ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 5495 / 2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
v.
1. V. VASILIADES & PARTNERS LTD
2. Β. Β.
__________
Ημερομηνία: 10 Δεκεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Π. Αβρααμίδης, για Κατηγορούσα Αρχή
Ν. Χρ. Νικολαΐδης, για τους Κατηγορούμενους 1 και 2
Κατηγορούμενος 2: παρών
ΠΟΙΝΗ
Kατόπιν ομολογίας ενοχής, το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινές στις ακόλουθες κατηγορίες:
Για την 1η Κατηγορούμενη, ότι κατά την περίοδο 2.6.2017 και 15.11.2022, στη Λεμεσό, χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη επαγγελματική άδεια, προέβη στην παροχή ελεγκτικών υπηρεσιών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες νόμιμου ελεγκτικού γραφείου (1η Κατηγορία).
Για τον 2ο Κατηγορούμενο, ότι κατά την περίοδο 2.6.2017 και 15.11.2022, στη Λεμεσό, χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη επαγγελματική άδεια, προέβη στην παροχή ελεγκτικών υπηρεσιών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες νόμιμου ελεγκτή (2η Κατηγορία).
Αμφότερες οι κατηγορίες βασίζονται στα άρθρα 33 § 1 και 36 του περί Ελεγκτών Νόμου 53(Ι)/2017 και η προβλεπόμενη στον νόμο ποινή είναι η χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €200.000 ή και ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια.
Η επιμέτρηση αρχίζει από την ανώτατη προβλεπόμενη στον νόμο ποινή, η οποία αποτελεί το θεσμικό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του είδους και της έκτασης της ποινής[1]. Η ποινή, κατά την επιβολή της, πρέπει να εξατομικεύεται. Για τον σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος και η έκταση της βλάβης που προκλήθηκε σε πραγματικό χρόνο, ως πιο αντικειμενικοί παράγοντες, από τους οποίους προσδιορίζεται η κλίμακα έντασης ή σοβαρότητας του αδικήματος[2]. Εάν ο νόμος προβλέπει συγκεκριμένα κριτήρια, για σκοπούς προσδιορισμού της σοβαρότητας των αδικημάτων, χρησιμοποιούνται. Ακολούθως λαμβάνονται υπόψη και πιο υποκειμενικοί ή μεταβλητοί παράγοντες, που άπτονται του προσώπου του κατηγορουμένου και δυνατόν να λειτουργήσουν είτε ως ελαφρυντικοί είτε ως επιβαρυντικοί. Η επιμέτρηση δεν ακολουθεί μαθηματικό τύπο ούτε δεσμευτική μεθοδολογία∙ η διάκριση μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων είναι εγγενής στην αρχή της εξατομίκευσης και υπηρετεί την αναλογικότητα της ποινής. Ως αποτέλεσμα, η ανώτατη προβλεπόμενη στον νόμο ποινή επιφυλάσσεται για τα χειρότερα αδικήματα του είδους τους[3], ενώ η ποινή που τελικώς επιβάλλεται πρέπει να είναι ανάλογη με τη σοβαρότητα του κάθε αδικήματος. Όπου είναι εφικτό, γίνεται στάθμιση με τυχόν καθοδηγητικά πλαίσια που δίδει η νομολογία για περιπτώσεις που ομοιάζουν. Η εξατομίκευση της ποινής, που είναι καθήκον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξουδετερώνει οποιονδήποτε από τους σκοπούς της ποινής[4], όπως η αποτροπή, η προστασία της κοινωνίας και η αναμόρφωση, αλλά και η ποινή, κατά την επιβολή της, δεν θα πρέπει να αποσυνδέεται από την πραγματική διάσταση της εγκληματικότητας στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το Δικαστήριο συνηθέστερα καταλήγει να κινείται στα ανώτατα όρια της ποινής όταν η φύση του εγκλήματος είναι τέτοια ώστε να επιβάλλονται εξαιρετικά μέτρα αποτροπής, χάριν της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, και παράλληλα το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου είναι βεβαρημένο[5]. Γίνεται πάντοτε προσπάθεια αποφυγής της ποινής φυλάκισης όπου δεν είναι απολύτως αναγκαία∙ όπου είναι απολύτως αναγκαία, η έκτασή της περιορίζεται όσο το δυνατόν, ώστε να εξυπηρετηθούν οι σκοποί για τους οποίους επιβάλλεται.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση είναι τα εξής: Ο Κατηγορούμενος 2 ασκούσε το επάγγελμα το εγκεκριμένου λογιστή-ελεγκτή από το 1995 ως φυσικό πρόσωπο. Το 2008, προς συμμόρφωση με τη νομοθεσία, συνέστησε την εταιρεία που είναι η Κατηγορούμενη 1, μέσω της οποίας συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα. Το 2018 ήταν εγγεγραμμένος στον Σύνδεσμο Πτυχιούχων Εγκεκριμένων Λογιστών και Ελεγκτών και κατόπιν συνεννόησης μαζί τους γράφθηκε ξανά ως μέλος την 5.7.2018 ως φυσικό πρόσωπο, συνεχίζοντας τις εργασίες του. Λόγω οικονομικής αδυναμίας και αυξημένου κόστους των δικαιωμάτων άδειας, κατά τη δική του θέση, αμέλησε να καταβάλει τα ετήσια δικαιώματα προς τον σύνδεσμο, πλήρωνε όμως συνδρομές και μετείχε ως μέλος χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση ή ενημέρωση ότι έπρεπε να πληρώσει τα δικαιώματα των ετών 2018-2022 για να διατηρήσει την άδειά του. Την 6.6.2024, σε απροσδόκητο όπως ανέφερε χρόνο, έλαβε ειδοποίηση από την Αρχή Εποπτείας Ελεγκτικού Επαγγέλματος ότι τερματίζεται η άσκηση του επαγγέλματός του. Συμμορφώθηκε άμεσα και πλήρως και απέστειλε όλα τα έγγραφα για τον τερματισμό της άσκησης του επαγγέλματός του. Η παράβαση, όπως εκθέτει, δεν οφείλεται σε δόλο, σκοπιμότητα ή πρόθεση παραπλάνησης, αλλά σε διοικητική αδράνεια από οικονομική δυσχέρεια και μη έγκαιρη ειδοποίηση από τις αρμόδιες Αρχές.
Έχοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο και τα γεγονότα, κρίνεται σκόπιμο να παρεμβληθεί πως η αυξημένη ποινική μεταχείριση της άσκησης ελεγκτικών εργασιών χωρίς την απαιτούμενη άδεια, ως αυτή προβλέπεται από τον νόμο, δεν αποσκοπεί αποκλειστικά στην καταστολή περιπτώσεων όπου επήλθε συγκεκριμένη ζημία, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο πρόληψης και προστασίας υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Η σχετική διάταξη αποδίδει αυξημένη απαξία στη συμπεριφορά αυτή διότι η άδεια άσκησης του ελεγκτικού επαγγέλματος αποτελεί θεμελιώδη θεσμικό μηχανισμό διασφάλισης της ποιότητας, της ανεξαρτησίας και της εποπτείας της ελεγκτικής δραστηριότητας. Η πρόβλεψη υψηλού ανώτατου ορίου ποινής δικαιολογείται από τον ενδεχόμενο κίνδυνο υπονόμευσης της εμπιστοσύνης του κοινού και της αγοράς στις ελεγκτικές διαδικασίες, σε περίπτωση συστηματικής ή κακόπιστης παράκαμψης του αδειοδοτικού πλαισίου. Ο νομοθέτης αντιμετωπίζει την παράνομη άσκηση ελεγκτικού επαγγέλματος ως πράξη εν δυνάμει επικίνδυνη για τη διαφάνεια και την ορθή λειτουργία της οικονομικής ζωής, ανεξαρτήτως του αν στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδείχθηκε επέλευση πραγματικής βλάβης. Υπό το πρίσμα αυτό, το εκ του νόμου προβλεπόμενο αυστηρό ποινικό πλαίσιο λειτουργεί πρωτίστως αποτρεπτικά και παρέχει στο Δικαστήριο την αναγκαία διακριτική ευχέρεια ώστε να διαφοροποιεί την ποινική μεταχείριση ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, τη φύση και τη διάρκεια της παράβασης, καθώς και τον βαθμό υπαιτιότητας του δράστη. Ως εκ τούτου, η νομοθετική απαξία του αδικήματος εστιάζει στην παραβίαση του θεσμικού πλαισίου εποπτείας και όχι κατ’ ανάγκην στην πρόκληση άμεσης και μετρήσιμης ζημίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, η χρονική διάρκεια της παράβασης, η οποία εκτείνεται σε πλέον των τεσσάρων ετών, αυξάνει την τυπική απαξία του αδικήματος, καθόσον συνιστά παρατεταμένη απόκλιση από το θεσμικό πλαίσιο εποπτείας του ελεγκτικού επαγγέλματος, από έμπειρο επαγγελματία, και δεν αφορά μεμονωμένο ή στιγμιαίο περιστατικό. Υπό την έννοια αυτή, η πράξη τοποθετείται σε επίπεδο αυξημένης αντικειμενικής σοβαρότητας σε σύγκριση με πρόσκαιρες παραβάσεις αυτής της φύσης. Εντούτοις, η ουσιαστική απαξία της συμπεριφοράς παραμένει περιορισμένη, δεδομένου ότι δεν διαπιστώνεται ύπαρξη δόλου ή σκοπιμότητας, δεν προέκυψε οποιαδήποτε πραγματική ζημία προς πελάτες ή το δημόσιο συμφέρον, ούτε διαπιστώθηκε παραπλάνηση ή καταχρηστική εκμετάλλευση της επαγγελματικής ιδιότητας. Περαιτέρω, η μεταγενέστερη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου 2, και ειδικότερα η άμεση και πλήρης συμμόρφωση κατόπιν σχετικής ειδοποίησης, καθώς και ο οριστικός τερματισμός της άσκησης του επαγγέλματος, μειώνουν ουσιωδώς το ηθικό φορτίο και την κοινωνική επικινδυνότητα της πράξης. Ως εκ τούτου, το εν λόγω στοιχείο της χρονικής διάρκειας δεν αξιολογείται απομονωμένα, αλλά συνεκτιμάται με το σύνολο των πραγματικών και προσωπικών δεδομένων της υπόθεσης, οδηγώντας σε αυξημένη μεν τυπική, πλην όμως χαμηλή ουσιαστική απαξία της πράξης, στοιχείο που αντανακλάται αναλόγως στην επιμέτρηση της ποινής.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ενώ η άσκηση του επαγγέλματος κατά την επίδικη περίοδο συνεπάγεται καταρχήν παροχή αμειβόμενων υπηρεσιών, δεν τέθηκε ενώπιόν του ούτε προκύπτει από οπουδήποτε οποιοδήποτε συγκεκριμένο οικονομικό όφελος απορρέον από την παράβαση, ούτε προέκυψε αποφυγή καταβολής χρηματικών υποχρεώσεων που να συνδέεται αιτιωδώς με την πράξη. Ως εκ τούτου, η επιμέτρηση της ποινής βασίζεται αποκλειστικά σε γνωστά πραγματικά δεδομένα και όχι σε υποθετικές ή εικαζόμενες οικονομικές ωφέλειες.
Εξάλλου, λαμβάνεται υπόψη ότι δεν υφίσταται βεβαρημένο ποινικό μητρώο και το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 2 ασκούσε το επάγγελμα του εγκεκριμένου λογιστή-ελεγκτή επί μακρό χρονικό διάστημα, ήτοι από το έτος 1995 (περίπου 30 χρόνια), χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη παράβαση ή κακή επαγγελματική συμπεριφορά και τηρώντας, κατά τα λοιπά, τις υποχρεώσεις του επαγγέλματός του.
Ακόμα, λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ήδη υπήρξε αποδοχή της νόμιμης συνέπειας του τερματισμού της παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών, στοιχείο που περιορίζει ουσιωδώς την πιθανότητα επανάληψης παρόμοιων παραβάσεων στο μέλλον.
Υπήρξε πάροδος σημαντικού χρονικού διαστήματος τόσο από τη λήξη της επίδικης παράβασης όσο και μέχρι σήμερα. Η παράμετρος αυτή επίσης συνεκτιμάται στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής.
Επίσης, λαμβάνονται υπόψη, στον βαθμό που μπορούν να ληφθούν υπόψη, οι προσωπικές συνθήκες αναφορικά με τον Κατηγορούμενο 2, όπως εκτέθηκαν. Περιλαμβάνουν την προχωρημένη ηλικία (70 ετών), τα πολύ σοβαρά και τεκμηριωμένα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, καθώς και την οικονομική του κατάσταση, η οποία ήταν και ο λόγος που παρέλειψε να καταβάλλει τα τέλη για την έκδοση της άδειας. Διευκρινίζεται ότι η οικονομική δυσχέρεια που επικαλείται ο Κατηγορούμενος 2 δεν αίρει, ούτε δικαιολογεί, την υποχρέωση συμμόρφωσης με το ισχύον καθεστώς ετήσιας αδειοδότησης. Λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά και μόνον στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, ως στοιχείο σχετικό με τις προσωπικές του περιστάσεις και την πρακτική δυνατότητα επαναφοράς στη νομιμότητα.
Τέλος, λαμβάνεται υπόψη η παραδοχή στο Δικαστήριο. Συμβάλλει στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου.
Αναφορικά με την Κατηγορούμενη 1, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι η εταιρεία δεν λειτούργησε ως αυτοτελές επιχειρηματικό σχήμα με ανεξάρτητη οικονομική ή οργανωτική δραστηριότητα, αλλά ως το νομικό όχημα μέσω του οποίου ασκούσε το επάγγελμα ο Κατηγορούμενος 2. Περαιτέρω, η Κατηγορούμενη 1 έχει ουσιαστικά παύσει τις δραστηριότητές της. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η επιβολή ίσης αλλά ανάλογα προσαρμοσμένης σε ύψος χρηματικής ποινής κρίνεται εύλογη και ανάλογη.
Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι χρηματική ποινή σημαντικά κατώτερη του ανώτατου προβλεπόμενου ορίου χρηματικής ποινής, και συγκεκριμένα ύψους €5.000 για κάθε Κατηγορούμενο, επαρκεί για την επίτευξη των σκοπών της ποινής, χωρίς να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο. Τονίζεται ότι η ποινή που θα επιβληθεί δεν αποσκοπεί στη γενική υποβάθμιση της σοβαρότητας της παράνομης άσκησης ελεγκτικών εργασιών χωρίς άδεια, ούτε θα πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη ανοχής σε παρόμοιες συμπεριφορές. Η επιλογή της παρούσας ποινικής μεταχείρισης εδράζεται στα ειδικά και εξαιρετικά πραγματικά και προσωπικά δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης, τα οποία δεν απαντώνται κατ’ ανάγκην σε άλλες περιπτώσεις του αυτού αδικήματος.
Επιβάλλονται:
Στην Κατηγορούμενη 1:
1η Κατηγορία: Χρηματική ποινή ύψους €5.000
Στον Κατηγορούμενο 2:
2η Κατηγορία: Χρηματική ποινή ύψους €5.000
Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική στενότητα που αναφέρθηκε, όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 2, σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες δυσκολίες, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο επιτρέπεται η πληρωμή της χρηματικής ποινής με μηνιαίες δόσεις ύψους €200 η κάθε μία, αρχίζοντας από την 2.1.2026 και ακολούθως την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε επόμενου μήνα μέχρι εξόφλησης. Η έκδοση του διατάγματος αυτού δεν αναιρεί τη δυνατότητα αποπληρωμής νωρίτερα. Νοείται ότι σε περίπτωση υπαίτιας παράλειψης καταβολής οποιασδήποτε δόσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας σχετικά με την εκτέλεση χρηματικών ποινών.
(Υπ.) ……………………….
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129.
[2] Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, ΠΕ 161/2020, 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B182, Γιαννακού ν. Δημοκρατία, ΠΕ 235/2023, 19.7.2024, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391, Δημοκρατία v. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264.
[3] Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562, Ιακώβου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 159/2024, 8.11.2024.
[4] Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575.
[5] John v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417, Antoniou v. Police (1983) 2 CLR 319.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο