοιχεία προς οποιαδήποτε διαφορετική κατεύθυνση, εύλογη αμφιβολία για το αν η επαφή του 2ου υπόπτου με το μπιτόνι είχε οποιαδήποτε συνάφεια με το έγκλημα ή ήταν αποτέλεσμα τυχαίας ή άσχετης περίστασης. Παρά τον ανακριτικό χρόνο που υπήρξε, με κράτηση του 2ου υπόπτου, δεν υπάρχει ούτε επιπλέον μαρτυρία, ούτε βιντεογραφικό υλικό, ούτε επικοινωνιακά δεδομένα που να τον συνδέουν με τη σκηνή του φόνου, με τη χρήση του Mitsubishi ή με τα υπόλοιπα πρόσωπα που φέρονται ως εμπλεκόμενα. Η γενετική ταύτιση, μολονότι ενδιαφέρον στοιχείο, ως προς το ποιος ήρθε σε επαφή με το αντικείμενο, δεν δίδει, προς το παρόν, περαιτέρω πιθανότητα απάντησης στο πότε, πώς και υπό ποιες συνθήκες συνέβη αυτό. Χωρίς αυτά τα συμπληρωματικά δεδομένα, δεν αναδύεται εύλογα πλέον εμπλοκή στο υπό διερεύνηση σχέδιο, που να δικαιολογεί την περαιτέρω κράτηση. Μετά την πάροδο ανακριτικού χρόνου και την απουσία περαιτέρω στοιχείων, η αρχική υπόνοια αδυνατεί, ώστε να μην μπορεί να στηρίξει τη συνέχιση της κράτησης. Η ύπαρξη γενετικού υλικού σε αντικείμενο που προϋπήρχε του εγκλήματος και δεν αποδείχθηκε ότι χρησιμοποιήθηκε σε αυτό δεν μπορεί να δημιουργήσει εξακολουθούμενη εύλογη υπόνοια, παρά σύνδεση θεωρητική.
16. Χωρίς παραγνώριση του γεγονότος ότι η Αστυνομία διερευνά πολύπλοκο έγκλημα, η υπάρχουσα μαρτυρία, για τον 1ο ύποπτο και για τον 2ο ύποπτο, δεν πληροί, στο παρόν στάδιο, το απαιτούμενο επίπεδο επάρκειας, για τη δικαιολόγηση της εξακολούθησης της κράτησής τους, για σκοπούς διερεύνησης. Το στοιχείο της υποψίας παραμένει μεν, αλλά στάσιμο και θεωρητικό.
17. Οι ως άνω διαπιστώσεις δεν συνεπάγονται ότι η Αστυνομία πρέπει να τερματίσει το ανακριτικό έργο αναφορικά με τους δύο υπόπτους. Απλώς το να κρατηθούν εκ νέου οι δύο αυτοί ύποπτοι, υπό τις ίδιες περιστάσεις, θα ήταν συνταγματικά επισφαλές. Γενικά δεν είναι επιτρεπτό η κράτηση να συνεχίζεται γενικώς και αφηρημένα, μόνο επειδή η υπόθεση είναι πολύπλοκη ή εκκρεμεί η ανάλυση δεδομένων. Η πολυπλοκότητα μιας υπόθεσης, πιθανόν οργανωμένου εγκλήματος, μπορεί πράγματι να δικαιολογήσει, υπό περιστάσεις, αρχικά, κράτηση στη βάση χαμηλότερου επιπέδου επάρκειας των στοιχείων ή της μαρτυρίας, ή και μεγαλύτερο χρόνο έρευνας. Όχι, όμως, αυτόματα την παράταση της κράτησης για όλους τους υπόπτους, χωρίς πρόσθετα στοιχεία για τον καθένα, που σε αυτό το στάδιο θα πρέπει να υφίστανται.
18. Οι ανακρίσεις για τα διερευνώμενα αδικήματα αναμφίβολα παραμένουν σε εξέλιξη. Ο ανακριτής αναφέρθηκε εκτενώς στο εναπομείναν έργο, το οποίο αφορά μεταξύ άλλων ανάλυση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, αξιολόγηση βιντεογραφικού υλικού και περαιτέρω λήψη καταθέσεων. Μέχρι στιγμής λήφθηκαν 139 καταθέσεις και έγιναν 22 έρευνες με παραλαβή τεκμηρίων. Δεν διαπιστώνεται αδράνεια ή καθυστέρηση. Απεναντίας, γίνονται συνεχείς ενέργειες και προκύπτει συνεχής ροή δεδομένων που συνηγορεί ως προς την πιθανότητα το ανακριτικό έργο να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.
19. Το κριτήριο περί αναγκαιότητας είναι αποφασιστικό στη φάση αυτή, συναρτώμενο και με τον βαθμό της εμπλοκής του καθενός. Σε κάθε περίπτωση, δεν παρουσιάστηκαν και συγκεκριμένα δεδομένα που να τεκμηριώνουν κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, καταστροφής τεκμηρίων ή παρεμπόδισης του έργου. Η ύπαρξη ευρείας διερεύνησης δεν συνεπάγεται καθαυτήν αναγκαιότητα κράτησης των συγκεκριμένων προσώπων, εφόσον δεν προκύπτει πρακτικό εμπόδιο στην εξέλιξη των ανακρίσεων αν αυτοί αφεθούν ελεύθεροι. Ελλείψει τέτοιου κινδύνου, η κράτηση παύει να εξυπηρετεί τον θεμιτό σκοπό της και συνεπώς καθίσταται δυσανάλογη.
20. Η αναμονή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων ή η γενική υπόθεση ότι κάτι θα βρεθεί δεν αρκεί για να κρατηθεί ένας ύποπτος. Ειδικότερα, η αναμονή ανάλυσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, χωρίς ήδη υπάρχουσα εύλογη ένδειξη ότι σχετίζονται με τον ύποπτο ή την πράξη, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως λόγος συνέχισης της κράτησης. Μπορεί να δικαιολογήσει συνέχιση της έρευνας, όχι της στέρησης της ελευθερίας. Η κράτηση δεν είναι στάση αναμονής για το αν τα δεδομένα ίσως αποκαλύψουν κάτι· είναι ένα έκτακτο μέτρο που πρέπει συνεχώς να επανεξετάζεται υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.
21. Ειδικότερα, όσον αφορά τον 1ο ύποπτο, η απλή λήψη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων (π.χ. κλήσεις, επαφές, κινήσεις σήματος) δεν συνιστά αυτόματα ένδειξη εμπλοκής του 1ου υπόπτου. Είναι ανακριτικό μέσο που χρησιμοποιείται για να διερευνηθεί εάν υπάρχει εμπλοκή. Αναμένονται καταθέσεις από 14 επαφές, από τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, αλλά δεν εξηγείται τι είδους σχέση έχουν αυτές οι επαφές με το έγκλημα (π.χ. πρόσωπα ενδιαφέροντος, συνεργοί, τυχαίες κοινωνικές επαφές), δεν αποδίδεται περιεχόμενο στις επικοινωνίες (χρονική συνάφεια, ύποπτη συμπεριφορά, κλήσεις πριν/μετά το γεγονός), οπότε δεν διαφαίνεται, με τα υφιστάμενα δεδομένα, η αναγκαιότητα, εξ αυτού του ανακριτικού πλάνου. Ναι μεν υπάρχει αυτό το ανακριτικό έργο σε εξέλιξη, αλλά όχι συγκεκριμένη ανάγκη για κράτηση. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει, σε αυτό το σκέλος, αν υπάρχει κάτι να ερευνηθεί, αλλά αν υπάρχει κάτι που δικαιολογεί τη στέρηση της ελευθερίας του 1ου υπόπτου. Εφόσον δεν προκύπτει ότι ο 1ος ύποπτος μπορεί να επηρεάσει αυτές τις επαφές (και δεν εξηγείται γιατί δεν μπορούν να ληφθούν οι καταθέσεις ενώ είναι ελεύθερος), δεν υπάρχει αντικειμενική βάση αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης. Το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να εγκρίνει κράτηση ώστε να ιδωθεί τι θα βρεθεί.
22. Αντίστοιχα, η αναμονή λήψης ή ανάλυσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και αναφορικά με τον 2ο ύποπτο, εάν τελικά ληφθούν, δεν διαφοροποιεί τη θεώρηση, εφόσον δεν υπάρχει μαρτυρία ότι υπάρχουν προκαταρκτικές ενδείξεις εμπλοκής (π.χ. επαναλαμβανόμενες επικοινωνίες με άλλους εμπλεκόμενους πριν ή μετά το έγκλημα), και ότι υπάρχει κίνδυνος αλλοίωσης των δεδομένων ή επηρεασμού μαρτύρων, αν ο 2ος ύποπτος αποδεσμευθεί. Αλλιώς, πρόκειται για μια αναμονή εργαστηριακής ή τεχνικής διαδικασίας, όχι για πραγματική ανάγκη κράτησης. Η αναμονή αποτελεσμάτων που ακόμα δεν έχουν δρομολογηθεί και είναι άγνωστο εάν και πότε θα υπάρχει η δυνατότητα να ληφθούν, χωρίς εύλογο φόβο παρεμπόδισης συγκεκριμένου ανακριτικού έργου, δεν ικανοποιεί το κριτήριο της αναγκαιότητας.
23. Το υπόλοιπο εκκρεμές ανακριτικό έργο, όπως τουλάχιστον ανακύπτει στο παρόν στάδιο, και εντυπώνεται και στον όρκο αλλά και στο Τεκμήριο Β, δεν δικαιολογεί τη συνέχιση της κράτησης των δύο υπόπτων, ενώ δεν επιτρέπεται, σε αυτό το στάδιο, η κράτησή τους για οποιονδήποτε άλλο λόγο δεν σχετίζεται με τις ανάγκες της διερεύνησης.
24. Παρεμβάλλεται πως, εάν αποκαλυφθεί μεταγενέστερα νέο αποδεικτικό μέσο (π.χ. αποκρυπτογραφημένες συνομιλίες, τραπεζικά δεδομένα που συνδέουν τους υπόπτους με τη δράση κ.λπ.), τότε μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογηθεί νέα σύλληψη, εφόσον τέτοια επανεξέταση δεν βασίζεται στα ίδια στοιχεία, απλώς με διαφορετική ερμηνεία, ή με τον γενικό ισχυρισμό ότι η έρευνα συνεχίζεται. Συναφώς, το κρίσιμο είναι η ποιότητα και η ουσιαστική συμβολή των όποιων νέων στοιχείων, εάν και όταν υπάρξουν· δεν χρειάζεται να αποδεικνύουν ενοχή, αλλά να δημιουργούν νέες εύλογες υπόνοιες που δεν υπάρχουν στο παρόν στάδιο.
25. Τέλος, σημειώνεται, παρενθετικά, πως, ακόμη και αν, με μία διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, θεωρούνταν ότι πληρούνταν το επίπεδο εύλογης υπόνοιας και το κριτήριο της αναγκαιότητας, ο αιτούμενος χρόνος των οκτώ ημερών περαιτέρω κράτησης δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως αναγκαίος. Η φύση των εναπομεινάντων ενεργειών σχετικά με τον 1ο ύποπτο και τον 2ο ύποπτο δεν φαίνεται να απαιτεί τη φυσική παρουσία τους υπό κράτηση για τόσο χρονικό διάστημα. Υπό αυτή την καθαρά υποθετική εκδοχή, θα μπορούσε να θεωρηθεί αναλογικός ο χρόνος των τεσσάρων ημερών. Η εκτίμηση αυτή όμως διατυπώνεται obiter και δεν επηρεάζει το τελικό συμπέρασμα.
Κατάληξη
26. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, επειδή κρίθηκε ότι δεν πληρούνται σε αυτό το στάδιο, με τα υφιστάμενα δεδομένα, στο απαιτούμενο επίπεδο, όλες οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για τη συνέχιση της προσωποκράτησης του 1ου υπόπτου και του 2ου υπόπτου, η αίτηση για την περαιτέρω κράτησή τους δεν μπορεί να τύχει έγκρισης και γι’ αυτό οδηγείται σε απόρριψη.
(Υπ.) …………………………..
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155
[2] Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιγνατίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 502.
[3] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή, ΠΕ 18/2025, 04.02.2025, Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 104/24 κ.ά, 02.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 111/24 κ.ά, 14.05.2024, Yordanova v. Αστυνομίας, ΠΕ 22/24, 19.02.2024, Αριστοδήμου v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) ΑΑΔ 667, Ζαννέτου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652, Mahapini v. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 330, Stamataris v. The Police (1983) 2 CLR 107.
[4] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 314· Ilgar Mammadov v. Azerbaijan, 2014, § 88; Erdagöz ν. Turkey, 1997, § 51; Fox, Campbell and Hartley ν. The United Kingdom, 1990, § 32.
[5] Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 ΑΑΔ 160, Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 240.
[6] Ζανέτου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652.
[7] Πέτρου ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 679.
[8] Σχουρή ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56, Πέτρου ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 679.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο