ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 18174 / 2024
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
v.
A. A. D.
__________
Ημερομηνία: 8 Δεκεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Κ. Χατζηκωνσταντίνου (κα), για Κατηγορούσα Αρχή
Μ. Αρμεύτης, για τον Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενος: παρών
ΠΟΙΝΗ
(ex tempore)
Kατόπιν ομολογίας ενοχής στην 1η Κατηγορία και στην 3η Κατηγορία, το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινές. Οι κατηγορίες σχετίζονται με το ότι την 21.10.2024, στη Λεμεσό, ο Κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β’, δηλαδή 30 γραμμάρια φυτού κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, χωρίς άδεια του Υπουργού Υγείας και ότι κάπνισε κάνναβη.
Για την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’, όπως είναι η κάνναβη, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας, ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης είναι μέχρι και τα οκτώ έτη ή και χρηματική ποινή[1]. Για το κάπνισμα κάνναβης, επίσης, προβλέπεται ποινή φυλάκισης ή και χρηματική ποινή[2]. Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένες δυνατότητες έκδοσης διαταγμάτων, εάν κρίνεται αναγκαίο. Δεν ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση οι ειδικότερες ρυθμίσεις του άρθρου 30 § 2 για την περιορισμένη ποινή σε νεαρά άτομα.
Η επιμέτρηση αρχίζει από την ανώτατη προβλεπόμενη στον νόμο ποινή, η οποία αποτελεί το θεσμικό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του είδους και της έκτασης της ποινής[3]. Η ποινή, κατά την επιβολή της, πρέπει να εξατομικεύεται. Για τον σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος και η έκταση της βλάβης που προκλήθηκε σε πραγματικό χρόνο, ως πιο αντικειμενικοί παράγοντες, από τους οποίους προσδιορίζεται η κλίμακα έντασης ή σοβαρότητας του αδικήματος[4]. Εάν ο νόμος προβλέπει συγκεκριμένα κριτήρια, για σκοπούς προσδιορισμού της σοβαρότητας των αδικημάτων, χρησιμοποιούνται. Ακολούθως λαμβάνονται υπόψη και πιο υποκειμενικοί ή μεταβλητοί παράγοντες, που άπτονται του προσώπου του κατηγορουμένου και δυνατόν να λειτουργήσουν είτε ως ελαφρυντικοί είτε ως επιβαρυντικοί. Η επιμέτρηση δεν ακολουθεί μαθηματικό τύπο ούτε δεσμευτική μεθοδολογία∙ η διάκριση μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων είναι εγγενής στην αρχή της εξατομίκευσης και υπηρετεί την αναλογικότητα της ποινής. Ως αποτέλεσμα, η ανώτατη προβλεπόμενη στον νόμο ποινή επιφυλάσσεται για τα χειρότερα αδικήματα του είδους τους[5], ενώ η ποινή που τελικώς επιβάλλεται πρέπει να είναι ανάλογη με τη σοβαρότητα του κάθε αδικήματος. Όπου είναι εφικτό, γίνεται στάθμιση με τυχόν καθοδηγητικά πλαίσια που δίδει η νομολογία για περιπτώσεις που ομοιάζουν. Η εξατομίκευση της ποινής, που είναι καθήκον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξουδετερώνει οποιονδήποτε από τους σκοπούς της ποινής[6], όπως η αποτροπή, η προστασία της κοινωνίας και η αναμόρφωση, αλλά και η ποινή, κατά την επιβολή της, δεν θα πρέπει να αποσυνδέεται από την πραγματική διάσταση της εγκληματικότητας στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το Δικαστήριο συνηθέστερα καταλήγει να κινείται στα ανώτατα όρια της ποινής όταν η φύση του εγκλήματος είναι τέτοια ώστε να επιβάλλονται εξαιρετικά μέτρα αποτροπής, χάριν της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, και παράλληλα το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου είναι βεβαρημένο[7]. Γίνεται πάντοτε προσπάθεια αποφυγής της ποινής φυλάκισης όπου δεν είναι απολύτως αναγκαία∙ όπου είναι απολύτως αναγκαία, η έκτασή της περιορίζεται όσο το δυνατόν, ώστε να εξυπηρετηθούν οι σκοποί για τους οποίους επιβάλλεται.
Σχετικά με τα γεγονότα, την 21.10.2024 και ώρα 23:30 ο Κατηγορούμενος εντοπίστηκε να οδηγεί τη μοτοσικλέτα με τα στοιχεία που αναφέρονται στην οδό Ηλία Καννάουρου, στον Ύψωνα, στη Λεμεσό. Κάποια στιγμή σταμάτησε τη μοτοσικλέτα και θεάθηκε να τοποθετεί ένα χάρτινο κουτί γνωστού αρτοποιείου που κρατούσε, το οποίο μετέπειτα διαπιστώθηκε πως είχε μέσα ποσότητα κάνναβης 30 γραμμαρίων περίπου, μέσα σε νάιλον σακούλι, σε παρακείμενο χωράφι, μέσα σε χαμηλή βλάστηση, σε απόσταση πέντε μέτρων περίπου από εκεί που σταμάτησε. Ανέφερε ότι την προμηθεύτηκε για €300, λίγο πριν γίνει η ανακοπή, από πρόσωπο που δεν θέλησε να κατονομάσει από φόβο, και ότι την κατείχε για προσωπική χρήση, καθότι είναι χρήστης κάνναβης τα τελευταία χρόνια, και χρησιμοποιεί 1 γραμμάριο ημερησίως. Επίσης, ανέφερε πως έκανε χρήση τελευταία φορά την 20.10.2024.
Λαμβάνοντας υπόψη και τα κριτήρια του άρθρου 30, τα αδικήματα δεν τοποθετούνται στα «ιδιαίτερα σοβαρά», δεδομένου ότι απουσιάζουν πλήρως παράγοντες που αυξάνουν την αντικειμενική απαξία, όπως η διάδοση σε τρίτους, η στόχευση ευάλωτων ομάδων ή η λειτουργική σύνδεση με άλλες εγκληματικές δραστηριότητες. Το γεγονός ότι η ποσότητα των 30 γραμμαρίων ευρίσκεται στο ανώτατο όριο από το οποίο δύναται να συναχθεί τεκμήριο προμήθειας δεν οδηγεί αυτομάτως σε τέτοιο συμπέρασμα. Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται από τα συγκεκριμένα περιστατικά, ήτοι τη σταθερή κατοχή για προσωπική χρήση, την απουσία οποιουδήποτε αντικειμενικού στοιχείου διακίνησης και τη χρονίζουσα χρήση που περιγράφεται, η οποία, ανεξαρτήτως της παρανομίας της, εξηγεί την έκταση της ποσότητας. Η μη συνεργασία για την ταυτοποίηση του προμηθευτή δεν αξιολογείται επιβαρυντικά, λαμβανομένης υπόψη της εξήγησης που δόθηκε και της απουσίας οποιασδήποτε αποδεικτικής ένδειξης πρόθεσης συγκάλυψης ευρύτερης εγκληματικής δραστηριότητας.
Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι δεν υφίσταται βεβαρημένο ποινικό μητρώο.
Επίσης, λαμβάνονται υπόψη, στον βαθμό που μπορούν να ληφθούν υπόψη, με δεδομένη την έξαρση των αδικημάτων παράνομης κατοχής και χρήσης ελεγχόμενων ουσιών και την ανάγκη για αποτροπή, οι προσωπικές συνθήκες, όπως εκτέθηκαν. Αυτές περιλαμβάνουν το νεαρό της ηλικίας (29 ετών), την οικογενειακή κατάσταση (νυμφευμένος, πατέρας μίας ανήλικης θυγατέρας ηλικίας τριών ετών σήμερα) αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες που αναφέρονται σε εργασία σε καφετέρια, μέχρι πριν τη θέση υπό κράτηση σε άλλη υπόθεση, με περιορισμένα εισοδήματα, από τα οποία συντηρείται η οικογένεια, που επίσης λαμβάνει οικονομική βοήθεια από την οικογένεια της συζύγου. Αναφέρθηκε πρόσφατη εργασιακή απασχόληση της συζύγου. Υπάρχει δίκτυο υποστήριξης. Οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, όπως αναφέρθηκε, εξώθησαν τον Κατηγορούμενο να σταματήσει τη χρήση και την υφιστάμενη, κατά τον ένδικο χρόνο, «εξάρτηση». Δεν προσκομίστηκε όμως οποιοδήποτε σχετικό στοιχείο.
Τέλος, λαμβάνεται υπόψη η άμεση παραδοχή για την κατοχή και τη χρήση. Συμβάλλει στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου.
Από τη σταθερή και επαναλαμβανόμενη νομολογία που συνοψίζεται, μεταξύ άλλων, και στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παπανικολάου, ΠΕ214/2021, 19.1.2024, προκύπτει ότι η επιβολή ποινών με έντονο αποτρεπτικό χαρακτήρα στις υποθέσεις ναρκωτικών δεν αποτελεί δογματική αυστηρότητα, αλλά επιταγή που απορρέει από τη διαπιστωμένη κοινωνική πραγματικότητα. Η κατοχή, προμήθεια και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών έχει αναγνωριστεί ως σύγχρονη μάστιγα με ολέθριες συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο, ιδίως δε για νέους ανθρώπους, ακόμη και ανηλίκους, των οποίων η υγεία, η ζωή και η κοινωνική ένταξη πλήττονται ανεπανόρθωτα. Η εμμονή και έξαρση του φαινομένου, παρά την ήδη αυστηρή ποινική μεταχείριση των σχετικών αδικημάτων, ενισχύει τη σημασία της γενικής και ειδικής αποτροπής ως πρωτεύοντος σκοπού της ποινής. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στις περιπτώσεις όπου η κατοχή συνοδεύεται από πρόθεση εμπορίας ή προμήθειας, ακόμη και όταν πρόκειται για ποσότητες που δεν υποδηλώνουν ευρείας κλίμακας διακίνηση, καθότι η διάδοση των ναρκωτικών δεν υλοποιείται μόνο από μεγαλεμπόρους αλλά και από πρόσωπα που λειτουργούν στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας. Υπό το πρίσμα αυτό, η απαξία της πράξης δεν εξαντλείται στον όγκο της ποσότητας, αλλά εδράζεται στη συμβολή της στη διαιώνιση φαινομένου με βαριά κοινωνικά και ανθρώπινα κόστη, γεγονός που καθιστά την αποτροπή κεντρικό παράγοντα κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Παρότι η γενική ανάγκη αποτροπής παραμένει υψηλή σε υποθέσεις ναρκωτικών, η επίτευξη των σκοπών της ποινής δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας. Ρητά προβλεπόμενη στον νόμο ποινή, η οποία μπορεί να επιβληθεί για τέτοιας φύσης αδικήματα, είναι και η χρηματική ποινή, σε κατάλληλες περιπτώσεις. Στην παρούσα περίπτωση, με δεδομένα τα πραγματικά περιστατικά, τις προσωπικές συνθήκες και την απουσία στοιχείων διακίνησης ή κινδύνου διάδοσης σε τρίτους, η επιβολή χρηματικής ποινής ουσιαστικού ύψους, σε συνδυασμό με την καταδίκη, εκτιμάται ότι επιτυγχάνει αποτελεσματικά τους σκοπούς της ποινής. Η χρηματική ποινή συνιστά άμεση και απτή συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς, αποτυπώνοντας με σαφή τρόπο την κοινωνική απαξία της πράξης και ικανοποιώντας τον ανταποδοτικό σκοπό της ποινής. Παράλληλα, λειτουργεί ουσιαστικά σε επίπεδο ειδικής αποτροπής, καθώς δημιουργεί συγκεκριμένο και αισθητό κόστος που συνδέεται άμεσα με την παραβατική συμπεριφορά, ιδίως ενόψει των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων του Κατηγορουμένου και των οικογενειακών του υποχρεώσεων, μειώνοντας τον κίνδυνο επανάληψής της. Σε επίπεδο γενικής αποτροπής, η επιβολή χρηματικής ποινής αποστέλλει σαφές και προβλέψιμο μήνυμα ότι η παράνομη κατοχή και χρήση ελεγχόμενων ουσιών δεν παραμένει ατιμώρητη, χωρίς όμως να καταφεύγει σε δυσανάλογα περιοριστικά μέτρα προσωπικής ελευθερίας σε περιπτώσεις που δεν το επιβάλλουν οι συνθήκες. Περαιτέρω, ελλείψει στοιχείων που να καταδεικνύουν αυξημένο κοινωνικό κίνδυνο, η προστασία της κοινωνίας δεν εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα μέσω της απομόνωσης του Κατηγορουμένου, ενώ η επιλογή μη στερητικής της ελευθερίας ποινής αποτρέπει την πρόκληση πρόσθετων κοινωνικών συνεπειών, όπως η αποσταθεροποίηση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Υπό τα δεδομένα αυτά, η χρηματική ποινή συμβάλλει και στον αναμορφωτικό σκοπό της ποινής, επιτρέποντας τη διατήρηση της κοινωνικής λειτουργικότητας και την ανάληψη προσωπικής ευθύνης για τη συμπεριφορά αυτή, χωρίς να κανονικοποιείται η παραβατικότητα ούτε να υποβαθμίζεται η σοβαρότητα των αδικημάτων.
Η ποσότητα κινείται στο ανώτατο όριο που προβλέπει ο νόμος για συναγωγή τεκμηρίου προμήθειας και, παρότι το τεκμήριο ανατρέπεται, παραμένει αντικειμενικός δείκτης αυξημένης απαξίας. Το ύψος της χρηματικής ποινής καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να είναι αποτρεπτικό και αισθητό, χωρίς να οδηγεί σε πλήρη οικονομική εξόντωση, και μπορεί να ενταχθεί στο εύρος χρηματικών ποινών που αναλογικά επιβάλλονται σε περιπτώσεις πρώτης καταδίκης για κατοχή κάνναβης χωρίς αποδεδειγμένη διακίνηση. Λαμβάνεται υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος διαθέτει εργασιακή ικανότητα και δύναται, μετά την απόλυσή του από την προσωρινή κράτηση που τελεί σε άλλη υπόθεση, να επανενταχθεί στην αγορά εργασίας. Το ύψος της χρηματικής ποινής καθορίζεται σε συνάρτηση με τον παρεχόμενο χρόνο αποπληρωμής, ώστε να είναι αισθητό και αποτρεπτικό, χωρίς να υπερβαίνει τις πραγματικές δυνατότητες συμμόρφωσης.
Επιβάλλονται:
1η Κατηγορία (παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’): Χρηματική ποινή ύψους €3.000
3η Κατηγορία (χρήση/κάπνισμα κάνναβης): Λόγω της επιβολής ποινής στην 1η Κατηγορία και της συσχέτισης των γεγονότων, καμία επιπλέον ποινή.
Η συνολική ποινή των €3.000 να πληρωθεί εντός 12 μηνών από την ημερομηνία αποφυλάκισης.
Οδηγίες διαχείρισης τεκμηρίων:
· Η ουσία που αναφέρεται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών να κατασχεθεί και να καταστραφεί.
· Το υπόλοιπο ποσό των €6.160 που έχει κατασχεθεί, νοουμένου ότι αφαιρεθεί πρώτα από το ποσό αυτό το ποσό των €3.000 που έχει επιβληθεί ως χρηματική ποινή στην υπόθεση αυτή και εξ αυτού πληρωθεί η χρηματική ποινή, να επιστραφεί στον Κατηγορούμενο ή στη σύζυγό του.
(Υπ.) ……………………….
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] άρθρο 6 § 2, άρθρο 30 § 1 και Τρίτος Πίνακας, περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος 29/77.
[2] άρθρο 10(α), 24(1), 30 § 1, Τρίτος Πίνακας ν.29/77.
[3] Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129.
[4] Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, ΠΕ 161/2020, 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B182, Γιαννακού ν. Δημοκρατία, ΠΕ 235/2023, 19.7.2024, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391, Δημοκρατία v. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264.
[5] Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562, Ιακώβου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 159/2024, 8.11.2024.
[6] Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575.
[7] John v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417, Antoniou v. Police (1983) 2 CLR 319.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο