ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Υπόθεση αρ. 2019 / 2019, 11/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Υπόθεση αρ. 2019 / 2019, 11/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Υπόθεση αρ. 2019 / 2019

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

 

ν.

 

 

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

 

__________

 

Ημερομηνία: 11 Νοεμβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Κ. Χατζηκωνσταντίνου (κα), για Κατηγορούσα Αρχή

Κ. Κλεοβούλου, για Κατηγορούμενη

Κατηγορούμενη: παρούσα

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex tempore)

 

Κατηγορίες

 

1.        Η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει τις ακόλουθες κατηγορίες:

 

1η Κατηγορία: ότι μεταξύ της 6.5.2018 και της 4.8.2018, στη Λεμεσό, έκλεψε: ένα ρολόι DKNY, ένα ρολόι Seiko με άσπρη πλάκα, ένα ρολόι Seiko με λιλά πλάκα, ένα ρολόι Seiko με μαύρη πλάκα, ένα ρολόι Invictar, ένα ρολόι Omax, ένα ρολόι Casio, ένα ρολόι Seiko 5 με μαύρη πλάκα, ένα διαβατήριο με άγνωστο αριθμό, ένα εκλογικό βιβλιάριο του Μ.Κ., 3 ασήμια του Μακαρίου, ταυτότητα του παππού του Μ.Κ. από τσιμεντοποιία, και μία βιομετρική ταυτότητα με τον αριθμό που αναφέρεται, όλα συνολικής αξίας €1.400 περίπου, περιουσία του Μ.Κ. από τη Λεμεσό [κλοπή, άρθρα 255, 265 ΠΚ].

 

2η Κατηγορία: ότι την 4.08.2018, στη Λεμεσό, ενώ της είχε δοθεί γραπτή εντολή από τον Αστ.3270 Θ. Κωνσταντίνου από τη Λεμεσό, ανακριτή σε υπόθεση κλοπής, που είχε λόγο να τη θεωρεί ενήμερη των γεγονότων ή περιστατικών του εν λόγω ποινικού συμβάντος, η Κατηγορούμενη χωρίς εύλογη αιτία αρνήθηκε να παρουσιαστεί στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού που της είχε ορίσει ο ανακριτής, για τον σκοπό εξέτασης σε σχέση με το εν λόγω αδίκημα [άρνηση παρουσίασης σε Αστυνομικό σταθμό, άρθρα 4(1)(3), 5(1)(4) Κεφ.155].

 

Διαδικασία

 

2.        Για την απόδειξη της υπόθεσής της, η Κατηγορούσα Αρχή προσκόμισε μαρτυρία από τους Αστ.3270 Θ. Κωνσταντίνου (ΜΚ1), και Μ.Κ. (ΜΚ2). Η Κατηγορούμενη κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπισή της. Επέλεξε να μαρτυρήσει ενόρκως (ΜΥ1). Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν. Το σύνολο της μαρτυρίας και της επιχειρηματολογίας βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Μαρτυρία

 

3.        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, όπως καθοδηγεί η νομολογία, γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Λαμβάνονται υπόψη, ενδεικτικά, η αμεσότητα, η συνοχή και η λογική συνέπεια των απαντήσεων, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η τυχόν επίδραση προσωπικού συμφέροντος, επιθυμιών ή μνήμης, καθώς και η ευκαιρία γνώσης των γεγονότων. Το Δικαστήριο συνεκτιμά και την εντύπωση από τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο. Η εκδοχή κάθε μάρτυρα δεν εξετάζεται αποσπασματικά ή γραμματικά, αλλά ως σύνολο, εντός της ζωντανής ατμόσφαιρας της προφορικής διαδικασίας, όπου ο λόγος δεν είναι πάντοτε απολύτως ακριβής ή άρτια διατυπωμένος. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί μέρος και να απορρίψει άλλο μέρος της μαρτυρίας, εφόσον αυτό δικαιολογείται. Δεν επιτρέπεται επιλεκτική κατάτμηση με τρόπο που να υπηρετεί προειλημμένο αποτέλεσμα. Η κρίση περί αξιοπιστίας αφορά τη συγκεκριμένη μαρτυρία, στο συγκεκριμένο αποδεικτικό πλαίσιο, και όχι τη γενικότερη εντιμότητα ή ειλικρίνεια του μάρτυρα ως προσώπου. Η αξιολόγηση γίνεται με γνώμονα το σύνολο της μαρτυρίας, ανεξαρτήτως της διάρθρωσης της παρούσας απόφασης[1].

 

ΜΚ1

 

4.        Ο ΜΚ1 αναγνώρισε και υιοθέτησε την κατάθεση ημερομηνίας 8.8.2018 (Τ1). Κατέθεσε ότι την 6.5.2018, ώρα 19:10, η Κατηγορούμενη επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Σταθμό και ζήτησε τη βοήθεια της Αστυνομίας. Ο ίδιος, με άλλο μέλος της Αστυνομίας, μετέβη στην οικία της, όπου συνάντησαν την Κατηγορούμενη και τον ΜΚ2. Επρόκειτο για ζεύγος σε διάσταση, το οποίο εξακολουθούσε να διαμένει μαζί λόγω του επτά μηνών τέκνου τους. Διαπιστώθηκε έντονη λογομαχία, οικογενειακή διαφορά και επεισόδιο βίας, κατά το οποίο οι δύο «αλληλοκτυπήθηκαν». Η Κατηγορούμενη ζητούσε την απομάκρυνση του ΜΚ2 από την οικία. Ο ΜΚ2 δήλωσε ότι θα αποχωρούσε, ζητώντας ωστόσο να παραλάβει προσωπικά του αντικείμενα (ρούχα, ρολόγια κ.λπ.). Η Κατηγορούμενη ανέφερε ότι θα τα παραδώσει στην Αστυνομία την επομένη, 7.5.2018. Η διαβεβαίωση αυτή ικανοποίησε τον ΜΚ2, ο οποίος αποχώρησε με τη συνοδεία της Αστυνομίας. Λίγες ημέρες αργότερα, ο ΜΚ2 τηλεφώνησε αναφέροντας ότι δεν είχε παραλάβει οποιαδήποτε αντικείμενα. Ο ΜΚ1 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την Κατηγορούμενη, η οποία επικαλέστηκε πρόβλημα στο χέρι και ζήτησε χρόνο. Σε επόμενες επικοινωνίες, μέχρι την 3.8.2018, ο ΜΚ1 προσπάθησε να διευθετήσει την παράδοση. Η Κατηγορούμενη άλλοτε ανέφερε ότι τα αντικείμενα ήταν στην κατοχή τρίτου προσώπου, του οποίου δεν αποκάλυπτε την ταυτότητα, άλλοτε ότι τα είχε παραδώσει στη δικηγόρο της. Σε επικοινωνία με τη δικηγόρο, διαπιστώθηκε ότι δεν την εκπροσωπούσε πλέον και δεν είχε παραλάβει αντικείμενα. Την 3.8.2018, ο ΜΚ1 επέδωσε στην Κατηγορούμενη το έντυπο Τ4, με το οποίο καλείτο να παρουσιαστεί την 4.8.2018 και ώρα 20:00 για κατάθεση. Η Κατηγορούμενη δεν παρουσιάστηκε. Την 6.8.2018 και ώρα 19:30, ο ΜΚ1 παρέλαβε από τον Α/Αστ. 3397 τα αντικείμενα που ο τελευταίος είχε παραλάβει από την Κατηγορούμενη κατά τον χρόνο σύλληψής της (Τ5). Στις 7.8.2018 ελήφθησαν φωτογραφίες (Τ2, Τ3). Στις 8.8.2018 τα αντικείμενα παραδόθηκαν στον ΜΚ2 έναντι απόδειξης. Ο ΜΚ1 κατέθεσε επίσης την ανακριτική κατάθεση της Κατηγορούμενης (Τ6), όπου αυτή ανέφερε ότι παρέδωσε όλα τα αντικείμενα του παραπονούμενου που βρίσκονταν στο σπίτι της, ότι τα κουτιά των ρολογιών ήταν κενά, ότι ο ΜΚ2 συνήθιζε να παίρνει πράγματα όταν έφευγε, ότι δεν είχε άλλα ρολόγια ή ταξιδιωτικά έγγραφα του ΜΚ2, ότι δεν γνώριζε για ασήμια Μακαρίου ή εκλογικό βιβλιάριο, και ότι δεν παρουσιάστηκε στις 4.8.2018 για οικογενειακούς λόγους. Με το Τ7, γραπτές κατηγορίες ημερομηνίας 6.8.2018, απάντησε «Δεν έκλεψα. Είναι υπερβολική η αξία τους. Για τις 4.8.2018, υπήρχαν οικογενειακοί λόγοι».

 

5.        Κατά την αντεξέταση, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι επέδωσε το Τ4 με τοποθέτηση κάτω από την πόρτα της οικίας της Κατηγορούμενης, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, στις 3.8.2018, 16:30. Επιβεβαίωσε ότι η Κατηγορούμενη διέμενε στην οικία αυτή. Η ίδια, στις καταθέσεις της (Τ6, Τ7), δεν αρνήθηκε γνώση της ειδοποίησης, αλλά επικαλέστηκε οικογενειακούς λόγους για τη μη προσέλευση. Δεν προβλήθηκε εκδοχή που να ανατρέπει τα πιο πάνω. Ο ΜΚ1 εξήγησε την ειδοποίηση Τ4 στο πλαίσιο της αντίληψής του ότι η Κατηγορούμενη κωλυσιεργούσε, «προφασιζόμενη δικαιολογίες», μετά από τηλεφωνικές προσπάθειες.

 

6.        Η μαρτυρία του ΜΚ1 είναι σαφής, συνεπής και εναρμονισμένη με τη γραπτή μαρτυρία. Καταθέτει γεγονότα που βίωσε άμεσα και διαδικαστικές ενέργειες. Δεν προκύπτουν αντιφάσεις ή προκατάληψη. Ωστόσο, η μαρτυρία του έχει περιορισμένο βάρος ως προς τη στοιχειοθέτηση της κλοπής. Δεν ήταν αυτόπτης ύπαρξης ή ιδιοποίησης των επίδικων αντικειμένων. Αφορά κυρίως τον χειρισμό της υπόθεσης και το ιστορικό των επικοινωνιών. Είναι αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΚ1 σχετικά με τον χειρισμό της υπόθεσης και τις επικοινωνίες.

 

ΜΚ2

 

7.        Ο ΜΚ2 αναγνώρισε και υιοθέτησε τις καταθέσεις Τ8, Τ9, Τ10. Ανέφερε ότι, μετά τον «τσακωμό», η Κατηγορούμενη τον κατήγγειλε για βία στην οικογένεια, υπόθεση από την οποία αθωώθηκε. Υποστήριξε ότι τον έδιωξε από το σπίτι, ότι άφησε πίσω προσωπικά αντικείμενα και ότι η Κατηγορούμενη δεν του τα επέστρεφε, προβάλλοντας δικαιολογίες. Περιέγραψε αναλυτικά τα αντικείμενα και ζήτησε από την Αστυνομία να τον βοηθήσει να τα παραλάβει. Όταν παρέλαβε μέσω Αστυνομίας όσα αντικείμενα του δόθηκαν, ισχυρίστηκε ότι έλειπαν αυτά της 1ης Κατηγορίας και ότι ορισμένα ρούχα ήταν «άχρηστα».

 

8.        Κατά την αντεξέταση, ο ΜΚ2 παρουσίασε έντονα φορτισμένη στάση, απομακρυνόταν από τα επίδικα ζητήματα και επανερχόταν στις προσωπικές διαφορές. Υπήρξε εριστικός και επιθετικός προς την Κατηγορούμενη ακόμα και στην αίθουσα, τόσα χρόνια μετά, παρά τις περί του αντιθέτου παραινέσεις του Δικαστηρίου. Δήλωσε ότι έχει «μανία» με τα ρολόγια, ότι στο παρελθόν υπήρχαν πράγματι τα επίδικα αντικείμενα στο σπίτι, ότι δεν έγινε διάρρηξη και ότι, εφόσον δεν τα έλαβε πίσω, συμπεραίνει πως η Κατηγορούμενη τα κράτησε. Παραδέχθηκε ότι δεν έχει αποδείξεις αγοράς, επικαλούμενος ότι δεν περίμενε «να τον κλέψουν», για να τις φυλάξει, ενώ ορισμένα αντικείμενα ήταν δώρα.

 

9.        Κατά τη μαρτυρία του δεν αποκλείστηκε το ενδεχόμενο οι υποθέσεις του να είναι επηρεασμένες από την έντονη αντιπαλότητα προς την Κατηγορούμενη. Η από μέρους του επίδειξη ενδυμάτων και αντικειμένων στην αίθουσα (κόκκινη φόρμα, παντόφλα-λούτρινο), για να δείξει «σε τι κατάσταση» τον άφησε η Κατηγορούμενη να κυκλοφορεί, ανέδειξε περισσότερο το συναισθηματικό υπόβαθρο παρά την αντικειμενική ύπαρξη των επίδικων κλοπιμαίων.

 

10.    Η μαρτυρία του ΜΚ2 παρουσιάζει ουσιώδεις αδυναμίες. Δεν υποστηρίζεται από ανεξάρτητα αποδεικτικά μέσα, δεν τεκμηριώνει αντικειμενικά την ύπαρξη των συγκεκριμένων αντικειμένων στον κρίσιμο χρόνο, και είναι εμφανώς επηρεασμένη από προσωπικά συναισθήματα και την αντιπαλότητα προς την Κατηγορούμενη. Οι υπερβολές, η συμπεριφορά του και η απουσία λογικής ακολουθίας σε καίρια σημεία δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία του για προβεί σε ευρήματα γεγονότων. Η εκδοχή του δεν γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη για σκοπούς απόδειξης.

 

Κατηγορούμενη (ΜΥ1)

 

11.    Η Κατηγορούμενη, στην κυρίως εξέταση, υιοθέτησε την κατάθεση Τ6. Ανέφερε ότι ο ΜΚ2 υπήρξε βίαιος, ελεγκτικός, την υποτιμούσε και ότι την ημέρα του περιστατικού εκείνος αντέδρασε βίαια, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της. Περιέγραψε ότι ζητήθηκε η συνδρομή της Αστυνομίας για την απομάκρυνσή του. Μετά το επεισόδιο μετέβη στις Πρώτες Βοήθειες και βρισκόταν σε κακή σωματική και ψυχολογική κατάσταση. Έκανε αναφορές σε καταγγελίες για σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική βία. Εξήγησε ότι δεν ήταν σε θέση, λόγω της κατάστασής της και της φροντίδας του βρέφους, να ασχοληθεί άμεσα με τη συλλογή και παράδοση των πραγμάτων του ΜΚ2. Όταν βρέθηκε σε καλύτερη κατάσταση, συγκέντρωσε όσα εντόπισε και τα παρέδωσε στην Αστυνομία. Παρέπεμψε στο ένταλμα έρευνας (Τ11) για την οικία της, το οποίο εκτελέστηκε την 6.8.2018, χωρίς εντοπισμό πρόσθετων αντικειμένων. Τόνισε ότι δεν είχε σκοπό να κρατήσει οτιδήποτε.

 

12.    Στην αντεξέταση, επανέλαβε ότι ο ΜΚ2 συνήθιζε να παίρνει πράγματα όταν έφευγε, χωρίς η ίδια να γνωρίζει ποια. Επιβεβαίωσε ότι στο σπίτι διέμενε και το βρέφος και ότι δεν είχε βοήθεια. Διατήρησε τη θέση ότι παρέδωσε όσα ανήκαν στον ΜΚ2 και εντόπισε στην γκαρνταρόμπα. Αναγνώρισε ότι δεν πρωτοστάτησε η ίδια στην άμεση επιστροφή των αντικειμένων, εξηγώντας ότι δεν ήταν σε θέση να το πράξει νωρίτερα. Ανέφερε ότι ο ξυλοδαρμός καταγγέλθηκε, αλλά η σχετική υπόθεση δεν οδήγησε σε καταδίκη του ΜΚ2.

 

13.    Η Κατηγορούμενη διατήρησε, ως προς τον πυρήνα της εκδοχής της, σταθερή και γενικώς συνεπή στάση, αρνήθηκε ότι ιδιοποιήθηκε αντικείμενα του παραπονούμενου και υποστήριξε ότι, όταν μπόρεσε, παρέδωσε όσα εντόπισε. Η εκδοχή αυτή εναρμονίζεται με τα αντικειμενικά δεδομένα, ιδίως με το ότι μετά την παράδοση και την εκτέλεση του Τ11 δεν εντοπίστηκαν άλλα αντικείμενα στην οικία της, πέραν όσων είχαν δοθεί, χωρίς η ίδια να γνωρίζει εκ των προτέρων την ακριβή περιγραφή που ο ΜΚ2 είχε δώσει στις 31.7.2018.

 

14.    Το Δικαστήριο δεν παραγνωρίζει ότι, κατά το στάδιο των τηλεφωνικών επικοινωνιών με τον ΜΚ1, η Κατηγορούμενη προέβαλε διαφορετικές αιτιολογίες για τη μη άμεση παράδοση, σωματική αδυναμία, κατοχή από τρίτο πρόσωπο, παράδοση στη δικηγόρο της. Ορισμένοι από αυτούς τους ισχυρισμούς δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι ασυνέπειες αυτές αξιολογούνται ως ενδείξεις αμηχανίας, πίεσης και προσπάθειας αναβολής, στο πλαίσιο έντονα φορτισμένης οικογενειακής κατάστασης, και όχι ως ενδείξεις δόλου ή συνειδητής προσπάθειας παραπλάνησης.

 

15.    Η καθυστέρηση στην επιστροφή των αντικειμένων εξηγείται, και κρίνεται επαρκώς δικαιολογημένη, από την επιβαρυμένη σωματική και ψυχολογική κατάσταση της Κατηγορούμενης και τις οικογενειακές της υποχρεώσεις. Η παρουσία της ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν ήρεμη, συγκρατημένη και συνεργάσιμη. Δεν θα συμφωνήσω με την εκτίμηση της πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής πως η Κατηγορούμενη απέφευγε να απαντήσει. Έδωσε απαντήσεις σε ό,τι ερωτάτο, όταν κατανοούσε τις ερωτήσεις και το ζητούμενο από αυτήν. Η δυσκολία της στο να κατανοήσει το ζητούμενο και η εμφανής προσπάθειά της δεν ήταν ενδεικτική προσπάθειας αποφυγής ή ψεύδους, αλλά υπέρμετρης ανησυχίας από μέρους της και κατ’ επέκταση τεταμένης προσοχής. Δεν προέκυψαν από τα δικά της λεγόμενα ενδείξεις σκοπού μόνιμης αποστέρησης της περιουσίας του παραπονούμενου.

 

16.    Η δε έντονα εριστική και συναισθηματικά φορτισμένη συμπεριφορά του ΜΚ2 ενώπιον του Δικαστηρίου, ακόμη και μετά από υποδείξεις, συνάδει με την εικόνα που παρουσίασε η Κατηγορούμενη για το κλίμα της σχέσης τους.

 

17.    Λαμβανομένων όλων υπόψη, η μαρτυρία της Κατηγορούμενης κρίνεται ειλικρινής και πειστική ως προς τα ουσιώδη ζητήματα και εναρμονισμένη με τα αντικειμενικά ευρήματα. Το Δικαστήριο τη θεωρεί αξιόπιστη για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας.

 

Σύνοψη ευρημάτων

 

18.    Με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, προκύπτει ότι την 6.5.2018 η Κατηγορούμενη κάλεσε την Αστυνομία. Διαπιστώθηκε επεισόδιο βίας και οικογενειακή διαφορά, η απομάκρυνση του ΜΚ2 από την οικία και συμφωνία να παραδοθούν μεταγενέστερα προσωπικά του αντικείμενα στην Αστυνομία. Δεν έγινε καταγραφή των επίδικων αντικειμένων στον κρίσιμο χρόνο. Ακολούθησαν τηλεφωνικές επικοινωνίες, κατά τις οποίες η Κατηγορούμενη ζήτησε χρόνο. Την 31.7.2018 ο ΜΚ2, για πρώτη φορά, περιέγραψε τα επίδικα αντικείμενα. Την 3.8.2018 επιδόθηκε στην Κατηγορούμενη η ειδοποίηση Τ4 για παρουσία στις 4.8.2018. Η Κατηγορούμενη δεν παρουσιάστηκε στην ορισθείσα ώρα. Την 6.8.2018 παρουσιάστηκε, εκτελέστηκε το ένταλμα σύλληψης, παρέδωσε αντικείμενα που ανέφερε ότι ανήκουν στον ΜΚ2 και έδωσε κατάθεση. Την ίδια ημέρα, κατόπιν εντάλματος, διενεργήθηκε έρευνα στην οικία της χωρίς εντοπισμό άλλων αντικειμένων του ΜΚ2. Η Κατηγορούμενη απέδωσε την καθυστέρηση σε σωματική και ψυχολογική επιβάρυνση και οικογενειακές υποχρεώσεις.

 

 

Νομικές πτυχές και εξέταση

 

19.    Το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων ενός αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή στο ύψιστο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και εάν είναι[2]. Η μαρτυρία θα πρέπει να είναι αξιόπιστη και σαφής[3]. Εάν απορριφθεί η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν είναι δυνατή η καταδίκη[4]. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να αθωωθεί και να απαλλαγεί από την κατηγορία[5].

 

20.    Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής, κατά το άρθρο 255 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα[6]:

(α) απόκτηση κατοχής ή αποκόμιση ή ιδιοποίηση πράγματος (υπαλλακτικά)·

(β) που ανήκει σε άλλο πρόσωπο·

(γ) που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής·

(δ) ενώ υπάρχει απουσία συναίνεσης του ιδιοκτήτη του πράγματος·

(ε) και ενώ υπάρχει απουσία αξίωσης δικαιώματος με καλή πίστη·

(στ) με σκοπό, κατά τον χρόνο της συμπεριφοράς αυτής, ο ιδιοκτήτης του πράγματος να στερηθεί το πράγμα αυτό μόνιμα·

(ζ) με δόλο, που καλύπτει όλα τα προαναφερόμενα, δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει και να θέλει αυτά.

 

21.    Το Δικαστήριο δεν πείθεται ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη των επίδικων αντικειμένων στον κρίσιμο χρόνο, ούτε η κατοχή ή ιδιοποίησή τους από την Κατηγορούμενη. Η μαρτυρία του ΜΚ2, που αποτελεί τη μόνη πηγή για την ύπαρξη και απώλειά τους, δεν έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη. Δεν υπάρχουν ανεξάρτητα τεκμήρια (καταγραφή, αποδείξεις, μαρτυρία τρίτου). Δεν προκύπτει από κανένα άλλο στοιχείο ότι τα αντικείμενα της 1ης Κατηγορίας ήταν πράγματι στο σπίτι κατά την αποχώρηση του ΜΚ2, ούτε ότι παρέμειναν εκεί στην κατοχή της Κατηγορούμενης. Η πρώτη συγκεκριμένη περιγραφή γίνεται στις 31.7.2018. Ελλείψει αποδείξεων ως προς την ύπαρξη και κατοχή, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιοποίηση ή κατακράτηση. Η εκδοχή «αφού δεν έγινε διάρρηξη, τα κράτησε εκείνη» είναι συμπέρασμα του ΜΚ2 και όχι αποδεδειγμένο γεγονός.

 

22.    Έστω και αν υποτεθεί, για σκοπούς συζήτησης και μόνον, ότι κάποια αντικείμενα υπήρχαν, η μαρτυρία δεν αποδεικνύει πρόθεση της Κατηγορούμενης να στερήσει μόνιμα τον παραπονούμενο από την περιουσία του. Αντίθετα, η μετέπειτα παράδοση όσων εντόπισε και η έρευνα χωρίς εύρημα αντικειμένων συνάδουν με απουσία δόλου. Δεν προκύπτει οποιαδήποτε πράξη απόκρυψης, διάθεσης ή χρήσης των επίδικων αντικειμένων εκ μέρους της Κατηγορούμενης, που να υποδηλώνει δόλο ιδιοποίησης. Η καθυστέρηση ή οι ατυχείς δικαιολογίες και γενικότερα η αναβλητικότητά της δεν αρκούν για ποινική καταδίκη.

 

23.    Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων έχει περισσότερο χαρακτήρα περιουσιακής και οικογενειακής διαφοράς, όχι κλοπής. Τέτοιες διαφορές δεν μετατρέπονται σε ποινικό αδίκημα ελλείψει σαφούς αποδεικτικού θεμελίου.

 

24.    Συνεπώς, κανένα από τα ουσιώδη στοιχεία του άρθρου 255 ΠΚ αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, για τη στοιχειοθέτηση της 1ης Κατηγορίας.

 

25.    Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα του άρθρου 5 §§ 1, 4 Κεφ.155, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα εξής:

(α) ο εύλογος ορισμός από ανακριτή συγκεκριμένου τόπου και χρόνου για τον σκοπό εξέτασης και λήψης κατάθεσης από πρόσωπο, σε σχέση με ποινικό αδίκημα, για το οποίο ο ανακριτής έχει λόγο να θεωρεί πως το πρόσωπο γνωρίζει τα γεγονότα και τα περιστατικά του

(β) άρνηση από το πρόσωπο αυτό να παραστεί σε τέτοιο τόπο και χρόνο ως ήθελεν ορίσει ο ανακριτής

(γ) η απουσία εύλογης αιτίας σχετικά με την άρνησή του

 

26.    Η διάταξη υπηρετεί την ομαλή διεξαγωγή των ανακρίσεων, δεν συνιστά όμως γενική υποχρέωση συμμόρφωσης σε κάθε ειδοποίηση, άνευ ετέρου. Προϋποθέτει πραγματική διερεύνηση ποινικού αδικήματος.

 

27.    Αποδείχθηκε η επίδοση του Τ4 στις 3.8.2018, με κλήση για τις 4.8.2018. Ωστόσο, κατά τον χρόνο αυτό, δεν είχε υποβληθεί τεκμηριωμένη καταγγελία κλοπής ούτε υπήρχε αποδεικτικό υπόβαθρο ποινικού αδικήματος. Ο ΜΚ2 ζητούσε συνδρομή για ανάκτηση προσωπικών αντικειμένων, όχι διερεύνηση κλοπής. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν αποδεικνύεται ότι η ειδοποίηση Τ4 εκδόθηκε στο πλαίσιο νόμιμης και αναγκαίας ανακριτικής ενέργειας για κλοπή.

 

28.    Ανεξαρτήτως τούτου, ακόμα κι αν υποτεθεί πως ο ΜΚ1 έκρινε πως πρέπει να διερευνήσει κλοπή, βάσει των ισχυρισμών του ΜΚ2 ότι αποφεύγεται η παράδοση των προσωπικών του ειδών και υπάρχει αναβλητικότητα, ο χρόνος που δόθηκε για την εμφάνιση της Κατηγορούμενης ήταν ιδιαίτερα περιορισμένος, όχι πολύ μεγαλύτερος από 24 ώρες. Η Κατηγορούμενη αντιμετώπιζε οικογενειακές και ψυχολογικές δυσκολίες και είχε την φροντίδα του βρέφους. Η Κατηγορούμενη δεν αρνήθηκε συλλήβδην τη συνεργασία. Παρουσιάστηκε στις 6.8.2018, παρέδωσε αντικείμενα και έδωσε κατάθεση. Αυτή η συμπεριφορά αντιστρατεύεται την ύπαρξη δόλιας άρνησης. Οι αντιφάσεις στις προγενέστερες αιτιολογίες της αξιολογούνται, όπως ήδη αναφέρθηκε, ως εκδηλώσεις πίεσης και όχι ως ένδειξη εσκεμμένης παρεμπόδισης της ανάκρισης. Υπό τις περιστάσεις, υφίσταται εύλογη αιτία για τη μη εμφάνισή της στην ακριβή ώρα της 4.8.2018, και πάντως δεν στοιχειοθετείται εσκεμμένη, αδικαιολόγητη άρνηση που να εμπίπτει στο άρθρο 5 Κεφ.155.

 

29.    Το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν πληρούνται σωρευτικά τα στοιχεία του αδικήματος της 2ης Κατηγορίας, για τη στοιχειοθέτησή της.

 

 

Κατάληξη

 

30.    Ενόψει των πιο πάνω, και λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου όπου παραμένουν ουσιώδεις αμφιβολίες, κρίνεται ότι η Κατηγορούμενη δεν φέρει ποινική ευθύνη για οποιαδήποτε από τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

31.    Η Κατηγορούμενη αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει (1η Κατηγορία, 2η Κατηγορία).

 

(Υπ.) …………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[2] Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363.

[3] Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 401.

[4] Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246.

[5] Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 CLR 110.

[6] Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 CLR 174, R. v. Cockburn [1968] 1 All ER 466, Lawrence v Commissioner of Police of the Metropolis (otherwise known as R v Lawrence) [1972] AC 262, Ζησιμίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 CLR 382, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 14, Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, Αντωνιάδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 700, Κλεάνθους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 236/2018, 11.01.2019, ECLI:CY:AD:2019:B3.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο